ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η έσχατη απόπειρα αποδόμησης του Τσίπρα...

Mια παραγωγή του υπόδικου (μεταφορικά και κυριολεκτικά) συστήματος των διαπλεκόμενων συμφερόντων, σε σενάριο και σκηνοθεσία Σταύρου Ψυχάρη...

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής

Φανταστείτε μια Ελλάδα που φορτώνει τους θαλασσοδαρμένους πρόσφυγες σε επιταγμένα, ας πούμε, εμπορικά πλοία. Επιτόπου μιλάμε, όπως...
φτάνουν μισοπεθαμένοι στη Λέσβο και στ’ άλλα ακριτικά νησιά του Αιγαίου. Ποια hotspot’s και ποιες Frontex; Τους φορτώνει, που λέτε, πριν πάρουν ελληνική ανάσα και τους αμολάει αλά τούρκα, με φουσκωτά της συμφοράς και άλλους θαλασσοπνίχτες, στα ανοιχτά των Συρακουσών, της Βενετίας, της Μασσαλίας, του Μπάρι, της Ανκόνας. Κι άσ’ τους να παν να πνιγούν… Και τους πρόσφυγες και τους ευρωπαίους… εταίρους.
Εκεί θέλουν να μας φτάσουν, κι άλλο που δεν θέλουν και οι «δικοί» μας. Διότι δεν είναι μόνο οι Aυστριακοί και οι… Βίζεγκραντ που γράψανε στα παλιά τους τα παπούτσια την απόφαση της συνόδου και έκλεισαν τα σύνορα στα Σκόπια, είναι και οι «δικοί« μας, οι πολιτικοί αρχιερείς του αντιΣΥΡΙΖΑ μένους: Κυριάκος Μητσοτάκης & Σία. Οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι η πίεση που υφίσταται η χώρας μας από το πραξικοπηματικό κλείσιμο των συνόρων είναι αβάσταχτη,..
και είναι άκρως ανθελληνική και αντιευρωπαϊκή, ποιούν την νήσσα, εκτός. Και τα ρίχνουν όλα στην κυβέρνηση και στον Τσίπρα, εντός· παπαγαλίζοντας τη φωνή του (υπόδικου, πια) μιντιακού εταίρου τους: «Οι εξελίξεις στα βόρεια σύνορά μας είναι απολύτως προβληματικές και η πίεση στο Αιγαίο πολλαπλασιάζεται», αφηγούνται σαν ουδέτεροι πολεμικοί παρατηρητές. Ακολούθως… αναλύουν: «το κλείσιμο των συνόρων επιβλήθηκε ντε φάκτο μετά την άρνηση σειράς γειτονικών χωρών να δεχθούν νέους πρόσφυγες στο έδαφός τους»…

Στόχος ο Αλέξης Τσίπρας

Στον επόμενο τόνο σαρκάζουν: «κατά τα φαινόμενα το βέτο του κ. Τσίπρα κράτησε δυο μέρες». Και αφού εξαντλούν κάθε ίχνος κινδυνολογίας και καταστροφολογίας, του τύπου «τα βόρεια σύνορά μας θα μετατραπούν σε ένα είδος ιδιότυπης «υγειονομικής ζώνης», καταλήγουν: Η ευθύνη του κ. Τσίπρα και των δικών του είναι πλήρης και αμετάθετη…
Αυτό είναι: για την παραβίαση της συμφωνίας που επετεύχθη με το «veto» του Τσίπρα φταίει ο… Τσίπρας! Φταίει ακόμα, (ο Τσίπρας!…) για τον ενδεχόμενο «αποκλεισμό της χώρας απ’ την υπόλοιπη Ευρώπη», την ενδεχόμενη «μετατροπή των βορείων συνόρων μας σε ένα είδος ιδιότυπης υγειονομικής (sic) ζώνης», τον ενδεχόμενο «εγκλωβισμό εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων εντός της ελληνικής επικράτειας», την ενδεχόμενη διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον ενδεχόμενο τουρκικό εμφύλιο… Ο Τσίπρας φταίει για κάθε εγχώριο και αποικιακό ενδεχόμενο, «η ευθύνη του είναι πλήρης και αμετάθετη»!
Είναι ολοφάνερο, ότι παρακολουθούμε (και βιώνουμε) την έσχατη επιχείρηση αποδόμησης του Αλέξη Τσίπρα: μια παραγωγή του υπόδικου (μεταφορικά και κυριολεκτικά) συστήματος των διαπλεκόμενων συμφερόντων, σε σενάριο και σκηνοθεσία Σταύρου Ψυχάρη, με πρωταγωνιστή τον ζεν πρεμιέ του πολιτικού νεποτισμού Κυριάκο Μητσοτάκη….

Αποδομούν τη χώρα

Μια χαρά! Θα μπορούσαμε να το διασκεδάζουμε, να περνάμε καλά και να χασκογελάμε, όπως κάνουμε με του Λαζόπουλου τις σάτιρες, ας πούμε, αφού οι χαρακτήρες και η υπόθεση του «έργου» βγάζουν γέλιο… αριστερό. Αλλά δεν είναι θέατρο, ούτε τηλεόραση, το μέλλον της χώρας μας. Και ο Τσίπρας δεν είναι ο Αλέξης του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας: όταν ο Τσίπρας πηγαίνει στην ευρωπαϊκή σύνοδο για το προσφυγικό και καταφέρνει να αποσπάσει μιαν κοινή απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών για «ανοιχτά σύνορα», είναι η Ελλάδα που απέσπασε τη συμφωνία και όχι ο Τσίπρας.
Και όταν λες και γράφεις «κατά τα φαινόμενα το βέτο του Τσίπρα κράτησε δύο μέρες», δεν σαρκάζεις τον Τσίπρα, την Ελλάδα σαρκάζεις – της Ελλάδας είναι το βέτο, όχι του Τσίπρα. Και ξέρεις, η Ελλάδα είναι η πατρίδα σου και, καθώς χρεώνεις στον Τσίπρα, (δηλαδή στον έλληνα πρωθυπουργό, δηλαδή στην Ελλάδα) την ευθύνη για την ξενόφοβη και αμοράλ και ανθελληνική και αντιευρωπαϊκή αντίδραση της Αυστρίας και των χωρών του Βίζεγκραντ, γίνεσαι και ανθέλληνας· ενώ υποστηρίζεις ότι είσαι ‘έλληνας εκδότης και δημοσιογράφος – έλληνας πολιτικός, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Άκου ανθρωπάκο: όταν λες και γράφεις «η ευθύνη του κ. Τσίπρα και των δικών του, είναι πλήρης και αμετάθετη» για να αποδομήσεις τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του, δεν είσαι απλά ανόητος· είσαι ανθέλληνας. Γιατί αυτό που λες και γράφεις, διαβάζεται «η ευθύνη της Ελλάδας για το προσφυγικό είναι πλήρης και αμετάθετη». Κι αυτό αποδομεί εθνικά, στρατηγικά, γεωπολιτικά τη χώρα μας – όχι τον Έλληνα πρωθυπουργό. Όταν, μάλιστα, το λες και το γράφεις στο πλαίσιο μιας έσχατης επανάληψης της επιχείρησης «αριστερή παρένθεση», με προσδοκώμενο κέρδος την παλινόρθωση του σάπιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος των διαπλεκόμενων συμφερόντων, είσαι άξιος της τύχης σου…

- Η Εποχή on line

zoornalistas.blogspot.gr

Ετιέν Μπαλιμπάρ: Αποσύνθεση του ιδεώδους της Ευρώπης των λαών

Toυ Ετιέν Μπαλιμπάρ

[Σε αυτό το άρθρο του, δημοσιευμένο στη Libération στις 28/02/2016, ο Γάλλος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ εκθέτει το συμμετοχικό ρόλο της χώρας του στην αποσύνθεση του ιδεώδους της Ευρώπης των λαών, με αφορμή τη στάση της απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα. Καυτηριάζοντας τα πολιτικά ατοπήματα του κλεισίματος της «ζούγκλας» του Καλαί και διαδοχικά των συνόρων μεταξύ των χωρών της Ευρώπης με πιο κραυγαλέο αυτό που μετατρέπει την Ελλάδα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, καταδεικνύει την άμεση αναγκαιότητα για πολιτική αλλαγή χωρίς να κρύβει την απαισιοδοξία του για το μέλλον]
ADVERTISEMENT

Μετάφραση-Επιμέλεια για το Kollect: Μαρσώ
==========

Σε ένα δραματικό εντιτόριαλ, μεγάλη απογευματινή εφημερίδα της Γαλλίας ανακοινώνει πως «η Ευρώπη είναι κλινικά νεκρή, ανίκανη να αντιμετωπίσει συλλογικά την προσφυγική κρίση. Οι ιστορικοί θα χρονολογούν την αποσύνθεσή της βάσει αυτής της υπόθεσης.» Αλίμονο, δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε την άποψη των ιστορικών. Το γεγονός είναι εδώ. Και οι συνέπειές του θα είναι καταστροφικές. Όχι μόνο για το «ευρωπαϊκό σχέδιο» ή για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμό, αλλά για τους λαούς που τη συνθέτουν και για τον καθένα από εμάς ως άτομα και πολίτες. Όχι επειδή αυτή η Ένωση η οποία, όπως συνεχίζουν να μας λένε έχει ως μοναδικό πεδίο δράσης τη «διαχείριση μίας ενιαίας αγοράς», θα ήταν ένα καταφύγιο της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, αυτό πάει πολύ. Αλλά επειδή η αποσύνθεσή της θα σήμαινε σε σύντομο χρονικό διάστημα ακόμη λιγότερη δημοκρατία σε επίπεδο κοινής κυριαρχίας των λαών, ακόμα λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, και ακόμα λιγότερες ελπίδες να ξεπεράσουμε δολοφονικούς εθνικισμούς, από τα οποία στο σύνολό τους θα έπρεπε θεωρητικά να μας προστατεύει.

Μέσα σε αυτή τη ζοφερή εικόνα, την οποία μπορούμε να μοιραστούμε (και την οποία μοιράζομαι) μου φαίνεται πως υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο λείπει τρομερά, σε αντίθεση με άλλα σχόλια: η συγκεκριμένη συμβολή της Γαλλίας σε αυτό το αποτέλεσμα. Δεν θα πρέπει να την εξετάσουμε μεμονωμένα, ασφαλώς. Μα το να την αγνοούμε είναι απάτη και παραίτηση ευθυνών. Ως πολίτης της Ευρώπης και της Γαλλίας και ο ίδιος, δεν μπορώ και ούτε και θέλω να το δεχτώ.

 Όταν στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού η καγκελάριος Μέρκελ έλαβε τη μονομερή απόφαση να αθετήσει τους κανόνες του Δουβλίνου (για το άσυλο) ώστε να γίνουν δεκτοί στη Γερμανία πρόσφυγες, οι οποίοι κατά εκατοντάδες χιλιάδες τώρα προσπαθούν να ξεφύγουν από τις σφαγές στη Συρία (οι οποίες αποκτούν διαστάσεις γενοκτονίας που διαπράττεται από διάφορες αντιμαχόμενες πλευρές κάθε φορά) και από άλλα θέατρα του πολέμου στη Μέση Ανατολή, υπήρχαν δύο πιθανές στάσεις: να ενισχυθεί η πρωτοβουλία και να υποστηριχθεί αυτή η προσπάθεια, ή να οργανωθεί δολιοφθορά εναντίον της. Μετά από κάποιες υπεκφυγές, η γαλλική κυβέρνηση προσποιήθηκε ότι ακολουθεί την πρώτη τακτική, για να εφαρμόσει στην πραγματικότητα τη δεύτερη. Έχοντας αποδεχθεί τελικά το σχέδιο Γιούνκερ για κατανομή των προσφύγων ανά την Ευρώπη, του οποίου η ανεπάρκεια ήταν ορατή αλλά αποτελούσε μία πρώτη αναγνώριση του προβλήματος, η Γαλλία έκανε τα πάντα προκειμένου αυτή η συμφωνία να παραμείνει ανεφάρμοστη. Μέχρι σήμερα έχει δεχθεί μόνο ορισμένες δεκάδες από τις 24.000 προσφύγων στους οποίους είχε συμφωνήσει. Μας λένε πως οι πρόσφυγες «δεν επιθυμούν» να έρθουν στη Γαλλία. Υποθέτοντας πως κάτι τέτοιο πράγματι ισχύει, δεν αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο η πάλαι ποτέ «γη του ασύλου» είναι τόσο αποτρεπτική για αυτούς που δεν έχουν πια τίποτε στον κόσμο. Ότι αυτή η εγκατάλειψη του άλλου μεγάλου ευρωπαϊκού έθνους αποσκοπεί στο να πείσει τους Γερμανούς ότι είναι οι μόνοι που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, περί αυτού δεν πρόκειται; Δεν έπρεπε να πιστέψουν άλλωστε ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους…

Είναι δική τους δουλειά, εκτός κι αν προσπαθήσουμε κι εμείς να αναμειχθούμε. Και με τι τρόπο! Τον προηγούμενο μήνα, βρίσκοντας αφορμή στην ανάγκη πολιτικού συντονισμού μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις (για τις οποίες τόσο εγώ όσο και οποιοσδήποτε άλλος μπαίνω σε πειρασμό να αμφισβητήσω τη σοβαρότητα των μέτρων προστασίας που επιβλήθηκαν), ο πρωθυπουργός, Μανουέλ Βαλλς, μετέβη στο Μόναχο για να στιγματίσει την πολιτική που υιοθετήθηκε από την Άνγκελα Μέρκελ: δεύτερος στη σειρά μεταξύ των αρχηγών ευρωπαϊκών χωρών, μετά τον Βίκτορ Ορμπάν, ο οποίος μετέβη επί τόπου για να δώσει τη στήριξή του στη γερμανική ακροδεξιά, της οποίας δεδηλωμένος στόχος είναι να κάνει την καγκελάριο είτε να υποταχθεί είτε να παραιτηθεί. Και είναι την Πέμπτη που ο Υπουργός Εσωτερικών, Μπερνάρ Καζνέβ, αφού έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία διάλυσης της «ζούγκλας» του Καλαί και πετώντας στο δρόμο εκατοντάδες απελπισμένους στο πλαίσιο του σχεδίου στο οποίο έχει συμφωνήσει με το Βρετανό ομόλογό του, εκπλήσσεται βλέποντας το Βέλγιο να κλείνει τα σύνορά του. Θα πίστευε κανείς ότι η Μαρίν Λε Πεν κυβερνά ήδη τη Γαλλία.

Ναι, η Ευρώπη διαλύεται κάθε μέρα περισσότερο, και συμμετέχουμε κι εμείς σε αυτό. Ως εκ τούτου, θα υποστούμε τις συνέπειες σε όλα τα επίπεδα: την τιμή, η οποία υπαγορεύει ένα μέρος πολύ λιγότερο αμελητέο από αυτό που φανταζόμαστε της ιστορικής νομιμότητας των πολιτικών δομών, αλλά επίσης και τη συλλογική ασφάλεια ή προστασία των φυσικών προσώπων, αποτελώντας τις προϋποθέσεις του αστικού βίου. Εκτός κι αν, στο χείλος του γκρεμού,  ένας συνδυασμός ενός κινήματος πεφωτισμένων γνωμών και θαρραλέων αντανακλαστικών των κυβερνώντων μας (ή ορισμένων εξ ’αυτών) οδηγούσε προς μία ανάκαμψη. Δεν πιστεύω σε κάτι τέτοιο, βέβαια, μετά από όσα είδαμε. Θα διατυπώσω, ωστόσο, δύο προϋποθέσεις οι οποίες φαντάζουν ανυπέρβλητες.

Η πρώτη είναι να πούμε επιτέλους δυνατά και καθαρά ότι η Μέρκελ είχε δίκιο και ότι η πρωτοβουλία της (για την οποία έχει μπει πλέον στην άμυνα αλλά δεν την έχει ακόμη αποποιηθεί επισήμως) δεν πρέπει να αποτύχει. Το θέμα δεν έγκειται στα κίνητρά της, για τα οποία θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τόσο την πλευρά του οικονομικού συμφέροντος όσο και αυτή της ηθικής. Έγκειται στο να αναγνωρίσουμε την πολιτική ορθότητα αυτής της απόφασης, τη διαχωριστική γραμμή που χαράζει ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις της Ευρώπης, και τη σημασία των απορρεουσών ευθυνών για όλους μας. 

Μετά από αυτό, το εάν η Μέρκελ θα πληρώσει για την απομόνωσή της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές απόψεις στα χρόνια της «πολιτικής δύναμης» ή για την επιβολή της λιτότητας στην Ευρώπη, αυτό είναι σίγουρο, μα δεν είναι εδώ το θέμα, διότι κι από αυτό ακόμα δεν θα έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε, καθώς την ακολουθήσαμε όταν, αντιθέτως, έπρεπε να της έχουμε αντισταθεί. Αυτή τη φορά, ο Πρόεδρος της Γαλλίας πρέπει να πάει στο Βερολίνο για το σωστό λόγο: για να διακρίνει την ιστορική στιγμή στην οποία βρισκόμαστε και για να καλέσει επισήμως μαζί με τη Γερμανία τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη να αντιμετωπίσουν από κοινού το πρόβλημα προς το συμφέρον τους και για το μέλλον τους.

Η δεύτερη είναι να αρνηθούν άμεσα και ενεργά την απομόνωση της Ελλάδας όπου συσσωρεύεται ο μεγαλύτερος όγκος προσφύγων, δηλαδή τον αποκλεισμό της από το σύστημα των ευρωπαϊκών χωρών τον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές επιταγές της τρόικας δεν κατάφεραν να επιφέρουν αλλά το κλείσιμο των συνόρων από την Ουγγαρία και την Αυστρία μέχρι την [ΠΓΔ] Μακεδονία και την Αλβανία πρόκειται να το κάνει στην πράξη, μετατρέποντας μέρα με τη μέρα όλη τη χώρα σε ξέσκεπο στρατόπεδο κράτησης, μέσα στο οποίο θα αναπτυχθούν για λογαριασμό μας και υπό την ευθύνη μας βιαιότητες κάθε είδους για τις οποίες θα είναι πολύ αργά να μετανιώσουμε, όταν θα έχουν πλέον γίνει ανεξέλεγκτες. Δεν αρκεί, εν προκειμένω, να κουνάμε το δάχτυλο στους Βαλκάνιους γείτονες ή στους ίδιους τους Έλληνες, ή να παρακαλάμε τους Τούρκους οι οποίοι εμπλέκονται όλο και περισσότερο στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής, υποσχόμενοι λίγα περισσότερα χρήματα, ή να αναθέσουμε στο ΝΑΤΟ το αντάρτικο θαλασσών εναντίον των «λαθρεμπόρων». Χρειάζονται κατεπείγοντα και εκτεταμένα μέτρα, όπως και σε άλλους καιρούς συλλογικής καταστροφής. Το πιο προφανές θα ήταν να μεταφερθούν οι πρόσφυγες με αεροσκάφη ή πλοία στις χώρες του βορά όπου έχει συμφωνηθεί ότι θα διακομισθούν -μεταξύ των οποίων και η δική μας- οι οποίες μπορούν να στηρίξουν οικονομικά την υποδοχή και φιλοξενία τους, κινητοποιώντας όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας.

Ονειροβατώ, έτσι δεν είναι; Όχι, ανοίγω τη συζήτηση έτσι ώστε το χειρότερο να μην γίνει σίγουρο. Το χειρότερο είναι η παραίτηση, η εθελοτυφλία, ο ιστορικός συντηρητισμός, ακόμη κι όταν έρχεται κατ’ εικόνα του ρεαλισμού. Ας συζητήσουμε, σας παρακαλώ, αλλά ας μην περιμένουμε άλλο, καθώς η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.

Η εξέγερση της Κροστάνδης


Την 1 του Μάρτη ,1921,η ναυτική βάση της Κροστάνδης στο νησί Κοτλίν, κάπου 25 μίλια έξω απ’ τις ακτές τις Πετρούπολης, υιοθέτησε ένα πρόγραμμα πολιτικών κι οικονομικών αιτημάτων που συνίστατο σε 15 θέσεις-ένα πρόγραμμα που βρισκόταν σε φανερή αντίθεση με τον έλεγχο του Σοβιετικού κράτους απ’ το Κόμμα των Μπολσεβίκων.
Σχεδόν αμέσως οι Μπολσεβίκοι αποκήρυξαν την εξέγερση σα μια «συνωμοσία Λευκοφρουρών»,σα μια ακόμα δήθεν απόπειρα στη σειρά των αντεπαναστατικών συνωμοσιών που έπληξαν το Σοβιετικό καθεστώς στη διάρκεια των τριών χρόνων του εμφυλίου που προηγήθηκαν. Σε λιγότερο από 3 βδομάδες αργότερα, στις 17 του Μάρτη ,η Κροστάνδη καταπνίγηκε στο αίμα από μια επίθεση επίλεκτων μονάδων του Κόκκινου Στρατού. Η εξέγερση τη Κροστάνδης ,φαινομενικά ήταν τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό επισόδειο της πικρής ιστορίας του εμφυλίου πολέμου.

Μπορούμε όμως τώρα να πούμε ότι η εξέγερση της Κροστάνδης σημάδεψε το οριστικό τέλος της ίδιας της Ρώσικης επανάστασης. Πραγματικά ,ο χαρακτήρας κι η σημασία της εξέγερσης ήταν μοιραίο ν’ αποτελέσουν θέματα οξύτατων αντιμαχιών μέσα στους κόλπους της διεθνούς αριστεράς ,στα χρόνια που έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Σήμερα, παρόλο που έχει εμφανιστεί μια ολόκληρη νέα γενιά επαναστατών-μια γενιά που είναι εντελώς απληροφόρητη για τα γεγονότα αυτά-το «πρόβλημα της Κροστάνδης» δεν έχει χάσει τίποτα από την σημασία του και την οξύτητα του. Γιατί η εξέγερση τηε Κροστάνδης έβαλε πολύ βασικά προβλήματα :τη σχέση ανάμεσα στις λεγόμενες «μάζες» και τα κόμματα τα οποία ισχυρίζονται ότι μιλάνε στο όνομα τους και στη φύση του κοινωνικού συστήματος που επικρατεί στη σημερινή Σοβιετική Ένωση. Ουσιαστικά , η εξέγερση της Κροστάνδης παραμένει μια διαρκής πρόκληση απέναντι στη Μπολσεβίκικη αντίληψη για την ιστορική αποστολή ενός κόμματος και στην θεώρηση της Σοβιετικής Ένωσης σαν «εργατικό» ή «σοσιαλιστικό» κράτος.

Οι ναύτες της Κροστάνδης δεν ήταν κανένα συνηθισμένο στρατιωτικό σώμα. Ήταν οι περίφημοι «κόκκινοι ναύτες» του 1905,1917 και του εμφυλίου πολέμου. Κατά κοινήν ομολογία (ως ότου ν’ αναθεωρήσουν οι Μπολσεβίκοι την ιστορία μετά την εξέγερση ) οι ναύτες της Κροστάνδης θεωρούνταν σαν τα πιο πιστά και και πολιτικοποιημένα στρατιωτικά στοιχεία του νεοεγκαθιδρυμένου Σοβιετικού καθεστώτος. Η ασθενική απόπειρα του Τρότσκυ να διασύρει τη ν υπόληψη τους στα μετέπειτα χρόνια, υπαινισσόμενος ότι «νέα» κοινωνικά στρώματα (πιθανόν αγρότες)είχαν αντικαταστήσει τους αυθεντικούς κόκκινους ναύτες(πιθανόν εργάτες) στην Κροστάνδη ,στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δεν αξίζει ούτε την περιφρόνηση μας.

Ανεξάρτητα απ’ το αν οι κάτοικοι της ήταν «εργάτες» ή «αγρότες»-και τα δυο είδη υπήρχαν σε ποικίλους αριθμούς στη ναυτική βάση – η Κροστάνδη υπήρξε από παλιά η εστία της επανάστασης. Οι ζωντανές της παραδόσεις κι η στενή της επαφή της με την «Κόκκινη Πετρούπολη», χρησίμεψαν στο να μεταβάλουν σ’ επαναστάτες ανθρώπους από’ όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα.

Στην πραγματικότητα, η Κροστάνδη είχε εξεγερθεί σαν αποτέλεσμα ενός απεργιακού κινήματος που ξέσπασε στην Πετρούπολη, μιας κοντινής εξέγερσης του προλεταριάτου της Πετρούπολης. Δεν μπορεί να τονιστεί υπερβολικά το ότι τα αιτήματα των ναυτών της Κροστάνδης διατυπώθηκαν μέσα στο φρούριο ενός απομονωμένου νησιού στον κόλπο της Φινλανδίας· αναπτύχθηκαν σαν αποτέλεσμα της στενής επαφής ανάμεσα στη ναυτική βάση και στους ξεσηκωμένους εργάτες της Πετρούπολης ,των οποίων τα αιτήματα εξέφραζε βασικά το πρόγραμμα των 15 θέσεων. Όπως υποχρεώθηκε ν ’αναγνωρίσει ο Ισαάκ Ντώϊτσερ ,η αποκήρυξη της εξέγερσης της Κροστάνδης απ’ τους Μπολσεβίκους σα «συνωμοσία Λευκοφρουρών» ήταν απλώς αστήρικτη.

Ποια ήταν αυτά τα αιτήματα; Η Ίντα Μετ τα’ αναπτύσσει με λεπτομέρεια στο βιβλίο της , «Η κομμούνα της Κροστάνδης». Μια ματιά δείχνει ότι τα πολιτικά αιτήματα περιστρέφονταν γύρω απ΄ τη σοβιετική δημοκρατία :νέες εκλογές στα σοβιέτ, ελευθερία του λόγου για τους Αναρχικούς και τα Αριστερά Σοσιαλιστικά κόμματα, ελεύθερα εργατικά συνδικάτα και γεωργικές οργανώσεις, απελευθέρωση των Αναρχικών και Σοσιαλιστών πολιτικών κρατούμενων. Τα οικονομικά και θεσμικά αιτήματα συγκεντρώνονταν στη χαλάρωση των αυστηρών εμπορικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στην περίοδο του «Πολεμικού Κομμουνισμού».Τα αιτήματα των ναυτών της Κροστάνδης αποτελούσαν το ελάχιστο όριο που απαιτούνταν για να διασωθεί η επανάσταση απ’ τη γραφειοκρατική παρακμή και τον οικονομικό στραγγαλισμό.

Συνήθως, υπάρχουν δυο ιστορίες των επαναστάσεων. Η πρώτη αποτελεί την επίσημη ιστορία , μια ιστορία που παραγνωρίζει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα κόμματα ,τις φράξιες και τους «ηγέτες».Η άλλη ,με τα λόγια του ρώσου αναρχικού Βολίν, μπορεί να ονομαστεί η «άγνωστη επανάσταση» -οι σπάνια γραπτές εκθέσεις για την ανεξάρτητη ,δημιουργική δράση των επαναστατημένων ανθρώπων

Οι Μαρξιανές εκθέσεις ταξινομούνται , σ’ ένα βαθμό που προκαλεί κατάπληξη, στην επίσημη μορφή ιστοριογραφίας: οι λαϊκές πτυχές διαστρεβλώνονται συχνά για να συμφωνούν μ’ ένα προκαθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο. Οι εργάτες έχουν σταθερά αναλάβει τον ιστορικό τους «ρόλο»,οι αγρότες ένα δικό τους «ρόλο»,οι διανοούμενοι και το Κόμμα τους δικούς τους «ρόλους».η ζωτική , συχνά αποφασιστική, δραστηριότητα των λεγόμενων , «μεταβατικών τάξεων»,όπως οι εργάτες που έχουν αγροτική καταγωγή ή τα ντεκλασσέ στοιχεία, συνήθως αγνοούνται. Χάρη στην υπεραπλουστευμένη κακοποίηση του της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτός ο τύπος ιστοριογραφίας αφήνει ολότελα ανεξήγητες [1] πολλές κρίσιμες πλευρές των παλιών και σημερινών επαναστάσεων. Τα γεγονότα αποκτούν μιαν ακαδημαϊκή μορφή που συναρμολογείται από προγράμματα , ιδεολογικές συγκρούσεις και ,φυσικά, από πανταχού παρόντες «ηγέτες».

Στην εξέγερση της Κροστάνδης .οι «μάζες» είχαν το θράσος να μπουν ξανά στην ιστορική σκηνή ,όπως πραγματικά το έκαναν 4 χρόνια νωρίτερα το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη .Στην πραγματικότητα, η εξέγερση σημάδεψε το αποκορύφωμα και το τέλος του λαϊκού κινήματος στη Ρωσική επανάσταση-ένα κίνημα στο οποίο το Μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε βασικά εμπιστοσύνη και που ξεδιάντροπα χειραγώγησε. Η ανατροπή του Τσαρισμού το Φλεβάρη του 1917-μια αυθόρμητη επανάσταση στην οποία κανένα απ’ τα Σοσιαλιστικά κόμματα και φράξιες δεν έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο –άνοιξε το δρόμο για ένα σαρωτικό λαϊκό κίνημα .Έχοντας συντρίψει αιωνόβιους θεσμούς μέσα σε λίγες μέρες , οι αγρότες και οι εργάτες άρχισαν να δημιουργούν με δική τους πρωτοβουλία νέες, ολότελα επαναστατικές, φόρμες.

Οι ιστορικές εκθέσεις για την επανάσταση σπάνια μας λένε ότι στις πόλεις ,οι πιο σημαντικές απ’ αυτές δεν ήταν τα Σοβιέτ μάλλον οι εργοστασιακές επιτροπές: εργατικά σώματα που δημιουργήθηκαν κι ελέγχονταν απ’ τις συνελεύσεις των εργατών στον τόπο δουλειάς. Στα χωριά εκείνα που χαρακτηρίζονται συνήθως σα «σοβιέτ» αντιστοιχούσαν περισσότερο με τοπικές επιτροπές αγροτών ,που βασίζονταν στις λαϊκές συνελεύσεις .Και στις δυο περιπτώσεις οι επιτροπές ήταν πραγματικά οργανικά κοινωνικά σώματα, κατάλληλα να διευθύνουν άμεσες δημοκρατικές φόρμες. Αντίθετα, τα περιφερειακά σοβιέτ ήταν βασικά κοινοβουλευτικά σώματα, δομημένα σαν έμμεσες ή «αντιπροσωπευτικές» λεγόμενες πολιτικές ιεραρχίες. Αυτά κατέληγαν σε απομακρυσμένα εθνικά συνέδρια των σοβιέτ , τα οποία έλεγχε μια εκλεγμένη εκτελεστική επιτροπή.

Η κοινωνική ιστορία της επανάστασης περιστράφηκε γύρω απ’ τη μοίρα των εργοστασιακών επιτροπών και των συνελεύσεων των χωριών ,όχι απλώς γύρω απ’ τους συγκρουόμενους στρατούς και τις διαμάχες ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και στους πολιτικούς τους αντιπάλους . Οι εργοστασιακές επιτροπές απαίτησαν και ,για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ,απόκτησαν πλήρη έλεγχο πάνω στη βιομηχανική διαδικασία .Ο Λένιν δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη μετά τον Οκτώβρη. Όχι αργότερα απ’ το Γενάρη του 1919,δύο μόνο μήνες μετά τη «νομοθετική θέσπιση»του εργατικού ελέγχου στα εργοστάσια ,ο ηγέτης των Μπολσεβίκων κινήθηκε ενεργώντας σε ανοιχτή αντίθεση με τις επιτροπές. Κατά τη γνώμη του Λένιν ,η επανάσταση απαιτούσε «για χάρη ακριβώς των ίδιων των συμφερόντων του σοσιαλισμού ,όπως οι μάζες υπακούουν τυφλά στη θέληση της εργασιακής διαδικασίας.».Έτσι οι επιτροπές απογυμνώθηκαν από οποιαδήποτε λειτουργία μέσα στη βιομηχανική διαδικασία , σ’ ένα αυξανόμενο βαθμό , οι εξουσίες τους μεταβιβάστηκαν στο συνδικάτο και τελικά οι εξουσίες του συνδικάτου μεταφέρθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια διευθυντών , που είχαν διοριστεί απ’ το κράτος. Ο εργατικό έλεγχος αποκηρύχθηκε με οξύτητα όχι μόνο σαν «ανεπαρκής», «χαοτικός», και «ανεφάρμοστος» ,αλλά και σα «μικροαστικός» και σαν «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση».

Στην επαρχία ,η πολιτική των Μπολσεβίκων σημαδεύτηκε από μια δυσπιστία απέναντι στις συνεργατικές και τις κομμούνες – κι από μια επέκταση της βίαιης επίταξης τροφίμων. Όπως έχω δείξει αλλού ,η προτιμούμενη απ’ το Λένιν περισσότερο «σοσιαλιστική» μορφή γεωργικής επιχείρησης αντιπροσωπευόταν από το Κρατικό Αγρόκτημα : δηλαδή , ένα γεωργικό εργοστάσιο στο οποίο το κράτος κατείχε την ιδιοκτησία της γης και των γεωργικών εργαλείων ,διορίζοντας διευθυντές οι οποίοι προσελάμβαναν χωρικούς , που πληρώνονταν σε ημερομίσθια βάση.[2] Στα 1920 ,οι Μπολσεβίκοι είχαν απομονωθεί ολότελα απ’ την εργατική τάξη και την αγροτιά , ένα γεγονός που ο Λένιν αναγνώρισε ανοιχτά. Ακόμα και τα σοβιέτ είχαν συρρικνωθεί σε ένα πολιτικό κύτταρο ,απογυμνωμένο από κάθε περιεχόμενο. Η πολιτική ζωή ,η δημόσια έκφραση κι η λαϊκή δραστηριότητα είχαν ακινητοποιηθεί. Η Τσεκά , η μυστική αστυνομία που είχε ιδρυθεί απ’ τον Τζερίνσκυ , γέμιζε τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μ’ επαναστάτες που αντιτίθονταν στο καθεστώς. Οι πιο δυνατοί ρήτορες των ανεξάρτητων σοβιετικών κομμάτων κι ομάδων εκτελούνταν , σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς , για την απλή και μόνο έκφραση αντίθετων απόψεων. Οι πολιτικές που διαμορφώθηκαν κάτω απ’ την υπαγόρευση του «Πολεμικού Κομμουνισμού», δημιούργησαν στις πόλεις σχεδόν συνθήκες λιμού, με το μπλοκάρισμα ουσιαστικά κάθε ανταλλαγής ανάμεσα στην πόλη και στην επαρχία και με την επιβολή πιο απαιτητικών επιτάξεων πάνω στην αγροτιά . Οι εργάτες κι οι αγρότες μπορεί να νίκησαν στον εμφύλιο πόλεμο , αλλά αυτό που είναι απόλυτα βέβαιο είναι ότι έχασαν την επανάσταση.

Μόνο μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κι οικονομικό πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε τις απεργίες που σάρωσαν την Πετρούπολη το Φλεβάρη του 1921 και την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης .Η φωνή της Κροστάνδης ζητούσε μια «Τρίτη Επανάσταση των ανθρώπων του μόχθου», όχι μια αντεπανάσταση για την παλινόρθωση του παρελθόντος. Συντρίβοντας την εξέγερση , οι Μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να εμποδίσουν μια τρίτη επανάσταση , αλλά και να ανοίξουν τον δρόμο ,για το Σταλινικό καθεστώς. Αργότερα, η ιστορία έμελλε να πάρει τη δική της άγρια εκδίκηση: πολλοί απ’ τους Μπολσεβίκους , που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην καταστολή της Κροστάνδης ,έμελλε να πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή στις αιματηρές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30.

Η βασική αξία του έργου της Μετ είναι η οπτική του λαϊκού κινήματος , που μας προσφέρει , ένα κίνημα απ’ το οποίο εξαρτιέται το αποτέλεσμα όλων των επαναστατικών εκρήξεων. Οδηγούμαστε απ’ τα συνέδρια του Κόμματος και των σοβιέτ ,απ’ τους «ηγέτες» και τις πολεμικές φράξιες ,μέσα στην ίδια ακριβώς την ψυχή της επαναστατικής διαδικασίας. Αποκτούμε μια αίσθηση των πολιτικών ιδεών που κυκλοφορούν στους δρόμους και στους στρατώνες· μεταφερόμαστε στις μοριακές διαδικασίες του κινήματος στη βάση· ερχόμαστε σε επαφή με το θαυμαστό πνεύμα του λαϊκού αυτοσχεδιασμού , τον ενθουσιασμό και την ενεργητικότητα που σημαδεύουν τον επαναστατημένο λαό που έχει κινητοποιηθεί .Γι αυτούς τους λόγους, ναι γι αυτούς και μόνο,το σύντομο έργο της Μετ αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά ,γιατί εκείνο που διακυβεύεται στην έκθεση της είναι για την Κροστάνδη δεν είναι μόνο η Ρώσικη επανάσταση αλλά κι η ίδια ακριβώς η ιδέα της επανάστασης καθαυτής.

Το Μπολσεβίκικο κόμμα δεν «έκανε» τη Ρώσικη επανάσταση· κυριάρχησε πάνω στην επανάσταση κι έτσι τη στραγγάλισε. Αν και δεν έπαιξε κανένα ρόλο το Φλεβάρη του 1927, όταν ανατράπηκε ο Τσαρισμός, τον Οκτώβρη ,8 μήνες αργότερα ,το κόμμα ανέλαβε την εξουσία για τον εαυτό του ,όχι για λογαριασμό των σοβιέτ ή των εργοστασιακών επιτροπών. Δε χωράει αμφιβολία πως οι συνειδητές επαναστατικές οργανώσεις ήταν απαραίτητες στα 1917 ,ή τουλάχιστον, ενεργητικές ομάδες επαναστατών. Το πραγματικό πρόβλημα ,όμως ,ήταν το αν αυτές οι ομάδες μπορούσαν να διαλυθούν μέσα στις κοινωνικές φόρμες που δημιούργησε ο επαναστατημένος λαός(είτε ήταν εργοστασιακές επιτροπές ή σοβιέτ) ή αν μετατράπηκαν σε μια ξεχωριστή εξουσία πάνω σ ’αυτές τις κοινωνικές φόρμες, χειραγωγώντας και τελικά καταστρέφοντας τες. Το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν ανίκανο απ ’την ίδια του τη δομή , ν’ ακολουθήσει την πρώτη κατεύθυνση· η ιεραρχική , συγκεντρωτική δομή του , για να μη μιλήσουμε για τη νοοτροπία των ηγετών του ,είχε απλώς μετατρέψει το κόμμα σ’ ένα είδωλο του αστικού κρατικού μηχανισμού, την ανατροπή του οποίου διεκδικούσε.

Στη διάρκεια των αντιμαχιών που έμελλε να καθορίσουν τη μοίρα των εργοστασιακών επιτροπών , ο αριστερός κομμουνιστής Οσσίνσκυ προειδοποίησε το κόμμα του: «Ο Σοσιαλισμός κι η σοσιαλιστική οργάνωση πρέπει να οικοδομηθούν απ ‘το ίδιο προλεταριάτο ,διαφορετικά δε θα οικοδομηθούν ποτέ· στη θέση τους θα οικοδομηθεί κάτι άλλο-ο κρατικός καπιταλισμός»

Αυτή η προειδοποίηση που έγινε στις πρώτες μέρες της επανάστασης , υπήρξε προφητική. Θα ταν ολότελα παράλογο το να υποστηρίξουμε ότι μπορεί να θεωρηθεί σαν «εργατικό κράτος» ένας κρατικός μηχανισμός που στερεί τους εργάτες από οποιοδήποτε έλεγχο πάνω στη κοινωνία .Στη πραγματικότητα ,ως τα 1917 ,όλες οι βασικές φράξιες του Ρωσικού Μαρξιστικού κινήματος πίστευαν ότι η Ρωσία αντιμετώπιζε μια αστική επανάσταση. Πέρα απ’ τις οργανωτικές αντιλήψεις οι διαφωνίες ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους περιστρέφονταν πρωταρχικά γύρω απ’ τον πολιτικό ρόλο των εργατών και των αγροτών στην επερχόμενη αναταραχή .Ζητώντας μια «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»,οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν βασικά από τους καταπιεζόμενους ένα πολιτικά κυρίαρχο ρόλο. Οι Μενσεβίκοι ,με τη σειρά τους ,υιοθέτησαν βασικά την άποψη ότι η Ρωσία χρειαζόταν μια δημοκρατική ,κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία θα κυβερνούσαν τα αστικά κόμματα. Καμιά απ’ τις δυο σοσιαλδημοκρατικές φράξιες δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι πως η καθυστερημένη ,αγροτική Ρωσία ήταν προετοιμασμένη για μια «προλεταριακή δικτατορία» κι ακόμα λιγότερο για σοσιαλισμό.

Η επιτυχία της επανάστασης του Φλεβάρη ,όμως έκανε το Λένιν να αλλάξει στάση ,αναφορικά με τη θέση του υπέρ μιας «προλεταριακής δικτατορίας»,μια τοποθέτηση που εκφράζεται με το περίφημο σύνθημα : «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!».Όσο σημαντική κι αν υπήρξε αυτή η στροφή , δεν ήταν εδραιωμένη σε καμία πεποίθηση του Λένιν ,πως η Ρωσία ήταν ξαφνικά έτοιμη για ένα «εργατικό κράτος».Ακριβώς το αντίθετο:Ο Λένιν έβλεπε μια «προλεταριακή επανάσταση» στη Ρωσία ,πρωταρχικά ,σαν ένα ερέθισμα για το ξέσπασμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις βιομηχανοποιημένες ,συντριμμένες απ’ τον πόλεμο, χώρες της Δύσης κι ιδιαίτερα στη Γερμανία .Για τον Λένιν , ο πόλεμος είχε ανοίξει την προοπτική του ξεσπάσματος επαναστάσεων στο εξωτερικό-επαναστάσεις που θα μπορούσε να τους δώσει το έναυσμα μια «προλεταριακή επανάσταση» στη Ρωσία! Σε καμία περίπτωση δεν αυταπατόταν πως ένα «εργατικό κράτος» ή ο «σοσιαλισμός», μπορούσαν να οικοδομηθούν μέσα στα όρια μιας χώρας όπου την πρωτοκαθεδρία κατείχε η γεωργία.

Η ήττα της εξέγερσης του Σπάρτακου στο Βερολίνο ,το Γενάρη του 1919, άφησε τη ρωσική επανάσταση ολότελα απομονωμένη. Ξέχωρα από την πομπώδη φρασεολογία του νέου Σοβιετικού καθεστώτος, παρά τις κόκκινες σημαίες του και τη φανερή εχθρότητα των παραδοσιακών αρχουσών τάξεων ,στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, απέναντι του, παραμένει αληθινό το γεγονός ότι η επανάσταση οπισθοδρομούσε σ’ ένα αστικό επίπεδο, σ’ ένα αυξανόμενο βαθμό , γιατί ήταν αδιανόητο να μπορούσε να προχωρήσει πέρα απ’ τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις ,μια απομονωμένη ,οικονομικά υποανάπτυκτη χώρα, που πολιορκούνταν από κάθε μεριά από πολιτικούς εχθρούς. Αλλά ποια μορφή καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων δημιούργησε η Οκτωβριανή επανάσταση; Αυτό έμελλε να παραμείνει ένα μπερδεμένο πρόβλημα. Η επανάσταση είχε εξάλειψη την παραδοσιακή Ρωσική αστική τάξη και πολλούς απ’ τους πολιτικούς της θεσμούς. Είχε εθνικοποιήσει την γη κι ολόκληρη τη βιομηχανία, μια πράξη που δεν είχε κανένα προηγούμενο στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία .Αργότερα ,το σοβιετικό καθεστώς έμελλε να εισαγάγει την «σχεδιασμένη παραγωγή».Όλες αυτές οι αλλαγές στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα θεωρούνταν σαν ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό, παρόλο που ο Ένγκελς ,στο Αντιντύρινγκ ,είχε παίξει μηχανικά με τη θεωρητική πιθανότητα ότι θα μπορούσαν να συμβούν μέσα σ’ ένα αστικό πλαίσιο.

Τα προβλήματα που γέννησε η Οκτωβριανή επανάσταση περιπλέχθηκαν παραπέρα απ’ την ορολογία των ίδιων των μπολσεβίκων. Ο Λένιν είχε περιγράψει ποικιλόμορφα το σοβιετικό κράτος σαν «κρατικοκαπιταλιστικό», «εργατικό κράτος» κι «αγροτικό κράτος με γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις», ακολουθούμενος απ’ την ηλίθια περιγραφή του Τρότσκυ για την Σταλινική δικτατορία σαν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Ο Λένιν επίσης περιέπλεξε το πρόβλημα περιγράφοντας ωμά το σοσιαλισμό σαν «τίποτα παραπάνω από ένα κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο που δημιουργήθηκε για να ωφελήσει ολόκληρο τον λαό». Έτσι στα πρώτα χρόνια του Σοβιετικού καθεστώτος , ήταν δύσκολο , όχι μόνο να γίνουν παραλληλισμοί του κρατικού καπιταλισμού με αντίστοιχα του σε οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα , αλλά και να γίνει διάκριση ανάμεσα σ’ αυτόν και στο «σοσιαλισμό».

Σήμερα, μετά από μισό αιώνα καπιταλιστικής ανάπτυξης, έχουμε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Μπορούμε να δούμε ότι, έκτός από τους λίγους μήνες που έλεγχαν τη βιομηχανία οι εργοστασιακές επιτροπές, η Ρώσικη επανάσταση σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε ένα αστικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η εμπορευματική παραγωγή κι η οικονομική εκμετάλλευση ήταν μοιραίο να επικρατήσουν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στον ίδιο βαθμό που επικρατούσαν και πριν. Οι εργάτες κι οι αγρότες έμελλε να μην έχουν κανένα έλεγχο πάνω στη Σοβιετική κοινωνία , όπως ακριβώς δεν είχαν κανένα πάνω στην τσαρική κοινωνία. Ξέρουμε επίσης ότι η εθνικοποίηση της βιομηχανίας κι η σχεδιασμένη παραγωγή συμβιβάζονται τέλεια με τις αστικές κοινωνικές σχέσεις. Η ιστορική τάση του βιομηχανικού καπιταλισμού βρισκόταν πάντα προς την κατεύθυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου , της ανάπτυξης του μονοπωλίου, της συγχώνευσης της βιομηχανίας με το κράτος, του οικονομικού σχεδιασμού και τέλος της αυξανόμενης εξουσίας ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού πάνω στην οικονομική και πολιτική ζωή.

Είναι ειρωνικό το ότι, αν ο Τρότσκυ είχε απλώς ακολουθήσει την ίδια του την αντίληψη, για τη «συνδυασμένη ανάπτυξη», ως τις λογικές της συνέπειες , πιθανόν να είχε καταλάβει πώς αναπτύχθηκε αυτή η τάση στη Ρωσία. Είδε (πολύ σωστά ) ότι η τσαρική Ρωσία , ένας νεοφερμένος στην Ευρωπαϊκή αστική ανάπτυξη , απόκτησε αναγκαστικά τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές και ταξικές φόρμες αντί ν’ ανακεφαλαιώσει απ’ την αρχή ολόκληρη την αστική ανάπτυξη. Παραγνώρισε να εξετάσει ότι η Ρωσία , συντετριμμένη από μια τρομερή εσωτερική αναταραχή, που απογύμνωσε τις παραδοσιακές αστικές και τσιφλικάδικες τάξεις , πιθανόν ακολουθούσε έτσι μια παράλληλη κατεύθυνση μ’ εκείνη που ακολουθούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο- πράγμα που ήταν βέβαιο , μετά απ’ την αποστέρηση των εργατών και των αγροτών απ’ τον έλεγχο τους πάνω στα εργοστάσια και τη γη απ’ τη νέα γραφειοκρατία. Υπνωτισμένος από’ την ανόητη φόρμουλα «η εθνικοποιημένη ιδιοκτησία είναι αντίθετη με τον καπιταλισμό», ο Τρότσκυ δεν κατόρθωσε να αναγνωρίσει ότι ο ίδιος ο μονοπωλιακός καπιταλισμός τείνει να συγχωνευτεί με το κράτος με βάση τη δική του εσώτερη διαλεκτική ,που συνεπάγεται τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε ολοένα και λιγότερες επιχειρήσεις. Ο παραλληλισμός που έκανε ο Λένιν ανάμεσα «σοσιαλισμό» και τον κρατικό καπιταλισμό έγινε έτσι μια φοβερή πραγματικότητα κάτω απ’ τον Σταλιν:Μια μορφή κρατικού καπιταλισμού που δεν «ωφελεί ολόκληρο τον λαό».

Βασικά , η πηγή της σύγχυσης που αφορά τη «φύση» του κοινωνικού συστήματος στη Ρωσία –το περίφημο «Ρώσικο ζήτημα» -βρίσκεται στην ατέλεια της Μαρξιανής οικονομικής ανάλυσης. Γράφοντας στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Μαρξ ήταν εξοικειωμένος μόνο με 2 φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης: το μερκαντιλισμό και το «φιλελεύθερο»βιομηχανικό καπιταλισμό. Παρόλο που το κεφάλαιο σκιαγραφεί θαυμάσια την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού μέσα από τον μερκαντιλισμό (Σ.τ.Μ. εμποροκρατία ) η εξέταση σταματάει εκεί ακριβώς όπου πρέπει ν’ αρχίσει από μας ,έναν αιώνα αργότερα. Μπορούμε να δούμε ότι η συγκέντρωση του κεφαλαίου προχωρεί σε μια νέα φάση: την ανακύκληση του κεφαλαίου. Η «ελεύθερη αγορά» μετατρέπεται σε μονοπωλιακή και τελικά σε μια αγορά που χειραγωγείται από το κράτος. Η «αναρχία της παραγωγής», (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Ένγκελς) παραχωρεί τη θέση της στη διευθυνόμενη , «σχεδιασμένη» οικονομία , ένα σύστημα προγραμματισμού που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο για ν’ αποτρέπει τις οικονομικές κρίσεις , αλλά και να προωθεί την συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός ακολουθεί τη διαλεκτική του μ’ ένα σχεδόν κλασσικό Χεγκελιανό τρόπο: απ’ την ελεγχόμενη από το κράτος οικονομία ,που εισήγαγε ο μερκαντιλισμός, στην «ελεύθερη οικονομία», που εδραίωσε ο βιομηχανικός καπιταλισμός και ξανά πίσω σε νεομερκαντιλιστικές μορφές , σ’ ένα νέο όμως επίπεδο που γέννησε η τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη. Δεν θα μπορέσουμε να περιμένουμε απ’ το Μαρξ ν’ ακολουθήσει αυτή τη διαλεκτική ως τις λογικές της συνέπειες πριν από ένα αιώνα· για μας το να αγνοήσουμε αυτό ,ένα αιώνα αργότερα , θα ’ ναι μια θεωρητική μυωπία του χειρότερου είδους.

Η ανάπτυξη προς τον κρατικό καπιταλισμό εμφανίζεται σε μια τάση στη Δύση κι εξαιτίας πρωταρχικά των πρώιμων οικονομικών και πολιτικών μορφών ,συνεχίζει να εξασκεί μια ισχυρή επίδραση στους κοινωνικούς θεσμούς. Παρ’ολο που φθείρονται με γρήγορο ρυθμό, οι αντιλήψεις της «ελευθερης αγοράς» και του «κυρίαρχου ατόμου» εξακολουθούν να διαποτίζουν τις οικονομικές σχέσεις στην Ευρώπη και την Αμερική. Στη Ρωσία και σε πολλές περιοχές του «τρίτου κόσμου» ,όμως, ο κρατικός καπιταλισμός παίρνει μια πιο ολοκληρωμένη μορφή, γιατί οι επαναστάσεις μαγεύονται απ’ το παρελθόν, οδηγώντας στην καταστροφή των παλιών αρχουσών τάξεων και θεσμών. Ο «σοσιαλισμός» με την παραδεγμένη Μαρξιανή του μορφή , τείνει να γίνει ιδεολογία με την πιο στενή έννοια του όρου επειδή ακριβώς όπως παρατήρησε ο Λένιν ,ένα πολύ μεγάλο μέρος απ΄ το Μαρξιανό σοσιαλισμό, μπορεί να ταυτιστεί με τον κρατικό καπιταλισμό. Η αποδοχή του κράτους απ’ το Μαρξ – η «προλεταριακή δικτατορία», το «σοσιαλιστικό κράτος»- γίνεται το μέσο με το οποίο το μεγάλο σοσιαλιστικό όραμα μεταμορφώνεται σ’ ένα ολότελα αντιδραστικό θέαμα : τις κόκκινες σημαίες που σκεπάζουν το φέρετρο της λαϊκής επανάστασης .

Τι θα συνέβαινε αν είχε πετύχει η Κροστάνδη ; οπωσδήποτε θα είχαμε απαλλαγεί από μια Σταλινική ανάπτυξη, μια ανάπτυξη που μετέτρεψε ολόκληρο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα σ’ ένα όργανο διεθνούς αντεπανάστασης. Τελικά δεν ήταν η Ρωσία που υπέφερε τρομακτικά, αλλά και η ανθρωπότητα σαν σύνολο. Η κληρονομιά που μας άφησε ο Μπολσεβικισμός, με τη μορφή του Σταλινισμού, του Τροτσκισμού και του Μαοϊσμού, έχει ανακόψει την επαναστατική σκέψη και πράξη στον ίδιο βαθμό που το έχουν κάνει οι προδοσίες των ρεφορμιστικών πτερύγων του σοσιαλιστικού κινήματος.

Μια νίκη των ναυτών της Κροστάνδης θα μπορούσε επίσης να έχει ανοίξει μια νέα προοπτική για τη Ρωσία-μια μεικτή κοινωνική ανάπτυξη, που θα συνδύαζε τον εργατικό έλεγχο στα εργοστάσια .ε μια ανοικτή αγορά στα γεωργικά αγαθά , βασισμένη σε μια μικρής κλίμακας γεωργική οικονομία και σε εθελοντικές αγροτικές κομμούνες. Οπωσδήποτε μια τέτοια κοινωνία στην υπανάπτυκτη αγροτική Ρωσία δε θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί δίχως εξωτερική βοήθεια· αλλά μια τέτοια βοήθεια θα ήταν δυνατή μόνο αν το επαναστατικό κίνημα , στην Ευρώπη και την Ασία αναπτυσσόταν ελευθέρα δίχως επεμβάσεις από μέρους της Τρίτης Διεθνούς. Ο Σταλινισμός απόκλεισε εκ των προτέρων αυτή την πιθανότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όλα ουσιαστικά τα τμήματα της κομμουνιστική διεθνούς είχαν γίνει όργανα της Σταλινικής πολιτικής, που αποτελούσαν αντικείμενο αγοραπωλησίας σε αντάλλαγμα στρατιωτικών συμμαχιών με τις καπιταλιστικές δυνάμεις.

Η καταστολή της Κροστάνδης το Μάρτη 1921 , υπήρξε μια πράξη απροκάλυπτης αντεπανάστασης, ο στραγγαλισμός του λαϊκού κινήματος σε μια εποχή όπου ο Λένιν, ο Τρότσκι κι άλλοι επιφανείς Μπολσεβίκοι βρίσκονταν επικεφαλείς της διακυβέρνησης του Σοβιετικού καθεστώτος. Το να μιλήσουμε όπως κάνει ο Τρότσκί για τη «συνέχεια» της Ρωσικής επανάστασης σ τη δεκαετία του ’30 , το να περιγράψουμε την γραφειοκρατία σαν φύλακα των νικών του Οκτώβρη, το ν’ αποκαλέσουμε το Σταλινισμό απλώς σαν μια «θερμιδωριανή» αντίδραση – όλα αυτά είναι καθαρές βλακείες. Δεν υπάρχει ούτε συνέχεια ούτε Θερμιδώρ· υπήρξε απλώς το κάλυμμα ενός οράματος όπου είχε στραγγαλιστεί στα 1921 κι ακόμα νωρίτερα. Η άνοδος του Στάλιν στην εξουσία τόνισε απλώς μια αντεπανάσταση που είχε αρχίσει νωρίτερα. Πολύ πριν απ’ τα 1927 , όταν εκδιώχθηκε η Τροτστκιστική αντιπολίτευση, όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις είχαν χαθεί, στο μέτρο που αφορούσαν το Ρώσικο λαό. Απ’ αυτό προερχόταν η αδιαφορία των εργατών και των αγροτών για τα αντισταλινικά αντιπολιτευτικά ρεύματα που υπήρχαν μέσα στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος.

Όλες οι προϋποθέσεις για το Σταλινισμό είχαν δημιουργηθεί με την ήττα των ναυτών της Κροστάνδης και των απεργών της Πετρούπολης. Μπορεί να προτιμήσουμε να θρηνήσουμε αυτά τα λαϊκά κινήματα, να τιμήσουμε τον ηρωισμό των θυμάτων, να χαράξουμε τις προσπάθειες τους στα χρονικά της επανάστασης. Αλλά πάνω απ’ όλα η εξέγερση της Κροστάνδης και το απεργιακό κίνημα στην Πετρούπολη πρέπει να γίνουν κατανοητά -όπως θα καταλαβαίναμε τα διδάγματα όλων των μεγάλων επαναστάσεων- αν θέλουμε να συλλάβουμε το περιεχόμενο της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας.





[1] Στην Ισπανία (1936),στη Ρώσικη επανάσταση, στην Παρισινή κομμούνα, στην εξέγερση των εργατών του Παρισιού, τον Ιούνη του 1848 κι όχι λιγότερο στις σημερινές επαναστατικές αναταραχές, τα πιο δυναμικά στοιχεία ήταν ακριβώς τα μέλη αυτών των «μεταβατικών τάξεων».Στο παρελθόν ,ήταν βασικά τεχνίτες ,εργάτες αγροτικής καταγωγής και ντεκλασσέ , αντίθετα με τις απόψεις του Μαρξ. Σήμερα, αποτελούνται από φοιτητές, νεολαίους απ’ όλες σχεδόν τις τάξεις, διανοούμενους, ντεκλασσέ και στον «Τρίτο κόσμο» από ακτήμονές εργάτες κι αγρότες.
[2] Βλέπε το «Άκου Μαρξιστή»,μπροσούρα του περιοδικού «Άναρχος».


Murray Bookchin


Ακολουθεί ένα κείμενο του Νέστορα Μάχνο πάνω στην ιστορική μνήμη της εξέγερσης της Κροστάνδης και της αιματηρής καταστολής της από τον Κόκκινο Στρατό υπό τις διαταγές του Λέοντα Τρότσκυ. Λίγα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1917, στο νησί της Κροστάνδης έμελλε το Μάρτη του 1921 να τεθεί η ταφόπλακα κάθε ελπίδας για πραγματική απελευθέρωση των εργαζομένων υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων.
H 7η Μαρτίου είναι μια οδυνηρή ημερομηνία για τους προλετάριους της αποκαλούμενης "Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών" που συμμετείχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την ημερομηνία στην Κροστάνδη. Η επετειακή ανάμνηση της ημερομηνίας εκείνης είναι εξίσου επίπονη για τους προλετάριους όλων των χωρών, γιατί επαναφέρει τη μνήμη εκείνου που οι ελεύθεροι εργαζόμενοι και οι ναυτικοί της Κροστάνδης, πιστοί στα ιδανικά της Ρώσικης Επανάστασης, απαίτησαν μέχρι θανάτου από τον Κόκκινο εκτελεστή τους -το "Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα" και το όργανό του, την "Σοβιετική" κυβέρνηση.
Η Κροστάνδη απαίτησε από τους δήμιους κρατιστές να δώσουν πίσω όλα όσα άνηκαν στους προλετάριους της πόλης και της επαρχίας, δεδομένου ότι αυτοί ήταν που είχαν πραγματοποιήσει την επανάσταση. Οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης επέμειναν πάνω στην πρακτική εφαρμογή των ιδανικών της Οκτωβριανής Επανάστασης:
Ελεύθερα εκλεγμένα Σοβιέτ, ελευθερία του Λόγου και ελευθερία του Τύπου για τους εργάτες και τους αγρότες, τους αναρχικούς και τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες.
Το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα το θεώρησε αυτό σαν αδιανόητη απειλή της θέσης που μονοπωλούσε στη χώρα, και αποκρύπτοντας το πρόσωπο του άνανδρου εκτελεστή πίσω από τη μάσκα του επαναστάτη και φίλου των εργαζομένων, αποκάλεσε τους ελεύθερους ναυτικούς και τους εργάτες της Κροστάνδης “αντεπαναστάτες” και έστειλε εναντίον τους δεκάδες χιλιάδες πειθήνιους μπράβους και σκλάβους: Chekists, Kursanty (μαθητευόμενοι αξιωματικοί του Κόκκινου στρατού – σημείωση του Alexandre Skirda) και μέλη του Κόμματος, προκειμένου να σφαγιασθούν αυτοί οι πραγματικοί μαχητές και επαναστάτες -οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης- που δεν είχαν κάνει τίποτα για το οποίο να μπορούν να κατακριθούν από τις επαναστατικές μάζες, ενώ το μόνο παράπτωμά τους ήταν να αισθάνονται προσβεβλημένοι από τα ψέματα και την ανανδρία του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ποδοπατούσε τα δικαιώματα των προλετάριων και της Επανάστασης.
Στις 7 Μαρτίου του 1921, στις 6:45 το απόγευμα, εξαπολύθηκε μια καταιγίδα πυρών πυροβολικού ενάντια στην Κροστάνδη. Όπως ήταν φυσικό και αναπόφευκτο, οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης απάντησαν αμυνόμενοι, παλεύοντας όχι μόνο για τις δικές τους διεκδικήσεις, αλλά και για λογαριασμό των άλλων προλετάριων της χώρας που αγωνίζονταν για τα δικαιώματα που κατέκτησαν με την Επανάσταση και ποδοπατήθηκαν αυθαίρετα από τις μπολσεβικικές αρχές.
Ο αγώνας τους βρήκε απήχηση σε ολόκληρη την υποδουλωμένη Ρωσία που στάθηκε έτοιμη να υποστηρίξει τη δίκαιη και ηρωική πάλη τους, αλλά ήταν δυστυχώς ανίκανη να τα καταφέρει, επειδή ήταν αφοπλισμένη, στυγνά εκμεταλλευόμενη και δέσμια της δουλείας από τις μονάδες καταστολής του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά, οι οποίες είχαν συνταχθεί με τρόπο ώστε να σπάσει το ελεύθερο πνεύμα και η βούληση της χώρας.
Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι απώλειες που υπέστησαν οι υπερασπιστές της Κροστάνδης και η άβουλη μάζα του Κόκκινου Στρατού, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έπεσαν πάνω από δέκα χιλιάδες νεκροί. Στην πλειοψηφία τους ήταν εργαζόμενοι και αγρότες, οι ίδιοι οι άνθρωποι που το Κόμμα των ψευτών είχε χρησιμοποιήσει προκειμένου να αρπάξει την εξουσία, δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Τους είχε χρησιμοποιήσει επί χρόνια για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των κομματικών συμφερόντων του, ώστε να επεκταθεί και να περιχαρακωθεί η κυριαρχία του πάνω στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.
Ενάντια στην μπολσεβικική ολιγαρχία, η Κροστάνδη υπεράσπισε την ουσία του αγώνα των εργατών και των αγροτών στη Ρωσική Επανάσταση. Για τον ίδιο λόγο, οι ολιγαρχικοί εξολόθρευσαν τους εξεγερμένους της Κροστάνδης, κάποιους αμέσως μετά τη στρατιωτική νίκη, τους υπόλοιπους στα μπουντρούμια και στα κελιά που κληροδότησαν τα Τσαρικά και Αστικά καθεστώτα. Έτσι, η ημερομηνία της 7ης Μαρτίου εκλαμβάνεται σαν βαθιά οδυνηρή επέτειος για τους εργαζομένους όλων των χωρών.
Η επίπονη μνήμη των εξεγερμένων της Κροστάνδης που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης και των επιζώντων που αφέθηκαν για να σαπίσουν στις μπολσεβικικές φυλακές αναζωπυρώνεται σ’αυτή την επέτειο, όχι μόνο για τους Ρώσους προλετάριους.
Αλλά αυτά τα θέματα δεν επιλύονται με θρήνους: εκτός από την επετειακή ανάμνηση της 7ης Μαρτίου, οι προλετάριοι κάθε χώρας θα πρέπει να οργανώνουν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε κάθε περιοχή για το αίσχος που διαπράχθηκε στην Κροστάνδη από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες και ναυτικούς, και να απαιτήσουν την απελευθέρωση των επιζώντων που αργοπεθαίνουν στις μπολσεβίκικες φυλακές ή βρίσκονται υπό κράτηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Φιλανδίας.

Νέστωρ Ιβάνοβιτς Μάχνο,
Μάρτης 1926

http://anarchyarchives.blogspot.gr

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Το ευρώ ως φετίχ




Γερμανία,-Μέρκελ,-Ευρώ
Το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα είχε ανέκαθεν σχέση με εκείνον τον πολιτισμό που επικρατούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ τόσο η δραχμή, όσο και το βυζαντινό Solidus, ήταν κάποτε κυρίαρχα – ο υπόγειος νομισματικός πόλεμος Η.Π.Α., Ε.Ε. και Γερμανίας
.«Το διεθνές τραπεζικό καρτέλ χρηματοδοτεί τον αμερικανικό στρατό, ενώ ο αμερικανικός στρατός προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα του τραπεζικού καρτέλ. Πρόκειται για έναν αυτόματο μηχανισμό, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί μόνο για εκείνο το χρονικό διάστημα που είναι εξασφαλισμένη η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου – του τρίτου θεμελιώδη λίθου του αμερικανικού νεοφιλελεύθερου συστήματος.
Σύμφωνα με διάφορους υπολογισμούς, το 90% της αξίας, της ισοτιμίας καλύτερα του δολαρίου, προέρχεται από τον αμερικανικό στρατό – ο οποίος χρησιμοποιείται διεθνώς από τις Η.Π.Α. για την καταναγκαστική επιβολή του δολαρίου, ως το ισχυρότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Με απλά λόγια, ο αμερικανικός στρατός αποτελεί το βαριά οπλισμένο χέρι του διεθνούς καρτέλ των τραπεζών – ολοκληρώνοντας το τρίπτυχο της παντοδυναμίας των Η.Π.Α.» (πηγή)
.

Ανάλυση

Προφανώς το ευρώ δεν είναι φετίχ από την πλευρά του ότι, αυτό που οφείλει να μας ενδιαφέρει είναι το κατά πόσον ωφελεί την εθνική μας οικονομία ή όχι. Υπάρχει όμως μία σημαντική, «ειδοποιός» διαφορά: το γεγονός πως έχει εξελιχθεί στο δεύτερο ισχυρότερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα μετά το δολάριο, αποτελώντας ένα εξαιρετικά πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο, παρά το ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα απλό χαρτί.
Το χαρτί όμως αυτό το έχουν πληρώσει πολύ ακριβά όλες οι χώρες που το χρησιμοποιούν ως εθνικό νόμισμα τους, με τίμημα τις αυστηρές πολιτικές λιτότητας – συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, η οποία όμως υιοθέτησε τέτοιου είδους μέτρα προληπτικά, έγκαιρα, πονηρά, ήδη από το 2000 με την ατζέντα 2010.
Εν τούτοις, για να μπορέσουν να το διατηρήσουν ως έχει, πρέπει συνεχώς να προσπαθούν να μην έχουν ελλείμματα και χρέη, οπότε να ακολουθούν μία περιοριστική πολιτική – με επί πλέον στόχο να κερδίσει το ευρώ μακροπρόθεσμα την πρώτη θέση παγκοσμίως, υποχρεώνοντας το δολάριο στην αμέσως επόμενη. Κάτι τέτοιο φαίνεται εφικτό, λόγω των διδύμων ελλειμμάτων, καθώς επίσης των υπερβολικών χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών των Η.Π.Α. – οι οποίες ουσιαστικά διατηρούν τεχνητά την υψηλή, εντελώς αδικαιολόγητη ισοτιμία του δολαρίου που είναι απαραίτητη, για να μη χάσει την ηγεμονική του θέση στον πλανήτη.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο ευρωπαϊκός νότος δεν φαίνεται να είναι σε θέση, αλλά ούτε και πρόθυμος να υποστεί τις θυσίες που προϋποθέτει η ανάδειξη του ευρώ ως του ισχυρότερου παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Ως εκ τούτου η Γερμανία, η οποία ανέκαθεν επιθυμούσε ένα ισχυρό, κυρίαρχο νόμισμα, φαίνεται να σχεδιάζει μυστικά τον περιορισμό των χωρών που θα υπηρετούν το ευρώ πιστά, έχοντας το ως εθνικό νόμισμα – χρησιμοποιώντας ξανά ως πειραματόζωο την Ελλάδα.
Ειδικότερα, προγραμματίζει να επιβάλλει σε όλες τις αδύναμες χώρες το ευρώ ως παράλληλο νόμισμα –αφού τις υποχρεώσει προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το δικό τους εθνικό νόμισμα. Έτσι θα μπορούσε να καταπολεμήσει τα μειονεκτήματα του ευρώ, χωρίς να χάσει τα τεράστια πλεονεκτήματα από τη χρήση του στις 19 χώρες της νομισματικής ένωσης.
Άλλωστε, πριν από την υιοθέτηση του ευρώ, το μάρκο ήταν ήδη στη δεύτερη θέση μετά το δολάριο, όπως φαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί – με κριτήριο την ποσοστιαία χρήση του στη διενέργεια διεθνών συναλλαγών.
.
Αποθεματικά νομίσματα 1995 2000 2009 2012





Δολάριο 59,0 70,5 62,1 61,2
Μάρκο 15,8 ./. ./. ./.
Γαλλικό φράγκο 2,4 ./. ./. ./.
Ευρώ ./. 18,8 27,6 24,2
Στερλίνα 2,7 2,8 4,3 4,0
Γεν 6,8 6,3 2,9 4,0
Ελβετικό φράγκο 0,3 0,3 0,1 0,3
Λοιπά 13,6 1,4 3,1 5,8
.
Όπως διαπιστώνεται όμως, μετά το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, το ευρώ έχασε ένα μέρος των ποσοστών του στις παγκόσμιες συναλλαγές, από το 27,6% στο 24,2% – χωρίς όμως να αναπληρωθεί από το δολάριο λόγω των προβλημάτων της υπερδύναμης αλλά, κυρίως, από τη στερλίνα και τα λοιπά νομίσματα. Το γεν, ως το σημαντικότερο ασιατικό αποθεματικό νόμισμα, ανήκει επίσης στους χαμένους – μεταξύ άλλων λόγω της πολιτικής ποσοτικής επέκτασης της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, η οποία το καθιστά όλο και πιο αδύναμο, άρα μη ασφαλές.
Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία του παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος, αρκεί ίσως να συνειδητοποιήσει πως το 60% των δολαρίων κυκλοφορούν εκτός των Η.Π.Α., οπότε δεν τους προκαλούν πληθωρισμό. Ως εκ τούτου, έχουν τη δυνατότητα να τυπώνουν δολάρια σε τεράστιες ποσότητες, πληρώνοντας ουσιαστικά τα χρέη τους με απλά χαρτιά, μηδενικού κόστους και αξίας – αφού μετά το 1971, όπου οι Η.Π.Α. εγκατέλειψαν μονομερώς τον κανόνα του χρυσού, απλά τυπώνουν χαρτιά σε τρομακτικές ποσότητες χωρίς αντίκρισμα και πληρώνουν όποιον θέλουν.
Διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να χρηματοδοτούν τις τεράστιες στρατιωτικές τους δαπάνες ή να καλύπτουν το κόστος συντήρησης της αστυνόμευσης ολόκληρου του πλανήτη – κατέχοντας επί πλέον τα κλειδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται η εξέλιξη των συναλλαγών με τα διεθνή αποθεματικά νομίσματα, από το 1995 έως το 2010 (μερίδια αγοράς τους).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Αποθεματικά νομίσματα, χρήση
Αποθεματικά νομίσματα – η εξέλιξη στις συναλλαγές (χρήση) με τα διεθνή αποθεματικά νομίσματα (1995 – 2010).
.
Περαιτέρω, έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στη χρήση, καθώς επίσης στα τεράστια οφέλη των πετροδολαρίων. Στο ότι δηλαδή τα δολάρια έχουν την αποκλειστικότητα όσον αφορά τις συναλλαγές του πετρελαίου – όπως επίσης στον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν (ανάλυση).
Οι περισσότεροι άλλωστε γνωρίζουν πως οι δικτάτορες τόσο του Ιράκ, όσο και της Λιβύης, τα πετρέλαια της οποίας φαίνεται να καταλαμβάνει σήμερα η ISIS, υπέγραψαν τη θανατική καταδίκη τους, όταν ανακοίνωσαν πως επιθυμούσαν να διενεργούν τις ενεργειακές συναλλαγές τους σε ευρώ – γεγονός που επεξηγεί καλύτερα τον πόλεμο των Η.Π.Α. εναντίον της ISIS.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη Ρωσία, η οποία σχεδιάζει τις συναλλαγές με ρούβλι ή/και με το κινεζικό νόμισμα, έχοντας ως εκ τούτου βρεθεί στο στόχαστρο της υπερδύναμης – πόσο μάλλον όταν θέλει επί πλέον να ανεξαρτητοποιηθεί από το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης, υιοθετώντας το δικό της Swift, καθώς επίσης ιδρύοντας ένα δικό της χρηματιστήριο ενέργειας.
.

Η ραγδαία άνοδος του ευρώ 

Επιστρέφοντας στο ευρώ, το μερίδιο του στις εκδόσεις ομολόγων το 2004, συνολικής αξίας 12.000 δις $ παγκοσμίως σε σταθερά και κυμαινόμενα επιτόκια, είχε υπερβεί τις αντίστοιχες σε δολάρια – καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση με 5.400 δις, ακολουθούμενο από το δολάριο με 4.800 δις, τη στερλίνα με 880 δις, το γεν με 500 δις και το ελβετικό φράγκο με 200 δις (όλα τα ποσά υπολογισμένα σε δολάρια).
Όσον αφορά το μερίδιο του στις διεθνείς χρεωστικές ομολογίες, από 19% το 1999 έφτασε στο 32% το 2006, όταν τα ποσοστά του δολαρίου μειώθηκαν από το 49,83% στο 43,12% και του γεν από 12% στο 6% – ενώ στις νέες εκδόσεις, το ποσοστό του ευρώ είχε φτάσει ήδη στο 46% το 2006, έναντι μόλις 39% του δολαρίου.
Εκτός αυτού, το μερίδιο των δολαρίων στα συναλλαγματικά αποθεματικά των χωρών του OPEC μειώθηκε από 75% το καλοκαίρι του 2001 στο 62,5% το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2004 – ενώ τα αποθεματικά τους σε ευρώ αυξήθηκαν από το 12% στο 20%. Σε γενικές γραμμές πάντως τα πλεονεκτήματα ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος είναι τα εξής:
(α) Έσοδα από τα εκδοτικά δικαιώματα – τα οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα για τη χώρα που έχει το νόμισμα (ερμηνεία).
(β) Μειωμένη συναλλαγματική ανασφάλεια, αφού η εκδίδουσα χώρα μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ισοτιμία του νομίσματος της, μέσω της κεντρικής τράπεζας (βασικά επιτόκια, ποσότητες χρήματος κλπ.).
(γ)  Πολύ χαμηλά κόστη συναλλαγών, αφού δεν είναι υποχρεωμένη να το ανταλλάσει με άλλα νομίσματα, όσον αφορά τις διεθνείς συναλλαγές της.
Βασικό μειονέκτημα του είναι η δημιουργία ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία υπολογίσθηκαν για τις Η.Π.Α. στα 500 δις $ το 2011 ή στο 3% του ΑΕΠ της – κάτι που όμως αντιμετωπίζεται ήδη με επιτυχία από την Ευρωζώνη, η οποία είναι πλεονασματική απέναντι στον υπόλοιπο πλανήτη, φυσικά σχεδόν αποκλειστικά και μόνο λόγω της Γερμανίας.
Η Ευρωζώνη έχει πλέον επίσης πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο, αφενός μεν εξαιτίας της πολιτικής λιτότητας που έχει επιβληθεί σε όλες τις χώρες μέλη της, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, αφετέρου λόγω της Γερμανίας – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, ακόμη και της ΕΕ σε σύγκριση με τις Η.Π.Α. (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, ΗΠΑ, εμπορικό ισοζύγιο, σύγκριση
.
Ως εκ τούτου, η Ευρωζώνη είναι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από τις Η.Π.Α., όσον αφορά τις δυνατότητες του νομίσματος της – οπότε εύλογα το ευρώ θα μπορούσε να εκτοπίσει το δολάριο από την πρώτη θέση παγκοσμίως.
Προφανώς όμως, υπό την προϋπόθεση να μην διαλυθούν η Ευρωζώνη και η ΕΕ – ένας κίνδυνος που είναι όμως πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού, αφενός μεν λόγω της μεταναστευτικής κρίσης, αφετέρου εξαιτίας της υπερχρέωσης πολλών χωρών της, με την ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών «αποσχιστικών κινημάτων» (GREXIT,BREXIT, ITEXIT, FREXIT κλπ.).
.

Ο νούμερο ένα εχθρός του δολαρίου

Περαιτέρω, υπενθυμίζουμε πως ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης των Η.Π.Α., ο κ. Alan Greenspan, ο οποίος ουσιαστικά πυροδότησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 που πλήρωσε πολύ ακριβά η Ευρώπη και το ευρώ (αν και μάλλον δεν υπολόγισε πως η Γερμανία θα τη χειριζόταν εντελώς διαφορετικά από την υπερδύναμη, αποκομίζοντας τελικά τεράστια οφέλη – άρθρο), είχε προβλέψει πως το ευρώ θα αντικαθιστούσε το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα – ενώ, σύμφωνα με μία οικονομετρική μελέτη από τότε (J. Frankel, M. Chinn), κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί πριν από το 2020.
Ως απαραίτητη προϋπόθεση όμως θεωρήθηκε η υιοθέτηση του ευρώ από όλες τις χώρες της ΕΕ έως το 2020, συμπεριλαμβανομένης της Μ. Βρετανίας – ή, εναλλακτικά, η συνέχιση της πτώσης της αξίας του δολαρίου. Είναι εύλογοι λοιπόν οι συνειρμοί, όσον αφορά το γιατί πυροδοτήθηκε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους από τις Η.Π.Α., μέσω της δραστηριοποίησης του ΔΝΤ στην Ελλάδα, γιατί δρομολογήθηκε δηλαδή ο πόλεμος της Ευρώπης (ανάλυση) – καθώς επίσης η αιτία που ενεργοποιήθηκε το «όπλο της μετανάστευσης» σήμερα, μετά το ξεκίνημα των βομβαρδισμών της Συρίας από τις Η.Π.Α.
Οι απαντήσεις είναι άλλωστε πάντοτε εύκολες, αρκεί να προηγηθεί η σωστή ερώτηση: «Ποιος ωφελείται από οτιδήποτε συμβαίνει«.
Από την άλλη πλευρά βέβαια η ιστορία τεκμηριώνει ότι, η διαδικασία της αντικατάστασης ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος διαρκεί πολλές δεκαετίες – σημειώνοντας πως ως το ιστορικά πρώτο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα θεωρείται το κινεζικό Liang, ακολουθούμενο από την ελληνική δραχμή τον 5ο προ Χριστού αιώνα, τα ινδικά ασημένια νομίσματα τον 4ο αιώνα, το ρωμαϊκό δηνάριο, το βυζαντινό Solidus, το ισλαμικό δηνάριο στο μεσαίωνα, το φιορίνι του Ρήνου, το βενετσιάνικο δουκάτο την Αναγέννηση, το ολλανδικό φιορίνι, τη βρετανική στερλίνα και σήμερα το δολάριο.
Όπως συμπεραίνεται λοιπόν πολύ καθαρά από την ιστορία, το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα είχε πάντοτε σχέση με εκείνον τον πολιτισμό που επικρατούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη – αρχικά με τον κινεζικό και τον ελληνικό, ενώ στο τέλος με το βρετανικό και τον αμερικανικό (αγγλοσαξονικό).
Στο σύνολο της ιστορίας πάντως, η Ελλάδα μεγαλούργησε περισσότερο από τις ελάχιστες άλλες χώρες που είχαν σε κάποια χρονική στιγμή τα πρωτεία – πρώτα η αρχαία Ελλάδα και μετά το Βυζάντιο, το οποίο δεν ήταν βέβαια δικό μας δημιούργημα, αλλά είχε αφομοιωθεί πολιτιστικά από τη χώρα μας. Επομένως, είναι σε θέση να το επιτύχει ξανά – ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δραχμή πρόσφατα ήταν το βασικό νόμισμα των Βαλκανίων.
Σύμφωνα τώρα με μελέτες, η αντικατάσταση της βρετανικής στερλίνας από το δολάριο ήταν το αποτέλεσμα της συνεχούς υποτίμησης της, σε συνδυασμό με έναν υψηλό πληθωρισμό της Βρετανίας, συγκριτικά με τις Η.Π.Α. – ο οποίος ήταν τα πρώτα 75 χρόνια του 20ου αιώνα σχεδόν τριπλάσιος, από αυτόν της υπερδύναμης.
Επομένως, η πιθανότητα να αναρριχηθεί το ευρώ στην πρώτη θέση εξαρτάται κυρίως από τις μακροπρόθεσμες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, από την επιτυχία της συνθήκης της Λισσαβόνας – η οποία έχει έτσι εκπονηθεί, ώστε να μετατρέψει την Ευρωζώνη στην πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία του πλανήτη.
Μία επόμενη προϋπόθεση είναι η συνέχιση της οικονομικής κατάρρευσης των Η.Π.Α. και του δολαρίου, λόγω των διδύμων ελλειμμάτων, του χρέους και της μείωσης της ανταγωνιστικότητας τους – καθώς επίσης οι εξελίξεις στις περιοχές μεγάλου πληθυσμού του πλανήτη, όπως η Ινδία και η Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση η Παγκόσμια Τράπεζα είχε προβλέψει το 2011 πως η ηγεμονία του δολαρίου θα τελείωνε γύρω στο 2025. Ο αντικαταστάτης του όμως δεν θα ήταν το ευρώ, αλλά ένα καλάθι νομισμάτων – στο οποίο το ευρώ, το δολάριο και το κινεζικό γουάν θα είχαν ισότιμες θέσεις. Κάτι ανάλογο άλλωστε προωθούν οι Η.Π.Α. και σε γεωπολιτικό επίπεδο – όπου επιθυμούν να αντικατασταθεί η μονοπολική τους ηγεμονία όχι από ένα άλλο κράτος, όπως για παράδειγμα από την Κίνα, αλλά από πολλά μαζί.
.

Το ευρώ ως ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο

Με κριτήριο όλα τα παραπάνω, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τι σχεδιάζουν οι Η.Π.Α., μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης του οικονομικού ΝΑΤΟκαθώς επίσης ποιά είναι η θέση της Γερμανίας – την οποία προφανώς κρύβει από όλους τους άλλους, θεωρώντας την επτασφράγιστο μυστικό (ανάλυση, επίλογος).
Έτσι ερμηνεύεται καλύτερα η επιμονή της στην πολιτική λιτότητας, οι προσπάθειες να διορθώσει το λάθος της συμμετοχής του ΔΝΤ στη «διάσωση» της Ελλάδας, όπου υποκινεί κρυφά τις δύο τελευταίες κυβερνήσεις μας να απαιτήσουν την εκδίωξη του (η ίδια αποφεύγει φυσικά να έλθει σε απ’ ευθείας αντιπαράθεση με τις Η.Π.Α.), καθώς επίσης η αναφορά του κ. Σόιμπλε σε ένα παράλληλο νόμισμα για την Ελλάδα – το οποίο δεν θα ήταν τελικά η δραχμή αλλά το ευρώ, με τη δραχμή στο ρόλο του εθνικού νομίσματος.
Όπως έχουμε δε αναφέρει η Γερμανία, μαζί με την πρώην περιοχή του μάρκου, έχει πιθανότατα στόχο να κρατήσει μόνη της το ευρώ, αναδεικνύοντας το στο νούμερο ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη – αφού όμως εξασφαλίσει προηγουμένως την «ιδιοκτησία» ή/και την υποταγή όλων των πρώην εταίρων της.
Στα πλαίσια αυτά, όταν η Ελλάδα τείνει προς την υιοθέτηση της δραχμής, εύλογα βέβαια αφού θεωρείται πως δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί χωρίς μία δική της νομισματική πολιτική, παίζει ουσιαστικά ακούσια το παιχνίδι της Γερμανίας – η οποία όμως έχει φροντίσει έτσι ώστε, η Ελλάδα να πληρώσει τελικά πολύ ακριβά τα χρέη της, σε είδος και όχι σε χρήμα («κατάσχεση» της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσία μας).
Επομένως, δεν είναι καθόλου απλή η απόφαση της επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα – η οποία, κατά τους υποστηρικτές του, θα έπρεπε να συνοδεύεται από την άρνηση της πληρωμής των δημοσίων χρεών, αφού διαφορετικά δεν θα είχε κανένα  νόημα. Πόσο μάλλον η παραχώρηση στη Γερμανία ενός τόσο πολύτιμου περιουσιακού στοιχείου, το οποίο η πατρίδα μας έχει πληρώσει πανάκριβα στο παρελθόν – αφού αυτό ήταν η βασική αιτία της υπερχρέωσης της, σε συνδυασμό με τη βρώμικη πολιτική της ΕΚΤ υπέρ της Γερμανίας (ανάλυση).
.

Ερωτηματικά

Αν μη τι άλλο λοιπόν, εφόσον αποφασίζαμε ότι δεν είμαστε ικανοί ή έστω σε θέση να κρατήσουμε το ευρώ, δεν θα έπρεπε να το πουλήσουμε τουλάχιστον όσο μας κόστισε, απαιτώντας ενδεχομένως την ονομαστική διαγραφή του συνόλου του χρέους;
Δεν θα ήταν τυχόν χρεοκοπία μας εντός της Ευρωζώνης καταστροφική για το κοινό νόμισμα, οπότε δεν θα μπορούσαμε να απειλήσουμε τη Γερμανία με κάτι τέτοιο; Δεν θα χαρακτήριζε επομένως κανείς ως ανόητους, όλους αυτούς που δεν θεωρούν φετίχ το ευρώ και που θα επέλεγαν να το χάσουν, χωρίς καμία ανταμοιβή;
Τέλος, δεν είναι είτε άσχετες και ανόητες, είτε ενδοτικές όλες εκείνες οι κυβερνήσεις που υπογράφουν καταστροφικά μνημόνια, όταν έχουν στα χέρια τους δύο τόσο μεγάλα όπλα, όπως το ευρώ και τη χρεοκοπία εντός της Ευρωζώνης; Δεν είναι ανεύθυνοι όλοι όσοι παραπλανούν τους Πολίτες όσον αφορά τη δραχμή, λόγω της περιορισμένης αντίληψης και των γνώσεων τους; Δεν παίζουν ακούσια το παιχνίδι της Γερμανίας, χωρίς να κατανοούν ποιά είναι τα πραγματικά συμφέροντα της πατρίδας τους και πώς θα τα προστατεύσουν καλύτερα;
.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν λύσεις για την Ελλάδα – αν και είναι όλο και πιο δύσκολες, όσο περνάει ανεκμετάλλευτος ο χρόνος. Στα πλαίσια αυτά, η απαισιοδοξία μας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη διαχείριση του προβλήματος, καθώς επίσης στην υπερβολική διόγκωση του από τις κυβερνήσεις μας – οι οποίες αδυνατούν αφενός μεν να λάβουν, αφετέρου να δρομολογήσουν τις σωστές αποφάσεις, με αποτέλεσμα να καταδικάζουν χιλιάδες Έλληνες άδικα στην εξαθλίωση, να διώχνουν τα παιδιά μας στο εξωτερικό και να ξεπουλούν επαίσχυντα την εθνική μας κυριαρχία.
Οι κυβερνήσεις μας αδυνατούν επί πλέον να κατανοήσουν πως η Γερμανία κερδίζει τεράστια ποσά εις βάρος όλων των εταίρων της – όπου μόνο το τελευταίο έτος τα πλεονάσματα της ξεπέρασαν τα 250 δις €, επί πλέον στην τεράστια εξοικονόμηση των τόκων των χρεών της. Κυρίως βέβαια με τη βοήθεια της ελληνικής κρίσης που τη διατηρεί σκόπιμα σε σιγανή φωτιά – έτσι ώστε να παραμένει χαμηλή η ισοτιμία του ευρώ, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές της, καθώς επίσης για να μετατρέψει τους εταίρους σε αποικίες της.
Ως εκ τούτου, αυτό που επείγει είναι η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος με τις ερωτήσεις που έχουν ήδη αναφερθεί (άρθρο), κατά το πρότυπο της Μ. Βρετανίας – μέσα σε ένα χρονικό διάστημα, επαρκές για να ενημερωθούν σωστά οι Πολίτες και να αποφασίσουν οι ίδιοι όπως οφείλουν τα επόμενα βήματα της Ελλάδας:
Τη ριζική λύση των προβλημάτων της ή τη στάση πληρωμών – εναλλακτικά την πλήρη υποταγή στα μνημόνια και την πιστή τήρηση τους, βασιλικότερα του βασιλιά. Ο αργός θάνατος που βιώνουμε, λόγω της αναποφασιστικότητας μας και της άνευ όρων υποταγής των κυβερνήσεων μας, είναι ασφαλώς ότι χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί – ενώ οδηγεί στο χάος και στην αναρχία.
πηγή:

Επτασφράγιστα τραπεζικά μυστικά

Η λειτουργία των τοκογλυφικών ναυαρχίδων, καθώς επίσης μία από τις αιτίες, για τις οποίες οδηγεί το ελληνικό πειραματόζωο ο κ. Σόιμπλε στην παγίδα του παράλληλου νομίσματος – όπου μάλλον δεν εννοεί τη δραχμή, αλλά το ευρώ

.
«Αν ποτέ ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει τις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν την έκδοση του νομίσματος του (κάτι που ήδη συμβαίνει, αφού η Fed είναι ιδιωτική), πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με τον αποπληθωρισμό οι τράπεζες και οι εταιρείες που θα αναπτυχθούν, θα αποστερήσουν από το λαό την περιουσία του – έως ότου μια μέρα τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα στη χώρα που κατέκτησαν οι πατεράδες τους«. (T. Jefferson).
.
Ανάλυση

Με το κείμενο μας «η συνωμοσία των τοκογλύφων» έχουμε αναφερθεί ήδη στις αιτίες, για τις οποίες προωθείται η κατάργηση των μετρητών χρημάτων, με πρώτα τα μεγάλα χαρτονομίσματα – τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για την εκτός των τραπεζών αποταμίευση. Υπάρχει όμως ακόμη μία πλευρά του θέματος, σύμφωνα με την οποία η απόσυρση των 500ευρων από την κυκλοφορία, θα ήταν ζημιογόνα για τη νομισματική ένωση: η απώλεια των εκδοτικών κερδών του συστήματος της Ευρωζώνης, η οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα.

Αναλυτικότερα, τα κεντρικά τραπεζικά χρήματα δημιουργούνται όταν η κεντρική τράπεζα αγοράζει αξιόγραφα ή έντοκες απαιτήσεις των εμπορικών τραπεζών. Επειδή όμως για τα συγκεκριμένα χρήματα η κεντρική τράπεζα δεν πληρώνει τόκους, αφού η ίδια τα δημιουργεί από το πουθενά, απολαμβάνει κέρδη από τη χρήση τους – τα οποία στην Ευρωζώνη συσσωρεύονται και στη συνέχεια μοιράζονται στις εκάστοτε εθνικές κεντρικές τράπεζες, ανάλογα με το μερίδιο τους στην ΕΚΤ.

Εάν λοιπόν εκδίδονται λιγότερα, τότε τα κέρδη της ΕΚΤ θα είναι χαμηλότερα, οπότε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα εισπράττουν λιγότερα – με αποτέλεσμα να συνεισφέρουν μικρότερα ποσά στους εκάστοτε κρατικούς προϋπολογισμούς, εις βάρος των φορολογουμένων. Εκτός αυτού, υπάρχει μια ακόμη αιτία, λόγω της οποίας η κατάργηση των 500ευρων θα ήταν ζημιογόνα – θα την αναφέρουμε όμως στον επίλογο του κειμένου, αφού προηγουμένως αναλύσουμε τη λειτουργία των κεντρικών τραπεζών.
.

Η λογιστική λειτουργία των κεντρικών τραπεζών

Εν πρώτοις, οι κεντρικές τράπεζες θεωρούνται ως «οικονομικά υποκείμενα» ειδικής φύσεως (sui generis) – επειδή δεν συγκρίνονται με τίποτα άλλο. Μεταξύ αρκετών ιδιαιτεροτήτων, χαρακτηρίζονται από έναν ιδιόρρυθμο Ισολογισμό (γράφημα της Fed) – αφού στην πλευρά του παθητικού τους (δεξιά), εκεί δηλαδή που στις άλλες κανονικές τράπεζες ή στις επιχειρήσεις καταχωρούνται οι υποχρεώσεις τους, στις κεντρικές τράπεζες εγγράφεται αυτό που οι ίδιες δημιουργούν: τα χρήματα.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - FED, ισολογισμός, ιούνιος 2013
FED – μια απλοποιημένη μορφή του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, σε δις δολάρια, 2002 (Assets = Ενεργητικό, Liabilities = Παθητικό).
.
Τα χρήματα αυτά θεωρούνται τυπικά ως υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας – τις οποίες εξυπηρετεί ξανά και ξανά με εκείνον τον τρόπο, με τον οποίο πάντοτε εξοφλούνται οι υποχρεώσεις: με χρήματα. Τα συγκεκριμένα όμως χρήματα τα δημιουργεί η ίδια – όταν καμία άλλη τράπεζα ή επιχείρηση δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνη της εκείνα τα μέσα, με τα οποία θα μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της. Πρόκειται λοιπόν για τη γνωστή «όρνιθα με τα χρυσά αυγά» – με την κυριολεκτική έννοια της φράσης.

Στην πλευρά τώρα του ενεργητικού της κεντρικής τράπεζας (αριστερά), εκεί δηλαδή που οι εμπορικές τράπεζες ή οι υπόλοιπες επιχειρήσεις έχουν τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, ταμείο, εμπορεύματα κλπ.), η κεντρική τράπεζα καταχωρεί τα «χαρτιά», τα οποία αγοράζει από τις εμπορικές τράπεζες ή από το δημόσιο στις Η.Π.Α. – με τα χρήματα που δημιουργεί από το πουθενά.

Για παράδειγμα, το συνάλλαγμα ή τα έντοκα χρεόγραφα (ομόλογα του δημοσίου άλλων κρατών κοκ.), τα οποία συνήθως αγοράζει με τα συναλλαγματικά της έσοδα. Εν προκειμένω, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες ενός άλλου νομίσματος, με στόχο να το στηρίξουν (ανατιμήσουν) μέσω της αυξημένης ζήτησης – έτσι ώστε να αδυνατίσουν (υποτιμήσουν) το δικό τους νόμισμα ή να το προστατεύσουν από την ανατίμηση του.

Αυτό ακριβώς έκανε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, για να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του φράγκου με το ευρώ στο 1,20:1. Αγόραζε δηλαδή ευρώ, επειδή πολλοί επενδυτές άλλαζαν τα ευρώ τους με φράγκα, θεωρώντας το φράγκο περισσότερο ασφαλές.

Περαιτέρω προκαλείται συχνά η εντύπωση ότι, αυτού του είδους οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών είναι πολύ ακριβές – οπότε το σταμάτημα τους, αργά ή γρήγορα, είναι αναγκαίο, υποχρεωτικό. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι αληθές, επειδή οι αγορές μίας κεντρικής τράπεζας διενεργούνται με χρήματα που δημιουργεί η ίδια από το πουθενά – που τα τυπώνει, όπως θα έλεγε κανείς στην καθομιλουμένη.

Τα χρήματα αυτά τα τοποθετεί σε ξένα αξιόγραφα, όπως η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας σε κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης ή η κεντρική τράπεζα της Κίνας σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, αποκομίζοντας κέρδη – από το πουθενά φυσικά, αφού τα κεφάλαια που επενδύει δεν κοστίζουν τόκους και τα δημιουργεί η ίδια. Εάν λοιπόν μία κεντρική τράπεζα θέλει να κερδίσει πολλά χρήματα, τότε θα πρέπει να αγοράσει πολλά αξιόγραφα, με τα χρήματα που η ίδια τυπώνει, χωρίς κανένα κόστος και από το πουθενά.

Σύμφωνα τώρα με τη γερμανική κεντρική τράπεζα, σε μία αναφορά της από το Μάρτιο του 2015 (πηγή), «Όταν η ΕΚΤ αγοράζει από μία εμπορική τράπεζα αξιόγραφα ή άλλου είδους πάγια, τότε εγγράφει στο λογαριασμό της εμπορικής τράπεζας που διατηρείται στην ίδια ένα αντίστοιχο ποσόν, με τη μορφή μίας κατάθεσης όψεως: έτσι δημιουργούνται κεντρικά χρήματα, τα οποία είναι στη διάθεση των εμπορικών τραπεζών επίσης ως μετρητά«.

Στην προκειμένη περίπτωση το κόστος της κεντρικής τράπεζας είναι σχεδόν μηδενικό – όπως επίσης το ρίσκο της. Φυσικά η κεντρική τράπεζα μπορεί να έχει λογιστικές ζημίες από αυτά τα αξιόγραφα, τα οποία διατηρεί στον Ισολογισμό της – όπως από την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που είχε αγοράσει η ΕΚΤ από τις εμπορικές τράπεζες, πριν χρεοκοπήσει η Ελλάδα. Το χειρότερο δε που μπορεί να της συμβεί είναι να χάσουν εντελώς την αξία τους αυτά τα ομόλογα – όπως συμβαίνει όταν ένα κράτος αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του.

Με ένα άλλο παράδειγμα, υποθετικά η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διαθέτει κυρίως χρεόγραφα σε ευρώ, ενώ το ευρώ υποτιμάται, σε σχέση με το φράγκο – όπως συνέβη στις αρχές του 2015. Σε αυτήν την περίπτωση, στο ενεργητικό της σε ευρώ δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Όμως, εάν ο υπολογισμός γίνει σε φράγκα, τότε τα αξιόγραφα μετά την υποτίμηση του ευρώ έχουν μικρότερη αξία – οπότε εγγράφει ζημίες.

 

Η έννοια της ζημίας στις κεντρικές τράπεζες

Περαιτέρω, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι σημαίνει ζημία για μία κεντρική τράπεζα – αφού η αγορά των αξιόγραφων, είτε στην περίπτωση της Ελλάδας, είτε της Ελβετίας, δεν της κόστισε εκ των πραγμάτων απολύτως τίποτα. Ειδικότερα, πλήρωσε τα χρεόγραφα που αγόρασε με χρήματα που η ίδια δημιούργησε από το πουθενά – όπως τα 500 δις € που αγόρασε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, για να στηρίξει την ισοτιμία του φράγκου.

Ο παραλογισμός στην περίπτωση του Ισολογισμού μίας κεντρικής τράπεζας είναι το ότι, η απόκτηση μίας τόσο μεγάλης περιουσίας, όπως τα 500 δις € σε ευρωπαϊκά ομόλογα εκ μέρους της ελβετικής κεντρικής τράπεζας, δεν καταχωρείται ως κέρδος, αλλά ως «επέκταση του Ισολογισμού» – μία ονομασία εντελώς παραπλανητική για όλους όσους προσπαθούν να κατανοήσουν τη λειτουργία της.

Για παράδειγμα, όταν μία επιχείρηση «επεκτείνει» την ιδιοκτησία της, τότε δανείζεται κάποια χρήματα ή ξοδεύει τις αποταμιεύσεις της, αγοράζοντας ένα πάγιο – υποθετικά ένα κτίριο. Με τον τρόπο αυτό, εφόσον φυσικά η τιμή του κτιρίου είναι αντικειμενική, η περιουσιακή της κατάσταση παραμένει η ίδια – επειδή το κτίριο καταχωρείται στο ενεργητικό του Ισολογισμού της (αριστερά), ενώ το δάνειο στο παθητικό (ή μειώνεται αντίστοιχα το ταμείο της στο ενεργητικό).

Εάν τώρα μειωθεί η αξία του κτιρίου, όπως συμβαίνει συνεχώς στην Ελλάδα μετά την κρίση, τότε η επιχείρηση εγγράφει ζημίες – επειδή το δάνειο παραμένει ως έχει. Εάν λοιπόν δεν θέλει η επιχείρηση να αντιμετωπίσει προβλήματα, λόγω των ζημιών της, τότε θα πρέπει να αλλάξει την οικονομική της συμπεριφορά. Δηλαδή, είτε να μειώσει τις δαπάνες της, είτε να αυξήσει τα έσοδα της, για να καλυφθεί το κενό (τρύπα) στον Ισολογισμό της – για εκείνη την περίπτωση που θα υποχρεωνόταν να πουλήσει το κτίριο, χωρίς να μπορεί να εξοφλήσει το δάνειο της με τα χρήματα που θα εισέπραττε από την πώληση του κτιρίου.

Σε μία κεντρική τράπεζα όμως, στο παθητικό της δεν εγγράφονται δάνεια, αλλά τα χρήματα, τα οποία η ίδια δημιουργεί από το πουθενά. Επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «χρέη» με την οικονομική έννοια του όρου – αφού δεν πρόκειται για υποχρεώσεις που οφείλει να πληρώσει σε κάποιον και που δεν είναι η ίδια σε θέση να καλύψει.

Εάν λοιπόν μειωθεί η αξία των παγίων στο ενεργητικό της, όπως η τιμή του κτιρίου στο παράδειγμα της επιχείρησης, τότε η κεντρική τράπεζα ζημιώνει με τη  έννοια μίας παράλογης λογιστικής λογικής – αφού δεν συμβαίνει ουσιαστικά κάτι, το οποίο θα την υποχρέωνε να αλλάξει τη συμπεριφορά της.

Ως εκ τούτου, ακόμη και η ολοκληρωτική απώλεια των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους της Ευρωζώνης, δεν της προκαλεί καμία ζημία – επειδή όταν χάνει κανείς κάτι, για το οποίο δεν έχει πληρώσει τίποτα, με την έννοια πως δεν έχει διαθέσει κανέναν πραγματικό πόρο για να το αποκτήσει, τότε δεν ζημιώνει. Με απλούστερα λόγια, δεν συμβαίνει κάτι που να εμποδίζει τη συναλλακτική δραστηριότητα της κεντρικής τράπεζας, όταν μειώνεται η αξία των παγίων περιουσιακών της στοιχείων.

Επειδή τώρα είναι πρακτικά αδύνατον μία ευρωπαϊκή τράπεζα να επιθυμεί να διαθέτει άνευ αξίας ευρώ στον Ισολογισμό της και όχι έντοκα κρατικά ομόλογα που πληρώνονται μελλοντικά σε ευρώ, είναι φανερό πως η ΕΚΤ έχει συμφέρον και μπορεί να αγοράζει ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες σε απεριόριστες ποσότητες – άρα να δημιουργεί κέρδη όποτε και όσα θέλει. Μία κεντρική τράπεζα είναι άλλωστε πάντα φερέγγυα, όσο οφείλει χρήματα σε ένα νόμισμα, το οποίο εκδίδει η ίδια – ενώ ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας των κεντρικών τραπεζών, της BIS, λέει τα εξής (πηγή):
«Οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι εμπορικές, επειδή δεν έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών τους, ενώ δεν είναι αντιμέτωπες με τους ίδιους χρηματοπιστωτικούς περιορισμούς, όπως όλες οι υπόλοιπες ιδιωτικές τράπεζες. Μπορούν επίσης να λειτουργούν επιτυχημένα, ακόμη και όταν τα ίδια κεφάλαια τους είναι αρνητικά – όταν οι ζημίες τους δηλαδή έχουν εξαφανίσει τα πραγματικά τους κεφάλαια».
Στα πλαίσια αυτά, όταν δρομολογήθηκε μία διαδικασία συνταγματικού περιεχομένου εναντίον της νομισματικής απόφασης της ΕΚΤ (OMT Transactions), όσον αφορά τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, η ετυμηγορία του γερμανικού δικαστηρίου από τις 14.01.2014 ήταν η εξής:

«Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τους εκάστοτε εθνικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, επειδή το ευρωπαϊκό σύστημα των κεντρικών τραπεζών έχει φροντίσει επαρκώς να μην υπάρχει ρίσκο, κυρίως με τη βοήθεια των προβλέψεων και των αποθεματικών. Παρ’ όλα αυτά, τυχόν απώλειες, θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στον Ισολογισμό της ΕΚΤ ως «μεταφορά ζημιών», έτσι ώστε να ισοσκελισθούν με τα πιθανά κέρδη των επομένων ετών» (πηγή). Οι συγγραφείς αυτού του μικρού κειμένου ήταν η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, καθώς επίσης η ΕΚΤ.

Συμπερασματικά λοιπόν, μία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να έχει ζημίες, με την καθαρά οικονομική έννοια του όρου, αφού η ίδια παράγει το μέσον, με το οποίο τις ισοσκελίζει: το χρήμα. Ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι φορολογούμενοι Πολίτες πληρώνουν αυτού του είδους τις ζημίες, είναι εσφαλμένοι.

Με αυτήν την έννοια, τυχόν απώλειες της ΕΚΤ από τη μη πληρωμή των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, δεν θα επιβάρυναν καθόλου τους Ευρωπαίους – ενώ υπενθυμίζουμε πως η ΕΚΤ κερδοσκοπεί με εκείνα τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία αγόρασε κάτω από το 50% της ονομαστικής τους τιμής στη δευτερογενή αγορά, ενώ τα εισπράττει στο 100% από την Ελλάδα.

Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα δάνεια της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δεν πρόκειται ουσιαστικά για χρήματα των Ευρωπαίων, αλλά για ποσά που και οι ίδιοι δανείζονται, με πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια πλέον – ενώ με τα διακρατικά συμβαίνει επίσης κάτι ανάλογο, αφού μετά το 2012 όλες οι χώρες της Ευρωζώνης δανείζονται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια (γράφημα), με τη βοήθεια της ΕΚΤ.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, Αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων
.
Ολοκληρώνοντας, εάν υποθέσουμε πως η ΕΚΤ αγόραζε όλες τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους δανειστές της, παγώνοντας τες στη συνέχεια στο διηνεκές, χωρίς καν να τις διαγράψει, αυτό που θα συνέβαινε δεν θα ήταν τίποτα άλλο, από την αντίστοιχη αύξηση της ποσότητας χρήματος στην Ευρωζώνη – σε ένα αμελητέο προφανώς ύψος, με κριτήριο τα συνολικά χρήματα που κυκλοφορούν (ανάλυση).

Δεν θα ζημίωνε λοιπόν ούτε αυτή, ούτε κανένας άλλος – ενώ είναι άδικο να χρηματοδοτούνται όλα τα κράτη, εκτός από την Ελλάδα, ουσιαστικά από την ΕΚΤ, με τη βοήθεια της αγοράς των ομολόγων τους μέσω των εμπορικών τραπεζών, με ελάχιστα επιτόκια. Είναι επίσης άδικο να κερδίζουν οι ιδιωτικές τράπεζες της Ευρωζώνης, εκτός από τις ελληνικές – από τη διαφορά των επιτοκίων δανεισμού τους από την ΕΚΤ (αρνητικά), σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες δανείζουν τα κράτη, αγοράζοντας τα ομόλογα που εκδίδουν.
.

Επίλογος

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το ότι, μπορεί μία κεντρική τράπεζα από ένα χαρτί να δημιουργήσει ένα πραγματικό περιουσιακό στοιχείο για μία χώρα – γεγονός που δεν οφείλεται φυσικά σε κάποια αλχημεία, αλλά στο ότι το χρήμα είναι ένα σημαντικό ανταλλακτικό μέσον, χωρίς το οποίο δεν λειτουργεί καμία οικονομία.

Προφανώς βέβαια δεν μπορεί κανείς να υπερβάλλει επειδή, εάν η ΕΚΤ εκδώσει περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουν ανάγκη τα κράτη της Ευρωζώνης, τότε δημιουργείται πληθωρισμός – ο οποίος μειώνει την αγοραστική τους αξία, οπότε παραστατικά «καίει» εκείνα τα χρήματα που περισσεύουν.

Κάτι εντελώς διαφορετικό συμβαίνει όμως, όταν τα χρήματα αυτά εγκαταλείπουν το χώρο της Ευρωζώνης – όταν αποθηκεύονται σε άλλες χώρες (συναλλαγματικά αποθέματα) από τις ίδιες ή τους Πολίτες τους ή/και χρησιμοποιούνται σαν εναλλακτικό, ως παράλληλο τρόπον τινά νόμισμα.

Τα συγκεκριμένα αυτά χρήματα αποτελούν τότε ένα πραγματικό περιουσιακό στοιχείο της Ευρωζώνης – κάτι που προφανώς θα συνέβαινε με τη Ελλάδα, εάν εγκατέλειπε τη νομισματική ένωση, χρησιμοποιώντας όχι τη δραχμή ως παράλληλο νόμισμα, όπως νομίζει αφελώς κανείς, αλλά το ευρώ (κάτι που πιθανότατα σχεδιάζει ο κ. Σόιμπλε, όταν προτείνει πονηρά την υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος από τη χώρα μας –  πρόθυμος να μας χαρίσει χρέη που όμως δεν θα του κόστιζαν απολύτως τίποτα).

Ταυτόχρονα, τα χρήματα αυτά δεν προκαλούν πληθωρισμό στις χώρες έκδοσης τους, αφού κυκλοφορούν στο εξωτερικό – γεγονός που τεκμηριώνει γιατί στις Η.Π.Α. δεν υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις, παρά το ότι τυπώνουν συνεχώς μετά το 1971 νέα δολάρια χωρίς αντίκρισμα, τα οποία όμως χρησιμοποιούνται κυρίως εκτός (60%).

Περαιτέρω, αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο η Γερμανία στο παρελθόν είχε εκδώσει το χαρτονόμισμα των 1.000 μάρκων, από το οποίο προήλθε το 500ευρω  – όπου το ένα ευρώ ανταλλάχθηκε με περίπου δύο μάρκα.

Ειδικότερα, οι περισσότεροι ξένοι εργαζόμενοι στη Γερμανία (Gastarbeiter) αναζητούσαν αυτό το χαρτονόμισμα, για να μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους στις πατρίδες τους – κάτι που συμβαίνει επίσης σήμερα με τα 500ευρω, τα οποία ζητούνται κυρίως από τους Πολίτες των χωρών που δεν συμμετέχουν στην Ευρωζώνη. Γενικότερα δε, τα ευρώ ως χαρτονομίσματα χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικό ανταλλακτικό μέσον στα περισσότερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, στην Τουρκία και αλλού.

Ως εκ τούτου, σχεδόν το ένα τρίτο των γερμανικών μάρκων σε μετρητά κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό – ενώ το μερίδιο των δολαρίων που ευρίσκονται σήμερα σε χώρες εκτός των Η.Π.Α., υπολογίζεται στο 60% (20-30% τα ευρώ). Χωρίς όμως τα μεγάλα χαρτονομίσματα, ούτε το μάρκο στο παρελθόν, ούτε το δολάριο σήμερα, ούτε το ευρώ θα κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό τόσο πολύ – ενώ αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι Ελβετοί τοποθετούνται εναντίον της κατάργησης του 1.000φραγκου.

Είναι επίσης η αιτία που οι ηγετικές οικονομίες, όπως οι Η.Π.Α. ή η Μ. Βρετανία στο παρελθόν, αγωνίζονται να καταστήσουν το νόμισμα τους παγκόσμιο αποθεματικό – θεωρώντας το ως το πολυτιμότερο περιουσιακό τους στοιχείο και προστατεύοντας το ακόμη και με πολέμους (άρθρο).

Επομένως, θα ήταν ζημιογόνο να καταργήσει κανείς το 500ευρω, επειδή τότε το ευρώ θα έχανε ένα μέρος των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων του απέναντι στο δολάριο – αφού θα μειωνόταν η χρήση του ως ανταλλακτικό μέσον σε ξένες χώρες. Πόσο μάλλον όταν το 28% των συνολικών χρημάτων σε χαρτονομίσματα, σε μετρητά δηλαδή στην Ευρωζώνη ή περί τα 307 δις €, αφορούν το συγκεκριμένο χαρτονόμισμα.

Ολοκληρώνοντας, είναι σαφές τι ακριβώς επιδιώκουν οι Γερμανοί, όταν αναφέρονται στην υιοθέτηση ενός παράλληλου ευρώ από την Ελλάδα – παραπλανώντας μας με μία δήθεν παράλληλη νέα δραχμή. Ποιά θα ήταν η πραγματική τους ωφέλεια, καθώς επίσης γιατί θέλουν να μας χρησιμοποιήσουν ξανά ως πειραματόζωο, με στόχο να οδηγήσουν στην ίδια παγίδα πολλές άλλες χώρες του νότου – κερδίζοντας τεράστια ποσά από το πουθενά και εις βάρος ολόκληρης της περιφέρειας.
.

Υστερόγραφο: 

Προφανώς οι ναυαρχίδες των τοκογλύφων, η Fed και η ΕΚΤ, γνωρίζουν πως θα μειωθούν τα έσοδα τους από την κατάργηση των μετρητών που προωθούν – λόγω των μικρότερων εσόδων από τα εκδοτικά τους δικαιώματα. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων μοιράζεται στα κράτη – ενώ τα οφέλη για τους εντολείς τους, τις πολύ μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, από την κατάργηση των μετρητών θα ήταν πολύ μεγαλύτερα και δεν θα μοιράζονταν στα κράτη.

Επί πλέον, θα έλεγχαν το σύνολο των χρημάτων των Πολιτών, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Τέλος, εάν η ΕΚΤ καταργούσε το 500ευρω, θα το δρομολογούσε πιθανότατα μαζί με την αντίστοιχη κατάργηση του 100δόλαρου από τη Fed – οπότε ουσιαστικά δεν θα έχανε κανένα ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Άλλωστε οι δύο αυτές κεντρικές τράπεζες συνεργάζονται απόλυτα μεταξύ τους, σχεδόν μονοπωλώντας την τεράστια αγορά των παγκόσμιων αποθεματικών νομισμάτων. Μοναδικό πρόβλημα θα παρέμενε το 1.000φραγκο της Ελβετίας – το οποίο όμως έχει περιορισμένη «εμβέλεια», λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας.

Κλείνοντας, ελπίζουμε να καταλαβαίνει κανείς πόσο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο αποτελεί ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, όπως το ευρώ – οπότε δεν είναι τόσο εύκολη η απόφαση να το απορρίψει μία χώρα, όταν της ανήκει, έχοντας το πληρώσει πανάκριβα όπως η Ελλάδα. Η Γερμανία βέβαια, μαζί με την πρώην περιοχή του μάρκου, έχει πιθανότατα στόχο να το κρατήσει μόνη της – αφού όμως εξασφαλίσει προηγουμένως την «ιδιοκτησία» και την υποταγή όλων των πρώην εταίρων της.

Βιβλιογραφία: BIS, Bundesbank, BVG, Flassbeck, Sinn
http://www.analyst.gr