Την Κυριακή 18 Μαΐου 20014, στον πρώτο γύρο των Δημοτικών – Περιφερειακών Εκλογών, εκδηλώθηκε ένα
πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο, που
υποτιμήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το φαινόμενο θα προσπαθήσω να αναλύσω, εξηγώντας γιατί – κατά τη
γνώμη μου – οι αυτοδιοικητικοί συνδυασμοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν πήγαν όπως
πολλοί ανέμεναν. Προφανώς, δεν είναι η μόνη αιτία, αλλά νομίζω ότι ίσως
είναι η πιο σημαντική.
Δυο προκαταρκτικά λόγια
Η σύγχρονη συστημική θεωρία, ενσωματώνει την (βιολογικής προέλευσης) θεωρία της
αυτοποίησης.
Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά συστήματα, αυτό σημαίνει ότι αυτά επιτελούν
μια βασική λειτουργία: ανακατασκευάζουν συνεχώς τον εαυτό τους. Αυτός
είναι ο αρχικός στόχος τους – κανένας άλλος, οι υπόλοιποι στόχοι
έπονται. Δηλαδή,
υπάρχουν για τον εαυτό τους - όχι για να
«εξυπηρετούν κάποια κοινωνική λειτουργία» (όπως θεωρούσαν οι αρχικές
συστημικές θεωρήσεις)· αυτό, ακολουθεί ως προσδιορισμός του συστήματος
σε ένα γενικότερο πλαίσιο.
Αυτά τα συστήματα, αναπτύσσουν δική τους «γλώσσα» (με την ευρεία έννοια του όρου). Π.χ., το
οικονομικό σύστημα μιλάει τη γλώσσα του
«χρήματος» και κρίνει με βάση το
«κέρδος/απώλειες»· το επιστημονικό σύστημα μιλά με τη γλώσσα
«των θεωριών» και κρίνει με βάση το
«ορθό/λάθος»· το πολιτικό σύστημα μιλά με τη γλώσσα «των προγραμμάτων» και κρίνει τη «
δημοφιλία/μη-δημοφιλία», κ.ο.κ.
Έτσι (θεωρεί η συστημική θεωρία ότι) έχουν τα πράγματα. Τα
συστήματα αυτά (κι όποια άλλα μπορεί να θεωρήσει κάποιος), λειτουργούν
με βάση τις
εσωτερικές τους διεργασίες, και κανένα
δεν μπορεί να υποχρεώσει το άλλο να
ενεργήσει όπως το πρώτο επιθυμεί. Το πολιτικό σύστημα π.χ. δεν μπορεί
να υποχρεώσει με μια πολιτική απόφαση το χρηματοπιστωτικό σύστημα να
πράξει έτσι ή αλλιώς – εκτός κι αν αναλάβει τη διοίκησή του, δηλαδή
καταργώντας το.
Παρακάτω λοιπόν…
Πολλά συστήματα, εμφανίζονται
αυθόρμητα - δηλαδή «αναδύονται» μέσα από την κοινωνική εξέλιξη.
(παρένθεση)
Το 2011 ή 2012, παρακολούθησα μια ομιλία του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Σε κάποια αποστροφή είπε: «
στην Ελλάδα, αντί να φτιάξουμε κράτος πρόνοιας όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, φτιάξαμε πελατειακό κράτος».
Δεν το ανέλυσε άλλο, ίσως και να μη μπορούσε καθώς ο ίδιος είναι
μαρξιστής και τα θεωρητικά εργαλεία του δεν βοηθάνε σ’ αυτή την
περίπτωση.
Θα το αναλύσω όμως εγώ, στη συνέχεια.
(τέλος παρένθεσης)
Στην Ελλάδα λοιπόν, έχει εμφανιστεί ένας ενδιαφέρων τύπος κοινωνικού συστήματος.
Λειτουργεί με τη γλώσσα της «εξυπηρέτησης» και αποφασίζει στη βάση της διάκρισης «συμφέρει/δεν-συμφέρει».
Οι ρίζες των κοινωνικών διεργασιών που προκάλεσαν αυτό το φαινόμενο,
δεν μου είναι γνωστές. Άλλοι το τοποθετούν στην Οθωμανοκρατία, άλλοι στο
Βυζάντιο και κάποιοι ήδη από την εποχή των πόλεων-κρατών. Πάντως, μου
είναι αδιάφορο το «πότε» και το «πώς», ας ασχοληθεί κάποιος ιστορικός.
Αυτό το σύστημα, έχει επικρατήσει να το ονομάζουμε «
ρουσφετολογικό» και
δεν είναι σε καμιά περίπτωση ελληνική ιδιαιτερότητα.
Είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο και συνοδεύει πάντα τις ιεραρχικά
συγκροτημένες κοινωνίες. Η ελληνική πρωτοτυπία του, βρίσκεται αλλού.
Να εξηγήσω καταρχήν ότι όταν μιλάω για ρουσφετολογικό μηχανισμό, δεν
μιλώ για κάποιον συγκεκριμένο, ούτε όμως για κάποιο πολιτικό κόμμα.
Αναφέρομαι στο
μοντέλο συστήματος που υιοθετούν όλοι οι κατά τόπους αντίστοιχοι μηχανισμοί.
Οι
ρουσφετολογικοί μηχανισμοί λοιπόν, είναι αυτοποιητικά συστήματα.
Λειτουργούν καταρχήν για τον εαυτό τους και μόνον μετά – αφού
διασφαλίσουν την επιβίωσή τους – για κάποιο άλλο σύστημα όπως τα κόμματα.
Δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη «ιδεολογία» ή οποιαδήποτε προτίμηση.
Είναι σαν αγέλες παμφάγων ζώα που καταναλώνουν ό,τι προσφέρεται από το
περιβάλλον τους και προσαρμόζονται ανάλογα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάλογα
φαινόμενα είχαν εντοπιστεί και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και
στις ΗΠΑ, στη Δανία, Γαλλία, Γερμανία και γενικώς, παντού.
Το ότι είναι αυτοποιητικά, μας λέει ότι, ακόμα κι αν ένα κόμμα (π.χ. το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ) πεθάνει,
οι μηχανισμοί επιβιώνουν.
Όπως
ακριβώς οι ιοί στη Βιολογία, αναζητούν ξενιστή: ένα περιβάλλον που θα
ευνοεί την ανάπτυξη, αυτο-αναπαραγωγή και αναπαραγωγή τους και με τον
οποίο θα στήσουν ένα πλαίσιο υπεράσπισης αμοιβαίων συμφερόντων. Αναπαράγονται ως μοντέλο
μέσα από την κουλτούρα, είναι συστατικά στοιχεία του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος. Όλοι, σε κάποια στιγμή, απευθύνονται
σε κάποιον «γνωστό» για να επιτευχθεί κάτι που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι λογικό και προφανές·
εκείνη τη στιγμή, το σύστημα αναπαράγει το μοντέλο του και συνεχίζει.
Προσοχή:
τα αμοιβαία συμφέροντα, δεν είναι κοινά μεταξύ μηχανισμών και κόμματος. Κάθε αυτόνομο σύστημα, επιδιώκει
τη δική του συνέχεια:
οι μεν ρουσφετολογικοί μηχανισμοί να συνεχίσουν τις «εξυπηρετήσεις των
μελών τους», τα δε κόμματα να διασφαλίζουν την κυβερνητική τους
διάσταση. Πρόκειται για έναν «γάμο συμφερόντων», που
δημιουργεί ένα τρίτο σύστημα: το πελατειακό κράτος.
(παρένθεση)
Στην πασίγνωστη ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο», εμφανίζονται δυο ιδεότυποι:
ο εκπρόσωπος του μηχανισμού, ο Γκρούεζας (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) κι
ο εκπρόσωπος του πολιτικού συστήματος,
ο Μαυρογιαλούρος (Λάμπρος Κωνσταντάρας). Ο δεύτερος, εμφανίζεται να
αγνοεί τη σχέση αλληλεξάρτησης που τον συνδέει με τον πρώτο. Ωστόσο,
αυτός που καταστρέφεται από την άγνοια αυτή, δεν είναι ο ρουσφετολόγος,
αλλά ο πολιτικός·
ο δικός του θεσμικός ρόλος είναι αυτός που καταργείται στην πράξη, κι
όχι αυτός του Γκρούεζα.
(τέλος παρένθεσης)
(παρένθεση)
Στις δημοτικές εκλογές του 1982, στο Κάτω Καλαμάκι (Δήμος Αλίμου), έφαγα
ξύλο σε σημείο διάσεισης, από μια παρέα πέντε τραμπούκων που
υποστήριζαν υποψήφιο δήμαρχο, ο οποίος υπήρξε διορισμένος από τη χούντα
κοινοτάρχης της τότε «Κοινότητας Καλαμακίου». Οι άνθρωποι που με
χτύπησαν, έκαναν απλώς την δουλειά τους. Δεν ήταν ούτε Νεοδημοκράτες,
ούτε χουντικοί με οποιαδήποτε
πολιτικήέννοια. Πριν τη χούντα,
κάποιοι απ’ αυτούς ήταν τραμπούκοι της τότε «Ένωσης Κέντρου». Ήταν απλώς
ένας μηχανισμός που δρούσε τοπικά κι επεδίωκε την επιβίωσή του. [για
γέλια: μετά διέδωσαν ότι εγώ τους έδειρα· και τους πέντε!! Ούτε που τους
άγγιξα βέβαια: αφού με βαράγαν τρεις και με κρατάγαν δυο :-)] Στη
συνέχεια,
απολύτως κατανοητά, πέρασαν στο ΠΑΣΟΚ.
(τέλος παρένθεσης)
Τι είναι η πατρίδα μας λοιπόν;
Εδώ λοιπόν είναι το ζουμί,
δηλαδή η ελληνική ιδιαιτερότητα.
Οι μηχανισμοί αυτοί, επιβιώνουν και μεταλλάσσονται, ανεξάρτητα από
πολιτικά κόμματα, εποχές ακόμα και ανθρώπους. Λειτουργούν με
«εξυπηρετήσεις» που μπορεί να είναι πολυποίκιλες. Από το να βρουν μια
δουλειά για το παιδί σου – κι αυτό σε όλο τον κόσμο περιλαμβάνει όχι
μόνο τον Δημόσιο αλλά
και τον ιδιωτικό τομέα – μέχρι να «μου ρίξετε ένα τοιχάκι μπροστά από το σπίτι, για να μη μου παίρνει η βροχή την αυλή ρε φίλε».
Είναι προφανές καταρχήν ότι, για να μπορούν να λειτουργούν χρειάζονται
πρόσβαση στην εξουσία. Η εξουσία αυτή μπορεί να κρατική ή τοπική,
δημόσια ή ιδιωτική, αρκεί να είναι ένας «ορίζοντας πιθανών
εξυπηρετήσεων», να μπορούν δηλαδή να τρέφουν το σύστημα. Μπορεί να είναι
αριστεροί ή δεξιοί, φασιστικοί ή δημοκρατικοί μηχανισμοί, αρκεί να
δίνουν πρόσβαση σε εξυπηρετήσεις.
Και βεβαίως,
ένα οργανωμένο κράτος πρόνοιας είναι μια θανατηφόρα προοπτική για αυτούς τους μηχανισμούς. Το ίδιο είναι κι οι πολίτες που μπορούν να τα καταφέρουν με τις δυνάμεις τους.
(παρένθεση)
Το 1994 όπως έχω γράψει
αλλού,
προσλήφθηκα στον σταθμό Αιγαίου της ΕΡΑ. Λίγες μέρες μετά, επισκέφθηκα
τοπικό βουλευτή για συνέντευξη – είχαμε μια κάποια «οικειότητα» στα
πλαίσια όμως της επαγγελματικής μου δεοντολογίας. Όταν έμαθε ότι είμαι
εκεί ως δημοσιογράφος της ΕΡΑ, εξεπλάγη δυσάρεστα κι έντονα, και μου
είπε: «Ρε Θωμά, αμάν, άμα ήθελες να πας στη ΕΡΑ, γιατί δεν ήρθες από δω
να μας το πεις; Αμέσως θα το κανονίζαμε – μα, χαζός είσαι;». Τα ίδια
ακριβώς επανέλαβε κι ο ιδιαίτερός του.
(τέλος παρένθεσης)
Αν λοιπόν, το κράτος κάνει αυτά που (θεωρούμε ότι) πρέπει να κάνει
για τον πολίτη, οι μηχανισμοί αυτοί δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Είναι
αδύνατον να αναπαράξουν τον εαυτό τους γιατί λειτουργούν
διαμεσολαβητικά, δεν εκμεταλλεύονται δικούς πόρους. Αν δεν χρειάζεται
μεσολάβηση ανάμεσα στον πολίτη και την εξουσία, δεν έχουν τρόπο να είναι
απαραίτητοι κοινωνικά.
(παρένθεση)
Την Κυριακή 18 Μαΐου, στις τοπικές εκλογές στη Λέσβο, επικράτησαν δυο
υποψήφιοι: ο Φωτής Ξύδας, που ενσωμάτωσε τον μηχανισμό του Νίκου
Σηφουνάκη (ΠΑΣΟΚ) αλλά και του υπουργού (Αθανασίου). Κι ο Σπύρος Γαληνός
(ΑΝΕΛ) που εμφανίστηκε ως ανεξάρτητος, ωστε να μπορέσει να ενσωματώσει
άλλους μηχανισμούς που πριν λαθροβίωναν στη ΝΔ αλλά και στο ΠΑΣΟΚ
επίσης. Έγινε δηλαδή μια μάχη μηχανισμών, μια ευκαιριακή συμμαχία
όμοιων ρουσφετολογικών
συστημάτων, που μπροστά στην προοπτική απομάκρυνσης από την κρατική
εξουσία, συσπειρώθηκαν σε δυο πολιτικά συστήματα, ώστε να διασφαλίσουν
τον επόμενο ξενιστή.
Έχω λόγους να γενικεύσω, υποθέτοντας ότι παρόμοια φαινόμενα εκδηλώθηκαν
σε όλη τη χώρα, κυρίως με τους «ανεξάρτητους» υποψηφίους.
(τέλος παρένθεσης)
Τι έγινε λοιπόν στις 18 Μαΐου; Απλώς, οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ
ξεδίπλωσαν έναν πολιτικό, αυτοδιοικητικό λόγο, απέναντι σε μηχανισμούς
που
κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν ν’ ακούσουν τέτοια πράγματα. Και
ηττήθηκαν. Γιατί, οι μηχανισμοί αυτοί, ελέγχουν ψήφους (τα «κουκιά»),
υπόσχονται απίστευτες εξυπηρετήσεις σε μια κοινωνία που γνωρίζει ότι δεν
γίνεται αλλιώς.
(όποιος πίστεψε οποτεδήποτε ότι το ελληνικό κράτος θα του διασφαλίσει
περίθαλψη, εργασία, στέγη, μόρφωση, μια αξιοπρεπή διαβίωση, να σηκώσει
το χέρι του παρακαλώ. Κανείς; Συνεχίζω λοιπόν…)
Έτσι λοιπόν, οι συνδυασμοί του ΣΥΡΙΖΑ, υπέστησαν «ήττα» – τουλάχιστον
για όσους θεώρησαν ότι μπορούσαν να νικήσουν αυτές τις δομές, έτσι
απλά.
Ναι, αλλά, γιατί στην Αθήνα δεν έγινε το ίδιο;
Διότι,
στην Αθήνα η κρίση έχει χτυπήσει πολύ δυνατά σε σύγκριση με την επαρχία.
Οι ρουσφετολογικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να κάνουν εξυπηρετήσεις γιατί
απλώς στο χάος της Αττικής, οι πόροι εξαφανίζονται.Τα καταστήματα
κλείνουν. Υπάρχουν άστεγοι. Μια σύγχρονη αστεακή οικονομία, είναι μια
οικονομία ανοικτή και κατά συνέπεια ιδιαίτερα ευπαθής. Δεν μπόρεσαν
δηλαδή οι «ιοί» να επιβιώσουν στην Α’ Αθηνών σε συνθήκες στέρησης πόρων.
Και τι να κάνουμε, να γίνουμε ΠΑΣΟΚ;
Μέχρις εδώ, περιέγραψα ό,τι βλέπω με τα θεωρητικά μου γυαλιά. Δεν
επεχείρησα να προτείνω κάτι, ούτε και να αξιολογήσω αν αυτά που βλέπω
είναι «καλά» ή «κακά». Γενικά η ιδεολογική ανάλυση είναι πολύ κακό
εργαλείο γιατί παραμορφώνει την εμπειρία – και προσπάθησα να το αποφύγω.
Το τελικό μου συμπέρασμα:
υπάρχει μια κοινωνία που αναπαράγει το
μοντέλο των ρουσφετολογικών συστημάτων, επειδή δεν υπάρχει ένα κράτος
πρόνοιας να παρέχει τα προφανή (σύμφωνα με το νεωτερικό μοντέλο). Και
δεν μπορεί να υπάρξει κράτος πρόνοιας, γιατί το πελατειακό κράτος
εκφράζεται μέσα από την ίδια την κοινωνία που επιδιώκει τη συνεχή
αναπαραγωγή του ίδιου αυτού μοντέλου, γιατί απλώς, έτσι έχει μάθει εμπειρικά ότι μπορεί να επιβιώσει.
Πρόκειται για ένα κλειστό, κυκλικό αναπαραγόμενο σύστημα, που
διαρθρώνεται από μικρότερα συστήματα (τα τοπικά ρουσφετολογικά
συστήματα, που μπορεί να συναντάμε και σε χώρους εργασίας ή και
υπουργεία). Δηλαδή, για ένα σύστημα αυτοποιητικό.
(στο σημείο αυτό απεκδύομαι το κουστούμι του κοινωνιολόγου)
Έχουμε λοιπόν έναν φαύλο κύκλο
που πρέπει να σπάσει κι έχει
βαθιές κοινωνικές ρίζες. Μια λύση για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η ΠΑΣΟΚοποίησή
του: να ενσωματώσει εκπροσώπους των μηχανισμών αυτών και άρα να βάλει
τους μηχανισμούς να δουλέψουν προεκλογικά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, είναι
μια σχέση αμοιβαιότητας αυτή, οπότε απορρίπτεται η ιδέα και είμαστε
πάλι στην αρχή.
Όμως, η παραπάνω ανάλυση, κάνει τη λύση προφανή:
πρέπει, κάποια στιγμή, να υπάρξει κράτος πρόνοιας σε τούτη τη χώρα.
Και, όπως είδαμε, ουδέποτε υπήρξε κάτι τέτοιο, κι η κρίση είναι άσχετη με την απουσία του από την Ελλάδα τουλάχιστον.
Η προσπάθεια να δημιουργηθεί τέτοιο κράτος, θα συναντήσει λυσσαλέες
αντιδράσεις γιατί θα οδηγήσει σε θάνατο από πείνα πολλά (χιλιάδες)
αλληλοδιαπλεκόμενα συστήματα που λειτουργούν παντού στην κοινωνία μας.
Και αυτά τα συστήματα θα δώσουν μάχη επιβίωσης στηριγμένα στο ισχυρότερο
όπλο που υπάρχει,
δηλαδή στην κουλτούρα που κάνει την Ελλάδα, Ελλάδα.
Αντίπαλοι θα είναι οι πάντες:
- Όσοι από το «παλαιό πολιτικό σύστημα», έχουν μάθει να λειτουργούν ρουσφετολογικά.
- Οι γραφειοκρατικοί κρατικοί μηχανισμοί που έχουν προσαρμοστεί έτσι ώστε να διεκπεραιώνουν «εξυπηρετήσεις».
- Οι «φιλελεύθεροι» που επίσης θεωρούν το κράτος πρόνοιας αντίπαλό
τους και προτείνουν ν’ αναλάβουν οι ίδιοι (με το αζημίωτο) τις
λειτουργίες του.
- Όσα από μέλη και στελέχη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζουν να
μοιράζουν σταυρωμένα ψηφοδέλτια, αναπαράγοντας κι αυτά το μοντέλο της
εξυπηρέτησης (ακόμα κι αν δεν το εννοούν κάποιοι έτσι, αυτό
αντιλαμβάνεται ο καθημερινός πολίτης και μπαίνει σε αναμονή για
«εξυπηρέτηση»).
- Μέχρι κι ο γείτονας που δεν καταλαβαίνει γιατί «τώρα που είστε στα
πράγματα δε μου ρίχνεις εκείνο το τσιμεντάκι πίσω από την αυλή». Αλλά, το τσιμεντάκι θα πρέπει να πέφτει, ανεξαρτήτως γειτνίασης και γνωριμίας.
Είναι πολύ δύσκολο, είναι σαν να μιλάς ελληνικά σε αρειανούς. Αλλά, αν υπάρχει ελπίδα, θεωρώ ότι βρίσκεται εκεί.
Και μη με ρωτήσετε «πού θα τα βρείτε τα λεφτά για το κάνετε αυτό».
Εκεί ακριβώς απ’ όπου τα βρίσκει το ρουσφετολογικό μοντέλο για ν’
αναπαράγει τον εαυτό του, εκεί!
Υ.Γ. Συγγνώμη για την πολυλογία…