ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Υπάρχουν Έλληνες που χαίρονται με την καταστροφή της Ελλάδας


Δεν ξέρω ποιος έκανε την υποκλοπή των συνομιλιών Τόμσεν-Βελκουλέσκου, ούτε ποιος τις έστειλε στο Wikileaks. Ξέρω πως αυτή η διαρροή θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη για την Ελλάδα.

Ναι, ξέρουμε πώς διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις και ξέρουμε τον κυνισμό των στελεχών του ΔΝΤ και των «εταίρων» μας.

Αλλά με τη δημοσίευση των συνομιλιών από το Wikileaks, το έμαθαν όλοι οι πολίτες του πλανήτη. Όχι σαν υποψία ή σαν φήμη αλλά σαν είδηση. Διάβασαν τις πραγματικές συνομιλίες.

Αν η υποκλοπή έγινε από Έλληνες, τους αξίζουν συγχαρητήρια. Αυτή ήταν μια πατριωτική πράξη.

Βέβαια, δεν αποκλείεται η υποκλοπή να μην έγινε από Έλληνες, αφού το Brexit -στο οποίο αναφέρονται στη συνομιλία τους ο Τόμσεν και η Βελκουλέσκου- είναι σημαντικότερο θέμα από την Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, η διαρροή των συνομιλιών ήταν θετική για την Ελλάδα.

Από την ώρα που έγινε η διαρροή των συνομιλιών, στην Ελλάδα συμβαίνει για μια ακόμα φορά ο παραλογισμός.

Αντί να μείνουν όλοι στην ουσία των συνομιλιών που διέρρευσαν, άρχισε ένα αστυνομικό θρίλερ για το ποιος έκανε τις υποκλοπές.

Χεστήκαμε για το ποιος έκανε τις υποκλοπές.

Η Ελλάδα χρεοκόπησε πριν από έξι χρόνια και διαλύεται μέρα με τη μέρα. Αυτό το αίσχος πρέπει να σταματήσει με κάθε τρόπο.

Βλέπω πολλούς Έλληνες να χαίρονται για την προσβλητική επιστολή που έστειλε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στον Αλέξη Τσίπρα.

Μα ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ελλάδας και η Λαγκάρντ είναι η διευθύντρια του ΔΝΤ, δεν είναι μια τύπισσα που γράφει την γνώμη της στη σελίδα της στο Facebook. Έχουν και οι δυο θεσμικούς ρόλους.

Έχω γράψει πολλές φορές πως θεωρώ τον Τσίπρα πολιτικό απατεώνα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα δικαιώσω την Λαγκάρντ και θα πάρω το μέρος της, λες και είναι καμιά αθώα.

Η διαρροή των Wikileaks εκθέτει ανεπανόρθωτα και την Λαγκάρντ και το ΔΝΤ.

Το καλύτερο που θα είχε να κάνει η Λαγκάρντ θα ήταν να βγάλει τον σκασμό.

Αυτό που με εντυπωσιάζει μετά από έξι χρόνια χρεοκοπίας της χώρας, είναι το μίσος και η τύφλα που έχουν όσοι βρίσκονται στα κόμματα ή πληρώνονται από τα κόμματα.

Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο από την πάρτη τους.

Η χώρα ας σβηστεί από τον χάρτη, αυτοί να ‘ναι καλά.

Φτάνουν στο σημείο να αποθεώνουν ξένους αξιωματούχους που θέλουν να ξεσκίσουν την Ελλάδα και τους Έλληνες, μόνο και μόνο επειδή καταφέρονται εναντίον της κυβέρνησης.

Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω.

Δηλαδή, μετά από έξι χρόνια από την χρεοκοπία, για κάποιους το θέμα είναι να φύγει ο Τσίπρας και να έρθει ο Μητσοτάκης.

Και μετά; Όλα καλά;

Ναι, γι’ αυτούς όλα καλά. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει τα ίδια και μεγαλύτερα προβλήματα.

Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε με τίποτα.

Από την άλλη, θα ήθελα να πιστέψω πως ο Τσίπρας κάνει το παιχνίδι του για τη χώρα και όχι για τον εαυτό του.

Δυστυχώς, δεν μπορώ.

Ο Τσίπρας απέδειξε ποιος είναι το βράδυ της 12ης Ιουλίου, μια εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα, όταν έκανε τη συμφωνία και έστειλε την Ελλάδα και τους Έλληνες στον διάολο.

Αν ο Τσίπρας ήταν καθαρός και τίμιος, θα είχε παραιτηθεί τότε και δεν θα είχε υπογράψει.

Δεν ήταν.

Αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε ένα άλλο σχέδιο για αργότερα -δηλαδή να κερδίσει χρόνο και να αντεπιτεθεί-, δεν θα είχε διαλύσει τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε θα μας είχε τρελάνει στα ψέματα.

Για μένα είναι ξεκάθαρο πως ο Τσίπρας αγωνίζεται μόνο για την πάρτη του και την παρεούλα του. Όχι για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Ακόμα και έτσι, εύχομαι το καλύτερο για τον ίδιο να συμπέσει και με κάτι καλό για την Ελλάδα. Αν και για να είμαι ειλικρινής, δεν το πιστεύω.

Νομίζω πως τώρα συμβαίνει αυτό που μου θύμισε ο Άρης ότι είχα γράψει στον Αλέξη Τσίπρα στις 15 Ιουλίου του 2015:

«Αλέξη Τσίπρα, αυτή είναι η τελευταία μου προσπάθεια να σε πείσω να μην υπογράψεις το Μνημόνιο.

Ακόμα κι αν το υπογράψεις, θα σε ρίξουν με τον πιο ατιμωτικό τρόπο.

Δεν υπάρχει συμφωνία.

Συμφωνία θα υπάρξει μόνο αν σε ρίξουν.

Και θα σε ρίξουν σαν προδότη, αφού πρώτα περάσει το Μνημόνιο επί δικής σου πρωθυπουργίας. Αφού περάσεις εσύ το Μνημόνιο.

Πρώτα θα σε εξευτελίσουν εντελώς, μετά θα σε ρίξουν και μετά θα γίνει η κανονική συμφωνία, με τους επόμενους.


Αλέξη Τσίπρα, μην υπογράψεις.»

Ο Τσίπρας υπέγραψε.

Οπότε, ετοιμαστείτε για τον Μητσοτάκη. Και την νέα υπογραφή.

Εγώ δεν θα χαρώ.

pitsirikos

Ποια Αμστελ...

...και ποια δεοντολογία...

Οι δημοσιογράφοι που τιμωρήθηκαν από το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ δεν τιμωρήθηκαν επειδή υποστήριξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα αλλά επειδή καταστρατήγησαν κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Διαστρέβλωσαν συστηματικά γεγονότα, παραπληροφόρησαν υπέρ μίας πολιτικής θέσης εμφανίζοντας το ως ανεξάρτητη δημοσιογραφία, έκοψαν ή προπηλάκισαν την αντίθετη άποψη. Δεν τιμωρήθηκαν επειδή διατύπωσαν τις πολιτικές τους απόψεις αλλά επειδή παραβίασαν κατάφωρα τις αρχές και το καταστατικό του σωματείου τους και κάθε έννοια ορθής και αμερόληπτης άσκησης του λειτουργήματος τους. Το να εμφανίζεται ως απόπειρα πολιτικής φίμωσης μία πειθαρχική ποινή από την ΕΣΗΕΑ σε βάρος μεγαλοδημοσιογράφων που μονοπωλούν τα μεγάλα ΜΜΕ δεν είναι παρά μία κυνική απόπειρα να συγκαλυφθεί..
η κυρίαρχη ιδεολογία και να εμφανιστεί ως διωκόμενη, τη στιγμή που έχει εκτοπίσει στο περιθώριο κάθε αντίθετη φωνή.
Και όχι, η ύπαρξη δημοσιογράφων που πρόβαλλαν εξίσου μονόπλευρα το ΌΧΙ στο δημοψήφισμα αλλά δεν τιμωρήθηκαν από την ΕΣΗΕΑ δεν είναι επιχείρημα για το ότι δεν έπρεπε να υποστούν κυρώσεις οι μεγαλοδημοσιογράφοι που εκείνες τις μέρες ασκούσαν ανοικτή προπαγάνδα υπέρ του ΝΑΙ καταπατώντας τη δεοντολογία. Η αδιαφορία για τα παραπτώματα του ενός δεν νομιμοποιεί τα παραπτώματα των άλλων. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μεγάλη διαφορά όταν κάποια μέσα δηλώνουν ανοικτά την πολιτική και κομματική τους τοποθέτηση και προωθούν εν γνώση του κοινού συγκεκριμένες πολιτικές, από αυτά που παρουσιάζονται ως ανεξάρτητα αλλά εξυπηρετούν φανατικά ιδιοτελή συμφέροντα υπό το πρόσχημα της δημοσιογραφίας.

Τέλος, με αυτή της την απόφαση, η αμαρτωλή από πολλές πλευρές ΕΣΗΕΑ, δεν επιχειρεί να γίνει λογοκριτικό όργανο. Αντίθετα, κρατάει τα προσχήματα και φυλάει τα ρούχα της, για να μπορεί ακριβώς να συνεχίσει την αμαρτωλή της λειτουργία. Είναι τόσο μεγάλη η φθορά του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στα μάτια του κόσμου, εξαιτίας ακριβώς, της ανοιχτής τοποθέτησης των καναλιών και μεγαλοδημοσιογράφων εναντίον κάθε λαϊκού αιτήματος και κινητοποίησης, που κινδυνεύουν με συνολική απαξίωση και απόρριψη. Η ιαχή "αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι" από χιλιάδες ανθρώπους στο μετρό του Συντάγματος το καλοκαίρι είναι η μεγαλύτερη απόδειξη.

Δημήτρης Τσίρκας
 http://zoornalistas.blogspot.gr

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Απολαύστε υπεύθυνα


Γράφει ο Καρτέσιιος    

Έμαθα κι εγώ από συζητήσεις ότι μία φρέσκια παρουσία στο πολιτικό σκηνικό, μια άφθαρτη γυναίκα, ένα new entry της Βουλής, απάντησε σε συνταξιούχο, κατά της διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής,  «καλά να πάθετε» για τις επιλογές του, όταν εκείνος τόλμησε να της κάνει κριτική για την καταστροφή που έφεραν στην Ελλάδα τα 40 χρόνια διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.

Η πρωτοεμφανιζόμενη αυτή κοπέλα στα πολιτικά πράγματα της χώρας ονομάζεται Ντόρα Μπακογιάννη ή Μητσοτάκη, κατά πώς βολεύει κάθε φορά. Για να τη γνωρίσουμε καλύτερα, ας ρίξουμε μια ματιά στο επαγγελματικό της βιογραφικό.

Από το 1984 ως το 1989 ήταν υπεύθυνη του Πολιτικού Γραφείου του τότε Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το1989 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Διετέλεσε υφυπουργός στον πρωθυπουργό στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού το1992. Στις εκλογές του 1996 έβαλε υποψηφιότητα στην Α” εκλογική περιφέρεια Αθηνών, όπου και εξελέγη. Επανεξελέγη στην Α” Αθηνών στις εκλογές του 2000. Στις 20 Οκτωβρίου του 2002 εξελέγη δήμαρχος Αθηναίων. Αποχώρησε πρόωρα από τη δημαρχία τον Φεβρουάριο του 2006, για να αναλάβει το Υπουργείο Εξωτερικών, θέση την οποία συνέχισε να κατέχει και στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές  του 2007. Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 εξελέγη, πρώτη σε ψήφους, βουλευτής στην Α΄Αθηνών. Το 2012 εξελέγη πάλι βουλευτής και εν πάση περιπτώσει, μέχρι σήμερα είναι βουλευτής.

Α: Για να το συνοψίσουμε: Η Ντόρα Μπακογιάννη – Μητσοτάκη μισθοδοτείται από το Δημόσιο είτε ως Υπεύθυνη του γραφείου του μπαμπά της, είτε ως βουλευτής, είτε ως υπουργός, είτε ως δήμαρχος, επί 32 συναπτά έτη. Τώρα, το πώς γίνεται μία κρατικοδίαιτη πολιτικός να έχει ως σημαία της την κατάργηση του Δημόσιου Τομέα και να μιλά πάντα ειρωνικά για τους δημόσιους υπαλλήλους, είναι κάτι που μόνο μία κρατικοδίαιτη επί 32 χρόνια μπορεί να το καταλάβει.

Βου: Στο πόθεν έσχες της του 2012, η Ντόρα Μπακογιάννη – μόνη της και όχι από κοινού με τον σύζυγό της· εκείνα είναι άλλα – κατέχει  δύο διαμερίσματα στην οδό Αραβαντινού συνολικού εμβαδού άνω των 300 τ.μ., γραφείο στην Δ. Αρεοπαγίτου 200 τ.μ., 2 αγροτεμάχια στην Γαλλία 75.110 τ.μ. , οικία και αγροτεμάχιο στην Ευρυτανία, 3 αγροτεμάχια στα Χανιά σχεδόν 15.000 τ.μ., ενώ μεταξύ άλλων τραπεζικών λογαριασμών τής ανήκε και ένας με το ποσό 857.461 ευρώ στην Deutshe Bank. Τώρα, πώς γίνεται μία πολιτικός που σιτίζεται επί 32 χρόνια από το Δημόσιο κι έχει μια μεγάλη περιουσία να λέει στους πολίτες ότι ζούσαν πάνω από τις δυνάμεις τους και γι” αυτό πρέπει να τιμωρηθούν ζώντας πλέον με μειωμένες ή και καθόλου συντάξεις , με μειωμένους ή και καθόλου μισθούς, μόνο μία πολιτικός με λογαριασμό  857.461 ευρώ στην Deutshe Bank μπορεί να το εξηγήσει.

Γου: Η Ντόρα Μπακογιάννη – Μητσοτάκη είναι κόρη πρώην πρωθυπουργού, αδελφή βουλευτή και αρχηγού του κόμματος με το οποίο έγινε πρωθυπουργός ο μπαμπάς της, ενώ ο γιος της είναι περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας . Τώρα, πώς γίνεται να δηλώνει ότι παλεύει για την καθιέρωση της αξιοκρατίας στη χώρα, μία πολιτικός που έχει μπαμπά πρώην πρωθυπουργό, αδελφό… κτλ, κτλ., μόνο μία πολιτικός που σε φτύνει κατάμουτρα δίχως ίχνος ντροπής μπορεί να το καταλάβει.

Ας μην το κουράζω όμως. Δεν είναι μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη που δηλώνει ότι απολαμβάνει τα χάλια μας, αρνούμενη κάθε ευθύνη στη δημιουργία τους. Είναι γενικό το κακό. Η «Πολιτική Τάξη» ανέκαθεν μας αντιμετώπιζε ως μαλάκες. Από το «Μαζί τα φάγαμε» και στο «Ήξεραν τι ψήφιζαν», κάπου χωράει και το «Καλά να πάθετε».  Η Δημοκρατία τους είναι σάπια. Αυτοί τη σάπισαν κι εμείς δεν αντιδράσαμε.

Δε μπορέσαμε να τους αλλάξουμε. Δε μπορέσαμε να τους υποχρεώσουμε να γίνουν υπεύθυνοι. Αντίθετα, καταναλώσαμε υπεύθυνα κάθε ποινή αυτομαστιγώματος που μας επέβαλλαν. Γι’ αυτό και αν προσέξετε, το πρόβλημά τους δεν είναι οι ψηφοφόροι των άλλων κομμάτων, αλλά οι πολίτες που αρνούνται να συμμετέχουν στο παιχνίδι των εκλογών τους. Για όλα τούς φταίνε αυτοί. Και τους φταίνε αυτοί επειδή η «Πολιτική Τάξη» τρέμει μην έρθει κάποια στιγμή που τους όρους του παιχνιδιού θα τους βάλει η αποχή και δεν θα υπάρξει η νομιμοποίηση των εγκληματικών πολιτικών τους.

Σε καμία άλλη περίπτωση αυτοί δε θα αλλάξουν συνήθειες και πρακτικές. Είναι τόση η αλαζονεία και η βεβαιότητά τους ότι για πάντα θα μας χρησιμοποιούν ώστε όποτε μιλάνε για τους πολίτες θυμάμαι εκείνο το «Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα, κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα, την έδωσα τη μηχανή και πήρα αυτοκίνητο».

Κάπως έτσι μας αντιμετωπίζουν. Τη μια τους μυρίζουμε, την άλλη τους βρωμάμε, την τρίτη ήμασταν μαλάκες που ψηφίσαμε ΠΑΣΟΚ και όχι ΝΔ, την τέταρτη ήμασταν βλαμμένοι που ψηφίσαμε ΝΔ, την πέμπτη «καλά να πάθετε που ψηφίσατε ΣΥΡΙΖΑ», στο τέλος θα μας πουν ότι μας βαρέθηκαν και θέλουν άλλον λαό. Θα μας το πουν, να είστε σίγουροι. Τόσα μας έχουν πει και  μας πουλάνε τη δυστυχία για μονόδρομο, σιγά μη ντραπούν να μας πουν ότι δεν τους βολεύουμε άλλο πια.

José Saramago : «Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γ@μημένη ιδέα για τον κόσμο στον οποίο ζει»




«Πριν τρία ή τέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια συνέντευξης σε μια λατινοαμερικάνικη εφημερίδα, θαρρώ αργεντίνικη, μέσα σε μια διαδοχή ερωτήσεων και των απαντήσεων, πέταξα μια δήλωση, για την οποία φανταζόμουν (τόσο αφελής ήμουν) ότι θα προκαλούσε αγανάκτηση, διαμάχες και σκάνδαλο:

πρώτα-πρώτα στις τάξεις της τοπικής αριστεράς, και, ποιος ξέρει, θα διαδιδόταν, όπως ένας κυματισμός, στους διεθνείς χώρους που επικαλούνται την εν λόγω αριστερά, είτε αυτοί είναι πολιτικοί, είτε συνδικαλιστικοί, είτε πολιτιστικοί.

Η εφημερίδα αναπαρήγαγε ακριβώς την φράση μου, σε όλη την σκληρότητά της, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση απέναντι στην αισχρότητά της: «Η αριστερά δεν έχει την παραμικρή γ@μημένη ιδέα για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει». Στην πρόθεσή μου, που ήταν σκοπίμως προβοκατόρικη, η αριστερά που προκλήθηκε κατ’αυτόν τον τρόπο, απάντησε με την πιο παγερή σιωπή.

`
Κανένα κομουνιστικό κόμμα, αρχίζοντας π.χ., από εκείνο του οποίου είμαι μέλος, δεν ανέβηκε σε καμιά έπαλξη για να διαμαρτυρηθεί ή έστω να επιχειρηματολογήσει για το δίκαιο ή το άδικο της φράσης που είχα προφέρει. Πολύ περισσότερο, κανένα από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται στις αντίστοιχες κυβερνήσεις, και έχω κατά νου ειδικά εκείνα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, δεν έκρινε απαραίτητο να απαιτήσει εξηγήσεις από τον ξεδιάντροπο συγγραφέα, που τόλμησε να πετάξει ένα κοτρώνι μέσα στο σάπιο τέλμα της αδιαφορίας.

Μηδέν από μηδέν, πλήρης σιωπή, ως εάν οι ιδεολογικοί τάφοι μέσα στους οποίους είχαν καταφύγει να μην περιείχαν τίποτε άλλο εκτός από σκόνη κι αράχνες, κι ένα παλαιό κόκκαλο, που δεν θα μπορούσε μάλιστα να χρησιμέψει ούτε ως λείψανο. Για μερικές ημέρες ένοιωσα αποκλεισμένος από την ανθρώπινη κοινωνία, σαν να είχα πανούκλα, να είχα πάθει κάποιου είδους κίρρωση του εγκεφάλου, και να μην ήξερα πια τι λέω. Είχα φθάσει μάλιστα για να σκέφτομαι πως μια συμπονετική φράση σίγουρα θα κυκλοφορούσε μεταξύ εκείνων που σιώπησαν, και θα ήταν περίπου αυτή: «Ο κακομοίρης, τι άλλο να περιμένουμε απ’αυτόν στην ηλικία που είναι;» Είναι ξεκάθαρο ότι δεν με έκριναν άξιο να πω τη γνώμη μου.

`
Πέρασε ο καιρός, και η κατάσταση του κόσμου έγινε όλο και περισσότερο πολύπλοκη, και η ατρόμητη αριστερά, συνέχισε να παίζει το ρόλο που της μοιράστηκε, στην εξουσία ή στην αντιπολίτευση. Κι εγώ ––που στο μεταξύ είχα κάνει άλλη μια ανακάλυψη, ότι δηλαδή ο Marx δεν είχε ποτέ τόσο δίκιο όσο σήμερα–– φανταζόμουν, όταν πέρυσι εξερράγη το καρκίνωμα της αισχροκέρδειας των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, ότι η απανταχού αριστερά, εάν ζούσε ακόμη, θα άνοιγε τελικά το στόμα της για να πει τι νόμιζε για το ζήτημα…

Έχω την εξήγηση: η αριστερά δεν σκέφτεται, δεν δρα, δεν ρισκάρει. Ύστερα, συνέβη ό,τι συνέβη, μέχρι και σήμερα, και η αριστερά, χαλαρά κι ανεύθυνα, συνεχίζει να μην σκέφτεται, να μην ενεργεί, να μην ρισκάρει. Μην εκπλήσσεστε επομένως με την αυθάδεια του ερωτήματος του τίτλου: «Πού είναι η αριστερά; » Δεν ρίχνω τον οβολό μου, έχω πληρώσει ήδη υπερβολικά ακριβά τις αυταπάτες μου.

Πηγή © Μετάφραση : L’Enfant de la Haute Mer

Για την αναδημοσίευση υπέυθυνη η Jaquou Utopie

Ftanei_pia

Η Αλήθεια για τις διαγραφές

αρχείο λήψης (42).jpgΕπειδή πολλά sites αναφέρονται στις πρόσφατες διαγραφές και στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό , να τους ενημερώσουμε. 1. Ότι τις πειθαρχικές διώξεις τις ψήφισαν όλοι πλην ενός . 2. Ότι ένας από αυτούς που ψήφισαν μετά το κατσάδιασμα που έφαγε από την παράταξη του θέλησε να πάρει πίσω την ψήφο του , αλλά αυτό δεν το επέτρεπε το καταστατικό. 3.Οτι το άτομο αυτό προσπαθούσε επί μήνες με πάσης φύσεως κωλυσιεργίες να μην ληφθέν απόφαση ήταν ένα από τα δυο άτομα που ενώ ψήφισε αθώωση , πρότεινε ποινή διαγραφής. 4. Οι αποφάσεις λύθηκαν με 3 έναντι 2 ενώ οι δυο που ψήφισαν αθώωση πρότειναν ποινές διαγραφής. 5. Όσα γράφονται για δήθεν σχέσεις των τριών μελών που ψήφισαν τη διαγραφή , με παρατάξεις είναι εντελώς αναληθή αφού οι τρεις συνάδελφοι είναι γνωστό ότι ψηφίζουν κατά συνείδηση.
Τέλος να υπογραμμίσουμε ότι όσοι διώχθηκαν παραβίασαν κατάφωρα , άρθρα του Κώδικα Δεοντολογίας τον όποιον όλοι οι δημοσιογράφοι πρέπει να τηρούν και οι όψιμοι υποστηρικτές της ελευθερίας του τύπου , ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ να τον ξαναδιαβάσουν για να σταματήσουν επί τέλους να μέλανε για πολιτικές διώξεις.
Και σε αυτούς που συγκρίνουν την υπόθεση Δελαστίκ με την υπόθεση των 9 , να υπενθυμίσουμε ότι ο συνάδελφος Δελαστίκ , εξέφρασε πολιτική άποψη ως καλεσμένος του Νίκου Χατζηνικολάου , και οι απόψεις είναι Ελεύθερες.
Ανάποδος

ΑΡΧΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
 i284571214458543886._szw480h1280_.jpg
Εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση της 19-20 Μαΐου 1998, με ποσοστό 80,4%
Προοίμιο
Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α. έχει στόχο:
Να επαναβεβαιώσει και διασφαλίσει τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογράφου στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνουν ο γιγαντισμός, το ολιγοπώλιο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αυξημένη εμβέλεια και επιρροή των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας.
Να αποθαρρύνει και να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα κρατικού ή άλλου επηρεασμού με τον αυτοκαθορισμό κανόνων υπεύθυνης επαγγελματικής λειτουργίας.
Να κατοχυρώσει την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης, την αυτονομία και αξιοπρέπεια του δημοσιογράφου και να θωρακίσει την ελευθεροτυπία έπ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας.
Προς το σκοπό αυτό, οι δημοσιογράφοι αυτοδεσμεύονται να εφαρμόσουν και να περιφρουρήσουν τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:

Άρθρο 1
Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.
β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.
γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων.
δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.
ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.
στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου.

Άρθρο 2
Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.
β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις.
δ. Να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων με ειδικές ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας.
ε. Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους.
στ. Να μην αποκαλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού, τα οποία επέζησαν της εγκληματικής πράξης.
ζ. Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη.
η. Να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα, φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.
θ. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια.
ι. Να σέβεται τους κανόνες της εμπιστευτικής πληροφόρησης (off the record) εφ’ όσον ανέλαβε αυτή τη δέσμευση.

Άρθρο 3
Η ισηγορία και η πολυφωνία, οξυγόνο της δημοκρατίας, αναιρούνται σε συνθήκες κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου των Μ.Μ.Ε. και υπονομεύονται με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες και την εν γένει συμπεριφορά της. Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
β. Να αποκρούει και να καταγγέλλει τις εκδηλώσεις κρατικού αυταρχισμού και τις αυθαιρεσίες των ιδιοκτητών των Μ.Μ.Ε. και ιδιαίτερα των ολιγοπωλίων.
γ. Να υπερασπίζεται τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στον εργασιακό χώρο του και να αρνείται την εκτέλεση έργου, που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
δ. Να μη δέχεται τη σύνταξη είδησης, σχολίου ή άρθρου και την παραγωγή εκπομπής κατά τις υποδείξεις των προϊσταμένων ή του εργοδότη του, αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να καταγγέλλει τις εν αγνοία του παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις του δημοσιογραφικού του προϊόντος.

Άρθρο 4
Η υπερπροσφορά εργασίας στο χώρο της δημοσιογραφίας επιτείνει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση φαινομένων εκμετάλλευσης, όπως είναι: η άμισθη ή η συμβολικώς αμειβόμενη εργασία, η καταστρατήγηση συμβατικών υποχρεώσεων και κανόνων δεοντολογίας κ.λπ.. Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να στηρίζει και να ενισχύει τις δραστηριότητες της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων αμοιβής και απασχόλησης στα Μ.Μ.Ε..
β. Να αποκρούει στο χώρο εργασίας του κάθε απόπειρα περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων του ή παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας.
γ. Να μην ασκεί και να μη δέχεται οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων, που σχετίζονται με το φύλο ή την επαγγελματική ηλικία των συναδέλφων του.

Άρθρο 5
Η διαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της αξιοπιστίας, του κύρους και της επαγγελματικής αξιοπρέπειας του δημοσιογράφου, ο οποίος οφείλει:
α. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αμοιβή για δημοσιογραφική εργασία από απόρρητα κονδύλια κρατικών υπηρεσιών και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών.
β. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή έπ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του.
γ. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται τη διαφημιστική χρήση του ονόματος, της φωνής και της εικόνας του, παρά μόνο για κοινωφελείς σκοπούς.
δ. Να μη μεταδίδει και να μην αξιοποιεί ιδιοτελώς αποκλειστικές πληροφορίες που επηρεάζουν την πορεία του Χρηματιστηρίου Αξιών και την αγορά.
ε. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται οποιεσδήποτε παροχές σε χρήμα και είδος, που θίγουν την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά του και επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.

Άρθρο 6
Η συναδελφική αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός των δημοσιογράφων συμβάλλουν θετικά στις συλλογικές επαγγελματικές επιδιώξεις και στην κοινωνική εικόνα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος οφείλει:
α. Να σέβεται την προσωπικότητα των συναδέλφων του. Να μην εκτοξεύει εναντίον τους ασύστατες κατηγορίες και να αποφεύγει τις προσωπικές αντεγκλήσεις, δημόσια και στους χώρους εργασίας.
β. Να θεωρεί σοβαρότατη αντιεπαγγελματική πράξη κάθε λογοκλοπή.
γ. Να μην οικειοποιείται την εργασία συναδέλφων του. Να αναφέρει πάντοτε το όνομα του συντάκτη, του οποίου χρησιμοποιεί κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων.
Να μνημονεύει την πηγή των πληροφοριών, που έχουν ήδη δημοσιευθεί ή μεταδοθεί.

Άρθρο 7
Ο γιγαντισμός των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας αύξησαν σημαντικά τον παιδευτικό και πολιτισμικό ρόλο του ηλεκτρονικού και του γραπτού Τύπου. Με τις πρόσθετες ευθύνες του στις νέες συνθήκες, ο δημοσιογράφος οφείλει:
α. Να συμβάλλει στην αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου, αποφεύγοντας γραμματικές, συντακτικές και λεκτικές κακοποιήσεις.
β. Να αποφεύγει τη χυδαιογραφία, τη χυδαιολογία και τη γλωσσική βαρβαρότητα, τηρώντας, ακόμη και στη σάτιρα και τη γελοιογραφία, τους κανόνες της επαγγελματικής ηθικής και της κοινωνικής ευθύνης.
γ. Να προστατεύει την ελληνική γλώσσα από την κατάχρηση ξένων λέξεων και όρων.
δ. Να συμβάλλει δημιουργικά στην προστασία της εθνικής μας παράδοσης και τη διασφάλιση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

Άρθρο 8
Οι υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από αυτόν τον Κώδικα, δεν συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Οι παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτών ελέγχονται από τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια, συνερχόμενα σε κοινή συνεδρίαση, μέχρις ότου τροποποιηθεί το Καταστατικό, που θα επιλύσει θεσμικά το θέμα του Εποπτικού Οργάνου του Κώδικα.
ΑΝΑΠΟΔΑ

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Το διαδίκτυο «κράζει» τον πρεσβευτή της αλητοδημοσιογραφίας Πάσχο Μανδραβέλη

image002 (41).jpgΚαθημερινά οι πρεσβευτές της αλητοδημοσιογραφίας δίνουν ρεσιτάλ αθλιότητας σε έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης.
 Ένα απ’ τα πρώτα βιολιά σ’ αυτή την ορχήστρα που μόνιμα βαράει τον χαβά της τρομοκράτησης του ελληνικού λαού και της παραπληροφόρησης του είναι το τσιράκι του Αλαφούζου, Πάσχος Μανδραβέλης.
Είτε σαν μαρκουτσοφόρος στην τηλεόραση του Σκάι είτε σαν καλαμαράς στην «Καθημερινή» χύνει συνέχεια τα εμέσματά του σε κάθε εργατική κινητοποίηση ενώ παράλληλα στηρίζει όλα τα μνημονιακά μέτρα σφαγιασμού του λαού μας.
Με αφορμή την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που στιγματίζει κάποιους δημοσιοκάφρους –δεν γνωρίζουμε το σκεπτικό της απόφασης- ο Μανδραβέλης προχώρησε σε μια απρέπεια, μια άθλια ενέργεια, «διδάσκοντας» δημοσιογραφία απ’ αυτό το είδος στο οποίο  ειδικεύεται διαχρονικά η «Καθημερινή».
Το ελεεινό τουιτάρισμα του το παραθέτουμε. Το συνοδεύει μάλιστα με μια «φρικτή» φωτογραφία απαγχονισμένων γυναικών από τους γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους της συμμορίας του Σούρλα.
Οι αντιδράσεις των χρηστών του διαδικτύου άμεσες και σε αρκετές περιπτώσεις καθόλου κόσμιες. Παρακάτω ένα μικρό δείγμα

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Cul de sac. (Εξαιρετικό άρθρο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη)

Cul de sac

Όπως όλα δείχνουν, η κατάσταση στην οποία βαδίζει η Ευρώπη κάθε μέρα βαλτώνει όλο και πιο πολύ. Οι πολιτικές ηγεσίες πλέον έχουν αποδειχθεί ανίκανες να χειριστούν τα ανοιχτά μέτωπα, από το Ελληνικό ζήτημα μέχρι και την προσφυγική κρίση και την τρομοκρατία. Μπροστά στην επέλαση της ακροδεξιάς, τη φοροαποφυγή, τους κλυδωνισμούς του κοινού νομίσματος και τον ερχομό εκατομμυρίων ανθρώπων, οι κυβερνήσεις όλες πλέον βρίσκονται σε μόνιμο αδιέξοδο, ψελλίζοντας βερμπαλισμούς περί «Ευρώπης των κοινών αξιών», της «αλληλεγγύης», έννοιες που δεν φαίνεται ότι ελκύουν πια κανέναν. Από την άλλη, όλες οι αφηγήσεις περί αριστερού εναλλακτικού δρόμου, που «θα άλλαζε την Ευρώπη αλλάζοντας την Ελλάδα» έχουν καταρρεύσει, καθώς έπειτα από έναν χρόνο αριστερής διακυβέρνησης η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με ανυπέρβλητες δυσκολίες, έχοντας ταυτόχρονα καταστεί ο εύκολος στόχος μιας Ευρώπης που αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους για όλα της τα δεινά. Πριν, ωστόσο, ανοίξει οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με την πιθανή έκβαση της υπόθεσης εντός των επόμενων ημερών (και μηνών), θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αρχικά να συζητηθούν τα πολιτικά και ιδεολογικά πλαίσια κάτω από τα οποία διαμορφώνεται τούτη η πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, αν στόχος μας είναι η στείρα αγανάκτηση να μετατραπεί σε μια κατάφαση, τότε δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι κανένας παραδοσιακός πολιτικός χώρος (είτε πρόκειται για τη λαϊκιστική αριστερά, είτε για τη λαϊκιστική δεξιά, ή, τέλος, για το φιλελεύθερο κέντρο) δεν μπορεί πλέον να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα.
Μνημόνιο 3: ήταν μια ήττα της αριστεράς;
Όπως είχα ήδη στηρίξει σε προηγούμενες αναλύσεις, η τάση των απογοητευμένων αριστερών, των υπερορθόδοξων ιδεολόγων και των γκρουπούσκουλων, να ανάγουν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε «στρατηγικά λάθη», κάνοντας συνεχώς λόγο για «προδοσία», «αθέτηση υποσχέσεων» και απομάκρυνση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, από τις αρχικές του θέσεις, όχι μόνο μοιάζει με πολιτική στρουθοκαμήλου, αλλά ταυτόχρονα επισκιάζει μια άλλη πτυχή της πολιτικής πραγματικότητας, αυτή που μας δείχνει ολοφάνερα ότι η πανωλεθρία των διαπραγματεύσεων μόνο ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής πλατφόρμας της νεοαριστερής πολιτικής γραμμής του κόμματος μπορεί να ερμηνευτεί. Επί της ουσίας, από την πρώτη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ τριπλασίασε τα εκλογικά του ποσοστά και εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό παιχνίδι μέχρι και σήμερα ελάχιστα μετακινήθηκε (αν εξαιρέσουμε την έξωση της αριστερής πλατφόρμας) από τις αρχικές του θέσεις. Όλοι όσοι μιλούν για μετάλλαξη και ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό παράδειγμα, αντιπροτείνοντας μια «άλλη αριστερά» (μια «πραγματική αριστερά δηλαδή» που δεν θα επαναλάβει τα λάθη του Τσίπρα και των κολλητών του), απλά και μόνο βυθίζουν το κεφάλι τους στην άμμο, επιλέγοντας να συντηρήσουν τις ιδεοληπτικές τους εμμονές, όντας εγκλωβισμένοι στη σφαίρα του επιθυμητού. Επιπλέον, η επίμονη άρνηση να αποδεχτούμε ότι όλα τα αφηγήματα περί «αριστερής αντιπροσώπευσης» κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος μόλις πριν ένα χρόνο, και πως η ήττα των διαπραγματεύσεων είναι φυσικό επακόλουθο της πρακτικής εφαρμογής της αριστερής ιδεολογίας εν γένει, φανερώνουν όλη την θεωρητική ένδεια της εποχής μας, καθώς και την ανικανότητά μας να διαυγάσουμε την κοινωνική πραγματικότητα όπως ακριβώς η ίδια υφίσταται. Αυτή η ανικανότητα, κατά βάση, επιβεβαιώνει τον ρόλο όλων των ιδεολογικών σχημάτων να λειτουργούν σαν ψυχικό αποκούμπι σε καιρούς κοινωνικού σοδομισμού, δυσκολεύοντας το έργο για την ανάδυση ενός πολιτικού χώρου, ικανού να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει πραγματικά.
Το βατερλό, λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά μια από τις θεωρητικές βάσεις των νεοαριστερών αφηγημάτων, τον λεγόμενο μαρξιακό μεσσιανισμό [1]. Με βάση αυτή τη θεωρία:
 
α) η φτώχεια και η κοινωνική καταπίεση οδηγούν πάντα σε κοινωνικές εξεγέρσεις, και οι αδικημένοι λόγω της ανάγκης και της εξαθλίωσης πάντα σπάζουν τις αλυσίδες τους. Παράλληλα,
β) όπως αναφέρουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο [2], η αστική τάξη συνεχώς σκάβει το λάκκο της, εξαθλιώνοντας το προλεταριάτο. Τέλος,
γ) παρότι ο Μαρξ κατήγγειλε τις ουσιοκρατικές αφηγήσεις περί ανθρώπινης φύσης, έμμεσα προϊδεάζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα ως έναν εν δυνάμει ορθολογικό μηχανισμό [3]. Εν δυνάμει, διότι οι υπερδομές και οι κυρίαρχες ιδέες και αξίες (που στην ουσία είναι οι αξίες της άρχουσας – αστικής – τάξης) διαστρεβλώνουν την αληθινή πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας.

Τί σχέση έχει, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ρεφορμιστικό σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα με τις θεωρίες του Μαρξ; Σαφέστατα και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιπροτείνει επανάσταση, μήτε μιλά για ανατροπή του καπιταλισμού και εγκαθίδρυση εργατικής εξουσίας! Ωστόσο, παρότι αντανακλά τις πιο ρεφορμιστικές εκδοχές της αστικής αριστεράς και του αντιφατικού ευρωκομμουνισμού, όντας γνήσιο τέκνο ενός πολιτικού χώρου που έχει αναδυθεί μέσα από κομμουνιστικά κινήματα και προτάγματα, τμήμα της μαρξιστικής αντίληψης αναφορικά με την ορθολογικότητα της ιστορίας, παραμένει εσωτερικευμένο σε πολλούς κομματικούς του ακτιβιστές (και νυν υπουργούς και βουλευτές), ενώ ταυτόχρονα το ουσιαστικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας του Μαρξ, το πάθος για «έναν καλύτερο κόσμο», έχει πρακτικά απορριφθεί από τους ίδιους. Αυτός ο μαρξιακός ντετερμινισμός της αριστεράς καλλιέργησε τη μέγιστη αυταπάτη πως οι λαοί της Ευρώπης επειδή έχουν και αυτοί υποστεί περικοπές, αδικία και φτωχοποίηση, νομοτελειακά θα στραφούν εναντίον των ολιγαρχιών τους. Αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την εξουσία και θα λάμψει η αλήθεια που τόσο καιρό οι υπερδομές δεν επέτρεπαν να φανεί στα μάτια των απόκληρων της Ευρώπης. Έτσι, οι λαοί όλης της ηπείρου θα συστρατευθούν με τη γραμμή των αριστερών στην Ελλάδα, ψηφίζοντας ανάλογες κυβερνήσεις, δίνοντας ένα τέλος στη λιτότητα μια για πάντα.
Πού αλλού παραπέμπει η περίφημη φράση του Αλέξη Τσίπρα κατά την ομιλία του στο Σύνταγμα, πως «θα νικήσουμε γιατί έχουμε το δίκιο με το μέρος μας», υπογραμμίζοντας πως ένας λαός που πολεμά με όπλο το δίκιο νομοτελειακά νικά; Σε μια ελεύθερη μετάφραση, «το προλεταριάτο βρίσκεται στο σωστό τραίνο, και οδηγείται προς την εκπλήρωση των επιθυμιών του, την χειραφέτηση». Το μόνο πράγμα που ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε να αντικαταστήσει είναι η έννοια «προλεταριάτο» με το σημαίνον «λαός», ο οποίος δρα κάτω από αναντίρρητους ιστορικούς κανόνες και νόμους. Επιπλέον, η φράση αυτή ερμηνεύεται ως εξής: ο Ελληνικός λαός εφόσον έχει το δίκιο με το μέρος του, βρίσκεται στο σωστό τραίνο της ιστορίας και θα νικήσει δίχως άλλοθι. Φυσικά, το να πιστεύει κανείς ότι οι αδικημένοι πάντα νικούν στο τέλος προϋποθέτει ότι τα ανθρώπινα όντα εκ φύσεως ρέπουν προς την ορθολογικότητα. Έτσι και οι ίδιοι οι λαοί της Ευρώπης, είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν το ορθό και το ηθικό, μαζί με τον Ελληνικό λαό που άδικα τιμωρείται από τις ολιγαρχικές υπερδομές. Παράλληλα, εφόσον ο καπιταλισμός σκάβει τον ίδιο του τον λάκκο, έτσι και η Ευρωπαϊκή Ένωση πυροβολεί τα ίδια της τα πόδια (κατά τα λεγόμενα του Τσίπρα) και οδηγείται προς την αυτοκαταστροφή της λόγω της λιτότητας. Ως εκ τούτου, η Μέρκελ και οι σκληροί ευρωπαϊστές, που με τίποτα δεν θα ήθελαν να δουν το όραμά τους να καταρρέει, θα δεχτούν θέλοντας και μη το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να σωθούν και οι ίδιοι! Κι έτσι λοιπόν η αριστερά καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, ξεκίνησε έναν «πόλεμο» που στην πραγματικότητα ήταν αδύνατο να κερδηθεί, και όντας πεπεισμένη ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης θα οδηγήσει σε απόλυτη νίκη, δίχως καν να υπολογίσει τις πιθανές επιπτώσεις μιας συντριβής (και φυσικά να προετοιμάσει τους ίδιους τους πολίτες για την περίπτωση επικράτησης του πιο δυσμενούς σεναρίου), οδηγείται σε βατερλό.
Από την «ελπίδα» στον φιλελευθερισμό χωρίς ελευθερία

Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων και η συντριβή της αριστεράς είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την υπογραφή ενός από τα πιο δυσμενή μνημόνια, αλλά οδήγησε και στην περαιτέρω αποδυνάμωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο, έχοντας χάσει και τη «διαπραγμάτευση» με το προσφυγικό, με χιλιάδες ανθρώπους (των οποίων αρχικός προορισμός ήταν τα κράτη του Ευρωπαϊκού βορρά) να παραμένουν εγκλωβισμένοι εντός της επικράτειας. Και μολονότι η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως των χωρών του Βίσεγκαρντ, ήταν αναμενόμενη εξ’ αρχής, με (περισσότερο) τους τελευταίους να επενδύουν στον επιθετικό εθνικισμό που αναδύεται ραγδαία στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, παράλληλα τεράστιες είναι και οι ευθύνες της ίδιας της κυβέρνησης. Η συνεχόμενη καταδίκη των «μονομερών ενεργειών» της Αυστρίας και των υπόλοιπων χωρών της σκληρής δεξιάς από τον πρωθυπουργό στην ουσία υπαινίσσεται ότι οι ηγέτες των κρατών αυτών δεν αναγκάζονται να κλείσουν τα σύνορα λόγω κάποιας λαϊκής πίεσης και στροφής μέρους της κοινής γνώμης προς την άκρα δεξιά. Είναι σαν να θεωρεί κανείς ότι οι λαοί των κρατών αυτών, όπως και όλοι οι άνθρωποι του κόσμου, σκέφτονται ορθολογικά, και μερικές καταγγελίες αρκούν ώστε να αποτινάξουν τα ψέματα των ηγετών τους, πράγμα που θα σημάνει και στροφή της κοινής γνώμης εκ νέου προς τον προοδευτικό φιλελευθερισμό, και κατ’ επέκταση, άνοιγμα των συνόρων. Πάλι, λοιπόν, κυριαρχεί ο ιδεοληπτικός αριστερισμός έναντι της αντικειμενικής κοινωνικής ανάγνωσης, η οποία (πρέπει κάποια στιγμή να παραδεχτούμε) δεν είναι απαραίτητα συνυφασμένη με αυτό που θα θέλαμε πραγματικά να ισχύει [4].
Αυτό που, φυσικά, δεν θέλησε ποτέ της να κατανοήσει η ευρωκομμουνιστική αριστερά (πέρα από τον εγκλωβισμό της στα μεσσιανικά και αντιφατικά ουσιοκρατικά αφηγήματα) – όπως αντίστοιχα καί ο φιλελεύθερος ή αναρχικός χώρος (οι δύο τελευταίοι ταυτίζονται στο ζήτημα αυτό) – είναι ότι ο εθνικισμός, η ταύτιση (attachment) δηλαδή των ανθρώπων με τον τόπο τους, τις παραδόσεις τους και τις αξίες τους, είναι μια από τις πιο εγγενείς τάσεις των ανθρώπων, ώστε να αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι μέσα στο ανθρώπινο πράττειν, τον χώρο και τον χρόνο. Η διάλυση των εθνών κρατών, ο υποβιβασμός των παραδόσεων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων στη Μέση Ανατολή και τις εγγενείς αντιφάσεις του φθαρμένου πολυπολιτισμικού μοντέλου των δυτικών κοινωνιών, δεν θα μπορούσε να μην οδηγήσει σε εθνικιστικές αναταράξεις, κάτω από ένα γενικευμένο συναίσθημα απώλειας του παλιού κόσμου εντός του οποίου μπορούσε να νοηματοδοτηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη. Ο εργαλειακός και ιδεοληπτικός αντιεθνικισμός της αριστεράς, όμως, που από την αρχή ενθάρρυνε τούτο το ξεχαρβάλωμα των ταυτοτήτων, θεωρώντας κάθε δοσμένο κοινωνικό ρόλο εκ φύσεως καταπιεστικό, αντιμετωπίζει όλες τις δεξιές αντιδράσεις ως φασιστικές. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να κατανοήσει τις εγγενείς αντιφάσεις της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικότητας, αποκαλώντας «ρατσιστή» οποιονδήποτε θίγει φαινόμενα διχασμού και κλειστότητας ακόμα και μεταξύ μεταναστευτικών πληθυσμών – τους οποίους (μετανάστες) εκλαμβάνει ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο στη θέση του παλιού βιομηχανικού προλεταριάτου (που καμία κριτική δεν πρέπει να ασκηθεί εναντίον του) – δεν οδηγεί στην αποδυνάμωση της ακροδεξιάς, αλλά στην περαιτέρω ενίσχυσή της. Διότι η ταύτιση του δεξιού λόγου με την φασιστική ιδεολογία και συνάμα το διαζύγιο της αριστεράς με την πραγματικότητα, που έχει ως αποτέλεσμα όλοι όσοι θίγουν υπαρκτά προβλήματα τα οποία καθιστούν το πολυπολιτισμικό μοντέλο «μή βιώσιμο» να βαφτίζονται «ρατσιστές» και «φασίστες» κατά βάση νομιμοποιεί τα ακροδεξιά και μισόξενα κόμματα, είτε πρόκειται για τα μετριοπαθή εθνολαϊκιστικά σχήματα, όπως το UKIP της Βρετανίας, είτε ακραία νεοφασιστικά μορφώματα, όπως οι ουραγκοτάγκοι της Χρυσή Αυγή και το Ουγγρικό Γιόμπικ.
Βέβαια, όντας η αριστερά επηρεασμένη από τις μεταμοντέρνες φιλοσοφικές μόδες της Νέας Υόρκης, του Παρισιού και της Λονδρέζικης μπλουμσμπεριανής «διανόησης», αρνείται να αποδεχτεί ότι ο εθνικισμός αποτελεί μια από τις πιο «πετυχημένες» ιδεολογίες της νεωτερικότητας, ακριβώς επειδή δημιούργησε τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως θα πρέπει να το ρίξουμε στην παραδοσιολαγνεία, ή να αποδεχτούμε αυτούσιες τις εθνικές ταυτότητες, οι οποίες καλλιεργούν την ψευδή (και φυσικά αντιδημοκρατική) ιδέα της «φαντασιακής κοινότητας» που τροφοδοτεί την αντίληψη περί «κοινής καταγωγής» όπως αναφέρει ο Benedict Anderson [5]. Αυτό που επείγει, στη δεδομένη στιγμή, είναι ο επαναπροσδιορισμός των ταυτοτήτων και των κοινωνικών ρόλων, και όχι η αυθαίρετη αποδοχή τους, μήτε και ο απερίσκεπτος αφορισμός τους στα πλαίσια του μεταμοντέρνου εκχυδαϊσμού, του απολίτικου χιπστερισμού ή κάποιας αναρχικής υποκουλτούρας.
Την ίδια θεωρητική ένδεια επιδεικνύει εξίσου και ο χώρος του «φιλελεύθερου κέντρου», οι λεγόμενοι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής ιδέας και της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (που τουλάχιστον σε ότι αφορά τον εμμονικό και εργαλειακό αντι-εθνικισμό ταυτίζονται πλήρως με την αριστερά). Σε πρώτη φάση, η εμφάνιση ενός σοβαρού προβλήματος, του προσφυγικού, αποδεικνύει ότι όλο αυτό το σκηνικό της μεγάλης περιόδου της «αντιρατσιστικής ευφορίας» και της «ανεκτικότητας», που συνδέθηκε με την κατανάλωση και την «εξύψωση» του δυτικού καπιταλισμού και του «τέλους της Ιστορίας» στην ουσία ήταν μια πλάνη. Με άλλα λόγια, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και του εθνολαϊκισμου, αποτελεί εν μέρη αποτέλεσμα των αδιεξόδων της ίδιας της φιλελεύθερης θέσμισης, δεδομένου ότι η εξασθένιση των εθνών κρατών και η διάλυση του κοινού κόσμου, ως μέσο ταύτισης και προσδιορισμού, συντελείται στο πλαίσιο της υπερσυσσώρευσης και της οικονομικής ανάπτυξης εν γένει. Παράλληλα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες συμπληρώνουν την εικόνα του παζλ, καθώς η αιματοχυσία έχει διαρρήξει μία και για πάντα την βιτρίνα της φιλελεύθερης ανεκτικότητας. Ως συνέπεια αυτής της γενικευμένης ανασφάλειας και του φόβου, της ταύτισης του μέσου μουσουλμάνου με τους κυνηγούς κεφαλών του Daesh από τον κυρίαρχο μιντιακό λόγο, οποιαδήποτε υπεράσπιση των φιλελεύθερων αξιών θα συνοδεύεται από υπεράσπιση του αυταρχισμού, του καθημερινού ελέγχου, και της στοχοποίησης πληθυσμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μέσα σ’ όλα διαφαίνεται ξεκάθαρα και η αδυναμία των Ευρωπαίων ηγετών να δουν τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό όχι μόνο ως άρνηση της φιλελεύθερης δύσης, αλλά και ως κατεξοχήν γέννημα θρέμμα του νεωτερικού κόσμου. Στην πραγματικότητα, το Daesh μπορεί μεν να θεωρεί τη δύση ως μήτρα του κακού, αλλά την ίδια στιγμή επιδιώκει με εξορθολογισμένα μέσα να επιβάλει την κυριαρχία του στην Μέση Ανατολή. Αποσκοπεί, πρώτα απ’ όλα, στη δημιουργία ενός (κατά τα δυτικά πρότυπα) κράτους, το λεγόμενο Ισλαμικό χαλιφάτο. Αυτό, επί της ουσίας, μας λέει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια τρομοκρατική οργάνωση αλλά με μια συγκεντρωτική εξουσία εγκατεστημένη σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Αυτό το κράτος λοιπόν θα είναι ένας μηχανισμός άρτια εξοπλισμένος, με στρατό και θρησκευτική αστυνομία, και δεν θα διστάσει να αντιμετωπίσει κάθε εχθρικό προς αυτό πληθυσμό ως αναλώσιμη μάζα, η οποία θα περάσει από λεπίδι και χαντζάρα προκειμένου να κυριαρχήσει ο Ισλαμικός νόμος και η θρησκευτική τάξη πραγμάτων. Συνεπώς, το Daesh αντικατοπτρίζει περισσότερο την εργαλειακότητα του νεωτερικού ανθρωπότυπου και πολύ λιγότερο αντανακλά μια οριενταλιστική καρικατούρα που ασπάζεται τον Ισλαμικό πατριαρχικό δεσποτισμό. Έτσι, οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν το Daesh ως μια στιγμιαία ανάδυση κάποιας προ-νεωτερικής βαρβαρότητας στους ανατολικούς πολιτισμούς στην ουσία στερεί κάθε δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου του Ισλαμισμού ως κίνημα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στρατιωτικά μέσα και εναέριες επεμβάσεις. Ιδίως αν συμπεριλάβει κανείς μέσα σ’ όλα και το γεγονός ότι τα άτομα που οργάνωσαν τις επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες ήταν Ευρωπαίοι πολίτες.
Γιατί, ωστόσο, το Daesh βρίσκει ανταπόκριση και στρατολογεί εντός ευρωπαϊκού εδάφους; Για ποιόν λόγο καταφέρνει και πείθει νέους μουσουλμάνους της δύσης, απόγονους μεταναστών, να καταταγούν στις τάξεις του; Φυσικά ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι οι μουσουλμάνοι της Δύσης κλείνονται στον εαυτό τους ερμητικά, λόγω του ότι οι δυτικές κοινωνίες δεν έχουν πλέον να προσφέρουν κανέναν αξιακό προσανατολισμό εδώ και χρόνια. Κι εφόσον οι μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες δεν μπορούν να εμπνεύσουν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό, η αναδίπλωση των μουσουλμάνων στις δικές τους παραδόσεις φαντάζει μονόδρομος, καθώς το Ισλάμ και η θρησκεία είναι πλέον ο μόνος κόσμος που τους παρέχει νόημα και ταύτιση. Γιατί, επιπλέον ο αριθμός των μουσουλμάνων γυναικών στη Βρετανία που επιλέγουν την θρησκευτική ενδυμασία έχει τριπλασιαστεί, σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν; Φυσικά διότι μόνο η επιστροφή στις παλιές παραδόσεις (όσο ετερόνομες και αν είναι αυτές) προσφέρει κάποιο νόημα ύπαρξης! Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο φαινόμενο που παρατηρείται αντίστοιχα και με τις μάζες των Ευρωπαίων που στρέφονται στην ακροδεξιά και τον επιθετικό εθνικισμό, δεδομένης της απουσίας κάποιου αξιακού προσανατολισμού.
Αντί επιλόγου…
Επί της ουσίας, καμία πρόβλεψη αναφορικά με την εξέλιξη της υπάρχουσας κατάστασης δεν ευσταθεί στη συγκεκριμένη στιγμή. Θα μπορούσε το αδιέξοδο εντός του οποίου έχουμε περιπέσει να οδηγήσει σε περαιτέρω εκρήξεις βίας και από εκεί στον κοινωνικό κανιβαλισμό; Αν γενικευτεί το πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό τέλμα, αν συνεχιστούν οι πολύνεκρες «τρομοκρατικές» επιθέσεις, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διαλυθεί, όχι κατόπιν λαϊκών αιτημάτων για δημοκρατία και τοπικοποίηση (όπως θα έπρεπε), αλλά έπειτα από πιέσεις της ακροδεξιάς, αν φτάσουμε ακόμα και στο σημείο να αναγκαστεί η άτολμη Ελληνική κυβέρνηση να προσφύγει σε τέταρτο μνημόνιο και ταυτόχρονα να παραχωρήσει τμήμα ελληνικής γεωγραφικής έκτασης στους δανειστές με αντάλλαγμα κάποιου είδους «ελάφρυνση του χρέους» (αλλά και με επιπλέον πρόσχημα την αδυναμίας προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. από τις ελληνικές αρχές) είναι πραγματικά εύλογα ερωτήματα που ίσως απασχολήσουν αρκετούς στο μέλλον. Εξίσου, όμως, δεν μπορεί να προβλεφθεί και το λεγόμενο «καλό σενάριο», η πιθανότητα δηλαδή στροφής των Ευρωπαϊκών μαζών προς τον νταιφιτισμό, με στόχο να αμφισβητηθεί η εθνικιστική κλειστότητα και η ξενοφοβία, ο πολιτικός ελιτισμός και ταυτόχρονα ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομικό δόγμα. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, όμως, ο άνθρωπος δεν είναι ορθολογικό ον ώστε να μπορούμε με ακρίβεια να υπολογίσουμε το μέλλον. Στον άνθρωπο, αντιθέτως, κυριαρχεί το ασυνείδητο και όλες οι φαντασιακές σημασίες του.
Μπορούμε, τέλος, να μεταπηδήσουμε από την απάθεια στην πράξη; Για κάτι τέτοιο απαιτούνται συγκεκριμένες προτάσεις αλλαγής και όχι εγκλωβισμός στα ιδεολογικά σχήματα, σε αρχηγικά κόμματα και λύσεις που προκύπτουν μέσα από γραφειοκρατικά κανάλια, τα οποία αποδείχθηκαν αδιέξοδα και καταστροφικά. Με άλλα λόγια, ούτε ο αριστερός ή δεξιός λαϊκισμός, ούτε ο αντιλαϊκισμός του φιλελεύθερου κέντρου έχουν κάτι να μας προτείνουν, πέρα από τη διαιώνιση των αδιεξόδων. Ούτε τον εξωπραγματικό αναρχισμό θα μπορούσαμε να εκλάβουμε ως μια πιθανή εναλλακτική, παρότι αποτελεί μια σαγηνευτική ιδέα, ωστόσο εξαιρετικά μακρινή. Συνεπώς, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη ανάδυσης ενός νέου πολιτικού χώρου (ενός μετα-λαϊκισμού, με άλλα λόγια) που θα συμβάλει στη δημιουργία μιας πραγματικά δημόσιας σφαίρας, με στόχο να οδηγήσει σε δημοκρατικές δομικές, θεσμικές, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις…

[1] Βλ. Cornelius Castoriadis, The Imaginary Institution of Society (2005: Polity Press), Part I, Marxism and Revolutionary Theory (σ.9 – 70).


[2] Βλ. Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto (1992: Oxford University Press). Κεφάλαιο «Bourgeois and Proletarians» (σ.3-16).


[3] Βλ. α) Norman Geres, Marx and Human Nature: Refutation of a Legend (1083: Verso Books).
β) Κορνήλιος Καστοριάδης. Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου (1991: Ύψιλον). Απόσπασμα: «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Marx στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς» (σ.303-385)
γ) Sean Sayers, Marxism and Human Nature (2013: Routledge)


[4] Βλ. José Saramago: «Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γ@μημένη ιδέα για τον κόσμο στον οποίο ζει»


[5] Βλ. Benedict Anderson. Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (1991: Verso)

 http://www.respublica.gr

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Η εξέλιξη του οικονομικού πολέμου

Η Γερμανία φιλοδοξεί να μετατραπεί στον τρίτο μεγάλο πόλο του πλανήτη, απομονώνοντας τις Η.Π.Α. και κυριαρχώντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της κρίσης – ο ρόλος της πολιτικής λιτότητας και τα διάφορα είδη χρεών
.
«Η Ευρώπη δεν θα επέτρεπε ποτέ στην Ελλάδα να επιτύχει με ένα δικό της νόμισμα, αφού τότε πολλές χώρες θα άρχιζαν να αναρωτιούνται εάν θα ήταν καλύτερα να εγκαταλείψουν και αυτές το ευρώ – με αποτέλεσμα τη διάλυση της Ευρωζώνης, καθώς επίσης της ΕΕ».  
.

Ανάλυση

Είναι προφανές ότι, δημιουργούνται πλέον σαφείς συμμαχίες στον πρώτο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, ο οποίος «μαίνεται» από το 2008 – με κριτήριο την πρόσφατη διαμάχη σχετικά με την υποκλοπή των συνομιλιών του ΔΝΤ όπου, όπως φαίνεται, η κυβέρνηση μας τοποθετήθηκε με την πλευρά της Γερμανίας. Εμείς βέβαια συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η Ελλάδα κινδυνεύει να «αποβληθεί» από τη ζώνη του Ευρώ – αφού θα συνεχίσει δυστυχώς να αποτελεί την ιδανική υποψήφια χώρα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης.
 
Το αγγλοσαξονικό μέτωπο, εκπροσωπούμενο από τη Μ. Βρετανία (με τις Η.Π.Α. στο παρασκήνιο), παίρνει νέες θέσεις μάχης, απειλώντας να διαλύσει την ΕΕ με το δημοψήφισμα της βρετανικής εξόδου – ενώ το γερμανικό, με άβουλο συνεργό του τη Γαλλία, κατάφερε τελικά να ηγηθεί των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργώντας μία ισχυρή συμμαχία.
 
Το τρίτο μέτωπο του πολέμου, η  Κίνα, ανασυντάσσεται, έχοντας υποστεί μεγάλα πλήγματα στην οικονομία της – ενώ όλα τα υπόλοιπα κράτη, κυρίως η Ρωσία, η οποία στηρίζεται αφενός μεν στα ενεργειακά της αποθέματα, αφετέρου στην ισχυρή πολεμική της μηχανή, παρακολουθούν προσεκτικά τις κινήσεις των ανταγωνιστών τους. Από τις άλλες χώρες των BRICS, η Βραζιλία και η Ν. Αφρική αντιμετωπίζουν ξανά το σκοτεινό πρόσωπο της χρεοκοπίας, ενώ η Ινδία ακολουθεί το δικό της δρόμο – χωρίς ουσιαστικά να συμμετέχει στον πόλεμο.
 
Η Γερμανία, έχοντας τεράστια αδυναμία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως φαίνεται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Deutsche Bank,  θα προσπαθήσει να περιορίσει την «εμβέλεια» του το συντομότερο δυνατόν – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της θέσπισης αυστηρότερων ρυθμιστικών πλαισίων. Οι προθέσεις της αυτές θα τη φέρουν αντιμέτωπη με το μένος των αγγλοσαξονικών χρηματοπιστωτικών αγορών – οι οποίες θα προσπαθήσουν να αντεπιτεθούν, ως συνήθως με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης, του ΔΝΤ, των Hedge funds, καθώς επίσης όλων των υπολοίπων όπλων μαζικής καταστροφής, τα οποία διαθέτουν.
 
Από την άλλη πλευρά η ίδια χώρα, πάντοτε με «υποτελή συνοδοιπόρο» τη Γαλλία, έχοντας να αντιμετωπίσει την κινεζική «παραγωγική μηχανή», η οποία στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς των εργαζομένων της, στις ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, καθώς επίσης στον απολυταρχισμό της κεντρικής διοίκησης, προσπαθεί ήδη να δημιουργήσει ανάλογες συνθήκες εντός της Ευρώπης – κυρίως στις χώρες του Νότου και της Α. Ευρώπης, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της λειτουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών, καθώς επίσης της εγκατάστασης πανίσχυρων φοροεισπρακτικών δομών, «τύπου SS», οι οποίες ουσιαστικά επιβάλλουν το φόβο και τον απολυταρχισμό στις σύγχρονες κοινωνίες.
 
Παράλληλα, η Γερμανία θα συνεχίσει να επεκτείνεται εξαγωγικά, καθώς επίσης με τις εμπορικές επιχειρήσεις της σε όλη την έκταση της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενη μία καταναλωτική αγορά 500 εκ. ανθρώπων – ταυτόχρονα με τις εξαγορές σε τιμές ευκαιρίας των τοπικών κερδοφόρων/στρατηγικών/κοινωφελών επιχειρήσεων των αδύναμων χωρών, με τη βοήθεια της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει.
 
Στα πλαίσια αυτά, θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται την εμπειρία και τις μεθόδους του ΔΝΤ, το οποίο πιθανολογούμε ότι χρησιμοποιήθηκε από τη Γερμανία, για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» – ενώ λειτουργούσε παράλληλα ως εντολέας των αγορών, με στόχο την επέλαση τους στην Ευρωζώνη, με τη βοήθεια του ελληνικού Δούρειου Ίππου.
 
Τέλος, αργά ή γρήγορα θα υποκύψει και η Γαλλία, οπότε το γερμανικό βιομηχανικό Καρτέλ, εξαγοράζοντας τις μεγαλύτερες γαλλικές επιχειρήσεις, θα γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού εντός της Ευρώπης – εάν δεν μεσολαβήσουν έκτακτα γεγονότα.
.

Η πολιτική της λιτότητας

Περαιτέρω, τα προβλήματα που δημιουργούνται από το δανεισμό, δεν οφείλονται τόσο στο απόλυτο μέγεθος του χρέους αλλά, κυρίως, στη δυνατότητα ή μη της εξυπηρέτησης του – στο εάν δηλαδή μπορεί ένα κράτος να εξοφλήσει τους ληξιπρόθεσμους τόκους και τα χρεολύσια (δόσεις), με βάση τη δανειακή συμφωνία που έχει υπογραφεί. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι αποφάσεις δανειοδότησης ή μη εκ μέρους των τραπεζών, όσον αφορά τους ιδιώτες ή/και τις επιχειρήσεις, δεν βασίζονται τόσο στις παρεχόμενες εμπράγματες εγγυήσεις, όσο στις δυνατότητες αποπληρωμής του αιτουμένου δανείου.
 
Η μείωση των κρατικών δαπανών, η αύξηση των εσόδων, το ύψος του επιτοκίου, καθώς επίσης ο χρόνος αποπληρωμής, από τον οποίο εξαρτώνται οι εκάστοτε δόσεις, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους – ενώ η αύξηση των εσόδων μπορεί να προέλθει είτε από υψηλότερους φόρους (τιμές πώλησης για μία επιχείρηση), είτε από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη (τζίρος για μία επιχείρηση).
 
Σε γενικές γραμμές δε, με δεδομένα τα έσοδα και τις δαπάνες, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ (τζίρου), υποθέτοντας δηλαδή ότι είναι σταθερά, ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να ξεπερνάει το ύψος του επιτοκίου – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ποσοστιαία επί του ΑΕΠ μείωση του χρέους. Εάν όμως η χώρα είναι βυθισμένη στον αποπληθωρισμό, ο οποίος υπολογίζεται τουλάχιστον στο -1% στην Ελλάδα, τότε ακόμη και το μηδενικό επιτόκιο, με το οποίο δανείζει η ΕΚΤ τις τράπεζες, δεν την καλύπτει – επειδή δεν αφαιρείται ο πληθωρισμός αλλά, αντίθετα, προστίθεται ο αποπληθωρισμός.
 
Συνεχίζοντας οι υψηλότεροι φόροι, όπως και η αύξηση των τιμών μίας επιχείρησης, μειώνουν συνήθως το ρυθμό ανάπτυξης – οδηγώντας τις περισσότερες φορές στην ύφεση (περιορισμός του τζίρου για μία επιχείρηση, μείωση του ΑΕΠ για ένα κράτος). Η ύφεση με τη σειρά της περιορίζει τα έσοδα, παρά την αύξηση των συντελεστών(φόρων για ένα κράτος, ποσοστών κέρδους για μία επιχείρηση), οπότε το αποτέλεσμα των ενεργειών μας είναι αρνητικό.
 
Από την άλλη πλευρά, εάν επιλέξουμε δηλαδή την ανάπτυξη αντί για τους φόρους, με στόχο την αύξηση των εσόδων, απαιτούνται επενδύσεις – είτε από το δημόσιο, είτε από τον ιδιωτικό τομέα μίας χώρας. Για να επενδύσει τώρα ο δημόσιος τομέας, σύμφωνα με την αντιμετώπιση των υφέσεων κατά τον Keynes (αναθέρμανση της ζήτησης και της προσφοράς, με τη βοήθεια του κράτους – το οποίο αργότερα, όταν «πάρει τη σκυτάλη» ο ιδιωτικός τομέας, οφείλει να αποσύρεται), είναι απαραίτητος ο δανεισμός του – μία δυνατότητα η οποία δεν υφίσταται, όταν το κράτος είναι υπερχρεωμένο, έχοντας παράλληλα μεγάλα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς του (ζημίες για μία επιχείρηση).
 
Επομένως, με στόχο πάντα την ανάπτυξη, οι επενδύσεις μπορούν να προέλθουν μόνο από τον ιδιωτικό τομέα – κάτι που προϋποθέτει αφενός μεν την κατανάλωση εκ μέρους των νοικοκυριών, καθώς επίσης το δανεισμό των επιχειρήσεων (ή τις επενδύσεις και από τους δύο), αφετέρου ένα σταθερό φορολογικό και οικονομικό περιβάλλον τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Όταν όμως τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα ή/και απαισιόδοξα για το μέλλον τους, οι επιχειρήσεις επίσης, ενώ το περιβάλλον είναι ασταθές, εκλείπουν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης – οπότε η πολιτική λιτότητας (μείωση των δαπανών, αύξηση των εσόδων, με τη βοήθεια των φόρων ή των τιμών), θεωρείται ουσιαστικά μονόδρομος.
 
Η πολιτική λιτότητας τώρα προϋποθέτει επίσης χρηματοδότηση – αφού απαιτείται χρόνος για να αποδώσει «καρπούς», ενώ στην αρχή αυξάνει τα ελλείμματα και τα χρέη (λόγω υψηλών δαπανών από την ανεργία και μειωμένων εσόδων από την ύφεση). Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την εφαρμογή της στη Γερμανία, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη (ατζέντα 2010) – όπου τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς της υπερέβαιναν σταθερά τα κριτήρια του Μάαστριχτ (χωρίς φυσικά να απαιτήσουν τότε οι «εταίροι» της το σεβασμό των υπογεγραμμένων εκ μέρους της), παρά το ότι δεν είχε μεσολαβήσει η σημερινή κρίση.
 
Εάν όμως δεν υπάρχουν δυνατότητες αυτόνομης, βιώσιμης χρηματοδότησης (χαμηλά επιτόκια), πόσο μάλλον ολοκληρωτική αδυναμία, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, η καταναγκαστική εφαρμογή της πολιτικής λιτότητας (εκ μέρους του ΔΝΤ, το οποίο ενδιαφέρεται μόνο για την είσπραξη των απαιτήσεων των δανειστών μίας χώρας, σε συνδυασμό με τη λεηλασία της), οδηγεί στην κατάρρευση.
 
Για παράδειγμα, όταν μία ζημιογόνα επιχείρηση αυξήσει τις τιμές της, μειώνεται καταρχήν ο τζίρος και αυξάνουν οι ζημίες της – ενώ για να μειώσει τις δαπάνες της πρέπει να απολύσει προσωπικό, επιβαρυνόμενη με τις αποζημιώσεις του. Εάν λοιπόν δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί με λογικούς όρους, τότε επιταχύνει απλά την πορεία της προς την καταστροφή.
 
Στα πλαίσια αυτά, εάν δεν υπάρξει άμεση αναδιαπραγμάτευση του χρέους (ονομαστική διαγραφή πλέον, αφού η λύση της αναδιάρθρωσης αποτελεί παρελθόν), έτσι ώστε να αποδώσει η λιτότητα και να δημιουργηθούν γρήγορα συνθήκες ανάπτυξης, τότε η υπερχρεωμένη χώρα, όπως και η αντίστοιχη επιχείρηση, οδηγείται μονοδρομημένα στη χρεοκοπία – με μοναδική λύση πια την υπαγωγή  στο άρθρο 99 για μία εταιρεία, καθώς επίσης την υποταγή στους δανειστές για ένα κράτος (εναλλακτικά τη στάση πληρωμών, αφού μία χώρα, σε αντίθεση με μία εταιρεία, δεν χάνει την εθνική της κυριαρχία – δεν μπορούν οι δανειστές της να προβούν σε κατασχέσεις κλπ.).
 
Με βάση τα παραπάνω είναι εμφανές ότι, εάν ένα κράτος θέλει να αποφύγει τη χρεοκοπία, οφείλει να ακολουθήσει μία διαφορετική οικονομική πολιτική
 
(α) όσον αφορά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του – η οποία να επικεντρώνεται στη μείωση των περιττών δαπανών λειτουργίας του και όχι στους φόρους,
 
(β) μία δεύτερη όσον αφορά τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου του – αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω κάποιας λογικής εσωτερικής υποτίμησης, μείωση των φόρων, παραγωγικές επενδύσεις, εξαγωγές,
 
(γ) καθώς επίσης μία τρίτη, όσον αφορά τα χρέη του – όπου είτε θα επιλεχθεί η επιμήκυνση τους με βιώσιμα επιτόκια, δηλαδή με χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, είτε η ονομαστική διαγραφή τους, εφόσον έχει παρέλθει πλέον ο χρόνος που είχε στη διάθεση του για την αναδιάρθρωση και είναι αδύνατον πια να λειτουργήσει.
 
Εν τούτοις, στην περίπτωση της Ελλάδας βλέπουμε πως επιβάλλεται από τη Γερμανία η ίδια πολιτική (μείωση μισθών, αύξηση των φόρων) και για τους τρεις προβληματικούς τομείς – οπότε είναι καταδικασμένη να χρεοκοπήσει, ενώ δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί το βασικό της πρόβλημα, η ανεργία, με καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία της, για το ασφαλιστικό κοκ.
 
Ανεξάρτητα όμως από το επώδυνο θέμα της ανεργίας (το οποίο θεωρούμε ως το σημαντικότερο πρόβλημα, μαζί με την αναδιανομή των εισοδημάτων και την ασύμμετρη κατανομή ελλειμμάτων/πλεονασμάτων στην Ευρώπη), πριν ακόμη οδηγηθούμε σε συμπεράσματα, θα αναλύσουμε τα κύρια είδη του χρέους, έτσι ώστε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη θέση της χώρας μας.
.

Τα είδη του χρέους

Τα δημόσια χρέη ενός κράτους, έναντι των οποίων δυστυχώς δεν τοποθετούνται τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως συμβαίνει με τις επιχειρήσεις (Ισολογισμοί), διακρίνονται στα παρακάτω είδη:
 
(α)  Εμφανή και κρυφά: Εκτός από τα χρέη που δημοσιεύονται ετήσια από τα κράτη (εμφανή), υπάρχουν επί πλέον τα κρυφά χρέη, τα οποία σπάνια ανακοινώνονται – παρά το ότι επιβαρύνουν στο σύνολο τους τα δημόσια ταμεία. Ορισμένα από αυτά είναι οι απαιτήσεις των πολιτών για συντάξεις, οι αποζημιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, τα χρέη των επιχειρήσεων του στενότερου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, για τα οποία ευθύνεται το κράτος, τα χρέη των λοιπών οργανισμών του δημοσίου, τα οποία δεν εμφανίζονται κλπ.
 
Οι κρυφές αυτές υποχρεώσεις αλλάζουν δραστικά το ύψος του δημοσίου χρέους, όταν έρχεται η ώρα της εξόφλησης τους. Ο Πίνακας I αναφέρεται στα εμφανή και κρυφά χρέη ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών το 2010, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γερμανού οικονομολόγου B.Raffelhueschen:
.
Πίνακας Ι: Εμφανή και κρυφά δημόσια χρέη το 2010, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ
Κράτος Εμφανές χρέος Κρυφό χρέος Σύνολο




Ιταλία 118,4 *27,6 146,0
Γερμανία 83,2 109,4 192,6
Φιλανδία 48,3 146,9 195,2
Αυστρία 71,8 225,9 297,7
Γαλλία 82,3 255,2 337,5
Πορτογαλία 93,3 265,5 358,8
Βέλγιο 96,2 329,3 426,0
Ολλανδία 62,9 431,8 494,6
Ισπανία 61,0 487,5 548,5
Ελλάδα 144,9 872,0 1016,9
Λουξεμβούργο 19,1 1096,5 1115,6
Ιρλανδία 92,5 1404,7 1497,2
*Έχουμε την άποψη ότι, τοποθετήθηκε σκόπιμα τόσο χαμηλά, στα πλαίσια των προσπαθειών της Ευρωζώνης να αποφευχθεί η χρεοκοπία της Ιταλίας – η οποία θα σήμαινε το τέλος του ευρώ.
Πηγή: Ameco database, EU, Eurostat, Welt
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
.
Χωρίς να μπορούμε να εκτιμήσουμε την ορθότητα ή την ενδεχόμενη σκοπιμότητα των στοιχείων του Πίνακα I, το ύψος του κρυφού χρέους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές παροχές μίας χώρας προς τους Πολίτες της. Για παράδειγμα, οι Πολίτες του Λουξεμβούργου συνταξιοδοτούνται ακόμη στο 60ο έτος της ηλικίας τους – λαμβάνοντας ολόκληρο το μισθό τους ως σύνταξη. Αντίθετα, το περιορισμένο κρυφό χρέος της Γερμανίας οφείλεται στην «αναμόρφωση» του κοινωνικού κράτους, η οποία ξεκίνησε από τις αρχές του 2000 (μειωμένες συντάξεις, αύξηση του χρόνου στα 67, περιορισμένες παροχές κλπ.).
 
Περαιτέρω, εάν κάποιο κράτος αλλάξει το ασφαλιστικό κλπ. πρόγραμμα του, το κρυφό χρέος του μειώνεται αυτόματα – κάτι που προωθείται τόσο από την ΕΕ, όσο και από το ΔΝΤ, σε όποιες χώρες δραστηριοποιείται.
 
Στο παράδειγμα της Ελλάδας (γράφημα), το 2012 το επίσημο χρέος της ήταν στο 157% του ΑΕΠ, το αφανές μειώθηκε σημαντικά στο 475% του ΑΕΠ, οπότε το συνολικό στο 632% του ΑΕΠ – ενώ της Μ. Βρετανίας στο 640% του ΑΕΠ, της Ισπανίας στο 672%, της Κύπρου στο 879%, του Λουξεμβούργου στο 1.184% και της Ιρλανδίας στο 1.268% του ΑΕΠ (πηγή).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρώπη, συνολικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ το 2012, Κρυφό χρέος, Επίσημο χρέος
.
Από το μεγάλο ύψος του κρυφού χρέους της Ελλάδας, συμπεραίνουμε πόσο θα περιορισθεί το κοινωνικό κράτος –ιδιαίτερα επειδή μειώνεται διαρκώς το ΑΕΠ, λόγω της πολιτικής λιτότητας που ακολουθείται. Στις υπόλοιπες χώρες θα συμβεί κάτι ανάλογο, εάν δεν αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης τους, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το ιδιωτικό χρέος – το οποίο είναι εκτός ελέγχου σε ορισμένες, όπως η Σουηδία, η Δανία κοκ (ανάλυση).
 
(β) Εσωτερικά και εξωτερικά: Πρόκειται για τα χρέη, τα οποία ένα κράτος οφείλει σε δανειστές του εσωτερικού (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), ή του εξωτερικού. Η κατηγοριοποίηση αυτή οφείλεται κυρίως στη θεωρητική σκέψη ότι, το κράτος θα μπορούσε, σε περίπτωση ανάγκης, να συμψηφίσει το χρέος προς τους πολίτες του, με την επιβολή αντίστοιχων φόρων – κάτι που δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει, όταν οι δανειστές του είναι ξένοι.
 
Επομένως, όταν ένα κράτος έχει υψηλότερο εσωτερικό δανεισμό από εξωτερικό (όπως στο παράδειγμα της Ιαπωνίας), αντιμετωπίζεται θετικότερα από τις εταιρείες αξιολόγησης. Στον 
 Πίνακα ΙΙ εμφανίζονται τα εξωτερικά χρέη ορισμένων χωρών το 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους:
.
Πίνακας ΙΙ: Δείκτες χρέους με ημερομηνία τον Ιούνιο του 2011 – το εξωτερικό χρέος (Εξ. δαν.) στον Πίνακα αφορά τόσο το δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό τομέα, οπότε είναι συχνά υψηλότερο από το δημόσιο.
Χώρα ΑΕΠ Εξ. δαν. Εξ.δ./ΑΕΠ Χρέος/ΑΕΠ Εξ. Δ./Κάτ.






Η.Π.Α. 10,8 10,9 101% 100% 35.156
Ιαπωνία 4,1 2,0 50% 233% 15.934
Γερμανία 2,4 4,2 176% 83% 50.659
Γαλλία 1,8 4,2 235% 87% 66.508
Βρετανία 1,7 7,3 436% 81% 117.580
Ιταλία 1,2 2,0 163% 121% 32.875
Ισπανία 0,7 1,9 284% 67% 41.366
Ιρλανδία 0,2 1,7 1.093% 109% 390.969
Πορτογαλία 0,2 0,4 251% 106% 38.081
Ελλάδα 0,2 0,4 253% 166% 38.073
Σημείωση: ΑΕΠ σε τρις €, Εξωτερικός δανεισμός σε τρις €, Εξωτερικός δανεισμός προς ΑΕΠ, Δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, Εξωτερικός δανεισμός ανά κάτοικο.
Πηγή: BIS, IMF, WB, BBC
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
.
Από τον Πίνακα ΙΙ φαίνονται καθαρά τα προβλήματα της Μ. Βρετανίας και της Ιρλανδίας, το εξωτερικό χρέος των οποίων, δημόσιο και ιδιωτικό μαζί, είναι σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα – επίσης το μεγάλο πλεονέκτημα της Ιαπωνίας η οποία, παρά το μεγάλο δημόσιο χρέος της, είναι πολύ λίγο εξαρτημένη από τους πιστωτές της στο εξωτερικό.
 
(γ)  Σε ξένο ή εθνικό συνάλλαγμα: Η κατηγοριοποίηση αυτή έχει σχέση με το εάν ένα κράτος μπορεί να επηρεάσει την ισοτιμία του νομίσματος του, έτσι ώστε να εξοφλεί ευκολότερα τα τοκοχρεολύσια του. Όταν ένα κράτος οφείλει στο δικό του νόμισμα, όπως συμβαίνει με τις Η.Π.Α., μπορεί να εξοφλήσει εύκολα το χρέος του – αναγκάζοντας την κεντρική του τράπεζα να «τυπώνει» νέο, πληθωριστικό χρήμα.
 
Όταν όμως τα χρέη του είναι σε ξένα νομίσματα, τότε αδυνατεί να εφαρμόσει τη συγκεκριμένη μέθοδο. Ακριβώς για το λόγο αυτό πολλά κράτη έχουν χρεοκοπήσει, ακόμη και με δημόσιο χρέος της τάξης του 50% του ΑΕΠ τους (Αργεντινή) – επειδή το χρέος τους ήταν σε ξένο συνάλλαγμα.
 
Σε μία νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη, η επιρροή προς την κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) είναι περιορισμένη – οπότε πρόκειται σχεδόν για χρέη σε συνάλλαγμα, με μεγάλους κινδύνους (γεγονός που φάνηκε μετά το 2008).Σημαντικό είναι εδώ το Δίκαιο, στο οποίο υπάγονται τα ομόλογα δανεισμού ενός κράτους – αφού, εάν είναι το εθνικό, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Ελλάδας πριν το PSI (κατά 94%) και της Γερμανίας ανέκαθεν (κατά 99%), τότε επιτρέπεται η μετατροπή του στο νέο εθνικό νόμισμα, εάν αποφασισθεί η έξοδος από την Ευρωζώνη.
 
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να υιοθετήσει τη δραχμή πριν το PSI, τότε δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να πληρώσει τα χρέη της – αφού θα μπορούσε να τυπώσει όσες δραχμές ήθελε. Θα κινδύνευε βέβαια από υποτίμηση και πληθωρισμό, όπου όμως οι δανειστές της θα κινδύνευαν επίσης – αφού θα εισέπρατταν υποτιμημένο νόμισμα έναντι των απαιτήσεων τους.
 
(δ)  Σε δημόσιο και ιδιωτικό χρέος: Πρόκειται για μία γενικότερη κατηγοριοποίηση, όπου το ιδιωτικό χρέος είναι το σύνολο των χρεών των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ο 
 
Πίνακας ΙΙΙ που ακολουθεί αφορά τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη το 2014, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ.
.
Πίνακας ΙΙΙ: Δημόσια και ιδιωτικά χρέη το 2014, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ (πηγή)
Κράτος Δημόσιο Επιχειρήσεις Νοικοκυριά Τράπεζες Σύνολο






Ολλανδία 83 127 115 362 687
Ιρλανδία 115 189 85 291 680
Δανία 60 114 129 235 538
Ιαπωνία 234 101 65 117 517
Μ. Βρετανία 92 74 86 183 435
Ισπανία 132 108 73 89 402
Γαλλία 104 121 56 93 374
Ιταλία 139 77 43 76 335
Κίνα 55 125 38 65 283
Η.Π.Α. 89 67 77 36 269
Γερμανία 80 54 54 70 258
Τουρκία 35 47 22 29 133
Ρωσία 9 40 16 23 88
.
Τα στοιχεία που έχουμε για την Ελλάδα είναι από το 2011, όπου το συνολικό της χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, τοποθετούταν στο 333% του ΑΕΠ της – παρά το ότι είχε προηγηθεί τόσο η αύξηση του δημοσίου χρέους μετά την εισβολή του ΔΝΤ, όσο και η κατακόρυφη μείωση του ΑΕΠ.
 
Το πλεονέκτημα τώρα των χωρών με χαμηλό ιδιωτικό χρέος, είναι η δυνατότητα του ιδιωτικού τους τομέα να χρεωθεί – μεταξύ άλλων για να δανείσει (τράπεζες), για να επενδύσει (επιχειρήσεις) και για να καταναλώσει (νοικοκυριά). Στα πλαίσια αυτά, εάν για παράδειγμα χρεωνόταν (δανειζόταν) ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας (167% του ΑΕΠ χρέος), κατά 100%, φτάνοντας στο ύψος του γαλλικού ιδιωτικού χρέους (270%), τότε θα μειωνόταν μακροπρόθεσμα, με τις κατάλληλες κινήσεις (επενδύοντας στις επιχειρήσεις και τα ακίνητα του δημοσίου, για παράδειγμα), το δημόσιο χρέος στα 66% – με το συνολικό να παραμένει ως έχει.
 
Θα ήταν λοιπόν ένα μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας μας, εάν φυσικά δημιουργούταν οι κατάλληλες προϋποθέσεις (ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο, καταπολέμηση της διαφθοράς κλπ.), το οποίο χάθηκε εντελώς από την εγκληματική πολιτική του ΔΝΤ και της Γερμανίας – στόχος των οποίων είναι η λεηλασία τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.
.

Επίλογος

Ο πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος εξελίσσεται ραγδαία, αφού τα τρία μέτωπα έχουν πάρει πλέον θέσεις τελικής μάχης – με το συμβατικό να μην αποκλείεται, τόσο από την πλευρά των Η.Π.Α., οι οποίες ευρίσκονται σε πορεία παρακμής, όσο και από τη Ρωσία, ενδεχομένως με αφορμή την αύξηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη (άρθρο).
 
Η Ελλάδα, ερήμην των Πολιτών της, είναι με την πλευρά της Γερμανίας, αντιμετωπίζοντας όμως μεγάλους κινδύνους – τόσο επειδή θεωρείται ότι «πρόδωσε» την Ευρωζώνη, αποτελώντας το Δούρειο Ίππο του ΔΝΤ (αν και υποθέτουμε ότι, χρησιμοποιήθηκε τόσο αυτή, όσο και το ΔΝΤ από τη Γερμανία, με στόχο την ηγεσία της Ευρώπης), όσο και λόγω της ιδιάζουσας εκμετάλλευσης της από την καγκελάριο (παραδειγματισμός των υπολοίπων χωρών).
 
Η πολιτική λιτότητας, η οποία επιβλήθηκε στην Ευρώπη, συμβάλλει τα μέγιστα στην κυριαρχία της Γερμανίας –ενώ οδηγεί σε μία δεκαετία καταστροφικής ύφεσης, η οποία θα πλήξει σε μεγάλο βαθμό τις Η.Π.Α. και το χρηματοπιστωτικό θηρίο. Επομένως, η αντεπίθεση των αγορών θεωρείται δεδομένη, ενώ φαίνεται πως έχει προβλεφθεί, εάν όχι υποκινηθεί από τη Γερμανία – η οποία, αφενός μεν θα διευκολυνθεί στις προσπάθειες απεξάρτησης της από τις αγορές, αφετέρου θα αναγκάσει τους εταίρους της να προσδεθούν στο δικό της άρμα, χωρίς καμία δυνατότητα αλλαγής πορείας εκ μέρους τους.
 
Έτσι θα εξασφαλισθεί η δημιουργία οικονομικών ζωνών χαμηλού εργατικού κόστους και φορολογίας εντός της ΕΕ, με απολυταρχική δομή ανάλογη της Κίνας και με τις εθνικές κυβερνήσεις «ύπατους αρμοστές» – οι οποίοι θα ενδυναμώνουν συνεχώς τη Γερμανία.
 
Η Ελλάδα, με κριτήριο τα διάφορα είδη χρέους, θα είχε τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει οικονομικά, με μία ικανή κυβέρνηση – αν και θα ήταν υποχρεωμένη να μειώσει τις κοινωνικές της δαπάνες, τις στρατιωτικές επίσης (θεωρείται ότι χωρίς αυτές, το χρέος μας δεν θα υπερέβαινε το 60% του ΑΕΠ), παράλληλα με την μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα της, έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις. Απέναντι στα χρέη της διαθέτει μία σημαντικότατη δημόσια περιουσία (σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις άλλες χώρες), έναν ανεκμετάλλευτο υπόγειο πλούτο τεράστιας αξίας, καθώς επίσης μεγάλες απαιτήσεις απέναντι στη Γερμανία (πολεμικές επανορθώσεις).
 
Εν τούτοις, απαιτείται σημαντικός χρόνος για να αποδώσουν τα στοιχεία του Ενεργητικού της. Επίσης, βοήθεια για να τα καταφέρει, αν και υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να τιτλοποιηθούν αρκετά περιουσιακά στοιχεία της –να εκχωρηθούν δηλαδή μελλοντικά έσοδα, έναντι χρημάτων. Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, οφείλουν να αναζητηθούν νέες συμμαχίες – είτε στο χώρο του Ευρώ, με στόχο την «απομόνωση» της Γερμανίας, είτε εκτός του Ευρώ. Χωρίς τους κατάλληλους συμμάχους, είναι αδύνατον να τα καταφέρει σήμερα – ενώ θα ήταν πολύ πιο εύκολο πριν την υπαγωγή της στο ΔΝΤ.
 
Εάν δεν το κάνει, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν, θα υποδουλωθεί, θα αντιμετωπίσει μεγάλα διλήμματα και τρομακτικές καταστάσεις – ειδικά επειδή η σκόπιμη πολιτική λιτότητας θα την οδηγήσει στον εξευτελισμό, στη φτώχεια, στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας και στην απόλυτη χρεοκοπία, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Η δημόσια περιουσία της θα λεηλατηθεί, η ιδιωτική επίσης, ο υπόγειος πλούτος της θα «υπεξαιρεθεί», ενώ δεν θα εισπράξει ποτέ αυτά που της οφείλει η Γερμανία. Παράλληλα, η αποβολή της από την Ευρωζώνη ή/και η «μετάλλαξη» της σε γερμανική επαρχία, χωρίς δικαιώματα αλλά μόνο υποχρεώσεις, είναι κάτι περισσότερο από πιθανή.
 
Τέλος, διαπιστώνοντας ότι, η Δημοκρατία είναι εντελώς ασύμβατη με το διεθνισμό (Ευρωζώνη), πόσο μάλλον με την παγκοσμιοποίηση (πως είναι δυνατόν να ελέγξουν οι Πολίτες μία πιο απομακρυσμένη, μεγαλύτερης ισχύος εξουσία, όταν δεν μπορούν να ελέγξουν το δικό τους κοινοβούλιο;), ενώ η νέα μορφή του καπιταλισμού «μιμείται» τον κινεζικό απολυταρχισμό, έχουμε την ελπίδα ότι, οι Έλληνες θα αντιδράσουν ενεργητικά πριν ακόμη εξαθλιωθούν ή/και υποδουλωθούν – όχι όπως συνέβη δηλαδή στη γαλλική επανάσταση, στην Αργεντινή κλπ., στις οποίες προηγήθηκε η απόλυτη καταστροφή.
 
Σημείωση: Η ανάλυση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 2011, έχοντας διασκευασθεί ελαφρά με πιο επίκαιρα στοιχεία.
 
 συγγραφέας: