ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος: Μερικές σημειώσεις πάνω στο κράτος

Του Werner Bonefeld

 

Περίληψη

Η κρίση του 2008 λέγεται ότι επανέφερε το κράτος, και η ανάκαμψη του, με την σειρά της, φαίνεται να αποκαλύπτει μετα-νεοφιλελεύθερες τάσεις. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική τους συγκρότηση ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του. Λέξεις-κλειδιά κράτος, κεφάλαιο, τάξη, κρίση, νεοφιλελευθερισμός, μετα-νεοφιλελευθερισμός, ελεύθερη οικονομία, ισχυρό κράτος, πολιτική οικονομία, κριτική
Ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε το βέβαιο τέλος του με την κρίση που ξέσπασε το 2008. (Cecena, 2009: 33)

Συμβατικά, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να αναδύθηκε μετά την βαθειά κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τον Αλτβάτερ, για παράδειγμα, «ξεκίνησε με το τέλος του σταθερού συστήματος ισοτιμιών Μπρέττον Γούντς το 1973 και την επακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (2009: 73). Συνεπώς ο νεοφιλελευθερισμός είναι ταυτισμένος με ένα συγκεκριμένο καπιταλιστικό καθεστώς συσσώρευσης, χαρακτηριζόμενο από την κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου1. Συνήθως, ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίζεται με ένα ανίσχυρο κράτος που αδυνατεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως ένα κράτος-διευκολυντής των αγορών.
Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης ειπώθηκε ότι τελείωσε το 2008 όταν η τραπεζική βιομηχανία «δεν δίστασε να ‘επαναφέρει το κράτος’, με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο ακόμα κι από τις Κεϋνσιανές εποχές». Από την στιγμή που το κράτος επανήλθε, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μεταμορφώθηκε σε «ένα είδος ‘χρηματοοικονομικού σοσιαλισμού’» (Altvater, 2009: 79, παραθέτοντας τον Sennett). Αυτός ο σοσιαλισμός κοινωνικοποιεί τις χρηματοοικονομικές απώλειες, εγγυάται «τοξικό χρέος» και διασφαλίζει ιδιωτικά κέρδη, και για να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία, επιτίθεται στις συνθήκες. Ισοδυναμεί με μία τεράστια αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Ο χρηματοοικονομικός σοσιαλισμός απεικονίζει σωστά την ιδέα του Μαρξ περί καπιταλιστικού κράτους ως εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Τι είναι, όμως, αυτό που εννοείται με την «επαναφορά του κράτους»; Ήταν πραγματικά αποκλεισμένο κατά την διάρκεια του επονομαζόμενου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος της συσσώρευσης;
Η ιδέα ότι το κράτος «επαναφέρθηκε» υπονοεί ένα αναδυόμενο κράτος, ένα κράτος που επανάκτησε κάποιο μέτρο ελέγχου πάνω στην αγορά. Αυτή η άποψη υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική συγκρότηση κράτους και αγοράς ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Ακολουθώντας τον Κλαρκ (1992), αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του.
Αυτό που χρειάζεται είναι…ειλικρινής και οργανωμένη εξαναγκαστική βία (Wolf, 2001)
Όσο ξεχωριστή κι αν ήταν η πολιτική απάντηση στην κρίση του 2008, η εμφανής ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δεν συνεπίφερε ένα αδύναμο κράτος. Συνεπίφερε ένα «ισχυρό κράτος». Το βιβλίο του Άντριου Γκέιμπλ πάνω στην περίοδο Θάτσερ ήταν έτσι εύστοχα τιτλοφορημένο Η Ελεύθερη Οικονομία και το Ισχυρό Κράτος, κάτι που έκανε ξεκάθαρη αναφορά στην ordo-φιλελεύθερη σύλληψη της σχέσης μεταξύ το εθνικό κράτος και της παγκόσμιας οικονομίας2. Η Σούζαν Τζορτζ (1988) χαρακτήρισε την δεκαετία του 1980 ως μία εποχή στην οποία τα πάντα ιδιωτικοποιήθηκαν, εκτός από τις απώλειες, οι οποίες κοινωνικοποιήθηκαν με την χρησιμοποίηση μέσων όπως η σκλαβιά του χρέους και η καταπιεστική αγορά εργασίας και οι κρατικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας. Ο Έρνεστ Μαντέλ (1987) χαρακτήρισε την πολιτική οικονομία της δεκαετίας του 1980 ως «στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό», ένας Κεϋνσιανισμός που αναχρηματοδότησε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα στο χείλος της τότε κρίσης χρεωμένων και της κακής έκθεσης χρέους.
Η διάσωση του πήρε την μορφή μιας γνώμης υπέρ της κυκλικής χρηματοδότησης του ελλείμματος βασισμένης στο δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών, της επέκτασης του βιομηχανικού στρατιωτικού συμπλέγματος, της ιδιωτικοποίησης,  και της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης. Ο στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός επιδίωξε να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία παίρνοντας χρήματα από τις τσέπες των εργατών, και κάνοντας επίθεση στις συνθήκες. Η αναδιανομή του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο ήταν τέτοια ώστε στις αρχές του 1990, «περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης κέρδισαν λίγο ή και καθόλου ουσιαστικό πλεονέκτημα από την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Στον ανεπτυγμένο κόσμο το χαμηλότερο τεταρτημόριο των εισοδηματιών ήταν μάρτυρας σε μία διάχυση του πλούτου προς τα πάνω παρά προς τα κάτω. (Financial Times, 24 Δεκεμβρίου 1993). Αυτό το ένα τέταρτο, έχει έκτοτε επεκταθεί στο μισό του πληθυσμού της γης, δημιουργώντας ένα κενό δίχως προηγούμενο ανάμεσα στα εισοδήματα, εγχώρια και σε παγκόσμια κλίμακα (βλέπε Glyn, 2006).
Ο «στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός διατήρησε τον καπιταλισμό στην βάση μίας συσσώρευσης ενός πιθανότατα φανταστικού πλούτου. Το χρέος επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τους Financial Times (27 Σεπτεμβρίου 1993), το ΔΝΤ φοβήθηκε στην αρχή του 1990 ότι «η απειλή του χρέους κινείται βόρεια. Αυτές τις μέρες είναι η σταδιακή άνοδος του χρέους του πρώτου κόσμου, όχι η κρίση που οφείλεται στην καθυστέρηση της Αφρικής, που στοιχειώνει τον ύπνο των επισήμων του ΔΝΤ». Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες κρίσεις από το 19873, και στους διάφορους φόβους των χρηματιστηρίων, οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως η μεγαλύτερη χώρα-χρεώστης. Ο Μαγκντόφ και άλλοι υποστήριξαν ότι, μέχρι το 2002, το εκκρεμές ιδιωτικό χρέος ήταν δύο και ένα τέταρτο του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό εκκρεμές χρέος -ιδιωτικό συν κυβερνητικό- πλησίασε το τριπλάσιο του ΑΕΠ. Οι ελλειμματικές δαπάνες συντήρησαν μία παγκόσμια οικονομία που έγινε εντελώς εξαρτημένη από ένα βουνό χρέους.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, η συσσώρευση πιθανώς φανταστικού πλούτου με την μορφή των χρημάτων, και ο εξαναγκαστικός έλεγχος της εργασίας, από την σκλαβιά του χρέους σε νέες περιφράξεις, και από την απελευθέρωση των συνθηκών [Σ.τ.Μ. εργασίας] στην ιδιωτικοποίηση του κινδύνου, υπήρξαν μαζί. Στο ευρύτερο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας μαστιζόμενης από το χρέος και απειλούμενης από την κατάρρευση του χρέους, ο Μάρτιν Γούλφ υποστήριξε ότι η εγγύηση του παγκόσμιο κεφαλαίου χρειάστηκε ισχυρότερα κράτη. Όπως το έθεσε σε σχέση με τον επονομαζόμενο Τρίτο Κόσμο, «αυτό που χρειάζεται δεν είναι ευλαβείς φιλοδοξίες αλλά μία ειλικρινής και οργανωμένη εκφοβιστική δύναμη» (Wolf, 2001). Σε σχέση με τον επονομαζόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, ο Σόρος (2003) υποστήριξε, δικαίως, ότι η τρομοκρατία όχι μόνο παρείχε την ιδανική νομιμοποίηση αλλά επίσης τον ιδανικό εχθρό για την αδέσμευτη καταναγκαστική προστασία των κλυδωνισμένων απ’ το χρέος σχέσεων της ελεύθερης αγοράς «επειδή είναι αόρατος και δεν εξαφανίζεται ποτέ».
Η προϋπόθεση μιας πολιτικής του χρέους είναι η συνεχιζόμενη συσσώρευση «ανθρώπινων μηχανών» στις πυραμίδες της συσσώρευσης. Η τυφλή της προθυμία για λεηλασία απαιτεί οργανωμένη καταναγκαστική δύναμη για να διατηρήσει την τεράστια υποθήκη των μελλοντικών εσόδων στο παρόν. Η απαίτηση του Γούλφ για ισχυρό κράτος δεν αντικρούει τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απαιτεί αδυναμία από το κράτος. Το laissez-faire [Σ.τ.Μ. ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούς, δασμούς κτλ] δεν είναι «απάντηση στις ταραχές» (Willgerdot και Peacock, 1989: 6).
Όντως, το laissez-faire είναι «μία αρκετά αμφιλεγόμενη και παραπλανητική περιγραφή των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται μία φιλελεύθερη πολιτική γραμμή» (Hayek, 1976: 84). Που σημαίνει, ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι «προγραμματισμός για ανταγωνισμό» (1976: 31), και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία στην αγορά χωρίς «αστυνομία αγορών» (Rόstow, 1942: 289). Για τους νεοφιλελεύθερους, υπάρχει συνεπώς μία «έμφυτη σύνδεση μεταξύ οικονομικών και πολιτικής» (Friedman, 1962: 8): όχι μόνο η ελεύθερη αγορά απαιτεί το ισχυρό κράτος ως διευκολυντή της αγοράς, αλλά είναι επίσης εξαρτώμενη στο κράτος ως την καταναγκαστική δύναμη αυτής της ελευθερίας.
Και τώρα, φαινομενικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει φτάσει σε ένα συντριπτικό τέλος, όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές κατέρρευσαν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες περισσότερες των 1.4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων» τον Αύγουστο του 2008 (Altvater, 2009: 75). Αναδυόμενη από τις στάχτες του είναι η «νέα εποχή του μετα-νεοφιλελευθερισμού» (Brandt και Sekler, 2009: 12)—μία απάντηση, κατά τον Μπραντ και τον Σέκλερ, στον «(αρνητικό) αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού», του οποίου ο ακριβής τρόπος οργάνωσης είναι ακόμα ασαφής. Θα μπορούσε να κυμαίνεται από την σοσιαλδημοκρατία έως την στρατιωτική δικτατορία, και από τον ριζοσπαστικοποιημένο Κεϋνσιανισμό στην στρατιωτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Όποιος κι αν είναι ο ακριβής τρόπος οργάνωσης, στην βάση του ο μετα-νεοφιλελευθερισμός είναι μία άρνηση  του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, άρνηση φερμένη από κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούν μία επιστροφή στην στηριζόμενη πραγματική οικονομική ανάπτυξη (Brandt and Sekler, 2009: 11–12). Το φάντασμα της ερχόμενης περιόδου εμφανίζεται, έτσι, με την μορφή ενός ισχυρού και ικανού «μετα-νεοφιλελεύθερου» κράτους που κάνει το χρήμα υπηρέτη του, βάζοντας το να δουλέψει για ανάπτυξη και δουλειές4. Το μετα-νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί έτσι να κατανοηθεί ως ένα ισχυρό κράτος που αστυνομεύει την αγορά με δυνατή κρατική εξουσία υπέρ της προοδευτικής παραγωγικής συσσώρευσης, δημιουργώντας δουλειές και πλούτο.
Η υπερδομή είναι η έκφραση της υποδομής. (Benjamin, 1983: 495–6)
Ο Μαρξ συστήνει την μεταφορά του περί βάσης και υπεδομλ γράφοντας ότι η έρευνά του τον οδήγησε στην κατανόηση ότι «το συνολικό άθροισμα των σχέσεων παραγωγής απαρτίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο ανεβαίνει μία νόμιμη και πολιτική υπερδομή και στην οποία ανταποκρίνονται συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης» (1981: 8). Αφήνοντας στην άκρη την κατανόηση του ίδιου του Μαρξ για τον έργο του ως κριτική οικονομικών κατηγοριών (Marx, 1981: 10), και με αυτήν την οικονομική αντικειμενικότητα από την οποία η υπερδομή υποτίθεται ότι θα αναδυθεί, η μεταφορά του λέει ότι η πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας, το κράτος, ανήκει στην κοινωνία από την οποία πηγάζει. Χονδρικά, ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να συσσωρεύσει εκμαιευμένη υπεραξία, και το κράτος είναι η πολιτική μορφή αυτού του σκοπού.
Ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι η μεταφορά της βάσης/υπερδομής είναι το αποτέλεσμα της ερευνάς του είναι, όμως, ανειλικρινής. Η ρίζα της βρίσκεται στην κλασσική πολιτική οικονομία. Ο Γουίλλιαμ Ρόμπερτσον (1890: 104) ανακεφαλαίωσε την κλασσική θέση καλά: «σε κάθε έρευνα που αφορά το εγχείρημα των ανθρώπων όταν είναι ενωμένοι στην κοινωνία, το πρώτο αντικείμενο προσοχής θα πρέπει να είναι ο τρόπος διαβίωσης. Αναλόγως, όπως αλλάζει ο τρόπος διαβίωσης, οι νόμοι και οι τακτικές τους πρέπει να είναι διαφορετικά». Ο Άνταμ Σμιθ μας παρείχε την κλασσική παρουσίαση.
Η θεωρία του σχετικά με την ιστορία είναι αξιομνημόνευτη όχι μόνο για την έμφαση που δίνει στις οικονομικές δυνάμεις που έχουν ανελιχθεί μέσα από την ιστορία προς την «εμπορική κοινωνία», αλλά επίσης και για το επιχείρημα ότι σε κάθε ιστορικό στάδιο, η πολιτική μορφή της κοινωνίας, είτε την σκεφτόμαστε με όρους εξουσίας ή δικαιοδοσίας, απαραίτητα απορρέει από τις μορφές ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία είναι η συνέπεια της ανάπτυξης στον καταμερισμό της εργασίας. Αυξάνει την αναπτυσσόμενη κοινωνική διαφοροποίηση της κοινωνίας σε διακριτές κοινωνικές τάξεις, και η επέκταση της αυξάνει το κοινωνικό πλεόνασμα, κάτι που οδηγεί στην επέκταση της ιδιοκτησίας. Αυτή η επέκταση βάζει τα θεμέλια για τον διαχωρισμό μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους στον καπιταλισμό.
Ο Σμιθ προσδιορίζει το κράτος ως την πολική μορφή της ιδιοκτησίας, και λέει ότι ο σκοπός του κράτους προέρχεται από τις ανάγκες της ιδιοκτησίας. Το κράτος υπάρχει για να προστατεύει, να διατηρεί και να διευκολύνει τον νόμο της ιδιοκτησίας. Ο Σμιθ καθορίζει έναν αριθμό από αναντικατάστατες λειτουργίες του κράτους. Εκτός από το να προστατεύει την χώρα από εξωτερικές απειλές, πρέπει να παρέχει μία ακριβή διακυβέρνηση δικαιοσύνης ώστε να επιλύει διαμάχες συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητώνs. Γι’ αυτόν «δικαιοσύνη…είναι ο βασικός στύλος που κρατάει όρθιο όλο το οικοδόμημα» (1976b: 86). Προστατεύει τα δικαιώματα ελευθερίας και ιδιοκτησίας του ατόμου, εγγυώμενο το πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών. Το κράτος είναι επίσης αναντικατάστατο για την παροχή δημοσίων αγαθών που απαιτούνται για την λειτουργία της αγοράς, που όμως δεν μπορεί να παρέχει η ίδια η αγορά λόγω έλλειψης κερδοφορίας (βλέπε Smith, 1976a: 723).
Επιπροσθέτως, το κράτος είναι επιβαρυμένο με την διευκόλυνση του νόμου ιδιοκτησίας για παράδειγμα, αφαιρώντας διάφορα θεσμικά και νομικά ελαττώματα, και αντιμετωπίζοντας εκείνα τα ιδιωτικά συμφέροντα που παρεμποδίζουν την τέλεια ελευθερία της αγοράς. Αυτή η αρμοδιότητα επίσης συνεπάγεται ότι το κράτος κάνει προσπάθειες για να βοηθήσει να επιτευχθεί το «χαμηλό κόστος της παροχής» (Smith 1978: 6), διευκολύνοντας την προοδευτική ανάπτυξη της συσσώρευσης πάνω στην βάση της αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας.
Ο Σμιθ συστήνει το υποκείμενο της ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, επιχειρηματολογώντας ότι «οι κοινοί μισθοί της εργασίας εξαρτώνται παντού πάνω σ’ αυτό το συμβόλαιο μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, των οποίων τα συμφέροντα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια». Αυτό σημαίνει, «η επιθυμία των εργατών να πάρουν όσο περισσότερα, η επιθυμία των αφεντικών να δώσουν όσο λιγότερα. Οι πρώτοι τείνουν να συνεργάζονται με σκοπό την αύξηση, οι δεύτεροι με σκοπό την μείωση στους μισθούς της εργασίας» (Smith, 1976a: 83). Σ’ αυτόν τον αγώνα, οι αφέντες έχουν το πάνω χέρι γιατί είναι «λιγότεροι στον αριθμό, μπορούν να συνδυαστούν πολύ πιο εύκολα…[και] μπορούν να ζήσουν για περισσότερο με το απόθεμα που έχουν συγκεντρώσει». Οι εργάτες, από την άλλη πλευρά, μπορεί να «λιμοκτονήσουν». Το ότι οι εργάτες εξεγείρονται είναι κατανοητό δεδομένου ότι «είναι απελπισμένοι». Κι όμως, η πράξη τους είναι ανόητη, γιατί «οι εργάτες πολύ σπάνια αποκομίζουν οποιοδήποτε πλεονέκτημα από την βία αυτών των ταραχωδών συνδυασμών» (Smith, 1976a: 83–4).
Σύμφωνα με τον Σμιθ, η επίλυση της ταξικής διαμάχης μπορεί να βρεθεί μόνο στον καθορισμό του πραγματικού συμφέροντος του εργάτη, και το πραγματικό συμφέρον βρίσκεται στην συνεχή προοδευτική συσσώρευση. «Οι εργάτες κάνουν καλά που δεν παλεύουν, γιατί με την αύξηση του πλεονάσματος, τα αποθέματα συσσωρεύονται, αυξάνοντας τον αριθμό των εργατών, και η αύξηση των εσόδων και των αποθεμάτων είναι η αύξηση του εθνικού πλούτου. Η απαίτηση αυτών που ζουν με μισθούς…αυξάνεται με την αύξηση στον εθνικό πλούτο» (Smith, 1976a: 86–7). Αυτή, τότε, είναι η διάσημη επίδραση της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω—η συσσώρευση, υποστηρίζει, αυξάνει τον εθνικό πλούτο και «προκαλεί μια αύξηση στον μισθό της εργασίας» (Smith, 1976a: 87).
Ο Σμιθ το ονομάζει αυτό η «φιλελεύθερη ανταμοιβή της εργασίας», και μία συνέπεια αυτού του επιχειρήματος είναι, φυσικά, ότι αν υπάρχουν φτωχοί, τότε είναι μία ένδειξη ότι «τα πράγματα είναι στατικά» (Smith, 1976a: 91), και απαιτούν κρατική δράση προς διευκόλυνση του «χαμηλού κόστους των αγαθών όλων των ειδών» (Smith, 1976a: 333). Οι ιδιοκτήτες μετοχών σε μερικές χώρες ίσως επιτύχουν υψηλότερους ρυθμούς επιστροφής των επενδύσεων τους απ’ ότι σε άλλες χώρες, «κάτι που αναμφίβολα επιδεικνύει το πλεόνασμα του αποθέματός τους» (Smith, 1976a: 109). Η συντήρηση του αποθέματος απαιτεί ανταγωνιστική προσαρμογή, και η διευκόλυνση της «ανήκει στην αστυνομία» (Smith, 1978: 5).
Σύμφωνα με τον Σμιθ, «ο εθνικός πλούτος» και «οι εργάτες» κερδίζουν από την προοδευτική συσσώρευση. Όμως, οι κάτοχοι χρεογράφων έχουν μια διφορούμενη σχέση με την προοδευτική συσσώρευση, επειδή «η αύξηση των χρεογράφων, που αυξάνει τους μισθούς, τείνει στην μείωση του κέρδους» (Smith, 1976a: 105). Οι καπιταλιστές λοιπόν, μπορούν να αναζητήσουν να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους τεχνητά, παρακωλύοντας την φυσική ελευθερία της αγοράς, για παράδειγμα μέσω του καθορισμού των τιμών ή του προστατευτισμού. Αυτό το είδος εκδήλωσης της ιδιωτικής εξουσίας «παράγει αυτό που αποκαλούμε αστυνομία. Οποιοιδήποτε κανονισμοί δημιουργούνται με σεβασμό στις ανταλλαγές, στο εμπόριο, στην γεωργία, στις κατασκευές μίας χώρας θεωρούνται σαν να ανήκουν στην αστυνομία.» (Smith, 1978: 5).
Με άλλα λόγια, «το οικονομικό σύστημα απαιτεί μια αστυνομία αγοράς με σθεναρή κρατική εξουσία για την προστασία και την διατήρηση του» (Rostow, 1942: 289), και η αποτελεσματική αστυνόμευση συνεπάγεται ένα σθεναρό κράτος, ένα κράτος στο οποίο [η αστυνόμευση] ανήκει: υπέρ και πάνω από την οικονομία, υπέρ και πάνω από τα ενδιαφερόμενα κόμματα (interessenten)» (Rostow, 1963: 258). Η ικανότητα του κράτους να προστατεύει και να διατηρεί τον νόμο της αξίας εξαρτάται από τον διαχωρισμό του από την κοινωνία των πολιτών- είναι η ανεξαρτησία του κράτους από την κοινωνία που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία του σαν ένα καπιταλιστικό κράτος. Η αποτυχία του κράτους να διατηρήσει τον χωρισμό του από την κοινωνία «θα οδηγήσει τελικά σε ταξικό πόλεμο» (Nichols, 1984: 170). 

Σύμφωνα με τον Χέγκελ (1967: 210), η πρόληψη του ταξικού πολέμου μπορεί να προωθηθεί από «επιτυχημένους πολέμους» που «έχουν ελέγξει την εγχώρια αναταραχή και έχουν εδραιώσει την εξουσία του κράτους στο εσωτερικό». Επίσης υποστήριξε την χρήση ηθικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης της αντιδραστικής ισότητας του εθνικισμού, που σημαίνει ότι ανεξάρτητα από τις συνθήκες, είμαστε όλοι μέλη του ενός εθνικού σκάφους-αυτή η φαντασιακή κοινότητα που εμφανίζεται να υπερβαίνει τις ταξικές σχέσεις5.
Πριν από τον Χέγκελ, ο Σμιθ (1976a: 723) είχε ήδη υποστηρίξει ότι το κράτος πρέπει να προωθεί «την καθοδήγηση των ανθρώπων», κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των δημοσίων διασκεδάσεων. Υποστήριζε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει προσπάθειες ώστε να εξισορροπήσει τις κοινωνικές επιδράσεις της συσσώρευσης αναλαμβάνοντας την ευθύνη για πολιτισμικές δραστηριότητες ώστε να διατηρήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ενάντια στην ψευδή συνείδηση του ταξικού πολέμου, το κράτος πρέπει να κάνει τους εργάτες να αντιληφθούν ότι το πραγματικό συμφέρον τους εξυπηρετείται καλύτερα από την προοδευτική συσσώρευση. Με τα λόγια του Μέλλερ-Άρμακ, ενός ordo-φιλελεύθερου υπέρμαχου κάποιας αξιόλογης φήμης, ο οποίος επινόησε την φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς»6, αυτό συνέβη για να οδηγήσει στην ενσωμάτωση της ανταγωνιστικότητας «σε ένα ολοκληρωτικό τρόπο ζωής» (Moller-Arnack, 1978: 328). Ο σκοπός του κράτους είναι λοιπόν να διασφαλίσει «την απόλυτη εκρίζωση κάθε αταξίας από τις αγορές και την εξάλειψη της ιδιωτικής εξουσίας από την οικονομία» (σχολιασμένο στο Haselbach, 1991: 92). Η ελεύθερη αγορά είναι λοιπόν εγκεκριμένη σαν μια α-κρατική σφαίρα κάτω από κρατική προστασία. Το κράτος από-πολιτικοποιεί την συμπεριφορά των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεις ελεύθερης βούλησης, ελευθερίας και ισότητας, και το κάνει μονοπωλώντας το πολιτικό ως την «συγκεντρωμένη και οργανωμένη εξουσία της κοινωνίας» (Marx, 1983: 703).
Οι υπέρμαχοι του κατασκευάζουν το φιλελεύθερο κράτος ξεδιάντροπα σαν ένα ταξικό κράτος το οποίο, φαινομενικά, λειτουργεί για το πραγματικό συμφέρον των εργατών – στις δουλειές, τους μισθούς και τις συνθήκες, και έτσι στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος «διατηρεί τους πλούσιους στην κυριότητα του πλούτου τους ενάντια στην βία και την αρπακτικότητα των φτωχών» (Smith, 1978: 338), και διδάσκει στους φτωχούς ότι το πραγματικό συμφέρον τους βρίσκεται στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος, φυσικά, δεν είναι ένα ταξικό κράτος επειδή οι υπέρμαχοι του λένε ότι είναι. Όμως, η μεταφορά βάσης-εποικοδομήματος που ο Μαρξ άντλησε από την κλασσική πολιτική οικονομία7 αναφέρει ότι το κράτος είναι η πολιτική μορφή του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ως ένα φορολογικό κράτος, εξαρτάται απόλυτα από την προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Όμως, ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους δεν καθορίζεται με εθνικούς όρους. Συντηρείται μέσω παγκόσμιων σχέσεων των αγορών.
Όπως ο Σμιθ (1976a: 848-49) το έθεσε, «ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου είναι κατάλληλα ένας πολίτης του κόσμου, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδεδεμένος με κάποια συγκεκριμένη χώρα. Θα ήταν ικανός να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία εκτέθηκε σε μια ενοχλητική ανάκριση, ώστε να φορολογηθεί με έναν επαχθή φόρο, και θα μετακινούσε το κεφάλαιο του σε μια άλλη χώρα όπου θα μπορούσε είτε να συνεχίσει την επιχείρηση του, ή να απολαύσει την περιουσία του με την ευκολία του». Αυτό με άλλα λόγια είναι «ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και του συμβολαίου [που υπερβαίνει] το εθνικό νομικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα [που υπερβαίνει] τα εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992. επίσης Bonefeld, 2000). Ο Σμιθ έγραψε το έργο του σαν μια κριτική του μερκαντιλιστικού κράτους.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε γίνει η ιδεολογική ορθοδοξία ενός φιλελευθεροποιημένου κράτους (δες Clarke, 1998: κεφάλαιο 1). Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ο Μαρξ γράφει (με τον Έγκελς) στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της μπουρζουαζίας, και ορίζει το εθνικό κράτος ως την εκτελεστική επιτροπή της μπουρζουαζίας. Ο νόμος δημιουργείται για το κράτος, όχι το κράτος για τον νόμο. [Αν] πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ των δύο, είναι ο νόμος που πρέπει να θυσιαστεί για το κράτος. (Rossiter, 1948: 11)

Στην εποχή μας, ο Μίλτον Φρίντμαν έχει παράσχει έναν πειστικό ορισμό του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Όπως το έθεσε, το κράτος είναι «αναγκαίο και σαν τόπος δημόσιας συζήτησης για τον καθορισμό των “των κανόνων του παιχνιδιού” αλλά και σαν διαιτητής για να ερμηνεύει και να επιβάλλει τους κανόνες που αποφασίστηκαν», ενώ η επιβολή είναι αναγκαία, «σε αυτούς τους λίγους που αλλιώς δεν θα έπαιζαν το παιχνίδι» (1962: 15, 25). Με άλλα λόγια, «η οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής υποθέτει ότι έχουμε παράσχει, μέσω της κυβέρνησης, για την διατήρηση του νόμου και της τάξης ώστε να εμποδίσουμε τον εξαναγκασμό του ενός ατόμου από το άλλο, την επιβολή των συμβάσεων να εμπλέκονται εθελοντικά, τον ορισμό της σημασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την ερμηνεία και την επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων, και την πρόβλεψη για ένα νομισματικό πλαίσιο» (σελ. 27).
Το κράτος πρέπει «να προωθεί τον ανταγωνισμό» (σελ. 34), και να κάνει για την αγορά αυτό που η αγορά «δεν μπορεί να κάνει για τον εαυτό της» (σελ. 27). Οι φιλελεύθεροι, λέει ο Φρίντμαν, «πρέπει να απασχολούν πολιτικούς διαύλους για να συμφιλιώνουν τις διαφορές» διότι το κράτος είναι ο οργανισμός που παρέχει τα μέσα «σύμφωνα με τα οποία εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες» (σελ. 23, η έμφαση προστέθηκε). Όμως, τι γίνεται όταν αυτοί παρεμβαίνουν;

Η μεγάλη συμφορά για το κεφάλαιο και το κράτος του δεν είναι η ενσωμάτωση, μέσω της αντιπροσώπευσης, της εργατικής τάξης στο σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Σιμόν Κλαρκ (1991b: 200), «η ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης για την εργατική τάξη, όσα περιθώρια παρέχει για την βελτίωση των υλικών συνθηκών τομέων της εργατικής τάξης, απέχει πολύ από το να αποτελεί μια έκφραση συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης, και γίνεται το μέσο με το οποίο αυτή διασπάται, καθίσταται ανενεργή και αποθαρρύνεται»8. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας9.
Γίνεται αρωγός στον διαχωρισμό της μπουρζουαζίας μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, και το κάνει αναγνωρίζοντας και οργανώνοντας «τις δικές της δυνάμεις» ως κοινωνικές δυνάμεις» (Marx, 1964: 370). Σύμφωνα με τους (νεο)-φιλελεύθερους υπέρμαχους, τέτοιος εκδημοκρατισμός, που είναι με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των εργατικών σχέσεων της κοινωνίας μέσω συνεχών κοινωνικών αγώνων, είναι συμφυής στο «σύστημα της αγοράς». Για τον Σμιθ, για παράδειγμα, ο ταξικός αγώνας πηγάζει από την απελπιστική κατάσταση των εργατών. Υποστήριξε ότι αυτός ο αγώνας εκφράζει μια ψευδή συνείδηση διότι η βελτίωση των συνθηκών εξαρτάται από την προοδευτική συσσώρευση, και έτσι καλεί το κράτος να διασφαλίσει το χαμηλό κόστος των προμηθειών (μέσω μεγαλύτερης εργασιακής παραγωγικότητας).
Οι ordo-φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούν παρόμοια. Από την οπτική τους, η τάση αυτού που αποκαλούν προλεταριοποίηση είναι συμφυής με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και οδηγεί σε κοινωνική κρίση, αναταραχή και αταξία αν δεν ελεγχθεί. Ο περιορισμός της [ΣτΜ: ενν. της προλεταριοποίησης] είναι μια πολιτική αρμοδιότητα και τα μέσα του περιορισμού ποικίλλουν από την εσωτερίκευση της ανταγωνιστικότητας (Moller-Amarck, 1978), την δημιουργία μιας κοινωνίας κατόχων μετοχών (Ropke, 1949), την μετατροπή μιας προλεταριακής κοινωνίας σε μια δημοκρατία κατοχής ιδιοκτησίας (Brittan, 1984), την υπερεθνική ρύθμιση χρήματος και νόμου (Hayek, 1939/ Moller-Armack, 1971), και την πολιτική δράση ενάντια στην συλλογική οργάνωση: «αν η ελευθερία είναι να έχεις μια ευκαιρία επιβίωσης και εάν οι κανόνες διατηρούνται για να διασφαλίσουν τις ελεύθερες ατομικές αποφάσεις», το κράτος πρέπει να δράσει (Willgerodt and Peacock, 1989:6), και «οι πιο θεμελιώδεις αρχές μιας ελεύθερης κοινωνίας… ίσως θα πρέπει να θυσιαστούν προσωρινά … [για να διατηρηθεί] η ελευθερία μακροπρόθεσμα» (Hayek, 1960: 217). Πράγματι, σε καιρούς κρίσης «καμιά θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη για την δημοκρατία μας, όσο η προσωρινή θυσία της ίδιας της δημοκρατίας» (Rossiter, 1949: 314).
Για να επικρατήσει η δικαιοσύνη, η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί. Ο νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος κατά την διάρκεια κοινωνικής αναταραχής. Ο νόμος είναι επακόλουθο της τάξης, και ο κανόνας του νόμου εξαρτάται στην βία του νόμου. Είναι για αυτόν τον απλό λόγο που ο πολυθρύλητος πολίτης επίσης αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως ένας πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια.

Η χρήση, λοιπόν, της «ειλικρινούς και οργανωμένης βίας» (δες Wolf, 2001) αναφέρεται στην δράση της αστυνομίας που αναλαμβάνεται για να διευκολύνει και να διατηρήσει την δικαιοσύνη, αυτόν τον πυλώνα του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τι είναι ένας δίκαιος μισθός; Η έννοια ενός δίκαιου μισθού προϋποθέτει ότι η εργασιακή σύμβαση γίνεται μεταξύ ίσων συναλλασσομένων, ο καθένας από τους οποίους συμβάλλεται ελεύθερα και αυτοβούλως, αναζητώντας να προωθήσει τα αντίστοιχα συμφέροντα του. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, η κωδικοποίηση της σχέσης μεταξύ του καπιταλιστή και του εργαζόμενου ως ίσων και ελεύθερων πολιτών διαψεύδεται από το περιεχόμενο της ανταλλαγής. Μόλις μια εργασιακή σύμβαση υπογραφεί, ο χώρος του εργοστασίου «γνέφει». Η μισθωτή σύμβαση είναι η θεμελιώδης μορφή της  αστικής ελευθερίας.- συνδέει την ισότητα με την εκμετάλλευση.

Η πολιτική οικονομία είναι πράγματι μια επιστημονική διαμάχη σχετικά με το πώς η λεία που προέρχεται από τον εργαζόμενο θα διαμοιραστεί (δες Marx, 1983: 559), και όσο περισσότερο παίρνει ο εργαζόμενος, τόσο το καλύτερο. Εκτός των άλλων, είναι η δική της κοινωνική εργασία που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και αυτό σε ένα πλαίσιο στο οποίο «ο εργάτης ανήκει στο κεφάλαιο, πριν ακόμα πουλήσει τον εαυτό του στο κεφάλαιο» (Marx, 1983: 542). Η αισιόδοξη πρόταση, τότε, ότι ένας «μέτα-νεοφιλελεύθερος» τρόπος καπιταλιστικής ρύθμισης θα είναι αυτός της δημιουργίας θέσεων εργασίας μεταφράζει τα αιτήματα της εργατικής τάξης για την εργασία και την κοινωνική ασφάλεια σε μια πολιτική οικονομικής μεγένθυσης, με άλλα λόγια, σε άσκηση πίεσης στο κράτος να διευκολύνει την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. (δες Clarke, 1991b: 200).
Η εργατική τάξη, τότε, παραμένει ένα «αντικείμενο κρατικής εξουσίας». Η δικαστική εξουσία του κράτους στέκεται πίσω από την σφετερισμό της εργασίας χωρίς ισοδύναμο από την καπιταλιστική τάξη, ενώ αποτρέπει την εργατική τάξη από τα να χρησιμοποιεί την συλλογική της δύναμη για να διεκδικήσει το δικαίωμα της στο προϊόν της εργασίας της» (Clarke, 1991b: 198). Η δικαστική εξουσία του κράτους συνεπάγεται όχι μόνο την νόμιμη αναγνώριση του κοινωνικού ατόμου ως ιδιοκτήτη περιουσίας. Συνεπάγεται επίσης την επιβολή του νόμου. Ή, όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, για τους καταπιεσμένους, «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»… δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας» (Benjamin, 1965:84).

Συμπέρασμα

Η εύκολη αποδοχή της καπιταλιστικής κρίσης ως ενός σημείου μετάβασης από ένα καθεστώς συσσώρευσης προς ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά καπιταλιστικής ανάπτυξης τα οποία είναι αυξημένα ώστε να ορίσουν τους χαρακτήρες διαφορετικών μοντέλων καπιταλιστικής ρύθμισης (Bonefeld, 1987). Ο επιφανειακός χαρακτήρας μιας τέτοιας ανάλυσης αποτρέπει μια κατανόηση των διαρκών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ενώ η αδιαφορία της για την ιστορία είναι εντυπωσιακή.
Η ιστορία μας λέει «πόσο γρήγορα μια εποχή παγκόσμιας ευημερίας, που θεμελίωνε προοπτικές παγκόσμιας ειρήνης και διεθνούς αρμονίας, μπορεί να γίνει μια εποχή παγκόσμιας αντιπαράθεσης, με αποκορύφωμα τον πόλεμο. Αν μια τέτοια προοπτική μοιάζει απίθανη τώρα, έμοιαζε εξίσου απίθανη πριν έναν αιώνα» (Clarke, 2001: 91), και μοιάζει πιο πιθανή σήμερα παρά μόλις χτες. Η ιστορία μας λέει ότι η ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης – που αναγορεύεται ως καπιταλισμός της οικονομικής ανάπτυξης, δουλειάς και καταστάσεων – είναι δυνητικά βαρβαρική (Bonefeld and Holloway, 1996). Με άλλα λόγια, η αντίληψη των διαρκών αλλαγών του καπιταλιστικού καθεστώτος, εκθέτει μια συρρίκνωση της ιστορικής συνείδησης. Δικαιολογεί την λήθη.

Υποστήριξα ότι ο χαρακτήρας του νεοφιλελεύθερου κράτους δεν καθορίζεται από την σχέση του με την αγορά, αλλά με την τάξη. Επιπλέον υποστήριξα ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιακά ένα φιλελεύθερο κράτος. Όσο και αν κάποιος αναφέρεται σε αυτό ως νεοφιλελεύθερο, μετα-νεοφιλελεύθερο, Κευνσιανικό, Φορντικό ή μετα-φορντικό, ο σκοπός του κράτους, που είναι εγγενής στο αστικό του χαρακτήρα, «είναι να εξουσιάζει την εργατική δύναμη» (Hirsch, 1997: 47, δες επίσης Agnoli, 1990). Η παλιά καλή φράση, του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας συνοψίζει τα παραπάνω υπέροχα.

Σημειώσεις
1Η διάκριση που υπονοεί ο Αλτβάτερ μεταξύ του καλού καπιταλισμού της παραγωγής και του κακού καπιταλισμού του παρασιτικού κέρδους είναι ατυχής. Μία τέτοια διάκριση αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδέα του καπιταλισμού. Εξίσου ατυχής είναι η μυθολογιοποίηση της «Θατσερικής Βρετανίας». Πάνω στην μαστισμένη από την κρίση σύνδεση μεταξύ της παραγωγικής συσσώρευσης και της νομισματικής συσσώρευσης,  βλέπε Μπόουνφελντ (1993).

2Ο ordo-φιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στην Γερμανία κατά την διάρκεια της κρίσης της Βαϊμάρης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά. Υποστήριξε ότι η ελεύθερη οικονομία απαιτούσε ένα ισχυρό κράτος για την «διευκόλυνση» και προστασία της. Ο Χάγιεκ ενώθηκε με τους ordo-φιλελεύθερους μετά την ήττα του Ναζισμού. Ο ordo-φιλελευθερισμός, ή η Σχολή του Φράιμπουργκ όπως αποκαλέστηκε αργότερα, έθεσε τις βάσεις για τον νεοφιλελευθερισμό. Βλέπε Χάζελμπαχ (1991), και Μπόουνφελντ (2006a).
3Αυτές κυμαίνονται από το κραχ του 1987 μέχρι την βαθειά ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μέχρι τις Ευρωπαϊκές συναλλαγματικές κρίσεις του 1992 και 1993, την Μεξικάνικη κρίση του 1994, την κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997, την Ρώσικη κρίση του 1998, την Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, και την κρίση της Αργεντινής το 2001. Η περίοδος μεταξύ του 2001 και του 2007 ήταν μία περίοδος στρατιωτικής δαπάνης, ένα βουνό ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πολέμου, βασανιστηρίων, και φτώχειας. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εξωφρενικός βαθμός συσσώρευσης της Κίνας εγγυήθηκε την τεράστια συσσώρευση ισχυρισμών περί μελλοντικής απόσπασης αξίας στο παρόν (πάνω στην σχέση μεταξύ πίστωσης και αξίας, βλέπε Μπόουνφελντ και Χόλοουγεϊ, 1996).
4Πάνω στην ιστορία αυτής της απαίτησης στο ευρύτερο πλαίσιο του πρώιμου δημόσιου διαλόγου της CSE πάνω στο κράτος, βλέπε Μπόουνφελντ (2008). Ο Σάιμον Κλαρκ επεξεργάστηκε τον διάλογο, με μία σημαντική εισαγωγή στο Κλαρκ (1991a).
 
5Η δύναμη αυτής της ηθικής προσταγής είναι, για παράδειγμα, εμφανής σε αυτό που ο Radice (2000) κριτίκαρε ως «προοδευτικό εθνικισμό». Αυτός ο εθνικισμός διαχωρίζει το «υγιές εθνικό αίσθημα από τον παθολογικό εθνικισμό. [Αυτό είναι σχεδόν τόσο ιδεολογικό] όσο το να πιστεύει κανείς στην φυσιολογική άποψη σε σχέση με την παθολογική άποψη. Η δυναμική που οδηγεί από το υποτιθέμενο υγιές εθνικό αίσθημα στην υπερτιμημένη κατάχρηση είναι ασταμάτητη, επειδή το ψέμα της εδράζεται στην πράξη του ατόμου να αναγνωρίζει τον εαυτό του σύμφωνα με τον ανορθολογικό δεσμό φύσης και κοινωνίας στον οποίο κατά τύχη βρίσκεται. (Adorno, 1998: 118). Δες επίσης Bonefeld (2006b).     
 
6Η φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς» είναι ασαφής. Σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην νεοφιλελεύθερη καταγωγή της, η κοινωνική πλευρά της οικονομίας της αγοράς σήμαινε «μια ειλικρινή απόφαση» για την ελεύθερη αγορά. Η αναφορά του Μπάλογκ (1950: 5) στην οικονομία της κοινωνικής αγοράς είναι λακωνική. Σημαίνει «σχεδιασμός σύμφωνα με  τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών».  
7Και η οποία άρα δεν υπερβαίνει την κλασσική πολιτική οικονομία (δες Bonefeld, 1992, 2003).
8Δες επίσης Agnoli (2002) και Radice (2001).
9. Όπως το έθεσε αξέχαστα ο Hennis, «ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας» (στο Agnoli, 1990: 136, n. 7).

References
Adorno T (1998) Critical Models: Interventions and Catchwords. New York: Columbia University Press.
Agnoli J (1990) Faschismus ohne Revision. Freiburg: Ηa Ira.
Agnoli J (2002) Emancipation: Paths and goals. In Bonefeld W, Tischler S (eds.) What is to be Done? Aldershot: Ashgate.
Altvater E (2009) Postliberalism or postcapitalism? Development Dialogue 51.
Balogh T (1950) An Experiment in ‘Planning’ by the ‘Free’ Price Mechanism. Oxford: Basil Blackwell.
Benjamin W (1965) Geschichtsphilosphische Thesen. In Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt: Suhrkamp.
Benjamin W (1983) Das Passagen-Werk. Frankfurt: Suhrkamp.
Bonefeld W (1987) Reformulation of state theory. Capital & Class 33.
Bonefeld W (1992) Social constitution and the form of the capitalist state. In Bonefeld W, Gunn R,Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol. 1. London: Pluto.
Bonefeld W (1993) The Recomposition of the British State. Aldershot: Dartmouth.
Bonefeld W (2000) The spectre of globalisation. In Bonefeld W, Psychopedis K (eds.) The Politics of Change. London: Palgrave.
Bonefeld W (2003) The capitalist state: Illusion and critique. In Bonefeld W (ed.) Revolutionary Writing: Common Sense Essays on Post-Political Politics. New York: Autonomedia.
Bonefeld W (2006a) Democracy and dictatorship. Critique: Journal of Socialist Thought 34/3.
Bonefeld W (2006b) Anti-globalization and the question of socialism. Critique: Journal of Socialist Thought 34/1.
Bonefeld W (2008) Global capital, national state and the international. Critique: Journal of Socialist Thought 36/1.
Bonefeld W, Holloway J (1996) Money and class struggle. In Bonefeld W, Holloway J (eds.) Global Capital, National State and the Politics of Money. London: Palgrave.
Brandt U, Sekler N (2009) Postneoliberalism: Catch-word or valuable analytical and political concept? Aims of a beginning debate. Development Dialogue 51.
Brittan S (1984) The politics and economics of privatisation. Political Quarterly 55/2.
Cecena AE (2009) Postneoliberalism and its bifurcations. Development Dialogue 51.
Clarke S (1988) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State. Aldershot: Edward Elgar.
Clarke S (ed.) (1991a) The State Debate. London: Palgrave.
Clarke S (1991b) State, class struggle and the reproduction of capital. In Clarke S (ed.) The State Debate London: Palgrave.
Clarke S (1992) The global accumulation of capital and the periodisation of the capitalist state form. In Bonefeld W, Gunn R, Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol.1: Dialectics and History. London: Pluto.
Clarke S (2001) Class struggle and the global overaccumulation of capital. In Albritton R, et al. (eds.) Phases of Capitalist Development. London: Palgrave.
Friedman M (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
George S (1988) A Fate Worse Than Debt. London: Penguin.
Glyn A (2006) Capitalism Unleashed. Oxford: Oxford University Press.
Haselbach D (1991) Autoritärerer Liberalismus und Soziale Marktwirschaft. Baden-Baden: Nomos.
Hayek F (1939) The economic conditions of interstate federalism. In Hayek F (1949) Individualism and Economic Order. London: Routledge and Kegan Paul.
Hayek F (1960) The Constitution of Liberty. London: Routledge.
Hayek F (1976) The Road to Serfdom. London: Routledge.
Hegel G (1967) Philosophy of Right, trans. Knox TM. Oxford: Clarendon Press.
Hirsch J (1987) Globalization of capital nation-states and democracy. Studies in Political Economy 54.
Madgoff H, Foster JB, Mcchesney RW, Sweezy P (2002) The new face of capitalism: Slow growth, excess capital, and the mountain of debt. Monthly Review 53/11.
Mandel E (1987) Die Krise. Hamburg: Konkret.
Marx K (1964 [1844]) Zur Judenfrage. In Marx Engels Werke 1. Berlin: Dietz.
Marx K (1981 [1859]) Zur Kritik der politischen Ökonomie. In Marx Engels Werke 13. Berlin: Dietz.
Marx K (1983 [1867]) Capital, Vol. 1. London: Lawrence & Wishart.
Mόller-Armack A (1971) Stabilität in Europa: Strategien und Institutionen für eine europäische Stabilitätsgemeinschaft. Dόsseldorf: Econ Verlag.
Mόller-Armack A (1978) The social market economy as an economic and social order. Review of Social Economy 36/3.
Nicholls A (1984) The other Germans: The neo-liberals. In Bullen RJ, Pogge von Strandmann H, Polonsky AB (eds.) Ideas into Politics: Aspects of European Politics, 1880–1950. London: Croom Helm.
Radice H (2000) Responses to globalization: A critique of progressive nationalism. New Political Economy 5/1.
Radice H (2001) Globalization, labour and socialist renewal. Capital & Class 75.
Robertson W (1890 [1812]) Works, Vol 2. Edinburgh: Thomas Nelson.
Ropke W (1949) Civitas Humana. London: William Hodge.
Rossiter CL (1948) Constitutional Dictatorship: Crisis Government in the Modern Democracies. Princeton: Princeton University Press.
Rόstow A (1942) General social laws of the economic disintegration and possibilities of reconstruction. Afterword to Ropke W, International Economic Disintegration. London: W. Hodge.
Rόstow A (1963) Rede und Antwort. Ludwigsburg: Hoch.
Smith A (1976a [1776]) The Wealth of Nations. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1976b [1759]) The Theory of Moral Sentiments. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1978 [1763]) Lectures on Jurisprudence. Oxford: Oxford University Press.
Soros G (2003) Burst the bubble of U.S. supremacy. Miami Herald, international edition, 13 March 2003.
Willgerod W, Peacock A (1989) German liberalism and economic revival. In Peacock A, W Willgerod (eds.) German Neoliberals and the Social Market Economy. London: Macmillan.
Wolf M (2001) The need for a new imperialism. Financial Times, 10 October 2001.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τ. Φωτόπουλος-Το πραγματικό (και κρίσιμο) διακύβευμα των εκλογών

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos


Οι επικείμενες εκλογές δεν είναι απλά οι πιο κρίσιμες στην μεταπολίτευση, αλλά, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί, και για όλη τη μεταπολεμική Ιστορία της Χώρας. Ο βαθμός όμως κρισιμότητας των εκλογών είναι απόλυτη συνάρτηση του ποιο θεωρούμε ότι είναι το διακύβευμά τους. Και αυτό, κάθε άλλο παρά σαφές είναι, εφόσον άλλο σχεδόν είναι το διακύβευμα αυτό για κάθε εκλογική παράταξη—αν περιοριστούμε μόνο σε αυτές αρχικά και δεν αναφερθούμε και στις παρατάξεις που δεν μετέχουν στις εκλογές και συνιστούν αποχή.

Φυσικά, το ποιο είναι το διακύβευμα για τον λαό είναι βασικά ταξικό θέμα και, στην πραγματικότητα το διακύβευμα που υιοθετεί η κάθε παράταξη είναι επίσης ταξικό, έστω και αν επιμελώς το αποκρύβει τόσο η παράταξη όσο και τα ΜΜΕ που την στηρίζουν, ώστε να παρασύρουν και τμήματα του εκλογικού σώματος να στηρίξουν παρατάξεις που δεν εκπροσωπούν το ταξικό τους συμφέρον. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου, ενώ υπάρχουν σαφείς ταξικές διαιρέσεις στη κοινωνία, οι διαιρέσεις αυτές αγνοούνται για χάρη δήθεν ενός ‘γενικού συμφέροντος’ που στην πραγματικότητα όμως, και ιδιαίτερα σε μια κρίση καταστροφική σαν τη σημερινή, είναι απλά προϊόν φαντασίας ή θα έλεγα μέσο εξαπάτησης για την υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου, εφόσον βέβαια η ύπαρξη ταξικών συμφερόντων δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε αναγωγή σε γενικό συμφέρον, τουλάχιστον για θέματα που αφορούν την οικονομική σφαίρα. Γι’ αυτό άλλωστε και μια πραγματική δημοκρατία, όπως η Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ) που υποστηρίζουμε, δεν αρκεί να είναι άμεση δημοκρατία, όπως εκ του πονηρού υποστηρίζουν διάφοροι «ελευθεριακοί». Άμεση δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία με την έννοια της εξασφάλισης της οικονομικής ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή χωρίς τη κατάργηση των ταξικών διαιρέσεων, που αποτελεί το θεμέλιο μιας πραγματικής δημοκρατίας, είναι μια απλή απάτη.

Για τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), που προφανώς αποτελούν τους κύριους εκφραστές όχι μόνο της εγχώριας οικονομικής ελίτ αλλά και της υπερεθνικής ελίτ (μέσω της τρόικας η οποία εκπροσωπεί τόσο το Ευρωπαϊκό τμήμα της όσο και το υπερατλαντικό) το διακύβευμα, είτε το λένε ρητά είτε όχι, είναι : «Ευρώ ή δραχμή». Με άλλα λόγια, παίρνοντας δεδομένες τις δανειακές συμβάσεις και μνημόνια, για τα οποία έχουν δεσμευτεί οι ηγεσίες τους ακόμη και εγγράφως, το δίλημμα που θέτουν , κυρίως στους νοικοκυραίους μικροαστούς που αποτελούν σήμερα—μετά τη δραστική συρρίκνωση της μεσαίας αστικής τάξης που θα δούμε στη συνέχεια— την κύρια εκλογική πελατεία τους, είναι: συνέχιση της σταθερότητας, έστω μέσα στην αυξανόμενη φτωχοποίησή τους, ή «το χάος που (υποτίθεται) θα φέρει η δραχμή.» Φυσικά, η εγχώρια ελίτ και τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης, των οποίων τα συμφέροντα υποστηρίζουν πραγματικά τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο δεν έχουν υποστεί την παραμικρή ζημιά από την καταστροφική κρίση αλλά αντίθετα ωφελούνται από αυτή, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η φοροδιαφυγή των προνομιούχων στρωμάτων είναι πολύ σημαντικότερη από αυτή των αντίστοιχων στρωμάτων σε χώρες του καπιταλιστικού κέντρου. Αρκεί μια βόλτα στα βόρεια προάστια της Αθήνας καθώς και στις αυξανόμενες γεωμετρικά φτωχογειτονιές της για να δει κανείς από κοντά τους «δύο κόσμους» στη σημερινή Ελλάδα[1].

Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι για τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και τις εγχώριες ελίτ το Ευρώ αποτελεί μονόδρομο. Όμως, για τις Ευρωπαϊκές ελίτ η Ελλάδα ήδη θεωρείται «βαρίδι» μέσα στην Ευρωζώνη, και ενώ βέβαια δεν διανοούνται τη χώρα έξω από την ΕΕ, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η ενσωμάτωσή της στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που συνεπάγεται την προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού και προπαντός του κοινωνικού της πλούτου σε τιμή ευκαιρίας, εντούτοις, μέσο-μακροπρόθεσμα την προτιμούν έξω από το Ευρώ, ώστε να αποφευχθούν τα συνεχή προβλήματα στη σταθερότητα του νομίσματος που δημιουργεί η παραμονή της σε αυτό, όπως άλλωστε και άλλων περιφερειακών χωρών της Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.). Απλά, δηλαδή, βραχυπρόθεσμα συμπίπτουν τα συμφέροντα ντόπιων και ξένων ελίτ στην παραμονή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού της.

Όμως, αν αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών για τις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, αυτό δεν ισχύει πια για την ιδιότυπη Ελληνική μεσαία τάξη. Ιδιότυπη, γιατί η μεσαία τάξη στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα (όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας) ότι ανήκει βασικά στον δημόσιο τομέα. Και αυτό, διότι η στρεβλή ανάπτυξη μιας χώρας στην περιφέρεια που ανοίγει και απελευθερώνει τις αγορές της, όπως υποχρεώθηκε να κάνει η Ελλάδα από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΕΕ, οδηγεί στην αποδιάρθρωση μιας κατά κανόνα δασμοβίωτης βιομηχανίας και μιας μη ανταγωνιστικής γεωργίας. Γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί τους νέους που αδυνατούν να απορροφηθούν από τον ιδιωτικό τομέα είτε στη μετανάστευση (όπως έγινε μαζικά τη δεκαετία του 60), είτε στο δημόσιο τομέα. Δηλαδή, η ραγδαία μεγέθυνση του δημοσίου τομέα στη μεταπολίτευση ήταν αναγκαία συνέπεια της εισαγωγής ενός εξωστρεφούς οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης σε μια μη ανταγωνιστική παραγωγική δομή— μολονότι βέβαια τα θεμέλια γι’ αυτή την εξαρτημένη ανάπτυξη είχαν τεθεί από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου.[2] Η διαδικασία όμως αυτή χρησιμοποιήθηκε φυσικά από τα κόμματα εξουσίας για να παράγουν και αναπαράγουν την εκλογική πελατεία τους, με αντίστοιχη επέκταση του δανεισμού, εφόσον τα δημόσια έσοδα λόγω της πελώριας φοροδιαφυγής και παραοικονομίας ήταν πάντα εντελώς ανεπαρκή σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες—γεγονός που τελικά οδήγησε στη σημερινή κρίση. Από τη στιγμή όμως που η κρίση λόγω της έκρηξης του δημοσίου Χρέους (που ήταν βέβαια μόνο το σύμπτωμα και όχι η αιτία της κρίσης) οδήγησε στη σημερινή μετατροπή της Ελλάδος σε τυπικό σχεδόν προτεκτοράτο της ΕΕ,[3] η απόφαση για παραμονή στην Ευρωζώνη αναπόφευκτα συνεπαγόταν τον σημερινό «μονόδρομο» και τη συνακόλουθη καταστροφή της κρατικοδίαιτης μεσαίας τάξης.

Είναι όμως ακριβώς αυτή η διάσπαση του «ταξικού μετώπου εξουσίας», που στήριζε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο τα κόμματα εξουσίας, το γεγονός που οδηγεί σε πιθανή μόνιμη πολιτική αστάθεια. Και αυτό, γιατί όσο καιρό τα κόμματα αυτά συγκέντρωναν, εκτός από τις ψήφους των προνομιούχων στρωμάτων (που δεν ξεπερνούν το 20% του εκλογικού σώματος) και τις ψήφους της μεσαίας τάξης, μαζί με αυτές των μικροαστών, μπορούσαν και επιτύγχαναν συντριπτική πλειοψηφία που ξεπερνούσε συνήθως το 75% του συνόλου. Δεδομένου όμως ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ελέγχουν απόλυτα τα επίσημα ΜΜΕ, και έμμεσα ακόμη και κάποια από τα εναλλακτικά, έχουν τη δύναμη να καθορίζουν την εκλογική ατζέντα και να αποπροσανατολίζουν ακόμη και κοινωνικά στρώματα από εκείνα που ιδιαίτερα υποφέρουν σήμερα, και είναι σίγουρο ότι θα υποστούν για δεκαετίες, ακόμη χειρότερες συνέπειες από την Βουλγαροποίηση των εισοδημάτων και την Κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων, καθώς και το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας που επιβάλλει η τρόικα. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποπροσανατολίσουν τα λαϊκά στρώματα προσελκύοντας πάλι ψήφους από τους μικροαστούς, τους αυτο-απασχολούμενους κ.λπ.: από την ανάδειξη της μετανάστευσης στην Ελλάδα ως βασικής αιτίας της κρίσης, καλλιεργώντας στη διαδικασία και ρατσιστικές τάσεις, μέχρι την ανακήρυξη της διαφθοράς ως του κύριου στοιχείου της κρίσης, που υποτίθεται θα πατάξει τώρα η ελίτ με τη δίωξη παροπλισμένων πολιτικών τύπου Τσοχατζόπουλου ή κάποιων παρόμοιων ακίνδυνων πολιτικάντηδων στο μέλλον!

Είναι φανερό επομένως ότι ακόμη και αν το διακύβευμα των εκλογών ήταν μόνο «Ευρώ ή δραχμή», όπως το παρουσιάζουν τα κόμματα εξουσίας, τα ΜΜΕ κ.λπ. πάλι θα ήταν σημαντικές οι εκλογές αυτές, για τους λόγους που ανέπτυξα. Όμως οι εκλογές είναι κρίσιμες (από τη μεριά πάντα των ελίτ) και για ένα άλλο βασικό λόγο: ότι μόνο εάν σχηματιστεί κυβέρνηση που θα συνεχίσει τις πολιτικές του μονόδρομου, έστω και με κάποιες επουσιώδεις τροποποιήσεις των δανειακών συμβάσεων για να στηρίξουν τη νέα δανειακή κυβέρνηση και τα δεκανίκια του συστήματος στην Αριστερά (ΔΗΜΑΡ, Κοινωνική Συμμαχία, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) και στην δεξιά (ΛΑΟΣ κ.ά.) θα νομιμοποιηθεί τουλάχιστον εκ των υστέρων το συστημικό έγκλημα που διαπράχθηκε με τις δανειακές συμβάσεις, οι οποίες όχι μόνο οδηγούν στη μόνιμη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού και στην κατάργηση κάθε εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας, αλλά και στο ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που όσοι προτείνουν αποχή ειδικά για αυτές τις εκλογές λειτουργούν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα. Είναι δηλαδή ένα πράγμα να μην μετέχεις γενικά στις κοινοβουλευτικές εκλογές γιατί δεν δέχεσαι την κοινοβουλευτική «δημοκρατία», όπως είναι άλλωστε και η θέση της ΠΔ , και εντελώς άλλο να μην μετέχεις ειδικά στις συγκεκριμένες εκλογές, ακόμη και αν το διακύβευμα τους ήταν μόνο αυτό που περιέγραψα, εφόσον η συγκεκριμένη αποχή, στη πράξη, σημαίνει τη «νομιμοποίηση» του συστημικού εγκλήματος. Φυσικά, δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι αυτοί που δεν ψηφίζουν ποτέ για λόγους αρχής θα λειτουργήσουν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα αν απόσχουν πάλι, και απόκειται στη συνείδηση τους η απόφαση για το εάν η κρισιμότητα των επικείμενων εκλογών δικαιολογεί την παραβίαση των αρχών τους ή όχι.

Όμως, το διακύβευμα των εκλογών αυτών είναι ακόμη κρισιμότερο από τη μεριά του Λαού. Στην πραγματικότητα, το διακύβευμα δεν είναι καν απλά, «Ευρώ ή δραχμή», αλλά «ΕΕ ή αυτοδύναμη οικονομία». Και η διαφορά μεταξύ των δύο είναι καθοριστική. Και αυτό, διότι το πρώτο, για τα λαϊκά στρώματα, είναι ένα ψευτοδίλημμα εφόσον είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη είτε όχι, από τη στιγμή που συνεχίσουμε να παραμένουμε στην ΕΕ, όλες οι αιτίες που δημιούργησαν το Χρέος και την κρίση εξακολουθούν να παραμένουν και μάλιστα σε απείρως χειρότερες συνθήκες για τα λαϊκά στρώματα. Ακόμη και όλο το Χρέος να μας χάριζαν οι ελίτ, σε μερικά χρόνια θα είχαμε νέο δυσβάστακτο χρέος όσο η παραγωγική δομή της χώρας παραμένει μη ανταγωνιστική. Και η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται απλά από το επίπεδο τιμών και μισθών, όπως βολεύει να λένε οι ελίτ και τα ΜΜΕ που ελέγχουν, αλλά και από την παραγωγικότητα, δηλαδή από τις επενδύσεις στην παραγωγική δομή. Όμως, το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ποτέ δεν πραγματοποίησε τις απαιτούμενες παραγωγικές επενδύσεις στη μεταπολεμική περίοδο[4] και φυσικά δεν πρόκειται να το κάνει ούτε στο μέλλον, ακόμη και αν Κινεζοποιηθεί όλο το εργατικό δυναμικό μας (από άποψη εργασιακών συνθηκών), εφόσον η Ελλάδα δεν έχει τη παραγωγική υποδομή που είχε δημιουργήσει στη Κίνα η κομουνιστική επανάσταση. Με άλλα λόγια, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς οι χώρες στην περιφέρεια/ ημιπεριφέρεια είναι καταδικασμένες να χάσουν κάθε ίχνος οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας και οι λαοί τους, πέρα από τις ελίτ και κάποια προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια, τον εργασιακό Μεσαίωνα και την περιστασιακή ή μερική απασχόληση, ή εναλλακτικά τη μετανάστευση, όταν ανακάμψουν οι χώρες του κέντρου. Η συνθήκη άλλωστε του Μάαστριχτ και αυτές που την ακολούθησαν ακριβώς θεσμοποίησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτών των συνθηκών.

Αυτό σημαίνει ότι αν δεν δημιουργηθούν οι δυνάμεις για ένα Μέτωπο[5] με στόχο την άμεση μονομερή έξοδο από την ΕΕ και την οικονομική αυτοδυναμία που θα θέσει και τις βάσεις για μια οικονομία πραγματικά ελεγχόμενη από τον Λαό και όχι από τις ελίτ, με μορφή την οποία θα αποφασίσει ο λαός σε ένα δεύτερο στάδιο, τότε η οριστική οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που θα σημάνει η νομιμοποίηση του συστημικού εγκλήματος θα είναι μη αναστρέψιμη. Επομένως δεν αρκεί να καταψηφιστούν τα κόμματα εξουσίας και τα δεκανίκια τους.

Όμως, εδώ θα πρέπει να κάνουμε τη σημαντική διάκριση μεταξύ συστημικών και μη συστημικών κομμάτων και παρατάξεων, μια θεμελιακή διάκριση που είναι ιδιαίτερα σημαντική στις εκλογές αυτές, όπου, σε σημαντικό βαθμό, κρίνεται η μακροπρόθεσμη επιβίωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στον τόπο μας, και όχι απλά το αν θα επικρατήσουν μνημονιακές ή αντιμνημονιακές δυνάμεις οπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική «Αριστερά» —επιλογή που αποτελεί άλλη μια φενάκη. Και αυτό, διότι στην πραγματικότητα κανένα κόμμα δεν μπορεί να εφαρμόσει στην εξουσία πραγματικά διαφορετικές πολιτικές από αυτές που δεσμεύθηκαν να εφαρμόσουν τα κόμματα εξουσίας, εφόσον δεν επιτύχει πρώτα την μονομερή έξοδο, όχι απλά από την Ευρωζώνη, όπως παραπλανητικά υποστηρίζει ένα τμήμα της δήθεν αντισυστημικής Αριστεράς (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΛΕ κ.λπ.), αλλά από την ίδια την ΕΕ, και ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη συμπληρωματικών πολιτικών[6]. Άλλωστε έξω από την Ευρωζώνη μπορεί να βρεθούμε έτσι και αλλιώς σύντομα χάρη σε απόφαση των ελίτ, όπως ανέφερα παραπάνω, όπως άλλωστε είχαμε και «κούρεμα του Χρέους» από τις ίδιες ελίτ (άλλο παλαιότερο αίτημα της ίδιας Αριστεράς!). Και τα ίδια βέβαια ισχύουν και για την «πατριωτική» Αριστερά (ΕΠΑΜ κ.λπ.) που επίσης δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ. Και, φυσικά, έξοδος από την ΕΕ δεν σημαίνει έξοδο από την Ευρώπη, όπως υποστηρίζουν οι λακέδες του κεφαλαίου επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά απλά έξοδο από την Ευρώπη των ελίτ, για μια νέα Ευρώπη των Λαών.

Είναι δηλαδή η θέση ενός κόμματος ή οργάνωσης απέναντι στην ίδια την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, (που είναι το κύριο μέσο για την ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς), αυτό που καθορίζει αποφασιστικά την ενσωμάτωση ενός κόμματος ή οργάνωσης στις συστημικές δυνάμεις ή όχι. Η μη θέση επομένως θέματος άμεσης εξόδου από την ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία των βάσεων οικονομικής αυτοδυναμίας (που είναι ο μόνος τρόπος απεμπλοκής μας από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), τη στιγμή που βλέπουμε να συντελείται μπροστά στα μάτια μας η εντεινόμενη εξαθλίωση της πλειοψηφίας του λαού και η μετατροπή της χώρας σε μόνιμο προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, είναι αυτόχρημα εγκληματική, και έτσι θα κριθεί από την Ιστορία.-

* Το άρθρο αυτό αποτελεί προδημοσίευση του υπό έκδοση ειδικού τεύχους του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία (κυκλοφορεί τέλος Απριλίου)

[1] Rupert Neate, “Crisis, what crisis? In Greece’s Chelsea they are still enjoying a life of luxury”, The Observer, 11/3/2012

[2] βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση, (Εξάντας, 1987)

[3] Τάκης Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, (Γόρδιος, Νοέμβρης 2010)

[4] Εξαρτημένη Ανάπτυξη, ο.π. κεφ. Γ3

[5] Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, Έκκληση για ένα νεο Μέτωπο Κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης, (Νοέμβρης 2011) http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.11.13__neo_ethniko_koinoniko_metopo_extented.html

[6] στο ίδιο

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Red NoteBook - Ο Γαλιλαίος και η Αριστερά: ας αποδείξουμε ότι η Γη γυρίζει

Red NoteBook - Ο Γαλιλαίος και η Αριστερά: ας αποδείξουμε ότι η Γη γυρίζει

Red NoteBook - Λαϊκισμός είναι να σπέρνεις φόβο για να θερίσεις ψήφους

Red NoteBook - Λαϊκισμός είναι να σπέρνεις φόβο για να θερίσεις ψήφους

ΤΑ ΜΜΕ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ FREE photo hosting by Fih.gr
Ο Αμερικανός γλωσσολόγος-φιλόσοφος Νόαμ Τσομσκι είναι κυρίως γνωστός για την θέση του οτι ολα τα ανθρώπινα πλάσματα διαθέτουν μια έμφυτη "καθολική γραμματική"η οποία τα καθιστά ικανά να διδαχτούν τις διαφορετικές γλώσσες τους.Ταυτόχρονα,συμμεριζεται την "ανθρωπιστική αντίληψη"του Μπερτραντ Ράσλ που βλέπει τούς νέους όπως ο κηπουρός ενα νεαρό δέντρο,σαν εναν οργανισμό που μπορεί να τον θρέψει και να τον βοηθήσει και θεωρεί ως υπέρτατο σκοπό της κοινώνιας την ελέυθερη ανάπτυξη του ατόμου.
NOAM CHOMSKY
Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής – Διαβάστε το 

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grΤο βιβλίο αυτό που φέρνει τον αναγνώστη ένα βήμα πιο κοντά στην πολυδιάστατη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη. Η αυτονομία, η δημοκρατία, οι αλλαγές που υφίστανται οι Δυτικές κοινωνίες, μια ανάλυση του για την Αριστερά, τον σοσιαλισμό, τον μαρξισμό…. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο μέρος, περιλαμβάνει δύο συνεντεύξεις του διανοητή, το δεύτερο αναλύσεις και κείμενα, καθώς επίσης παρεμβάσεις και ομιλίες του, και το τρίτο εμπεριέχει περιγραφές για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από ανθρώπους που έχουν συνεργαστεί μαζί του. Μέσα σ’ όλα όμως, αυτό που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι οι θέσεις του για την «σύγχρονη και αντιφατική Ελλάδα», η «θεμελιώδης αντινομία της ταυτόχρονης αναφοράς στην αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, δυο παραδόσεις τελείως ασυμβίβαστες μεταξύ τους».
 
Κορνήλιος Καστοριάδης
Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας – Διαβάστε το 

Δέκα μύθοι για τον καπιταλισμό

Η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού έχει εξαντληθεί. Οι καρχαρίες, μη θέλοντας να χάσουν τα κέρδη τους, ρίχνουν όλο το βάρος της κρίσης στους ώμους των φτωχών, και των συνταξιούχων. Το φάντασμα μιας «ευρωπαϊκής άνοιξης» πλανάται πάνω από την Ευρώπη.
Υπάρχει μια άποψη, που θέλει τους λαούς να έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντα. Οι λαοί παραπλανώνται από την προπαγάνδα, και οι απόψεις τους χειραγωγούνται και διαμορφώνονται κατά το δοκούν.
Τα ψέματα αποτελούν ένα σύγχρονο όπλο μαζικής καταστροφής και καταπίεσης. Είναι εξίσου αποτελεσματικά με τον πόλεμο. Πολλές φορές αλληλοσυμπληρώνονται. Αποτελούν μεθόδους εκλογικής επιτυχίας, και καταστροφής όσων κρατών δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις.
Η ιδεολογία του καπιταλισμού αποτελεί ένα μείγμα μισών αληθειών που επαναλαμβάνονται συνεχώς, μέχρι που στο τέλος αποτελούν μη αμφισβητήσιμο αξίωμα. Ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως αξιόπιστο σύστημα, που κερδίζει την υποστήριξη των μαζών. Οι μύθοι του διαδίδονται κυρίως μέσω των ΜΜΕ, του σχολείου, της οικογένειας, της εκκλησίας, κλπ. Ιδού μερικοί από αυτούς:
1-Στον καπιταλισμό, όσοι εργάζονται σκληρά, μπορούν να πλουτίσουν.
Το σύστημα, λένε,  δίνει την ευκαιρία στους σκληρά εργαζόμενους να πετύχουν. Αν όχι, τότε φταίνε οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες να πλουτίσει κάποιος είναι οι ίδιες με το να κερδίσει το λόττο. Ο πλούτος  (με κάποιες εξαιρέσεις) δεν είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας, αλλά απάτης και έλλειψης ανθρωπιάς από όσους διαθέτουν δύναμη και εξουσία.
Η επιτυχία μέσω της δουλειάς είναι ένας μύθος που τον στηρίζουν κυρίως όσοι επωφελούνται από το ισχύον σύστημα. Η προτεσταντική εκκλησία συμβάλλει τα μέγιστα στη διατήρηση του συγκεκριμένου μύθου.
2-Ο καπιταλισμός δημιουργεί πλούτο και ευμάρεια για όλους.
Ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, και αργά ή γρήγορα θα αναδιανεμηθεί σε όλους. Αυτό υποστηρίζουν όσοι δεν θέλουν να αμφισβητηθεί το σύστημα. Όμως, ακόμη και ο Μαρξ είχε πει πως ο τελικός σκοπός δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου, αλλά η συσσώρευσή του στα χέρια λίγων.
Αυτό έχει αποδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες από την τρομακτική ανισότητα που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός. Όμως, σαν μύθος, συνεχίζει να κυριαρχεί, ειδικά στη περίοδο του κοινωνικού κράτους που επικράτησε μετά τον Β`ΠΠ και που είχε ως σκοπό την εξουδετέρωση των σοσιαλιστικών κρατών.
3-Όλοι είμαστε στην ίδια βάρκα
Στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν τάξεις, και άρα η ευθύνη για τις κρίσεις και τις αποτυχίες βαρύνει όλους μας, άρα όλοι πρέπει να πληρώσουμε. Ο σκοπός αυτού του μύθου είναι να δημιουργηθούν ενοχικά σύνδρομα στους εργαζομένους, επιτρέποντας στους κεφαλαιοκράτες να αυξάνουν τα κέρδη τους, ρίχνοντας το κόστος στις πλάτες των λαών.
Στη πραγματικότητα, το όποιο φταίξιμο οφείλεται στους δισεκατομμυριούχους, και στις ελίτ, που σε αγαστή συνεργασία με τις κυβερνήσεις, απολαμβάνουν φορολογικές ελαφρύνσεις, κερδοσκοπούν, και έχουν στήσει ένα πελατειακό σύστημα που τους συμφέρει. Πρόκειται δηλαδή για έναν μύθο που καλλιεργείται από τις ελίτ, ώστε να αποφύγουν την οποιαδήποτε ευθύνη, και να πείθουν τους λαούς ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι, και ότι αυτοί θα πρέπει να πληρώνουν για τα λάθη του συστήματος.
4-Καπιταλισμός σημαίνει ελευθερία
Σίγουρα υπάρχει ελευθερία στη λήψη αποφάσεων, κλπ αλλά μόνο για λίγους. Υπάρχουν κάποιοι στενοί κύκλοι που αποφασίζουν εν κρυπτώ, Πρόκειται για διεθνείς τραπεζίτες, επιχειρηματίες, πολυεθνικές, κ.ά. που αποφασίζουν στρατηγικά και μακροοικονομικά.
Η αγορά δεν αυτορυθμίζεται, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, και απλά χειραγωγείται. Πρόκειται για έναν μύθο που θέλει να δικαιολογήσει την παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα μη καπιταλιστικών χωρών, τα οποία υποτίθεται ότι στερούνται ελευθεριών, και έχουν μόνο κανόνες.
5-Καπιταλισμός σημαίνει δημοκρατία
Ένας μύθος που αποσκοπεί στην αποφυγή συζήτησης για άλλα πολιτικά και κοινωνικά μοντέλα. Κάθε άλλο σύστημα θεωρείται δικτατορία. Στην πραγματικότητα όμως, το καπιταλιστικό σύστημα σημαίνει ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η καπιταλιστική δημοκρατία είναι μια μεταμφιεσμένη δικτατορία, και οι όποιες μεταρρυθμίσεις απλά εμποδίζουν την πρόοδο.
6-Οι εκλογές σημαίνουν δημοκρατία
Στην πραγματικότητα οι εκλογές αποτελούν μια τυπική μόνο διαδικασία. Τις κερδίζουν πάντα οι εκπρόσωποι της μπουρζουά μειοψηφίας.
7-Η εναλλαγή κομμάτων σημαίνει και εναλλακτικές επιλογές.
Τα αστικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, υποτίθεται ότι έχουν και εναλλακτικές πολιτικές πλατφόρμες. Ο σκοπός όμως είναι η διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος, μέσω της ψευδαίσθησης των εκλογών. Ο πολυκομματικός κοινοβουλευτισμός είναι στην ουσία μονοκομματικός. Πρόκειται απλά για διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας πολιτικής δύναμης. Οι λαοί πάντα επιλέγουν έναν παράγοντα του συστήματος, πείθοντας τους εαυτούς τους ότι επιλέγουν κάτι διαφορετικό. Ο μύθος ότι τα αστικά κόμματα διαφέρουν σε πολιτική πλατφόρμα παραμένει ισχυρός και συντελεί στην συνεχιζόμενη επικράτηση του καπιταλισμού.
8-Ο εκλεγμένος πολιτικός εκπροσωπεί τον λαό, άρα μπορεί να αποφασίζει εκ μέρους του.
Πρόκειται για μύθο που έχει σκοπό να ταΐσει υποσχέσεις στον λαό, οι οποίες δεν τηρούνται, και στη συνέχεια να τον «σκεπάσει» με διάφορα αντιλαϊκά μέτρα. Σπάνια οι πολιτικοί εφαρμόζουν στη πράξη όλα όσα υποσχέθηκαν προεκλογικά. Αυτή η παραποίηση της δημοκρατίας οδηγεί πολλούς στην αποχή από τις εκλογές, και συντελεί στην περαιτέρω διάβρωση της έννοιας της δημοκρατίας.
9-Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον καπιταλισμό
Πρόκειται, λένε, για ένα ατελές μεν σύστημα, αλλά το μόνο κατάλληλο. Ο σκοπός αυτού του μύθου είναι να περιορίσει την μελέτη και την προσπάθεια εφαρμογής εναλλακτικών οικονομικών και πολιτικών μοντέλων. Να τρομάξει τους λαούς, έτσι ώστε να μην ψάχνουν διαφορετικές λύσεις.
10-Η εξοικονόμηση πόρων γεννά πλούτο
Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η οικονομική κρίση οφείλεται στα προνόμια των εργαζομένων. Αν αυτά εκλείψουν, θα υπάρχει εξοικονόμηση χρημάτων, και το κράτος θα είναι πλούσιο.
Ο σκοπός είναι να πέσουν τα βάρη της κρίσης χρέους στους ώμους του δημοσίου τομέα, των φορολογουμένων και ειδικά των συνταξιούχων.

Ένας άλλος σκοπός αυτού του μύθου, είναι να αποδεχτεί ο λαός την εξαθλίωση, πείθοντάς τον ότι είναι κάτι το προσωρινό. Παράλληλα, διευκολύνει την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου τομέα.

Οι τρεις πυλώνες του κοινωνικού black out

ΠΗΓΗ: aristero blog
του Π. Μαυροειδή

2]Σε  καταστάσεις κοινωνικής καταστροφής σαν τις σημερινές, σε περιόδους τόσο σκληρές και  οριακές, είμαστε αναγκασμένοι να δούμε πέρα από τη μύτη μας.
 
Τα μνημόνια που σκάνε διαδοχικά, το ένα πίσω από το άλλο (έχουμε χάσει το λογαριασμό, σε ποιό μνημόνιο είμαστε και σε ποιο πακέτο μείωσης των μισθών και των συντάξεων!), δεν ήρθαν ξαφνικά.
 
Δεν έφτασαν ξαφνικά αυτές οι βόμβες.
 
Κατά τη γνώμη μας, σήμερα βλέπουμε το κύμα που σκάει στην ακτή. Για να δημιουργηθεί το κύμα όμως, υπάρχουν κάποιες υπόγειες  τεκτονικές κινήσεις που το γέννησαν. Αυτό  φούντωσε μέσα στον ωκεανό, θέριεψε, κίνησε προς την ακτή και τώρα σκάει. Πρέπει να δούμε που και πως γεννήθηκε.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι το μοναδικό κύμα, δεν είναι το τελευταίο, έρχονται και άλλα.
 
Ποιες λοιπόν είναι οι  αιτίες αυτής της καταστροφής;
 
 
 Καπιταλιστική κρίση: η μαύρη αφετηρία
 
 
Πρέπει να τελειώνουμε μια και καλή με τον μύθο του αμαρτωλού έθνους. Αυτής της μαύρης προπαγάνδας που γίνεται από το μαύρο μέτωπο.
 
 
Ότι εδώ έχουμε –δήθεν- ένα ‘’γυφτο’’-βαλκανικό καθυστερημένο κράτος, όπως λένε υποτιμητικά. Μιλάνε για δημόσιους υπάλληλους που ξύνονται, εργαζόμενους τεμπέληδες. Για  μια κοινωνία που δεν παράγει τίποτα, ή που καταναλώνει περισσότερα από  όσα παράγει. Μια οικονομία  που δημιούργησε ένα αλόγιστο χρέος που θα τινάξει στον αέρα την νοικοκυρεμένη και καθώς πρέπει Ευρώπη. Λες και οι υπόλοιποι δεν έχουν αντίστοιχα προβλήματα χρέους. Μια χώρα, που εξ αιτίας του καλοπερασάκια λαού της, θέτει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς. Μόνο την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο δεν έχουμε βάλει σε κίνδυνο!
 
 
Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική φυσικά! Το πρόβλημα έρχεται κυρίως απ' έξω προς τα μέσα. Πριν από όλα, αποτελεί  αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης. Αυτή αποτελεί τον πρώτο πυλώνα του τρικέφαλου τέρατος της καταστροφής. Η  εκκίνηση αυτής της περιόδου της καπιταλιστικής κρίσης, δεν ξεκίνησε φυσικά από την Ελλάδα, της οποίας τα απόλυτα νούμερα για το χρέος και το ΑΕΠ είναι αστεία μπροστά στα παγκόσμια δεδομένα. Ξεκίνησε από το νέο κύμα της καπιταλιστικής κρίσης των ΗΠΑ το 2007-2008. Είναι μια πολύ μεγάλη κρίση, αντίστοιχη αυτής του 1929 και έχει ζωτική σημασία να δούμε τη φύση και τους κινδύνους αυτής της κρίσης.
 
 
Το 1929, η κρίση ξεκίνησε, ωρίμασε, σάπισε και έφτασε το 1939 σε έναν φονικό παγκόσμιο πόλεμο, που αγκάλιασε τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
 
 
Σήμερα,  αυτή η κρίση έχει τις απαρχές της στην δεκαετία του 1970. Σήμερα είμαστε στο αντίστοιχο 1939 της κρίσης του 1929. Το 2007 είχαμε μια κρίσιμη καμπή, ένα παροξυσμό μιας βαθύτερης σοβούσας, χειμαζόμενης κρίσης,  που ξέσπασε με  έναν κοινωνικό και ταξικό πόλεμο. Η  Ελλάδα είναι ένα από τα πολλά ενεργά μέτωπα, κοινωνικά ηφαίστεια, ενός  μεγάλου κοινωνικού πολέμου στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο.
 
 
Έχει σημασία, να δούμε με αυτό τον τρόπο την πρώτη αιτία της βασικής μας κρίσης.
 
 
Να δούμε την αλήθεια αυτή, γιατί έτσι και ανάλογα με τα αίτια αυτής της κρίσης, αντίστοιχες θα πρέπει να είναι και οι δικές μας απαντήσεις.
 
Να διακρίνουμε καθαρά την αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, στην οποία,  σαν το διάβολο με το λιβάνι, αποφεύγουν να αναφερθούν όλοι οι θιασώτες του μαύρου μετώπου. Όχι μόνο αυτών της κυβέρνησης, αλλά και αυτών που αναζητούν μερεμέτια στην εφαρμοζόμενη πολιτική και όχι μια πραγματική στροφή προς όφελος των εργαζομένων, προς όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας.
 
 
Είναι η κρίση του συστήματος που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, στην ατομική ιδιοποίηση του πλούτου, στον κοινωνικό δαρβινισμό (τον λένε ‘’ανταγωνισμό’’ και ‘’αγορά’’), ο οποίος πατάει κυριολεκτικά επί πτωμάτων.
 
 
Είναι η κρίση του συστήματος που έχει στον πυρήνα της λογικής του να αυξάνεται μεν ο κοινωνικός πλούτος χάρη στην  εργασία των εργαζομένων, αλλά να αυξάνεται με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα, η κοινωνική ανισότητα.
 
 
Ο αυξημένος πλούτος που παράγεται, και  τον οποίο  κρατά για τον εαυτό του ο κόσμος του κεφαλαίου, όταν δεν μπορεί να τοποθετηθεί ώστε να δίνει μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, και επειδή δεν μπορεί να μοιραστεί γιατί αναιρείται η ουσία του καπιταλισμού, πρέπει σύμφωνα με την λογική του κεφαλαίου, να καταστραφεί.
 
 
Προϋπόθεση για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ακριβώς αυτή η καταστροφή αυτού του κοινωνικού πλούτου που είναι αποτέλεσμα και προϊόν της ανθρώπινης εργασίας.
 
 
Η υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η συνακόλουθη κρίση χρέους στηρίζονται ακριβώς σε αυτό το χαρακτηριστικό στου καπιταλισμού.
 
 
Ευρωπαϊκή  Ένωση: Παράγοντας παροξυσμού της κρίσης
 
 
Που κολλάει η Ελλάδα σε όλα αυτά;
 
 
Δεν είναι τυχαία χώρα η Ελλάδα. Είναι μια χώρα 31η, 32η (αλλάζει αυτό χρονιά με χρονιά, τώρα, με την κρίση, είναι πιο χαμηλά λογικά) στην κατάταξη του ΟΟΣΑ. Είναι μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Είναι στην ουρά μεν, αλλά είναι μέρος ενός από τα μεγαλύτερα καπιταλιστικά κέντρα, καθώς συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια περιφερειακή καπιταλιστική ολοκλήρωση.
 
 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα της τροϊκανής συμφοράς. που σκάει πάνω στο κεφάλι της κοινωνικής πλειοψηφίας στην χώρα μας. Η ΕΕ αποτέλεσε την  απάντηση της ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας για να ενισχύσει την θέση της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, τους Αμερικάνους, την Ασία κλπ. Τα πράγματα είναι απλά γι αυτούς: Ανταγωνιστικότητα, δηλαδή δυνατότητα να κερδίζονται αγορές, στο πλαίσιο της Ευρώπης και σε όλο το κόσμο, πάνω στην  μείωση του άμεσου ή έμμεσου μισθού, την υποβάθμιση του κόστους  εργασίας.
 
 
Μεγάλη τομή σε αυτή την θέση ήταν το Μάαστριχτ (1992) και ας ξαναδούμε ορισμένα πράγματα. Το Μάαστριχτ ήταν βασισμένο στις περίφημες  τέσσερις ελευθερίες. Ας δούμε ποιές ήταν μερικές από αυτές.
 
 
Ελευθερία διακίνησης εμπορευμάτων. Τι σήμαινε αυτό πρακτικά; Αυτό σήμαινε ότι κάποιος  που ήταν βιομήχανος και είχε χρήματα στην άκρη και τα οποία δεν τα φορολογούσε και κανένας, πάει και εισάγει ‘’ελεύθερα’’ ένα αγροτικό προϊόν ξεκληρίζοντας τον Έλληνα αγρότη.
 
 
Τι άλλη αρχή ελευθερίας είχαμε; Ελευθερία κίνησης εργασίας, ο θάνατος στους μισθούς. Γιατί είναι λογικό ότι σε χώρες με διαφορετικό επίπεδο παραγωγικότητας, αυτό δεν θα σήμαινε τίποτε άλλο παρά μια κίνηση από το ανώτατο σημείο προς το κατώτατο, δηλαδή μείωσης των μισθών, βοηθούμενη και από τις κυβερνήσεις που εισήγαγαν τους αντίστοιχους νόμους.
 
 
Τι άλλο μας είπε  το Μάαστριχτ; Ελευθερία κίνησης κεφαλαίου, δηλαδή ανεξέλεγκτη κίνηση κεφαλαίου εντός και εκτός μιας χώρας. Και έχουμε κάποια  δις  παραγόμενα από την δουλειά των εργαζομένων στην Ελλάδα, την ώρα που λέμε ότι υπάρχει χρεοκοπία εδώ και ‘’θα πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι’’, να πηγαινοέρχονται  στις τράπεζες τις Ελβετίας και στις υπόλοιπες και να παίζονται στα διεθνή χρηματιστήρια
 
Η δεύτερη καμπή της ΕΕ, ήταν το ευρώ (2000).
 
 
Χρειαζόντουσαν το ευρώ σαν ένα μηχανισμό ενός ορισμένου τύπου ανάπτυξης, ο οποίος θα έφερνε στον πυρήνα της ΕΕ ακόμα μεγαλύτερα κέρδη.
 
Στην ουσία του ήταν σαν μια τραμπάλα, μια ‘’μόχλευση’’, με την οποία  τα κέρδη τους θα μετατρέπονταν σε μεγαλύτερα κέρδη. Ή αλλιώς ήταν και είναι ένας ‘’πολλαπλασιαστής’’ κέρδους.
 
 
Η  σανίδα γι αυτή την τραμπάλα ήταν και είναι  το νομισματικό σύστημα του ευρώ με την κατάργηση των εθνικών νομισμάτων.
 
Το υπομόχλιο ήταν και είναι  η πλάτη των λαών, στην συγκεκριμένη περίπτωση η πλάτη των εργαζομένων στην Ελλάδα.
 
Και φυσικά, κινητής και αυτουργός αυτού του συστήματος είναι οι μηχανισμοί της ΕΕ.
 
 
Η υπερδεκαετής λιτότητα στην Γερμανία έφερε πλεονάσματα και αντίστοιχα κέρδη. Τι έγιναν  αυτά τα κέρδη;
 
Παίχτηκαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα διαμορφώνοντας μια  φούσκα.
Έγιναν  όμως και λεφτά στην γερμανική οικοδομή,  για  αεροδρόμια και δρόμους στην Ελλάδα. Έργα που βεβαίως πραγματοποίησαν μεγάλες ευρωπαϊκές κατασκευαστικές εταιρίες, μαζί φυσικά με τις δικές μας.
 
Έγιναν δάνεια στα κράτη, γιατί όπως τα εσωτερικά  δάνεια είναι μηχανισμός απόσπασης πόρων από τους εργαζόμενους προς τις πλούσιες τάξεις και τις τράπεζες, έτσι και τα κρατικά δάνεια, αποτελούν  μηχανισμό μεταφοράς πόρων από τις φτωχότερες χώρες στις μεγαλύτερες χώρες.
 
 
Τα  (τελικά) αποτελέσματα της πολιτικής της ΕΕ στην Ελλάδα: Ξεκλήρισμα αγροτιάς, παραγωγική αποδιάρθρωση ή/και αντιδραστική αναδιάρθρωση στη βιομηχανία, επιβολή διάλυσης του κοινωνικού τομέα, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, καταστροφή του ασφαλιστικού συστήματος.
 
Και τώρα βέβαια, η ΕΕ είναι ο επικεφαλής της τρόικας. Σχεδιάζει και επιβάλλει τα μνημόνια, με την συνεργασία των δικών μας. Εκβιάζει, τρομοκρατεί, λοιδορεί.
 
 
Η άκρη του νήματος: η ελληνική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία
 
 
Φυσικά δεν θα μπορούσαν να δουλέψουν μόνοι τους.
 
 
Όταν απελευθερώθηκαν οι αγορές, οι μεγάλες εισαγωγικές επιχειρήσεις,  θησαύρισαν γιατί ευνοήθηκαν από το καινούργιο καθεστώς ελεύθερων συναλλαγών. Βγήκαν πολύ κερδισμένοι από αυτό το πράγμα.
 
 
Ποιός άλλος ευνοήθηκε;
 
Οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες. Τώρα δεν υπάρχουν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ! Έκαναν πάρτι  όμως 15 χρόνια τώρα, μέσω αυτού του τύπου χρηματοδότησης του ευρώ και στο πλαίσιο  ενός συγκεκριμένου τύπου ανάπτυξης.
 
 
Ποιός άλλος ωφελήθηκε;
 
Το τραπεζικό κεφάλαιο φυσικά. Το οποίο δανειζόταν με 1% από την ΕΚΤ και δάνειζε το κράτος και τους εργαζόμενους με 7% , 10%.
 
Ποιος άλλος άρπαξε την ευκαιρία;
 
Ο κάθε Βγενόπουλος που βούτηξε κοψοχρονιά την Ολυμπιακή. Ο κάθε Κόκκαλης που έγινε μάγκας με το άρμεγμα του ΟΤΕ. Τα ιδιωτικά ιατρικά κέντρα που ‘’επένδυσαν’’ στην απαξίωση των δημόσιων νοσοκομείων.  Όλοι αυτοί που έβαλαν χέρι στη δημόσια περιουσία.
 
Είναι και  άλλοι όμως:
 
Όλες οι ιδιωτικές βιομηχανικές επιχειρήσεις και εταιρείες υπηρεσιών, που είδαν σαν ευλογία, την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, την ελευθερία απολύσεων, τις μειώσεις μισθών, την μείωση των εργοδοτικών εισφορών.
 
Όλοι αυτοί ασέλγησαν πρόστυχα πάνω σε ανυπεράσπιστους εργαζόμενους, σε νέους χωρίς συνδικάτο, σε ανθρώπους πριν τη σύνταξη. Με το φονικό όπλο του διευθυντικού δικαιώματος και την τρομοκρατία της απόλυσης.
 
Ο τρίτος λοιπόν πυλώνας που συγκροτεί το οικοδόμημα των αντιπάλων μας, είναι η δική μας οικονομική και πολιτική ολιγαρχία.
 
Η τελευταία, σε  με μια συμφωνία αίματος και συμφέροντος με την ευρωπαϊκή κεφαλαιοκρατία,  αφαίμαξε πλούτο από το λαό, τον έβαλε στην τσέπη του,  το έβγαλε έξω. Και ζητούν αυτή την κρίση σήμερα  να την πληρώσουν οι εργαζόμενοι και απειλούν ότι αν δεν την πληρώσουν, θα πάμε ακόμα χειρότερα λες και δεν είναι μαύρη η κατάσταση στην οποία μας έχουν φέρει τώρα.
 
Βεβαίως αυτή η πολιτική,  πέρασε  με συγκεκριμένο πολιτικό τρόπο.
 
Οι πολιτικές της ΕΕ, η προώθηση της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας, η καταλήστευση των μισθών, Χρειαζόντουσαν κυβερνήσεις, τις  διαδοχικές κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατία  και του ΠΑΣΟΚ. Χρειαζόντουσαν τα αστικά κόμματα, χρειαζόντουσαν το κράτος. Υπήρχε δηλαδή και μια συγκεκριμένη πολιτική ολιγαρχία, ένα συγκεκριμένο άθλιο πολιτικό σύστημα, που είναι η άκρη του νήματος από το οποίο πιστεύουμε ότι εμείς πρέπει να ξεκινήσουμε.
 
Ποιόν πρέπει να ανατρέψουμε;
 
'Έχει σημασία λοιπόν να δούμε ποιόν πρέπει να χτυπήσουμε, ποιόν να ανατρέψουμε,  εάν θέλουμε να σημαδέψουμε τον πραγματικό εχθρό, τον πραγματικό γεννήτορα των προβλημάτων.
 
Πρέπει να δούμε και πίσω από τα μνημόνια, τα οποία γίνονται ‘’υποχρεωτικά’’ μέσα στο πλαίσιο της παράλογης λογικής του κόσμου του κεφαλαίου και της αντιδραστικής απάντησης στην καπιταλιστική κρίση, που το μοναδικό κριτήριο που έχουν  είναι η αύξηση των κερδών, σε βάρος των συμφερόντων της πλειοψηφίας.
 
Φραστικές καταδίκες των μνημονίων ή και των ‘’ Γερμανών τυράννων της ΕΕ’’, χωρίς αναφορά στο καπιταλιστικό πλαίσιο, δεν οδηγούν πουθενά.
 
Ή μάλλον,  οδηγούν: Η αδυναμία απάντησης στην καπιταλιστική κρίση του 1929, με διεύρυνση της εργατικής νίκης στη Ρωσία, δεν οδήγησε απλά στο φασιστικό τερατούργημα, αλλά 10 χρόνια αργότερα σε ένα φριχτό πόλεμο, ‘’λογικό’’ αποτέλεσμα του ενδο-καπιταλιστικού ανταγωνισμού και τους μίσους ενάντια στο εργατικό κίνημα και την απειλή του Οκτώβρη.  
 
Έχει σημασία να δούμε ότι δεν είναι η ‘’ελληνική καθυστέρηση’’ όπως λένε, που δημιουργεί την κρίση, αλλά αντίθετα, είναι  η ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στους μηχανισμούς της ΕΕ, που παροξύνει αυτή τη κρίση.
 
Αντιμνημονιακές πλειοδοσίες, χωρίς αναφορά στην ΕΕ, αποτελούν  άσφαιρα πυρά. Ασφαλές καταφύγιο  για αντιδραστικά δημαγωγικά ρεύματα τύπου Καμένου. Και έχει εδώ τεράστια ευθύνη η ηγετική ομάδα του ΣΥΝ, που σε αντίθεση  και ενός μεγάλου τμήματος του ευρύτερου ρεύματος ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει πως ‘’η ΕΕ είναι η σωτηρία μας’’.
 
Δεν φταίνε οι ‘’ξένοι’’ μόνο, με ευθύνη ίσως και κάποιων Ελλήνων ‘’προδοτών’’, αλλά και η ελληνική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που είναι ο  παράγοντας  εφαρμογήςαυτής της πολιτικής της ΕΕ, της ευρωπαϊκής και διεθνούς κεφαλαιοκρατίας στη χώρα μας.
 
Είναι οι ‘’δικοί’’ μας, από τους οποίους πρέπει να ξεκινήσουμε και όχι η Μέρκελ που μας δείχνουν για να την γλιτώσουν αυτοί. Γιατί χωρίς την δική μας  οικονομική και πολική ολιγαρχία, καμία Μέρκελ δεν θα μπορούσε να βάλει χέρι, ούτε  με το μνημόνιο, ούτε στα εργατικά και ασφαλιστικά θέματα των εργαζομένων. Η σύνδεση του κοινωνικό με το σύγχρονο εθνικό και δημοκρατικό ζήτημα, πρέπει να αναζητηθεί με τους όρους του ‘’έθνους των εργαζομένων’’ και όχι αφηρημένα ως ‘’πατριωτικός αγώνας’’.
 
Αυτό το άθλιο νήμα που ενώνει τα συμφέροντα της Μέρκελ, της ΕΕ, της ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας, του ΔΝΤ,  με τη δική μας ολιγαρχία, από ποιά άκρη μπορούμε να το ξετυλίξουμε αντικειμενικά; Μπορούμε να το αγγίξουμε από την άκρη της  ‘’δικής μας’’  πλευράς. Στοχεύουμε δηλαδή στην ανατροπή αυτού του σάπιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, το οποίο γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τα δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, φτάνει να κρατήσει τα δικά του συμφέροντα, τα δικά του κέρδη, σε μια συμμαχία που έχει με την ευρωπαϊκή ολιγαρχία.
 
Από την άλλη, αντικαπιταλιστική και επαναστατική ρητορεία, όπως ασκείται το ΚΚΕ και άλλες δυνάμεις, έξω από την κατανόηση του συγκεκριμένου ρόλου της ΕΕ και του ζητήματος του χρέους σε αυτή τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Τα ζητήματα αυτά, πράγματι μπορούν να αντιμετωπιστούν οριστικά μόνο σε καθεστώς εργατικής εξουσίας και δημοκρατίας, αλλά εκεί πως θα φτάσουμε άραγε; Μήπως αποτελούν και δρόμους προσέγγισης; Όποιος δεν απαντά σε αυτό και τάζει μόνο ‘’λαϊκή εξουσία’’ και ακόμη χειρότερα το ‘’σοσιαλισμό που γνωρίσαμε’’, δεν συμβάλλει ιδιαίτερα.
 
Η  ‘’αντικαπιταλιστική ανατροπή’’  της επίθεσης, με πρώτη αφετηρία  το  ‘’έξω από την ΕΕ- διαγραφή του χρέους’’, που σε κάποιους  φαίνονται too much (υπερβολικό), είναι τα ‘’αδελφάκια’’ στο μεγάλο παλλαϊκό αίτημα ‘’να φύγει η τρόικα και τα μνημόνια της, να ζήσει ο λαός!’’.
 
Περισσότερο από ποτέ η αντίσταση με στόχο την  απλή επιβίωση, δένεται άρρηκτα με την επανάσταση με στόχο την αξιοβίωτη ζωή, τη δημιουργία και την  ελευθερία. Με άλλα λόγια, τώρα είναι η ώρα της αριστεράς. Μόνο που πρέπει να τολμήσει να σηκώσει το γάντι…