ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Ασφαλείς πόλεις

Από  το 2001 έως σήμερα
του Νίκου Μπελαβίλα


Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2001,  μου τηλεφώνησε ο Άγγελος Ελεφάντης, ζητώντας να ετοιμάσω ένα κείμενο για τις ίδιες σελίδες όπου δημοσιεύεται σήμερα αυτό το άρθρο. Θέμα, η ασφάλεια στις πόλεις. Είχε προηγηθεί η επίθεση στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Ο κόσμος ήταν σοκαρισμένος. Του εξήγησα ότι  μου ήταν αδύνατον. Με μερικές χιλιάδες άμαχους νεκρούς στο κέντρο μιας ειρηνικής πόλης –στο όνομα ενός πολέμου που γινόταν αλλού– τι να πεις; Τότε, βέβαια, ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε τις έμμεσες επιπτώσεις ατου γεγονότος, όχι στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά στα εσωτερικά μέτωπα των αστικών δημοκρατιών.
Πέρασαν τα χρόνια. Σταδιακά αλλά σταθερά στο όνομα της ασφάλειας άρχιζαν να εισβάλλουν στη ζωή μας καινοφανή μέτρα: νέοι διεθνείς κανονισμοί, ξεγυμνώματα, ολόσωμα σαρώματα σε αεροδρόμια και ένα  μόνιμο καθεστώς εκτός δικαίου στις πτήσεις, απόλυτη απομόνωση των λιμανιών από τον έξω κόσμο, συναινετική ανοχή στον έλεγχο του διαδικτύου και των επικοινωνιών. Το επόμενο βήμα ήταν η  ευθεία έκπτωση της  ελευθερίας αλλά και της ανθρώπινης ζωής ως αξίας. Στην αρχή τούτο αφορούσε τους συλληφθέντες στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», αυτούς που βασανίζονταν ή εξαφανίζονταν από προσώπου Γης στο Γκουαντάναμο, στο Αμπού Γκράιμπ, στις μυστικές πτήσεις της CIA. Μετά άρχισε να αφορά και άλλους. Εν ψυχρώ εκτελέσεις στους  υπόπτων, απλών παραβατών ή και άσχετων στους δρόμους, στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες, στο Παρίσι. Ζήσαμε τον μετασχηματισμό των αστυνομιών σε έκτακτο δικαστικό σώμα, που απέκτησε και το δικαίωμα απόδοσης δικαιοσύνης με συνοπτικές διαδικασίες. Δίπλα τους, ιδιωτικοί στρατοί, ως κρατικοί ή ιδιωτικοί εργολάβοι, αναλάμβαναν τις νέες δουλειές: την αστυνόμευση, τη φυλάκιση, ενίοτε και τις θανατικές εκτελέσεις. Εταιρείες ασφαλείας πλημμύρισαν τον αστικό χώρο, από τις πιο μικρές και αστείες των αθηναϊκών προαστίων, έως τις γιγαντιαίες και διόλου αστείες αμερικανικές πολυεθνικές. Μέχρι το ’90 ξέραμε ότι αυτό συνέβαινε με τους μισθοφόρους δικτατόρων στην Αφρική ή ναρκοεμπόρων στη Λατινική Αμερική.  Τώρα άρχισε να γίνεται παντού: ιδιωτικές αστυνομίες, ιδιωτικοί στρατοί, ιδιωτικές φυλακές — μαζί με την πανάκριβη τεχνολογία. Το στρατιωτικό-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα της Δύσης άμεσα ενδιαφερόμενο γι’ αυτή την εξέλιξη και επισπεύδον.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, μπορούμε να διακρίνουμε το πέρασμα από ένα ανεκτικό και σχετικά δημοκρατικό πολιτικό σύστημα σε ένα αυταρχικότερο, φοβικό και όχι ανεκτικό μεταδημοκρατικό.
H ερώτηση είναι: Οι πόλεις μας και οι ζωές μας έγιναν πιο ασφαλείς με όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Συμβαίνει το αντίθετο και η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς. Επομένως, κάτι δεν πάει καλά.
Ας έρθουμε στην Ελλάδα. Καθώς πορευόμασταν προς τους Ολυμπιακούς, ασθμαίνοντας και βεβαίως συμφωνώντας, οι οργανωτές ενέταξαν στο έργο των Αγώνων πανάκριβα συστήματα για την πρόληψη απειλών: αερόστατο,  κάμερες, ηλεκτροφόρα σύρματα στο λιμάνι, «υπερκοριοί» υποκλοπών, μεγάφωνα στους δρόμους,  για να ειδοποιούν και να κατευθύνουν τον πληθυσμό σε συνθήκες επίθεσης. Το ότι τα συστήματα αυτά αποτέλεσαν οχήματα εκτεταμένης διαφθοράς, δεν λειτούργησαν ποτέ ή ήσαν προβληματικά αφορά την ελληνική ιδιομορφία. Βγήκαμε, έτσι, από το 2004 με μια κληρονομιά μηχανισμών ασφαλείας αποδεκτή και εμπεδωμένη ως ανάγκη από την κοινωνία. Από εκεί, περάσαμε στην επόμενη φάση: Η Αθήνα με τους Αγώνες έγινε τεχνολογικά ασφαλής κατά τα διεθνή πρότυπα, αλλά ανακαλύφθηκε πως χρειαζόταν και άλλη ασφάλεια.
Η καθημερινή υστερική αναγγελία εγκλημάτων, πραγματικών ή όχι, από τις τηλεοράσεις άρχισε να διαβρώνει τα αισθήματα των ανθρώπων. Ήταν η δεκαετία των εγκαταστάσεων συναγερμών και κιγκλιδωμάτων. Αυτό το γενικό κλίμα σιγά-σιγά έχτισε τα  πρόσωπα του εχθρού στη συνείδηση των πολιτών. Προϋπήρχαν βέβαια από το ’90, αλλά μετά το 2004  η «βία» και η «ανασφάλεια» εισβάλλουν στις ζωές μας μέσω κυρίως του τηλεοπτικού βομβαρδισμού, της συστηματικής αρθρογραφίας και του επίσημου πολιτικού λόγου. Πρώτοι φορείς της βίας εμφανίστηκαν οι μετανάστες. Οι Αλβανοί στην αρχή, οι Ουκρανοί στη συνέχεια, οι Κινέζοι κάπου στη μέση, οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί στο τέλος. Φαινόταν ωσάν όλες οι φυλές να κατευθύνονταν προς τη χώρα μας για να εγκληματήσουν. Δίπλα σε αυτό τον εχθρό άρχισε να εικονογραφείται και ένας άλλος: η άγρια νεολαία, και κυρίως ο αντιεξουσιαστικός χώρος.
Κάπως έτσι το τηλεοπτικό σκηνικό της γενικευμένης προβαλλόμενης αστικής αστάθειας, ξεκινούσε με την παραβατική –ψευδή ή πραγματική– συμπεριφορά μεταναστών και συμπληρωνόταν  με τις νεολαιίστικες συγκρούσεις –και αυτές υπαρκτές ή ανύπαρκτες– περί το κέντρο της Αθήνας. Δεν υπήρχε  περίπτωση να γίνει μία κλοπή από μετανάστη ή να ανάψει μια φωτιά σε έναν σκουπιδοντενεκέ κατά τη διάρκεια κάποιου ασήμαντου επεισοδίου στα Εξάρχεια και να μην διακοπεί το πρόγραμμα για να προβληθεί η είδηση.
O Δεκέμβρης του 2008 αποκρυστάλλωσε και προσανατόλισε μια ήδη δρομολογημένη εξέλιξη. Παγιώθηκε η συνείδηση ότι η νεολαία είναι ο εχθρός και εν δυνάμει, όπως είχε αποδειχθεί με την εξέγερση, ένας επικίνδυνος εχθρός για το ίδιο το σύστημα. Οι μετανάστες προβλήθηκαν στην τηλεοπτική εικόνα, δίπλα στις συγκρούσεις στους δρόμους, ως λεηλατητές των σπασμένων καταστημάτων. Ακολούθησε το καλοκαίρι του 2010  η ανακάλυψη  της «κρίσης του κέντρου της Αθήνας». Εμβληματική αφετηρία, η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, περιοχή που διέθετε ήδη από μία πενταετία πριν περγαμηνές ρατσιστικής αστυνομικής βίας κατά μεταναστών.  Την ώρα που οι ρατσιστικές συμμορίες άρχισαν να κυριαρχούν, ο διάλογος για την Αθήνα βρισκόταν σε εξέλιξη. Τον ενίσχυε η πρόθεση του τότε Υπουργείου Περιβάλλοντος και της αυτοδιοίκησης για τον ανασχεδιασμό της πόλης. Εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι ο διάλογος για την ανάπλαση περιοχών του κέντρου  πέρασε στα χέρια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σε μία πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας μετά το 19774 διαδικασία, το υπουργείο της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ  ανέλαβε εκείνο τη διαβούλευση, έχοντας υπό τον συντονισμό του την αυτοδιοίκηση, τους θεσμικούς φορείς του πολεοδομικού σχεδιασμού, τους συλλόγους εμπόρων και τα επιμελητήρια. Κύριοι υπαίτιοι της κρίσης όπως διαπιστωνόταν και διαπιστώνεται: οι μετανάστες και οι διαδηλώσεις. Κύρια προτεινόμενα μέτρα: εκτενής αστυνόμευση, εκκένωση των κτιρίων όπου διέμεναν άστεγοι μετανάστες, περιορισμός των διαδηλώσεων.
Ανοίγοντας μια παρένθεση, προ λίγων μηνών, σε έρευνα της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ διαπιστώσαμε ότι στο Κουκάκι, δίπλα σε δύο σταθμούς μετρό, μία γραμμή τραμ, δηλαδή σε μια συνοικία που δεν έχει κανένα στοιχείο «αποκλεισμού», με αστικές αναπλάσεις που λογικά θα είχαν αναβαθμίσει το χώρο, το νέο μουσείο της Ακρόπολης και την πεζοδρόμηση της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταναστών στην Ελλάδα και χωρίς καθόλου διαδηλώσεις ή «ταραχές», εκεί λοιπόν, έχει διαλυθεί η τοπική εμπορική ζώνη. Εκατοντάδες κλειστά καταστήματα και εγκαταλειμμένα κτίρια. Το ευνοημένο και ήσυχο Κουκάκι, μακριά από τις ζώνες της έντασης, δίπλα στους μεγάλους κυκλοφοριακούς και συγκοινωνιακούς άξονες, δίπλα στον τουριστικό πλούτο έχει σήμερα ίδια δραματικά ποσοστά κλειστών καταστημάτων και κτιρίων με την οδό Σταδίου των διαδηλώσεων ή την πλατεία Βάθη των μεταναστών. Η εικόνα πολλών άλλων τοπικών κέντρων εκτός των «θερμών» ζωνών της Αθήνας είναι ακριβώς η ίδια. Αναρωτιόμαστε επομένως: Είναι δυνατόν σε μια πόλη που ρημάζει λόγω της οικονομικής κρίσης και της συστηματικής απορρύθμισης  των δομών της, που ταυτόχρονα βίωσε τη φούσκα των ακινήτων και την εγκατάλειψη των κοινωνικών πολιτικών,  να πιστεύουν και να διαδίδουν υπουργοί, δήμαρχοι, επιχειρηματίες, πολεοδόμοι, δημοσιογράφοι αυτούς τους μύθους; Μάλλον όχι.
Διαθέτουμε την εμπειρία της πολυετούς εφαρμογής των μέτρων για την ασφάλεια στην Αθήνα, μέσω της συνεχώς αυξανόμενης αστυνόμευσης, της επέκτασης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε κάθε τομέα του αστικού χώρου. Η πρωτεύουσα μας είναι ήδη μια από τις  πλέον αστυνομοκρατούμενες πόλεις του πλανήτη και η πλέον αστυνομοκρατούμενη σε όλη την Ευρώπη. Το δόγμα της ασφάλειας δεν αμφισβητείται. Η εικόνα των συνεχών περιπόλων ενόπλων σε όλη την έκταση της πόλης, των μόνιμων μπλόκων και  της  στρατοπέδευσης μονάδων καταστολής σε  κεντρικές πλατείες θεωρείται αυτονόητη.
Η  αστική βία είναι τόσο παλιά όσο και οι πόλεις. Η αντιμετώπισή της με στρατιωτικού τύπου επεμβάσεις συμπίπτει ιστορικά με ολιγαρχικά καθεστώτα, τυραννίες και στιγμές μεγάλων κοινωνικών εκρήξεων. Το διακύβευμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε πάντα η επιβίωση των κυρίαρχων, και όχι η προστασία των πολιτών, των νοικοκυριών, των καταστημάτων. Η ελληνική παραλλαγή του δόγματος της ασφάλειας δημιούργησε μία δυστοπία: η κατάσταση στην Αθήνα μοιάζει σήμερα με πόλεμο, όπου μία δύναμη έχει την ανάγκη να επιβληθεί στρατιωτικά, καθώς έχουν εκλείψει οι δυνατότητες να ηγεμονεύσει πολιτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα κυβερνών οικονομικοπολιτικό σύστημα επιχειρεί να επιβληθεί διά της βίας και του φόβου στο σύνολο του αστικού πληθυσμού. Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε καν να ψιθυριστεί. Γιατί ακόμη ζούμε τυπικά σε καθεστώς δημοκρατίας.
Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει πολεοδομία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Αναστολή της δημοκρατίας με πρόσχημα την κρίση

Η Ευρώπη στον δρόμο του κατά Γκράμσι καισαρισμού

Le Monde Diplomatique: 

Καυστική ειρωνεία, ενθάρρυνση ή επιτάφιος ; . 

Η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση προξενεί αμηχανία όταν, την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Επιτροπή των Βρυξελλών διεξάγουν δημοσιονομικό πόλεμο εναντίον αρκετών κρατών - μελών. Γι’ αυτό και απαιτείται ένας στοχασμός πάνω στη φύση του πολιτικού καθεστώτος που σήμερα οικοδομείται στην Ένωση.

« Αν πετάξουμε καταγής ένα κρύσταλλο, θρυμματίζεται –αλλά όχι με οποιονδήποτε τρόπο : θρυμματίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες θραύσης του σε κομμάτια των οποίων η οριοθέτηση, αν και αόρατη, ήταν εκ των προτέρων καθορισμένη από τη δομή του κρυστάλλου ».
Η παρατήρηση αυτή του Σίγκμουντ Φρόιντ, που έγινε τη δεκαετία του 1930 [1] και αφορούσε τους ψυχικά ασθενείς, έχει επίσης εφαρμογή και στους πολιτικά ασθενείς, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση  : μια δομή όντως γεμάτη ραγίσματα και θραύσματα.

Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007 φανέρωσε τις εγγενείς αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κατέδειξε ιδίως ότι η Ένωση εδραζόταν σε ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς, το οποίο ρέπει προς την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών επικαλούμενο την επείγουσα οικονομική ή χρηματοπιστωτική ανάγκη.
Έτσι, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών, θεσμοί που ξεφεύγουν από κάθε λαϊκό έλεγχο, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπαγόρευσαν τον οδικό χάρτη τους στους λαούς της Ιρλανδίας , της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας κ.ά. – με την ενεργό συνεργασία της άρχουσας τάξης των χωρών αυτών.
Η Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ / TSCG), ο έλεγχος του προϋπολογισμού των κρατών-μελών και η επιτήρηση των τραπεζών από την Ένωση παρατείνουν αυτή τη μετατόπιση [2]. Πώς να χαρακτηρίσουμε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης των λαών χωρίς τους λαούς ;
Προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του νέου ευρωπαϊκού πολιτικού καθεστώτος, πρέπει να επανέλθουμε στις τέσσερις φάσεις της κρίσης.
Όλα ξεκινούν τον Αύγουστο του 2007. Όταν η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, η BNP Paribas, ανακοινώνει το πάγωμα τριών επενδυτικών κεφαλαίων της, επικαλούμενη την αδυναμία της να τα τιμολογήσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει κανένα χρηματοπιστωτικό εργαλείο ικανό να της επιτρέψει να παρέμβει  Το ενιαίο νόμισμα μπορεί να οδήγησε στην ανάδυση τραπεζών που δραστηριοποιούνται σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, όμως η εποπτεία της δραστηριότητάς τους παραμένει προνόμιο των κρατών. Η ΕΚΤ εγχέει σημαντική ρευστότητα, χωρίς να έχει ακόμη εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας σε βάθος μεταρρύθμιση ς του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η πτώχευση της τέταρτης επενδυτικής τράπεζας του κόσμου, της Lehman Brothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δεύτερη φάση της κρίσης. Οδηγεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και προκαλεί μεγάλης έκτασης πιστωτική συρρίκνωση (credit crunch). Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται στην ύφεση.
Η απάντηση έρχεται πρώτα από τους G20 και τις κεντρικές τράπεζες των κυριότερων οικονομιών του πλανήτη . Ολοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα λήψης προσωρινών μέτρων για την αντιστροφή του υφεσιακού κύκλου. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 2008, οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα και υπόσχονται να εγγυηθούν τα τραπεζικά δάνεια. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύο θεσμοί αυξάνουν την ισχύ τους . Η ΕΚΤ και η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αποτελούν τα πραγματικά κέντρα ελέγχου μέσα στη θύελλα. Καθώς δεν διαθέτουν εκλογική νομιμοποίηση, η ενδυνάμωσή τους εντείνεται με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο σε σχέση με το επίπεδο δημοκρατίας στην Ένωση.
Τρίτη φάση  Στα τέλη του 2009, η Ευρώπη γίνεται το επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης. Και αρχίζει να ξετυλίγεται μια σατανική σπείρα . Απογειώνονται τα επιτόκια του δημόσιου χρέους των χωρών της περιφέρειας, γενικεύονται τα μέτρα λιτότητας, με την ανάπτυξη να αγκομαχάει ή να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Μέσα στην αναταραχή, κυρίαρχα κράτη που εγκλείστηκαν στο κοινό νόμισμα βρίσκονται στο έλεος κερδοσκοπικών επιθέσεων από τη στιγμή που η ΕΚΤ αρνείται να προσφέρει την εγγύησή της.

Από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στον Μάριο Ντράγκι

Μάιος 2010. Το πρώτο σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας θέτει την Αθήνα υπό την κηδεμονία της « τρόικας » : Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στον απόηχό του, τα επιτόκια της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας τρελαίνονται, με τα επιτόκια της Ισπανίας και της Ιταλίας να ακολουθούν, ακυρώνοντας την εικασία σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν ειδική περίπτωση. Την ίδια στιγμή, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (EFSF) βλέπει το φως της ημέρας. Παρά την αντίθεση ενός μέρους των ελίτ της ηπείρου, η ΕΚΤ διευρύνει το πεδίο των προνομίων της και αρχίζει να επαναγοράζει κρατικά χρεόγραφα στη δευτερογενή αγορά.
Οι αλλαγές αυτές αγκαλιάζουν τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ αναλαμβάνει επικεφαλής του EFSF. Πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πέρασε ένα μέρος της καριέρας του στον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα, εργάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 για την Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανικών Τραπεζών, διεύθυνε ένα κερδοσκοπικό κεφάλαιο (hedge fund) μεταξύ του 1999 και του 2001 στο Λονδίνο και απασχολήθηκε ως ιδιωτικός σύμβουλος στις Βρυξέλλες. Παρόμοια περίπτωση : ο Ζακ ντε Λαροζιέρ. Πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σύμβουλος του Μισέλ Πεμπερό, προέδρου-γενικού διευθυντή της BNP Paribas, τον Φεβρουάριο του 2009 ήταν επικεφαλής της ομάδας των εμπειρογνωμόνων που απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια έκθεση για τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτική ς αρχιτεκτονικής. Τέσσερα από τα οκτώ μέλη αυτής της ομάδας έχουν ή είχαν δεσμούς με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς : την Goldman Sachs, την BNP Paribas, τη Lehman Brothers και τη Citigroup.
Κατά την τέταρτη φάση, που αρχίζει τον Ιούλιο του 2011, η κρίση του δημόσιου χρέους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια εξαπλώνεται σε ορισμένες χώρες του ιστορικού πυρήνα της Ένωσης, όπως η Ιταλία, η οποία βλέπει τα επιτόκια του χρέους της να εκτοξεύονται σε σχέση με εκείνα τη ς Γερμανίας.
Το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου φλερτάρει και πάλι με την ύφεση, ενώ οι χώρες του Νότου βυθίζονται στην κρίση. Ταυτόχρονα, η κρίση πολιτικοποιείται όλο και πιο πολύ. Οι εντάσεις μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών σε διεθνές επίπεδο οξύνονται, κυρίως στους κόλπους των πιο τυραννισμένων από τις οικονομικές αναταράξεις κοινωνιών : της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.
Ο ρόλος που έπαιξε το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης αποδεικνύεται αποφασιστικός. Ο οργανισμός αυτός, ένα είδος λόμπι των μεγάλων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πίεσε με όλο του το βάρος τους εκπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων και της Ένωσης. Ενεπλάκη ευθέως στις διαπραγματεύσεις γύρω από τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, καταφέρνοντας λόγου χάρη να εκτροχιάσει τις συζητήσεις γύρω από την πρόταση επιβολής νέου φόρου στον τραπεζικό τομέα [3].
Όταν τον Οκτώβριο του 2011 ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ανακοινώνει την πρόθεσή του να διενεργήσει δημοψήφισμα σχετικά με το νέο σχέδιο βοήθειας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γίνονται απειλητικές. Ο Νικολά Σαρκοζί επικαλείται για πρώτη φορά το ενδεχόμενο της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Ο Γ. Παπανδρέου παραιτείται· αντικαθίσταται από τον Λουκά Παπαδήμο, πρώην κεντρικό τραπεζίτη σε Αθήνα και Φρανκφούρτη, επικεφαλής μιας « κυβέρνησης εθνικής ενότητας ».
Στην Ιταλία, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι γνωρίζει την ίδια μοίρα. Μετά την επιστολή που απηύθυνε στην Ιταλία ο Επίτροπος για οικονομικά και νομισματικά θέματα, Όλι Ρεν και με την οποία απαιτούσε δραστικές οικονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ο Μπερλουσκόνι υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αντικαταστάθηκε από τον Μάριο Μόντι, έναν νοτίως των Άλπεων κλώνο των κ.κ. Παπαδήμου, Λαροζιέρ και Ρέγκλινγκ. Πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος για τον ανταγωνισμό, ο κ. Μόντι έχει χρηματίσει πρόεδρος του European Money and Finance Forum (Ευρωπαϊκό Νομισματικό και Χρηματοπιστωτικό Φόρουμ, μια δεξαμενή σκέψης που συνενώνει τραπεζίτες, χρηματιστές , πολιτικούς και πανεπιστημιακούς) και σύμβουλος της Goldman Sachs και της Coca-Cola.
Η ανικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να αντεπεξέλθουν οδηγεί σε επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εν αναμονή της επικύρωσής της νέα συνθήκη περιορίζει ασφυκτικά τις εθνικές πολιτικές σχετικά με τους προϋπολογισμούς, υποβάλλοντάς τους στην κηδεμονία της Επιτροπής και άλλων κυβερνήσεων.
Η αρχή σύμφωνα με την οποία « η εθνική κυριαρχία σταματά όταν σταματά η φερεγγυότητα » υποβιβάζει τις χώρες που δέχονται πρόγραμμα βοήθειας σε οιονεί προτεκτοράτα.
Σε Αθήνα, Λισαβόνα και Δουβλίνο, οι άντρες με τα μαύρα της τρόικας υπαγορεύουν τη σειρά των μέτρων που πρέπει να υιοθετηθούν, εκθέτοντας σε κοινή θέα τις νεοαποικιακές σχέσεις στις οποίες υποβάλλονται οι χώρες της περιφέρειας.
Υποστηριζόμενες από τη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας, η Ισπανία και η Ιταλία απέσπασαν στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής του Ιουνίου 2012 μια αόριστη υπόσχεση, σύμφωνα με την οποία η επιβολή κηδεμονίας θα είναι λιγότερο αυστηρή στ ο μέλλον. Αυτές οι πλάνες θρυμματίστηκαν μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, ότι δεν προτίθεται να προσφέρει την πλήρη εγγύηση της ΕΚΤ – της οποίας έγινε διοικητής τον Νοέμβριο του 2011– παρά μόνο με αντάλλαγμα την απόλυτη συμμόρφωση των εθνικών αρχών στις προσταγές της τρόικας [4].
Έτσι, από την έναρξη της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σταμάτησε να επιδεικνύει χαρακτηριστικά αυταρχικού καθεστώτος. Εκλεγμένες κυβερνήσεις που εξαναγκάζονται σε παραίτηση και αντικαθίστανται από τεχνοκράτες χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση· απόλυτο προβάδισμα υποτιθέμενα « ουδέτερων » θεσμών όπως η ΕΚΤ· εξάλειψη του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον οποίο ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος, Μάρτιν Σουλτς, εις μάτην προσπαθεί να αναδείξει [5]· ματαίωση δημοψηφισμάτων · παρείσφρηση του ιδιωτικού τομέα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων…
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή την αντιδημοκρατική δυναμική, που μόνο ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα πανευρωπαϊκής κλίμακας θα μπορούσε να αναστρέψει, δεν θα ήταν ανώφελο να στραφούμε προς έναν σύγχρονο του Φρόιντ, έναν επίσης διορατικό παρατηρητή της κρίσης του πολιτισμού στη δεκαετία του 1930 : τον Αντόνιο Γκράμσι.
Σύμφωνα με τον Ιταλό διανοούμενο, κατά τη διάρκεια των μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού, οι θεσμοί που εξαρτώνται από την καθολική ψηφοφορία, όπως τα κοινοβούλια, περνούν σε δεύτερο πλάνο.
Αντιθέτως, οι περιστάσεις ενισχύουν «  τη σχετική θέση της εξουσίας της γραφειοκρατίας (πολιτικής και στρατιωτικής), των υψηλών χρηματοπιστωτικών κύκλων, της Εκκλησίας και εν γένει όλων των οργανισμών που είναι σχετικά ανεξάρτητοι από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης [6] ».
Σε κανονικές συνθήκες, όλοι αυτοί οι πόλοι εξουσίας αφήνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς να κρατούν τα ηνία χωρίς ιδιαίτερα προσκόμματα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον σε κατάσταση κρίσης : από τη μία, οξύνονται οι εγγενείς αντιφάσεις των θεσμών που νομιμοποιούνται σε εκλογικό επίπεδο, ελαττώνοντας την ικανότητά τους να λαμβάνουν τις αποφάσεις που απαιτεί η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων· από την άλλη, η κοινή γνώμη έχει σημαντικότατες διακυμάνσεις, απειλώντας να στραφεί προς τις πιο ριζοσπαστικές λύσεις.
Ο Γκράμσι ονομάζει « καισαρισμό » την προδιάθεση αυτή των δημοκρατικών καθεστώτων να επιδεικνύουν αυταρχικές τάσεις σε καιρούς κρίσης.
Κατά τον 19ο αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού, τα « καισαρικά » στοιχεία αναδύονταν από τους κόλπους των στρατευμάτων –κάτι που ισχύει για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον Όττο φον Βίσμαρκ και τον Μπενίτο Μουσολίνι, τρεις εμβληματικές μορφές του φαινομένου. Εξάλλου, ο καισαρισμός δανείζεται το όνομά του από έναν χαρισματικό Ρωμαίο στρατηγό που, διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα, εξάλειψε τα όρια μεταξύ στρατού και πολιτικής.
Ο Γκράμσι, ωστόσο, είχε διαβλέψει ότι και μη στρατιωτικοί παράγοντες μπορούν επίσης να ασκήσουν τη λειτουργία του καίσαρα : πρόκειται για την περίπτωση της Εκκλησίας, του χρηματοπιστωτικού τομέα ή της κρατικής γραφειοκρατίας. . Ο συγγραφέας των « Τετραδίων της Φυλακής » καταγράφει λόγου χάρη την κατακερματισμένη φύση του έθνους που προέκυψε από την Ιταλική Αναβίωση του 19ου αιώνα : η σύστασή του μέσα από διαδοχικές προσκτήσεις περιφερειών λαμβάνει χώρα χωρίς την πραγματική εμπλοκή των λαϊκών μαζών. Μόνη η γραφειοκρατία εγγυούνταν την ενότητα, παίζοντας τον ρόλο του καίσαρα, χωρίς τον οποίο οι φυγόκεντρες δυνάμεις θα διαρρήγνυαν το σύνολο.
Οι δυναμικές που αυτή την περίοδο αναπτύσσονται στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπουν σε μια μορφή καισαρισμού όχι στρατιωτική, αλλά χρηματοπιστωτική και γραφειοκρατική.
Πολιτική οντότητα με κατακερματισμένη κυριαρχία, η Ευρώπη δεν βλέπει την ενότητά της να διασφαλίζεται παρά μόνο μέσα από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και τη δομική παρέμβαση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα στη λειτουργία της. Και οι υποτιθέμενες « πρόοδοι » που έχουν συντελεστεί προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, δίνουν έμφαση σε αυτόν τον χαρακτήρα.
Ο καισαρισμός αυτός δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο στη σύγχρονη Ευρώπη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ορισμένοι μη δημοκρατικοί θεσμοί, ανάμεσα στους οποίους τα συνταγματικά δικαστήρια ή οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, ισχυροποιούνταν όλο και περισσότερο στη δυτική Ευρώπη.
Η ιδέα που εκείνη την εποχή κινητοποιεί τις ελίτ της ηπείρου είναι ότι οι « δίδυμοι » ολοκληρωτισμοί – ναζισμός και σταλινισμός– αποτελούσαν προϊόν των « υπερβολών » της δημοκρατίας –κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η τελευταία θα έπρεπε να προστατευθεί απέναντι στον ίδιο της τον παραλογισμό [7]. Ήδη από την έναρξή της, η ευρωπαϊκή ιδέα εγγράφεται σε αυτή τη λογική της αποστασιοποίησης από τους λαούς.
Όμως, η βάρβαρη επιτάχυνση που επιτελέστηκε από το 2009 ριζοσπαστικοποίησε τη διαδικασία : η οικονομική και νομισματική ένωση έγινε ένα αυταρχικό εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών και οικονομικών αντιφάσεων που προξένησε η κρίση.
Έτσι, οι επιλογές που από εδώ και στο εξής προσφέρονται δεν αντιπαραθέτουν πλέον την επιδίωξη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης με την επιστροφή στην εθνική κλίμακα, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και οι ευρωφιλελεύθεροι διανοούμενοι, αλλά δύο ανταγωνιστικά μεταξύ τους ενδεχόμενα : τον καισαρισμό ή τη δημοκρατία.
Δημοσιεύτηκε με αρχικό τίτλο: «Αναστολή της δημοκρατίας με πρόσχημα την κρίση: Η Ευρώπη στον δρόμο του κατά Γκράμσι καισαρισμού»
Notes
[1] Sigmund Freud, « Nouvelles Conférences d’introduction à la psychanalyse », Gallimard, Παρίσι, 1984 (1η έκδοση : 1933).
[2] Βλ. Raoul Marc Jennar, « Deux traits pour un coup d’Etat européen » και « Traité flou, conséquences limpides », « Le Monde Diplomatique », Ιούνιος και Οκτώβριος 2012 αντιστοίχως.
[3] « Financial Times », Λονδίνο, 20 Ιουλίου 2011
[4] « Financial Times », Λονδίνο, 7 Σεπτεμβρίου 2012
[5] « Le Monde », Παρίσι, 19 Ιανουαρίου 2012
[6] AntonioGramsci, « Guerre de mouvement et guerre de position », κείμενα από τα « Τετράδια της Φυλακής » επιλεγμένα και σχολιασμένα από τον Razmig Keucheyan, La Fabrique, Παρίσι 2012. Βλ. επίσης « Gramsci, une pensée devenue monde », « Le Monde Diplomatique », Ιούλιος 2012.
[7] Βλ. Jan-Werner Müller, « Contesting Democracy. Political Ideas in Twentieth-Century Europe », YaleUniversity Press, New Haven, 2011.

Αλλαγή της κοινωνίας με κράτος ή χωρίς;


Βασίλης Μηνακάκης
Υπάρχουν δυο τρόποι για να προσεγγιστεί το ερώτημα αυτό: γενικά θεωρητικά ή με συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και οι δύο οπτικές είναι χρήσιμες και αναγκαίες. Αναγκαίος είναι κι ο εσωτερικός διάλογος μεταξύ τους, μιας και δεν τις χωρίζουν σινικά τείχη. Επιπλέον, η δύναμη της μιας δίνει δύναμη και στην άλλη. Στην παρέμβασή μου, όμως, θα ήθελα να εστιάσω στη δεύτερη κυρίως οπτική.
Τι μπορούμε, λοιπόν, να πούμε για το σύγχρονο κράτος; Μπορούμε, προφανώς, να επαναλάβουμε ανεπιφύλακτα τις κλασικές μαρξιστικές θέσεις ότι αποτελεί συλλογικό κεφαλαιοκράτη, όργανο έκφρασης των συμφερόντων του κεφαλαίου, μηχανισμό που υλοποιεί την εξουσία και την κυριαρχία του.
Θα πει κανείς. Αυτά ίσχυαν πάντα και θα ισχύουν πάντα στον καπιταλισμό. Ας το βασανίσουμε λίγο, όμως. Γιατί; Γιατί αυτοί οι χαρακτηρισμοί -για τους οποίους υπήρχε και υπάρχει συζήτηση και αντιπαράθεση και εντός του μαρξιστικού ρεύματος και ανάμεσα σε αυτό και στον αναρχισμό, τα ελευθεριακά κι άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα- δεν εκδηλώνονταν με τον ίδιο τρόπο στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού.
Την εποχή του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, του κεϊνσιανισμού, των μαζικών κοινωνικών συμβολαίων, του τεϊλορισμού, της κοινοβουλευτικής αποχαύνωσης οι θέσεις αυτές είχαν υποβαθμιστεί από πολλούς και -το κυριότερο- στη λεγόμενη «κοινή συνείδηση». Το κράτος πρόβαλε ως εκφραστής του γενικού καλού και εγγυητής της προόδου και της ανάπτυξης. Πρόβαλε κυρίως με την κοινωνική του λειτουργία (αναπαραγωγή εργατικής δύναμης) παρά με την κατασταλτική, κυρίως ως οργανωτής των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης παρά ως εργαλείο ταξικής καταπίεσης εκ μέρους του. Ακόμη και σε τμήματα της μαρξιστικής Αριστεράς εμφανίστηκε τότε μια μετατόπιση: δεν είναι όργανο της αστικής τάξης αλλά συνισταμένη των ταξικών συσχετισμών, δεν συμπυκνώνει-υλοποιεί την αστική εξουσία και κυριαρχία αλλά την ταξική πάλη. Που σημαίνει ότι με έναν άλλο συσχετισμό δυνάμεων, με μια άλλη ισορροπία στην ταξική πάλη το κράτος θα μπορούσε να αλλάξει χαρακτήρα, να γίνει εργαλείο προώθησης μιας προοδευτικής, ριζοσπαστικής και -γιατί όχι- σοσιαλιστικής πορείας.
Αυτή η άποψη δεν ήταν ούτε τότε σωστή και αποδείχτηκε στη ζωή – αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας εδώ. Βέβαιο είναι, ωστόσο, πως αν τότε είχε κάποιο έρεισμα, αν υπήρχαν κάποιοι λόγοι που την καθιστούσαν πιστευτή τότε, σήμερα αυτοί έχουν εκλείψει. Ας δούμε γιατί.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους;
1. Το σύγχρονο κράτος -και οι κυβερνήσεις που το διαχειρίζονται, νεοφιλελεύθερες, συμμαχικές ή σοσιαλιστικές- αποτελεί τον βασικό μοχλό προώθησης της στρατηγικής του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης. Συνθλίβει μισθούς, απογειώνει τη φορολογία, διευκολύνει την ελαστική εργασία, χαρατσώνει ασύστολα και τόσα άλλα. Να θυμίσουμε εδώ το ρόλο που έπαιξε η Ατζέντα 2010 που προώθησε πριν χρόνια ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, η οποία επιτρέπει σήμερα στο γερμανικό κεφάλαιο να είναι αυτό που είναι, έχοντας όμως το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας με μισθό κάτω από 400 ευρώ.
 2. Το σύγχρονο κράτος απαλλάσσεται από τις περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες που είχε. Τις ιδιωτικοποιεί και παράλληλα ιδιωτικοποιεί το σύνολο των κοινωφελών λειτουργιών (ενέργεια, ύδρευση, αεροδρόμια, λιμάνια, μεταφορές, δρόμοι κ.λπ.) αλλά και πολλές λειτουργίες του σκληρού κρατικού πυρήνα (καθαριότητα, είσπραξη φόρων, έρευνα κ.λπ.). Τέλος, απελευθερώνει όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και επιβάλει ακόμη και στο εσωτερικό του ιδιωτικοοικονομικά-αγοραία κριτήρια λειτουργίας, μέσω της λεγόμενης αξιολόγησης ή των δήθεν κριτηρίων αποδοτικότητας.
 3. Το σύγχρονο κράτος συνθλίβει τις όποιες κοινωνικές του λειτουργίες (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Όλες εκείνες που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, από τη μια, αλλά και τη δική του αναπαραγωγή, από την άλλη. Γιατί με αιχμή αυτές τις λειτουργίες εμφανιζόταν ως υπερταξικό και ως εκφραστής της κοινωνίας, με αιχμή αυτές η αστική τάξη οικοδομούσε μαζικά κοινωνικά συμβόλαια, αποσπούσε τη συναίνεση και νομιμοποιούσε το αστικό πολιτικό σύστημα. Τώρα αυτές οι υπηρεσίες ή αγοράζονται από τους πολίτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις ή και από το κράτος (π.χ. 25 ευρώ για εισαγωγή) είτε η προσφορά τους  γίνεται με τέτοιους όρους που μετατρέπεται σε μηχανισμό αποδοχής του νέου εργασιακού τοπίου (π.χ. η λεγόμενη ελαστασφάλεια ή οι ενεργητική πολιτική απασχόλησης).
 4. Το σύγχρονο κράτος ενισχύει στο έπακρο την κατασταλτική του λειτουργία πολλαπλά. Ενισχύει ποιοτικά και ποσοτικά τους μηχανισμούς καταστολής, τους εμπλουτίζει με μηχανισμούς ηλεκτρονικού χαφιεδισμού και ελέγχου. Ταυτόχρονα, ενισχύει τα όπλα της εργοδοτικής βίας, το δεσποτισμό των αφεντικών εντός παραγωγής. Τέλος, διακορεύει τις τυπικές αστικές ελευθερίες, τα συντάγματα, τους δικούς του κοινοβουλευτικούς θεσμούς και συνάμα το δικαίωμα στην αντίσταση, τη διαδήλωση, την απειθαρχία, την απεργία, τη δυναμική διαμαρτυρία – ειδικά τις μορφές πάλης που υπερβαίνουν τη νυσταλέα επετηρίδα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή δεν βολεύονται με μια απλή εκλογική ή κυβερνητική εξαργύρωση.
 5. Τέλος, το σύγχρονο κράτος διαμορφώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς θεσμούς και τους κατώτερους κρίκους του, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, και ανάμεσα σε αυτό και τους υπερεθνικούς αστικούς θεσμούς όπως η ΕΕ, το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ. Από τη μια, με τον Καλλικράτη αρκετές λειτουργίες του κεντρικού κράτους περνούν στο τοπικό κράτος (π.χ. παιδεία). Κι από την άλλη, με τα μνημόνια, τις δανειακές συμβάσεις, τη συμμετοχή στην ΕΕ κάποια κρίσιμα στοιχεία της κρατικής λειτουργίας εντάσσονται -δεσμεύονται, για την ακρίβεια- από ένα ευρύτερο πλέγμα, που δεν είναι μεν υπερκράτος, είναι όμως πολύ ασφυκτικό και, το κυριότερο, πλήρως παραδομένο στις πολυεθνικές και τις τράπεζες και πλήρως αποστειρωμένο από τη λαϊκή πίεση ακόμη κι από τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η νέα αρχιτεκτονική ισχυροποιεί το κράτος απέναντι στο λαό, εντείνει τον καταπιεστικό του ρόλο και την υπέρ της μισθωτής εκμετάλλευσης λειτουργία του.
Συμπυκνώνοντας, το σύγχρονο κράτος γίνεται πολύ πιο απολυταρχικό, εξουσιαστικό, εκμεταλλευτικό. Απογυμνώνεται από κάθε φιλολαϊκό «σύκο συκής» που είχε παλαιότερα και εμφανίζεται πολύ καθαρά ως αυτό που πραγματικά είναι: όργανο καταπίεσης και κυριαρχίας, θεσμικός εκφραστής της αστικής εξουσίας, μηχανισμός αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίας, εγγυητής της μισθωτής σκλαβιάς.
Έχοντας απεκδυθεί, όμως, το όποιο κοινωνικό του προφίλ, το σύγχρονο κράτος συγκεντρώνει απέναντί του -αλλά και απέναντι σε όποιους το διαχειρίζονται από κυβερνητικές θέσεις- μια εχθρότητα απίστευτων διαστάσεων, ένα αβυσσαλέο μίσος. Το «να καεί να καεί…» το φωνάζουν πλέον μαζικά οι λαϊκές μάζες, η φθορά του πολιτικού συστήματος είναι ανείπωτη, οι περισσότερες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες της αστικής τάξης έχουν διαρραγεί αμετάκλητα, εναλλακτικές συστημικές λύσεις καίγονται εν μία νυκτί, άλλοτε κραταιά κόμματα ή κυβερνήσεις καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι.
Αναπτύσσεται, έτσι, μια μαζική ριζοσπαστική αντίθεση απέναντι στο αστικό κράτος, τους διαχειριστές του και γενικότερα το πολιτικό προσωπικό της κυρίαρχης πολιτικής, που όμως παίρνει όχι μία αλλά πολλές και συχνά αντιφατικές μορφές: από τον χρυσαυγίτικο τσαμπουκά ως τις πολύμορφες αντισυστημικές πρακτικές, από τις καταστροφικές δράσεις ατομικής βίας κι εκτόνωσης ή τις νέες νησίδες οργάνωσης της ζωής πέραν της αγοράς ως την συντεταγμένη αντικαπιταλιστική επαναστατική δράση.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αποτιμήσω αυτές τις μορφές δράσης – τις πέραν της Χρυσής Αυγής μορφές. Θα άξιζε, ωστόσο, να βάλλουμε κάποιες σημαδούρες στη συζήτηση για την αναγκαία απάντηση στο σύγχρονο αστικό κράτος.
Πρώτο συμπέρασμα: Μια απελευθερωτική πρακτική δεν μπορεί να στηριχτεί στην κατάληψη του κράτους, αλλά στην κατάργηση, το τσάκισμά του. Δεν είναι δυνατόν ένας μηχανισμός δομημένος με το DNA της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης να μετατραπεί σε μηχανισμό κοινωνικής χειραφέτησης. Ειδικά το σημερινό αστικό κράτος, είναι ακόμη πιο απίθανο να διευκολύνει κάτι τέτοιο – ακόμη κι αν βρεθεί στα χέρια των επαναστατικών δυνάμεων, ακόμη κι αν αλλάξει ο κτήτοράς του. Υπάρχει, συνεπώς, απόλυτη ανάγκη να ανοίξει, τώρα, η συζήτηση για το πώς, με ποιες μορφές και δομές, με ποιους μηχανισμούς θα οργανωθεί, θα διευθυνθεί μια κοινωνία πέραν του καπιταλισμού και της αγοράς.
Δεύτερο και επίκαιρο πολιτικό συμπέρασμα. Δεν είναι μόνο η μεγάλη επαναστατική αλλαγή που είναι ασύμβατη και ανταγωνιστική με το υπάρχον αστικό κράτος. Ασύμβατες είναι ακόμη και μικρότερες τομές, ακόμη και η υπεράσπιση στοιχειωδών δικαιωμάτων, το «φτάνει πια». Είναι φενάκη να πιστεύει κανείς -όποιος και αν είναι αυτός- ότι διαχειριζόμενος κυβερνητικά αυτό το κράτος και το πλαίσιο των αγορών, της ΕΕ, της μισθωτής σκλαβιάς είναι δυνατόν να υπηρετήσει τα λαϊκά συμφέροντα, να βελτιώσει την κατάσταση των νέων, να επιστρέψει σε εποχές «κράτους πρόνοιας». Φενάκη, στρουθοκαμηλισμός ή σκόπιμη απόκρυψη μιας πραγματικότητας που -το είδαμε τόσους αντινεοφιλελεύθερους δήθεν κυβερνητικούς διαχειριστές- δεν αλλάζει χωρίς ριζικές τομές κι αποφασιστικές συγκρούσεις.
Τρίτο συμπέρασμα. Το κράτος και το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό στάτους με το οποίο συνυφαίνεται δημιουργούν απέναντι στις δυνάμεις που επιθυμούν και αγωνίζονται για μια αντικαπιταλιστική, χειραφετητική προοπτική αλλά και στον κόσμο της εργασίας συνολικά ένα αδιαπέραστο τείχος. Πώς θα το υπερβούμε; Ορισμένοι απαντούν: με μια επαναστατική έφοδο, κάποτε, όταν ωριμάσουν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, μια έφοδο που θα αντικαταστήσει τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Άλλοι καταθέτουν μια διαφορετική οπτική: εδώ και τώρα, με αντιεμπορευματικούς και αυτοδιαχειριστικούς πειραματισμούς, τοπικές αντιεξουσίες, χώρους ελευθερίας και αυτοδιεύθυνσης – δηλαδή με πρωτοβουλίες που ξεκινούν σήμερα και, αν γενικευτούν, θα διαμορφώσουν ένα άλλο υπόδειγμα κοινωνικής οργάνωσης.
Υπάρχει βάση και στις δύο απόψεις, καμιά από τις δύο, όμως, διατυπωμένη απόλυτα, δεν απαντά στη σημερινή πραγματικότητα. Για να απαντήσουμε στο σημερινό κράτος, τον σημερινό τρόπο οργάνωσης της αστικής εξουσίας, χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα.
Ποιος πιστεύει ότι το σύστημα σήμερα κινδυνεύει από τη φαντασίωση της επανάστασης, από μια εξέγερση που όσο νομοτελειακή κι αν παρουσιάζεται άλλο τόσο παραπέμπεται στο υπερπέραν, από έναν κομουνισμό που μοιάζει με προφητεία; Μα και ταυτόχρονα, ποιος πιστεύει ότι το σύστημα κινδυνεύει στα σοβαρά από τις σύγχρονες Ικαρίες ή τα φαλανστήρια του 21ου αιώνα ή ότι θα επιτρέψει αυτά να γενικευτούν και να κατακυριεύσουν το κοινωνικοπολιτικό τοπίο;
Αναγνωρίζω ότι και τις δυο απόψεις τις ασπάζονται, τις δοκιμάζουν πραγματικοί αγωνιστές, που μάχονται για μια απελευθερωτική προοπτική. Κομμουνιστές, επαναστάτες, ελευθεριακοί, αντικαπιταλιστές, αντιεξουσιαστές, αλλά κι άνθρωποι που μόλις κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Κανένας σνομπισμός, λοιπόν, καμιά εύκολη υποτίμηση, καμιά περιφρόνηση. Διάλογος, ανοιχτά μάτια και αφτιά, ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, πάντα στο έδαφος της πραγματικότητας και των αναγκών του αντικαπιταλιστικού απελευθερωτικού κινήματος.
Με αυτή την έννοια, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί μια στάση και μια πρακτική που θα συνδυάζει τρία πράγματα. Και που μόνο αν τα συνδυάσει θα γίνει πρακτική χιλιάδων και εκατομμυρίων κι όχι μειοψηφιών, θα αντέξει στο χρόνο και δεν θα σβήσει όπως οι φωτοβολίδες, θα οδηγήσει σε απελευθερωτική νίκη.
Πρώτον, χωρίς συνολική ανατροπή, κατάργηση, τσάκισμα του αστικού κράτους, ένα τσάκισμα που θα συνοδεύεται από την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της μισθωτής εκμετάλλευσης και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς τύπου ΕΕ, χωρίς ένα τέτοιο επαναστατικό άλμα -που προφανώς δεν είναι μονόπρακτο- δεν μπορεί να υπάρξει χειραφετητική προοπτική, δεν μπορεί να καλυτερέψει η ζωή των ανθρώπων.
Δεύτερον, αυτό το άλμα δεν θα έρθει ποτέ αν υποχωρούμε στις καθημερινές αναμετρήσεις με τον ταξικό αντίπαλο -πώς να πείσεις για ένα μεγάλο σκοπό, αναρωτιόταν ο Μαρξ, αν υποχωρείς σε αυτές τις αναμετρήσεις;- αν δεν το προετοιμάζεις από τώρα, αν δεν τεκμηριώνεις την ανάγκη και τη δυνατότητά του, αν δεν το επιταχύνεις, αν δεν οξύνεις τις αντιθέσεις, αν ο σκοπός σου -για μένα μια σύγχρονη, επαναθεμελιωμένη κομμουνιστική απελευθέρωση- δεν γίνεται, μέτρο και κριτήριο της καθημερινής πρακτικής σου. Θυμίζω εδώ μια καίρια θέση του Μαρξ: «Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδανικό στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, είναι η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Προφανώς δεν ήθελε με αυτή τη θέση να δικαιώσει τους ρεφορμιστές. Ήθελε ακριβώς να υπογραμμίσει την ανάγκη ο χειραφετητικός σκοπός να είναι παρών από σήμερα, κόκκινο νήμα στις ενέργειές μας κι όχι μόνο κόκκινο αίμα στις καρδιές μας.
Σε επίπεδο κράτους και εξουσίας, τέλος, εκτός από όσα ήδη αναφέρθηκαν, πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση κι έναν ακόμη παράγοντα. Οι εργαζόμενες και καταπιεζόμενες μάζες δεν είναι σήμερα όπως ήταν τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού. Είναι πολύ πιο μορφωμένες, συχνά έχουν πιο δημιουργικό ρόλο στην εργασία, έχουν στα χέρια τους το διαδίκτυο και τις σύγχρονες επικοινωνίες, είναι πολίτες του κόσμου, μιας τρομακτικά κοινωνικοποιημένης και διεθνοποιημένης παραγωγής – άρα έχουν την αυτοπεποίθηση και τις ικανότητες να διαχειριστούν την παραγωγή και την κοινωνία συνολικά χωρίς αφεντικά και καταπιεστικές δομές. Αυτή η τάση ήρθε στο προσκήνιο στις πλατείες, την αραβική άνοιξη, το καταλάβετε το Γουόλ Στριτ, το Ουισκόνσιν μα και σε πολλούς εργατικούς αγώνες ή εξεγερσιακές στιγμές. Αυτήν υπογραμμίζουν και το αίτημα για άμεση δημοκρατία αλλά και το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά, χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά», που το φωνάζει ένα πρωτόγνωρα πλατύ φάσμα.
Ιδού, λοιπόν, η πρόκληση που πρέπει να απαντηθεί από το κίνημα της εποχής μας για να απαντηθεί η πρόκληση του σύγχρονου καπιταλισμού: θα δημιουργηθούν από σήμερα θεσμοί-όργανα έκφρασης κι επιβολής της λαϊκής θέλησης, θεσμοί μια ανταγωνιστικής δυαδικής εξουσίας, έμβρυα ενός άλλου τρόπου οργάνωσης και διεύθυνσης της κοινωνίας, που και τις νέες δυνατότητες των σύγχρονων ανθρώπων θα αντανακλούν και την τάση για κατάργηση του αστικού κράτους θα αποτυπώνουν; Πρέπει να δοκιμάσουμε τώρα, να ανταλλάξουμε εμπειρίες και προβληματισμούς ως κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης, να στοχαστούμε πάνω στην εμπειρία των σοβιέτ και των εργατικών συμβουλίων αλλά και πάνω στα λατινοαμερικάνικα πειράματα.
Γιατί, όμως, και με ποιο σκοπό; Για να οδηγηθούμε έτσι εξελικτικά σε έναν άλλο κοινωνικοπολιτικό «τόπο», πέραν του σημερινού καπιταλιστικού; Δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Τότε γιατί; Για να χτίσουμε από σήμερα προπλάσματα μια άλλης συγκρότησης και διεύθυνσης της κοινωνίας, μιας άλλης μορφής εξουσίας, για να δώσουμε το στίγμα, την προσομοίωση αυτής της κοινωνίας και εξουσίας. Μιας εξουσίας εργατικής που ως συνολική κατάσταση θα προέλθει μετά από το επαναστατικό άλμα και που δεν θα είναι εξουσία με την κλασική καταπιεστική έννοια του όρου: θα είναι μισο- και αντι-εξουσία. Εξουσία των πολλών, που πλέον θα καθορίζουν τις ζωές τους, έναντι των λίγων εκμεταλλευτών και καταπιεστών, που τις όριζαν ως χτες. Εξουσία με ημερομηνία λήξης, καθώς πρέπει να υπάρχει για να ωθεί τα πράγματα προς μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που θα έχει απαλλαγεί από κάθε λογής καταπιεστές κι εκμεταλλευτές, άρα δεν θα χρειάζεται κάποιο ειδικό μηχανισμό ενάντιά τους ή ενάντια στους πολίτες της, που θα αναπτύξει ποιοτικά τις έννοιες της δημοκρατίας και των ελευθεριών πολύ πιο πέρα από τις αστικές ελευθερίες που έχουμε γνωρίσει και από τη γενίκευση της άμεσης δημοκρατίας -που ασφαλώς χρειάζεται και είναι και εφικτή-, μια κοινωνία χωρίς τάξεις, καταπίεση, αλλοτρίωση και εξουσία.
*Εισήγηση σε εκδήλωση του περιοδικού Βαβυλωνία, Νοσότρος, Σάββατο 8/12/2012

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Πως η ανάγκη γίνεται Ιστορία

Μικρά παιδιά σε μία φαβέλα της Παραγουάης παίζουν Μπαχ με έγχορδα φτιαγμένα από σκουπίδια. Στο Όσλο διαδηλωτές κρατούν πυρσούς διαμαρτυρόμενοι για το Νόμπελ ειρήνης που δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες της οποίας πωλούν όπλα, αλλά και για την Ελλάδα που δοκιμάζεται σκληρά. Στον Κηφισό, μία μαυροφορεμένη μάνα πουλάει χαρτομάντηλα. Και στην Πάργα κηδεύουν τον Άλκη Αλκαίο(κατά κόσμον Βαγγέλη Λιάρο). Αυτόν που είπε «πως η ανάγκη γίνεται ιστορία/πως η ιστορία γίνεται σιωπή»! Αυτόν που έζησε σαν νυχτωδία και «λυγμός στις πόλης τις στοές». Κι εμείς, νιώθουμε σαν στόχος, σαν «ένα πεδίο βολής φτηνό/που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι» όταν ακούμε τον Βαυαρό πρωθυπουργόνα μιλά για «μεγαλύτερη
ανταγωνιστικότητα»! Πάλι η ανταγωνιστικότητα, πάλι τα ίδια προσχήματα, τα ίδια ψεύδη, ότι δήθεν το κόστος εργασίας και το κοινωνικό κράτος ευθύνονται για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα, για το χρέος, ακόμη και για την ιλιγγιώδη αύξηση της ανεργίας. Στην προπαγάνδα αυτή βασίζεται το νέο ευρωπαϊκό δόγμα που έχει ως προμετωπίδα του τα συνθήματα: «μειώστε τους μισθούς», «καταργήστε τα επιδόματα» -ακόμα και των ανέργων- «τσακίστε το κοινωνικό κράτος» -μειώστε μέχρι εξαφάνισης την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη-, μηδενίστε τις συντάξεις, φορολογείστε τις αποταμιεύσεις και τα ακίνητα των «κάτω» και γενικά ό,τι δεν δύναται να διαφύγει στους φορολογικούς παράδεισους και στις off shores. Τουτέστιν, για την κρίση ευθύνονται οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι καθώς και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες! Όμως, η εργασία δεν είναι μόνο κόστος, είναι και πηγή, καθώς χωρίς αυτή δεν υπάρχει επιχείρηση, δεν υπάρχει προϊόν, δεν υπάρχει αγορά ούτε κατανάλωση. Ο μισθός, συνεπώς, ως ζήτηση είναι αυτός που κινεί την αγορά και μπορεί να δώσει την ώθηση εξόδου από την κρίση. Όμως, σύμφων με τη νεοφιλελεύθερη συνταγή, που μας επιβάλλεται, η οικονομία κινείται μέσω της άγριας φορολόγησης των «κάτω», της κατάργησης του κοινωνικού κράτους και προπάντων μέσω της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Έτσι, την οικονομική κρίση την πληρώνουν τα θύματά της, δηλαδή οι εργαζόμενοι. Μην ξεχνάμε ότι οι τελευταίοι είναι και οι μεγάλοι χαμένοι και κατά την περίοδο της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, όταν η παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική οικονομία επικράτησε της πραγματικής οικονομίας δημιουργώντας τη μεγάλη «φούσκα» που έχει πλέον σκάσει. Ο καπιταλισμός καζίνο που προκάλεσε τη σημερινή κρίση, είναι ο ίδιος που διαχειρίζεται και την έξοδο από αυτή, την οποία όμως επιδιώκει να επιτύχει με τους δικούς του άνισους όρους. Γι’ αυτό οι εργαζόμενοι χάνουν διπλά. Αλλά η απαξίωση της εργασίας και η εξάχνωση της αγοραστικής δύναμης αυτών που πραγματικά καταναλώνουν έχει ως συνέπεια τη μη απορρόφηση της παραγωγής. Αυτή είναι η αιτία της εμβάθυνσης της ύφεσης και της αδυναμίας επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ

Συνωμοσιολογία, λαϊκισμός και αυτονομία

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους λόγους που οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας κατακλύζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Στην εποχή της ασημαντότητας, της απουσίας πολιτικού στοχασμού και έλλειψης νοήματος, το φαινόμενο έχει αρχίσει να παίρνει μορφή μάστιγας. Όλο και περισσότεροι δημαγωγοί εμφανίζονται μέρα με τη μέρα, κάνοντας λόγο για κάποια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (ΝΤΠ), για τους Ιλλουμινάτι, ή υποστηρίζουν ότι η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν εσωτερική δουλειά κάποιων συνωμοτών (κυρίως Εβραίων). Ζώντας στην εποχή της μαζικής απάθειας και απο-πολιτικοποίησης, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που η εν γένει πραγματικότητα επιχειρείται να προσεγγιστεί μέσω αβάσιμων σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η έλλειψη πολιτικών προταγμάτων και κινήτρων είναι μάλλον αυτό που ως επί τω πλείστων χαρακτηρίζει τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Ο Δυτικός καπιταλιστικός κόσμος, έχοντας πέσει σε βαθύ λήθαργο για πάνω από δύο δεκαετές (όπου η πλασματική οικονομία ευημερούσε, η εξασφάλιση της επιβίωσης μέσω του βολέματος και της θεσούλας θεωρούνταν δεδομένη για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού), ξαφνικά συνειδητοποιεί πώς αυτό το απατηλό καταναλωτικό όνειρο κρέμεται από μια κλωστή. Βλέπει τον εαυτό του ένα βήμα πριν την πτώση του στο βάραθρο που ο ίδιος έσκαβε εδώ και τόσα χρόνια. Το μέλλον του φαίνεται ζοφερό. Η αυτο-κριτική τον τρομάζει. Έτσι, επιλέγει να κλείσει τα μάτια του και να εφεύρει ένα ψέμα, να κατασκευάσει μια εικονική πραγματικότητα που θα δικαιολογεί κάθε του σφάλμα, νομίζοντας πως έτσι θα καταφέρει να δραπετεύσει από τον εφιάλτη που τον κυνηγά, από την Λερναία Ύδρα που ανέστησε προκειμένου να ικανοποιήσει την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εφικτά στο καταναλωτικό Κυνήγι της Ευτυχίας. Εδώ γεννιέται ο νέος Leviathan της εποχής μας, η ανευθυνότητα, η ευκολία, η αδράνεια και η αποκτήνωση, ο homo economicus ανίκανος να μεταστραφεί σε homo politicus, εθισμένος στην ευκολία και ακρισία, καταντά ένας θλιβερός απολίτικος ανθρωπάκος.
Από τον Μπρέιβικ, τους ναζιστές, τη Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς, μέχρι τους αριστερούς εθνικιστές, όλοι πλέον οι πολιτικοί χώροι εντός των οποίων ο λαϊκισμός ευδοκιμεί, κάνουν λόγο για μια κρυφή συνωμοσία πανίσχυρων ανθρώπων, που στόχο έχουν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα για δικό τους συμφέρον. Όλοι, σχεδόν μιλούν για μια «Παγκόσμια Κυβέρνηση», για «αεροψεκασμούς», ή στην πιο ακραία τους εκδοχή, για UFO και μυστικά ταξίδια στο διάστημα. Ποιός, άραγε, δεν έχει υπ’ όψιν του τις περίφημες δοξασίες περί «κλωνοποιημένου Hitler», αποικιών στη Σελήνη, ή τις διάφορες «αποκαλύψεις» του Νοστράδαμου, του Παίσιου και άλλων «προφητών» που αναπαράγονται συνεχώς από τα διάφορα κιτς ιστολόγια;
Ο Josh Lucker, σε άρθρο του στο Marxist.com (2012), αναφέρει ότι οι συνωμοσιολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κρύβει πληροφορίες σχετικά με τα UFO, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 15% απορρίπτει ότι η Αλ-Κάιντα ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μεγάλο ποσοστό, επίσης, χρηστών του διαδικτύου σερφάρει σε ιστοσελίδες που «αποκαλύπτουν» ποιες διασημότητες είναι μέλη των “Illuminati” ή ελευθεροτέκτονες, ενώ, όπως αναφέρει η Guardian (2012, μέσω tvxs) κατά 250% έχουν αυξηθεί στις Η.Π.Α οι ρατσιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που βασίζουν την ιδεολογία τους σε συνωμοσιολογικά σενάρια. Παρομοίως και στην Ευρώπη, πανομοιότυπες εικασίες κάνουν λόγο για πολιτισμικό εξισλαμισμό καθοδηγούμενο από ισχυρά κέντρα εξουσίας, (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νορβηγού μακελάρη Άντρε Μπρέιβικ). Πάνω σε αυτού του είδους τις φαντασιώσεις έχει χτιστεί η ιδεολογική γραμμή της Αγγλικής ακροδεξιάς οργάνωσης English Defence League (EDL) και η αντίστοιχη της Νορβηγικής NDL. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, πόσες φορές δεν έχουμε έρθει σε επαφή με ανθρώπους που κάνουν λόγο για «Σιωνιστικές κρυφές ατζέντες που έχουν βαλθεί να αλλοιώσουν τις παραδόσεις μας μέσω της μαζικής μετανάστευσης,» ή για την περιβόητη επιστολή φάντασμα του Κίσσιγκερ, για τα σχέδια εξισλαμισμού της Ελλάδας από τους Τούρκους, για «προδότες» και «ανθέλληνες»…;
Τί πραγματικά, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «θεωρία συνωμοσίας»; Ονομάζουμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικό κάθε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, ένα γεγονός ή μια σειρά από γεγονότα, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα συνωμοτικής, μυστικής, οργανωμένης και υπόγειας δράσης ατόμου ή ομάδας ανθρώπων (π.χ. πολιτικής παράταξης ή κυβερνήσεων ή συνασπισμών). Στην ευρύτερη πολιτική γλώσσα, αποκαλούμε «θεωρία συνωμοσίας» οποιοδήποτε (αυθαίρετο) συμπέρασμα προκύπτει μέσω μη διασταυρωμένων πληροφοριών, δίχως να υπάρχουν αποδείξεις και τεκμήρια ή, έστω, ορθολογική ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων βάσει μιας σαφούς μεθοδολογίας. Πρόκειται για παραληρητικές και, εν μέρη, κατασκευασμένες ιστορίες που περισσότερο μοιάζουν με σενάριο ταινίας του Hollywood, αλλά πλασάρονται ως «αληθινές» ή «πιθανές» εξαιτίας μιας αληθοφάνειας που τους προσδίδεται. Από μια πιο ψυχαναλυτική οπτική γωνία, οι θεωρίες συνωμοσίας αναφέρονται συχνά σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό ή πιθανό εξαιτίας της αληθοφάνειάς του, χτυπώντας στη βασικότερη δομή του ανθρώπινου όντος, την ψυχή, διαχειρίζοντας (κυρίως) τον φόβο, την φαντασία, και όλα τα καταπιεσμένα πανομοιότυπα συναισθήματα που φωλιάζουν στο υποσυνείδητο, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μέσος απο-πολιτικοποιημένος άνθρωπος να καταστεί εύκολα χειραγωγήσιμος. Απευθύνονται στο κοινό χρησιμοποιώντας πάντοτε ισχυρά προπαγανδιστικά μέσα (συνήθως κρυμμένα κάτω από ένα προσωπείο μιας δήθεν αντικειμενικότητας). Όπως κάθε προπαγανδιστικός λόγος, έτσι και ο συνωμοσιολογικός, πρέπει να είναι απλός (ή απλουστευτικός), ώστε να υιοθετείται εύκολα από τις απο-πολιτικοποιημένες μάζες. Θα πρέπει να απευθύνεται στη βούληση του γενικού συνόλου, παρά στο άτομο ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Έτσι, κάθε συνωμοσιολογική θεώρηση κατασκευάζει έναν δικό της μύθο[1], εντός του οποίου εντάσσεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Τα (συχνά ιδεολογικά χρωματισμένα) σενάρια αυτά λειτουργούν ως αφετηρία σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του «πολιτικού» πράττειν, των δηλώσεων και των πράξεων διαφόρων ηγετών ή πολιτικών προσώπων. Κοντολογίς, ερμηνεύεται κάθε πολιτική κίνηση με βάση ένα ήδη έτοιμο δοσμένο συμπέρασμα-απάντηση, – πως, για παράδειγμα, οι αποφάσεις κάποιων ηγετών αναγκαστικά εξυπηρετούν ή αντιτάσσονται στα σχέδια της ΝΤΠ, – αντί να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους και τις αιτίες που λαμβάνονται οι εκάστοτε αποφάσεις, έπειτα από στοχασμό και διαύγαση του κεντρικού πυρήνα των αξιών που διέπουν την κοινωνία ως υποκείμενο.
Φυσικά, σε μια περίοδο που το καπιταλιστικό σύστημα ταλανίζεται από τις εγγενείς αδυναμίες του δεν φαίνεται καθόλου παράξενο το γεγονός ότι συντηρητικές ιδεολογίες κερδίζουν έδαφος. Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των συνωμοσιολόγων είναι να τονίζουν πως τα τεράστια προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν αποτελούν παράγωγα της φύσης του καπιταλισμού, αλλά αποτελέσματα π.χ. της διαφθοράς στο πολιτικό σκηνικό και «των συνωμοσιών που σκαρφίζονται οι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ τους και σε συνεργασία μ’ αυτούς που ελέγχουν τις πολυεθνικές», προωθώντας έτσι έμμεσα αλλά σταθερά, την ιδέα ότι τάχα ο καπιταλισμός θα μπορούσε να δώσει καρπούς, κάτω από ένα καθεστώς διαφάνειας. Πάνω σε αυτήν την συνωμοσιολογία στηρίζει την πολιτική του εκστρατεία ο γνωστός Αμερικανoς Ρεπουμπλικανός Ron Paul, διακηρύσσοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός καθ’ αυτός, αλλά ο κορπορατισμός (μυστικές συνωμοσίες μεταξύ κυβέρνησης και πολυεθνικών εταιρειών)…
Εβραϊκές συνωμοσίες και μασονία
Σχεδόν οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι θεωρούν τους Εβραίους υπαίτιους για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας με αποκορύφωμα το υπερβολικά διαδεδομένο επιχείρημα ότι «οι Εβραίοι υπάλληλοι στους Δίδυμους Πύργους γνώριζαν για την επίθεση και απουσίασαν από τη δουλειά τους εκείνη τη μέρα». Ακόμα, όμως, και αν, στη χειρότερη των υποθέσεων, όπου, εξαντλώντας κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, υιοθετήσουμε το παραπάνω επιχείρημα, οι απαντήσεις που θα λάβουμε όχι μόνο μισανθρωπικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά, ταυτόχρονα, και πέρα για πέρα μυωπικές. [2]
Μια από τις ευρύτερα διαδεδομένες αντι-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας είναι Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, (βιβλίο που σήμερα προωθείται συστηματικά από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής). Όπως αναφέρουν οι Back και Solomos (2000), όλα ξεκίνησαν στην Γαλλία, κάπου μεταξύ 1894 και 1899 διαρκούσης της υπόθεσης Dreyfus. Η Γαλλική δεξιά κατηγορούσε τον Dreyfus πως υποκινούσε μυστική συνωμοσία με σκοπό την υποδούλωση της ανθρωπότητας από την φυλή των Εβραίων – κατηγορία που υποστήριξε επίσης και η Ρώσικη αστυνομία προκειμένου να δικαιολογήσει την Τσαρική αντί-εβραϊκή πολιτική. Κατά την διάρκεια της εποχής εκείνης, γράφει η Hannah Arendt (1996)[3], ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι οι Εβραίοι μαζί με ελευθεροτέκτονες προετοιμάζονταν για τη δημιουργία ενός δικού τους «υπερ-κράτους». Με βάση τις περιγραφές της, οι αντί-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, αγκαλιάστηκαν πλατιά από τον όχλο, και, στην συνέχεια, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των ολοκληρωτικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα.
Η ιστορία της συνωμοσιολογίας
Ο Lucker (2012) θεωρεί την δεκαετία του 60 ως ορόσημο για την εισβολή της συνωμοσιολογίας στις πολιτικές συζητήσεις (κυρίως στις ΗΠΑ). Ο Peter Knight (2003: 36) ερευνώντας την επιρροή των θεωριών συνωμοσίας στην Αμερικάνικη ιστορία, αναφέρει πως από το τέλος του Αμερικάνικου Εμφυλίου, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας των Αφροαμερικανων, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες συνομωσίας, τόσο από τους λευκούς όσο και απ’ τους αφροαμερικανους. Μέσα σ’ όλα όμως ξεχώριζαν οι απόψεις των λευκών συνωμοσιολόγων σύμφωνα με τις οποίες οι μαύροι σχεδίαζαν την υποδούλωση του Νότου – επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως κίνητρο προκειμένου να ξεκινήσουν τραγικοί ρατσιστικοί διωγμοί και για να δικαιολογηθούν βίαιες επιθέσεις και δολοφονίες Αφροαμερικανων.
Περί Νέας Τάξης Πραγμάτων
Ολόκληρη η μπλογκόσφαιρα διαρκώς, κάνει λόγο για την εφαρμογή ενός κρυφού σχεδίου που ακούει στο όνομα: Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων. Ο όρος αυτός, στην Ελληνική πολιτική αναπαράγεται διαρκώς από τους διάφορους λαϊκιστές δημαγωγούς της αριστεράς ή δεξιάς, συγγραφείς και «ερευνητές» της συμφοράς, πανούργους εμπόρων βιβλίων, εκφωνητές ραδιοφωνικών εκπομπών ή παρουσιαστές τηλεοπτικών παραγωγών. Όλοι τους πάνω απ’ όλα, έμποροι, τις περισσότερες φορές με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα και άλλοτε με μια πιο ελευθεριακή επίφαση, λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων», προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσουν το κοινό με τον αόριστο, τρομολαγνικό και διφορούμενο λόγο τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο να εκμεταλλευτούν τον φόβο που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο μέλλον.
Η ΝΤΠ, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από διάφορους νεοσυντηρητικούς διανοητές, όπως ο Πολωνός αντι-κομμουνιστής Zbigniew Brzezinski και ο Αμερικανός Samuel Huntington. Υπάρχουν, όμως, μερικές θεμελιώδης διαφορές στις επίσημες αναφορές περί νέας τάξης πραγμάτων (και όχι Νέα Τάξη Πραγμάτων) που κάνουν οι ακαδημαϊκοί ή οικονομολόγοι με αυτά που αναπαράγει η μισή μπλογκόσφαιρα:
  1. Η ΝΤΠ, ως Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε από μια περιθωριακή φράξια της ολιγαρχίας ή εκφραστών της κατά το τέλος της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για κάποιον ασαφή Μακιαβελικό «οδηγό» άσκησης πολιτικής και όχι μια πλήρης αντανάκλαση της πραγματικότητας.
  2. Ο George Herbet Walker Bush που κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της 11 Σεπτέμβρη του 1990, δήλωσε τα εξής:
    Μια νέα συνεργασία εθνών ξεκινάει, και σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και εξαιρετική στιγμή. Η κρίση στον Περσικό Κόλπο, παρότι πολύ σοβαρή, μας προσφέρει και μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Από αυτή την ταραγμένη εποχή μπορεί να γεννηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων: Μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από τον φόβο της τρομοκρατίας, πιο ισχυρή στην επιδίωξη του δικαίου και πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία όλα τα έθνη του κόσμου, σε ανατολή και δύση, βορρά και νότο, μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία». ημέρες ήταν (υποτίθεται) και πάνω από μια νέα παγκόσμια τάξη αναδύθηκε, όπου η ανθρωπότητα θα είναι «απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, ισχυρότερη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης , και πιο ασφαλείς στην επιδίωξη της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, θα μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία.
    Τόσο ο Bush, όσο και οι ακαδημαϊκοί που κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τον όρο ΝΤΠ, προσπαθώντας, απλά, να κατανοήσουν τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο (γεω)πολιτικό τοπίο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού ΕΣΣΔ έναντι ΗΠΑ και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στον Περσικό Κόλπο. Κάτω από αυτές τις ερμηνείες, όχι μόνο δεν συναντούμε μυστικές αδελφότητες που συνεδριάζουν σε μυστικά υπόγεια αρχηγεία, αλλά, απεναντίας, βλέπουμε ότι σχεδόν όλων των ειδών οι ίντριγκες γίνονται στα φανερά παρά εντός σκοτεινών δωματίων. Άλλωστε, στον αιώνα της τεχνολογίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα δεν χρειάζονται υπόγειες συναθροίσεις για να λειτουργήσουν, καθώς και αυτά χρησιμοποιούν εξίσου προπαγπανδιστικά μέσα προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους, και αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών του 2012, φαίνεται ότι πολύ εύκολα καταφέρνουν μέσω του φόβου να χειραγωγήσουν τους πολίτες-θεατές.
  3. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω, οι διάφοροι ακροδεξιοί και απανταχού εθνικιστές προσδίδουν μια μεταφυσική χροιά και ένα είδος αρνητικής προφητείας, θα λέγαμε, στην έννοια της ΝΤΠ. Τους χωρίζει, όμως, μια άβυσσος από τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ΝΤΠ σαν να πρόκειται για έναν αυστηρά ιδεολογικοποιημένο όρο, αλλά σαν μια απλή έκφραση που περιγράφει συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν κάποιας κρυφο-σχεδιασμένης ατζέντας.
Η Παγκόσμια Διακυβέρνηση
Συχνά συγχέεται με την ΝΤΠ. Πολλοί εσφαλμένα την κατανοούν ως παγκόσμια κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου, «We need global governance» (και όχι global government), εκατοντάδες αναρτήσεις πλημμύρισαν το διαδίκτυο, για το πώς ο Γ.Α.Π είναι πράκτορας των Σιωνιστών, πώς εξυπηρετεί σκοτεινά «ανθελληνικά» συμφέροντα και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό ενός ανθρώπου[4].
Μέρος της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (ΠΔ) θα μπορούσε να ονομαστεί η λειτουργία οποιουδήποτε διακρατικού θεσμού: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Μαφία, την Καθολική Εκκλησία, τα Χρηματιστήρια, την Monsanto, την Google (της οποίας την πλατφόρμα Blogspot χρησιμοποιούν οι διάφοροι πολέμιοι της ΠΔ!!!), μέχρι και την Διεθνής Αμνηστία, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον ΟΗΕ, το Human Rights Watch και το internet. Συνεπώς, η ΠΔ δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τις δυναμικές του διαδικτύου στην διάδοση πληροφοριών από διάφορα μέρη του πλανήτη που τα επίσημα ΜΜΕ αποκρύπτουν. (Αναζητήστε περισσότερα σχετικά τόσο με την δική μου στάση, όσο και των υπόλοιπων μελών της ιστοσελίδας, απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση σε αυτόν τον σύνδεσμο).
Οι «Ιλλουμινάτι»:
Ίσως η διασημότερη θεωρία συνωμοσίας στις μέρες μας. Το τάγμα των «Πεφωτισμένων» (όπως ακριβώς μεταφράζεται) αντιμετωπίστηκε από τους συντηρητικούς Χριστιανούς με υπερβολική εχθρότητα. Ακόμα και σήμερα διάφοροι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως το τάγμα αυτό δρα μυστικά με στόχο να πλήξει τις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού. Αγνοούν, βέβαια, πως η διάρκεια ζωής του τάγματος των «Πεφωτισμένων» δεν ξεπέρασε τα δέκα χρόνια (1776–1785)….
Συνωμοσιολογία vs μυωπικός φιλελευθερισμός vs αυτονομία

Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, ο πόλεμος αυτός ενάντια στους διάφορους τσαρλατάνους συνωμοσιολάγνους, δεν αναιρεί και ούτε πρόκειται να αναιρέσει το γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει στηθεί πάνω σε σκευωρίες, προβοκάτσιες και μακιαβελισμούς, ή ότι οι ολιγαρχίες έχουν την δύναμη ν’ ασκούν εξουσία μέσα στην κοινωνία. Το οργανωτικό και διοικητικό χάος δε σημαίνει, απαραίτητα, ότι δεν υπάρχει μια βούληση ελέγχου του όλου πράγματος. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, για παράδειγμα, κι άλλες ανάλογες λέσχες υπάρχουν. Οι διάφορες συμφωνίες κάτω από το τραπέζι συμβαίνουν. Οι ολιγαρχίες ή συγκεκριμένες μερίδες τους, και άλλα λόμπι, έχουν την ικανότητα να καθορίζουν υπουργούς ή ακόμα και πρωθυπουργούς. Ωστόσο, η αντίληψη των συνωμοσιολόγων ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι στα χέρια μιας μειοψηφίας, κατά βάθος, ευνουχίζει κάθε κινηματική δυναμική καθώς:
  1. δεν είναι μόνο οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν την διεθνής πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι μόνο η χειραγώγηση μέσω της προπαγάνδας, ο κύριος λόγος που το σύστημα καταφέρνει κι επιβιώνει εδώ και τόσα χρόνια. Ο Δυτικός καπιταλισμός, έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από τις πρώτες μέρες της ανόδου του. Λόγω των εργατικών αγώνων και της σύγκρουσης των αδύναμων με τα οικονομικά συμφέροντα των ολιγαρχιών, των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και μειονοτήτων, μπορεί, πλέον, εξασφαλίζει μια θέση εργασίας, έναν μισθό και μια καταναλωτική ζωή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, του οποίου την εμπιστοσύνη κερδίζει, προσφέροντας μια Α ποιότητα ζωής, εκμεταλλευόμενος την φυσική ροπή του ανθρώπου προς την αδράνεια, τον ατομικισμό και το «βόλεμα». Δεν χρειάζονται, συνεπώς, κρυφά σχέδια και οργανώσεις (που αν υπάρχουν πρόκειται για μικρότερης κλίμακας κλειστές ομάδες, σε αντίθεση με την προπαγάνδα των συνωμοσιολόγων). Υπάρχει το κέρδος, (για τις ολιγαρχίες) και η «θρησκεία» της κατανάλωση για τον μέσο άνθρωπο.
  2. Οι θεωρίες συνωμοσίας παροτρύνουν τον πληθυσμό μιας χώρας να αποδοκιμάσει τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Όμως, οι ίδιοι (οι συνωμοσιολόγοι) παρασυρόμενοι από το κλίμα εσωστρέφειας που κάθε κοινωνία εν ώρα κρίσης καλλιεργεί από μόνη της, προωθούν, ίσως άθελά τους, έναν επικίνδυνο συντηρητισμό-εθνικισμό ή γίνονται φορείς ολοκληρωτικών ιδεών. Εν ολίγοις, από ένα σημείο και μετά, το επίκεντρο της συζήτησης παύει πλέον να εστιάζεται στο αν όσα λέγονται με βάση τους αεροψεκασμούς είναι αλήθειες ή ψέμματα. Η εξαθλίωση, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δεν επιτρέπουν βαθιές πολιτικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις. Απεναντίας, καταρρακώνουν κάθε αίσθημα ευσυνειδησίας, ενώ παράλληλα, το ατομικό ένστικτο της αυτοπροστασίας εντός μιας κοινωνίας που καταρρέει, δίνει ώθηση σε κάθε είδους καχυποψία να καπελώσει το πολιτικό πράττειν. Όλη αυτή η καχυποψία πως πίσω απ’ το κάθετί κρύβεται μια συνωμοσία είναι σχεδόν παρόμοια με ίδια τακτική που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, (χαφιεδισμός και παρακολουθήσεις «υπόπτων» που θα μπορούσαν να είναι πράκτορες του εχθρού).
Βρισκόμαστε, εδώ, σε ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο, όπου και θα πρέπει να προσέξουμε να μην υιοθετήσουμε την πίσω όψη της συνωμοσιολογίας: τον χυδαίο και επιτηδευμένα ρηχό φιλελευθερισμό, του δήθεν «κοινού νου», ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τους συνωμοσιολόγους, καταλήγει να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Είναι η πεμπτουσία των διαφόρων «ρεαλιστών», της κάθε Νεοφιλελεύθερης αυθεντίας, των τεχνοκρατών και του κάθε ειδήμονα που βαφτίζουν οποιονδήποτε έρχεται σε ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως «αριστεριστή» ή ουτοπιστή, δεδομένου ότι γι’ αυτούς κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε τις κοινωνικές συμπεριφορές των από κάτω και τις πολιτικές αποφάσεις των από πάνω μέσω της επίκλησης και άλλων παραγόντων πέραν της απλής «επιλογής» τους, ταυτίζεται απαραίτητα με την κατάφωρη συνωμοσιολογία.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, συγκαλύπτεται η σημαντικότητα μιας ανάλυσης με όρους φαντασιακών σημασιών, που προσπαθεί να διαυγάσει τους κυρίαρχους θεσμούς κάθε κοινωνίας, να δει πώς δρα και αντιδρά το άτομο μέσα σε αυτήν την κοινωνική θέσμιση. Οι μεν συνωμοσιολόγοι αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτά, καθώς πιστεύουν πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις είναι κατευθυνόμενες και στοχεύουν να συγκαλύψουν τις ενέργειες των ολιγαρχιών, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας εκτός από τις πολιτικές και τις ραδιουργίες των ελίτ. Οι δε φιλελεύθεροι επειδή πιστεύουν ότι αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος, σε μια δεδομένη περίοδο, ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αναφορά στις κυρίαρχες αξίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται, συγκαλύπτουμε το γεγονός ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με «συνειδητές επιλογές» των ατόμων, τα οποία εκλαμβάνονται ως όντα αυτοφυή και όχι διαμορφωμένα κοινωνικά. Αυτού του είδους η Δαρβινιστική αντίληψη αποκαλύπτει έναν συγκεκαλυμμένο Χομπσιανό ντετερμινισμό, χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης θεώρησης των πραγμάτων: ότι ο άνθρωπος ελάχιστα επηρεάζεται από το γύρω του περιβάλλον. Ότι υπάρχει μια σταθερή και αμετάβλητη αρχή που διέπει τον άνθρωπο, μια τετελεσμένη φύση, κάτι που συνεπάγεται ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια αντανάκλαση των φυσικών αδυναμιών αλλά και επιτευγμάτων μας.
Επίλογος
Η φύση των θεωριών συνωμοσίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με δομή της σκέψης ενός παραληρητικού που πιστεύει ότι τον απατά η σύζυγός του ενώ αυτή όλη τη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα ή σφραγίζει επιταγές. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον απατά! Πόσο συχνά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής, όμως, δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν η σύζυγος είναι άπιστη ή όχι, αν οι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ο τρόπος που διαχέονται οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας σε μια κοινωνία, καθώς και τον αντικειμενικό ρόλο που αυτές παίζουν, επισημαίνοντας την αδυναμία της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας να ελέγξει τον εαυτό της, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το δυνατόν, αξιοπρεπή και λογικά συμπέρασμα (τα οποίο βέβαια, μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε κατόπιν καλύτερης και πιο διεισδυτικής σκέψης και διαύγασης των γεγονότων).
[1] Με βάση τον Jacques Ellul (1965 : 11), ο κάθε προπαγανδιστικός μύθος, «αποκτά τέτοια δύναμη, που εισβάλλει σε κάθε περιοχή της συνείδησης, μην αφήνοντας καμία ικανότητα ή κίνητρο ανέπαφο. [...] Ο μύθος έχει μια τέτοια κινητήρια δύναμη που, μετά την αποδοχή, ελέγχει το σύνολο του ατόμου, στο βαθμό που καθίσταται απρόσβλητο σε οποιαδήποτε άλλη επιρροή»
[2] Κατηγορώντας σύσσωμη μια κοινωνική ομάδα για ένα αποτρόπαιο έγκλημα, κλείνουμε τα μάτια μας στις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν εντός της ίδιας. Όταν, δηλαδή, οι νεοσυντηρητικοί κρετίνοι στοχοποιούν όλους τους μουσουλμάνους του πλανήτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες και αιμοδιψή όντα που κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υποτάξουν κάθε ελεύθερο άνθρωπο στον θρησκευτικό τους σκοταδισμό, αυτόματα, όλη αυτή η χονδροειδής γενίκευση δεν μας επιτρέπει ούτε και στο ελάχιστο να διακρίνουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων, και, πάνω απ’ όλα, αγνοούνται πλήρως οι φωνές των σεκουλαριστών, μεταρρυθμιστών ή και αγνωστικιστών που έτυχε να γεννηθούν σε μια Ισλαμική χώρα. Παρομοίως, όταν η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού τύπου αναμασά την γνωστή Νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, πως όλοι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και κλέφτες, ο τρόπος με τον οποίον οι ντόπιες ολιγαρχίες στρέφονται ενάντια στον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό (κυρίως ο σάπιος πολιτικός κόσμος, η εκκλησία και άτομα υψηλών εισοδημάτων), αγνοείται εσκεμμένα. Ως, εκ τούτου, κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τελειώνουμε με όλες αυτές τις γενικεύσεις που πηγάζουν από φτηνές λαϊκιστικές συνωμοσιολογικές προπαγάνδες. Είναι λάθος να βλέπουμε μια εθνική ομάδα σαν μια συμπαγής και ομογενοποιημένη οντότητα, καθώς πρόκειται για ένα σύνολο ξεχωριστών ανθρώπων, που ο καθένας τους θα μπορούσε να έχει τη δική του βούληση η οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τις κοινές αξίες της ομάδας αυτής.
[3] βλ. Η γέννεση του Ολοκληρωτισμού, κεφάλαιο «Αντισημιτισμός: μια εκτροπή της κοινής λογικής».
[4] Στην πραγματικότητα, ο Γ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από έναν ακόμη παπατζή πολιτικάντη πρωθυπουργό, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τους προηγούμενους ομόλογούς του.
Πηγές
Arendt H., 1996. The Origins of Totalitarianism, 3d ed, London.
Back L., Solomos J., 2000. Theories of race and racism: a reader, New York: Routledge
Elul, J., 1965. Propaganda: the formation of men’s attitudes. New York: Vintage Books.
Knight P., 2003. Conspiracy theories in American history: an encyclopedia Volume 1. ABC-CLIO
Lucker J., 2012. Class Struggle or Conspiracy? In Defence of Marxism. Διαθέσιμο: http://www.marxist.com/class-struggle-or-conspiracy.htm [Ημερομηνία πρόσβασης 8 Δεκεμβρίου 2012]
http://eagainst.com