του Στρατή Μπουρνάζου
enthemata.wordpress.com
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη συνιστά, σίγουρα, πολιτικό γεγονός – και όχι μόνο επειδή η Ν.Δ. αποκτά πρόεδρο έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής στασιμότητας, αν όχι παραλυσίας. Εκτός αυτού, η εκλογή Μητσοτάκη έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά, που αξίζει, πιστεύω, να διερευνήσουμε σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, πώς το «αουτσάιντερ» μπόρεσε να κερδίσει, δεύτερον τι θα ακολουθήσει. Όσον αφορά το πρώτο, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες λόγων:
α) Τυχαία περιστατικά όπως η ματαίωση της εκλογής στις 22 Νοεμβρίου και η επιμήκυνση της προεκλογικής περιόδου, ή η κακοκαιρία την προηγούμενη Κυριακή. Τέτοιοι παράγοντες είναι ίσως οι λιγότερο σημαντικοί και ενδιαφέροντες, ωστόσο όταν μιλάμε για μια διαφορά 16.000 ψήφων δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε.
β) Το πραγματολογικό επίπεδο: η ευθεία στήριξη του Άδωνη Γεωργιάδη και η έμμεση αλλά σαφής του Απόστολου Τζιτζικώστα στον Κ. Μητσοτάκη – η φωτογραφία των τριών στον αγιασμό των υδάτων στη Θεσσαλονίκη ήταν εύγλωττη. Εδώ, επίσης, πρέπει να σταθμίσουμε τις συμμαχίες και τις αντιπαλότητες στο ενδοκομματικό πεδίο: μητσοτακικοί, σαμαρικοί κλπ.
Στο ίδιο πραγματολογικό επίπεδο, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η κοινωνική σύνθεση της ψήφου, την οποία επισήμαναν ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο facebook, και ο Τάσος Κωστόπουλος στην Εφημερίδα των Συντακτών. Παραθέτω
από το άρθρο του Κωστόπουλου: «Η πρώτη πτυχή αφορά την πόλωση στο εσωτερικό της Ν.Δ., με τις εύπορες συνοικίες να ψηφίζουν κατά κύριο λόγο Κυριάκο Μητσοτάκη (και, συμπληρωματικά, Άδωνη Γεωργιάδη κατά τον πρώτο γύρο), ενώ τα λαϊκότερα στρώματα τάχθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό υπέρ του καραμανλικού Μεϊμαράκη. Ο τελευταίος ήρθε, έτσι, πρώτος στο Περιστέρι, στο Αιγάλεω, στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα, στον Ασπρόπυργο, στον Βύρωνα, στην Καλλιθέα, στη Νίκαια, στον Κορυδαλλό, στο Πέραμα και στον Δήμο Φυλής. Ο Κυριάκος, αντίθετα, σάρωσε στον Διόνυσο, στη Ραφήνα, στο Παλιό Φάληρο, στη Βάρη-Βουλιαγμένη, στη Γλυφάδα, στον Αλιμο και, πάνω απ’ όλα, στο Ψυχικό και την Κηφισιά. Η δεύτερη πτυχή της πόλωσης αφορά αυτή καθεαυτή την παρουσία της Ν.Δ., ως μαζικού κόμματος, στους επιμέρους δήμους [με βάση τον αριθμό όσων ψήφισαν]: ένας στους επτά κατοίκους του Ψυχικού ή της Φιλοθέης κι ένας στους έντεκα της Κηφισιάς είναι μέλος της Ν.Δ., έναντι ενός μόλις στους σαράντα στο Περιστέρι, ενός στους πενήντα στη Νέα Ιωνία ή την Αγία Βαρβάρα, ενός στους εξήντα στη Νίκαια και ενός στους εβδομήντα στο Ίλιο ή τον Κορυδαλλό!» («Ταξική πόλωση στις εκλογές της ΝΔ», Εφ.Συν., 15.1.2016). Και εδώ κολλάει η κατακλείδα του στάτους του Καμπαγιάννη: «Το Περιστέρι και ο Πειραιάς μπορεί να μην μπορούν να νικήσουν την Κηφισιά και τη Γλυφάδα εντός της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 έκαναν περίπατο» – και έτσι, εκτιμάει, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για τον Κυριάκο, στις εθνικές εκλογές.
γ) Ένα τρίτο επίπεδο, εξίσου σημαντικό, αν όχι περισσότερο, με το προηγούμενο είναι το πολιτικό-επικοινωνιακό: η εικόνα που έφτιαξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μια εικόνα νέου, μορφωμένου, Ευρωπαίου κ.ο.κ., και κυρίως δυναμικού ηγέτη, που μπορεί να νικήσει τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσοι, αλήθεια, εντός αλλά και εκτός Ν.Δ., μπορούν, ανεξάρτητα με τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που τρέφουν για το κάθε πρόσωπο, να φανταστούν πρωθυπουργό τον Β. Μεϊμαράκη και πόσοι τον Κ. Μητσοτάκη; (και κάτι αντίστοιχο, νομίζω, θα μετρούσε, και πάλι εις βάρος του Β. Μεϊμαράκη, αν είχαμε δεύτερο γύρο μεταξύ Μεϊμαράκη και Τζιτζικώστα). Αυτή η «παράσταση νίκης» έχει μεγάλη σημασία. Μάλιστα, σε ένα εκλογικό σώμα 300.000 ψηφοφόρων, τη σημερινή εποχή της χαλάρωσης των κομματικών προσδέσεων, θεωρώ ότι μπορεί να είναι πιο ισχυρός παράγοντας από τους μηχανισμούς ή την επιρροή κάθε κομματάρχη.
***
Θα επιβεβαιώσει αυτές τις προσδοκίες ο Κ. Μητσοτάκης; Πώς θα κινηθεί; Πώς θα χειριστεί, λ.χ., τις εσωκομματικές ισορροπίες; Πώς θα πολιτευθεί αυτός, ο κατεξοχήν και πατενταρισμένος μνημονιακός, έναντι των μνημονιακών μέτρων της κυβέρνησης; Πώς θα τοποθετηθεί, επίσης, σε άλλες επιλογές (αν λ.χ. φτάσουμε στην αναγνώριση της ΠΓΔΜ με σύνθετο όνομα, κάτι που η ευρωπαϊκή και φιλελελεύθερη ταυτότητά του θα επέβαλλαν να στηρίξει, αλλά έρχεται σε σύγκρουση με μεγάλο μέρος της βάσης και της ιδεολογικής συγκρότησης του κόμματός του); Και, ακόμα, μεγάλο ερωτηματικό, πώς θα εξελιχθεί η σχέση του με την Ακροδεξιά (βλ. και το σχόλιο του Δ. Χριστόπουλου στο f/b ότι ο πρώτος διδάξας, στον τομέα αυτό, ήταν ένας πρώην κεντρώος και φιλελεύθερος πολιτικός, ο Κώστας Μητσοτάκης, αν θυμηθούμε τη στήριξη του αβερωφικού μπλοκ, τη σχέση του με τον Γ. Καρατζαφέρη και το περιβόητο «unfair» υπέρ του τέως). Σε όλα αυτά, ο Κυριάκος προφανώς θα βάλει νερό στο κρασί του. Το ερώτημα είναι πόσο – και αν τελικά θα προσφέρει νερωμένο κρασί ή αγνό νεράκι.
Ο νεοφιλελευθερισμός (είτε ως ιδεολογία είτε ως πολιτική, και κυρίως ως μπαμπούλας) δεν έχει μεγάλες συμπάθειες στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο κομμάτια του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος, ειδικά όταν συμπλέκονται με παραδοσιακά συντηρητικά αντανακλαστικά, μπορούν να συγκεντρώσουν ευρεία συναίνεση και προσφέρονται για δημαγωγία. Και, φυσικά, οι αριστερές ιδέες (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) κάθε άλλο παρά διαθέτουν ηγεμονία. Έτσι, θεωρώ βέβαιο ότι θα παρακολουθήσουμε, εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια σκληρή επίθεση σε τομείς όπως η παιδεία, και ιδίως η ανώτατη (στη γραμμή του «Όχι μπαλτά για την παιδεία»), το υπερτροφικό «κομματικό δημόσιο» και οι «τεμπέληδες» δημόσιοι υπάλληλοι, ζητήματα ασφάλειας και τάξης κ.ο.κ., ενάντια στις αριστερές «ιδεοληψίες». Σε προνομιακά πεδία, δηλαδή, στα οποία μπορεί να εκφραστεί μια σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή, συμπορεύεται ένα ευρύ φάσμα (από τους παλαιοδεξιούς μέχρι το στρατόπεδο του «Ναι» της 5ης Ιουλίου), και μπορεί πρόθυμα να συσπειρωθεί μια ευρύτερη κοινή γνώμη.
Πολλά μέτωπα είναι ανοιχτά, και για πολλά έχω αμφιβολίες, για ένα όμως είμαι σίγουρος: όποιοι θέλουν να αντιπαλέψουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν πρέπει αναλωθούν στο παρελθόν του (στην υπόθεση Siemens, τη θητεία του ως υπουργού κ.ά.) ή σε παράγοντες όπως η οικογενειοκρατία. Όχι επειδή αυτά είναι ασήμαντα. Κάθε άλλο, αντίθετα μάλιστα και η διάσταση της διαπλοκής και των πελατειακών σχέσεων (με πιο διαπρεπές παράδειγμα το μητσοτακέικο κράτος εν κράτει στα Χανιά) είναι πολύ σοβαρές. Ωστόσο, η αντιπαράθεση πρέπει να γίνει στο παρόν, αλλιώς όσο λέμε για την οικογένεια και ιστορίες του παρελθόντος, φοβάμαι ότι ο Κυριάκος θα κερδίζει δυναμική, μιλώντας για το αύριο, κάνοντας την κριτική μας να μοιάζει γκρίνια, φόβος και μεμψιμοιρία του παλιού.
Στο σήμερα, λοιπόν, και όχι στο παρελθόν, και επί του πολιτικού. Και δεν εννοώ μόνο σε θέματα στα οποία ο Κ. Μητσοτάκης, είναι ευάλωτος, όπως η δημόσια υγεία ή το ασφαλιστικό. Αλλά και άλλα θέματα, στα οποία «παίζει μπάλα» ως φιλελεύθερος. Αν, λ.χ., τολμήσει η κυβέρνηση να θεσμοθετήσει τον πολιτικό γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, πώς θα τοποθετηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Θα τον υποστηρίξει (πράγμα που θα αποτελούσε, βέβαια, κέρδος για την κοινωνία μας) ή θα τα «μασήσει», αποδεικνύοντας ότι δεν είναι τόσο φιλελεύθερος; Αντίστοιχα, τι θα κάνει στο θέμα των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, και τόσα άλλα.
Πεδίον δόξης και αντιπαράθεσης λαμπρόν, λοιπόν; Ένας νέος, φρέσκος, δυναμικός, με εντονότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά αντίπαλος — τι καλύτερο; Σύμφωνοι, με ένα πρόβλημα όμως: Ποιος θα είναι αυτός που θα αντιπαρατεθεί; Και εδώ αναδεικνύεται το κενό. Δεν θέλω να είμαι αφοριστικός, αλλά σε κεντρικό πολιτικό πεδίο δεν βλέπω κανέναν που να μπορεί να δώσει τη μάχη αξιόπιστα — γιατί μιλάω για πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική μάχη, μάχη της καθημερινότητας, όχι κοκορομαχίες ή κραυγές και ιδεοληψίες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κληρονομεί ένα κόμμα διχασμένο και ηττημένο, πρέπει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, και ως πολιτικός ηγέτης πρέπει να αναμετρηθεί με μεγάλα προβλήματα, ενώ ο ίδιος –εν τω μέσω της κοινωνικής καταστροφής που συνεχίζεται– πρεσβεύει απόψεις που θα εντείνουν πολλά από τα προβλήματα αυτά. Ο αντίπαλός του θα έχει πολύ χώρο να παίξει. Με μια προϋπόθεση, όμως, εκ των ων ουκ άνευ: να υπάρξει τέτοιος αντίπαλος, που μπορεί να κάνει παιχνίδι· και παιχνίδι σημαίνει (διαφορετική) πολιτική. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, με όρους πολιτικούς (να έχει διαφορετική αντίληψη και να μπορεί να την εφαρμόσει) αλλά και πραγματικούς-κοινωνικούς (να έχει δηλαδή ερείσματα και απήχηση στην κοινωνία), μετά την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου; Η απάντησή μου, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, είναι αρνητική. Αλλά ας ανοίξουμε την κουβέντα.