Από την Εκκεντρική Υποτροπή διαρκούς αμφισβήτησης
Προς την επανανοηματοδότηση της πολιτικής και της ζωής
1
Σε αυτή
την κοινωνία όπου, όπως είναι γνωστό, η αυτοκτονία προοδεύει, οι ειδικοί
αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ενοχλημένοι ότι είχε πέσει σε σχεδόν
μηδενικά επίπεδα το Μάη του 1968. Εκείνη η άνοιξη αξίωσε επίσης έναν
όμορφο ουρανό – χωρίς να ανέλθει με σαφήνεια σε αυτόν κατά τη διάρκεια
της εφόδου –, καθώς αρκετά αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα
δεν είχαν τη βενζίνη που χρειάζονταν για να μολύνουν. Όταν βρέχει, όταν
υπάρχουν τεχνητά σύννεφα πάνω από το Παρίσι, μην ξεχνάτε ποτέ ότι
υπαίτια είναι η εξουσία. Η αλλοτριωμένη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί τη
βροχή.
Η επανάσταση ομορφαίνει τον καιρό.
Γκυ Ντεμπόρ
Την ώρα
που ο καπιταλισμός κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει το δρόμο προς τη
βαρβαρότητα που χαράσσουν τα αδιέξοδά του, η κοινωνία καλείται να
διαλύσει όλους τους μύθους με τους οποίους ζούσε, να οραματιστεί ένα
εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο για την πολιτική, να προχωρήσει σε μια
ριζική αλλαγή του τρόπου θέσμισης. Πάνω στα συντρίμμια της κατάρρευσης
των παραμυθιών του καταναλωτισμού είναι στο χέρι της να χτίσει η ίδια
καινούργιες αξίες και θεσμούς. Στις μέρες που έρχονται, ό,τι
επαναστατικό προκύψει δε θα γίνει στο όνομα των ανθρώπων αλλά θα είναι
προϊόν και δημιουργία των ίδιων των ανθρώπων…
Πολιτική ομάδα για την Αυτονομία
Μερικές μόνο εβδομάδες του
ψευδο-κυκλικού χρόνου ήταν αρκετές για να επαναφέρουν με αμείωτη ένταση
τον προβληματισμό που υιοθετούσαμε, λίγες ημέρες μετά τα εξεγερσιακά
γεγονότα της 12ης Φλεβάρη, λέγοντας: «Ο νέος κόσμος που αναδύεται μπροστά μας, είτε
θα συντίθεται από το θέαμα μιας γενικευμένης καταστροφής, που θα
περιμένει παθητικά από τους κυρίαρχους νεοσοσιαλδημοκρατικές
κατασκευασμένες (και όχι δημιουργηθείσες από τα κάτω) “λύσεις”, είτε θα
αποτελεί την άνευ όρων κοινωνική δημιουργία, μέσα από μια πανσπερμία
ιδεών, ονείρων, προθέσεων και επιθυμιών». Η τελευταία
συλλογική κινητοποίηση, αποτέλεσε ένα ακόμη κοινωνικό ξέσπασμα, το οποίο
διατάραξε δυναμικά την κανονικότητα, αλλά μόνο προσωρινά και
προκειμένου να την επαναφέρει εκ νέου στο προσκήνιο, ακόμα πιο ζοφερή.
Παρ’ όλα αυτά, ένα κίνημα έκρηξης, στο βαθμό που δεν αποτελεί
-ταυτόχρονα- και κίνημα δημιουργίας, αδυνατεί να αναγγείλει το μόνο
δυνατό ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό: την έλευση μιας αυτόνομης
κοινωνίας που αναλαμβάνει η ίδια την αυτοκυβέρνησή της.
Η επιστροφή στην απάθεια
Στην πιο αξιοθρήνητη κατάληξή της, η
σημερινή κοινωνία εισέρχεται στο βασίλειο της απελπισίας χωρίς να είναι
ικανή να μετουσιώσει την άρνηση του υπάρχοντος σε μια δημιουργική
κατάφαση και σ’ ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που θα αποβλέπει στη
γενικευμένη αυτοδιεύθυνση της ζωής. Ο σύγχρονος μηδενισμός υφαίνει, πλέον, ένα σημασιολογικό ιστό από τον οποίο απουσιάζει κραυγαλέα το σπέρμα του θετικού: η καθολική άρνηση
της υφιστάμενης πραγματικότητας (που αποτελεί το σημείο σύγκλισης
ολόκληρης της κοινωνίας) παραμένει αδύναμη και ανεπαρκής μπροστά στην
πρόκληση για μια νέα κοινωνική δημιουργία που θα επικύρωνε το τέλος του
κόσμου με τη μορφή που έως σήμερα τον γνωρίζαμε. Αυτή η αδυναμία είναι
στον πυρήνα της αδυναμία συγκρότησης συλλογικών απαντήσεων στα κρίσιμα
ερωτήματα που η πραγματικότητα δημιουργεί, και είναι αυτή που με τη
σειρά της οδηγεί στην εκ νέου απόσυρση της κοινωνίας στη σφαίρα της ιδιώτευσης, ύστερα από μια εντεινόμενη προσπάθεια επανοικιοποίησης του δημόσιου χώρου.
Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με τον
άνευ προηγουμένου φόβο των κυρίαρχων, επιτρέπει στα παλιά
ψευδο-διλήμματα να επιστρέφουν καλπάζοντα, υπερασπιζόμενα το σημερινό εφιάλτη, με τη δικαιολογία της επιδείνωσής του.
Με άλλα λόγια, η απουσία ενός ισχυρού -και ανάλογου των «πλατειών»-
δημοκρατικού κινήματος, το οποίο θα είχε τον κυρίαρχο λόγο στην πολιτική
ζωή, αφήνει στην εξουσία το πεδίο ελεύθερο προκειμένου να κατασκευάσει
μια σειρά από διλήμματα, τα οποία υποτίθεται ότι μας αφορούν: ευρώ ή
δραχμή, δεξιά ή αριστερά, συμμετοχή ή αποχή κ.ο.κ.. Αυτά τα διλήμματα
είναι στην πραγματικότητα τόσο καλοπροαίρετα και τίμια, όσο κι ένας
φιλελεύθερος που μιλάει για δημοκρατία – δηλαδή καθόλου! Κυρίως, όμως,
τοποθετούν στο περιθώριο τα πραγματικά ερωτήματα, με το άλλοθι της επιδείνωσης της σημερινής κατάστασης
στην περίπτωση που διερωτηθούμε σε μεγαλύτερο βάθος, και στην περίπτωση
που επιδιώξουμε ριζικότερους κοινωνικούς και πολιτικούς
μετασχηματισμούς.
2
Οι εκλογές αποτελούν την πιο κραυγαλέα
απόδειξη του πολιτικού αδιεξόδου, στο βαθμό που είναι σε όλους γνωστό
ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν απολύτως τίποτα, πέρα από το να
συγκαλύψουν τις ουσιαστικές πτυχές των ζητημάτων που μας αφορούν, και τα
συνεπαγόμενα ερωτήματα που αυτά δημιουργούν. Ταυτόχρονα, συνιστούν και
την καλύτερη ευκαιρία εκτόνωσης -με ατελέσφορο τρόπο- της γενικευμένης
οργής που χαρακτηρίζει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Είτε το πετύχουν,
είτε όχι, το μόνο σίγουρο είναι ένα: η 7η Μάη θα είναι η ημερομηνία
εκκίνησης ενός νέου γύρου αντεπίθεσης των αφεντικών, ο οποίος, μάλιστα,
δεν προβλέπεται να έχει τέλος όσο η κοινωνική αδράνεια παρατείνεται.
Είναι προφανές, τουλάχιστον σε όσους
αισθάνονται ώριμοι πολιτικά, ότι το εκλογικό πανηγύρι, που κατά σύμπτωση
έρχεται ακριβώς δύο χρόνια (και μία ημέρα) μετά την 5η Μάη του 2010,
συνιστά από τη φύση του ένα άνευ πολιτικής σημασίας ζήτημα. Η αληθινή
πολιτική αναδύεται μαζί με την αμφισβήτηση της κοινωνικής θέσμισης, στην
προσπάθεια που καταβάλει η κοινωνία προκειμένου να μετασχηματίσει την
τελευταία. Από την άλλη, κάθε αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης,
επειδή ακριβώς δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι βαθιά συντηρητικό,
μέσα σε μια κοινωνία της οποίας οι συνθήκες είναι συνεχώς
μεταβαλλόμενες. Με αυτή την έννοια, οι εκλογές συνιστούν την ομαλή
επικύρωση και την πολιτική νομιμοποίηση της ίδιας θέσμισης. Ο
κοινοβουλευτισμός συνιστά το επιστέγασμα και την κατοχύρωση του
φιλελευθερισμού και του «ορθολογικού» φαντασιακού, μιας και ο άνθρωπος
παρουσιάζεται ως αυτοφυές ον και ορθολογικός παίκτης, και μέσω της
διαδικασίας των εκλογών καλείται να διαλέξει μεταξύ περιορισμένων
επιλογών προκειμένου -ωφελιμιστικά σκεπτόμενος- να μεγιστοποιήσει το
ατομικό του συμφέρον. Εξαιτίας αυτής της αντίληψης που είναι βαθιά
ενσαρκωμένη μέσα στους υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού –είτε σ’
αυτούς που θεωρούν τον κοινοβουλευτισμό ως την ύψιστη στιγμή της άσκησης
της κυριαρχίας του λαού, είτε σ’ αυτούς που τον βλέπουν, μεταξύ άλλων,
ως ένα απλό μέσο πάλης– η προεκλογική περίοδος, κατά περίεργο τρόπο και
μέσω της βοήθειας του Θεάματος και των πύρινων λόγων των επαγγελματιών
της πολιτικής, οδηγεί στη απόκρυψη αρκετών δεδομένων. Έτσι, και ενώ ένας
ολόκληρος λαός επί τέσσερα χρόνια διαμαρτύρεται για διαφθορά, νοθεία,
πελατοκρατία, πολιτικάντικες μανούβρες και θεωρεί δεδομένα αυτά τα
φαινόμενα ως την καθημερινότητα της πολιτικής πραγματικότητας του τόπου,
ξαφνικά αποκτά την ψευδαίσθηση πώς είναι κυρίαρχος, πώς κατά την
εκλογική διαδικασία, ως δια μαγείας, θα εξαφανιστούν αυτά τα φαινόμενα,
και υπό ένα καθεστώς απόλυτου ορθολογισμού και νηφαλιότητας θα κληθούμε
να αλλάξουμε τις καταστάσεις (δια της ψήφου)! Αλλά, ακόμα και αν η
αφέλειά μας φτάσει στα επίπεδα να πιστέψουμε τις προεκλογικές
εξαγγελίες, και δούμε τις εκλογές ως τη μετουσίωση της κυριαρχίας μας
επί των πολιτικών κομμάτων, ποιος εγγυάται την αντιστοιχία μεταξύ
προεκλογικής εξαγγελίας και μετεκλογικής εφαρμογής των πολιτικών
προγραμμάτων;
Είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει καμιάς
μορφής κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ της θεσμισμένης εξουσίας και της
κοινωνίας, για την τήρηση των εξαγγελιών της πρώτης. Καμία αρχή δεν
υποχρεώνει τους κυβερνώντες να είναι συνεπείς στις εξαγγελίες τους.
Κανένας δεν τους ελέγχει, κανένας δεν μπορεί να τους ανακαλέσει από την
ασυλία που λαμβάνουν. Οι πολιτικοί είναι αποκομμένοι από την κοινωνική
πραγματικότητα και ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου, που ανά τακτά
χρονικά διαστήματα κατακλύζουν τους δρόμους, δεν τους παρακινούν στο να
στρέψουν το βλέμμα τους προς την κοινωνία και να μεταβούν στην πιο
έντιμη πράξη που θα μπορούσαν στα ιστορικά: τη συλλογική παραίτηση και
την πραγματικά δημοκρατική αναθεώρηση του υπάρχοντος. Τούτων
λεχθέντων, οι εκλογές είναι εκ προοιμίου ανίκανες να αλλάξουν ριζικά την
κοινωνική πραγματικότητα και να αναστείλουν τη συνθήκη βάσει της οποίας
η ζωή μας θα εξακολουθήσει να υποβαθμίζεται με αμείωτο ρυθμό.
3
Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σε όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο
Ηράκλειτος
Η αληθινή πολιτική υποχωρεί, πλέον,
προκειμένου να παραχωρήσει τη θέση της σε μια συζήτηση με θέματα εκ των
προτέρων δοσμένα· στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης είναι το ποιος θα
διαχειριστεί τις ζωές μας. Κανείς όμως δεν μας απάντησε στο εξής απλό
ερώτημα: Γιατί θέλετε να διαχειριστείτε για λογαριασμό μας τις ζωές μας;
Πρέπει να αρνηθούμε με εκκωφαντικό τρόπο
το στημένο παιχνίδι της εξουσίας· πρέπει να αρνηθούμε τους ίδιους τους
ρόλους που μας έχουν δώσει. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προκρίνουμε
την αποχή, όχι ως απολιτίκ αγανάκτηση, αλλά ως έμπρακτη απόδειξη της πολιτικής μας ωριμότητας
και της ικανότητάς μας να δηλώσουμε ρητά ότι δεν είμαστε ανήλικοι
πολιτικά, προκειμένου να χρειαζόμαστε προστάτες, ιδιοκτήτες και αφεντικά
που θα ορίζουν στο όνομά μας το τι απαγορεύεται και το τι όχι. Σ’ αυτή
την κοινωνία, η οποία, παρόλο που προσπαθεί να αναζητήσει διεξόδους από
την κανονικότητα της οικονομικής κρίσης, το πράττει με πολιτικά
«καθυστερημένο» τρόπο, χρειάζεται να βρούμε τους τρόπους εκείνους που θα
μας φέρουν στη συλλογική πολιτική ενηλικίωση, συνθήκη που θα μας
επιτρέψει να μη χρειαζόμαστε «σωτήρες» στους οποίους θα εκχωρούμε τις
ζωές μας. Και αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη των εμπορευμάτων θα πρέπει να
δώσει τη θέση της στην ανάπτυξη των ανθρώπων και της επαναστατικής
πρακτικής, της συνείδησης και της κριτικής αμφισβήτησης, της φιλοσοφίας
και του αναστοχασμού, του πολιτικού πράττειν και της ολοκληρωμένης
φαντασίας, που θα συγκροτήσουν μια ενιαία πανανθρώπινη και πολιτικά ώριμη κοινότητα, ικανή να αποφασίζει η ίδια για τον εαυτό της, όπως το κάνει ούτως ή άλλως και σήμερα, κατά υπόρρητο και ασυνείδητο όμως τρόπο.
Η ψήφος δεν είναι παρά το κάρβουνο που
θα επανεκκινήσει τη μηχανή, μια μηχανή που όσο καλής ποιότητας κάρβουνο
και αν της εισάγουμε θα βγάλει τους ίδιους ρύπους και θα πνίγει στα ίδια
επίπεδα τον αέρα που αναπνέουμε και τον ήλιο που δεν θα μπορούμε να
δούμε εξαιτίας του θολού τοπίου. Αντί να προσπαθούμε να αναπαράγουμε το
παρελθόν, ας επιλέξουμε να έρθουμε από το μέλλον: να ψηφίσουμε τον
Κανέναν, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρεται για τις ζωές μας πραγματικά, και
γιατί κανένας δεν μπορεί να μας εκπροσωπήσει καλύτερα από τους εαυτούς
μας και την αυθεντικότητα των λόγων και των πράξεών μας.
4
Στη φάση που βρίσκεται ο καπιταλισμός, ερχόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση. Όπως σωστά το τόνιζε η Πολιτική ομάδα για την Αυτονομία,
«το δίλημμα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» δεν τίθεται πλέον: ή το
κοινωνικό καθεστώς που επιβάλλει ο σύγχρονος καπιταλισμός θα ανατραπεί
συνολικά ή θα παραμείνουμε στην υπάρχουσα κατάσταση, βλέποντας τον
καπιταλισμό να βυθίζεται μέσα στις αντιφάσεις και τους ανορθολογισμούς
του, τώρα που δεν αντιμετωπίζει κάποιο ανταγωνιστικό προς αυτόν
κοινωνικό κίνημα». Από την άποψη αυτή, και αν πρέπει να τεθεί κάποιο
δίλημμα ως απάντηση στους μανιχαϊσμούς της εξουσίας, αυτό είναι ένα και
αμείλικτο:
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ή ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
Το διακύβευμα της εκλογικής διαδικασίας
δεν είναι παρά η εκχώρηση της κυβερνητικής εξουσίας σε κάποιο κόμμα (ή
συνασπισμό κομμάτων). Ωστόσο, το ζήτημα του περιεχομένου της κυβερνητικής εξουσίας δεν τίθεται καν από τις υποψήφιες κομματικές γραφειοκρατίες – αυτό που τίθεται είναι μόνο η μορφή
της. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η κυβερνητική εξουσία δεν είναι παρά το
Κράτος, δηλαδή ένας θεσμός διαχωρισμένος από την κοινωνία που ασκεί
κυριαρχία στο σύνολο της καθημερινότητας των ανθρώπων. Και αυτό διότι τα
κόμματα, μόνο βάσει του διαχωρισμού και της κυριαρχίας μπορούν να
ασκήσουν και να εφαρμόσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα. Λέξεις όπως
ισότητα, ισηγορία, αμφισβήτηση τους είναι άγνωστες. Από το σύνολο των
πολιτικών κομμάτων απουσιάζει η αντίληψη μιας μη-κρατικής (άρα και μη
ιεραρχικής και κυριαρχικής) οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή ένα είδος
οργάνωσης εντός του οποίου οι κοινωνίες λειτουργούσαν επί χιλιετηρίδες
και έχουν δώσει όλα όσα κατά τ’ άλλα υπερηφανεύεται ο μέσος
μεταμοντέρνος άνθρωπος των ημερών, όπως η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, οι
αναγεννησιακές πόλεις, η περίοδος των γαλλικών sections κατά τη γαλλική
επανάσταση και ο πολιτιστικός μετασχηματισμός της περιόδου εκείνης, τα
εργατικά συμβούλια ή το περίφημο «Πολυτεχνείο», όπου το αντιδικτατορικό
κίνημα λειτουργούσε κάτω από τις αρχές της αυτονομίας και της άμεσης
δημοκρατίας (πράγμα που κανένας Κούλογλου δεν θα δημοσιοποιήσει ποτέ και
σε κανένα ρεπορτάζ του, μιας και προέχει το χτίσιμο της
«αντιδικτατορικής» προσωπικότητας των σημερινών πολιτικών περσόνων).
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η
προκαθορισμένη συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα του ποιος θα
γίνει ο νέος μας αφέντης – και μόνο! Και αυτή η λογική επεκτείνεται από
το νεοφιλελεύθερων καταβολών μπλοκ (μνημονιακό και αντιμνημονιακό), το
οποίο ασκεί συνεχή κριτική στο ίδιο το Κράτος και σε διάφορες πτυχές του
κρατικού μηχανισμού. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια εκ των έσω
κριτική στην Πατρική φιγούρα του Κράτους, και κυρίως στα κεϋνσιανά του
στοιχεία τα οποία κατοχύρωναν κάποια ανταλλάγματα από πλευράς των
κυριάρχων που προέκυπταν από την καταναγκαστική φορολόγηση των υπηκόων.
Τέτοια στοιχεία είναι διαφόρων ειδών κρατικές παροχές, όπως η παιδεία,
οι μετακινήσεις, η περίθαλψη κ.λπ., τα οποία αν και παρουσιάζονταν μέσω
της προπαγάνδας ως δωρεάν, ο κάθε κάτοικος προπλήρωνε την κατασκευή και
διατήρησή τους μέσω των φόρων.
Το νεοφιλελεύθερο μπλοκ, έχοντας τη
λογική πώς το Κράτος δεν είναι παρά μια επιχείρηση η οποία υφίσταται
κακοδιαχείριση, αποπειράται να ελαχιστοποιήσει το ρόλο του Κράτους σε
ένα νομικό υποκείμενο που απλώς οφείλει να εγγυηθεί τη διατήρηση και
αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της κουλτούρας της
κατανάλωσης. Έχοντας ενσαρκώσει το νεοφιλελεύθερο φαντασιακό, το
συγκεκριμένο μπλοκ κομμάτων (τα οποία επεκτείνονται από το
σοσιαλ-φιλελευθερισμό, μέχρι τη λαϊκή δεξιά και το ακροδεξιό σκυλολόι)
απλώς αντιλαμβάνεται το ίδιο το Κράτος, που κατά τ’ άλλα μας ζητά τη
συναίνεση μέσω της ψήφου προκειμένου να διαχειριστεί, ως κάτι
ανταγωνιστικό προς τις Αγορές, άρα και εχθρικό προς τις ελίτ του
(καζινοποιημένου) καπιταλισμού. Μάλιστα, η δυνάμει -δια της ενοικίασης-
εμπορευματοποίηση των δυνάμεων καταστολής, προϊδεάζει πώς το μονοπώλιο
της βίας του Κράτους (Weber) παύει να είναι απλώς ένα μέσο για τη διατήρηση
της δημόσιας τάξης, δηλαδή της ελεύθερης κίνησης της εμπορευματικής
κουλτούρας (και της κουλτούρας του εμπορεύματος κατά τον Baudrillard)
και των υπερασπιστών της, η οποία διατήρηση αναφερόταν ως η επακόλουθη αντιμετώπιση επιτελεσμένων πρακτικών από πλευράς κοινωνίας, και καταλήγει να είναι ένα μέσο πρόληψης
από τις ενδεχόμενες επιθέσεις μιας πεινασμένης κοινωνίας προς τους
ναούς της κατανάλωσης. Εν κατακλείδι: μην απορήσετε αν δείτε κάποια μέρα
έξω από supermarket ή shopping malls ενοικιασμένους μπάτσους να
προστατεύουν τα εμπορεύματα.
Από την άλλη πλευρά, το μπλοκ των
ολοκληρωτικών καταβολών, αναπαράγοντας την κασέτα των ιδεολογιών του
μεσοπολέμου, σκοπεύει απλώς στην επανίδρυση ενός κρατικού καπιταλισμού
(αυτό που ο Καστοριάδης δικαίως ονόμαζε «ολοκληρωτικό γραφειοκρατικό
καπιταλισμό»), ο οποίος πέρα από εξοντωτική και τιμωρητική εργασία,
εγγυάται και στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιφρονούντων και γενικότερα όσων
μοιάζουν «εχθροί» του καθεστώτος, ψυχιατρεία και λοβοτομές, πογκρόμ και
μαζικές εκτελέσεις. Αυτοί οι πολιτικά ηλίθιοι, γαλανόλευκοι ή κόκκινοι
(αριστεροί ή αριστεριστές), που σκοπεύουν να εξοντώσουν ό,τι δεν τους
μοιάζει, παρουσιάζονται ως «κριτικές» φωνές ή ψήφοι διαμαρτυρίας. Τέλος,
η εύπλαστη γλώσσα του οπορτουνισμού της μεταρρυθμιστικής αριστεράς, η
οποία επιστράτευσε μέχρι και έναν φτηνό εθνικιστικό λόγο προκειμένου να
προσελκύσει πελατεία, αν μη τι άλλο μόνο απέχθεια μπορεί να προκαλέσει
σε ανθρώπους που επιθυμούν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους∙
επιπρόσθετα, αυτοί και αυτές που έχουν λίγο πιο ισχυρή μνήμη θυμούνται
τις μεθοδεύσεις αυτών των γραφειοκρατιών στο ξέσπασμα των «πλατειών» και
τις απόπειρες χειραγώγησης του πλήθους, ώστε να μην ξεφύγει «απ’ τη
γραμμή» και αρχίσει να απαιτεί δημοκρατική και οριζόντια οργάνωση της
κοινωνίας, πράγμα που συνεπάγεται την καταστροφή του ιεραρχικού Κράτους
και του ρόλου ύπαρξης τους ως διασπαστές των κοινωνικών δεσμών.
Διαμηνύουμε ρητά προς τις κόκκινες, κοκκινοπράσινες και πράσινες
γραφειοκρατίες που ξαφνικά θυμήθηκαν την κοινωνία ότι είμαστε όλοι και
όλες «προβοκάτορες» του συστήματός σας.
5
Όταν δεν μπορεί κανείς να ορίσει τον εαυτό του
θετικά, τον ορίζει με το μίσος προς τον άλλο…
Στην πιο άγρια εκδοχή της, η κρίση που
κλυδωνίζει τον κόσμο προβάλλει σε όλα τα επίπεδα (ανθρωπολογικό,
πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και οικολογικό) της δημόσιας ζωής, και
στην ολότητά του το υπαρξιακό ερώτημα του πώς θα συνεχίσουμε να ζούμε.
Αναδεικνύει, έτσι, το σημερινό ανθρωπολογικό πρόβλημα: κανείς και ποτέ
δεν φαίνεται ικανός να κάνει μία διαυγασμένη κριτική που θα έχει
απεμπλακεί από ιδεολογικοποιημένα (άρα και δογματικά) εργαλεία σκέψης,
και η οποία δεν θα ασχολείται με μια μόνο πτυχή του όλου, αλλά με το
σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπό αυτή την έννοια, για τους
νέους φιλελεύθερους η μόνη υπαίτια για τη σημερινή κατάσταση είναι η
κοινωνία, με ανάλογο τρόπο που για την αριστερή και αριστερίστικη
θεολογία οι μόνοι υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση είναι οι πολιτικοί
που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια. Κι έτσι, αυτός ο γενικής χρήσης
ντετερμινισμός των αριστερών θεολόγων, θεωρεί ότι οι άνθρωποι
ενσαρκώνουν εκ γενετής τους ρόλους που έχουν μέσα στην κοινωνία, χωρίς
να διαμορφώνονται από τους θεσμούς που συναντούν κατά τη διάρκεια της
κοινωνικοποίησής τους! Από την άλλη πλευρά, η νέα δεξιά που συγκροτείται
στην ελλάδα, πιο εθνικιστική και πιο συντηρητική από ποτέ, θεωρεί
υπεύθυνους για τη σημερινή κατάσταση τους -δήθεν- προδότες πολιτικούς
(οι οποίοι, ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν πρόδωσαν κανέναν – απλώς
υλοποίησαν το έργο τους με τον καλύτερο -για τα αφεντικά- δυνατό τρόπο).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η μονοθεματικότητα της ανάλυσης οδηγεί
σε αυτά τα αυθαίρετα αξιώματα που αντιμετωπίζουν τον άλλο σαν μοναδικό
υπαίτιο για το πρόβλημα. Όμως το πρόβλημα δεν είναι των προσώπων, αλλά
των θεσμών και των ρόλων που οι τελευταίοι δημιουργούν στα άτομα, μέσα
στην ταξική κοινωνία. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι στον τύπο της
θέσμισης, της ολιγαρχικής, δηλαδή, διαχείρισης της πολιτικής και του
καπιταλιστικού φαντασιακού που ενσαρκώνεται μέχρι τα βαθύτερα στρώματα
του Είναι της κοινωνίας. Η βασικότερη συνιστώσα αυτής της στρεβλής
ανάγνωσης της πραγματικότητας, είναι η -δήθεν- ανάδυση ενός κινδύνου
εκφασισμού της κοινωνίας, που στην πραγματικότητα αποτελεί την
κοινωνιοποίηση του φασισμού, από τους ίδιους τους εχθρούς του.
Έτσι, τον τελευταίο καιρό και λόγω της κινηματικής και προταγματικής
δυσπραγίας στο δημόσιο χώρο, αρχίζει να επενδύεται μια συζήτηση γύρω
από το ζήτημα της ανόδου των ποσοστών ενός φασιστικού κόμματος. Η
συζήτηση αυτή έχει πολλαπλούς πομπούς και δέκτες ταυτοχρόνως. Από τους
πάσης φύσεως νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους, τις αριστερές και
αριστερίστικες γραφειοκρατίες, ημιεγγράμματους ακροδεξιούς,
αντιφασιστικές συλλογικότητες αλλά και κόσμο που απλώς εκφράζει την
αγανάκτηση του για τον «ερχομό του φασισμού». Παρόλα αυτά, ο
διεξαγόμενος διάλογος δεν ξεφεύγει ποτέ από τα όρια του Θεάματος, όπως
είναι η τηλεόραση ή τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι προφανές ότι από την
πλευρά αυτών που κυριαρχούν πάνω στις ζωές μας, δεν θα μπορούσαμε να
περιμένουμε κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ενός ακόμα διαχωρισμού, ο
οποίος θα αποτρέψει το κύκνειο άσμα του κοινοβουλευτισμού. Ωστόσο, η
κατάρρευση των διαχωρισμών μεταξύ δεξιάς και αριστεράς έχει συντελεστεί
εδώ και αρκετές δεκαετίες μέσω της γραφειοκρατικοποίησης της δεύτερης
και της εμμονής της στους αστικούς μύθους της «προόδου», της «ανάπτυξης»
και του «ορθολογισμού». Υπό αυτή την έννοια, η επαναπροσέλκυση της
εκλογικής πελατείας δεν μπορεί να επιτευχθεί στην παρούσα φάση, παρά
μέσω της επένδυσης νοήματος στην ψήφο, αναπτύσσοντας εκ νέου
στοιχειώδεις ιδεολογικούς διαχωρισμούς μεταξύ των κομματικών
γραφειοκρατιών.
Η ιδεολογία, αποκτά σε αυτή τη χρονική
συγκυρία υπόσταση εμπορεύματος, το οποίο επιχειρεί να ανακτήσει την αξία
του μέσω της διακήρυξης του τέλους του «τέλους των ιδεολογιών»,
προκειμένου η ψήφος να κατασκευάζει την αυταπάτη του παράγοντα
καθορισμού και αλλαγής των καταστάσεων. Αντίθετα, όμως, η επιδερμική
αντιμετώπιση του ζητήματος του φασισμού από μια κοινωνία ή διαφόρους
φορείς (εκφυλισμένους ή μη) που δηλώνουν ρητά πώς δεν θέλουν να τον
βιώσουν, συγκαλύπτει ουσιαστικές πτυχές του περιεχομένου του. Αυτό
δείχνει πώς από την πλευρά αυτών που αντιμάχονται την είσοδο των
φασιστών στο κοινοβούλιο, αυτό που ενδιαφέρει είναι η «εκκόλαψη ή μη του
αυγού του φιδιού», αλλά όχι το φίδι το ίδιο. Με αυτή την
έννοια, παραβλέποντας τη γενικότερη διαπαιδαγώγησή μας κατά του
φασισμού, του σταλινικού ολοκληρωτισμού και του αυταρχισμού, αυτό που
ενδιαφέρει είναι απλώς οι φασίστες και η αδυναμία εισόδου τους στο
κοινοβούλιο και στις τηλεοράσεις μας. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η
σχεδόν απούσα κριτική στην ύπαρξη φασιστικών θεσμών, όπως οι
μιλιταριστικές παρελάσεις, ή στην επικείμενη συγκρότηση στρατοπέδων
συγκέντρωσης μεταναστών; Μπροστά σ’ αυτές τις καταστάσεις επικρατεί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων,
είτε μια σιγή ιχθύος, είτε μια απαθής συναίνεση, παράγωγο της
ασημαντότητας. Είναι ολοφάνερο ότι η εξουσία, μέσω της χειραγώγησης της
πληροφορίας (λαϊκιστί, γκάλοπ!), κατασκευάζει ένα διαχωρισμό και μια
κοινωνία ασχολείται με αυτόν, σε σημείο μάλιστα που να προτάσσει και την
επιλογή της κάλπης!
6
Η επιλογή της κάλπης, προκειμένου, και
απλώς και μόνο για, να μην μπούνε οι φασίστες στη Βουλή, δεν είναι παρά η
στιγμή όπου οι πραγματικοί δρώντες και δρώσες (δηλαδή, η κοινωνία)
αλλοτριώνονται πολιτικά. Διότι, αντί να πράττουν βάσει της αρχής του
αυτοκαθορισμού και της αυτοπραγμάτωσής τους, επιλέγουν και πάλι, απλώς,
το τι θα λέγεται και τι θα πράττεται εξ ονόματος τους από
γραφειοκρατικούς και εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Το ότι δεν επιθυμούμε
φασιστικές πρακτικές, λογικές και ιδεολογίες εντός της κοινωνίας είναι
κάτι που μπορούμε να το δηλώσουμε οι ίδιοι και οι ίδιες, ανοίγοντας
παράλληλα το πεδίο για την καταπολέμηση του φασισμού και, γενικότερα,
κάθε μορφής ολοκληρωτισμού (ακόμα και γι’ αυτόν που στην πιάτσα
πλασάρεται ως πρώην «υπαρκτός σοσιαλισμός»), χωρίς να περιοριζόμαστε ως
κοινωνία στο να εκλέγουμε αυτούς που δεν υιοθετούν φασιστικό λόγο και
πολιτικό πρόγραμμα.
Ίσως το μοναδικό οριακό σημείο που να
άξιζε η συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες είναι το να διακυβευόταν, όχι
οι κομματικοί σχηματισμοί εντός του κοινοβουλίου, αλλά το ίδιο το
καθεστώς της φιλελεύθερης ολιγαρχίας και του αστικού δικαίου που
κατοχυρώνει κάποια πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία έκφρασης και λόγου,
δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του ομιλείν, απεργιακούς αγώνες κτλ.) με
μιας μορφής ανελεύθερη ολιγαρχία (ολοκληρωτικού ή αυταρχικού τύπου).
Τότε, και μόνο τότε, η συμμετοχή στις κάλπες συνιστά πολιτική πράξη,
εφόσον το ζητούμενο είναι η μορφή του καθεστώτος ως θεσμικού υπόβαθρου
για τον τρόπο με τον οποίο θα υπάρχουμε, και όχι απλώς ένα κόμμα εις
βάρος του άλλου εντός ενός δεδομένου πολιτικού συστήματος – έστω και αν
ένα τέτοιου είδους ερώτημα έχει τεθεί εις βάρος της κοινωνίας και
εξαιτίας της αδράνειάς της.
Η γενικότερη υστερία περί «εκφασισμού
της κοινωνίας», η οποία παράλληλα μετακυλίει ένα κομμάτι του
επαναστατικού κινήματος προς μια μονοθεματική κατεύθυνση μεταμοντέρνου
αντιφασισμού, δεν είναι παρά η κύρια παράμετρος της «κοινωνιοποίησης του
φασισμού», προκειμένου να επικρατήσει αυτό που ο Michéa αποκαλεί η
«αυτοκρατορία του μικρότερου κακού» – δηλαδή, στην περίπτωση της
επικείμενης 6ης Μάη, άλλη μία βόλτα μέχρι το παραβάν συνοδευόμενη από
μια ακόμη τετραετή απόσυρση στην ιδιωτική μας σφαίρα. Το κοινοβουλευτικό
τσίρκο και οι θεαματικές διαδικασίες επιστράτευσαν ακόμα και τους
φασίστες προκειμένου να ξανακερδίσουν την νομιμοποίηση που αρνούμαστε να
τους δώσουμε τα τελευταία τρία χρόνια, και εμείς θα τους ψηφίσουμε
κιόλας; Μπροστά στην «επανάσταση του εφικτού», δεν έχουμε παρά να
αντιπαραθέσουμε έναν άλλον Μάη, ο οποίος θα ξεκινά απ’ το ’68 από κάποια
στενά του Παρισιού και θα επεκτείνεται μέχρι το 2012 διακηρύσσοντας:
“Γίνετε ρεαλιστές. Επιδιώξτε το αδύνατο!”.
7
Να βάλουμε ξανά στα χείλη μας τη λέξη επανάσταση
Υπάρχει
ένα παλιό εβραϊκό ρητό που λέει: “Αν έχεις μονάχα δύο εναλλακτικές
λύσεις, τότε διάλεξε την τρίτη”. Αυτό το ρητό προτείνει μια διαδρομή που
οδηγεί το υποκείμενο να αναζητήσει μια νέα αντίληψη του προβλήματος.
Μπορούμε να διαψεύσουμε και τις δύο πλευρές μιας ψευδούς σύγκρουσης
επιλέγοντας την “τρίτη εναλλακτική λύση” μας – δηλαδή θεωρώντας την
κατάσταση από την οπτική της ριζικής υποκειμενικότητας.
Η συνείδηση της τρίτης επιλογής
ισοδυναμεί με την άρνηση να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο δήθεν αντίθετους
(αλλά στην πραγματικότητα όμοιους) πόλους που προσπαθούν να
αυτοπροσδιοριστούν ως η ολότητα μιας κατάστασης. Στην πιο απλή μορφή
της, αυτή η συνείδηση εκφράζεται από τον εργάτη που δικάζεται για ένοπλη
ληστεία και, όταν ρωτάται «Δηλώνεις ένοχος ή αθώος», απαντά «Είμαι
άνεργος».
For Ourselves
Η πιο μεγαλειώδης έννοια, και,
ταυτοχρόνως, η πιο εκφυλισμένη -από τους χυδαίους ιεροκήρυκες της
κυρίαρχης ιδεολογίας- λέξη, η επανάσταση, αποτελεί την ολοένα και πιο
δυναμική επιλογή υπέρβασης της κοινωνικής πραγματικότητας που
μετατρέπεται σ’ έναν διαρκή εφιάλτη. Ακολουθώντας τη γνώση που μας
προσφέρει η ψυχανάλυση, μπορούμε να υποστηρίξουμε με πάθος ότι η λύση
ενός δύσκολου προβλήματος, για τα δεδομένα των δυνατών επιλογών που θα
προσφέρουν τη λύση, δεν είναι η παραίτηση· η αποδοχή της πρόκλησης να
υπερβούμε το ζητούμενο (που είναι η επίλυση του προβλήματος και μόνο),
είναι η ικανότερη επιλογή προκειμένου να το αντιμετωπίσουμε. Διότι, η
υπέρβαση, δίνει πάντοτε νέες επιλογές. Η μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική
υπέρβαση που καλούμαστε να κάνουμε σήμερα, είναι η τοποθέτηση του επαναστατικού προτάγματος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας.
Σε ό,τι μας αφορά, η επανάσταση, η
διεκδίκηση ολόκληρης της κλεμμένης -από το πλιάτσικο των αφεντικών- ζωής
μας, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον εμφύλιο και την αιματοχυσία.
Και είναι σωστό αυτό που ο Σεμπαστιάν Καστεγιόν ήθελε να σκεφτούμε,
μερικούς αιώνες πριν, λέγοντας «η θανάτωση ενός ανθρώπου δε σημαίνει την
υπεράσπιση ενός δόγματος· σημαίνει απλώς τη θανάτωση ενός ανθρώπου»,
και αποκρούοντας έτσι την ιδεολογία της βίας και τη βία της ιδεολογίας.
Αντίθετα απ’ αυτά, η επανάσταση συνιστά τη μεγαλειώδη στιγμή που η
κοινωνία, στο μεγαλύτερό της μέρος (ακόμη κι αν δεν συμμετέχει καθολικά,
περιοριζόμενη στη σιωπηρή υποστήριξη), αποφασίζει να αλλάξει το σύνολο
των θεσμών της (πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, κ.ο.κ.), και να
το κάνει με ρητό και σαφή τρόπο. Και, στο βαθμό που αυτός ο
μετασχηματισμός αποβλέπει στο συνολικό πολιτικό ζήτημα, η επαναστατική
διαδικασία είναι αυτή που προωθεί την είσοδο του μεγαλύτερου μέρους της
κοινωνίας σε μια φάση πολιτικής, δηλαδή μιας δραστηριότητας που παράγει
νέες ποιότητες για τις ζωές μας. Αν και είναι αδύνατο να επαναστατήσουμε
μόνοι μας (!), γιατί, όπως πολύ ωραία το έλεγε ο Καστοριάδης, δεν
μπορούμε να σώσουμε την ανθρωπότητα παρά και ενάντια στη θέλησή της, ενώ
παράλληλα κανένας δεν μπορεί να την προφυλάξει ούτε από την τρέλα ούτε
από την αυτοκτονία, μπορούμε, τουλάχιστον, να προσπαθήσουμε να
συναντηθούμε, να μιλήσουμε και να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας,
καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διαμορφώσουμε έναν
άλλο, πλήρως διαφορετικό, κόσμο. Και θα το κάνουμε γιατί θέλουμε να
ζήσουμε…
Στα πλαίσια της σημερινής -βαθιά
ανθρωπολογικής, τελικά- κρίσης, αναδεικνύεται ότι το πρόβλημα φτάνει στη
ρίζα της σημερινής συγκρότησης των ανθρώπων. Ο σύγχρονος καπιταλισμός
παράγει ένα τύπο ανθρώπου που βρίσκεται σταθερά βυθισμένος στην
ασημαντότητα, το κενό νοήματος και την κουλτούρα του ηδονισμού.
Περιορίζει τον υπαρξιακό ρόλο των ανθρώπων στην κατανάλωση αντικειμένων,
σημείων και ψευδαισθήσεων, με ρυθμούς που δεν αφήνουν στο μυαλό και τη
φαντασία χρόνο για μια δημιουργική δραστηριότητα. Στην πιο εξελιγμένη
του μορφή, ο άγριος μετα-νεωτερικός καπιταλισμός χάσκει ανίκανος μπροστά
στην αναγκαία συνθήκη για τη διαιώνισή του, όσο το ηδονιστικό του
φαντασιακό διεισδύει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής
συμπαρασύροντας ακόμη και τις κυρίαρχες ελίτ, οι οποίες λυσσασμένες
αποβλέπουν στο εύκολο και γρήγορο χρήμα. Τα ναρκωτικά, οι αχαλίνωτοι
ρυθμοί ζωής και ο αυτοσκοπός του γρήγορου κέρδους και του πλουτισμού
αποτελούν τις μοναδικές αξίες των σύγχρονων γραφειοκρατών στην
προσπάθειά τους να ξεχάσουν τη θνητότητα της ανθρώπινης φύσης – διότι, η
επίγνωση θνητότητας είναι αυτή που γονιμοποιεί τη διάθεση δημιουργίας.
Έτσι, ακόμη και αυτοί που θα όφειλαν να υπερασπίζονται με νύχια και με
δόντια την εύρυθμη λειτουργία του χεριού που τους ταΐζει, του
καπιταλισμού, σκάβουν το λάκκο του! Πρόκειται γι’ αυτό που ο Κρίστοφερ
Λας περιέγραψε με πολύ ωραίο τρόπο ως “εξέγερση των ελίτ”. Από την άλλη
πλευρά, η ενσάρκωση αυτού του φαντασιακού στο σύνολο του πληθυσμού,
αποτελεί τη δεύτερη -και πιο σημαντική- προϋπόθεση μέσω της οποίας
μπορεί να γονιμοποιηθεί ο απόλυτος κοινωνικός κανιβαλισμός. Αν για
κάποιο λόγο, σήμερα, οι κοινωνίες μας επιβιώνουν, είναι διότι
ενσαρκώνουν στοιχεία από παλαιότερες κοινωνίες, οι οποίες, μολονότι
διέπονταν από ένα ετερόνομο φαντασιακό, είχαν να προσφέρουν κάποιες
αξίες αλληλεγγύης, συλλογικού πνεύματος και δημιουργικότητας.
Στη βάση αυτή, η επανάσταση αποτελεί τον
αναγκαίο ατομικό και συλλογικό μετασχηματισμό του τύπου ανθρώπου που ο
καθένας και η καθεμιά ενσαρκώνει. Θα πρέπει να τερματίσουμε την
αποικιοποίηση της φαντασίας και του ασυνειδήτου και να ορίσουμε εκ νέου
τις αξίες μας με τρόπο που θα λαμβάνει υπόψιν του το ουσιώδες βάρος του
κοινωνικού, τη φύση και τις ανθρώπινες ανάγκες. Στη θέση του ατομικού
συμφέροντος, πρέπει να μπει το συλλογικό αγαθό που θα τροφοδοτεί με τη
σειρά του το σύνολο των ανθρώπων. Και ο μόνος τρόπος για μια τέτοια
αλλαγή, είναι η δική μας, συλλογική, απόφαση να τερματίσουμε τη
δικτατορία του οικονομικού (την αυτονόμηση, δηλαδή, της σφαίρας της
οικονομίας) καθιστώντας την ξανά ένα απλό εργαλείο για την ικανοποίηση
των ανθρώπινων αναγκών, καθώς και την κυριαρχία σε κάθε της έκφανση. Θα
πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουμε ότι το μόνο κριτήριο για τις
πράξεις μας θα είναι η ελευθερία της ευτυχίας και η ευτυχία της
ελευθερίας.
8
Ο άνθρωπος μ’ ενάρετη ψυχή μήτε διατάζει μήτε υπακούει…
Σέλλευ
Μπροστά στην θεώρηση περί ενδεχόμενου (ή
ήδη υπάρχοντα) «εκφασισμού της κοινωνίας», ο οποίος κατά πολλούς
προέκυψε, δήθεν, ως απόρροια των κοινωνικών κινητοποιήσεων και
αντιστάσεων των τελευταίων χρόνων, ερχόμαστε πλέον καταμέτωποι με τη
μαζική κατάθλιψη και τον εκβιασμό της ψήφου που η εν λόγω θεώρηση
προκαλεί. Το αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας, παρόλα αυτά, και τα
κοινωνικά ξεσπάσματα (Δεκέμβρης, «πλατείες», απεργιακές κινητοποιήσεις)
έχουν αποδείξει πώς έχει τεθεί ένα πιο ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο οι
ελίτ φοβούνται και μόνο στο άκουσμα του: το πρόταγμα της κοινωνικής και
ατομικής αυτονομίας, της αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων και της
γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης της ζωής. Όλο και περισσότερο επιταχύνεται η
αύξηση των κινημάτων «από τα κάτω», που με βασικό τους σύμμαχο την
αλληλεγγύη προσπαθούν να βάλουν κι από ένα κομμάτι στο παζλ της ολικής
απελευθέρωσης μας από τον κόσμο των διαχωρισμών, των σχέσεων κυριαρχίας,
της τηλεπώλησης ιδεολογιών και ξύλινου λόγου, του θεάματος, του πόθου
στα εμπορεύματα και των ψυχοφαρμάκων σε περίπτωση στέρησης. Καταλήψεις
στέγης και καταλήψεις γης για αυτοκαλλιέργεια ενάντια στην ατομική
ιδιοκτησία, αχρηματικά ανταλλακτικά δίκτυα και χαριστικότητα εις βάρος
των «εξορθολογισμένων» συναλλαγών, αλληλέγγυα οικονομικά δίκτυα και
παράκαμψη μεσαζόντων, τράπεζες χρόνου ή εναλλακτικού νομίσματος κατά του
μονεταρισμού και της εξύψωσης του χρήματος σε ύψιστη αξία, δημοκρατικές
συνελεύσεις ενάντια στην αντιπροσώπευση και την γραφειοκρατικοποίηση.
Παράλληλα, οι απεργιακές κινητοποιήσεις (αν και υπό την αιγίδα
ξοφλημένων συνδικάτων) παρέχουν ορισμένες ανάσες στην πόλη και τη
δυνατότητα οι άνθρωποι να συναντηθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να
κινήσουν τις σκέψεις τους στον δημόσιο χώρο. Έρωτας και πάθος για μια
καλύτερη ζωή αντικρούουν κάθε καταθλιπτικό πεσσιμισμό που αποπειράται να
καλλιεργήσει κλίμα φόβου μεταξύ ανδρών και γυναικών, νέων και
ηλικιωμένων, ετεροφυλόφιλων και ΛΟΑΤ, ελληνίδων/ελλήνων και αλλοδαπών.
Δράσεις σε γειτονιές που αναπτύσσουν σχέσεις εμπιστοσύνης και ισότητας
αντικρούουν το αίσθημα της καχυποψίας που προσπαθεί να επιβάλλει ένα
σύστημα που προωθεί τον ατομικισμό και τη βολική γωνία του οίκου, την
ίδια στιγμή που πολλοί άνθρωποι έπαψαν να κατηγορούν τους «ξένους» και
τις «ξένες», όταν συνειδητοποίησαν πώς είναι κι αυτοί οι ίδιοι ξένοι για
όλους τους άλλους και όλες τις άλλες. Πειράματα, πειράγματα, φιλίες και
αλληλοβοήθεια: αυτές είναι οι ρωγμές των τελευταίων χρόνων και
αναδεικνύουν το πόσο μυωπικές είναι οι υστερικές φωνές ορισμένων.
Καθώς ερχόμαστε καταμέτωποι με την
ουτοπική φαντασίωση του «εφικτού», των «μεταβατικών σταδίων» και των
«μεταρρυθμίσεων», δεν έχουμε παρά να δούμε τη χρεωκοπία όλης αυτής της
μεταβατικότητας, εφικτότητας και μεταρρυθμιστικότητας η οποία ξεκινώντας
από αφαιρέσεις όπως «ανάπτυξη», «πρόοδος», «άνοδος» εγγυάται την
ευτυχία. Η άνοδος των οικονομικών δεικτών, η οικονομική πρόοδος και η
ανάπτυξη της αγοραστικής δύναμης είναι σίγουρο ότι θα εγγυηθούν ένα
είδος ευτυχίας∙ αλλά κοιτώντας όλες τις αφηρημένες προτάσεις με καθαρή
σκέψη, αυτή η ευτυχία δεν είναι κάποια γενική και εξωκοινωνική Ευτυχία,
δεν είναι η Γη της Επαγγελίας όπως φαντασιώνονται οι φορείς της
κουλτούρας του καπιταλισμού. Είναι η καπιταλιστική ευτυχία, η
ευτυχία να γεμίσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα γίνεται
τη ζωή μας, η ευτυχία του να εργαζόμαστε το μισό χρόνο της ημέρας σε
βαρετές, κοπιαστικές και αλλοτριωτικές δουλειές, η ευτυχία του να έχουμε
την ψευδαίσθηση της ελευθερίας να επιλέγουμε ανάμεσα σε 5 με 10
τηλεοπτικά κανάλια για τη διασκέδασή μας. Η αναζήτηση αυτού του είδους
της ευτυχίας και ο πόθος μας να περιοριζόμαστε σε αυτές τις απολαύσεις,
μας καθιστά και εμάς υπεύθυνους γι’ αυτό που βιώνουμε τώρα. Όσο
ο δούλος θα επενδύει στις λύσεις που του προσφέρει ο αφέντης, απλώς θα
αναπαράγει τη σχέση δούλου-αφέντη. Αν θελήσουμε να πάψουμε να είμαστε
δούλοι, τότε οφείλουμε να δημιουργήσουμε συλλογικά νέους τρόπους
αντίληψης της πολιτικής και της ζωής. Η επιθυμία για ζωή είναι αυτή που τροφοδοτεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης.
Ωστόσο: η αναγκαιότητα για επιβίωση
καθώς εμπλέκεται με την διαμεσολάβηση των κομμάτων και των «ειδικών»,
χάνει τον ουσιαστικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε διαχείριση της
εξαθλίωσης, όπου τα κρατικά συσσίτια και οι φιλανθρωπικές πράξεις των
πλουσίων προσπαθούν να καλλιεργήσουν ένα ανθρώπινο προφίλ σε ένα
απάνθρωπο σύστημα, όπου εκ προοιμίου βάσει της λογικής του δεν γίνεται
να χωρέσουμε όλοι. Τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν λύνονται με τις
παρεμβάσεις των «δικών μας» εντός του Κυνοβουλίου, αλλά με τη
γενναιότητα των δρώντων και των ίδιων των ενδιαφερομένων. Με συλλογικές
κουζίνες, που αντί να μιμούνται την κατάσταση του πελάτη που περιμένει
στην ουρά όπως κάνει το συσσίτιο, δίνουν πραγματικά δυνατότητα ανάπτυξης
ανθρωπίνων σχέσεων, φιλίας και συζήτησης αντί για την ανάπτυξη των
αριθμών. Είναι οι διέξοδοι που μας βγάζουν από τον κόσμο της αποξένωσης,
της νεύρωσης και της μοναχικότητας. Είναι επίσης οι σχέσεις που θρέφουν
την καταστροφή των εκβιασμών. Μέσα από αυτά τα εμβρυακά βήματα,
η ανώνυμη συλλογικότητα δημιουργεί τα δικά της μεγάλα όνειρα, για έναν
κόσμο χωρίς εκμετάλλευση.
Αυτές οι μικρές κινήσεις θέτουν τις
βάσεις του προτάγματος της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, της
πολιτικής ελευθερίας και της ισότητας. Δείχνουν στην κοινωνία το
περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων ενός ανθρώπινου κόσμου. Η θεσμική
κατοχύρωση επιτυγχάνεται μέσω της (άμεσης) δημοκρατίας ως πολιτειακή
μορφή. Αντί της διεκδίκησης μικροανέσεων και της βελτίωσης της
κατάστασής μας εντός της υφιστάμενης κοινωνικής θέσμισης, επιδιώκουμε τη
δημιουργία συλλογικών οργάνων όπου τα πρόσωπα θα εμφανίζονται υπό τις
αρχές της ισότητας και της ισηγορίας. Αν η ψήφος είναι
το διακύβευμα και αν μέσω της ψήφου αναγνωρίζεται μια νησίδα
ελευθερίας, όπως μας διατυμπανίζουν τον τελευταίο καιρό, τότε οφείλουμε
να επεκτείνουμε την ψήφο στο σύνολο της ζωής μας. Παράλληλα, οφείλουμε
να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την ψήφο, δηλαδή την παροντοποίηση της
επιθυμίας μας, ως κάτι άρρηκτα συνδεδεμένο με την απόφαση. Όταν η ψήφος
μετατρέπεται στην απόφαση του ποιος ή ποια θα αποφασίσει για εμάς, τότε
απλά αυτοαναιρείται, χάνει την αξία και τη σημαντικότητά της.
Από τον
Δεκέμβρη του 2008 μέχρι το κίνημα των πλατειών και έπειτα η κοινωνία
αναστοχάζεται, χειραφετείται και ανιχνεύει δρόμους ελευθερίας. Όλα τώρα
αρχίζουν.
Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας
Μια δημοκρατική επανάσταση δεν μπορεί να
τεθεί εντός των ορίων του αυστηρά πολιτικού. Οφείλει να αποδεχτεί αυτή
τη σιωπηρή σύμβαση επέκτασης στους χώρους της μισθωτής εργασίας,
επεκτείνοντας παράλληλα τις δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπινου όντος
και δίνοντας τη δυνατότητα για την ουσιαστική αναθεώρηση τόσο των
σχέσεων εργασίας και της κατάργησης των κοινωνικών τάξεων, όσο και της
μορφής και του περιεχομένου της ίδιας της εργασίας, που σήμερα
δεν είναι παρά η τιμωρητική και επαναληπτική δουλεία που σκοπεύει στην
απεριόριστη και δίχως νόημα επέκταση της παραγωγής σκουπιδοπροϊόντων και
γραφειοκρατικοποιημένων υπηρεσιών.
Η θεσμική κατοχύρωση της δημοκρατίας,
δεν μπορεί να έρθει στο φως, παρά μόνο με το συνδυασμό της με μια
ανθρωπολογικού τύπου αλλαγή, μια επανάσταση εντός της ανθρώπινης ύπαρξης
και τη δημιουργία του πολίτη. Του υπεύθυνου ανθρώπου αναφορικά
με τα ζητήματα που ενδιαφέρουν και καθορίζουν την κοινότητά του (άρα
και τον εαυτό του) και την αντικατάσταση του πάθους για κατανάλωση και παραγωγή, από ένα πάθος για τα κοινά
και από την επανεκκίνηση της ερωτοτροπίας μας με υποκείμενα, αντί για
αντικείμενα. Είναι η στιγμή που η απάθεια οφείλει να μετατραπεί σε
δραστηριότητες και συλλογικές αποφάσεις, και η ησυχία στον γενικευμένο
θόρυβο της ελευθερίας. Από την πλευρά μας υποδεχόμαστε αυτή τη
μεγαλειώδη στιγμή με φλογισμένα χαμόγελα και τις καρδιές μας πιο ζωηρές
από ποτέ, διότι, ως γνωστόν, εκτός από το να εξεγείρεσαι, είναι δίκαιο
και το να διεγείρεσαι…