ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Guardian: Το τέλος του καπιταλισμού έχει αρχίσει

Πολ Μέισον

Χωρίς να το έχουμε καταλάβει, μπαίνουμε στην μετακαπιταλιστική εποχή. Στο επίκεντρο της γενικότερης αλλαγής που έρχεται είναι η τεχνολογία των πληροφοριών, νέοι τρόποι εργασίας και η κοινόχρηστη οικονομία. Οι παλιοί τρόποι θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να εξαφανιστούν, αλλά ήρθε η ώρα να γίνουμε ουτοπικοί.

Οι κόκκινες σημαίες και τα ”επαναστατικά” τραγούδια του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, καθώς και η προσδοκία ότι οι τράπεζες θα εθνικοποιούνταν, αναβίωσε για λίγο το όνειρο του 20ου αιώνα: την αναγκαστική καταστροφή της αγοράς από την κορυφή. Για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, αυτός ήταν ο τρόπος που η Αριστερά συνέλαβε το πρώτο στάδιο μιας οικονομίας πέρα από τον καπιταλισμό. Η δύναμη θα εφαρμόζονταν από την εργατική τάξη, είτε στην κάλπη είτε στα οδοφράγματα. Η κατάσταση θα ήταν ο μοχλός. Η ευκαιρία θα έρχονταν μέσα από συχνά επεισόδια οικονομικής κατάρρευσης.

Αντ’ αυτού τα τελευταία 25 χρόνια υπήρξε ένα σχέδιο της Αριστεράς που πλέον έχει καταρρεύσει. Η αγορά κατέστρεψε το σχέδιο, ο ατομικισμός αντικατέστησε τον κολεκτιβισμό και την αλληλεγγύη, το εξαιρετικά αυξημένο εργατικό δυναμικό ανά τον κόσμο, μοιάζει με ένα «προλεταριάτο», αλλά πλέον δεν σκέφτεται ούτε συμπεριφέρεται όπως έκανε κάποτε.

Αν ζούσες μέσα σε όλα αυτά, και αντιπαθούσες τον καπιταλισμό, ήταν τραυματική εμπειρία. Αλλά στην πορεία η τεχνολογία έχει δημιουργήσει ένα νέο διέξοδο, που τα απομεινάρια της παλιάς Αριστεράς – και όλες οι άλλες δυνάμεις που επηρεάζονται από αυτά – πρέπει είτε να το αγκαλιάσουν είτε να πεθάνουν.

Ο καπιταλισμός, όπως αποδεικνύεται, δεν θα καταργηθεί με τεχνικές δυναμικής παρέμβασης. Θα πρέπει να καταργηθεί με τη δημιουργία κάτι πιο δυναμικού που, σε πρώτη φάση, θα υφίσταται σχεδόν αόρατο μέσα στο παλιό σύστημα, το οποίο όμως θα διασπαστεί, αναμορφώνοντας την οικονομία γύρω από νέες αξίες και συμπεριφορές. Αυτό το αποκαλώ μετακαπιταλισμό.

Όπως και με το τέλος της φεουδαρχίας πριν από 500 χρόνια, η αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον μετακαπιταλισμό θα επιταχυνθεί από εξωτερικούς κραδασμούς και θα διαμορφωθεί από την ανάδυση ενός νέου είδους ανθρώπου. Και έχει ξεκινήσει.

Ο μετακαπιταλισμός είναι εφικτός λόγω των τριών μεγάλων αλλαγών που η τεχνολογία των πληροφοριών έχει επιφέρει τα τελευταία 25 χρόνια.

Πρώτον, έχει μειώσει την ανάγκη για εργασία, θόλωσε τις άκρες μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου και χαλάρωσε τη σχέση μεταξύ εργασίας και μισθών. Το επερχόμενο κύμα της αυτοματοποίησης, που επί του παρόντος καθυστερεί λόγω των κοινωνικών υποδομών μας που δεν μπορούν να αντέξουν τις συνέπειες, θα μειώσει σημαντικά τον όγκο της εργασίας που απαιτείται – όχι μόνο για να συντηρεί αλλά και να προσφέρει μια αξιοπρεπή ζωή για όλους.

Δεύτερον, η πληροφορία διαβρώνει την ικανότητα της αγοράς να μορφοποιεί σωστά τις τιμές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αγορές βασίζονται στις ανεπάρκειες, ενώ οι πληροφορίες είναι άφθονες. Ο  αμυντικός μηχανισμός του συστήματος είναι να σχηματίζει μονοπώλια – τις γιγαντιαίες εταιρείες τεχνολογίας – σε μια κλίμακα η οποία δεν έχει παρατηρηθεί κατά τα προηγούμενα 200 χρόνια, ακόμη κι έτσι δεν είναι δυνατό να διαρκέσουν. Με την οικοδόμηση επιχειρηματικών μοντέλων και κοινές εκτιμήσεις που βασίζονται στη σύλληψη και την ιδιωτικοποίηση όλων των κοινωνικά παραγόμενων πληροφοριών, οι εν λόγω επιχειρήσεις κατασκευάζουν ένα εύθραυστο εταιρικό οικοδόμημα σε αντίθεση με την πιο βασική ανάγκη της ανθρωπότητας, η οποία είναι να χρησιμοποιήσει ιδέες ελεύθερα.

Τρίτον, βλέπουμε την αυθόρμητη αύξηση της συνεργατικής παραγωγής: τα αγαθά, οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί φαίνεται πως δεν ανταποκρίνονται πλέον στις επιταγές της αγοράς και τη διοικητική ιεραρχία. Το σημαντικότερο προϊόν πληροφορίας στον κόσμο -η Βικιπαίδεια – γίνεται από εθελοντές δωρεάν, καταργώντας την αγορά εγκυκλοπαίδειας και στερώντας τη διαφημιστική βιομηχανία από-κατ ‘εκτίμηση-  $ 3δισ το χρόνο σε έσοδα.

Σχεδόν απαρατήρητες, στις κόγχες και τις κοιλότητες του συστήματος της αγοράς, ολόκληρες δρεπανιές της οικονομικής ζωής αρχίζουν να κινούνται σε έναν διαφορετικό ρυθμό. Τα παράλληλα νομίσματα, τράπεζες χρόνου, συνεταιρισμοί και αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι έχουν πολλαπλασιαστεί, χωρίς να έχουν εντοπισθεί από το επάγγελμα του οικονομολόγου, και συχνά ως άμεσο αποτέλεσμα της συντριβής των παλαιών δομών στην, μετά το 2008, κρίση .

Θα βρείτε αυτή τη νέα οικονομία μόνο αν ψάξετε καλά. Στην Ελλάδα, όταν μια λαϊκή ΜΚΟ χαρτογράφησε τους συνεταιρισμούς τροφίμων της χώρας, τους εναλλακτικούς παραγωγούς, τα παράλληλα νομίσματα και τα τοπικά συστήματα ανταλλαγής, βρήκαν περισσότερα από 70 ουσιαστικά έργα και εκατοντάδες μικρότερες πρωτοβουλίες που κυμαίνονται από καταλήψεις, carpools μέχρι και σε δωρεάν παιδικούς σταθμούς. Για τα καθιερωμένα οικονομικά τέτοια πράγματα φαίνεται μόλις και μετά βίας  να χαρακτηρίζονται ως οικονομική δραστηριότητα – αλλά αυτό είναι το θέμα. Αυτοί υπάρχουν επειδή  εμπορεύονται, έστω  διστακτικά και αναποτελεσματικά, στο νόμισμα του μετακαπιταλισμού: τον ελεύθερο χρόνο, την δικτυωμένη δραστηριότητα και τα δωρεάν πράγματα. Φαίνεται ένα πενιχρό και ανεπίσημο, ακόμη και επικίνδυνο πράγμα από το οποίο δημιουργείται μια ολόκληρη εναλλακτική λύση σε ένα παγκόσμιο σύστημα, αλλά το ίδιο έκανε και το χρήμα και οι πιστώσεις στην εποχή του Εδουάρδου Γ.

Νέες μορφές ιδιοκτησίας, νέες μορφές δανεισμού, νέες νομικές συμβάσεις: μια ολόκληρη επιχειρηματική υποκουλτούρα έχει αναδειχθεί τα τελευταία 10 χρόνια, γεγονός που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν βαπτιστεί “κοινόχρηστη οικονομία”. Οι λέξεις εντυπωσιασμού όπως τα “κοινά” και η “ομότιμη παραγωγή” ρίχνονται ολόγυρα, αλλά λίγοι έχουν μπει στον κόπο να ρωτήσουν τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη για τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Πιστεύω ότι προσφέρει μια δίοδο διαφυγής – αλλά μόνο αν αυτά τα  μικρού επιπέδου σχέδια καλλιεργηθούν, προωθηθούν και προστατευτούν από μια ριζική αλλαγή σε ό, τι κάνουν οι κυβερνήσεις. Και αυτό πρέπει να καθοδηγηθεί από μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης μας – για την τεχνολογία, την ιδιοκτησία και την εργασία. Έτσι ώστε, όταν δημιουργήσουμε τα στοιχεία του νέου συστήματος, να μπορέσουμε να πούμε στους εαυτούς μας, και στους άλλους: «Αυτό δεν είναι πλέον απλά ο μηχανισμός επιβίωσης μου, η διαφυγή μου από το νεοφιλελεύθερο κόσμο, αυτός είναι ένα νέος τρόπος ζωής που σχηματίζεται.”

Το κραχ του 2008 εξάλειψε το 13%  της παγκόσμιας παραγωγής και το 20% του παγκοσμίου εμπορίου. Η παγκόσμια ανάπτυξη έγινε αρνητική – σε μια κλίμακα όπου οτιδήποτε κάτω από + 3% υπολογίζεται ως ύφεση. Παρήγαγε, στην Δύση, μια φάση ύφεσης χειρότερης από ό, τι το διάστημα 1929-1933, και ακόμα και τώρα, εν μέσω ωχρούς ανάκαμψης, έχει αφήσει τους οικονομολόγους τρομοκρατημένους στην προοπτική της μακροχρόνιας στασιμότητας. Οι μετασεισμοί στην Ευρώπη κομματιάζουν την ήπειρο.

Οι λύσεις ήταν η λιτότητα και η νομισματική περίσσεια. Αλλά δεν λειτουργούν. Στις πιο βαριά χτυπημένες χώρες, το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει καταστραφεί, η ηλικία συνταξιοδότησης φτάνει τα 70, και η εκπαίδευση ιδιωτικοποιείται με αποτέλεσμα οι απόφοιτοι να αντιμετωπίζουν τώρα ένα υψηλό χρέος για μια ζωή. Οι υπηρεσίες αποσυναρμολογούνται και τα έργα υποδομής τίθενται σε αναμονή.

Ακόμα και τώρα πολλοί άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν το αληθινό νόημα της λέξης «λιτότητα». Η λιτότητα δεν είναι οκτώ χρόνια από περικοπές δαπανών, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή ακόμα και η κοινωνική καταστροφή που προκλήθηκε στην Ελλάδα. Σημαίνει την μείωση των μισθών, των κοινωνικών μισθών και του βιοτικού επιπέδου της Δύσης για δεκαετίες μέχρι να συναντήσουν τα παιδιά της μεσαίας τάξης της Κίνας και της Ινδίας.

Εν τω μεταξύ, ελλείψει οποιουδήποτε εναλλακτικού μοντέλου, οι προϋποθέσεις για μια ακόμη κρίση, συναρμολογούνται. Οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί ή παραμένουν στάσιμοι στην Ιαπωνία, στη νότια Ευρωζώνη, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα έχει ανασυγκροτηθεί, και είναι τώρα μεγαλύτερο από ό, τι ήταν το 2008. Οι νέοι κανόνες που απαιτούν από τις τράπεζες να κατέχουν περισσότερα αποθέματα, έχουν αποδυναμωθεί ή καθυστερήσει. Εν τω μεταξύ, ξεπλένοντας δωρεάν χρήματα, το 1% έγινε πλουσιότερο.

Ο νεοφιλελευθερισμός, στη συνέχεια, έχει μεταμορφωθεί σε ένα σύστημα προγραμματισμένο να προκαλεί επαναλαμβανόμενες καταστροφικές αποτυχίες. Ακόμα χειρότερα, έχει σπάσει το μοτίβο των 200 χρόνων του βιομηχανικού καπιταλισμού, όπου η οικονομική κρίση ωθούσε σε νέες μορφές τεχνολογικής καινοτομίας προς όφελος όλων.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν το πρώτο οικονομικό μοντέλο σε 200 χρόνια, η ανάδειξη του οποίου βασίστηκε στην καταστολή των μισθών και σπάζοντας την κοινωνική δύναμη και ανθεκτικότητα της εργατικής τάξης. Αν επανεξετάσουμε τις περιόδους απογείωσης που έχουν μελετηθεί από τους θεωρητικούς μακράς-διάρκειας – το 1850 στην Ευρώπη, το 1900 και το 1950 σε όλο τον κόσμο – ήταν η δύναμη του οργανωμένου εργατικού δυναμικού που ανάγκασε τους επιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις να σταματήσουν να προσπαθούν να αναβιώσουν ξεπερασμένα επιχειρηματικά μοντέλα μέσω του κόψιμου μισθών, και να καινοτομήσουν στον δρόμο προς μια νέα μορφή καπιταλισμού.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, σε κάθε ανάκαμψη, θα βρείτε μια σύνθεση του αυτοματισμού, υψηλότερους μισθούς και την κατανάλωση μεγαλύτερης αξίας. Σήμερα δεν υπάρχει καμία πίεση από το εργατικό δυναμικό, καθώς και η τεχνολογία στο επίκεντρο αυτού του κύματος καινοτομίας  δεν απαιτεί τη δημιουργία υψηλότερης καταναλωτικής δαπάνης, ή την εκ νέου απασχόληση του παλιού εργατικού δυναμικού σε νέες θέσεις εργασίας. Η πληροφορία είναι μια μηχανή για το άλεσμα των τιμών των αγαθών προς τα κάτω και της μείωσης του χρόνου εργασίας που απαιτείται για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη.

Ως αποτέλεσμα, μεγάλα τμήματα της επιχειρηματικής τάξης έχουν γίνει νεο-Λουδίτες. Αντιμέτωποι με τη πιθανότητα δημιουργίας εργαστηρίων γενετικής αλληλουχίας, δημιουργούν αντ’αυτου καφέ, μπαρ νυχιών και επιχειρήσεις καθαρισμού: το τραπεζικό σύστημα, το σύστημα σχεδιασμού και  η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα, ανταμοίβουν πάνω απ ‘όλα τους δημιουργούς των χαμηλής αξίας, υψηλού ωραρίου θέσεων εργασίας.

Η καινοτομία συμβαίνει, αλλά δεν έχει, μέχρι στιγμής, προκαλέσει την πέμπτη μακρά ανοδική πορεία για τον καπιταλισμό, που η θεωρία του μακρού κύκλου θα περίμενε. Οι λόγοι βρίσκονται στην ιδιαίτερη φύση της τεχνολογίας των πληροφοριών.

Περιβαλλόμαστε όχι μόνο από ευφυείς μηχανές, αλλά από ένα νέο στρώμα της πραγματικότητας με επίκεντρο την πληροφορία. Σκεφτείτε ένα αεροπλάνο: ένας υπολογιστής το πετάει, το έχει σχεδιάσει, το έχει τεστάρει και “κατασκευάσει” εκατομμύρια φορές, στέλνοντας πίσω στους κατασκευαστές του πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο. Επί του σκάφους οι επιβάτες είναι κολλημένοι σε οθόνες που συνδέονται, σε ορισμένες τυχερές χώρες, στο διαδίκτυο.

Βλέποντάς το από το έδαφος είναι το ίδιο λευκό μεταλλικό πτηνό, όπως στην εποχή του James Bond. Αλλά είναι πλέον τόσο μια έξυπνη μηχανή όσο και ένας κόμβος σε ένα δίκτυο. Έχει ένα περιεχόμενο πληροφοριών και προσθέτει “πληροφοριακή αξία’, καθώς και πραγματική αξία στον κόσμο. Σε μια κατάμεστη από επιχειρηματίες πτήση, όταν ο καθένας κοιτάζει στο Excel ή το PowerPoint, η καμπίνα των επιβατών γίνεται καλύτερα κατανοητή ως ένα εργοστάσιο πληροφοριών.

Αλλά τι αξίζουν όλες αυτές οι πληροφορίες; Δεν θα βρείτε απάντηση στην λογιστική: η πνευματική ιδιοκτησία αποτιμάται στα σύγχρονα λογιστικά πρότυπα με εικασίες. Μια μελέτη για την SAS Institute το 2013 διαπίστωσε ότι, προκειμένου να θέσει μια τιμή για τα δεδομένα, ούτε το κόστος της συλλογής τους, ούτε η αξία τους στην αγορά ή το μελλοντικό εισόδημα από αυτά θα μπορούσε να υπολογιστεί επαρκώς. Μόνο μέσα από μια μορφή της λογιστικής που θα περιελάμβανε μη οικονομικά οφέλη και κινδύνους, θα μπορούσαν οι εταιρείες να εξηγήσουν στους μετόχους τους πόσο πραγματικά αξίζουν τα δεδομένα. Κάτι έχει σπάσει στη λογική που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε το πιο σημαντικό πράγμα στο σύγχρονο κόσμο.

Η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος των αρχών του 21ου αιώνα δεν αποτελείται μόνο από νέα αντικείμενα και διαδικασίες, αλλά και από παλιά που έχουν καταστεί ευφυή. Το γνωστικό περιεχόμενο των προϊόντων γίνεται όλο και πιο πολύτιμο από τα φυσικά πράγματα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους. Αλλά είναι μια αξία που μετράται ως χρησιμότητα, όχι ως ανταλλαγή ή αξία των περιουσιακών στοιχείων. Στη δεκαετία του 1990 οι οικονομολόγοι και τεχνολόγοι άρχισαν να έχουν την ίδια σκέψη συγχρόνως: ότι αυτός ο νέος ρόλος της πληροφορίας ήταν η δημιουργία ενός νέου, “τρίτου” είδους καπιταλισμού – τόσο διαφορετικού από το βιομηχανικό καπιταλισμό, όσο ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν στον εμπορικό καπιταλισμό της υποδούλωσης τον 17ο και 18ο αιώνα. Αλλά έχουν αγωνιστεί ώστε να περιγράψουν τη δυναμική του νέου «γνωστικού» καπιταλισμού. Και έχουν λόγο. Η δυναμική του  είναι βαθιά μη-καπιταλιστική.

Κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι οικονομολόγοι είδαν την πληροφορία απλά ως «δημόσιο αγαθό». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ διακήρυξε πως κανένα κέρδος δεν πρέπει να προέρχεται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά μόνο από την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Τότε αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε την πνευματική ιδιοκτησία. Το 1962, ο Kenneth Arrow, ο γκουρού των επικρατούντων οικονομικών, είπε ότι σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς ο σκοπός του να εφεύρει πράγματα είναι ώστε να δημιουργήσει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Σημείωσε: “ακριβώς στο βαθμό που αυτό είναι επιτυχές υπάρχει μια υπο-χρησιμοποίηση των πληροφοριών.”

Μπορείτε να παρατηρήσετε την αλήθεια αυτή σε κάθε ηλεκτρονικό επιχειρηματικό μοντέλο που κατασκευάστηκε ποτέ: το μονοπώλιο και η προστασία των δεδομένων, η σύλληψη των ελεύθερων κοινωνικών δεδομένων που παράγονται από την αλληλεπίδραση του χρήστη, η εισαγωγή εμπορικών δυνάμεων σε περιοχές της παραγωγής των δεδομένων που πριν ήταν μη-εμπορικά, η υπονόμευση των υπάρχοντων δεδομένων για προβλέψιμη αξία – εξασφαλίζοντας πως παντού και πάντα κανείς, εκτός της εταιρείας δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα.

Εάν επαναλάβουμε την αρχή του Arrow αντίστροφα, οι επαναστατικές επιπτώσεις είναι προφανείς: εάν μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς καθώς και η πνευματική ιδιοκτησία οδηγούν στην ”υπο-χρησιμοποίηση των πληροφοριών”, τότε, μια οικονομία που βασίζεται στην πλήρη αξιοποίηση των πληροφοριών δεν μπορεί να ανεχθεί την ελεύθερη αγορά ή την απόλυτη ιδιοκτησία πνευματικών δικαιομάτων. Τα επιχειρηματικά μοντέλα όλων των σύγχρονων ψηφιακών γιγάτων έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την αφθονία των πληροφοριών.

Ωστόσο, η πληροφορία είναι άφθονη. Τα πληροφοριακά αγαθά είναι ελεύθερα να αναπαραχθούν. Μόλις ένα πράγμα δημιουργηθεί, μπορεί να αντιγραφεί / επικολληθεί απείρως. Ένα μουσικό κομμάτι ή η γιγαντιαία βάση δεδομένων που χρησιμοποιείτε για να φτιαχτεί ένα αεροσκάφος έχει ένα κόστος παραγωγής, αλλά το κόστος της αναπαραγωγής πέφτει στο μηδέν. Ως εκ τούτου, εάν ο κανονικός μηχανισμός αποτίμησης του καπιταλισμού επικρατήσει στην πάροδο των ετών, η τιμή και του ίδιου θα πέσει στο μηδέν.

Για τα τελευταία 25 χρόνια η οικονομία παλεύει με αυτό το πρόβλημα: όλα τα συμβατικά οικονομικά προχωρούν σε μια κατάσταση έλλειψης, παρόλο που η πιο δυναμική δύναμη στον σύγχρονο κόσμο μας είναι άφθονη και, όπως ο  ιδιοφυείς χίππι Stewart Brand κάποτε το έθεσε, ”θέλει να είναι ελεύθερη “.

Υπάρχει, παράλληλα με τον κόσμο των μονοπωλιακών πληροφοριών και της επιτήρησης που επιβάλλεται από εταιρείες και κυβερνήσεις, μια διαφορετική δυναμική που μεγαλώνει γύρω από την πληροφορία: η πληροφορία ως κοινωνικό αγαθό, δωρεάν στο σημείο χρήσης, αδύνατον να αποτελεί ιδιοκτησία να είναι εκμεταλλεύσιμο ή να έχει τιμή. Έχω ερευνήσει τις προσπάθειες των οικονομολόγων και γκουρού των επιχειρήσεων να οικοδομήσουν ένα πλαίσιο ώστε κατανοήσουν τη δυναμική μιας οικονομίας που βασίζεται στην πλούσια-στα χέρια της κοινωνίας-πληροφορία. Αλλά το είχε ήδη φανταστεί ένας οικονομολόγος του 19ου αιώνα, την εποχή του τηλέγραφου και της ατμομηχανή. Το όνομά του? Καρλ Μαρξ.

Η σκηνή είναι το Kentish Town, Λονδίνο, Φεβρουάριος 1858, κάποια στιγμή γύρω τέσσερις. Ο Μαρξ είναι ένας καταζητούμενος στη Γερμανία και εργάζεται σκληρά σκαλίζοντας πειράματα σκέψης και σημειώσεις προς τον εαυτό του. Όταν επιτέλους βλέπουν αυτό που ο Μαρξ γράφει εκείνο το βράδυ, οι αριστεροί διανοούμενοι της δεκαετίας του 1960, θα παραδεχθούν ότι ‘’αμφισβητεί κάθε σοβαρή ερμηνεία του Μαρξ που έχει συλληφθεί ποτέ”. Ονομάζεται “Το Απόσπασμα για τις Μηχανές”.

Στο “Απόσπασμα” ο Μαρξ φαντάζεται μια οικονομία στην οποία ο κύριος ρόλος των μηχανημάτων είναι η παραγωγή και ο κύριος ρόλος των ανθρώπων είναι να τα επιβλέπει. Ήταν σαφές ότι, σε μια τέτοια οικονομία, η κύρια παραγωγική δύναμη θα ήταν η πληροφορία. Η παραγωγική δύναμη των μηχανών αυτών, όπως η αυτόματη μηχανή βαμβακιού νηματουργίας, ο τηλέγραφος και η ατμομηχανή δεν εξαρτάται από την ποσότητα της εργασίας που χρειάστηκε για την παραγωγή τους, αλλά από το πλαίσιο της κοινωνικής γνώσης. Η οργάνωση και η γνώση, με άλλα λόγια, συνέβαλαν περισσότερο στην παραγωγική ισχύ από ότι το έργο κατασκευής και λειτουργίας των μηχανών.

Αναλογιζόμενοι την κατάληξη του Μαρξισμού – μια θεωρία της εκμετάλλευσης με βάση την κλοπή του χρόνου εργασίας – αυτό είναι μια επαναστατική διαπίστωση. Προτείνει ότι, όταν η γνώση γίνεται μια παραγωγική δύναμη από μόνη της, αντισταθμίζοντας την πραγματική εργασία που δαπανάται για την δημιουργία ενός μηχανήματος, το μεγάλο ερώτημα καθίσταται όχι ως “οι μισθοί, έναντι κερδών», αλλά ποιος ελέγχει αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε την ”δύναμη της γνώσης”.

Σε μια οικονομία όπου οι μηχανές κάνουν την περισσότερη δουλειά, η φύση της γνώσης κλειδωμένη μέσα στα μηχανήματα πρέπει, όπως γράφει, να είναι “κοινωνική”. Σε ένα τελικό πείραμα σκέψης αργά το βράδυ ο Μαρξ φαντάστηκε το τελικό σημείο αυτής της τροχιάς: τη δημιουργία μιας «ιδανικής μηχανής”, η οποία διαρκεί για πάντα και δεν κοστίζει τίποτα. Μια μηχανή που θα μπορούσε να κατασκευαστεί χωρίς κόστος η οποία, είπε, δεν προσέθετε καμία αξία στην παραγωγική διαδικασία και ραγδαία, στη διάρκεια μερικών λογιστικών περιόδων, θα μείωνε τις τιμές, το κέρδος και το εργατικό κόστος σε οτιδήποτε άγγιζε.

Μόλις καταλάβετε ότι οι πληροφορίες είναι φυσικές, και ότι το λογισμικό είναι μια μηχανή, και ότι η αποθήκευση, η ευρυζωνικότητα και η επεξεργαστική ισχύ καταρρέουν σε τιμή σε εκθετικά ποσοστά, τότε η αξία της σκέψης του Μαρξ γίνεται σαφής. Είμαστε περικυκλωμένοι από μηχανές που δεν κοστίζουν τίποτα και θα μπορούσαν, αν θέλαμε, να διαρκέσουν για πάντα.

Σε αυτά τους συλλογισμούς, που δεν είχαν δημοσιευθεί πριν τα μέσα του 20ου αιώνα, ο Μαρξ φαντάστηκε πληροφορίες που έρχονται να αποθηκευθούν και να μοιραστούν σε κάτι που ονομάζεται «γενική διάνοια» – το οποίο ήταν το μυαλό του καθενός στη Γη συνδεδεμένο από την κοινωνική γνώση, στο οποίο κάθε αναβάθμιση τους ωφελεί όλους . Εν ολίγοις, είχε φανταστεί κάτι κοντά στην οικονομία της πληροφορίας στην οποία ζούμε. Και, έγραψε, η ύπαρξή της θα “τινάξει τον καπιταλισμό στα ύψη”.

Με το έδαφος να έχει αλλάξει, το παλιό μονοπάτι πέρα από τον καπιταλισμό που είχε φανταστεί η αριστερά του 20ου αιώνα έχει χαθεί.

Αλλά μια διαφορετική πορεία έχει ανοίξει. Η συνεργατική παραγωγή, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία του δικτύου για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που λειτουργούν μόνο όταν είναι δωρεάν, ή μοιράζονται από κοινού, καθορίζει τη διαδρομή πέρα από το σύστημα της αγοράς. Θα χρειαστεί το κράτος να δημιουργήσει το πλαίσιο – όπως ακριβώς δημιούργησε το πλαίσιο για την εργασία στο εργοστάσιο, το ισχυρό νόμισμα και το ελεύθερο εμπόριο στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο μετακαπιταλιστικός τομέας είναι πιθανό να συνυπάρξει με τον τομέα της αγοράς για δεκαετίες, αλλά η σημαντική αλλαγή συμβαίνει ήδη.

Τα δίκτυα αποκαθιστούν την «διακριτικότητα» στο μετακαπιταλιστικό σχέδιο. Δηλαδή, μπορεί να αποτελέσουν τη βάση ενός συστήματος μη-εμπορευματοποίησης που αναπαράγεται, το οποίο δεν χρειάζεται να δημιουργηθούν εκ νέου κάθε πρωί στην οθόνη του υπολογιστή ενός κομισάριου.

Η μετάβαση θα περιλαμβάνει το κράτος, την αγορά και την συνεργατική παραγωγή πέραν της αγοράς. Αλλά για να συμβεί αυτό, το σύνολο του έργου της αριστεράς, από τις ομάδες διαμαρτυρίας εώς τα κυρίαρχα σοσιαλδημοκρατικά και φιλελεύθερα κόμματα, θα πρέπει να αναδιαμορφωθούν. Στην πραγματικότητα, όταν οι άνθρωποι κατανοήσουν τη λογική της μετακαπιταλιστικής μετάβασης, τέτοιες ιδέες δεν θα είναι πλέον ιδιοκτησία της αριστεράς – αλλά ενός πολύ ευρύτερου κινήματος, για το οποίο θα χρειαστούμε νέες ετικέτες.

Ποιος μπορεί να το πραγματοποιήσει; Στο παλιό αριστερό έργο ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη. Περισσότερα από 200 χρόνια πριν, η ριζοσπαστική δημοσιογράφος John Thelwall προειδοποίησε τους άντρες που έχτισαν τα Αγγλικά εργοστάσια πως είχαν δημιουργήσει μια νέα και επικίνδυνη μορφή της δημοκρατίας: «Κάθε μεγάλο εργαστήριο και εργοστάσιο είναι ένα είδος πολιτικής κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να σιωπήσει με καμία πράξη του Κοινοβουλίου, και κανένας δικαστής να την διασπάσει ”

Σήμερα το σύνολο της κοινωνίας είναι ένα εργοστάσιο. Όλοι συμμετέχουν στη δημιουργία και την αναψυχή των εμπορικών σημάτων, των κανόνων και των θεσμών που μας περιβάλλουν. Την ίδια στιγμή  τα επικοινωνιακά δίκτυα, ζωτικής σημασίας για την καθημερινή εργασία και το κέρδος, βρίθουν με κοινή γνώση και δυσαρέσκεια. Σήμερα είναι τα δίκτυα – όπως το εργαστήριο 200 χρόνια πριν – που «δεν μπορούν να φιμωθούν ή να διασπαστούν”.

Είναι αλήθεια ότι τα κράτη μπορούν να κλείσουν το Facebook, το Twitter, ακόμη και το σύνολο του Διαδικτύου και των δικτύων κινητής τηλεφωνίας σε περιόδους κρίσης, παραλύοντας συγχρόνως την οικονομία. Και μπορούν να αποθηκεύσουν και να παρακολουθήσουν κάθε kilobyte των πληροφοριών που παράγουμε. Αλλά δεν μπορούν να επιβάλλουν εκ νέου την ιεραρχική, υποκινούμενη από την προπαγάνδα και αφελή κοινωνία που υπήρχε πριν 50 χρόνια, με εξαίρεση – όπως στην Κίνα, η Βόρεια Κορέα ή το Ιράν – αποχωρώντας από βασικά τμήματα της σύγχρονης ζωής. Θα ήταν, όπως ο κοινωνιολόγος Manuel Castells το έθεσε, σαν να προσπαθεί να από-ηλεκτρίσει τη χώρα.

Με τη δημιουργία εκατομμυρίων δικτυωμένων ανθρώπων, οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αλλά και με το σύνολο της ανθρώπινης νοημοσύνης σε απόσταση ενός αντίχειρα μακριά, ο info-καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ένα νέο παράγοντα αλλαγής στην ιστορία: το μορφωμένο και συνδεδεμένο ανθρώπινο ον.

Αυτό θα είναι κάτι περισσότερο από μια οικονομική μετάβαση. Υπάρχουν, βέβαια, τα παράλληλα και επείγοντα καθήκοντα όπως η μείωση του διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο και η αντιμετώπιση των δημογραφικών και δημοσιονομικών ωρολογιακών βομβών. Αλλά εγώ θα επικεντρωθώ στην οικονομική μετάβαση που προκλήθηκε από την πληροφορία, γιατί, μέχρι τώρα, έχει παραγκωνιστεί. Το ίσος προς ίσο έχει παραγκωνιστεί ως εμμονή θέση για οραματιστές, ενώ τα «μεγάλα αγόρια» των αριστερών οικονομικών προχωρούν στον σχολιασμό της λιτότητας.

Στην πραγματικότητα, σε μέρη όπως η Ελλάδα, η αντίσταση στη λιτότητα και η δημιουργία «δικτύων στα οποία δεν μπορείτε να χρεοκωπήσετε” – όπως ένας ακτιβιστής μου το έθεσε – πάνε χέρι-χέρι. Πάνω απ ‘όλα, ο μετακαπιταλισμός ως έννοια είναι σχετικός με τις νέες μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που τα παραδοσιακά οικονομικά δύσκολα θα αναγνωρίσουν ως σχετικές.

Επομένως, πώς θα απεικονίσουμε τη μετάβαση στο μέλλον; Ο μόνος συνεκτικός παραλληλισμός που έχουμε είναι η αντικατάσταση της φεουδαρχίας από τον καπιταλισμό – και χάρη στο έργο των επιδημιολόγων, γενετιστών και οι αναλυτών δεδομένων, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τη μετάβαση αυτή από ό, τι πριν από 50 χρόνια, όταν ήταν «ιδιοκτησία» των κοινωνικών επιστημών . Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι: οι διαφορετικοί τρόποι παραγωγής κατασκευάζονται γύρω από διαφορετικά πράγματα. Η Φεουδαρχία ήταν ένα οικονομικό σύστημα που δομήθηκε από έθιμα και νόμους σχετικούς με τη “υποχρέωση”. Ο καπιταλισμός ήταν δομημένος με κάτι καθαρά οικονομικό: την αγορά. Μπορούμε να προβλέψουμε, από αυτό, ότι ο μετακαπιταλισμός – του οποίου προϋπόθεση είναι η αφθονία – δεν θα είναι απλώς μια τροποποιημένη μορφή μιας σύνθετης κοινωνίας της αγοράς. Αλλά μπορούμε μόλις να ξεκινήσουμε να οραματιζόμαστε για το πως θα είναι.

Δεν το λέω αυτό ως ένα τρόπο για να αποφύγω το ερώτημα: τις γενικές οικονομικές παραμέτρους μιας κοινωνίας μετακαπιταλιστικής, για παράδειγμα, το έτος 2075, μπορούμε να το περιγράψουμε. Αλλά εάν μια τέτοια κοινωνία είναι δομημένη γύρω από την απελευθέρωση του ανθρώπου, όχι της οικονομίας, απρόβλεπτα πράγματα θα αρχίσουν να διαμορφώνονται.

Για παράδειγμα, το πιο προφανές πράγμα σχετικά με τον Σαίξπηρ, που έγραφε το 1600, ήταν ότι η αγορά είχε καλέσει εμπρός νέες μορφές συμπεριφοράς και ηθικής. Κατ ‘αναλογία, το πιο προφανές “οικονομικό” πράγμα για τον Σαίξπηρ του 2075 θα είναι ή συνολική αναταραχή στις σχέσεις των δύο φύλων, ή της σεξουαλικότητας, ή της υγείας. Ίσως δεν θα υπάρξουν καν θεατρικοί συγγραφείς: ίσως η ίδια η φύση των μέσων που χρησιμοποιούμε για να πούμε ιστορίες θα αλλάξει – όπως ακριβώς άλλαξε στο Ελισαβετιανό Λονδίνο, όταν χτίστηκαν τα πρώτα δημόσια θέατρα.

Σκεφτείτε τη διαφορά μεταξύ, ας πούμε, του Οράτιου στον Άμλετ και ένός χαρακτήρα όπως ο Daniel Doyce στο Little Dorrit του Ντίκενς. Και οι δύο κουβαλάνε μαζί τους μια χαρακτηριστική εμμονή για την ηλικία τους – ο Οράτιος έχει εμμονή με την ανθρωπιστική φιλοσοφία, ο Doyce έχει εμμονή με την κατοχύρωση της εφεύρεσής του. Δεν μπορεί να υπάρξει χαρακτήρας όπως ο Doyce στον Σαίξπηρ,στην καλύτερη περίπτωση, θα έπερνε ένα μικρό ρόλο ως κωμική φιγούρα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, μέχρι που ο Ντίκενς περιέγραψε τον Doyce, οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του γνώριζαν κάποιον σαν κι αυτόν. Ακριβώς όπως ο Σαίξπηρ δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον Doyce, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε το είδος των ανθρώπων που η κοινωνία θα παράγει όταν η οικονομία δεν θα είναι πλέον στο επίκεντρο της ζωής. Αλλά μπορούμε να δούμε προεικονίσεις των μορφών τους στις ζωές των νέων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που καταργούν τα εμπόδια του 20ου αιώνα γύρω από τη σεξουαλικότητα, την εργασία, τη δημιουργικότητα και την αυτογνωσία.

Το φεουδαρχικό μοντέλο της γεωργίας συγκρούστηκε, πρώτα, με τα περιβαλλοντικά όρια και, στη συνέχεια, με ένα τεράστιο εξωτερικό σοκ – την Μαύρη Πανώλη. Μετά από αυτό, υπήρξε ένα δημογραφικό σοκ: πολύ λίγοι εργαζόμενοι για τη γη, το οποίο αύξησε τους μισθούς και έκανε το παλιό σύστημα, της φεουδαρχικής υποχρέωσης, αδύνατο να εφαρμοστεί. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού οδήγησε επίσης στην τεχνολογική καινοτομία. Οι νέες τεχνολογίες που υποστήριξαν την άνοδο του εμπορικού καπιταλισμού ήταν αυτές που τόνωσαν το εμπόριο (εκτύπωση και λογιστική), την δημιουργία εμπορεύσιμου πλούτου (η εξόρυξη, η πυξίδα και τα γρήγορα πλοία) και την παραγωγικότητα (τα μαθηματικά και η επιστημονική μέθοδος).

Παρόν σε όλη τη διαδικασία ήταν κάτι που μοιάζει τυχαίο ως προς το παλαιό σύστημα – τα χρήματα και η πίστωση – αλλά που στην πραγματικότητα προορίζονταν να γίνουν η βάση του νέου συστήματος. Στην φεουδαρχία, πολλοί νόμοι και έθιμα πράγματι διαμορφώθηκαν αγνοώντας το χρήμα, η πίστωση, στην υψηλή φεουδαρχία, θεωρούνταν αμαρτωλή. Έτσι, όταν τα χρήματα και η πίστωση ξεπέρασαν τα όρια για να δημιουργήσουν ένα σύστημα αγοράς, εκλήφθηκε ως επανάσταση. Στη συνέχεια, αυτό που έδωσε ενέργεια στο σύστημα ήταν η ανακάλυψη μιας σχεδόν απεριόριστης πηγής ελεύθερου πλούτου στην Αμερική.

Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων πήρε μια ομάδα ανθρώπων που είχαν περιθωριοποιηθεί στο πλαίσιο της φεουδαρχίας – ουμανιστές, επιστήμονες, τεχνίτες, δικηγόρους, ριζοσπαστικούς ιεροκήρυκες και μποέμ θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ – και τους τοποθέτησε στην κορυφή ενός κοινωνικού μετασχηματισμού. Σε σημαντικές στιγμές, αν και διστακτικά στην αρχή, η πολιτεία άλλαξε  και αντί να δυσχεραίνει με την αλλαγή, την προώθησε.

Σήμερα, το γεγονός που διαβρώνει τον καπιταλισμό, μόλις και μετά βίας εξορθολογισμένο από την επικρατούσα τάση της οικονομίας, είναι η πληροφορία. Οι περισσότεροι νόμοι σχετικά με την πληροφορία καθορίζουν το δικαίωμα των επιχειρήσεων να την συσσωρεύουν και το δικαίωμα των κρατών να έχουν πρόσβαση, ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών. Το ισοδύναμο της τυπογραφίας και της επιστημονικής μεθόδου είναι η τεχνολογία της πληροφορίας και η διασπορά της σε όλες τις άλλες τεχνολογίες, από τη γενετική στην υγειονομική περίθαλψη στον τομέα της γεωργίας στις ταινίες, όπου γρήγορα μειώνει το κόστος.

Το σύγχρονο αντίστοιχο της μακράς στασιμότητας του τέλους της φεουδαρχίας είναι η καθυστερημένη απογείωση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, όπου αντί για την ταχεία αυτοματοποίηση εργασιών, αναλονόμαστε δημιουργώντας αυτό που ο David Graeber αποκαλεί ” μαλακία θέσεις εργασίας”  χαμηλών αμοιβών. Και πολλές οικονομίες είναι σε στασιμότητα.

Το ισοδύναμο της νέας πηγής δωρεάν πλούτου; Δεν είναι ακριβώς πλούτος: είναι οι «εξωτερικότητες» – η ελεύθερη ουσία και ευημερία που δημιουργείται από την δικτυωμένη αλληλεπίδραση. Είναι η αύξηση της παραγωγής μη εμπορεύσιμου προϊόντος, των άγνωστων πληροφοριών, των ομότιμων δικτύων και των μη διαχειριζόμενων επιχειρήσεων. Το διαδίκτυο, λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Yann Moulier-Boutang, είναι “τόσο το πλοίο όσο και ο ωκεανός», όταν πρόκειται για το σύγχρονο αντίστοιχο της ανακάλυψης του νέου κόσμου. Στην πραγματικότητα, είναι το πλοίο, η πυξίδα, ο ωκεανός και ο χρυσός.

Τα σύγχρονα εξωτερικά σοκ είναι σαφή: η μείωση της ενέργειας, η αλλαγή του κλίματος, η γήρανση του πληθυσμού και η μετανάστευση. Αλλάζουν τη δυναμική του καπιταλισμού και τον καθιστούν ανεφάρμοστο σε μακροπρόθεσμη βάση. Δεν έχουν ακόμη την ίδια επίπτωση όπως η Μαύρη Πανώλη- αλλά όπως είδαμε στη Νέα Ορλεάνη το 2005, δεν χρειάζεται η πανώλη για να καταστρέψει την κοινωνική τάξη και τις λειτουργικές υποδομές σε μια οικονομικά πολύπλοκη και εξαθλιωμένη κοινωνία.

Μόλις καταλάβετε τη μετάβαση σε αυτόν τον τρόπο, η ανάγκη δεν είναι για ένα υπερυπολογισμένο πενταετές σχέδιο – αλλά για ένα σχέδιο, στόχος του οποίου θα είναι να επεκτείνει αυτές τις τεχνολογίες, επιχειρηματικά μοντέλα και συμπεριφορές που διαλύουν τις δυνάμεις της αγοράς, να κοινωνικοποιήσει την γνώση, να εξαλείψει την ανάγκη για εργασία και να σπρώξει την οικονομία προς την αφθονία. Το καλώ Έργο Μηδέν – επειδή οι στόχοι του είναι ένα σύστημα μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η παραγωγή μηχανημάτων, προϊόντων και υπηρεσιών με μηδενικό κόστος, και η μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο μηδέν.

Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα οι αριστεροί πίστευαν ότι δεν έχουν την πολυτέλεια μιας διαχειριζόμενης μετάβασης: ήταν ένα στοιχείο της πίστης τους ότι τίποτα από το επερχόμενο σύστημα δεν θα μπορούσε να υπάρχει μέσα στο παλιό – αν και η εργατική τάξη πάντα προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής εντός του καπιταλισμού και συγχρόνως αγνοώντας τον. Ως αποτέλεσμα, η δυνατότητα που υπήρχε, μιας Σοβιετικού τύπου μετάβασης, εξαφανίστηκε, η σύγχρονη αριστερά απλά απορροφήθηκε με αντίθετα πράγματα: την ιδιωτικοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης, νόμους κατά των σωματείων και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Αν έχω δίκιο, η λογική εστίαση για τους υποστηρικτές του μετακαπιταλισμού είναι στην οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων εντός του συστήματος, στην χρήση της κυβερνητικής εξουσίας με έναν ριζοσπαστικό και άτακτο τρόπο, και στην κατεύθυνση όλων των ενεργειών προς την μετάβαση – και όχι στην υπεράσπιση των τυχαίων στοιχείων του παλαιού συστήματος. Πρέπει να μάθουμε τι είναι επείγον και τι σημαντικό, και ότι μερικές φορές δεν συμπίπτουν.

Η δύναμη της φαντασίας θα γίνει κρίσιμη. Σε μια κοινωνία της πληροφορίας, καμία σκέψη, συζήτηση ή όνειρο δεν πάει χαμένο – είτε συλληφθεί σε ένα στρατόπεδο, κελί φυλακής ή στο επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι μιας startup επιχείρησης.

Όπως με την εικονική κατασκευή, κατά τη μετάβαση προς τον μετακαπιταλισμό, το έργο που θα γίνει κατά το στάδιο του σχεδιασμού μπορεί να μειώσει τα λάθη στο στάδιο της υλοποίησης. Και ο σχεδιασμός του μετακαπιταλιστικού κόσμου, όπως και με το λογισμικό, μπορεί να είναι σπονδυλωτό. Διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να εργαστούν σε διαφορετικά μέρη, με διαφορετικές ταχύτητες, με σχετική αυτονομία ο ένας απ τον άλλο. Αν θα μπορούσα να ζητήσω να υπάρξει κάτι δωρεάν θα ήταν ένας παγκόσμιος θεσμός που να διαμόρφωνε τον καπιταλισμό σωστά: ένα μοντέλο ανοιχτής πηγής, του συνόλου της οικονομίας, επίσημο, γκρι και μαύρο. Κάθε πείραμα που θα έτρεχε σε αυτό θα είχε την δυνατότητα να το εμπλουτίσει, θα ήταν open source και με τόσα στοιχεία όσα έχουν τα πιο περίπλοκα κλιματικά μοντέλα.

Η κύρια αντίθεση σήμερα είναι μεταξύ της πιθανότητας για δωρεάν, άφθονα αγαθά και  πληροφορίες, και ενός συστήματος των μονοπωλίων, των τραπεζών και των κυβερνήσεων που προσπαθούν να διατηρήσουν τα πράγματα ιδιωτικά, σε έλλειψη και εμπορεύσιμα. Όλα καταλήγουν στον αγώνα μεταξύ του δικτύου και της ιεραρχίας: μεταξύ παλιών μορφών της κοινωνίας μορφοποιημένες γύρω από τον καπιταλισμό και των νέων μορφών της κοινωνίας που προαναγγέλλουν το τι θα επακολουθήσει.

Είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι είμαστε στα πρόθυρα μιας εξέλιξης πέρα από τον καπιταλισμό; Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες μπορούν να παντρευτούν, και στον οποίο η αντισύλληψη έχει, εντός ενός διαστήματος 50 ετών, έκανε την μέση γυναίκα της εργατικής τάξης να νιώσει πιο ελεύθερη από ό, τι ένας ελευθέρων ηθών της κλάσης του Marquis De Sade. Γιατί λοιπόν εμείς, δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να φανταστούμε την οικονομική ελευθερία;

Είναι οι ελίτ – αποκομμένοι στον κόσμο τους – των οποίων το σχέδιο μοιάζει τόσο μίζερο, όσο εκείνο των ”χιλιαστών”, αιρέσεων του 19ου αιώνα. Η δημοκρατία της καταστολής, των διεφθαρμένων πολιτικών, ελεγχόμενης δημοσιογραφίας και του κράτος επιτήρησης, μοιάζει σαν ψεύτικη και εύθραυστη, όπως η Ανατολική Γερμανία πριν από 30 χρόνια.

Όλες οι αναγνώσεις της ανθρώπινης ιστορίας πρέπει να επιτρέπουν την πιθανότητα μιας αρνητικής έκβασης. Μας στοιχιώνει στην ταινία με τα ζόμπι,στην ταινία καταστροφής, στην μετα-αποκαλυπτική ερημιά σε ταινίες όπως το The Road ή το Elysium. Αλλά γιατί να μην σχηματίσουμε μια εικόνα της ιδανικής ζωής, που χτίστηκε από άφθονη πληροφορία, μη-ιεραρχική εργασία και την διάσπαση της εργασίας από τους μισθούς;

Εκατομμύρια ανθρώπων αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι τους έχουν πουλήσει ένα όνειρο αντίθετο με το τι μπορεί να προσφέρει η πραγματικότητα. Η απάντησή τους είναι η οργή – και η υποχώρηση προς τις εθνικές μορφές του καπιταλισμού που μπορεί να κάνει τον κόσμο κομμάτια. Βλέποντας αυτά να προκύπτουν, από την υπερ-Grexit αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ εώς το Εθνικό Μέτωπο και τον απομονωτισμό της Αμερικανικής δεξιάς ήταν σαν να βλέπεις τους εφιάλτες που είχαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης της Lehman Brothers να γίνονται πραγματικότητα.

Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα μάτσο ουτοπικά όνειρα και μικρής κλίμακας οριζόντια προγράμματα. Χρειαζόμαστε ένα έργο που βασίζεται στη λογική, σε αποδείξεις και μετρήσιμα σχέδια, που πάει με τα νερά της ιστορίας και είναι βιώσιμο για τον πλανήτη. Και εμείς πρέπει να το προχωρήσουμε.

* «Welcome to an age of sharing». Η φωτογραφία του θέματος είναι του Joe Magee

Πηγή: Guardian / Μετάφραση: Νόστιμον Ημαρ

Nόαμ Τσόμσκι: "Υπάρχει οργανωμένο σχέδιο από ΕΕ και ΔΝΤ για διάλυση της Ελλάδας"

Υπάρχει οργανωμένο σχέδιο από ΔΝΤ και ΕΕ με σκοπό την καταστροφή της Ελλάδας όπως αποκαλύπτει σε μια άκρως φιλελληνική και σγκλονιστική συνέντευξη ο κορυφαίος Αμερικανός διανοητής Νόαμ Τσόμσκι.

Μιλά για την Ελλάδα και… υποστηρίζει ότι καταστρέφεται βάσει σχεδίου, με σκοπό την τελική υποδούλωση η οποία θα χρησιμεύσει σαν "μάθημα" σε οποιονδήποτε πιστεύει ότι μπορεί να αντισταθεί.

Ο Νόαμ Τσόμσκι ενσαρκώνει την εικόνα του διανοούμενου όπως θα έπρεπε να είναι: Με το τεράστιο διανοητικό του ανάστημα, τη θεμελίωση της γενετικής γλωσσολογίας, την ακτιβιστική του δράση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το θάρρος του λόγου του σε κρίσιμες στιγμές, όταν οι "διανοούμενοι" των σύγχρονων καιρών επιλέγουν την στήριξη της Νέα Τάξης Πραγμάτων η οποία και τους ανέδειξε άλλωστε.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ελληνικό περιοδικό, ο Νόαμ Τσόμσκι μιλά για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, την παγκόσμια οικονομία, τις τράπεζες και τη «μαφία» του ΔΝΤ.

Υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ σκοπεύουν να καταστρέψουν την Ελλάδα βάσει σχεδίου. Αναγνωρίζει ότι η χώρα έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα, όμως αυτά που προτείνει η τρόικα εντείνουν αυτά τα προβλήματα, παρά τα λύνουν.

«Το τελικό αποτέλεσμα ίσως είναι η καταστροφή της Ελλάδας», λέει ο Τσόμσκι αναφερόμενος στην αποπληρωμή της παγκόσμιας τραπεζικής κοινότητας, το σύστημα της οποίας χαρακτηρίζει «στυγνή ληστεία».

Είναι από τους ελάχιστους σε δημοφιλία διανοητές που τολμούν να αναφερθούν ευθέως στο νεοταξικό σύστημα της Παγκόσμιας Μαφίας.

Φυσικά αυτά που καταγγέλει ο διάσημος ακτιβιστής της διανόησης έχουν άμεση σχέση και με τα πρόσφατα γεγονότα των καταστροφών που έλαβαν χώρα.

Υπενθυμίζουμε εδώ ότι τέσσερις Γερμανοί συνελήφθησαν κατά την διάρκεια των επεισοδίων στην Αθήνα δημιουργώντας υποψίες ότι η BND (οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες) είχε συμμετοχή σε αυτά, διαλύοντας έτσι τις αντιμνημονιακές πορέιες των Ελλήνων πολιτών την στιγμή που η Βουλή ψήφιζε τα νέα αιματηρά μέτρα που περιλαμβάνει η εθνοκτόνα "συμφωνία" με τους δανειστές.

Χθες οι Έλληνες πολίτες έγιναν μάρτυρες μιας εκτεταμένης "επίθεσης" με μπαράζ

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με το παράδειγμα της Αργεντινής ή της Ισλανδίας, που δεν υπάκουσαν στο ΔΝΤ, λέει ότι η ελληνική περίπτωση είναι διαφορετική καθώς η Ελλάδα δεν έχει δικό της νόμισμα και συνεπώς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.

Μάλιστα, θεωρεί ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή θα ήταν καταστρεπτική.

Δεν δίνει έτοιμες συνταγές για να βγει η ελληνική κοινωνία από το αδιέξοδο, συνιστά ψυχραιμία και προτρέπει τους Έλληνες να «βρουν τον τρόπο που τους ταιριάζει».

Κλείνοντας με αισιόδοξο τρόπο τη συνέντευξη, εύχεται στην Ελλάδα «πολλή και καλή τύχη σε αυτούς τους ιδιαίτερα δύσκολους και επίπονους καιρούς, με όλες αυτές τις ισχυρές δυνάμεις που προσπαθούν να συντρίψουν την ελληνική κοινωνία και τη χώρα σας».

Με τον Νόαμ Τσόμσκι όμως φαίνεται ότι o καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, κρίνει ότι η παραμονή στο ευρώ θα οδηγήσει το Βερολίνο στην επίτευξη του στόχου του που δεν είναι άλλος από το να συντρίψει την Ελλάδα

Ο Χάντσον θεωρεί ότι καλύτερη επιλογή για το χρέος είναι να προσφύγει η Ελλάδα νομικά στο Διεθνές Δικαστήριο καταγγέλλοντάς το ως απεχθές και στο διάστημα μέχρι να βγει η απόφαση, να προετοιμαστεί για την έξοδο από το ευρώ, καθώς κρίνει ότι η παραμονή σ’ αυτό θα οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου του Βερολίνου: να συντρίψει την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου πήρε το δάνειο χωρίς να ρωτήσει τους πολίτες. Η Ελλάδα θα έπρεπε να το κυνηγήσει αυτό νομικά. Δηλαδή ότι δεν πρέπει να πληρώσει την τρόικα. Η υπόθεση θα χρειαστεί από πέντε έως δέκα χρόνια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σ’ αυτό το διάστημα θα έχει τον χρόνο να προετοιμαστεί για να εγκαταλείψει το ευρώ και να ανακτήσει τις δυνάμεις και την ανάπτυξή της

• Ποια είναι η αποτίμησή σας για τη συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές;

Μοιάζει σαν η Ελλάδα να παραδόθηκε έπειτα από μια στρατιωτική επέμβαση, η οποία έχει στόχο τα εδάφη σας, τα «ασημικά» σας, αλλά και τον δημόσιο τομέα. Το δίλημμα ήταν «παραδοθείτε τώρα, διότι αργότερα θα είναι χειρότερα». Ετσι, ο Τσίπρας παραδόθηκε ολοκληρωτικά.

Ομως δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Πίστευε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να εγκαταλείψει το ευρώ. Ωστόσο, όπως του έλεγαν ο Βαρουφάκης και ο Αμερικανός σύμβουλός του, Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, δεν ήταν τόσο δύσκολο να βγείτε από το ευρώ. Θα υπήρχε μια μεταβατική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αναλάβει τον έλεγχο των τραπεζών που θα κατέρρεαν. Η ανάληψη αυτού του ελέγχου δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.

Εάν η κυβέρνηση το είχε κάνει και τις είχε εθνικοποιήσει, τότε θα είχε εξασφαλίσει τα μέσα πληρωμής κατά τη διάρκεια μετάβασης και έτσι θα έσωζε τον δημόσιο τομέα, τις συντάξεις και την περιουσία της χώρας. Επρεπε να πει [στους δανειστές], «εάν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία, θα αποκηρύξουμε το χρέος προς το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την τρόικα».

Αυτό το χρέος ήταν απεχθές, όπως είπε και η Επιτροπή Αλήθειας για το Χρέος που συστάθηκε από τη Βουλή. Το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι η συμφωνία για το δάνειο του 2010 δεν θα έπρεπε να έχει υπογραφεί. Η διεφθαρμένη ηγεσία του ΔΝΤ και ο Στρος-Καν παρέκαμψαν τους δικούς του κανόνες και η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποστηρίξει ότι αυτό ήταν λάθος και εξαιτίας αυτού ο λαός υπέφερε πολλά δεινά.

• Δεδομένου ότι η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ αποδεικνύει ότι η συνέχιση της λιτότητας κάνει τα πράγματα χειρότερα, πιστεύετε ότι η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπη με μια κρίση χρέους;
Θα είναι μια πολύ χειρότερη κρίση από την προηγούμενη. Το κόστος ζωής θα αυξηθεί για τους Ελληνες περί το 30%, οι φόροι θα αυξηθούν επιπλέον γύρω στο 20% και το στύψιμο αυτό θα αναγκάσει σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού να μεταναστεύσει πολύ γρήγορα.

Πρόθεση της Ευρώπης είναι να συντρίψει παντελώς την Ελλάδα. Ισως και ένα εκατομμύριο Ελληνες εργάτες θα αναγκαστούν να πάνε στη Γερμανία και σε άλλες χώρες και θα συμβάλουν στην πτώση των μισθών πανευρωπαϊκά. Είναι ένας ταξικός πόλεμος ενάντια στους εργαζόμενους της Ευρώπης.
• Τι σημαίνει αυτό για τη δημοκρατία στην Ευρώπη;

Προφανώς, με τους όρους αυτής της διάσωσης, η δημοκρατία είναι απλά σκουπίδια, όπως γράφτηκε σ’ ένα πρόσφατο άρθρο. Θυμάστε πως όταν ο Παπανδρέου ήταν να θέσει τους όρους για το πρώτο δάνειο σε δημοψήφισμα, αμέσως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί του είπαν ότι δεν μπορεί να το κάνει, διότι όλοι [οι δανειστές] ήταν ενάντια.

Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που κάνει το χρέος απεχθές, διότι η κυβέρνηση πήρε το δάνειο χωρίς να ρωτήσει τους πολίτες, οι οποίοι εκείνη την περίοδο ήταν στους δρόμους και διαμαρτύρονταν. Η Ελλάδα θα έπρεπε να το κυνηγήσει αυτό και νομικά. Δηλαδή ότι δεν πρέπει να πληρώσει την τρόικα. Η υπόθεση θα χρειαστεί από πέντε έως δέκα χρόνια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Σ’ αυτό το διάστημα η Ελλάδα θα έχει τον χρόνο να προετοιμαστεί για να εγκαταλείψει το ευρώ και να ανακτήσει τις δυνάμεις της και την ανάπτυξή της. Τώρα όμως δεν υπάρχει καμία ελπίδα ανάκαμψης, καθώς έχεις μια ξένη χώρα η οποία έρχεται και σου αφαιρεί περιουσία και δημόσια αγαθά και μετατρέπει τις υποδομές σου και τις υπηρεσίες σου σε είδη προς πώληση. Είναι προφανές ότι οι ξένοι επενδυτές θέλουν να αγοράσουν προϊόντα όπως η εταιρεία ηλεκτρισμού, προκειμένου να κάνουν αυξήσεις και να έχουν κέρδη.

Το κόστος ζωής στην Ελλάδα θα αυξηθεί δραματικά. Αυτή είναι η κατεύθυνση πανευρωπαϊκά. Δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Και άλλα αριστερόστροφα κόμματα οδηγούνται σε προγράμματα που μας γυρίζουν στον περασμένο αιώνα. Αυτή είναι η επιλογή των Γερμανών και της τρόικας μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για λεηλασία του δημόσιου πλούτου.

• Πιστεύετε ότι η γερμανική ηγεσία, με την παρούσα τακτική της ταπείνωσης της Ελλάδας, αναβιώνει, κατά κάποιον τρόπο, τη Συνθήκη των Βερσαλιών, η οποία επέβαλε βαρύτατους όρους στη Γερμανία;

Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1920. Η διαφορά είναι ότι από το 1929 όλος ο κόσμος αναγνώριζε ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να πληρώσει τις πολεμικές επανορθώσεις. Ετσι, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να αναγκάσουν μια χώρα να πληρώσει πάνω από τις δυνάμεις της. Σήμερα αυτή η βασική αρχή απορρίπτεται και αγνοείται το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει τα αναγκαία έσοδα ώστε να αποπληρώσει τα δάνεια. Ετσι της λένε: «Εάν δεν έχετε να πληρώσετε, δεν πειράζει. Να δώσετε την περιουσία σας».

Ομως, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, κανένα κυρίαρχο κράτος δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του. Εδώ δεν είναι μόνο το ότι γίνεται υπέρβαση της δημοκρατίας, αλλά απορρίπτεται ο ίδιος ο ορισμός του κυρίαρχου κράτους σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Αρα είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από μια επίθεση στη δημοκρατία. Είναι ένας διευρωπαϊκός πόλεμος. Και ο Τσίπρας δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, όπως και η Αριστερά σε άλλες χώρες, π.χ. στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία. Δεν αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για έναν οικονομικό πόλεμο.

• Ποιος είναι ο ρόλος της ΕΚΤ και του Μάριο Ντράγκι στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και κυρίως στο «ελληνικό πρόβλημα»;

Ο ρόλος της ΕΚΤ είναι να εκπροσωπεί το συμβούλιο των προέδρων των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες δίνουν δάνεια σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να αγοράσουν τις ελληνικές υποδομές που θα ξεπουληθούν. Ετσι, η ΕΚΤ προσπαθεί να δημιουργήσει μια αγορά για τους πελάτες της. Είναι ο μόνος κοινός ευρωπαϊκός οικονομικός οργανισμός. Δεν υπάρχει άλλος κοινός νομοθετικός ή φορολογικός οργανισμός. Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. διοικείται από τους τραπεζίτες. Περνάει η δική τους αντίληψη για το πώς λειτουργεί η οικονομία.

Πιστεύουν ότι το όποιο δάνειο μπορεί να αποπληρωθεί μόνο κόβοντας τους μισθούς. Αυτό κάνουν και στην Ελλάδα και έτσι ενισχύουν τη μετανάστευση. Είναι η ίδια πολιτική που ακολουθήθηκε και τη δεκαετία του 1920 και οι θεωρίες που απορρίφθηκαν από τον Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ολα σήμερα υποτάσσονται στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μέρος της πλύσης εγκεφάλου που μας επιβάλλουν. Η ΕΚΤ έχει τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της μείωσης των μισθών για την αποπληρωμή των χρεών και της αύξησης των επιτοκίων, ώστε αυτά να γίνεται αδύνατο να αποπληρωθούν. Και όλο αυτό μέχρι να αναγκαστούν οι Ελληνες να δουλεύουν σχεδόν τσάμπα, άρα να μην μπορούν να αποπληρώσουν το χρέος.

• Πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα να επανακτήσει η πολιτική τον έλεγχο από το χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Οχι, διότι, για παράδειγμα, οι πολιτικοί των Βαλτικών Χωρών έχουν μεταφέρει τις προεκλογικές συζητήσεις από τα οικονομικά θέματα στις εθνικιστικές ταυτότητες. Εχουν στρέψει τους Λιθουανούς ή τους Λετονούς και τους Εσθονούς εναντίον των Ρώσων, μετατρέποντας τη συζήτηση σε μια μάχη κατά του σταλινισμού. Ετσι, οι λαοί δεν ασχολούνται με τον νεοφιλελευθερισμό και δεν αντιλαμβάνονται τι φταίει για τη μετανάστευση. Περίπου το 20% των Λετονών έχουν μεταναστεύσει.

News

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

To τέλος της Ευρώπης

του Σεντρίκ Ντυράν

μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης

Όπως λέει η Άντα Κολάου, η νεοεκλεγείσα δήμαρχος της Βαρκελώνης και επικεφαλής ενός συνασπισμού εμπνευσμένου από τα κινήματα των Αγανακτισμένων: «Κανείς δεν θα βγει αμετάβλητος από αυτή την κρίση. Αυτό που μας περιμένει είναι μια νέα φεουδαρχία, με απότομη αύξηση των ανισοτήτων, μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση του πλούτου, νέες μορφές ανασφάλειας για την πλειοψηφία των πολιτών. Ή, μια δημοκρατική επανάσταση, όπου χιλιάδες άνθρωποι δεσμεύονται να αλλάξουν το φινάλε της ταινίας».

Έργο του Jack Tworkov
ΕΡΓΟ ΤΟΥ JACK TWORKOV

Είναι πολύ πιθανό να πλησιάζουμε σε αυτή την ιστορική καμπή. Η σαρωτική νίκη του Όχι στο ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου έδειξε ότι οι λαϊκές τάξεις θέλουν να σταματήσουν δεκαετίες νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η επανάληψη αυτού που ο Αύγουστος Μπλανκί ονόμασε «κεφάλαιο των διαχωρισμών» λαμβάνει χώρα μια εποχή τεκτονικών μετατοπίσεων, τραντάζοντας μια ήπειρο που έχει πέσει σε ένα φαύλο κύκλο μνησικακίας και αγανάκτησης, οι οποίες έχουν να παρατηρηθούν από τα μέσα του περασμένου αιώνα.

Έτσι, oι συζητήσεις με την Ελλάδα είναι μια επίσημη διαδικασία που σκοπό έχει να νικήσει πολιτικά τις αριστερές δυνάμεις στην Ελλάδα, θάβοντας οποιεσδήποτε προοπτικές ουσιαστικής πολιτικής αλλαγής σε ολόκληρη την ήπειρο. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση για την ακαμψία των πιστωτών, παρά το γεγονός ότι ο Τσίπρας παραβίασε όλες τις κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα της μεταρρύθμισης των συντάξεων, της φορολογικής πολιτικής, των ιδιωτικοποιήσεων και την απελευθέρωση της αγοράς. Αυτή η τιμωρητική στάση έγινε ξεκάθαρη τα τέλη Ιουνίου, όταν η ΕΚΤ υποκίνησε ενεργά ένα bunk run, προειδοποιώντας για «ανεξέλεγκτη κρίση» και έβαλε απότομα πλαφόν στα δάνεια έκτακτης ανάγκης της στον τραπεζικό τομέα, πυροδοτώντας το κλείσιμο των τραπεζών και τον έλεγχο κεφαλαίων.

Ωστόσο, η ακαμψία έναντι της ελληνικής κυβέρνησης δεν προκαλείται μόνο από μια ξεδιάντροπη νεοφιλελεύθερη πολιτική βούληση. Αποκαλύπτει ένα πολύ βαθύτερο πρόβλημα της Ευρώπης, που είναι η μη δυνατότητα ελιγμών αυτού του πολιτικού σκάφους.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η έλλειψη  ικανότητας ελιγμών της Ε.Ε. είναι το παράδοξο αποτέλεσμα της σαρωτικής νίκης του παγκόσμιου κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Οι νίκες αυτές οδήγησαν τα όργανα της Ε.Ε. να επικεντρωθούν κυρίως στα συμφέροντα του κεφαλαίου –τον ανταγωνισμό, το εμπόριο και το χρήμα–, ενώ τα εργασιακά και κοινωνικά προβλήματα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή υποτιμήθηκαν.

Κατά συνέπεια, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μπορεί να είναι ισχυρό στην προώθηση των συμφερόντων του χρηματοοικονομικού μπλοκ εξουσίας, αλλά του λείπει η συναινετική πλευρά της ηγεμονίας, η οποία είναι απαραίτητη για να κρατήσει ποικιλόμορφες κοινωνίες και κοινωνικά στρώματα ενωμένα σε ταραγμένους καιρούς.

Ευρώπη: ένα από τα πιο πολύπλοκα πολιτικά τοπία

Η Ευρώπη είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα πολιτικά τοπία στον κόσμο, και το ιδιοσυγκρασιακό μίγμα ισχυρών και αντιφατικών φιλελεύθερων, φασιστικών και κομμουνιστικών πολιτικών κληρονομιών και παραδόσεων, τα διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης και δημοκρατικής νομιμότητας, τα ζωντανά κοινωνικά κινήματα και οι αντιφατικοί γεωπολιτικοί δεσμοί, δημιουργούν ένα καζάνι που βράζει, για άλλη μια φορά.

Στο πλαίσιο αυτό, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη συνέχεια, η πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα είναι ήδη ένα ορόσημο στην ιστορία της ηπείρου. Η χώρα που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λειτούργησε ως παράδειγμα της ικανότητας της Ευρώπης να παρέχει μια στέρεη βάση φιλελεύθερης προοδευτικής δημοκρατίας και κοινωνικοοικονομικής σταθερότητας σε μια χώρα που έβγαινε από δικτατορία, έχει πλέον γίνει το σύμβολο της αποτυχίας και της διαίρεσης.

Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ξεφύγει από το νεοφιλελεύθερο κλουβί είχε ως αποτέλεσμα σαμποτάζ και μύδρους από τις άλλες κυβερνήσεις και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αφήνοντας τον χωρίς καμία εναλλακτική λύση, εκτός από συνθηκολόγηση ή ρήξη, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την ελκυστικότητα της Ε.Ε..

Οι φυγόκεντρες δυνάμεις αυξάνονται επίσης ως αποτέλεσμα της εξασθένισης της αίγλης των Βρυξελλών. Η Βρετανία απαιτεί μια σημαντική αντιστροφή της διαδικασίας ολοκλήρωσης απειλώντας να αποχωρήσει, ενισχύοντας τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ. Στα ανατολικά σύνορα, η οριστική απογοήτευση για την μη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αφήνει ένα ανοιχτό πεδίο για εθνικιστικές δυνάμεις (αν και με αντιφατικά συναισθήματα για τον πρωτόγνωρο δυναμισμό της Ρωσίας). Ακόμη και μέσα στον ιστορικό πυρήνα της Ένωσης, υπάρχει ένα αυξανόμενο αίσθημα απελπισίας.

Αυτό επιτρέπει την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, αλλά και ρατσιστικό λόγο σε κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης – παράδειγμα το πρόσφατο κάλεσμα του δημοσιογράφου Berthold Seewald από τη μεγάλη γερμανική συντηρητική εφημερίδα, Die Welt, για ακύρωση της ιδιότητας του ευρωπαϊκού μέλους για την Ελλάδα. Υπενθυμίζοντας το πλαίσιο του πόλεμου της ελληνικής ανεξαρτησίας το 1821, έγραψε ότι την εποχή εκείνη «η ιδέα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη, και όχι ένα μίγμα Σλάβων, Βυζαντινών και των Αλβανών, αναδύθηκε ως κοινή πεποίθηση στην Ευρώπη. … Αυτός είναι ο λόγος που έγινε δεκτό το ρεσάλτο των ελλήνων στο ευρωπαϊκό πλοίο το 1980. Μπορεί κανείς να θαυμάσει τις συνέπειες αυτές κάθε μέρα».

Εν τω μεταξύ, τα σημάδια της απογοήτευσης στην πλειοψηφία των ηγετών είναι έντονα. Απορροφημένη σε πολύπλοκους υπολογισμούς και στερούμενη οποιασδήποτε πολιτικής έμπνευσης, η Ευρώπη δεν εμπνέει τίποτα άλλο παρά μόνο πικρία και αγανάκτηση.

Η έλλειψη αλληλεγγύης

Η έλλειψη αλληλεγγύης βγήκε στην επιφάνεια για άλλη μια φορά, όταν οι αρχηγοί των κυβερνήσεων συζήτησαν την κρίση του μεταναστευτικού. Ενώ χιλιάδες μετανάστες πεθαίνουν στη Μεσόγειο, η αντίδραση των Ευρωπαίων ηγετών έχει αποκαλυπτικά επικεντρωθεί σε στρατιωτικές επιθέσεις, και στη συζήτηση για κατανομή των αιτούντων άσυλο μεταξύ των χωρών, κυριαρχεί ο εγωισμός, κάνοντας τον Ματέο Ρέντσι –τον ξεθωριασμένο ιταλό σταρ της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς– να πει: «Αν αυτή είναι η ιδέα σας για την Ευρώπη, μπορείτε να την κρατήσετε».

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαιώνουν ότι η απογοήτευση με την Ευρώπη μεταφράζεται σε μείωση ψήφων για το «ακραίο κέντρο» στο εθνικό πολιτικό πεδίο. Ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι ιδεολογικών συγκλίσεων οι οποίες μεταφράζονται σε συμμαχίες σε εθνικό επίπεδο, η δεξιά και η αριστερή πτέρυγα του κέντρου είναι στενά συνδεδεμένες σε έναν μόνιμο μεγάλο ευρωπαϊκό συνασπισμό.

Στην Αριστερά, η εμφάνιση των νέων πολιτικών κινημάτων, συνδέεται τόσο με διαρθρωτικούς παράγοντες (όπως η ένταση των συνεπειών της  λιτότητας) όσο και πιο απρόβλεπτους που σχετίζονται με την οργάνωση του πολιτικού πεδίου. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την βραχυπρόθεσμη πολιτική τους τύχη, σε κανένα από αυτά δεν επιτρέπεται πια να καθυστερήσει τις συζητήσεις πάνω σε καίρια στρατηγικά ζητήματα.

Δύο χρόνια πριν γίνει υπουργός Οικονομικών στην Ελλάδα, στο κείμενό του «Εξομολογήσεις ενός αιρετικού μαρξιστή», ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστήριξε το σχέδιο της σωτηρίας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού από τον εαυτό του. Η μάχη στην Ελλάδα δείχνει ότι αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο δύσκολη υπόθεση από ό, τι αναμενόταν.

Η άνιση αναπτυξιακή δυναμική στην περιφέρεια της Ευρώπης, τονίζει την ανάγκη η  Αριστερά να περάσει από μια αμυντική μάχη ενάντια στη λιτότητα προς μια θετική ατζέντα για συστημικές εναλλακτικές λύσεις. Το ελληνικό πείραμα αποδεικνύει ότι, σε αυτή την πορεία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη διάρρηξη των δεσμών με τα νεοφιλελεύθερα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και την ανάκτηση της δημοκρατικής κυριαρχίας με εθνικά νομίσματα.

Αυτή ωστόσο είναι μια μεγάλη πρόκληση, αν αναλογιστούμε τον δισταγμό των περισσότερων ανθρώπων μπροστά στο μεταβατικό κόστος της διάλυσης, ακόμα και αν θα μπορούσαν να πειστούν για τα οφέλη από μια τέτοια ρήξη σε μακροπρόθεσμη βάση. Η διατύπωση προτάσεων για πολιτικές που θα εξασφαλίσουν στον κόσμο ένα δίχτυ ασφαλείας κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης, θα είναι το κλειδί για την διευκόλυνση της ανάπτυξης νέων εκλογικών νικών, αρχής γενομένης από τις εκλογές στην Ισπανία αυτό το φθινόπωρο. Εκεί, οι Podemos και τα συμμαχικά τους κοινωνικά κινήματα έχουν σημαντικές πιθανότητες να κερδίσουν.

Όπως έδειξε η ελληνική εμπειρία, η ευρωπαϊκή ελίτ δεν μπορεί να αναμένεται να είναι τίποτα λιγότερο από ανελέητη. Όπως μου είπε πρόσφατα ένα μέλος της ηγεσίας των Ποδέμος, «θα πρέπει να προετοιμαστούμε καλύτερα».

Ο dric Durand  είναι οικονομολόγος και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Paris 13. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού «Jacobin», 16.7.2015. Εδώ δημοσιεύεται με κάποιες  περικοπές.

Οικονομία vs Δημοκρατία

Στο πλαίσιο των προβληματισμών μας γύρω από τη φύση της οικονομικής σκέψης, 
παρουσιάζουμε εδώ δική μας περίληψη μιας σειράς συλλογισμών του Jacques Sapir, 
από το άρθρο του L’économie est-elle une anti-politique?   
Πρόσφατα, οι οικονομολόγοι, και ιδίως όσοι ασχολούνται με την «ανάπτυξη», ανακάλυψαν την έννοια της δημοκρατίας και μάλιστα η προβληματική για τις σχέσεις μεταξύ οικονομίας και δημοκρατίας απασχολεί την αρθρογραφία ακόμα και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι αμφισβητούν σε βάθος την αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, η οποία συνοδεύει την ανάδυση της οικονομικής θεωρίας από τα πρώτα κιόλας βήματά της και στοιχειώνει μέχρι και σήμερα τη σκέψη των οικονομολόγων σε όποια «σχολή» κι αν ανήκουν.
Μάλιστα το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο όταν οι οικονομολόγοι ανακατεύουν τις θεωρίες τους με έννοιες από τη φιλοσοφία του Δικαίου μπλέκοντας στη ρητορική τους όρους όπως «κανόνες», «νόμοι» και «θεσμοί» −κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο την τελευταία εικοσαετία. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο, δίνεται η εντύπωση ότι το Δίκαιο είναι κάτι που «ενυπάρχει» στην οικονομική σκέψη, όπως λ.χ. υπάρχει η εξίσου λαθεμένη εντύπωση ότι η φιλοσοφία «ενυπάρχει» στη σκέψη των επιστημών. Η αλήθεια είναι, πως αν εξετάσουμε από κοντά τις περί Δικαίου «αυθόρμητες» αντιλήψεις των οικονομολόγων, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοκρατία και είναι είτε ανοικτά αντιδημοκρατικές, είτε δεν αναγνωρίζουν το έδαφος μέσα στο οποίο συγκροτείται η δημοκρατία.
Η αποπολιτικοποίηση βρίσκεται στην καρδιά της συγκρότησης της Οικονομίας σε αυτόνομη επιστήμη.
Η αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, δηλαδή η ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις δεν είναι και δεν πρέπει να είναι πολιτικής υφής, αποτελεί μια παμπάλαια τάση της ίδιας της οικονομικής σκέψης. Τα πρώτα ίχνη της διακρίνονται ήδη στις εργασίες του Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) για τη «ροή των τιμών των προϊόντων». Η πρόθεση του Χιούμ ήταν καταρχάς ευγενής: ήθελε να βρει μια καλή επιχειρηματολογία ώστε να βοηθήσει στην κατάπαυση των εμπορικών-οικονομικών πολέμων που σημάδεψαν τον 17ο και τις αρχές του 18ουαιώνα. Θεώρησε λοιπόν πως το θα το πετύχαινε αποδεικνύοντας ότι το διεθνές εμπόδιο δεν έχει να κάνει με την πολιτική δράση, αλλά με τους οικονομικούς αυτοματισμούς και ιδιαίτερα με την «αυτόματη» ρύθμιση της ισορριπίας των ισοζυγίων πληρωμών.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μίλτον Φρίντμαν και οι Μονεταριστές δεν πρωτοτύπησαν καθόλου. Στην πραγματικότητα, αυτό που διακυβεύεται από το ξεκίνημα κιόλας της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι η ίδια η έννοια της ισορροπίας και η χρήση της σαν μια έννοια που στόχος της είναι να συγκροτήσει τον οικονομικό λόγο σε μια επιστήμη, που δεν θα είναι εμπειρική, δηλαδή δεν θα θεμελιώνεται σε στατιστικά στοιχεία αλλά στην κατανόηση των γενικών και αφηρημένων αρχών.
Στην αξιοσημείωτη μελέτη του για τα διανοητικά θεμέλια της πολιτικής οικονομίας (1992), ο Ζαν-Κλοντ Περό δείχνει καθαρά τη σταδιακή ανάδυση αυτής της οπτικής πάνω στα πράγματα. Υπόδειγμα αυτής της οπτικής υπήρξε ο Ζαν-Μπατίστ Σαι (1767-1832), ο οποίος αρνήθηκε συνειδητά να χρησιμοποιήσει στατιστικά στοιχεία, όχι επειδή δεν ήξερε στατιστική αλλά διότι είχε μια συγκεκριμένη μεθοδολογική αντίληψης της επιστήμης. Το ίδιο και Άνταμ Σμιθ. Όπως σημειώνει ο Περό:
Το 18ο αιώνα οι κανόνες, οι νόμοι και οι αρχές αναφέρονται σε σχέσεις άλλοτε φυσικές, άλλοτε θεσμικές και άλλοτε ηθικές. Η ίδια η φιλοσοφία του Διαφωτισμού γλυστράει διαρκώς είτε προς τη μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η Φυσιοκρατική οικονομία στηρίζει τις αναλύσεις της στη συγχώνευση αυτών των τριών εννοιών. (…) Αυτό ακριβώς το αμάλγαμα έρχεται να αποδομήσει ο Άνταμ Σμιθ ήδη από το 1776, θεμελιώνοντας την οικονομία σε ένα νέο παράδειγμα, όπου κυριαρχεί ο επιστημονικοφανής ντετερμινισμός των αποφάσεων.
Την ίδια θέληση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης συναντάμε ασφαλώς και στους Νεοκλασικούς, ιδιαίτερα με την κατασκευή του «πλαισίου υποθέσεων» που θεωρούν αναγκαίο για να αποδείξουν πως η ισορροπία του ανταγωνισμού αντιστοιχεί στο optimum του Παρέτο, δηλαδή σε μια στιγμή στην οποία υποτίθεται ότι δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί η κατάσταση ενός ατόμου χωρίς να χειροτερέψει η κατάσταση ενός άλλου.
Από τον κανόνα δεν ξεφεύγουν οι Αυστριακοί, παρά τις αξιοπρόσεκτες διαφοροποιήσεις τους. Γιατί μπορεί ο Χάγιεκ να μην έλεγε τα ίδια ακριβώς πράγματα σ’ ολόκληρη τη ζωή του και μπορεί να υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο βιβλίο The Constitution of Liberty που έγραψε το 1960, και τα έργα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, όμως όλα τα διατρέχει η ίδια αυτή τάση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, πως η τάση αυτή υπάρχει και στους Μαρξιστές, και μάλιστα σε ορισμένους επαναστάτες μαρξιστές. Τη συναντάμε πίσω από την ιδέα τους ότι, μετά την επανάσταση, οι επιλογές θα είναι τεχνικής και όχι πλέον πολιτικής υφής −μια ιδέα που βρίσκουμε ιδιαίτερα στον Τρότσκι.
Οντολογική και εργαλειακή αποπολιτικοποίηση
Εξετάζοντας από πιο κοντά αυτό το πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης, διαπιστώνουμε ότι παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις σχολές. Στους Νεοκλασικούς είναι οντολογικής υφής, ενώ στους Αυστριακούς εργαλειακής.
Για να στήσει την οικονομία σαν επιστήμη, η Νεοκλασική σχολή στηρίχτηκε στο μοντέλο της Φυσικής. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε ένα σταθερό σημείο, το οποίο θα μας επιτρέψει να παρομοιάσουμε με τους φυσικούς νόμους τις όποιες κανονικότητες εντοπίζουμε στην οικονομία. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει εδώ η θεωρία περί ορθολογικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ορθολογικά από τη φύση του, τότε οι οικονομικοί νόμοι δεν διαφέρουν από τους φυσικούς νόμους και επομένως δεν υπάρχει θέμα πολιτικής διαμάχης και απόφασης στα οικονομικά ζητήματα. Θα ήταν σαν να έμπαινε σε ψηφοφορία η αξία της σταθεράς του Νεύτωνα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα οντολογικής τάξης πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομίας.
Στους Αυστριακούς πάλι, το ζήτημα εμφανίζεται πολύ πιο σύνθετο, ιδιαίτερα στους Χάγιεκ και Φον Μίζες, αλλά και στον Λάχμαν. Κατ’ αυτούς, ο κόσμος είναι ένας κόσμος χωρίς βεβαιότητες. Αναγνωρίζουν λοιπόν την ανάγκη να υπάρχει πολιτική συζήτηση και θεωρούν τη νεοκλασική λογική σαν μια εντελώς χυδαία μορφή επιστημονισμού. Ωστόσο, στο τέλος εξαιρούν την οικονομική απόφαση από το πεδίο άσκησης της δημοκρατίας.
Πράγματι, αυτό που απασχολεί έντονα τον Χάγιεκ είναι το πώς η δημοκρατία δεν θα ξεπέσει σε μια δικτατορία της πλειοψηφίας και ποιοι είναι οι κανόνες χάρη στους οποίους αυτό δεν θα συμβεί. Πάνω σε αυτό, δεν μπορεί να σκεφτεί παρά ένα και μοναδικό κανόνα: την ιδιωτική ιδιοκτησία. Έτσι οδηγείται σταδιακά στον ακόλουθο συνειρμό: Προκειμένου ένα πολιτικό σύστημα να επιτρέπει θεσμικά στην αγορά να λειτουργεί ελεύθερα, θα πρέπει να μη θίγει σε καμία περίπτωση το θεμέλιό της∙ και για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι κανόνες της αγοράς να αποτελούν άβατο για την πολιτική συζήτηση και διαπάλη. Έτσι καταλήγει σε μια θέση, όπως αυτή που διατυπώνει ιδιαίτερα στο βιβλίο του The Political Order of a Free People(1979), η οποία είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία. Γι’ αυτό κι ενώ το 1944 ασκεί δριμεία κριτική στον Καρλ Σμιτ, τον υπερσυντηρητικό φιλοναζιστή νομικό της δεκαετίας του 1930, στα βιβλία που έγραψε κατά τη δεκαετία του 1970 τον βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα τις θέσεις περί πλειοψηφίας με τις οποίες ο Καρλ Σμιτ επιτέθηκε ιδεολογικά εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με μια διαφορετικού τύπου αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης. Δεν είναι οντολογική, όπως στους Νεοκλασικούς που συνταυτίζουν τους οικονομικούς «νόμους» με τους φυσικούς νόμους, αλλάεργαλειακή. Οι Αυστριακοί αποπολιτικοποιούν την «περιοχή» εκείνη, που θεωρούν ότι θεμελιώνει την αγορά.
Με δυο λόγια: η οικονομική σκέψη είναι ριζικά αντι-πολιτική και ξένη προς τη δημοκρατία.
πηγή:
http://dangerfew.blogspot.ca/

Απροσδιόριστες εξελίξεις



Γιώργος Δελαστίκ
Έθνος 16/07

Τα πάντα είναι ανοιχτά αυτή τη στιγμή αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις. Υπάρχουν όμως μερικά δεδομένα, τα οποία ισχύουν αυτή τη στιγμή, αν και κάποια από αυτά είναι αντιφατικά μεταξύ τους, αντανακλώντας τη σύγχυση που επικρατεί στο μυαλό των Ελλήνων. Εν πρώτοις το 61,3% που ψήφισε «Οχι» είναι βαθύτατα οργισμένο εναντίον των Γερμανών και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, την ίδια στιγμή που είναι πολύ απογοητευμένο από την αδυναμία του πρωθυπουργού να αξιοποιήσει το «Οχι» που τόσο απλόχερα του έδωσε ο λαός μας, όταν αυτός το ζήτησε. Το δεύτερο δεδομένο, σε ευθεία αντίθεση με τα παραπάνω, είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει κατά… έτη φωτός ο δημοφιλέστερος Ελληνας πολιτικός. Κατά κανένα τρόπο δεν τον «βαρέθηκαν» οι πολίτες, ούτε επιθυμούν να τον αλλάξουν για να φέρουν στην εξουσία τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη με τον Σταύρο Θεοδωράκη και τη Φώφη Γεννηματά. Μόνο αν αναλάμβανε τώρα αρχηγός της ΝΔ ο Κώστας Καραμανλής και γίνονταν αμέσως εκλογές, θα υπήρχε σοβαρή περίπτωση ανατροπής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Με οποιονδήποτε άλλον αρχηγό, η ΝΔ είναι ζήτημα αν θα κατόρθωνε να πιάσει το 25%. Αναλόγως των συνθηκών που θα επικρατούσαν, καθόλου δεν αποκλείεται το ποσοστό της ΝΔ να προσέγγιζε ακόμη και το ιστορικό χαμηλό του Μαΐου του 2012, το 20%. Η υπεροχή του Αλέξη Τσίπρα έναντι των αντιπάλων του δεν επιτρέπει κατά κανένα τρόπο στην αντιπολίτευση να ζητήσει εκλογές. Αντιθέτως, θέλει να τις αποφύγει πάση θυσία αυτή την ώρα, επειδή τα ποσοστά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σίγουρα θα πέσουν, με το ΠΑΣΟΚ μάλιστα να κινδυνεύει να γίνει… εξωκοινοβουλευτικό κόμμα, συναντώντας το αλήστου μνήμης ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου!

Δεδομένο τρίτο είναι ότι οι Γερμανοί θέλουν να δουν κατ’ αρχάς το Ποτάμι να συμμετέχει στην κυβέρνηση και στη συνέχεια τον Σταύρο Θεοδωράκη… πρωθυπουργό! Πέραν των δημοσίων πιέσεων που ασκεί στον πρωθυπουργό ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος κάθε φορά που μιλάει απαιτεί από τον Αλέξη Τσίπρα να διώξει από την κυβέρνηση τον Πάνο Καμμένο και στη θέση του να προσλάβει τον Σταύρο Θεοδωράκη, ασκούνται αφόρητες πιέσεις και στο παρασκήνιο προς την κατεύθυνση αυτή. Τώρα που ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε εκών άκων να υπογράψει νέο μνημόνιο και ως εκ τούτου να ασκεί πλέον μνημονιακή πολιτική, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποκλείουμε την περίπτωση κάποια στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας να προσλάβει το Ποτάμι στην κυβέρνηση, διώχνοντας φυσικά τους ΑΝΕΛ, που οι Γερμανοί μισούν θανάσιμα. Και πώς να μην τους μισούν άλλωστε, όταν ο Πάνος Καμμένος είπε πολύ σωστά την Τρίτη πως «είναι πλέον χωρίς αμφιβολία αποδεκτό σε όλη την Ευρώπη ότι την Κυριακή το βράδυ έγινε ένα πραξικόπημα στην καρδιά της Ευρώπης»!



Ο Μάρτιν Σουλτς, ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της Ευρωβουλής [ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα ζητούσε τη συγκρότηση… «κυβέρνησης τεχνοκρατών (!)» στην Ελλάδα για να συμφωνήσει μαζί της το νέο μνημόνιο], άλλαξε γραμμή αυτή την εβδομάδα. Με το που υπέκυψε ο Τσίπρας, ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου έσπευσε να δηλώσει ότι «σίγουρα δεν υπήρξε πιο ισχυρός πρωθυπουργός στην ιστορία της Ελλάδας από τον κύριο Τσίπρα σε ό,τι αφορά τη στήριξη στο εσωτερικό»! Το θέμα δεν είναι αν ο Σουλτς είναι απλώς ένας πολιτικός καραγκιόζης, αλλά το αν αυτό προοιωνίζεται πολιτικές ανακατατάξεις. «Το Ποτάμι δεν διεκδικεί ρόλο κυβερνητικού εταίρου σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι στη διάθεση του πρωθυπουργού για την εξεύρεση εθνικά επωφελών λύσεων τόσο σε πρόσωπα όσο και σε προτάσεις» προέκυψε από τη συνεδρίαση του Πολιτικού Σχεδιασμού του Ποταμιού.

Στο ΠΑΣΟΚ έβαλαν «άγριο χέρι» για τη στάση του εναντίον της κυβέρνησης Τσίπρα οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές στις Βρυξέλλες. Ετσι άλλαξε γραμμή η Φώφη Γεννηματά, η οποία μόνο… ταμπλά δεν έπαθε όταν είδε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όπως άλλωστε και όλοι οι ηγέτες τόσο της Ευρώπης όσο και της ελληνικής αντιπολίτευσης. «Η εθνική γραμμή για βιώσιμη λύση στηρίζεται σε υπαρκτή και πολύ μεγάλη διακομματική πλειοψηφία στη Βουλή» δήλωσε χαρακτηριστικά τη Δευτέρα, υπό το κράτος πανικού μην τυχόν και προκηρυχθούν εκλογές. Απαίτησε μάλιστα από τον Αλέξη Τσίπρα να… «τερματίσει την κινούμενη άμμο της εκλογολογίας». Από την έκταση των ψήφων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ κατά της συμφωνίας και την αντίδραση του πρωθυπουργού σε αυτήν (παραμέτρους άγνωστες την ώρα που γραφόταν αυτό το άρθρο) θα έχουμε σήμερα – αύριο μια ακόμη ψηφίδα στο πολιτικό παζλ.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

ΚΥΠΡΟΣ : ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 41 ΧΡΟΝΙΑ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Μνήμες από την αποφράδα ημέρα της 20ης Ιουλίου 1974, όταν στις ακτές της Κερύνειας άρχιζε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξύπνησε στον κυπριακό Ελληνισμό ο ήχος των σειρήνων, σήμερα στις 05:30...
Με πρόσχημα το πραξικόπημα, πέντε μέρες νωρίτερα της χούντας των Αθηνών, η Τουρκία σκόρπισε τον όλεθρο και τον θάνατο στην Κύπρο και συνεχίζει να κατέχει παράνομα για 41 χρόνια το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και το μεγαλύτερο τμήμα της ακτογραμμής της.
Περισσότεροι από 43.000 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες από την Τουρκία παραμένουν ακόμη στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώνεται ότι, ξεκινώντας από το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο ΟΗΕ έχει κάνει εκκλήσεις για «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και για «απομάκρυνση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που η παρουσία του δεν προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες».

Η Τουρκία μέχρι και σήμερα στερεί από τους εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό έχει δώσει αφορμή για προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από την πλευρά της Τουρκίας.
Κύπρος: 41 χρόνια από την τουρκική εισβολή
Πέραν της οικονομικής καταστροφής, που προκάλεσε η εισβολή και η βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, περισσότερα από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 1.400 Ελληνοκύπριοι παραμένουν αγνοούμενοι. Η 'Αγκυρα προχώρησε στον συστηματικό εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών με παράνομους εποίκους και υποχρέωσε πολλούς Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη και αλλού. Έτσι, οι έποικοι υπερτερούν αριθμητικά των γηγενών Τουρκοκυπρίων.

Τον Νοέμβριο του 1983, η Τουρκία υποκίνησε και επιδοκίμασε τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» στην κατεχόμενη περιοχή από την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα άλλο κράτος, πλην της Τουρκίας, η οποία ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχό της. Τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασαν με κατηγορηματικό τόπο τη μονομερή αυτή ενέργεια, την κήρυξαν άκυρη, ζήτησαν την απόσυρσή της και κάλεσαν όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην αναγνωρίσουν την παράνομη αυτή οντότητα. Η ΕΕ και άλλοι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί έχουν υιοθετήσει παρόμοιες θέσεις. Για όλους τούς νομικούς και πολιτικούς λόγους, η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει μόνον την Κυπριακή Δημοκρατία, που δημιουργήθηκε το 1960 και την κυβέρνησή της, ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία σε περιοχές, που βρίσκονται υπό την στρατιωτική κατοχή της Τουρκίας.

Στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, στη Λευκωσία, θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών, Ελληνοκυπρίων και εξ Ελλάδος, κατά την τουρκική εισβολή, παρουσία του προέδρου Αναστασιάδη. Στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσίας, προϊσταμένου του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου θα αναπεμφθεί δέηση για απελευθέρωση της Κύπρου, επιστροφή των εκτοπισμένων στις πατρογονικές του εστίες και διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων. Θα μιλήσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης. Το βράδυ θα πραγματοποιηθεί ειδική εκδήλωση στο προεδρικό μέγαρο με ομιλητή τον Κύπριο πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη.

Εξάλλου, στις 14:00, φθάνει στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερτογάν, ο οποίος θα δεχθεί τον χαιρετισμό της στρατιωτικής παρέλασης μαζί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Στη συνέχεια, θα έχουν κατ' ιδίαν συνάντηση, στην οποία θα συζητήσουν τις εξελίξεις στο Κυπριακό.

Ο Κύπριος κυβερνητικος εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, χαρακτήρισε αρνητική εξέλιξη την παράνομη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα.

Η ηθική του χρέους – Μια ιστορία οικονομικών αγίων και αμαρτωλών

debt
Η πίστωση και το χρέος είναι κάτι περισσότερο από ορθολογικές συναλλαγές υλικών εντός μιας οικονομίας της αγοράς. Είναι κοινωνικά δομημένες [ενέργειες] και επικεντρώνονται σε θέματα σκληρών ηθικών κρίσεων για τον χαρακτήρα, την ισότητα και την «καλή πίστη». Οι κρίσεις αυτές, με την σειρά τους, συνδέονται με έντονα συναισθήματα δυσαρέσκειας, ντροπής και ταπείνωσης.
Οι αλλαγές και οι αντικρουόμενες απεικονίσεις των προσωπικών πιστώσεων και χρεών επηρεάζουν σοβαρά την δύναμη και την ευημερία των κρατών.
Η ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Μια ποικιλία κοινωνικών νοημάτων έχει συνδεθεί με το χρέος στον πάροδο του χρόνου. Και όμως ορισμένα σχέδια επαναλαμβάνονται. Σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες το χρέος συνυπάρχει με την «δουλεία», την «ελευθερία», την «ευγνωμοσύνη» και την «τιμή», όπως στην «ελευθερία από το χρέος», το «χρέος από ευγνωμοσύνη» και το «χρέος τιμής».
Στα ολλανδικά και τα γερμανικά, η λέξη Schuld σημαίνει τόσο χρέος όσο και ενοχή. Μια παρόμοια γλωσσική συνάφεια βρίσκεται στην εβραϊκή λέξη Chayav. Οι όροι αυτοί απεικονίζουν το βαθύ πολιτιστικό άγχος που συνδέεται με το χρέος και τα ισχυρά συναισθήματα ντροπής που μπορεί να προκαλέσει. Για τους Γερμανούς, η θρυλική νοικοκυρά της Σουηβίας είναι η παραδοσιακή πολιτιστική εικόνα της χρηστής οικονομικής συμπεριφοράς: Ο καθένας «θα πρέπει να ζει με όσα διαθέτει». Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ιδιοποιήθηκε αυτή την εικόνα για να δικαιολογήσει τις πολιτικές της σχετικά με την κρίση δημοσίου χρέους μετά το 2010 στην περιοχή του ευρώ.
Αντανακλώντας το γερμανικό περιβάλλον, ο Φρίντριχ Νίτσε προσέφερε έναν ανθρωπολογικό απολογισμό της ιστορικής σύνδεσης της ενοχής με το χρέος (das Schuldgefühl). Τόνισε ότι το χρέος ήταν συνδεδεμένο με την ηθικολογία των εννοιών του καθήκοντος, της τιμής, της αυτοεκτίμησης και του κύρους. Στο «Γενεαλογία της Ηθικής» (On the Genealogy of Morals ) [2], ο Νίτσε κοίταξε πίσω στην «παλαιότερη και πιο πρωτόγονη» προσωπική σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη ως την προέλευση του πώς «ένα πρόσωπο μετρά πρώτα τον εαυτό του έναντι του άλλου».
Πράγματι, η πίστωση και το χρέος όντως προϋπάρχουν των χρημάτων. Πήραν την μορφή εξυπηρετήσεων (χαρών) ανάμεσα σε φίλους και γείτονες, κάτι που δημιούργησε προσωπικές ηθικές υποχρεώσεις. Αργότερα, η δημιουργία του χρήματος παρείχε μια λογιστική μονάδα για την παρακολούθηση των χρεών. Το πιο σημαντικό, αυτό οδήγησε σε μια απο-προσωποποίηση των σχέσεων πιστωτή-οφειλέτη, καθιστώντας δυνατή την εμπορική κοινωνία. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τις καινοτομίες της [ταχυδρομικής] αποστολής και των εξασφαλίσεων απαιτήσεων. Με αυτόν τον τρόπο, το χρέος συνδέθηκε με την απειλή, και συχνά στην πραγματικότητα, με την διάβρωση της ελευθερίας, όχι μόνο για τα άτομα αλλά και για ολόκληρες οικογένειες. Βρέθηκαν σε μια κατάσταση «δουλείας του χρέους».
Συμβόλαιο μεταξύ του Patrick Larkin και του Thomas Blood, της 17ης Αυγούστου 1766. Βιβλιοθήκη της Βιρτζίνια.
Λόγω της υποδήλωσης της υποδούλωσης, επαναστατικές αλλαγές της εξουσίας, ή η άνοδος νέων κυβερνητών, συχνά έφεραν μαζί τους διαγραφές χρέους και καταστροφή αρχείων χρέους. Το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα αυτού φαίνεται να είναι το 2400 π.Χ. από τον βασιλιά Enmetena στην πόλη-κράτος των Σουμερίων Lagash στην Μεσοποταμία. Στην συνέχεια, η βιβλική παροιμία «Οι πλούσιοι κυριαρχούν πάνω στους φτωχούς, και ο δανειολήπτης είναι δούλος του δανειστή» χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την ακύρωση «απεχθών» χρεών μετά την αλλαγή καθεστώτος. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για την φυλάκιση οφειλετών, για παράδειγμα στα έργα του Καρόλου Ντίκενς.
Από τον 18ο αιώνα και μετά, υπήρχαν δύο κύριοι καταλύτες για την αναθεώρηση εννοιών του χρέους. Η πρώτη ήταν η άνοδος μιας νέας εμπορικής κοινωνίας, η οποία σχετιζόταν με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και τον πολλαπλασιασμό των συμβατικών σχέσεων, ενθαρρυμένη πάνω απ’ όλα με την χρήση των εξασφαλίσεων για την επέκταση της πιστοληπτικής ικανότητας [3]. Οντότητες κανονικά μη επιλέξιμες για να δανειστούν ήταν σε θέση να συνάψουν πιστωτικές συναλλαγές. Η συνέπεια ήταν μια κοινωνία στην οποία οι σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη κατέλαβαν κεντρική κοινωνική και πολιτική σημασία, εκπροσωπούμενη από μια επίδοξη τάξη εμπόρων-χρηματοδοτών, εισοδηματιών, και τα όψιμης αυτοπεποίθησης επαγγέλματα της λογιστικής και του δικαίου.
Ο δεύτερος καταλύτης για την αναθεώρηση του χρέους ήταν η γέννηση και η τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους. Ο μετασχηματισμός αυτός άνοιξε την συζήτηση αν η εξέλιξη αυτή ήταν μια δύναμη για το καλό ή για το κακό. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα καταστροφικά οικονομικά των Γάλλων βασιλέων στον 18ο αιώνα, είχαν μια βαθιά επίδραση στην οικονομική σκέψη. Ο Γάλλος φιλόσοφος Montesquieu εξέφρασε την ανησυχία του στο «Πνεύμα των Νόμων» [4]. Το δημόσιο χρέος, έγραψε, «παίρνει το αληθινό έσοδο του κράτους από εκείνους που έχουν δραστηριότητα και βιομηχανία, για να το μεταφέρει στους νωχελικούς: Δηλαδή, δίνει διευκολύνσεις για εργασία σε όσους δεν εργάζονται, και βαρύνει με δυσκολίες αυτούς που όντως εργάζονται».
Εν τω μεταξύ, οι Σκωτσέζοι στοχαστές Ντέιβιντ Χιουμ και Άνταμ Σμιθ φοβούντο ότι το δέλεαρ του δημόσιου χρέους θα διαφθείρει τα κράτη και θα δημιουργήσει πολιτικές της ψευδαίσθησης και της ύβρεως. Η χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους διευκόλυνε καταστροφικούς πολέμους στην Ευρώπη και υποστήριξε την μάταιη επιδίωξη της αυτοκρατορίας στον Ατλαντικό, την Μεσόγειο και την Ινδία. Διεύρυνε επίσης την πολιτική πατρωνία, δημιουργώντας μια αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των κρατών και των πιστωτών, κάτι που οδήγησε στην ολιγαρχία και τον κομματισμό και διακινδύνευσε την κατάρρευση της δημόσιας αρετής.
Ένας οφειλέτης στην φυλακή της Fleet Street. Ζωγραφική από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. THOMAS HOSMER SHEPHERD
Η συζήτηση για το αν το δημόσιο χρέος προώθησε τις αρετές του εμπορίου ή την αμαρτία της σπατάλης ήταν επίσης στο επίκεντρο της οξείας διαφωνία μεταξύ Αλεξάντερ Χάμιλτον και Τόμας Τζέφερσον στον απόηχο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Στο όνομα της αρετής, ο Jefferson επιτέθηκε στις επιδιώξεις του Χάμιλτον για χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, για εμπορική αυτοκρατορία και εκτελεστική κηδεμονία (executive patronage). Υποστήριξε ότι η προτεραιότητα πρέπει να είναι η απελευθέρωση του νέου έθνους από το χρέος. Σε μια επιστολή του το 1809 [5] προς τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Albert Gallatin, ο Jefferson υποστήριξε:
«Δεν υπάρχει μια μηχανή που διαφθείρει τόσο την κυβέρνηση και αποθαρρύνει τόσο το έθνος όσο το δημόσιο χρέος. Θα φέρει σε μας περισσότερα ερείπια εγχωρίως από όσα όλοι οι εχθροί από το εξωτερικό κατά των οποίων υπάρχουν ο στρατός και το ναυτικό για να μας προστατεύσουν».
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η αναδυόμενη γερμανική ιστορική και θεσμική σχολή οικονομικών απέκτησε μια πολύ διαφορετική άποψη για το δημόσιο χρέος από εκείνο του Μοντεσκιέ, του Χιούμ, του Σμιθ και του Τζέφερσον. Ενώθηκαν στην άποψη ότι το δημόσιο χρέος ήταν αναπόσπαστο μέρος των εθνικών οικονομιών. Οι στοχαστές Karl Dietzel και Lorenz von Stein πίστευαν ότι το κράτος είχε θετικό ρόλο στην εξισορρόπηση της οικονομίας, πάνω απ’ όλα μέσω της χρηματοδότησης των επενδύσεων που τονώνουν την παραγωγικότητα, σε υποδομές και σε δημόσιες παροχές. Ο Dietzel, κατ’ αρχήν, υποστήριξε ότι, «Ένα έθνος είναι τόσο πολύ πλουσιότερο και η εθνική οικονομία τόσο πιο ανθηρή και εξελισσόμενη, όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των πληρωμών για τόκους επί ομολόγων του Δημοσίου στο σύνολο των κρατικών δαπανών». Και, από την πλευρά του, ο Stein τόνισε τον ρόλο του δημόσιου χρέους ως συλλογική ασφάλιση, πάνω απ’ όλα στο να βοηθήσει παροχές στα γηρατειά, και, συνεπώς, στην προώθηση της κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης. Ωστόσο, ο ίδιος έλαβε γνώση ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να υποστεί κατάχρηση από την πολιτική για να χρηματοδοτήσει την τρέχουσα κατανάλωση και όχι τις επενδύσεις που τονώνουν την παραγωγικότητα. Ως εκ τούτου, ο Stein έκανε έκκληση για μια συνταγματική διασφάλιση έναντι αυτής της κατάχρησης, μια μορφή «χρυσού κανόνα» στα δημόσια οικονομικά, που αργότερα περιλήφθηκε εντός του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας [6].
Η πίστη στην χρησιμότητα του χρέους φαίνεται να θριάμβευσε επί της απέχθειας [για το χρέος] των Montesquieu, Hume, Smith και Jefferson. Τα επίπεδα του δημοσίου χρέους άνω του 100% του ΑΕΠ ήταν μακράν του να είναι σπάνια τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Η πολιτική οικονομία άλλαξε ριζικά και νέες κοινωνικές δυνάμεις εισήλθαν στην πολιτική αρένα. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε με τον ριζικό μετασχηματισμό της τεχνολογίας, της κλίμακας και της διεξαγωγής του πολέμου. Οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας επέτρεψαν διακρατική πίστωση μέσω κινητού. Και η συγκεντρωτική δομή των χρηματοπιστωτικών αγορών έκανε τους δημόσιους ισολογισμούς πιο ευάλωτους σε μεγάλες τραπεζικές κρίσεις.
Αυτή η ευπάθεια μόνο μεγάλωσε με τις νέες τεχνολογίες δημιουργίας πίστωσης του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, η εκκοσμίκευση της κοινωνίας διάβρωσε την προσκόλληση σε κληρονομημένες θρησκευτικές και λαϊκές δοξασίες για το χρέος. Συνοδευόταν από τη νέα πίστη στην επιστημονική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, συμπεριλαμβανόμενων των τεχνικών δημιουργικής χρηματοοικονομικής. Αυτοί οι παράγοντες συνδυάστηκαν για να διευκολυνθεί η εμφάνιση νέων, λιγότερο περιοριστικών ιδεολογιών του χρέους. Είχαν χαθεί πια οι ημέρες κατά τις οποίες, πνευματικά, ο κυρίαρχος ρόλος της σύνεσης ή της πρακτικής σοφίας στην αιτιολογία για ενάρετη ιδιωτική και δημόσια συμπεριφορά ενεργούσε ανασταλτικά για το χρέος.
Μια βασική πτυχή αυτής της επανάστασης ήταν η ολοένα και πιο αφηρημένη φύση του χρήματος. Ο Γερμανός συγγραφέας Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε έδωσε μια δραματική έκφραση στην αίσθηση χαλάρωσης της ενοχής που συνδέεται με την μετάβαση σε παραστατικό χρήμα [fiat currency]. Στο δεύτερο μέρος του «Φάουστ» [7], ο Μεφιστοφελής συμβουλεύει τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας:
«Ένα τέτοιο χαρτί, στην θέση του πραγματικού χρυσού, είναι πρακτικό: Γνωρίζουμε ακριβώς τι κρατάμε … Αλλά οι σοφοί, όταν θα το έχουν μελετήσει, θα τοποθετήσουν άπειρη εμπιστοσύνη σε αυτό που είναι άπειρο».
Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, η χαλάρωση της αίσθησης του περιορισμού και της ενοχής που συνδέονται με το χρέος πήρε μια ριζικά νέα μορφή. Οι καταναλωτές και οι επενδυτές μπορούσαν να κάνουν χρήση του ηλεκτρονικού χρήματος. Η εποχή των κυβερνο-οικονομικών (cyberfinance) αναδιαμόρφωσε την στάση απέναντι στην πίστωση: «Τα χρήματα τώρα είναι ατελείωτα», έγραψε ο οικονομολόγος Satyajit Das στο «Extreme Money» [8], «ικανά για άπειρο πολλαπλασιασμό και εντελώς εξωπραγματικά». Δημιούργησε επίσης μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση σύγχυσης, ανησυχίας και συναγερμού για τις συνέπειες από την συμπεριφορά των τραπεζών και από το πώς οι κεντρικές τράπεζες διαχειρίζονται χρήματα, για παράδειγμα την ποσοτική χαλάρωση.
Οι επιπτώσεις της μείωσης της σύνεσης έγιναν όλο και πιο σοβαρές [9] με την τεράστια ανάπτυξη του μεγέθους των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων˙ με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και την αδιαφάνεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διαχειρίζονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία˙ και με τον πολλαπλασιασμό των ολοένα και πιο εξωτικών πιστωτικών μέσων, όπως η τιτλοποίηση και τα χρέη με υποθήκες. Μοντέλα που βασίζονται στην επιστήμη προκάλεσαν την ψευδαίσθηση ότι οι πιστωτικοί κίνδυνοι ελέγχονται καλύτερα. Και η ευκολία δημιουργίας πίστωσης επέτρεψε στην ύβρη [να μεγεθυνθεί] σε μια ιστορικά νέα κλίμακα.
Αλλαγές στις αντιλήψεις σχετικά με το χρέος και το ρίσκο επίσης συνδέθηκαν με νέες συζητήσεις για τα κοινωνικά δικαιώματα. Οι προσδοκίες των καταναλωτών για ολοένα και υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης πυροδοτήθηκαν από τον πιο εύκολο και άμεσα διαθέσιμο τραπεζικό δανεισμό, τις παρεπόμενες «εκρήξεις» στους τομείς των κατασκευών και της αγοράς ακινήτων, καθώς και την επέκταση του τομέα του λιανικού εμπορίου, της σύγχρονης διαφήμισης και του μάρκετινγκ. Το κοινωνικό status και η ταυτότητα συνδέθηκαν στενά με την κατανάλωση, ιδίως με την έννοια της πολυτέλειας. Ο αυτοπροσδιορισμός κάποιου ως καλοζωιστή σήμαινε να είναι σε θέση να ζει πέρα από τις παραδοσιακές αντιλήψεις των βασικών αναγκών. Το χρέος ήταν το κόστος που πλήρωνε κάποιος για τις χαρές του να είναι μέρος μιας ηδονιστικής καταναλωτικής κουλτούρας. Η άρνησή του είχε την δυνατότητα να προωθήσει μια βαθιά αίσθηση απώλειας, απελπισίας, κοινωνικής διαμαρτυρίας και ταραχών.
Το ανάγλυφο της λιτότητας στο κτίριο Česká Spořitelna, στην Τσεχική Δημοκρατία. WIKIMEDIA
Οι συζητήσεις του 20ου αιώνα κατέδειξαν τις βαθιές ηθικές ασάφειες που σχετίζονται με το χρέος, καθώς και τις σχετικές δυσκολίες στην διαμόρφωση και χρήση της κρατικής εξουσίας. Από τη μια πλευρά, τα κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνία της αγοράς, η ηδονιστική κουλτούρα των καταναλωτών και η νεο-κεϋνσιανή οικονομία υποδηλώνουν ότι η παλιά ιδέα της σύνεσης είχε πλήρως εκθρονιστεί. Από την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι το κράτος είναι «το νοικοκυριό γραμμένο με κεφαλαία γράμματα» διατήρησε μια συνεχή προσμονή στην λαϊκή φαντασία. Η απεικόνιση των πολιτικών αρχηγών και των κομμάτων ως άτολμους στην διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, ως ηγούμενους σε ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και ως σε συμπαιγνία με υπερ-ισχυρούς τραπεζίτες, προσέλκυσε την εκλογική τιμωρία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αν κάποιος ευθυγραμμιστεί με την μείωση του χρέους προσελκύει ευρεία υποστήριξη του κοινού [10]. Παρά τις νεο-κεϋνσιανικές μακροοικονομικές ιδέες και την σύγχρονη καταναλωτική, οικονομική και διαφημιστική κουλτούρα, τα κράτη εξακολουθούν να κατοικούν σε έναν πολιτικό κόσμο στον οποίο οι λαϊκές δοξασίες για το χρέος διατηρούν έναν ισχυρό μοχλό για το πώς συμπεριφέρονται οι ηγέτες. Το πιο πρακτικό πρόβλημα πηγάζει από το παράδοξο ότι, παρ’όλο που οι ψηφοφόροι θέλουν δράση για την αντιμετώπιση του χρέους συνολικά, λίγοι είναι έτοιμοι να δεχτούν τις επακόλουθες συνέπειες.
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ
Πόσο μακριά, και με ποιους τρόπους, το χρέος είναι «κακό»; Ποια είναι η κατάλληλη συμπεριφορά των πιστωτών και των οφειλετών; Ποια είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ, αφενός της συστημικής σταθερότητας και της συλλογικής αλληλεγγύης και, από την άλλη, της αποφυγής του ηθικού κινδύνου όσον αφορά την διαχείριση του δημόσιου χρέους; Ποιοι είναι τα αθώα θύματα και ποιοι, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, θα πρέπει να φέρουν τον δημοσιονομικό πόνο της μακροοικονομικής προσαρμογής; Πόσο πολύ θα πρέπει η θεσμική σκοπιμότητα να καθορίσει και, εφόσον είναι αναγκαίο, να περιορίσει την υπευθυνότητα;
Στο επίκεντρο πολλών από αυτές τις ερωτήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη κάνουν ένα ζευγάρι. Δεν μπορεί να υπάρξουν πιστωτές χωρίς τους οφειλέτες όπως το «πλεονασματικό» κράτος χωρίς τον «ελλειμματικό» κράτος στο εμπόριο. Εν ολίγοις, αν και η σχέση τους είναι άνιση, οι πιστωτές χρειάζονται τους οφειλέτες. Η ηθική ασάφεια -και η απουσία εύκολων πολιτικών λύσεων- προέρχεται από το πρόβλημα της εξισορρόπησης των απαιτήσεων των πιστωτών να τους αποδίδεται ανώτερη αρετή και μοναδικότητα έναντι των αντίστοιχων των οφειλετών για αναγνώριση και τιμή. Μπορεί, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίζονται από τους διαδικαστικούς κανόνες που γεφυρώνουν διαφορετικές ηθικές θέσεις και ξεπερνούν τις διαφορές ισχύος. Ελλείψει αυτών, υπάρχει υψηλός κίνδυνος αδικίας, παρενόχλησης, απελπισίας και θυματοποίησης.
Η αξιόπιστη δέσμευση στους εν λόγω διαδικαστικούς κανόνες εξαρτάται από την αναγνώριση των πιστωτών ότι οι προσαρμογές δεν μπορούν να γίνουν από τους οφειλέτες μόνο. Οι πολιτικές δυσκολίες έγκεινται στο πώς να κάνουν τον καθένα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αμοιβαίας, ασύμμετρης εξάρτησης της κατάστασης των πιστωτών και των χρεωστών. Η σχέση τους έχει τα χαρακτηριστικά του διλήμματος των φυλακισμένων, στο οποίο καμία πλευρά δεν μπορεί να αποστατήσει χωρίς να προκαλέσει σοβαρή ζημία στην άλλη. Η διαχείριση αυτού του διλήμματος είναι ευκολότερη όταν οι θεσμικές συνθήκες είναι σε θέση να βοηθήσουν στην διατήρηση ενός εξελικτικού, σταθερού μοτίβου της υπό όρους συνεργασίας. Όπως και με τη ζώνη του ευρώ, ένα σύνολο κανόνων του παιχνιδιού που ενθαρρύνουν την επαναλαμβανόμενη αλληλεπίδραση προκαλεί συνεργασίες [11]. Ωστόσο, οι κίνδυνοι παραμένουν. Οι ελίτ των κρατών-πιστωτών διατηρούν εξέχον ενδιαφέρον για τον περιορισμό της ευθύνης τους. Επιπλέον, το ένα, ή και τα δύο μέρη, αντιμέτωπα με βαθιά δυσάρεστες επιλογές, μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν το «παιχνίδι της κότας», όπου η μπλόφα του άλλου γίνεται αποδεκτή [στμ: το παιχνίδι αυτό στην θεωρία των παιγνίων τείνει να παράγει το χειρότερο αποτέλεσμα και για τους δύο παίκτες]. Και, ένας λάθος υπολογισμός μπορεί να έχει υψηλό κόστος για όλους.
Το γερμανικό Schuldenuhr ή αλλιώς «το ρολόι του χρέους». Στις 14 Αυγούστου 2007 στις 5:08 μμ. GERTRUD K. / FLICKR
Οι πολιτικές των σχέσεων πιστωτή-οφειλέτη επιδεινώνονται από μια ηθικολογική γλώσσα περί «αγίων» και «αμαρτωλών», η οποία είναι δεμένη με αισθήματα υπερηφάνειας για την εθνική αρετή από τη μια πλευρά, και της ντροπής, της ταπείνωσης και της δυσαρέσκειας από την άλλη. Το εσωτερικό τεχνικό λεξιλόγιο και οι προσπάθειες για την κατασκευή συμμετοχικών διαδικασιών συζήτησης και διαπραγμάτευσης δεν μπορούν να κρύψουν τον βαθμό στον οποίο η ιδέα της εθνικής πιστοληπτικής ικανότητας είναι ένας κόσμος ταυτοτήτων και συμβολισμού, με το οποίο συνδέονται ισχυρά, ιστορικά θεμελιωμένα και συχνά ιδιοσυγκρασιακά συναισθήματα.
Συνεπώς, η ποιοτική πρόοδος στην σκέψη περί των σχέσεων πιστωτή-οφειλέτη και της κυρίαρχης [κρατικής] πιστοληπτικής ικανότητας εξαρτάται από την ενίσχυση της ηθικής διάστασής τους και την προώθηση αλλαγής κουλτούρας με δύο τρόπους.
Πρώτον, η ανάλυση της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας (sovereign creditworthiness) πρέπει να προχωρήσει πέρα από την στενή, χρηστική και χρηματοοικονομική άποψη των ισολογισμών. Θα πρέπει επίσης να εξετάσει τα αποτελέσματα από τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και τις προοπτικές ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτή η πιο εκτατική άποψη προϋποθέτει την συνεκτίμηση των ευρύτερων προσδοκιών όσον αφορά την διακυβέρνηση, την κοινωνική πρόνοια και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Μια κριτική επανεξέταση της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας αποκαλύπτει ηθικά ερωτήματα σχετικά με την λειτουργία και την δύναμη των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής κοινωνικής αξίας των χρηματοοικονομικών καινοτομιών, όπως τα παράγωγα και η τιτλοποίηση.
Η βαθιά ανάλυση δείχνει αλλαγές στην λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των οίκων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, για να μειώσουν τις συγκρούσεις συμφερόντων, να αυξήσουν την διαφάνεια και να αποτρέψουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων μέσω χρηματοδοτικών μέσων αμφιβόλου καθαρής κοινωνικής αξίας. Μια επιλογή είναι να στηριζόμαστε μόνο στις βελτιώσεις της εσωτερικής διακυβέρνησης εντός των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν αλλαγές στους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και μεγαλύτερη λογοδοσία των διαχειριστών για μακροπρόθεσμες αποδόσεις, κυρίως με αλλαγές στις πρακτικές των τραπεζικών μπόνους. Ωστόσο, τα αρνιά δεν ψηφίζουν για το Πάσχα, για να παραφράσω την βρετανική παροιμία. Απαιτείται εξωτερική πίεση από εποπτικές και ρυθμιστικές Αρχές.
Δεύτερον, πρέπει να γίνουν διορθώσεις στην πολιτική μυωπία που τόσο συχνά μαστίζει -και αυξάνει το κόστος- των κρίσεων χρέους. Οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών-πιστωτών έχουν μεγάλες δυσκολίες στο να πείσουν τις εγχώριες πολιτικές ελίτ και τους πολίτες τους να κάνουν βραχυπρόθεσμες θυσίες ως φορολογούμενοι υπέρ των μακροπρόθεσμων οφελημάτων από την αποφυγή της χρεοκοπίας και των συστημικών κινδύνων που ακολουθούν. Αυτό το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο όταν πρόκειται για την διάσωση κρατών, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες κρίνεται ότι μαστίζονται από ενδημική διαφθορά και αποτυχημένη ικανότητα διακυβέρνησης.
Εντός της ζώνης του ευρώ, η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση δίστασε για την ελληνική διάσωση για τέσσερις μήνες από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2010, μέχρι και μετά τις εκλογές-«κλειδί». Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ήταν γεμάτα με εικόνες από τεμπέληδες, διεφθαρμένους και απερίσκεπτους Έλληνες, οι οποίοι απολαμβάνουν τις συντάξεις τους πολύ νωρίτερα από ό, τι οι Γερμανοί. Σκιαγραφούσαν έναν φουσκωμένο, προνομιούχο ελληνικό δημόσιο τομέα αγνώστου μεγέθους. Αυτές οι εικόνες αγνόησαν τον απερίσκεπτο δανεισμό από τις γερμανικές και άλλες τράπεζες της ΕΕ προς την Ελλάδα. Στο τέλος, ο γερμανικός δισταγμός συνέβαλε στην αύξηση του τελικού κόστους της διάσωσης από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ τον Μάιο του 2010. Η πολιτική ηγεσία είναι μια σκληρή δουλειά όταν επιδιώκει να επαναδιατυπώσει ηθικά επιχειρήματα με όρους που κατανέμουν πιο συνετά τις ευθύνες. Δεδομένου ότι η ελληνική κρίση επιταχύνθηκε το 2011-12, η γερμανική πολιτική ηγεσία, αντί [για αυτά] κατέφυγε στην δραματοποίηση της υπαρξιακής απειλής για την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να ξεπεραστεί η βαθιά απροθυμία των ελίτ και της κοινής γνώμης να επωμιστούν το κόστος της περαιτέρω οικονομικής βοήθειας.
Όμως, η καλύτερη διαχείριση των κρίσεων δημοσίου χρέους, πηγαίνει στην καρδιά της λειτουργίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Οι τρέχουσες πρακτικές αναδεικνύουν τους κινδύνους της αποσύνδεσης μεταξύ, από την μια πλευρά, των εγχώριων πολιτικών ανταγωνισμού και τις εκλογικές επιλογές και, από την άλλη, των πολιτικών για την αποκατάσταση της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή επιβάλλονται διεθνώς. Η αποσύνδεση αποκαλύπτεται στην αύξηση της λαϊκής αποξένωσης από τις συμβατικές μορφές της πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, ανοίγει χώρος για λαϊκίστικες πολιτικές κινητοποιήσεις κατά των εξωτερικών υπαγορεύσεων, ωφελώντας τα ακροαριστερά και τα ακροδεξιά κόμματα. Το φαινόμενο αυτό ήταν εμφανές στην εκλογική επίδοση του Εθνικού Μετώπου στις γαλλικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2012, του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο ελληνικές εκλογές του 2012, και του Κινήματος Πέντε Αστέρων στις ιταλικές εκλογές του 2013.
ΟΙ ΑΛΟΓΙΣΤΟΙ, ΟΙ ΑΝΙΣΧΥΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΘΩΟΙ
Οι πιστωτές έχουν την τάση να θεωρούνται ως «άγιοι», οι οφειλέτες ως «αμαρτωλοί». Η αρετή είναι συνδεδεμένη με τους πρώτους (σύνεση, σκληρή δουλειά), και η κακία στους δεύτερους (απερισκεψία, τεμπελιά). Αυτό το είδος της γλώσσας θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρέπεια, την τιμή και τον αμοιβαίο σεβασμό. Προκαλεί τα βασικά καθώς και τα ευγενή συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένων της δυσαρέσκειας, του παράπονου και της οργής. Οι ηθικές και συναισθηματικές διαστάσεις του χρέους είναι στενά συνυφασμένες.
Για να είναι αποτελεσματικές, οι εν λόγω κρίσεις διαχείρισης δημοσίου χρέους πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε αυτήν την ισχυρή ψυχολογική διάσταση. Σε αντίθετη περίπτωση, εκείνοι που θα υποστούν τις τιμωρητικές προσαρμογές θα κινητοποιηθούν για να εκφράσουν την οργή τους. Η οικοδόμηση της αξιοπιστίας στις αγορές κρατικών ομολόγων έγινε μόδα στην μακροοικονομική θεωρία μετά την δεκαετία του 1970: Αυτό που είχε σημασία για την κρατική πιστοληπτική ικανότητα ήταν η διαχείριση των προσδοκιών της αγοράς [12], ένα βασικό στοιχείο των οποίων ήταν η ψυχολογία της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα κράτη όφειλαν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους με αυξήσεις φόρων, μείωση των θέσεων απασχόλησης και των μισθών του δημόσιου τομέα, και περικοπές των παροχών. Έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τα τεχνοκρατικά γιατροσόφια των μη εκλεγμένων φορέων: Κεντρικών τραπεζών, διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και λόμπι των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ωστόσο, η αξιοπιστία με αυτή την στενή έννοια του όρου είναι μόνο ένα τμήμα μιας πολύ μεγαλύτερης και πιο περίπλοκης πολιτικής ιστορίας για το πώς τα κράτη μπορούν να διατηρήσουν καλύτερα την φήμη και την ισχύ τους. Οι πολιτικές της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας αφορούν την ικανότητα να διακρίνεται το νομικό συμβόλαιο που διέπει τις σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη από το ευρύτερο κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο υποτίθεται ότι βασίζεται η διακυβέρνηση. Οι δείκτες της απώλειας της εμπιστοσύνης των πιστωτών είναι τα υψηλότερα επιτόκια για το χρέος. Οι δείκτες της απώλειας της δημόσιας εμπιστοσύνης είναι η κοινωνική διαμαρτυρία, τα εκλογικά κέρδη των εξτρεμιστικών κομμάτων και η μετατόπιση των κεντρώων κομμάτων προς τον εναγκαλισμό εξτρεμιστικών θέσεων.
Το να γίνονται συζητήσεις για τους πιστωτές και τους οφειλέτες χωρίς να υπάρχουν υπονοούμενες κριτικές περί ηθικής αξίας είναι κάτι πολύ δύσκολο -αλλά είναι καιρός να γίνει.
Kenneth Dyson
***********
Σύνδεσμοι:
[1] ,[2] ,[3],[4] ,[5] ,[6] ,[7] ,[8] ,[9],[10],[11],[12]
Πηγή: foreignaffairs.gr. Στα αγγλικά: foreignaffairs.com
Αντικλείδι , http://antikleidi.com