ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Οι επιθέσεις κατά Πελεγρίνη και το φλερτ με τον ολοκληρωτισμό...

Οι επιθέσεις πολλών ΜΜΕ στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Θ. Πελεγρίνη φέρνουν ξανά στην επιφάνεια το μεγάλο θέμα του ρόλου των Μέσων Ενημέρωσης στην εποχή της κρίσης με τη συστηματική παραβίαση από...
αρκετούς δημοσιογράφους, μιας βασικής δημοσιογραφικής αρχής, αυτής της αμεροληψίας. Ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ κ. Πελεγρίνης δέχεται επίθεση αυτές τις μέρες επειδή επί της ουσίας δεν δέχτηκε να παραβιάσει μια νόμιμη απεργία αλλά εγκαλείται ταυτόχρονα από δημοσιογράφους για τις δραστηριότητες που επιλέγει στον ελεύθερο χρόνο του. Την ίδια στιγμή εγκαλούνται επίσης από ΜΜΕ αρκετοί καθηγητές για το περιεχόμενο που υποτίθεται διδάσκουν στους φοιτητές τους. «Ορισμένοι δημοσιογράφοι επιχειρούν να δώσουν δικούς τους ορισμούς για το πως θα παίζει ο καθένας το θεσμικό του ρόλο. Όμως αυτό καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους» λέει στο tvxs.gr ο Γιώργος Πλειός , καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμπληρώνει: «Αλλιώς περνάμε στη σφαίρα του ολοκληρωτισμο». 


Κύριε Πλειέ, βλέπουμε για πρώτη φορά την παραπομπή Πρύτανη στο πειθαρχικό. Πώς το σχολιάζετε;

Δεν έχει υπάρξει ποτέ σε καιρούς δημοκρατίας παραπομπή και μάλιστα με αβάσιμο κατηγορητήριο, όπως προκύπτει από την ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ και της Συνόδου τω Πρυτάνεων. Η άποψή μου είναι ότι ο Πρύτανης ήθελε εν πλήρει λειτουργία το πανεπιστήμιο, όμως δεν ήθελε να παραβιάσει μια νόμιμη απεργία. Να σημειώσω εδώ ότι (από πρόθεση ή άγνοια) ψευδώς λέγεται ότι το πανεπιστήμιο είναι κλειστό. Εμείς λ.χ. πραγματοποιούμε όλες εκείνες τις δραστηριότητες (μαθήματα, έρευνα κλπ.) στο βαθμό που δεν απαιτούν την εμπλοκή των διοικητικών υπαλλήλων. Και έχουμε κάνει αρκετά πράγματα στο διάστημα της απεργίας τους. Άρα δεν είναι κλειστό το πανεπιστήμιο, υπολειτουργεί. Σε ό, τι αφορά την ουσία της παραπομπής το ερώτημά μου είναι το εξής: Αν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχει παράνομη παρεμπόδιση της λειτουργίας του πανεπιστημίου γιατί δεν επενέβη η αστυνομία, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο και ιδιαίτερα από το Ν.4008/11?;

Ποια είναι η δική σας ερμηνεία;

Κατά την εκτίμησή μου φάνηκε ότι ο υπουργός ζητάει από τον Πρύτανη να κάνει αυτό που ο ίδιος επιθυμούσε να γίνει, αλλά δεν ήθελε να πάρει το πολιτικό κόστος και έτσι το μεταβίβασε στον Πρύτανη. Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση των γεγονότων, ο υπουργός ζητάει, και μαζί με αυτόν το "απαιτούν" και τα ΜΜΕ που στηρίζουν την πολιτική του, να καταφερθεί ο Πρύτανης εναντίον μίας νόμιμης απεργίας. Ακριβώς όμως επειδή δεν διαφαίνεται ότι υπάρχει πειθαρχικό παράπτωμα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο υπουργός στο προπεμπτήριο του επικαλείται συνεχώς τις θέσεις του Πρύτανη εναντίον του μέτρου της διαθεσιμότητας στα ΑΕΙ, συμπεραίνω ότι η δίωξη στην ουσία ασκείται γι ' αυτές τις απόψεις του. Γεγονός που σημαίνει ότι μέσω της παραπομπής κατ' ουσίαν ποινικοποιείται η ελεύθερη έκφραση του Πρύτανη, η άσκηση κριτικής στην πολιτική του υπουργού, κάτι το οποίο είναι αυταρχικό.

Θεωρώ πως αν όσοι διοικούν το κράτος συνεχίσουν αυτή την τακτική, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για έντονο διχασμό και μεγάλες συγκρούσεις στη δημόσια ζωή .

Με τέτοιου είδους επιθέσεις δεν υποβιβάζουν τον θεσμικό του Πρύτανη;

Ναι, διότι η παραπομπή του Πρύτανη στο πειθαρχικό διαφαίνεται πως ασκήθηκε επειδή δεν συμπεριφέρθηκε ως υπάλληλος του υπουργείου παιδείας και δεν επωμίστηκε τις συνέπειες της παρέμβασης του υπουργού στα πανεπιστήμια, κάτι που δεν είναι δυνατόν, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 16 του συντάγματος τα ΑΕΙ είναι αυτοδιοικούμενα.

Πως σχολιάζετε το ότι λοιδορήθηκε ο Πρύτανης από τα ΜΜΕ για την επιλογή του να ασχοληθεί με το θέατρο με αφορμή την παράσταση στο Παρίσι;

Να σημειώσω ότι η γνωστή εκπομπή του Alpha, προβλήθηκε πριν από την παραπομπή του. Το ρεπορτάζ τον ειρωνεύτηκε γιατί έπαιξε σε θεατρική παράσταση. Από το ρεπορτάζ αυτό, καθώς και από πλήθος συναφών δημοσιευμάτων προκύπτουν δύο στοιχεία:

Πρώτον, υπονοούν ότι ο Πρύτανης διέπραξε παράπτωμα πηγαίνοντας στο Παρίσι για την παράσταση, αλλά και γενικότερα διαφαίνεται ότι τα mainstream ΜΜΕ διεκδικούν να ορίσουν τα ίδια πως θα παίξει τον θεσμικό του ρόλο στο πανεπιστήμιο, ενώ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του Πρύτανη όπως και οποιουδήποτε άλλου στους θεσμούς καθορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους.

Αν υπερβούμε αυτή τη διαχωριστική γραμμή περνάμε στη σφαίρα του ολοκληρωτισμού, στη σφαίρα μιας ολοκληρωτικής διοίκησης. Δεν είναι δυνατό να αποφασίζουν οι δημοσιογράφοι πως θα περνάει ο καθένας τον ελεύθερό χρόνο του και ποιες, αποδεκτές εν τέλει, δραστηριότητες θα ασκεί ή όχι. Είμαστε σε λεπτό σημείο και τα ζητήματα αυτά χρίζουν πολύ μεγάλης προσοχής κατά το χειρισμό τους. Υπερβαίνοντας λοιπόν τη διαχωριστική γραμμή που προανέφερα, αποκοπτόμαστε από την Ευρώπη και τον δημοκρατικό κόσμο.

Στην Ευρώπη ή στην Αμερική ένα σοβαρό ΜΜΕ ή ένας σοβαρός υπουργός δεν θα διεκδικήσει να ορίσει αυτός πώς θα περάσει τον ελεύθερο χρόνο του ένας καθηγητής, ένας πρύτανης, αν λ.χ. θα ασχοληθεί με τον κήπο του ή με το θέατρο. Διανοήθηκε ποτέ π.χ. κάποιος να απειλήσει τον Νόαμ Τσόμσκι με δίωξη ή με εκδίωξη από το Πανεπιστήμιο επειδή ασκεί οξύτατη κριτική στην πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και στον καπιταλισμό στο σύνολό του;

Δεύτερον, ενώ ο Πρύτανης λοιδορήθηκε από τα κυρίαρχα ΜΜΕ επειδή ασχολείται με το θέατρο, έχουν προβληθεί θετικά κατά το παρελθόν καθηγητές, υπουργοί, πολιτικοί που τα έσπαγαν στα σκυλάδικα της παραλιακής. Εγώ στη θέση του μπορεί δεν θα πήγαινα στο Παρίσι μια τέτοια στιγμή, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να εγκαλείται επειδή αυτός το έπραξε.

Κύριε Πλειέ, τί εννοούσατε όταν είπατε σε μια συνέντευξή σας πως τα ΜΜΕ εγκαλούν καθηγητές για το περιεχόμενο που διδάσκουν στα πανεπιστήμια;

Καταρχήν θα πρέπει να γνωρίζουν οι δημοσιογράφοι ότι οι καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων, όπως και του υπόλοιπου πολιτισμένου κόσμου, διαθέτουν αυτοδύναμη διδασκαλία.

Δεύτερον, όποιος ασκεί κριτική στο περιεχόμενο, θα πρέπει να είναι κατά τεκμήριο ειδικός και όχι άσχετος, γι' αυτό και το διδακτικό και ερευνητικό έργο των καθηγητών κρίνεται από ομόλογους καθηγητές, συνήθως ανώτερων βαθμίδων. Αν παρόλα αυτά κάποιος επιμένει, αν και άσχετος, με το αντικείμενο, να έχει λόγο, τότε να διεκδικήσει το ίδιο δικαίωμα για το τί είδους χειρουργεία και με ποιόν τρόπο θα γίνονται στους ασθενείς, πως θα πραγματοποιούν οι πιλότοι τις πτήσεις κλπ.

Τρίτον, οι δημοσιογράφοι, οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι καθηγητές δεν διδάσκουν στα πανεπιστήμια αυτά που δημοσιεύουν τα ΜΜΕ - αν έχουν σχέση με αυτό που λέγεται ερευνητική δημοσιογραφία λογικά θα πρέπει να το γνωρίζουν.

Τα λέω αυτά, έχοντας κατά νου πρόσφατο άρθρο, γνωστού και αμφισβητούμενου δημοσιογράφου σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα, όπου αναφερόμενος σε άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», σχολίαζε ειρωνικά ότι με αυτά που τους μαθαίνουμε στο πανεπιστήμιο δεν θα βρουν δουλειά στα δικά τους mainstream media παρά μόνο στο left και το radiobubble.

Ίσως κρίνει εξ ιδίας εμπειρίας, όμως τον διαβεβαιώνω ότι το εκπαιδευτικό υλικό από το οποίο προετοιμάζονται οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο, σίγουρα δεν είναι τα άρθρα των εφημερίδων και σε καμία περίπτωση τα δικά του. Μπορεί αυτό να συμβαίνει στα ΙΕΚ, αλλά όχι στα Πανεπιστήμια. Αν έχει πραγματοποιήσει σπουδές σε Πανεπιστήμιο θα το γνωρίζει. Όμως επί της ουσίας του ερωτήματος που θέτει, αντί άλλης απαντήσεως ας ρίξει μια ματιά στα απέναντι και στα διπλανά γραφεία από το δικό του στο τηλεοπτικό μέσο που εργάζεται, για να διαπιστώσει αν εργάζονται ή όχι απόφοιτοι μας. Και επειδή ο δημοσιογράφος οφείλει τεκμηριώνει όσα γράφει, γι' αυτό οφείλει να κάνει και έρευνα και όχι να διατυπώνει σχόλια καφενείου εν είδει σοβαρών αναλύσεων.

Η επίθεση αυτή των δημοσιογράφων απέναντι στους ακαδημαϊκούς που ασκούν κριτική στα ΜΜΕ, συνδέεται με την στάση των κυρίαρχων ΜΜΕ απέναντι στην κρίση;

Ναι. Η σχέση των κυρίαρχων ΜΜΕ με την κρίση είναι πολύπλευρη. Καταρχήν ο κλάδος των ΜΜΕ πλήττεται από πολύ υψηλή ανεργία. Δεύτερον πραγματοποιείται δραματική αλλαγή, κατεξοχήν με την παρέμβαση των κυβερνήσεων, των συσχετισμών υπέρ των ιδιωτικών ΜΜΕ και εις βάρος των δημόσιων. Τρίτον τα κυρίαρχα ΜΜΕ στηρίζονται από τις ελίτ τεχνητά.

Συγκεκριμένα, ενώ τα ιδιωτικά μέσα στην Ελλάδα είναι υπερχρεωμένα, οι τράπεζες συνεχίζουν να τα τροφοδοτούν με δάνεια. Τα ιδιωτικά mainstream ΜΜΕ είναι ξοφλημένα εμπορικά και κανονικά θα έπρεπε να έχουν κλείσει με τους νόμους της αγοράς αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και με τους νόμους του κράτους. Στην τελευταία περίπτωση ανήκουν εκείνα που έχουν ίδια κεφάλαια κάτω από το 10% της αρχικής κεφαλαιοποίησης.

Και ενώ δεν μπορούν να ξεχρεώσουν τα προηγούμενα δάνεια, οι τράπεζες συνεχίζουν να τους χορηγούν νέα, τα οποία προέρχονται από το μηχανισμό στήριξης. Αυτά τα χρήματα περνούν στο δημόσιο χρέος και τα πληρώνουν οι Έλληνες πολίτες με τη μορφή χαρατσιών και φόρων. Με άλλα λόγια τα ιδιωτικά ΜΜΕ συντηρούνται με χρήματα Ελλήνων πολιτών. Αν και ιδιωτικά τα χρυσοπληρώνουν οι Έλληνες και μάλιστα είναι πολύ πιο ακριβά από τα δημόσια. Η πραγματική αδιαφάνεια και σπατάλη δημόσιου χρήματος γίνεται στα ιδιωτικά, όχι στα δημόσια ΜΜΕ.

Αρκετοί ερευνητές στην Ελλάδα και το εξωτερικό -ανάμεσα τους κι εσείς- έχουν αναδείξει μέσα από δημοσιευμένες εργασίες τους πως η κρίση καλύπτεται μεροληπτικά από τα Ελληνικά και ξένα κυρίαρχα μέσα. Μπορείτε να μας αναφέρετε συνοπτικά τι διαπιστώνουν οι έρευνες;

Τα κυρίαρχα μέσα μεροληπτούν, καλύπτουν την κρίση υπό την οπτική των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Θα σας αναφέρω τα κύρια σημεία που δείχνουν συμβαίνει αυτό.

1. Διαφαίνεται λ.χ. στο ποιες δέχονται ως αιτίες της κρίσης. Θεωρούν π.χ. το υπερχρεωμένο δημόσιο και όχι τη φοροδιαφυγή, την "τεμπελιά" των Ελλήνων και όχι τις πελατειακές σχέσεις κ.ά. ως αιτίες της κρίσης, όπως προστάζει και το νεοφιλελεύθερο αφήγημα.

2. Διαφαίνεται ακόμα στο πως αντιλαμβάνονται την κρίση γεωπολιτικά. Η νεοφιλελεύθερη (και Γερμανική) άποψη, που θεωρεί ότι η κρίση είναι περιορίζεται στα εθνικά όρια συγκεκριμένων χωρών (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.), πως δεν είναι πανευρωπαϊκή ή παγκόσμια, γίνεται αναφανδόν αποδεκτή από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.

3. Είναι επίσης ορατό στο ποιες στρατηγικές υποστηρίζουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ για την υπέρβαση της κρίσης. Από την έρευνα προκύπτει ότι αποδέχονται σε υπερθετικό βαθμό την τήρηση του συμφώνου σταθερότητας, τις εκτεταμένες περικοπές στο δημόσιο τομέα, τη συρρίκνωση των μισθών και τον στραγγαλισμό των δικαιωμάτων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και όλα τα μέτρα του νεοφιλελεύθερου χειρουργείου, ή τη διάλυση της δημόσιας τηλεόρασης (ΕΡΤ) - κάτι που εκτός από αντισυνταγματικό είναι σε ευθεία σύγκρουση με τη συνθήκη του Άμστερνταμ και ειδικότερα το πρωτόκολλο 29.

Εν κατακλείδι, τα κυρίαρχα ΜΜΕ υιοθετούν πιο φανατικά από τις ελίτ τις απόψεις της. Γιʼ αυτό εκτιμώ ότι οι τράπεζες τα τροφοδοτούν με δάνεια, γιατί μετά την κυβέρνηση είναι ο πιο σημαντικός μηχανισμός την εφαρμογή της μνημονικής πολιτικής. Και αυτά τα έγραψαν και Γερμανοί Γάλλοι και άλλοι ερευνητές πριν από μένα...
Της Φωτεινής Λαμπρίδη
tvxs.gr

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

6.12.2008 + 5

5 χρόνια απ’ την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 που συντάραξε την Ευρώπη, επιστήμονες και δημοσιογράφοι, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί, συγγραφείς και μπάτσοι αναρρωτιούνται τι ήταν ο Δεκέμβρης και προσπαθούν να τον αποδελτιώσουν και να του βάλουν ταμπέλες, “ήταν η εξέγερση των νεολαίας”, “ήταν μαθητική εξέγερση”…
Τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν κι όλα αυτά μαζί!
“Μια λαϊκή εξέγερση, απ’ την ίδια της τη φύση, είναι ενστικτώδης, χαοτική και καταστρεπτική…” (Μπακούνιν)

Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης

 

 

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Ο Δεκέμβρης του 2008 και η σημασία του για εμάς σήμερα

Το παρακάτω κείμενο είναι μετάφραση του πρωτότυπου Αγγλικού (με ορισμένες παραλλαγές που αποσκοπούν στην προσαρμογή του στο ελληνικό κοινό) που θα δημοσιευτεί εντός των επόμενων ημερών και αποτελεί εξίσου περιληπτικό απόσπασμα δοκιμίου αναφορικά με τα γεγονότα του Δεκέμβρη (2008)


Σήμερα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από το περιστατικό της δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού στην περιοχή Εξαρχείων στο κέντρο της Αθήνας. Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά την διάδοση του γεγονότος ακολουθεί μια πανελλαδικής εμβέλειας γενικευμένη εξέγερση – τα νέα Δεκεμβριανά – που διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, με χιλιάδες διαδηλωτών να εκφράζουν δημόσια την αγανάκτησή τους ενάντια στην αστυνομική ατιμωρησία, τη διαφθορά και την ανεργία. Πέντε χρόνια μετά την εξέγερση, οι ευρωπαϊκές συστημικές πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να επιχειρούν την στρέβλωση ή διαγραφή των γεγονότων αυτών από τη συλλογική μνήμη, χαρακτηρίζοντάς τα ως έναν εφιάλτη που δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί (TPTG 2011, σ.272​​). Όπως ο συντηρητικός συγγραφέας Στάθης Καλύβας (2008)[1] τόνισε, οι ταραχές του Δεκεμβρίου είχαν πολύ λίγο να κάνουν με την αγανάκτηση και την αντίθεση στη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και την έλλειψη οικονομικής ασφάλειας που ταλανίζουν το ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό βίο. Αντιθέτως, για τον ίδιο, τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το ωμό αποτέλεσμα της σταδιακής καλλιέργειας μιας υποκουλτούρας ανομίας που κατέστη ανεκτή από την ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πολλούς αναρχικούς και ψηφοφόρους/υποστηρικτές της αριστεράς, ρομαντικοποιώντας τις μέρες του Δεκέμβρη, να αγγίζουν πολλές φορές τα όρια του φετιχισμού. Αλλά ποιό είναι το πραγματικό μήνυμα της εξέγερσης αυτής για εμάς σήμερα; Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί εδώ, με στόχο όχι μόνο να αμφισβητηθεί ο κυρίαρχος αντιδραστικός ισχυρισμός ότι τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έκτροπα και βανδαλισμοί, αλλά επιπλέον να δοθεί έμφαση στο το πνεύμα της αυτο-οργάνωσης που προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, το αυθεντικό και το βαθύτερο μήνυμα αυτής της ιστορικής στιγμής.

Συνδέσεις με το παρελθόν

Η κοινωνικο-πολιτική σημασία της εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως να γίνει έστω και μια επιγραμματική αναφορά σε τρία βασικά χρονικά σημεία της σύγχρονης Ελληνική ιστορίας που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να καθορίζουν την πολιτικοποίηση του ελληνικού κοινού: α) οι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του 1930-39 (και πιο χαρακτηριστικά η αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων του 1936 στη Θεσσαλονίκη), β) ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) – που για πολλούς Έλληνες αριστερούς θεωρείται ως η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – και γ) το μετεμφυλιακό κλίμα δεξιάς/κρατικής τρομοκρατίας που κράτησε μέχρι το 1974 με την κατάρρευση της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής δικτατορίας, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχείς διώξεις εναντίον της ηττημένης αριστεράς, εκκαθάρισεις κομμουνιστών και φυλακίσεις αντιφρονούντων. Η εποχή της μεταπολίτευση – ένας όρος που «χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιστορική περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που ακολουθεί το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974)» (Vradis & Dalakoglou 2011, σ. 339), μέχρι την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2010) – βλέπει πέντε χρονολογικά σημεία-κλειδιά πολιτικού ακτιβισμού: 1970-1980, 1987-88, 1990-1991 (κινητοποιήσεις μαθητών ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις), 1998,99 (εκατοντάδες σχολεία κατελήφθησαν από τους μαθητές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την γραφειοκρατικοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), 2006-07 (εν όψη των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πάνω από 300 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη, ενώ οι περισσότερες από τις διαμαρτυρίες κατά των μέτρων αυτών συνάντησαν την κτηνώδη κρατική καταστολή). Επιπλέον, δύο σημαντικές περιόδους αναταραχών μπορεί κανείς να παρατηρήσει κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου: το 1985 η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά οδηγεί σε εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ, ενώ το 1991, μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από ακροδεξιούς γενικευμένες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και δυνάμεων καταστολής στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις έλαβαν χώρα, συγκρούσεις που κράτησαν για πάνω από τρεις μέρες. Οι στιγμές αυτές, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως κληροδότημα του πνεύματος της αντίστασης και της ανυπακοής που σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (το οποίο λίγο πολύ αποτελεί ένα είδος κινηματική συνέχειας από τα πρώτα χρόνια των εργατικών αγώνων), το αποκορύφωμα του αντιδικτατορικού αγώνα σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου (2013), μιας αυθόρμητης ρήξης με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών που χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη λογοκρισία και καταστολή.

Όπως τονίζει Οικονόμου (2013, σ. 30), το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ημερών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην διεκδίκηση της ελευθερίας. Την κατάληψη του Πολυτεχνείου «δεν καθοδηγεί καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγεί ουδείς «ηγέτης», ουδεμία έξωθεν εξουσία κινεί τα νήματα. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία». Ομοίως η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν ήταν ούτε κατευθυνόμενη από κάποια πολιτική οργάνωση, ούτε υποκινούμενη από μια ενιαία ιδεολογία (Δουζίνας 2009). Η εξέγερση του Πολυτεχνείου «εκδηλώνει και αξιοποιεί τις καλύτερες πλευρές του εαυτού του: την αλληλεγγύη, τη φιλία, την ανιδιοτελή προσφορά, τη φαντασία, τον έρωτα, τη δημιουργία [...] Η δυναμική και η λειτουργία της κατάληψης στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση. Διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή επιτροπών και Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία» (Οικονόμου 2013, σ.30-31). Όλα αυτά τα στοιχεία (που αποτελούν σπέρμα γονιμοποιό για μελλοντικές πολιτικές δράσεις) εσωτερικεύονται σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και επανεμφανίζονται ξανά στις ημέρες του Δεκέμβρη. Αυτή είναι η ιδιαίτερη σημασία της εξέγερσης, η οποία αγνοήθηκε εξ ολοκλήρου από τα μεγάλα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης των οποίων η απάντηση ήταν μια στείρα καταδίκη της βίας, μια περιγραφή των γεγονότων σαν να πρόκειται για το ξέσπασμα της νεανικής παραβατικότητας ή, κατά κανόνα, η επικράτηση της λογικής του όχλου ενάντια στον κοινό νου[2]. Όπως και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η αυτο-οργάνωση, η συντροφικότητα και η φιλία αντικατέστησαν τον τρόμο και την κρατική προπαγάνδα, ομοίως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη θα μπορούσαμε να δούμε συνελεύσεις γειτονιών, μαζί με τις καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοτικών γραφείων και θεάτρων να λαμβάνουν χώρα (Metropolitan Sirens 2011, σ.146; Ανδρέας Καλύβας 2010), και μια γενικευμένη απόρριψη της απάθειας, του κυνισμού, της τυραννίας της οικονομικής αβεβαιότητας και της πολιτικής αδιαφορίας. Ιστορικά αν το δει κανείς, ανοικτές συνελεύσεις πολιτών και πολιτικοί φορείς που λειτουργούν οριζόντια και επιτρέπουν σημαντικές αποφάσεις να ληφθούν με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, αυθόρμητα εμφανίστηκαν «σε κάθε πραγματική επανάσταση καθ’ όλη του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα» (Arendt 1990, σ.249), από το παρισινή Κομμούνα μέχρι και την ουγγρική Επανάσταση του 1956 όπου τα συμβούλια των μαθητών, των συγγραφέων, των εργαζομένων και των καλλιτεχνών, τα συμβούλια των στρατιωτικών ή μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίστηκαν σε κάθε συνοικία της Βουδαπέστης (Arendt 1990, σ.266-267).

Το νόημα της εξέγερσης

Μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα κίνημα; Σύμφωνα με τους Della Porta και Diani (2006, σ.23) ένα κίνημα αποτελεί ένα είδος σύγκρουσης μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία και των αντιπάλων τους. Αλλά πώς μπορούμε να νομηατοδοτήσουμε τον όρο σύγκρουση; Από μια δημοκρατική σκοπιά[3], η σύγκρουση δεν αφορά την φυσική επίθεση αλλά τη συνολική απόρριψη της θεσμισμένης τάξης πραγμάτων και μια βαθιά ρήξη με τις δοσμένες νόρμες και αξίες. Επιπλέον, αφορά τις αντιπροτάσεις για την εδραίωση νέων θεσμών (αξιών, κανόνων, κοινωνικές φορέων κ.λπ.).
Ενώ η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα κοινωνικό κίνημα από μόνη της[4] – παρά τις πρωτοβουλίες για αυτοοργάνωση τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δημαρχείων, των γραφεία της ΓΣΕΕ, τις άμεσες δράσεις στους δρόμους και τις αγορές, τους σταθμούς, τα θέατρα και τα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν μορφές οργανωμένου αγώνα (Kaplanis 2011, σ.223) – διαμόρφωσε σαφώς την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης μέσα στην ελληνική κοινωνία: εκ πρώτης όψεως συγκρούστηκε με το φανταστικό του καριερισμού, με τον πολιτισμό του απομονωτισμού, του καταναλωτισμού και του ατομικισμού[5] – του λεγόμενου κοινωνικού πολέμου[6], ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω κινητοποιήσεις. Αντίθετα με περισσότερες από τις προηγούμενες διαδηλώσεις, η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν είχε κάποια ειδική απαίτηση (όπως αυξήσεις στις αποδοχές, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης). Αντί να στοχεύει αποκλειστικά και μόνο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της συντηρητικής κυβέρνησης αμφισβήτησε μέρος των αξιών ολόκληρου του θεσμισμένου φαντασιακού, και πιο έντονα την ιδιωτικοποίηση της ζωής του ανθρώπου μέσα στο κυνήγι της «ευτυχίας» που έχει καταστεί σχεδόν ταυτόσημη με τον πλουτισμό και τη συσσώρευση ιδιοκτησίας.
Η εξέγερση «δεν ήταν η απάντηση, αλλά η ερώτηση» (όπως το περιβόητο σύνθημα λέει), μια ερώτηση αναφορικά με τα πουριτανική ήθη που τυφλά η κοινωνία ακολουθεί, όπως την ηθική της εργασίας (πιο συγκεκριμένα, τον εκφυλισμό της εργασίας, προτάσσοντας παράλληλα την επανανοηματοδότισή της ως μια ελεύθερη και δημιουργική απασχόληση), την υπακοή στην ιεραρχία, τον εθνικιστικό ναρκισσισμό[7], ενώ ταυτόχρονα κατέστη η αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος της αλληλεγγύης και συντροφικότητας μέσα από μεγάλες διαδηλώσεις που καταλήγουν σε χορό ή σε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές συναυλίες ή προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ σε δρόμους και πλατείες. Τα Δεκεμβριανά ήταν επίσης μια μορφή της αυτο-ερώτησης: Η εξέγερση κατάφερε μερικώς να αμφισβητήσει όλες τις προηγούμενες μορφές διαμαρτυρίας που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών (Boukalas 2011, σ.308), ενισχύοντας την εμφάνιση μιας δημόσια σφαίρας [δηλαδή αυτοδιοικούμενων σωμάτων δημοσίων συνελεύσεων μέσα στα κατειλημμένα πανεπιστήμια, στις πλατείες και τα μικρά χωριά (Boukalas 2011, σ.323), πολιτικά σώματα που επιτρέπουν στους πολίτες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις να αναλάβουν οι ίδιοι τη λειτουργία των κοινοτήτων τους], ενός κοινού κόσμου που ενσωματώνει την πλήρη ανθρώπινη κατάσταση της πολιτικής διαβούλευσης και επικοινωνίας, που τον διακρίνει η φιλία, ο λόγος και η ετερότητα (Arendt 1998). Αυτή είναι η πραγματική πολιτική ουσία του Δεκέμβρη που πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές, όντας επικεντρωμένοι αποκλειστικά και μόνο στις τις φωτιές και τις φλόγες (όπως και όλοι όσοι φετιχίζονται με τις φωτογραφίες των καμμένων αυτοκινήτων και θρυμματισμένων καταστημάτων) δεν κατάφεραν να συλλάβουν. Αυτή η ριζική σύγκρουση με το φαντασιακό του εγωκεντρισμού, με την δήθεν αναγκαιότητα της πολιτικής εκπροσώπησης συνεχίζει την πορεία της μέσα στο χρόνο και εμφανίζεται ξανά κατά τις πρώτες ημέρες του Κινήματος των Πλατειών, πριν ο επίσημος αριστερός λαϊκιστικός αντιμνημονιακός λόγος παρεισφρήσει και κυριαρχήσει εξ’ ολοκλήρου στο νεογέννητο δημόσιο πεδίο. Θα μπορούσε το Κίνημα των Πλατειών να επιβιώσει μην έχοντας ενσαρκώσει τον πραγματικό πνεύμα της φιλίας και της ανιδιοτέλειας μέσα στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συνελεύσεις, ένα πνεύμα που όπως είδαμε ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της εξέγερση του Δεκέμβρη;
Συνεπώς, βλέπουμε ότι το πραγματικό διακύβευμα του Δεκέμβρη είναι η πολιτική μη-βία (και σε πολλές περιπτώσεις η αντι-βία) και όχι τυφλή επιθετικότητα, δεδομένου ότι στη δημόσια σφαίρα, η οποία αποτελεί αποτέλεσμα σκόπιμης συλλογικής δράσης, η κατ’ εξοχήν δέσμευση για όλους τους συμμετέχοντες είναι ο λόγος και η ισότητα, βάση της αντίληψης του ανθρώπου ως ον πολιτικό «προικισμένο με τη δύναμη του λόγου» (Arendt 1990, σ.19), σε αντίθεση με την ωμή βία που από τη φύση της είναι σιωπηρή και αποτελεί φαινόμενο περιθωριοποιημένο στο πολιτικό πεδίο (Arendt 1998, σ.26; 1990, σ.19)[8]. Με βάση το πόρισμα αυτό καταλαβαίνουμε τα εξής: μόνο ο λόγος έχει την ικανότητα να δημιουργεί ουσιαστικά προτάγματα. Μόνο η ομιλία και η ακοή γεννούν βιώσιμα πολιτικά σχέδια. Η επιθετικότητα, από την άλλη πλευρά, αφήνει ανεξίτηλα ίχνη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δίχως περαιτέρω εξέλιξη. Αποτελεί μια στείρα αντίδραση, δίχως πολλές δυναμικές για την τροφοδότηση χειραφετησιακών συγκρούσεων. Κι εδώ μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα Δεκεμβριανά αφήσαν κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές, σε αντίθεση με τις ταραχές που είδαμε σε άλλα μέρη της Ευρώπης (όπως του Λονδίνου, του Παρισιού και του Malmo) όπου, σε σύγκριση με την πρώτη περίπτωση, δεν αποτέλεσαν τίποτα περισσότερο παρά στιγμές όπου φυλετική ένταση και ο αποκλεισμός έφτασαν στο σημείο να επιφέρουν μονάχα μια προσωρινή ανάφλεξη.

Εν κατακλείδι

Μέχρι στιγμής, δύο είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ορόσημα στην κινηματική ιστορία της μετά-2000 εποχής στην χώρα: η εξέγερση του Δεκέμβρη και το Κίνημα των Πλατειών, όπου μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί την εκ νέου διόγκωσης της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή. Αλλά θα ήταν σημαντικό λάθος να εκλάβουμε αυτά τα γεγονότα ως μια πιθανή εικόνα από το μέλλον, ως ένα πρότυπο κινηματικής αντιγραφής. Αντ’ αυτού, οι ακτιβιστές, οι πολιτικοί θεωρητικοί και ερευνητές θα ήταν προτιμότερο εμβαθύνουν στο πραγματικό μήνυμα των γεγονότων, στην αυτο-οργάνωση, την δημόσια και πολιτική διαβούλευση που ξεπερνά τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας της αστικής «δημοκρατίας» και του κράτους (καθώς και όλα τα θεσμικά όργανα που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του). Η εξέγερση του Δεκέμβρη συμβολίζει την πραγματική αναβίωση της συγκρουσιακής πολιτικής σκέψης στην καθημερινότητα, η οποία δεν δίνει έμφαση στη βία απαραίτητα, αλλά αγγίζει την ουσία της πραγματικής πολιτικής δράσης και την αναζήτηση νέων προταγμάτων, ξεπερνώντας χρεοκοπημένες κοσμοθεωρίες και διαφόρων ειδών ιδεολογικά κλισέ. Αν το πνεύμα του Δεκέμβρη θα θαφτεί κάτω από το κλίμα κοινωνικής καταστροφής που η χώρα διέρχεται σήμερα είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, δύσκολο μεν να απαντηθεί. Αλλά όποια και αν είναι η απάντηση, η πραγματική ουσία του Δεκέμβρη παραμένει αμετάβλητη: στην εποχή της πολιτικής οπισθοδρόμησης που μετατρέπει τις κοινωνίες σε ένα πλήθος απομονωμένων και εξατομικευμένων ανθρώπων, στην εποχή αποπολιτικοποίησης, ο Δεκέμβρης μας δίνει να καταλάβουμε πόσο ζωτικής σημασίας είναι η ανυπακοή. Σε αυτούς τους καιρούς όπου ασημαντότητα, η απάθεια, η μοναξιά και ο κυνισμός σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, το φάντασμα του Δεκέμβρη φανερώνει μπροστά μας αυτή την τραγική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Αναμφισβήτητα δεν είναι εύκολο για τις κοινωνίες της βόρειας Ευρώπης που ακολουθούν τυφλά το προτεσταντικό φαντασιακό της ατομικής ασφάλειας και του δούλευε και μην ερεύνα, να συλλάβουν την πολιτική σημασία των Δεκεμβριανών, να αμφισβητήσουν τις θεσμοθετημένες νόρμες τους και να αγκαλιάσουν τη λογική της κοινότητας, την φιλία και την άμεση συμμετοχή στη δημόσια ζωή, όπου η κοσμικότητα και η ετερότητα ενισχύουν την ελευθερία του ανθρώπου, πέρα από τα τείχη της ιδιωτικής σφαίρας, τον προ-πολιτικό αυτόν χώρο που έχει διαβρώνει κάθε ανθρώπινο κίνητρο οδηγώντας μας στην ομοιομορφία και την ύβρη. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση της σύγχρονης εποχής μας, να γεννηθεί η δυνατότητα ενός εκ νέου επανακαθορισμού αναφορικά με το τι θα πρέπει να θεωρηθεί ως ηθικό και δίκαιο.
Σημειώσεις
[1] «Η πολιτική, πολιτιστική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας δεν δείχνει πρόθυμη να λάβει μέτρα κατά αυτής της αναρχικής υποκουλτούρας. Στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις τη δικαιολογούν, την υποκινούν ή και την επιδοκιμάζουν- κυρίως τα μικρά κόμματα της Αριστεράς, όπως και κεντροαριστερές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας», λέει ο Στάθης Καλύβας (2008). Η ίδια μυωπική γνώμη εκφράστηκε επίσης από τον Economist (2008): «η ανεπαρκή αστυνόμευση επέτρεψε τους αναρχικούς να ευδοκιμήσουν στα Εξάρχεια, τα οποία έχουν γίνει καταφύγιο για εμπόρους ναρκωτικών και απατεώνες». Το πιο ενδεικτικό για το παραπάνω άρθρο, δεν είναι απλά η ρηχότητα σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει το κοινωνικο-πολιτικό πράττειν, αλλά ο επιτηδευμένος τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να διαυγάσει το ζήτημα της εξέγερσης. Αυτό φαίνεται εντονότερα όταν ο/η ίδιος/α διατυπώνει χαρακτηριστικά: «οι εξεγέρσεις της νεολαίας σε όλη την Ελλάδα αποδεικνύουν γιατί η χώρα πρέπει να αλλάξει» επισκιάζοντας σαφώς το γεγονός ότι οι νέοι διαδηλωτές σε όλη την Ελλάδα απαιτούσαν η χώρα να αλλάξει.
[2] Η στάση του συντηρητικού τύπου και μιας μεγάλης μερίδας της δημοσιογραφικής ελίτ σχετικά με την εξέγερση ήταν πέρα για πέρα επιφανειακή. Μηδενική προσπάθεια έγινε από μέρος τους να εξηγήσουν την εξέγερση όχι σύμφωνα με ποινικούς όρους, αλλά με βάση την πολιτική και κοινωνική διάσταση των πραγμάτων, ενώ οι συνθήκες που πυροδότησαν την εξέγερση αποδίδονται σε μια πολιτιστική ανωμαλία που δήθεν έχει βαθιά ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, όπως ανέφερε πιο πάνω ο Στάθης Καλύβας. Αυτός ο απλουστευτικός ισχυρισμός, ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια σειρά εκτεταμένων βανδαλισμών ενός εξαγριωμένου όχλου, μιας μερίδας «παράσιτων» και περιθωριακών ομάδων, είναι απολύτως αναληθής: Η πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν είχε καμία διάθεση να επενδύσει στη βία χάριν της ίδιας της βίας. Ενώ ο όχλος «μισεί την κοινωνία από την οποία έχει αποκλειστεί» (Arendt 1976, σ.107) καταφεύγοντας σε εξωκοινοβουλευτική δράση (Arendt 1976, σ.108), στα Δεκεμβριανά η πλειοψηφία των διαδηλωτών που επιτέθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια και μεγάλα καταστήματα (πόσο μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία που αντί να επιτίθεται σε αστυνομικές κλούβες επέλεξε τη συλλογική πολιτική δράση, όπως τη δημιουργία δημόσιων συνελεύσεων) ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αναπόσπαστα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία είχαν εναποθέσει όλες τις προσπάθειές τους, πιστεύοντας ακράδαντα στις υποσχέσεις και τα ιδανικά που η ίδια πρέσβευε (το ατομικό κέρδος, το πρεστίζ και την προσωπική επιτυχία) λαμβάνοντας κανένα, ωστόσο, αντάλλαγμα. Είναι αναμφισβήτητο ότι στα Δεκεμβριανά υπήρξε ένα ποσοστό ντεκλασέδων που επιδόθηκε σε πράξεις λουμπενισμού, οργανώνοντας λεηλασίες και την καταστροφές μικρών καταστημάτων. Ωστόσο, αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί την γενικευμένη αγανάκτηση ενάντια στα κοινωνικο-οικονομικά αδιέξοδα, μήτε μπορεί να συγκαλύψει την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της λογική του κοινωνικού ελέγχου που εκφράστηκε μαζικά από την νεολαία τις ημέρες εκείνες. Με βάση όλα αυτά, βλέπουμε λοιπόν ότι οι διαδηλωτές αντί να προτείνουν την καταστροφή της κοινωνίας τους (πράγμα που επιθυμεί ο όχλος) αγωνίστηκαν για «περισσότερη κοινωνία», για την περαιτέρω ανάπτυξη σχέσεων συντροφικότητας και αλληλεγγύης βλέποντας τις δυνάμεις καταστολής, τα ΜΑΤ, και τους αστυνομικούς, ως προστάτες του σάπιου κόσμου που ήθελαν να ξεπεράσουν.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να αρνηθεί την αύξηση των δραστηριοτήτων «αντάρτικου πόλης» μετά την Δεκεμβριανά. Για παράδειγμα, η αυτοαποκαλούμενη «αντι-καθεστωτική» ομάδα, Σέχτα Επαναστατών, γρήγορα αφότου οι δρόμοι επέστρεψαν στην «ομαλότητα» επένδυσαν σε δολοφονίες και εγχώρια τρομοκρατία (εξετέλεσαν έναν αστυνομικό την άνοιξη του 2009, καθώς και τον ταμπλόιντ δημοσιογράφο Σωκράτη Γκιόλια το καλοκαίρι του 2011). Επιπλέον, στις 3 Φεβρουαρίου του 2009, αμέσως μετά την ένοπλη επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Κορυδαλλού, ένα CD βρέθηκε στο μνήμα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που περιέχει το ανακοινωθέν της ΣΕ η οποία ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, εξηγώντας τους λόγους που την οδήγησαν να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια. Αυτό έδωσε άλλοθι στις ελληνικές συντηρητικές ελίτ να συνδέσουν την αύξηση των δραστηριοτήτων αυτών μετά τις ταραχές του Δεκέμβρη. Βέβαια, οι εξαιρετικά αυταρχικές αυτές ενέργειες με τίποτα δεν αντανακλούν το αληθινό πνεύμα Δεκεμβριανών και το νόημα της πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δράσης, η οποία προϋποθέτει διαφάνεια και δημιουργικότητα: Όπως ο ίδιος ο όχλος αποκλείεται από την κοινωνία που την βλέπει ως έναν θανάσιμο εχθρό του, έτσι και οι ομάδες αυτές συνειδητά αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στα κινήματα, επενδύοντας στη λογική της ατομικιστικής βίας και του αβαγκαρντισμού. Έχοντας οι ίδιοι που αποσυρθεί από την δημόσια σφαίρα, ενεργούν κάτω από τη λογική της μυστικοπάθειας, μέθοδος που απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από το διαφανές πολιτικό σώμα που το διακατέχει ο λόγος και η δημιουργική αλληλεπίδραση.
[3] Για την Κορνήλιο Καστοριάδη (2007), η πραγματική (ή αλλιώς άμεση) δημοκρατία (σε αντίθεση με τη λεγόμενη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» που ο ίδιος ονομάζει φιλελεύθερη ολιγαρχία) είναι σχεδόν ταυτολογική με την έννοια του προτάγματος της αυτονομίας. Η αυτονομία προϋποθέτει την απόρριψη κάθε a-priori δικαιολόγησης του κόσμου, μια λογική που χαρακτηρίζει την κατάσταση της ετερονομίας όπου τα πρότυπα, οι αξίες και οι αρχές λειτουργίας μιας κοινωνίας εκλαμβάνονται ως ένα εντελώς άκαμπτο σύστημα, συχνά εγγυημένο από κάποια εξωκοινωνική πηγή (νόμοι των προγόνων, νόμοι της ιστορίας, νόμοι της αγοράς, ο λόγος του θεού ή κάποια υπερφυσικής οντότητας κτλ). Σε μια αυτόνομη κοινότητα ανθρώπων οι νόμοι, οι νόρμες, τα ήθη και τα έθιμα (και συνεπώς η λειτουργία της) καθορίζονται αποκλειστικά από τα ενεργά μέλη της. Επιπλέον, η αυτόνομη θέσμιση προϋποθέτει ανοικτά πολιτικά σώματα που παρέχουν τη δυνατότητα για όλους να αμφισβητούν τις δεδομένες αξίες, παρέχοντας τη δυνατότητα αντιπροτάσεων. Κατά συνέπεια, δημοκρατική σύγκρουση υπάρχει όταν τα μέλη ενός κινήματος θέτουν ένα βασικό ερώτημα στον εαυτό τους «γιατί θα πρέπει να δεχθούμε αυτή την θεσμισμένη τάξη πραγμάτων;» ενώ την ίδια στιγμή προτείνουν μια άλλη θέσμιση, γνωρίζοντας πάντα ότι καμιά εξωκοινωνική δύναμη δεν μπορεί να την στηρίξει οντολογικά και υπαρξιακά.
[4] Στην πραγματικότητα, «τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι απλώς το άθροισμα κάποιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ή ειδικών ενημερωτικών εκστρατειών σε ορισμένα ζητήματα. Αντίθετα, ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια διαδικασία που προωθεί την ανάπτυξη συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες υπερβαίνουν συγκεκριμένα γεγονότα και πρωτοβουλίες» (Della Porta & Diani 2006, p.21).
[5] Όπως έλεγε το γράμμα των φίλων του Γρογορόπουλου: «είμαστε τα παιδιά σας. Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι. Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας. Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας. Θυμηθείτε. Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς. Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα», παχύνατε, καραφλιάσατε, Ξεχάσατε. Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε, περιμέναμε να ενδιαφερθείτε, να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους. Μάταια. Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι, έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε τη μέρα που θα πεθάνετε. Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε. Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε. Ύλη παντού. Αγάπη πουθενά – Αλήθεια πουθενά».
[6] Ως κοινωνικό πόλεμο ορίζουμε την διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και την παράδοσή τους στην κυριαρχία (Boukalas 2011, σ.307), ή για να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια, την προτεραιότητα των σχέσεων που αποσκοπούν στον οικονομισμό, το κέρδος και το θέαμα. Πρόκειται για τον πυρήνα του καπιταλιστικού φαντασιακού που έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση είδους κάθε πραγματικής δημόσιας (πολιτικής) σφαίρας.
[7] Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η παρουσία των μεταναστών στους δρόμους. «Από τις 273 συλλήψεις οι οποίες καταγράφηκαν από την αρχή του ξεσηκωμού μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου του 2009, σχεδόν οι  130 ήταν μετανάστες, δηλαδή, ξένοι που στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας» (Ανδρέας Καλύβας 2010).
[8] Στην πραγματικότητα οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής έλαβαν χώρα εκτός των πολιτικών σωμάτων. Αυτό πραγματικά διαφοροποιεί τον Δεκέμβρη από τις εξεγέρσεις του Λονδίνου (2011) και του Παρισιού (2005) όπου ομάδες νεαρών αντί να θέτουν πολιτικά αιτήματα περιορίστηκαν σε πράξεις λουμπενισμού. Αλλά ακόμη και οι τελευταίες περιπτώσεις δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω το πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου. Όταν οι δυνάμεις που καταστρέφουν κάθε δεσμό μεταξύ πολιτών και κάθε είδους συντροφικότητας (δηλαδή, οι δυνάμεις της δομικής βίας) έχουν διαβρώσει όλες τις μορφές της δημόσιας ζωής (όπου κάθε αξία αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό, τα ατομικιστικά ιδεώδη και τον ιδιωτικό καταναλωτισμό) στη συνέχεια ακολουθεί η εκμηδένιση της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, όπου η διαβούλευση και ο λόγος (ένα από τα πιο κατεξοχήν πολιτικά στοιχεία της δημόσιας σφαίρας) εκλείπει και αντ’ αυτού η ωμή βία παραμένει ως η μόνη μέθοδος επίλυσης των διαφορών.
Πηγές/αναφορές
Οικονόμου, Γ., 2013. Πολυτεχνείο 1973. Νισήδες: Αθήνα
Καλύβας, Στ., 2008. Γιατί η Αθήνα καίγεται. Το Βήμα [online]. Διαθέσιμο: <http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=246697>
Καλύβας, Α., 2010. Εξέγερση, μετανάστες, δημοκρατία. RedNotebook [online]. Διαθέσιμο: <http://rnbnet.gr/details.php?id=1056>
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Arendt, H., 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Castoriadis, C., 2007. Figures of the Thinkable. 2nd ed. California: Stratford University Press.
Della Porta, D., and Diani, M., 2006. Social movements: An introduction.2nd ed. Malden, MA ; Oxford: Blackwell.
Douzinas. K., 2010. What we can learn from the Greek riots. The Guardian Online. Available at: <http://www.theguardian.com/commentisfree/2009/jan/09/greece-riots> [Accessed 10 October 2013]
Economist, 2008. They do protest too much. [online] Available at: <http://www.economist.com/node/12771265/> [Accessed 10 October 2013].
Vradis, A., Dalakoglou, D., The Children of The Gallery, Metropolitan Sirens, Boukalas, Ch., Kouki, H., and Filipidis Ch., 2011. Revolt and Crisis in Greece. Edinburgh: AK Press.
eagainst.com

tvxs.gr / ΡΧΣ: Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας δολοφονίας

Η Χριστίνα Σιδέρη της ΝΔ προσβάλλει (ξανά) τη μνήμη του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Να συλληφθεί η μητέρα του Αλέξη Γρηγορόπουλου, να ελεγχθεί η σχέση του με το Νίκο Ρωμανό (!), ο οποίος συνελήφθη πέρυσι στο Βελβεντό της Κοζάνης για ένοπλη ληστεία και κακοποιήθηκε άγρια από την αστυνομία και να γίνει ξανά η δίκη του δολοφόνου Επ. Κορκονέα ζητά η πολιτευτής της ΝΔ, Χριστίνα Σιδέρη.
988806_10202016620912443_78052863_n

Προηγούμενα προκλητικά post της εν λόγω φασίστριας που δεν κρύβει τις ακροδεξιές της απόψεις :
1476580_10202363891289091_2008257237_n
BUmRscqCcAAg2Px
sideri

Πηγή : left.gr

Γιατί να εξεγερθούμε; καλά δεν είμαστε;

-Γιατί να εξεγερθούμε; καλά δεν είμαστε;
-Για τον Αλέξη και τον Καλτεζά.
-Για τους νεκρούς του Σάμινα και των Τεμπών.
-Για τους νεκρούς στα ναυπηγία και τις οικοδομές.
-Για τους έφηβους με κατάθλιψη που παίρνουν χάπια για την παλέψουν στο εκπαιδευτικό σύστημα.
-Για τους ηλικιωμένους που δεν έχω μισό σεντ για φάρμακο.
-Για τους άστεγους.
-Για τις μίζες.
-Για τα σκάνδαλα όλα.
-Για την καταπίεση.
-Για την εξουσία.
-Για την αδικία.
-Για τους πολέμους.
-Για τον ρατσισμό.
-Για τον σεξισμό.
-ΓΙΑ ΌΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!
Εξέγερση! Τώρα και πάντα!
Αναδημοσίευση από : Ο Άκρατος

Eurostat: Το 34,6% του πληθυσμού στην Ελλάδα βρίσκεται ή απειλείται από τη φτώχεια

Ένας στους τρεις κατοίκους στην Ελλάδα -και κατά μέσο όρο ένας στους τέσσερις στην Ευρώπη- είτε θεωρείται φτωχός (δηλαδή έχει εισοδήματα μικρότερα του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος), είτε ζει σε κατάσταση ένδειας (δηλαδή στερείται βασικά καταναλωτικά αγαθά, ή αδυνατεί να αντεπεξέλθει σε στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις) είτε ζει σε οικογένεια αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ανεργίας.
Αυτά προκύπτουν από έρευνα που δημοσιοποίησε την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) αναφορικά με τον αριθμό των κατοίκων της Ευρώπης που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (έτος αναφοράς το 2012).
Ειδικότερα για την Ελλάδα, σε συνθήκες φτώχειας βρίσκεται το 23,1% του πληθυσμού, σε συνθήκες ένδειας το 19,5%, ενώ το 14,1% του πληθυσμού ζει σε οικογένεια αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ανεργίας (δηλαδή σε οικογένεια που λίγο πολύ κανένα μέλος της δεν έχει «κανονική δουλειά»).
(Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
“Ανακεφαλαιώνοντας, μια ιεραρχική κοινωνία δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν βασίζεται στη φτώχεια και στην άγνοια.” (George Orwell)

Χώρα ανοχής…( πως λέμε οίκος ανοχής…)

Όσο ανεχόμαστε…..
Όσο ανεχόμαστε να κυβερνιέται η Ελλάδα από ανδρείκελα, που με το πρόσχημα της εκλογικής «νομιμοποίησης» τους ξεπουλάνε όσο-όσο τη χώρα τους, (μας)
Όσο ανεχόμαστε το πολιτικό σύστημα που αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ως χώρος…

οργανωμένου εγκλήματος,
Όσο ανεχόμαστε τη μετανάστευση του καλύτερου δυναμικού της χώρας, που για βιοποριστικούς καθαρά λόγους, φεύγει κακήν – κακώς από την Ελλάδα,
Όσο ανεχόμαστε οι μισοί Έλληνες να μην έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα στην εργασία (βάσει του άρθρου 23 της Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),
Όσο ανεχόμαστε τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης,
Όσο ανεχόμαστε την αποδόμηση της δημόσιας περίθαλψης,
Όσο ανεχόμαστε το πογκρόμ φόρων κατά τα πρότυπα που το ΔΝΤ επιβάλλεται στις Τριτοκοσμικές χώρες (βλ. «εξάντας» άνθρωποι και αριθμοί, που αναφέρεται στην περίπτωση της Γκάνας),
Όσο ανεχόμαστε την αδυναμία πρόσβασης των Ελλήνων σε βασικά αγαθά (ηλεκτρικό ρεύμα, δημόσια ασφάλιση),
Όσο ανεχόμαστε να πεθαίνουν νέοι σπουδαστές, μπροστά στ’ αναμμένα μαγκάλια,
Όσο ανεχόμαστε να πληρώνουμε για το σπίτι ΜΑΣ ενοίκιο στη Μέρκελ, το Βενιζέλο και το Σαμαρά,
Όσο ανεχόμαστε να βλέπουμε τα νιάτα μας ν’ αντιμετωπίζονται εργασιακά όπως οι δούλοι στην Αρχαία Ρώμη, δηλαδή «res»,
Όσο ανεχόμαστε να βλέπουμε την αγωνία των γονιών μας που τους κλέβουν όλα όσα δούλεψαν για μια ζωή,
Όσο ανεχόμαστε να καθυβριζόμαστε από πληρωμένους και ελεεινούς ανθρώπους για να αισθανόμαστε ενοχές ως δήθεν συνένοχοι στο «φόνο» που διέπραξαν,
Όσο ανεχόμαστε «πνευματικούς» ανθρώπους -τρομάρα τους- να ζητούν τη συμμόρφωση μας στη «νομιμότητα» των εκτρωμάτων που νομοθετούνται κατά παραγγελία,
Όσο ανεχόμαστε οι δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν τις βρωμιές του οργανωμένου εγκλήματος να διώκονται, γιατί «θίγουν» υπολήψεις, ενώ άλλους να συνεχίζουν τις βεγγέρες με τον… Πάγκαλο, ώστε ν’ ακούσουμε για νιοστή φορά τις «σοφίες» που εκστομίζει ο βόρβορος,
Όσο ανεχόμαστε να μιλάνε για «θυσίες» του Ελληνικού λαού, ενώ πρόκειται για ασκούμενη οικονομική αλλά κυρίως ψυχολογική βία,
Όσο ανεχόμαστε τους «τεχνοκράτες» τύπου Παπαδήμου και Στουρνάρα να παριστάνουν την εναλλακτική λύση σε πολιτικούς τύπου Γιωργάκη Παπανδρέου και Σαμαρά, ενώ πρόκειται για υποχείρια των ίδιων κέντρων παραεξουσίας,
Όσο ανεχόμαστε να «ψαρώνουμε» σε φρούδες ελπίδες ανάπτυξης τύπου «ελ ντοράντο» Χαλκιδικής και προγράμματος «Ήλιος»,
Όσο ανεχόμαστε ν’ αντιμετωπίζεται αυτός που διαμαρτύρεται για την προστασία του τόπου που του άφησαν οι πρόγονοι του ως «αναρχικός» και «τρομοκράτης»,
Όσο ανεχόμαστε το βιοτικό επίπεδο να γυρίζει δεκαετίες- αν όχι αιώνες πίσω- γιατί «ζούσαμε πάνω απ’ τις δυνάμεις μας» (μόνο ο Τσοχατζόπουλος ζούσε με τις δυνάμεις του!),
Όσο ανεχόμαστε να χρησιμοποιούμε τον οθωμανικό όρο «χαράτσι» για την φορολογία που επιβάλλει το ελληνικό κράτος στους υπηκόους του,
Όσο ανεχόμαστε να έχει γεμίσει η Ελλάδα από Μαυραγορίτες που «Αγοράζουν Χρυσό», χωρίς κανείς απ’ αυτούς ν’ αναγράφει τα’ όνομά του στην πινακίδα,
Όσο ανεχόμαστε να ψυχαγωγούμαστε συστηματικά από νεοοθωμανικά σήριαλ και να ονειρευόμαστε να γίνουμε δακτυλοδεικτούμενοι «σεφ»,
Όσο ανεχόμαστε ν’ αγοράζουμε χαρτί φωτοτυπίας για το σχολείο των παιδιών μας,
Όσο ανεχόμαστε την υποταγή άνευ όρων γιατί «δε γίνεται αλλιώς»,
Όσο ανεχόμαστε το «κόκκινο φανάρι» στη θύρα της χώρας μας, περιμένοντας τον επόμενο «πελάτη»,
Τότε, δυστυχώς, μετατρεπόμαστε εκουσίως σε «ΧΩΡΑ ΑΝΟΧΗΣ»…

(έγραψε ο Kώστας Παπούλιας)

μαγκαλι

Διαβάζοντας τα όλα αυτά, ή πρώτη σκέψη που σφηνώθηκε στο νου είναι ότι, στα χρόνια του Μνημονίου μας … “στέλνουν άναυλους”  . Ο καθένας από εμάς ,  μπορεί να χάσει στη διάρκεια της (μεταφορικά ή και κυριολεκτικά τη ζωή  του)   από μαγκάλι, από ακραία καιρικά φαινόμενα, από εισιτήριο στο λεωφορείο, από φανατισμένο Xρυσαβγόπουλο  αλλά κυρίως από … ΑΝΟΧΗ!

Ως πότε λοιπόν  θα τους ανεχόμαστε ;;  Αυτούς που μας κυβερνούν πότε και από ποιός  θα  θα τους στείλει στα τσακίδια?! Μήπως πρέπει πάραυτα να τους στείλουμε οι ίδιοι εμείς πριν να μας …”στείλουν”    αυτοί?


by…xeimwniatikhliakada

Workfare: Καταστολή μέσω της ανάγκης για επιβίωση

Νέες μορφές εκμετάλλευσης υιοθετούνται προκειμένου να χειραγωγηθούν άνεργοι και εργαζόμενοι

της Μαρίας Γερογιάννη

Η ανεργία που διαρκώς αυξάνεται αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για την κυριαρχία προκειμένου να αφανίσει και τις ελάχιστες κατακτήσεις που έχουν πλέον απομείνει.
Το workfare ή πιο απλά η εργασιοθεραπεία με ελάχιστο χαρτζιλίκι, υιοθετήθηκε από πέρυσι και στοχεύει στην τεχνητή μείωση των ποσοστών ανεργίας καθώς και στην απαλλαγή του κράτους από τη χορήγηση επιδόματος στους χιλιάδες ανέργους.
Η αρχή έγινε πριν ένα χρόνο με τα προγράμματα κατάρτισης επιδοτούμενων ή κατόχων κάρτας ανεργίας του ΟΑΕΔ οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν για ένα μήνα στη χρήση Η/Υ. Το κίνητρο για τη συμμετοχή του ανέργου ήταν ποσό πεντακοσίων ευρώ. Φυσικά κανείς δεν τους είπε ότι για να πάρουν το συγκεκριμένο ποσό έπρεπε να χάσουν το επίδομα ανεργίας και να μηδενιστεί η κάρτα τους άρα να διαγραφεί όλο το προηγούμενο διάστημα που ήταν χωρίς εργασία.

Στο πρόγραμμα αυτό συμμετείχαν 30.000 άνεργοι οι οποίοι πήραν τα πεντακόσια ευρώ με πολλούς μήνες καθυστέρηση, ενώ άλλοι, όπως κατήγγειλαν στη «Δράση», παρά λίγο να μην τα πάρουν ποτέ γιατί οι υπεύθυνοι για την υλοποίηση του προγράμματος έχασαν τα στοιχεία τους ή έτσι ισχυρίστηκαν. Το ίδιο πρόγραμμα έχει εξαγγελθεί και για φέτος.


Ένα άλλο τρικ αποτελούν τα προγράμματα της λεγόμενης κοινωφελούς εργασίας που ωφελεί μόνο τους επιτήδειους οι οποίοι ήδη διατηρούσαν ή έσπευσαν να στήσουν ΜΚΟ μέσω των οποίων απασχολούνται άνεργοι για την κάλυψη των αναγκών του δημοσίου.

Ενδεικτικό της ποιότητας του συνδικαλιστικού κατεστημένου είναι μάλιστα το γεγονός ότι και η ΓΣΕΕ δήλωσε ότι μετατρέπει το ΙΝΕ σε ΜΚΟ για να επωφεληθούν οι κρατικοδίαιτοι εργατοπατέρες και ημέτεροι.

Από το 2012 μέχρι τώρα στο πρόγραμμα που είναι πεντάμηνης διάρκειας συμμετείχαν περίπου 80.000 άνεργοι οι οποίοι εργάστηκαν για να καλύψουν πάγιες ανάγκες νοσοκομείων, δημοτικών υπηρεσιών κ.λπ., για 25 ευρώ την ημέρα ή 625 ευρώ το μήνα. Οι ενοικιαζόμενοι από τις ΜΚΟ άνεργοι και για λίγο εργαζόμενοι πήραν το ποσό - δόλωμα με μεγάλη καθυστέρηση και αφού σε πολλές περιπτώσεις προχώρησαν σε κινητοποιήσεις. Ανάλογο πρόγραμμα τίθεται σε εφαρμογή από φέτος έως και το 2014 με κουτσουρεμένη αμοιβή της τάξης των 19,6 ευρώ την ημέρα ή 490 ευρώ το μήνα. Για τους νέους ανέργους έως 25 ετών το περιστασιακό μεροκάματο πέφτει στα 17,1 ευρώ και μειώνεται στα 427 ευρώ το μήνα. Έτσι, το δημόσιο εξοικονομεί μισθούς και επιδόματα που θα έπρεπε να καταβάλλει σε κανονικά εργαζόμενους, ενώ κερδίζουν και οι ΜΚΟ. Η εφαρμογή ανάλογου προγράμματος εξετάζεται, άλλωστε, και από το υπουργείο Δικαιοσύνης για την αποσυμφόρηση των φυλακών ως εναλλακτική έκτιση ποινής με την παροχή κοινωφελούς εργασίας από τους κρατούμενους.

Στις νέες μορφές εκμετάλλευσης προστίθεται και το πρόγραμμα εξάωρης πρακτικής άσκησης για πέντε μήνες σε ιδιωτικές εταιρίες νέων ανέργων έως 29 ετών.

Οι εταιρίες, για κάθε άνεργο που προσλαμβάνουν, παίρνουν 2.700 ευρώ αν πρόκειται για πτυχιούχο ή 2.400 ευρώ για τους απόφοιτους λυκείου. Δηλαδή, λαμβάνουν 400 ευρώ για την κατάρτιση και 460 ευρώ για τη μηνιαία αμοιβή του ανέργου, η οποία μειώνεται στα 400 ευρώ εφόσον αυτός δεν έχει πτυχίο. Οι 35.000 που θα απασχοληθούν τη διετία 2013-2014 θα εισπράξουν την αμοιβή για την εργασία τους άγνωστο μετά από πόσο διάστημα. Οι επιχειρήσεις, εξάλλου, που θα προσλάβουν τους ανέργους μετά τη λήξη του προγράμματος θα πάρουν αυξημένη επιδότηση, ενώ οι «τυχεροί» που θα συνεχίσουν να εργάζονται θα υπογράφουν εξάμηνες ατομικές συμβάσεις. Τους όρους του παιχνιδιού λοιπόν θα τους κανονίζουν οι εργοδότες που θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για απόκτηση φτηνού ανθρώπινου δυναμικού.

Στα παραπάνω προγράμματα, την ασφάλιση των ανέργων αναλαμβάνει ο ΟΑΕΔ που καλύπτει τα ένσημα μόνο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά όχι για σύνταξη ή καταβολή επιδόματος ανεργίας στο μέλλον.

Ιδιότυπη μέθοδος “σωφρονισμού”

Το workfare δεν είναι εφεύρεση της κυριαρχίας στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, στη Μ. Βρετανία και αλλού, ενώ οι μορφές εκμετάλλευσης συνεχώς ανανεώνονται σε όφελος πάντα των κρατούντων και των εργοδοτών.

Η περιστασιακή απασχόληση με αμοιβές ψίχουλα συμπληρώνει το παζλ που συνθέτει ένα εργασιακό μοντέλο - λάστιχο το οποίο περιλαμβάνει την ενοικίαση εργαζομένων από ιδιώτες σε άλλους ιδιώτες και την εργασία για λίγες ώρες ή ημέρες το μήνα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να έχουν δελτίο παροχής υπηρεσιών, δηλαδή εμφανίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή υπογράφουν συμβάσεις που καλύπτουν τις ανάγκες του εργοδότη και όχι τις δικές τους.

Η διάλυση του εργασιακού πλαισίου με την εγκαθίδρυση καθεστώτος πλήρους ανασφάλειας σε συνδυασμό με την απειλή της ανεργίας λειτουργούν σαν μοχλός πίεσης και καταστολής καθώς οι επισφαλώς εργαζόμενοι δύσκολα διεκδικούν βελτίωση των όρων της ζωής τους και είναι πιο χειρίσιμοι για το σύστημα εξουσίας. Ειδικά οι άνεργοι που διαρκώς αυξάνονται χειραγωγούνται με την καλλιέργεια της ελπίδας απασχόλησης έστω και για ένα κομμάτι ψωμί και το κράτος αποφεύγει ενοχλητικές κινητοποιήσεις και φαινόμενα ανυπακοής στις επιταγές του.

Πρόκειται για μια ιδιότυπη μέθοδο σωφρονισμού επικίνδυνων κομματιών της κοινωνίας όπως οι νέοι άνεργοι ή οι λιμοκτονούντες εργαζόμενοι που εφαρμόζει η ολοκληρωτική δημοκρατία για να διατηρηθεί το κλονισμένο σύστημα εξουσίας.

Ωστόσο, το κυνήγι μιας υποταγμένης επιβίωσης απέχει πολύ από τη ζωή και αυτό το συνειδητοποιούν όλο και περισσότερες κατηγορίες ανέργων ή εργαζόμενων που σχεδιάζουν και στήνουν το παρόν και το μέλλον τους παίρνοντας την τύχη τους στα χέρια τους χωρίς εκπροσώπους και φωτισμένες ηγεσίες.

Από το 12ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Η φωτογραφία της ημέρας



Πατῆστε γιὰ νὰ ἐπισκεφθῆτε τὸ ἀρχικὸ ἄρθρο

Πάμε για ηρωική έξοδο;;…

Πονηρές δηλώσεις σφυρίζουν στον αέρα. Η κ. Μπακογιάννη, ισχυρίζεται πως ‘δεν πέφτει μια κυβέρνηση εξ αιτίας της μη ψήφισης ενός νομοσχεδίου’ και πως ‘θέμα πρωθυπουργού δεν τίθεται’. Αντίθετα, ο της ιδίας οικογένειας, κ…


Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει πως ‘εάν είναι να πέσει η κυβέρνηση, τουλάχιστον ας πέσει μαχόμενη’. Η αντίθεση των δηλώσεων είναι έκδηλη. Η κ. Μπακογιάννη, πολύ θα ήθελε να δει τον κ. Σαμαρά ..ψημένο μέχρι τέλους στην ..ηλεκτρική καρέκλα της ..τρόικας (αντίθετα με τον υπουργό)…

by…thanosx

Απ’ την άλλη, η τρόικα εμφανίζεται παράξενα προκλητική στο ζήτημα των πλειστηριασμών. Προσβλητικές δηλώσεις του κ. Τόμσεν διαρρέουν, λίγες μόλις ημέρες απ’ τα ‘εύγε’ της κ. Μέρκελ προς την Ελλάδα και τον κ. Σαμαρά. Η πάντα καλά πληροφορημένη Real, βγαίνει χθες Κυριακή, με πρωτοσέλιδο τίτλο ‘ο Βενιζέλος απασφάλισε’. Τα ίδια ώρα είναι ολοφάνερο πια, πως ο κ. Στουρνάρας έχει χάσει την στήριξη της Κ.Ο. της Νέας Δημοκρατίας: Ο εκλεγμένος αιρετός κ. Σταϊκούρας βγαίνει και λέει τα εντελώς αντίθετα απ’ τον Υπουργό του, ενώ ο επίτιμος κ. Κων. Καραμανλής, εγείρει ‘βέτο’ για την τοποθέτηση του ‘τσάρου’ στο ψηφοδέλτιο ‘επικρατείας’.

Αγνοούμε, φυσικά, τις μυστικές δημοσκοπήσεις, που τα επιτελεία των κομμάτων έχουν στα χέρια τους. Όλη όμως η ατμόσφαιρα, μου κάνει πως εάν δεν ετοιμάζεται ήδη, περνά πάντως απ’ το ‘μυαλό’ του κ. Σαμαρά μιαηρωική έξοδος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την δήλωση του κ. Κουβέλη, πως το κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελούσε, -μεταξύ άλλων- και μια τέτοια προσπάθεια εξόδου μέσω ‘πρόωρων’ εκλογών (με πολύ καλύτερα τότε δημοσκοπικά δεδομένα)..

Φαίνεται πως πιστεύουν, πως μια τέτοια έξοδος, τώρα, θα σταματούσε τον δημοσκοπικό τους κατήφορο και θα περιέσωζε ότι μπορεί να διασωθεί. Δεν τους διαφεύγει πως η εμμονή στην πολιτική του μνημονίου, αργά ή γρήγορα θα τους οδηγήσει στην ίδια πορεία μ’ εκείνη του ΠΑΣΟΚ. Και με τίποτε δεν θα άντεχαν πολιτικά, στις Ευρωεκλογές, να βρεθούν 5-6 μονάδες πίσω απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία είναι ήδη διχασμένη, με μεγάλο τμήμα της ‘μετανιωμένο’ για την εκλογή του κ. Σαμαρά στην ηγεσία της.

Φυσικά, άλλο πράγμα να ‘συγκυβερνάς’ κι άλλο να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια. Λίγο πριν από ένα τέτοιο ‘ηρωικό φινάλε’, ο κ. Σαμαράς, θα εγκαταλείψει στην τύχη του το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά τον κ. Βενιζέλο, που βρίσκεται σε απελπιστική θέση. Το ξέρει καλά ο τελευταίος, πως μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ‘λοιπών αντιμνημονιακών δυνάμεων’, απ’ τα πρώτα πράγματα που θα πράξει, θα είναι η, με οποιονδήποτε τρόπο, ποινική δίωξή του.

Εκτός κι αν έχει έτοιμο το ..ελικόπτερο για το βράδυ των αποτελεσμάτων των επόμενων εκλογών…

paganeli

Ουγγρικη Επανασταση 1956

Οι Ούγγροι εργάτες με το όπλο στο χέρι επαλήθευσαν το μύθο του “Εργατικού” Κράτους, την ταξική φύση αυτής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και την ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και τη σταλινική γραφειοκρατία, αντίθεση που με τη δύναμη φυσικού νόμου οδηγεί σε μια πάλη μέχρι θανάτου μεταξύ τους.
Αντάρτες πυροβολούν μάταια σε ένα αεροσκάφος παρατήρησης που πετά πάνω από το  Jozsef Circle. Σοβιετικά τζετ, επίσης. . . πολυβολούσαν τους δρόμους προς υποστήριξη των Σοβιετικών δυνάμεων εδάφους.
Επαναστάτες πυροβολούν άσκοπα κατά ενός κατασκοπευτικού αεροσκάφους που πετά πάνω από το Jozsef Circle. Σοβιετικά αεροπλάνα τζετ, επίσης. . . πολυβολούσαν τους δρόμους προς υποστήριξη των Σοβιετικών δυνάμεων εδάφους.
02_957494
Αντάρτες πυροβολούν τα σοβιετικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, Βουδαπέστη, 1956
Επαναστάτες πυροβολούν εναντίον των Σοβιετικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, Βουδαπέστη, 1956
Ούγγρος επαναστάτης μαχητής, Βουδαπέστη, 1956
Ούγγρος επαναστάτης, Βουδαπέστη, 1956
Ούγγροι αντάρτες, Βουδαπέστη, 1956.
Ούγγροι επαναστάτες, Βουδαπέστη, 1956.
Σε μια αποστολή, Pal Pruck, 15, ήταν ένας από τους πολλούς γενναίους έφηβους που πολέμησε στην εξέγερση. Στέκεται σε μια κατεστραμμένο δρόμο της Βουδαπέστης.
Ο Pal Pruck, 15, ήταν ένας από τους πολλούς γενναίους έφηβους που πολέμησε στην εξέγερση. Στέκεται σε έναν κατεστραμμένο δρόμο της Βουδαπέστης.
Πυροβολώντας εναντίον της μυστικής αστυνομίας, αντάρτες emplace παλιά πολυβόλα σε μια πόρτα στην Rakoczi Avenue, όπου είχαν ληφθεί βιαστική καταφύγιο από ομοβροντία της αστυνομίας.
Πυροβολώντας εναντίον της μυστικής αστυνομίας, αντάρτες επανδρώνουν παλιά πολυβόλα σε μια πόρτα στην Rakoczi Avenue, όπου είχαν βρει βιαστικά καταφύγιο από την ομοβροντία της αστυνομίας.
Σκηνή σε ένα οδοφραγμένο δωμάτιο νοσοκομείου κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης του 1956.
Σκηνή από ένα οδοφραγμένο δωμάτιο νοσοκομείου κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, 1956.
Ούγγροι αντάρτες, Βουδαπέστη, 1956.
Ούγγροι επαναστάτες, Βουδαπέστη, 1956.
"Δικαιοσύνη του δρόμου" που απονεμήθηκε από αντάρτες κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, 1956.
“Δικαιοσύνη του δρόμου” που απονεμήθηκε από επαναστάτες κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, 1956.
Βουδαπέστη, 1956.
Βουδαπέστη, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Ούγγροι αντάρτες, Βουδαπέστη, 1956.
Ούγγροι επαναστάτες, Βουδαπέστη, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Θάνατος και καταστροφή στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Ένας νεαρός Ούγγρος, ένας από το πλήθος των 400 που ήρθε στην πρεσβεία των ΗΠΑ να ζητήσει τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών για την υπόθεσή τους, τρίζει τα δόντα του από τα λόγια του συνταρακτικού τραγουδιού της χώρας του, 'Μαγυάροι άνοδο, η χώρα σας καλεί.' Η αστυνομία εκκενώνει την πλατεία με τους υποκόπανους των όπλων και τον ήχο του τραγουδιού έχασαν τη ζωή τους.
Ένας νεαρός Ούγγρος, ένας από το πλήθος των 400 που ήρθε στην πρεσβεία των ΗΠΑ να απαιτήσει τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών για την υπόθεσή τους, τρίζοντας τα δόντια του με τα λόγια του συνταρακτικού τραγουδιού της χώρας του, ‘Μαγυάροι ξεσηκωθείτε, η χώρα σάς καλεί.’ Η αστυνομία εκκένωσε την πλατεία με τους υποκόπανους των όπλων και τον ήχο αυτών που έχαναν τη ζωή τους τραγουδώντας.
Θάβοντας τους νεκρούς, Ουγγαρία, 1956.
Θάβοντας τους νεκρούς, Ουγγαρία, 1956.
Αντίδραση στο μακελειό στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Αντίδραση στο μακελειό στους δρόμους της Βουδαπέστης, 1956.
Τάφοι Ούγγρων μαχητών της ελευθερίας βρίσκονται στο ίδιο νεκροταφείο με τους Ρώσους νεκρούς αλλά είναι καλυμμένα με προσφορές από λουλούδια και στεφάνια.
Τάφοι Ούγγρων αγωνιστών της ελευθερίας βρίσκονται στο ίδιο νεκροταφείο με τους Ρώσους νεκρούς αλλά είναι καλυμμένοι με προσφορές από λουλούδια και στεφάνια.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Βουδαπέστη, Ουγγαρία, 1956.
Διεξαγωγή σημαίες της παλιάς Ουγγαρίας και τραγουδώντας ένα πατριωτικό τραγούδι, Βουδαπέστη γυναίκες πορεία προς τιμήν των ανδρών που έπεσαν μαχόμενοι κομμουνιστές.
Κρατώντας σημαίες της παλιάς Ουγγαρίας και τραγουδώντας ένα πατριωτικό τραγούδι, γυναίκες της Βουδαπέστης κάνουν πορεία προς τιμήν των ανδρών που έπεσαν πολεμώντας τους κομμουνιστές.
25_rougier 26_rougier 27_rougier 28_rougier 29_rougier

Σεργκέι Νετσάγιεφ: Ο «ένοπλος προφήτης»



Σαν σήμερα, το 1882, άφησε την τελευταία του πνοή ο Ρώσος θεωρητικός της επανάστασης, Σεργκέι Νετσάγιεφ, ίσως ο σημαντικότερος εκφραστής του ρεύματος του μηδενισμού. Το λεγόμενο κίνημα του Νιχιλισμού αναπτύχθηκε στη Ρωσία της δεκαετίας του 1860, λόγω των τραγικών κοινωνικών συνθηκών που μάστιζαν τον ρωσικό λαό και δημιουργούσαν ένα διάχυτο κλίμα απελπισίας.

Στις συνθήκες αυτές μεγαλώνει και ο νεαρός Σεργκέι Γκενάντιεβιτς Νετσάγιεφ, που γεννιέται το 1847 από φτωχούς γονείς στη μικρή εργατική πόλη Ιβάνοβο. Από μικρός βιώνει τις κοινωνικές ανισότητες και την καταπίεση της ρωσικής κοινωνίας που θα διαμορφώσουν την ακραία πολιτική του αντίληψη και το φανατικό του μίσος για το τσαρικό καθεστώς.

Σε ηλικία 18 ετών φεύγει για την Αγ. Πετρούπολη, όπου διδάσκει σε σχολείο, ως αυτοδίδακτος δάσκαλος, ενώ παράλληλα παρακολουθεί διαλέξεις στο τοπικό πανεπιστήμιο και έρχεται σε επαφή με ριζοσπαστικές οργανώσεις και κείμενα, όπως αυτά των «Δεκεμβριστών», του «Κύκλου Πετρασέφσκι» (στον οποίο συμμετείχε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι) και του αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν. Παίρνει μέρος στην φοιτητική εξέγερση του 1868-1869, ως ηγέτης μιας ριζοσπαστικής ομάδας και συγγράφει το «Πρόγραμμα επαναστατικών πράξεων» που θέτει την κοινωνική επανάσταση ως τον υπέρτατο σκοπό.

Κάπου τότε αρχίζει να παρουσιάζει και τα πρώτα νιχιλιστικά στοιχεία του χαρακτήρα του, αφού τον Ιανουάριο του 1869 διαδίδει φήμες πως έχει συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές, με σκοπό να χτίσει την εικόνα του γενναίου και περιβόητου επαναστάτη-δραπέτη. Με αυτή την ταυτότητα θα φύγει για την Γενεύη, όπου θα παρουσιαστεί στον, εξόριστο εκεί, Μπακούνιν ως εκπρόσωπος του επαναστατικού κινήματος και θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Οι δυο τους αναπτύσσουν μια πολύ στενή σχέση, με τον 55χρονο θεωρητικό του Αναρχισμού να βλέπει στο πρόσωπο του Νετσάγιεφ την αυθεντική φωνή της ρωσικής νεολαίας, την οποία θεωρεί την πιο επαναστατική στον κόσμο. Λέγεται επίσης πως ο Μπακούνιν ερωτεύεται παράφορα τον νεαρό, τη στιγμή που το περιβάλλον του αρχίζει να εκφράζει ανησυχίες για τον φανατισμό που επιδεικνύει ο Νετσάγιεφ.

Την άνοιξη του 1869, ο Νετσάγιεφ γράφει την «Κατήχηση του Επαναστάτη»,ένα πρόγραμμα για την «αμείλικτη καταστροφή» του κράτους και της κοινωνίας. Η θεμελιώδης αρχή της μπροσούρας είναι η ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της επαναστατικής σταδιοδρομίας του Νετσάγιεφ, ο οποίος πιστεύει πως ο επαναστάτης πρέπει να έχει «στα έσχατα βάθη της ύπαρξής του» την εξέγερση, να είναι «αμείλικτος εχθρός αυτού του κόσμου» και να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο του δοθεί για να τα καταφέρει, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της βίας.

Την ίδια χρονιά, ο Νετσάγιεφ επιστρέφει στη Ρωσία και τη Μόσχα αποφασισμένος να ξεκινήσει την επανάσταση τον επόμενο χρόνο και ιδρύει την οργάνωση «Λαϊκή Εκδίκηση» με τα χρήματα που έχει μαζέψει στη Γενεύη. Μιλάει παθιασμένα για τον σκοπό του και στρατολογεί μέλη για την οργάνωση, στα οποία επιβάλει την απόλυτη υποταγή στις αρχές της «Κατήχησης» και στον αρχηγό, δηλαδή τον ίδιο.

Οι μηδενιστικές του πρακτικές θα ξεφύγουν από τον έλεγχο, όταν ο Ιβάν Ιβάνοφ, φοιτητής και μέλος της «Λαϊκής Εκδίκησης», θα αντιδράσει στον αυταρχισμό του Νετσάγιεφ, με τον δεύτερο να τον κατηγορεί ως προδότη και να τον εκτελεί βάναυσα με τη βοήθεια των υπόλοιπων μελών στις 21 Νοεμβρίου του 1869. Συγκεκριμένα, ο Ιβάνοφ ξυλοκοπείται, στραγγαλίζεται, πυροβολείται και το πτώμα του πετιέται σε μια παγωμένη λίμνη της Μόσχας. Από το περιστατικό αυτό θα εμπνευστεί και το πολιτικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Οι Δαιμονισμένοι», το οποίο εκδίδεται τρία χρόνια αργότερα και αναφέρεται στο Νετσάγιεφ μέσα από τον πρωταγωνιστή, Πιότρ Βερχοβένσκι.

Η δολοφονία του Ιβάνοφ αποκαλύπτεται και ο Νετσάγιεφ αναγκάζεται να δραπετεύσει και πάλι στην Ελβετία, τη στιγμή που 67 συντροφοί του συλλαμβάνονται από τις αστυνομικές αρχές. Εκεί τον υποδέχονται ο Μπακούνιν και οι υπόλοιποι εξόριστοι της Γενεύεις, που τον χρηματοδοτούν για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Εκδίδει δύο ριζοσπαστικά περιοδικά και δημοσιεύει τα «Θεμέλια του Μελλοντικού Κοινωνικού Συστήματος», ένα σύγγραμα που οραματίζεται μια μορφή απολυταρχικού κομμουναλισμού, την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς θα αποκαλέσουν αργότερα «κομμουνισμό στρατοπέδου».

Ο Νετσάγιεφ είναι καταζητούμενος διεθνώς και η τρομερή καχυποψία του τον κάνει να κατασκοπεύει και να εκβιάζει ακόμα και τους κοντινότερους του ανθρώπους. Έρχεται σε ρήξη με τους περισσότερους από τους συντρόφους του και παρά τις προσπάθειες του Μπακούνιν να τον συνετίσει, η συμπεριφορά του οδηγεί στη διαγραφή του από την Πρώτη Διεθνή, όταν ο Μαρξ αποκαλύπτει ένα εκβιαστικό γράμμα του Νετσάγιεφ προς κάποιον εκδότη.

Λίγο καιρό μετά, συλλαμβάνεται στη Ζυρίχη και παραπέμπεται στη ρωσική δικαιοσύνη, που τον καταδικάζει σε 20χρόνια στα κάτεργα για τον φόνο του Ιβάνοφ. Μάλιστα, οι τσαρικές αρχές προσφέρουν στον Νετσάγιεφ την εύνοιά τους με αντάλλαγμα να γίνει καταδότης και αυτός αρνείται, παραμένοντας πιστός στις αρχές του, και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί, θα πάρει με το μέρος του τους φύλακες και θα τους χρησιμοποιήσει για να έρθει σε επαφή με διάφορες επαναστατικές ομάδες, όπως η διοβόητη τρομοκρατική οργάνωση Narodnaya Volya. Οι προσπάθειές του να δραπετεύσει θα πέσουν στο κενό και ο Νετσάγιεφ θα πεθάνει στη φύλακή από φυματίωση στις 21 Νοεμβρίου του 1882

σκέψη του όμως θα παραμείνει ζωντανή μέχρι και τις μέρες μας και ο «νετσαγεφισμός» θα εκφραστεί μέσα από πολλές ιστορικές συγκυρίες. Αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν πως οι Λένιν και Στάλιν ουσιαστικά άσκησαν την εξουσία τους μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ενώ οι Μαύροι Πάνθηρες επανεξέδωσαν την «Κατήχηση του Επαναστάτη» το 1969, εκατό χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση της μπροσούρας, και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες που ξεκίνησαν τη δράση τους τον ίδιο χρόνο, εππηρεάστηκαν έντονα από το έργο του Σεργκέι Νετσάγιεφ.

tvxs

Μαγκάλι…

«Η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας» (Μαχάτμα Γκάντι)

Τον περασμένο Μάρτη ήταν τα δυο παιδιά, οι δυο φοιτητές, στη Λάρισα. Τότε κάτι καθίκια (σσ: ελπίζουμε να θεωρούν αρκούντως «λαϊκιστικό» τον χαρακτηρισμό μας) είχαν πει ότι…


η αιτία του θανάτου τους δεν ήταν η οικονομική δυσπραγία. Οτι δεν ήταν το μαγκάλι της φτώχειας που σκότωσε τους φοιτητές. Αλλά η ελλιπής… παιδεία τους καθώς δεν γνώριζαν τις βλαβερές συνέπειες του μονοξειδίου του άνθρακα! Χτες ήταν το 13χρονο παιδί στη Θεσσαλονίκη. Τα καθίκια – μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές – δεν είχαν μιλήσει. Θα είχε μεγάλη σημασία η γνώμη τους. Ειδικά η γνώμη τους για τις βλαβερές συνέπειες του άνθρακα, όταν έρχεται σε επαφή με την ανεργία και με το κομμένο λόγω ανέχειας ηλεκτρικό ρεύμα…

Του Νίκου Μπογιόπουλου 

Η χτεσινή τραγωδία αναδεικνύει τη συνολική τραγωδία και τη συνολική απειλή που βιώνουμε. Η απειλή, η τραγωδία, είναι όλα όσα ζούμε, όλα όσα «μαύρα» και «κανιβαλικά» μας περιβάλλουν, να τα… συνηθίσουμε! Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, τελικά, δεν είναι να έχουν γεμίσει τα πάρκα και οι πλατείες με άστεγους. Δεν είναι να ψάχνεις δουλειά για 300 και 400 ευρώ το μήνα. Δεν είναι να ψάχνουν άνθρωποι φαγητό στα σκουπίδια και στα συσσίτια. Δεν είναι το μισό εκατομμύριο παιδιά που γεμίζουν τις στατιστικές της ασιτίας. Δεν είναι ότι στην Ελλάδα του 2013 πεθαίνουν άνθρωποι από τα μαγκάλια. Η μεγάλη τραγωδία, εκείνο που θα προκαλέσει μη αναστρέψιμη βλάβη, θα είναι να μας μάθουν ως κοινωνία να ζήσουμε υποκύπτοντας και αποδεχόμενοι πως όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας είναι… «κανονικά»!

Αν κατορθώσουν όλη αυτή την απανθρωπιά να τη συνηθίσουμε, αν καταφέρουν να μας κάνουν να αποδεχτούμε ότι όλα αυτά είναι «κανονικά», ότι είναι «κανονικό» πράγμα να πεθαίνουν άνθρωποι από μαγκάλια, ότι είναι «κανονικό» πράγμα οι άστεγοι και οι ζητιάνοι στους δρόμους, ότι είναι «κανονικό» πράγμα η ασιτία, ότι είναι «κανονικό» πράγμα η φτώχεια, ότι είναι «κανονικό» πράγμα οι αυτοκτονίες, ότι είναι «κανονικό» πράγμα η χαμοζωή η δική μας ή του διπλανού μας, τότε δεν θα έχουν απλά νικήσει. Θα μας έχουν κατατροπώσει. Θα μας έχουν τσακίσει. Θα μας έχουν συντρίψει. Κι απ’ έξω κι από μέσα μας. Γιατί τελικά υπάρχει κάτι χειρότερο, υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο από τη δυστυχία: Να συνηθίσεις τη δυστυχία. Υπάρχει κάτι χειρότερο, έγραψε ο Καμύ στην «Πανούκλα», από την πανούκλα. Να συνηθίσεις την πανούκλα.

Η «πανούκλα» τους δεν είναι κάτι το «κανονικό». Ο κόσμος τους δεν είναι «κανονικός». Ότι πριν από μισόν αιώνα ο άνθρωπος πάτησε στη Σελήνη, αλλά μισόν αιώνα μετά, σε συνθήκες πρωτόγνωρων επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, η μισή ανθρωπότητα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ, δεν είναι «κανονικό». Δεν είναι «κανονικό» στη χώρα με τους πιο πλούσιους εφοπλιστές στον κόσμο, το 68% των Ελλήνων να ζει στα όρια και κάτω από τα όρια της φτώχειας. Δεν είναι «κανονικό» στη χώρα των επιδοτούμενων τραπεζών με 200 δισ. ευρώ, να σε χρεοκοπούν και να σου λένε ότι σε «σώζουν». Δεν είναι «κανονικό» να σε έχουν φτωχοποιήσει και να θέλουν να σου βγάλουν και το σπίτι σε πλειστηριασμό. Δεν είναι «κανονικό» να σε απολύουν και να σου λένε ότι τίθεσαι σε «διαθεσιμότητα». Δεν είναι «κανονικό» να βλέπεις τα παιδιά σου να μεταναστεύουν. Δεν είναι «κανονικό» να μετράμε νεκρούς από τις αναθυμιάσεις των μαγκαλιών. Δεν είναι «κανονικό» σε χίλιες οικογένειες την ημέρα να κόβεται το ρεύμα. Δεν είναι «κανονικό» οκτώ στους δέκα Έλληνες να μην μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης. Στον αιώνα της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας, στην Ελλάδα και στον κόσμο, οι ανισότητες, η ανελευθερία, ο καταναγκασμός, η μετατροπή του ανθρώπου σε στατιστικό υπόδειγμα της δυστυχίας, αποτελούν παγκοσμιοποιημένο δόγμα. Ένα δόγμα που διεκδικεί να επιβάλλεται ως «ρεαλισμός» και ως «λογικός μονόδρομος» μέσα από τη διαστρέβλωση, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, την καταστολή, τον εκβιασμό, την τρομοκρατία. Ε, λοιπόν, αυτό δεν είναι «κανονικό»!

 Αυτό δεν είναι «κανονικό»…

Ακούγεται και ξανακούγεται: «Και τι να κάνουμε;». Αλλά γιατί θα πρέπει να μας πει κάποιος τρίτος, κάποιος άλλος, «τι να κάνουμε»; Γιατί πρέπει να αναθέσουμε σε κάποιον «σωτήρα» ό,τι ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί πρέπει και μπορούμε να κάνουμε. «Τι να κάνουμε», λοιπόν: Μα να αντιμετωπίσουμε ξανά τον «ρινόκερο»! Ναι, τον «ρινόκερο». Όπως ο Μπερανζέ, ο ήρωας του Ιονέσκο, που αρνήθηκε την «κανονικότητα» της κτηνωδίας. Που έμεινε όρθιος όσο κι αν έβλεπε τους γύρω του να συνθηκολογούν με τη δυστυχία. Να μετατρέπονται σε δούλους υποταγμένους στους νόμους της ζούγκλας. Να ενσωματώνονται, να προσαρμόζονται στη φρίκη και να μεταλλάσσονται. Να γίνονται ο ένας μετά τον άλλον ρινόκεροι. Να ενστερνίζονται την ασχήμια και να παραιτούνται από κάθε διάθεση αντίστασης. Να αποδέχονται ότι θα ζήσουν με τα λίγα χωρίς να διεκδικούν ό,τι τους ανήκει. Να υποτάσσονται στο φόβο και στη «μοίρα». Να αρνούνται τη δυνατότητα να σηκώσουν ανάστημα απέναντι στο «ζωώδες», στο παράλογο, στο απεχθές, στο ψεύτικο, στο βάρβαρο.

Σε μια πόλη που ο ένας μετά τον άλλο μεταλλάσσονται σε ρινόκερους, ο Μπερανζέ, κόντρα στην «κανονικότητα» της κτηνωδίας, κραυγάζει: «Ενάντια σε όλο τον κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σε όλον τον κόσμο, δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και μέχρι να ‘ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω»! Ο Μπερανζέ -ο καθένας από εμάς δηλαδή- πρέπει να ξαναβρεί τη φωνή του. Να ορθώσει το ανάστημα του. Όχι μόνο για λόγους ατομικής αξιοπρέπειας. Όχι μόνο ως υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας ή πολύ περισσότερο σαν επίδειξη ότι «ξεχωρίζουμε» από όσους δεν αντέχουν το βάρος και γονατίζουν.

Πρέπει να παραμείνουμε όρθιοι, να μη συνθηκολογήσουμε, να μην συνηθίσουμε - αυτός είναι ο πραγματικός μονόδρομος – γιατί μόνο έτσι θα πάρει σάρκα το «ένας για όλους και όλοι για έναν». Γιατί αυτή είναι η πρώτη και αναγκαία συνθήκη να σηκώσουμε και τους άλλους και να σμίξουμε τον κόσμο στο μέγα πολιτικό πρόσταγμα του καιρού μας: Να απαλλαγούμε απ΄ ό,τι μας σκοτώνει κι απ’ ό,τι μας αποκτηνώνει. Αυτό είναι το κανονικό! Να μείνουμε όρθιοι και ανυποχώρητοι, οικοδομώντας μια λαϊκή ενότητα που δεν θα εκφράζει τίποτα λιγότερο από την (αδιαπραγμάτευτη) άρνηση – εμείς, τα παιδιά μας, οι σύντροφοί μας στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στη γειτονιά, στο σχολείο – να ζήσουμε συμβιβασμένοι με τα μαγκάλια. Με τα μαγκανοπήγαδα. Με τις αναθυμιάσεις. Και με την «κανονικότητα» της κτηνωδίας τους.

«Ούτε αυτό είναι «κανονικό»…

Χιψτεροναζισμός !!!

Πως και γιατί η άρχουσα τάξη κατασκευάζει πολιτισμό που εξυπηρετεί το απολυταρχικές τις προτεραιότητες. 

Ο εκφασισμός μιας οποιασδήποτε κοινωνίας ακολουθεί…


πολλά στάδια, τακτικές και στρατηγικές.

Οι προσεγγίσεις της εκστρατείας εφαρμογής του μοχθηρού αυτού σχεδίου είναι πολυποίκιλες και προσαρμοσμένες στο κατάλληλο ύφος και την ενδεικνυόμενη μεθοδολογία που αναλογεί στην κάθε κοινωνική τάξη και τις αντίστοιχες νοοτροπίες που θέλει να στρατολογήσει υπέρ της πάσης θυσίας επιβίωσης της η εκάστοτε ετοιμόρροπη άρχουσα τάξη.

Του Π. Χατζηστεφάνου

Καθώς η πλουτοκρατία βλέπει την κυριαρχία της να κλυδωνίζεται, αναγκαστικά καταφεύγει στην κάθε μορφής βία, είτε αυτή είναι η μεθοδευμένη εξαθλίωση των πολιτών προκειμένου να μην μπορούν να προβάλλουν καμία αντίσταση λόγω ηθικής και υλικής εξουθένωσης, είτε η βαρβαρική επίκληση της ωμής ασυδοσίας παραστρατιωτικών οργανώσεων τύπου ΜΑΤ, των οποίων ο μοναδικός λόγος ύπαρξης είναι να φρουρούν τους εντεταλμένους διαχειριστές της μάζας που κατ’ ευφημισμό αυτοαποκαλούνται πολιτικοί.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψη τις προσλαμβάνουσες του κάθε target group που είναι στο στόχαστρο της διχαστικής και αποκτηνωμένης ψευδο-ιδεολογίας του φασισμού, δηλαδή έχοντας μελετήσει προσεκτικά (αν όχι κατασκευάσει ενδελεχώς) το μορφωτικό επίπεδο, τις νοοτροπίες, την σημειολογία του φαντασιακού και το προβλέψιμο των αντανακλαστικών της κάθε τάξης, η εξουσία κατασκευάζει πολλές, ειδικές και διαφορετικές προπαγανδιστικές δεξαμενές ο σκοπός των οποίων είναι η υποδοχή και η ζύμωση της λαϊκής αντίδρασης στις φαύλες πολιτικές της.

Αυτές οι δεξαμενές – χυδαίες και λαϊκίστικες για τις πιο στερημένες πνευματικά μερίδες του πληθυσμού, προοδευτικά πιο εκλεπτυσμένες όσο ανεβαίνει ο πήχης των κριτηρίων του κοινού – με την σειρά τους παράγουν μηνύματα που μοιάζουν, ανάλογα με την ταξική προέλευση τους, με αυθεντική λαϊκή έκφραση ή εξευγενισμένα πολιτισμικά προϊόντα, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο από υπαγορευμένες συμπεριφορές, προδιαγεγραμμένοι ρόλοι και υποσυνείδητες υποβολές που ενεργοποιούνται υπό την πίεση της επίσης ψευδεπίγραφης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, αφού η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από μια ληστρική επιδρομή της άρχουσας τάξης εναντίον της μεσαίας και εργατικής, μια αναζωπύρωση του διαχρονικού ταξικού πολέμου, μασκαρεμένη σε ανεξήγητη θεομηνία σταλμένη από την Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία, αυτή την υπερβατική οντότητα που έχουμε υπνωτιστεί να τρέμουμε.

Όλοι είμαστε μάρτυρες του ζοφερού ανόδου του Ναζισμού στην Ελλάδα: σκόπιμα και συνειδητά, και για αρκετό καιρό πριν από την επίσημη χρονολογία έναρξης της κατασκευασμένης ψευδο-κρίσης, οι ασθενέστερες μορφωτικά και οικονομικά τάξεις της Ελληνικής κοινωνίας βομβαρδίζονταν με κάθε μορφής εθνικιστική προπαγάνδα και αποβλακωτική σαχλαμάρα. Από τους παραληρηματικούς τηλε-αλαλαγμούς φασιστών όπως ο Γεωργιάδης, ο οποίος ατιμώρητα διαφήμιζε την Ναζιστική προπαγάνδα του καταδικασμένου ως αρνητή Ολοκαυτώματος και διαβόητου ακροδεξιού Κωνσταντίνου Πλεύρη, μέχρι τις μυστικιστικές ανοησίες του Λιακόπουλου, από τις αποχαυνωτικές σειρήνες του μωροφιλόδοξου Κωστοπούλειου lifestyle μέχρι τις προγονόπληκτες γραφικότητες των χουντικής αισθητικής Ολυμπιακών εορτασμών, η μάζα του Ελληνικού λαού είχε ήδη εκτεθεί ανεπανόρθωτα σε μια εκστρατεία διαρκείας ώστε να είναι επαρκώς εθισμένη στην συνθετική λήθη του εθνικιστικού παροράματος όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Χρυσή Αυγή, που παρά το σαγηνευτικό της όνομα, εκπροσωπεί την πιο σκοτεινή πλευρά της επικίνδυνης αυτής μέθης.

Στην Ελλάδα, σήμερα, ο εκφασισμός της κοινωνίας, αντίθετα με το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν τα κυριαρχικά Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, όχι μόνο δεν έχει περιοριστεί σε κάποια κελιά στον Κορυδαλλό, αλλά επεκτείνεται, αναπτύσσοντας την εκστρατεία του πέρα από τις απελπισμένες φτωχογειτονιές και το λούμπεν προλεταριάτο των εγκληματικών συμμοριών.

Αυτές, ούτως ή άλλως, έχουν εδώ και καιρό καθηλωθεί στο αδιέξοδο της συγκινησιακής οργής και των απόλυτα ελεγχόμενων αφηγήσεων – είναι εξαιρετικά εύκολο πλέον για την εξουσία να κατευθύνει όπου την συμφέρει το τραυματισμένο συλλογικό Εγώ του εξαθλιωμένου Έλληνα μικροαστού και το εκρηκτικό θυμικό του λειτουργικά αναλφάβητου προλετάριου.

Η βάση της κοινωνικής πυραμίδας έχει πλέον προγραμματιστεί να συμπεριφέρεται ως ένα αδικημένο θύμα, δηλαδή εκδικητικά και με τυφλή βία, ενώ η ψυχική της ισορροπία έχει κλονιστεί, αφού ταυτόχρονα με την ισοπέδωση της βιοτικού επιπέδου και των προοπτικών της, δέχεται και το αντιφατικό μήνυμα της κληρονομικής ανωτερότητας, δηλαδή υποδαυλίζεται ο θυμός από την διαρκή καλλιέργεια της προγονοπληξίας. Σχηματικά, η παρανοϊκή προπαγάνδα που υφίσταται η μάζα στην Ελλάδα συνοψίζεται στην εξής υποβολή – «πως κατάντησες έτσι, εσύ, κοτζάμ απόγονος του Μεγαλέξανδρου, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα; Είναι δυνατόν να στερείσαι το καινούριο σου iPhoneκαι τις διακοπές σου στην Μύκονο επειδή πρέπει να ταΐζουμε μετανάστες και να ανεχόμαστε αναρχοάπλυτους που αρνούνται να συνεργαστούν για την σωτηρία του Έθνους?»

Όμως, δεν αρκούν τα παραμύθια λαϊκής κατανάλωσης για την επικράτηση του φασισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από στρατιωτικοποιούμενος διχασμός της κοινωνίας ώστε ο αλληλοσπαραγμός ή ο αυτισμός των διαφορετικών ομάδων να αφήνει ανενόχλητη την βασιλεία της άρχουσας τάξης. Τετελεσμένου του γεγονότος της επιστράτευσης της λαϊκής βάσης και του εγκληματικού υποκόσμου στον φασισμό και την εθνικιστική παραίσθηση, απομένει η διαχείριση της κρίσιμης εκείνης κοινωνικής τάξης που είναι μεν μορφωτικά ανώτερη, αλλά οικονομικά παραμένει εξαρτώμενη από την άρχουσα – δηλαδή, η μεσαία τάξη, η οποία, όπως και οι κατώτερες, είναι χοντρικά διαχωρισμένη σε σκεπτόμενη και ηδονοθηρική.

Για την συγκεκριμένη αυτή πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι τόσο πρωτεύουσας σημασίας η διά της βίας επιβολή πειθαρχίας, αφού είναι εξαιρετικά σπάνιο να καταφύγει σε ένοπλο αγώνα ένας μεσοαστός. Όχι – χρειάζονται διαφορετικές, πιο σοφές και λεπτοδουλεμένες μηχανεύσεις για την αποτελεσματική ενθυλάκωση της κοινωνικής δυναμικής και την επικερδή εκμετάλλευση του φόβου που αισθάνονται οι στρατιές των πτυχιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, ελεύθερων επαγγελματιών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών, και νεολαίων που είναι τρομοκρατημένοι καθώς βλέπουν αφ’ ενός τα δικαιώματα και τα προνόμια τους να εξανεμίζονται, πέφτοντας και αυτά βορά στην «εθνοσωτήρια ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης», αφ’ εταίρου έχουν ήδη παρακολουθήσει, αν δεν έχουν διευκολύνει, εκούσια ή ακούσια, την εξολόθρευση και την κατάντια της εργατικής τάξης.

Έτσι, σε απόλυτη αντιστοιχία του εθνικιστικού παροξυσμού και της συμπληρωματικής lifestyle πλύσης εγκεφάλου που απευθύνονται στον λαϊκή βάση, αναπτύσσονται δυο παράλληλες και κυρίαρχες αφηγήσεις που αποσκοπούν στην συνειδησιακή διαφθορά των μεσοαστών, κάθε μια από αυτές εξίσου επιστημονικά προσχεδιασμένες.

Εκείνοι οι μεσοαστοί που έχουν ανεπτυγμένη την πολιτική και κοινωνική συνείδηση τροφοδοτούνται με ψευδαισθήσεις συμμετοχής στην εξουσία και στις εξελίξεις, κυρίως με την παροχή κύρους μέσω θέσεων και τίτλων – βλέπε την ως διά μαγείας μεταμόρφωση ενός τυχάρπαστου αριβίστα σε Υπουργό Υγείας ή ενός τσεκουροφόρου Ναζιστή σε βασικό εκπρόσωπο κυβερνητικών θέσεων. Όμως, οι καρέκλες είναι περιορισμένες, ακόμα και εκείνες που τρίζουν επικίνδυνα λόγω του κίβδηλου και αυθαίρετου κύρους τους. Ταυτόχρονα, παραμένει ακηδεμόνευτη μια μεγάλη μερίδα της μεσοαστικής τάξης που δεν αρέσκεται στα πολιτικά, κοινώς προτιμά να κινείται εντός των ορίων της ασφαλέστερης ιδιωτείας.

Για αυτή την κοινωνική ομάδα, τους απολιτίκ μεσοαστούς, εφαρμόζεται μια δεύτερη προπαγανδιστική στρατηγική, της οποίας το διαβρωτικό σκεπτομορφικό δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξευγενισμένη εκδοχή της lifestyle παρηγορίας που φουσκώνει με παραισθήσεις και εθίζει τα μυαλά των λαϊκών στρωμάτων στην ξελιγωμένη επιφανειακότητα. Αντί για μεσημεριανάδικες κατινιές και φωτό παπαράτσι από τις διακοπές ημίγυμνων επωνύμων, αντί για προκλητικές δηλώσεις ανερμάτιστων μπουζουκόβιων, αντί για φανατισμένες οργανώσεις οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, προτείνονται φεστιβάλ τέχνης, εθελοντική εργασία με κοινωφελές άλλοθι, επιμορφωτικά ιδρύματα με σαφή αλλά κεκαλυμμένο εξουσιαστικό ιδεολογικό υπόβαθρο, και πάσης φύσης ομαδικές δραστηριότητες που τιθασεύουν σε ένα εύκολα κατευθυνόμενο πλαίσιο την ενέργεια και τις πράξεις όλων εκείνων που «θέλουν να αλλάξει κάτι», αρκεί φυσικά να μην έχει αντίρρηση στην όποια αλλαγή το σύστημα.

Όλο και περισσότερο λοιπόν, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα Ελληνικά αστικά κέντρα, εκεί δηλαδή που υπάρχει υπερσυγκέντρωση μεσοαστικής τάξης, παρατηρεί κανείς «συλλογικές προσπάθειες», «κολεκτίβες» και «πολιτισμικές πρωτοβουλίες» των οποίων ο κοινός παρονομαστής είναι η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης με την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Για να μην παρεξηγηθώ, ας ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι σε ειλικρινείς και τίμιες προσπάθειες κοινωνικής αλληλεγγύης όπως τα Κοινωνικά Ιατρεία ή τα κοινωνικά μαγειρεία, αλλά σε δραστηριότητες που αντί να προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά για ομαδικές προσπάθειες αποπροσανατολισμού που ενδύονται το προσωπείο του πολιτισμού ή της κοινωφελούς δράσης.

Ενδυόμενες το μειλίχιο προσωπείο του πολιτισμένου καλοθελητή, και υποστηριζόμενες από την άρχουσα τάξη αφού εξυπηρετούν την ανάγκη για αντιπερισπασμό που να γίνεται αποδεκτός από εκείνους των οποίων το επίπεδο και η αισθητική δεν θα μπορούσαν ποτέ να ταυτιστούν με τον Μιχαλολιάκο, τον Σφακιανάκη, ή την Μενεγάκη, οι δεξαμενές απορρόφησης και ελέγχου της μεσοαστικής δυσαρέσκειας προσφέρουν μηχανισμούς που όχι μόνο δημιουργούν αναχώματα στην αντίδραση, αλλά και παράγουν εικονική κανονικότητα προκειμένου να υπνωτίζεται το κοινό με την ψευδαίσθηση της πολιτιστικής ή κοινωφελούς δραστηριότητας.

Έτσι, βλέπουμε κρατικοδίαιτες Μπιενάλε και φεστιβάλ τέχνης που δεν είναι παρά Δούρειοι Ίπποι για την νομιμοποίηση της καθεστωτικής προπαγάνδας και την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων. Έτσι, συστήνονται «επιτροπές κατοίκων», σε συνεργασία με «καλοπροαίρετους επενδυτές» προκειμένου να διώκονται κοινωνικά ευαίσθητες μειονότητες, με άλλοθι τον «εξωραϊσμό», την «ανάπλαση», την «αναβάθμιση». Έτσι, χρηματοδοτούνται με βρόμικο κρατικό χρήμα, Μέσα Μαζικής Λοβοτομής, ειδικά στοχευμένα σε νεανικό κοινό, που αποπλανούν τους αναγνώστες τους με κάθε είδους αποπροσανατολιστική σαχλαμάρα, επιτυγχάνοντας την αποσιώπηση της τραγικής πραγματικότητας και την περαιτέρω παγίωση της εξαιρετικά συμφέρουσας για την εξουσία απολίτικης απάθειας. Έτσι, μαντρώνονται σε παραστάσεις, σε διαλέξεις, σε προβολές, σε πάρτι όλοι εκείνοι που προτιμούν να αυταπατώνται πως ζουν σε μια σύγχρονη, ευνομούμενη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και όχι σε ένα διαλυμένο κράτος που φλερτάρει εδώ και πολύ καιρό με το πιο επικίνδυνο χάος.

Η βασική υπερασπιστική γραμμή εκείνων που συμμετέχουν ή οργανώνουν αυτές τις δράσεις είναι η στρεψόδικη και παραψυχολογική επίκληση στην θετική σκέψη – μια εξαιρετικά μοχθηρή διαστροφή της υποκειμενικότητας που θέλει, για παράδειγμα, να παρουσιάζει τις πολύχρωμα μπογιατισμένες σκάλες ως μια σημαντική παρέμβαση εναντίον της αθλιότητας του αστικού κέντρου, λες και το ζητούμενο των άνεργων, των άστεγων, των απελπισμένων είναι αν το σκαλοπάτι που πατάνε είναι χρώματος λαχανί. Συνεκδοχικά, βαφτίζονται ως εκδηλώσεις θετικής ενέργειας και αισιοδοξίας και όλες οι συναφείς απολίτικες εκφράσεις της μεσοαστικής τάξης – υπερτονίζεται η αξία της κάθε περίπτωσης ενώ αποκρύπτονται ταυτόχρονα τα ιδιοτελή κίνητρα των ηγετών τέτοιων δράσεων και η παραπλανητική τους σκοπιμότητα. «Μα τι εξαιρετικός dj/καλλιτέχνης/παράσταση!» αναφωνεί μια φιλότεχνος πλην κοινωνικά αναίσθητη μεσοαστή πηδώντας πάνω από έναν άστεγο καθώς φεύγει από μια νύχτα πολιτισμού. «Μα πόσο σημαντική η πρωτοβουλία μας να διεκδικήσουμε ποδηλατόδρομο στο Γκάζι» απαντάει ένας ομοϊδεάτης της, που δεν ενοχλείται καθόλου από την ιδέα ότι βολτάρει δίπλα από στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά. Το δεύτερο συνθετικό του όρου, δυστυχώς, σας είναι γνωστό ως καθημερινή πραγματικότητα εδώ και καιρό.