ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Τι είναι η κρίση; Και πώς γλιτώνουμε;

Πηγή: aristero blog

Δ. Καλιαμπάκος

 «Το κεφάλαιο τρομάζει όταν έλθει αντιμέτωπο με την ανυπαρξία κερδών, όπως ακριβώς τρομάζει η 

Φύση μπροστά στο κενό. Με την προοπτική κάποιων κερδών ξυπνάει από το λήθαργό του, με 
κέρδος 20% ζωντανεύει, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% λειώνει κάτω από το πόδι του όλους τους ανθρώπινους νόμους και με 300% δεν υπάρχει εγκληματική ενέργεια που να μην ρισκάρει – ακόμη και με τον κίνδυνο να οδηγηθεί στην γκιλοτίνα.»

Κ. Μάρξ – «Κεφάλαιο»

Δεν είναι άδικα ένα από τα πλέον δημοφιλή «τσιτάτα» του Μαρξ. Περιγράφει με εξαιρετική σαφήνεια  τη συμπεριφορά του κεφαλαίου. Αυτό που είναι πράγματι θαυμαστό είναι η διαχρονική του αξία. Σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια μετά, ακόμα και τα ποσοστά που αναφέρονται είναι πολύ κοντά στη σημερινή πραγματικότητα. Το απόσπασμα αυτό είναι πολύ χρήσιμο για να υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχουν όρια (θεσμικά ή ακόμη και ηθικά) που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τη δράση του κεφαλαίου εντός «κάποιων εύλογων πλαισίων». Αλλά στο άρθρο αυτό θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά για την πρώτη πρόταση του αποσπάσματος.  Την κρίση, τον πανικό που προκαλεί, τις συνέπειες που έχει.

Θα προσπαθήσω να περιγράψω τις αιτίες τις κρίσεις με τρόπο απλό, χωρίς υπερβολικές πληροφορίες  που αντί να φωτίζουν μπερδεύουν τα πράγματα.


 Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η τυφλή παραγωγή

Όλες οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν ένα θεμελιώδες οικονομικό πρόβλημα. Οι ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν είναι πολύ περισσότερες από τα μέσα που υπάρχουν για την ικανοποίησή τους. Και μη σας φαίνεται υπερβολικό, έχοντας στο μυαλό σας τις χιλιάδες άχρηστες και καλλιεργημένες ανάγκες από ένα ανούσιο και κενό περιεχομένου καταναλωτικό πρότυπο ζωής. Αρκεί να πούμε αν σήμερα ο παγκόσμιος πλούτος μοιράζονταν ισόποσα στους κατοίκους του πλανήτη, δύσκολα θα πιάναμε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Το κατά κεφαλήν εισόδημα θα ήταν κοντά στις 9.000 $, σαν αυτό του Μεξικού, ας πούμε. Απλά σήμερα δισεκατομμύρια ζουν  κυριολεκτικά σε κτηνώδεις συνθήκες (η «κραταιά» Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της κάτω από 4000 $ το χρόνο)  για να ζει ένα μικρό ποσοστό καλύτερα, και το 1% σαν βασιλιάδες. «Απλά»…

Οι οικονομολόγοι λένε ότι αυτό το θεμελιώδες ερώτημα σπάει σε τρία άλλα ισοδύναμα ερωτήματα, που κάθε κοινωνικοοικονομικό σύστημα απαντάει με διαφορετικό τρόπο: «Τι θα παραχθεί», «πως θα παραχθεί» και «πως θα μοιραστεί αυτό που θα παραχθεί».

Ο καπιταλισμός παράγει με ανεξέλεγκτο τρόπο ότι ζητιέται, ότι «μυρίζει» κέρδος.  Έτσι, για παράδειγμα, αν μια αγορά (ας πούμε μια χώρα)  έχει ζήτηση για 100.000 σπίτια, εν ριπή οφθαλμού θα πέσουν πάνω στη ζήτηση αυτή διάφορες μερίδες του κεφαλαίου προσπαθώντας να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι. Ξέρουν το όριο των 100.000, αλλά είναι αδύνατον να συνεννοηθούν να το μοιράσουν, θα προσπαθήσουν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι, ο καθένας για τον εαυτό του. Αποτέλεσμα αυτού είναι να κατασκευαστούν πολύ περισσότερα σπίτια από αυτά που μπορούν να πουληθούν. Ε, και τι έγινε. Μικρό το κακό.  Σταματάνε να ασχολούνται με τις κατασκευές, απολύουν κόσμο (γι αυτούς είναι αναλώσιμοι εξάλλου) και πέφτουν με τα μούτρα σε άλλο κλάδο, που  μοιάζει να υπόσχεται κέρδη. Αλλά αργά ή γρήγορα συμβαίνει πάλι το ίδιο. Και σιγά σιγά συμβαίνει κάτι χειρότερο. Επειδή το συνολικό ποσό των χρημάτων που έχουν στη διάθεσή τους οι εργαζόμενοι (ή καταναλωτές, αν προτιμάτε, εν προκειμένω), αρχίζει να εξαντλείται,  ολοένα και γρηγορότερα στερεύει η δυνατότητα επέκτασης σε άλλους τομείς που να συντηρεί και να επαυξάνει τα κέρδη. Και αρχίζουν να υπάρχουν πολλά εμπορεύματα απούλητα και τα ποσοστά κέρδους αρχίζουν να βυθίζονται. Και τότε η λέξη κρίση αρχίζει να σκιάζει τα πάντα.

Αλλά  το κεφάλαιο είναι σαν το ποδήλατο. Αν δεν κινείται πέφτει.

Τα τρία άλματα

Το κεφάλαιο έχει τρεις, βασικά, δυνατότητες αντίδρασης. Η πρώτη αφορά στην επέκτασή του σε όλο τον κόσμο. Παγκοσμιοποίηση. Σκεφτείτε τη λαιμαργία που θα ένοιωσαν, για παράδειγμα, οι βασικοί μέτοχοι της Coca Cola ή της Pepsi Cola, όταν άνοιξε γι αυτούς η αγορά της Κίνας. Πάνω από 1 δις πιθανοί νέοι καταναλωτές! Είναι μετά, να μην ακουμπήσεις χρυσάφι στα πόδια του Γιάο Μιν, του κινέζου μπασκετμπολίστα του NBA, προκειμένου να εκμαυλίσεις την απέραντη κινεζική πιτσιρικαρία; Τι κι αν στη διατροφή τους δεν υπήρχε καν αναψυκτικό με ζάχαρη και τώρα θερίζονται από τη βίαιη αυτή αλλαγή στις διατροφικές τους συνήθειες;

Η δεύτερη έχει να κάνει με την επέκταση προς το μέλλον. Αφού εξαντλήθηκε η αγοραστική δύναμη του παρόντος, «ας φάμε» από το μέλλον. Δανεισμός, λοιπόν. Έτσι, για παράδειγμα, για να μπορέσει η Γερμανική αυτοβιομηχανία να συντηρεί και να αυξάνει τα κέρδη της, έπρεπε η Ελλάδα δανειζόμενη να περάσει από την εποχή του Yugo και του Ibiza, στην εποχή του AUDI και στην BMV.  Για να συντηρούνται και να μεγεθύνονται οι κατασκευαστικές  εταιρείες έπρεπε ο κόσμος να «αγοράζει» σπίτια με δάνειο, έχοντας την  ψευδαίσθηση ότι έχει δικό του σπίτι, ενώ στην πράξη ζούσε μια ζωή με προπληρωμένο νοίκι στην τράπεζα.

Υπάρχει και μια τρίτη μορφή ανακούφισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Πιο βαθειάς, πιο έντονης. Αλλά όπως και με τα «σκληρά», με βαθύτερες συνέπειες. Είναι οι τεχνολογικές επαναστάσεις. Αυτές κάνουν την ανθρώπινη εργασία εξαιρετικά πιο παραγωγική και επομένως φτιάχνονται προϊόντα με χαμηλότερο κόστος και υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Για παράδειγμα, για μας που ζήσαμε την προ- ηλεκτρονική εποχή (όχι βαθειά στο παρελθόν αλλά ας πούμε στη δεκαετία του 80) ένα ρολόι που «πάει καλά», που βεβαίως έχανε ένα λεπτό την ημέρα, ήταν είδος πολυτελείας (παρεμπιπτόντως, οι μεγαλύτεροι θυμάστε τα περίφημα SFIKO, τις «μαϊμούδες» των SEIKO;). Σήμερα, ένα quartz ρολόι που δεν χάνει δευτερόλεπτο σε μια χρονιά το βρίσκεις στα γαριδάκια. Ήταν αποτέλεσμα μιας τεχνολογικής επανάστασης.  Ή, συγκρίνετε τι προσφέρει ένα αυτοκίνητο που μπορεί να αγοραστεί, ας πούμε με τους μισθούς ενός χρόνου, σήμερα (160 km/h τελική, κλιματισμό, αερόσακους κλπ.) . Περισσότερα από όσα ένα αυτοκίνητο που κόστιζε όσο ένα σπίτι στη δεκαετία του 70. Αλλά και αυτή η «ανακούφιση» είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν στην αγορά εκατομμύρια προϊόντα που αδυνατούν να βρουν αγοραστές. Όλα αυτά μαζί τα λέμε «κρίση υπερσυσσώρευσης». Το σχήμα που παρουσιάζεται είναι απλουστευτικό. Στην πραγματικότητα οι διαδικασίες δεν είναι διαδοχικές στο χρόνο, συμπλέκονται, η παγκοσμιοποίηση εξυπηρετεί και τη μείωση του κόστους εκτός της επέκτασης των αγορών, η ταξική πάλη παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του φαινομένου κλπ. Αλλά η φύση του φαινομένου είναι αυτή που περιγράφτηκε.

Το μεγάλο σεισμικό γεγονός

Τέτοιες κρίσεις ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να αποφύγει. Είναι εγγεγραμμένες στο DNA του. Και είναι σαν του σεισμούς, σε μια περιοχή που ξέρουμε ότι είναι σεισμογενής. Όσο περισσότερο καθυστερεί, τόσο περισσότερο σεισμική ενέργεια συσσωρεύεται, τόσο πιο δυνατός είναι ο επερχόμενος σεισμός. Καμιά φορά  μικρότεροι σεισμοί (μικρότερες κρίσεις) δίνουν παράταση χρόνου, εκτονώνουν ένα κομμάτι της ενέργειας που συσσωρεύεται αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το «μεγάλο σεισμικό γεγονός».

Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Η μεγάλη κρίση του 2008- 9 στην καρδιά του καπιταλισμού, στην Αμερική, έδειξε σε όλους ότι αυτό το «μεγάλο σεισμικό γεγονός» είναι εξαιρετικά κοντά, και κατά πάσα πιθανότητα, είναι αναπόφευκτο. Και όλοι προετοιμάζονται γι αυτό. Τα τρία μεγάλα άλματα: στο χώρο, στο χρόνο και στην ποιότητα (αυτό το λέμε και στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου) έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους, η παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή αρχίζει να «μπουκώνει» ξανά, όλοι αρχίζουν να σκέφτονται να πάνε στο ταμείο για να κατοχυρώσουν τα κέρδη από το «πάρτυ», αλλά ξέρουν ότι αυτό είναι ήδη η αρχή του τέλους. Το «ταμείο» δεν επαρκεί για να ξεπληρώσει τις απίθανα μεγάλες «αξίες» που έχουν δημιουργηθεί. Έρχεται η ώρα η φούσκα να σκάσει.

Πως ξεπερνάει ο καπιταλισμός αυτές τις κρίσεις του; Δυστυχώς, με μια τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Πρέπει τα περιττά να «καούν», έτσι ώστε να γίνει επανεκκίνηση με ότι περισσεύει. Αλλά,  πρώτα απ΄ όλα, καίγεται η βασική παραγωγική δύναμη, η ανθρώπινη εργασία. Άνθρωποι πετιούνται στα αζήτητα της ανεργίας, όπως τα πορτοκάλια στις χωματερές αν είναι να συντηρηθούν τα επίπεδα κερδοφορίας. Είναι πραγματικά τραγικό, αν σκεφτεί κανείς πως  το πλεόνασμα αγαθών που θα μπορούσε να καλύψει κοινωνικές ανάγκες και να κάνει τον κόσμο κατά τι καλύτερο είναι η αιτία που τον σπρώχνει βαθειά στην καταστροφή. Η οποία μπορεί να πάρει ακόμη και την απεχθέστερη μορφή, τον πόλεμο. Σήμερα, πολλοί συμφωνούν ότι η κρίση του 29-30 δεν ξεπεράστηκε οριστικά, παρά μέσω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά, με ρίγος κανείς συλλογίζεται τι σύστημα είναι αυτό που το «γιατρικό» μιας οικονομικής του κρίση απαιτεί τη «ανθρωποθυσία» δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων; Ακούγεται εφιαλτικό, αλλά ο στρουθοκαμηλισμός ποτέ δεν είναι λύση.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε τρεις σημαντικές επισημάνσεις για την κρίση. Η τρίτη έχει και τις σημαντικότερες συνέπειες.

Η κρίση δεν καταστρέφει ισόποσα μεγάλους και μικρούς. Δεν χάνουν όλοι και δεν χάνουν αναλογικά με το τι έχουν. Αντίθετα, ο μεγάλος πόλεμος γίνεται για το πώς θα κατανεμηθούν τα αποτελέσματά της. Και πρόκειται κυριολεκτικά για αμείλικτο πόλεμο. Αυτοί που έχουν βγάλει τα εκατομμύριά τους έξω, αυτοί που έχουν εξασφαλίσει του δικούς τους κάμποσων γενεών, είναι αυτοί που παίρνουν αποφάσεις  που μειώνουν τον μισθό από 600 Ευρώ στα 500. Και από κει, με κρύο αίμα, ακόμα πιο χαμηλά.

Δεύτερον, η κρίση είναι μια μεγάλη ευκαιρία ανακατανομής του πλούτου. Στην κατοχή, για δυο τενεκέδες λάδι ο κόσμος έχανε το σπίτι του ή το χωράφι του. Αυτοί που βρέθηκαν στην κρίση με λεφτά είχαν  μια  χρυσή ευκαιρία να τα πολλαπλασιάσουν εξαφανίζοντας τους αδύναμους ή ακόμη και τους λιγότερο δυνατούς.

Η ΕΕ θεμελιώδης αιτία της κρίσης

Αλλά, φυσιολογικά κανείς θα αναρωτηθεί. Που είναι αυτή τεράστια κρίση σε όλο τον κόσμο; Δεν τη βλέπουμε. Αυτό που βλέπουμε να καταρρέει είναι η Ελλάδα.

Εδώ είναι ο ειδικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κρίση οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των  τριών μεγάλων καπιταλιστικών πόλων (ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα). Η άρχουσα τάξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση βλέποντας το τσουνάμι της κρίσης να πλησιάζει έχει αποφασίσει ότι δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό αν διατηρηθεί το επίπεδο ζωής που έχουν κατακτήσει οι εργαζόμενοί της. Και επιχειρεί μια ιστορική ανατροπή: την «κινεζοποίηση» της Ευρώπης. Και εκτελεί στην Ελλάδα ένα πείραμα: πόσο χαμηλά μπορεί να συμπιεσθεί το επίπεδο ζωής εντός της Ευρώπης. Το αποτέλεσμα ήδη έχει ανακοινωθεί ότι θα αποτελέσει τον οδηγό για ολόκληρη την Ευρώπη.

Έτσι, λοιπόν, δυο είναι οι βασικοί παράγοντες που χτύπησαν την Ελλάδα. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που κάθε άλλο παρά απομακρύνθηκε. Απεναντίας, τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην Ελλάδα ακριβώς γιατί παίζει το ρόλο του «καναρινιού στο μεταλλείο» (αν πεθάνει σημαίνει ότι το περιβάλλον είναι τοξικό για όλους, ανεξάρτητα αν το νοιώθουν). Και, δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ένωση που ξεκίνησε ένα ξεκλήρισμα δικαιωμάτων και κατακτήσεων ενός αιώνα. Αυτός, μάλιστα, ο παράγοντας είναι πιο ορατός και άμεσος.

Και τώρα τι κάνουμε; (Τι είναι αυτό που λείπει…)

Είναι θέμα πολιτικού ρεαλισμού να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια καπιταλιστική κρίση που το ξεπέρασμά της προς όφελος των πολλών απαιτεί αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ο στρουθοκαμηλισμός, όπως είπαμε, δε βοηθά. Έγκαιρα πρέπει να καταλάβουμε ποια είναι η ουσία του προβλήματος και να προετοιμαστούμε κατάλληλα. Δεν είναι θέμα πως θα το ονομάσουμε εμείς, το θέμα είναι τι πραγματικά είναι. Αν, για παράδειγμα, ταρακουνιέται συθέμελα το σύστημα και απειλεί να μας παρασύρει στα τάρταρα της κοινωνικής αδικίας ή ακόμα, χειρότερα, του πολέμου, μόνο η έγκαιρη αναγνώριση των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών που γεννώνται και, κυρίως, ο έγκαιρος εντοπισμός των ευάλωτων σημείων της απέναντι πλευράς μας σώζει. 

Αυτό δε σημαίνει πληθωρισμός αντικαπιταλιστικής φρασεολογίας ή ακόμη χειρότερα συνθηματολογική πλειοδοσία. Ούτε τοποθέτηση «προαπαιτούμενων». Απεναντίας, όποιος είναι βαθειά πεισμένος ότι η τρέχουσα σύγκρουση οδηγεί προς τα όρια του συστήματος, κάνει ότι μπορεί για να πείσει και τους υπόλοιπους έγκαιρα γι αυτό  αλλά ξέρει και να εμπιστεύεται την ταχύτατη πολιτική εμπειρία που κατακτά ο αγωνιζόμενος κόσμος στις στιγμές της οξύτατης πολιτικής πάλης.

Πάμε τώρα στο θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσωπικά, πιστεύω πως για να έχει πιθανότητες επιτυχίας ένα πείραμα μιας άλλου τύπου συγκρότησης  της κοινωνίας θα πρέπει να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο. Τουλάχιστον. Και με συναρπάζει η ιδέα μιας κοινής απόπειρας με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ειδικά της Νότιας Ευρώπης. Η  πολιτική τους εμπειρία, οι εγγεγραμμένες στη συλλογική τους συνείδηση απόπειρες στο παρελθόν, η κάποια πολιτική και ιδεολογική κινητικότητα και φρεσκάδα που τους διακρίνει (αν και κάποιοι θα επιμείνουν στη μακρά και βαθειά διαδικασία αφομοίωσης και ενσωμάτωσής τους στο σύστημα) τους κάνει ελκυστικούς συνοδοιπόρους σε μια πορεία προς τα μπρος.

Αλλά είναι δυνατόν μια τέτοια πρόθεση να μπερδεύεται με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση; Η Ευρωπαϊκή Ένωση φτιάχτηκε για να εξασφαλίσει βασικά στην γερμανική άρχουσα τάξη (ως επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων) το μέγεθος που χρειάζονταν για να αναδειχθεί σε παγκόσμιο πόλο, θα διαρκέσει όσο εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον στόχο και θα διαλυθεί πολύ πριν εξυπηρετήσει οποιαδήποτε κίνηση αμφισβήτησης της ηγεμονίας της, οποιαδήποτε κίνηση εξυπηρετεί την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ κινδυνεύει να διαλυθεί για ήσσονος σημασίας λόγους και να δώσει τη θέση της σε εθνικισμούς παλιού τύπου, στη βάση της λογικής «ο σώζων  εαυτόν σωθήτω», και περιμένουμε εμείς να διαβρωθεί ακίνητη μέχρι να εξυπηρετήσει ακριβώς το αντίθετο για το οποίο φτιάχτηκε; Αλλά και πάλι, ας υποθέσουμε ότι ορισμένοι ποντάρουν ακόμη σε αυτή την πιθανότητα: Εδώ η ίδια η ΕΕ έχει σχεδιάσει δεκάδες σενάρια για την αποπομπή μας, εμείς θα συνεχίζουμε να εξετάζουμε σενάρια μόνο στο εσωτερικό της;

Αλλά δεν πιστεύω, και το λέω για μια ακόμη φορά, ότι οι μεγάλες διαφορές στις αντιλήψεις μας, που και βέβαια υπάρχουν, ευθύνονται για την εξοργιστική αφασία και την πολιτική ακινησία που μας διακρίνει. Η αριστερά μοιάζει με «τον άνθρωπο που έβλεπε τα τρένα να περνούν». Φοβάμαι, ότι η αιτία είναι πιο βαθιά.  Η κατανόηση ιδιαίτερα στην αριστερά, ακόμη και ενστικτωδώς, ότι η υπόθεση μοιάζει με «πάρτα όλα» ή «χάστα όλα», κάνει τα πόδια όλων να λυγίζουν.

Ας ελπίσουμε μια ορμητική είσοδος φρέσκων κοινωνικών δυνάμεων αποφασισμένων  να υπερασπιστούν με κάθε τρόπο τη ζωή που μας κλέβουν να δώσει και στην αριστερά (της οποίας ο ρόλος είναι ζωτικός)  την αυτοπεποίθηση που της λείπει.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Ευτοπία VS Δυστοπία

 Efor, Julien Febvre Ian Delta
Στις καθημερινές μας συζητήσεις ακούμε πολλούς ανθρώπους να καταφέρονται με χαρακτηρισμούς όπως «ουτοπικό», «ανεφάρμοστο», «ενάντια στην ανθρώπινη φύση» αναφερόμενοι στα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας στην πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική σφαίρα της ζωής. Αντί να επεξεργαστούν και να συνδιαμορφώσουν προτάσεις που θα συμβάλλουν στην εξέλιξη των κοινωνιών και του ίδιου του ανθρώπου, αναμασούν και διαιωνίζουν τις αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού φαντασιακού για «σκληρότερη δουλειά», «εφαρμογή των νόμων», «υπομονή». Τι ακριβώς υπερασπίζονται; Τη δυστοπία του σήμερα, σε όλα τα επίπεδα. Την ευημερία των λίγων εις βάρος των πολλών. Την απληστία που χαρακτηρίζει τον καθένα, από τον φτωχότερο έως τον πλουσιότερο. Την περιφραγμένη ελευθερία μέσα στα πλαίσια μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Την εργασία ως καταναγκασμό και τον ορισμό της προσφοράς, μόνο ως συνδυασμό της ζήτησης. Την ελευθερία της αγοράς, που είναι συνώνυμη με την ελευθερία του κυρίαρχου να διευρύνει την κυριαρχία του. Την ανταγωνιστικότητα ως προσόν, και το συναγωνισμό ως αφέλεια. Τον ατομικισμό που διαβρώνει κάθε υγιή διάσταση της προσωπικότητας του ατόμου.
Οι υμνητές του Νεοφιλελευθερισμού εμφανίζουν τους παραλογισμούς τους ως προφανείς και αυτονόητους, την στιγμή που η απόλυτη ελευθερία των κινήσεων του κεφαλαίου καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής σε όλες σχεδόν τις χώρες και που η παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται σε πλανητικό καζίνο.
(Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού» σ.11)
Τί ακριβώς υπηρετούμε εμείς με την απάθειά μας; Την απο-πολιτικοποίηση της κοινωνίας και τον ατομικισμό, την εκμετάλλευση και τον ρατσισμό, μαζί με την πολυπολιτισμικότητα ως εργαλείο καταπίεσης των μεταναστών και αποπροσανατολισμού της κοινωνίας, αποκρύπτοντας τη δυνατότητα της υγιούς διαπολιτισμικότητας; Σε όλα αυτά, τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω αντιπαρατίθεται ο δρόμος για την μετάβαση από τη δυστοπία στην ευτοπία.
Ως ευτοπία θα χαρακτηρίζαμε την ουτοπία ανασυγκρότησης, που δεν έχει σχέση με την ονειροφανταστική ουτοπία των λογοτεχνών. Αντιθέτως, αποτελεί επιθυμία και όραμα ενός ανασυγκροτημένου περιβάλλοντος, που είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στην αρμονική συμβίωση όλων των ανθρώπων, σε σύγκριση με τη σύγχρονη αξιακή βαρβαρότητα. Η ευτοπία δεν είναι το αντίθετο της πραγματικότητας, αλλά η προβολή μιας δικαιότερης κοινωνίας, πιο ανθρώπινης και λειτουργικής. Επιτρέπει τη συμφιλίωση του παρόντος με το μέλλον, του πρακτικού με το ιδεατό. Αν παραιτηθούμε από την επιδίωξη της ευτοπίας, αντιμετωπίζοντάς την επιπόλαια σαν ένα άλλο είδος ουτοπίας, μεταμορφωνόμαστε αυτόματα σε θύματα των ευτελών καταναλωτικών φαντασιακών που προσφέρει απλόχερα το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν θεωρούμε, όμως, την ευτοπία μια συγκεκριμένη ιδεαλιστική κατάσταση, ούτε ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την πραγμάτωσή της. Κάτι τέτοιο, συνεπάγεται την διαδικασία της συνεχόμενης κατάθεσης προτάσεων, αμφισβήτησης, ενστερνισμού συγκεκριμένων (πλην ανοικτών) θέσεων και την δράση προς την εφαρμογή τους. Είναι η διέξοδός μας από την βαρβαρότητα.


Ο κόσμος της δυστοπίας

Από τα τέλη του 19ου αιώνα η δημιουργία διάφορων κοινωνικών κινημάτων είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο δυτικό κόσμο: επαναστάσεις (ανεξαρτήτως αν πέτυχαν ή όχι), η δύναμη του εργατικού κινήματος, οι αντιστάσεις στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι αγώνες για τη φυλετική ισότητα, τα φεμινιστικά κινήματα, όλα αυτά σημάδεψαν ριζικά το πολιτικό σκηνικό του περασμένου αιώνα, σε συνδυασμό με τους δύο μεγάλους πολέμους και τα ολοκληρωτικά κινήματα (Ναζισμός και Μπολσεβικισμός), τον Ψυχρό Πόλεμο που συνέβαλε στη διαίρεση του κόσμου σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ, και τέλος, την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού που αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όραμα για της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Όλα αυτά τα γεγονότα διαμόρφωσαν καθοριστικά την πολιτική σκέψη. Το πλήθος αυτού του ιστορικού υλικού και τα διδάγματα που εμείς παίρνουμε σήμερα, μας καλούν για μια γενική επανεξέταση όλων των πολιτικών φιλοσοφιών.
Από την μια πλευρά, ποιός δεν είναι δύσπιστος σήμερα με τα προτάγματα που προωθούν τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, έπειτα από τα τόσο σοβαρά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πολλές χώρες στο όνομα της «κοινωνικής απελευθέρωσης από τα δεσμά του καπιταλισμού» (βλ. Σταλινισμός, Μαοϊσμός), ενώ στην πραγματικότητα, η δίψα για προσωπική εξουσία ήταν το μοναδικό κίνητρο των κομματικών γραφειοκρατιών;
Ο Δυτικός άνθρωπος, σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Νοιώθει πως όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά αισθάνεται φοβισμένος μπροστά στην προοπτική της αλλαγής. Αντιλαμβάνεται πως οι ηθικοί κανόνες που τυφλά ακολουθεί, δεν οδηγούν πουθενά. Αισθάνεται, όμως, αδύναμος να αντισταθεί, και όντας εγκλωβισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα και τον άκρατο ατομισμό, επιλέγει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα είτε βυθίζοντας τον εαυτό του στην απάθεια, είτε αποδεχόμενος τα ψέματα δημαγωγών πολιτικών που ωστόσο ακούγονται ευχάριστα στ΄αυτιά του, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να αποδοκιμάζει οποιαδήποτε προσπάθεια ρήξης με την καθεστηκυία τάξη και τους χρεοκοπημένους θεσμούς.
Στη Δυτική Ευρώπη, η κατάρρευση του Μαρξισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέβαλε ριζικά στην καταρράκωση κάθε ελπίδας για κοινωνική αλλαγή, κληροδότησε την απόλυτη κυριαρχία της μαζικής αποχαύνωσης, του θεάματος, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία των κατευθυνόμενων Μέσων Επικοινωνίας. «Οι άνθρωποι στη Δύση λένε: «αυτός είναι ο σοσιαλισμός, άλλος δεν υπάρχει, συνεπώς οι κοινωνίες μας, με όλα τα κουσούρια τους είναι οι καλύτερες ανθρώπινες δυνατές»» αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης («Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας» σελ.16). Δηλαδή, ο «θρίαμβος» του φιλελευθερισμού ενάντια στον Σταλινικό ολοκληρωτισμό, τον καθιστά ως «το καλύτερο που θα μπορούσε να επιτευχθεί», επιχειρώντας να πείσει πως «δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό σύστημα. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και θα πρέπει να την αποδεχτούμε» (ντετερμινισμός). Από την άλλη, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη και τη συστηματική υποβάθμιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, σε συνδυασμό με τις επαναστάσεις που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή, ποιός δεν είναι πλέον πεπεισμένος ότι η σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, η μαζική απάθεια και ο κομφορμισμός θα πρέπει να αμφισβητηθούν; Είναι προφανές ότι τα νέα κοινωνικά κινήματα που δημιουργήθηκαν γύρω από την Ευρώπη – με κύριες επιρροές την αραβική άνοιξη (οι Indignados της Ισπανίας και οι «αγανακτισμένοι» στην Ελλάδα) έφεραν στο προσκήνιο θολά-θολά την έννοια της άμεσης δημοκρατίας: άμεση πολιτική δράση και συμμετοχή, μια έννοια που είχε για πολλά χρόνια ξεχαστεί.

Δυστοπία και απουσία Λόγου

Οι σύγχρονες κοινωνίες (δυτικές και μη), όμως, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με ορθολογική σκέψη (όπου ορθολογισμός η διάθεση να εξεταστεί ένα πρόβλημα με τη λογική, η αμερόληπτη έρευνα και διαύγαση των καταστάσεων μακριά από ταμπού και τοτέμ). Αντ’ αυτής, επιλέγεται η πνευματικά ξεκούραστη μέθοδος της “αποκάλυψης” διαφόρων θεωριών συνωμοσίας ή η τυφλή αποδοχή των καταστάσεων (όπως ειπώθηκε και παραπάνω). Από την μια λοιπόν, κυριαρχεί η παθητικότητα και η αποδοχή του δόγματος πως ο καπιταλισμός είναι το μόνο «ορθολογικό καθεστώς» (μια ορθολογικότητα, όμως, μηχανιστική, που δεν κοιτά την ευημερία των ανθρώπων, αλλά των αριθμών). Από την άλλη όμως, δημιουργείται στο φαντασιακό της ίδιας της κοινωνίας το σκηνικό μιας παγκόσμιας ομάδας κροίσων που έχοντας υπό τον έλεγχο τους δημοσιογράφους, πολιτικούς, ακόμη και ομάδες ακτιβιστών, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια κυβέρνηση με μοναδικό σκοπό την εξαφάνιση των εθνών και την καταπίεση των λαών προς όφελος τους. Γύρω από αυτό τον άξονα δημιουργούνται και ψευδοεπιστημονικές “αλήθειες” περί ψεκασμών του πληθυσμού, σκόπιμης κατασκευής λοιμωδών νόσων, διάφορες προφητείες που ανασκευάζονται συνεχώς μετά τη διάψευσή τους, δημιουργία ειδώλων ως “σωτήρων”. Φυσικά, κάποια από τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι θεωρίες συνωμοσίας δεν αποκλείεται να εμπεριέχουν, εν σπέρματι, και κάποιες αλήθειες, οι θεωρίες αυτές όμως τα προσεγγίζουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποπροσανατολίσουν τους επιρρεπείς στην “αποκρυπτογράφηση μυστικών” πολίτες. “Δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα, αλλά ούτε και στις διαβεβαιώσεις πως κανείς δεν κρύβεται κάτω από το λευκό σεντόνι”.
Οι θεωρίες, οι αιτιάσεις, οι εξηγήσεις αυτές δεν υποβάλλονται επαρκώς σε λογικό έλεγχο, δηλαδή σε κριτική εξέταση, αλλά υιοθετούνται άκριτα από μια μερίδα ανθρώπων η οποία προβάλλει ως μόνο ντοκουμέντο-επιχείρημα το x βίντεο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, ή το ψ άρθρο του τάδε εμπόρου θεωριών συνωμοσίας. Έτσι, απομακρυνόμενοι από την διαδικασία της αυτοκριτικής, της αμφισβήτησης του ίδιου μας του εαυτού και των πράξεών μας, από την κριτική εξέταση της ιστορίας που εμείς δημιουργήσαμε, καταλογίζουμε τις ευθύνες για όλα τα δεινά που βιώνουμε είτε στη λέσχη Μπίλντεμπεργκ, είτε στους… ιλλουμινάτι, είτε στους Εβραίους (λογική που έχει οδηγήσει σε ολοκαυτώματα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν).
Έτσι, αποφεύγοντας κάθε προσπάθεια για χρήση του Λόγου, και έχοντας περάσει από μία συστηματική αντιπολιτική εκπαίδευση στις σχολικές φυλακές του πνεύματος, περιοριζόμαστε σε μία στερεοτυπική αντίληψη των πραγμάτων με βάση ανακυκλώμενα δόγματα και γενικεύσεις όπως: «όλοι οι Χ» (όπου χ θέτουμε κάποιον εθνικό, θρησκευτικό, σεξουαλικό, κοινωνικό προσδιορισμό) «είναι Ψ» ( όπου ψ θέτουμε κάποιο κατηγόρημα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο π.χ. κλέφτες, φιλότιμοι, βρώμικοι, εργατικοί). Οι γενικεύσεις αυτές εντάσσονται σε θεωρίες συνωμοσίας και δόγματα, όπου π.χ. ο εβραίος είναι εχθρός, ο πολιτικός είναι πάντα υποκινούμενος, ο αστυνομικός είναι εν δυνάμει δολοφόνος. Αρνούμαστε φυσικά να εξετάσουμε (σε σχέση με τα παραπάνω παραδείγματα) τη φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να αναλύσουμε το ισχύον πολιτικό σύστημα, ή να αποφύγουμε γενικεύσεις για ανθρώπους που ασκούν ένα επάγγελμα (όσο κι αν μας είναι αυτό απεχθές ιδεολογικά ή/και ηθικά).
Κατ’ επέκταση, οι γενικεύσεις και οι άλογες κρίσεις φθάνουν έως και την ερμηνεία της φύσης του ανθρώπου. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιους, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και σύμφωνα με άλλους από τη φύση του κακός. Τη δεύτερη άποψη ενισχύει η θεωρία του Άγγλου φιλόσοφου, Τόμας Χομπς, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο ως «μοναχικό, ενδεή, βρωμερό, κτηνώδη και βραχύ» (99), ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί. Με βάση το πρώτο επιχείρημα, αν ο άνθρωπος απεμπλακεί από την δυναστεία των μέσων ενημέρωσης, από το άδικο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την καπιταλιστική λογική, τότε θα είναι ικανός να δημιουργήσει μια κοινωνία ισότητας, ειρήνης και ελευθερίας. Με βάση το δεύτερο, που είναι κυρίαρχο στη σημερινή δυστοπία, ο άνθρωπος είναι άπληστος, κτητικός, σκληρός και έχει ανάγκη από έναν ηγέτη, περιορισμούς και σύνορα (στη σκέψη και στη γη). Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να ισχύει τίποτε από τα δύο. Ο ανθρωπολογικός τύπος δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση, μια συγχρονία την οποία μπορούμε να εξετάσουμε, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης • μεταβάλλοντας το περιβάλλον του μεταβάλλεται και ο ίδιος. Το δυστοπικό επιχείρημα, λοιπόν, του “είναι στη φύση του ανθρώπου η απληστία” κρύβει μέσα του τη ντετερμινιστική λογική του «μην κάνεις τίποτε, όλα είναι προδιαγεγραμμένα» που υπηρετούν πιστά και οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας/προφητείες. Κι όμως, υπήρξαν κοινωνίες που είχαν αντιληφθεί πολύ πιο ορθά την πραγματικότητα: ένας Αθηναίος ναυαγός είπε κάποτε σ’ αυτούς που έστρεφαν τα λόγια τους στον ουρανό την ώρα που βούλιαζε το πλοίο: «συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη φύση είναι σχετικά δύσκολο να οριστεί. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Hannah Arendt: «αν υπάρχει «ανθρώπινη φύση», τότε μόνο ένας θεός θα γνώριζε τί είναι». Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται φύσει άπληστος και ιδιοτελής, τότε οι αλλαγές που υφίσταται κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι και αυτές κομμάτι της φύσης του. Συνεπώς, η πολυπλοκότητα της «ανθρώπινης φύσης» είναι δύσκολο να αναλυθεί. Η συμπεριφορά του ανθρώπου, το αν δηλαδή τείνει προς την ιδιοτέλεια ή όχι, εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως το κοινωνικό φαντασιακό:
Πολλοί που υιοθετούν την άποψη του Χομπς, ότι ο ιδιοτελής άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει σε μια κοινωνία αυτοθεσμιζόμενη και αυτόνομη και συνεπώς οι ετερόνομοι θεσμοί είναι αναγκαίο να υπάρχουν, είτε μιλάμε για ισχυρή κεντρική εξουσία, (χαρακτηριστική είναι εδώ και η φράση του Βολταίρου: «αν δεν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε») είτε για οικονομικά κίνητρα όπως έλεγε ο Άνταμ Σμιθ, αγνοούν τις κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις θεσμισμένες αξίες του κοινωνικού φαντασιακού της, την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Τί σημαίνει κάτι τέτοιο; Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως κέντρο τους την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την «ορθολογική» εξάπλωση των μέσων παραγωγής, μαζί με την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Όσο περισσότερο πλούσιος γίνεται κάποιος, τόσο μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση έχει. Σε άλλες εποχές, κριτήριο αναγνωρισιμότητας και κύρους δεν ήταν τόσο η οικονομική καταξίωση, καθώς κυριαρχούσαν άλλες (ετερόνομες) αξίες, όπως π.χ. η κατοχή τίτλων ευγενείας (μεσαίωνας και φεουδαρχία). Κάτω λοιπόν από την επιρροή μιας κοινωνίας που το μόνο που κοιτά είναι το κέρδος και η παραγωγή, δεν θα πρέπει να μας φαίνεται διόλου παράλογο που η ανθρώπινη συμπεριφορά τείνει προς την ιδιοτέλεια. Κάτω από μια άλλη κοινωνία όμως, όπου οι θεσμοί της προωθούν άλλου είδους αξίες, όπως π.χ η κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, όπου κυρίαρχες αξίες ήταν η πολιτική και η φιλοσοφία, οποιεσδήποτε ιδιοτελείς συμπεριφορές ήταν και κατακριτέες, και φυσικά, η κατοχή χρήματος και πλούτου δεν προσέδιδε από μόνη της και άνευ όρων κύρος και αναγνωρισιμότητα σε ένα άτομο, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτός είναι λοιπόν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι πιο επιφανείς άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν φιλόσοφοι. Ποιοί όμως θα είναι οι πιο επιφανείς άνθρωποι των δικών μας χρόνων και στο εγγύς μέλλον αν όχι οι πλούσιοι καπιταλιστές (Bill Gates, Steve Jobs);
Συμπέρασμα: Κάτω λοιπόν από αυτές τις προϋποθέσεις, όπου οι κυρίαρχες αξίες των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών (και όχι μόνο) προωθούν την ιδιοτέλεια, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως οι άνθρωποι συνεχώς τείνουν προς τον ατομικισμό, και το χειρότερο απ’ όλα, ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά φαντάζει φυσική: είναι φυσικό επακόλουθο των κυρίαρχων μας αξιών, όχι όμως του ίδιου του εαυτού του ως αυτόνομο ον.

Η «ελεύθερη» αγορά

Μια από τις κυρίαρχες αξίες της εποχής μας – ένας μύθος του σύγχρονου καπιταλιστικού φαντασιακού είναι η “ελεύθερη αγορά”. Κύριος στόχος του ρεύματος του οικονομικού φιλελευθερισμού που εμφανίστηκε στις πρώιμες καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν ο περιορισμός των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και η απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την γραφειοκρατία και τις ασφυκτικές διοικητικές ρυθμίσεις – στόχος ο οποίος συνοψιζόταν στη φράση “laissez faire – laissez passer”. Από τις πρώτες μέρες του καπιταλισμού εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η αγορά αντιπροσωπεύει μια φυσική κατάσταση, ενώ η πολιτική αντιστοιχεί σε εσκεμμένη και συνειδητή παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα. Το αξίωμα αυτό είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι από τη μια πλευρά το συνειδητό στοιχείο ενυπάρχει και στις αγορές και από την άλλη οι δυνάμεις της αγοράς συνήθως καταλήγουν στην δημιουργία μονοπωλίων που οικειοποιούνται τις αυθόρμητες οικονομικές λειτουργίες και την ίδια την άσκηση της κρατικής πολιτικής.
Αυτή η θρησκεία της αγοράς που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό και η οποία αργότερα υποχώρησε για να δώσει τη θέση της σε μια μακρά περίοδο μανιχαϊστικής έξαρσης του κρατισμού και του κεντρικού σχεδιασμού, αναγεννήθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με την επικράτηση του Νεοφιλελευθερισμού. Πλέον, ο χαμένος κοινωνικός δυναμισμός αναζητήθηκε από το κεφάλαιο και τις ελίτ στην αντίθετη πλευρά: στην ιδεολογία της αγοράς, στον φετιχισμό του χρήματος/εμπορεύματος και στην ατομιστική ανευθυνότητα.
Κι όμως, η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται (όπως θα αναλυθεί και παρακάτω που θα γίνει αναφορά στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα) ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο. Δηλαδή σήμερα, ενώ οι περισσότεροι Νεοφιλελευθέροι οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές πίνουν νερό στο όνομα των «Αγορών», παράλληλα δέχονται ως αυτονόητη την με κάθε τρόπο επιτήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος, τον καθορισμό της εισοδηματικής πολιτικής και την φοροαπαλλαγή των πολύ υψηλών εισοδημάτων, από το κράτος.
Από οικονομικής πλευράς, αυτός ο νέος ρόλος του κράτους που ενώ φαινομενικά απέχει από την οικονομική ζωή δίνοντας χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να υπηρετεί τις ελίτ υποβιβαζόμενο σε εντολοδόχο τους, επιτυγχάνεται έμμεσα και συγκεκαλυμμένα με κυριαρχικές παρεμβάσεις στο ευρύτερο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο (π.χ.: το κράτος παραχωρεί σε ιδιώτες την δημόσια Υγεία, φαινομενικά σταματώντας να δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό και απέχοντας από τις αντίστοιχες επενδύσεις που είχαν τα χαρακτηριστικά του “κοινωνικού κράτους”, αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτό, το κράτος, που υπό την πίεση των αγορών, έρχεται να διαμορφώσει ένα ιδεολογικό, πολιτικό, νομοθετικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου η ιδιωτικοποίηση της υγείας να φαντάζει όχι μόνο αναγκαία αλλά και απαραίτητη ή ακόμα και νομοτελειακή).
Με το σκεπτικό αυτό, μπορεί πλέον να εξηγηθεί ο επιφανειακά ακατανόητος καταλυτικός ρόλος των «Αγορών» στο σύγχρονο καπιταλισμό: Το δόγμα της «ελεύθερης» αγοράς, λειτουργεί ως μηχανισμός διαιώνισης της σύγχρονης βαρβαρότητας, συνιστά το άλλοθι των κυρίαρχων στρωμάτων προκειμένου να χειραγωγήσουν την όποια οικονομική δυναμική έχει η κοινωνία, προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας τα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια ισχύος που έχουν, μεταθέτοντας το κόστος των πολιτικών επιλογών από πάνω προς τα κάτω, εν ολίγοις, αναπαράγοντας με κάθε μέσο την ταξική σύνθεση της (ετερόνομης) κοινωνίας μας.
Συμπερασματικά: το πραγματικό δίλημμα δεν μπορεί να είναι η επιλογή ανάμεσα στην «ελεύθερη» αγορά και την κρατική παρέμβαση γενικά και αφηρημένα, αλλά η επιλογή πολιτικής που ούτως ή άλλως το κράτος θα εφαρμόσει. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε και κρατική επιλογή (η οποία βέβαια υλοποιήθηκε και εξαιτίας των διαρκών αγώνων των κοινωνιών και των πιέσεων που άσκησαν τα κινήματα) ώστε, μέσω της επίτευξης μιας σχετικής σταθεροποίησης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προκειμένου οι ελίτ να αποσβέσουν το κόστος της κοινωνικής σταθεροποίησης των εξουσιαζόμενων. Σήμερα επιχειρείται το αντίστροφο: ευελιξία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ώστε να αποσβεστεί το κόστος σταθεροποίησης των ανώτερων χωρίς καν “ανάπτυξη”. Αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση της “ελεύθερης αγοράς” που εξαθλιώνει τις κοινωνίες επιδιώκοντας ένα στόχο που είναι αδύνατος ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους. Ούτε ελεύθερη είναι η «ελεύθερη αγορά» ούτε αποτελεσματική (το ζήτημα αυτό θα εξετάσουμε εκτενέστερα παρακάτω)

Το δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού

Όπως είναι γνωστό, η στροφή του καπιταλισμού στη Νεοφιλελεύθερη έκδοσή του, σε πολιτικό επίπεδο αρχίζει με την εκλογή της M.Thatcher στη Μ. Βρετανία το 1979 και του R.Reagan στις Η.Π.Α. το 1980. Η έως τότε περιθωριακή οικονομική θεωρία του Νεοφιλελευθερισμού που είχε διατυπωθεί από τη σχολή του Σικάγο και τους F.Hayek, M.Friedman κλπ., μέσω των πολιτικών των δύο προαναφερόμενων κυβερνήσεων των Συντηρητικών και Ρεπουμπλικάνων σε Μ.Βρετανία και Η.Π.Α. αντίστοιχα, έρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο.
Φαινομενικά, πρωταρχική επιδίωξη του Νεοφιλελευθερισμού είναι η με κάθε τίμημα μείωση του οικονομικού κυρίως ρόλου του κράτους (μάλιστα είναι τραγικό ότι αυτή η Νεοφιλελεύθερη δημαγωγία από τους πιο αφελείς εκλαμβάνεται ως αντικρατισμός…!!! – έτσι προέκυψαν άλλωστε και τα γελοία ευφυολογήματα περί «αντεξουσιαστών της εξουσίας»), με βασικό επιχείρημα αφ’ ενός ότι βάζει προσκόμματα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και, αφ’ ετέρου πως εξαιτίας του γραφειοκρατικού – και συνεπώς δυσκίνητου – χαρακτήρα του δεν είναι κερδοφόρο. Το επιχείρημα αυτό είναι βέβαια σαθρό αφού:
  1. Σύμφωνα με το κυρίαρχο φαντασιακό (αλλά και τις μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες αντιλήψεις μεταξύ των καπιταλιστικών κύκλων), το κράτος, όπως διαμορφώθηκε ως θεσμός στην ίδια την Δύση, δεν οφείλει να είναι κερδοφόρο αλλά “αποτελεσματικό και δίκαιο”. Η πεποίθηση για παράδειγμα, πως η καλή υγεία και εκπαίδευση του πληθυσμού είναι σημαντικοί παραγωγικοί συντελεστές, είναι βαθιά ριζωμένη στην πλειοψηφία των ανθρώπων που άσχετα από το πώς αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί κλπ.) έχουν όμως ως κοινό τόπο ένα οικονομίστικο σκεπτικό, έχουν δηλαδή την κοινή αντίληψη περί αναγκαιότητας ύπαρξης μιας οικονομίας “παραγωγικής” και μιας “αναπτυξιακής πολιτικής”.
  2. Το κράτος είναι συνήθως ελλειμματικό ακριβώς λόγω του ασφυκτικού εναγκαλισμού του από το ιδιωτικό κεφάλαιο – στραγγαλισμός που διενεργείται μέσω της επιβολής σκληρών, δυσανάλογων και άδικων μέτρων λιτότητας, μέσω της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης και κάθε δομής κοινωνικών παροχών, μέσω της βαριάς και άδικης φορολογίας των πολλών (π.χ. έμμεσοι φόροι) με ταυτόχρονη διευκόλυνση της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου, της εκκλησίας κλπ.. Μάλιστα, σε ακραίες περιπτώσεις, οι Νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιβάλλουν πρακτικές ξεκάθαρα έκνομες (αν όχι παράνομες), όπως λ.χ. όταν επενδύονται στα χρηματιστήρια τ’ αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.
Οι βασικές μέθοδοι με τις οποίες υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (μείωση του κράτους) είναι:
  • η αποσύνδεση από το κράτος τομέων της οικονομίας που παραδοσιακά ανήκαν σ’ αυτό (π.χ. παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, ενέργεια, υποδομές, μεταφορές, στρατιωτική βιομηχανία).
  • η μείωση των συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου με το επιχείρημα της δημιουργίας κινήτρων για επενδύσεις.
  • η δημιουργία ευνοϊκού νομικού πλαισίου ώστε το κεφάλαιο να δρα και να κινείται ασύδοτα (π.χ. δημιουργία νέων εταιρικών μορφών για ανέλεγκτη συσσώρευση και διακίνηση κεφαλαίου διεθνώς, ελαστικοποίηση περιοριστικών διατάξεων εργατικού δικαίου κλπ.)
  • οι αποκρατικοποιήσεις και η παραχώρηση του δημόσιου πλούτου σε ιδιώτες
  • η διάλυση του “κοινωνικού κράτους” σε κάθε του έκφανση (π.χ. ασφαλιστικό σύστημα, δημόσια συστήματα υγείας, συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ.).
Στην πραγματικότητα στόχος του Νεοφιλελευθέρου δόγματος δεν είναι βέβαια το κράτος καθαυτό, αλλά ο αναδιανεμητικός ρόλος που το κράτος έχει στις περισσότερες χώρες βάσει νομοθετικού πλέγματος και λόγω των κοινωνικών αγώνων που αποκρυσταλλώθηκαν στις νομοθεσίες. Οι Νεοφιλελεύθεροι, αν και αποκηρύσσουν τον κρατικό παρεμβατισμό μετά βδελυγμίας, έχουν το κράτος απόλυτη ανάγκη. Όσο πιο πολύ φωνάζουν εναντίον του κράτους, τόσο πιο πολύ το χρειάζονται και όσο πιο πολύ το χρειάζονται τόσο περισσότερο φωνάζουν εναντίον του. Απόδειξη: οι αιωνίως δυσαρεστημένοι με τον κρατικό παρεμβατισμό, τραπεζίτες, μετά την εμφάνιση της κρίσης, το 2008, σώζονται ευχαρίστως με κρατικό χρήμα (πολιτική που ακολουθήθηκε σχεδόν παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα).
Το κράτος λοιπόν, υπό τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες, αρνείται για πρώτη φορά το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή του εγγυητή των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παύοντας να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εργοδότης ταυτόχρονα και εκχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο την άσκηση της νομισματικής, εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής, απεμπολώντας τις εξουσίες του εκτός βέβαια των κατασταλτικών και φοροεισπρακτικών του αρμοδιοτήτων.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Νεοφιλελευθερισμός, ενώ στηρίζεται στην τυπική κοινοβουλευτική νομιμότητα, κάθε φορά που το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, την παρακάμπτει στερώντας την από κάθε περιεχόμενο: Το κράτος μετατρέπεται σε μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει τον πραγματικά αντιδημοκρατικό του χαρακτήρα αφού το Κοινοβούλιο (σώμα εκλεγμένων αντιπροσώπων) υποκαθίσταται από την Κυβέρνηση • η Κυβέρνηση, με τη σειρά της, υποκαθίσταται από ένα πυρήνα “σημαντικών υπουργών” • ο πυρήνας των σημαντικών υπουργών από τον Πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο, αναλόγως τον τύπο του πολιτεύματος) • και ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, επί της ουσίας, υποκαθίσταται από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του ιδιωτικού κεφαλαίου….
Συμπερασματικά προκύπτει ότι σε όσες χώρες ακολουθείται το Νεοφιλελεύθερο δόγμα, το κράτος χρησιμοποιείται ευθέως από το κεφάλαιο (κυρίως το τραπεζικό) ώστε να πετυχαίνει σε περιόδους ανάπτυξης ιδιωτικοποίηση των κερδών και σε περιόδους ύφεσης κοινωνικοποίηση των ζημιών.
Τέλος, μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτικού ατομικισμού – ιδέα που το Νεοφιλελεύθερο δόγμα προωθεί άμεσα και έμμεσα – ο πόλεμος όλων εναντίον όλων μετατρέπεται σιγά σιγά από ένα αναγκαίο κακό που οφείλεται στην κακή φύση του ανθρώπου (κυρίαρχο φαντασιακό των καπιταλιστικών κοινωνιών) σε προτέρημα, σε αρετή, καπατσοσύνη, εξυπνάδα και μαγκιά (κυρίαρχο φαντασιακό του Νεοφιλελευθερισμού). Οι «βέλτιστοι»… θα επιβιώσουν. Για τους “ανίκανους”, τους “οκνηρούς”, γι’ αυτούς που δεν θέλουν να παίξουν το ρόλο ούτε του θηρίου ούτε του θηράματος, δεν υπάρχει χώρος.
Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αυτή είναι η ρεαλιστική ηθική του Νεοφιλελευθερισμού που αντιτίθεται στα “ουτοπικά, ρομαντικά και παιδαριώδη όνειρα” όσων απλώς αρνούνται να εθιστούν στην ωμότητα και βαρβαρότητα των καιρών.
Εμείς επιλέγουμε να μην μπούμε στην αρένα του Κολοσσαίου. Κι αν κάποιοι ηδονίζονται παρακολουθώντας τους δείκτες των χρηματαγορών, επιλέγοντας να ξεχνούν πως έξω από τους αριθμολαγνικούς καπιταλιστικούς ναούς υπάρχει παντού αθλιότητα και απελπισία, εμείς προτιμούμε να επιδιώκουμε το “αδύνατο”: την ισότητα και την ελευθερία.
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ [1]
Ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών

Όχι όμως μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και αξιακά, το μοντέλο του Νεοφιλελευθερισμού δείχνει πως έχει αποτύχει. Με το που η διάσημη φράση της Thatcher «δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα» άρχισε να μοιάζει σαν μια ορατή πραγματικότητα, ο εθισμός στην κατανάλωση μετέτρεψε πληθυσμούς ολόκληρους σε απαθείς μάζες, που απέχοντας από την δημόσια σφαίρα, τη σφαίρα της πολιτικής, παραμένουν φυλακισμένες σε έναν παραλληρηματικό ιδιόκοσμο: την ψεύτικη «θαλπωρή» που τους προσφέρει η πλαστική ευημέρια του αγοράζειν. Η διανοητική νωθρότητα και η πολιτισμική/πολιτική οπισθοδρόμιση που συναντά κανείς στις περισσότερες σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες αποτελεί παγκόσμια πρεμιέρα. Η παθητικότητα αυτή, όπου ο κάθε άνθρωπος ζει κλεισμένος στον εαυτό του, αγνοώντας οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τα τείχη της δικής του ύπαρξης, δεν μπορεί να κατανοηθεί σε αντιδιαστολή με τις επιπτώσεις του Νεοφιλελευθερισμού στην ποιότητα ζωής των περισσότερων ανθρώπων.
Αφήνοντας στο πλάι, για την ώρα, την αξιακή ήττα του Νεοφιλελευθερισμού, μιλώντας πάλι στη γλώσσα του, οι οικονομικές ανισότητες στις μέρες μας δείχνουν ιδιαίτερα οξυμένες. Tα στοιχεία της έρευνας, που δημοσιεύτηκαν το 2006 στην «Ημερησία», με τίτλο «H Παγκόσμια Κατανομή Πλούτου στα Νοικοκυριά» αποκαλύπτουν ότι το φτωχότερο ήμισυ του πληθυσμού της Γης μετά βίας κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Όμως αυτή η έρευνα αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν ακόμη η οικονομική κρίση παρασύρει στην δύνη της ολόκληρη τη παγκόσμια αγορά, καταδικάζοντας δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία. Να φανταστούμε πως τα στοιχεία αυτά σήμερα θα έχουν χειροτερέψει. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται όλο και περισσότερο.
Μόλις το 2% του πληθυσμού της Γης κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με νέα έρευνα του OHE.
Το 2000, στην Ευρώπη των «25», περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι (9% του συνόλου) αντιμετώπιζαν διαρκή φτώχεια. Το 2005, περίπου 19 εκατομμύρια παιδιά αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της φτώχειας στις 25 χώρες της Ε.Ε., ενώ το 2006, το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις βασικές τους ανάγκες. Τι αποφάσισε να κάνει γι’ αυτό η Ευρώπη; Να προχωρήσει στην αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Να φορτώσει στους πολίτες τη «συλλογική ευθύνη» που έχουν για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης και να τους προκαλέσει, μέσω της… ενημέρωσης, σε πολιτικές και δράσεις που αφορούν θέματα κοινωνικής ένταξης. Να προωθήσει, στα λόγια και όχι στα έργα, μια πιο συνεκτική κοινωνία, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα που έχει μια κοινωνία στην οποία έχει εξαλειφθεί η φτώχεια και όπου κανείς δεν είναι καταδικασμένος να ζει στο περιθώριο. [2]
Το μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου μέσω της εργασίας συγκεντρώνεται στα χέρια των λίγων, και ως φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται όλο και περισσότερο. Εκεί λοιπόν μας οδηγεί ο παραγωγισμός και η ηθικοποίηση της εργασίας, το φαντασιακό του καπιταλισμού, η κεντρικότητα της παραγωγής και της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως κυρίαρχες αξίες. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να εξετάζουμε τον καπιταλισμό όχι μόνο ως οικονομικό σύστημα, αλλά και ως σύστημα αξιών, να βλέπουμε δηλαδή τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην κοινωνία οι αξίες που αυτός πρεσβεύει. Διότι θα μπορούσαν οι αριθμοί και οι εξισώσεις να εγγυηθούν μια Α ευημέρια, όμως ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής του προγράμματος αυτού στην καθημερινή μας ζωή; Τί συμβαίνει όταν υπάρχει ευημέρια μόνο για χάρη των αγορών, αλλά όχι των ανθρώπων; Η απάντηση… βρίσκεται στην εξέγερση της Τυνησίας, που το ΔΝΤ θεωρούσε ως παράδειγμα επιτυχημένου μακρο-οικονομικού πειράματος.


H ανθρώπινη δραστηριότητα σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον

Συνώνυμο της ανθρώπινης δραστηριότητας στο δυστοπικό φαντασιακό της σύγχρονης κοινωνίας είναι η εργασία, η οποία αποτελεί μέσο επιβίωσης, κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής. Ιδιαίτερα από την Βιομηχανική Επανάσταση κι έπειτα, η εργασία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της κοινωνικής πραγματικότητας: με την επικράτηση του φαντασιακού της «ορθολογικής» κυριαρχίας, η εργασία έπαψε να ταυτίζεται με την προσωπική δημιουργία, αλλά αντιθέτως με την αναγκαιότητα της παροχής υπηρεσιών έναντι ανταμοιβής που επιτρέπει στο άτομο να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, σε μια πλήρως ανταγωνιστική κοινωνία. Παρ’ όλες τις προβλέψεις για το «τέλος της εργασίας», οι οποίες πολλές φορές επιδιώκουν την ταύτιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και βίας με την εξέλιξη της τεχνολογίας, η εργασία δεν έχει τελειώσει, αλλά απλά “μετακινείται” σε κοινωνίες στις οποίες θα έχει μικρότερο κόστος. Η δήθεν εξάλειψη της εργασίας δια της αυτοματοποίησης φαίνεται πως ήταν απλά ένας αστικός μύθος, καθώς κανείς (πλην των πλούσιων κληρονόμων) δεν έχει και σήμερα το δικαίωμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία και τη μη εργασία, αλλά απλά δεν προσφέρεται εργασία για όλους. Όπως έλεγε ο Κ.Καστοριάδης «μια κοινωνία ελεύθερου χρόνου είναι θεωρητικά δίπλα μας – τη στιγμή που μια κοινωνία που να καθιστά δυνατή για τον καθένα μια εργασία προσωπική και δημιουργική φαίνεται τόσο απομακρυσμένη όσο και στον 10ο αιώνα». («Ο θρυμματισμένος κόσμος» σ. 12-13)
Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες να μαστίζονται από την ανεργία (που σημαίνει στέρηση των αναγκαίων μέσων για επιβίωση), με τους εργοδότες (είτε το δημόσιο, είτε τους ιδιώτες) να επιτίθενται στα δικαιώματα των “τυχερών” εργαζομένων και στους μισθούς τους, θα φαινόταν ίσως “ανεπίκαιρη” μια κριτική στην ίδια τη φύση της εργασίας ως σύγχρονη δουλεία. Από την άλλη, μια απομονωμένη κριτική στις τακτικές της εργοδοσίας, θα θύμιζε την τακτική των συνδικαλιστών το Μάη του 68, που ενώ οι εξεγερμένοι ζωγράφιζαν στους τοίχους “η φαντασία στην εξουσία” και, παράλληλα, διεκδίκησαν δυναμικά την ανατροπή της υπάρχουσας παγιωμένης πολιτικής κατάστασης οργανώνοντας γενική πολιτική απεργία, αυτοί διαπραγματεύονταν απλώς αύξηση μισθών. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η επιστροφή στην, σε κάποιο βαθμό, «καλοπληρωμένη» εργασία (προς «καλοξοδεμένο» καταναλωτισμό) δεν αποτελεί σήμερα δυνατότητα, μέσα στο υπάρχον σύστημα Νεοφιλελευθερισμού, διότι…δεν συμφέρει τους ρυθμιστές του. Η προοπτική, λοιπόν, δεν εστιάζεται στην διεκδίκηση καλύτερων μισθών, αλλά στο ξεπέρασμα της ηθικής της εργασίας και το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα θεωρημένη ως δημιουργία και όχι ως εργασία, έχει τη δυνατότητα να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την μηχανική διάσταση των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Στο δυστοπικό φαντασιακό, βέβαια, η δημιουργία συνδέεται κυρίως με τέχνες όπως η ποίηση, η ζωγραφική, ο κινηματογράφος. Στην πραγματικότητα, δημιουργός είναι και ο επιστήμονας και ο αγρότης, ο μηχανικός που προσαρμόζει τα εργαλεία του στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του, αλλά και ο εκπαιδευτικός. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται το γκράφιτι σε κάποιους τοίχους “είμαστε όλοι καλλιτέχνες”. Φυσικά, το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας δεν σημαίνει πως οι απεργίες των εργαζομένων είναι αδιέξοδες ή αχρείαστες. Αντιθέτως, οι αγώνες του κόσμου της εργασίας (με την ευρεία έννοια) αποτελούν αναγκαία (όχι όμως και ικανή από μόνη της) προϋπόθεση στο δρόμο για την ευτοπία.


Ο κόσμος της ευτοπίας

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ονειρεύονταν ουτοπίες, τις οποίες τοποθετούσαν σε ένα φανταστικό παρελθόν, σε άλλες διαστάσεις ή στο απώτερο μέλλον. Μεσσίες, φιλόσοφοι, ηγέτες, τυχάρπαστοι, ανόητοι αλλά και άνθρωποι με βάθος, προσπάθησαν να παρουσιάσουν, ο καθένας για δικούς του λόγους, τον τέλειο κόσμο της αρμονίας. Οι περισσότερες από τις ουτοπίες αυτές διατυπώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποτελούν ένα όραμα μιας εναλλακτικής κανονικότητας, ενός περιχαρακωμένου δηλαδή συστήματος. Θα αναφερθούμε, λοιπόν, στην ευτοπία αποφεύγοντας τον σαφή προσδιορισμό των θεσμών της, καθώς δεν πιστεύουμε στην εκ των προτέρων περιγραφή μιας “Γης της Επαγγελίας”, που θα αποβεί “σωτήρια” για την ανθρωπότητα. Αντιθέτως, πιστεύουμε στη δύναμη της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται, να δημιουργεί την ιστορία και να διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον της.
Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε ούτε το αν, ούτε το πότε, ούτε το πώς. Ακόμα και για το γιατί δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε, αλλά αυτό το κάνουμε υποκύπτοντας στις εντσικτικές μας επιθυμίες.
Αφού απορρίψαμε την ντετερμινιστική εκδοχή περί ιδιοτελούς ανθρώπινης φύσης, είμαστε λογικά υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε οι ατρόμητοι εξερευνητές που θα επιδιώξουν να βρουν, για λογαριασμό όλων των υπόλοιπων, το άγιο δισκοπότηρο, το ελιξήριο της ζωής, το μυστικό της δημιουργίας, το μονοπάτι προς την ατομική και συλλογική αυτονομία.
Χωρίς, λοιπόν, να παγιδευτούμε στη λεπτομερή περιγραφή ενός ουτοπικού κόσμου, που θα μετέτρεπε το κείμενο σε λογοτεχνία, και χωρίς να αναζητούμε ως δήθεν “πρωτοπόροι” κάποια αλήθεια, ή τη μόνη ορθολογική πρόταση, θα προσπαθήσουμε να θίξουμε κάποιες πλευρές της ουτοπίας ανασυγκρότησης, της ευτοπίας που επιδιώκουμε. Η ιστορία είναι δημιουργία. Η ευτοπία είναι μπροστά μας, αρκεί να το θελήσουμε, αρκεί να το απαιτήσουμε.


Παραδόσεις και δημοκρατία

Η έννοια «παράδοση», έχει ταυτιστεί με συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές. Προκειμένου να κατανοηθεί το ζήτημα αυτό, δηλαδή το πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση και πώς θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε από την αντίληψή μας αυτή ιδέες σε σχέση με το εάν είναι εφικτή μια κοινωνία πιο ανθρώπινη και δίκαιη, θα πρέπει να απαντήσουμε πρώτα στο εξής ερώτημα: τί σημαίνει πολιτική; Οι περισσότεροι ταυτίζουν την έννοια της πολιτικής με την ψηφοθηρία και τον καριερισμό. Όμως, η πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εκλεγόμενη ολιγαρχία. Πρώτα απ’ όλα, πολιτική σημαίνει συλλογική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας. Αλλαγή όχι για την ευχαρίστηση της αλλαγής, αλλά γιατί πραγματικά υπάρχει ανάγκη να αμφισβητηθούν οι υπάρχοντες θεσμοί. Στην ουσία, πολιτική και δημοκρατία είναι κάτι συνυφασμένο. Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι το σύγχρονο καθεστώς των φιλελεύθερων ολιγαρχιών είναι δημοκρατικό. Η (πραγματική) δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν ανεξάρτητα να συζητούν, να αναζητούν λύσεις και αποφάσεις είτε στα καθημερινά τους προβλήματα, είτε να έρχονται σ’ επαφή με νέες προσεγγίσεις, συνθέτοντας έτσι την εικόνα μιας κοινωνίας που τα μέλη της δεν παραμένουν εγκλωβισμένα στην ιδιωτική τους σφαίρα, αλλά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες απεναντίας, χαρακτηρίζονται για τον άκρατο οικονομισμό και ιδιώτευση. Δημοκρατία, λοιπόν, δεν σημαίνει απλά “ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια αντιπροσώπους”. Σημαίνει διαρκή αμφισβήτηση των εκάστοτε θεσμών, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, τη λήψη αποφάσεων, την συνδιαμόρφωση και τις πολιτικές συζητήσεις. Αυτού του είδους το καθεστώς για πρώτη φορά θεσμίστηκε στην αρχαία Αθήνα.
Δίχως να προτείνουμε το παράδειγμα των αρχαίων ελληνικών πόλεων ως κάτι που εμείς σήμερα θα έπρεπε να πάρουμε και να αντιγράψουμε αυτούσιο (κάτι τέτοιο μάλλον σαν τρέλα θα έμοιαζε), η αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί αντικείμενο μελέτης και διαύγασης, μαζί με άλλες περιπτώσεις όπου δημιουργήθηκαν πραγματικά δημοκρατικά γονιμοποιά σπέρματα (η Παρισινή Κομμούνα, η Ουγγρική Επανάσταση και η Αναρχική Καταλωνία).
Η πραγματική δημοκρατία (δηλαδή η άμεση δημοκρατία), δίνει στους πολίτες το δικαίωμα της διαρκούς αμφισβήτησης, όχι μόνο σε θέματα νομοθετικής εξουσίας, αλλά και θέματα αξιών (η φιλοσοφία και η πολιτική βαδίζουν μαζί), εφόσον όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να επέμβουν στη νομοθετική εξουσία τόσο σε λειτουργικό όσο και σε αξιακό επίπεδο. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε ότι κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι τόσο τα δημοκρατικά προτάγματα (όπως εκφράστηκαν μέσω των ελληνικών πόλεων, μέσω των επαναστάσεων στην Ευρώπη μετά το τέλος της περιόδου της Αναγέννησης και στη συνέχεια με το εργατικό και αναρχικό κίνημα). Από την άλλη πλευρά όμως, κομμάτι της παράδοσής μας είναι και ο ολοκληρωτισμός.
Το πρόταγμα της αυτονομίας είναι μια δημιουργία της ιστορίας μας. [...] Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι μια πολιτική επιχείρηση σαν οποιαδήποτε άλλη. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο δια μέσου της αυτόνομης δραστηριότητας του κόσμου. Η δραματική απουσία αυτής ακριβώς της αυτόνομης δραστηριότητας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή πραγματικότητα.
(Καστοριάδης, «Ο Θρυμματισμένος κόσμος» σ.28)
Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία. Την πραγματική ελευθερία (δεν ασχολούμαι εδώ με τη φιλοσοφική «ελευθερία») την αποκαλώ αυτονομία. Η αυτονομία της κοινότητας, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη ρητή αυτοθέσμιση και αυτοκυβέρνηση, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων που απαρτίζουν την κοινότητα. Η συγκεκριμένη κοινωνία, που ζει και λειτουργεί, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τα συγκεκριμένα, δρώντα,”πραγματικά” άτομα [3]
Γιατί όμως η έννοια παράδοση έχει ταυτιστεί με αντιδραστικές απόψεις; Διότι οι συντηρητικοί προσπαθούν πάντα με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουν τα δεινά της κοινωνίας στις πολιτικές ελευθερίες (οι οποίες κερδήθηκαν μέσω της αυτόνομης δράσης των αποκλεισμένων ομάδων). Επικρατεί η άποψη του Χομπς, που πίστευε ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας αφέντης που θα επιβάλει τους νόμους αυστηρά και θα τιμωρεί παραδειγματικά τους παραβάτες, διότι ο ιδιοτελής άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητος. Η φιλελευθεροποίηση των Δυτικών κοινωνιών, προκαλεί θυμηδία στη σκέψη των συντηρητικών που νοιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στο παρελθόν, όπου η καταστολή (και συνεπώς η κοινωνική ειρήνη) ήταν ισχυρότερη, αγνοώντας όλους τους παράγοντες που ωθούν τα άτομα μιας κοινωνίας προς την παρανομία, όπως το φαντασιακό του καπιταλισμού (ολοένα και μεγαλύτερη εξασφάλιση πλούτου) και οι πολιτικές ανισότητες. Οι ντετερμινιστικές αυτές απόψεις, πέρα από το ότι είναι λάθος από ιστορική τουλάχιστον οπτική γωνία, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και αντι-πολιτικές. Διότι, όπως είχε πει και ο Steve Jobs (ο ιδρυτής της Apple): «δεν είναι δουλειά των καταναλωτών να γνωρίζουν τι θέλουν». Μεταφέροντας την παραπάνω φράση στην πολιτική σφαίρα, δεν είναι δουλειά των πολιτών να ασχολούνται με την πολιτική, να γνωρίζουν τι θέλουν. Αυτού του είδους οι καταστροφικές απόψεις διαιωνίζουν τον εγκλεισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα, «τη μόνη σφαίρα όπου ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί», λέει η Hannah Arendt (“On Revolution” 114).


Είναι η ευτοπία μια δυνατή πραγματικότητα;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ευτοπία δεν είναι ο τέλειος κόσμος, δεν οραματιζόμαστε ένα παράδεισο. Η ευτοπία θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται από απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργίας και πνεύματος, από πραγματική δημοκρατία, από την πραγμάτωση πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής αυτονομίας. Από μόνα τους αυτά τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν την εξελικτικότητα μιας τέτοιας κοινωνίας, με φορείς εξέλιξης όμως τους ίδιους τους πολίτες, ως ισότιμα μέλη της. Αποτελεί λοιπόν σύμβαση ο όρος “δυνατή πραγματικότητα”, καθώς δεν είναι μία αλλά μια αλληλουχία πραγματικότητας.
Ένας υπερασπιστής της δυστοπικής (σημερινής) πραγματικότητας θα έλεγε πως η άμεση δημοκρατία, ή η κοινωνική αυτονομία είναι ανεφάρμοστα προτάγματα που είναι αδύνατο να επιτευχθούν. Και είναι αλήθεια πως η ίδια η Ιστορία προσφέρεται ως βασικό του επιχείρημα. Με την ίδια λογική, όμως, μια γυναίκα του Μεσαίωνα θα χαρακτήριζε ουτοπική τη δυνατότητά της να συμμετέχει ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας στις εκλογές, ένας δούλος θα φανταζόταν ως ευτοπία έναν κόσμο χωρίς αλυσίδες και βασανισμούς, ένας αστρονόμος δεν θα πίστευε ποτέ πως κάποτε, κάποιος άνθρωπος θα πατήσει στη Σελήνη. Η Ιστορία υπάρχει για να ανατρέπεται, και όχι για να επαναλαμβάνεται. Η ομοιότητα διάφορων μηχανισμών ή ανθρώπινων συμπεριφορών που παρατηρούνται διαχρονικά δεν οδηγούν στο συμπέρασμα περί επανάληψης της Ιστορίας, αλλά αποτελούν απλώς μία διαπίστωση που έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες αν και είναι συγγενικές μεταξύ τους (για ανθρώπους και οργανωμένα συστήματα διαβίωσης μιλάμε πάντα), ωστόσο βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Η μη επανάληψη της Ιστορίας και η επιθυμία μας να την επηρεάσουμε καταλυτικά δεν ταυτίζεται με την πίστη σε κάποιου είδους παρθενογένεση.
Φυσικά, δεν φανταζόμαστε πως θα μπορούσε ένα όμορφο πρωί να συγκληθεί συνέλευση δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων ώστε να ληφθούν αποφάσεις ξαφνικά από όλους για όλα. Ούτε όμως πιστεύουμε πως είναι αναγκαία μια “δικτατορία του προλεταριάτου” που θα επιβληθεί θελησιοκρατικά διαπαιδαγωγώντας τους πολίτες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμμετέχουν στα κοινά. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, αποτελεί το μέσο για μια διαρκή επαναστατική διαδικασία, εννοώντας πως η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος, ο επαναστάτης δεν γίνεται συντηρητικός μετά την “επιτυχία” της εξέγερσης αλλά συνεχίζει να συμμετέχει, να συνδιαμορφώνει και να αμφισβητεί εκθέτοντας τις απόψεις του σε δημόσιο έλεγχο αλλά και κάνοντας αυτοκριτική. Έτσι, η λειτουργία μιας σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας απαιτεί την προσαρμογή της θεωρητικής της διάστασης στην πρακτική – προσαρμογή που μπορεί να γίνει με αντικατάσταση θεσμών αντιπροσώπευσης από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, μέσα στο ήδη υπάρχον σύστημα.
Εντελώς ενδεικτικά θα αναφέρουμε την δυνατότητα λειτουργίας της άμεσης δημοκρατίας στα αμφιθέατρα των σχολών, αντικαθιστώντας το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα των κομματικών παρατάξεων, έτσι ώστε να εκφράζονται οι ιδέες των πραγματικά εμπλεκομένων, δηλαδή των φοιτητών (αλλά και των διδασκόντων) και όχι των κομματικών μηχανισμών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λειτουργία των σχολείων σύμφωνα με το ανοιχτό πρόταγμα του αυτοδιαχειριστικού πειραματισμού, δηλαδή η λήψη και εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με ό,τι διέπει την εκπαιδευτική πράξη ενός σχολείου από εκπαιδευτικούς και μαθητές. Μια άλλη δυνατότητα είναι η αμεσοδημοκρατική λειτουργία τοπικών κοινοτήτων, όπου κληρωτές και ανακλητές επιτροπές θα αναλαμβάνουν για μικρό χρονικό διάστημα την εφαρμογή των αποφάσεων της κοινότητας. Όσο οι πρακτικές αυτές θα δοκιμάζονται στην πράξη, έστω σε μικρή κλίμακα, τόσο θα ανανεώνονται, θα εξελίσσονται, θα διορθώνονται πριν εφαρμοστούν σε μεγάλη κλίμακα με τη διάχυση τους στην κοινωνία.

Ενάντια σε κάθε δόγμα προς την ευτοπία

Η σημασία μιας θεωρίας, δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την πρακτική στην οποία η ίδια αντιστοιχεί. Θα φάνταζε απαράδεκτη οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης κάποιας ιδεολογικής «ορθοδοξίας», περιορίζοντας τα ιδανικά που αυτή πρεσβεύει από το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής της. Κάτι τέτοιο μας κάνει να προβληματιζόμαστε σε ό,τι αφορά την εγκυρότητα του ορθόδοξου Μαρξισμού σήμερα: το να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα αίσχη που διαδραματίστηκαν σε όλες τις χώρες όπου έδρασαν Σταλινικά καθεστώτα, είτε τις ενέργειες των γραφειοκρατιών των κομμουνιστικών κομμάτων αποστασιοποιούμενοι από τη θεωρία που αυτά πρεσβεύουν θα φάνταζε, αν μη τι άλλο, ως πολιτική στρουθοκαμήλου. Έτσι λοιπόν, θα πρέπει να τελειώνουμε με τα Σταλινικά (και όχι μόνο) δόγματα και κάθε είδους ιεδολογική ορθοδοξία και απολυτότητα.
Το πέρασμα από την δυστοπία στην ευτοπία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από συνθήκες ιδεολογικού παρωπιδισμού που συναντάμε συνεχώς σήμερα. Προϋποθέτει ανοιχτότητα και την προσπάθεια κατανόησης των πραγμάτων. «Η μοναξιά» με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, ή αλλοτρίωσης/ξένωσης [1] «αποτελεί την υλική βάση για την τρομοκρατία και ουσία του ολοκληρωτισμού» (Αrendt “The Origins of Totalitarianism” 475). Η αλλοτρίωση αυτή, «έχει γίνει μια καθημερινή εμπειρία… Η ανελέητη διαδικασία με την οποία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό και οργανώνει τις μάζες μοιάζει με αυτοκτονική διαφυγή από την πραγματικότητα» έλεγε η Αrendt (σ. 478). Πώς εμείς θα νικήσουμε αυτόν τον απομονωτισμό που τόσο ο καπιταλισμός προωθεί, όσο και το άτομο που αναζητά διεξόδους από την σύγχρονη ιδιώτευση; Μία λύση είναι η αναβίωση του κινήματος των πλατειών, ή έστω η γένεση κάποιου παρόμοιου κινήματος που δε θα βασίζεται σε κάποια έτοιμη δοτή θεωρία, όπου η πράξη δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας δοτής θεωρίας, μιας ιδεολογίας αλλά το αποτέλεσμα πολιτικών συζητήσεων.
Τα κινήματα που επενδύουν στη λογική της μάζας και του όχλου δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνική χειραφέτηση. Η απελευθέρωση προϋποθέτει την ανάδειξη της διαφορετικότητάς του καθενός μέσα από την συλλογική δράση. Όταν η προσωπικότητα ενός ατόμου καταπνίγεται από τις κραυγές του όχλου που δεν ξέρει πραγματικά τί ζητά και τί επιθυμεί, τότε δημιουργούνται καταστάσεις που λειτουργούν ως εφαλτήριο για την γένεση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η πραγματική δημοκρατία, προϋποθέτει όλους τους πολίτες να ενώνουν τη διαφορετικότητά τους (η διαφορετικότητα δεν είναι αυτό που τους χωρίζει αλλά αντίθετα, αυτό που τους ενώνει σε ένα δημιουργικό όλον με δυναμική), παραχωρεί στον καθένα το δικαίωμα ν’ ακούσει και να ακουστεί, να μάθει και να διδάξει, να έρθει σε επαφή με τον συνάνθρωπό του, αποβάλλοντας έτσι τον απομονωτισμό που τον οδηγεί στον σεχταρισμό και τον φανατισμό. Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να νικήσουμε, αυτό είναι η απομόνωση στην οποία έχουμε περιπέσει • η απομόνωση που καλλιεργεί διαφόρων ειδών φοβίες και προκαταλήψεις για το διαφορετικό (επειδή δεν έχουμε έρθει σ’ επαφή με αυτό). Τέλος, δεν είναι μόνο ο καπιταλισμός αυτό που θα πρέπει να ξεπεράσουμε αλλά και οι κάθε είδους θεολογικού τύπου ιδεολογικές προσεγγίσεις. Η υπερβατικότητα, η μεταφυσική, η θρησκευτικότητα, η άκαμπτη αιτιοκρατία, στέκονται εμπόδια στην ελευθερία που επιδιώκουμε.
Ο δρόμος για την ευτοπία δεν είναι στρωμένος ούτε με δελτία τύπου, ούτε με κομματικά ψηφοδέλτια. Το κίνημα των αγανακτισμένων, η μαζική συμμετοχή του κόσμου στις πορείες του 2011, η δημιουργία αλληλέγγυων δικτύων, άνοιξαν το μονοπάτι για το μέλλον. Απορρίπτουμε κάθε μοναδική αλήθεια, κάθε ηγετική φυσιογνωμία, κάθε δογματική πεποίθηση, συνεχίζοντας την κοινωνική επανάσταση που ποτέ δεν έχει τελειώσει, βρίσκεται εν σπέρματι στην ψυχή του καθενός μας. Ας απελευθερωθούμε από τα δεσμά του εγώ, αφήνοντας το εμείς να πλημμυρίσει.

Βιβλιογραφία:
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας. Πέμπτη έκδοση, Πόλις, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Ο Θρυμματισμένος κόσμος. Ύψιλον βιβλία, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού. Ύψιλον βιβλία, 1997.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η άνοδος της ασημαντότητας. Ύψιλον βιβλία, 2000.
[1] Εμπειρίκος Ανδρέας. Τα πουλιά του Προύθου, από τη συλλογή “Ενδοχώρα” 1945.
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. Third Edition, London, 1996.
Arendt, Hannah. On Revolution. Penguin Books, Second Edition, 1973 (first published in 1963).
Hobbes, Thomas. Leviathan. Oxford University Press, Second Edition, 1909.
[2] Ελευθεροτυπία: Αβγατίζει η… φτώχεια στην Ευρώπη
[3] Καστοριάδης, Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς 2.

Παγκοσμιοποίηση, αντι-Παγκοσμιοποίηση και νέα προτάγματα

Ian Delta, Julien Febvre
Τί είναι η παγκοσμιοποίηση
Εδώ και περίπου δυο δεκαετίες ο όρος «παγκοσμιοποίηση» μονοπωλεί σε κάθε είδους πολιτική και οικονομική ανάλυση. Με τον όρο «Παγκοσμιοποίηση» επιχειρείται να διαφοροποιηθεί η οργάνωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής που τους τελευταίους αιώνες ήταν συνδεδεμένη με μικρότερης κλίμακας κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως το έθνος-κράτος, από την αντίστοιχη τάση οργάνωσης κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην «παγκοσμιοποιημένη» ανθρωπότητα υποτίθεται ότι όλες οι βασικές παράμετροι της ανθρώπινης δραστηριότητας αυτονομούνται και εκφεύγουν των συνόρων των κρατών, τείνοντας να απελευθερωθούν πλήρως από τον εθνικό έλεγχο και προστατευτισμό. Με βάση το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης», η κίνηση κάθε μορφής κεφαλαίου, είτε αυτό θεωρείται παραγωγικό (π.χ. πρωτογενής τομέας – αγροτική παραγωγή, δευτερογενής τομέας – βιομηχανία) είτε παρασιτικό (π.χ. τριτογενής τομέας – εμπόριο/υπηρεσίες/τραπεζικό κεφάλαιο), υποτίθεται ότι κινείται ελεύθερα χωρίς να περιορίζεται από τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων των κρατών. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το ίδιο ιδεολόγημα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απελευθερώνεται (και συνεπώς κινείται εκτός συνόρων) η εργασία, η τεχνολογία, η κουλτούρα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια νέου τύπου παγκόσμια ηγεμονία αφού, κατά λογική ακολουθία, η απελευθέρωση των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων από τα στενά πλαίσια του έθνους-κράτους, δημιουργεί μια παγκόσμια κοινωνική δομή και ένα νέο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.
Πολλοί λοιπόν μιλούν σήμερα για οικονομική παγκοσμιοποίηση που διακρίνεται σε βιομηχανική και χρηματοπιστωτική, και, κατ’ επέκταση για πολιτική, πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, για παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης κ.ο.κ., εννοώντας την ασύδοτη διακρατική κίνηση του κεφαλαίου μέσω πολυεθνικών εταιρειών-κολοσσών, την απεριόριστη κίνηση του εργατικού δυναμικού, την επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη που μπορούν να επιβάλλουν τις θέσεις τους κυριαρχικά, την ανάπτυξη παράλληλα νέων πολιτισμικών επαφών και την δημιουργία κατά τον τρόπο αυτό, μιας παγκόσμιας κουλτούρας, καθώς και την ανεμπόδιστη ροή της πληροφόρησης χωρίς γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις οικονομικές επιστήμες από τον Theodore Levitt το 1944 [1], αλλά η αλήθεια είναι ότι η έννοια «παγκόσμιο σύστημα» δεν ήταν πρωτόγνωρη στην οικονομική ιστορία: από τον 16ο αιώνα είχε συνδεθεί με την αναγκαιότητα για διεθνή ολοκλήρωση, για ανάπτυξη των διεθνών ροών των παραγωγικών συντελεστών και για την εντατικοποίηση του διεθνούς καταμερισμού τόσο της εργασίας όσο και της παραγωγής. Συνεπώς η έννοια της «Παγκοσμιοποίησης», ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο πυρήνας της έννοιάς της που έχει να κάνει με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αν και γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί από όσους την επικαλούνται ως μια νέα πολιτική πραγματικότητα, εντούτοις κάθε άλλο παρά νέα είναι ενώ η έννοιά της δεν αποσαφηνίζεται ποτέ ικανοποιητικά δεδομένου ότι:
Το κεφάλαιο ήταν ανέκαθεν παγκοσμιοποιημένο – από την εμφάνιση του καπιταλισμού τον 16ο αιώνα. Μάλιστα, ακόμα και οι πρώτοι θεωρητικοί του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου, A.Smith και D.Ricardo, εκλάμβαναν στις θεωρίες τους, όπως αυτές διατυπώθηκαν 200 χρόνια αργότερα, τον 18ο αιώνα, την πλήρη κινητικότητα, παγκοσμιότητα και διεθνικότητα των παραγωγικών συντελεστών (κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών κλπ.) ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας του μοντέλου αυτού. Ας μην ξεχνάμε ότι με το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία, ο καπιταλισμός πέτυχε την πρώτη κεφαλαιακή συσσώρευση και πως εκεί βασίστηκε η «ανάπτυξη» (η λέξη τίθεται εντός εισαγωγικών γιατί, αν και ως οικονομική έννοια είναι ξεκάθαρη, δυσκολευόμαστε να την χρησιμοποιούμε ανεπιφύλακτα αφού η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη, ιστορικά συνδέθηκε και συνδυάστηκε με εκατοντάδες εκατομμύρια θυμάτων) που ακολούθησε κατά την βιομηχανική επανάσταση: η ληστεία φυσικών και ανθρώπινων πόρων και το τεράστιο εργατικό δυναμικό που δεν κόστιζε τίποτα ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν την πρώτη μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση. Επίσης, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος «Παγκοσμιοποίηση», τα χαρακτηριστικά που του προσδίδονται ήταν παρόντα και έντονα στην ιστορία του καπιταλισμού και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι σήμερα. Για παράδειγμα τα μεταναστευτικά ρεύματα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα δεν μπορούν να συγκριθούν με την πολύ μικρότερη σημερινή μετακίνηση εργατικού δυναμικού.
Επίσης, ούτε η πολιτική αντιμετώπιση της «οικονομικής παγκοσμιοποίηση» αποτελεί ένα νέο στοιχείο. Η υποτιθέμενη διακρατική ή υπερκρατική διάσταση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία, λίγο-πολύ περιγράφεται ως η αδυναμία των κρατών να ελέγξουν την οικονομία με βάση εθνικούς σχεδιασμούς και στρατηγικές, είναι επίσης μύθος. Όπως έχουμε αναφέρει και αλλού «η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο.». Είναι άλλο ζήτημα αν τα κυρίαρχα στρώματα είναι (ή δεν είναι) σε θέση να επιβάλουν στο πολιτικό προσωπικό των κυβερνήσεων των κρατών συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές. Στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί τους τελευταίους 5 αιώνες, οι ελίτ και οι ευνοούμενοι ανέκαθεν είχαν στενές σχέσεις (σχέσεις αλληλεξάρτησης συμφερόντων) με τις πολιτικές ηγεσίες. Συμπερασματικά προκύπτει πώς ούτε το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ειδοποιός διαφορά μεταξύ του «νέου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού» και των οικονομικο-πολιτικών μοντέλων των περασμένων αιώνων.
Η οικονομική Παγκοσμιοποίηση που επικαλούνται σήμερα διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι δεν είναι λοιπόν με κανέναν τρόπο κάτι καινούργιο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί ένα πρωτογενές γεγονός, δεν εδράζεται σε αυθόρμητες μεταλλαγές της οικονομικής πραγματικότητας, δεν είναι αποτέλεσμα ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, αλλά μάλλον πρόκειται για μια εκ των άνω επιβαλλόμενη στις κοινωνίες επιλογή των κυβερνήσεων: Από τη μια πλευρά, ο καπιταλισμός ανέκαθεν είχε την τάση να παγκοσμιοποιηθεί και από την άλλη, η σημερινή θρυλούμενη «παγκοσμιοποίηση» τελεί υπό την ανομολόγητη ίσως αλλά σε κάθε περίπτωση προφανή και αυστηρή προστασία των κυβερνήσεων των κρατών (πολιτικές μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μονεταρισμός, διάλυση κοινωνικών κατακτήσεων κλπ.). Αν η υπό εξέταση έννοια της «Παγκοσμιοποίησης» έχει κάποιο πραγματικά καινούργιο νόημα, αυτό πρέπει να αναζητηθεί κυρίως αλλού και όχι κατ’ αρχήν στην οικονομική σφαίρα. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τις έννοιες της πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης μέσα από διάφορες παραμέτρους.
Παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα και εθνικισμός
Συναντούμε σήμερα μια ευρεία γκάμα απόψεων, τόσο από αυτούς που συμφωνούν με την ιδέα της παγκοσμιοποίησης και με όσους αντιτάσσονται σε αυτήν. Υπάρχει το στρατόπεδο όσων ευαγγελίζονται την παγκόσμια διακυβέρνηση και την εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Στους κύκλους αυτούς κυριαρχεί η Νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η αντίληψη πως η μόνη λύση για να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα είναι η εξάπλωση του Δυτικού φιλελεύθερου μοντέλου στις «υποανάπτυκτες χώρες του τρίτου κόσμου» – μια εξάπλωση που θα διαλύσει τα εθνοφυλετικά μίση, αλλάζοντας το εθνοθρησκευτικό φαντασιακό με αυτό του παραγωγισμού. Υπάρχουν  βέβαια και αυτοί που διαφωνούν με την παγκόσμια κυριαρχία των αγορών -  ένα στρατόπεδο που φαίνεται πως έχει ένα πιο δυσδιάκριτο χαρακτήρα.  Εντός αυτού, άλλες δυο αντιμαχόμενες πλευρές δημιουργούνται. Από την  μια οι εθνικιστικές φωνές κάνουν λόγο για αλλοίωση των εθνικών  χαρακτηριστικών, για καταστροφή των παραδόσεων και της εθνικής  κυριαρχίας των χωρών, ενώ η άλλη πλευρά εστιάζει την προσοχή της στην  εκμετάλλευση των ανίσχυρων από τους κυρίαρχους των μέσων παραγωγής, μιλά  για καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της τοπικής αυτονομίας  και αντιπροτείνει ρήξη  με τον καπιταλισμό. Και οι δύο πλευρές εκφράζουν μια αλήθεια. Είναι  πραγματικότητα τόσο ότι η παγκοσμιοποίηση προκαλεί πολιτισμικές αλλοιώσεις  αλλά και ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης των ανίσχυρων  από τους ισχυρούς της Δύσης. Ωστόσο όμως, αυτό που θα πρέπει  να εξετάσουμε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα δύο αυτά  στρατόπεδα εντός του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να  δούμε με εξαιρετική προσοχή τα λεγόμενα πολλών εθνικιστών όχι μόνο στις  ανατολικές χώρες, αλλά και στις δυτικές, που βλέπουν με καχυποψία  οτιδήποτε κινείται εκτός των πλαισίων των τοπικών παραδόσεων και μάλιστα κηρύσσουν τον πόλεμο στην πολυπολιτισμικότητα, διατυμπανίζοντας ότι από πίσω της «κρύβονται ύπουλα σχέδια».
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει, λανθασμένα πολλές φορές, συνδεθεί με την πολυπολιτισμικότητα, και αυτό διότι συμπίπτει ιστορικά, με τη διαμόρφωση πολιτισμικά πλουραλιστικών κοινωνιών στις κοινωνίες της Δύσης. Πολλοί, λοιπόν, είναι σήμερα αυτοί που με σκοπό να εναντιωθούν στην παγκοσμιοποίηση, γίνονται και φανατικοί πολέμιοι της πολυπολιτισμικότητας την οποία συνδέουν με την με την εξάπλωση του οικονομικού, πολιτικού και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού στον υπόλοιπο κόσμο. Αναλύοντας, όμως, περισσότερο τις δομές των Δυτικών κοινωνιών, αυτό που συνειδητοποιούμε είναι ότι η πραγματική πολυπολιτισμικότητα διαφέρει ριζικά από το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης, όχι μόνο διότι δεν επιδιώκει την ανάπτυξη πραγματικά διαπολιτισμικών σχέσεων αλλά επειδή, αντίθετα, στοχεύει στην επιβολή του Δυτικού προτύπου ζωής στις μή Δυτικές χώρες, και πάνω απ’ όλα θέτει ως πρωταρχικό της στόχο τον εξορθολογισμό του κέρδους, με δυο λόγια: το καπιταλιστικό φαντασιακό. Στο πολιτισμικό πεδίο, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πλαστικός Δυτικός εμπορευματοποιημένος πολιτισμός, όχι το κομμάτι του που αφορά στις δημοκρατικές παραδόσεις, αλλά η οικονομίστικη fast food κουλτούρα, εισήχθη στην Ανατολή σαν εμπορεύσιμο προϊόν άρρηκτα συνδεδεμένο με την προώθηση του «Αμερικανικού  Ονείρου», εισβάλλοντας έτσι στις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής των περισσότερων ανατολικών χωρών.
Η επέκταση αυτή του Δυτικού φαντασιακού, παρουσιάζεται ως η μοναδική ιδέα, ως ένας μονόδρομος που θα εκδημοκρατίσει τις ανατολικές χώρες (επιχείρημα που χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι κρετίνοι). Στην Ανατολή όμως, πέρα από τις τεράστιες πολιτισμικές αλλοιώσεις που έχει επέλθει εξαιτίας της επικράτησης του Δυτικού φαντασιακού, είναι φανερό ότι αποτελεί και τον σημαντικότερο παράγοντα εκμετάλλευσης των φτηνών εργατικών χεριών (και μάλιστα με  τον χειρότερο τρόπο) των κατοίκων ορισμένων χωρών που εξαιτίας πολεμικών επιχειρήσεων που εξαπολύθηκαν από τις ίδιες τις Δυτικές  χώρες από τις οποίες τώρα εξουσιάζονται κυρίως οικονομικά, έχασαν οποιαδήποτε εύνοια και αυτοκυριαρχία μένοντας άνεργοι στα πρόθυρα της λιμοκτονίας και της καταστροφής. Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα όμως, της εθνοκτονικής [2] παγκοσμιοποίησης, οι εθνικιστές έχουν κατασκευάσει δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας, κινώντας παράλληλα καμπάνια ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα. Πρόκειται για μια καμπάνια που βρίθει από κραυγές μίσους και μισαλλόδοξες υστερίες. Οι ίδιοι πολεμούν την παγκοσμιοποίηση θέτοντας ως κεντρικές αξίες και σημασίες τα ήθη και τις παραδόσεις ενός λαού που αλλοιώνονται από την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων σε κοινωνίες που μόλις πριν από μερικά χρόνια δεν είχαν καμία επαφή με διαφορετικές (μή Δυτικές κυρίως) εθνικές ομάδες. (Μια τέτοια κοινωνία είναι και η Ελληνική, η οποία όχι μόνο δεν είχε γνωρίσει την πολυπολιτισμικότητα μεταπολεμικά, αλλά η θέσμιση του νεοελληνικού μορφώματος/κράτους βασίστηκε πάνω σε εθνικιστικά ιδεώδη όπως ο αλυτρωτισμός, η Μεγάλη Ιδέα και η συνεχής προώθηση εθνικιστικών φαντασιώσεων μέσω λόγιων που εξυμνούσαν την Ελληνική ανωτερότητα).
Οι τάσεις αυτές των πατριωτών/εθνικιστών, κάτω από μια πιο σφαιρική διαύγαση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας μόνο ως παράλογες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, για τους εξής λόγους: α) Η παγκοσμιοποίηση όπως ειπώθηκε και παραπάνω είναι καθαρά μονοπολιτισμικής φύσης. (Δεν επιδιώκει διαπολιτισμικές σχέσεις αλλά, απεναντίας, επιβάλλει την Δυτική κουλτούρα σε όλους τους υπόλοιπους λαούς). β) Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αυτές που βλέπουμε στις περισσότερες Δυτικές χώρες, οφείλουν την ύπαρξή τους στους κοινωνικούς αγώνες και όχι στις πολιτικές του Νεοφιλελευθερισμού: Αν, για παράδειγμα, ανατρέξουμε στην σύγχρονη Βρετανική  ιστορία θα δούμε πως τα χρόνια από  την δεκαετία του ’50 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είναι ιδιαίτερα ταραγμένα σε ότι αφορά τις σχέσεις  μεταναστών/γηγενών (όπως πάνω κάτω και σε όλο  τον Δυτικό κόσμο). Μεγάλοι  κοινωνικοί αγώνες έλαβαν χώρα, εξεγέρσεις  μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα (με αποκορύφωμα το Civil Rights Movement  στις Η.Π.Α) – γεγονότα που βοήθησαν τις καταπιεσμένες μειονότητες να ενισχύσουν τον  ρόλο τους στην κοινωνία.
Η φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών
Αναμφισβήτητα, η οικονομική μετανάστευση είναι καπιταλιστικής φύσης, και ευθύνεται για την ύπαρξη μή λευκών μειονοτήτων στην Ευρωπαϊκή επικράτεια. Θα πρέπει, όμως,  να διαχωρίσουμε το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης μέσα σε  έναν κόσμο δίχως σύνορα και  εδαφικούς περιορισμούς, από την  εξαναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, φτηνών σκλάβων στα σύγχρονα φέουδα. Η πολυπολιτισμικότητα, όμως, όπως τη συναντούμε σήμερα οφείλει την ύπαρξή της στους αγώνες για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη και όχι σε κάποια «κρυφή ατζέντα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας που στόχο της έχει βάλει την εθνική μας ταυτότητα» όπως θέλει η χυδαία προπαγάνδα της άκρας δεξιάς να μας κάνει να πιστέψουμε. Αντιθέτως, αυτό που επιβάλλουν οι Δυτικές ανταγωνιστικές κοινωνίες είναι η ολοκληρωτική γκετοποίηση και όχι η αρμονική συμβίωση των πολιτισμικά διαφορετικών ατόμων, έχοντας ως στόχο τους οι  μετανάστες να  μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Με βάση τους Barbara Harff and Robert Gurr [3] ο ανταγωνισμός είναι ένας μεγάλος παράγοντας που οδηγεί στις εθνοφυλετικές συγκρούσεις: «δεν υπάρχει συνολική και ευρέως αποδεκτή θεωρία για τα αίτια των εθνοπολιτικών συγκρούσεων. Αντίθετα, υπάρχουν προσεγγίσεις και υποθέσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν ορισμένες πτυχές τους» (77). Και οι δύο απορρίπτουν πολλές από τις σύγχρονες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η «μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις, και η ανάπτυξη της παιδείας θα οδηγήσει στη δημιουργία πολύπλοκων και συνεκτικών κοινωνιών» (78) με την κατάργηση των τοπικιστικών ταυτοτήτων των εθνικών ομάδων, δημιουργώντας μέσω της ανάπτυξης ένα ευρύ δίκτυο επικοινωνίας. «Όταν οι άνθρωποι από τις διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται άμεσα για τους ίδιους πόρους και θέσεις που σπανίζουν, οι εθνοτικές ταυτότητές τους γίνονται όλο και πιο σημαντικές για αυτούς. Και αν κάποιες ομάδες είναι πιο επιτυχημένες από άλλους, αυξάνονται οι φυλετικές ανισότητες» (Harff & Gurr, 79)
Σημείωση: Εφ εξής, η πραγματική πολυπολιτισμικότητα, η οποία συνδυάζει φυλετική, πολιτισμική αρμονία, συνύπαρξη και αλληλοκατανόηση ονομάζεται διαπολιτισμική κοινωνία.  Θα πρέπει, δηλαδή, όλες οι παραδόσεις  όλων των πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων να έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους αν θέλουμε να λέμε πως έχουμε να κάνουμε με μια διαπολιτισμικής φύσης (και όχι απλά πολυπολιτισμική) κοινωνία. Εξάλλου, ο όρος και  μόνο πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται στην φιλελεύθερη  προσέγγιση του κοινωνικού αυτού μοντέλου, τον κοσμοπολίτικο πολυφυλετισμό. Η γκετοποίηση, παρά του ότι υπάρχουν πάρα πολλοί  (αφρικανοί, ασιάτες, λευκοί) που ζουν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, δεν  έχει εξαφανιστεί. Είναι ορατή στα προάστια του Παρισιού, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και των περισσότερων Δυτικών μεγαλουπόλεων, κάτι που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για διαπολιτισμικότητα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει άμεση ανταλλαγή πολιτισμών και αλληλοκατανόηση του διαφορετικού. Εν ολίγοις,  δεν μπορούμε να λέμε πως η παρουσία και μόνο κάποιας μειονότητας με διαφορετικά ήθη και έθιμα καθιστά μια κοινωνία πραγματικά πολυπολιτισμική (δηλαδή διαπολιτισμική). Αν για παράδειγμα, σε  μια Γερμανική πόλη ενός εκατομμυρίου γηγενούς πληθυσμού υπάρχουν  20.000  Ιάπωνες μετανάστες που ζουν στο περιθώριο τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για διαπολιτισμική κοινωνία εφόσον δεν υπάρχουν άμεσες αλληλεπιδράσεις του Γερμανικού με τον Ιαπωνικό τρόπο ζωής. Πόσο μάλλον όταν τόσο ο Γερμανός όσο και ο Ιάπωνας μετανάστης σκέφτονται με βάση την Αμερικανική λογική του fast-food lifestyle, της εύρεσης όσο το δυνατό πιο υψηλόμισθης εργασίας γίνεται, της αγοράς αυτοκινήτου,  κατοικίας – μιας  υπερκαταναλωτικής λογικής «απόκτησης πραγμάτων» που επικρατεί πλέον παγκοσμίως! Τότε αυτό που  βλέπουμε είναι πως στην ουσία η κοινωνία έχει Αμερικανοποιηθεί λόγω του  προωθούμενου μοντέλου της παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης.
Οι  Δυτικές πολυπολιτισμικές (κι εν δυνάμει διαπολιτισμικές) κοινωνίες,  λοιπόν, δεν είναι παράγωγα της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή της ανώτερης  φάσης της εξάπλωσης του καπιταλισμού). Είναι το αποτέλεσμα  διαφόρων  κοινωνικών αγώνων που έλαβαν μέρος κατά την διάρκεια των  προηγούμενων  δεκαετιών, αγώνες που έγιναν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των τότε  κεφαλαιοκρατών, όπου οι μετανάστες απαίτησαν ίσα δικαιώματα και   ευκαιρίες με τον γηγενή πληθυσμό. Χάρη σε αυτούς τους αγώνες λοιπόν οι   Ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι σήμερα σε κάποιο βαθμό πολυπολιτισμικές. Όμως χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για να γίνουν πραγματικά πολυπολιτισμικές.  Άλλωστε,  όσο λιγότερη γκετοποίηση υφίσταται μεταξύ ατόμων  διαφορετικού  πολιτισμικού υπόβαθρου, τόσο περισσότερο διαπολιτισμική και  δικαιότερη  γίνεται μια κοινωνία, κάτι που φυσικά έρχεται σε σύγκρουση  με τα  συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών (όπως θα δούμε παρακάτω) και συνεπώς της  παγκοσμιοποίησης που δεν τίποτα παραπάνω από παράγωγο του καπιταλισμού!
Στην  πραγματικότητα οι κοινωνίες που ζούμε (και κατά συνέπεια ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά των Δυτικών κοινωνιών) είναι πολύ πιο μονοπολιτισμικές από όσο δείχνουν. Οι λόγοι: Όλα τα Μέσα  Μαζικής Ενημέρωσης, σε όλο τον κόσμο κάνουν τα πάντα προκειμένου να  προωθήσουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής εύκολα αποδεκτό από τις μάζες, το γνωστό “American Lifestyle” όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Θα θεωρούσαμε απόλυτα φυσιολογικό να βλέπαμε μια παρέα Μογγόλων να τραγουδάει ένα διάσημο Αμερικάνικο ποπ άσμα ενώ η θέα μιας παρέας Αμερικανών εφήβων που διασκεδάζει με μογγολέζικη μουσική θα φάνταζε εξαιρετικά παράταιρη! Φανταστείτε μια μπάντα Ινδονησιακής μουσικής (διάσημοι καλλιτέχνες στον τόπο τους) να περιοδεύει στις Η.Π.Α. Στις  μεγάλες μητροπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, ελάχιστο ποσοστό  ανθρώπων θα ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσει ζωντανά μια τέτοια συναυλία. Κατά πάσα πιθανότητα θα αφορούσε μόνο τους μετανάστες από την Ινδονησία  που ζουν στις Η.Π.Α και ίσως ένα μικρότατο ποσοστό λευκών Αμερικανών (εκτός αν είχε διαφημιστεί κατάλληλα ως κάτι που πρέπει να δει κανείς αν θέλει να σέβεται το κουλτουριάρικο είδωλό του). Τι  θα γινόταν όμως αν μια διάσημη ποπ Αμερικανίδα τραγουδίστρια  επισκεπτόταν την Τζακάρτα (πρωτεύουσα της Ινδονησίας); Είναι απόλυτα λογικό πως στις Η.Π.Α κυριαρχεί ο Αμερικανικός τρόπος ζωής, όμως στην  Ινδονησία το “American Lifestyle” κυριαρχεί κι εκεί επίσης, όπως και σχεδόν παντού, και μάλιστα έναντι των τοπικών παραδόσεων!
Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων έρχεται σε απόλυτη ρήξη με την παγκοσμιοποίηση η  οποία προωθεί την Αμερικανοποίηση της κοινωνίας. Διαπολιτισμική  κοινωνία δεν σημαίνει μετατροπή της κοινωνίας σε μια καταναλωτική μάζα  που δίχως επιλογή ακολουθεί ένα mainstream lifestyle όπως η  συντηρητική-δεξιά προπαγάνδα προσπαθεί να παρουσιάσει. Η διαπολιτισμική  κοινωνία αφορά την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών  στοιχείων αλλά και τη γεφύρωση πάσης φύσεως χάσματος και την εξάλειψη του μίσους που υπάρχει μεταξύ  δύο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με απώτερο στόχο την από κοινού προσπάθεια για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής μας. (Για να  επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει βέβαια να μειωθεί και ο παραγωγισμός, και συνεπώς ο οικονομικός ανταγωνισμός που δημιουργεί φυλετικές εντάσεις και τριβές μεταξύ ανθρώπων. Η κοινωνική ανισότητα του καπιταλισμού εκφράζεται επίσης και ως φυλετική ανισότητα.) Από την άλλη πλευρά  ο Αμερικανισμός, που όπως εκτέθηκε παραπάνω, αποτελεί προϊόν της παγκοσμιοποίησης, δεν  είναι κάτι παραπάνω από μία μορφή εξάλειψης της διαφορετικότητας μέσω της συνεχόμενης προβολής ενός μοντέλου ζωής εύκολα αποδεκτού από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Πολιτισμική Παγκοσμιοποίηση σημαίνει επικράτηση μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε κάθε άνθρωπο ως παράγωγο της ανεξέλεγκτης οικονομικής ανάπτυξης. Απεναντίας, η διαπολιτισμική κοινωνία επιδιώκει την ένωση της διαφορετικότητας και όχι την εξάλειψή της. Αποσκοπεί στην  κοινωνική πρόοδο και όχι την καταρράκωση των διαφόρων πολιτισμικών  επιτευγμάτων στον βωμό της εντατικοποίησης της παραγωγής και του κέρδους. Ως ένα ιδεοτυπικό παράδειγμα ανθρώπου επηρεασμένου από την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης θα  μπορούσε να θεωρηθεί το άτομο που έχει εθιστεί στην ιδιώτευση, στον  υπερκαταναλωτισμό, στην έλλειψη οραμάτων, στην μίμηση κάποιας ανόητης  τηλεπερσόνας… Σε αντίθεση, ο διαπολιτισμικός άνθρωπος έρχεται σε επαφή  με διαφορετικούς πολιτισμούς και άτομα διαφορετικής κουλτούρας  προσπαθώντας έτσι να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για τον κόσμο και  την θεώρηση των καταστάσεων. Παράλληλα ανακαλύπτει την χρυσή τομή  μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών, δηλαδή κοινά γνωρίσματα που θα  πρέπει να τεθούν ως κοινές αξίες για όλους τους ανθρώπους, με σκοπό να γεφυρωθεί κάθε είδους πολιτισμικό χάσμα και να επικρατήσει αρμονία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ κάθε ανθρώπου (πολιτισμική δημοκρατία).
Συμπερασματικά προκύπτει ότι και η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από τον φυσιολογικό αντίκτυπο της καθολικής επικράτησης του καπιταλιστικού φαντασιακού – μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από την εμφάνιση του καπιταλισμού και σε σχέση αλληλεπίδρασης μαζί του. Στην διαδικασία αυτή δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη και κομβική τομή τα τελευταία χρόνια – τέτοια ώστε να δικαιολογήσει από μόνη της την καθιέρωση του όρου ως νέου και διαφορετικού. Η εμφάνιση των Ισπανών conquistadores στην Αμερική, το στοίβαγμα εκατομμυρίων αφρικανών στα αμπάρια των δουλεμπορικών στόλων και η εναποθέτησή τους ως σκλάβων στα εδάφη των πρώτων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι ιστορικές πραγματικότητες που συνομολογούν στην δημιουργία των καπιταλιστικών πολυπολιτισμικών σχέσεων εδώ και αιώνες. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί με τα άλματά της να εκπλήσσει τις κοινωνίες στο εκάστοτε παρόν, αλλά ιδωμένη διαχρονικά φαίνεται μια αναμενόμενη εξέλιξη. Το δέος που ένιωσε ο άνθρωπος όταν ο Graham Bell εφηύρε το τηλέφωνο, η ανακάλυψη του κινηματογράφου από τους αδερφούς Lumière και η δορυφορική τηλεόραση είναι βήματα στην «τεχνολογική παγκοσμιοποίηση» όσο και η εφεύρεση και διάδοση του internet.
Και πάλι όμως δεν προκύπτει με σαφήνεια τι ακριβώς είναι η (πολιτική) «παγκοσμιοποίηση». Αν η νεο-φιλελεύθερη φαντασίωση, σύμφωνα με την οποία μέσω μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» που θα ελέγχει την λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσε να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα και ανάπτυξη, ήταν αληθινή έστω και ως φαντασίωση, τότε ο σύγχρονος καπιταλισμός θα είχε δώσει το βάρος σ’ αυτό που αποκαλείται πραγματική οικονομία (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας) αι όχι στην παρασιτική (τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο – οικονομία τύπου καζίνο βασισμένη σε παράγοντες που βρίσκονται εκτός του κύκλου των παραγωγικών δυνάμεων.
Ίσως τελικά η μόνη έννοια που να μπορεί να πάρει ο όρος «Παγκοσμιοποίηση» να έχει να κάνει ακριβώς με την επιθυμία των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων στρωμάτων (ή , καλύτερα, ενός τμήματος αυτών) να επιβάλλουν τον όρο αυταρχικά προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη τάση τους να παγκοσμιοποιήσουν την οικονομία τους με κάθε μέσο προκειμένου απλώς να μην βρεθούν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μείωσης των κερδών σε ένα καπιταλισμό που φαίνεται πως δεν είναι πια προσανατολισμένος τόσο στην (υπερ)παραγωγή και την (υπερ)κατανάλωση, αλλά όντας σε πλήρη παρακμή, απλώς στη αποθησαύριση κάποιων κύκλων και «όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε».
Παγκοσμιοποίηση και αντι-προτάγματα
Μέσα σ’ όλα αυτό το συγκεχυμένο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, από διάφορους προοδευτικούς χώρους και δη της  Αριστεράς (όχι τόσο της ελληνικής που παραδοσιακά έχει κυρίως πατριωτικό  χαρακτήρα) και πολλών σοσιαλδημοκρατών, καλλιεργείται  η αδικαιολόγητη προσδοκία ότι με την «παγκοσμιοποίηση» θα σαρωθούν οι  «αντιδραστικοί» τοπικοί παράγοντες και πως η καταπιεστική εξουσία των εθνικών κρατών θα υποχωρήσει. Και αυτή η προσέγγιση ενός τμήματος της  Αριστεράς που κατά ένα παράδοξο τρόπο αποδέχεται την «παγκοσμιοποίηση», είναι όμως λανθασμένη. Κι αυτό γιατί ναι μεν η συγχώνευση περισσότερων  κοινωνιών θα μπορούσε ενδεχομένως  να κλονίσει τις εθνικές κυριαρχίες και ν’ αμβλύνει τις πολιτικές  αντιπαλότητες μεταξύ των Εθνών-Κρατών, αλλά εάν αυτή η αντικατάσταση των  τοπικών εξουσιών ειδωθεί αποκομμένα από το ζήτημα των πολιτικών (και πολιτισμικών) διαφοροποιήσεων δεν θα ήταν αποτελεσματική. Όπως η  Πόλη-Κράτος στη αρχαιότητα υπήρξε η προϋπόθεση για την εμφάνιση της  δημοκρατίας, όπως το Έθνος-Κράτος ήταν η βάση για την εμφάνιση και  ανάπτυξη του δημοκρατικού συστήματος στη νεώτερη εποχή, έτσι και σήμερα, το βάρος θα έπρεπε να δοθεί στην κυριαρχία αυτόνομων δομών και  κοινωνιών (με την έννοια της δυνατότητας της ίδιας της κοινωνίας ν’  αποφασίζει κυριαρχικά για ζητήματα που την αφορούν άμεσα) στις οποίες η  διαπολιτισμικότητα είναι προαπαιτούμενο για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας. Η Αριστερά όμως, αδυνατεί σήμερα να  φανταστεί και να μιλήσει για την (συν)διαμόρφωση μιας νέας υπερεθνικής σκηνής που θ’ αποτελέσει το μέσο για την εγκαθίδρυση μιας διεθνοποιημένης παγκόσμιας δημοκρατίας, αδυνατώντας να κινηθεί, να συλλογιστεί αλλά και να δράσει εκτός του καπιταλιστικού φαντασιακού,  αφού δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί ορθά ούτε το μέγεθος της κρίσης του καπιταλιστικού οικονομίστικου σκεπτικού, ούτε να αυτοπροσδιοριστεί ως προς τους στόχους της χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς την καπιταλιστική ανορθολογικότητα, ούτε να κατανοήσει τη φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών. Έτσι δίνει καυτή, με τη σειρά της, λαβή στην αναβίωση των εθνικισμών αλλά και στην ανάπτυξη και διάχυση διάφορων θεωριών συνωμοσίας (που μιλούν για Παγκόσμια Διακυβέρνηση, Νέα Τάξη Πραγμάτων και άλλα τραγελαφικά  ιδεολογήματα) ή ακόμα και παρανοϊκών παραληρημάτων .
Η  πλήρης επικράτηση του καπιταλιστικού φαντασιακού και η πλήρης ανικανότητα της Αριστεράς να διαυγάσει τα νέα δεδομένα και να απογαλακτιστεί από το οικονομίστικο καπιταλιστικό τρόπο σκέψης που την  κάνει να ετεροκαθορίζεται, τελικά οδηγούν σε μία κίβδηλη, γελοία και  ιδεολογικά επικίνδυνη νοηματοδότηση και ερμηνεία μιας τάχα αντίθετης  προς την «παγκοσμιοποίηση» έννοιας, αυτή της «αντι-παγκοσμιοποίησης». Εν ολίγοις, το βάρος, η προσοχή μας, οι πολιτικές μας στοχεύσεις πρέπει να μετακινηθούν από το δίπολο παγκοσμιοποίηση (νεοφιλελευθερισμός) -  αντι-παγκοσμιοποίηση (εθνικισμός ή προχειρότητες της αριστεράς). Αναμφισβήτητα η παγκοσμιοποίηση αφορά στην εκμετάλλευση των λιγότερο οικονομικά ισχυρών κατοίκων των μή Δυτικών κοινωνιών από τις Δυτικές δυνάμεις, αλλά όμως, με τίποτα δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν εντός απομονωμένων κοινωνιών, όπως για παράδειγμα της Βόρειας Κορέας (μια χώρα που δεν αποτελεί κομμάτι της παγκοσμιοποίησης). Αναμφισβήτητα κάθε λαός έχει το δικαίωμα να αντισταθεί στην πολιτισμική αμερικανοποίηση της κοινωνίας του, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παλέψουμε με όπλο την εθνικιστική κλειστότητα και τον φανατισμό. Η κοινωνία της μάζας και του πλαστικού πολιτισμού δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στις ελίτ και στο κεφάλαιο, αλλά και σε εμάς τους ίδιους που αποτελούμε τον καθρέφτη της, που υιοθετούμε κάθε αξία τυφλά (τόσο αυτής του καταναλωτισμού, όσο και του εθνικισμού). Έτσι λοιπόν, λέμε Ναι στη γέννηση μια τοπικοποιημένης άμεσης δημοκρατίας (τοπικές συνελεύσεις), η οποία θα είναι παράλληλα διαπολιτισμική, δικτυωμένη και διεθνοποιημένη μέσα από  αυτόνομες κοινωνίες που θα έχουν τοπικό έλεγχο των θεσμών τους, αλλά θα  συνεργάζονται διεθνώς, και με αμοιβαιότητα θα δέχονται την διαφορετικότητα (κάτι που σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να υπάρχει διαφορετικότητα), θα την αγκαλιάζουν και δεν θα ακολουθούν τυφλά ταυτότητες δοτές, κοινωνίες όπου θα σέβονται την ατομικότητα και τις προσωπικές επιλογές του κάθε ατόμου και δεν θα ελέγχονται ούτε από τοπικές αλλά ούτε και από διεθνείς ελίτ. Μια τέτοια κοινωνία είναι μπροστά μας, αρκεί να την απαιτήσουμε. Οι αγώνες που βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα μάλλον έχουν παρεκκλίνει αρκετά από τα βασικά προτάγματα της αυτονομίας και των διαπολιτισμικών σχέσεων, εμπνεόμενες από τον χυδαίο εθνικισμό ή τον χρεοκοπημένο αριστερισμό. Το μόνο που μας μένει είναι να τους επανανοηματοδοτήσουμε, όντας υπεύθυνοι για την ιστορία μας…
[1]Theodore Levitt (1925-2006), αμερικάνος οικονομολόγος και καθηγητής στο Χάρβαρντ.Υπήρξε συντάκτης της Harvard Business Review και έγινε κυρίως γνωστός για την εισαγωγή του όρου «Παγκοσμιοποίηση».
[2] Η έννοια εθνοκτονία ανήκει στον Γάλλο ανθρωπολόγο Pierre Clastres (Archeology of Violence, κεφ.4). Δεν θα πρέπει να συγχέεται με εθνικιστικές ή άλλου είδους παρόμοιες ντετερμινιστικές ιδεοληψίες. Στο βιβλίο του Archeology of Violence, ο Κλαστρ σημειώνει πως η έννοια αυτή δηλώνει την εξάλειψη κάθε πολιτισμικού στοιχείου ενός λαού ή εθνικής ομάδας. Σε αντίθεση με την γενοκτονία, που κατά βάθος αφορά στην φυσική εξόντωση ενός μεγάλου αριθμού κάποιας αντίπαλης μειονότητας, η εθνοκτονία έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την θανάτωση πολιτισμικών στοιχείων και όχι των ανθρώπων των ίδιων. (Pierre Clastres, Archeology of Violence, Semiotext(e), 2012)
[3] Harff Barbara and Gurr Robert Ted, Ethnic Conflict in World Politics, Colorado, 1994

NYT: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Την άποψη ότι οι πολιτικές σκληρής λιτότητας που επιβάλλονται από τη Γερμανία στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ευρωζώνη και τον κόσμο ευρύτερα, εκφράζει σε άρθρο του...
 στους New York Times ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν. Κλασσικό θύμα αυτών των λανθασμένων πολιτικών, σύμφωνα με τον έγκριτο οικονομολόγο, είναι η Ισπανία, «επίκεντρο πλέον της κρίσης». «Η ιστορία της Ισπανίας δεν έχει καμία ομοιότητα με τα παραμύθια ηθικής που είναι τόσο δημοφιλή ανάμεσα στους ευρωπαίους αξιωματούχους, ειδικά στη Γερμανία», σχολιάζει ο κ. Κρούγκμαν. Αντίθετα, «Η Ισπανία δεν ήταν δημοσιονομικά ακόλαστη και πριν την κρίση είχε χαμηλό χρέος και πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της». Το πρόβλημα της ιβηρικής χώρας ήταν η «φούσκα» των ακινήτων, ενώ τα τωρινά δημοσιονομικά προβλήματά της είναι οι συνέπειες κι όχι τα αιτία της κρίσης που βιώνει. «Παρά ταύτα, η συνταγή που έρχεται από το Βερολίνο και την Φρανκφούρτη είναι περισσότερη λιτότητα. [...] Χωρίς να μασάμε λόγια αυτό είναι απλούστατα τρελό». Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκμαν, απόφαση-κλειδί για την επιδείνωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους αποτελεί η μη λήψη μίας νομισματικής πολιτικής, που θα συνιστούσε συνέχεια της «γενναίας και αποτελεσματικής» απόφασης της ΕΚΤ να διαθέσει ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε χαμηλότοκα δάνεια προς τις ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες. Η «ανάσα» ρευστότητας που προσέφερε η ΕΚΤ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία συνολική αναθεώρηση της ευρωπαϊκής προσέγγισης, «Αντ’ αυτού, [οι ευρωπαίοι] επένδυσαν εκ νέου στις αποτυχημένες πολιτικές και ιδέες [λιτότητας]», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Κρούγκμαν. Το κακό είναι ότι οι επίμαχες πολιτικές θέτουν σε κίνδυνο τη δυνατότητα των υπερχρεωμένων χωρών να παραμείνουν στο ευρώ, δεδομένου ότι ασκούν μικρό έλεγχο στη νομισματική πολική που ακολουθείται από την ΕΚΤ. «Εάν οι ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν πραγματικά να σώσουν το ευρώ, θα αναζητούσαν μία εναλλακτική πορεία», γνωμοδοτεί ο Κρούγκμαν. «Χρειάζεται μία επεκτατική νομισματική πολιτική με τη μορφή της προθυμίας της ΕΚΤ να αποδεχτεί έναν υψηλότερο πληθωρισμό˙ χρειάζεται μία πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με τη μορφή προϋπολογισμών στη Γερμανία που θα αντισταθμίζουν την λιτότητα στην Ισπανία και τις άλλες δοκιμαζόμενες χώρες». Έστω κι έτσι, οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν, αλλά «τουλάχιστον θα υπήρχε η ελπίδα της ανάκαμψης». Η Ευρώπη όμως επιμένει στις πρακτικές λιτότητας, οι οποίες μάλιστα αποκρυσταλλώθηκαν επισήμως στο νέο δημοσιονομικό σύμφωνο που γεννήθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις αρχές Μαρτίου. Συνάμα, αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξακολουθούν να «τονίζουν την προθυμία της Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια με την ελάχιστη ένδειξη αύξησης του πληθωρισμού». Υπό το πρίσμα της επιμονής στη λιτότητα, είναι δύσκολο να «αποφευχθεί μία αίσθηση απελπισίας», παραδέχεται ο κ. Κρούγκμαν, προειδοποιώντας πως η Ευρώπη κινδυνεύει να οδηγηθεί στο γκρεμό, και ο υπόλοιπος κόσμος «να πληρώσει το τίμημα».