Κάθε έξι μήνες, τέτοιες μέρες που ψηφίζοτναι νέα μέτρα, επανέρχεται το ίδιο βασανιστικό ερώτημα:
γιατί δεν κατεβαίνουμε πια στους δρόμους;
Ή για να το πούμε τρικουπικά...
"τίς πταίει;"
Μη φταίει ο καναπές που 'ναι αναπαυτικός;
Μη φταίει η απογοήτευση;
Μη φταίει η αίσθηση της ήττας;
Μη φταίνε τα κωλοκάναλα;
Μη φταίει το success story; (λέτε ρε να σωθήκαμε, γι' αυτό να ηρεμήσαμε;)
Μη φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ; (ε, να μη φταίει κι αυτός;)
Κάποιος πρέπει να φταίει.
Για να δούμε, όμως, τι φταίει που δεν κατεβαίνουμε, πρέπει να δούμε πρώτα τί μας έκανε πρωτύτερα να κατεβαίνουμε στους δρόμους.
Να δούμε ποιες ήταν οι αιτίες, οι συνθήκες και ποια τα κίνητρα τότε, ώστε να διαπιστώσουμε αν αυτά λείπουν σήμερα.
1) Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε.
Τη διετία άνοιξη 2010- άνοιξη 2012 ερχόμασταν από ένα καλό βιωτικό επίπεδο.
Πολύ καλό θα έλεγα. Σίγουρα πρωτοφανές στη νεοελληνική ιστορία και σίγουρα σπάνιο και στην ευρωπαϊκή.
Η αίσθηση ότι με μια συμφωνία που θα υπογραφεί και θα ψηφιστεί
κινδυνεύουν άμεσα τα κεκτημένα μας, μάς κατέβασε μαζικά στους δρόμους.
Αισθανόμασταν πως, αν ψηφιστεί το τάδε αισχρό
μνημόνιο/πολυνομοσχέδιο/μεσοπρόθεσμο, θα άλλαζε δραματικά η ζωή μας από
την επόμενη ημέρα.
Επομένως υπήρχε η αίσθηση της τελευταίας οπισθοφυλακής, για να γλιτώσουμε το κακό.
Γνωρίζοντας πως οι κυβερνητικοί βουλευτές -με το καλό ή με το κακό- θα
υπερψηφίσουν τα όποια μέτρα, απαρτίζαμε τις μεγάλες κινητοποιήσεις,
προκειμένου να δημιουργήσουμε κυβερνητική κρίση και, ει δυνατόν, πτώση,
με στόχο βέβαια να μην περάσουν τα μέτρα που θα δυσχέραιναν τη ζωή μας.
Σήμερα, με το βιωτικό μας επίπεδο να έχει καταβαραθρωθεί και τη ζωή μας
να έχει αλλάξει άρδην, δεν υπάρχει η ίδια αίσθηση πως αύριο είναι μια
άλλη μέρα, με ψηφισμένο το κάθε νέο μνημόνιο.
Για μας τώρα, το άυριο είναι εξίσου ζοφερό με το σήμερα, γι' αυτό και δε μας φοβίζει πια. Δε μας εξοργίζει.
Είτε ψηφιστεί λοιπόν είτε δεν ψηφιστεί το πολυνομοσχέδιο, ο άνεργος θα
μείνει άνεργος, ο άφραγκος άφραγκος, ο χρεωμένος χρεωμένος κι ο
πεινασμένος πεινασμένος.
Δηλαδή, συνηθίσαμε. Δεν λειτουργεί πια η αδικία ως ερέθισμα. Απάθεια, το λένε.
2. Η πολιτική νομιμοποίηση
Επίσης το 2010-12, έχοντας στην κυβέρνηση της χώρας το κόμμα που βγήκε
με ακατάσχετη (παπαρο-)παροχολογία, αλλά εφάρμοζε τα εκ διαμέτρου
αντίθετα, είχαμε την αίσθηση πως όσο περισσότεροι κατεβαίνουμε στους
δρόμους, τόσο περισσότερο αποδεικνύουμε την έλλειψη πολιτικής
νομιμοποίησης της κυβέρνησης.
Και επομένως, στοχεύαμε σε πτώση της κυβέρνησης και εκλογές, ελπίζοντας πως θα καταποντιστεί το τότε μνημονιακό στρατόπεδο.
Σήμερα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο, αφού μετά τη διετή
πρωτομνημονιακή εμπειρία μας, ψηφίσαμε στις εκλογές του 2012 τη συνέχεια
αυτής της πολιτικής και μάλιστα την έντασή της, αφού επιλέξαμε ένα
κόμμα (κι έναν πρωθυπουργό) που εκτός απο νεοφιλελεύθερο οικονομικά,
είναι και κοινωνικά αυταρχικό.
Τα περί αποχής ή εκλογικού συστήματος ωραία είναι για γενικόλογες
κουβέντες, αλλά δεν αλλάζουν το γεγονός ότι στην Ελλάδα νόμιμη εκλεγμένη
κυβέρνηση είναι η ΝΔ με τους συμμάχους της. Τα μπόνους κλπ δε μου λένε
τίποτα, διότι θα ίσχυαν ακόμη κι αν πρώτος έβγαινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, αφού
όλοι παίζουν με τους ίδιους κανόνες, δεν μπορούμε να τους
απονομιμοποιούμε όταν δε μας αρέσει το αποτέλεσμα και να τους δεχόμαστε
όταν μας αρέσει.
Άρα δεν υπάρχει πλέον ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης.
Μπορεί σε μένα να μοιάζει απεχθής αυτή η κυβέρνηση, αλλά η (σχετική έστω) πλειοψηφία απεφάνθη.
Η αίσθηση λοιπόν της πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και της
πολιτικής της αποθαρρύνει τους επίδοξους ανατροπείς της και αποτελεί ένα
από τα ελάχιστα πραγματικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της.
3. Ρεαλιστική στροφή του αριστερού λόγου
Με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ να μονοπωλούν το μιντιακό ενδιαφέρον και την
αριστερά στη γωνία, ο κάθε μορφής αριστερός λόγος ήταν πλήρως
ριζοσπαστικός και ενέπνεε για συγκρούσεις και ανατροπές.
Ανατροπή παντού και στα πάντα.
Ήταν ακόμη η εποχή που η αριστερά ως φτωχός συγγενής καθόταν στη γωνία και, όντας έξω απ'το χορό, ήξερε πολλά τραγούδια.
Έτσι ο αριστερός λόγος γαλουχούσε συνειδήσεις ανατροπής, δίνοντας ένα -αόριστο- όραμα για το αύριο.
Απ' τον Μάιο του '12 και μετά και την εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ,
ξεκίνησε η συζήτηση στη χώρα μας (αλλά και εκτός αυτής) για το τί μπορεί
να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση μέσα σ' αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο της
διεθνούς συγκυρίας.
Επομένως, μετά τα φανταχτερά και πλουμιστά συνθήματα της ανατροπής, ήρθε
επιτέλους η ώρα να συζητηθεί ποιες δυνατότητες υπάρχουν.
Τότε το ΚΚΕ ανακοίνωσε πως δεν υπάρχει λύση και πως πρέπει να πεθάνουμε,
ώσπου να γίνουν οι συνθήκες κατάλληλες, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά
συνέχισε ασχολείται μόνο με μπάτσους, φυλακισμένους, φασίστες και
μετανάστες, η ΔΗΜΑΡ δοκίμασε να αλλάξει τα πράγματα από μέσα αλλά γέλασε
και το παρδαλό κατσίκι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε μέρα βάζει και άλλο λίγο νερό
στο κρασί του, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επαγγελλόμενη
ανατροπή και στην επερχόμενη διαχείριση, με τη ζυγαριά να γέρνει
νομοτελειακά ολοένα προς τη δεύτερη.
Έτσι, η Αριστερά είτε εξοργίζει τον κόσμο (ΔΗΜΑΡ) είτε τον αφήνει
αδιάφορο (εξωκοινοβουλευτική) είτε του δίνει την αίσθηση της προδοσίας
(ΚΚΕ) είτε του κόβει τα φτερά (ΣΥΡΙΖΑ).
Ακόμη κι αυτοί που δε συμμερίζονται το όραμα μιας κυβέρνησης της
Αριστεράς με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ, εκ των πραγμάτων αναγκάζονται να
συμμετέχουν κι αυτοί στη συζήτηση για τις δυνατότητες που υπάρχουν,
"εκ-ρεαλίζοντας" έτσι κι αυτοί τον λόγο τους και δείχνοντας στον κόσμο
πως η κατάσταση είναι από πολύ δύσκολη έως μη αναστρέψιμη.
Με την Αριστερά λοιπόν να μην μπορεί να πολυπαπαρολογήσει και να μη
δύναται να συνθηματολογεί πιεστικώς επαναστατικά, ποιος να κατεβάσει τον
κόσμο στους δρόμους;
4. Η διαπίστωση της έλλειψης εναλλακτικών.
Στα πρωτομνημονιακά χρόνια, υπήρχε η αίσθηση πως, αν δεν υπογραφεί το τάδε μνημόνιο, θα τη γλιτώσουμε.
Δεν είχε γίνει ακόμη και η κρίση της Κύπρου και πετούσαμε στα σύννεφα,
ενώ ταυτόχρονα τα αντιμνημονιακά πρότυπα, η Βενεζουέλα και η Αργεντινή,
έδειχναν να ξεφεύγουν από το σκοτεινό μνημονιακό παρελθόν τους.
Σήμερα πια, το Μνημόνιο δεν είναι μια συμφωνία που ή υπογράφεται και την κάτσαμε ή δεν υπογράφεται και γλιτώσαμε.
Το Μνημόνιο είναι η πραγματικότητά μας, η καθημερινότητά μας.
Πλέον έχει ορατά και απτά αποτελέσματα.
Δεν είναι πια μια συμφωνία προς εφαρμογή, αλλά μια συμφωνία σε πλήρη εφαρμογή.
Αν πριν πιστεύαμε πως με ένα "όχι" θα αποτρέψουμε το ζοφερό μέλλον, τώρα
τι να πιστέψουμε ότι θα φέρει ένα "όχι"; Μπορεί να ανατραπεί η
πραγματικότητα;
Τώρα πια το "όχι" δε φτάνει, όπως ίσως έφτανε το '10.
Τώρα πια το "όχι" είναι ένα ζήτημα μόνο ηθικής τάξεως. Ένα ζήτημα αξιοπρέπειας. Αλλά δε φτάνει μόνο αυτό.
Τώρα πρέπει να καταρτιστούν σχέδια για την επόμενη μέρα. Εφαρμόσιμα, φυσικά.
Σχέδια όχι εναλλακτικά του Μνημονίου ("ισοδύναμα" κλπ), αλλά αυτά που θα
πάρουν τη χώρα μέσα από την κατάσταση της πτώχευσης και θα την
οδηγήσουν έξω απ' αυτήν.
Το Μνημόνιο τέλειωσε. Τώρα αρχίζει η πολιτική.
Γιατί εξάλλου βλέπουμε πως και η Κύπρος, παρά τις αντιστάσεις που
προέβαλε, "έπεσε" από τις διεθνείς πιέσεις, διαπιστώνοντας έτσι πως τα
διεθνή κοράκια δεν αστειεύονται καθόλου.
Αλλά βλέπουμε ότι και οι χώρες που στάθηκαν όρθιες απέναντι στις
πιέσεις, δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτόν το φαύλο κύκλο της κρίσης
μέσα στο ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Βλέπουμε πως ξεπηδούν "αυθόρμητες" εξεγέρσεις σε Αργεντινή και
Βενεζουέλα και πώς οι διεθνείς οίκοι συνεχίζουν να στραγγαλίζουν τις
οικονομίες τους, μη αφήνοντάς τες να ορθοποδήσουν.
Κι αν η μεγάλη Αργεντινή τραβάει όλα αυτά, η Ελλάδα τι θα τραβήξει; Θα
μπορέσει να ξεφύγει; Είναι ερωτήματα που βασανίζουν ολοένα και
περισσότερους πλέον.
5. ΜΜΕ
Απ' το ερώτημα βέβαια "τι φταίει και δεν κατεβαίνουμε στους δρόμους",
δεν μπορεί να απουσιάζουν τα ΜΜΕ, ο κεντρικός διαμορφωτής κοινής γνώμης.
Τα ΜΜΕ όμως υπήρχαν και το '10-'12. Γιατί τότε δε μας επηρέαζαν, δε μας ψέκαζαν και δε μας αποκοίμιζαν;
Ώσπου να γίνουν οι εκλογές του '12 και να αναγκαστούν τα ΜΜΕ να παρέχουν
αρκετό τηλεοπτικό χρόνο σε άλλες δυνάμεις, τον δημόσιο διάλογο
μονοπωλούσαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Η αίσθηση λοιπόν πως η φωνή μας δεν ακούγεται, η αίσθηση του δημοσίου
μονολόγου ουσιαστικά, αυτή διόγκωνε την ανάγκη μας να ακουστούμε. Να
ακουστεί και το μέρος εκείνο των πολιτών που σιχτίριζαν με κάθε μέτρο.
Αυτό είναι εξάλλου και η διαδήλωση. Απ'το ρήμα "δηλόω-ῶ" που σημαίνει
φανερώνω. Είχαμε την ανάγκη να φανερώσουμε σε όλους (εντός και εκτός
συνόρων) τη διαφωνία μας.
Σήμερα όμως, που έχουν πια αναγκαστεί τα ΜΜΕ να μοιράσουν τον τηλεοπτικό
και ραδιοφωνικό χρόνο και στον ΣΥΡΙΖΑ και στους Ανεξ. Ελλ. και στο ΚΚΕ
και ενίοτε και στη Χρυσή Αυγή, υπάρχει πλέον η αίσθηση της εκπροσώπησης.
Υπάρχει η αίσθηση ότι η φωνή μας ακούγεται, ότι τα επιχειρήματά μας ακούγονται.
Προσοχή! Δε λέω πως αυτό είναι καλό που συμβαίνει. Απλώς διαπιστώνω ότι συμβαίνει.
Δηλαδή δεν έχουμε την ίδια ανάγκη να δια-δηλώσουμε την αντίθεσή μας με
τα μέτρα, αφού την εκφράζουν πληρέστερα εκλεγμένοι αντιπρόσωποι και
εξάλλου την εκφράσαμε και στις εκλογές και υπάρχει η αίσθηση ότι θα την
ξαναεκφράσουμε με κάθε ευκαιρία.
Υπάρχει άλλωστε και η ελπίδα της ανάληψης της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ που λειτουργεί αποσυμπιεστικά.
Κακά τα ψέματα, ο ελληνικός λαός δε θέλει να κάνει επανάσταση και βλέπει
πως, αν είναι να αλλάξει κάτι, αυτό θα αλλάξει με κοινοβουλευτικές
μεθόδους. Επομένως η δια-δήλωση του φαίνεται δώρον-άδωρον, αφού ό,τι
είναι να γίνει θα γίνει μέσω εκλογών, όταν αυτές έρθουν.
6. "Όταν εγώ κατέβαινα..."
Τέλος, υπάρχει και κάτι που σχετίζεται με την ψυχολογία όσων διαδήλωναν τη διετία 2010-12.
Οι περισσότεροι εξ αυτών από την πρώτη στιγμή της μνημονιακής
περιπέτειας εξαπέλυαν μύδρους κατά της επιλογής αυτής, κατηγορώντας
συχνά τους υπευθύνους για τη χρεοκοπία και τα μνημόνια ως προδότες και
δοσίλογους.
Αυτό είχε ως συνέπεια να ταυτίζονται μεν απόλυτα σε πάθος με αυτούς που
επίσης κατέβαιναν, αλλά να έρχονται ταυτόχρονα και σε μεγάλη σύγκρουση
με αυτούς που δεν κατέβαιναν και αντιδρούσαν έντονα στην προδοτολογία
των πρώτων.
Έτσι, οι τότε διαδηλωτές ένιωθαν σα να ζουν σε άλλη χώρα με τους άλλους
και, αντιλαμβανόμενοι την αντίστασή τους σχεδόν ως ιεραποστολική διότι
διαισθάνονταν την επερχόμενη καταστροφή, συχνά καταφέρονταν έντονα
ενάντια στους άλλους που ακόμη δεν αντιδρούσαν ή αντιδρούσαν χλιαρά.
Επειδή λοιπόν αυτοί βίωσαν μια -πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά
δεδομένα- βιαιότητα και καταστολή και αντιεμτώπισαν πραγματικό κίνδυνο
για τη σωματική τους ακεραιότητα αλλά και την ελευθερία τους νιώθοντας
απομονωμένοι από τους υπόλοιπους, όταν έφτασε η ώρα πια και οι
τελευταίοι αντιλήφθηκαν την καταστροφή και άρχιζαν πια να αγανακτούν κι
αυτοί, θέλοντας να κατέβουν κι αυτοί με τη σειρά τους στους δρόμους, οι
πρώτοι διακατεχόμενοι από αισθήματα χαιρεκακίας, αρνούνται πια να
κατέβουν.
Απ' τη μια λοιπόν η χαιρεκακία του
"όταν εγώ κατέβαινα με έλεγες γραφικό, τώρα λούσου τα μόνος σου",
απ'την άλλη η αίσθηση της ήττας, της απογοήτευσης και της ματαιοπονίας,
κρατούν σπίτι του πολύ απ'τον κόσμο που διαδήλωνε τον πρώτο καιρό, ενώ
αυτοί που προθυμοποιήθηκαν εκ των υστέρων δε... βρίσκουν μαζική
διαδήλωση να πάνε και κολλάνε απογοήτευση απ' τους άλλους!
Συμπέρασμα;
Νομίζω πως μάταια περιμένουμε πως θα ξανακατεβούμε στους δρόμους.
Κι αυτό γιατί, όπως προκύπτει κι από τα παραπάνω, δεν υπάρχει πια ελπίδα
ή προσμονή για -οποιασδήποτε μορφής- νίκη, παρά μόνο μια θέληση για
αξιοπρεπέστερη διαχείριση της ήττας.
Κι αυτό δεν είναι αρκετό ως κίνητρο για μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις.
Τις πταίει και το Σύνταγμα δεν κλαίει (από τα δακρυγόνα) λοιπόν;
Όπως ευστοχότατα έγραψε με τρεις λέξεις ένας από τους παλιότερους bloggers της χώρας, ο Old Boy:
Το Μνημόνιο νίκησε.
toixo-toixo