by antisystemic
«Όσο υπάρχει κράτος δεν υπάρχει ελευθερία. Όταν υπάρξει ελευθερία, δεν θα υπάρχει πλέον το Κράτος».
Β. Ι. Λένιν, «Κράτος κι Επανάσταση»
Ο αναρχισμός στην εποχή μας είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Δεν κάνουμε αυτήν την δήλωση επειδή είμαστε αναρχικοί. Αντίθετα, είμαστε αναρχικοί επειδή η Αναρχία, με την ευρύτερη έννοια της αυτοκυβέρνησης σε μαζική κοινωνική κλίμακα και της διαχείρισης των υποθέσεων της κοινότητας από τα ίδια τα μέλη της, είναι η μοναδική ορατή διέξοδος που έχουν στην διάθεση τους τα καταπιεσμένα στρώματα προκειμένου να απαλλαγούν από τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζουν μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς. Σε μια συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης της ελευθεριακής Ομοσπονδίας της Γιούρα που έλαβε χώρα στα 1879, ο Κροπότκιν δήλωνε υπερήφανα από το βήμα του ομιλητή: «Υπήρξε μια εποχή που στους Αναρχικούς αρνούνταν ακόμη και το δικαίωμα να υπάρχουν. Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς μας αντιμετώπιζε σαν φραξιονιστές, ο τύπος σαν ονειροπόλους. Σχεδόν όλοι, μας φερόντουσαν ωσάν να είμαστε αφελείς. Αυτός ο καιρός έχει περάσει. Το Αναρχικό κόμμα απέδειξε την ζωτικότητα του. Έχει υπερβεί κάθε είδους εμπόδιο που καταπίεζε την ανάπτυξη του. Στις μέρες μας, τυγχάνει πλέον γενικής αποδοχής».[i] Παρά την μεγάλη δόση αλήθειας που εμπεριέχοταν στα παραπάνω λόγια, ο Κροπότκιν έζησε κι έδρασε σε μια εποχή όπου η ειδωλολατρία της Κρατικής Αρχής βρισκόταν ακόμη σε ανοδική τροχιά μέσα στην ιστορική εξέλιξη. Ας μην λησμονούμε την εγελιανή αντίληψη για το σύγχρονο Κράτος ως ενσάρκωση της Λογικής στην Ιστορία, τις Βεμπεριανές πεποιθήσεις περί «εξορθολογισμού» και αποτελεσματικότητας της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής μέσω της κρατικής γραφειοκρατίας, ή και τον απρόθυμο θαυμασμό με τον οποίο ακόμη κι αυτός ο φλογερός αντικρατιστής Μπακούνιν αναφέρεται στην ανωτερότητα της τέλεια οργανωμένης Πρωσικής κρατικής μηχανής του Μπίσμαρκ, που ιστορικά είναι προορισμένη να επικρατήσει επί των παρηκμασμένων αντιπάλων της (Γαλλία, Ρωσία, κλπ.).[ii]
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η λατρεία του Κράτους έφτασε στο αποκορύφωμα της με την ανάπτυξη του φασιστικού ολοκληρωτικού κινήματος και συνέχισε να αποτελεί την ραχοκοκαλιά της ετερόνομης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, τόσο στην Δύση όπου είχε επικρατήσει ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, όσο και στις κοινωνίες της Ανατολής όπου κυρίαρχο ήταν το κρατικιστικό μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ανάδειξη στις μέρες μας ενός σύγχρονου αντικρατικού ρεύματος υπέρ μιας ελευθεριακής μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, δεν συνιστά απόρροια της ξαφνικής αφύπνισης των συνειδήσεων των πολιτών στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (ΑΚΧ), ούτε είναι προϊόν μιας εκστρατείας επιμόρφωσης και «ριζοσπαστικής διαφώτισης» που απευθύνεται σε άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν είμαστε ουτοπικοί σοσιαλιστές, με την έννοια ότι δεν θεωρούμε ότι ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας μπορεί να προέλθει απλώς και μόνο μέσα από την «αλλαγή των αξιών», δηλαδή την εντατική προπαγάνδιση ενός ευγενούς, αλλά αφηρημένου, ιδανικού που εν τέλει θα υιοθετηθεί καλοπροαίρετα από το σύνολο της ετερόνομης κοινωνίας και θα οδηγήσει στην εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων μέσα από μια συναινετική διαδικασία. Η τάση προς μια ακρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας διαφαίνεται πρωτίστως μέσα από την μορφή και το περιεχόμενο των συλλογικών ταξικών αγώνων που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια κυρίως σε εκείνες τις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας που έχουν πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την κρίση του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στην παραπάνω κατηγορία της οικονομικής περιφέρειας του συστήματος εντάσσονται τόσο οι κοινωνίες που ανήκουν στον λεγόμενο ευρωπαϊκό οικονομικό Νότο (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία) στις οποίες δημιουργήθηκαν αντιπολιτευόμενα κινήματα που στηρίζονται σε αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς κι έχουν προσανατολισμό προς την άμεση δράση, όσο και οι εξαρτημένες χώρες του αραβικού Μαγκρέμπ, η Τουρκία και η Βραζιλία όπου παρόμοιες εξεγερτικές διαδικασίες τέθηκαν σε κίνηση μέσα από οριζόντιες κινηματικές δομές οι οποίες προσέλαβαν μαζικό χαρακτήρα.[iii]
Σε αυτό το σημείο βέβαια, κάποιος μπορεί να εκφράσει αμφιβολίες αναφορικά με το κατά πόσο μπορούμε να κατατάξουμε τα βραχύβια εξεγερσιακά ξεσπάσματα στην σπαρασσόμενη από οικονομική ένδεια ευρωπαϊκή περιφέρεια στον ίδιο κύκλο ταξικών αγώνων με τις λαϊκές εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα σε μια σειρά από κοινωνίες του παγκόσμιου οικονομικού Νότου, όπως είναι η Τουρκία και η Βραζιλία, οι οποίες εδώ και κάποια χρόνια εμφανίζουν θετικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης. Η απάντηση έγκειται στο γεγονός ότι η λεγόμενη «ανάπτυξη» μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν αφορά την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, ούτε σηματοδοτεί μια καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου τους. Αντίθετα, μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με την μείωση των λαϊκών εισοδημάτων και την ραγδαία επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της περαιτέρω συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στο εσωτερικό των «αναπτυσσόμενων» οικονομιών.[iv] Με άλλα λόγια, η ύπαρξη Κέντρου και Περιφέρειας στο πλαίσιο του διεθνοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος δεν συνεπάγεται απαραίτητα τον αυστηρό γεωγραφικό διαχωρισμό ανάμεσα σε φτωχές και πλούσιες χώρες, αλλά διαφορετικούς βαθμούς επέκτασης του ίδιου μοντέλου καταναλωτικής κοινωνίας σε κάθε κοινωνική ολότητα ξεχωριστά. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι η εξαρτημένος χαρακτήρας του επιδιωκόμενου τύπου οικονομικής «ανάπτυξης» και ο ετεροκαθορισμός ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων ανά την υφήλιο από τις οικονομικές ελίτ που ελέγχουν το διεθνοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα, μέσω των ιεραρχικών σχέσεων υποτέλειας κι εξάρτησης που αποτελούν την αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς σε πλανητικό επίπεδο. Από την άλλη, τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους κατά τόπους ταξικούς συσχετισμούς είναι ο βαθμός κατά τον οποίο μπόρεσε να επεκταθεί το μοντέλο της κοινωνίας της κατανάλωσης σε κάθε χώρα ξεχωριστά, το μέγεθος και τα ταξικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων που έχουν πρόσβαση σε αυτήν, το είδος των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δεσμών που αναπτύσσουν με το σύστημα της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας και τέλος ο οργανικός ρόλος που τους ανατίθεται ως προς τις διαδικασίες αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο των επιμέρους ετερόνομων κοινωνικών σχηματισμών.
Η απονομιμοποίηση του Κράτους και των κυρίαρχων θεσμών της ετερονομίας στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων είναι λοιπόν μια διαδικασία που πρωταρχικά έχει τις ρίζες της στην μεταβολή των «αντικειμενικών» οικονομικών παραγόντων που συντέλεσαν στην μετάβαση από την κρατικιστική περίοδο της νεωτερικότητας, στην φάση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας στην αποκορύφωση της οποίας εισερχόμαστε μόλις τώρα, με την εδραίωση της ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού παραδείγματος και την βίαιη επιβολή του σχεδόν σε οικουμενική κλίμακα. Όπως έχει γράψει ο Τ. Φωτόπουλος, ο ρόλος που αναλαμβάνει να επιτελέσει το Κράτος μέσα στην νεοφιλελεύθερη συγκυρία περιλαμβάνει εντελώς διαφοροποιημένα καθήκοντα και λειτουργίες από αυτές που επιτελούσε το Κράτος στην σφαίρα της οικονομίας κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης του συστήματος (1945-1975). Η σταδιακή οργανική ανάδυση των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και η επιτακτική ανάγκη για επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους πέρα από τα σύνορα του έθνους-κράτους, κατέστησε την εγγενή τάση του συστήματος για περαιτέρω διεθνοποίηση της οικονομίας παντελώς ασύμβατη με το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης που είχε επικρατήσει στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (ΑΚΧ) μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.[v]
Κάτω από το καθεστώς της σοσιαλδημοκρατίας, είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα «τριμερές σύστημα οικονομικής δύναμης» (ιδιωτικό κεφάλαιο, κράτος, συνδικάτα), στο πλαίσιο του οποίου ένα σημαντικό κομμάτι από τις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου διεκπεραιωνόταν μέσω της διαμεσολάβησης της ίδιας της Κρατικής μηχανής.[vi] Παράλληλα, το Κράτος κατείχε ρυθμιστικό ρόλο ως προς την αναπτυξιακή δυναμική του συστήματος, είτε άμεσα, εκπληρώνοντας μέσω της φορολογίας καθήκοντα αναδιανομής του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, είτε έμμεσα, χρησιμοποιώντας τις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις που είχε στην κατοχή του για να επενεργήσει στα μεγέθη της προφοράς και της ζήτησης και με αυτόν τον τρόπο να καθορίσει το συνολικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας σε μια εθνική οικονομική δομή. Ωστόσο, αυτή η απαλλοτρίωση μέρους των αρμοδιοτήτων του ιδιωτικού κεφαλαίου από τις κρατικές ελίτ έλαβε τέλος έπειτα από την ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών, η οποία επέβαλλε την λήψη μέτρων για την απορύθμιση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών και την ανεμπόδιστη διακίνηση κεφαλαίων ως αναγκαία, «αντικειμενική» προϋπόθεση για την επάνοδο σε μια πορεία καπιταλιστικής οικονομικής «ανάπτυξης» ύστερα από την κρίση στασιμοπληθωρισμού που ξέσπασε στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Έκτοτε, η σχέση υποτέλειας στην οποία έχει περιέλθει το Κράτος έναντι των καπιταλιστικών ελίτ μέσα στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, εκφράζεται σε θεσμικό επίπεδο από κυβερνητικές πολιτικές που τείνουν να προσλάβουν οικουμενικές διαστάσεις και επαναλαμβάνονται αυτούσιες στο σύνολο των κρατών που είναι ενσωματωμένα στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ανεξάρτητα αν την εξουσία κατέχουν «κεντροδεξιά» ή «κεντροαριστερά» πολιτικά κόμματα. Οι κυριότερες από αυτές τις πολιτικές είναι:
- Απελευθέρωση των αγορών και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας. Έτσι, πολλοί σημαντικοί έλεγχοι εξαλείφονται και άλλοι τροποποιούνται δραστικά με ρητό στόχο να γίνει η αγορά εργασίας περισσότερο «ελαστική», δηλαδή περισσότερο πειθήνια στις συνθήκες της αγοράς. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία και η μερική απασχόληση (με την οποία οι ελίτ προσπαθούν να συγκαλύψουν την ανεργία) έχουν σήμερα αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα έχουν κι αυτές αυξηθεί σε βαθμό ανάλογο με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας.
- Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων.
- Συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σ’ ένα ασφαλιστικό δίκτυο (βασικά για τους άπορους) και παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικά σχήματα, κλπ.).
- Ανακατανομή του φορολογικού βάρους προς όφελος των ομάδων υψηλού εισοδήματος.[vii]
Τα παραπάνω βέβαια κατά κανέναν τρόπο δεν συνιστούν μια τάση για τον περιορισμό της κρατικής κυριαρχίας που ισοδυναμεί με μεγιστοποίηση μιας κίβδηλης ατομικής ελευθερίας, όπως διατείνονται κατά κόρον οι νεοφιλελεύθεροι απολογητές του συστήματος.[viii] Αν μη τι άλλο, οι αναρχικοί διατήρησαν πάντα μια οξυμένη συνείδηση αναφορικά με τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η επέκταση της ηγεμονίας του Κράτους για την ατομική και την συλλογική ελευθερία. Έβλεπαν μάλιστα με καχυποψία την ανάληψη ολοένα και περισσότερων δικαιοδοσιών από το Κράτος, ειδικά ως προς την εισαγωγή «από τα πάνω» θεσμών αλληλεγγύης και κοινωνικής πρόνοιας κάτω από τον πλήρη έλεγχο της κρατικής αρχής. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι αρκετές από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θεσμοποίησαν ένα πρώτο σύστημα κοινωνικής προστασίας έγιναν από τον Μπίσμαρκ τον δέκατο ένατο αιώνα, με απώτερο στόχο να πειστεί η εργατική τάξη της Γερμανίας να υποστηρίξει ενεργητικά την εκστρατεία για την δημιουργία μιας Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό την αιγίδα του στέμματος και του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή βέβαια, ο Μπίσμαρκ απαγόρευε δια νόμου την σύσταση οργανωμένων σοσιαλιστικών ενώσεων σε γερμανικό έδαφος.[ix]
Αναφερόμενος στην άνοδο του καπιταλιστικού κράτους πρόνοιας, ο Κροπότκιν είχε γράψει ότι, «Γι’ αυτούς – όπως και για όλους του ριζοσπάστες αστούς – η Κοινωνική Επανάσταση είναι μάλλον μια υπόθεση του μέλλοντος που δεν θα’ πρεπε να μας απασχολεί σήμερα. Αυτό που κατά βάθος ονειρεύονται χωρίς όμως να τολμούν να το πουν φωναχτά, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος διακυβέρνησης παρόμοιου με το ελβετικό ή το αμερικάνικο, οπου το κράτος θα έχει αναλάβει και μερικές από τις υπηρεσίες που ονομάζονται πονηρά ‘κοινωφελείς υπηρεσίες’. Είναι κάτι που πλησιάζει το ιδανικό του Μπίσμαρκ και το ιδανικό του ραφτάκου που έγινε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Είναι ένας συμβιβασμός, ένας εκ των προτέρων συμβιβασμός, των σοσιαλιστικών οραμάτων των μαζών με τις επιθυμίες της αστικής τάξης».[x] Στο πλαίσιο όμως του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε νεοφιλελεύθερα πρότυπα δεν συντελείται η σταδιακή κατάργηση και ο δραστικός περιορισμός του συνόλου της κρατικής εξουσίας, αλλά μόνο μια διαδικασία εναλλαγής των τομέων που έχει κάτω από τον έλεγχο της η κρατική μηχανή. Με άλλα λόγια, αλλάζει το περιεχόμενο του Κρατικού παρεμβατισμού και το επίκεντρο της δραστηριότητας του Κράτους μετατοπίζεται από συστημικές λειτουργίες που αφορούν την ελεγχόμενη ανακατανομή του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, σε μονοδιάστατους ρόλους που άπτονται της επιβολής αστυνομικών καθεστώτων αυξημένης επιτήρησης και καταστολής των εργαζόμενων τάξεων. Έτσι, το Κράτος σταδιακά υποχρεώνεται να αποποιηθεί την διαμεσολαβητική ιδιότητα που του είχε παραχωρηθεί μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της τριμερούς διαχείρισης της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου και με αυτόν τον τρόπο χάνει την όποια αυτονομία είχε αποκτήσει έναντι του οικονομικού στοιχείου. Ο νέος ρόλος που οι νεοφιλελεύθερες ελίτ επιφυλάσσουν στο Κράτος δεν είναι παρά αυτός ενός μονολιθικού μηχανισμού οργανωμένης βίας που υπάρχει για να εξασφαλίζει την υπεροπλία των ελίτ έναντι των ετεροκαθοριζόμενων κοινωνικών στρωμάτων και προκειμένου να εγγυάται ότι η βούληση των ισχυρών θα επιβάλλεται χωρίς προσκόμματα στο σύνολο της κοινωνίας. Το Κράτος μετατρέπεται εκ νέου σε μπράβο του κεφαλαίου και χάνει το στάτους του ισότιμου εταίρου στην διαχείριση της εξουσίας που είχε αποκτήσει κατά την κρατικιστική φάση της νεωτερικότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρόλος που επιτελεί το Κράτος μέσα σε συνθήκες διεθνοποίησης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς είναι δευτερεύουσας σημασίας για την μεγιστοποίηση ή την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας της αγοράς εν γένει. Τουναντίον, η διαδικασία αγοραιοποίησης όλων των πτυχών της κοινωνικής ζωής (απαραίτητη προϋπόθεση για την καπιταλιστική «ανάπτυξη») δεν γίνεται να προχωρήσει χωρίς τον οργανικό ρόλο που διαδραματίζει η δύναμη της κρατικής επιβολής σε ζητήματα «αντικειμενοποίησης» των τάσεων που υπαγορεύονται από την δυναμική της αγοράς, μέσω της ενσωμάτωσης τους στο σύστημα νομικών σχέσεων και κανόνων που συνιστούν την κρατική νομοθεσία. Από την άλλη, ακριβώς λόγω του οργανικού χαρακτήρα της, η διαδικασία αυτή είναι αδύνατο να αντιστραφεί μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του συστήματος και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μόνο την πιο ριζική υπαγωγή της κρατικής εξουσίας στην εξουσία του ιδιωτικού επιχειρηματικού κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, μπορούμε εδώ να αναφερθούμε στο απελπιστικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η λεγόμενη «προοδευτική» πτέρυγα της υπερεθνικής ελίτ, όπως αυτή εκφράστηκε διαδοχικά από την «εκσυγχρονιστική» Αριστερά του εγκληματία πολέμου Μπλαιρ στην Μεγ. Βρετανία, την νεοφιλελεύθερη «Ατζέντα 2010» των γερμανών «σοσιαλιστών» και πιο πρόσφατα στα καθ’ ημάς, την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ηγεμονικό πόλο της αριστερής αντιπολίτευσης.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η συστημική «Αριστερά» προωθεί έναν τύπο κρατικού παρεμβατισμού που όχι μόνο δεν εξισορροπεί, αλλά αντίθετα ενισχύει την παντοδυναμία των οικονομικών ελίτ πάνω στο σύνολο της κοινωνίας (π.χ. μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, κατάργηση κοινωνικών ελέγχων στις αγορές, υποχρεωτική εφαρμογή ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων σε διευρυμένη κλίμακα ως μέσον «εξορθολογισμού» όλων των μορφών κοινωνικής δραστηριότητας, κλπ.). Παράλληλα, στη θέση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζει την θέσπιση αποσπασματικών προγραμμάτων για την στήριξη των κατώτερων εισοδημάτων που έχουν τον χαρακτήρα κρατικής φιλανθρωπίας.[xi] Τα προγράμματα αυτά φυσικά δεν αφορούν την πιο πολυάριθμη και πιο καταπιεσμένη υπο-κατηγορία του σύγχρονου προλεταριάτου, τους άνεργους, τους χαμηλόμισθους, τους επισφαλώς και μερικά απασχολούμενους, τους χειρώνακτες εργάτες με χαμηλή ειδίκευση, τους μετανάστες, κλπ. που απαρτίζουν την Υποτάξη του συστήματος και των οποίων τα ταξικά χαρακτηριστικά καθιστούν εξορισμού αδύνατη, και φυσικά ανεπιθύμητη από την σκοπιά της καπιταλιστικής κερδοφορίας, την αντιμετώπιση τους από το Κράτος ως ενιαία κοινωνική κατηγορία με διακριτές υλικές ανάγκες και συμφέροντα.[xii] Η μεταχείριση που επιφυλάσσουν σε αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων οι ελίτ του συστήματος, δεν μπορεί παρά να είναι αυτή που αρμόζει σε ένα πλεονάζον κομμάτι του πληθυσμού, μια νοοτροπία ελεημοσύνης προς ανθρώπους που είναι καταδικασμένοι από τα πράγματα να διαβιούν σε μια κατάσταση μόνιμης φτωχοποίησης, σε συνδυασμό με την πιο σκληρή καταστολή κάθε οργανωμένης (ή ανοργάνωτης) απόπειρας που αποβλέπει στην έμπρακτη αμφισβήτηση της υποτελούς θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία.
Δεν βρισκόμαστε λοιπόν σε μια φάση της ιστορικής εξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς όπου η ειδωλολατρία του Κράτους και η εμπιστοσύνη των «μαζών» στην ικανότητα της «εξειδικευμένης» κρατικής γραφειοκρατίας να επιλύει αποτελεσματικά – και με τρόπο που προάγει κάποιο αφηρημένο «γενικό συμφέρον» – τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα, βασιλεύει ακλόνητη στις συνειδήσεις των λαϊκών στρωμάτων. Δεν βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, στην εποχή του Κροπότκιν. Κατά την άποψη μας, η ύστατη αντίφαση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έγκειται στο γεγονός ότι ως σύστημα αδυνατεί να εξασφαλίσει μέσω της μισθωτής συνθήκης την πρόσβαση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού στα μέσα που έχει ανάγκη για την επιβίωση του, την ίδια στιγμή που παράλληλα ισοπεδώνει και καταστρέφει με τρόπο συστηματικό τα θεμέλια κάθε κρατικοποιημένου θεσμού κοινωνικής αλληλεγγύης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα ενάντια στις διαλυτικές επιδράσεις που έχει η αχαλίνωτη λειτουργία των νόμων της αγοράς πάνω στο κοινωνικό σώμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο «παραδοσιακός» αναρχικός ορισμός του Κράτους ως ενός μονοδιάστατου εξουσιαστικού μηχανισμού που υπάρχει μόνο και μόνο για να υπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών και των προνομιούχων, έχει στις μέρες μας όλο και πιο μεγάλη απήχηση στο κοινωνικό φαντασιακό εκείνων των ομάδων που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες της θεσμισμένης κοινωνικής ιεραρχίας. Σταδιακά, το Κράτος γίνεται αντιληπτό απ’ αυτούς ως ένας παρασιτικός οργανισμός που απομυζά τους πόρους της κοινωνίας και λεηλατεί τα εισοδήματα των υπηκόων του, προκειμένου να χρηματοδοτεί μια πολυάριθμη στρατιά από άχρηστους χαρτογιακάδες, νταβατζήδες πολιτικούς, διεφθαρμένους δικαστές, εισαγγελείς κι ένστολους μπράβους της εξουσίας. Έναν μηχανισμό εσωτερικής καταπίεσης του οποίου η βασική αποστολή είναι η δια της βίας προστασία του ετερόνομου θεσμικού πλαισίου από εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που έχουν κάθε συμφέρον να το ανατρέψουν.
Αυτό βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι ομάδες των μη-προνομιούχων έχουν ήδη φτάσει να αποδεχτούν την ανωτερότητα μιας ακρατικής μορφής οργάνωσης της κοινωνίας. Ωστόσο, σημαίνει ότι έχουν υποχρεωθεί από τις περιστάσεις να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους σε όλα τα επίπεδα, μέσω αυτοσχέδιων θεσμών που η καθημερινή λειτουργία τους δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Κράτους. Ο πειραματισμός με διάφορες μορφές αλληλέγγυας οικονομίας, η εγκαθίδρυση δικτύων ανταλλαγής και πρόσκτησης αγαθών απευθείας από τους παραγωγούς χωρίς την μεσολάβηση των δικτύων διανομής του συστήματος, ακόμη και η ολική επαναφορά του προτάγματος της εργατικής αυτοδιαχείρισης στην παραπαίουσα ελληνική βιομηχανία, αποτέλεσαν την αυθόρμητη απάντηση που έδωσαν τα σύγχρονα προλεταριακά στρώματα στο ζήτημα του πώς θα εξασφαλίσουν τα μέσα για την αναπαραγωγή της τάξης τους μέσα σε έναν αρνητικό για την αυτονομία ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Σίγουρα, οι θεσμοί αυτοί δεν φέρουν «αντικειμενικά» αντισυστημικά χαρακτηριστικά και περιεχόμενο. Στον βαθμό όμως που θα πρέπει να γενικευτούν για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων σε ολοένα και μεγαλύτερο εύρος και πιο μαζική κλίμακα, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε μετωπική σύγκρουση με τις δομές που αναπαράγουν τον ετεροκαθορισμό και την ανισοκατανομή οικονομικής δύναμης μέσα στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Από την άλλη, αν οι θεσμοί αυτοί δεν γενικευτούν κι αν δεν επιζητήσουν να αποτελέσουν ένα καθολικό πρόταγμα για την ανατροπή του συστήματος που διαιωνίζει την εξάρτηση και την υποτέλεια των προλεταριακών στρωμάτων και λειτουργεί υπονομευτικά για την ίδια την λειτουργία τους, θα παραμείνουν αδύναμοι, τοπικά εστιασμένοι και είναι πιθανό να εγκαταλειφθούν ως αναποτελεσματικοί.
Όπως και να ‘χει, η συγκρότηση αυτοσχέδιων θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης και πρόνοιας «από τα κάτω» είναι μια αναγκαιότητα που επιβάλλεται στις μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες εξαιτίας της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που υπαγορεύει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της ταυτόχρονης απόσυρσης του νεοφιλελεύθερου Κράτους από τα όποια «κοινωφελή» καθήκοντα του.[xiii] Με βάση τα παραπάνω, το ελευθεριακό κίνημα θα μπορούσε ακόμη να μελετήσει την εμπειρία εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της περιφέρειας όπως η Χαμάς και η Χεζμπολά, η οποία παράλληλα με την διεξαγωγή ένοπλης αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, εστίασαν ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής δράσης τους στην οικοδόμηση θεσμών αλληλεγγύης (σχολείων, νοσοκομείων, βρεφονηπιακών σταθμών, κλπ.) στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών τους, αναπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το κενό που είχαν αφήσει οι διεφθαρμένες κρατικές εξουσίες σε Παλαιστινιακά εδάφη και Λίβανο αντίστοιχα.[xiv] Φυσικά, δεν μιλάμε εδώ για ένα σχέδιο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, αλλά για μια πολιτική στρατηγική διεύρυνσης της απήχησης των ελευθεριακών ιδεών στα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα, με απώτερο στόχο την οριστική κατάλυση της κρατικής εξουσίας «από τα μέσα». Ούτε αναφερόμαστε στην επιβολή κάποιου αφηρημένου ιδανικού μιας «τέλειας» μορφής οργάνωσης της κοινωνίας. Αντίθετα, εκκινούμε από μια προσπάθεια αναγνώρισης των κοινωνικών στρωμάτων που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα θύματα της παγκοσμιοποίησης και των δομικών παραγόντων που συντελούν στην υποτέλεια τους, και από μια απόπειρα διάγνωσης των αναγκών τους όπως αυτές διαφαίνονται στους ταξικούς αγώνες που έχουν διεξαχθεί από το 2008 κι ύστερα, για να καταλήξουμε – στο μέτρο των δυνατοτήτων μας – σε ένα πρόταγμα για την κοινωνική απελευθέρωση με σύγχρονους όρους.
«Προλετάριοι όλου του κόσμου…»
Η σταθερή αξία των αναλυτικών κατηγοριών της ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας και συνακόλουθα η επικαιρότητα του ιδανικού της κοινωνικής επανάστασης, δεν απορρέει από τις φαντασιακές σημασίες που επικρατούν σε κάθε στάδιο ιστορικής εξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, ούτε έχει να κάνει με την παρακμή ολόκληρων επαναστατικών κινημάτων ή την εμφάνιση νέων. Ούτε ακόμη επηρεάζεται από την συρρίκνωση της κοινωνικής τάξης των βιομηχανικών εργατών και τις γενικότερες μεταβολές στην παραγωγική δομή των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Πρωτίστως, προκύπτει από τα βασικά ταξικά χαρακτηριστικά του συστήματος, τις θεσμοποιημένες δομές συγκέντρωσης δύναμης κι ετεροκαθορισμού σε όλα τα επίπεδα που διαιωνίζουν το αίτημα για κοινωνική απελευθέρωση και καθιστούν δυσβάσταχτο το συλλογικό τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε όλοι για κάθε μέρα που αποτυγχάνουμε να συσπειρώσουμε τις ταξικές δυνάμεις του προλεταριάτου γύρω από ένα πρόταγμα ανατροπής των κυρίαρχων συστημικών θεσμών. Ήταν άλλωστε το αίτημα για συλλογικό αυτοκαθορισμό και κοινωνική δικαιοσύνη που ιστορικά οδήγησε στην άνοδο του σοσιαλισμού και όχι το αντίστροφο.
Η σταδιακή υποχώρηση της ταυτότητας του εργάτη ως σημείου αναφοράς του κοινωνικού απελευθερωτικού κινήματος δείχνει μόνο την μείωση του ειδικού βάρους της βιομηχανικής εργατικής τάξης ως απελευθερωτικού κοινωνικού υποκειμένου και όχι την ολική έκλειψη του απελευθερωτικού υποκειμένου αυτού καθ’ αυτού. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να εγείρει βάσιμες ενστάσεις αναφορικά με το κατά πόσο το βιομηχανικό προλεταριάτο στάθηκε ικανό να ανταποκριθεί ιστορικά, ή ήταν τελικά πρόθυμο να αναλάβει ως τάξη τα μεσσιανικά καθήκοντα που επέρριψε σχεδόν εξολοκλήρου στους ώμους του το αυστηρό θεωρητικό σχήμα του διαλεκτικού υλισμού.[xv] Κάτι που συνεπάγεται ότι η ίδια η επαναστατική θεωρία που βασίστηκε στην παραδοχή των «αντικειμενικά δοσμένων» επαναστατικών τάσεων ενός συγκεκριμένου κομματιού της εργατικής τάξης και της εκπλήρωσης του πρωτοποριακού ιστορικού ρόλου του, περισσότερο συσκοτίζει παρά ξεδιαλύνει τις διεργασίες που μπορούν να οδηγήσουν στην κοινωνική απελευθέρωση. Σύμφωνα με την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση, το βιομηχανικό προλεταριάτο βρισκόταν στο επίκεντρο της ιστορικής επαναστατικής διαδικασίας όχι τόσο επειδή συνιστούσε τον έναν από τους δυο κεντρικούς πόλους της εγγενούς αντίθεσης ανάμεσα στις ανταγωνιστικές τάξεις του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, αλλά επειδή συγκέντρωνε και κάποια θετικά αντικειμενικά ταξικά χαρακτηριστικά βάσει των συνθηκών που απέρρεαν από τη θέση που κατείχε στην παραγωγική διαδικασία.
Η ικανότητα του βιομηχανικού προλεταριάτου να γίνει μια «τάξη για τον εαυτό της» και συνεπώς να διαμορφώσει ένα ηγεμονικό πρόγραμμα για την εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας, οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην συλλογική συνείδηση, την ωριμότητα και την αυτοπειθαρχία με την οποία διαπαιδαγωγούνταν η εργατική τάξη μέσα στο πλαίσιο της αντικειμενικής ροπής του συστήματος προς έναν αυξημένο βαθμό ενοποίησης και κοινωνικοποίησης της οργάνωσης της παραγωγής.[xvi] Από αυτή την άποψη, οι φτωχοί ως διακριτό κοινωνικό υποκείμενο και αυτοτελής κοινωνική κατηγορία δεν λαμβάνονται υπόψη από τους πατέρες του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Όταν μάλιστα εξετάζεται ο ρόλος των απόκληρων σε ένα ενδεχόμενο επαναστατικό ξέσπασμα, ο Ένγκελς απευθύνει αυστηρές προειδοποιήσεις προς τους εργάτες να αποφύγουν μια ταξική συμμαχία με αυτήν την απρόβλεπτη και αναξιόπιστη κουρελιασμένη μάζα την οποία κατατάσσει συλλήβδην στην κατηγορία του «λούμπεν» προλεταριάτου.[xvii] Ποια είναι όμως τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων που κατατάσσονται από τους μαρξιστές στις γραμμές του λούμπεν-προλεταριάτου; Οι άνεργοι, οι έχοντες άτακτη απασχόληση, οι προσωρινά απασχολούμενοι, ή οι ασκούντες περιθωριακά ή περιφερειακά επαγγέλματα ως προς τις οικονομικές δραστηριότητες που η μαρξιστική οικονομική ανάλυση προσδιορίζει ως μέρος του καπιταλιστικού κύκλου συσσώρευσης. Βλέπουμε λοιπόν ότι το περιεχόμενο που αποδίδεται στην κατηγορία του λούμπεν-προλεταριάτου από τους μαρξιστές αφορά περισσότερο την θέση των προαναφερόμενων ομάδων στο σύστημα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και πολύ λιγότερο τις υποβαθμισμένες υλικές συνθήκες ύπαρξης της συγκεκριμένης τάξης, που όπως ακόμη και ο ίδιος ο Μαρξ παραδέχεται, «Το επίπεδο της ζωής της πέφτει κάτω από το μέσο κανονικό επίπεδο της [κανονικά] εργαζόμενης τάξης».[xviii]
Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το επαναστατικό δυναμικό από το οποίο εμφορείται η βιομηχανική εργατική τάξη έγκειται στον ρόλο που επιτελεί μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και όχι στους εξαθλιωμένους όρους διαβίωσης της που διαμορφώνονται σαν συνέπεια της καθολικής εκμετάλλευσης την οποία υφίσταται. Δεν είναι να απορεί κανείς που όταν η μαρξιστική προφητεία για την διαρκή χειροτέρευση των συνθηκών ζωής του βιομηχανικού προλεταριάτου διαψεύστηκε στην πράξη από την μετάβαση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς σε ένα αναδιανεμητικό μοντέλο ανάπτυξης, το επαναστατικό σχήμα του μαρξισμού δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από την προσκόλληση του σε μια εργατίστικη λογική και συνέχισε να βασίζει την υπεράσπιση της ορθότητας της ιστορικής πρόγνωσης του σε δίκες προθέσεων σύσσωμων των «προδοτών» ηγετών της εργατικής τάξης. Η αδυναμία αυτή του μαρξισμού να αναθεωρήσει τις οικονομικές κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες ερμηνεύει το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι ακόμη πιο φανερή σήμερα, που η αποβιομηχάνιση των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, η ταξική δομή των κοινωνιών της Δύσης έχει αλλάξει ριζικά και οι δυνάμεις της εργασίας είναι κατακερματισμένες και πολυδιασπασμένες ως συνέπεια των νέων ευέλικτων μορφών που προσλαμβάνει η μισθωτή σχέση. Πράγματι, ένα τεράστιο μέρος του παραγωγικού δυναμικού στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς απασχολείται με όρους που το παραδοσιακό μαρξιστικό θεωρητικό σχήμα θα κατέτασσε στην κατηγορία των λούμπεν μορφών συμμετοχής στην παραγωγική διαδικασία, οι συνθήκες της οποίας δεν συντελούν στην ανάπτυξη μιας ισχυρής ταξικής συνείδησης. Αυτός ο κατακερματισμός των δυνάμεων της εργασίας συνοδεύεται από την αποδυνάμωση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, την εξάπλωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης της κοινωνίας, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης σε όλα τα επίπεδα και την καθολική καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων των παραγωγικών τάξεων. Σε βαθμό μάλιστα που στους πιο «προηγμένους» τομείς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, ο «επίλεκτος» μισθωτός σκλάβος διαθέτει όσα θεσμικά μέσα διέθετε και ο σκλάβος της αρχαιότητας για να επηρεάσει ατομικά ή συλλογικά τους όρους της σχέσης του με τις ελίτ που κατέχουν την πολιτική και οικονομική δύναμη.[xix]
Η μαρξιστική επαναστατική θεωρία αδυνατεί να αντιληφθεί αυτές τις διεργασίες αμείλικτης προλεταριοποίησης ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, διότι αντιλαμβάνεται την ταξική καταπίεση όχι με όρους έλλειψης δύναμης των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας και χειροτέρευσης του βιοτικού επιπέδου τους, αλλά με βάση αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια που συνάδουν με ένα προκαθορισμένο σχήμα ενσωμάτωσης τους στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σε μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία η εξαθλίωση εξαπλώνεται σαν γάγγραινα και η προλεταριακή μάζα αναπτύσσεται ραγδαία με γεωμετρικούς ρυθμούς,[xx] η μεταφυσική του μαρξισμού εξακολουθεί να αναζητά απελπισμένα την προμηθεϊκή φιγούρα του Επαναστάτη Εργάτη γύρω από την οποία θα μπορέσει εκ νέου να αναστηλώσει την μυθολογία της. Ωστόσο, η επανάσταση ως διαδικασία ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής εμπεριέχει δύο βασικά στοιχεία που αλληλεπιδρούν διαλεκτικά μεταξύ τους. Το ένα στοιχείο έχει αρνητικό περιεχόμενο κι αναφέρεται στην αδυναμία αυτοκαθορισμού και στην έλλειψη των κοινωνικών συνθηκών για μια ικανοποιητική ζωή, δηλαδή στην αδυναμία εκπλήρωσης των βασικών αναγκών μας μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το άλλο στοιχείο έχει θετικό περιεχόμενο και αφορά τα ενδεδειγμένα πολιτικά και οικονομικά συλλογικά όργανα μέσα από τα οποία οι καταπιεζόμενες τάξεις μπορούν να θεσμίσουν τον αντικαπιταλισμό στην πράξη και να δημιουργήσουν οι ίδιες τις συνθήκες για την κοινωνική απελευθέρωση τους.
Η βιομηχανική εργατική τάξη που βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή των απελευθερωτικών κοινωνικών διεργασιών του αιώνα που πέρασε, μπόρεσε να διαμορφώσει συλλογικές δομές αυτοκαθορισμού, όπως ήταν τα εργατικά συμβούλια, οι συνελεύσεις πολιτών και τα αναρχικά βιομηχανικά συνδικάτα, κι έτσι να εκφράσει με τρόπο μεστό και προγραμματικό το αίτημα για ατομική και κοινωνική αυτονομία, κατορθώνοντας σε πολλές περιπτώσεις να κλονίσει συθέμελα ή ακόμη και να ανατρέψει μέσω της οργανωμένης δράσης της τους ετερόνομους θεσμούς. Στις μέρες μας το μαχητικό εργατικό κίνημα έχει πάψει να υφίσταται με την παραδοσιακή μορφή του και είναι λογικό όσοι από εμάς ταυτίζονται με την παράδοση της αυτονομίας να βιώνουν αυτή την διάλυση των παραδοσιακών θεσμών αυτοκαθορισμού των εργατών ως μια κρίση στο εσωτερικό του απελευθερωτικού κινήματος. Ευτυχώς όμως για εμάς, ο αναρχισμός ουδέποτε υπέπεσε στο σφάλμα της εργατολατρείας των μαρξιστών. Οι αναρχικοί πάντα μιλούσαν για την απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων ως σύνολο, χωρίς να αποδίδουν στο πλαίσιο της επαναστατικής θεωρίας τους κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο στην εργατική τάξη της μεγάλης βιομηχανίας, που σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία κατείχε κεντρικό ρόλο στην επαναστατική διαδικασία που οδηγεί στον κομμουνισμό.[xxi] Διαφορετικά, είναι πιθανό ότι οι αναρχικοί θα είχαν καταλήξει και αυτοί να ενστερνιστούν την εξουσιαστική νοοτροπία, εκτοξεύοντας πανταχόθεν δογματικούς μύδρους και κατηγορίες για «μικροαστικές παρεκκλίσεις» και ανατρέχοντας σχολαστικά στα γενεαλογικά δένδρα των αγωνιστών για να επαληθεύσουν την γνήσια εργατική καταγωγή τους, όπως έκαναν οι δημόσιοι κατήγοροι του σταλινικού καθεστώτος στις ντροπιαστικές Δίκες της Μόσχας.
Αντίθετα, εμείς λέμε ότι εκεί που σταματάει η εμπειρία του αμιγώς εργατικού επαναστατικού κινήματος με μαρξιστικούς όρους, εκκινεί η εμπειρία του σύγχρονου προλεταριακού κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης. Ενός προλεταριάτου που ορίζεται σύμφωνα με την ολιστική αναρχική αντίληψη για την πολυμορφία των θεσμών και των πεδίων μέσα στα οποία εκδηλώνονται οι μορφές της ταξικής καταπίεσης και εδραιώνονται οι δομές συγκέντρωσης δύναμης που στερούν τα λαϊκά στρώματα από τα μέσα για τον αυτοκαθορισμό τους. Υπο αυτή την έννοια, ο σύγχρονος προλετάριος δεν ορίζεται μονοσήμαντα με βάση αποκλειστικά και μόνο οικονομικές κατηγορίες και την θέση που κατέχει στο σύστημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά η υποτελής θέση που του αναλογεί στην κοινωνική ιεραρχία εμφανίζεται ως συνάρτηση της παντελούς έλλειψης δύναμης (είτε με την έννοια της άμεσης πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, ή με πιο έμμεσες μορφές) που ευθύνεται για τον συνολικό ετεροκαθορισμό της ατομικής και κοινωνικής υπόστασης του από τις κυρίαρχες μονάδες του συστήματος.[xxii] Σε ότι αφορά την σχέση του με τα μέσα παραγωγής, ο προλετάριος εξακολουθεί εξορισμού να είναι υποχρεωμένος να πουλήσει την εργασία του προκειμένου να επιβιώσει. Ωστόσο, στο ταξικό προφίλ της φιγούρας του σύγχρονου προλετάριου το γεγονός της έλλειψης πρόσβασης στα παραγωγικά μέσα, συμπληρώνεται από την έλλειψη αποτελεσματικής θεσμικής εκπροσώπησης, καθώς και από τον παράγοντα της κλίμακας της προσόδου, που κατατάσσει τον προλετάριο κατ’ ανάγκη στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας. Ενώ ο παράγοντας της έλλειψης θεσμικής εκπροσώπησης απολήγει στην έλλειψη θεσμοποιημένης πολιτικής δύναμης, η αδυναμία άμεσου ελέγχου των παραγωγικών μέσων σχετίζεται με την έλλειψη οικονομικής δύναμης και το χαμηλό εισόδημα με την έλλειψη έμμεσης οικονομικής δύναμης, δηλαδή αγοραστικής δύναμης που μέσα από την δράση των απρόσωπων δυνάμεων της αγοράς μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις σε μια αγοραία οικονομία.
Μαρξισμός και άμεση δημοκρατία
Όπως μας πληροφορεί ο γερμανός αγωνιστής και συγγραφέας Ωγκουστίν Σούχυ, οι αναρχικοί της Ισπανίας παραιτήθηκαν συνειδητά από την κατάληψη της εξουσίας στην Βαρκελώνη όχι μόνο λόγω της ανάγκης για ενότητα απέναντι στον επερχόμενο φασιστικό κίνδυνο, αλλά και στο όνομα της τήρησης των απαραβίαστων αρχών της ελευθεριακής κοσμοθεωρίας, η οποία υπερασπίζεται την δυνατότητα για μια ελεύθερη ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων και την αποφυγή της χρήσης καταναγκαστικών μέσων από τους αναρχικούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάδυση μιας νέας επαναστατικής δικτατορίας. Γράφει ο Σούχυ, «Αυτοί ήταν οι πολιτικοί λόγοι που συνηγορούσαν για την παραίτηση από την εξουσία. Σ’ αυτούς προστίθενται βασικές αμφιβολίες σαν αυτές: Η αποκλειστική άσκηση της εξουσίας από τους αναρχικούς σύμφωνα με το πρότυπο των μπολσεβίκων θα σήμαινε πως ασπάζονται τη δικτατορία. Οι αναρχικοί όμως είχαν ανέκαθεν καταπολεμήσει κάθε μορφή δικτατορίας. Να αναιρούσαν τώρα με την πράξη τους τις θεωρίες τους; Ελευθερία και ανοχή είναι δυο απαράβατες βασικές αρχές της αναρχικής κοσμοθεωρίας. Θα έπρεπε να μείνουν σεβαστές κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Πρέπει να είμαστε συνεπείς, να παραιτηθούμε από την αποκλειστική άσκηση της εξουσίας και να δώσουμε σε όλα τα αντιφασιστικά κόμματα τη δυνατότητα να αναπτυχθούν εντελώς ελεύθερα». [xxiii]
Άποψη μας είναι ότι όσο αξιοθαύμαστο από ηθικής άποψης κι αν είναι, το σκεπτικό αυτό δεν είναι δίχως τις αντιφάσεις του. Προφανώς, οι αναρχικοί δεν ενστερνίζονται στην ακραία εκδοχή του το δόγμα της ελεύθερης ανάπτυξης των κοινωνικών δυνάμεων, διότι υπό αυτή την έννοια θα ακύρωναν το δικαίωμα του ίδιου του αναρχικού κινήματος να υπάρχει ως αυτοτελής και διακριτή πολιτική δύναμη. Κι αυτό γιατί η ίδια η προσπάθεια συγκρότησης αναρχικού κινήματος και διάχυσης των ιδεών του στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο αντιβαίνει την αρχή μιας εντελώς «φυσικής» και ανεπηρέαστης ανάπτυξης των ποικιλόμορφων μεγεθών της κοινωνικής ζωής. Εξάλλου, η διατύπωση ενός αξιώματος για τον «φυσικό» τρόπο ανάπτυξης των κοινωνικών δυνάμεων είναι κενή νοήματος, στον βαθμό που αποδεχόμαστε ότι η κοινωνική εξέλιξη αποτελεί το παράγωγο ενός συνδυασμού από εξίσου σημαντικούς αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες και όχι το ντετερμινιστικό αποτέλεσμα της δράσης αποκλειστικά «αντικειμενικών» παραγόντων που επιδρούν π.χ. στο πεδίο της οικονομίας. Ανάμεσα σε αυτούς τους παράγοντες είναι και η δημιουργική δράση του κοινωνικού ατόμου, η αυτοστοχαστική δραστηριότητα των κοινωνικών υποκειμένων.
Επιπλέον, ενώ επέδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία κι αυξημένα αντιεξουσιαστικά αντανακλαστικά στο ζήτημα της διατήρησης της πολιτικής ελευθερίας, οι αναρχικοί διεκδίκησαν ενεργητικά με κάθε διαθέσιμο μέσο την κατοχύρωση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, διαδικασία που είχε τεθεί σε κίνηση πλειοψηφικά από την βάση των αναρχικών συνδικάτων. Ο Σούχυ ερμηνεύει αυτήν την εξέλιξη ως την εφαρμογή της αρχής της δημοκρατίας στο εργοστάσιο, στους αγρούς, στα γραφεία και στις υπηρεσίες. Ωστόσο, αν έτσι έχουν τα πράγματα, μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο που μια παρόμοια προσφυγή στην δημοκρατική αρχή ως προς τις πολιτικές δομές λαϊκής αυτοδιεύθυνσης που οφείλουν να δημιουργήσουν οι αναρχικοί, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια πιο «επιθετική» γραμμή απέναντι στα πολιτικά κόμματα. Η αρχή της εθελοντικής προσχώρησης που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ελευθεριακής στρατηγικής για την μετάβαση σε μια ακρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας είναι η επαρκής συνθήκη για την κατοχύρωση του δικαιώματος των ατόμων και των κοινοτήτων στον αυτοκαθορισμό, ωστόσο εγείρει εύλογα ερωτήματα αναφορικά με το αν μπορεί να οδηγήσει στην διαμόρφωση ενός ευνοϊκού για το πρόταγμα της αυτονομίας ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Με άλλα λόγια, έχοντας κατά νου την εμπειρία της επαναστατημένης Βαρκελώνης, είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς γύρω από τον τρόπο που μπορεί η αναρχική στρατηγική να φέρει σε πέρας την επαναστατική αλλαγή στην κοινωνία, αν αρνείται για λόγους αρχής να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την διαφύλαξη της επανάστασης απέναντι στις ετερόνομες πολιτικές δυνάμεις που την επιβουλεύονται. Σε αυτήν την υποτιθέμενη «ανεδαφικότητα» της ελευθεριακής μεταβατικής στρατηγικής συγκέντρωσαν τα πυρά τους κατά καιρούς οι εξουσιαστές μαρξιστές θεωρητικοί.
Για παράδειγμα, ο λόγος που επικαλέστηκε κατά κόρον η όψιμη προπαγανδιστική φιλολογία του σοβιετικού καθεστώτος προκειμένου να δικαιολογήσει την συντριβή των σοβιέτ και την υπαγωγή τους στην δικτατορία των μπολσεβίκων, ήταν ότι η επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ότι τα εργατικά συμβούλια που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των μενσεβίκων και των Κοινωνικών Επαναστατών θα λάμβαναν «αυθόρμητα» τις αποφάσεις και τα μέτρα που ήταν αναγκαία για να εδραιωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση και να μπουν τα θεμέλια ώστε να πραγματοποιηθεί το άλμα σε ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα. Υπό αυτή την έννοια, η διαμάχη με τους μαρξιστές γύρω από το ζήτημα της πολιτικής στρατηγικής για την μετάβαση στον σοσιαλισμό έχει στις μέρες μας περισσότερο από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αφού θίγει ζητήματα αποτελεσματικότητας και πολιτικού «ρεαλισμού» που είναι ζωτικής σημασίας για κάθε ριζοσπαστικό πρόταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Είναι ενδιαφέρον από αυτή την άποψη, να ξαναδούμε υπο το φως της ιστορικής διαμάχης με τους κρατιστές σοσιαλιστές, αν υπάρχει κάποια ανακολουθία στην λογική συνέπεια των αναρχικών ιδεών, ή ποιες είναι οι λύσεις που δόθηκαν από τους εξουσιαστές μαρξιστές θεωρητικούς σε αυτές τις υποτιθέμενες ανυπέρβλητες αντιφάσεις της ελευθεριακής πολιτικής θεωρίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι σε αυτήν την παραδοχή περί «αποτελεσματικότητας» βασίζουν οι κρατιστές τον ισχυρισμό της ανωτερότητας της θεωρίας τους, έναντι του «ουτοπικού» – με την κακή έννοια – προτάγματος των αναρχικών.[xxiv]
Πράγματι, παρόλο που ιστορικά τις περισσότερες φορές οι αναρχικοί βρέθηκαν να αποτελούν μια ευμεγέθη μειοψηφία μέσα στους κόλπους του απελευθερωτικού κινήματος, σπάνια αναπτύχθηκε από τους ελευθεριακούς θεωρητικούς ένας συστηματικός προβληματισμός γύρω από το ενδεχόμενο μιας εγγενούς ανακολουθίας στην λογική συνέπεια των αναρχικών ιδεών γύρω από την φύση και τον χαρακτήρα της κοινωνικής επανάστασης. Είναι σαφές ότι ο Μπακούνιν, ο Μαλατέστα, ο Λαντάουερ αναγνώριζαν ρητά το γεγονός ότι στην εποχή που έζησαν κι έδρασαν, οι αναρχικές ιδέες δεν είχαν κατακτήσει ηγεμονική θέση στο φαντασιακό των καταπιεσμένων τάξεων.[xxv] Ούτε έτρεφαν ιδεολογικές αυταπάτες σχετικά με την πολιτική και ηθική παρακμή στην οποία είχαν περιέλθει οι προλεταριακές μάζες κάτω από την αποκτηνωτική επήρεια του βάρβαρου ζυγού του καπιταλισμού.[xxvi] Σίγουρα, ένα πρόβλημα στρατηγικής ανακύπτει όταν μια μειοψηφική πολιτικοκοινωνική δύναμη επιζητά να κάνει μια δημοκρατική και γι’ αυτό εξορισμού πλειοψηφική ριζοσπαστική κοινωνική μεταρρύθμιση. Ποια είναι όμως η απάντηση που δίνουν οι μαρξιστές σε αυτό το ερώτημα; Παίρνοντας ως πρότυπο του τις πολιτειακές μορφές οργάνωσης της Κομμούνας των Παρισίων, ο Λένιν προτείνει ως λύση την θέσμιση της πιο απόλυτης και πλήρους δημοκρατίας για τους προλετάριους και την επιβολή της πιο αμείλικτης δικτατορίας για τις τάξεις των εκμεταλλευτών που διάκεινται εχθρικά προς την επανάσταση.[xxvii] Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς ότι ο Λένιν εκλαμβάνει τους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς που συστάθηκαν «από τα κάτω» κατά τη διάρκεια της Παρισινής εργατικής εξέγερσης σαν μια πρωτόλεια ιστορική ενσάρκωση του μαρξιστικού προλεταριακού κράτους.
Από μια άποψη, το κρίσιμο ερώτημα εδώ δεν είναι αν ο Λένιν συγχέει εσκεμμένα τον ορισμό του Κράτους με το ζήτημα της οργανωμένης επαναστατικής βίας που οφείλει να ασκήσει η τάξη των καταπιεσμένων για να επικρατήσει απέναντι στους αντιπάλους της. Το ερώτημα είναι αν η αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας πράγματι καθιστά αναπόφευκτη την ανασύσταση των μηχανισμών καταστολής του Κράτους και συνακόλουθα την ανασύσταση μιας μορφής Κράτους αυτής καθ’ εαυτής. Αν δηλαδή η απόπειρα καταστολής των προνομίων της κυρίαρχης μερίδας της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, συνιστά εξορισμού την ιδρυτική πράξη ενός νέου κρατικού μορφώματος υπό την διεύθυνση μιας νέας επαναστατικής ελίτ. Αναφορικά με την Κομμούνα που διαρκώς επικαλείται ο Λένιν για να τεκμηριώσει την θέση του περί της ιδεατής μορφής που πρέπει να πάρει η «ταξική δικτατορία» των εργατών, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η εργατική δημοκρατία των Κομμουνάρων ήταν μια πολιτική μορφή που στην ουσία της αποτέλεσε την ζωντανή αντίθεση της ετερόνομης εξουσίας που θεσμοποιεί τον διαχωρισμό της πολιτικής εξουσίας από την κοινωνία και τη διαχείριση της από μια προνομιούχα ελίτ. Κανείς αναρχικός δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η μαζική αντιβία στην υπηρεσία της υπόθεσης της κοινωνικής χειραφέτησης των λαϊκών στρωμάτων είναι κάτι το αξιόμεμπτο, διότι αν ήταν έτσι τα πράγματα, οι αναρχικοί δεν θα συγκαταλέγονταν πάντα ανάμεσα στα πιο δραστήρια κομμάτια των εξεγερμένων κοινωνικών υποκειμένων, ούτε θα υποστήριζαν με πάθος στα γραπτά και τις θεωρητικές πραγματείες τους την αναγκαιότητα για μια κοινωνική επανάσταση. Ίσα, ίσα που σε κάθε εξεγερτικό ξέσπασμα, οι αναρχικοί ήταν πάντα ανάμεσα στους πρώτους που απαίτησαν να εξοπλιστεί ο λαός προκειμένου να μπορέσει να αμυνθεί αποτελεσματικά απέναντι στις επιθέσεις των μηχανισμών καταστολής του Κράτους. Ωστόσο, ο στρατηγικός στόχος της πολιτικής δράσης τους δεν έπαψε ποτέ να είναι η συντριβή του Κράτους και όχι η αναστήλωση του.
Εδώ αναμφίβολα έχουμε να κάνουμε με δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς ορισμούς αναφορικά με το τι ακριβώς σημαίνει Κράτος. Από την μία, ο Λένιν ερμηνεύει το φαινόμενο της κρατικής εξουσίας από την σκοπιά του εποικοδομήματος και υποστηρίζει ότι το Κράτος υπάρχει εκεί όπου η βία μιας τάξης στρέφεται με τρόπο συστηματικό και οργανωμένο ενάντια στις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Από την άλλη, οι αναρχικοί δεν αντιλαμβάνονται το Κράτος μονοδιάστατα σαν όργανο οικονομικής καταπίεσης, αλλά και σαν έναν αυτόνομο εξουσιαστικό μηχανισμό με δικά του επενδυμένα προνόμια και συμφέροντα στην αναπαραγωγή του ιεραρχικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Το ταξικό μοντέλο κοινωνικής διαστρωμάτωσης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Κράτος και το Κράτος δεν μπορεί να διατηρήσει την εξουσία του χωρίς την αναπαραγωγή των ταξικών διαιρέσεων στο εσωτερικό της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Η οργανωμένη κρατική βία είναι από αυτήν την άποψη δευτερογενές χαρακτηριστικό της κρατικής μορφής που προκύπτει από την ανάγκη της υπεράσπισης των θεσμοποιημένων προνομίων του Κράτους επάνω στην κοινωνία. Έτσι, η λαϊκή αντιβία εξυπηρετεί ακριβώς την έμπρακτη αμφισβήτηση και τελικά την εξάλειψη αυτών των προνομίων και γι’ αυτό την κατάργηση και όχι τον «εκδημοκρατισμό» της κρατικής μορφής. Αν η κρατική μορφή υποβληθεί σε μια πραγματική διαδικασία εκδημοκρατισμού, με την έννοια του άμεσου ελέγχου των πολιτικών οργάνων από τους πολίτες, τότε θα πάψει να είναι Κράτος. Κι αυτό γιατί η πεμπτουσία της κρατικής εξουσίας συνίσταται στην δύναμη της επιβολής και η επιβολή συνεπάγεται εξορισμού έναν συντελεσμένο διαχωρισμό ανάμεσα σε ξεχωριστά υποκείμενα που είναι φορείς διαφορετικών θελήσεων. Ο ίδιος ο Λένιν άλλωστε παρόλο που καταφεύγει σε μια σειρά από ανεπανάληπτους νοητικούς ακροβατισμούς προκειμένου να περισώσει τον κρατικιστικό πυρήνα της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας, σχεδόν φτάνει στο σημείο να αποδεχτεί έμμεσα αυτήν την άποψη (και συνακόλουθα την βιωσιμότητα του ελευθεριακού προγράμματος), όταν γράφει ότι «ο λαός μπορεί να καταπνίξει τους εκμεταλλευτές ακόμη και με έναν πολύ απλό ‘μηχανισμό’, ή ακόμη και χωρίς να έχει στη διάθεση του κανέναν μηχανισμό, χωρίς κάποιο εξειδικευμένο γι’ αυτόν τον σκοπό όργανο, αλλά μέσα από την απλή οργάνωση του ένοπλων μαζών…».[xxviii]
Η οργανωμένη βία του Κράτους υπάρχει για να εγγυηθεί την διαρκή κατάσταση υποτέλειας των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων απέναντι στις ελίτ και τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που συναποτελούν το μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη, η λαϊκή αντιβία υπάρχει ακριβώς για τον αντίθετο σκοπό. Όχι δηλαδή για να διασφαλίσει ότι η σχέση αυτή θα αντιστραφεί και οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες απλώς θα ανταλλάξουν τους ρόλους του αφέντη και του δούλου μέσα στην ίδια εξουσιαστική συνθήκη, αλλά για να επιτύχει την κατάργηση της ίδιας της εξουσιαστικής συνθήκης. Το Κράτος λοιπόν ως όργανο καταπίεσης της μιας τάξης από μίαν άλλη καταλύεται διότι σε μια αυτόνομη κοινωνική ολότητα καταλύονται οι ίδιοι οι ταξικοί διαχωρισμοί με την έννοια της ανισοκατανομής της δύναμης σε όλα τα επίπεδα. Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εμμονή των μαρξιστών με την διατήρηση του Κράτους και την μεταμόρφωση του σε «προλεταριακό» δεν έχει να κάνει τόσο με την συντριβή των εχθρών της κοινωνικής επανάστασης, όσο με την κατοχύρωση της πρωτοκαθεδρίας της «προλεταριακής πρωτοπορίας», του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης, στο εσωτερικό της επαναστατικής ταξικής συμμαχίας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο μαρξισμός είναι από τη φύση του προορισμένος να απορρίψει το αμεσοδημοκρατικό, αντιεξουσιαστικό πρόταγμα για την πολιτική αυτοδιεύθυνση των καταπιεσμένων, αφού αντιλαμβάνεται την επανάσταση ως μια αυστηρή ακολουθία σταδίων, καθώς και σαν μια διαδικασία που θα οδηγήσει στην κυριαρχία μιας και μόνο τάξης έναντι ακόμη κι εκείνων των κοινωνικών ομάδων που συντάσσονται με τους εργάτες και παίρνουν μέρος στην επαναστατική συμμαχία.[xxix] Επιπλέον, η ίδια η επαναστατική εργατική τάξη στο εσωτερικό της οφείλει να είναι οργανωμένη σε ιεραρχικά πρότυπα. Ήταν σαφές για τους μπολσεβίκους ότι δεν μπορούσαν να πετύχουν τον πολιτικό στόχο της συγκέντρωσης των εξουσιών στα χέρια των επίσημων κομματικών οργάνων, χωρίς την παράλληλη εξουδετέρωση της ισχύος των ίδιων των εργατικών συμβουλίων στα οποία δεν μπορούσαν πάντα να έχουν μια εγγυημένη πλειοψηφία. Έτσι, το χτύπημα των σοβιέτ και η συντριβή τους κάτω από το βάρος της δικτατορικής «εργατικής» εξουσίας, αποτέλεσε ένα ορθολογικό όσο κι επιβεβλημένο μέτρο σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μια αναρχική αντίληψη για την Κοινωνική Πάλη
Από αυτήν την άποψη, και μάλλον παραδόξως, η ανάδειξη του «προλεταριακού κράτους» σε βασικό επαναστατικό όργανο κοινωνικής χειραφέτησης από τους μαρξιστές θεωρητικούς, στρέφεται πιο πολύ ενάντια στους ταξικούς συμμάχους του εξεγερμένου βιομηχανικού προλεταριάτου, και λιγότερο ενάντια σε εκείνες τις τάξεις που είναι εξορισμού αντίθετες προς την κοινωνική επανάσταση. Η πεποίθηση ότι η βιομηχανική εργατική τάξη είναι το μόνο γνήσιο επαναστατικό υποκείμενο και ότι από την πολιτική δράση της θα κριθούν σε τελική ανάλυση οι τύχες της παγκόσμιας επανάστασης, οδηγεί αναπόδραστα στην λογική της κατάληψης και αναδιοργάνωσης της κρατικής εξουσίας με απώτερο σκοπό την δημιουργία συνθηκών για την επιβολή της βούλησης των επίσημων πολιτικών οργάνων των εργατών πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. Η απαιτούμενη ενότητα του επαναστατικού στρατοπέδου, η συμφωνία πάνω στα προγραμματικά μέτρα που θα κληθεί να υλοποιήσει η επανάσταση και η ενιαία στάση απέναντι στις δυνάμεις της ετερονομίας, δεν θα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης συμφωνίας, της επικράτησης ομοειδών αντιλήψεων σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης και του αποτελεσματικού συντονισμού ανάμεσα στα εξεγερμένα κοινωνικά υποκείμενα, αλλά θα προέλθουν από την συγκεντρωτική διεύθυνση του επαναστατικού αγώνα μέσα από ένα ιεραρχικά ανώτερο πολιτικό όργανο.
Από την άλλη, η αναρχική αντίληψη για την Κοινωνική Πάλη έχει στο επίκεντρο της την αδιαπραγμάτευτη ελευθεριακή αρχή σύμφωνα με την οποία ο συνασπισμός των κοινωνικών δυνάμεων που θα αποτελέσει το απελευθερωτικό υποκείμενο μπορεί μόνο να έχει σαν στρατηγικό στόχο την κατάλυση των θεσμισμένων ετερόνομων δομών που συμπυκνώνονται στην μορφή του Κράτους, αν θέλει να μπορέσει να κάνει πράξη τις βασικές πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές παραμέτρους στο κοινωνικό πεδίο που εμπεριέχονται σε μια αυτόνομη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Και μιας και η στρατηγική αυτή επικεντρώνεται στην απόρριψη της αρχής της εξουσίας, συνεπάγεται ότι η εναλλακτική κοινωνική τάξη που πρεσβεύει θα θεμελιωθεί στην αρχή της αμοιβαίας συνεργασίας ανάμεσα σε ισότιμα μέρη. Έτσι, επανερχόμαστε στην γενική προυντονιανή σύλληψη περί μιας αδιαφοροποίητης τάξης των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων που θα βαδίσουν μαζί και από κοινού προς την κοινωνική απελευθέρωση, αντί της ελιτίστικης αντίληψης μιας ηγεμονικής εργατικής τάξης που θα αναλάβει ρόλο καθοδηγητή απέναντι στις λοιπές κοινωνικές ομάδες.[xxx] Σε κάθε άλλη περίπτωση, η επανάσταση δεν θα είναι ένα χειραφετικό γεγονός, αλλά όπως έγραφε ο Ένγκελς, «το πιο εξουσιαστικό γεγονός που μπορεί να υπάρξει»[xxxi], μια απλή εναλλαγή στην εξουσία των κοινωνικών τάξεων, η βίαιη αντικατάσταση μιας άρχουσας ελίτ από μιαν άλλη. Ούτε βέβαια μπορεί να είναι εφικτός ένας ισότιμος πολιτικός συνεταιρισμός ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που αποβλέπουν στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Διότι ο ίδιος ο στόχος της επιβολής μιας ταξικής κυριαρχίας με πολιτικούς όρους θα δημιουργήσει εκ νέου ανταγωνιστικά συμφέροντα, δομές ετεροκαθορισμού και σχέσεις ανισοκατανομής της δύναμης ανάμεσα στα εξεγερμένα υποκείμενα, στον βαθμό που πλησιάζει η στιγμή της τελικής νίκης της επανάστασης. Τουναντίον, η ελευθεριακή μέθοδος συγκρότησης του απελευθερωτικού υποκειμένου προϋποθέτει την ολοκληρωτική αποκέντρωση της εξουσίας μέσω της απαλλοτρίωσης των αρμοδιοτήτων του Κράτους από συνομοσπονδίες λαϊκών συνελεύσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για την αυτοδιεύθυνση του προλεταριάτου σε μαζική κοινωνική κλίμακα.
Γίνεται αντιληπτό ότι το επαναστατικό αυτό πρόταγμα θα διαθέτει εξορισμού πλειοψηφικό χαρακτήρα, διότι σε μια ετερόνομη και ιεραρχικά δομημένη κοινωνική ολότητα μια προνομιούχος μειοψηφία είναι που καταπιέζει την πλειοψηφία και όχι το αντίθετο. Αντίθετα, στην αυτόνομη κοινωνία το σύνολο των κοινωνικών ατόμων είναι σε θέση να διαμορφώσουν τις συνθήκες της υπόστασης τους και το περιεχόμενο της δραστηριότητας τους χωρίς να υπόκεινται σε εξωτερικό καταναγκασμό. Θεωρούμε ότι έχοντας διατυπώσει τούτη την αρχή, αρχίζουμε σιγά, σιγά να προσεγγίζουμε την αναρχική ερμηνεία της έννοιας της «ταξικής δικτατορίας» των καταπιεσμένων. Η ανατροπή του ετερόνομου θεσμικού πλαισίου που κρατάει την μεγάλη μάζα των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας σε συνθήκες απόλυτης εξάρτησης και υποτέλειας απέναντι στις ελίτ, συνεπάγεται την ενδυνάμωση των μη-προνομιούχων, με την έννοια της ισότιμης και άμεσης πρόσβασης τους στις θεσμισμένες πηγές εναλλακτικής εξουσίας. Έτσι, ο μοναδικός τρόπος προκειμένου οι υποτελείς ομάδες να ανακτήσουν την δύναμη που τους λείπει έτσι ώστε να είναι σε θέση θεσμικά να καθορίζουν τους γενικούς και ειδικούς όρους της κοινωνικής ύπαρξης τους, είναι η εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών θεσμών σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής όπου η συλλογική λήψη αποφάσεων είναι δυνατή, παράλληλα με την καθιέρωση δομών ισομερούς κατανομής της οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Υπό αυτή την έννοια, το ελευθεριακό επαναστατικό πρόγραμμα για την προλεταριακή αυτοδιεύθυνση θεσμίζει δομές αυτοκυβέρνησης που δεν ετεροκαθορίζουν εξορισμού κάποια τμήματα της κοινωνίας, πέρα από εκείνες τις ομάδες που συνειδητά τις απορρίπτουν και δεν προτίθενται να συμμετάσχουν σε αυτές. Για του λόγου το αληθές, ο Σούχυ αναφέρει ότι στην Στρατιωτική Αντιφασιστική Επιτροπή της Βαρκελώνης συμμετείχαν όλα τα πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις που είχαν πάρει ενεργό μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις με τους φασίστες πραξικοπηματίες.[xxxii]Στις κολλεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις επιτράπηκε σε όσα πρώην αφεντικά και εξειδικευμένα στελέχη εκδήλωσαν την επιθυμία, να καταλάβουν κάποιες θέσεις στο νέο αυτοδιαχειριζόμενο σύστημα παραγωγής σε αντιστοιχία με τις γνώσεις και τις ικανότητες που είχε ο καθένας από αυτούς. Τέλος, στην ύπαιθρο η προσχώρηση στις αγροτικές κομμούνες έγινε δια της πειθούς και εθελοντικά ακόμη και από εκείνους που στην αρχή ήταν από επιφυλακτικοί ως ανοικτά εχθρικοί απέναντι στην προοπτική της αγροτικής κοινοκτημοσύνης.[xxxiii] Αντίθετα, εκεί όπου δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, με την έννοια ενός πλειοψηφικού ελευθεριακού κινήματος, όπως για παράδειγμα στην πόλη Μπαρμπάστρο της επαρχίας Χουέσκα, ο κολλεκτιβισμός δεν εφαρμόστηκε εθελοντικά από την κοινότητα και ως εκ τούτου δεν εφαρμόστηκε καθόλου σε μαζική κοινωνική κλίμακα.[xxxiv] Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί βάσιμα ότι οι αυτόνομοι θεσμοί έχουν την «πολυτέλεια» να παραχωρήσουν στους εχθρούς τους «μια θέση στο τραπέζι», εφόσον η πλειοψηφική κοινωνική δύναμη που θα υποστηρίξει και θα συμβάλλει στην διάδοση και αναπαραγωγή του αυτόνομου κοινωνικού παραδείγματος είναι ήδη μια ζώσα πραγματικότητα και συνεπώς οι αμεσοδημοκρατικοί συλλογικοί θεσμοί μπορούν να εξασφαλίσουν την αυτοάμυνα τους μέσα από την κανονική λειτουργία τους. Από αυτή την άποψη, η ταξική δικτατορία είναι κάτι άλλο από μια δικτατορία με την κρατικιστική, δηλαδή την αστική-πολιτική έννοια. Είναι η εξάλειψη των ιεραρχικών δομών και σχέσεων στις οποίες οι κυρίαρχες ταξικές ομαδοποιήσεις χρωστούν τα προνόμια τους και η διαμόρφωση συνθηκών ισομερούς κατανομής της εξουσίας που θα επιτρέψουν στις κατώτερες τάξεις για πρώτη φορά να διαμορφώσουν οι ίδιες μέσω της δημιουργικής συλλογικής σκέψης και πράξης, τους υλικούς και μη όρους της κοινωνικής ύπαρξης τους.
Από την άλλη, ενώ η συνύπαρξη της βάσης της CNT με την σοσιαλιστική UGT και το τροτσκιστικό POUM στα υπό εργατικό έλεγχο όργανα αυτοδιαχείρισης της παραγωγής δεν ανέδειξε εντάσεις ή ιδιαίτερα προβλήματα και μπορεί να πει κανείς ότι ήταν αρμονική για όσο καιρό διαρκούσε η διαδικασία της κοινωνικοποίησης σε διάφορους κλάδους της οικονομίας, στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής η ανοχή που επέδειξαν οι αναρχικοί στα εξουσιαστικά κόμματα (Σοσιαλιστές, ΚΚ Ισπανίας, Καταλανοί εθνικιστές, κλπ.) απέβη καταστροφική και τελικά κατέληξε στην ακύρωση με κρατικά διατάγματα της ίδιας της κολλεκτιβοποίησης. Τίθεται λοιπόν ένα ζήτημα ως προς τα μέτρα που θα ήταν υποχρεωμένο να πάρει ένα μαζικό ελευθεριακό πολιτικό κίνημα την επαύριον μιας επιτυχημένης παλλαϊκής εξέγερσης προκειμένου να προστατέψει την εξουσία των λαϊκών συνελεύσεων από τις υπονομευτικές τακτικές και την διαβρωτική ιδεολογική επιρροή των ιεραρχικά οργανωμένων κομματικών σχηματισμών. Για παράδειγμα, πώς θα σταματήσουμε τους οργανωμένους κομματικούς στρατούς από το να προσέρχονται συντεταγμένα στις ανοικτές λαϊκές συνελεύσεις με μόνη αποστολή τους να εκτρέψουν τον αντισυστημικό ιδεολογικό προσανατολισμό της συνέλευσης και να καταψηφίσουν τα πολιτικά και οικονομικά προγραμματικά μέτρα που είναι αναγκαία για την οικοδόμηση της ακρατικής ελευθεριακής κοινωνίας;
Άποψη μας είναι ότι η αυτονομία μέσα σε μια ετερόνομη κοινωνική ολότητα μπορεί να υπάρχει μόνο ως ρήξη με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και συνακόλουθα ως διάνοιξη μιας προοπτικής απελευθέρωσης, μιας υπολανθάνουσας δυνατότητας για κοινωνική χειραφέτηση. Αυτό εμείς θεωρούμε πως αποτελεί ένα από τα προνομιακά πεδία για την ανάπτυξη πολιτικής δράσης εκ μέρους ενός μαζικού ελευθεριακού κινήματος. Έτσι, ως ελευθεριακοί / αναρχικοί θα πρέπει να στηρίζουμε κάθε συλλογικό όργανο που συγκροτείται έξω από τους μηχανισμούς ελέγχου της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας σε όλες τις σφαίρες της οργανωμένης κοινωνικής δραστηριότητας (πολιτική, οικονομία, συνδικαλισμός, εκπαίδευση, καλλιτεχνική παραγωγή, τοπικά κινήματα, κλπ.). Θα πρέπει να μετέχουμε όσο πιο μαζικά και οργανωμένα στις εργασίες και τις δραστηριότητες τους, να επιδεικνύουμε έμπρακτη αλληλεγγύη στους αγώνες τους με όσα μέσα διαθέτουμε και παράλληλα να εργαζόμαστε πολιτικά για την ευρύτερη κοινωνικοποίηση των ιδεών μας και την αναβάθμιση των αντιιεραρχικών συλλογικών οργάνων σε κινηματικούς θεσμούς πάλης για συστημική αλλαγή. Δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει το γεγονός ότι μέσα σε αυτά τα νέα όργανα μπορεί να επικρατεί ένας συσχετισμός δυνάμεων αρνητικός ως προς τις ιδέες και τις αξίες που συνθέτουν το υπόβαθρο του κοινωνικού παραδείγματος της αυτονομίας. Ούτε θα πρέπει να απογοητευόμαστε αν αυτά τα ανεξάρτητα όργανα βάσης δείχνουν να επιδιώκουν σε πρώτη φάση την εκπλήρωση αιτημάτων με καθαρά ρεφορμιστικό περιεχόμενο. Η βασική μας μέριμνα από την σκοπιά μιας αντισυστημικής πολιτικής στρατηγικής θα πρέπει να επικεντρώνεται σε μια προσπάθεια να αποδείξουμε στους ανθρώπους που μετέχουν σε αυτά ότι ο λόγος εξαιτίας του οποίου υποχρεώθηκαν να σχηματίσουν αυτά τα αμεσοδημοκρατικά σώματα προκειμένου να υπερασπιστούν από κοινού τα συλλογικά συμφέροντα, τις αμοιβαίες επιδιώξεις και την συλλογική υπόσταση τους που βρίσκεται υπο διωγμό, έγκειται στην εγγενή τάση των βασικών ετερόνομων θεσμών του συστήματος για περαιτέρω συγκέντρωση της δύναμης σε όλα τα επίπεδα. Ότι αυτή η πορεία προς ένα εντεινόμενα αυταρχικό μοντέλο καπιταλιστικής διακυβέρνησης είναι μη-αναστρέψιμη και δεν επιδέχεται διαμεσολάβησης, συνδιαλλαγής ή μεταρρύθμισης μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τέλος, ότι τα σώματα αυτά θα πρέπει να μετατραπούν σε όργανα αυτοθέσμισης της κοινωνίας μέσω της συνένωσης τους σε συνομοσπονδίες έτσι ώστε να συγκροτήσουν το θεσμικό περίγραμμα μιας αποκεντρωμένης αυτόνομης κοινότητας εξεγερμένων.
Παράλληλα με αυτήν την απόπειρα ανάπτυξης σταθερών δεσμών ανάμεσα στο ελευθεριακό κίνημα και τα μαχόμενα κομμάτια της κοινωνίας, οι αναρχικοί θα πρέπει να οικοδομήσουν στιβαρές πολιτικές δομές με εσωτερική οργανωτική συνοχή και αυξημένη αντισυστημική συνειδητοποίηση προκειμένου η διαδικασία αλληλεπίδρασης τους με τα ετερόνομα (προς το παρόν) προλεταριακά στρώματα να μην καταλήξει σε μια αλλοίωση των πολιτικών αρχών, των χαρακτηριστικών και του αντισυστημικού προσανατολισμού του ελευθεριακού προτάγματος, αλλά στην κοινωνικοποίηση και διάχυση της ελευθεριακής πολιτικής κουλτούρας σε ευρύτερες κατηγορίες του εργαζόμενου πληθυσμού. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν «η νεολαία με τα ‘άγρια’ κοινωνικά χαρακτηριστικά που αποτελεί τον περίγυρο των αναρχικών δεν μπολιάστηκε απ’ αυτούς. Στην πραγματικότητα, έγινε το αντίθετο. Αντί να πολιτικοποιήσουν οι αναρχικοί την ‘άγρια’ νεολαία… ‘αγριοποίησε’ η ‘άγρια’ νεολαία τους αναρχικούς!».[xxxv]
[i] G. Plechanoff, Anarchism and Socialism (C.H. Kerr & Company), σελ.109.
[ii] Βλέπε τα σχόλια του Μπακούνιν για την ανερχόμενη δύναμη της Πρωσίας που υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το έργο Κρατισμός και Αναρχία (Ελεύθερος Τύπος).
[iii]
Για μια χρήσιμη (αν και μάλλον υπεραισιόδοξη) σύνοψη της πολιτισμικής
ηγεμονίας του στοιχείου της αυτοοργάνωσης μέσα στον τρέχοντα κύκλο
πολιτικών αγώνων για την αυτονομία σε οικουμενικό επίπεδο, βλέπε το
άρθρο, J. Roos, Autonomy: an idea whose time has come, http://roarmag.org/2013/06/autonomy-revolution-movements-democracy-capitalism/.
[iv]
Εξάλλου, είναι ευρέως γνωστό ότι το τέχνασμα που χρησιμοποίησε η
κεντροαριστερή κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ προκειμένου να τεκμηριώσει
την αμφίβολη διασύνδεση ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομική «ανάπτυξη»
και την υποτιθέμενη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων
της Βραζιλίας, ήταν η μείωση του επίσημου εισοδηματικού μεγέθους βάσει
του οποίου κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού κατατάσσονται στατιστικά ότι
διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη, όλα δείχνουν πως
ένα ακόμη από τα «οικονομικά θαύματα» του παγκοσμιοποιημένου
καπιταλισμού, η ισλαμιστική Τουρκία, βαδίζει με γεωμετρική πρόοδο προς
ένα άσχημο όσο κι εκρηκτικό τέλος. Πράγμα που για μια ακόμη φορά θα
κάνει θρύψαλα την ψευδαίσθηση ότι η κατάκτηση ενός υψηλού και σταθερού
επιπέδου οικονομικής ευμάρειας είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο εφικτή μέσα
στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στο Α. Αμπατζή, Σκάει η «φούσκα» στα χέρια του Ερντογάν, http://www.enet.gr/?i=news.el.kosmos&id=413053.
[v] Στο Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, 10 χρόνια μετά (Ελεύθερος Τύπος), σσ. 76-113.
[vi] Οικονομική Δημοκρατία¸ Περιεκτική Δημοκρατία , Τεύχος 2 (Ιούνιος 2001), http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is2/issue_2_id_1.pdf.
[vii] Στο ίδιο, σελ. 2.
[viii]
Έγραφε ο Μπακούνιν για την αστική τάξη, «Η τόσο πολυάνθρωπη και τόσο
αξιοσέβαστη αυτή τάξη δε θα επιθυμούσε τίποτα περισσότερο από το να
δώσει στον εαυτό της το δικαίωμα, ή μάλλον το προνόμιο, της πιο πλήρους
αναρχίας. Ολόκληρη η κοινωνική της οικονομία, η πραγματική βάση της
πολιτικής της ύπαρξης, δεν έχει όπως ξέρουμε νόμο άλλον από την αναρχία,
που διατυπώνεται με τα παρακάτω κόγια που έχουν γίνει περίφημα:
‘Laissez faire et laissez passer’. Αγαπά, όμως, την αναρχία αυτή μόνο
για τον εαυτό της και υπο τον όρο ότι οι μάζες, ‘που παραείναι αμαθείς
για να την χαρούν δίχως να της κάνουν κατάχρηση’, θα μένουν υποταγμένες
στην πιο στυγνή πειθαρχία του κράτους». Στο M. Bakunin, Θεός και Κράτος (Κατσάνος),
σελ. 76. Είναι χαρακτηριστικό της ανυποληψίας στην οποία έχουν
περιπέσει οι δεισιδαιμονίες περί αποτελεσματικότητας της κρατικής
παρεμβολής στην γενικότερη οργάνωση της κοινωνικής ζωής, ότι στην εποχή
μας, το Κράτος βάλλεται πανταχόθεν, τόσο από την ακροδεξιά
νεοφιλελεύθερη πτέρυγα της υπερεθνικής ελίτ, όσο κι από τις
αντισυστημικές δυνάμεις που ταυτίζονται με το διεθνές ελευθεριακό
κίνημα.
[ix] E. G. Spencer, Rules of the Ruhr: Leadership and Authority in German Big Business Before 1914, Business History Review: 53 (Spring 1979), σελ. 40-64.
[x] P. Kropotkin, Η Αναρχική Οργάνωση της Κοινωνίας (Κατσάνος), σελ. 62.
[xi]
Από αυτή την άποψη, μέχρι κι ένα διακεκριμένο μέλος της υπερεθνικής
ελίτ όπως ο μεγιστάνας του πλούτου Τζώρτζ Σόρος, μπορεί να εμφανίζεται
ως «προοδευτικός» μόνο και μόνο επειδή λέει το αυτονόητο από την σκοπιά
της τάξης στην οποία ανήκει. Ότι δηλαδή η απόλυτη δικτατορία των αγορών
χωρίς τον παραμικρό ρυθμιστικό έλεγχο από την μεριά των κυβερνήσεων
μπορεί τελικά να αποδειχτεί αντιπαραγωγική για το ίδιο το σύστημα, μιας
και δεν συμφέρει τον διεθνοποιημένο καπιταλισμό να εκμεταλλευτεί το
εργατικό δυναμικό που έχει στην διάθεση του μέχρι το σημείο της φυσικής
εξόντωσης του, ούτε μπορεί χωρίς ρυθμιστικά μέτρα εύρυθμης λειτουργίας
του συστήματος να αποτραπούν στο μέλλον φαινόμενα όπως η έκρηξη της
χρηματοπιστωτικής φούσκας του 2008 που έβαλε σε κίνδυνο την αναπαραγωγή
ολόκληρου του συστήματος.
[xii]
Για παράδειγμα, το καθεστώς του επισφαλούς εργαζόμενου από την φύση του
διέπεται από μια ανομοιομορφία στους όρους και τις συνθήκες της
εκμετάλλευσης της εργασίας και γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να παραμείνει
«αόρατο» για την κρατική γραφειοκρατία που μπορεί να αντιληφθεί την
κοινωνία μόνο μέσω ομαδοποιήσεων με σταθερά κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Έτσι, καθίσταται ανέφικτη η ένταξη των επισφαλώς εργαζόμενων σε μια
ενιαία κατηγορία, π.χ. για τους αποδέκτες ενός κοινωνικού βοηθήματος.
Από την άλλη, ο πολλαπλασιασμός των ανέργων που είναι το αναπόφευκτο
αποτέλεσμα μιας νεοφιλελεύθερης «αναπτυξιακής» πολιτικής «απελευθέρωσης»
των ποσοστώσεων για τις απολύσεις σε όλους τους επαγγελματικούς
κλάδους, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτήσει την υπονόμευση της ικανότητας
του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που έχει απέναντι στους
άνεργους ως κοινωνική ομάδα, αφού η αύξηση του αριθμού των δικαιούχων
για το επίδομα ανεργίας, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην μείωση
του ποσού του επιδόματος, καθώς και στην σκλήρυνση των κριτηρίων για την
καταβολή του. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι παραπάνω κοινωνικές ομάδες, μένουν
δομικά εκτός της πρόνοιας του συστήματος, ακόμη κι όταν τυπικά ανήκουν
σε αυτήν.
[xiii]
«Η απόσυρση του κράτους από τα ‘καθήκοντα’ της κοινωνικής πρόνοιας,
προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε βαθμό που να μην προσφέρει
τίποτα πλέον στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, υποδεικνύει τον δρόμο όπου
πρέπει να βαδίσει το επαναστατικό κίνημα, εκδηλώνοντας τι μπορεί και
πρέπει να αντικατασταθεί από τις δομές του. Η διεύρυνση του ελλείμματος
στην παιδεία, την υγεία και τα δημόσια αγαθά εν γένει, δημιουργεί τις
προϋποθέσεις άρνησης της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου με
καθετοποιημένους όρους, υλοποιώντας το πρώτο βήμα της κοινωνικής
αυτοάμυνας, ενόσω πυροδοτεί τη δημιουργική και κοινωνική δράση της
βάσης. Η τελευταία, οφείλει να αναλάβει την πολιτική και κοινωνική
ευθύνη για την ανατροπή των υφιστάμενων όρων διαβίωσης». Στο Α.
Τσιούμας, Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος, Κοινωνικός Αναρχισμός, Τεύχος 1 (Κουρσάλ), σελ. 8.
[xiv]
Έχοντας βέβαια επίγνωση του γεγονότος ότι το ελευθεριακό κίνημα δεν
μπορεί, ούτε θέλει να υπολογίζει σε κρατικές επιχορηγήσεις από
εξωτερικούς «προστάτες», όπως είναι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν, για
να δημιουργήσει τους θεσμούς που έχουν ανάγκη τα λαϊκά στρώματα. Γι’
αυτό, άποψη μας είναι ότι η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στους τρόπους με
τους οποίους Χαμάς και Χεζμπολά μπόρεσαν να αναπτύξουν πόρους αυτοτελούς
χρηματοδότησης των δομών που έχουν δημιουργήσει.
[xv]
Όπως γράφει ο Andre Prudhommeaux, «Δεν σκεφτόμαστε να αμφισβητήσουμε
την γενική επιθυμία των ανθρώπων για την αποκατάσταση της ανθρώπινης
εργασίας, την ιδιαίτερη επιθυμία του καθένα από αυτούς για τον ρόλο του
δημιουργού, για την πατρότητα, ή, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για τη
μητρότητα του έργου. Αυτό που υποβάλλεται σε κριτική, είναι ο
θρησκευτικός τύπος αυτής της επιθυμίας, το μυστικιστικό πέπλο που την
αποκρύπτει κάτω από τις κατηγορίες της ιστορικής αναγκαιότητας και του
απόλυτου καθήκοντος». Στο A. Prudhommeaux , Σπάρτακος (Διεθνής Βιβλιοθήκη), σελ.154.
[xvi]
«Η πρόοδος της βιομηχανίας, άβουλος και παθητικός φορέας της οποίας
είναι η αστική τάξη, βάζει στη θέση της απομόνωσης των εργατών, όπως
αυτή απορρέει από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, την επαναστατική τους
συνένωση μέσα από την οργάνωση». Στο K. Marx & F. Engels, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Το Βήμα), σελ. 35.
[xvii]
«Το λούμπεν προλεταριάτο (…) είναι ο χειρότερος από όλους τους
ενδεχόμενους συμμάχους. Είναι ένας συρφετός που εξαγοράζεται με την
μεγαλύτερη ευκολία και διακρίνεται για την απειθαρχία του (…) Αν οι
γάλλοι εργάτες σε κάθε επανάσταση (…) τουφέκισαν μερικούς (…), από την
ορθή αντίληψη ότι πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κρατήσουν σε απόσταση αυτή τη
συμμορία». Στο F. Engels, Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία (Σύγχρονη Εποχή), σσ. 24-5.
[xviii] Κείμενα και Ντοκουμέντα των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (Parabellum), σελ. 16.
[xix]
Εξού και η κουλτούρα του άκρατου ατομικισμού και ανταγωνισμού που
καλλιεργείται συστηματικά μεταξύ των εργαζόμενων στις μεγάλες
πολυεθνικές εταιρείες. Αυτή η επαίσχυντη κουλτούρα ξεκινάει από το
στάδιο των συνεντεύξεων για την πρόσληψη των υποψήφιων, τους οποίους οι
αξιολογητές υποβάλουν σε δοκιμασίες μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένοι
να επικρατήσουν πάνω στους άλλους υποψήφιους.
[xx]
Ο Τζ. Σαλιέρνο ήδη από το 1972 είχε τεκμηριώσει με βάση τα διαθέσιμα
εμπειρικά δεδομένα οτι, «Οι κατευθυντήριες γραμμές ανάπτυξης του
καπιταλιστικού συστήματος τείνουν να αυξήσουν κατά ιλιγγιώδη τρόπο το
ποσοστό του πληθυσμού που τίθενται στην άκρη, στο περιθώριο της
παραγωγικής διαδικασίας (…). Με άλλα λόγια, η υπανάπτυξη, η φτώχεια, η
υποαπασχόληση δεν είναι ‘εκφυλιστικά’ φαινόμενα του συστήματος, τα οποία
αυτό μπορεί να επιλύσει στα πλαίσια του (…) αλλά παράγοντες σε άμεση,
φυσική, σχέση με την καπιταλιστική δομή και σε κάθε παραγωγική αύξηση
αυτής, αντιστοιχεί μια ποσοτική αύξηση μη παραγωγικού πληθυσμού…». Στο Κείμενα και Ντοκουμέντα των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων, σελ. 31.
[xxi]
«Τέλος, ο Μαρξ έβλεπε στην εργατική τάξη της μεγάλης βιομηχανίας το
μοναδικό αληθινό επαναστατικό υποκείμενο που μπορούσε να ανατρέψει την
καπιταλιστική κοινωνία, ενώ οι προυντονιανοί αναφέρονταν αδιαφοροποίητα
σ’ όλες τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, από τους χωρικούς ως τους εργάτες,
από τη μικροαστική τάξη ως το λούμπεν προλεταριάτο». Στο N. Berti, Μαρξισμός και Αναρχισμός στην Πρώτη Διεθνή, Κοινωνικός Αναρχισμός, Τεύχος 1 (Κουρσάλ), σελ. 109.
[xxii]
«Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι ταξικές δομές δεν πρέπει να
ερμηνεύονται απλά ως υποπροϊόντα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής
(όπως συμβαίνει στο μαρξισμό που περιορίζεται στην εξέταση των σχέσεων
δύναμης που αναδύονται στη σφαίρα της οικονομίας), αλλά κι ως αποτέλεσμα
της άνισης κατανομής δύναμης στον πολιτικό, τον πολιτιστικό και τον
ευρύτερο κοινωνικό τομέα, στους οποίους οι ταξικές αντιθέσεις ανακύπτουν
ως αποτέλεσμα της διαφορετικής δυνατότητας που έχει η κάθε κοινωνική
ομάδα για να διαμορφώσει το γενικό πλαίσιο και την ανάπτυξη των
αντίστοιχων πεδίων». Στο Οι ταξικές αντιθέσεις στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, http://antisystemic.wordpress.com/2012/12/03/%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%BB%CE%B5/.
[xxiii] Στο A. Souchy, Κολλεκτιβισμός και Αυτοδιαχείριση στην Ισπανία (Ελεύθερος Τύπος), σελ.13.
[xxiv]
«Ταυτόχρονα, η απόφαση των επαναστατών σε άλλες χώρες να υιοθετήσουν
τον μπολσεβίκικο πρότυπο οργάνωσης, να υπαχθούν σε μια μπολσεβίκικη
Διεθνή (δηλαδή εντέλει στο ΚΚΣΕ και στον Στάλιν) δεν οφειλόταν μόνο στον
φυσιολογικό ενθουσιασμό, αλλά επίσης στην εμφανή αποτυχία όλων των
εναλλακτικών μορφών οργάνωσης, στρατηγικής και τακτικής. Η
σοσιαλδημοκρατία και ο αναρχοσυνδικαλισμός είχαν αποτύχει, ενώ ο Λένιν
είχε πετύχει. Φαινόταν συνετό να ακολουθήσουν τη συνταγή της επιτυχίας».
Στο E. Hobsbawm, Επαναστάτες (Θεμέλιο), σελ. 13.
[xxv]
«Επίσης οι αναρχικοί δεν ισχυρίζονται καν, ότι η πλειοψηφία των
καταπιεσμένων προλετάριων αισθάνονται σήμερα την κατάσταση που
βρίσκονται, καθώς και την αδικία που τους γίνεται. Και για πολλούς από
μας δεν είναι ίσως σωστό να πούμε,, ότι τα κίνητρα μας είναι ο οίκτος
και η αγάπη. Για μενα τουλάχιστον πριν απ’ όλα τα κίνητρα είναι η αηδία
για την ανθρωπότητα που με περιβάλλει και η οργή για το βόλεμα των
προνομιούχων, οι οποίοι αντέχουν να βλέπουν την ευτυχία τους να
βασίζεται σε συντρίμμια δυστυχισμένων υπάρξεων και ατροφημένων
πλασμάτων. Και είναι επίσης όχι μικρότερη η οργή για τον ξεπεσμό των
καταπιεσμένων, οι οποίοι, ενώ όταν βγήκαν από την κοιλιά της μάνας τους
έμοιαζαν μ’ εκείνους που υπερείχαν όπως τα αυγά μεταξύ τους, στο τέλος
της άθλιας ζωής τους απέκτησαν με την επίπονη εργασία τους μόνο τόσα
λίγα, ώστε να μπορούν να θάψουν αξιοπρεπώς μονάχα λίγα κόκαλα, αφήνοντας
τα ως λείψανα του ακαταπόνητου αγώνα τους για ζωή». Στο G. Landauer, Το μήνυμα του Τιτανικού (Εκδόσεις Τροπή), σσ. 47-8.
[xxvi]
«Ποια είναι τα αίτια της απελπιστικής βραδύτητας που μοιάζει τόσο πολύ
με στασιμότητα και που συνιστά, κατά την γνώμη μου, την πιο μεγάλη
δυστυχία για την ανθρωπότητα; Ένα από τα πιο σπουδαία είναι αναμφίβολα η
αμάθεια των μαζών. Αφού όλες οι κυβερνήσεις και οι προνομιούχες τάξεις –
που κρίνουν σκόπιμο να τις κρατήσουν για όσο καιρό γίνεται μες στην
αμάθεια και τη θρησκευτική πίστη, τρία ουσιαστικά που εκφράζουν πάνω,
κάτω το ίδιο πράγμα – φροντίζουν στοργικά να μην παρέχεται στις μάζες
γενικά και συστηματικά καμία επιστημονική εκπαίδευση, οι μάζες αγνοούν
τόσο την ύπαρξη όσο και τη χρήση τούτου του οργάνου της πνευματικής
απελευθέρωσης που λέγεται κριτική και που δίχως αυτήν δεν μπορεί να
υπάρξει ολοκληρωμένη ηθική και κοινωνική επανάσταση. Οι μάζες που έχουν
κάθε συμφέρον να εξεγερθούν εναντίον της κατεστημένης τάξης πραγμάτων,
προσδένονται επιπλέον σ’ αυτήν μέσα από τη θρησκεία των πατεράδων τους –
τούτο το σωτήρα των προνομιούχων τάξεων». Στο M. Bakunin, Θεός και Κράτος (Κατσάνος), σελ. 109.
[xxvii] V.I. Lenin, State and Revolution (Martin Lawrence Ltd.), σελ. 29.
[xxviii] Ο.π., σελ.70.
[xxix]
«Από όσες τάξεις βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με τους αστούς, τάξη
πράγματι επαναστατική είναι μόνο το προλεταριάτο». K. Marx & F.
Engels, ο.π., σελ. 33.
[xxx] Στο N. Berti, ο.π., σσ. 105-126.
[xxxi] V.I. Lenin, ο.π., σελ. 49.
[xxxii] Α. Souchy, ο.π., σελ. 13.
[xxxiii] S. Dolgoff, Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη), σσ. 184-256 και A. Souchy, ο.π.
[xxxiv] Souchy, ο.π., σελ. 81.
[xxxv] Στο Γ. Εγίνογλου, Ορισμένα σχόλια πάνω στον ελληνικό αναρχικό χώρο, http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is5/issue_5_dialog.htm.