ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός (Κορνήλιος Καστοριάδης)

[Απομαγνητοφωνημένο κείμενο ομιλίας του Κορνήλιου Καστοριάδη, το 1989, στον Βόλο, με θέμα «Τα προβλήματα δημοκρατίας σήμερα»]

Θα ήθελα να σας μιλήσω για τα σημερινά προβλήματα της δημοκρατίας, λέω σημερινά προβλήματα της δημοκρατίας και όχι προβλήματα της σημερινής δημοκρατίας γιατί δημοκρατία σήμερα πραγματικά δεν υπάρχει πουθενά -υπάρχουν το πολύ φιλελεύθερες ολιγαρχίες σε ορισμένες χώρες, σχετικά προνομιούχες, προνομιούχες από πολλές απόψεις. Πρέπει να είμαστε τώρα πάνω από πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη, είναι ζήτημα αν υπάρχουν 500 ή 600 το πολύ 700 εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε χώρες όπου η πείνα δεν είναι καθημερινό πρόβλημα, όπου η καταδίωξη, η φυλάκιση,η ανελευθερία δεν είναι η καθημερινή πραγματικότητα. Αλλά και σε αυτές τις οικονομικά αναπτυγμένες και πολιτικά ας πούμε φιλελεύθερες χώρες η κατάσταση ενώ φαίνεται περίπου βιώσιμη είναι στην πραγματικότητα απελπιστική. Είναι απελπιστική γιατί ο καθένας δυστυχώς δεν κοιτάει πιο μακριά από την μύτη του, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα είναι τεράστια, είναι πρώτα-πρώτα το πρόβλημα που ανάφερα προηγουμένως ότι τα 6/7 εάν όχι τα 7/8 του κόσμου ζούνε σε ένα καθεστώς φτώχειας και τεράστιας καταπίεσης.
Είναι έπειτα το πρόβλημα το οικολογικό για το οποίο ο καθένας αδιαφορεί ή ενδιαφέρεται για μικρές του απόψεις, τι στιγμή που ζούμε πάνω σε μια μπαρουταποθήκη ή αν προτιμάτε μια άλλη παρομοίωση, πριονίζουμε συστηματικά, καθημερινά, το κλαδί επάνω στο οποίο είμαστε καθισμένοι. Αυτή την στιγμή που μιλάμε κατά πάσαν πιθανότητα πρέπει να υπάρχουν περί τις εκατό χιλιάδες εκτάρια τροπικών δασών στην Βραζιλία, τα οποία καίγονται και καίγονται συστηματικά για να δημιουργηθούν αγροτικές εκτάσεις, αλλά όχι μόνο στην Βραζιλία, σε όλη την τροπική ζώνη τα δάση καταστρέφονται. Στην Ευρώπη τα μαζί με την καταστροφή των δασών συμβαδίζει η καταστροφή βιολογικών ειδών κατά χιλιάδες και κατά δεκάδες χιλιάδες. Όπως το είχε πει ένας μεγάλος επιστήμων για τους ιστορικούς του μέλλοντος, η μεγαλύτερη τρέλλα της ανθρωπότητος στον εικοστό αιώνα δεν θα φανούν ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι πυρηνικές βόμβες, ούτε καν και αν γινόταν τρίτος παγκόσμιος πόλεμος πυρηνικός, για αυτή την περίοδο ήταν η καταστροφή του βιολογικού πλούτου της γης.
Σ’ αυτές τις προηγμένες και σχετικά φιλελεύθερες χώρες, τι γίνεται στην πραγματικότητα; Μιλάνε για δημοκρατία. Το καθεστώς είναι φυσικά ένα καθεστώς τελείως ολιγαρχικό. Φυσικά υπάρχουν οι φιλελεύθερες πλευρές αυτού του ολιγαρχικού καθεστώτος, υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα των ανθρώπων και των πολιτών, υπάρχει ένας λεγόμενος ελεύθερος τύπος, αλλά εάν κοιτάξει κανείς ποιοι πραγματικά κυβερνούν, ποιοι πραγματικά έχουν την εξουσία στα χέρια τους, θα αντιληφθεί ότι ούτε στις χειρότερες εποχές της λεγόμενης ρωμαϊκής δημοκρατίας -που δεν ήτανε ποτέ δημοκρατία, αλλά ολιγαρχία- το ποσοστό αυτών που έχουν δύναμη μέσα στην κοινωνία δεν ήτανε τόσο λίγο όσο είναι σήμερα.
Θα μιλήσω για παράδειγμα για την κατάσταση την γαλλική που την ξέρω κάπως καλύτερα. Ο ενήλικος και ψηφοφόρος πληθυσμός στην Γαλλία είναι περί τα 35-37 εκατομμύρια, εάν κανείς αθροίσει την λεγόμενη πολιτική ταξη, τους κυριάρχους της οικονομίας αυτούς που παίζουν πραγματικό ρόλο στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ιδίως με τα μαζικά μέσα πληροφόρησης και κάποιες άλλες κατηγορίες, θα φτάσει ενδεχομένως στο σύνολο 3.700 ατόμων απάνω σε 37 εκατομμύρια. Αυτό μας δίνει μια αναλογία ενός στις δέκα χιλιάδες. Υπάρχουνε άνθρωποι οι οποίοι ασκούν κριτική στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, διότι ένας ελεύθερος πληθυσμός εκατό χιλιάδων ανθρώπων είχε ίσως στην χειρότερη περίπτωση εκατό χιλιάδες δούλους. Δεν το λέω αυτό για να δικαιολογήσω την ύπαρξη της δουλείας, το λέω απλώς για να δείξω ποια είναι η πραγματική κατάσταση σήμερα και φαντάζομαι ότι αν κάνετε κάποιον λογαριασμό αντίστοιχο στην Ελλάδα θα βρείτε το πολύ χίλιους ανθρώπους ή οχτακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι πραγματικά παίζουν έναν ρόλο σε όλων των ειδών τις εξουσίες που υπάρχουν.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση παρατηρούμε ένα άλλο εξίσου κρίσιμο φαινόμενο. Παρατηρούμε ότι οι λαοί αυτών των χωρών, λαοί που έπαιξαν έναν μεγάλο ρόλο στην ιστορία -δεν μιλάω τώρα για τις μάχες και τις κατακτήσεις, μιλάω για τον πολιτισμό, ιδίως για την πολιτική δημιουργία. Μετά από το μεγάλο σκοτάδι που επικράτησε από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως την αρχή των μοντέρνων χρόνων στη δυτική Ευρώπη, ξαναδημιουργήθηκε ένα ελευθερωτικό κίνημα, στην αρχή με την πρώτη αστική τάξη που δημιουργούσε πόλεις που προσπαθούσαν να αυτοκυβερνηθούν. Μέσα οπό αγώνες στους οποίους και η αστική τάξη έπαιξε φυσικά ρόλο και η μικροαστική και αργότερα τεράστιο ρόλο η εργατική τάξη και ως κατάλοιπο αυτών των αγώνων έμειναν αυτά που χαρακτηρίζονται σήμερα ως δημοκρατικοί ή φιλελεύθεροι θεσμοί. Σ’ αυτές τις χώρες, αυτοί οι θεσμοί δεν ήτανε ποτέ δώρο των κυριάρχων, ούτε δώρο των καπιταλιστών, ούτε αναγκαία αποτελέσματα του οικονομικού συστήματος, αυτοί οι θεσμοί κατακτήθηκαν με σειρά αγώνων και στοίχισαν βουνά ολόκληρα πτωμάτων και ποταμούς αιμάτων, πτωμάτων και αιμάτων που εξέφραζαν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τους αγώνες των λαών.
Πού βρίσκονται αυτοί οι λαοί σήμερα και που βρίσκεται άλλωστε και ο ελληνικός λαός; Νομίζω ότι ο εμφανέστερος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσει κανείς είναι ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση πολιτικής απάθειας, ιδιωτικοποίησης, ανευθυνότητας, κυνισμού, αδιαφορίας για τα κοινά και τα πολιτικά, και γενικότερα στάσης απέναντι στη ζωή τους, την ιδιωτική και την κοινή, που είναι περίπου μια στάση, με συγχωρείτε, αποχαύνωσης μέσα στον καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό. Το λέω αυτό για να πω ότι η σημερινή κατάστασης δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα των συνομωσιών, των μανουβρών, των χειρισμών, των κυριάρχων στρωμάτων, εάν τα κυρίαρχα στρώματα μπορούν να κάνουν ατειμωτιτή αυτά τα οποία κάνουν, ξέρετε πάνω στό πετσί σας, αλλά διότι οι λαοί μένουν απαθείς ή το πολύ σηκώνουν τους ώμους τους λέγοντας «τους ξέρουμε είναι όλοι οι ίδιοι παλιάνθρωποι».
Τον τελευταίο καιρό υπήρξαν θεωρητικοί με την αναγέννηση του λεγόμενου φιλελευθερισμού, οι οποίοι εκθειάζουν αυτοί την κατάσταση, οι οποίοι λένε ότι τώρα φτάσαμε πραγματικά στην αληθινή ελευθερία, στον ατομικισμό, όπου ο καθένας ασχολείται με τα δικά του και συνεπώς δεν έχουμε κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, δεν έχουμε ιστορίες και ντράβαλα και έτσι το σύστημα λειτουργεί. Εκτός από την υποκρισία αυτού του συλλογισμού, ο συλλογισμός περιέχει και μία τεράστια αυταπάτη, η αυταπάτη είναι η εξής: Ότι το σύστημα αυτό που υπάρχει έτσι όπως είναι σήμερα καταστρέφει την ίδια την επιβίωση του, θέλω να πω ότι αν εξακολουθεί και λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο, δεν λειτουργεί δυνάμει των ανθρώπων τους οποίους παράγει και τους θεσμούς τους οποίους παράγει, λειτουργεί διότι παρά την επικρατούσα νοοτροπία, εξακολουθούν και υπάρχουν κατάλοιπα σε ορισμένα μέρη της κοινωνίας ακόμα και στον κρατικό μηχανισμό, ας πούμε 20% των δικαστικών χ% των εκπαιδευτικών ή ψ% των εργαζομένων εν γένει, οι οποίοι αντί να συμμορφωθουν με την επικρατούσα νοοτροπία, δηλαδή να λένε συνεχώς «τι με νοιάζει εμένανε, ποιός πληρώνει περισσότερο; Προς όφελος αυτού βγάζω την απόφαση», εξακολουθούν να λειτουργούν όπως θα έπρεπε να κάνουν κατά την πραγματικά επικρατούσα φιλοσοφία και κατά τις θεωρίες του φιλελευθερισμού. Εξακολουθούν να λειτουργούν κατά παραδοσιακό τρόπο με κάτι υπόλοιπα ήθους που κάνουνε μερικούς δικαστές τουλάχιστον να είναι μάλλον και ήττον αδέκαστοι και συνεπώς να τους φοβούνται και οι άλλοι, ή αρκετούς εκπαιδευτικούς αντί να χαζεύουν μέσα στην τάξη τους, να προσπαθούν να μάθουνε κάτι στα παιδιά, ή μερικούς εργάτες να βιδώνουν τις βίδες και να μην εκτροχιάζονται διαρκώς στα τρένα, ενώ κανονικά δεν έχουνε κανέναν λόγο να βιδώνουνε αυτές τις βίδες δεδομένου του, τι τους πληρώνουν και δεδομένου του τι βλέπουν τι γίνεται από άποψη δισεκατομμυρίων καταχρήσεων ή και κανονικών επιχειρήσεων όπου τεράστιες περιουσίες δημιουργούνται χωρίς κανέναν λόγο από την μία μέρα στην άλλη -και εδώ δεν μιλάω για τα «πάμπερς», μιλάω για σοβαρότερα πράγματα που γίνονται π.χ. οτο χρηματιστήριο της Νέος Υόρκης, όπου από την μία μέρα μέσα στην άλλη χωρίς καμία οικονομική βάση, καπιταλιστική καν, δημιουργούνται δισεκατομμύρια δολάρια απάνω σε καθαρά αεριτζίδικες επιχειρήσεις. Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί νομίζω ούτε η ιδιοσφαίρα μέσα στην οποία ζούμε θα την αντέξει επί πολλές δεκαετίες, ούτε η κοινωνιοσφαίρα μπορώ να πω, θα μπορέσει να εξακολουθεί να λειτουργεί.
Τα καθεστώτα που υπάρχουνε σ’ αυτές τις χώρες που είπαμε, είναι μία μικρή μειοψηφία στον πληθυσμό της γης μέσα στην ανθρωπότητα, αυτοεπικαλούνται δημοκρατίες και αυτή η λέξη όπως όλες οι άλλες έχει υποστεί σήμερα μια τρομερή εκπόρνευση, δεν είναι έτσι; Είναι αδύνατον οποιοσδήποτε Αφρικανός δεκανέας με δέκα μυδραλιοβόλα και είκοσι τζιπ, να καταλάβει την εξουσία χωρίς να διακηρύξει ότι πρόκειται να εγκαθιδρύσει έναν δημοκρατικό Σοσιαλισμό. Φυσικά σφάζει τους αντιπάλους του, καταλαμβάνει την τηλεόραση και αφιονίζει τον λαό του, το ίδιο έχει συμβεί άλλωστε και με την λέξη Σοσιαλισμός και οι Έλληνες είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τι έχει γίνει με τη λέξη Σοσιαλισμός, το ίδιο έχει γίνει και με την λέξη επανάσταση -π.χ. φαντάζομαι κάθε μέρα θα βλέπετε διαφημίσεις για την επανάσταση στα ψυγεία, ή για την επανάσταση στο χαρτί υγείας, δεν είναι έτσι;
Πρέπει να επανέλθουμε στην αρχική σημασία της λέξεως «δημοκρατία». Δημοκρατία δεν σημαίνει π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή την έλλειψη λογοκρισίας, ή εκλογές οιουδήποτε γίνουν. Όλα αυτά είναι καλά και άγια, άλλα είναι δευτέρου και τρίτου βαθμού επακόλουθα της δημοκρατίας. Δημοκρατία, είναι το κράτος του δήμου, δήμος είναι ο λαός. Κράτος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει βέβαια τη δύναμη και ενδεχομένως τη βία ή την ωμή βία και είναι χαρακτηριστικό όταν στα νέα ελληνικά δημιουργήθηκε πραγματικά ένα κράτος. Πήραμε από τα αρχαία ελληνικά τη λέξη «κράτος» που σημαίνει δύναμη ή βία. Θα μπορούσαμε να πάρουμε την λέξη «πολιτεία», δεν είναι έτσι; Δημοκρατία είναι η εξουσία του δήμου και ήδη εάν σκεφτούμε αυτές τις λέξεις, τα ουσιαστικά προβλήματα εμφανίζονται, πρώτα-πρώτα τι είναι ο δήμος, ποιος είναι ο δήμος, ποιος ανήκει στον δήμο και δεύτερον τι θα πει εξουσία. Το γεγονός άλλωστε ότι ο ίδιος ο χαρακτηρισμός, ο ίδιος ο όρος που σημαίνει αυτό το πολίτευμα ανοίγει αυτά τα ερωτήματα δείχνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτού του πολιτεύματος, που γεννιέται την ίδια στιγμή με την φιλοσοφική αναζήτηση σε αντίθεση με άλλα πολιτεύματα στα οποία τέτοια ερωτήματα δεν γεννιόνται. Π.χ, αν έχετε μία μοναρχία ξέρετε ότι είναι η αρχή τού μονάρχη και αυτός ο μονάρχης είναι πάντοτε καθορισμένος κληρονομικά ή και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επίσης η αριστοκρατία είναι αυτή που εκ γενετής ανήκουν σε μία ορισμένη κοινωνική τάξη. Η δημοκρατία ήδη από την ονομασία της ανοίγει τις ερωτήσεις και τα προβλήματα και από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι η γέννησή της συμπίπτει κατά τελείως ουσιαστικό τρόπο με την γέννηση αυτής της απεριόριστης ερώτησης και επερώτησης που είναι η φιλοσοφία.
Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα ή θέλει να είναι ένα πολίτευμα που αποβλέπει στην αυτονομία και την κοινωνική και την ατομική. Γιατί μιλάμε εδώ για αυτονομία; Διότι ο μέγιστος αριθμός των ανθρωπίνων κοινωνιών πάντοτε εγκαθιδρύθηκε πάνω στη βάση μιας ετερονομίας, δηλαδή οι θεσμοί που υπήρχαν, θεσμοί με την γενικότατη έννοια, αλλά και οι πολιτικοί θεσμοί θεωρούνταν πάντοτε ότι είναι δεδομένοι, ότι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και οι θεσμοί αυτοί ήτανε καμωμένοι κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατόν να γίνει επερώτηση σχετικά με αυτούς τούς θεσμούς. Π.χ. σε θεσμίσεις πρωτόγονων φυλών, οι θεσμοί της φυλής έχουνε παραδωθεί ανέκαθεν από τους θεμελιωτές ήρωες ή από τους προγόνους, θεωρούνται αυτονόητοι. Το ορθό και το μη ορθό ακολουθεί ορισμένους παράγοντες, το επιτρεπτό και το μη επιτρεπτό και δεν απαγορεύεται καν να τους αμφισβητήσει κανείς, είναι αδιανόητο να αμφισβητηθούν. Οι άνθρωποι τους έχουνε ενσωματώσει, τους έχουνε εσωτερικεύσει με την ίδια τους την ανατροφή, δηλαδή με την ίδια τους την κατασκευή σαν κοινωνικά άτομα. Τι έγινε στην Ελλάδα την αρχαία για πρώτη φορά και τι θα επαναληφθεί στην Ευρώπη από τον 12ο-13ο αιώνα και μετά; Μια ρήξη αυτού του ετερόνομου καθεστώτος και μια κίνηση προς την αυτονομία και αυτή η κίνηση εκφράζεται πολιτικά με το κίνημα το δημοκρατικό και με όσους δημοκρατικούς θεσμούς δημιουργήθηκαν. Αυτονομία από αυτή την άποψη φυσικά, η ρήξη αυτή με την ελευθερονομία δεν ήτανε δυνατή παρά μόνον με την θέση υπό αμφισβήτηση των ήδη υπαρχόντων θεσμών και αυτό έγινε ήδη στην αρχαία Ελλάδα. Αυτό που βλέπουμε π.χ. στην Αθήνα περίπου από το 700-400 π.Χ. -ακόμα και μετά- είναι η συνεχής περίπου μεταβολή των θεσμών, όχι ότι υπήρξαν κάποτε ιδεώδες θεσμοί, αλλά ότι οι Αθηναίοι ποτέ δεν έπαψαν να μεταρρυθμίζουν τους νόμους τους κατά τρόπο ώστε να αυξάνουν την πραγματικότητα της δημοκρατίας δηλαδή την δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής του δήμου στην εξουσία.
Αυτονομία σημαίνει ότι η κοινότητα η πολιτική, δίνει η ίδια στον εαυτό της νόμους, αποκλείοντας κάθε ιδέα εξωκοινωνικής πηγής αυτών των νόμων και των θεσμών. Είτε αυτοί η πηγή θεωρηθεί φυσική είτε απλώς παραδοσιακή, είτε υπερβατική, θεία, όπως είναι άλλωστε η περίπτωση με τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης, τους νόμους που δίνει ο Ιεχωβά στον Μωυσή, είτε οποιαδήποτε άλλη.
Αυτονομία σημαίνει, δίνουμε σε μας τους νόμους μας και τους θεσμούς μας, ξέροντας ότι εμείς τους δημιουργούμε, ξέροντας ότι εμείς τους κάνουμε και αυτό είναι το μεγαλύτερο κράτος, αυτή δηλαδή είναι η μεγαλύτερη εξουσία που υπάρχει μέσα σε μια κοινωνία να μπορούμε να δίνουμε στον εαυτό μας, τους νόμους μας και τους θεσμούς κάτω από τους οποίους ζούμε και την κυβέρνηση με την οποία αποφασίζουμε προς τα που πηγαίνουμε.
Η κοινωνία δεν είναι ποτέ μία απλή πρόσθεση ατόμων, διότι τα άτομα τα ίδια τα δημιουργεί η κοινωνία. Συνεπώς όταν θέλουμε μια αυτόνομη κοινωνία αυτό σημαίνει ταυτολογικά «ipso facto» ότι θέλουμε επίσης αυτόνομα άτομα, θέλουμε άτομα που είναι ικανά να δώσουν στον εαυτό τους τον νόμο τους και φυσικό επειδή δεν είναι δυνατό σε μια κοινωνία ο καθένας να δίνει στον εαυτό του έναν νόμο, να συμμετάσχουν πλήρως στη θέσμιση της κοινωνίας. Αυτό βασικά, σημαίνει βασικά ότι η παιδεία των ατόμων όχι απλώς με την έννοια των σχολείων και της εκπαίδευσης, αλλά, η παιδεία που είναι μια συνεχής δράση της κοινωνίας πάνω στα άτομα που αρχίζει από τη στιγμή που τα άτομα γεννιούνται και φτάνει ως τον θάνατό τους και που διοχετεύεται όχι μόνο με τα σχολεία, αλλά με την οικογένεια, με τις συντροφιές, με τις γειτονιές, με τον στρατό ενδεχομένως, με τις εφημερίδες, με τα ραδιόφωνα, με τις τηλεοράσεις, ότι όλα αυτό συμβάλουν στο να μπορούν τα άτομα να γίνουν πραγματικά αυτόνομα. Φυσικά, αυτόνομα άτομα σημαίνει, άτομα τα οποία προσπαθούν όσο είναι δυνατόν να συμμετάσχουν όχι απλώς να ρυθμίσουν κατά τρόπο αυτόνομο την ατομική τους ζωή, αλλά να συμμετάσχουν στον προσδιορισμό των νόμων που είναι κατ’ ανάγκην κοινωνικοί που επίσης περιορίζουν ή καθορίζουν την ζωή τους. Συνεπώς εάν μιλάμε για αυτόνομα άτομα κατ’ ανάγκην μιλάμε ταυτοχρόνως για μια αυτόνομη κοινωνία, δηλαδή για μια κοινωνία μέσα στην οποία δεν επικρατεί καμία θεία αποκάλυψη, καμία ιδέα φυσικών νόμων που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή, καμία καθαγιασμένη παράδοση η οποία ισχύει απλώς και μόνον διότι είναι παράδοση και ακόμα λιγότερο φυσικά καμία εξουσία ενός κόμματος, που εκφράζει δήθεν την ιστορική νομοτέλεια, και τις ιστορικές αναγκαιότητες ή κανενός γενικού γραμματέως του προέδρου, αλλά μια κοινωνία που η ίδια θεσμίζει και κυβερνά τον εαυτό της. Όταν τα άτομα μπορούν να πουν ότι οι νόμοι της κοινωνίας είναι και δικοί τους νόμοι, τότε μόνον μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα άτομα είναι αυτόνομα, αλλά επίσης ότι και η κοινωνία είναι αυτόνομη.
Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην -κατά την γνώμη μου- ότι συμφωνούν με όλους τους νόμους που υπάρχουν, σημαίνει όμως απαραιτήτως, ότι έχουν συμμετάσχει πραγματικά και ενεργά στην διαμόρφωση των νόμων αυτών, των θεσμών και φυσικά στην λειτουργία τους. Από τη στιγμή που μια κοινωνία αποτελείται από ένα θεωρητικά απεριόριστο και απροσδιόριστο πλήθος ατόμων, υπάρχει πλήρης ισότης συμμετοχής όλων των ατόμων, σε όλες τις θεσμίζουσες εξουσίες που μπορούν να υπάρχουν σήμερα σε μία κοινωνία και στην λειτουργία αυτών των κοινωνιών. Αυτό σημαίνει συνεπώς ότι, οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντικείμενο ρητής θέσμισης, ρητής νομοθέτησης μέσα στην κοινωνία, είτε πρόκειται για αυτό που μπορεί να ονομάσει κανείς «θεσμιστική εξουσία», δηλαδή την εξουσία που καθορίζει τους βασικούς θεσμούς μέσα στους οποίους ζει η κοινωνία, είτε πρόκειται για την άσκηση των θεσμισμένων εξουσιών, π.χ. και της νομοθετικής εξουσίας με την στενότερη έννοια και της δικαστικής εξουσίας και της κυβερνητικής εξουσίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αυτόνομη κοινωνία και αυτόνομα άτομα, σημαίνει ότι δίδεται σε όλους η μεγαλύτερη δυνατή δυνατότητα, όχι απλώς τυπική, αλλά ουσιαστική να συμμετάσχουν στην άσκηση όλων αυτών των εξουσιών και των λειτουργιών. Δεν περιοριζόμαστε στο να λέμε ότι οι πολίτες μία φορά στα πέντε χρόνια καλούνται να διαλέξουν αντιπροσώπους οι οποίοι θα αποφασίζουν για αυτούς, αλλά οι πολίτες αποφασίζουν μόνοι τους για τους νόμους κάτω από τους οποίους θέλουν να ζήσουν. Σημαίνει επίσης ότι δεν διαλέγουν, δεν εκλέγουν εμμέσως ή αμέσως ανθρώπους οι οποίοι θα τους κυβερνούν, αλλά ότι κυβερνούν μόνοι τους. Δηλαδή ότι όλες οι βασικές αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της κοινωνίας -διότι αυτό είναι η κυβέρνηση, κυβερνώ θα πει λαμβάνω αποφάσεις που αφορούν αυτά που πρέπει να γίνουν, είτε ως έργα είτε ως δραστηριότητες- πρέπει να ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας.
Το σύνολο των πολιτών πρέπει όλοι, όχι απλώς τυπικά να έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν σ’ αυτό, αλλά να είναι παιδευμένοι σαν άτομα απ’ όλες τις απόψεις, κατά τρόπο ώστε να μπορούνε να συμμετέχουν. Εδώ θα ήθελα να κάνω δύο ή τρεις παρατηρήσεις. Πρώτα-πρώτα μία αναφορά στους αρχαίους ή μάλλον στον μεγάλο Θουκυδίδη: Όταν ο Θουκυδίδης θέλει να χαρακτηρίσει μια πόλη ως ελεύθερη την χαρακτηρίζει ως «αυτόνομον, αυτόδικον και αυτοτελή». Για τον Θουκυδίδη, πάντοτε πρόκειται για τους πολίτες. Ο Θουκυδίδης δεν μιλάει ποτέ, όχι μόνο για κράτη, αλλά ούτε για επικράτειες. Π.χ. οι λέξεις «Αθήναι», «Σπάρτη», στον Θουκυδίδη έχουν απλώς γεωγραφική έννοια. Όταν μιλάει για τις πολιτείες που π.χ. συγκρούονται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο λέει πάντοτε «οι Αθηναίοι, οι Λακεδαιμόνιοι, οι Κερκυραίοι, οι Κορίνθιοι» κ.λπ. και κάποιος από τους ρήτορες μέσα στον Θουκυδίδη λέει «άντρες γαρ πόλεις». Η ιδέα ότι ένα κράτος, μία επικράτεια, μια πολιτεία, είναι ένα έδαφος, που επικρατεί στην νεότερη φιλοσοφία και φιλοσοφία του δικαίου και συνταγματική θεωρία είναι καθαρό φεουδαρχική αντίληψη δεν έχει καμμία σχέση με την δημοκρατική παράδοση. Λέει λοιπόν ο Θουκυδίδης «αυτόνομος», λέει «αυτόδικος» -δηλαδή, η ίδια δικάζει τις παραβάσεις που γίνονται μέσα στον χώρο, στη σφαίρα της ζωής του λαού και όπως ξέρετε τα αρχαία αθηναϊκό δικαστήρια ήταν κληρωτά δικαστήρια και όχι επαγγελματικά δικαστήρια-, λέει «αυτοτελής», τέλος είναι φυσικά η αρχή, η εξουσία με την έννοια της κυβέρνησης στα αρχαία ελληνικά «οι εν τω τέλει» είναι οι κυβερνούντες δηλαδή μια πολιτεία, ένα σύνολο πολιτών που κυβερνούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Συνεπώς εάν δεν είμαστε αυτόνομοι, αυτόδικοι και αυτοτελείς, δεν μπορούμε να ζούμε σε δημοκρατία, δεν μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σε δημοκρατία.
Υπάρχει ένα δεύτερο σημείο πάνω στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω, είναι από αυτή την άποψη οι σχέσεις ελευθερίας και ισότητας. Έχει υπάρξει από πολύ καιρό, ήδη από τον 19ο αιώνα, μια πολύ διαδεδομένη σοφιστική και η οποία εμφανίστηκε με πολύ ανανεωμένη δύναμη, η οποία έλεγε περίπου το εξής: Τα βλέπετε… Εάν θέλετε να είσαστε ελεύθεροι, δεν μπορείτε να είσαστε ίσοι -διότι δήθεν στη Ρωσία οι άνθρωποι είναι ίσοι αλλά δεν είναι ελεύθεροι- και αν θέλετε να είστε ίσοι -όπως είναι στη Ρωσία- δεν μπορείτε να είστε ελεύθεροι. Αυτός ο συλλογισμός περιέχει φυσικά πολλαπλά σοφίσματα ή ψεύδη. Εάν κοιτάξουμε την πραγματικότητα, πρώτα-πρώτα στη Ρωσία οι άνθρωποι δεν ήσαν ούτε ίσοι, ούτε ελεύθεροι διότι φυσικά αυτός που είναι μέσα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως δεν είναι ίσος από καμία άποψη ούτε με τον φύλακα του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, ούτε με τον συνταγματάρχη που διοικεί το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ούτε με τον γραμματέα της κομματικής επιτροπής που διοικεί την περιοχή, ούτε με του ανθρώπους του πολιτικού γραφείου, δεν είναι έτσι; Και επειδή ακριβώς, υπήρχε η πολιτική ανελευθερία ήτανε δυνατόν επίσης να υπάρχει και η πολιτική και η οικονομική ανισότης.
Αντιστρόφως στις καπιταλιστικές χώρες και σε μας σήμερα, όπου λέγεται ότι υπάρχει ελευθερία, αλλά δεν υπάρχει ισότης οικονομική. Βεβαίως δεν υπάρχει ισότης οικονομική, αλλά φυσικά δεν υπάρχει και ισότης πολιτική -η ισότης η πολιτική η οποία υπάρχει, είναι τελείως τυπική. 0 μέσος Έλλην πολίτης, ο χωριάτης, ο θυρωρός, ο σωφέρ, ο εργάτης, ο τραμβαγιέρης και οποιοσδήποτε άλλος, φυσικά δεν έχει τα ίδια πραγματικά πολιτικά δικαιώματα με τα μέλη της αρχούσης πολιτικής τάξεως, δεν μιλάω τώρα για οικονομική ανισότητα, μιλάω για πολιτική ανισότητα, υπάρχει μια πολιτική προνομιούχα τάξη στην Ελλάδα, η οποία δεν ξέρω από πόσες εκατοντάδες χιλιάδες άτομα αποτελείται, η οποία βρίσκεται σε τελείως άνιση πολιτική κατάσταση σε σχέσει με τον κοσμάκι όπως λέμε και φυσικά από την στιγμή την οποία υπάρχει, όπως υπάρχει στα καπιταλιστικά καθεστώτα οικονομική τεράστια ανισότης, επίσης δεν μπορούσε να υπάρξει πολιτική ισότης, απλούστατα διότι αν έχω πάρα πολλά λεφτά αγοράζω έναν ραδιοφωνικό σταθμό και σε άλλες χώρες αγοράζω και μία τηλεόραση, ή αγοράζω την γραμμή. Η οικονομική ανισότης μεταφράζεται και σε πολιτική ανισότητα, διότι λέω στον κοσμάκι τι πρέπει να σκέφτεται και του λέω ποια είναι τα νέα σήμερα. Γίνεται φιλτράρισμα των νέων, φιλτράρισμα των πληροφοριών, ή παρουσίαση των πληροφοριών κάτω από έναν ορισμένο φωτισμό, συνεπώς αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι μέσα στην κοινωνία πρέπει να είμαστε πραγματικά ίσοι.
Φυσικά δεν χρειάζεται να συζητήσει κανείς τα άλλα σοφίσματα τα οποία έχουν εγερθεί εναντίον του δήθεν ισοπεδισμού της παλιάς επαναστατικής σκέψης. Ασχέτως με το ότι σκέπτομαι εγώ, δεν ξέρω ο πιο παραληρών αριστερός να είπε ποτέ ότι πρέπει, ας πούμε σε ηλικία 15 ετών, να σφάζονται τα παιδιά που είναι καλοί μαθηματικοί, διότι αυτό θα δημιουργούσε ανισότητες μέσα στην κοινωνία ή να σφάζονται οι κοπέλες ή τα παιδιά που παίζουν καλύτερο πιάνο από τους άλλους διότι αυτό θα δημιουργούσε ανισότητες. Όταν μιλάμε για ισότητα δεν μιλάμε για ομοιομορφία των ατόμων μέσα στην κοινωνία. Αν υπάρχει κάποια κοινωνία που δημιουργεί ομοιομορφία των ατόμων είναι φυσικά η σημερινή κοινωνία, διότι ο καθένας νομίζει ότι είναι απολύτως μοναδικός ο ίδιος, αλλά στις 8 το βράδυ πατάει το ίδιο κουμπί και βλέπει τις ίδιες ανοησίες στην ίδια τηλεόραση και αγοράζει τα ίδια ρούχα διότι αυτή είναι η ατομική ελευθερία που του επιτρέπει ο κοινωνικός θεσμός της μόδας όπως υπάρχει. Όταν μιλάμε για ισότητα, μιλάμε για την ισότητα εκείνη η οποία είναι πολιτικά σημαντική δηλαδή για την ισότητα τον δυνατοτήτων που παρέχονται σε όλους να συμμετάσχουν πραγματικά στην θέσμιση της κοινωνίας και στην άσκηση οποιονδήποτε εξουσιών υπάρχουν μέσα σε αυτή την κοινωνία και αυτό σημαίνει φυσικά την άμεση δημοκρατία για την οποία νομίζω θα μπορέσω να πω μερικό λόγια παρακάτω.
Η ιδέα της ισότητος έχει ασφαλώς και οικονομικές επιπτώσεις σημαντικές, δηλαδή δεν είναι δυνατόν, ιδίως σε μία κοινωνία της σημερινής μορφής, της σημερινής υφής, της σημερινής συγκρότησης να υπάρξει πραγματική πολιτική ισότητα, απ’ την στιγμή που υπάρχουν οι τεράστιες οικονομικές ισότητες. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να βρεθεί μέσο και ούτε βρέθηκε ποτέ να εγκατασταθεί ένα στεγανό χώρισμα ανάμεσα στον οικονομικό χώρο και στον πολιτικό χώρο, από την στιγμή που υπάρχει μια τεράστια οικονομική ανισότητα και οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν στα χέρια τους την οικονομική δύναμη κατ’ ανάγκην και ασχέτως των προθέσεών τους, την μετατρέψουν και σε πολιτική δύναμη.
Όλη η ιστορία, όχι τόσο η ελληνική στην οποία η περιουσία έπαιξε ελάχιστο ρόλο. αλλά και η ρωμαϊκή και όλη η μοντέρνα εξουσία το αποδεικνύει. Και αυτό μας οδηγεί επίσης σε μια άλλη θεώρηση: Δεν είναι δυνατόν ποτέ να σκεφτούμε ότι άτομα τα οποία τα θέλουμε ως ελεύθερους πολίτες, μπορεί να είναι ελεύθεροι πολίτες στην πολιτική ζωή και να είναι σκλάβοι, κατ’ ουσίαν, μέσα στην οικονομική παραγωγική τους ζωή. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτούμε δηλαδή ότι τις Κυριακές, τα άτομα θα πηγαίνουν σε μία εκκλησία της πολιτικής ελευθερίας και ότι τις άλλες πέντε-έξι μέρες της εβδομάδος θα είναι απλώς βίδες πάνω σε ένα μηχανικό σύστημα παραγωγής. Δεν είναι δυνατόν να παιδεύσουμε πολίτες. Η παιδεία των πολιτών δεν σταματάει ούτε στο δημοτικό, ούτε στο γυμνάσιο. Να παιδεύσουμε πολίτες που να είναι ελεύθεροι και υπεύθυνοι και να θέλουν να συμμετάσχουν στις κοινές υποθέσεις.
Εάν τους υποχρεώνουμε να περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της ξυπνητής τους ζωής μέσα σε μία ιεραρχική δομή, μέσα στην οποία δεν τους πέφτει κανένας λόγος απ’ το να εκτελούν συνεχώς, αφ’ ενός αυτά που τους λένε οι ανώτεροί τους, αφ’ ετέρου αυτά που τους λένε οι κανονισμοί, οι οποίοι πενήντα φορές τοις εκατό είναι ηλίθιοι και αν κατορθώνουν τα εργοστάσια και οι δημόσιες υπηρεσίες να λειτουργούν, είναι κατά ένα μεγάλο μέρος στο μέτρο που οι εργαζόμενοι παραβαίνουν τους κανονισμούς για να κατορθώσουν να κάνουν την δουλειά τους.
Απόδειξη άλλωστε ότι μια από τις αποτελεσματικότερες μορφές απεργίας, δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή πως την λέμε στα ελληνικά, είναι αυτή που στα γαλλικά ονομάζουν «απεργία ζήλου». Οι άνθρωποι δηλαδή αρχίζουν να εφαρμόζουν κατά λέξη τους κανονισμούς και αν εφαρμόσουν κατά λέξη τους κανονισμούς, τα πάντα μπορούν να καταρρεύσουν μέσα σε μια ώρα. Γιατί αυτό; Διότι οι κανονισμοί φυσικά δεν τους έκαναν ο εργαζόμενοι, τους έκαναν διάφοροι τεχνικοί, μηχανικοί άνθρωποι που τελείωσαν πολυτεχνεία μεγαλοφυείς οικονομολόγοι και άλλοι, ο οποίοι δεν ξέρουν στην πραγματικότητα πως γίνεται και τι συμβαίνει, όταν γίνεται πραγματικά μία δουλειά. Αυτό μας οδηγεί φυσικά στην ιδέα, ότι μία αυτόνομη κοινωνία δεν θα μπορούσε για πολιτικούς λόγους, όχι για λόγους φιλανθρωπίας, να δεχθεί μια οικονομική κατάσταση μέσα στην οποία υπάρχει αφ’ ενός μια τεράστια οικονομική ανισότητα και αφ’ ετέρου μέσα στην οποία οι εργαζόμενοι, δηλαδή το σύνολο του πληθυσμού, κατ ουσίαν βρίσκονται τοποθετημένοι σαν μυρμήγκια μέσα σε ιεραρχημένες δομές, μέσα στις οποίες δεν τους πέφτει κανένας λόγος για το τι κάνουν και για το πως θα το κάνουν. Η αυτοδιοίκηση των παραγωγικών μονάδων από τους παραγωγούς είναι, κατά την γνώμη μου, απαραίτητη προϋπόθεση και σχολείο δημοκρατικό για μια αυτονομημένη κοινωνία, θα ήθελα πάνω σ’ αυτό να προσθέσω ότι σήμερα δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη μορφών κυριαρχίας, μόνο οικονομικών.
Διαπιστώνουμε την ύπαρξη πολλών άλλων μορφών κυριαρχίας και μερικών που είναι καθαρά πολιτικές. Θέλω να πω π.χ. ότι, εάν στη Ρωσία μετά το 1917 δημιουργήθηκε ένα εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς, κατά πάσα πιθανότητα εκμεταλλευτικότερο και ασφαλώς πολύ καταπιεστικότερο από οποιοδήποτε ταξικό καθεστώς είχε γίνει γνωστό ως τότε στην ιστορία, αυτό δεν οφείλεται στους κεφαλαιοκράτες. Οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα, τους μπολσεβίκους, δημιουργήθηκε μία γραφειοκρατία που συνδέθηκε με την γραφειοκρατία των εργοστασίων, του στρατού και άλλων κοινωνικών κλάδων και η οποία αρκετά γρήγορα κατοχυρώθηκε ως απόλυτα κυρίαρχη τάξη και εγκαθίδρυσε αυτό το καθεστώς του γραφειοκρατικού, ολοκληρωτικού Καπιταλισμού.
Συνεπώς, αρνητικά από μία άποψη πρέπει να σκεφτούμε, ότι δεν είναι μόνον οι οικονομικά προνομιούχες και κυρίαρχες τάξεις οι οποίες αντιτίθενται στη δημοκρατία, είναι και η πολιτική γραφειοκρατία η οποία συνεχώς τείνει να παραχθεί και να αναπαραχθεί είτε συσπειρώνεται γύρω από μία χαρισματική μορφή είτε όχι αλλά συνήθως, κατά ανάγκην τουλάχιστον στην αρχή της, συσπειρώνεται γύρω από μία χαρισματική μορφή, βάλτε οποία φωτογραφία θέλετε δεν με ενδιαφέρει, είτε παρελθούσα είτε παρούσα η οποία επίσης τείνει να μονοπωλήσει και κατορθώνει φυσικά να μονοπωλήσει την εξουσία και να εξαλείψει οποιεσδήποτε απαρχές δημοκρατικών θεσμών υπήρχαν. Η σύγχρονη πολιτική μορφή του κόμματος είναι πλησιέστατη στην δημιουργία της γραφειοκρατίας.
θα σας ζητήσω να θυμηθείτε ότι κόμματα, με την σημερινή έννοια του όρου, δεν υπήρχαν φυσικά π.χ. στην αρχαία Αθήνα. Τα κόμματα δημιουργήθηκαν στην νεότερη εποχή και είναι μια από τις τραγικές ειρωνείες της ιστορίας, ότι τα πρώτα πραγματικά κόμματα που δημιουργήθηκαν, με την έννοια που δίνουμε σήμερα σ’ αυτή την λέξη, είναι δημιουργήματα της εργατικής τάξης, στον αγώνα της για την απελευθέρωση της και κατά μίμησή τους έγιναν τα αστικά κόμματα, τουλάχιστον στην Ευρώπη, και αυτά τα κόμματα εκφυλίστηκαν σχετικά γρήγορα και γίνανε γραφειοκρατικά.
Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω ένα σημείο, που είναι αρκετά παλιό στην πολιτική φιλοσοφία, αλλά πολλοί άνθρωποι το ξεχνάνε και ιδίως στην Ελλάδα. Κατηγορούμε συνεχώς του κυρίαρχους ότι κυριαρχούν. Αυτό είναι μία ανοησία. Είναι σαν να κατηγορούσαμε τους κλέφτες ότι κλέβουν, ή τους ξανθούς διότι είναι ξανθοί. Η δουλειά των κυριάρχων είναι να κυριαρχούν. Εάν πρέπει να κατηγορήσουμε τους κυρίαρχους, τότε πρέπει να τους εκτοπίσουμε από την θέση τους. Πρέπει να κατηγορήσουμε τους κυριαρχημένους που αφήνουν τον εαυτό τους να κυριαρχείται, δεν είναι έτσι; Δεν μπορούμε να λέμε ταυτοχρόνως ότι ο λαός είναι παντοδύναμος και ότι ο οποιοσδήποτε δημαγωγός τον τραβάει και τον σέρνει από την μύτη. Πρέπει να πούμε ότι υπάρχει μία ευθύνη του λαού σε αυτά τα οποία γίνονται σήμερα, αλλά αυτό δεν φτάνει, διότι εδώ δεν κάνουμε ηθικολογία. Το λέμε για να υπενθυμίσουμε στους πολίτες ότι αυτά τα οποία συμβαίνουν, συμβαίνουν με την συμμετοχή τους και με την συνενοχή τους έστω και αν αυτή η συνενοχή δεν είναι ποινική, είναι όμως πραγματική συνενοχή.
Γιατί υπάρχει αυτή η συμμετοχή, η συνοχή που παίρνει την μορφή της απάθειας, της αδιαφορίας, του κυνισμού; Απ’ τη μια μεριά είναι φυσικά όλο αυτό το ιστορικό ρεύμα της σύγχρονης κοινωνίας που οδηγεί τους ανθρώπους όπως θα έλεγα πριν σ’ αυτήν την αποχαύνωση, σε αυτόν τον ατομικισμό, σ’ αυτόν τον καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό. Απ’ την άλλη μεριά υπάρχει και κάτι που δέχεται συζήτηση και ανασκευή, το γεγονός ότι διείσδυσε μέσα στον πληθυσμό και μέσα στην εργατική τάξη και σε αυτό είναι υπεύθυνος ο Μαρξισμός. Η καπιταλιστική φαντασιακή σημασία, η μύθωση -αν θέλετε- της γνώσης, της επιστήμης, των ειδικών, αυτών που ξέρουν αυτό που στηρίζει αυτή την κεντρική δομή της σύγχρονης κοινωνίας και την τελείως ασυμβίβαστη με κάθε δημοκρατική θέσμιση δηλαδή, την ιεραρχία. Γιατί ο τάδε είναι στην κορφή και οι άλλοι είναι κάτω; Διότι είναι σπουδασμένος, διότι είναι επαΐων, διότι ξέρει καλύτερα, διότι είναι ειδικός, κ.λπ.
Αυτός ο μύθος έχει βαθιά διείσδυση μέσα στην ψυχή των ατόμων και αν μου επιτρέπεται για να σας διασκεδάσω ολίγον και να διακόψω την ίσως ανιαρή συνέχεια αυτών των συλλογισμών, θα σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο: Στην Ελλάδα μένει συνεχώς αυτή η καλή συνήθεια ότι συζητάμε με τον άνθρωπο που οδηγεί το ταξί και έτσι παίρνουμε διάφορες σφυγμομετρήσεις. «Τι γίνεται», του λέω, «φαίνεται άσχημη η κατάσταση». «Ναι», λέει, «είναι φριχτή, αλλά μην ανησυχείτε». Λέω, «Γιατί να μην ανησυχούμε;». «Ε», λέει, «υπάρχει ο Αντρέας (Παπανδρέου)». «Α», λέω, «και τι θα κάνει ο Αντρέας;». Λέει, «Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να κάνει τίποτα, διότι έχει φύγει 48 ώρες στην Βουλγαρία». «Γιατί έχει φύγει ο Αντρέας 48 ώρες στην Βουλγαρία;». «Διότι», μου λέει ο ταξιτζής, «η βουλγαρική κυβέρνηση είχε βρει την οικονομική κατάσταση πολύ σκούρα και κάλεσαν τον Αντρέα για 48 ώρες για να τους την διορθώσει».
Νομίζω ότι κάθε σχόλιο είναι περιττό, ο άνθρωπος που μου το έλεγε αυτό ήτανε πολύ κανονικός άνθρωπος δηλαδή δεν ήτανε καθόλου εκ γενετής ηλίθιος ας πούμε, ήτανε πολύ εντάξει, οδηγούσε καταπληκτικά μου είπε αστεία στην κουβέντα και τα ρέστα. Ε, με αυτή την νοοτροπία οι άνθρωποι ψήφισαν δύο φορές -την πρώτη θα μπορούσε να τους συγχωρήσει κανείς, την δεύτερη όχι- τον Αντρέα και τον φέρανε στα πράματα. Ο Αντρέας είναι ειδικός, έτσι; Ο Κουτσόγιωργας είναι βέβαια ειδικός στα πάμπερς (σ.σ.: Αναφέρεται στο σκάνδαλο Κοσκωτά) και σε διάφορα άλλα. Αλλά και όλοι οι άλλοι είναι ειδικοί, είναι επαΐοντες αυτοί ξέρουνε! Ας αφήσουμε αυτούς που ξέρουν να τα αποφασίσουν!
Το ίδιο μέσα στο εργατικό κίνημα, υπάρχουνε οι αρχηγοί που ξέρουνε, οι γενικοί γραμματείς, oι Ζαχαριάδηδες, ο ένας, ο άλλος κ.λπ. Και εκεί ακόμα το χειρότερο -γι’ αυτό είπα ότι φταίει ο Μαρξισμός- με την θεωρητική κατοχύρωση, διότι πίσω από τον γενικό γραμματέα, ή πίσω από τα στελέχη, του κόμματος, υπάρχει η μαρξιστική θεωρία που λέει την αλήθεια για την ιστορία, για την κοινωνία, για το πως πρέπει να γίνει Σοσιαλισμός, για το πότε πρέπει να κάνουμε απεργία, πότε δεν πρέπει, πότε πρέπει να πάρουμε τα όπλα, να καταλάβουμε τα χειμερινά ανάκτορα κ.λπ. Όλα αυτά φυσικά είναι ή στους 15 τόμους του Κεφαλαίου ή στους 60 τόμους των απάντων του Λένιν. Τα έχουν μελετήσει οι ειδικοί, αυτοί ξέρουν. Εσύ πήγαινε να κολλήσεις τις προκηρύξεις, αυτό μπορείς να κάνεις. Αλλά αυτό έχει αρχίσει εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα δηλαδή από το 1880-1890. Σε αντίθεση με το ότι γινότανε στην αρχή στα εργατικά συνδικάτα και στα εργατικά κόμματα, όπου πράγματι υπήρχε μία άμεση δημοκρατία, άρχισε να δημιουργείται μία γραφειοκρατία. Και από που αντλούσε την δύναμη της αυτή η γραφειοκρατία;
Οι εξηγήσεις που έχουνε δοθεί, ότι είναι πραγματικοί λόγοι, κατά την γνώμη μου είναι ανόητες. Η πραγματική εξήγηση είναι ακόμα μία φορά η διείσδυση μέσα στην εργατική τάξη και εν γένει μέσα στον πληθυσμό, αυτής της καπιταλιστικής φαντασιακής σημασίας ότι διοικούν και διευθύνουν, αυτοί που έχουν τα προσόντα να διοικούν και να διευθύνουν δηλαδή την επιστήμη την τεχνική της διεύθυνσης. Τώρα αυτή η ιδέα είναι φυσικά ριζικά αντίθετη με την αρχαία ελληνική ιδέα για το τι είναι δημοκρατία και τι είναι πολιτική. Το εκθέτει πολύ ωραία ο Πρωταγόρας στον λόγο τον οποίον δίνει μέσα τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνος και τον οποίο ο Πλάτων, παρ’ όλο εχθρός της δημοκρατίας, κατά την γνώμη μου μεταφέρει πολύ πιστά.
Στον Πρωταγόρα λέει ότι, το θέμα είναι εκεί πέρα ποιος είναι πολιτικός και ποιος δεν είναι και ποιος κατέχει και ποιος δεν κατέχει την πολιτική επιστήμη. Και ο Πρωταγόρας απαντά όχι με έναν λόγο, αλλά στην αρχή με έναν μύθο: Λέει ότι όταν ο Ζευς φρόντιζε για τους ανθρώπους, μοίρασε στον έναν τούτη την ειδικότητα, στον άλλον την άλλη την ειδικότητα, αλλά την πολιτική γνώση την έδωσε ίδια σε όλους και γι’ αυτό λέει ο Πρωταγόρας: «Βλέπεις ότι όταν οι Αθηναίοι θέλουν να αποφασίσουν στην εκκλησία τους για το πως να κατασκευαστούν τα καράβια ή πως να χτιστούν τα τείχη, ή οι ναοί, φωνάζουν τους ειδικούς και τους ακούν και αν κανένας μη ειδικός θελήσει να πάρει τον λόγο τον γιουχαΐζουνε. Όταν όμως πρόκειται να συζητηθούν οι γενικές πολιτικές υποθέσεις της πόλης οποιοσδήποτε μιλάει και όλος ο κόσμος τον ακούει με προσοχή». Πίσω από αυτόν τον μύθο κρύπτεται αυτή η βαθύτατη πολιτική και φιλοσοφική ιδέα των αρχαίων, ότι για τα πολιτικά πράγματα δεν υπάρχει επιστήμη, για την αρχαία Ελλάδα, δεν υπάρχει συστηματική γνώση με αποδείξεις, με εκπαίδευση κ.λπ, αλλά υπάρχει δόξα, δηλαδή υπάρχει γνώμη των ανθρώπων, η οποία φυσικά πρέπει και αυτή να παιδευτεί και η οποία καλυτερεύει με την εμπειρία αλλά η οποία δεν είναι επιστήμη.
Πως μπορεί η δόξα των ανθρώπων να παιδευτεί, πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να σχηματίζουν ολοένα καλύτερη φύση και φρόνηση για τα πολιτικά πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει επιστήμη; Ένας και μόνος τρόπος υπάρχει για να την αποκτήσουν, είναι να ασκούν την πολιτική εξουσία, να συζητούν και να περνούν αποφάσεις, είναι τελείως αντίθετη φυσικά η μοντέρνα αντίληψη η οποία επεκράτησε και όχι ο αρχαίος λόγος η ιδέα ότι η δημοκρατία είναι η εκπροσώπευση, ή αντιπροσώπευση. Αυτή η συζήτηση έχει γίνει από πολύ καιρό και ο ίδιος ο Ρουσό, ο οποίος έγραφε στο τέλος του 18ου αιώνος έλεγε σαφώς ότι η μόνη μορφή δημοκρατίας η οποία είναι δεκτή ή είναι πραγματική δημοκρατία ή άμεση δημοκρατία και έλεγε χαρακτηριστικά μια φράση την οποία θα μπορούσε να είχε βρει κανείς και στον Λένιν ή στον Μαρξ -όταν μετά κάναν την κριτική του κοινοβουλευτισμού- ότι «οι Εγγλέζοι που νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι διότι εκλέγουν τους βουλευτές τους μια φορά στα 5 χρόνια, βρίσκονται μέσα σε αυταπάτη…», λέει ο Ρουσό, «…Είναι ελεύθεροι μια μέρα σε 5 χρόνια». Εγώ θα έλεγα ότι ο Ρουσό δεν πηγαίνει στο τέλος του συλλογισμού του, γιατί φυσικά δεν είναι ελεύθεροι, όπως δεν είμαστε και δεν είσαστε ελεύθεροι, ούτε μία μέρα στα 5 χρόνια. Διότι το τι θα ψηφίσετε αυτή τη μέρα στα 5 χρόνια είναι ήδη προδιεγεγραμμένο. Πρώτα-πρώτα είναι προδιεγεγραμμένο απ’ το ποια πολιτικά κόμματα εμφανίζονται. Είναι προδιεγεγραμμένο από το τι μας έχουνε γεμίσει το κεφάλι επί 5 χρόνια. Είναι προδιεγεγραμμένο από τις καταστάσεις τις οποίες έχουνε ήδη δημιουργήσει αυτοί οι άνθρωποι. Από τη στιγμή κι απ’ την οποία έχουν εκλεγεί αμετάκλητοι αντιπρόσωποι, η πρώτη και κύρια δουλειά αυτών των αμετακλήτων αντιπροσώπων -εκτός κι αν πιστεύουμε στον Άγιο Βασίλη- είναι το πως να κατοχυρώσουν την επανεκλογή τους. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα και αυτό αυτή τη στιγμή το βλέπετε όχι απλώς στο επίπεδο των αντιπροσώπων, αλλά στο επίπεδο της Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Το μόνο θέμα το οποίον ενδιαφέρει είναι πως να κατοχυρωθεί η επανεκλογή. Όλα τα άλλα είναι, με συγχωρείτε, είναι τρίχες. Έτσι; Ό,τι και να διδάσκουν οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο και τα λοιπά.
Η αντιπροσώπευση είναι πολιτική αυτοαποξένωση του πολιτικού σώματος. Είναι «πάρε αγά μου το σχοινί να με κρεμάσεις». Η μόνη δυνατή μορφή δημοκρατίας είναι η άμεση δημοκρατία, όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν μόνοι τους και όχι μέσω αμετακλήτων εκπροσώπων. Τώρα φυσικά από πολύ καιρό υπάρχει το επιχείρημα και η συζήτηση την οποία θα ήταν ανέντιμο να αφήσουμε κατά μέρος. Άμεση δημοκρατία υπήρξε, το ξέρουμε. Υπήρξε στην Αθήνα και σε μερικές άλλες ελληνικές πόλεις, όχι σε όλες. Δεν υπήρξε ποτέ στην Ρώμη. Αν ποτέ ακούσετε κανέναν καθηγητή πανεπιστημίου να σας μιλάει για ρωμαϊκή δημοκρατία, βγείτε έξω, αγοράστε ντομάτες και ρίξτε του. Η Ρώμη ήτανε ολιγαρχία από την αρχή μέχρι το τέλος. Αν ακούσετε κανέναν μαρξιστή να σας πει ότι η αθηναϊκή δημοκρατία στηριζόταν στη σκλαβιά, αγοράστε πορτοκάλια σάπια και ρίξτε του, διότι σκλαβιά υπήρχε παντού στον αρχαίο κόσμο, αλλά δεν υπήρχε δημοκρατία και πείτε του ότι δεν ξέρει τον Μαρξισμό αυτός ο δήθεν μαρξιστής, γιατί ο ίδιας ο Μαρξ γράφει πολύ σωστά ότι η πραγματική κοινωνικοοικονομική βάση της αρχαίας δημοκρατίας ήταν η ελεύθερη ανεξάρτητη μικροπαραγωγή. Η βάση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν ήτανε η σκλαβιά, οι πλούσιοι είχανε σκλάβους, οι περισσότεροι από τους άλλους δεν είχανε. Η βάση της αθηναϊκής δημοκρατίας ήτανε ότι ο χωριάτης που έκανε με τα πόδια 25 χιλιόμετρα για να κατέβει στην αγορά του δήμου και να συζητήσει και ν’ αποφασίσει, ο τεχνίτης ο Αθηναίος φυσικά το ίδιο, ο ναύτης ο Αθηναίος, ο Πειραιώτης το ίδιο.
Τώρα αυτό φυσικό προϋποθέτει ότι έχουμε μια πολιτική κοινότητα περιορισμένη σε αριθμό, δεν είναι έτσι; Και υπάρχει άλλωστε και η περίφημη φράση του Πλάτωνα, στους «Νόμους» νομίζω, όπου λέει ότι η ιδανική διάσταση μιας πόλης από άποψη πληθυσμού, όχι εδάφους, είναι ο αριθμός ανθρώπων οι οποίοι μαζεμένοι στο ίδιο μέρος, μπορούν να ακούσουν τη φωνή ενός ρήτορα. Λοιπόν να κλείσουμε τα μικρόφωνα, να δούμε αν εδώ μπορούμε να κάνουμε άμεση δημοκρατία χωρίς μικρόφωνα, έτσι; Αυτή η ιδέα η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική, βλέπετε και τη συμβολή και τη διάσταση. Και βλέπετε το γεγονός ότι ο καθένας περίπου ξέρει τον άλλον. Στους πλατωνικούς διάλογους π.χ. ρωτάει ο Σωκράτης σ’ ένα γυμνάσιο, εκεί που είναι οι νέοι και που τους λιμπίζεται, ποιος είναι ο τάδε, ας πούμε; Και του λέει ο άλλος, πως δεν ξέρεις, είναι ο γιος του Κτησικράτη, ας πούμε. Α, λέει ο Σωκράτης, βεβαίως και δεν είχε ξάδελφο τον τάδε, κ.λπ. Διότι φυσικά, άμα είναι οι πολίτες οι ελεύθεροι 30.000 από τους οποίους 10-15.000 μένουν στην Αθήνα, όλος ο κόσμος γνωρίζεται μεταξύ τους και περίπου ξέρει τι φάρα είναι, τι ζυγίζει και τι είναι ικανός να κάνει και να μην κάνει. Ο μεγάλος Αμερικανός κοινωνιολόγος ο Λιούις Μάμφορντ συζητάει αυτή τη φράση σε ένα βιβλίο το ’36 και λέει αρκετά σωστά, αλλά μένει σ’ αυτό το πεδίο, ότι με την εφεύρεση του ραδιοφώνου τα όρια της άμεσης δημοκρατίας, έχουνε γίνει τα όρια του πλανήτη. Αυτό είναι σωστό, είναι ελλειπές, θα πω αμέσως γιατί.
Εγώ ο ίδιος, αν μου επιτρέπετε να αναφέρω τον εαυτό μου, 20 χρόνια μετά από τον Μάμφορντ, ανέφερα όλη αυτή την ιστορία και ανέφερα επίσης το γεγονός της τηλεόρασης, ότι φυσικά και η τηλεόραση μπορεί να μπει στην υπηρεσία της άμεσης δημοκρατίας. Φυσικά με το πολιτικό καθεστώς που υπάρχει μπήκε στην υπηρεσία της φαυλοκρατίας, δεν είναι έτσι; Αλλά αυτό δεν είναι ενδιαφέρον καθ’ αυτό, αυτό που θέλω να πω, είναι ότι υπάρχουν τα τεχνικά μέσα, για να μπορέσουν να υπάρξουν έλλογες και στοχασμένες μετά από συζήτηση, συλλογικές αποφάσεις που να υπερβαίνουν απείρως τα όρια της κλασσικής άμεσης δημοκρατίας, της αθηναϊκής ας πούμε. Δεν θα το συζητήσω εν εκτάσει αυτό το ζήτημα, φυσικά δεν αρκεί να υπάρχει ραδιόφωνο διότι, ραδιόφωνο είχε και ο Χίτλερ και αφιόνιζε τους Γερμανούς. Πρέπει φυσικά να υπάρχει όχι μονόδρομος, αλλά διπλόδρομος, το ίδιο για την τηλεόραση, όλα αυτά λύνονται από την στιγμή που η τηλεόραση δεν σκοπεύει να κάνει ρεκλάμες και να πουλάει λόγους πρωθυπουργού και φάτσες υπουργών, αλλά που γίνεται πραγματικά δημοκρατικό όργανο. Υπάρχει κάτι άλλο που είναι ελλειπές στην ιδέα του Μάμφορντ και που νομίζω ότι μπορούμε και πρέπει να το συμπληρώσουμε: Σε κοινωνίες τόσο εκτεταμένες, όσο οι δικές μας και οι οποίες αυτό το λέω παρεμπιπτόντως, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ορθοποδήσουν εάν δεν επεκταθούν ακόμα περισσότερο, δεν θέλω να σας τρομάξω αλλά σκεφτείτε αυτό που έλεγα στην αρχή τα οικολογικά προβλήματα σήμερα, νομίζω ότι γίνεται αμέσως προφανές, ότι όχι το ζήτημα της δημοκρατίας είναι παγκόσμιο, αλλά το ζήτημα της δημοκρατίας είναι ζήτημα παγκόσμιας δημοκρατίας, για τον απλούστατο λόγο ότι αν περνάει ένα πετρελαιοφόρο 500.000 τόνων σε 100 χιλιόμετρα απόσταση από τις ακτές σας και αν τυχόν σπάσει όπως έγινε αυτό πολλές φορές, οι ακτές σας μεταμορφώνονται σε πίσσα επί χρόνια για να μην μιλήσω για την ατμόσφαιρα, τα δάση κ.λπ.
Για να τραφεί αυτή η άμεση δημοκρατία πρέπει να είναι πραγματικά άμεση δημοκρατία σε ένα ορισμένο επίπεδο. Πρέπει να είναι, αν μπορώ να πω, αθηναϊκού τύπου δημοκρατία, στο επίπεδο της βάσης, δηλαδή πρέπει να υπάρχει, ένα δίκτυο κοινών ή κοινοτήτων αποκεντρωμένων και αυτοκυβερνημένων. Δηλαδή οι άνθρωποι πρέπει να παιδευτούν στην αυτονομία, στην αυτοδικία -όχι με την έννοια των εφημερίδων- και στην αυτοτέλεια στο επίπεδο ας πούμε ή στις διαστάσεις μιας πόλης μεταξύ 20 και 50 ή έστω και 100 για να βάλω μέσα και τον Βόλο, χιλιάδων κατοίκων, στις διαστάσεις ενός εργοστασίου, όταν πρόκειται για την παραγωγική αυτοδιαχείριση, στις διαστάσεις συνεταιρισμών 5-10 χωριών όπου οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να κάνουν μια εκκλησία και να αποφασίσουν και από κει να ξεκινάει μια ανάθεση. Όχι εκπροσώπευση, αλλά ανάθεση ανακλητής διαρκώς δύναμης σε ανθρώπους που να συμμετέχουν σε ανωτέρων διαστάσεων ενότητες.
Σ’ αυτές τις βασικές ενότητες της άμεσης δημοκρατίας νομίζω ότι, οι αρχαίοι μπορούν να μας υποδείξουν πράγματα όχι για να τα μιμηθούμε, αλλά για να σκεφτούμε. Π.χ. ότι στην αρχαία Αθήνα ένα σωρό βασικές αρχές, πληρώνονταν με εκ περιστροφής καθορισμό, δηλαδή ένα μήνα ήτανε μία φυλή, και ανάμεσα σε αυτή τη φυλή ένα άτομο που ήτανε επιστάτης των πρυτάνεων, δηλαδή πρύτανης της δημοκρατίας, έναν άλλο μήνα ήτανε η άλλη, ή με κλήρο. Εκεί όπου οι Αθηναίοι εξέλεγαν, όπως ξέρετε, είναι εκεί όπου πράγματι χρειάζεται μια ειδικότητα και γι’ αυτό π.χ. οι στρατηγοί εκλεγόντουσαν. Διότι το να διοικήσει στρατός σε μάχη δεν είναι θέμα του καθενός, είναι θέμα μιας ειδίκευσης και μιας τέχνης εκλεγόντουσαν αλλά με ανάκληση. Οι σύγχρονες ελευθερωτικές κινήσεις και ιδιαίτερα το εργατικό κίνημα δημιούργησε μία άλλη μορφή, που είναι η μορφή εργατικού συμβουλίου, δηλαδή υπάρχει μία γενική συνέλευση όλων των ενδιαφερομένων, αυτοί εκλέγουν, εκπροσώπους, οι οποίοι όμως εκπρόσωποι είναι συνεχώς ανακλητοί, όχι απλώς υπεύθυνοι, ενώ οι βουλευτές μας δεν είναι, ούτε καν οι υπουργοί δεν είναι υπεύθυνοι, τέλος πάντων. Είναι συνεπώς υπεύθυνοι, αλλά είναι συνεχώς ανακλητοί και είναι υποχρεωμένοι να δώσουν λόγο γι’ αυτά τα οποία έκαναν στους εκλογείς τους.
Νομίζω δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος τώρα να επιδοθούμε σε μια μάλλον ουτοπική κατασκευή μιας άμεσης δημοκρατίας που θα περιελάμβανε εκατομμύρια πληθυσμών, αλλά νομίζω, αν υπάρχει απ’ τη μια μεριά πραγματική δημοκρατία άμεση σε ενότητες βάσεως, στις οποίες, αυτή η πραγματική δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει. Κάθε αρχή που κατ’ ανάγκην πρέπει να εκλεγεί, είναι όχι απλώς εκλεκτή, αλλά συνεχώς ανακλητή, υπεύθυνη για να πρέπει να δίνει λόγο. Νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε να λύνουμε το πρόβλημα της δημοκρατίας σε μια κοινωνία που έχει τις διαστάσεις των σημερινών κοινωνιών και κατά την γνώμη μου, που θα έπρεπε να επεκταθεί σε ηπειρωτικούς και τελικά πλανητικούς χώρους.
Φτάνω τώρα στο τελευταίο σημείο της ομιλίας μου. Όλα αυτά κατά κάποιο τρόπο είναι δευτερεύοντα, έχουν βέβαια την σημασία τους, αλλά δεν είναι τα καίρια για να μπορέσει η άμεση δημοκρατία να λειτουργήσει, δηλαδή για να μπορέσει να υπάρξει ελευθερία γιατί γι’ αυτό πρόκειται. Είτε σε διαστάσεις 20-30 χιλιάδων ανθρώπων, είτε σε διαστάσεις τριών δισεκατομμυρίων ανθρώπων, πίσω, κάτω και πάνω από όλους τους θεσμούς χρειάζεται κάτι άλλο που κανένας δεν μπορεί να το αποφασίσει ή να το βάλει σαν νόμο, χρειάζεται η συνεχής δημιουργική δραστηριότητα του κοινού, γιατί το κοινό θα βρει δεν θα το βρω εγώ, ούτε εσείς, το πως είναι δυνατόν να υπάρχει αντίχηση ανάμεσα σε έναν κεντρικό πομπό ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως και στον κοινό που τον δέχεται, το κοινό θα βρει, ο λαός, οι λαοί θα βρουν κατά ποιο τρόπο μπορούν να δημιουργηθούν μορφές τις οποίες ίσως ούτε φανταζόμαστε σήμερα, οι οποίες θα μπορούσαν να λύσουν προβλήματα που μας φαίνονται ανυπέρβλητα. Χρειάζεται λοιπόν αυτή η συνεχής δημιουργική δραστηριότητα του κοινού και αυτό σημαίνει κυρίως για όλους το πάθος για τα κοινά, κι αυτό δεν είναι δική μου ανακάλυψη, υπάρχει σε εκείνο το καταπληκτικό χορικό της Αντιγόνης που αρχίζει «πολλά τα δεινά και ουδέν ανθρώπου δεινότερων τέλη» και όπου ο Σοφοκλής ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, αυτό που ονομάζει «η αστυνόμος οργά» -αστυνόμος θα πει θεσμιστική, και οργά, από το οποίο βγαίνει άλλωστε ο οργασμός, είναι η ακμή του πάθους, δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί που πάνω στην ακμή του πάθους στήσαν πραγματικές πολιτείες, έτσι, όπως αυτή μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Σοφοκλής και για την οποίαν έγραψε τις τραγωδίες του.
Αν δεν υπάρχει αυτό το πάθος για τα κοινά, αυτή η αστυνόμος οργά, μπορούμε να λέμε ωραίους λόγους, μπορούμε να γράφουμε ωραία βιβλία, να κατασκευάζουμε συστήματα τα οποία να είναι άψογα, φιλοσοφικά και πολιτειολογικά, αλλά όλα αυτά δεν θα σημαίνουν τίποτε. Και θα ήθελα απάνω α’ αυτό το σημείο, τελειώνοντας να πω ποια είναι η άκρως αντίθετη άποψη μ’ αυτήν που εκθέτουμε εδώ τώρα και που την στηρίζουμε σ’ αυτήν την καταπληκτική και εκθαμβωτική φράση του Σοφοκλή για την «αστυνόμον οργά». Η άποψη της σύγχρονης δήθεν δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού την έχει με καταπληκτική πυκνότητα και βαθύτητα εκφράσει ένας Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος του περασμένου αιώνα που λέγεται Μπενζαμέν Κονοτάντ, σε ένα περίφημο κείμενο που συγκρίνει την ελευθερία των αρχαίων με την ελευθερία των μοντέρνων, και όπου λέει ότι πράγματι η αρχαία δημοκρατία, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουνε στη ζωή τους, έτσι το εξηγεί αυτός, είχανε αυτό το πολιτικό πάθος, ενώ εμείς λέει και εδώ παραθέτω επί λέξη μεταφράζοντας, «το μόνο που γυρεύουμε από το κράτος είναι η κατοχύρωση των απολαύσεων μας». Και δεν το λέει ούτε κατηγορηματικά, ούτε ειρωνικά, το λέει διότι ξέρει τους συγχρόνους ανθρώπους.
Αυτό είναι, ελπίζω κατά το ήμισυ, μία τραγική αλήθεια για τον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή αυτό που γυρεύουνε oι άνθρωποι και το γυρεύουν δεν σκέφτονται ότι είναι δικό τους θέμα, το γυρεύουν. Υπάρχει ένας μπαμπάς, μαμά, κράτος το οποίο είναι ταυτοχρόνως και ένα τέρας, αλλά το οποίο είναι ταυτοχρόνως και ένα είδος Άγιου Βασίλη ο οποίος έχει μία κοιλιά μέσα από την οποία βγάζει χαρτονομίσματα, άδειες, θέσεις, δεν ξέρω τι, το ένα, το άλλο, αλλά το οποίο πάντως πρέπει να κατοχυρώνει τις απολαύσεις μας. Όσο υπάρχει αυτή η σύλληψη, ή μάλλον αυτή η βαθιά φαντασιακή τοποθέτηση του συγχρόνου ατόμου απέναντι στα κοινά και απέναντι στην πολιτική, ακόμη μια φορά όσα λέμε μπορούν ίσως να μείνουνε ο σπόρος για κάποια άλλη γενιά αλλά δεν ωφελούν σε τίποτα, αυτό που χρειάζεται σήμερα κατ’ εξοχήν, είναι αυτό το πάθος για τα κοινά, η ευθύνη, η συμμετοχή, η «αστυνόμος οργά».
eagainst.com

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Η φυλακή της ελεύθερης επιλογής




Γιορτινές μέρες που είναι ,στο κέντρο του Λονδίνου έξω από το κατάστημα της γνωστής εταιρίας με σήμα την τεράστια σιαγόνα , την διάσημη άκακη σιαγόνα αλλά ιδιαίτερα αρπαχτική , όταν κάποιο θύμα της φτάσει μπροστά στο ταμείο προβάλλοντας στους υπάλληλους τις περίεργες σεξουαλικές δικαιολογίες του και τις ανούσιες νυχτερινές εξάψεις της αφραγκίας του, λίγο προτού τον στείλουν οι τετραγωνισμένοι μπράβοι της στο διάολο ,το πλήθος ξεκίνησε να σχηματίζει τεράστιες ουρές μια εβδομάδα πιο πριν.
Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος πελάτης της εταιρείας να χάσει μια τέτοια παγκόσμια πρωτιά. Βρέξει χιονίσει ,ακόμα και με ανέμους πολλών μποφόρ ,ο πελάτης της εταιρίας είναι για πάντα ο πιστός πελάτης της εταιρίας. Επώνυμος όταν οι δουλειές του πάνε καλά και ανώνυμος ,όταν οι δουλειές του πάνε σκατά .Καταναλωτής -ιδιοκτήτης του γαμάτου κινητού τηλεφώνου που χάρη σε αυτό αναγνωρίζει τα όρια της ελευθερίας του και χάρη σ’ αυτό ,αναγνωρίζεται και πεθαίνει ήσυχος στο κοιμητήριο της φιλειρηνικής κωμόπολης με τις νοικοκυρεμένες αυλές .
Από ψηλά το αχόρταγο πλήθος της εταιρίας, μοιάζει σαν ένα πολύχρωμο φίδι τυλιγμένο ασφυχτικά γύρω από τα οικοδομικά τετράγωνα του λονδρέζικου κέντρου. Όσο πλησιάζει η ημέρα απελευθέρωσης της συσκευής στο εμπόριο ,τόσο η σπείρα του πλήθους σφίγγει περισσότερο τη λαβή της γύρω από τα οικοδομικά τετράγωνα με απίστευτη μανία και πιο συγκεκριμένα, γύρω από το καταθλιπτικό μεταμοντέρνο κατάστημα της εταιρίας .Η όλη φάση μοιάζει με καλά κινηματογραφημένη αφασία, από αυτές που συζητιούνται για μέρες στα καφέ της πρώτης ανθρωπότητας, μέχρι τα προϊόντα της εταιρίας , να καταλήξουν άχρηστα σκουπίδια στις χωματερές της τρίτης ανθρωπότητας ,αμέσως μετά την κυκλοφορία του επόμενου μοντέλου.
Ένα τρελό πανηγύρι για ηλικίες που κυμαίνονται από τα δεκαοχτώ μέχρι και κάτι που τελειώνει σε τελειωμένο οχτώ ,στην πλειοψηφία τους φοράνε γυαλιά χωρίς να έχουν κάποιο οφθαλμολογικό πρόβλημα. Τα φοράνε γιατί το επιβάλει μια καινούρια μόδα. Ανοιγοκλείνουν τα στοματά τους μπροστά στις κάμερες στα φανερά, αλλά στα κρυφά αγωνιούν να επιδείξουν , εκτός από την μεγαλειώδη υπόστασή τους και τα επίσης μοδάτα ρούχα που αγόρασαν σε τιμή ευκαιρίας από τα γνωστά πολυκαταστήματα με τις τρέλες ευκαιρίες πληρωμής σε σαράντα δόσεις άτοκα.
Αυτός κυρίες και κύριοι είναι ο νέος κόσμος , όπου τα παιδιά του κυρίου τάδε ,δεν χρειάζεται να σπάσουν βιτρίνες ούτε να κάψουν τα χριστουγεννιάτικα δεντρά της πλατείας για να αλλάξουν κάτι σ’ αυτόν .Τους φτάνει μόνο να πιστέψουν στις θαυματουργές δυνατότητες της καινούριας συσκευής που από στιγμή σε στιγμή θα γίνει δικιά τους.
Κόσμος πολύς φαίνεται να έχει ταξιδεύει από διάφορα σημεία του πλανήτη για να παραστεί στο γεγονός. Αεροπορικές εταιρίες με τα οικονομικά πακέτα προσφορών τους ,βοήθησαν ώστε το ταξίδι να είναι όσο το δυνατόν πιο προσιτό για τις μεγάλες μάζες. Ξενοδοχεία για όσους δεν είχαν σκοπό να κατασκηνώσουν στο δρόμο ,ετοίμασαν συμφέρουσες διανυκτερεύσεις με πρωινό που δεν ήταν να χάσει κανείς .
Ανάμεσα στον κόσμο βρίσκονται και κάμποσοι σε ηλικία μελλοντικής αυτοκτονίας όταν οι αγορές αποφασίσουν να δώσουν το οκ. Κάποιοι δυστυχώς αγνόησαν το σπουδαίο αυτό γεγονός και πήδηξαν απ’ το μπαλκόνι τους τις προηγούμενες ημέρες. Υπάρχουν και άτομα που πάνω στη φούρια τους ,δεν θυμούνται αν έκλεισαν τη βρύση του μπάνιου, ή αν έσβησαν το μάτι της κουζίνας.
Από τις παχιές τζαμαρίες των διπλανών κτιρίων ακούγονται πολλά :σκάσε πουτάνα ,γαμώτο ,άντε γαμήσου ρε μαλάκα .Μικρές καθημερινές ιστορίες λες και είναι βαλτές από την αντίπαλη μισητή εταιρία ώστε να αμαυρώσουν το γεγονός.
Στον κόσμο που έμπλεξε η νέα γενιά , είτε θα μονολογεί καταπληκτικές ατάκες στα σόσιαλ μίντια ,είτε θα παίρνει συνεχώς τηλέφωνα χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί ,με την ελπίδα κάποια μέρα να βρεθεί στην απέναντι γραμμή κάποιος χριστιανός να δώσει μια γαμημένη απάντηση. Κι αν δε βρεθεί κανείς τότε τι γίνεται;Τζάμπα πήγαν τα προγράμματα των ατελείωτων αιώνων ομιλίας;
Ευτυχώς η γενιά αυτή δεν χρειάστηκε να παλέψει με τανκ ,ούτε έφαγε, ή θα φάει τεχνολογικά προηγμένους όλμους στο κεφάλι. Της αρκεί ένα «σε χρειάζομαι απόψε το βράδυ» για επανέλθει η ημερήσια γαλήνη στα αποδεκτά επίπεδα ρομαντικής μετριότητας.
Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούν τέτοια εποχή λίγο πριν τις γιορτές στο Λονδίνο,δεν πτόησαν το αποφασισμένο πλήθος. Άνθρωποι εργαζόμενοι πηγαινοέρχονται μέσα στο κρύο και ανθρώπινες ψυχές, περιμένουν τρέμοντας στα αντίσκηνά τους .Ψυχές τόσο ενδιαφέρουσες που άμα τις στύψεις μπορεί να βγάλεις και κάνα δύο δακρύβρεχτα best sellers για την παραλία . Αμα τις σκάψεις βαθιά, σίγουρα θα ανακαλύψεις αυτό που δεν τόλμησες να φανερώσεις ποτέ στους γύρω σου:έναν ακόμη μαλάκα απ’ αυτούς που επαναστατούν δυο μήνες μετά την κυκλοφορία της συσκευής στο εμπόριο και όχι τους κατευθείαν μαλάκες αγοραστές.
Το θέαμα με τα αντίσκηνα χύμα στο δρόμο, προσέλκυσε από μικροπωλητές μέχρι πολυεθνικές ,οργανώσεις για τα δικαιώματα του καταναλωτή, πανεπιστήμια , τηλεοπτικούς σταθμούς και ερευνητικά κέντρα .Την παρέα συμπλήρωσε και η απαραίτητη κρατική καταστολή .Οι ελεύθεροι σκοπευτές κατέλαβαν όλες τις γύρω ταράτσες και οι σωματικοί έλεγχοι ξεπέρασαν τα όρια και της πιο αποκρουστικής δικτατορίας .Μολονότι η αστυνομία σε συνεργασία με την δημοτική την μυστική την αντιτρομοκρατική την κατασκοπευτική την εγκληματολογική τον στρατό τις ειδικές δυνάμεις προστασίας πολιτεύματος και τις ειδικές δυνάμεις καταστολής του πλήθους, έκλεισαν όλους τους γύρω δρόμους και απαγόρευσαν αυστηρώς την κυκλοφορία στο κέντρο ,κανένας μα κανένας πολίτης δεν διαμαρτυρήθηκε για την ταλαιπωρία .H ελεύθερη επιλογή έχει και τα μειονεκτήματά της .
«Κάποιος να σας απαλλάξει από την δυστυχία» φώναξε μια κουρασμένη υπάλληλος από τα μεγάφωνα εννοώντας φυσικά:μπείτε στη σειρά σας παρακαλώ ,λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες και γίνει το αδιαχώρητο.
«Μην σφαχτείτε ρε μαλακισμένα» παραίνεσε η ευγενέστατη πωλήτρια, εννοώντας :σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω κύριε;.
Και όλοι μαζί σαν μια αγαπημένη οικογένεια χαμογέλασαν γιατί στον κόσμο αυτό είναι υποχρεωμένοι να γελάνε κοιτώντας κατάματα  τον απέναντι καθρέφτη .
Ο παγκόσμιος ντόρος του τελευταίου έτους βοήθησε όσο τίποτα άλλο στον σχηματισμό του πολύχρωμου αδιαχώρητου. Δεν υπήρξε οικονομικός αναλυτής ,τεχνολογικό σάϊτ , δελτιο ειδήσεων, περιοδικό που να μην είχε εκθειάσει το νέο τεχνολογικό θαύμα του εικοστού πρώτου αιώνα. Εκατοντάδες διαδικτυακοί επαγγελματίες με μανικιούρ- έτοιμοι να πάθουν απανωτούς νευρικούς κλονισμούς, αν τύχει και υποψιαστούν τον αργό χρόνο απόκρισης κάποιου smartphone (σκέψου να βρίσκεσαι σ’ ένα πάρτι και να θες να ανεβάσεις γρήγορα καμιά εκατοστή φώτο στα σοσιαλ μιντια και το ρημάδι το κινητό να σε καθυστερεί!)-αποκάλυψαν μερικές λαχταριστές λεπτομέρειες στο αδηφάγο κοινό τους χωρίς να φοβούνται καθόλου τα πνευματικά δικαιώματα.
Η εταιρία ,έφτασε τα προηγούμενα χρόνια την τεχνολογία των κινητών και την μανία των καταναλωτών στα ύψη. Πιο δυνατά πιο λεπτά πιο αξιόπιστα πιο εξυπηρετικά πιο γρήγορα πιο ποθητά πιο γαμάτα πιο εμφανίσιμα. Όλα αυτά τα εκρηκτικά χαρακτηριστικά ήταν αρκετά για να της χαρίσουν δισεκατομμύρια κερδών και ουρές ξεπαγιασμένων οπαδών, έξω από τα καταστήματά της.
Ένα κινητό στα μέτρα του καθένα και ο κανένας στα μέτρα της εταιρίας που ξοδεύει δισεκατομμύρια για να ράψει το κινητό στα μέτρα του καθένα. Η δουλειά του κανένα να γίνεται κι αν δε γίνεται ,κι αν τελικά όλα αυτά είναι παραμύθια ,φτάνει που που ο κανένας θα νιώσει την χαρά να παραβρεθεί στο γεγονός πρώτος ,φτάνει που θα το αγοράσει πρώτος, φτάνει που θα ξετυλίξει την συσκευασία πρώτος ,φτάνει που και ο τελευταίος κανένας θα αισθανθεί την ηδονή ως ο πρώτος καθένας .
Χρόνο με το χρόνο, μοντέλο με το μοντέλο, έτσι φτάσαμε σε αυτήν την γενιά η οποία υπόσχεται να φέρει ξανά την επανάσταση. Ποια είναι αυτή η επανάσταση που ο πλανήτης ετοιμάζεται να κάνει ξανά sold out;
«Ο Φαντομάς. Το πρώτο αόρατο κινητό με τεχνολογία εβδομηκοστής έκτης αίσθησης. Το κινητό που δεν το βλέπεις αλλά το αισθάνεσαι .Ένα κανονικό υποκατάστατο κάποιου ξεπερασμένου Θεού.
Τέρμα οι αναχρονιστικοί θεοί του παρελθόντος. Ο Φαντομάς είναι στο μυαλό σου από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κοιμάσαι και ξυπνάς μαζί του .Τον έχεις συνεχώς δίπλα σου χωρίς να πιάνει πολύτιμο χώρο στα στενάχωρα όνειρά σου. Δεν μπορείς να τον αγγίξεις, γιατί σε αγγίζει διαρκώς αυτός.
Με το Φαντομά θα ταξιδέψεις σε μέρη άγνωστα,θα θυμηθείς τα ξένοιαστα παιδικά σου χρόνια,θα ξεφυλλίσεις τις άπειρες εικόνες που βρίσκονται θαμμένες στο οικογενειακό μπαούλο από την απροσδόκητη  γέννηση, στην προβλέψιμη ζωή και το προσδιορισμένο τέλος σου.
Θα γελάσεις και θα κλάψεις .Θα αναπολήσεις την πρώτη σου τραμπάλα ,την πρώτη σου σοκολάτα ,την πρώτη απαγόρευση του μπαμπά ,την αφόρητη υστερική τσιρίδα της μαμάς,την παλιά σου αγάπη,το επομενό σου χάδι. Θα νιώσεις ελεύθερος να πετάξεις οπουδήποτε μέσα και έξω από τα ασφυκτικά όρια που σε περιορίζουν . Θα μεταφερθείς εκεί που η φαντασία συναντάει την πίστη στις εξαιρετικές δυνατότητες σου.
Θα πιστέψεις στις δυνάμεις σου,θα ονειρευτείς ένα καλύτερο κόσμο χωρίς την δυσάρεστη θυμηδία του παρελθόντος . Καινούριοι πολιτισμοί αγωνιούν να ξεπεράσουν τους παλιούς. Καινούριες αναγκαιότητες κοιτάνε να πηδήξουν τις παλιές .
Θα βρεθείς σ ένα παραμυθένιο παγκόσμιο χωριό όπου λευκοί μαύροι κίτρινοι και κόκκινοι άνθρωποι με κατάλευκα χαμόγελα  αγκαλιάζονται αγαπημένοι ,σχηματίζοντας τεράστιες αλυσίδες σε μεγάλες πλατείες,σε ακόμη μεγαλύτερες πόλεις,σε απεριόριστα σύμπαντα , για να ανταλλάξουν μηνύματα και φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα ,πάντα φρεσκοπλυμένοι και πάντα γεμάτοι από ανάγκες που πρέπει να ικανοποιήσουν εδώ και τώρα.»
Ο εκτεθειμένος καταναλωτής στο λονδρέζικο κρύο ,προς στιγμήν αιφνιδιάστηκε. Περίμενε να πιάσει στα χέρια του κάτι παραπάνω από μια άδεια πολυτελή συσκευασία με ένα σημείωμα οδηγιών χρήσης. Αλλά χαλάλι. Κάτι γνωρίζει η εταιρία με τους χιλιάδες εκατομμυριούχους επιστήμονες περισσότερο απ’ αυτόν.
Μετά το Φαντομά το επόμενο μεγάλο project της εταιρίας, είναι το χάπι Life all inclusive που θα αχρηστεύσει και την ίδια την συσκευασία. Προσοχή δεν μοιάζει με το μπλε χάπι του matrix. Αν το καταναλώσεις δεν θα μάθεις την αλήθεια, αλλά θα βυθιστείς ακόμα περισσότερο στο ψέμα .
Χάρη στις καινοτόμες αυτές τεχνολογίες ,λογικό ήταν η μετοχή της εταιρίας να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Προχωράνε οι ανάγκες της εταιρίας ,μαζί της εκτοξεύονται και οι ανάγκες των καταναλωτών.
noumero11888

Αντόνιο Γκράμσι – Μισώ την πρωτοχρονιά


Κάθε πρωί, καθώς ξυπνώ άλλη μια φορά κάτω από το πέπλο του ουρανού, νιώθω πως για μένα είναι πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος.
Ακυρώνουν την αίσθηση της συνέχειας της ζωής και του πνεύματος. Καταλήγει κανείς να πιστεύει πραγματικά ότι μεταξύ των ετών υπάρχει συνέχεια, κι ότι ξεκινά μια νέα ιστορία, και βάζει κανείς στόχους, και μετανιώνει για τις αστοχίες κτλ κτλ. Αυτό είναι ένα γενικότερο σφάλμα των ημερομηνιών.
Λένε πως η χρονολογία είναι η ραχοκοκαλιά της ιστορίας -αυτό το παραδεχόμαστε. Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες, τις οποίες κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, που έχουν περιπαίξει την ιστορία. Κι αυτές είναι πρωτοχρονιές. Η πρωτοχρονιά της ρωμαϊκής ιστορίας ή του μεσαίωνα ή της νεωτερικότητας. Κι έχουν γίνει τόσο διαπεραστικές και τόσο απολιθωτικές που, κι εμείς οι ίδιοι εκπλησσόμαστε καμιά φορά αναλογιζόμενοι ότι η ζωή στην Ιταλία άρχισε το 752, κι ότι το 1490 ή το 1492 είναι σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μια νέα ζωή. Κι έτσι η ημερομηνία γίνεται ένα εμπόδιο, ένα παραπέτασμα που εμποδίζει να δούμε ότι η ζωή συνεχίζει να εκτυλίσσεται με το ίδιο, αμετάβλητο, βασικό μοτίβο, χωρίς απότομες μεταβολές, με τον ίδιο τρόπο που στον κινηματογράφο σκίζεται το φιλμ κι έχουμε ένα διάλειμμα εκτυφλωτικού φωτός.
Γι΄ αυτό, μισώ την πρωτοχρονιά. Θέλω κάθε πρωινό νά΄ ναι για μένα και μια πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα θέλω να κάνω κι έναν προσωπικό απολογισμό, και να ανανεώνομαι κάθε μέρα. Καμιά μέρα καθορισμένη εκ των προτέρων για ανάπαυση. Τις παύσεις μου εγώ τις επιλέγω, όταν αισθάνομαι μεθυσμένος από έντονη ζωή και θέλω να κάνω μια βουτιά στη ζωικότητα για να αντλήσω από κει καινούρια δύναμη.
Καμιά πνευματική αγκίστρωση. Κάθε ώρα της ζωής μου θά΄ θελα να είναι νέα, παρότι συνδεδεμένη με τις περασμένες. Καμία μέρα ξεφαντώματος με συλλογικές στιχοπλοκές, που τις ανταλλάσσω με ξένους που δεν με ενδιαφέρουν. Επειδή ξεφάντωναν οι πρόγονοι των προγόνων μας κτλ πρέπει κι εμείς να αισθανόμαστε την ανάγκη του ξεφαντώματος. Όλα αυτά μου φέρνουν αναγούλα.
Δημοσιεύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1916, στην τορινέζικη έκδοση της εφημερίδας Avanti! (όργανο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας), στην στήλη που διατηρούσε ο Γκράμσι με τίτλο «Sotto la Mole» 
Μετάφραση: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης via RedNoteBook
Πηγή: controlacrisi.org.

Λούμπεν (νεο)πλουτοκρατία

Του Γιώργου Δουράκη


«I took you out of the ghetto,
but I could not get that ghetto out of you»
Isaak Hayes – Out of the Ghetto

Λούμπεν (νεο)πλουτοκρατία | ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Ιερώνυμος Μπος – Λαιμαργία (Gula), σκηνή από τον πίνακα Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα

Μέχρι πρότινος είχαμε υπουργό εργασίας που απασχολούσε οικιακή βοηθό χωρίς να πληρώνει ένσημα, πρωτοκλασάτο υπουργό που ίδρυσε off-shore εταιρείες για να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του και υπουργό οικισμού που έκτιζε αυθαίρετα. Όλα τα ’χε ο κυβερνητικός μπαξές. Και η δικαιολογία αφοπλιστική. Κάνουμε ό,τι κάνουν όλοι! Λαϊκισμός; Ναι, αλλά suis generis, trois-quarts. Από το λαό, με το λαό, για… πάρτη μας!

 

Εν συνεχεία είχαμε υπουργό οικονομικών που αφαίρεσε από τη λίστα Λαγκάρντ τα ονόματα μερικών πλούσιων συγγενών του και έναν δεύτερο υπουργό οικονομικών που κλωσούσε την ίδια λίστα για έναν ολόκληρο χρόνο, έτσι, χωρίς λόγο. Αμφότεροι –υποτίθεται- ορκισμένοι εχθροί και αδυσώπητοι διώκτες της εγχώριας και εξωχώριας φοροδιαφυγής. Γιατί, ως γνωστόν, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι θέμα εθνικής επιβίωσης. Ξέσπασε το σκάνδαλο, έγινε ντόρος, εκτοξεύτηκαν βαριές αλληλοκατηγορίες, παραπέμφθηκε ο πρώτος υπουργός οικονομικών  και έκτοτε άκρα του τάφου σιωπή. Αγνοείται η τύχη της λίστας Λαγκάρντ (και άλλων παρεμφερών). Υποθέτω ότι και πολλοί άλλοι υπουργοί και βουλευτές θα έχουν συγγενείς. Δεν μπορεί να είναι ανάδελφοι…

 

Λογικό ήταν να πιστέψουμε ότι τα έχουμε δει όλα. Αμ, δε! Φαίνεται ότι δεν έχει πάτο, δεν έχει τελειωμό αυτή η ξεφτίλα. Το νέο περιστατικό είναι εντελώς σουρεαλιστικό, υπερβολικό ακόμη και για πρωταπριλιάτικο ψέμα. Πρώην υπουργός μεταφορών, γόνος της μιας από τις δύο μεγάλες πολιτικές δυναστείες της χώρας, συνελήφθη να οδηγεί χωρίς δίπλωμα και με πλαστές πινακίδες ανασφάλιστο τζιπ, το οποίο είχε αποσύρει από την κυκλοφορία για να μην πληρώνει τέλη κυκλοφορίας και φόρο πολυτελείας! Απίστευτη λαμογιά, αρχοντοχωριάτικο καρακιτσαριό, με ούγια εκατό τοις εκατό Βαλκανιζατέρ. Και το κερασάκι στην τούρτα; Ο λούμπεν υπουργός έχει συγγράψει και πόνημα με τον σημαδιακό τίτλο «Για Ένα Νέο Ήθος»!

 

Στη θέση του οποιοσδήποτε νορμάλ άνθρωπος θα σιωπούσε, θα παρακαλούσε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί (κι αν ήταν Γιαπωνέζος, θα έκανε χαρακίρι). Αυτός όμως είναι άνω ποταμών, δεν έχει τσίπα. Με απόλυτη ψυχραιμία και ετοιμότητα και με τον πιο φυσικό τρόπο εξηγεί στους εμβρόντητους δημοσιογράφους και στους αγανακτισμένους περαστικούς ότι αναγνωρίζει το λάθος του (η ώρα η κακιά) και είναι έτοιμος να υποστεί τις κυρώσεις. Το άκρον άωτον του παχυδερμισμού και της αναισχυντίας. Η αντίδρασή του είναι χειρότερη και από το έγκλημα που διέπραξε. Το οποίο κακώς εν προκειμένω θεωρείται πλημμέλημα. Και μόνο εξαιτίας της ιδιότητας αυτού που το διέπραξε (πρώην υπουργός μεταφορών) θα έπρεπε να θεωρείται κακούργημα και μάλιστα ιδιαζόντως ειδεχθές.

 

Μετά απ’ όλα αυτά, υπάρχει άραγε κανείς που να μην είναι πεπεισμένος ότι -ευκαιρίας δοθείσης-  όλοι αυτοί οι χυδαία επίορκοι κυβερνήτες τα αρπάζουν χοντρά και προκλητικά; Λέτε να περιμένει το πόρισμα υπαρκτών ή ανύπαρκτων εξεταστικών επιτροπών για να διαμορφώσει άποψη; Ειλικρινά, δεν το νομίζω. Και δικαίως, κατά τη γνώμη μου. Δυστυχώς το καταθλιπτικό αυτό κλίμα ενισχύεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις «πόθεν έσχες» των βουλευτών. Οι οποίες δείχνουν ότι λεφτά υπάρχουν παντού, σ’ όλες τις πτέρυγες της βουλής (δεξιά, αριστερά και ενδιάμεσα). Εκείνο όμως που απουσιάζει εντελώς είναι το αίσθημα αλληλεγγύης και οι τύψεις. Ως γνωστόν εδώ και πολύ καιρό το κοινοβούλιο ψήφισε νόμο που επιβάλλει εισφορά αλληλεγγύης σ’ όλους τους εργαζόμενους. Και καλώς έπραξε. Για να ανακτήσουν όμως οι εκπρόσωποί μας στο κοινοβούλιο την προ πολλού χαμένη τιμή τους, θα έπρεπε αυτή η ενέργειά τους να συνοδεύεται από κάποια αντίστοιχη διακομματική πρωτοβουλία για την καθιέρωση ξεχωριστής εισφοράς αλληλεγγύης σ’ όλα τα εισοδήματα και τις καταθέσεις τους. Για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και  συμβολικούς (κυρίως γι’ αυτούς). Για να μπορούν δηλαδή να κοιτούν στα μάτια τον απλό κόσμο όταν του ζητούν να κάνει θυσίες και όταν του απευθύνουν συνθήματα του τύπου «όλοι μαζί, μπορούμε», «κανείς μόνος στην κρίση», «εθνική Ελλάδος, γειά σου» κλπ.

 

Ο συντελεστής αυτής της εισφοράς μπορεί και πρέπει να είναι αρκούντως υψηλός, μια και όλοι οι βουλευτές είναι από αρκετά έως πολύ εύποροι και προνομιούχοι με βάση τα σημερινά δεδομένα. Και φυσικά προοδευτικός συντελεστής, για να είναι κοινωνικά δίκαιος. Π.χ. 10% για ποσά μέχρι €100.000, 20% για ποσά από 100 μέχρι €300.000, 30% για ποσά από 300 μέχρι €600.000, 40% για ποσά από 600 μέχρι €1.000.000, 50% από ένα εκατομμύριο μέχρι €2.000.000 και 80% για δύο εκατομμύρια και πάνω. Με τον τρόπο αυτό δεν θα ενισχύσουν μόνο την κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά θα συμβάλουν και στο κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ μεγάλου και μεσαίου πλούτου στο μικρόκοσμο της βουλής. Αν και αυτό που πρωτίστως προέχει είναι να κλείσουν την τεράστια ψαλίδα μεταξύ πλούτου και φτώχειας στην κοινωνία.

 

Ουσιαστικά βέβαια δεν τους ζητάμε να κάνουν καμιά τρομερή θυσία, σαν τις θυσίες που κάνει η πλειονότητα του ελληνικού λαού που τους έστειλε στο κοινοβούλιο. Απλώς, οι 100 χιλιάδες τους θα γίνουν €90.000, οι 200 θα γίνουν €170.000, οι 300 θα γίνουν €250.000, οι 400 θα γίνουν €310.000, οι 500 θα γίνουν €370.000, το ένα εκατομμύριο θα γίνει €680.000, τα δύο εκατομμύρια θα γίνουν €1.180.000, τα τρία εκατομμύρια θα γίνουν €1.380.000 κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, παρά την εισφορά αλληλεγγύης, όλοι τους, μα όλοι τους, θα συνεχίσουν να ζουν πλουσιοπάροχα.

 

Θα μου πείτε, λύνεται έτσι το οικονομικό πρόβλημα; Φυσικά και δε λύνεται. Γιατί τα πολλά λεφτά, τα πάρα πολλά λεφτά, τα απίστευτα πολλά λεφτά, βρίσκονται αλλού. Εκτός των τειχών. Η οικονομική ελίτ, στην οποία ανήκουν, δεν έχει καμιά διάθεση να προτάξει τα στήθη της και να τα προασπίσει κραυγάζοντας «μολών, λαβέ». Αυτά είναι κατάλοιπα μιας άλλης, ηρωικής και κακοτράχαλης εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Προτιμά τη σύγχρονη κι ανώδυνη –καθότι πανούργα- εκδοχή των φορολογικών ασπίδων και των φορολογικών παραδείσων. Πάλι «μολών, λαβέ» λέει, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Κλείνοντας πονηρά το μάτι και σιγοψιθυρίζοντας γλυκά σ’ όσους εποφθαλμιούν τα πλούτη της: «come and get it (…if you find it)»!

 

Τρέχα-γύρευε, δηλαδή. Μόνο που η  δική μας πολιτική ελίτ δεν έχει καμιά διάθεση ούτε να τρέξει ούτε να αναζητήσει τους φοροφυγάδες. Ή μάλλον τρέχει, όχι όμως για να βρει τις σχετικές λίστες, αλλά για να κρυφτεί απ’ αυτές, που την έχουν πάρει στο κυνήγι! Δυστυχώς είναι πια ηλίου φαεινότερον ότι η πολιτική ηγεσία που κυβερνά σήμερα δεν μπορεί να συμβάλει στη λύση, επειδή και η ίδια αποτελεί μέρος του προβλήματος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, το 2008 η Μέρκελ ανέθεσε στην υπηρεσία αντικατασκοπείας (!) της χώρας της να υποκλέψει ηλεκτρονική λίστα Γερμανών φοροφυγάδων με αδήλωτες καταθέσεις στην τράπεζα του Λιχτενστάιν. Μόλις την πήρε στα χέρια της, την προώθησε στη δικαιοσύνη, η οποία ενήργησε με τη δέουσα ταχύτητα, επιβάλλοντας πρόστιμα και δημοσιοποιώντας τα ονόματα των φοροφυγάδων. Εδώ δεν αξιοποίησαν τη λίστα Λαγκάρντ, επειδή –λέει- δεν αποκτήθηκε με νόμιμο τρόπο, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα! Βλέπετε, η Γερμανία είναι μια σοβαρή καπιταλιστική χώρα, που δεν άρχεται από νεόπλουτους, κρατικοδίαιτους και στενά διαπλεκόμενους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, με αρπακτικές διαθέσεις και ληστρικές πρακτικές, που θυμίζουν την basse-classe καταγωγή τους στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν.

 

Λαϊκίζω ασύστολα, θα μου πείτε. Ίσως. Το κάνω όμως συνειδητά. Προτιμώ το λαϊκισμό από τον ελιτισμό. Πρέπει κάποτε κανείς να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει. Με τις κυρίαρχες ελίτ ή με το λαό; Με την ολιγαρχία ή με τον κόσμο της εργασίας; Είναι πια καιρός να απαλλαγούμε από το μεταμοντέρνο αχταρμά, να σταματήσουμε να τρώμε μεταμοντέρνο κουτόχορτο και να συγκροτήσουμε το συλλογικό υποκείμενο που λέγεται λαός. Να ξαναγίνουμε «εμείς». Όχι πια όντα μικρά και φθονερά μες στο εγώ μας κλειδωμένα. Αλλά «λαός» ικανός να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις στη χρηματοοικονομική και λοιπή ολιγαρχία, που τα τελευταία είκοσι χρόνια πλουτίζει ασύστολα εις βάρος της κοινωνίας, παραβιάζοντας τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Δημοκρατία και ολιγαρχία όμως δε συμβιβάζονται. Δε μπορεί μια κοινωνία να είναι ταυτόχρονα και δημοκρατική και ολιγαρχική. Γι’ αυτό ή «εμείς» ή «αυτοί»!…

 

 

Γιώργος Δουράκης

Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

 

- See more at: http://afterhistory.blogspot.gr/2013/12/blog-post_21.html#sthash.wmV3Wake.dpuf

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Το σχολείο την εποχή της κρίσης: Εκδημοκρατισμός και κρίση στην ελληνική εκπαίδευση

της Νέλλης Ασκούνη

Το ερώτημα τι πολίτες διαμορφώνει το σχολείο δεν περιορίζεται σε ζητήματα πολιτικής διαπαιδαγώγησης ή ιδεολογικών επιλογών. Η εκπαίδευση διαμορφώνει πολιτικά υποκείμενα, όχι μόνο ως θεσμός κοινωνικοποίησης, αλλά ταυτόχρονα ως μηχανισμός κατανομής των ατόμων στο πλαίσιο του καταμερισμού εργασίας. Έτσι, η συζήτηση για το τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο αναγκαστικά εμπεριέχει το ερώτημα τι δυνατότητες κοινωνικής ένταξης και κινητικότητας προσφέρει και σε ποιους – με άλλα λόγια, πώς συνδέεται με την κοινωνική και οικονομική δομή.
Θα περιοριστώ σε μερικά ερωτήματα, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι το ελληνικό σχολείο βρίσκεται σε κρίση αρκετό διάστημα πριν ξεκινήσει η σημερινή κρίση. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη με το σχολείο της, οι μαθητές δεν φαίνεται να βρίσκουν νόημα στην εκπαίδευση, οι γονείς διαμαρτύρονται γιατί τα παιδιά τους δεν μαθαίνουν γράμματα και οι εκπαιδευτικοί για τις κακές συνθήκες και το επίπεδο που πέφτει. Πώς φτάσαμε σε αυτή την ευρύτερη απαξίωση και αποδυνάμωση του κύρους του δημόσιου σχολείου; Η απάντηση συνδέεται με τις αλλαγές που γνωρίζει η εκπαίδευση τα τελευταία 40 χρόνια.
Το σχολείο της μεταπολίτευσης: εκδημοκρατισμός

Η μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίζεται από το στόχο του εκδημοκρατισμού όλων των θεσμών. Στο χώρο της εκπαίδευσης ο στόχος αυτός έχει διπλό περιεχόμενο: αφενός η μόρφωση να μην είναι προνόμιο μιας μειοψηφίας, αλλά το σχολείο να γίνει προσβάσιμο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αφετέρου να αλλάξει ο αυταρχικός προσανατολισμός τόσο των παιδαγωγικών δομών όσο και του περιεχομένου της εκπαίδευσης.

Σχετικά με το πρώτο, οι ποσοτικές αλλαγές των εκπαιδευτικών δεδομένων τις δεκαετίες ’70 και ’80 δείχνουν ότι το ελληνικό σχολείο ανοίγει τους κόλπους του απαντώντας έτσι στο αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης («Να σπουδάσουν οι φτωχοί» ήταν το εμβληματικό σύνθημα) και στο όνειρο της αγροτικής Ελλάδας του 60 για κοινωνική κινητικότητα.

Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο καταγράφεται ως ελληνική ιδιαιτερότητα το φαινόμενο πολύ υψηλών προσδοκιών για εκπαίδευση, ακόμα και σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Για πολλούς φτωχούς και αγράμματους γονείς το όνειρο ήταν να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα για να ξεφύγουν από τη δική τους δύσκολη και στερημένη ζωή. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν ανάγεται σε κάποια μεταφυσική έφεση των Ελλήνων προς τη μόρφωση. Προσδιορίζεται από το γεγονός ότι τέτοιες προσδοκίες ήταν εφικτό να υλοποιηθούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό — κάτι που, με τη σειρά του, συνδέεται με τη ρευστότητα των δομών της νεοελληνικής κοινωνίας, τον ρόλο του κράτους ως μεγάλου εργοδότη, τις ιδιοτυπίες στη δομή της απασχόλησης.

Η εκπαίδευση, σε μεγάλο βαθμό, λειτούργησε ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας «γενικής και ταχύτατης», κατά τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Γενικές και ταχύτατες ήταν και οι αλλαγές του εκπαιδευτικού τοπίου τις δεκαετίες του ’70 και του ’80: το 1970 στους νέους ηλικίας 25-30, μόνο 15% είχαν προχωρήσει πέρα από το δημοτικό (οι αναλφάβητοι έφταναν το 40%), είκοσι χρόνια μετά το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 75% (οι αναλφάβητοι είναι 2%), ενώ στις αρχές του 2000 μόνο 11% δεν ολοκληρώνουν την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.

Από τον αναλφαβητισμό και το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, περνάμε λοιπόν στο μαζικό σχολείο, στη γενίκευση της φοίτησης στη δευτεροβάθμια (με την εξαίρεση ορισμένων κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων) και σταδιακά στο μαζικό πανεπιστήμιο. Στο επίπεδο της τριτοβάθμιας από 30.000 που ήταν οι φοιτητές στις αρχές του ’60, αυξάνονται σε 300.000 στις αρχές του 2000, αύξηση θεαματική, αν μάλιστα πάρουμε υπόψη ότι ο μαθητικός πληθυσμός μειώνεται από τη δεκαετία του ’90.

Η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο: παιδεία και παραπαιδεία


Η διόγκωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκρυσταλλώνει ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το κρίσιμο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία και για την ακολουθούμενη εκπαιδευτική πολιτική είναι η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μοιάζει σαν όλος ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός να καθορίζεται από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Με την αυξημένη ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη διαχείρισή της, τόσο στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών, συνδέονται- πιστεύω- πολλές από τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες που σήμερα βιώνουμε στο σχολείο της κρίσης.

Στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι κοινότοπη διαπίστωση ότι όλες οι μεγαλεπίβολες αλλαγές που επιχειρήθηκαν και προβλήθηκαν ως μεταρρυθμίσεις είναι κατ’ ουσίαν αλλαγές του συστήματος ρύθμισης της εισαγωγής στην τριτοβάθμια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές όπως τα νέα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα στις αρχές του ’80, ωστόσο το κρίσιμο ζήτημα ήταν πάντα (και εξακολουθεί) το σύστημα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο.

Παράλληλα, στο επίπεδο των κοινωνικών πρακτικών διαπιστώνουμε τεράστια επένδυση στην εκπαίδευση, με ιδιαίτερη ένταση στα μικροαστικά και μεσαία στρώματα, τα οποία διογκώθηκαν σημαντικά την περίοδο αυτή. Οι στρατηγικές αυτών των στρωμάτων να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους περισσότερα πλεονεκτήματα μεταφράζονται σε εκπαιδευτικές πρακτικές αφενός υποστήριξης της σχολικής επίδοσης (φροντιστήρια), αφετέρου απόκτησης γνώσεων και ικανοτήτων (όπως και πιστοποίησής τους) που δεν παρέχει το σχολείο, αλλά αποδεδειγμένα έχουν σημαντικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό αντίκρισμα. Αναφέρομαι στις ξένες γλώσσες ή σε οργανωμένες δραστηριότητες σχετικές με την τέχνη και τον αθλητισμό, αυτά που ο Μπουρντιέ ονομάζει συσσώρευση πολιτισμικού κεφαλαίου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα παράλληλο σύστημα, ένα σχολείο δίπλα στο σχολείο, το οποίο έχει κρίσιμες συνέπειες στη λειτουργία του σχολείου.

Τα φροντιστήρια, έχοντας ως κύριο ρόλο την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις, απευθύνονταν αρχικά στους τελειόφοιτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σταδιακά αυτή η πρακτική διευρύνεται σε όλο και μικρότερες ηλικίες, με αποτέλεσμα το φροντιστήριο, από μέσο υποστηρικτικό να μετατρέπεται σε θεσμό ανταγωνιστικό του σχολείου, που κάποτε το υποκαθιστά (οι μαθητές στη Γ΄ Λυκείου δεν πάνε στο σχολείο για να πάνε φροντιστήριο), ενώ παράλληλα ενισχύει (αν δεν επιβάλλει) ένα συγκεκριμένο πρότυπο διδασκαλίας και μάθησης βασισμένο στην απομνημόνευση και τη μηχανιστική σχέση με τη γνώση. Αυτή η ισχυρή αλληλεξάρτηση παιδείας και παραπαιδείας γίνεται ακόμα πιο προβληματική, αν σκεφτούμε ότι σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιοι εκπαιδευτικοί που τροφοδοτούν και τα δύο συστήματα.

Η απαξίωση του δημόσιου σχολείου


Μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο εδραιώνεται η απαξίωση του δημόσιου σχολείου. Παρά τη βελτίωση των εκπαιδευτικών μεγεθών (γενίκευση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αύξηση φοιτητικού πληθυσμού), υπάρχει μια διάχυτη συλλογική βεβαιότητα ότι το σχολείο δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Από την άλλη, μαζί με την εντυπωσιακή πληθώρα των αριστούχων, εμφανίζονται φαινόμενα λειτουργικού αναλφαβητισμού (π.χ. παιδιά γυμνασίου που με δυσκολία γράφουν και διαβάζουν). Ένα πρόβλημα είναι ότι αυτή η συζήτηση, ή πολεμική καλύτερα, για την ανεπάρκεια του σχολείου γίνεται στη βάση εντυπώσεων, συχνά στερεοτυπικά, χωρίς έγκυρη τεκμηρίωση ή συστηματική διερεύνηση. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, λείπουν όμως έγκυρα δεδομένα για να δούμε καθαρά τις διαστάσεις του. Με αυτή την επιφύλαξη, θα προχωρήσω σε κάποιες διαπιστώσεις.

Το γεγονός ότι η εκπαίδευση συνιστά κοινωνικό διακύβευμα κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, ως μηχανισμός ρύθμισης της ροής προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ως συνέπεια να υποβαθμίζεται η σημασία του περιεχομένου της εκπαίδευσης, των γνώσεων που πρέπει να δίνει η κάθε βαθμίδα, αλλά και της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του σχολείου: σε ποιο βαθμό πετυχαίνει να μάθει στα παιδιά γράμματα και τι είδους γράμματα τους μαθαίνει.

Ως προς το πρώτο σκέλος, το τι πρέπει να διδάσκει το σχολείο, αλλαγές των αναλυτικών προγραμμάτων και του περιεχομένου της εκπαίδευσης έγιναν στην αρχή της μεταπολίτευσης, συναντώντας ευρεία συναίνεση. Τότε ήταν επιβεβλημένη πολιτικά η άρση του αυταρχικού και συντηρητικού προσανατολισμού του σχολείου. Μια δεύτερη αλλαγή των προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων, στο τέλος της δεκαετίας του 90, παρότι προβλήθηκε ως μεταρρύθμιση, δεν κατόρθωσε να απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα τι σχολείο χρειαζόμαστε, με ποιους στόχους και πώς πρέπει να λειτουργεί. Τα προβλήματα είναι πολλά:

* Η απουσία συνεκτικής λογικής από κοινού για όλες τις βαθμίδες

* Πολλές αντιφάσεις (νεωτεριστική ρητορεία στους στόχους, επιβίωση παραδοσιακού πνεύματος και εργαλειακής αντίληψης στο περιεχόμενο)

* Καμιά πρόνοια για τη διαδικασία υλοποίησης των παιδαγωγικών αλλαγών

* Αποτυχία δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή.

Είναι εύκολο να περιγράψει και να καταγγείλει κανείς τα κακώς κείμενα, αλλά λιγότερο εύκολο να αναλύσει τις αιτίες και τον σύνθετο χαρακτήρα των προβλημάτων. Η εκπαιδευτική αλλαγή δεν σκοντάφτει μόνο στα συμφέροντα που υπηρετούν οι εκάστοτε πολιτικές ούτε στον αυταρχικό και συνήθως αποσπασματικό, αντιφατικό και χωρίς σχέδιο τρόπο άσκησης αυτών των πολιτικών. Βρίσκει ισχυρές αντιστάσεις και στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού θεσμού: στις παγιωμένες παιδαγωγικές πρακτικές και αντιλήψεις των φορέων του (και εδώ ο τρόπος εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών είναι κρίσιμο ζήτημα), καθώς και στο ότι ο συνδικαλισμός λειτουργεί περισσότερο ως άμυνα παρά ως διεκδίκηση. Στο ζήτημα της αξιολόγησης, λ.χ., η δυσπιστία (εύλογη ή όχι) απέναντι στους στόχους της οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε άρνηση της ίδιας της αξιολόγησης, στερώντας τους ένα ισχυρό εργαλείο που θα μπορούσε να αναδείξει τη δουλειά τους, αλλά και τις ανεπάρκειες των δομών στις οποίες δουλεύουν και, κυρίως, την τεράστια ευθύνη της εκπαιδευτικής πολιτικής για τα προβλήματα.

Μια άλλη μορφή αντιστάσεων έρχεται από σημαντική μερίδα γονέων –κυρίως των μεσαίων στρωμάτων– οι οποίοι αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή άρνηση καινοτομίες που δεν συνάδουν με το παιδαγωγικό πρότυπο της δασκαλοκεντρικής μάθησης και της αποστήθισης, με τον φόβο ότι τέτοιες αλλαγές θέτουν σε κίνδυνο το ρυθμισμένο σύστημα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο.

Τέλος, είναι γνωστές οι ισχυρές ιδεολογικές αντιστάσεις σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής «ευαίσθητων» τμημάτων της σχολικής γνώσης, όπως η ιστορία ή τα αρχαία.

Το σχολείο της κρίσης

Κάποια από τα προβλήματα συνδέονται με τον μαζικό χαρακτήρα του σχολείου και τα συναντάμε και αλλού. Τέτοια είναι η ανασφάλεια των μεσαίων στρωμάτων και η αγωνία για τη διατήρηση των προνομίων ή την αναπαραγωγή τους (που συνοδεύονται από έντονη παρέμβαση στο σχολείο ή κριτική για πτώση του επιπέδου), το κενό νοήματος σχολείο για πολλούς μαθητές, η βία. Ελληνική ιδιαιτερότητα όμως φαίνεται να είναι η μεγάλη απαξίωση του δημόσιου σχολείου, η αίσθηση ότι λειτουργεί αποκομμένο από τον κοινωνικό περίγυρο. Βάσιμη ή όχι, το γεγονός ότι αυτή αποτελεί συλλογική πεποίθηση έχει πραγματικές συνέπειες, γιατί επηρεάζει τη συμπεριφορά απέναντι στο σχολείο.

Σε κάθε περίπτωση, η απαξίωση του σχολείου, η αμφισβήτηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητάς του εμφανίζεται έντονη σε μια περίοδο που η εκπαίδευση λειτουργεί όλο και πιο δύσκολα ως μηχανισμός κοινωνικής ενσωμάτωσης και κινητικότητας. Στις συνθήκες της κρίσης, με τα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας των νέων, η εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο αναγκαία αλλά όλο και λιγότερο επαρκής προϋπόθεση για την επαγγελματική ένταξη. Ταυτόχρονα, η επένδυση στην εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο δύσκολη και επισφαλής για μεγάλες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Το σχολείο δεν έπαψε ποτέ να είναι ταξικό, σήμερα όμως που οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, ο ταξικός του χαρακτήρας του αναδεικνύεται καθαρότερα.

Σε αυτές τις συνθήκες χρειάζεται να ξαναδούμε συνολικά τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες και τους στόχους του σχολείου, τους πραγματικούς, όχι τους ρητορικούς. Δεν είναι εύκολο, γιατί και η ίδια μας η σκέψη είναι εγκλωβισμένη στα αυτονόητα του εκπαιδευτικού συστήματος, προϊόντα του οποίου είμαστε. Βέβαια η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι η εκπαίδευση, παρά τη σχετική αυτονομία της, δεν συνιστά απομονωμένο σύστημα. Αντανακλά, αλλά και ενισχύει, αγκυλώσεις και παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της.

Τα πιο πρόσφατα δείγματα εκπαιδευτικής πολιτικής δείχνουν ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς τα πίσω. Φοβάμαι ότι δεν είναι απλώς –καταστροφικά– δείγματα μιας σπασμωδικής αντίδρασης, χωρίς σχέδιο, κάτω από την πίεση των επιταγών του Μνημονίου. Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη οπισθοδρόμησης, συντηρητισμού και ενίσχυσης των ανισοτήτων. Αντί, λ.χ., η τεχνική εκπαίδευση να αποτελέσει δυναμικό πεδίο που θα αναβαθμιστεί για να δώσει προοπτικές ιδίως στις πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες, καταργούνται αυθαίρετα ολόκληροι κλάδοι (και μάλιστα με επαγγελματικές προοπτικές, που συγκέντρωναν κυρίως –έχει σημασία– κορίτσια). Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Παιδείας εγκαινιάζει μεγάλο ιδιωτικό ΙΕΚ που προσφέρει παρόμοιες ειδικότητες. Αντί το Λύκειο να πάψει να είναι εξεταστικό κέντρο και καταργημένη εκπαιδευτική βαθμίδα, το «Νέο Λύκειο» είναι ακόμα πιο ασφυκτικά καθορισμένο από τις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Παράλληλα, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών μπαίνει από το παράθυρο η επιστροφή στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, τα Παιδαγωγικά Τμήματα απομονώνονται από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Όσο για την ποιότητα της εκπαίδευσης, φαίνεται να εξαντλείται στην αριστεία των πρότυπων σχολείων, αφήνοντας στη μοίρα τους τα υπόλοιπα, αυτά που είναι για τους λιγότερο «ικανούς», ενισχύοντας τις κοινωνικές ανισότητες.

Η βίαιη συνθήκη που ζούμε, η βεβαιότητα ότι δεν πάει άλλο, θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία βαθύτερων αλλαγών. Το κρίσιμο, στα μάτια μου, είναι να γίνει το σχολείο ένα πραγματικό δημόσιο αγαθό, να πάψει να θεωρείται (ή και να είναι) ένα «αδειανό πουκάμισο», που αν αξίζει κάτι, αυτό είναι η πιστοποίηση που παρέχει.

Η Νέλλη Ασκούνη διδάσκει στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών

To άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο Κρίση-μο Σεμινάριο «Τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας;», που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (Αθήνα, 15.10.2013).

Γιατί δε θέλουν τη νεολαία στο σχολείο: Μια σύντομη απάντηση στον υπουργό Παιδείας

Γιώργος Καλημερίδης
Το 1947, ο τότε καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (ΧΑΝ) και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών επί χούντας, Αμίλκας Αλιβιζάτος, έγραφε σε σχέση με τα τότε προβλήματα της “εθνικής μας παιδείας” ότι: “Η δημοτική και μέση εκπαίδευσις απολύτως πανεπιστημιακά προσανατολισμένη προητοίμαζε τη μαθητιώσαν νεολαίαν αποκλειστικώς δια το Πανεπιστήμιον, και τούτο επέμεινεν η μόνη ελπίς (επαγγελματική ελπίς) δια την σπουδάζουσαν νεολαίαν μας επί δημιουργία αφορήτου πληθωρισμού επιστημόνων δευτέρας και τρίτης ποιότητος”.1
Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος, με άρθρο του στα “Νέα” (21.12.2013) με το τίτλο “Το μεγάλο στοίχημα της εκπαίδευσης”, συνεχίζει τους προβληματισμούς του Αλιβιζάτου, ενός από τους βασικούς ιδεολογικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, γράφοντας: “Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο σχεδόν κάθε οικογένειας ήταν η εισαγωγή των παιδιών της στο Πανεπιστήμιο, και πολλές φορές, η μετέπειτα πρόσληψη στο δημόσιο τομέα (..) Δεν μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε να «παράγουμε» ανέργους πτυχιούχους, τη στιγμή που επαγγελματικοί κλάδοι ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Η υπεραπαραγωγή επιστημόνων, το υπερτροφικό Πανεπιστήμιο, η πτώση της ποιότητάς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω μαζικοποίησής της και η έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση είναι επιχειρήματα που καταγράφονται σε όλη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης τουλάχιστον από τα μέσα του 19ο αιώνα και μετά2. Τα συγκεκριμένα ιδεολογήματα ουδέποτε ασφαλώς αθώα και ουδέτερα ήταν. Στην πραγματικότητα το διακύβευμα τους ήταν πάντα πολιτικό και σχετιζόταν άμεσα με την προσπάθεια μετασχηματισμού ή εμπέδωσης, από την πλευρά της εκάστοτε αστικής πολιτικής εξουσίας, μιας ιδιαίτερης σχέσης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων με τη γνώση και την απασχόληση.
Πίσω από τις γενικές αναφορές στην οικονομική ανάκαμψη κρύβονταν οι ουσιαστικές πολιτικές στοχεύσεις της άρχουσας τάξης: η προώθηση μιας αριστοκρατικής αντίληψης για το σχολείο (μικρή αλλά “ποιοτική” μέση και ανώτερη εκπαίδευση), η νομιμοποίηση νέων εξεταστικών τεχνολογιών που αναπόφευκτα συνόδευαν τη σχετική συζήτηση, η επικύρωση των μορφωτικών ανισοτήτων ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των φυσικών κλίσεων και προδιαθέσεων των μεμονωμένων ατόμων και η δικαίωση του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και του διαχωρισμού διανοητικής–χειρωνακτικής εργασίας, μέσω φαινομενικά αντικειμενικών εξεταστικών δοκιμασιών ή ατομικών επιλογών. Ο σημερινός υπουργός Παιδείας είναι σε αυτό το σημείο αποκαλυπτικός, αν και ιστορικά καθόλου πρωτότυπος: “Το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους”.
Θα ήταν χρήσιμο ασφαλώς να μας εξηγήσει ο υπουργός γιατί τα “παιδιά που δε θέλουν να συνεχίσουν την τυπική μεταγυμνασιακή εκπαίδευση” προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την εργατική τάξη; Ή αντίστοιχα γιατί οι γόνοι της αστικής τάξης και των διάφορων μεσοαστικών στρωμάτων δεν έχουν αυτή τη φυσική κλίση προς πιο “πρακτικές” μορφές εκπαίδευσης; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ρητορικά, αλλά ουσιαστικά για την τρέχουσα εκπαιδευτική αντιπαράθεση. Το ζήτημα της πρόσβασης στη μόρφωση, όπως μας διδάσκει η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, ήταν πάντα και παραμένει ασφαλώς, ένα βαθύτατα ταξικό ζήτημα. Οι κλίσεις και οι προδιαθέσεις των μεμονωμένων ατόμων διαμορφώνονται μέσα στο συγκεκριμένο, κάθε φορά, πλαίσιο των αστικών σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Ας μη γελιόμαστε, επομένως, η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε μια ατελείωτη ειδική οικονομική ζώνη απαιτούν και προϋποθέτουν την ενδυνάμωση της ταξικής επιλογής στην εκπαίδευση και την επανεπικύρωση, με δυσμενέστερους για την εργατική τάξη όρους, των κοινωνικών ιεραρχήσεων στο πεδίο του σχολείου. Οι ιδεολογίες της “κοινωνίας της γνώσης” και η καθολική πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση λόγω “πληροφορικής επανάστασης” δυστυχώς μας τελείωσαν, λόγω καπιταλιστικής κρίσης, άρα πρέπει να επιστρέψουμε στην παλιά αριστοκρατική αντίληψη για την δημόσια εκπαίδευση: “κάθε κοινωνική τάξη, το σχολείο της”. Εδώ συναντιέται αναπόφευκτα ο κύριος Αρβανιτόπουλος με τον Αμίλκα Αλιβιζάτο.
Θα περίμενε κάποιος ότι ένας υπουργός που πριν μερικούς μήνες διάλυσε ουσιαστικά το υπάρχον τεχνικό-επαγγελματικό δίκτυο εκπαίδευσης, στέλνοντας στη διαθεσιμότητα 2.500 εκπαιδευτικούς να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Η νέα ωστόσο μνημονιακή ηγεσία του υπουργείο Παιδείας δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς και δηλώνει με τρομερή άνεση ότι υπάρχουν “επαγγελματικοί κλάδοι που ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Ζητούν τώρα επιτακτικά ή αναμένουμε να ζητήσουν; Αφήνουμε στην άκρη τους λεκτικούς ακροβατισμούς και την έλλειψη σαφήνειας στη διατύπωση, απαράδεκτο ελάττωμα προφανώς για πρώην πανεπιστημιακό που θέλει να αξιολογήσει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και πληροφορούμε τον υπουργό Παιδείας ότι το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα πλησιάζει, αν δεν έχει ξεπεράσει το 60% και ότι σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ το 16,9% των νέων έως 24 ετών δε βρίσκεται ούτε στην απασχόληση, ούτε στην εκπαίδευση ή κατάρτιση. H Ελλάδα τοποθετείται στις πρώτες θέσεις εντός της «ΕΕ των 28» αναφορικά με τους NEETs (young people not in education, employment or training), όπου με τον όρο NEETs, περιγράφεται ο νεανικός πληθυσμός μίας χώρας, ηλικίας 15 έως 24 ετών, που απέχει από κάθε διαδικασία εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, δηλαδή είναι «απών» από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους. Η ελληνική νεολαία βιώνει συνεπώς τον καιάδα του μορφωτικού και εργασιακού αποκλεισμού.
Με αυτή την εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα θέλει, ουσιαστικά, να “παίξει” ο υπουργός Παιδείας, καλλιεργώντας τη ψευδαίσθηση ότι η νεανική ανεργία οφείλεται στην έλλειψη σύνδεσης της εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου. Διαφορετικά διατυπωμένο, η νεανική ανεργία είναι για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και των συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών , αλλά της έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από την πλευρά των ανέργων. Μόλις αποκατασταθεί αυτή η αναντιστοιχία εκπαίδευσης – καπιταλιστικής οικονομίας, η αναπτυξιακή δυναμική θα επανέλθει στο φυσικό της δυναμισμό. Το δάχτυλο της εξουσίας στοχοποιεί τα θύματα και δικαιώνει ιδεολογικά τους θύτες.
Η σημερινή προώθηση της μαθητείας δεν σχετίζεται, όμως, με το δικαίωμα στην απασχόληση. Επιδιώκει να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τη νέα γενιά των αποκλεισμένων δεκαεξάχρονων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, χωρίς κανένα σοβαρό παιδαγωγικό πρόσχημα, τροφοδοτώντας την αγορά εργασίας με φτηνό εργατικό δυναμικό και αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης και της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο ιδεολογικός έλεγχος της νέας εργατικής δύναμης είναι ο στόχος και όχι η αποκατάσταση των προ κρίσης επιπέδων απασχόλησης. Χωρίς ασφαλώς να ξεχνάμε ότι η κατάρτιση είναι πάντα και μια αξιόλογη αγορά για τις διάφορες ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις. Ο κύριος υπουργός γνωρίζει πολύ καλά τον εκπαιδευτικό όμιλο “Ακμή” και όχι μόνο .
Η ηγεσία του υπουργείο Παιδείας θέλει να πιστεύει ότι τόσο εύκολα θα τελειώσει με τη νέα γενιά της εργατικής τάξης. Εμείς εκτιμούμε ότι από εδώ θα ξεπηδήσουν οι “νεκροθάφτες της αστικής αθλιότητας” που θα ανοίξουν ένα μεγάλο παράθυρο ελπίδας για όλη την ελληνική κοινωνία. Ας μη βιάζονται επομένως, το μέλλον διαρκεί πολύ...
1. Αλέξης Δημαράς (2005) “Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε” τόμος β. Εκδ. Εστία.
2. Ενδεικτικά οι εξαιρετικές εργασίες του Χ. Νούτσου “Προτείνω την απόλυσιν” εκδ. Βιβλιόραμα και “Ιδεολογία και Εκπαιδευτική Πολιτική” εκδ. Θεμέλιο.
aristeroblog

Αυταρχικές απολήξεις του αντιαυταρχικού σχολείου

Toυ Μάκη Κουζέλη

Στο ερώτημα «τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας», η απάντησή μου, άχαρα διατυπωμένη, θα ήταν ότι δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, αν πολίτης είναι το αναγνωρισμένο ως τέτοιο υποκείμενο των διαδικασιών που διαμορφώνουν την πολιτική ύπαρξη της κοινωνίας. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, γιατί δεν εξασφαλίζει τις μορφωτικές προϋποθέσεις συγκρότησης αυτού του υποκειμένου. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες γιατί δεν καλλιεργεί κρίση, διαλεκτική, αναστοχασμό, γιατί δεν δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στη συμμετοχή, στην αμοιβαία δέσμευση, την ευθύνη, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, γιατί ο τρόπος οργάνωσής του δεν είναι συμβατός με την αρχή της αυτονομίας.

Το «θεωρητικό πλαίσιο»


Η νεωτερική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, ο καπιταλισμός, αποφεύγει πάντα –και πάντα στο όριο της αυτοαναίρεσής του– να δώσει πλήρη υπόσταση στον λαό, στον λαό που απαιτεί, έστω και ως νομιμοποιητικό μύθο, το κοινωνικό συμβόλαιο. Εδώ έγκειται άλλωστε η αντιφατική σχέση αυτής της μορφής κοινωνικής οργάνωσης με την πολιτική της προϋπόθεση, τη δημοκρατία. Ο λαός στο προσκήνιο, ο λαός κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, μόνο ως χειραγωγούμενη μάζα μπορεί να γίνει ανεκτός. Αναγκασμένη να αρνείται την πλήρη συγκρότηση του λαού σε κυρίαρχο, η νεωτερική κοινωνία αποκλείει και την άλλη, την ατομική μορφή ύπαρξής του: τον πολίτη.

Σήμερα, άλλωστε, έχουν αρθεί ή συστηματικά συρρικνωθεί οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις άσκησης της ιδιότητας του πολίτη. Έχει αδρανοποιηθεί ο δημόσιος χώρος, που αποτελεί απαραίτητο όρο πραγμάτωσής της. Ψευδο-δημοσιότητα έχει απομείνει, αλλά κι αυτός ακόμα ο υποτυπώδης δημόσιος χώρος όχι μόνο ιδιωτικοποιείται μα και υπάγεται σε πειθαρχικές ρυθμίσεις πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Αν όμως δεν υπάρχουν οι όροι για την άρθρωση της κατά Καντ στοιχειώδους ελευθερίας, που αποτελεί τον όρο ύπαρξης του διαφωτισμού, δηλαδή της δημόσιας χρήσης του λόγου, της λογικής δύναμης, τότε δεν υφίσταται και η προϋπόθεση συγκρότησης του κοινωνικού υποκειμένου πολίτης.

Πώς να διαμορφώσει, να μορφώσει επομένως τέτοια υποκείμενα το σχολείο; Πώς να καλλιεργήσει τη λογική και κριτική δύναμη όταν αυτή, για να ασκηθεί και επομένως να υπάρξει στην κοινωνία, απαιτεί συνθήκες που ποτέ δεν πληρούνται; Πώς να διδάξει τη συμμετοχή στην εξουσία, στον κυρίαρχο, όταν η ενεργοποίησή της συστηματικά αναστέλλεται, όταν συμμόρφωση και ετερονομία αποτελούν όρους κοινωνικής επιβίωσης της ατομικότητας;
***
Πολίτης, μας λέει ήδη ο Ρουσσώ, είναι η εξατομικευμένη μορφή ύπαρξης του πολιτικού υποκειμένου λαός· και πρέπει διευκρινιστικά να προσθέσουμε αυτό που υπονοείται: σε καθεστώς δημοκρατίας. Αν επομένως μιλάμε για τη συγκρότηση πολιτών από το σχολείο, αναφερόμαστε σε ιδιότητες δημοκρατικές, σε πτυχές ενός ανθρωπολογικού τύπου που ακριβώς προσδιορίζεται από τη δημοκρατική του μορφή. Αναφερόμαστε δηλαδή σε ό,τι χαρακτηρολογικά εγκαθίσταται στον αντίποδα του αυταρχικού — για να χρησιμοποιήσω ένα ζεύγος προερχόμενο από οικεία θεωρητική παράδοση. Υποστηρίζοντας ότι το σχολείο μας δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες εννοούσα πως δεν καλλιεργεί στον απαιτούμενο βαθμό δημοκρατικές ιδιότητες, πως επιβεβαιώνει και καθιστά κανονικότητα τον περιρρέοντα αυταρχισμό, πως μορφώνει προσωπικότητες ευάλωτες στην πίεση των δεδομένων, του «έτσι έχουν τα πράγματα».

Η αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου

Τι κάνει, λοιπόν, το σχολείο ώστε να μη διαμορφώνει υποκείμενα ικανά να δράσουν ως πολίτες; Αρχίζω με την αναγκαία απόρριψη της συνήθους παρερμηνείας: αν το σημερινό ελληνικό σχολείο φτιάχνει προσωπικότητες επιρρεπείς στον αυταρχισμό και σε εκδοχές ακραίου εθνοκεντρισμού, αυτό δεν οφείλεται στον αυταρχικό χαρακτήρα της παρεχόμενης αγωγής. Το σχολείο είναι, τόσο ως προς τον χαρακτήρα του μορφωτικού του προϊόντος όσο και ως προς τις κοινωνικές επιταγές που εγγράφονται στο εσωτερικό του, αυταρχικό, δίχως να χρησιμοποιεί ενεργά αυταρχικές μεθόδους — ακριβέστερα, προσδιορίζεται από μια παιδαγωγική της μη δεσμευτικότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και αντιαυταρχική.

Το σχολείο, σε σχέση με τον αυταρχισμό, λιγότερο κάνει κάτι και περισσότερο απέχει από κάτι που θα έπρεπε να κάνει. Απέχει από τον ρόλο που του αποδίδεται κοινωνικά, να καλύψει δηλαδή το κενό της γονεϊκής αυθεντίας, το κενό που επέβαλε η ριζική μεταβολή, ας την πούμε «εκσυγχρονισμό», της ελληνικής οικογένειας. Και απέχει διπλά, γιατί αφαίρεσε από τους μαθητές και την εμβληματική μορφή του δασκάλου. Με εξαιρέσεις βεβαίως, βιογραφικά πολύτιμες και ατομικά αποφασιστικές, ο σημερινός εκπαιδευτικός δεν οικοδομεί σχέσεις αυθεντίας με τους μαθητές του, σχέσεις δηλαδή έλλογα αναγνωρισμένης και επομένως αποδεκτής εξάρτησης, δεν εκπροσωπεί γι’ αυτούς μια υπέρτερη αυθεντία του σχολείου, της εκπαίδευσης ή της γνώσης.

Ξέρουμε, από τις πιο μελανές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, πόσο εύκολα η απουσία προσώπων με τα οποία μπορούν οι νέοι να συνδεθούν αυθεντικά αναπληρώνεται με την προβολική αναγνώριση δήθεν αυθεντιών, με την υπαγωγή σε φορείς απόλυτης εξουσίας, με την αναζήτηση προστασίας και αποδοχής σε κοινότητες ολοκληρωτικής υποταγής. Οτιδήποτε συνέβαλε στην απαξίωση του σχολείου τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε και σε αυτή την κατεύθυνση: από τη φροντιστηριακή διάλυση της τρίτης λυκείου έως την αδιαφοροποίητη άρνηση της αξιολόγησης.

Εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας

Τι αντιτάσσει ιδρυτικά ο θεσμός του σχολείου στην κοινωνική πίεση, στην κοινωνικά εγγενή τάση εξουδετέρωσης της διαφωτιστικής του αποστολής, της αποστολής δηλαδή μόρφωσης πολιτών; Την παιδαγωγική σχέση. Την παιδαγωγική ως αυθεντική σχέση αμοιβαίας αναγνώρισης υποκειμένων, αλλά και ως σχέση η οποία οικοδομείται πάνω στους δύο άξονες που αποτελούν την πολιτισμική προϋπόθεση της κατάκτησης της γνώσης. Κι οι άξονες αυτοί είναι –μεταφέρω από τον Χορκχάιμερ– εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας, αν όχι απόλαυση. Οι ίδιοι δυο άξονες που μπορεί η εκπαίδευση να αντιπαραθέσει στη γοητεία της αυταρχικής βαρβαρότητας, το αντίδοτο στον φθόνο που τροφοδοτείται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την άνιση ιδιοκτησία, το κυνήγι του ιδίου συμφέροντος και την εμμονή στην κατανάλωση, τον φθόνο που εύκολα επενδύεται σε μνησικακία, στην τροφή του φασισμού.

Δεν χρειάζεται νομίζω να το τεκμηριώσω: αν το σχολείο μας επιβεβαιώνει και τροφοδοτεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυταρχισμού και καλλιεργεί λειψά την ιδιότητα «πολίτης», αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί ούτε ευκαιρίες αυθεντικής εμπειρίας ούτε ευκαιρίες εκμάθησης της ευτυχίας προσφέρει, τουλάχιστον συστηματικά. Αν η κουλτούρα και το γούστο, η καλαισθητική κρίση, προέρχονται ετυμολογικά και ιστορικά από την καλλιέργεια και τη δοκιμή του κρασιού, τότε πράγματι πολύ λίγα έχουν απομείνει στο σύγχρονό μας σχολείο που να θυμίζουν τη μύηση στην απόλαυση, έστω της γνώσης.

Η παιδαγωγική σχέση οικοδομείται, όπως μας λέει όλη η διαφωτιστική παράδοση, για να αρθεί. Πρόκειται για μια έλλογη εξάρτηση που προετοιμάζει τη χειραφέτηση, τον πολίτη, ακριβώς γι’ αυτό στηρίζεται στο εύρος των εμπειριών και την ικανότητα ευτυχίας. Εδώ δεν χωρά καμιά καθυστέρηση, καμιά έκπτωση, κανένας μετριασμός. Αυτονομία είναι ο στόχος της αγωγής, αυτό σημαίνει πολίτης και δημοκρατία. Και μάλιστα αυτονομία που ορίζεται ως ικανότητα ανεξάρτητης κρίσης. Σημειώνει ο Αντόρνο σε ένα κείμενο του 1966 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αγωγή μετά το Άουσβιτς»: «Η μόνη πραγματική δύναμη ενάντια στην αρχή του Άουσβιτς θα ήταν η αυτονομία, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Καντ· η δύναμη για αναστοχασμό, για αυτοδιάθεση, για μη συμπόρευση». Μόνο η αυτονομία μπορεί να αναχαιτίσει τη δυναμική της δυσφορίας προς τον πολιτισμό, που, σε περιβάλλον κλειστών οριζόντων και λογικά μη ελέγξιμων περιορισμών, μετατρέπεται σε οργή, σε μίσος κατά του πολιτισμού. Μίσος για τον πολιτισμό, μίσος για τη δημοκρατία.

Αναστοχασμός λοιπόν κι όχι αξίες· διερεύνηση και όχι αποδοχή· αναζήτηση και όχι αναπαραγωγή· αμφιβολία και όχι συμμόρφωση: αρχές διδακτικές, αρχές επιστημολογικές αλλά και άμεσα πολιτικές, αρχές που δύσκολα συμβιβάζονται με ό,τι έγινε, με ό,τι το κάναμε το σχολείο «μας». Να σταθώ σε αυτό το «μας».

Μιλώντας για την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολικού μηχανισμού, ξεχνάμε συχνά πως η πιο κρίσιμη επιρροή δεν είναι του σχολείου επί της κοινωνίας αλλά, αντίστροφα, η διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το σχολείο βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Είναι η ιδιαίτερη χροιά των κοινωνικών σχέσεων, η ιδιαίτερη μορφή των διαδικασιών μέσω των οποίων ασκείται εξουσία (από το κράτος, αλλά ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις), οι ιδιομορφίες του λόγου που καλείται να νομιμοποιήσει το «έτσι έχουν τα πράγματα», τα γνωρίσματα της καθημερινότητας του σύγχρονου, ελληνικού, ύστερου και νεοφιλελεύθερα οργανωμένου καπιταλισμού που προσδιορίζουν τη μορφή ή μάλλον τον τρόπο των σχολικών λειτουργιών. Προσδιορίζουν ακόμα και τις σχέσεις εντός της τάξης, τους σχηματισμούς του διαλείμματος και τη συμβολική τους, τον τρόπο απεύθυνσης και πρόσληψης της σχολικά διακινούμενης γνώσης.

Όπως λοιπόν η ελληνική κοινωνία ήταν και παινευόταν πως είναι δημοκρατική, φιλόξενη και ανοικτή, το ίδιο παινευόταν και το σχολείο, αφού άλλωστε τροφοδοτήθηκε από κινήματα και τροφοδότησε αγώνες κι αφού στηριζόταν από τη μεταπολίτευση σε ύλη και «αξίες» σύγχρονες, επιστημονικά θεμελιωμένες, εμφατικά δημοκρατικές, υποστηριγμένες από δημοκράτες εκπαιδευτικούς. Κι όμως η κοινωνία, με το που φύσηξε κρίση, αποδείχτηκε απειλητικά ρατσιστική, αντισημιτική, ολοκληρωτικών νοοτροπιών, εθνοκεντρική και τελικά αυταρχική. Και, ταυτόχρονα, είδαμε ένα σχολείο πολιορκούμενο από χρυσαυγίτες, αλλά και εκτεθειμένο σε αυταρχικές αξιώσεις.

Υπερβάλλω· τραβάω τη διαπίστωση στο πιο ακραίο συμπέρασμα για να τη δω και να τη δείξω πιο καθαρά. Γιατί, βέβαια, η πραγματική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, έχει κι άλλες όψεις, αντιφάσεις, αντιστάσεις και συγκρούσεις. Έχει τους κοινωνικούς αγώνες και τους αγώνες της εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Έχει δημοκρατικές δυνάμεις και δημοκρατικές δυναμικές, και κυρίως δεν επιτρέπει μια ερμηνεία ολοκληρωμένων και ολοκληρωτικών συνθηκών. Το ερώτημά μας όμως παραμένει, καθώς από τη μεταπολίτευση οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση είχαν δημοκρατικό πρόσημο και υλοποιούνταν σε ένα πλαίσιο που έμοιαζε φιλελεύθερο: Τι μπορεί να μην πήγε καλά, τι δεν πάει καλά στο σχολείο;

Μα ακριβώς ο υπέρτερος των ατομικών προθέσεων κοινωνικός του προσδιορισμός: η κοινωνία «αναπλαισιώνει» τον λόγο που παράγει το σχολείο, τον προδιαμορφώνει και τον ανασημασιοδοτεί σύμφωνα με τις σχέσεις που τη διέπουν.

Η εδώ και καιρό υπόκωφα αυταρχική ελληνική κοινωνία στήνει ένα αυταρχικό σχολείο και καθιστά αυταρχικά τα προϊόντα του, ανεξάρτητα ή και ενάντια στο ρητό τους περιεχόμενο: το τι κάνει η κοινωνία τη σχολική ιστορία είναι το κύριο, κι όχι το τι λέει ή δεν λέει το σχολικό βιβλίο ιστορίας, λ.χ. Ότι η εκπαίδευση είναι συντηρητικός χώρος το γνωρίζουμε: ο καλύτερος τρόπος να εξουδετερώσει κανείς το ανατρεπτικό περιεχόμενο μιας θεωρίας είναι να την κάνει σχολικό μάθημα με δεσμευτικά επιβαλλόμενες ερμηνείες. Κι αυτή ακόμα η καλοπροαίρετη εμμονή στις «αξίες», με την οποία συνήθως εκδηλώνεται ο προοδευτικός παιδαγωγικός λόγος, συχνά καταλήγει, μεταλλαγμένη, να αποπνέει κακή θεολογία, να αφήνει το ίχνος «μεγάλων ιδεών» στις οποίες θέλουμε να πιστεύουμε, να ενθρονίζει συμβολικά αντικείμενα θαυμασμού και ψευδο-συλλογικότητες, να σπρώχνει ανασφαλείς βίους σε άκριτες ταυτίσεις και εχθρότητες. Εύκολο λοιπόν να καλλιεργεί αυταρχικές προσωπικότητες το σχολείο — και θυμίζω: αυταρχικός δεν είναι αυτός που πρωταρχικά ασκεί αυθαίρετη εξουσία, αλλά αυτός που εύκολα τη δέχεται.

Η «μπαναλοποίηση» της σχολικής γνώσης

Υπάρχει ένας περιεκτικός αλλά και έντονα αφοριστικός τρόπος για να συνοψίσουμε την αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου, τη δυναμική που μπορεί να αναιρεί ρητές παιδαγωγικής και διδακτικές στοχεύσεις: το σχολείο τείνει σε εξουδετέρωση του δημοκρατικού περιεχομένου ύλης, προγραμμάτων και μεθόδων –ας μου συγχωρεθεί η εσκεμμένη κακοφωνία– διά της «μπαναλοποίησης». Καθιστώντας δηλαδή το περιεχόμενο αυτό κοινότοπο, καθιστώντας τη σχολική γνώση ένα σύνολο αδιάφορων κοινών τόπων. Δεν πρόκειται για την κοινοτοπία του κακού, αλλά για το κακό του κοινότοπου. Οποιοσδήποτε έχει μελετήσει την μετα-μεταπολιτευτική ιστορία των κοινωνικών επιστημών στη σχολική εκπαίδευση έχει διαπιστώσει τον βαθμό αδρανοποίησης του κριτικού περιεχομένου των θεωριών εντός σχολικών εγχειριδίων, στα οποία σωρεύονται απίστευτες ποσότητες αδρανούς πληροφορίας, κείμενης (δηλαδή μη ενεργού) γνώσης.

Θυμίζω τη διδακτική αρχή: τίποτα δεν μπορεί να κινητοποιήσει το απαραίτητο για τη γνώση ενδιαφέρον αν δεν μεταφραστεί σε πραγματικό για τους μαθητές προς επίλυση πρόβλημα. Παραδόξως σήμερα, που η δημοκρατία έχει καταστεί κοινωνικό ζήτημα και ζητούμενο, σήμερα που η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με προβλήματα αποκλεισμού, διακρίσεων και εξουδετέρωσης του περιεχομένου της, σήμερα που η διεκδίκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων γίνεται κρίσιμο διακύβευμα, τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα εξακολουθούν να διέπονται στο σχολείο από το καθεστώς υφιστάμενων, έστω και αξιολογικά φορτισμένων, έτοιμων κανόνων προς εμπέδωση.

Το καθεστώς αυτό δεν προσδιορίζει όμως τη δημοκρατία, ούτε (δια)μορφώνει την ιδιότητα του πολίτη. Το έλλειμμα εστιάζεται επομένως στην ενεργητική πλευρά, στο να μάθουμε (να μάθουμε εμείς και να μάθουμε τους άλλους) συμμετοχή, εξασφάλιση όρων, διαμόρφωση συνθηκών, αντιπαράθεση και κυρίως παραγωγή γνώσης κι επίγνωσης. Να μάθουμε αυτονομία και αναστοχασμό.


Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. To άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο Κρίση-μο Σεμινάριο «Τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας;», που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (Αθήνα, 15.10.2013).

[α] Πάμπλο Πικάσο, «Γυναίκα που διαβάζει», 1932

[β] Πωλ Σεζάν, «Λουόμενοι», 1906

ΘΕΩΡΗΜΑ

“Το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών...”
   Το Πυθαγόρειο αντηχούσε στ’ αυτιά του Ι. τη στιγμή που ξυπνούσε με τον ήχο του συνεπέστατου ξυπνητηριού στις 7 το πρωί. “Εντάξει, είναι λογικό μετά από μια σκατένια μέρα να βλέπεις περίεργα όνειρα. Αλλά να σου σκάει μύτη από το πουθενά ο μαθηματικός, ο κύριος Τρακλαπής και να σου απαγγέλει το Πυθαγόρειο θεώρημα πάει πολύ. Στο κάτω - κάτω έχουν περάσει γύρω στα δεκαπέντε χρόνια.”
   Αυτά σκεφτόταν Ο Ι. στο δρόμο για το μπάνιο προς αποπεράτωση των παγκοσμίως κοινών εργασιών που κάνει κανείς στο χώρο με τις δεκάδες ονομασίες. Στην πόρτα λοιπόν του καμπινέ (για να χρησιμοποιήσουμε αναγνώστη μια από τις ονομασίες) συνάντησε τον αγουροξυπνημένο συγκάτοικό του.


- Τσίου.
- Θυμάσαι τον Τρακλαπή;
 -΄Ασε μας ρε καημένε πρωινιάτικα. Πού τον θυμήθηκες το μαλάκα;
- Τον είδα στον ύπνο μου.
- Περαστικά!
   Το τελευταίο ακούστηκε ενώ ο συγκάτοικος είχε ήδη ξεκινήσει το θεάρεστο έργο του κι ενώ ο Ι. ακουμπούσε με τον δεξί ώμο της αναμονής στον τοίχο, φέρνοντας στο νου του την εικόνα του μαθηματικού: Ευθυτενής, λιγνός, ντυμένος πάντα στην τρίχα, αγέλαστος, οπαδός της σαφήνειας, της ευταξίας και πάνω απ’ όλα, υπέρμαχος φανατικός της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. “Πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι” επαναλάμβανε κάθε τόσο και απαιτούσε από τους μαθητές και τις μαθήτριες να μη σηκώνουν άτακτα το χέρι στον αέρα για να πάρουν το λόγο αλλά να ακουμπάνε τον δεξί αγ στο θρανίο και σχηματίζοντας ορθή  γωνία με το χέρι να τείνουν το δάχτυλο προς το ταβάνι. Στην περί δαχτύλου απαίτηση δεν συνάντησε ποτέ πρόβλημα διότι οι μαθητές και οι μαθήτριες που είχαν να πουν κάτι στο μάθημά του ήταν έξι συγκεκριμένα άτομα, μελετηρά και πρόθυμα “εξευρωπαϊσμένα”. Στους έξι συγκαταλεγόταν κι ο Ι. Το υπόλοιπο σώμα της αίθουσας χωριζόταν - σύμφωνα με τον καθηγητή - στους αδύναμους με ελπίδες, στους αδιάφορους και στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, δηλαδή στον ζωηρό και κατά γενική ομολογία έξυπνο συμμαθητή Στέλιο.
   Ο προφέσορας είχε βάλει πραγματικά στο μάτι τον Στέλιο και ήθελε να το καταστήσει σαφές. Εξού και η φοβερή διαπίστωση και δημόσια δήλωση κάποια μέρα ότι ο τελευταίος ανήκει στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Οι λόγοι αυτής της συμπεριφοράς του μας παρέμεναν άγνωστοι και έχρηζαν επισταμένης επιστημονικής έρευνας, αλλά ας αφήσουμε αυτό το ζήτημα προς το παρόν. Σημειώνεται πάντως ότι σ’ ένα από τα διαλείμματα της ίδιας μέρας ο Στέλιος πέρασε μπροστά από τον Τρακλαπή τραγουδώντας τη διαχρονική λαϊκή επιτυχία “αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου αμοιβαία τα αισθήματα” κλείνοντάς του το μάτι.
   Δυο - τρεις μέρες μετά, ο μέγας ατάραχος, ευθυτενής, ανέκφραστος κύριος Τρακλαπής έθεσε κάποιο ερώτημα στην τάξη. Αυτή τη φορά όμως δεν ακολούθησαν μόνο έξι άτομα την οδηγία δεξί χέρι-αγκώνας-θρανίο-ορθή γωνία-δάχτυλο-ταβάνι. Όχι. Παρών δήλωσε κι ο Στέλιος ο οποίος τη μία και μοναδική φορά που αποφάσισε να διεκδικήσει το λόγο στα μαθηματικά, έτεινε μειδιάζοντας το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού. Απλό, απλούστατο κι όμως αυτό ήταν: Αυτή η μικρή κίνηση κλόνισε σε τέτοιο βαθμό τον κόσμο του καθηγητή ώστε βάζοντας σχεδόν τα κλάματα άρχισε να ουρλιάζει κόκκινος σαν το παντζάρι “ουστ βρωμόσκυλο!”, “έξω τσογλάνι!”... Ήταν απίστευτο. Έτρεμε σύγκορμος (προς στιγμήν η τάξη τρόμαξε για την υγεία του), του έπεσε η κιμωλία απ’ το χέρι, χλώμιασε λες κι έβλεπε φάντασμα. Ο πάτος της κοινωνικής πυραμίδας αποχωρούσε από την τάξη συμβουλεύοντας τον κύριο Τρακλαπή:
“Ας είστε πιο σαφής την επόμενη φορά. Ενημερώστε ποιό δάχτυλο θέλετε σηκωμένο και αν αποκλείονται οι αριστερόχειρες. Κι ας είμαστε πιο ευπρεπείς. Θα μπορούσατε απλώς να τείνετε τον δείκτη του δεξιού σας χεριού δείχνοντας την πόρτα για να μου υποδείξετε την έξοδο. Πότε θα γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι;”
   Η παράσταση έληξε με τα χάχανα των μαθητών και μαθητριών. Η χαριστική βολή όμως ήρθε όταν το συμβούλιο καθηγητών  αντέτεινε πως ήταν υπερβολική η αξίωση του Τρακλαπή για δια παντός αποβολή του άτακτου. “Μια τριήμερη και το θέμα θεωρείται λήξαν κύριε συνάδελφε.”  Την επόμενη χρονιά ο μαθηματικός φρόντισε να μην αναλάβει το τμήμα στο οποίο βρισκόταν κι ο Στέλιος.
   Είχαν περάσει γύρω στα δέκα λεπτά. Ο συγκάτοικος βγήκε από το μέρος, ο Ι. μπήκε, τελείωσε, βγήκε από το σπίτι, έβαλε μπροστά το μηχανάκι, οδήγησε μέχρι την εταιρεία, άνοιξε την πόρτα, καλημέρισε βαριεστημένα, χάζεψε το λόφο φακέλων που τον περίμεναν για διανομή και ξαναφέρνονατς στο νου του τον Στέλιο, τον Τρακλαπή και τα θεωρήματα μουρμούρισε:

  
“το σύνολο των μηνιαίων  αποδοχών μου ισούται με το ποσό που δαπανά ο γιος του αφεντικού μου σε δύο βραδινές του εξόδους.”

από την αυτοέκδοση "συρτάρι" του π.κ. (άνοιξη 2012)
 epipros.blogspot

Θερμαινόμενες πισίνες

Τούτη δω η κυβέρνηση είναι ασταμάτητη.
Αφού πέτυχε ένα μέρος της κοινής γνώμης να αποδεχθεί ότι άνεργος  σημαίνει και φοροφυγάς συνεχίζει ακάθεκτη.
Έτσι λοιπόν μάθαμε ότι αν κάποιος ψαχουλεύει τον τραπεζικό σου λογαριασμό, σε ποιο ξενοδοχείο κοιμήθηκες, τι ποτό ήπιες, τι δώρο έκανες στον ανιψιό σου και αυτός είναι ο έφορος ή ο ρουφιάνος της γειτονιάς σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε, φτάνει φυσικά να είσαι νόμιμος.
Μετά ήλθαν στο φως χιλιάδες νέα στοιχεία για την κατ’ οίκον θέρμανση.
Πρώτα από όλα, μετά το κάπνισμα και το τζάκι βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Αλήθεια το Υπουργείο έχει να προτείνει κάτι για τις εγκύους που χρησιμοποιούν τζάκι, ή για τα γερόντια που αναζητούν λίγη ζεστασιά δίπλα στην φωτιά;
Αλλά τελικά το μυστήριο λύθηκε.
Οι Έλληνες έχουν πετρέλαιο φυλαγμένο από προηγούμενα χρόνια. Το αφήνουν να παλαιώσει, όπως το καλό κρασί, και μόνο από μαζοχισμό πήραν τα βουνά για να κόψουν ξύλα.
Και σε τελική ανάλυση το Υπουργείο δεν είχε στον στόχο του τον καθημερινό πολίτη. Την κατανάλωση στις θερμαινόμενες πισίνες στόχευε.
Τους πλούσιους ήθελε να τιμωρήσει ο κ. Υπουργός. Οι υπόλοιποι είμαστε παράπλευρες απώλειες.
Έτσι λοιπόν, αντί των παραδοσιακών ευχών, η κυβέρνηση Σαμαρά δια στόματος  κ. Στουρνάρα εντόπισε τον πραγματικό εχθρό των Χριστουγέννων και του λαού: Οι θερμαινόμενες πισίνες που μαζί με:
Τους φοροφυγάδες,  τους λαθρέμπορους,  τους ταξιτζήδες, τους καθηγητές Μ.Ε, τους ναυτικούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους φορτηγατζήδες, τους  γιατρούς,  τους δασκάλους, τους διοικητικούς ΑΕΙ, τους πρώην εργαζόμενους στην ΕΡΤ, τους πρώην σχολικούς φύλακες,  τους εργαζομένους στο ΜΕΤΡΟ, τους δημοτικούς αστυνομικούς κλπ αποτελούν εμπόδια στην κυβέρνηση για την ολοκλήρωση ενός ακόμα success story
Και άφησε τα παπαγαλάκια να αποδείξουν την αλήθεια των όσων ελέχθησαν, με κάποιους από αυτούς να εκφράζουν την ιερή τους αγανάκτηση για το ….ταξίδι  του  ξάδελφου Λιάπη στην Μαλαισία.
Άλλος ένας (μνημονιακός) χειμώνας πλησιάζει στο τέλος του.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε και την αλλαγή του χρόνου.
Και όμως ακόμα τους πιστεύουμε ή έστω τους ανεχόμαστε.
Κάποιοι μάλιστα είναι και σίγουροι πως παραμένοντας πρόβατα θα τους προσπεράσει ο χασάπης.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν να είμαστε ευτυχισμένοι, μέσω του μνημονίου και το 2014.
 toufekiastoskotadi

Των πισινών ημών κατεψυγμένων !!!


Θέλει θερμαινόμενη πισίνα ο καπιταλιστής; Θα πληρώσει!

Απολύτως επιτυχημένο βρίσκει ο Γιάννης Στουρνάρας τον φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης. Κλείνει την πόρτα στο λαθρεμπόριο καυσίμων, εξασφαλίζει μεγαλύτερα έσοδα στο κράτος και δεν…

επιτρέπει στους κατόχους θερμαινόμενων πισινών να ζεσταίνουν το νερό με φθηνότερο πετρέλαιο -αυτά μας είπε. Το τελευταίο ειδικά, που δεν το είχαμε ξανακούσει, αποκαλύπτει τον σχεδόν κομμουνιστικό χαρακτήρα του μέτρου. Θέλει θερμαινόμενη πισίνα ο καπιταλιστής; Θα πληρώσει!

by…Θανάσης Καρτερός

Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από τις γιορτινές αυτές δηλώσεις, είναι το εξής: Ο καυστήρας μπορεί λόγω φόρου να μη δουλεύει, αλλά ο Στουρνάρας μπορεί μετά φόρου να μας δουλεύει. Διότι, όσο κι αν ανησυχούμε για την τύχη των θερμαινόμενων πισινών, την τύχη των εσόδων του Δημοσίου και του λαθρεμπορίου καυσίμων τη γνωρίζουμε. Και τα μεν έσοδα πάνε κατά διαόλου, το δε λαθρεμπόριο κατ’ ευχήν. Άσε που υπάρχει η υποψία ότι δεν τρέχει δα και κρύο νερό στις βίλες μετά πισινών.

Τι μένει; Τα επιδόματα θέρμανσης και ο Άδωνις των μέτρων υπέρ των θυμάτων της αιθαλομίχλης. Τον του περιβάλλοντος Μανιάτη μην τον λογαριάζετε, γιατί αυτός μιλάει για καθαρά καύσιμα σε μια χώρα που καίει τα παιδιά της -και όχι πάντα ως σχήμα λόγου. Αφαιρουμένων λοιπόν του λαθρεμπορίου, των εσόδων και των πισινών δεν έχουμε παρά ξεπάγιασμα, απόγνωση, ρύπανση και σε ορισμένες περιπτώσεις θάνατο. Έννοιες, κατηγορίες και καταστάσεις δυσάρεστες μεν, αλλά ασφαλώς όχι και τόσο σημαντικές για τον υπουργό Οικονομικών.

Δηλαδή, για να το μεταφράσουμε λαϊκίστικα: Για τον Στουρνάρα ο κόσμος των λαθρεμπόρων και των θερμαινόμενων πισινών και ο κόσμος που ξεπαγιάζει ο κώλος του είναι στον ίδιο παρονομαστή. Και εφόσον κατά την κρίση του -και κατά την κρίση του Άδωνι βεβαίως- αν μειώσουν τον φόρο θα μειωθούν μεν τα βάσανα του ψύχους για μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά θα αυξηθούν τα κέρδη για μερικές χιλιάδες, μένουν στα ίδια. Στουρναρο-κομμουνισμός των πισινών!

Αν αυτό δεν είναι δούλεμα, αθλιότητα, προπαγάνδα για ξεπαγιασμένους ηλίθιους, τότε τι είναι; Από την άλλη υπάρχει και χειρότερη εκδοχή: Ο κόσμος της θαλπωρής, της ζεστασιάς, του Στουρνάρα, να τις πιστεύει αυτές τις μπούρδες. Σύνδρομο θερμαινόμενων πισινών, κατά το σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας -απίθανο το έχετε; Σε έναν κόσμο πισινών γιατί να μην υπάρχουν και αισθήματα και πολιτική και λογική πισινών;

«Ε, όχι και να εφαρμόσουμε τον κομμουνισμό σε συνθήκες καπιταλισμού!»

«Η δυνατότητα για απεριόριστο πλουτισμό νομιμοποιείται στον καπιταλισμό, πράγμα που δεν ίσχυε σε κανέναν προηγούμενο τρόπο παραγωγής[…] Αλλά σε μια κοινωνία με καπιταλιστικό ήθος, στην οποία κυριαρχεί η…

ιδιοτέλεια, οι νομοθέτες και οι εμπνευστές των θεσμών είναι αναγκασμένοι να λάβουν υπόψη τους ότι όλα τα άτομα θα τείνουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα όρια με κυνισμό και πονηριά[…]

Copy-paste by Γιάννης Γκλαρνέτατζης

Η περιβόητη φράση του Γιώργου Βουλγαράκη “ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό” ταιριάζει απολύτως με το ήθος της εποχής παρά τις μάλλον υποκριτικές αντιδράσεις που προκάλεσε. Βεβαίως […] δεν έχουν όλα τα άτομα ή όλες οι κοινωνικές ομάδες τις ίδιες δυνατότητες και τους ίδιους πόρους για να αμφισβητήσουν τα όρια και τους περιορισμούς με επιτυχία –για παράδειγμα, δεν μπορούμε όλοι κι όλες να εκμεταλλευτούμε τους καλύτερους δικηγόρους και τους πιο “δημιουργικούς” λογιστές».

Ευκλείδης Τσακαλώτος – Χρήστος Λάσκος, «Χωρίς Επιστροφή – Από τον Κέυνς στη Θάτσερ: Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός», ΚΨΜ, Αθήνα 2011, σ. 69.

«Ώσπου μια μέρα –ήμαστε τρελά χαρμάνια, δεν είχαμε ούτε τριτάκι να φουμάρουμε, μας μίλαγε ένας από την καθοδήγηση, πάλι σε απεργία πείνας ή κάτι τέτοιο κατεβαίναμε– τέλος, τραβάει που λες ο τύπος κι ανάβει ένα δοκάρι, ολόκληρο τσιγάρο, σου λέω… Γλάρωσαν τα μάτια μας. Γυρίζει ο Νικόλας και του λέει, δηλαδή, ρε συναγωνιστή, στον αγώνα ενωμένοι, στο τσιγάρο χωριστά; το ‘πε έτσι, για να τον καρφώσει, ξέρεις πόσο περήφανος ήταν. Τέλος, τι του απαντάει, που λες, το κωλόπαιδο: “Τι να γίνει, συναγωνιστή, στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον κομμουνισμό”».

Χρόνης Μίσσιος, «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα, 24η έκδ., Αθήνα 1985, σ. 9.

ΥΓ. Τι να πω; Άλλη φορά όταν θα εμπλέκομαι σε βιβλιοπαρουσίαση (12.12.2011) θα ζητάω αντίγραφο φορολογικής δήλωσης πρώτα. Γηράσκω, σίγουρα, αεί διδασκόμενος, ελπίζω.