ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Κορνήλιος Καστοριάδης – Κοινωνικός μετασχηματισμός και πολιτισμική δημιουργία

Αποσπάσματα από το βιβλίο Παράθυρο στο Χάος (σ.17-23), εκδόσεις Ύψιλον (μετάφραση: Ευγενία Τσελεντή).
Μπορούμε να διασαφηνίσουμε περαιτέρω τη στενή σχέση ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και στον κοινωνικό προβληματισμό του καιρού μας. Μπορούμε να το κάνουμε με τη βοήθεια ορισμένων ερωτημάτων, των προϋποθέσεων τους, των συνεπειών τους και των επιπτώσεών τους ως διαπιστώσεων γεγονότων, ακόμα και αν είναι συζητήσιμες, ή ως διασυνδέσεις νοήματος;
Μήπως το πρόταγμα μας κοινωνίας αυτόνομης (όσο και η απλή ιδέα ενός αυτόνομου ατόμου) παραμένει, κατά μία έννοια, «τυπθκό» ή «καντιανό», καθόσον φαίνεται να μην αποδέχεται άλλη αξία από την ίδια την αυτονομία; Πιο συγκεκριμένα: μια κοινωνία μπορεί να «θέλει» να είναι αυτόνομη για να είναι αυτόνομη; Ή, ακόμη: αυτοκυβέρνηση – βεβαίως, αλλά για ποιόν σκοπό; Η παραδοσιακή απάντηση είναι συνήθως: για να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες. Η απάντηση στην απάντηση είναι: Ποιές ανάγκες; Όταν κινδυνεύει πια κανείς να πεθάνει από πείνα, τί σημαίνει να ζει;
Μια αυτόνομη κοινωνία θα μπορούσε «καλύτερα να πραγματώσει» τις αξίες – ή «να πραγματώσει άλλες αξίες» (υπονοείται καλύτερες)· ποιός όμως; Και τί θα πει «καλύτερες αξίες»; Πώς να αξιολογηθούν οι αξίες; Ερώτηση που παίρνει το πλήρες νόημά της από την εξής άλλη «πραγματική» ερώτηση: Υπάρχουν ακόμη αξίες στη σύγχρονη κοινωνία; Μπορούμε ακόμη να μιλάμε όπως ο Μαξ Βέμπερ, για διαμάχη αξιών, για «πάλη των θεών», ή, μήπως, η πολιτισμική δημιουργία καταρρέει σταδιακά και επέρχεται αυτό που, αν και έχει γίνει κοινός τόπος, δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε λάθος, δηλαδή η αποσύνθεση των αξιών;
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να πούμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια «κοινωνία χωρίς αξίες» (ή χωρίς κουλτούρα). Μια κοινωνία χωρίς αξίες είναι, απλούστατα, αδιανόητη. Είναι πρόδηλο ότι υπάρχουν πόλοι προσανατολισμού του κοινωνικού πράττειν των ατόμων και σκοπιμότητες στις οποίες υποτάσσεται η λειτουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Συνεπώς υπάρχουν αξίες με τη διιστορικά ουδέτερη και αφηρημένη έννοια την οποία αναφέραμε πιο πάνω (με την έννοια ότι το να σκοτώσεις σε μια φυλή κυνηγών κεφαλών είναι μια αξία χωρίς την οποία αυτή η φυλή δεν θα ήταν αυτό που είναι). Αλλά οι «αξίες» της σύγχρονης θεσμισμένης κοινωνίας φαίνονται να είναι, και είναι, πράγματι, ασυμβίβαστες με αυτό που απαιτεί η θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Εάν το πράττειν των ατόμων προσανατολίζεται, κατά κύριο λόγο, προς την ανταγωνιστική μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, της εξουσίας του status και του γοήτρου (τα μόνα αντικείμενα επένδυσης που έχουν σήμερα κοινωνική σπουδαιότητα)· εάν η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος είναι υποταγμένη στη φαντασιακή σημασία της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» κυριαρχίας (τεχνική, επιστήμη, παραγωγή, οργάνωση ως αυτοσκοποί)· εάν αυτή η εξάπλωση είναι, όπως πασιφανώς είναι, συγχρόνως και μάταιη, κενή και ενδογενώς αντιφατική και εάν οι άνθρωποι υποχρεούνται να την υπηρετούν μέσω της ενεργοποίησης, της καλλιέργειας και της κοινωνικά αποτελεσματικής χρήσης των κινήτρων ουσιαστικά «εγωιστικών», στο πλαίσιο ενός τρόπου κοινωνικοποίησης όπου συνεργασία και κοινότητα δεν θεωρούνται και δεν υπάρχουν παρά μόνο κάτω από ένα εργαλειακό και ωφελιμιστικό πρίσμα· με λίγα λόγια, εάν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον όταν αυτό μας βολεύει, είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων – τότε, όχι μόνο δεν τίθεται θέμα να πούμε ότι μια καινούρια κοινωνία θα μπορούσα να «πραγματοποιήσει καλύτερα» ήδη κατεστημένες, αναμφισβήτητες παραδεκτός από όλους αξίες, αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εγκαθίδρυση της θα προϋπέθετε ριζική καταστροφή των σύγχρονων «αξιών» και μια καινούρια πολιτισμική δημιουργία, συνακόλουθη μιας απέραντης μεταμόρφωσης των ψυχικών και νοητικών δομών των κοινωνικοποιημένων ατόμων.

Ότι η ίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας θα απαιτούσε την καταστροφή των «αξιών» οι οποίες τώρα προσανατολίζουν το ατομικό και κοινωνικό πράττειν (κατανάλωση, δύναμη, status, γόητρο – απεριόριστη εξάπλωση της «ορθολογικής» κυριαρχίας) δεν μου φαίνεται να χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση. Αυτό που, επί του προκειμένου, χρειάζεται συζήτηση είναι μέχρι ποίου βαθμού έχει προχωρήσει η καταστροφή και η φθορά αυτών των «αξιών» και μέχρι ποίου βαθμού οι καινούργιοι τρόποι συμπεριφοράς που παρατηρούνται, ασφαλώς αποσπασματικά και μεταβατικά, σε άτομα και ομάδες (ιδιαίτερα νέων) είναι προάγγελοι καινούργιων προσανατολισμών και καινούργιων τρόπων κοινωνικοποίησης. Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε αυτό το κεφαλαιώδες και απείρως δύσκολο πρόβλημα.

Ο όρος, όμως, «καταστροφή των αξιών» μπορεί να σοκάρει και να φανεί απαράδεκτος, όταν πρόκειται για τον «πολιτισμό» στην ειδικότερη και αυστηρότερη έννοιά του, δηλαδή όταν αφορά στα «έργα του πνεύματος» και στη σχέση τους με την πραγματική κοινωνική ζωή. Είναι φανερό πως δεν προτείνω να βομβαρδίσουμε τα μουσεία ή να κάψουμε τις βιβλιοθήκες. Η θέση μου είναι μάλλον ότι η καταστροφή του πολιτισμού, με αυτή την αυστηρή και ειδική έννοιά του, συντελείται κιόλας σε μεγάλη έκταση στη σύγχρονη κοινωνία, ότι τα «έργα του πνεύματος» έχουν ήδη ευρύτατα μεταμορφωθεί σε στολίδια ή επιτύμβια μνημεία, ότι μόνον ένας ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα μπορέσει να μετατρέψει το παρελθόν σε κάτι διαφορετικό από ένα νεκροταφείο που το επισκέπτονται τελετουργικά, ανώφελα και όλο και πιο σπάνια κάποιοι μανιακοί και απαρηγόρητοι συγγενείς.

Η καταστροφή του υπάρχοντος πολιτισμού (που συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν) συντελείται ήδη στον βαθμό ακριβώς που καταρρέει η πολιτιστική δημιουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Εκεί όπου δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει ούτε και παρελθόν. Η σύγχρονη δημιουργία ανακαλύπτει κάθε τρίμηνο μια καινούρια ιδιοφυΐα και μια καινούρια «επανάσταση» στον έναν ή στον άλλον τομέα. Εμπορικές προσπάθειες επιτυχείς για την ώθηση της βιομηχανίας πολιτισμικών αγαθών, ανίκανες, όμως, να συγκαλύψουν ένα εξώφθαλμο γεγονός: ότι η σύγχρονη κουλτούρα είναι, σε πρώτη προσέγγιση, ανύπαρκτη. Όταν μια εποχή δεν έχεις τους μεγάλους άνδρες της, τους εφευρίσκει. Τί άλλο συμβαίνει σήμερα στους διάφορους τομείς του «πνεύματος»; Υποβοηθούμενοι από την άγνοια ενός υπερεκπολιτισμένου και νεοαναλφάβητου κοινού, εμφανίζουν σαν επαναστάσεις κακές αντιγραφές και μιμήσεις των τελευταίων μεγάλων δημιουργικών στιγμών του δυτικού πολιτισμού, ό,τι δηλαδή, επιτεύχθηκε εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα (ανάμεσα στα 1900 και στα 1925-1930). Οι Σένμπεργκ, Βέμπερν και Μπεργκ είχαν δημιουργήσει την ατονική και σειριακή μουσική πριν από το 1914. Πόσοι ανάμεσα στους θαυμαστές της αφηρημένης ζωγραφικής γνωρίζουν τις ημερομηνίες γέννησης του Καντίνσκυ (1866) και του Μόντριαν (1872); Το νταντά και ο υπερρεαλισμός υπήρχαν ήδη το 1920. Ποιόν μυθιστοριογράφο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στην απαρίθμηση των Προυστ, Κάφκα, Τζόυς; Το σύγχρονο Παρίσι, που ο επαρχιωτισμός του συναγωνίζεται την υπερφίαλη υπεροψία, χειροκροτεί μανιωδώς τολμηρούς σκηνοθέτες οι οποίοι αντιγράφουν τους μεγάλους καινοτόμους του 1920: Ράινχαρτ [Reinhardt], Μέγιερχολντ [Meyerhold], Πισκάτορ [Piscator] κ.λπ. Η μόνη παρηγοριά που αισθάνεται κανείς κοιτάζοντας τα προϊόντα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι η σκέψη ότι, έτσι και δεν ερειπωθούν από μόνα τους ύστερα από τριάντα χρόνια, θα κατεδαφιστούν, έτσι κι αλλιώς, ως απαρχαιωμένα. Και όλα αυτά τα εμπορεύματα πωλούνται στο όνομα του «νεωτερισμού» – ενώ τα αληθινά μοντέρνο έχει ήδη ηλικία τριών τετάρτων του αιώνα.

Βέβαια, εδώ και εκεί εμφανίζονται ακόμα έργα μεγάλης έντασης. Μιλώ, όμως, για τον συνολικό απολογισμό μισού αιώνα. Βέβαια, υπάρχει η τζαζ και ο κινηματογράφος. Υπάρχει – ή υπήρχε; Η τζαζ, αυτή η μεγάλη δημιουργία, λαϊκή και λόγια συγχρόνως, φάνηκε να έχει ήδη εξαντλήσει τον κύκλο της ζωής της στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο κινηματογράφος, πάλι, θέτει άλλα προβλήματα με τα οποία δεν μπορώ να καταπιαστώ εδώ.

Κρίσεις αυθαίρετες και υποκειμενικές, θα πει κανείς. Αναμφίβολα. Ωστόσο, θα πρότεινα απλώς στον αναγνώστη το ακόλουθο πνευματικό πείραμα: να φανταστεί ότι θέτει ευθέως στους πιο διάσημους και περισσότερο αναγνωρισμένους από τους σύγχρονους δημιουργούς την ακόλουθη ερώτηση: θεωρείται ειλικρινά τον εαυτό σας στο ίδιο υψηλό επίπεδο με τους Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, με τους Γιαν Βαν Άυκ, Βελάσκεθ, Ρέμπραντ, Πικάσσο, Μπρουνελέσκι, Μιχαήλ Άγγελο, με τον Φρανκ Λόυντ Ράιτ [Frank Lloyd Wright] ή με τους Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Κάφκα, Ρίκλε; Και να φανταστεί ποιά θα ήταν η αντίδραση του, αν ο ερωτώμενος του απαντούσε καταφατικά.

Ας αφήσουμε στην άκρη την Αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, τους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς, και ας θέσουμε το ζήτημα διαφορετικά. Από τα 1400 μέχρι τα 1925, σε έναν κόσμο ασύγκριτα πιο αραιοκατοικημένο και πολύ λιγότερο «πολιτισμένο» και «γραμματισμένο» από τον δικό μας (στην πραγματικότητα: σε περίπου δέκα ευρωπαϊκές χώρες των οποίων ο συνολικός πληθυσμός στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμα της τάξης των 100 εκατομμυρίων) συναντούμε μια δημιουργική ιδιοφυΐα πρώτου μεγέθους κάθε πενταετία. Και να που εδώ και μια πεντηκονταετία, ένας κόσμος τριών ή τεσσάρων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με μια χωρίς προηγούμενο ευκολία πρόσβασης σε όλα αυτά που θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτίσουν και να γονιμοποιήσουν τις φυσικές προδιαθέσεις των ατόμων – τύπος, βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. – δεν παρήγαγε παρά ένα ελάχιστο αριθμό από έργα για τα οποία θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα ύστερα από πενήντα χρόνια να θεωρούνται σημαντικά.

Αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να το παραδεχτεί η εποχή. Έτσι, όχι μόνο επινοεί τις πλασματικές της ιδιοφυΐες, αλλά και έχει καινοτομήσει σ’ έναν άλλο χώρο: κατέστρεψε την κριτική λειτουργία. Αυτό, που στον σύγχρονο κόσμο εμφανίζεται σαν κριτική, είναι απλή προώθηση πωλήσεων – πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, δεδομένου του είδους της παραγωγής που διατίθεται προς πώληση. Στον τομέα της καθαρά βιομηχανικής παραγωγής, οι καταναλωτές άρχισαν, επιτέλους, να αντιδρούν· τούτο οφείλεται στο ότι οι ποιότητες των προϊόντων επιδέχονται, κατά κάποιον τρόπο, αντικειμενικοποίηση και μέτρηση. Πώς, όμως είναι δυνατόν να έχεις έναν Ραλφ Νάντερ [Ralf Nanter] της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής ή των προϊόντων της γαλλικής ιδεολογίας; Η «προωθητική» αυτή κριτική, η οποία είναι η μόνη που υφίσταται, εξακολουθεί κατά τα άλλα, να ασκεί μια λειτουργία διακρίσεων. Ανεβάζει στα σύννεφα τα ψευδοπροϊόντα της μόδας για μια σεζόν και, κατά τα λοιπά, δεν αποδοκιμάζει αλλά σωπαίνει, θάβει σιωπηρά. Ο κριτικός, καθώς έχει ανατραφεί με τη λατρεία της «πρωτοπορίας» [avant-garde], καθώς πιστεύει ότι έμαθε πώς σχεδόν πάντοτε τα μεγάλα έργα ξεκινούν ως ακατανόητα και μή παραδεκτά και καθώς η κύρια επαγγελματική ειδίκευσή του συνίσταται στην απουσία κάθε προσωπικής κρίσης, δεν τολμά ποτέ να αποδοκιμάσει. Καθετί που του παρουσιάζεται εκπίπτει αμέσως στη μία ή στην άλλη από τις δύο κατηγορίες: είτε είναι κάτι το ακατανόητο που έχει ήδη γίνει παραδεκτό και αντικείμενο διθυράμβων – σ’ αυτήν περίπτωση, θα το επαινέσει – είτε είναι κάτι καινούργιο ακατανόητο, οπότε θα σωπάσει, από φόβο μήπως κάνει λάθος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το επάγγελμα του σύγχρονου κριτικού είναι ταυτόσημο με το επάγγελμα του χρηματιστή, που τόσο καλά όρισε ο Κέυνς: μαντεύει αυτό που η μέση κοινή γνώμη σκέπτεται ότι η μέση κοινή γνώμη θα σκεφτεί.

Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται μόνο σε σχέση με την «τέχνη»· αφορούν εξίσου στην πνευματική δημιουργία με την αυστηρή της έννοια. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να θίξουμε το θέμα θέτοντας μερικά ερωτηματικών. Η επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη αναμφισβήτητα συνεχίζεται, ίσως μάλιστα και, κατά μια έννοια, να επιταχύνεται. Προχωρεί, όμως, πέρα από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εφαρμογή και επεξεργασία των πορισμάτων των ήδη κεκτημένων μεγάλων ιδεών»; Κάποιοι φυσικοί επιστήμονες έκριναν ότι η μεγάλη δημιουργική εποχή της σύγχρονης φυσικής βρίσκεται ήδη στο παρελθόν – ανάμεσα στα 1900 και στα 1930. Δεν θα μπορούσαμε, άραγε, να πούμε ότι και σε αυτόν τον τομέα διαπιστώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίθεση που παρατηρείται και στο σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού ανάμεσα σε μια όλο και ευρύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, με την έννοια της επανάληψης (περιορισμένης ή ευρείας), της κατασκευής, της εκτέλεσης, της επεξεργασίας, της εκτεταμένης συναγωγής πορισμάτων, και στη συρρίκνωση της δημιουργικότητας, στην εξάντληση των μεγάλων και καινούργιων παραστασιακών φαντασιακών σχημάτων (όπως οι γόνιμες διαισθήσεις του Πλανκ, του Αϊνστάιν, του Χάιζενμπεργκ), που επέτρεπαν άλλες και διαφορετικές συλλήψεις του κόσμου; Και όσον αφορά στην καθαυτό σκέψη, δεν θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε γιατί, μετά τον Χάιντεγκερ, αλλά και με αυτόν ήδη, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ερμηνεία, ερμηνεία που φαίνεται εξάλλου, να εκφυλίζεται σε σχόλιο και σε σχόλιο του σχολίου; Δεν πρόκειται καν για το ότι μιλάμε ακατάπαυστα για τον Φρόυντ, τον Νίτσε, τον Μαρξ· μιλάμε για αυτούς όλο και λιγότερο, αλλά μιλάμε για αυτό που ελέχθη για αυτούς, συγκρίνουμε «αναγνώσεις» και αναγνώσεις αναγνώσεων.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Εξήντα δύο κροίσοι έχουν τόσα χρήματα όσα 3,5 δις άνθρωποι

Μόλις 62 άνθρωποι κρατούν στα χέρια τους πάνω από τον μισό πλούτο του κόσμου! Το μέγεθος της ανισότητας αναφορικά με την διανομή του πλούτου παγκοσμίως, αλλά και τη μάχη των φύλων στην αγορά εργασίας καταδεικνύει έκθεση της Oxfam.

Με την αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, όπου θα μιλήσουν αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων από 40 και πλέον κράτη, να έχει αρχίσει, η διεθνής φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam δημοσιεύσει σήμερα μια άκρως αποκαλυπτική έκθεση για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.

Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση στο διάστημα μεταξύ 2010 και 2015 η περιουσία των 62 πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο - όπως αυτοί καταγράφονται από τη λίστα δισεκατομμυριούχων του Φορβες - έχει αυξηθεί κατά 44%. Αντίθετα το ποσοστό ευημερίας περίπου 3,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη καταγράφει την ίδια περίοδο μείωση της τάξης του 41%. Μάλιστα τα τελευταία 25 χρόνια το μέσο εισόδημα του 10% του παγκόσμιου πληθυσμού καταγράφει αύξηση μόλις κατά 3 δολάρια, ήτοι 2,75 ευρώ ετησίως.

Σχεδόν οι μισοί κροίσοι, που δεν έχουν καταλάβει τι θα πει κρίση, είναι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, 17 από την Ευρώπη, και οι υπόλοιποι από χώρες που περιλαμβάνουν την Κίνα, τη Βραζιλία, το Μεξικό, την Ιαπωνία και τη Σαουδική Αραβία.
 
tvxs

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Η χώρα της Lidl


Το ξεπούλημα της Πορτογαλίας άφησε πίσω του Πολίτες ερείπια, καθώς επίσης μία χώρα υπό την κατοχή των βιομηχανικών και λοιπών γερμανικών επιχειρήσεων – η κατάργηση των λαών και η αντικατάσταση τους, από τη δικτατορία των εκλεκτών

«Ο νεοφιλελευθερισμός καθορίζει σταδιακά όλες τις δυτικές κοινωνίες – ενώ είναι κάτι περισσότερο από μία απλή οικονομική πολιτική. Πρόκειται ουσιαστικά για μία ιδεολογία, η οποία ρυθμίζει εκ νέου τις σχέσεις του κράτους και της οικονομίας – με στόχο τον επανακαθορισμό της συνολικής σκέψης, η οποία αλλάζει ριζικά όλους τους τομείς της ζωής, καθώς επίσης τους ανθρώπους, με μοιραίες συνέπειες για τη Δημοκρατία.


Όλες οι σφαίρες και οι πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, εξετάζονται από την πλευρά της νεοφιλελεύθερης οικονομικής άποψης, μετρούμενες από αυτήν: η πολιτική, το Δίκαιο, η κουλτούρα, η παιδεία, η οικογένεια και οι ρόλοι των δύο φύλων.


Στα πλαίσια αυτά, το παλαιό ευρωπαϊκό ιδεώδες του πολιτικού ανθρώπου (homo politicus), αντικαθίσταται από τον οικονομικό άνθρωπο (homo economicus) – ο οποίος γίνεται κατανοητός ως ανθρώπινος πόρος, σαν «ανθρώπινο κεφάλαιο» καλύτερα, το οποίο πρέπει συνεχώς να καλυτερεύει την ανταγωνιστικότητα του.


Με τον τρόπο αυτό ο λαός, ως η συνένωση των Πολιτών και το θεμέλιο της Δημοκρατίας καταργείται, αντικαθιστάμενος από την κυριαρχία των εκλεκτών – κυρίως από τη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Παρά τις συνεχείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις δε, εάν όχι με τη βοήθεια τους, η σταδιακή νεοφιλελεύθερη βαθιά διάβρωση των κοινωνιών μας συνεχίζεται ασταμάτητα – μεταξύ άλλων μέσω της αναπροσαρμογής του εργατικού Δικαίου, καθώς επίσης του εκπαιδευτικού συστήματος».

Η ευρωπαϊκή περιφέρεια, εντός ή εκτός της Ευρωζώνης, μετατρέπεται σταδιακά σε μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους, με τους Πολίτες της σκλάβους χρέους – προς όφελος κυρίως των βιομηχανικών και λοιπών επιχειρήσεων της Γερμανίας.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται εν πρώτοις από τη «διάσωση» της Πορτογαλίας, εκ μέρους της Τρόικας – από μία χώρα που η συντηρητική της κυβέρνηση εφάρμοσε με ακρίβεια, καθώς επίσης με απόλυτη συνέπεια το πρόγραμμα που της δόθηκε, ξεπουλώντας μεταξύ άλλων το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της (άρθρο: Το ευρωπαϊκό monopoly).

Ειδικότερα η Πορτογαλία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τήρησε πιστά τη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων, περιόρισε ριζικά τις δημόσιες δαπάνες, μεταρρύθμισε την αγορά εργασίας έτσι ώστε να καταστεί ευέλικτη, μείωσε τους μισθούς και τις συντάξεις, αύξησε κατακόρυφα τη φορολογία και ενίσχυσε σημαντικά τους εισπρακτικούς μηχανισμούς της – χωρίς καμία αντίρρηση ή καθυστέρηση. Εύλογα λοιπόν ο σκιώδης γερμανός καγκελάριος εγκωμίαζε ανέκαθεν την κυβέρνηση της – ισχυριζόμενος πως η χώρα βρίσκεται σε καλό δρόμο, ενώ οι προσπάθειες των Πολιτών της αποδίδουν καρπούς.

Πράγματι, η Πορτογαλία εγκατέλειψε επίσημα το μηχανισμό στήριξης το 2014, ενώ το Φεβρουάριο του 2015 εξόφλησε πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ. Εν τούτοις, οι μεγαλύτεροι εργοδότες της χώρας είναι πλέον οι γερμανικές επιχειρήσεις – γεγονός που αναγκάζει πολλούς να αναρωτηθούν, εάν οι Γερμανοί βρίσκουν καλύτερες συνθήκες στην Πορτογαλία ή εάν έχει κάποια σχέση με την πολιτική της Τρόικας.

Πόσο μάλλον όταν οι επικριτές της Τρόικας θεωρούν πως ο ισολογισμός των οικονομικών εξελίξεων στην Πορτογαλία είναι αρνητικός, θέτοντας την παρακάτω δυσάρεστη ερώτηση:
«Εάν το φάρμακο, το οποίο υποχρεώθηκαν να πιούν οι χώρες που βυθίστηκαν στην κρίση εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς επίσης της Τρόικας, έχει καταστροφικές παρενέργειες ακόμη και στον πιο υποδειγματικό μαθητή, στην Πορτογαλία, μήπως θα έπρεπε να αναθεωρήσει κανείς τη συνταγή;«.

Στα πλαίσια αυτά οι ίδιοι οι Γερμανοί, οι οποίοι συνδυάζουν με έναν απίστευτο τρόπο τόσο το καλό, όσο και το κακό στη συμπεριφορά τους, διενέργησαν μία τηλεοπτική έρευνα στην Πορτογαλία, αναζητώντας την αλήθεια. Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνονται σε ένα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα, με τον τίτλο «Ξεπούλημα στην Πορτογαλία» (πηγή) – τεκμηριώνοντας πως η χώρα είναι πλέον υπό γερμανική κατοχή, κάτω από την πρωσική μπότα, χωρίς καμία δυνατότητα να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.
.
Το ντοκιμαντέρ

Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν εγκατασταθεί στην Πορτογαλία, όπως η Bosch και η Volkswagen, πληρώνοντας μισθούς πείνας, στο 1/4 των γερμανικών (περί τα 500-600 € μικτά) – παράγοντας μηχανήματα και αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια εξάγουν στη Γερμανία!

Φυσικά με τον τρόπο αυτό πιέζονται αντίστοιχα οι υψηλοί μισθοί των γερμανών εργαζομένων, οι οποίοι είναι πάντα μεγαλύτεροι από τους βασικούς, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη δυναμική του νεοφιλελευθερισμού – καθώς επίσης τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για την επιβολή του. Οι κατώτατοι μισθοί σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης φαίνονται στο επόμενο γράφημα – με την Πορτογαλία να ακολουθεί την Ελλάδα, τη συγκεκριμένη ημερομηνία (1.1.2015).
.

Επεξήγηση γραφήματος: Ελάχιστες αμοιβές (κατώτατοι μισθοί) στις χώρες της Ευρωζώνης την 1 Ιανουαρίου του 2015, σε € μηνιαία.
.
Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι το ότι, η Πορτογαλία αποκαλείται ως «η χώρα της Lidl», αφού η αλυσίδα Σούπερ Μάρκετ είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης, διαθέτοντας περί τα 220 καταστήματα. Φυσικά δεν μπορεί να την ανταγωνισθεί κανείς, αφού διαθέτει συνολικά πάνω από 10.000 καταστήματα σε 28 χώρες – έχοντας τη δυνατότητα να υιοθετεί μία «τιμολογιακή πολιτική dumping» στα κράτη που πρωτοεισέρχεται, με αποτέλεσμα να χρεοκοπούν οι τοπικές αλυσίδες.

Η πολιτική τώρα που εφαρμόζει η επιχείρηση στην Πορτογαλία, σύμφωνα πάντοτε με το ντοκιμαντέρ, είναι κάτι περισσότερο από ληστρική, όσον αφορά τους εργαζομένους – οι οποίοι αρνούνταν ακόμη και να εμφανισθούν στην τηλεόραση, φοβούμενοι την απόλυση τους. Σε γενικές γραμμές δε απαγορεύεται να μιλούν για το χώρο ή μέσα στο χώρο εργασίας τους, εάν δεν θέλουν να βρεθούν ξαφνικά στο δρόμο – χωρίς αποζημίωση, καθώς επίσης με μία πολύ εύκολη διαδικασία.

Η εικόνα που ακολουθεί διακωμωδεί ακριβώς αυτές τις συνθήκες – τόσο τη σιωπή που επιβάλλεται στους εργαζομένους, όσο και τη θέση τους απέναντι στους Γερμανούς πλέον εργοδότες τους, στην κατεχόμενη Πορτογαλία. Σε μία χώρα λοιπόν που δεν αντιστάθηκε καθόλου στην Τρόικα, που οι κυβερνήσεις της λειτούργησαν συναινετικά, καθώς επίσης που λεηλατήθηκε όσο καμία άλλη στον πλανήτη, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.
.

.
Περαιτέρω η Lidl, από την οποία ψωνίζουν πλέον πάρα πολλοί Έλληνες, λόγω των φθηνών τιμών, καθώς επίσης των μεγάλων προβλημάτων των άλλων αλυσίδων (ιδίως της Βερόπουλος και της Μαρινόπουλος), αδιαφορώντας ουσιαστικά για τη γερμανική της προέλευση, έχει χωρίσει τους εργαζομένους της σε τρεις βασικές κατηγορίες: στην κόκκινη, στην πορτοκαλί και στην πράσινη (όπως τα φανάρια στους δρόμους).

Στην κόκκινη καταχωρούνται αυτοί που είναι προς άμεση απόλυση, στην πορτοκαλί οι επόμενοι υποψήφιοι, ενώ στην πράσινη όλοι οι υπόλοιποι – με κριτήριο το εάν μιλούν ή όχι, εάν διαμαρτύρονται, εάν δουλεύουν παραπάνω ώρες χωρίς υπερωρίες ή/και χωρίς διαλείμματα κοκ. Λέγεται δε πως παρακολουθούνται ακόμη και στα αποδυτήρια ή στις καντίνες φαγητού από κρυφές κάμερες, όπως είχε τεκμηριωθεί κάποτε στα γερμανικά καταστήματα της αλυσίδας – έτσι ώστε να κρίνεται σωστά η συμπεριφορά τους.
.
Η Ελλάδα

Στον επόμενο πίνακα τώρα φαίνονται οι ελάχιστοι μισθοί σε διάφορες χώρες, σε € μηνιαία – το 2008, το 2014, καθώς επίσης το 2015 (τρείς πρώτες στήλες). Στην τέταρτη στήλη αναγράφεται η διαφορά τους το 2015, σε σχέση με το 2008 – όπου η μοναδική χώρα που έχουν μειωθεί (-14%) είναι η Ελλάδα! Στην τελευταία στήλη αναφέρεται το μερίδιο των εργαζομένων με τη βασική αμοιβή, στο σύνολο τους, το 2010 – στην Ελλάδα το 51% των συνολικών εργαζομένων αμειβόταν με τον ελάχιστο μισθό (σήμερα είναι πολύ περισσότερο).
.

.
Περαιτέρω, οφείλει κανείς να εξάγει συμπεράσματα, σε σχέση με το τι θα είχε πράγματι συμβεί, εάν η Ελλάδα είχε εφαρμόσει επακριβώς όλα τα μνημόνια, όπως η Πορτογαλία – έτσι ώστε να μην κρίνει θεωρητικά, αλλά με βάση την υφιστάμενη εμπειρία.

Πρέπει βέβαια να λάβει υπ’ όψιν πως το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας διπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008 (από 71,7% του ΑΕΠ στο 130,2% το 2014) – παρά το ότι ξεπούλησε τα πάντα, έκλεισαν οι δικές της επιχειρήσεις που δεν εξαγοράσθηκαν από Γερμανούς, ενώ εγκαταστάθηκαν παντού οι γερμανικές.

Εκτός αυτού, με κριτήριο την Πορτογαλία δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί το μέλλον της Ελλάδας που θα ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου – με το οποίο δρομολογούνται επίσης όλες οι αλλαγές που δεν έγιναν με τα δύο προηγούμενα.

Σημαντικότερος σταθμός δε θεωρείται η ψήφιση του ασφαλιστικού η οποία, εάν πράγματι συμβεί, θα επικυρώσει τη συμφωνία των Ελλήνων στη σκλαβιά και στην κατοχή της χώρας τους – οπότε προβλέπεται πως θα εκτιναχθούν οι τιμές των μετοχών των τραπεζών, αφού ακριβώς αυτό υποθέτω πως περιμένουν οι ξένοι κερδοσκόποι, για να εισβάλλουν μαζικά στην Ελλάδα.
.
Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, αυτή είναι η μοίρα όλων εκείνων των χωρών που δεν χρεοκοπούν, επιλέγοντας τη διάσωση τους από τους διεθνείς οργανισμούς – όπως στο παράδειγμα της Τουρκίας ή της Βραζιλίας, οι οικονομίες των οποίων άνθισαν για ένα χρονικό διάστημα μετά την εισβολή των ξένων, ενώ σήμερα καταρρέουν.

Βασικό οικονομικό κριτήριο εν προκειμένω είναι το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών το οποίο, αφού γίνει πλεονασματικό μετά τις αποκρατικοποιήσεις, ακολουθεί στη συνέχεια αρνητική πορεία – αφού τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που κυριαρχούν φορολογούνται με διάφορα τεχνάσματα στις χώρες από τις οποίες προέρχονται, τα ξένα κεφάλαια φεύγουν κοκ.

Αυτό που παραμένει σε όλα αυτά τα κράτη είναι οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι σε συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, καθώς επίσης οι τυπικές «κυβερνήσεις πιόνια» – ενώ η μεσαία τάξη εξαφανίζεται εντελώς, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να χαρακτηρίζονται από μία πολύ μικρή εγχώρια ελίτ, καθώς επίσης από στρατιές δούλων, οι οποίοι αμείβονται με μισθούς που τους εξασφαλίζουν την οριακή επιβίωση τους.

Οι μοίρα των άλλων θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού βέβαια που επιλέγουν τη στάση πληρωμών όπως, για παράδειγμα, της Αργεντινής (άρθρο), δεν είναι ρόδινη, αφού τοποθετούνται στο στόχαστρο της διεθνούς συμμορίας – αν και ορισμένα, όπως η Ισλανδία, καταφέρνουν να διαφύγουν, διαθέτοντας έναν ώριμο και αποφασισμένο λαό, ο οποίος είναι πρόθυμος να υπομείνει τα πάντα, για να υπερασπίσει την ελευθερία, καθώς επίσης την εθνική του κυριαρχία.
Μπορεί αλήθεια η Ελλάδα; Ασφαλώς μπορεί, κατά την άποψη μου. Το πρόβλημα είναι μόνο εάν θέλει να το επιχειρήσει, να πολεμήσει δηλαδή, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες – οι οποίες είναι πράγματι εξαιρετικά επώδυνες, κάτι περισσότερο από οδυνηρές, για το πρώτο χρονικό διάστημα.

Αλέξης Ζακυνθινός, Senior Analyst (Geopolitics)

analyst.gr

Όποιος αναζητεί εκπλήξεις για το 2016, καλό είναι να ψάξει στην Κίνα και τη Βρετανία



Chinese investors look at a screen showing stock movements at a stock brokerage house in Beijing. Φωτογραφία Αρχείου: EPA, HOW HWEE YOUNGChinese investors look at a screen showing stock movements at a stock brokerage house in Beijing. Φωτογραφία Αρχείου: EPA, HOW HWEE YOUNG
Του Γκίντεον Ράχμαν *
Όταν προσπαθείς να κάνεις προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο, πρόσεχε να μην πέσεις στην παγίδα της συνέχειας. Στον πειρασμό, δηλαδή, να θεωρήσεις ότι ο επόμενος χρόνος θα είναι σαν τον προηγούμενο. Στην πραγματικότητα, η πρόσφατη πολιτική ιστορία δείχνει ότι τα γεγονότα που προσδιορίζουν ένα χρόνο είναι οι μεγάλες εκπλήξεις και οι ξαφνικές ασυνέχειες (γνωστές και ως «μαύροι κύκνοι»).
Στις αρχές του 2014, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η Ρωσία θα προσαρτούσε την Κριμαία ή ότι μια οργάνωση τζιχαντιστών με το όνομα «Ισλαμικό Κράτος» θα καταλάμβανε τη Μοσούλη. Και στις αρχές του 2015, κανείς δεν προέβλεψε φυσικά ότι ένα εκατομμύριο πρόσφυγες θα έφταναν φέτος στη Γερμανία ή ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα είχε αυτή τη μετεωρική άνοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
 
Όλα αυτά δείχνουν ότι τα σημαντικότερα γεωπολιτικά γεγονότα του 2016 θα είναι πιθανότατα εκείνα για τα οποία δεν μιλούν σήμερα οι αναλυτές και οι πολιτικοί. Η καλύτερη προσέγγιση λοιπόν είναι να αναζητεί κανείς τις πιθανές ασυνέχειες αντί για «μία από τα ίδια».
Ο καλύτερος τόπος για να αναζητήσει κανείς μια ξαφνική έκπληξη το 2016 είναι η Κίνα. Ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας της χώρας αυτής τα τελευταία 25 χρόνια είναι ότι η οικονομία είναι συναρπαστική, ενώ η πολιτική είναι βαρετή. Αυτό μπορεί φέτος να αλλάξει. Η εκστρατεία του Προέδρου Σι κατά της διαφθοράς σαρώνει μερικούς από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους ανθρώπους στην Κίνα – στρατηγούς, δισεκατομμυριούχους, προέδρους εταιρειών, ανθρώπους της τηλεόρασης. Και αυτό συμβαίνει ενώ η οικονομία παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης, η ελεύθερη έκφραση καταστέλλεται και η ανησυχία για τη ρύπανση και τα βιομηχανικά ατυχήματα αυξάνεται. Πίσω από την ήρεμη βιτρίνα της κινεζικής πολιτικής υπάρχει μια δυσαρέσκεια, τόσο από την πλευρά της κοινής γνώμης όσο και από την πλευρά των ομάδων που απειλούνται από την εκστρατεία κατά της διαφθοράς. Μια ασφαλής πρόβλεψη είναι ότι στο τέλος του χρόνου, ο Σι θα είναι πάντα στη θέση του. Αν όμως η θέση του απειληθεί, όλοι θα λένε εκ των υστέρων ότι η εξέλιξη αυτή αναμενόταν.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες πάλι, η εκλογή της Χίλαρι Κλίντον θα αντιπροσωπεύει τη συνέχεια. Είναι μια γνωστή προσωπικότητα, υποστηρίζεται από το κατεστημένο και προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Η ιστορία δείχνει ότι υποψήφιοι σαν τον Τραμπ κάποια στιγμή γκρεμίζονται και καίγονται. Οι αναλύσεις αυτές, όμως, αγνοούν το ενδεχόμενο η άνοδος του Τραμπ να δείχνει ότι κάτι θεμελιώδες αλλάζει στις ΗΠΑ. Θεωρώ πολύ δύσκολο ο άνθρωπος αυτός να κερδίσει την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Πιστεύω όμως τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι είναι το φαβορί για το χρίσμα του κόμματός του. Και αυτό από μόνο του θα αποτελούσε έναν πολιτικό σεισμό.
Η μεγάλη ασυνέχεια στην Ευρώπη φέτος, θα ήταν να ψήφιζε η Βρετανία την αποχώρησή της από την ΕΕ. Οι αναλυτές θεωρούν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι πολύ πιθανό. Όμως το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο ενός δημοψηφίσματος για την Ευρώπη δεν είναι πολλά υποσχόμενο. Η ΕΕ δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική αυτή την περίοδο. Έχει οικονομικά προβλήματα, είναι πολιτικά διχασμένη και δεν μπορεί να συμφωνήσει σε μια στρατηγική για την αντιμετώπιση του κύματος των προσφύγων. Πολλοί πιστεύουν ότι η Ευρώπη θα βρει τελικά μια λύση για το Προσφυγικό. Αλλά αυτά μοιάζουν με ευσεβείς πόθους. Οι παράγοντες που τροφοδοτούν την προσφυγική ροή – ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, τα κέρδη που αποκομίζουν οι διακινητές – θα εξακολουθήσουν να είναι παρόντες το 2016. Αν η ροή των προσφύγων συνεχιστεί στα σημερινά επίπεδα, ή ενταθεί, οι πολιτικές συνέπειες στην ΕΕ θα είναι σοβαρές. Η θέση της Άγκελα Μέρκελ θα απειληθεί και το χάσμα ανάμεσα στη Γερμανία και τους Ευρωπαίους εταίρους της θα βαθύνει ακόμη περισσότερο.
Μπορεί να πάει κάτι απροσδόκητα καλά το 2016; Φυσικά. Είναι πιθανό το Ισλαμικό Κράτος να υποστεί σοβαρές στρατιωτικές ήττες στο Ιράκ και τη Συρία, αν και μάλλον θα συνεχίσει να προελαύνει στη Λιβύη και τη βόρεια Αφρική. Ο ιρακινός στρατός, με τη βοήθεια των δυτικών επιδρομών, ανακατέλαβε το Ραμάντι και μπορεί φέτος να εκδιώξει τους τζιχαντιστές από τη Μοσούλη.
Τα κακά νέα είναι ότι όσο το Ισλαμικό Κράτος υποχωρεί στη Μέση Ανατολή, τόσο περισσότερους λόγους θα έχει να εξαπολύει τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη. Η απειλή της τρομοκρατίας είναι ένας τομέας όπου, δυστυχώς, φέτος δεν πρέπει να περιμένουμε ασυνέχειες.
Πηγή: Financial Times
* Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times.
πηγή:
https://mignatiou.com/2016/01/opios-anaziti-ekplixis-gia-to-2016-kalo-ine-na-psaxi-stin-kina-ke-ti-vretania/

Ο μύθος της ελεύθερης επιλογής


ΕΙΚΟΝΑ---γενική,-παγίδα

Ο Αλέξης αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση της Τρόικας, όσον αφορά την ψήφιση των μέτρων του τρίτου μνημονίου, ενώ ο Κυριάκος για την εφαρμογή τους – η ουτοπία της Δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς

Είναι φανερό πως ο Αλέξης αποτελεί την καλύτερη δυνατή επιλογή, όσον αφορά την υιοθέτηση και την ψήφιση των μέτρων του τρίτου μνημονίου – ενώ είναι η χειρότερη, σε σχέση με την εφαρμογή τους στην πράξη. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο φανερό είναι πως ο Κυριάκος αποτελεί τη χειρότερη δυνατή επιλογή για την ψήφιση των μέτρων – ενώ την καλύτερη για την εφαρμογή τους.

Τα συμπεράσματα μου αυτά βασίζονται στο χαρακτήρα, στις πεποιθήσεις, στα κόμματα που εκπροσωπούν και στα δείγματα γραφής των δύο νεαρών ηγετών – εκ των οποίων ο ένας είναι ακόμη υποψήφιος για την αρχηγία του δικού του, έχοντας αντιμέτωπο το στρατόπεδο του ιδρυτή του κόμματος, το οποίο δεν συμπαθεί την πολιτική του καταγωγή.

Εάν ήμουν τώρα στη θέση της Τρόικας, έχοντας το διττό στόχο (α) αφενός μεν να εξαγοράσω για τους εντολείς μου τη δημόσια περιουσία της Ελλάδας, σε όσο το δυνατόν χαμηλότερες τιμές, καθώς επίσης ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής (β) αφετέρου να ανακτήσει αργότερα η περιουσία που θα αγοράσω τις προηγούμενες τιμές της, έτσι ώστε να είναι κερδοφόρο το όλο εγχείρημα, θα επέλεγα στην αρχή τον Αλέξη και μετά τον Κυριάκο.

Φυσικά θα πρόσεχα να μην διακινδυνεύσει η χώρα την έξοδο από την Ευρωζώνη, αφενός μεν για να μην απειληθεί το ευρώ, αφετέρου για να μη χαθούν τα χρήματα που θα επένδυαν οι εντολείς μου (εξαγορά τραπεζών κλπ.) – καθώς επίσης για να ολοκληρωθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα της Lidl.

Σε μία χαμηλού κόστους περιοχή της διεθνούς βιομηχανίας δηλαδή, η οποία θα επέτρεπε την εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων που θα διασφάλιζαν επί πλέον τα τεράστια γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας – έχοντας πρόσβαση στα ενεργειακά της αποθέματα που θα είχα αγοράσει, όταν θα χρειαζόταν.

Για να επιτύχω όλα αυτά, θα χρησιμοποιούσα το «μπαμπούλα» του χρέους – παρά το ότι θα γνώριζα πως δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθεί από την Ελλάδα. Θα έδινα δε το «καρότο» της διαγραφής στον Αλέξη, για να φαντασιώνεται πως έχει κάτι στα χέρια του, ενώ θα το φύλαγα για να το εγκρίνω στον Κυριάκο – έτσι ώστε να εφαρμόσει τα μέτρα, προσφέροντας στο ξεκίνημα του ένα «δώρο» στους Έλληνες.

Από όλα τα παραπάνω, τα οποία δεν σημαίνει βέβαια πως θα συμβούν, συμπεραίνει κανείς πως η ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων είναι συχνά μία φαντασίωση – αφού αποτελεί το προϊόν ενός σχεδιασμού στο παρασκήνιο, ενώ προωθείται με διάφορους τρόπους μέσω των ΜΜΕ, καθώς επίσης των υπολοίπων μορφών χειραγώγησης.

Το αμερικανικό παράδειγμα

Στα πλαίσια αυτά, επειδή οι εξελίξεις στις Η.Π.Α. προηγούνται των αντίστοιχων στον υπόλοιπο πλανήτη, θεωρώ σκόπιμη μία ακόμη αναφορά στις «φαντασιώσεις» των αμερικανών Πολιτών, οι οποίοι είναι πεπεισμένοι ότι, έχουν τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής – παρά το ότι γνωρίζουν πως στις Η.Π.Α. κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Ειδικότερα, πιστεύουν ακόμη πως η χώρα τους λειτουργεί δημοκρατικά, ενώ παραμένει αναλλοίωτο το αμερικανικό όνειρο – παρά το ότι διαπιστώνουν παντού μία τεράστια εισοδηματική ανισότητα, την αυξανόμενη συγκέντρωση της δύναμης και του πλούτου σε ελάχιστους, μία μεγάλη πτώση της οικονομίας, την απίστευτη χειραγώγηση των στατιστικών, του χρυσού και των χρηματιστηρίων, τη διαφθορά των πολιτικών με τη μέθοδο των δωρεών, την έλλειψη θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς, την έκρηξη του πληθυσμού των φυλακών, το αυξημένο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, την κλιμάκωση του χρέους των σπουδαστών κοκ.

Η αιτία είναι προφανώς οι επιτυχημένες προσπάθειες της κυβέρνησης και των ΜΜΕ, από τις οποίες φαίνεται πως οι αμερικανοί έχουν πεισθεί ότι το σύστημα λειτουργεί, πως το αμερικανικό όνειρο είναι μία πραγματικότητα, ενώ η δημοκρατία τους είναι πράγματι δημοκρατική.

Εν τούτοις, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η συσσώρευση πλούτου και δύναμης στα χέρια μίας μικρής ελίτ είναι τεράστια – αρκεί να διαπιστώσει κανείς πως οι 37 «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν τράπεζες» που υπήρχαν το 1995, έχουν συγχωνευθεί σε μόλις πέντε τέρατα (Citigroup, JP Morgan Chase, Bank of America, Wells Fargo και Goldman Sachs).

Στον τομέα δε της γεωργίας το κτήνος των μεταλλαγμένων, των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων δηλαδή, η Monsanto, ελέγχει μόνη της το 85% του συνόλου της καλλιέργειας καλαμποκιού και σόγιας – ενώ τέσσερις μόλις εταιρείες ελέγχουν το 83% της αγοράς βοείου κρέατος, το 66% της αγοράς χοιρινού και το 58% της αγοράς κοτόπουλων.

Επομένως, ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς έχει πεθάνει, ο ανταγωνισμός έχει μηδενιστεί, ενώ τα ολιγοπώλια κυριαρχούν – οπότε η οποιαδήποτε εντύπωση ελεύθερης επιλογής είναι εντελώς ουτοπική.

Όσον αφορά τώρα τα ΜΜΕ, από τις 50 εταιρείες που ενημέρωναν την κοινή γνώμη το 1983, έχουν απομείνει πλέον μόλις 6 – οι οποίες ελέγχουν πάνω από το 90% του συνόλου της αγοράς. Προφανώς λοιπόν και εδώ δεν είναι ελεύθερη η επιλογή ενός από τα 30 κανάλια που διαθέτει, για παράδειγμα, η News Corporation.

Περαιτέρω, η ενοποίηση των εταιρειών έχει προκαλέσει τη ραγδαία αύξηση των αμοιβών των ανώτερων στελεχών τους, εις βάρος των υπολοίπων εργαζομένων – υψηλότερη σε ποσοστό περίπου 1000% από το 1950. Αυτό συμβαίνει σε μία εποχή, όπου η παραγωγικότητα των εργαζομένων έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό (γράφημα) – οπότε θα έπρεπε να συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση των αμοιβών.




Επεξήγηση γραφήματος: Η αύξηση της παραγωγικότητας (σκούρο μπλε) και η μισθολογική εξέλιξη


Η εξέλιξη αυτή επιταχύνθηκε μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, λόγω της πολιτικής της Fed (ποσοτική χαλάρωση κλπ.) – με δυσμενή αποτελέσματα.

Συνεχίζοντας, ο μοναδικός τρόπος για να χάσει μέρος της δύναμης ή του πλούτου της η ελίτ, είναι ο ανταγωνισμός – οπότε, όλες της οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην καταπολέμηση του. Την ίδια στιγμή βέβαια προσπαθεί να πείσει τις μάζες ότι, ζουν σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, με ελεύθερες επιλογές, στο οποίο οι συντελεστές του οφείλουν να αυξάνουν συνεχώς την ανταγωνιστικότητα τους – εννοώντας βέβαια τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων, προς όφελος τους.

Για να καταπολεμηθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, τα ολιγοπώλια κατευθύνουν τα χρήματα τους σε εκείνες τις χώρες, οι κυβερνήσεις των οποίων τους εξασφαλίζουν μονοπωλιακές επενδύσεις – όπως την εξαγορά κοινωφελών επιχειρήσεων (νερό, ηλεκτρισμός) ή προστατευμένων κερδοφόρων (ΟΠΑΠ). Εδώ χρειάζονται προφανώς τη «βοήθεια» της πολιτικής, την οποία εξασφαλίζουν/εξαγοράζουν με διάφορους τρόπους.

Όσον αφορά τις μεθόδους εξαγοράς των πολιτικών, το 1980 η εκλογή του τότε προέδρου των Η.Π.Α. κόστισε περί τα 300 εκ. $ (χρηματοδότηση προεκλογικής εκστρατείας). Το 2004 κόστισε η εκλογή του κ. Bush σχεδόν 900 εκ. $ – ενώ τέσσερα χρόνια μετά 1,3 δις $. Το κόστος εκτινάχθηκε το 2012 στα 7 δις $ – ένα τεράστιο κυριολεκτικά ποσόν, το οποίο παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο.

Όλα αυτά τεκμηριώνουν στο παράδειγμα των Η.Π.Α., τις οποίες συνήθως ακολουθεί η Ευρώπη ότι, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ελεύθερη επιλογή και μία λειτουργική δημοκρατία – ενώ ό καπιταλισμός αποτελεί πλέον παρελθόν, έχοντας αντικατασταθεί από τα υπερμεγέθη μονοπώλια, τα οποία επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες στην πολιτική και στους Πολίτες, σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη. .

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, «είναι ηλίου φανερότερο και φωτεινότερο» πλέον το ότι, ζούμε σε μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, η οποία έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης του παρελθόντος – με σημαντικότερη ίσως διαφορά την κυριαρχία των μονοπωλίων, αντί των κομματικών μηχανισμών.

Η μοναδική δε δυνατότητα των Πολιτών να αντιδράσουν, είναι η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας – αφού ένας ολόκληρος λαός, ο οποίος ψηφίζει μόνος του τους νόμους και ελέγχει την εξουσία, δεν είναι εξαγοράσιμος. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στον κόσμο της φαντασίας – ο οποίος δεν βοηθάει καθόλου στη ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Ιάκωβος Ιωάννου, για το Analyst.gr

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Οι διανοούμενοι και το διακύβευμα της εποχής μας

Γράφτηκε από τον  


Το κείμενο αποτελεί το επίμετρο στο βιβλίο «5 Έλληνες Οικουμενικοί Στοχαστές» από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων                       
Οι στοχαστές που παρουσιάζονται σε αυτό τον τόμο αντανακλούν μια παγκοσμιότητα της σκέψης. Υπήρξαν άνθρωποι που επηρέασαν με το στοχασμό τους την οικουμενική κληρονομημένη σκέψη, ενώ το έργο τους αποτελεί μέχρι και σήμερα σπέρμα γονιμοποιό για όσους θέλουν να διαυγάσουν με έναν ουσιαστικό τρόπο τη σημερινή κατάσταση, αλλά και να οδηγηθούν σε μια πιο ριζοσπαστική θεώρηση των πραγμάτων.
Κάθε άνθρωπος είναι παιδί της εποχής του. Ζει, δημιουργεί, σκέφτεται, αμφισβητεί, ενσωματώνει ή απορρίπτει, παράγει σημασίες και δίνει νόημα σε αυτό που βιώνει ανάλογα με τις συνθήκες και την εκάστοτε κοινωνική κίνηση. Οι εν λόγω στοχαστές έδρασαν περίπου την ίδια πάνω-κάτω εποχή, σε διαφορετικά αλλά και κοινά πεδία αναζήτησης, και σε μια κοινωνικοϊστορική περίοδο όπου θα μπορούσαμε, με μια δόση αφαίρεσης, να πούμε ότι υπήρχε ένας ευρύτερος αναστοχασμός και ανάπτυξη μιας «επιθετικής» και ριζοσπαστικής σκέψης που διεμβόλιζε το υπάρχον. Οι διαψεύσεις και η ματαίωση των ελπίδων που γέννησαν οι κοινωνικές επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις, η βαρβαρότητα και το βίωμα των Ολοκληρωτισμών, αλλά παράλληλα και μια υπάρχουσα και δρώσα κοινωνική κίνηση που επιδίωκε τη ρήξη με την κυρίαρχη κατάσταση, οδήγησαν στην παραγωγή ενός μεγάλου, πολυσχιδούς και πολύπλευρου κριτικού στοχασμού που αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο ανάλυσης του υπάρχοντος αλλά και αναζήτησης του διαφορετικού, ενός άλλου κόσμου σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπήρχε.
Ήταν η περίοδος όπου άρχισε να αναπτύσσεται ένας κριτικός λόγος που δεν οριοθετούνταν απαραίτητα ανάμεσα στα κυρίαρχα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εποχής, αλλά προσπάθησε να τοποθετηθεί πέρα από αυτά και να ανακαλύψει νέους δρόμους. Σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος των διανοούμενων της εποχής, ειδικά μετά τη μεταπολεμική περίοδο, μία από τις κεντρικές δραστηριότητες ήταν η αμφισβήτηση της εξουσίας ως αυθεντίας και η υπονόμευσή της.[1] Η ενδυνάμωση των κριτικών εργαλείων, μέσω μιας ευρύτερης ενσωμάτωσης διεπιστημονικών θεωρήσεων, ενίσχυσε ουσιαστικά αυτή τη ρήξη με τις μορφές εξουσίας.
Την περίοδο, όμως, που βρέθηκαν στο προσκήνιο αυτοί οι ριζοσπάστες στοχαστές ακολούθησε μια άλλη, αρκετά διαφορετική. Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από έναν γενικευμένο κομφορμισμό και μια διευρυμένη ασημαντότητα, για να θυμηθούμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη. 
Αυτό αποτυπώθηκε στο χώρο του στοχασμού και της διανόησης. Η ριζοσπαστικότητα έδωσε τη θέση της στην ενσωμάτωση του κριτικού λόγου από το κυρίαρχο σύστημα. Ο δημόσιος διανοούμενος παραχώρησε τη θέση του στον τεχνοκράτη διανοούμενο.[2] Η πλειοψηφία των διανοούμενων είτε κλείστηκε στον εαυτό της και στα πανεπιστήμια, τελώντας το «λειτούργημα» της επιστημονικής και «ουδέτερης» έρευνας, είτε πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες στους μηχανισμούς εξουσίας.
Με αυτό τον τρόπο αποτέλεσαν τον πολιορκητικό κριό μιας ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης εξουσίας αλλά και μιας τεχνικής διαχείρισης αυτής. Δηλαδή, η όποια παραγόμενη γνώση χρησιμοποιήθηκε για τη «βελτίωση» ή τη «μετεξέλιξη» των όρων κυριαρχίας και των δομών διακυβέρνησης. Αρκετοί από τους διανοούμενους, ακόμα και οι πάλαι ποτέ «ριζοσπάστες», όχι μόνο λειτούργησαν συμβουλευτικά-τεχνοκρατικά στη διαχείριση της εξουσίας, αλλά συμμετείχαν και οι ίδιοι σε καθεστωτικούς και κομβικής σημασίας θεσμούς συνδιαχείρισης, καταλαμβάνοντας θέσεις-κλειδιά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Εδώ θα ήταν πρέπον, νομίζω, να σημειωθεί ότι και η ίδια η κοινωνία πέρασε σε μια καινούργια κατάσταση. Η περίοδος από τα μέσα του 1970 και πέρα σημασιοδότησε μια αλλαγή στον τρόπο που το άτομο και η κοινωνία αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους (σε συνδυασμό με μια αναδίπλωση και αλλαγή του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου διαχείρισης). Ο διαρκής και άνευ όρων και ορίων καταναλωτισμός, ο κενός «ευδαιμονισμός», η πολυδιάσπαση της ταυτότητας και η μεγέθυνση της αλλοτρίωσης του υποκειμένου, η καθολική εξατομίκευση, η κονιορτοποίηση των σημασιών που συγκροτούν τις κοινωνίες ήταν μερικοί από τους παράγοντες που εξοβέλισαν κάθε υπόνοια αναστοχασμού και αναζήτησης. Το άτομο και οι κοινωνίες δεν αναζητούσαν πλέον το διαφορετικό, με αποτέλεσμα να εκλείψει κάθε ενδιαφέρον σχετικά με την αναζήτηση και τη σύνθεση νέων ριζοσπαστικών ιδεών.
Η μεγάλης διάρκειας απόδραση της πολιτικής από την κοινωνία, δηλαδή η παραίτηση και η αδιαφορία ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου από τη διαδικασία της ενεργούς και διαυγασμένης κοινωνικοπολιτικής θέσμισης, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της μέχρι και τις μέρες μας. Αποτελεί πλέον κοινό ότι η κρίση που βιώνουμε τόπο είναι κρίση θεσμών και νοήματος. Το κυρίαρχο σύστημα αδυνατεί πλέον να νομιμοποιήσει τα θεμέλια εγκυρότητάς του. 
Και είναι σήμερα που ένας νέος αναστοχασμός, μια νέα ριζοσπαστική θεώρηση αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Οι διανοούμενοι, παρόλο που υπάρχουν αρκετές και ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις, όχι μόνο δεν συμβάλλουν σε αυτή την προοπτική, αλλά αντίθετα προσπαθούν να επιτελέσουν το ρόλο του εγγυητή του συστήματος. Πλήρως αφομοιωμένοι και οργανικά δεμένοι με το κυρίαρχο καθεστώς, το υπερασπίζουν, καταδικάζουν κινήσεις ρήξης, απεγκλωβισμού και εξόδου και, όπως σωστά τους ονομάτισε ο Αλαίν Μπαντιού σε πρόσφατη ομιλία του στην Ελλάδα, αποτελούν τα «μαντρόσκυλα του συστήματος».
Στη σημερινή συγκυρία και με την πολιτική κρίση να βαθαίνει, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα του επαναορισμού των εννοιών. Να ξανασυζητήσουμε τους ορισμούς, τις έννοιες, τις σημασίες και τις αξιακές προκείμενες που συγκροτούν τις κοινωνίες, ορίζουν τη ζωή και δίνουν νόημα στα άτομα και τις κοινωνίες. Να τις ορίσουμε μακριά από το ασφυκτικό πλαίσιο της εξουσιαστικής δομής. Ο Καστοριάδης μάς υπενθυμίζει ότι κυρίαρχος είναι αυτός που ορίζει τις σημασίες κι όχι αυτός που κατέχει το μονοπώλιο της βίας. Αν ως άτομα και ως κοινωνία δεν το κάνουμε πράξη, τότε θα το κάνει κάποιος άλλος για εμάς με τις καταστροφικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Κι εδώ είναι που οι διανοούμενοι σήμερα μπορούν να συμβάλουν. Όχι στη βάση της καθοδήγησης αλλά στη βάση της δημιουργικής και διαλεκτικής σύνδεσης με ένα νέο χειραφετικό πρόταγμα ρήξης, σύνθεσης και δημιουργίας ενός καινούργιου κόσμου. Γιατί η μάχη των ορισμών και των σημασιών, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το κρισιμότερο διακύβευμα της εποχής μας.
Νίκος Κατσιαούνης
Απρίλιος 2014



[1] EdwardW. Said, Διανοούμενοι και εξουσία, μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα 21999, σελ. 108.
[2] Κώστας Δουζίνας, «Οι σιωπηλοί και οι λαλίστατοι διανοούμενοι του καιρού μας», Εφημερίδα των Συντακτών, 18/2/2014.
πηγή:
Νίκος Καραβέλος
PressPublica
nkaravelos@gmail.com

Ήταν Δεκέμβρης του 1924, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ένα σκοτεινό πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν ήξερε τι μετέφερε, εκτός, ίσως, από τις ελληνικές αρχές, που το απέκρυψαν για να μην κακοκαρδίσουν τους Βρετανούς πλοιοκτήτες και τους Γάλλους ιδιοκτήτες του φορτίου. Το μαύρο πλοίο είχε το παράξενο όνομα «ΖΑΝ Μ.».

Οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο του φορτίου και αντέδρασαν έντονα, εμποδίζοντας το πλοίο να αποπλεύσει. Με παρέμβαση, όμως, του Άγγλου πρόξενου και την επέμβαση, προφανώς, των δυνάμεων καταστολής, το πλοίο, εντέλει, απέπλευσε για τη Μασσαλία, τον τόπο προορισμού του.

Ποιο ήταν το σκοτεινό φόρτωμα που τόσο αγρίεψε τους δουλευτές του λιμανιού ;

Η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» την 13.12.1924  έγραψε :
«Ήταν τα οστά Ελλήνων ηρώων … ήταν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερότερον ήτο το στρατόπεδον του Ουσάκ»…. Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον «ΖΑΝ Μ.» μετέφερε 400 τόνους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση. Επενέβη όμως ο Άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους». (1)

Επίσης η εφημερίδα «NEW YORK TIMES» τον Δεκέμβρη του 1924 με τίτλο «Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά», έγραψε την είδηση : «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία, που οφείλεται στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται «ΖΑΝ Μ.» και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιομηχανίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά και στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία …» (2)

Για το ίδιο θέμα και η γαλλική εφημερίδα «MIDI» με τίτλο «Cargaison funebre» (πένθιμο φορτίο), παρέθεσε την είδηση : «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων «ΖΑΝ Μ.» που μεταφέρει για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα …». (3)

Αυτά τα ανθρώπινα λείψανα αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπινες υπάρξεις, που είχαν ζωή, προοπτικές, χαρές, λύπες και όνειρα. Εξοντώθηκαν στον βωμό του κέρδους. Στην ακμή της ηλικίας τους. Άνθρωποι, που δεν τους άφησαν ήσυχους ούτε κι όταν έλιωσαν οι σάρκες τους. Νεκροί, που δεν τους επέτρεψαν ούτε την ησυχία ενός τάφου.

Οι κεμαλικοί ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ρατσιστές. Αυτοί και ο ηγέτης τους, ο Μουσταφά Κεμάλ, εφάρμοσαν πρώτοι στην πράξη τις «ιδέες» των θεωρητικών του ρατσισμού, Γκομπινώ και Τσάμπερλαιν. Οι ίδιοι, πρώτοι, υποστήριξαν τις παρανοϊκές θεωρίες περί καθαρότητος της φυλής (ενν. της τουρκικής). Ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ναζιστές, πριν από τους Τεύτονες, που φέρουν επίσημα τον τίτλο.

Οι κεμαλικοί φονιάδες έδρασαν «κατά φύσιν». Παρά φύσιν ενεργούν οι υποστηρικτές, ηγέτες, ιστορικοί και κόλακες, που αναγορεύουν ακόμα τον Κεμάλ, έναν αιμοσταγή συμμορίτη, σε μεταρρυθμιστή και θεμελιωτή της (ανύπαρκτης) «αστικής τάξης» της Τουρκίας.

Οι κεμαλικοί φονιάδες ήταν αυτοί που ήταν.

Οι καπιταλιστές είναι αυτοί που είναι πάντα : κερδοσκόποι, δολοφόνοι και τυμβωρύχοι. Κατά φύσιν εγκληματίες, μια και το κέρδος, συνάπτεται άρρηκτα με το έγκλημα στο διάβα της ιστορίας.
Αυτούς τους 50.000 ανθρώπους, αφού τους σκότωσαν, τους μετέτρεψαν σε 400 τόνους ανθρώπινα οστά. Τους μάζεψαν σε κιβώτια και τους έστειλαν να γίνουν κουμπιά και άλλα κοκκάλινα είδη στη Μασσαλία.  Με βάση κάποιες γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε Γάλλους βιομηχάνους, Τούρκους εμπορικούς κατσαπλιάδες, Άγγλους πλοιοκτήτες και τραπεζίτες που, φυσικά, χρηματοδότησαν τη «συναλλαγή».

Καπιταλισμός είναι το σύστημα που αναγνωρίζει μόνο ό,τι προσφέρει κέρδος και το μεγιστοποιεί. Το σύστημα που εκμεταλλεύεται όχι μόνο την ανθρώπινη ζωή, αλλά και τον θάνατό της. Που αξιοποιεί όχι μόνο τα σώματα εν ζωή, αλλά και τα λείψανα μετά θάνατον. Είναι το μοναδικό σύστημα στην ιστορία της ανθρώπινης περιπέτειας που όχι μόνο σκοτώνει, αλλά εκμεταλλεύεται και το αποτέλεσμα των εγκλημάτων του κατά τρόπο κερδοφόρο.

Καπιταλισμός είναι το μαύρο πλοίο «ΖΑΝ Μ.», που εκείνες τις γιορτινές μέρες του Δεκέμβρη του 1924, πριν από 92 χρόνια, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μεταφέροντας στα αμπάρια του ένα πένθιμο και σκοτεινό φορτίο : 400 τόνους ανθρώπινα οστά δολοφονημένων ανθρώπων για τις «ανάγκες της γαλλικής βιομηχανίας».
      
  400 τόνους λείψανα που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπινες ζωές που αφανίστηκαν για το κέρδος.   

Απέναντι σε αυτό το αποτρόπαιο παιχνίδι των καπιταλιστών, κορυφαία ταξική πράξη αντίστασης ήταν, αναμφίβολα, η συνειδητή και γενναία αντίδραση των εργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
  • Βλάσσης Αγτζίδης «Εισαγωγή στο βιβλίο του Μιχαήλ Αγγέλου Η μικρασιατική τραγωδία»
  • Μιχαήλ Αγγέλου «Η μικρασιατική τραγωδία υπ’ αυτόπτου μάρτυρος», εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
  • ο.π.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η γερμανική μονοκρατορία




Η χώρα συνεχίζει να απομυζεί τους ζωτικούς πόρους των εταίρων της, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, αδιαφορώντας για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης – η οποία είναι αδύνατον να μην διαλυθεί, όταν αυξάνονται οι ασυμμετρίες
.
«Όπως γνωρίζουμε ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η σημαντικότερη απειλή καλύτερα για τη συνοχή μίας οικογένειας, εμφανίζεται συνήθως όταν προκύπτουν οικονομικά προβλήματα – όπου, αντί να γίνει μία από κοινού προσπάθεια για την ορθολογική τους επίλυση, επιλέγεται συχνά το διαζύγιο.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, προηγείται η «εκτόξευση» κατηγοριών εκατέρωθεν και η ενοχοποίηση του ενός από τον άλλο – όσον αφορά τις αιτίες που οδήγησαν στην «οικονομική στενότητα» και στην κρίση.
Έπεται συνήθως η αμοιβαία αποφυγή των ευθυνών και η εκτός ορίων εχθρότητα, η οποία οδηγεί τελικά στη διάλυση της οικογένειας – με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται το δράμα χωρίς κανέναν κερδισμένο, εάν όχι με πολύ μεγάλες ζημίες για όλους σχεδόν τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου του συγγενικού «περίγυρου»).
Στην περίπτωση της «νομισματικής μας οικογένειας» το ισχυρότερο μέλος της, η Γερμανία, επιμένει αφενός μεν να γευματίζει από το φαγητό των άλλων, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να χορτάσει αρκούμενη στο δικό της, αφετέρου να «χαριεντίζεται» με τρίτους – αγοράζοντας τα προϊόντα που έχει ανάγκη από άλλους και όχι από τους εταίρους της, στους οποίους όμως θέλει να πουλάει τα δικά της.
Άλλες φορές πάλι «κάνει δίαιτα» (περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων της), για να μην αναγκασθεί να αγοράσει πιο πολλά εμπορεύματα – προτιμώντας να «απορροφάει» τη ρευστότητα των εταίρων της και να αποταμιεύει τα χρήματα της, αδιαφορώντας εντελώς για τους άλλους.
Έτσι όμως θα καταστραφεί η ίδια τελικά, αφού η ιστορία διδάσκει πως κερδίζει μεν όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – ενώ δεν ήταν ποτέ «άξια» να διατηρήσει αποικίες, όπως οι άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης, αν και τις κατακτούσε. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, η πατρίδα μας έχει ακόμη ελπίδες – παρά το ότι κινδυνεύει να μετατραπεί σε μία γερμανική αποικία».
.

Άρθρο

Δεν τοποθετηθήκαμε ποτέ δογματικά υπέρ ή κατά του ευρώ, αλλά είμαστε ανέκαθεν υπέρ της ενωμένης Ευρώπης – θεωρώντας πως αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα της ηπείρου μας, εάν θέλει να επιβιώσει μελλοντικά στην εποχή της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησηςΕιδικά όταν τα σύννεφα ενός καταστροφικού παγκοσμίου πολέμου αυξάνονται διαρκώς, με αρκετούς να πιστεύουν πως είναι πια πολύ αργά για να εμποδιστεί (πηγή).
Κατά την άποψη μας δε, η Ευρώπη κινδυνεύει τα τελευταία χρόνια από δύο κυρίως χώρες: αφενός μεν από τη Γερμανία, σε εκθετικά μεγαλύτερο βαθμό βέβαια, αφετέρου από την Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της οποίας αδυνατούν να την επαναφέρουν σε σωστή πορεία (ανάλυση).
Περαιτέρω, οι αναφορές της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις οποίες η Ευρώπη ανακάμπτει, έχοντας ανακτήσει το 40% των θέσεων εργασίας τα προηγούμενα δύο χρόνια, είναι δυστυχώς παραπλανητικές – δίνοντας την εντύπωση ότι συνεχίζει να υπηρετεί τη Γερμανία, όπως στο παρελθόν με τους απαράδεκτους εκβιασμούς της (άρθρο).
Ισχύει φυσικά το ότι, μετά το ζενίθ της κρίσης στα μέσα του 2013, δημιουργήθηκαν 2,2 εκ. θέσεις εργασίας στην Ευρωζώνη – αν και πολύ λιγότερες από τις 5,5 εκ. που χάθηκαν μεταξύ των ετών 2008 και 2013. Εν τούτοις, αυτό αφορά κυρίως τη Γερμανία, ενώ ο ευρωπαϊκός Νότος συνεχίζει να υφίσταται το μαρτύριο της ανεργίας, όπως διαπιστώνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Εξέλιξη της αγοράς εργασίας στην Ευρωζώνη, μετά το 2008
.
Εκτός από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών, οι νέες θέσεις εργασίας είναι κυρίως με πολύ χαμηλούς μισθούς, σε κακοπληρωμένους κλάδους – ενώ, εάν η αγορά εργασίας συνεχίσει να ανακάμπτει με τον ίδιο ρυθμό, θα φτάσει στα επίπεδα του 2008 το 2018! Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια δηλαδή, εάν δεν μεσολαβήσει μία νέα κρίση, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανή.
Στο θέμα της ανεργίας, η σύγκριση της Ευρώπης με τις Η.Π.Α. είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτική – παρά το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες χάθηκαν πιο πολλές θέσεις εργασίας λόγω της κρίσης. Μετά από δύο χρόνια όμως η κατάσταση εκεί αντιστράφηκε, ενώ σήμερα έχει αυξηθεί κατά 2% σε σχέση με το 2008 – όταν στην Ευρώπη παραμένει μειωμένη κατά -2%.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη του ΑΕΠ (μαύρη καμπύλη), καθώς επίσης των θέσεων εργασίας (γαλάζια καμπύλη) στην Ευρωζώνη (αριστερά), καθώς επίσης στις Η.Π.Α. (δεξιά) – όπου και στις δύο χώρες το πρώτο τρίμηνο του 2008 θεωρείται ως το αρχικό έτος μέτρησης (=100).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, ΗΠΑ, ΑΕΠ, αγορά εργασίας, ανάπτυξη, μετά το 2008
.
Περαιτέρω, μία από τις πλέον απογοητευτικές διαπιστώσεις στην Ευρώπη είναι το ότι, τα δύο τρίτα (75%) περίπου των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά το 2013, αφορούν μόνο δύο χώρες: τη Γερμανία (+592.000), καθώς επίσης την Ισπανία (+724.000). Η διαφορά όμως μεταξύ των δύο αυτών κρατών είναι τεράστια – αφού η απασχόληση στη Γερμανία είναι ήδη +5% μεγαλύτερη από το ξεκίνημα της κρίσης, ενώ στην Ισπανία είναι σχεδόν -15% χαμηλότερη.
Σύμφωνα τώρα με την ΕΚΤ, στις χώρες του μνημονίου (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), δημιουργήθηκαν μετά το 2013 συνολικά οι ίδιες θέσεις εργασίας, όπως στις μεγαλύτερες (Γαλλία, Ιταλία). Ως εκ τούτου η κεντρική τράπεζα συμπέρανε ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιβλήθηκαν ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά απαιτούν περισσότερο χρόνο – επειδή η αγορά εργασίας δεν είναι σε τέτοιο βαθμό απελευθερωμένη, όπως αυτή των Η.Π.Α., στις οποίες η προστασία των εργαζομένων απέναντι στις απολύσεις είναι πολύ μικρότερη!
Μία τρίτη διαφορά της Γερμανίας σχετικά με τις υπόλοιπες χώρες είναι το ότι, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν σε αυτήν είναι σε πολύ μικρότερο βαθμό περιορισμένης διάρκειας, συγκριτικά με το παρελθόν – ενώ σε όλες τις άλλες το μεγαλύτερο μέρος τους είναι περιορισμένης διάρκειας.
Τέλος, μία από τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ανάπτυξης είναι το ότι, οι νέες θέσεις εργασίας δεν αυξάνονται υποχρεωτικά σε εκείνους τους κλάδους που είχαν χαθεί – όπως συμβαίνει με τις κατασκευές, όπου συνεχίζουν να χάνονται, λόγω της φούσκας που είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει επίσης στη βιομηχανία της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου συνεχίζουν να μειώνονται – με τις νέες θέσεις να δημιουργούνται κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών, στο εμπόριο και στις μεταφορές.
Εύλογα βέβαια, αφού η Γερμανία εισάγει αχόρταγα κυρίως σοβαρές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, ενώ αδιαφορεί για αυτές στις υπηρεσίες – εφαρμόζοντας μία καταστροφική για τους εταίρους της μισθολογική πολιτική dumping, ενώ ουσιαστικά μονοπωλεί την ΕΚΤ προς όφελος της.
.

Επίλογος

Τεκμηριώνεται πως οι ασυμμετρίες εντός της Ευρωζώνης αυξάνονται αντί να ελαττώνονται ή, έστω, να εξισορροπούνται – ενώ δεν αφορούν μόνο τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών (+250 δις € για τη Γερμανία) αλλά, επίσης, την αγορά εργασίας.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις θα ήταν θαύμα η μη διάλυση της Ευρωζώνης – εκτός εάν η μία χώρα μετά την άλλη αποδεχθούν την ηγεμονία της Γερμανίας, καταλήγοντας προτεκτοράτα της όπως η Ελλάδα(άρθρο). Φυσικά αδυνατούμε να το πιστέψουμε, οπότε παραμένουμε στην πρώτη μας θέση: στη διάλυση της Ευρωζώνης, ευχόμενοι να είναι ελεγχόμενη.
 anhsyxia.wordpress.com

O μακρινός απόηχος μιας μεγάλης ιστορίας

O μακρινός απόηχος μιας μεγάλης ιστορίας
makedonika
Τη φωτογραφία την είδαμε στο ενδιαφέρον blog Benjamin conti, συνοδευόμενη από ένα ενδιαφέρον σχόλιο, ως αντιπαράδειγμα στην ελληνική εθνική αφήγηση. Όμως η φωτογραφία αυτή κρύβει-ευτυχώς- πολλά περισσότερα.

Ήρθε στην επιφάνεια μια φωτογραφία από χωριό της Φλώρινας το 1949. Η φωτογραφία, στο φόντο έχει ένα κτήριο με γραμμένα συνθήματα του ΔΣΕ υπέρ της «σοσιαλιστικής νίκης» γραμμένα στα ελληνικά και στα μακεδονικά. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το τι λέει το σύνθημα: Da zivee slobodnata makedonija vo ramkite na narodnorepublikanskata balkaska fedеracija-Ζήτω η ελεύθερη Μακεδονία στους κόλπους της λαϊκοδημοκρατικής βαλκανικής ομοσπονδίας. Εδώ λοιπόν διακυβεύονται πολλά, πολλά περισσότερα από την κρίση  που προκαλεί στην εθνική (αριστερή και μη) αφήγηση η διγλωσσία του τοίχου. Εδώ είναι ο μακρινός απόηχος μιας πανέμορφης ιστορίας χαμένης και αντιφατικής. Σε μια εποχή που το κεφάλαιο ήταν στα Βαλκάνια η νέα θεϊκή δύναμη που εμφυσούσε ζωή στους νεκρούς αυτοκρατορικούς κρατικούς θεσμούς, που μεταμφίεζε το θάνατο σε πρόοδο. Με αφορμή λοιπόν μια φωτογραφία.

Τα Βαλκάνια σε κρίση και σε συγκρότηση.

Κατά τη διαδικασία της εθνικής-κρατικής συγκρότησης, όπως σωστά παρατηρεί ο M.Kroh, το κράτος ως έθνος αναπτύσσεται πλήρως όταν σχηματίσει αστική και εργατική τάξη, παραγωγικές δομές, διανοητική ελίτ, κτλ. Η εργατική τάξη, και η αστική υπάρχουν ως τέτοιες μόνο στα πλαίσια της κρατικής μορφής του κεφαλαίου. Αυτό είναι το κοινό τους έδαφος. Το κράτος είναι η πολιτική μορφή της ενότητας των αντίπλαων τάξεων. Γιαυτό και συμμετέχουναπό κοινού στην συγκρότηση του έθνους κράτους, καθώς από κοινού είναι αστικά υποκείμενα. Το έθνος κράτος δεν είναι απλά ένα ιδεολογικό/πολιτικό project της αστικής τάξης. Παρόλα αυτά, αυτή η ενότητα των υποκειμένων μέσα στο κράτος δεν μοιάζει δεδομένη, και τα υποκείμενα διεκδικούν μετά μέσα στο κράτος τις θέσεις και του συσχετισμούς δύναμης τους.Εκεί συνήθως, μετά την περίοδο της εθνικής απελευθέρωσης παρατηρούνται πολιτικές μετατοπίσεις ή διασπάσεις των «εθνικοαπελευθερωτικών» συμμαχιών, οι οποίες όμως έχουν σαν κοινό τους άξονα το κράτος στο βαθμό που διεκδικούν την χειραφέτηση των αστικών ρόλων και ταυτοτήτων. Το αν βέβαια μπορεί να σταθεροποιηθεί η κρατική υπόσταση με αυτούς τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς και με τα μοντέλα που προτείνουν οι διάφορες τάξεις είναι μια άλλη ιστορία, που συνήθως επιλύεται με λυσσαλέο εσωτερικό ανταγωνισμό. 

Το continuum των κομμουνιστικών/σοσιαλιστικών και αστικών κινημάτων σε μια μεταβατική περίοδο.

Καθώς ήταν περίοδος μετάβασης, οι άνθρωποι τότε απέναντι σε διάφορα χαρακτηριστικά του κεφαλαίου αντλούσαν παραδείγματα αντίστασης από το προκαπιταλιστικό/προ-εθνικό παρελθόν τους, από τις αναπαραστάσεις μιας ζωής αποκεντρωμένης, μη εντατικοποιημένης, μικτής ταυτοτικά -ακόμα και πάνω στο ίδιο το άτομο, όχι μεταξύ ατόμων ή ομάδων μόνο- ατόμων που είχαν μάθει να ζουν και να κινούνται στον ενιαίο ανομοιογενή χώρο της βαλκανική οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο να συνδυάσουν αυτά τα βιώματα του παρελθόντος με τα «όποια πλεονεκτήματα» του κεφαλαίου ή του έθνους κράτους ή βάσει αυτών των βιωμάτων να αντισταθούν σε άλλα στοιχεία των νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης του κεφαλαίου που θεωρούσαν αρνητικά. Δεν συνειδητοποιούσαν ακόμα ότι αυτοί οι κόσμοι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι, η ετερογενής αγροτική κοινωνία του παρελθόντος δεν συνδυαζόταν με το νεωτερικό έθνος-κράτος. Χρειάστηκαν τραγικά γεγονότα, πολύ αίμα και συντριπτικές ήττες, όπως πάντα, για να βρεθεί αυτή η ιστορική γνώση. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών θέσεων που αναμείγνυαν απόπολιτικές θέσεις του κεφαλαίου, του έθνους κράτους, του εμπορίου και της εκ-βιομηχάνησης με μια παράλληλη καχυποψία για τις πολύ σφιχτές εθνικές ταυτότητες μέχρι θέσεις που τις απέρριπταν εντελώς.
Στα πλαίσια του αναδυόμενου λοιπόν καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στα Βαλκάνια, στην πραγματική υπαγωγή του πλέον, αναδύθηκαν δύο μορφές κινημάτων και δύο κεντρικές ιδέες. Η μία πλευρά ήταν τα μαζικά, λαϊκά αστικά κόμματα, και διάφορες εθνικιστικές και πατριωτικές φιλεργατικές οργανώσεις που προωθούσαν την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας ως χειραφέτησης, της συγκρότησης έθνους κράτους, σύγχρονου, καπιταλιστικού, δημοκρατικού ή μοναρχικού και εθνικού, ανεξάρτητου από την Οθ. Αυτοκρατορία. Αυτά τα κινήματα, είτε είχαν πιο μοναρχικό χαρακτήρα, είτε πιο αστικοδημοκρατικό, στηρίχθηκαν από πλατιά κομμάτια νέων εργατών, μικροεπαγγελματιών και αστών/διανοούμενων. Υπήρξαν τότε και ελάχιστες αριστερο-πατριωτικές οργανώσεις που είχαν μια τέτοια γραμμή δίνοντας έμφαση στο εργατικό στοιχείο, αλλά πάντα στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους. Πάντως μέχρι το 1924 αυτές οι οργανώσεις ήταν λίγες, και την πολιτική ατζέντα του έθνους κράτους την μονοπωλούσαν οι «λαϊκοί-εθνικιστές», Από την άλλη δημιουργήθηκε η ιδέα τηςΒαλκανικής ομοσπονδίας, ήδη από πολύ νωρίς. Εδώ υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις οι οποίες αλληλοκαλύπτονται μερικές φορές με τις αμιγώς εθνικές δυνάμεις.

Η βαλκανική ομοσπονδία σε διαφορετικές εκδοχές και προσλήψεις. Μια γενεαλογία

Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ότι για την περίοδο που μιλάμε, καμιά θέση δεν είναι ξεκάθαρη, οι όροι εθνικιστής/διεθνιστής, αριστερά/δεξιά κτλ, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ή δεν νοούνται ακριβώς με τους όρους του σήμερα και γιαυτό θα μπαίνουν σε εισαγωγικά.. Τότε όλοι ήταν επαναστάτες του καινούριου, του κεφαλαιοκρατικού κόσμου. Η ιδέα τότε της βαλκανικής ομοσπονδίας στηρίχθηκε από δύο πλευρές γιαυτό και υπάρχουν αρκετές εκδοχές της. Από τη μία κομμάτια της παλιάς πολυπολιτισμικής εμπορικής αστικής τάξης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν έβλεπαν θετικά την εθνική κατάτμηση του ενιαίου Βαλκανικού χώρου ενώ για αυτές αποτελούσε και δύσκολο πρόβλημα το ζήτημα της εδαφικοποίησης του έθνους σε μια τόσο ανομοιογενή και στενά γεωγραφική περιοχή, η ιδέα της ομοσπονδίας ή της οικοδόμησης μιας ευρύτερης ταυτότητας και κρατικής οντότηταςαποτελούσε μια κάποια λύση. Από την άλλη κομμάτια κυρίως της βαλκανικής υπαίθρου, μικτά πολιτισμικά, ανομοιογενή, διάσπαρτα κατανεμημένα και σε μεγάλο βαθμό νομαδικά, έβλεπαν ότι η εθνική συγκρότηση θα έθετε όρια στην δραστηριότητα τους. Από αυτά τα κομμάτια προήλθε η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της βαλκανικής ομοσπονδίας .Οι δύο αυτές τάσεις δεν θα πρέπει να ιδωθούν εντελώς αντιθετικά, αλλά σαν συγκοινωνούντα δοχεία .

Η πρώτη φορά που διατυπώνεται η ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας δεν είναι από τα «αριστερά». Αντίθετα διατυπώνεται από τα «δεξιά», από κύκλους ρομαντικών-volkisch διανοούμενων στη Βουλγαρία και τη Σερβία. Αυτοί ήθελαν να επιλύσουν με κάποιο τρόπο το ζήτημα της απελευθέρωσης από την οθωμανική αυτοκρατορία και την καθυστερημένη τεχνολογική/εμπορική και οικονομική της επικηδεμονία και ταυτόχρονα το τι θα γινόταν με το γλωσσικό και πολιτιστικό φάσμα των αγροτικών πληθυσμών, που έμοιαζε περισσότερο με ένα ετερογενές νομαδικό συνεχές παρά με κάτι σταθερό και ξεκάθαρο. Επίσης έβλεπαν με καχυποψία όπως ήδη αναφέρθηκε τον σκληρό εθνικό οικονομικό κατακερματισμό των Βαλκανίων και πίστευαν ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ενιαίος φορέας ή μια ομοσπονδία. Αυτό ξεκινά ήδη από αστούς διανοούμενους όπως ο Ljudevit Gaj το 1830 ο οποίος στη Σερβία προσπαθούσε επίμονα να διατυπώσει μια κοινή βαλκανική-σλαβική κατα βάση- γλώσσα. Η τάση αυτή δέχτηκε σκληρή κριτική από την καθαρά εθνική τάση των αστών διανοούμενων που προωθούσαν μια ιδέα εθνικής επανάστασης στα Βαλκάνια. Από το 1908 και μετά, αυτή η ιδέα εμφανίζεται ιδιαίτερα δημοφιλής και στα «λαϊκά στρώματα» των πόλεων της βαλκανικής. Τόσο στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας όσο και στη περιοχή τη Γιουγκοσλαβίας εμφανίζεται η ιδέα ενός ενιαίου ή ομοσπονδιακού βαλκανικού κράτους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αστικών δυνάμεων που στήριζαν την ιδέα ενός ομόσπονδου ή συνομοσπονδιακού κράτους στα Βαλκάνια ήταν η οργάνωση της «νέας Βοσνίας», το «Γιουγκοσλαβικό κομιτάτο»,[1] ενώ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην Βουλγαρία αποτελούσε το κόμμα και η κυβέρνηση Αγροτών, ένα κόμμα κεντρώο/αστικοδημοκρατικό, φανατικά ενάντια στις απεργίες ή το σοσιαλισμό το οποίο όμως υποστήριζε την ιδέα μια βαλκανικής συνομοσπονδίας και τελικά γιαυτό ανατράπηκε από εθνικιστές. Τέκνο ή διασημότερη έκφραση αυτής της ευρύτερης τάσης μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί ο «γιουγκοσλαβισμός» μια ιδέα που προωθούσε την ένωση των νότιων σλάβων κάτω από διάφορες μορφές κρατικής οργάνωσης, προωθώντας μάλιστα από ένα σημείο και μετά, κυρίως μετά τον Α’Παγκόσμιο πόλεμο την ιδέα ενός ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους.

Η δεύτερη εκδοχή ήταν αυτή που άρχισε να εμφανίζεται μαζικά μεταξύ των βαλκάνιων αγροτών ήδη από το 1890, όταν ήταν εμφανές ότι ο τρόπος ζωής τους ήταν αυτός που βαλλόταν περισσότερο. Μεταξύ των βούλγαρων, βλάχων και άλλων σλαβόφωνων αγροτών των Βαλκανίων και ιδιαίτερα της περιοχής της Βουλγαρίας-Μακεδονίας, εμφανίζεται η εκδοχή για μια αναρχική/αγροτική ομοσπονδία όλων των εθνοτήτων. Την ιδέα αυτή εκφράζουν μέσα από πλήθος οργανώσεων. Εκεί αρχίζουν να εμφανίζονται αναρχικές και ομοσπονδιακές ιδέες μεταξύ των αγροτών, ως μορφή αντίστασης στην διαφαινόμενη εθνικοποίηση και προλεταριοποίηση του πληθυσμού. Αυτή η πολιτική τάση ήταν η άρνηση της νέας εργατικής ταυτότητας και η υπεράσπιση της νομαδικής και αγροτικής κοινωνίας. Πουθενά στα τότε γραπτά των πρώτων βούλγαρων διανοητών και μαχητών, δεν υπάρχει η λέξη προλετάριος. Από την άλλη υπάρχει πλήθος αναφορών στην πολυπολιτισμικότητα. Οι οργανώσεις που τους εκφράζουν είναι ανώνυμες και αντιφατικές. Η πιο γνωστή, η BMPO(ΕΜΕΟ-εσωτερική μακεδονική επαναστατική οργάνωση) ήταν μια ιδιαίτερη, πολύπλοκη και αντιφατική περίπτωση αλλά ιδιαίτερα πολυπληθής τότε. Ειρωνικά, σήμερα τόσο στη Μακεδονία όσο και στην Βουλγαρία είναι ακροδεξιά οργάνωση. Ξεκίνησε όμως ως μια περίεργη χαλαρή συμμαχία/συντονισμός μεταξύ εθνικιστών που στήριζαν τον ιδιαίτερα πυκνό σλαβικό  αγροτικό πληθυσμό της παρακμάζουσας οθωμανικής Μακεδονίας, και σοσιαλιστών/κομμουνιστών και αναρχικών που υποστήριζαν την αντικατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας με μια αγροτική ομοσπονδία η οποία να μη ταυτίζεται ούτε με την Ελλάδα, ούτε με τη Σερβία ούτε με τη Βουλγαρία. Ο όρος «μακεδόνας» εδώ χρησιμοποιείται από τους αγρότες επαναστάτες ως «ομπρέλα». Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, αλλά και λίγο πριν είναι γνωστό ότι ανα περιοχή, ανάλογα με την πολιτική τάση που επικρατούσε μεταξύ των «οπλαρχηγών»  έγιναν και διαφορετικά κοινωνικά πειράματα, όπως η «Δημοκρατία του Κρούσεβο» ή οι βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης(γκεμίτζιτε). Παρόλα αυτά οι εθνικοί ανταγωνισμοί, το μίσος, και κυρίως η ανασφάλεια που δημιουργείται να μην είσαι υποκείμενο κανενός κράτους σε ένα κόσμο οργανωμένο από κράτη, μετά την ήττα του Ίλιντεν και την άγρια και μαζική καταστολή του κινήματος της μακεδονικής αυτονομίας από την Ελλάδα, τη Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία μαζί, η ΕΜΕΟ πρακτικά διαλύθηκε, η δεξιά και η αριστερή πτέρυγα αρχίζουν απόπειρες δολοφονιών η μια στην άλλη. Οι πιο αριστερές φράξιες της ή δολοφονήθηκαν ή εντάχθηκαν σε αριστερά κόμματα που δραστηριοποιούνταν στις γύρω χώρες, με μερικού από αυτούς να είναι πρωτοκλασάτα ονόματα στα ιδρυτικά στελέχη της Φεντερασίον της Θεσσαλονίκης αλλά και των Βουλγάρικων και μακεδονικών κομμουνιστικών κομμάτων, ενώ η δεξιά πτέρυγα της οργάνωσης, θα στραφεί ανοιχτά προς τον βουλγάρικο εθνικισμό. Σε όλα αυτά, καθοριστικός είναι ο ρόλος των αγροτών της περιοχής, όπου μετά την αποτυχία των διάφορων «σοσιαλιστικών πειραμάτων» και την ελληνική και βουλγαρική τρομοκρατία στην περιοχή, στράφηκαν σταδιακά προς την ιδέα του έθνους κράτους, και άρχισαν να διεκδικούν την ένταξη τους με εθνικούς όρους σε διάφορα από τα γύρω κράτη. Από εδώ, η πολυπολιτισμικότητα της Μακεδονίας, οι αντιφατικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της εποχής, μιας εποχής μετάβασης, συνδέουν το ζήτημα της Βαλακανικής Ομοσπονδίας με το Μακεδονικό ζήτημα.

Η τρίτη εκδοχή είναι η πιο ενδιαφέρουσα και συνδυάζει τις παραπάνω. Η εθνική αφήγηση που θα επικρατήσει τελικά μέσα σε ένα έθνος κράτος, είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και φυσικά είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμού. Αυτός ο ανταγωνισμός παίρνει τη μορφή εθνοκαθάρσεων, σφαγών, πολέμων κτλ. Μετά το 1904 η ιδέα ενός Βαλκανικού ενιαίου χώρου χωρίς κράτος έχει εγκαταλειφθεί. Οι εντάσεις ανεβαίνουν. Οι πιο αριστερές τάσεις του γεωγραφικού αυτού χώρου αρχίζουν να μιλούν για συγκρότηση εθνικών κρατών-καθώς ο θεσμός του κράτους είχε αποδείξει πολλάκις τη δυναμική του, και θα το έκανε ξανά- τα οποία θα μπορούσαν να προστατέψουν τις αντίστοιχες εθνότητες και μετά θα ενωνόταν σε μια βαλκανική σοσιαλιστική ομοσπονδία. Εδώ αρχίζει να αναδύεται το Μακεδονικό ζήτημα ως εθνικό ζήτημα και φυσικά η ομογενοποιητική και κανονιστική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού μπαίνει εδώ από το «παράθυρο». Η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, κατοικημένη από πλήθος ομάδων με διαφορετικές γλώσσες ή και διαλέκτους, κυρίως αγροτικές, ήταν το τελευταίο κομμάτι που είχε μείνει κάτω από οθωμανικό έλεγχο μέχρι και το 1912, όταν γύρω γύρω είχε αρχίσει ήδη η εθνική ομογενοποίηση εντός των χωρών, στη Σερβία και στη Βουλγαρία χτίζονται σταδιακά κεντρικά εκπαιδευτικά συστήματα με τυποποιημένες γλώσσες από τα κράτη. Η Μακεδονία παραμένει ένα ανομοιογενές κομμάτι ανάμεσα σε ομογενοποιημένα. Σταδιακά από τους διάφορους σοσιαλιστές που συμμετέχουν σε διάφορες λενινιστικές οργανώσεις εμφανίζεται η ιδέα ότι μόνο ως διακριτό κράτος, εντός μιας βαλκανικής ομοσπονδίας θα μπορούσε αυτή η περιοχή να γλυτώσει τις σφαγές, ένα κράτος αρχικά εξ ορισμού πολυπολιτισμικό. Παρόλα αυτά ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι η στρατηγική της συγκρότησης κράτους, όποιο και αν είναι το αρχικό κοινωνικό υλικό της, έχει εμμενώς κανονιστική και ομογενοποιητική λειτουργία. Κοντολογίς το κράτος και η κοινωνία κάτω από αυτό, πάντα έχει και προσδίδει διαλεκτικά στην κοινωνία μοναδιαίο χαρακτήρα. Ίσως όχι απαραίτητα γλωσσικά, αλλά μια συλλογική ταυτότητα βασισμένη σε «κάτι» το οποίο ειναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα προϋπόθεση της παραγωγικής εξουσίας του κράτους. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν τα βαλκανικά κράτη συζητούσαν μεταξύ τους για τη συγκρότηση της ομοσπονδίας, δεν μπορούσαν ταυτόχρονα να απολέσουν πλήρως της εθνικές αξιώσεις επί συγκεκριμένων εδαφών, και κυρίως για τη Μακεδονία.

Οι διάφοροι σοσιαλιστές της ΒΜΡΟ μετά το 1904 φεύγουν και εισέρχονται σε σοσιαλιστικά κόμματα της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας των νεότουρκων αργότερα. Κομβικό ρόλο σε αυτές τις ζυμώσεις αρχίζει να παίζει ο  ρωσομαθής βούλγαρος Ντιμιτάρ Βλαγκόεβ. Ο Βλαγκόεφ συνδεδεμένος με τους επαναστατικούς κύκλους της Μόσχας ήδη από το 1885, γυρίζει ήδη το 1903-1904 στη Βουλγαρία όπου και διασπά το μικρό τότε Σοσιαλιδημοκρατικό-Βουλγαρικό κόμμα, σε «στενούς σοσιαλιστές» τους πιο ριζοσπάστες οι οποίοι υποστηρίζουν φανατικά την ιδέα μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, και των «πλατειών σοσιαλιστών, πιο επικεντρωμένων στην εθνική συγκρότηση της Βουλγαρίας. Το κόμμα των «στενών» σοσιαλιδημοκρατών θα γίνει η μαγιά για το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό κόμμα, μετά από ζυμώσεις τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην Ρωσία, στον περιβόητο κύκλο «Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών». Μέσω αυτών των ομάδων, και η ΕΣΣΔ ήταν υπέρ της συγκρότησης μιας μεγάλης ομοσπονδιακής δημοκρατίας στα Βαλκάνια, αν και μάλλον απ’ ότι φάνηκε μετά, η στάση της ήταν περισσότερο εργαλειακή παρά «κομμουνιστική». Κατά το 1922-1924 η ΕΣΣΔ μέσω του ΒΚΚ αλλά και των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων της περιοχής επιχειρεί να ανασυστήσει το σχέδιο της Βαλκανικής ομοσπονδίας, ως μια συνομοσπονδίαεθνών κρατών μέσω α) της πίεσης και της αναγνώρισης ότι όχι απλά η Μακεδονία είναι πολυπολιτισμική, αλλά την αποδοχή της ύπαρξης Μακεδονικού έθνους που έχει δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και β) μέσω της προσπάθειας επανάκτησης της συνεργασία με τη[2] ΒΜΡΟ η οποία όμως απέτυχε, καθώς είχε πλέον πάρει σαφώς φιλοβουλγαρικό εθνικό/εθνικιστικό χαρακτήρα. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε όμως ότι η κατάσταση στο «έδαφος» ήταν ιδιαίτερα αντιφατική και πολύπλοκη, η διαδικασία εθνοποίησης είχε πάρει άλλες διαστάσεις. Τα σχέδια για μια βαλκανική ομοσπονδία ήταν περισσότερο σχέδια επί χάρτου παρά πραγματικές δυνατότητες.

Η ВМРО , πραγματικά δραστήρια στη περιοχή είχε πλέον φιλοβουλγαρικό χαρακτήρα, ενώ μεγάλο κομμάτι των σλαβόφωνων είχε μετακινηθεί λόγω των εχθροπραξιών των προηγούμενων ετών  στις αντίστοιχες χώρες. Ταυτόχρονα ο ερχομός των προσφύγων στη Μακεδονία τάραξε και άλλαξε τα δεδομένα τόσο γλωσσικά όσο και πολιτικά. Για αυτούς η ιδέα μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας, με μια «ανεξάρτητη πολυπολισμική μακεδονική κρατική οντότητα» ήταν κάτι ξένο όπως ήταν αναμενόμενο. Παρόλα αυτά η διαμεσολάβηση του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και οι κοινωνικές ανακατατάξεις που επέφερε κυρίως στη Μακεδονία, υπέσκαψαν τις πραγματικές κοινωνικές βάσεις ενός τέτοιου project. Παρόλα αυτά, το σχέδιο έμεινε αρκετά δημοφιλές, ως μακρινός απόηχος της πολυπολιτισμικής  ιστορίας του, μεταξύ των σλαβομακεδόνων της ελληνικής επικράτειας και κάποιων βλάχων, οι οποίοι έστω και στη συγκρότηση μιας κρατικής οντότητας στα πλαίσια μιας βαλκανικής ομοσπονδίας έβλεπαν τον μοναδικό τρόπο μη εκτοπισμού ή άγριας καταστολής. Το ΚΚΕ κάτω από τη πίεση των προλετάριων προσφύγων είναι το πρώτο που αποχωρεί από το σχέδιο το 1935. Το 1949 κάθε υπόνοια του σχεδίου εγκαταλείπεται. υπό την πίεση των αλλαγών της ταξικής πάλης και του εθνικού ζητήματος των προσφύγων από τη Μ. Ασία που συνέρρεαν στους κόλπους του ΚΚΕ στην Ελλάδα, και ήταν ιδιαίτερα αρνητικοί σε ένα τέτοιο σενάριο. Η βάση είχε αλλάξει δραματικά. Οι περιπέτειες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά, με τη ρήξη πλέον μεταξύ Τίτο, ΕΣΣΔ και Βουλγαρίας έπαιξαν επίσης ρόλο, καθώς ο Τίτο πλέον μέσω του Γιουκοσλαβισμού φαίνεται να προωθεί ένα σενάριο κρατικής ομοσπονδίας. Το ΚΚΕ αρχίζει να μιλάει για μια αόριστη νίκη της ΕΣΣΔ στα Βαλκάνια που θα λύσει το πρόβλημα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συζητά για αλλαγή συνόρων. Η ΝΟΦ  η σλαβομακεδονική οργάνωση του ΔΣΕ που υιοθετούσε ακόμα την θέση περί βαλκανικής ομοσπονδίας ανεξάρτητων κρατών μένει ουσιαστικά ξεκρέμαστη[3]. Το ΚΚΕ παρεμβαίνει. Η ΝΟΦ στο 5ο συνέδριο του ΚΚΕ το 49′ φιμώνεται. Μετά το ζήτημα έληξε. Ο εμφύλιος τέλειωσε. Η ιστορία ξεχάστηκε .

Το παιδί με το σκυλί, στέκεται μπροστά σε ένα τοίχο, με μια χαμένη ιστορία αγροτικών και εθνικών αγώνων 100 χρόνων από τη στιγμή της φωτογραφίας. Μιας ιστορίας που ήταν -κατά τον γράφοντα- δεδομένο να αποτύχει. Όλη η ιστορία των εθνών κρατών των Βαλκανίων είναι γραμμένη εκεί. Κάποιος χωριάτης, κάπου εκεί, έστω και διαστρεβλωμένο, είχε ακόμα το όνειρο της ξακουστής  άλλοτε βαλκανικής ομοσπονδίας.

Υποσημειώσεις.
[1] Η/ο αναγνώστρια/ης θα πρέπει να έχει στο νου του ότι η σχέση μεταξύ της Σερβικής εθνικής ιδέας, του γιουγκοσλαβισμού, του γιουγκοσλαβικού Κομιτάτου και της εθνικής ιδέας της Σερβίας δεν είναι εντελώς αντιπαραθετικές. Αν και είναι αλήθεια ότι οι Σέρβοι και οι Κροάτες εθνικιστές έβλεπαν πολύ αρνητικά το Γιουγκοσλαβικό σενάριο, από ένα σημείο και μετά είδαν σε αυτό το σχέδιο έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο και μέσο για την πλήρωση των σχεδίων τους. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις εσωτερικές εντάσεις και διασπάσεις του ίδιου του κομιτάτου.
[2] Την ίδια περίοδο διάφορες λιγότερο εθνικιστικές φράξιες ή αριστερές της ΒΜΡΟ συνεργάζονται τόσο με την σχετικά φιλελεύθερη κυβέρνηση του Σταμπλίνσκι όσο και με το ΚΚΒ. Με τον Σταμπλίνσκι από το 1922 συνεργάζεται μια ομάδα απου ονομαζόταν «ομοσπονδιακή μακεδονική οργάνωση», διάσπαση της BMPO, η οποία προωθεί όπως και ο ίδιος ο Σταμπολίνσκι μια γιουγκοσλαβική έκδοση της Ομοσπονδίας. Από το 1923 με τα κομμουνιστικά κόμματα συνεργάζεται μια φράξια της ΒΜΡΟ η οποία μετά το 1924 και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με την ΕΣΣΔ θα αποχωρήσει από την ΒΜΡΟ και λίγο αργότερα θα ενταχθεί στο ΒΚΚ
[3] Σε μια περίοδο που τα γύρω γύρω κράτη είχαν σαφώς εθνικοποιηθεί και ομογενοποιηθεί, η ομοσπονδιακή ιδέα της ΝΟΦ δεν ήταν παρά μια απατηλή εκδοχή, ένα φάντασμα του μακρινού της παρελθόντος. Η ιδέα που προωθούσε η ΝΟΦ ήταν στη πραγματικότητα και αυτή εθνική και δεν χρίζει κάποιας ιδιαίτερης πολιτικής υπεράσπισης, αν και έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Εδώ είναι η πραγματική απόδειξη ότι τα έθνη «ούτε κατασκευάζονται» από τα πάνω, από την αστική τάξη ούτε από το κράτος, αλλά ούτε και είναι αυθύπαρκτα ιστορικά.Είναι ιστορικές κατασκευές, όχι κρατικές κατασκευές, είναι πραγματώσεις ενός υποκειμένου χωρίς υποκείμενο, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ομογενοποιητικής κοινωνικής του διαδικασίας. Τα έθνη είναι πρώτα και κύρια αμοιβαίοι ετεροπροσδιορισμοί, μεταξύ δύο κοινοτήτων που σχηματίζονται και τείνουν να ομογενοποιούνται από τη καπιταλιστική κυκλοφορία και να αποκλείουν η μια την άλλη από την άμεση σφαίρα κυκλοφορίας τους. Τα έθνη είναι κοινωνικά παράγωγα, υπάρχουν ως τέτοια μόνο σε σχέση μεάλλα έθνη ως εξωτερικούς προσδιορισμού τους. Η δημιουργία ενός έθνους στην άκρη του κόσμου, συνεπάγεται άμεσα τη δημιουργία του τελευταίου στην άλλη άκρη. Τα σύνορα είναι πάντα διπλά όρια, είναι τέλος αλλά και αρχή άλλων εθνών/κρατών, Τα πολλά έθνη είναι η αναγκαία προκείμενη για την ύπαρξη του ενός, γιαυτό και ποτέ αστικές κριτικές εθνικισμού δεν θα τον ξεπεράσουν τελικά ποτέ. Από τη στιγμή που οι γύρω χώρες άρχισαν να ομογενοποιούν το εσωτερικό τους με βάση την εθνική τους ιδέα, είναι δεδομένο ότι και το μακεδονικό ζήτημα και όρος από ζήτημα ομπρέλα, θα έπαιρνε de facto χαρακτήρα κρατικής οντότητας όπως και πήρε, άμεσα μετά το 1904, όταν όλοι είδαν ότι τα έθνη κράτη ήρθαν για να μείνουν ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδιας ομοιογενών κρατών, ήταν το αποτέλεσμα της ήττας των αγροτικών επαναστάσεων στα Βαλκάνια., ήταν το απομεινάρι αυτή της κουλτούρας που παραδεχόμενη την ήττα προσπαθούσε να κρατήσει κάτι από το παρελθόν της. Αυτό φαίνεται και από το ότι οι Σλαβομακεδόνες κομμουνιστές έγιναν με εθνικούς όρους φίλα προσκείμενοι στο Μακεδονικό σοσιαλιστικό κράτος, που άρχισε έντονη διαδικασία γλωσσικής ομογενοποίησης από το 1945 και μετά, αλλά και ότι δεν είχαν λύση για το πραγματικό πρόβλημα που προέκυπτε από το αίτημα τους «τι θα γινόταν με όσους και όσες, για οποιοδήποτε λόγο, δεν ήθελαν να ενταχθούν σε ένα άλλα κράτος στη περιοχή τους» Βρίσκονταν δηλαδή στο ίδιο πρόβλημα που είχε και το ΚΚΕ από το 1924 και μετά, αλλά από την αντίστροφη.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ο νέος χρόνος και ο μύθος του Σίσυφου



Γιώργος X. Παπασωτηρίου 


Αντιφατικός, γι’ αυτό τραγικός ο απολογισμός του χρόνου που παρέρχεται. Αλλά και ο νέος χρόνος μοιάζει σκοτεινός. Ανεργία, φτώχια, εξαθλίωση είναι οι λέξεις της καθημερινής κατατρομοκράτησής μας. Όχι, δεν είναι η αγωνία θανάτου πλέον ο σηματωρός για την ιδιοποίηση του νοήματος της ύπαρξής μας, αλλά αυτό το άγνωστο που μας τσακίζει το νου και την ψυχή κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Η δεινή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, ήτοι το οδεύειν προς θάνατον δεν μοιάζει τόσο δραματικό όσο αυτό το ζωντανό μαρτύριο, η εν ζωή αφαίρεση της αξιοπρέπειας και της κυριότητας του εαυτού. Γιατί, κάποτε, η συμφιλίωση με το μαύρο Τίποτα μπορεί να κάνει τη ζωή να εμφανίζεται ακόμα φωτεινότερη. Αλλά αυτή η αναμέτρηση με το άγνωστο δεν μπορεί να επιφέρει τη συμφιλίωση, αφού δεν είναι ούτε εντελώς ζωή ούτε εντελώς τίποτα.

 

Τώρα τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Μόνο ανεργία, κρίση, φτώχια, πόλεμος, προσφυγιά. Διακλαδιζόμενες φωνές, περιπλέκονται μεταξύ τους χαοτικά, διατυπώνοντας το αγωνιώδες ερώτημα: Τι Θα γίνουμε; Οι ήχοι μπλέκονται στο δίχτυ της αγωνίας, στο δίχτυ της μαύρης προοπτικής της φτώχειας. Εμείς τι μπορούμε να αντιτάξουμε στο σκοτάδι αυτό; Κατ’ αρχήν οφείλουμε να αντισταθούμε στο φόβο και στον τρόμο που μας εμβάλλουν αδιαλείπτως. Η τρομοκρατία δεν πρέπει να παγώσει τα κύτταρά μας, ακυρώνοντας αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η ελευθερία. Έχουμε χρέος απέναντι στα παιδιά μας να αρνηθούμε αποτελεσματικά τους καιάδες της εξαθλίωσης. Να επανεφεύρουμε τους θεσμούς της συλλογικότητας προσαρμοσμένους στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αλλά ούτε ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, ούτε να εμπνευσθεί, ούτε μία αλλαγή να διαρκέσει αν δεν έχει τη δική της Ποίηση, το δικό της περιεχόμενο. Αλλά ποιος θα «τραγουδήσει» σήμερα τον πολιτισμό της φτώχειας και το προσφάϊσμα της ζωής, ποιος ποιητής, ποιος Δάντης θα μιλήσει γι’ αυτό το «χάνι του πόνου»; Ποιοι θα είναι οι ρινηλάτες του νέου κόσμου; Αν ο Αυγουστίνος είπε «Είμαι, με γνωρίζω, με αγαπώ», εισάγοντας την ατομικότητα, ποιος νέος Απολλινάριος θα πει ότι «στον άνθρωπο η αρχή της ενέργειας είναι το εμείς, το ύψιστο κομμάτι του είναι, το υπέρ την ψυχή και το σώμα»; Πως θα συναρτηθεί το Εμείς με την ελευθερία της ατομικής συλλογικότητας; Είναι αυτό δυνατό στον κόσμο του κατέχειν και όχι του Είναι; Είναι δυνατό, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Προτείνεται, λοιπόν, αντί του καταναλωτικού ανθρώπου, ο ποιητικός ή δημιουργικός άνθρωπος που αρνείται τον καταναλωτισμό. Αντιθέτως, μάλιστα, επιδιώκει τη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής, όπου ο καθένας θα είναι ποιητής της δικής του ύπαρξης. Η πρόταση αυτή προϋποθέτει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, μία άλλη κουλτούρα και μία διαφορετική οικονομία της ύπαρξης. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι άνθρωποι της δημιουργίας (όσοι εργάζονται ως «δημιουργοί» και όχι μόνο από ανάγκη), αυτοί που εργάζονται στην οικονομία της γνώσης, της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και της κουλτούρας –γενικότερα της σκέψης- θα μπορούσαν να συστήσουν το «ποεταριάτο»(Rene Edme), τους δημιουργούς που θα μπορούσαν να γίνουν το νέο υποκείμενο της ιστορίας. Γιατί «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό… (Καμύ: Ο Μύθος του Σίσυφου).

πηγή:
http://www.artinews.gr/