Η
βρετανική στρατηγική έχει τεκμηριωθεί με βάση τα Αρχεία του Φόρεϊν
Οφις, ήδη από τη δεκαετία του 1970, με γνωστότερο τεκμήριο την περίφημη
επιστολή Τσόρτσιλ προς Ιντεν (7/11/1944): «Αφού έχουμε πληρώσει στη
Ρωσία το τίμημα για να έχουμε ελευθερία δράσεως στην Ελλάδα, δεν πρέπει
να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικές δυνάμεις για να
υποστηρίξουμε τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου. [...] Περιμένω
ανοιχτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την
προϋπόθεση ότι θα έχουμε επιλέξει προσεκτικά το έδαφος».
Στη
δεύτερη περίπτωση, η ιστορική έρευνα έχει τεκμηριώσει πως η ηγεσία του
ΕΑΜ και του ΚΚΕ αποφάσισε το καλοκαίρι του 1944 να μην καταλάβει την
εξουσία κατά την αποχώρηση των Γερμανών, όπως είχε τη δυνατότητα, αλλά
να μετάσχει στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Παπανδρέου,
ποντάροντας στην προνομιακή θέση που θα της εξασφάλιζαν σε μια
δημοκρατική τάξη πραγμάτων η μαζικότητα του ΕΑΜ και το ηθικό πλεονέκτημα
των αντιστασιακών περγαμηνών της.
Η
κατάσταση όμως «δυαδικής εξουσίας» που δημιουργήθηκε de facto μετά την
Απελευθέρωση, η ώσμωση της φιλοαγγλικής Δεξιάς με τη δωσίλογη Ακροδεξιά
και το ορατό ενδεχόμενο μιας δικτατορικής εκτροπής την έκαναν απρόθυμη
να παραδώσει τα όπλα δίχως στοιχειώδεις δικλίδες ασφαλείας. Μπροστά στην
επιμονή της κυβέρνησης και των Αγγλων να αποστρατεύσουν τον ΕΛΑΣ
διατηρώντας την αμιγώς φιλοβασιλική «3η Ορεινή Ταξιαρχία» του
Τσακαλώτου, το ΕΑΜ επιχείρησε τον Δεκέμβρη του ’44 μια
πολιτικοστρατιωτική επίδειξη δύναμης (γενική απεργία, μαζικές
διαδηλώσεις, εκκαθάριση της ημιδωσιλογικής «Χ», αφοπλισμό των
αστυνομικών τμημάτων), σε αναζήτηση ενός φερέγγυου διακανονισμού. Η
στρατηγική αυτή επιδίωξη εξηγεί τόσο τη σταδιακή κλιμάκωση των
επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ όσο και τις αλλεπάλληλες συμβιβαστικές προτάσεις
που η ΕΑΜική ηγεσία εξακολούθησε να στέλνει στους Βρετανούς κατά τη
διάρκεια των μαχών. Το όλο σχέδιο ναυάγησε βέβαια παταγωδώς, με κατάληξη
τη στρατιωτική συντριβή της «ανταρσίας» και την παράδοση των όπλων με
τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12/2/1945).
Αυτό
που έχει πολύ λιγότερο φωτιστεί είναι οι επιλογές και οι χειρισμοί του
τρίτου παίκτη: της ντόπιας Δεξιάς και των καθοδηγητικών επιτελείων του
«βαθέος κράτους» που, παρά τη συμμαχία τους με τους Βρετανούς, διατηρούν
μια αξιοσημείωτη πολιτική κι επιχειρησιακή αυτονομία. Η παράλειψη αυτή
οφείλεται σε δυο λόγους, έναν «τεχνικό» κι έναν καθαρά πολιτικό. Ο
πρώτος αφορά την προσβασιμότητα των πηγών, καθώς τα προσωπικά αρχεία των
εν λόγω παραγόντων παραμένουν κλειστά ή άνοιξαν πολύ αργότερα απ’ ό,τι
τα αγγλικά διπλωματικά αρχεία ή το αρχείο του ΚΚΕ που φυλάσσεται σήμερα
στα ΑΣΚΙ. Ο δεύτερος -και σημαντικότερος- αντανακλά τη συγκυρία στην
οποία πραγματοποιήθηκε ο κύριος όγκος των σχετικών μελετών (δεκαετίες
1970-1980), εποχή «εθνικής συμφιλίωσης» και γενικευμένης δυσφορίας για
τη μεταπολεμική αντιμετώπιση της χώρας από τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους. Η
πάνδημη επικέντρωση στον μακιαβελισμό του Τσόρτσιλ αποδείχθηκε έτσι
εξαιρετικά λειτουργική για τη διαμόρφωση μιας λίγο-πολύ ενιαίας
αφήγησης, που οδήγησε στην καθολική αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης,
αποσιωπώντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές αντιθέσεις που εκφράστηκαν
εκρηκτικά τον «κόκκινο Δεκέμβρη».
Το επιτελείο του «βαθέος κράτους»
Στην
πραγματικότητα, η φιλοβασιλική Δεξιά κι η μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας
διέθεταν ήδη από τα τέλη του 1942 ένα αυτοτελές καθοδηγητικό κέντρο, με
σκοπό την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τη δρομολόγηση μιας
μεταπολεμικής τάξης ευνοϊκής για τα συμφέροντά τους, με εγγυητή τη
μοναρχία. Επιτελικά στελέχη και συντονιστές του δικτύου υπήρξαν ο
Χρήστος Ζαλοκώστας και ο Σπύρος Μαρκεζίνης, παιδικοί φίλοι και μέλη της
οργάνωσης «Εθνική Δράσις». Ο πρώτος ήταν βιομήχανος του Πειραιά με
λογοτεχνικές φιλοδοξίες, ο δεύτερος νομικός σύμβουλος του βασιλιά
Γεωργίου Β΄. Τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος από τους ντόπιους
καπιταλιστές ανέλαβε στις 15.1.1943 μια «Οικονομική Επιτροπή» με
επικεφαλής τον Αντώνη Μπενάκη.
Στο
αυτοβιογραφικό πόνημα που εξέδωσε το 1949, ο Ζαλοκώστας είναι
σαφέστατος για την ταξική οπτική που επικαθόρισε αυτή τη δραστηριότητα:
«Μια τάξις είναι τόσο πιο δυνατή, όχι όσο περισσότερους οπαδούς έχει,
παρά όσο πιο φανατικούς. Η μονολιθικότητα στις ιδέες μετράει την αξία.
[…] Οι αναρχικοί ας όψωνται για ό,τι συμβεί» («Το χρονικό της σκλαβιάς»,
Αθήνα 1997, σ. 203).
Το
καλοκαίρι του 1944, ο εν λόγω μηχανισμός θα αναλάβει την προετοιμασία
του εδάφους για την επάνοδο της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης, σε
συνεννόηση με τον σκιώδη στρατιωτικό διοικητή Αθηνών που διόρισε ο
Παπανδρέου (14/7): τον στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, αρχηγό της
Χωροφυλακής στην πρώτη φάση της Κατοχής και συναρχηγό αργότερα της
ακροδεξιάς ΡΑΝ, δίδυμης αδελφής της κακόφημης «Χ». Μέσα στον Αύγουστο,
Μαρκεζίνης και Ζαλοκώστας διασφάλισαν με επαφές τους τη μελλοντική
νομιμοφροσύνη των κατοχικών Σωμάτων Ασφαλείας προς την εξόριστη
κυβέρνηση. Ακαρπη έμεινε αντίθετα η επαφή του Ζαλοκώστα με τον Γερμανό
φρούραρχο στρατηγό Φέλμι, για συντεταγμένη παράδοση-παραλαβή της
εξουσίας (Σπ. Μαρκεζίνης, «Σύγχρονος πολιτική ιστορία της Ελλάδος»,
τ.Β΄, Αθήνα 1994, σ. 5-12).
Πιο
εκτεθειμένα, καθότι βοηθητική μονάδα των SS, τα Τάγματα Ασφαλείας
έδωσαν κι αυτά σιωπηρά ένα χεράκι, μεταφέροντας από την Κερατέα και τη
Βραώνα μερικές χιλιάδες βρετανικά όπλα για τον εξοπλισμό των
εθνικοφρόνων της ΡΑΝ και της «Χ» (22.9 & 8.10.1944) – και πνίγοντας,
καθ’ οδόν, στη φωτιά και το αίμα το Κορωπί.
Οι εκθέσεις προς τον βασιλιά
Τα
ντοκουμέντα που παρουσιάζουμε σήμερα είναι μια σειρά ενημερωτικές
εκθέσεις αυτού του επιτελικού διδύμου προς τον εξόριστο βασιλιά, κατά
τις τρεις τελευταίες εβδομάδες πριν από το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών.
Εντοπίστηκαν στο Αρχείο των Βασιλικών Ανακτόρων, στα Γενικά Αρχεία του
Κράτους, στο φ. 439 που περιέχει την άκρως απόρρητη τακτική αλληλογραφία
των Μαρκεζίνη και Ζαλοκώστα με τον Γεώργιο επί μια διετία (17.11.1944 –
7.7.1946). Στον ίδιο φάκελο εντοπίστηκε και η συγκλονιστική έκθεση που
δημοσιεύσαμε παλιότερα, με τον σχεδιασμό της «Λευκής Τρομοκρατίας» από
τον ίδιο μηχανισμό («Ιός» 17/5/2009).
Οι
εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς τις κινήσεις αυτού του επιτελικού
μηχανισμού με σκοπό την εκκαθάριση της κυβέρνησης και του κρατικού
μηχανισμού από κάθε ΕΑΜική επιρροή, τη μεσοπρόθεσμη στρατιωτική πάταξη
της Αριστεράς και την επιστροφή του βασιλιά. Καθώς το μέλλον της
μοναρχίας θα αποφασιζόταν με δημοψήφισμα, τα σκέλη αυτά εκλαμβάνονταν ως
αλληλένδετες πτυχές μιας ενιαίας διαδικασίας. Στο τεχνικό επίπεδο, οι
δυο συνεργάτες εφάρμοσαν έναν αυστηρό καταμερισμό εργασίας: ο μεν
Μαρκεζίνης επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις πολιτικές ζυμώσεις κορυφής, ο
δε Ζαλοκώστας συντόνισε τη διεξαγωγή του αντικομμουνιστικού αγώνα στη
«βάση».
Η «χαμένη ευκαιρία» του ΕΑΜ
Στην
πρώτη του έκθεση (18/11) ο Μαρκεζίνης ξεκαθαρίζει τα βασικά
διακυβεύματα της συγκυρίας. Διακατέχεται δε από συγκρατημένη αισιοδοξία,
στρατηγικά τουλάχιστον: «Το ενδεχόμενον εις περίπτωσιν κυβερνητικής
κρίσεως να εφερόμεθα προς κυβέρνησιν σαφώς εχθρικής (ΕΑΜικής δηλ.
προελεύσεως) ή ανάλογον δυναμικήν λύσιν, φρονώ ότι πρέπει να
αποκλείεται. Η ευκαιρία εχάθη ανεπιστρεπτεί δια το ΕΑΜ κατά την εποχήν
της αποχωρήσεως των Γερμανών, τώρα είναι πλέον αργά. Τόσον μάλιστα αργά
ώστε νομίζω ότι όταν εκβιάζουν τα πράγματα απλώς μπλοφάρουν, διότι
γνωρίζουν ότι ουδεμία άλλη λύσις θα τους εξησφάλιζε την ισχυράν θέσιν,
την οποίαν κατέχουν σήμερον. Φρονώ ακόμη ότι και οι Αγγλοι δεν θα το
ηνείχοντο. Διότι αν ημείς γνωρίζομεν ότι ατυχώς συνορεύομεν πλέον με την
Ρωσίαν, γνωρίζουν και αυτοί ότι μόνον τα σύνορά μας τους έμειναν ακόμη
σύνορά των εις την Βαλκανικήν. Θα ήτο λοιπόν τερατώδες αν τα παρέδιδον
εις τους ρωσοφίλους. Τώρα περί καθαρώς δυναμικής λύσεως ιδικής μας φρονώ
ότι είναι πάντως πρόωρον».
Με
την ακροδεξιά «δυναμική λύση» να θεωρείται (απλώς) «πρόωρη», η προσοχή
εστιαζόταν αναγκαστικά στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. «Ενώπιον του κ.
Παπανδρέου», διαβάζουμε, «ηνοίχθησαν τρεις δρόμοι. Του Βενιζέλου, του
Κερένσκυ (ή Μπλουμ όπως λέγει ο ίδιος) και του Τσαλδάρη». Ο πρώτος -ενός
ηγεμονικού εκφραστή των συμφερόντων του αστισμού- ακυρώθηκε εκ των
πραγμάτων, αφού στην ομιλία του της απελευθέρωσης ο Παπανδρέου
παρασύρθηκε, «υποκύπτων εις τους εγκαθέτους του ΚΚΕ και αναφωνών ότι
πιστεύει εις την Λαοκρατίαν». Ο δεύτερος, του επικεφαλής μιας νόμιμα
εκλεγμένης λαϊκομετωπικής κυβέρνησης, αποκλείεται από τον ίδιο –ο δε
Μαρκεζίνης τον πιστεύει, ανησυχεί όμως «μήπως παρασυρθή ανεπαισθήτως».
Απομένει έτσι μόνο ο τρίτος δρόμος: «Αν εγκαίρως πάρη το σύνθημα της
Βασιλείας, δυνατόν να αποβή πράγματι εθνικός ηγέτης, άλλως ειλικρινώς
περιμένω ότι τον αναμένει κάποια οδός Κηφισσίας ή και κάτι χειρότερον». Η
συνθηματική αναφορά στην «οδό Κηφισσίας» υπονοεί, προφανώς, την
απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου (6.6.1933) από φιλοβασιλικούς
γκάνγκστερ με ανάμιξη του τότε διοικητή της Ασφάλειας.
Εν
μέρει τουλάχιστον, η αισιοδοξία του Μαρκεζίνη στηριζόταν πάντως σε
εξωπραγματικές εκτιμήσεις για την απήχηση της μοναρχίας. Πληροφοριοδότες
του από την επαρχία, ενημερώνει τον Γεώργιο, «παρουσιάζουν ρεύμα
βασιλικόν, εις ποσοστόν το οποίον και οι αισιόδοξοι εξ ημών δεν
ανεμένομεν. [...] Εντελώς ελεύθερον δημοψήφισμα θα απέδιδε πλέον του
75%», καθώς στους παραδοσιακά φιλοβασιλικούς έχουν προστεθεί «πάμπολλοι
νέοι. Αλλοι εξ αντιδράσεως προς την τρομοκρατίαν του ΕΑΜ, άλλοι εκ φόβου
πλήρους εξαθλιώσεως της κοινωνικής και οικονομικής υποστάσεως του
Κράτους και άλλοι εκ της πεποιθήσεως ότι η Βασιλεία είναι συνδεδεμένη
σήμερον με τα πεπρωμένα του Εθνους».
Ο «ωφέλιμος» εμφύλιος
Πιο
συγκρατημένος κι απείρως αποκαλυπτικότερος είναι, στη δική του πρώτη
έκθεση, ο Ζαλοκώστας (17/11). «Εις τας πόλεις ο κομμουνισμός, ο τόσα
χρήματα διαθέτων, έχει πολλούς οπαδούς», εξηγεί, είναι όμως βέβαιος «ότι
βελτιουμένου του επισιτισμού και μόλις παύση ο ΕΛΑΣ να εισπράττη τας
πάσης φύσεως φορολογίας των επαρχιών (ολόκληρα εκατομμύρια λιρών), τότε
θα καταρρεύση ο χάρτινος πύργος του ΕΑΜ. Το Κομμουνιστικόν Κόμμα θα
διατηρηθή, διότι είναι κόμμα παλαιόν, με στελέχη και φανατισμόν, ενώ το
ΕΑΜ, συγκρότημα ετερογενές και γέννημα γεγονότων μη δις
επαναλαμβανομένων, θα διαλυθή». Τα περί «εκατομμυρίων λιρών» ανήκαν
βέβαια στη φαντασία του επιστολογράφου, σε αντίθεση με το υλικό -όντως-
υπόβαθρο της αντιπαράθεσης.
Ο
Ζαλοκώστας φροντίζει να ξεκαθαρίσει τις δυσκολίες επανόδου σ’ ένα
καθεστώς όπως της 4ης Αυγούστου: «Δεν πρέπει να απατώμεθα. Η έννοια της
ελευθερίας και η ανάγκη της βελτιώσεως των όρων της ζωής των πτωχών, θα
μένη χαραγμένη βαθειά εις την λαϊκήν ψυχήν. [...] Η τρομερά κρίσις δια
της οποίας διήλθεν η Ελλάς την τελευταίαν τετραετίαν, θεωρώ ότι αφήκε
ανεξίτηλα ίχνη, που θα εμποδίσουν να επανέλθωμεν εις αντιδραστικά
κοινωνικά σχήματα». Ταυτόχρονα, ωστόσο, περιγράφει ένα σχέδιο σταδιακής
περιθωριοποίησης κι εκκαθάρισης της Αριστεράς, με την εξώθησή της «στα
βουνά» μέχρι το καλοκαίρι του 1945:
«Η
10η Δεκεμβρίου ήτις ωρίσθη ως όριον δια την διάλυσιν του ΕΛΑΣ είναι
ημερομηνία κρίσιμος, διότι δεν πιστεύω να επέλθη η διάλυσις αυτή. [...]
Εάν εν τούτοις διατηρηθή εις τας πόλεις η εθνική ενότης, φαντάζομαι ότι
θα φθάσωμεν εις το Νέον Ετος δια μιας περιόδου “υπομονής”, κατά την
οποίαν δεν θα υπάρχει κράτος, ούτε επαρχία, και οι διευθύνοντες θα
δέχωνται μπάτσους. Αι διαταγαί των δεν θα εκτελούνται, η δυστυχία θα
εξακολουθή με συνέπειαν τον λαϊκόν αναβρασμόν και την δημοκοπίαν. Κάθε
όμως ημέρα θα φέρη μικράν τινα βελτίωσιν, ούτως ώστε τον Ιανουάριον να
δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις νέαν περίοδον, της “επιμονής”.
Η
βελτίωσις των συγκοινωνιών θα φέρη σχετικήν επάρκειαν τροφίμων και η
επιστράτευσις την επέκτασιν του κράτους προς τας επαρχίας. Δεν
φαντάζομαι η περίοδος αύτη να είναι βραχυτέρα των τριών μηνών, ήτοι
μέχρι του Απριλίου. Από τότε όμως θα πρέπη με μεγάλην σταθερότητα να
βαδίσωμεν προς την τελευταίαν φάσιν, της “επιβολής”. Το καλοκαίρι είναι
άλλωστε κατάλληλος εποχή δια να κατανικηθή η αντίστασις των αριστερών
εις τα βουνά, και όταν απαλλαγή ο τόπος εντελώς από την τρομοκρατίαν των
αναρχικών, τότε μόνον είναι σκόπιμος η επάνοδός Σας, αδιάφορον κατόπιν ή
άνευ δημοψηφίσματος». Η έκθεση κλείνει με την υπενθύμιση πως «ο στρατός
είναι νευραλγικόν σημείον της καταστάσεως και πρέπει να το προσέξωμεν
πολύ, υπέρ παν άλλο».
Στο
ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινείται και η δεύτερη έκθεση του Μαρκεζίνη
(26/11): «Το ενδεχόμενον εμφυλίου πολέμου δεν πρέπει να τρομάζη όσον και
αν είναι αφαντάστως θλιβερόν. Διότι φρονώ και εγώ ότι μπλοφάρουν και
ότι πάντως μεταπίπτοντες οι κομμουνισταί εις την παρανομίαν θα
εκφυλισθούν, μεταβαλλόμενοι μετ’ ολίγον εις κοινούς ληστάς».
Δεν
ήταν οι μόνοι που σκέφτονταν έτσι. Ο υπουργός Μεταφορών Στέφανος
Στεφανόπουλος, «ο οποίος συνεργάζεται στενώς με τον κ. Π. Ράλλην»,
διαβάζουμε στο ίδιο κείμενο, «μου έλεγε προ ολίγων ημερών ότι τρία είναι
τα συμπεράσματά του: α) Αναπόφευκτος ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά και
ωφέλιμος, διότι θα εκκαθαρίση η κατάστασις χωρίς σοβαράς θυσίας, πάντως
δε μικροτέρας των όσων εγκυμονεί η συνεχής υποχωρητικότης του
Πρωθυπουργού, β) Αναπόφευκτος η κυβερνητική κρίσις αν την 10 Δεκεμβρίου
δεν διαλυθεί ουσιαστικώς και όχι τυπικώς ο ΕΛΑΣ. Αλλά και αν διαλυθή,
αναβάλλεται απλώς η κρίσις διότι δεν θα βραδύνη να ανακύψη το ζήτημα της
δημιουργίας αμιγεστέρας εθνικής κυβερνήσεως, δια της αποπομπής πάντων
των εκπροσώπων οργανώσεων (δηλ. του ΕΑΜ). Νοητή θα ήτο μόνον η
περιωρισμένη συμμετοχή του ΚΚΕ. γ) Ολαι αι πληροφορίαι αποδεικνύουν ότι ο
Βασιλεύς θα επανέλθη. Αυτός, καίτοι δημοκρατικός, φρονεί ότι αυτό και
ενδείκνυται [...]. Εις σχετικήν ερώτησίν μου απήντησεν ότι η παρούσα
Κυβέρνησις, ανασχηματιζομένη χωρίς το ΕΑΜ και με βασιλόφρονα υπουργόν
των Εσωτερικών, θα ήτο κατάλληλος να ενεργήση το δημοψήφισμα».
Αξιοποιώντας ενδεχομένως την πρόσφατη εμπειρία του 1935, όταν ο Γεώργιος
απέσπασε ως εκ θαύματος το… 105% των ψήφων, για να περιοριστεί κατόπιν
επισήμως σ’ ένα «ευπρόσωπο» 97,8%.
Από
το παραπάνω σχέδιο αξίζει να προσεχτεί η αποδοχή μιας μικρής συμμετοχής
του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση, δίκην ομηρίας, σε αντιδιαστολή προς την
καθαρά εχθρική αντιμετώπιση του «μετωπικού» ΕΑΜ. Οσο για τον
Στεφανόπουλο, χρημάτισε αργότερα πρωθυπουργός των αποστατών (1965-66)
και, μεταπολιτευτικά, αρχηγός της βασιλόφρονος «Εθνικής Παρατάξεως».
Προς την «εκκαθάρισιν»
Στις
2 Δεκεμβρίου, αμέσως μετά την παραίτηση των ΕΑΜικών υπουργών λόγω της
επιμονής του Παπανδρέου για μονομερή αποστράτευση του ΕΛΑΣ, ο Ζαλοκώστας
κάνει τον απολογισμό του τελευταίου τριμήνου από την πλευρά της τάξης
του: «Φρονώ ότι η περίφημος Εθνική ενότης ήτο μία απατηλή φαντασία, άνευ
πρακτικού περιεχομένου [...]. Με 6 κομμουνιστάς υπουργούς εις την
Κυβέρνησιν ούτε Κράτος, ούτε τάξις, ούτε εμπόριον, ούτε βιομηχανία
δύναται να εμπεδωθή. Αλλ’ αν η αναρχία παρετείνετο πέραν του μηνός, η
δραχμή θα κατέρρεεν. [...] Η παρούσα ανυπαρξία πίστεως προς το Κράτος
και εμπορικής κινήσεως δεν είναι φύσεως οικονομικής αλλά μόνον
πολιτικής».
Εξίσου
σαφείς είναι οι εκτιμήσεις του για το διά ταύτα: «Δια τας Αθήνας δεν
προβλέπω έκρηξιν κινήματος και σοβαράν αιματοχυσίαν, διότι θα την
προλάβουν τα αγγλικά τανκς, ωστόσον αναμένω μετά τον σχηματισμόν
κυβερνήσεως άνευ κομμουνιστών, το ΚΚΕ να υποκινήση μεγάλας απεργίας και
να προσπαθήση να δείξη την δύναμίν του δια της παραλύσεως της ζωής της
πόλεως (έλλειψιν άρτου, φωτισμού, τραμ και λεωφορείων, σταμάτημα
εκφορτώσεως τροφίμων). Τούτο θ’ αναγκάση την Κυβέρνησιν να προβή εις την
κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και εν συνεχεία εις την αιματοχυσίαν,
ιδίως δια την εκδίωξιν των εντός των Αθηνών οχυρωμένων κομμουνιστών εις
υπερδιακόσια κτίρια. [...] Μολονότι προβλέπω δια την ερχομένην εβδομάδα
εργατικάς ταραχάς, δεν ανησυχώ δια το μέλλον. Το καρκίνωμα του
κομμουνισμού μόνον με εγχείρησιν δύναται να ιατρευθή. Αίμα θα χυθή, αλλά
θα είναι το τελευταίον».
Αντί
για απλές «εργατικές ταραχές», η αιματηρή καταστολή του ΕΑΜικού
συλλαλητηρίου της 3ης Δεκέμβρη πυροδότησε τελικά την ένοπλη εξέγερση.
Για τους προβοκάτορες της Ακροδεξιάς, ακόμη κι αυτή η εξέλιξη ήταν όμως
καλοδεχούμενη: «Ευτυχώς, βοηθούσης της σθεναράς στάσεως του Στρατηγού
Σκόμπι και της αδιαλλαξίας των κομμουνιστών, εσταμάτησεν ο κατήφορος εις
τον οποίον εφερόμεθα κατόπιν των συνεχών υποχωρήσεων του κ.
Πρωθυπουργού και εισήλθομεν εις περίοδον εκκαθαρίσεως», γράφει την ίδια
μέρα στον βασιλιά ο Μαρκεζίνης. «Αι γραμμαί αυταί γράφονται εις την
πνιγηράν ατμόσφαιραν της ενάρξεως του εμφυλίου πολέμου. Και όμως ο
κόσμος είναι ήρεμος και ευτυχής, διότι διαισθάνεται ότι αυτό είναι η
αρχή του τέλους των δεινών του. Και καθ’ ημέραν αποβλέπει περισσότερον
προς Υμάς ως τον Λυτρωτήν».
------------------------------------------------------------------------
Οι Greek Statistics του Ναπολέοντα Ζέρβα
Πέτρα
του σκανδάλου που οδήγησε στην εμφύλια σύγκρουση του 1944 υπήρξε, ως
γνωστόν, η πρόθεση του βρετανικού στρατηγείου να οργανώσει τον
μεταπολεμικό ελληνικό στρατό σε καθαρά παραταξιακή βάση: αποστρατεύοντας
τον ΕΛΑΣ, διατηρώντας τη φιλοβασιλική 3η Ορεινή Ταξιαρχία (που είχε
συγκροτηθεί μετά την εκκαθάριση των ελληνικών μονάδων της Μ. Ανατολής
από τα δημοκρατικά και φιλο-ΕΑΜικά στοιχεία) και στελεχώνοντας τις
μελλοντικές «εθνικές» ένοπλες δυνάμεις με αντικομμουνιστές αξιωματικούς.
Οι
εκθέσεις των Μαρκεζίνη και Ζαλοκώστα προς τον Γεώργιο αποτυπώνουν τις
κινήσεις του σκληρού φιλοβασιλικού πυρήνα προς την ίδια κατεύθυνση,
επιβεβαιώνοντας τον στενά παραταξιακό χαρακτήρα των υπό διαμόρφωση
«εθνικών» τμημάτων. Κάποιες στιγμές, η μπάλα παίρνει ακόμη και στελέχη
εγνωσμένης εθνικοφροσύνης, τα οποία όμως θεωρούνται υπέρ το δέον χλιαρά
απέναντι στο ΕΑΜ: «Βεβαίως ο Εβερτ δεν παραλείπει να αγωνίζεται να μας
πείση ότι είναι ο βασιλικώτερος Ελλην», γράφει χαρακτηριστικά ο
Μαρκεζίνης στις 26/11, «αλλ’ ημείς, γνωρίζοντες την πολιτείαν του,
γνωρίζομεν άριστα ότι αυτός διέλυσεν ουσιαστικώς την Αστυνομίαν ως
δύναμιν και την κατέστησεν ανίκανον να αντιδράση κατά των κομμουνιστών».
Μικρή αλλά ουσιαστική λεπτομέρεια: η «αδράνεια» που καταλογίζεται σε
βάρος του τότε αττικάρχη αφορά τα χρόνια της Κατοχής και την καταστολή
του αντιστασιακού κινήματος!
Κάποιες
φορές, η προσπάθεια αυτή ξεπέρασε ωστόσο τα (τότε) εσκαμμένα, με
αποτέλεσμα την ανακλαστική προσωρινή αντιστροφή του κλίματος. Οταν στα
τέλη Νοεμβρίου έγινε λ.χ. αντιληπτός ο διορισμός ουκ ολίγων βαθμοφόρων
των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας ως αξιωματικών της υπό σύσταση
Εθνοφυλακής, ο παπανδρεϊκός υφυπουργός Στρατιωτικών Λαμπριανίδης
αναγκάστηκε να παραιτηθεί, για να αντικατασταθεί από τον φιλο-ΕΑΜικό
Πτολεμαίο Σαρηγιάννη. Οριακό σημείο της όλης αντιπαράθεσης αποτέλεσε
ωστόσο η εξαγγελθείσα από τους Παπανδρέου και Σκόμπι (5/11) αποστράτευση
των ανταρτών μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου.
Για
τον σεβασμό των εθνικοφρόνων σ’ αυτό το (δικό τους) σχέδιο,
αποκαλυπτική είναι η συνομιλία του Ζαλοκώστα με τον αρχηγό του ΕΔΕΣ
Ναπολέοντα Ζέρβα στα τέλη Νοεμβρίου, όπως καταγράφεται στην έκθεσή του
της 2/12:
«Τον
ηρώτησα αν θ’ αποστρατευθή την 10 Δεκεμβρίου, εφόσον είμεθα βέβαιοι ότι
ο ΕΛΑΣ θα διατηρήση τα περισσότερα όπλα του. Απεκρίθη ότι αυτός,
μολονότι έχει δύναμιν 16.000 ανδρών, εδήλωσε μόνον 10.000. Αντιθέτως ο
ΕΛΑΣ, με δύναμιν 28.000, εδήλωσεν εκ μεγαλαυχίας 50.000. Επειδή η
αποστράτευσις θα γίνη αναλογική, την 2.ΧΙΙ υποχρεούται αυτός μεν ν’
αποστρατεύση 2.000 άνδρας παραδίδων ισάριθμα όπλα, ο ΕΛΑΣ δε 10.000. Την
5.ΧΙΙ αυτός μεν ετέρας 2.000, εκείνοι δε πάλιν 19.000. Ούτω την 8.ΧΙΙ
μετά την τρίτην τμηματικήν αποστράτευσιν αυτός θα έχει ακόμη 10.000
άνδρας υπό τα όπλα, ο ΕΛΑΣ όμως ουδένα».
Τα
πραγματικά μεγέθη του ΕΛΑΣ απείχαν βέβαια πολύ απ’ αυτούς τους
ισχυρισμούς: μετά τη Βάρκιζα παρέδωσε στις αρχές 51.893 όπλα διαφόρων
τύπων, διέθετε δε (και έκρυψε) κάμποσα ακόμη, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις
σημαντικές απώλειές του στα Δεκεμβριανά. Ως ιστορικό τεκμήριο, η
δημιουργική λογιστική του στρατηγού Ζέρβα διατηρεί ωστόσο αυτούσια την
αξία της.
------------------------------------------------------------------------
Δείτε
*
Σπύρος Μαρκεζίνης, «Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος» (3 τ., εκδ.
Πάπυρος, Αθήνα 1994). Το ύστατο πόνημα του γνωστού πολιτικού και
ιστορικού, με οπτική γωνία -όπως πάντα- τα ανάκτορα και τα ανώτερα
κλιμάκια της αστικής τάξης. Επιλεκτική αξιοποίηση των εκθέσεων του
συγγραφέα προς τον εξόριστο βασιλιά Γεώργιο, με αποσιώπηση όλων των
στρατηγικών υποδείξεων που περιέχονται εκεί.
*
Χρήστος Ζαλοκώστας, «Το χρονικό της σκλαβιάς» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της
Εστίας, Αθήνα 1997). Εξιστόρηση της κατοχικής περιόδου που
πρωτοκυκλοφόρησε το 1949 με υποδειγματικό/ κανονιστικό χαρακτήρα για τη
μετέπειτα εθνικόφρονα ιστοριογραφία. Οχι μόνο στρατευμένη αλλά και
εξαιρετικά ανακριβής, απαιτεί διασταύρωση των ισχυρισμών της σε κάθε
βήμα με τις αντίστοιχες πηγές κάθε πλευράς.
*
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949) (16
τ., Αθήνα 1998). Ο πρώτος τόμος καλύπτει κυρίως τα Δεκεμβριανά.
Αξιοσημείωτα τα πρακτικά της άκρως απόρρητης ελληνοβρετανικής σύσκεψης
της 31/10/44 και οι εκθέσεις παραλαβής αγγλικών όπλων για τις
αντι-ΕΑΜικές οργανώσεις λίγο πριν από την Απελευθέρωση.
*
Σπύρος Κωτσάκης, «Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1986). Αυτοβιογραφική περιγραφή των Δεκεμβριανών από τον καπετάνιο
του αθηναϊκού Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, εμπλουτισμένη με άφθονο
αρχειακό υλικό.
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr