ΦΡΑΓΚΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολύ λίγες
λέξεις έχουν γίνει αντικείμενο τόσης κατάχρησης όσο η λέξη «δημοκρατία». Ο
συνήθης τρόπος με τον διαστρεβλώνεται η έννοια της δημοκρατίας είναι με το να
συγχέεται το σύστημα της αντιπροσωπευτικής
«δημοκρατίας» με την ίδια τη δημοκρατία, ανάγοντας την δημοκρατία σε
είδος διακυβέρνησης[1].
Επιπλέον, η σύγχρονη πρακτική της προσθήκης διάφορων επιθετικών προσδιορισμών
στον όρο δημοκρατία προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και δημιουργεί την
εντύπωση της ύπαρξης πολλών μορφών δημοκρατίας. Έτσι, φιλελεύθεροι αναφέρονται
στη «σύγχρονη», «αντιπροσωπευτική» ή «κοινοβουλευτική» δημοκρατία,
σοσιαλδημοκράτες μιλούν για την
«οικονομική», «κοινωνική» ή «βιομηχανική» δημοκρατία και, τέλος οι λενινιστές
μιλούσαν για την «σοβιετική» δημοκρατία και, αργότερα για να περιγράψουν τις
χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μιλούσαν για «λαϊκές δημοκρατίες».
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η
ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η περιεκτική
δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον
κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή
το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει
την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία
(πέρα από τα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού),
δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία[2].
Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που
επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Το νόημα που δίδεται
στη δημοκρατία εξαρτάται ουσιαστικά από την έννοια της ελευθερίας και της
αυτονομίας. Ένα χρήσιμο σημείο για να ορίσουμε την ελευθερία είναι η διάκριση
που εισήγαγε ο Berlin[3] μεταξύ «αρνητικής»
και «θετικής» έννοιας της ελευθερίας. Η πρώτη αναφέρεται στην απουσία
περιορισμών κατά την άσκηση της ελευθερίας του ατόμου (ελευθερία από), ενώ η
δεύτερη αναφέρεται στη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της
κοινωνίας του, τον αυτό-καθορισμό (ελευθερία να). Σχηματικά θα λέγαμε ότι η αρνητική
ελευθερία υιοθετήθηκε από τους φιλελεύθερους ενώ η θετική έννοια
χρησιμοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές.
'Έτσι, η αρνητική έννοια της ελευθερίας
αναπτύχθηκε από φιλελεύθερους φιλοσόφους όπως οι Thomas Hobbes, Jeremy Bentham,
John Stuart Mill κ.ά., οι οποίοι προσπάθησαν κυρίως να καθιερώσουν κριτήρια για
τον καθορισμό των ορίων της κρατικής δραστηριότητας. Στη φιλελεύθερη φιλοσοφία,
οι πολίτες είναι ελεύθεροι, στο βαθμό που δεν περιορίζονται από νόμους και
κανονισμούς. Είναι επομένως φανερό ότι η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας
παίρνει δεδομένες τις σχέσεις εξουσίας που συνεπάγονται το κράτος και η αγορά,,
εφόσον είναι «νόμιμες». Με άλλα λόγια, η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας
προϋποθέτει το χωρισμό του κράτους από την κοινωνία, πράγμα που σημαίνει ότι
και η αντίληψη που υιοθετεί για τη δημοκρατία είναι επίσης «κρατικιστική».
Ο καλύτερος τρόπος
να ορίσουμε την ελευθερία θα ήταν να την εκφράσουμε με όρους ατομικής και
συλλογικής αυτονομίας Ο
όρος αυτονομία προέρχεται από την λέξη αυτο-νόμος που σημαίνει ο διοικούμενος
με δικούς του νόμους, που σύμφωνα με τον Καστοριάδη αποτελεί, «ένα νέο είδος μέσα σε
ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία: έναν τύπο όντος που δίνει στον εαυτό
του ανακλαστικά (reflectively) τους νόμους της ύπαρξής του»[4].
Και συνεχίζει: «0ι Πόλεις - ή τουλάχιστον η Αθήνα, για την οποία
έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες - αδιάκοπα αμφισβητούν τους θεσμούς τους
... σε μια κίνηση ρητής αυτο- θέσμισης. Το θεμελιακό νόημα της ρητής
αυτο-θέσμισης είναι η αυτονομία: οι ίδιοι θεσμοθετούμε ... η κοινότητα των
πολιτών, ο δήμος, διακηρύσσει ότι είναι απόλυτα κυρίαρχος (αυτόνομος,
αυτόδικος, αυτοτελής,).»
Είναι επομένως φανερό ότι σ' αυτή την αντίληψη της
αυτονομίας, η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα και
αντιστρόφως. Και αυτό διότι εάν αποκλείσουμε τη συγκέντρωση εξουσίας και την
επιτομή της, τότε κανένα άτομο δεν είναι αυτόνομο εάν δεν μετέχει ισότιμα στην
εξουσία. Παρόμοια, καμιά κοινωνία δεν είναι αυτόνομη εάν δεν συνίσταται από
αυτόνομα άτομα, εφόσον «χωρίς την αυτονομία των άλλων δεν υπάρχει συλλογική
αυτονομία και έξω από μια τέτοια συλλογικότητα δεν μπορώ να είμαι αυτόνομος»[5]. Παρόμοια, ο Murray Bookchin τονίζει ότι η ατομικότητα είναι αδιαχώριστη από την κοινότητα και η αυτονομία δεν
έχει νόημα παρά μόνον όταν είναι ενσωματωμένη στην κοινότητα.
Επιπλέον, μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία
ικανή για ρητή αυτοθέσμιση, δηλαδή ικανή να θέτει υπό αμφισβήτηση τους ήδη
δοσμένους θεσμούς της, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε το
κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλαδή το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντιστοίχων αξιών που συνδέονται με αυτούς
τους θεσμούς.
'Ένα σύνηθες σφάλμα
στις συζητήσεις για τη δημοκρατία είναι να χαρακτηρίζονται διάφοροι τύποι
κοινωνιών ως δημοκρατίες, απλώς και μόνο διότι χαρακτηρίζονταν από δημοκρατικές
διαδικασίες, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (λαϊκές συνελεύσεις), ή οικονομική
ισότητα. 'Όμως, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια δομή που θεσμίζει την
ισοκατανομή εξουσίας. Η δημοκρατία είναι, επίσης, μια διαδικασία κοινωνικής
αυτο-Θέσμισης, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική αποτελεί την έκφραση τόσο της
συλλογικής όσο και της ατομικής αυτονομίας[6].
Ως έκφραση συλλογικής αυτονομίας, η πολιτική παίρνει τη μορφή της θέσης υπό
αμφισβήτηση των υπαρχόντων θεσμών και της αλλαγής τους, μέσω της συνειδητής
συλλογικής δραστηριότητας. Ως έκφραση ατομικής αυτονομίας, η Πόλις
εξασφαλίζει κάτι πολύ περισσότερο από την απλή ανθρώπινη επιβίωση, μέσω της πολιτικής κάνει δυνατή την ανάπτυξη του ανθρώπου ως ενός
πλάσματος ικανού για γνήσια αυτονομία, ελευθερία και αρετή[7].
Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με
τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της
δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής
συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία –
η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική
εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη
η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Με κινητήρια δύναμη την παγκοσμιοποίηση και
την επανάσταση της πληροφορίας και της γνώσης, η εποχή μας εγκαινιάζει έναν από
τους μεγαλύτερους μετασχηματισμούς στην ιστορία – την εμφάνιση ενός νέου
κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο έχει έντονη επίπτωση σε οικονομικό,
κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό το νέο κοινωνικό παράδειγμα συνδέεται με
την διεθνοποίηση της παραγωγής, του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών. Με
καθημερινές οικονομικές συναλλαγές στις διεθνής χρηματαγορές της τάξης του 1.5
τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούμε με βεβαιότητα
να ισχυρισθούμε ότι οδηγούμεθα προς μια παγκόσμια οικονομία, μια οικονομία που
έχει την δυνατότητα να λειτουργεί ενιαία σε πραγματικό χρόνο σε πλανητική
κλίμακα[8].
Κάτω από το βάρος αυτών των εξελίξεων, οι
έννοιες «πολίτης» και «δημοκρατία» θα πρέπει ριζικά να αναθεωρηθούν. Οι δύο
κυρίαρχες προβληματικές που επισέρχονται εδώ είναι: «Ποιός στην πραγματικότητα
ανήκει σε μια πολιτική κοινότητα;», «Ποιός στην πραγματικότητα αποφασίζει;»
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλώς ένα
ιδεολόγημα αλλά αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς.
Οι ανοικτές αγορές και η ίδια η θεσμοποίηση της παγκοσμιοποίησης (η όπως
σωστότερα θα μπορούσαμε να πούμε της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς),
καθώς και οι συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι απλά συμπτώματα μιας
βαθύτερης δομικής αλλαγής. Η αλλαγή αυτή άρχισε να αναδύεται στη δεκαετία του
‘70 όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της
συγκέντρωσης που επέβαλε η μεταπολεμική δυναμική της οικονομίας της αγοράς,
άρχισαν να κατακτούν όλο και σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής και του
εμπορίου, πράγμα που συνεπαγόταν την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων θεσμικών
αλλαγών που θα διευκόλυναν τη διαδικασία αυτή. Έτσι, άρχισε να θεσμοποιείται,
σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και
εμπορευμάτων και η παράλληλη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Η αποδυνάμωση
επομένως των θεσμών της κοινωνίας πολιτών δεν οφείλεται, όπως απλοϊκά
υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Ιστορικά, όλες οι θεωρίες που έχουν
αναπτυχθεί γύρω από την έννοια της δημοκρατίας έχουν μερικά κοινά βασικά
χαρακτηριστικά. Αυτά είναι αφ’ ενός η ύπαρξη μιας σχετικά ομοιογενούς κοινωνίας
βασισμένη στην ισοπολιτεία, συνδετικός
κρίκος της οποίας είναι μια ενοποιημένη οικονομική δομή (αυτό που κάποιος θα
ονομάζαμε εθνική οικονομία) και αφετέρου μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα και
ένα σύστημα αξιών κοινά προσανατολισμένων. Αυτό σημαίνει μια ιδιαίτερη
συνταύτιση μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών, δηλαδή μια κοινωνία πολιτών βασισμένη
σε ενεργούς πολίτες μπορεί να αποτελέσει τη βάση η οποία θα επηρεάζει και θα
ελέγχει την εξουσία.
Σε συνθήκες όμως παγκοσμιοποίησης αυτά τα
κοινά χαρακτηριστικά αμφισβητούνται. Οι κυβερνητικές αποφάσεις και οι πολιτικές
καθορίζονται πλέον από τις διαδικασίες της οικονομίας της αγοράς σε διεθνές
επίπεδο. Έτσι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται έξω από το θεσμικό πλαίσιο της
δημοκρατικής συμμετοχής.
Η κοινωνία πολιτών συνίσταται
από όλες εκείνες τις οργανώσεις και θεσμούς που βρίσκονται, θεωρητικά
τουλάχιστον, έξω από τον κρατικό έλεγχο, αλλά και αυτόν της οικονομίας της
αγοράς: συνδικάτα, σύλλογοι, κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί, Eεκκλησία,
Mη Κυβερνητικές Οργανώσεις (MKΟ) κλπ. Όπως είναι
φανερό από την περιγραφή αυτή, ελάχιστες από τις κινήσεις αυτές μπορούν να
διεκδικήσουν τον τίτλο της αυτονομίας από τις ελίτ που ελέγχουν το κράτος και
την οικονομία της αγοράς.
Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και οι
δομικές αλλαγές που έχει επιφέρει έχουν διαβρώσει τα οικονομικά και κοινωνικά
δικαιώματα των ανθρώπων σε πολλές χώρες, την ίδια στιγμή όμως η επανάσταση
της πληροφορίας και της
επικοινωνίας έχουν προάγει τη
συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών
δημιουργώντας «δίκτυα ενεργών
πολιτών» σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά, ακόμα και σε πλανητικό επίπεδο, θα μπορούσε
κανείς να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατή η ενίσχυση των
θεσμών της κοινωνίας των πολιτών μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Με
δεδομένο ότι οι πρωταρχικοί στόχοι της παραγωγής είναι το οικονομικό κέρδος,
οποιαδήποτε προσπάθεια συμφιλίωσης αυτού του στόχου με ένα αποτελεσματικό
κοινωνικό έλεγχο, από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών, είναι καταδικασμένη
να αποτύχει[9].
Ως συμπέρασμα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η απάντηση στη
σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι μια «νέα κοινωνία πολιτών» η οποία
θα έχει
σαν βάση μια περιεκτική δημοκρατία ισχυρών πολιτών, που θα προϋπόθετε
δημοκρατία σε όλους τους χώρους, στον
πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Οι
παραπάνω συνθήκες της δημοκρατίας συνεπάγονται μια νέα αντίληψη της ιδιότητας
του πολίτη : οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Έτσι,
·
η πολιτική ιδιότητα του πολίτη
εμπεριέχει νέες πολιτικές δομές και την επιστροφή στην κλασική αντίληψη της
πολιτικής (άμεση δημοκρατία).
·
η οικονομική ιδιότητα του πολίτη
εμπεριέχει νέες οικονομικές δομές ιδιοκτησίας και ελέγχου των οικονομικών πόρων
(οικονομική δημοκρατία).
·
η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει δομές αυτοδιαχείρισης στο χώρο
εργασίας, δημοκρατία στο νοικοκυριό και νέες δομές πρόνοιας, στις οποίες όλες
οι βασικές ανάγκες (που θα καθορίζονται δημοκρατικά) καλύπτονται από τους
κοινοτικούς πόρους, είτε αυτές ικανοποιούνται στο νοικοκυριό είτε στο κοινοτικό
επίπεδο. Τέλος,
·
η πολιτισμική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες δημοκρατικές δομές διάδοσης
και ελέγχου των πληροφοριών και της κουλτούρας (ΜΜΕ, τέχνη κτλ) που επιτρέπουν
σε κάθε μέλος της κοινότητας να συμμετέχει στη διαδικασία και ταυτόχρονα να
αναπτύσσει τις διανοητικές και πολιτισμικές του δυνατότητες.
Μολονότι η έννοια αυτή της ιδιότητας του πολίτη συνεπάγεται μια έννοια
της πολιτικής κοινότητας η οποία,
οριζόμενη γεωγραφικά, αποτελεί τη θεμελιακή μονάδα της πολιτικής,
οικονομικής και κοινωνικής ζωής, εντούτοις, στην περιεκτική δημοκρατία η κοινότητα συναρθρώνεται με διάφορες άλλες, μη
γεωγραφικά καθορισμένες, κοινότητες (πολιτισμικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές
κτλ). Επομένως, η κοινότητα και η ιδιότητα του πολίτη, όπως ορίζονται εδώ, δεν
αποκλείουν πολιτισμικές διαφορές ή άλλες διαφορές με βάση το φύλο, την ηλικία,
την εθνότητα κτλ, αλλά παρέχουν απλώς το δημόσιο χώρο όπου μπορούν να
εκφραστούν οι διαφορές αυτές
Εκείνο, επομένως, που ενώνει τους ανθρώπους σε μια πολιτική κοινότητα ή
σε μια συνομοσπονδία κοινοτήτων δεν είναι κάποιες κοινές αξίες, που
επιβάλλονται στην κοινότητα από μια εθνικιστική ιδεολογία, θρησκευτικό δόγμα,
μυστικιστική πίστη ή «αντικειμενική» ερμηνεία της φυσικής ή της κοινωνικής
εξέλιξης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί και πρακτικές, που έχουν εγκαθιδρυθεί από
τους ίδιους τους πολίτες
Με άλλα λόγια μια «κοινωνία πολιτών» που να
βασίζεται στο πλαίσιο μιας δομής και μιας διαδικασίας οι οποίες, μέσω της
άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων,
εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής
δύναμης.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση είναι ένας βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της κουλτούρας
(δηλαδή του ενιαίου πρότυπου ανθρωπίνων γνώσεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών) καθώς επίσης και της
διαδικασίας κοινωνικοποίησης του ατόμου. Είναι
μια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο δίνει υποκειμενικό
χαρακτήρα στο ουσιώδες νόημα του
κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η κουλτούρα
γενικά και η εκπαίδευση ειδικότερα
παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των ατομικών
και συλλογικών αξιών. Και αυτό, διότι όταν τα άτομα ζουν σε μια κοινωνία, δεν
είναι απλά άτομα αλλά κοινωνικά άτομα,
υποκείμενα σε μια διαδικασία που τα κοινωνικοποιεί. Υπό αυτή την έννοια τα άτομα
δεν είναι εντελώς ελεύθερα να δημιουργήσουν το περιβάλλον που επιθυμούν επειδή
οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν
περιορίζονται από τους εκάστοτε ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες.
Εν τούτοις αυτή η διαδικασία της κοινωνικοποίησης πολύ συχνά διακόπτεται
καταλήγοντας σε μια αλλαγή των θεσμικών κοινωνικών δομών και του αντίστοιχου
κοινωνικού παραδείγματος. Οι κοινωνίες λοιπόν δεν είναι απλά «συλλογή ατόμων» -
όπως υποστηρίζεται από τους οπαδούς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας- αλλά
αποτελούνται από κοινωνικά άτομα τα οποία από τη μια πλευρά είναι ελεύθερα να δημιουργήσουν τη δικιά τους
κοινωνία, και από την άλλη να διαμορφωθούν από την κοινωνία.
Το βασικό προαπαιτούμενο για την αναπαραγωγή
κάθε είδους κοινωνικής οργάνωσης είναι η συμβατότητα μεταξύ της
κυρίαρχης ιδεολογίας (κυρίαρχες
αντιλήψεις, ιδέες και αξίες) από τη μια πλευρά και του υπάρχοντος θεσμικού
πλαισίου από την άλλη. Με άλλα λόγια,
αντίθετα με την κουλτούρα, η οποία έχει έναν πλατύτερο σκοπό και ενδέχεται να
εκφράζει αξίες και ιδέες οι οποίες δεν είναι απαραίτητα σύμφωνες με τους
κυρίαρχους θεσμούς (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις τέχνες), το κυρίαρχο
κοινωνικό παράδειγμα θα πρέπει να είναι σύμφωνο με τους υπάρχοντες θεσμούς έτσι
ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο κυρίαρχος στόχος της υπερεθνικής ελίτ, η
οποία σήμερα ελέγχει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι η
μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση οιουδήποτε
αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου για την προστασία της εργασίας ή του
περιβάλλοντος έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποδοτικότητα (με την στενή
τεχνοοικονομική έννοια του όρου) και η κερδοφορία.
Το εκπαιδευτικό
σύστημα και η τριτοβάθμια εκπαίδευση ειδικότερα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται
σαν ένας βασικός παράγοντας ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή
ενός έθνους και στην δημοκρατία, σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα αντίληψη η
οποία προσπαθεί να αγοραιοποιήσει την εκπαίδευση και να την εντάξει σε μια
διαχειριστική επιχειρηματική διαδικασία. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα
πρέπει να προστατευθεί σαν ένα δημόσιο αγαθό από τις προσπάθειες που
καταβάλλονται από μέρους της νεοφιλελεύθερης διανόησης και πολιτικής να την
οργανώσουν και να την διοικήσουν σαν επιχείρηση. Όπως υποστηρίζει η Ellen Willis “το πανεπιστήμιο παραμένει ίσως ο μοναδικός
θεσμός που ακόμα παράγει πολιτισμικούς διαφωνούντες με ιδεολογική πλατφόρμα”[10].
Ο πιο σημαντικός λόγος που η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να διατηρηθεί σαν
ένα δημόσιο αγαθό και να ενταχθεί στη δημοκρατική σφαίρα των πολιτειακών
διαδικασιών είναι ότι παραμένει ένας από τους λιγοστούς εναπομείναντες
δημόσιους χώρους όπου οι φοιτητές μαθαίνουν να αμφισβητούν την εξουσία και να
γίνονται πολιτικά ενεργοί πολίτες.
Ο
θεσμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνακόλουθα οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που
προσφέρει θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από τον στενό τους ρόλο σαν εργαλεία
εύρεσης εργασίας. Η κρίση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να αναλυθεί
μέσα από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και τις αντιθέσεις
που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ αυτών που θεωρούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση σαν
δημόσιο αγαθό και εκείνων που υποστηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό οι οποίοι
βλέπουν την λογική της αγοράς σαν το κυρίαρχο μοντέλο για όλες τις ανθρώπινες
σχέσεις.
Με τη μετατόπιση των κέντρων
λήψης αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο που προωθεί η
νεοφιλελεύθερη συναίνεση τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανικών χωρών της
δύσης τείνουν να ομογενοποιηθούν, αποβάλλοντας τον εθνικό τους χαρακτήρα, αφού
η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει την εξομοίωση όχι μόνο των προτύπων οικονομικής και
καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά και των εκπαιδευτικών συστημάτων, εντείνοντας
τις τάσεις ελέγχου της γνώσης. Αυτό
φαίνεται μέσα από τα διάφορα υπομνήματα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις
αντίστοιχες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα
όμως με την προβληματική της περιεκτικής δημοκρατίας όπου ο δημόσιος χώρος
ενσωματώνει ολόκληρο το σώμα των πολιτών, ο γενικότερος στόχος της εκπαίδευσης
είναι να εκπαιδεύσει τους πολίτες ως πολίτες έτσι ώστε ο δημόσιος χώρος να
αποκτήσει ένα ουσιώδες περιεχόμενο. Ο στόχος, επομένως είναι να δημιουργήσει
υπεύθυνα άτομα ικανά ν’αμφισβητούν, να στοχάζονται και να διαβουλεύονται.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιεκτική
δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον
κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή
το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει
την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία,
δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία. Εν συντομία, η
περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει
την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας,
σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την
εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο
δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία
– η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική
εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη
η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.
[1] Anthony
H. Birtch, The concepts and theories of modern democracies, London, Routledge, 1993
[2] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive
Democracy, Cassell, London & New York, 1997 ch. 5.
[3] Berlin Isaiah, Two concepts of liberty, Oxford
University Press.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης,
Φιλοσοφία Πολιτική Αυτονομία, Ύψιλον 1991
[5] Στο ίδιο σελ. 76.
[6] Κοντογιώργης Γεώργιος,
Νεοτερικότητα και πρόοδος, Κάκτος, 2001
[8] Castells Manuel, The Rise of the Network
Society, Oxford,
Blackwell Publishers, 1996.
[9] Η τάση ελαχιστοποίησης των
κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, μια τάση που σήμερα είναι παντού κυρίαρχη,
δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής, αλλά αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή
της οικονομίας της αγοράς.
[10] Ellen
Willis, Don’t Think Smile: Notes on a decade of Denial, Boston, Beacon Press, 1999, σελ. 27.