ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Για τις Αμερικανικές εκλογές, το #Brexit, την αριστερά και τα πραγματικά διλήμματα

Michail Theodosiadis

 

«Είναι … πολύ πιο σημαντικό να αντιστέκεται κανείς στην απάθεια από ότι στην αναρχία ή στον δεσποτισμό· διότι η απάθεια μπορεί να οδηγήσει, σχεδόν αδιάκριτα, σε ένα από τα δύο».
Alexis De Tocqueville – Democracy in America

Η «νίκη» του δεξιού λαϊκιστή Donald Trump στην εκλογική κούρσα της Αμερικανικής προεδρίας, έναντι της Hilary Clinton, και ο ντόρος που προκλήθηκε με αφορμή την απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (το λεγόμενο Brexit), φανέρωσε για ακόμη μια φορά το απογοητευτικό επίπεδο προσέγγισης της σύγχρονης αριστεράς (η οποία κατά κύριο λόγο είναι πολιτισμικά φιλελεύθερη). Συνάμα υποδεικνύει και την αδυναμία όλων των πολιτικών δυνάμεων να κατανοήσουν τούτα τα γεγονότα, αποφεύγοντας ιδεολογικούς αναγωγισμούς και αρτηριοσκληρωτικές αναγνώσεις. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την περίπτωση των Αμερικανικών εκλογών, το φαινόμενο Trump δήθεν επιβεβαίωσε την άποψη που κυριαρχεί εντός των «επαναστατικών» πολιτικών χώρων (κατά κύριο λόγο της αριστεράς και της αναρχίας), πως οι δυτικές κοινωνίες είναι ρατσιστικές και σταδιακά «εκφασίζονται», βαδίζοντας γοργά προς τον ολοκληρωτισμό. Από την άλλη, αρκετοί εστιάζουν στο κατά πόσο οι ψήφοι υπέρ του Trump και κατά του Bremain ήταν ψήφοι «αντισυστημικού προσανατολισμού», ψήφοι που εκφράζουν απλά και μόνο μια ανορθολογική αγανάκτηση όλων όσων αισθάνονται παραμελημένοι από το πολιτικό κατεστημένο. Παρά του ότι η δεύτερη προσέγγιση είναι εν μέρει ορθή, την ίδια στιγμή αδυνατεί να συλλάβει ολιστικά την πολιτική διάσταση τέτοιων φαινομένων, ανάγοντας το κοινωνικό πράττειν σε μια καθαρά δημοσκοπική (και συνάμα μυωπική) προσέγγιση. Χρειάζεται, λοιπόν, μια ψύχραιμη διαύγαση πάνω σε αυτά τα δύο πολιτικά γεγονότα (τη νίκη του Trump και του Brexit).

Αμερικανικές εκλογές: μια ποσοτική προσέγγιση

Όπως μεταδίδει το CNN, η αναμέτρηση του 2016 σημαδεύτηκε από μεγάλη αποχή (της τάξης του 44.6%), ίσως η μεγαλύτερη της τελευταίας εικοσαετίας στην ιστορία των Αμερικανικών εκλογών, σε αντίθεση με το 2008, όπου οι καταμετρημένες ψήφοι αντιστοιχούσαν στο 63.7% του συνόλου των εγγραμμένων ψηφοφόρων. Το χαμηλό αυτό (για τα Αμερικανικά δεδομένα) ποσοστό της αποχής του 2008 (36.6%) θα μπορούσε να αποδοθεί στην υψηλή συσπείρωση προς το κόμμα των Δημοκρατικών, λόγω του ντόρου που είχε προκληθεί από την υποψηφιότητα του Barack Obama. Μια τέτοια υποψηφιότητα ταρακούνησε το φιλελεύθερο φαντασιακό των Αμερικανών, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως η ελπίδα έρχεται αγκαζέ με την εκλογική νίκη του πρώτου μαύρου προέδρου στην ιστορία της χώρας. Η (σχετικά) μεγάλη προσέλευση, λοιπόν, ακριβώς οχτώ χρόνια πριν, μας δείχνει ότι μεγαλύτερο ποσοστό της Αμερικανικής κοινωνίας (και κυρίως η Γενιά Υ των millenials) κινητοποιείται από φιλελεύθερες ιδέες [1]. Τα ποσοστά του νικητή Trump (26.3%), όπως βλέπουμε στο δείγμα του CNN, παραμένουν μικρότερα ακόμα και από αυτά που έλαβε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις δύο προηγούμενες εκλογικές κούρσες, όπου και ηττήθηκε κατά κράτος από τον Obama.

Πιο συγκεκριμένα, το 2008 (όπου την προεδρία διεκδικούσε ο εξίσου υπερδεξιός John McCain) οι Ρεπουμπλικάνοι έλαβαν 29.1%, ενώ το 2012, με τον ακραία νεοφιλελεύθερο Mitt Romney στο τιμόνι, συγκέντρωσαν ποσοστό της τάξης του 28.3%. Τούτα τα ποσοτικά δείγματα υποδεικνύουν ότι η Αμερικανική κοινωνία δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα από ακροδεξιούς δημαγωγούς, παρά τα τεράστια προβλήματα και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες σε αρκετές πολιτείες του νότου. Η συσπείρωση στο πρόσωπο του Obama (που συνεχίζεται καί το 2012, παρά του ότι εμφανίζεται μειωμένη, ακριβώς λόγω της απογοήτευσης αρκετών ψηφοφόρων του, που το 2008 είχαν πειστεί πως η Αμερικανική κοινωνία θα άλλαζε ριζικά με την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον πρώτο μαύρο πρόεδρο), μας δείχνει ότι η μεγάλη εικόνα της Αμερικανικής κοινωνίας δεν είναι ο ρατσισμός και η φυλετική περιχαράκωση. Εν ολίγοις, με βάση τα παραπάνω ποσοτικά δείγματα, δεν διαφαίνεται κάποια στροφή προς τον φασισμό· δεν μετασχηματίζεται, με άλλα λόγια, ο σύγχρονος άνθρωπος προς κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με τον ανθρωπολογικό τύπο που αντιστοιχούσε στη δεκαετία του 1930. Αντιθέτως ο «πολιτικοποιημένος» μέσος Αμερικανός πολίτης περισσότερο δείχνει να συγκινείται με τις φιλελεύθερες Αμερικανικές παραδόσεις παρά τον ακροδεξιό καγκουρισμό του Trump (ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, θα ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στο κυρίαρχο παράδειγμα όσο περνά ο χρόνος) [2].

Αξίζει, βέβαια, να σταθούμε και σε μια άλλη πτυχή της αναμέτρησης Trump vs Clinton, που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί «Αμερικανική ιδιαιτερότητα»· το περίπλοκο Αμερικανικό εκλογικό σύστημα. Τούτο το σύστημα παραγκωνίζει την αρχή της πλειοψηφίας, καθώς βασίζεται περισσότερο στην ποσοτική συγκέντρωση αντιπροσώπων (το λεγόμενο «Κολέγιο των Εκλεκτόρων») μέσω της λαϊκής ψήφου. Το σώμα αυτό αποτελείται από 538 μέλη και για κάθε υποψήφιο απαιτείται η συγκέντρωση του μαγικού αριθμού των 270 εκλεκτόρων ώστε να κερδηθεί η προεδρία. Σε κάθε Πολιτεία υφίσταται ένας συγκεκριμένος αριθμός από εκλέκτορες, ο οποίος καθορίζεται από το σύνολο του πληθυσμού (δηλαδή, η California με πληθυσμό κοντά στα 39,144,818 δίνει συνολικά 55 εκλέκτορες, ενώ το Wyoming με 586,107 κατοίκους, μόνο τρεις). Ωστόσο, ο αριθμός των εκλεκτόρων σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυσανάλογος με τον συνολικό πληθυσμό: για παράδειγμα, ίδιο αριθμό εκλεκτόρων με το Wyoming (πληθυσμός: 586,107) δίνει και η πολιτεία του Delaware (με πληθυσμό: 945,934). Το σύστημα, όμως, βασίζεται περισσότερο στη λογική του «the winner takes it all», πράγμα που σημαίνει πως ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τον αντίπαλό του για 0.1%, και αυτό αρκεί για να εξασφαλίσει όλους τους εκλέκτορες της Πολιτείας. Πιο συγκεκριμένα, αν από τους δύο υποψηφίους ο ένας νικήσει στο Wyoming με 0.1% και με 1% ο δεύτερος στο Delaware, σε αυτήν την περίπτωση υφίσταται ισοπαλία, αλλά ο αριθμός των ψήφων που αντιστοιχούν καί στους δύο με τίποτα δεν θα είναι ίδιος. Τέλος, αυτός που θα εξασφαλίσει τους περισσότερους εκλέκτορες έχει κερδίσει και την προεδρία. Κάτι τέτοιο συνέβη το 2000 όταν ο Al Gore παρότι έλαβε 543.816 περισσότερες ψήφους από τον George Bush (ποσοστό 27.4%, έναντι 27.3%), δεν κατάφερε να συγκεντρώσει 270 εκλέκτορες. Αντίστοιχα το 2016 περισσότερες ψήφοι αντιστοιχούν στην Hilary Clinton (60,981,118) (ποσοστό 26.5% και 47.8% επί των έγκυρων) έναντι 60,350,241 του Trump (26.3% και 47.3% επί των έγκυρων). Κοινώς, η εκλογή του Trump δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζει κάποια πλειοψηφική τάση, και (δεδομένης της τεράστιας αποχής) με τίποτα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εκφράζει συνολικά την Αμερικανική κοινωνία εν γένει.

Από την αριστερά του λαϊκισμού στην αριστερά του ελιτίστικου διανοουμενισμού

Σε ό,τι αφορά τη νίκη του Brexit (που παρότι δεν πρόκειται αμιγώς για ακροδεξιά ψήφο, αλλά σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκε και στηρίχθηκε από ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο γυμνοσάλιαγκας Nigel Farage και ο αλλοπρόσαλλος Boris Johnson), αυτό που προξενεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η δήθεν επιβεβαίωση των φιλελεύθερων, αριστερών και αναρχικών περί εμφάνισης ενός φασιστικού Αρμαγεδδώνα, αλλά οι ελιτίστικες τοποθετήσεις αρκετών αριστερών ποπ διανοούμενων, όπως ο Slavoj Žižek (που με ύφος χιλίων καρδιναλίων υποδεικνύει ότι δεν θα πρέπει να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση τόσο σημαντικά ζητήματα, διότι η λαϊκή ψήφος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο δικαιώματα που – υποτίθεται – εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στους «πολίτες» της).

Παρομοίως βλέπουμε δημοσιογραφικούς αφορισμούς να δίνουν και να παίρνουν, κάνοντας λόγο για ηλίθιους φασίστες, για αλκοολικούς χουλιγκάνους, νεοεθνικιστικά αμόρφωτα βόδια» και διάφορα άλλα βαθυστόχαστα» (σαν αυτά που ακούμε κατά καιρούς και με αφορμή το αποτέλεσμα των Αμερικανικών εκλογών, πως όλοι οι Αμερικανοί είναι ηλίθιοι ανεξαιρέτως, αμόρφωτοι γελαδάρηδες και σιχαμένοι ρατσιστές).

Αφήνοντας για λίγο εκτός το Αμερικανικό παράδειγμα, μένοντας στην ίδια την Ευρώπη και με αφορμή το Brexit, αξίζει να θέσουμε το εξής ερώτημα: πόσο απέχουν τούτες οι βαρύγδουπες και αριστερές τοποθετήσεις – φιλοευρωπαϊκής κοπής – από αυτές του τόξου «μένουμε Ευρώπη» κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Ιουλιανού δημοψηφίσματος; Επιπλέον, ενάμιση χρόνο πριν, κατά την περίοδο των «περήφανων» διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και «θεσμών», ήταν οι ίδιοι οι αριστεροί ακτιβιστές που μας έλεγαν πως η ΕΕ οργανώνει πραξικόπημα ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση (το περίφημο this is a coup), με στόχο να την ανατρέψει και να επιβάλει μέτρα λιτότητας. Οι ίδιοι, πάλι, μετά την απόφαση του δικαστηρίου να γίνει δεκτή η έγκριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος πρώτα απ’ όλα μέσα στο κοινοβούλιο (με αρκετές πιθανότητες, φυσικά, να ακυρωθεί), ξεσπούν σε πανηγυρισμούς (ακριβώς επειδή η ψήφος υπέρ της αποχώρησης υποκινήθηκε από τις δυνάμεις της σκληρής Βρετανικής δεξιάς). Αυτό που δεν θέλουν, ωστόσο, οι συγκεκριμένοι να καταλάβουν, είναι πως η πολιτική αυτή πράξη συνιστά εξίσου ωμή παρέμβαση σε μια απόφαση που παρότι δεν πάρθηκε κάτω από απόλυτα δημοκρατικές προϋποθέσεις, ωστόσο λόγω του ότι πρόκειται για δημοψήφισμα, είναι απόρροια μιας διαδικασίας πολύ πιο δημοκρατικής από ότι οι εκλογές, πόσο μάλλον η εκλογή του γορίλα Trump στις ΗΠΑ. Ζούμε, δυστυχώς, στην εποχή του απόλυτου σχετικισμού! Μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε δίχως καμία ευθύνη και συνέπεια, μπορούμε να αλλάζουμε απόψεις από τη μια μέρα στην άλλη σα να πρόκειται για κακομαγειρεμένο πρωινό, μπορούμε να ζητάμε τα πάντα στην τιμή του τίποτα (δηλαδή να απαιτούμε καί σοσιαλισμό αλλά καί Ευρωπαϊκή συμμαχία, καί λαϊκή κυριαρχία αλλά καί τεχνοκρατισμό ταυτόχρονα)… Δεν πρόκειται απλώς για τη γνωστή έλλειψη σοβαρότητας με βάση την οποία αντιμετωπίζει ο αριστερός μεταμοντέρνος σχετικισμός την πραγματικότητα, αλλά πάνω απ’ όλα τούτη η γραμμή φανερώνει και την αδυναμία των αριστερών προταγμάτων να απαντήσουν στα καίρια ερωτήματα που θέτει το δίλημμα ΕΕ ή επιστροφή σε μια Ευρώπη εθνών-κρατών, και πάνω απ’ όλα να ξεκαθαριστεί μια για πάντα αν, τελικά, η ίδια ΕΕ σημαίνει κάτι ή όχι!

Ένας από τους βασικότερους λόγους που η αριστερά δεν κατάφερε να απαντήσει σε τούτο το σοβαρό δίλημμα, στηρίζοντας το Bremain και καταγγέλλοντας το Brexit, οφείλεται κυρίως στον εθισμό της με τον κοσμοπολιτισμό (τον οποίο ενστερνίστηκε ως αντίβαρο στον εθνικισμό). Βασική γραμμή των αριστερών από τη δεκαετία του 70 και έπειτα παύει να είναι ο προλεταριακός διεθνισμός (όπως τον είχε προσεγγίσει η Rosa Luxemburg στο The National Question), ή έστω ένας οικουμενισμός λαϊκής (και όχι φιλελεύθερης) κοπής, όπως εκφράζεται μέσα από τις δημοκρατικές παραδόσεις των Quakers, των Άγγλων Ρομαντικών λογοτεχνών (βλ. Charlotte Brontë – Jane Eyre) και εν μέρη από την Simone Weil (βλ. The Need for Roots). Τα νεοαριστερά σχήματα ενστερνίζονται πλήρως τον μεταμοντέρνο φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό (τμήμα του οποίου είναι ο ιεραρχικός αντι-ρατσισμός), ως δήθεν αντίδοτο στους παρωχημένους εθνικισμούς. Από τον Habermas μέχρι και τον Derrida (βλ. Rogues), τον Lacan και την Butler, μέχρι και τον Γιάνη Βαρουφάκη, μαζί και τον Ανδρούτσο των αξιακών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Δουζίνα (βλ Human rights and empire) όλη η μπλουμσμπεριανή «διανόηση» συγκλίνει με το εξής: μια παγκόσμια κοινότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την συντριβή του ρατσισμού, του εθνικισμού και του απομονωτισμού, καθώς και για την εμβάθυνση της «δημοκρατίας». Ο δε Habermas φτάνει μάλιστα και στο σημείο να υποστηρίξει την δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, θέση που πολύ σωστά απορρίπτει η Margaret Canovan, κρίνοντάς την ουτοπική, λόγω της μή ύπαρξης (αλλά και της αδυναμίας ύπαρξης) ενός Ευρωπαϊκού λαού. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η φιλελεύθερη αριστερά συναινεί με τις νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες, ακριβώς λόγω του «αντιρατσισμού» που εκφράζουν οι δεύτερες μέσα από κρατικές νομοθεσίες, ΜΚΟ και ινστιτούτα. Φυσικά, εντός των σημερινών ολιγαρχιών έχουν ενσωματωθεί άνθρωποι των κινημάτων της δεκαετίας του 70 (όπως, για παράδειγμα, το ζεύγος Clinton), δημιουργώντας έτσι ένα περίεργο κράμα γιαπισμού και χίπστερ μποεμισμού (σαφέστατα εξαργυρωμένου), (αυτό που ο David Brooks ονόμαζε Bourgeoise Bohemian – βλ Bobos in Paradise), εκτοπίζοντας εν μέρη την παλιά ολιγαρχία, δηλαδή την παλιά WASP ελίτ, μέρος της οποίας είναι ο Donald Trump (βλ. Brooks, ο.π).


Οι πατριωτικές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο των «σκληρών διαπραγματεύσεων» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ιδεολογικό αξεσουάρ και συνάμα μια ψευδαίσθηση πως κρατώντας «ίσες αποστάσεις» θα μπορούσαν να διευθετηθούν ζητήματα που απαιτούν ξεκάθαρη θέση, όπως π.χ., εθνική κυριαρχία (που σημαίνει ταυτόχρονα επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και εμπάργκο στη μετανάστευση, ώστε να μπορεί ένα κράτος να ασκεί δική του οικονομική πολιτική) ή παραμονή στην Ευρώπη το «κοινό μας σπίτι» (όπως την αποκαλεί συνεχώς ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας), επιλογή που συνεπάγεται μόνιμη λιτότητα, μνημόνια και ύφεση. Αναμφισβήτητα, το γεγονός ότι μπροστά σε ένα τόσο σημαντικό δίλημμα η αριστερή κυβέρνηση επέλεξε την παραμονή με κάθε κόστος στην ΕΕ και το ευρώ, θεωρώντας ότι μια επιστροφή στο έθνος-κράτος θα μπορούσε να οδηγήσει στο ναζισμό (όπως είχε πει ο Τσακαλώτος σε συνέντευξή του στον Paul Mason), υποδηλώνει ξεκάθαρα πως η ουδέτερη στάση της δεν ήταν εξ’ αρχής τόσο ουδέτερη όσο φαίνονταν. Απεναντίας περισσότερο έγερνε προς τον Ευρωπαϊσμό (ο οποίος, όπως μας λέει ο John McCormick – βλ. Europeanism – είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον κοσμοπολιτισμό και τον φιλελεύθερο οικουμενισμό). Ίδια ακριβώς υπήρξε και η περίπτωση του μοιραίου Jeremy Corbyn (πρόεδρος του Βρετανικού Labour Party), ο οποίος παρότι αντιπροσώπευε την μικρή ευρωσκεπτικιστική γραμμή των Εργατικών πριν αναλάβει την προεδρία του κόμματος, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος στήριξε το Bremain ώστε να ηττηθεί το «καταστροφικό δίδυμο» Farage/Boris. Στην ίδια γραμμή, φυσικά, είδαμε και τον Bernie Sanders, που μετά την ήττα του από την Hilary Clinton έσπευσε να την στηρίξει, με στόχο να αποφευχθεί μια πιθανή νίκη του Trump. Εν αντιθέσει με την πολιτισμικά φιλελεύθερη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ/Podemos/Sanders/Corbyn δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την άλλη τάση της αριστεράς, την κατά κύριο λόγο «πατριωτική», που ξεκινά από τους Λαφαζάνιδες της ΛΑΕ και καταλήγει στις διάφορες μικρές και ασήμαντες εξωκοινοβουλευτικές σέχτες. Αυτή η τάση που αναπαράγει σύσσωμη την εγχώρια εθνικιστική αυτοθυματοποίηση (και μαζί της συμπαρατάσσονται οι κάθε λογής ψεκασμένοι, Ρωσόφιλοι Πουτινολάγνοι, συνωμοσιολόγοι, προγονόπληκτοι, οπαδοί του εθνορομαντισμού,
Σταλινοτζιχαντιστές, μαζί και οι μπαμπουίνοι της εγχώριας ακροδεξιάς) θεωρεί πως το Brexit ήταν μια προλεταριακή σφαλιάρα στον καπιταλισμό και στην ΕΕ την ίδια, ενώ ο Trump αποτελεί το λεγόμενο «μικρότερο κακό», ή (σε κάποιες περιπτώσεις) η απάντηση της πλέμπας!!! Αυτό που συμπεραίνουμε σε γενικές γραμμές είναι η αδυναμία της αριστεράς να προωθήσει ένα νέο πολιτικό πρόταγμα, πέρα από τον κοσμοπολιτισμό ή τον εθνορομαντισμό. Όσο για το πρώτο, αποτελεί ήδη τμήμα της νοεφιλελεύθερης ολιγαρχίας, ενώ ο απαράδεκτος εθνοφετιχισμός, δεν αντιπροτείνει τίποτα από έναν στείρο – και φυσικά αντιδημοκρατικό – απομονωτισμό.

Ήταν το Brexit μια κατεξοχήν ξενοβοφική ψήφος;

Μήτε, βέβαια, η κατακόρυφη (και φυσικά αναμενόμενη) αύξηση των ξενοφβικών επιθέσεων στη Βρετανία, απέναντι σε μετανάστες από άλλες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων, και τα περιστατικά ρατσιστικού κρετινισμού εις βάρος μειονοτικών πληθυσμών στις ΗΠΑ μετά τη νίκη του Trump, φαίνεται να επιβεβαιώνουν την οικονομίστικη ανάλυση του Γιάνη Βαρουφάκη, που μας λέει ότι η «νίκη» του Trump ισοδυναμεί με μια μεταμοντέρνα εκδοχή του 1930!!! Κάτι τέτοιο, αν μή τι άλλο, είναι ενδεικτικό της θεωρητικής ένδειας που μαστίζει την μπλουμσμπεριανή αριστερή διανόηση· πώς γίνεται, πραγματικά, να μην μπορούμε να δούμε ότι κάθε πολιτικό σύστημα – φιλελευθερισμός, ολοκληρωτισμός, θεοκρατία κτλ – έχει τον δικό του ανθρωπολογικό τύπο; Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι ο σημερινός ανθρωπότυπος, που δεν είναι άλλος από τον απόλυτο καταναλωτή και ατομικιστή, θα μπορούσε να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνικής πραγματικότητας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος; Πώς δεν βλέπουμε ότι η Αμερικανική κοινωνία έχει εσωτερικεύσει για τα καλά τις σημασίες της, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιθυμεί την κατανάλωση και την καριέρα, την ατομική καλοπέραση και το «ευκολάκι», σημασίες που θα συνεχίσουν να επιβιώνουν πιθανότατα και στην μετά-Trump εποχή; Σε ό,τι αφορά τη Βρετανία: όπως είχα ήδη πει και παλιότερα, η ξενοφοβία των Άγγλων (κυρίως) δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ο George Orwell, ήδη από την εποχή του 1940, στο δοκίμιό του England Your England κάνει αναφορές στις ξενοφοβικές τάσεις τμήματος της Αγγλικής κοινωνίας, και πάνω απ’ όλα στις τότε (αλλά και τώρα) διάχυτες Μαλθουσιανές αντιλήψεις περί πληθυσμιακού συνωστισμού στα Βρετανικά νησιά, αντιπροτείνοντας έναν λαϊκό «πατριωτισμό», που αντί να δίνει έμφαση στον αντιδραστικό εθνορομαντισμό θα προωθεί τα «ουμανιστικά» λαϊκά στοιχεία της Αγγλίας και, κατά κύριο λόγο, την κοινή ευπρέπεια.

Η στροφή, ωστόσο, των Εργατικών στον κοσμοπολιτισμό/νεοφιλελευθερισμό από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, καθώς και η απορρόφησή της αριστεράς από τον Ευρωπαϊσμό είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί πρόσφορο έδαφος για να εκμεταλλευτούν αυτό το κενό οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι οι πολίτες που ανταποκρίνονται θετικά στα καλέσματα των ακροδεξιών απατεώνων, ή όσοι άγονται και φέρονται από ακροδεξιά παράσιτα, όπως ο Farage και ο Trump, είναι άμοιροι ευθυνών. Αξίζει όμως περισσότερο να ασκηθεί ανελέητη κριτική στην υποκρισία των αριστερών, δηλαδή σε αυτούς που ακολουθούν τη θεωρητική γραμμή της σχολής του Essex (τουτέστιν, της θεωρίας του λόγου) και του ριζοσπαστικού λαϊκισμού, έτσι όπως τον είχαν κατανοήσει οι Ernesto Laclau και Chantal Mouffe. Με βάση τη θεωρία αυτή, λοιπόν, κάθε πολιτικό φαινόμενο μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε πολιτικό χώρο, είτε μιλάμε για την ριζοσπαστική αριστερά είτε για την εθνικιστική δεξιά. Η τάση όμως των αριστερών να «μποϋκοτάρουν» το Brexit, στηρίζοντας το Bremain, και γνωρίζοντας πως μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιτρέψει την ακροδεξιά να συναθροίσει λόγο υπέρ του Brexit (εφόσον καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν φαίνεται να την ανταγωνίζεται στο πεδίο αυτό), δείχνει πως σε μια τόσο δύσκολη και απαιτητική (από πολιτική σκοπιά) εποχή, ούτε οι ίδιοι οι οργανικοί διανοούμενοι δεν φαίνεται να είναι σε θέση να στηρίξουν τις θεωρίες που μέχρι χθες προωθούσαν. Προφανώς διότι η συνάθροιση ενός αντιευρωπαϊκού λόγου (που δεν θα αναπαράγει τον ακροδεξιό εθνορομαντισμό) απαιτεί πολιτική δράση και ζύμωση με τους απλούς πολίτες, κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν αριστερό ακαδημαϊκό, κλεισμένο στον δικό του πανεπιστημιακό ή κομματικό μικρόκοσμο. Είχε, λοιπόν, άδικο ο Christopher Lasch, όταν πριν από μερικές δεκαετίες ανέλυσε τη ριζική αποκοπή των σύγχρονων φιλελεύθερων ολιγαρχιών και των οργανικών διανοούμενων (thinking class) από το κοινωνικό σώμα, μέσω της περίφημης ιδέας περί «εξέγερσης των ελίτ»;

Δεν είναι όμως μόνο τούτο το βασικό διακύβευμα του Brexit. Η εμμονή όλων των αριστερών στη Βρετανία να βαφτίζουν «ρατσιστή», «ξενόφοβο» και «ακροδεξιό» οποιονδήποτε μιλά κατά της ΕΕ (ανεξάρτητα και αν ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται από μή ξενοφοβικές θέσεις) έδωσε αφορμή σε μια τοξική μειοψηφία (η οποία στήριξε το Brexit από ξενοφοβικές θέσεις, δηλαδή με στόχο να κλείσουν τα σύνορα για τους Ευρωπαίους πολίτες), να πιστέψει ότι η πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών δικαίωσε τις μισανθρωπικές τους αντιλήψεις. Η μειοψηφία αυτή, θεωρώντας εσφαλμένα πως οι Βρετανοί πολίτες στράφηκαν κατά των μεταναστών, πίστεψε πως είναι δικαιολογημένες οι σωματικές και φραστικές επιθέσεις, παίρνοντας το πράσινο φως για την τέλεση αχαρακτήριστων πράξεων. Στο σημείο αυτό, πριν κάνουμε έναν γενικό απολογισμό της όλης κατάστασης, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και μια ακόμα πτυχή των γεγονότων: όσοι κατακεραυνώνουν το Brexit ως μια κατεξοχήν «ρατσιστική» ψήφο, ξεχνούν (ή κάνουν πως δεν θέλουν να δουν) ότι η ίδια η ΕΕ, μαζί και τα μιντιακά της φερέφωνα, εξαπολύουν ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων συλλήβδην, θεωρώντας τους τεμπέληδες και διεφθαρμένους, που δικαίως υποφέρουν. Πρόκειται για την ίδια υπερδομή που υποστήριξε το ακροδεξιό καθεστώς της Ουκρανίας, που για γεωπολιτικούς λόγους προωθεί συνεχώς πρόσφυγες πίσω στην Τουρκία (για τους οποίους υποτίθεται κόπτονται οι αριστεροί σήμερα όσο κανένας άλλος), ενώ δεν διστάζει να συνεργαστεί με τον Σουλτάνο Ερντογάν (συναινώντας έτσι στις πολιτικές γενοκτονίας εναντίον των Κούρδων).

Αντί επιλόγου

Η απουσία πολιτικών προταγμάτων, ικανών να δώσουν βιώσιμες απαντήσεις στα τρέχοντα προβλήματα σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική συγκυρία, κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο αισθητή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μοναδικές φωνές που κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό να περιορίζονται μέσα στα δύο κυρίαρχα αφηγήματα: τον νεοφιλελευθερισμό (στον οποίο έχει συγχωνευτεί πλήρως και η δήθεν ριζοσπαστική αριστερά) και τον εθνορομαντισμό/εθνοπροστατευτισμό που προτάσσει η ακροδεξιά. Παρά την απόρριψη των αριστερών και αναρχικών θέσεων, πως όλα οδηγούν αργά ή γρήγορα σε έναν ολοκληρωτισμό (θέση που συνιστά κοινό τόπο της αριστεράς από τη δεκαετία του 70 και έπειτα, τότε που η καταστολή εναντίον των ακροαριστερών ομάδων από τις ντεγκωλικές δυνάμεις μετά τον Μάη του 68 ερμηνεύτηκε ως μια απόπειρα στροφής προς τον ολοκληρωτισμό)  δεν είναι δύσκολο να δει κανείς πως ο τοξικός λόγος του Trump (όσο και αν ο ίδιος φαγοκυτταρωθεί από το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα) θα μπορούσε να ενισχύσει επικίνδυνες ρατσιστικές οργανώσεις, σαν την Κου Κλουξ Κλαν που στήριξε τον δεξιό λαϊκιστή (οι οποίες, βέβαια, πάντοτε έκλειναν το μάτι στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα). Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια την τροπή που θα λάβουν τα πράγματα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Ενθυμούμενοι ωστόσο την θέση του Tocqueville, πως η απάθεια συνιστά μεγαλύτερη απειλή από τον δεσποτισμό, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως κρίνεται αναγκαία η σαρωτική κινητοποίηση της πλειοψηφίας των Αμερικανών πολιτών (που δεν συμπαθεί τον Trump και τους ρατσιστές, αλλά παραμένει σε αδράνεια, είτε γιατί δεν βρίσκει κανένα νόημα στα εκλογικά πανηγύρια, πόσο μάλλον στην αναμέτρηση μεταξύ δύο απαράδεκτων υποψηφίων, είτε γιατί δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, επενδύοντας μονάχα στην κατανάλωση και την προσωπική ευκολία). Διότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν η ίδια η απάθεια που χάρισε το τιμόνι της χώρας στον Trump, πράγμα που καθιστά υπεύθυνο όχι μόνο το 23.6% που τον επέλεξε, αλλά πολύ περισσότερο τονίζει και τις ευθύνες του 46.4%, που ενώ μεν δικαίως απείχε από τις εκλογές, την ίδια στιγμή δεν στάθηκε ικανό να προωθήσει κάποια εναλλακτική ιδέα. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή που αξίζει να προτείνουμε δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη με την προσέλευση στις κάλπες τέσσερα χρόνια αργότερα όπου, πιθανότατα, θα διεκδικήσει την προεδρία των Δημοκρατικών η Michelle Obama, την οποία δήθεν θα πρέπει να ψηφίσουν μαζικά οι πολίτες ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο Trump. Μια δυναμική προσωπικότητα στο τιμόνι κάποιας χώρας, όσο χαρισματική και αν είναι, από τη στιγμή που εφαρμόζει τις ίδιες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα. Διότι οι ακροδεξιές φωνές δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από ένα σύμπτωμα των προβλημάτων που η ίδια η νεοφιλελεύθερη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα γέννησε. Μονάχα η δημοκρατική κινητοποίηση των πολιτών θα μπορούσε να προσφέρει βιώσιμες λύσεις, σαν τις περιβόητες συγκεντρώσεις των Townships (για τις οποίες μιλά ο Tocqueville στο Democracy in America και η Hannah Arendt στο On Revolution), μαζί και η αναβίωση του λαϊκού πολιτισμού!


Σημειώσεις:

[1] Αξίζει να δει αναλύσει κανείς πιο διεξοδικά τα ποσοστά προσέλευσης στις κάλπες όπως δίνονται από το Electorate Project 2016. Σημειώνεται πως η αποχή στις Πολιτείες που παραδοσιακά αποτελούν κάστρα των Δημοκρατικών, όπως το New Hampshire, τη Minnesota και τη Massachusetts, είναι πολύ μικρότερη από ότι στις κόκκινες πολιτείες της Oklahoma, του Tennessee και του Mississippi (χωρίς, ωστόσο, κάτι τέτοιο να αποτελεί κανόνας).
[2] Να προσθέσουμε επίσης ότι μια άλλη δημοσκόπηση, μετεκλογική, δείχνει πως ο αριστερός/φιλελεύθερος Bernie Sanders θα είχε κερδίσει αν είχε την προεδρία των Δημοκρατικών, έναντι της Hillary Clinton.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Τα Δεκεμβριανά

της Κατερίνας Γκαράνη
"Οταν συνήλθα, η Μάχη, μια φίλη, κι αυτή στρατευμένη φοιτήτρια, μου κρατούσε το χέρι. Ούτε ξέρω πώς με ανακάλυψε. Επιτέλους, ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος γιατί πίστευα πως θα πέθαινα. Το ίδιο βράδυ, οι δικοί μας υποχώρησαν. Την επομένη οι Αγγλοι, οι συνεργάτες και η Εθνοφρουρά έφτασαν. Μας εγκατέλειψαν στα χέρια του εχθρού. Αρχισα να βρίζω και να ουρλιάζω. Μου φαινόταν όμως πως ούρλιαζα γιατί το στόμα μου ...αχ... μια καταστροφή. Ο ουρανίσκος ήταν τρύπιος. Εδώ κι εκεί κομμάτια δόντια, σάρκες, τρύπες. Η οδοντοστοιχία μου, κομμάτια. Το αριστερό μάτι είχε χτυπηθεί. Το ίδιο μου το αίμα με έπνιγε".
Ιάννης Ξενάκης, κρατώντας άμυνα τον Δεκέμβριο του '44


Τα "Δεκεμβριανά", η "Μάχη του Δεκέμβρη" αλλιώς, ξεκίνησε στην Αθήνα σαν σήμερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, μέτρησε 28 νεκρούς και 140 τραυματίες και θεωρούνται από πολλούς η απαρχή του εμφυλίου.

Από τη μία οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, από την άλλοι οι κυβερνητικές και οι βρετανικές δυνάμεις συγκρούστηκαν στο κέντρο της Αθήνας με διακύβευμα την "επιβίωση της αστικής δημοκρατίας" όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά από μετέπειτα ιστορικές πηγές.

Στις 3 Δεκέμβρη του 1944 το ΕΑΜ καλεί σε συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 28 άτομα και να τραυματισθούν 148. Υπάρχουν δύο εκδοχές, α) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και β) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας.

Την επομένη, μετά τις κηδείες των θυμάτων, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή και δυνάμεων του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ συγκρότησε νέα διαδήλωση, με αποτέλεσμα να επαναληφθεί η δολοφονική καταστολή και να υπάρχουν και άλλοι νεκροί. Το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά "μεταπείστηκε" από τους Άγγλους και παρέμεινε στη θέση του. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τους αριθμούς, κατά προσέγγιση υπολογισμοί δείχνουν ότι ο ΕΛΑΣ, του οποίου οι δυνάμεις σε όλη τη χώρα υπερέβαιναν αρκετά τις 100.000 άνδρες, στη μάχη της Αθήνας διέθετε λιγότερους από 20.000. Οι Αγγλοι από την πλευρά τους, συνυπολογιζομένων και των διαφόρων ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, στα προχωρημένα στάδια της αναμέτρησης διέθεταν δύναμη που κυμαινόταν γύρω στις 50.000 άνδρες. Υπερείχε επίσης αυτή η παράταξη στην ποσότητα και στην ποιότητα του οπλισμού, που περιελάμβανε βαρέα όπλα και αεροπλάνα, ενώ ο οπλισμός του ΕΛΑΣ ήταν ελαφρός και ελλιπής.

«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μια τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί στον Σκόμπι, ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, που δεν δεχόταν ότι θα έχανε την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας.

Η πρόθεση του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας ήταν να αφοπλίσει όσα αστυνομικά τμήματα αντιστέκονταν. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Μακρυγιάννη για τον έλεγχο του Συντάγματος Χωροφυλακής που έδρευε εκεί (6 - 11 Δεκεμβρίου 1944). Τελικά, οι αμυνόμενοι άντεξαν και από τα μέσα Δεκεμβρίου η κατάσταση άρχισε να αλλάζει υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων, μετά και τις νέες ενισχύσεις των Βρετανών από την Ιταλία.

Στις 30 Δεκεμβρίου,ενώ οι μάχες συνεχίζονται, ο βασιλιάς ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 3 Ιανουαρίου 1945 τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Η "Συμφωνία της Βάρκιζας"

Στις 25 Δεκεμβρίου έφτασαν ξαφνικά στην Αθήνα ο άγγλος πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν, οι οποίοι πήραν μέρος σε συσκέψεις με εκπροσώπους όλων των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων, συμπεριλαμβανομένου και του EAM, σε μια προσπάθεια για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης που θα οδηγούσε στον τερματισμό των εχθροπραξιών. Οι διαφωνίες όμως αποδείχτηκαν αγεφύρωτες και οι συσκέψεις δεν έφεραν αποτέλεσμα. Οι μάχες συνεχίστηκαν με εντεινόμενη σφοδρότητα ως τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου. Αλλά ήδη η δύναμη αντίστασης του ΕΛΑΣ είχε καμφθεί μπροστά στην υπεροχή των αντιπάλων του, και στις 5 Ιανουαρίου οι μονάδες του εγκατέλειψαν την Αθήνα και ζήτησαν τη σύναψη ανακωχής, η οποία υπογράφτηκε στις 11 του μήνα.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση, με πρωθυπουργό πλέον τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα από τις 3 του μήνα, και στο EAM η Συμφωνία της Βάρκιζας που υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τον οπλισμό του και να διαλυθεί. Του δινόταν προθεσμία δύο εβδομάδων. «Οι υπογεγραμμένοι αφ' ενός Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός των Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός της Γεωργίας, αποτελούντες την υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν και αφ' ετέρου Γεώργιος Σιάντος, γραμματεύς της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματεύς της ΚΕ του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματεύς της ΕΛΔ, αποτελούντες την υπό την ΚΕ του ΕΑΜ εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν δηλούν, ότι επί όλων των κατά την διάσκεψιν συζητηθέντων θεμάτων κατέληξαν εις απόλυτον συμφωνίαν ήτις διατυπουμένη εις αναλυτικόν πρακτικόν θέλει υπογραφή σήμερον και ώραν 14ην"...

Τα "Δεκεμβριανά" ήταν ο πόλεμος των ανθρώπων που, φεύγοντας με τεράστιες απώλειες από μία Κατοχή, αρνήθηκαν να υποταχθούν σε μία δεύτερη. Οι αγώνες του Απελευθερωτικού Μετώπου και οι δυνάμεις που είχε αποκτήσει, ήταν εγγύηση για την ανατροπή του συστήματος. Ωστόσο, από τη μία ο όγκος των βρετανικών δυνάμεων και από την άλλη η υποχωρητική στάση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, δεν άλλαξαν τελικά τον ρου της ιστορίας.
 http://poetrybar.blogspot.gr

Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!



Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. 
Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.
Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
-Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος».
Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως -αλί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. 
Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν κι η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τα’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. 
Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας. Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχανε αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»
Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη: «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»…
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του…
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα. ….
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:
«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»
Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη. Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!»
Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι οι ζεστές ακόμα κάννες των φονιάδων ξανάδιασαν και ξαναξάπλωσαν νέα κορμιά.
Τα γερμανικά βόλια, από Ελληνικό χέρι, ρίχτηκαν καφτερά πάνω στο λαό. Τότε το είδαμε ολοφάνερα: 
Πίσω απ’ τις πλάτες των φονιάδων μας σημάδευε τα κορμιά μας η ίδια η Αγγλία!

Mικρό απόσπασμα από το κλασικό βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης»

Πηγή: Βαθύ Κόκκινο

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Καλύβας – Μαραντζίδης: Η ηθική αναγνώριση της Ιστορίας … συσκοτίζει



«Δεν βοηθάει να χαρακτηρίζουμε τους χιλιάδες ανθρώπους που πήραν όπλα από τους Γερμανούς προδότες» υποστηρίζουν οι Καλύβας, Μαραντζίδης. Στη φωτογραφία ένα μπουλούκι Ελλήνων γερμανοντυμένων και Γερμανών υπό τον διαβόητο, απότακτο αντισυνταγματάρχη του 1935 Γεώργιο Πούλου.  

Η «αμφίβολης ωφέλειας αντίσταση» των Ελλήνων και τα «μη προδοτικά» Τάγματα Ασφαλείας
Πηγή: Του Αρτεμη Ψαρομήλιγκου – History, Hot Doc

Η «ηροστράτεια δόξα» που κατάκτησαν οι Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης και η δημοσιότητα που απέκτησαν με την έκδοση του βιβλίου τους 1 προκάλεσαν πλήθος κριτικών δημοσιευμάτων από την Αριστερά -αλλά όχι μόνο- τα περισσότερα εκ των οποίων, δυστυχώς, πήραν στα σοβαρά τον αντίλογο που διατύπωσαν.

Το ίδιο σφάλμα φοβούμαι πως θα κάνω κι εγώ, όσο κι αν ξεκινώ με μια διάθεση μάλλον σκωπτική, όπως αντιστοιχεί σε ένα πόνημα που επιχειρεί να δικαιολογήσει και να δικαιώσει τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δυνάμεων «συνεργασίας» κατά την Κατοχή.
Οι δύο συγγραφείς κατ' αρχάς συστήνονται: «Επειδή έχουμε κριτική ματιά απέναντι στις κατεστημένες αντιλήψεις της Αριστερός, δεν είμαστε στο “αντίθετο στρατόπεδο”», (σελ 20)

Ο δεύτερος των συγγραφέων επικαλείται την αριστερή του καταγωγή αλλά και τις επιρροές του Στεψάν Κουρτουά, «επιφανούς ειδικού του κομμουνισμού στη Γαλλία». Ο ανυποψίαστος αναγνώστης μπορεί να εκλάβει τον Γάλλο συνεργάτη συγγραφέα της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού» σαν ένα είδος... Μπαντιού. Ο κ. Μαραντζίδης θα ήταν εντιμότερο να χαρακτηρίσει τον Κουρτουά «ειδικό του αντικομμουνισμού». Τον Σάββα Κωνσταντόπουλο και τον Γ. Γεωργαλά δεν θα τους έλεγε κανείς σοβαρός δημοσιολόγος «ειδικούς του κομμουνισμού». Στις χούντες ήταν «ειδικοί»...

Ο πρώτος των συγγραφέων, πιο λακωνικός, αρκείται να στις διαβεβαιώσει πως η οικογένεια του «προέρχεται από περιοχές που απέφυγαν τις χειρότερες συνέπειες του Εμφυλίου».
Ξεκινούν με μια προγραμματική δήλωση: «Αν γράφαμε στη δεκαετία του ’60, θα βάζαμε στο στόχαστρό μας τους κυρίαρχους μύθους των νικητών, αλλά σήμερα δεσπόζει η μυθολογία “αριστερής κοπής” και πρέπει να αποδομηθεί».

Προσωπικά δυσκολεύομαι να συλλάβω την εικόνα του κ. Καλύβα να αναζητεί, π.χ. το 1962, ντοκουμέντα για όσους ανέλαβαν υψηλά πόστα στο κατοχικό καθεστώς, για τους κουκουλοφόρους του μπλόκου της Κοκκινιάς ή τους Ελληνες δωσίλογους που συνέπραξαν στη σφαγή του Χορτιάτη 2, όμως για λόγους καλής πίστης είμαι υποχρεωμένος να το κάνω.

Στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν από τις πρώτες σελίδες διαβατήριο αμεροληψίας, ομνύουν πως στα 60s θα αντιτάσσονταν στην ακροδεξιά υστερία. Ωστόσο, έρχονται σήμερα και αναπαράγουν την πιο έξαλλη ρητορεία της εποχής εκείνης. Βασική ιδέα των δύο συγγραφέων, στην οποία στηρίζουν ολόκληρη τη συλλογιστική τους, είναι η αυθαίρετη χρονολόγηση της έναρξης του Εμφύλιου πολέμου το 1943 (!). Η ιδέα αυτή, αν και εμφανίζεται σαν πρωτοποριακή και ρηξικέλευθη, μυρίζει έντονα... εκδόσεις Πελασγός («Ματωμένες μνήμες 1940-45: κόκκινη τρομοκρατία κατοχικός εμφύλιος») 3.

«Κανείς από τους δυο μας δεν είναι Ιστορικός (σελ. 14), Πολιτικοί Επιστήμονες είμαστε. Ακριβώς επειδή δεν προερχόμαστε από τον χώρο της Ιστορίας, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ορισμένα σημαντικά κενά στη μελέτη του Εμφυλίου» (σελ. 15). Ευτυχώς που δεν είναι οδοντίατροι, διότι θα αποτολμούσαν να κάνουν και εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς!

Αλλά ας μιλήσουμε σοβαρά: είναι εξόφθαλμο ότι δεν είναι ιστορικοί. Δύσκολα ένας ιστορικός θα υπέγραφε βιβλίο χωρίς παραπομπές. Συνολικά στις 528 σελίδες του βιβλίου, οι υποσημειώσεις μετά βίας φτάνουν τις 116, ενώ υπάρχουν και κάποιες διάσπαρτες παρενθέσεις εντός του κειμένου. Εχουμε δηλαδή μία παραπομπή κάθε τέσσερις σελίδες, ενώ ο υπομνηματισμός απουσιάζει παντελώς από ολόκληρα κεφάλαια. Τα εντός εισαγωγικών κείμενα είναι δυσεύρετα και τα παρατιθέμενα αποσπάσματα αποτελούν «ελεύθερη απόδοση» από Καλύβα και Μαραντζίδη, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να διασταυρώσει την ακρίβεια των γραφόμενων τους.

Επίσης, δύσκολα ένας ιστορικός θα έβγαζε βιβλίο χωρίς βιβλιογραφία. Ομως, οι Καλύβας, Μαραντζίδης περιορίζονται να δίνουν στο τέλος κάθε κεφαλαίου «κατευθύνσεις βιβλιογραφικές». Χωρίς καμιά αποδεικτική συνάφεια ανάμεσα στα γραφόμενά τους και στα βιβλία ή τα άρθρα εφημερίδων που αναφέρουν, πολλά εκ των οποίων είναι δικά τους.
Τις περισσότερες φορές διανθίζουν τις «κατευθύνσεις» που δίνουν με μονολεκτικές ή ολιγόλογες, θετικές ή αρνητικές αποτιμήσεις των βιβλίων (κριτικό, πρωτότυπο, σημαντικότερο, αξιόλογο, χρήσιμο, αξιομνημόνευτο, ορόσημο, νηφάλιο ή στρατευμένο, αριστερής οπτικής, στα όρια της πολιτικής προπαγάνδας).

Οι δύο συγγραφείς «αγωνίζονται, λοιπόν, κυρίως στο πεδίο της εκλαΐκευσης, είτε επειδή αυτό προκρίνουν ως σημαντικό είτε επειδή το άλλο, το ακαδημαϊκό, έχει άλλου είδους κανόνες και πειθαρχίες, μη συμφέρουσες για τον σκοπό τους», σύμφωνα με μια εύστοχη παρατήρηση 4. 

Πάντως από την πρώτη ματιά γίνεται φανερό πως το βιβλίο -ακόμη και τεχνικά μιλώντας- δεν πληροί τις προδιαγραφές της ιστορικής επιστήμης. Και πώς θα γινόταν αλλιώς, όταν δύο «ετεροεπαγγελματίες», ακόμη κι αν ήταν άριστοι στις πολιτικές επιστήμες (και δεν αστοχούσε ο εις εξ αυτών κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες στα γκάλοπ του), εισβάλλουν στο πεδίο της Ιστορίας και τα κάνουν γης μαδιάμ; Ως προς αυτό, είναι συνεπείς: πολιτικοποιούν την Ιστορία μέσα από την ιδιαίτερη ιδεολογική τους οπτική και την εργαλειοποιούν, αλλά δεν παράγουν Ιστορία - πολιτική χρήση κάνουν. 

Η αρχειακή έρευνα απουσιάζει, τα στοιχεία που παραθέτουν είναι ελαχιστότατα, οι διατυπώσεις γενικόλογες, οι αριθμοί κατά προσέγγιση ή κατ' εκτίμηση. Αντιθέτως, οι πολιτικές διατυπώσεις -του στιλ «το ΚΚΕ συγκάλυπτε την κομμουνιστική του ταυτότητα» (sic!)- πλεονάζουν. Επιδιδόμενοι στην πτωματολογία, καταγράφουν -«για παράδειγμα», όπως λένε- μόνο τους άμαχους-θύματα από χωριά «ένοπλης συνεργασίας», ενώ παραλείπονται οι άμαχοι-θύματα Γερμανών και συνεργατών από φίλοΕΑΜικά  ή αντιστασιακά χωριά. 5. Οι μόνοι νεκροί που αναφέρονται j από την ΕΑΜική πλευρά είναι οι ΕΛΑΣίτες που σκοτώθηκαν σε μάχες με ταγματασφαλίτες ή αργότερα με Αγγλους. Πάρτε μια μικρή γεύση:

«Καταμετρώντας τα θύματα ορισμένων σημαντικών εμφύλιων μαχών (συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, διάλυση 5/42 Συντάγματος, μάχες σε Κιλκίς, Βαθύλακκο, Τριάδα κ.λπ., εκτελέσεις σε Οινόη, Προμαχώνα, Μεταλλικό, Μελιγαλά, Καλαμάτα, Πύλο κ.λπ„ τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1944), καθώς και της εμφύλιας βίας στην κατοχική Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο αριθμός των νεκρών αγγίζει ή και ξεπερνά τις 5.000 ή και 6.000, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των τραυματιών αλλά και το μέγεθος των υλικών καταστροφών, που βέβαια δεν είναι καθόλου αμελητέες. Για παράδειγμα, μόνο στη δυτική Μακεδονία, σε ένα περιορισμένο σύνολο 22 χωριών της Κοζάνης, των Γρεβενών και της Πέλλας καταμετρήθηκαν περίπου 500 πυρπολημένες ή κατεστραμμένες οικίες. Ο απολογισμός των Δεκεμβριανών είναι αναλογικά ακόμη χειρότερος. Μέσα σε μόλις ένα μήνα συγκρούσεων οι νεκροί ίσως και να ξεπερνούν τις 7.000 6 ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες και οι συλληφθέντες - αριθμοί που αναμφίβολα προκαλούν δέος.
Τα στοιχεία των αντιστασιακών οργανώσεων επιβεβαιώνουν τους αριθμούς: από τους 75 νεκρούς της αθηναϊκής οργάνωσης PAN στο διάστημα 1943-1945, οι 73 σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ ή την ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά, ενώ τον ίδιο μήνα σκοτώθηκαν επίσης και οι 16 από τους 36 της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ. Από τους 147 αντάρτες του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που βρήκαν τον θάνατο σε στρατιωτικές επιχειρήσεις το διάστημα 1943-1944, το 54% σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, ενώ τουλάχιστον ένα άλλο 25% σε επιχειρήσεις εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας».

«Οι εξοπλισμένοι από Γερμανούς δεν ήταν προδότες»!

Στο σύμπαν των Καλύβα, Μαραντζίδη υπάρχουν οι «νικητές» και οι «ηττημένοι». Οι πρώτοι είναι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί, όπως κατά κόρον αποκαλούνται. Οι δεύτεροι είναι οι... άλλοι. Ακροδεξιοί καταγράφονται στη σελίδα 49 και φιλομοναρχικοί Δεξιοί στις 233 και 361. Το ίδιο και οι ιστορικοί. Χωρίζονται σε αριστερούς και... άλλους. Δεξιοί ιστορικοί εμφανίζονται άπαξ. Τούτοι είναι απλώς... επιστήμονες. Ετσι -φαντάζονται πως- το έργο της αντίκρουσης γίνεται ευκολότερο.

Γράφουν:
«...Ούτε μας βοηθάει να κατανοήσουμε τι συνέβη (χαρακτηρίζοντας τους χιλιάδες ανθρώπους που πήραν όπλα από τους Γερμανούς, προδότες μπορεί να ικανοποιεί ένα περί δικαίου αίσθημα και να εντάσσεται σε μια ηθική ανάγνωση της Ιστορίας, αλλά καθόλου δεν απαντάει στο πώς και το γιατί και μάλλον συσκοτίζει παρά βοηθάει την κατανόηση)», (σελ. 46)

Εφεξής, οι ταγματασφαλίτες θα αποκαλούνται από τους συγγραφείς -χάριν συντομίας να υποθέσουμε;- «περιστασιακά ένοπλοι (όπως οι εξοπλισμένοι χωρικοί)», (σελ. 50)

Καλύβας και Μαραντζίδης αποδύονται σε εργώδη πλην ανεπιτυχή προσπάθεια να καθορίσουν επιστημονικά την τυπολογία των «ταγματασφαλιτών» (πάντα εντός εισαγωγικών, γιατί άραγε;). Ανασύρουν τη μεταπελευθερωτική έκθεση... ενός Βρετανού δημοσιογράφου στην Πάτρα την εμπλουτίζουν και τους χωρίζουν σε πέντε κατηγορίες: τους «σωστούς ανθρώπους που μισούν τους Γερμανούς αλλά φοβούνται τον κομμουνιστικό μπαμπούλα», τους «χωρίς άλλη επιλογή», τους «πεινασμένους που βρήκαν στα Τάγματα ένα πιάτο φαΐ», τους «αλήτες» και «όσους είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με το ΕΑΜ και αναζητούσαν προστασία ή εκδίκηση», (σελ. 181)

Από αυτή την πλευρά, τοποθετούν τον εαυτό τους πολύ δεξιότερα από τον μακαρίτη τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος το 1975 είχε χαρακτηρίσει στη Βουλή τα Τάγματα Ασφαλείας «κακόφημα σώματα, από ομάδες τυχοδιωκτών και αντικοινωνικών ατόμων». Επίσης, το 1978 ο Αβέρωφ είχε επιχειρήσει -έστω και φραστικά- να απορρίψει οποιαδήποτε συσχέτισή τους με τη ΝΔ, δηλώνοντας πως «τους ταγματασφαλίτες, η ιδική μας η παράταξις τους κατεδίκασε». Πράγμα που Μαραντζίδης, Καλύβας αρνούνται πεισματικά να κάνουν σήμερα.

Οι δύο καθηγητές κριτικάρουν εκ δεξιών την εφαρμοζόμενη το 1946 αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα: «Παρ’ όλη αυτή τη σημαντική αλλαγή πολιτικής (σ.σ: ομιλία του Τσόρτσιλ στο Μιζούρι περί “Σιδηρού Παραπετάσματος”), πάντως, ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Βάρκιζας η αμερικανική οπτική δεν έχει μεταστραφεί εντελώς όσον αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα επέμενε να μην αντιμετωπίζει τους Ελληνες κομμουνιστές ως όργανα της Μόσχας και απειλή για τη δημοκρατική πορεία της χώρας. 0 πρέσβης Μακβέι συνέχιζε να έχει την ίδια επικριτική θέση έναντι της κυβέρνησης, την οποία κατηγορούσε για βασιλόφρονα εμμονή, αντικομμουνιστική σταυροφορία και ακροδεξιά ροπή, που εξανάγκαζε έναν σημαντικό αριθμό δημοκρατικών πολιτών να συμμαχούν με το ΚΚΕ και την άκρα Αριστερά (Iatrides 1987:231)». (σελ. 373)

Χρησιμοποιούν -σύμφωνα με όλους τους κανόνες του μεταμοντερνισμού- μια αποστειρωμένη και κρυπτική γλώσσα που καταλήγει να είναι παραπειστική. Οι ταγματασφαλίτες αναφέρονται ξανά και ξανά σαν «χωρικοί εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς». Τίποτα παραπάνω. Ούτε χρηματοδότησή τους υπήρξε ούτε κοινές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές των SS υπήρξαν ούτε μπλόκα και επιτόπου εκτελέσεις στις συνοικίες της Αθήνας, τις πόλεις και τα χωριά, κατά το πόνημα των Καλύβα, Μαραντζίδη, το οποίο βρίθει παρόμοιων ακροβασιών και λαθροχειριών. Εισάγουν μια παιδαριώδη τυπολογία των εμφύλιων πολέμων, η οποία ενσωματώνει τις μεταμοντέρνες διατυπώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ περί failed states.

Στα κανονικά ιστορικά βιβλία, κάθε φαινόμενο εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο της εποχής του. Και το πλαίσιο της εποχής εκείνης -είτε το θέλει είτε δεν το θέλει το συγγραφικό δίδυμο- ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αξονας εναντίον της (ετερόκλητης αλλά στέρεας) συμμαχίας των Big Three. Από την πλευρά των Συμμάχων ήταν διακηρυγμένο το «Εξοντώστε τον εχθρό όπου κι αν τον βρείτε», στα μέτωπα ή στα μετόπισθεν. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ακόμη και πριν από την έναρξη ενός προχρονολογημένου, φαντασιακού «Εμφύλιου» -την οποία οι δύο τοποθετούν ασυζητητί στο 1943 (!) και όχι στο1946- υπάρχει συμμαχική αποστολή δίπλα στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ.

Ο ΕΛΑΣ έχει υπαχθεί στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), αγνοώντας τις προσκλήσεις του Τίτο να ενταχθεί στο Βαλκανικό Στρατηγείο. Υπάρχουν Βρετανοί του SOE (Special Operations Executive) που συμπράττουν με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ αλλά και του ΕΔΕΣ. Και μάλιστα ηγεμονεύουν και καθοδηγούν -καλώς ή κακός- το ελληνικό αντάρτικο κίνημα, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, τουλάχιστον μετά τη συγκρότηση του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών στα ορεινά χωριά των Τρικάλων τον Ιούλιο 1943. Συγκρότηση η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την προτροπή των αξιωματικών του ΣΜΑ Εντι Μάγιερς και Κρις Γουντχάουζ.

Και βεβαίως ας μη λησμονούμε την παρουσία των Αμερικανών του OSS (Office of Strategic Services) σε κοινές ενέργειες σαμποτάζ με τους ΕΛΑΣίτες 7. Για να μη μιλήσουμε για την πολιτική συμπάθεια που ανέπτυξαν, σχεδόν στο σύνολό τους, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί προς τον ΕΛΑΣ, κάτι που τους διαφοροποιεί αισθητά από τα καθ’ ολοκληρίαν αντι-ΕΑΜικά αισθήματα της βρετανικής αποστολής. Πράγμα που, όταν επέστρεψαν στις ΗΠΑ, πολλοί το πλήρωσαν την περίοδο του μακαρθισμού.

Και όλες αυτές τις... ανίερες συμπράξεις πριμοδοτούσαν Βρετανοί και Αμερικανοί συνεργαζόμενοι με τον ΕΛΑΣ, ο οποίος -σύμφωνα με την αντίληψη Καλύβα και Μαραντζίδη- είχε εξαπολύσει από το 1943... «εμφύλιο πόλεμο» κατά των «εξοπλισμένων από τους Γερμανούς χωρικών» και των «άλλων αντιστασιακών οργανώσεων».

Η εξουδετέρωση των ταγματασφαλιτών της Πελοποννήσου από τον Αρη Βελουχιώτη (στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944) δεν ήταν προσωπική του απόφαση. Υπηρετούσε τη συμμαχική πολιτική, όπως διαμορφωνόταν στη φάση εκείνη και πραγματοποιήθηκε υπό την επίνευση της 8.
Μάλιστα, ο Κανελλόπουλος, ο οποίος αποβιβάστηκε στα Κύθηρα σας 26 Σεπτεμβρίου, στο «Ημερολόγιο Κατοχής» παρατηρεί πως ο Βελουχιώτης «βρήκε κι αυτός τον μπελά του» στον Πύργο (5.10.44) με τον κόσμο που τους ζητούσε φορτικά να λιντσάρει τους φυλακισμένους ταγματασφαλίτες.

Το γεγονός επιβεβαιώνεται από την ακροδεξιά εφημερίδα «Δημοκρατία» της 28ης Δεκεμβρίου 1944. Την ημερομηνία δηλαδή που αρχίζει να διαφαίνεται η ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά και οι ακραίοι κύκλοι, αποθρασυμένοι, ενοχοποιούν -μαζί με τους «εκτελεστές του ΕΑΜ»- και τον συντηρητικό Παν. Κανελλόπουλο. Γράφει στην 1η σελίδα της η «Δημοκρατία»:

Μήνυσις κατά του Π. Κανελλόπουλου
«Υπό ενταύθα ευρισκομένων προσφύγων εκ Πελοποννήσου, των οποίων αθώοι συγγενείς εσφάγησαν εις τας επαρχίας των υπό των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ετοιμάζονται να υποβληθούν μηνύσεις, αφενός μεν εναντίον των κυρίως αυτουργών των φόνων διαφόρων καθοδηγητών και καπεταναίων, ως εκτελεστών του ΕΑΜ και του κομμουνιστικού κόμματος ως και κατά του Π. Κανελλοπούλου ως ηθικών αυτουργών».

Αμφισβήτηση της συμμαχικής πολιτικής

Στον πυρήνα της συλλογιστικής των Καλύβα, Μαραντζίδη δεν είναι η πολεμική (μόνο) εναντίον του ΕΑΜ/ΕΔΑΣ. Ουσιαστικά είναι η αμφισβήτηση της συμμαχικής στρατηγικής στην Ελλάδα μέχρι τον Οκτώβριο του1944. Τον συμμαχικό αγώνα αμφισβητούν. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε κάποτε τη γνώμη τους για την αντιχιτλερική συμμαχία, αν και μας δίνουν μια πρώτη γεύση:
«Τα λόγια του Τσόρτσιλ “θα συνεργαστώ και με τον διάβολο ακόμη” προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Χίτλερ εκφράζουν την κυρίαρχη βρετανική στρατηγική στην πρώτη περίοδο του πολέμου και αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση έναντι των αντιστασιακών οργανώσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η SOE, την οποία ο Βρετανός πρωθυπουργός προέτρεψε να βάλει φωτιά στην Ευρώπη (to set Europe ablaze), αποτέλεσε τον βασικό μοχλό δράσης πίσω από τις εχθρικές γραμμές, καθώς ενίσχυσε, συνεργάστηκε και συντόνισε τα αντιστασιακά κινήματα στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σταθμό στη δράση της στην Ελλάδα αποτέλεσε η άφιξη στη χώρα μας, στο πλαίσιο της αποστολής Χάρλιγκ, που είχε ως στόχο να παρεμποδίσει τη γραμμή ανεφοδιασμού των Γερμανών προς τη Μέση Ανατολή, μιας δωδεκαμελούς ομάδας που έπεσε με αλεξίπτωτο στα ελληνικά βουνά».
Η προβολή από το συγγραφικό δίδυμο της προτροπής του Τσόρτσιλ προς τον SOE «να βάλει φωτιά στην Ευρώπη» (σελ. 351) παραγνωρίζει και αθωώνει τον εμπρηστή. Τον Χίτλερ.
Η αναφορά στον Τσόρτσιλ ως «εκφραστή της κυρίαρχης βρετανικής στρατηγικής» είναι ατυχέστατη, καθώς απέναντί του δεν ήταν καν ο «απατημένος του Μονάχου» Τσάμπερλεν. Οι Εργατικοί (Ατλι), οι Συντηρητικοί, οι Φιλελεύθεροι (Σινκλέρ) και οι Κομμουνιστές (Πόλιτ) συνέθεταν το αντιχιτλερικό μέτωπο. Απέναντι στην «κυρίαρχη στρατηγική» στεκόταν μόνο ο ναζιστής σερ Οσβαλντ Μόσλει. Ο οποίος -ειρήσθω εν παρόδω- γνώρισε (εμφύλιες;) διώξεις και φυλακίσεις από τον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Β' ΠΠ.

Περήφανοι ομότεχνοι του Ιρβιν

Ετσι, δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός πως Καλύβας και Μαραντζίδης δηλώνουν «πως θεωρούν τον χαρακτηρισμό τους ως “Αναθεωρητών” ως ιδιαίτερα τιμητικό» (σελ 24). Και το λένε, ενώ δεν μπορεί να αγνοούν πως οι πιο διαβόητοι «αναθεωρητές ιστορικοί», όπως οι αρνητές του Ολοκαυτώματος Ρασινιέ, Κάρτο, Φορισόν, ή όπως ο Νόλτε και ο «ανεκπαίδευτος ιστορικός» Ιρβιν, δεν θεωρούνται και τόσο ευυπόληπτα «μέλη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας». Την οποία οι Καλύβας, Μαραντζίδης συχνά επικαλούνται, αλλά χωρίς να την ονοματίζουν.

Οπως είχε επισημάνει από το 2001 ο Αγγελος Ελεφάντης 9: «Τη γιγαντιαία επιχείρηση του “Ιστορικού Αναθεωρητισμού”, την οποία ξεκίνησαν Γερμανοί Ιστορικοί ήδη από τη δεκαετία του '60, τη συνέχισαν επαξίως Γάλλοι, Αγγλοι, Αμερικανοί».

«Για τους μη εξοικειωμένους σ’ αυτού του είδους την ιστορική μπακαλική, να προσθέσω ότι ο Ιστορικός Αναθεωρητισμός”, όχι όμως και το τέκνο του ο “Ιστορικός Αρνητισμός” (“δεν υπήρξε Ολοκαύτωμα” κ,λπ.), δεν αποσιωπά τα εγκλήματα του ναζισμού. “Απλώς”, λιγοστεύει, τεχνηέντως ή χονδροειδώς, το μερίδιο αίματος του ναζισμού κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το επιρρίπτει στην ευθύνη αποκλειστικά μιας μερίδας γνωστών ηγετών ναζί και των SS - μέχρι του σημείου ώστε οι θανατωθέντες Εβραίοι στα στρατόπεδα να μην ξεπερνούν, κατ’ αυτούς, τα δύο με τρία το πολύ εκατομμύρια». Αν βγαίνει ένα πολιτικό συμπέρασμα, αυτό είναι το εξής: η επανάκαμψη του Ιστορικού Αναθεωρητισμού δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός αυτού που βλέπουμε να εκτυλίσσεται σήμερα στο πολιτικό μας σκηνικό. Τη στρατηγική της όξυνσης.

Ενας εμφύλιος και μια .. πρόθεση

Γιατί όμως επιμένουν τόσο στη χρονολογία-ορόσημο του 1943 ως -δήθεν- εναρκτήρια του Εμφυλίου; Σήμερα, «για καθαρά επιστημονικούς λόγους και ανανέωσης της ιστορικής έρευνας» μας διαβεβαιώνουν. Τις μύχιες, όμως, στοχεύσεις του τις έχει αποκαλύψει το 2011 ο Νίκος Μαραντζίδης μιλώντας σε ένα οδοιπορικό στο Βέρμιο με δημοσιογράφο της «Καθημερινής»:

«Ως τώρα, το χρονολόγιο ήταν: 1941-45 Εθνική Αντίσταση, 1945-46 λευκή τρομοκρατία και 1946-49 Εμφύλιος. Ενα σχήμα πολύ βολικό για την Αριστερά, διότι έτσι η αιτία του ξεσπάσματος του Εμφυλίου θεωρούνταν πως ήταν η βία που υπέστησαν οι Αριστεροί μετά το 1945 από τους παρακρατικούς. Ομως, προϋπήρχε η πρόθεση του ΚΚΕ να διεκδικήσει την εξουσία. Αυτή η θέση έχει επαναδιατυπωθεί στο παρελθόν ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970 με τον Τζον Ιατρίδη, αλλά ήταν δραματικά μειοψηφική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινότητα των ιστορικών εκείνη την περίοδο κυριαρχείται από την κουλτούρα της Αριστερός» 10.

Ο εστί μεθερμηνευόμενον: εάν «εμείς» παραδεχτούμε ότι η ακροδεξιά βία που σάρωσε τη χώρα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αυτή που έσπρωξε χιλιάδες καταδιωγμένους ΕΑΜικούς στα βουνά, τότε «εμείς» είμαστε οι υπεύθυνοι για την έκρηξη του Εμφυλίου. Ομως «εμείς» και ο John Iatrides κάτι τέτοιο δεν θα το επιτρέψουμε! Πρέπει συνεπώς να προσδώσουμε στις έριδες και τις συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων διαστάσεις που δεν είχαν. Να τις βαφτίσουμε «κατοχικό εμφύλιο πόλεμο»  ή επιστημονικοφανώς «εμφύλιο χαμηλής έντασης» 11 κ.λπ., ώστε να βγάλουμε το άγος από τις πλάτες μας.

Να μιλήσουμε μόνο ακροθιγώς για διώξεις που υπέστησαν «οι αριστεροί μετά το 1945από τους παρακρατικούς». Μόνο από παρακρατικούς και όχι βεβαίως, από την «αθώα» Χώροφυλακή. Ούτε από την «αβρή» Εθνοφυλακή που συγκροτήθηκε στα Δεκεμβριανά από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, κάποιοι από τους οποίους μεταπήδησαν στο στράτευμα Και δεν θα βγάλουμε κουβέντα για αυτούς που υποσχέθηκαν «μέτρα κατευνασμού και ειρηνεύσεως», αλλά στον πρώτο μήνα της πρωθυπουργίας τους τα ποδοπάτησαν. Να μπλέξουμε και να εξομοιώσουμε τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ με την εγκεκριμένη συμμαχική πολιτική εξόντωσης των γερμανοντυμένων.

Εστω κι αν έτσι οι συγγραφείς ταυτίζουν -ηθελημένα ή αθέλητα- τον Ν. Ζέρβα με τον Γ. Πούλο. Τραβώντας στα άκρα τη συλλογιστική τους, οι δύο θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν και τις εκκαθαρίσεις του ΕΔΕΣ εναντίον των Τσάμηδων... «εμφύλιο πόλεμο», προκληθέντα μάλιστα από μια δεξιά αντιστασιακή οργάνωση πριν από την Απελευθέρωση το καλοκαίρι και φθινόπωρο του1944. Υπάρχει κόκκος -έστω- λογικής σε μια τέτοια προσέγγιση;

Αναμφίβολα είναι έξυπνη από πλευράς συγγραφέων η σκόπιμη σύγχυση των συγκρούσεων μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ (και αντιστρόφως) και μεταξύ ΕΛΑΣ και ταγματασφαλιτών. Διότι ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, παρά τις μεταξύ τους συγκρούσεις μέχρι το φθινόπωρο του1944, όταν η μια οργάνωση παραβίαζε τη συμφωνημένη «επικράτεια» 12 της άλλης, ουδέποτε έπαψαν να θεωρούνται δυνάμεις ενταγμένες στον συμμαχικό αγώνα.

Ηταν, λοιπόν, ριζικά διαφορετικό πράγμα οι μάχες εναντίον των γερμανοτσολιάδων και είναι απορίας άξιο πώς οι δύο καθηγητές (που σε άλλες περιπτώσεις διυλίζουν τον κώνωπα) δεν εντοπίζουν αυτή την κεφαλαιώδη διαφορά.

Η «δίκη προθέσεων» που στήνουν Καλύβας, Μαραντζίδης εναντίον του ΚΚΕ, στο οποίο, όπως ισχυρίζονται, «προϋπήρχε η πρόθεση να διεκδικήσει την εξουσία», έχει πολλαπλώς κατατριφθεί. Και οι εσωτερικές κριτικές που διατυπώθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο, για υπερβολικά υποχωρητική στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜικού κινήματος προς την «κυβέρνηση εθνικής ένωσης», βασίστηκαν στην εκ των υστέρων γνώση της άγριας καταστολής που εξαπέλυσαν οι αντι-ΕΑΜικές δυνάμεις.

Τόσο χειρότερο για την πραγματικότητα

Ασφαλής οδηγός σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι οι ιδεοληψίες, αλλά τα ντοκουμέντα των ημερών της Απελευθέρωσης. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Προκοπής Παπαστράτης, με βάση αγγλική αναφορά:
«Στην Αθήνα εισέρχεται κρυφά στις 6 Οκτωβρίου μία τριμελής επιτροπή από τους υπουργούς Π. Μανουηλίδη, Θ. Τσάτσο και Γ. Ζεύγο και συνεργάζεται στενά με τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο για την απρόσκοπτη είσοδο της Κυβέρνησης στην πόλη. Ο Αγγλος αντισυνταγματάρχης R. Sheppard, επικεφαλής Αγγλος αξιωματικός-σύνδεσμος στην Αθήνα, ο οποίος παρακολουθεί τις εξελίξεις από τον Σεπτέμβριο, τηλεγραφεί στις 8 Οκτωβρίου ότι αν το ΕΑΜ ήθελε να προκαλέσει μαζικούς φόνους, αναταραχές κ.λπ., θα είχαν ήδη αρχίσει τώρα που δεν υψίσταται ουσιαστικά γερμανικός έλεγχος και δεν θα περίμεναν την τελική γερμανική εκκένωση 13.
Οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου ενώ ο λαός ήδη διαδηλώνει στους δρόμους. Ο αντισυνταγματάρχης R. Sheppard επισκέπτεται το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που ελέγχει το ΕΑΜ. Διαπιστώνει απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούν με πειθαρχία τους σχεδόν έρημους δρόμους».

Μόλις 50 μέρες χωρίζουν αυτές τις δύο φωτογραφίες. Στην οδό Κοραή, μέλη του ΚΚΕ πανηγυρίζουν για την Απελευθέρωση στις 12 Οκτωβρίου 1944. ΣΤΟ ίδιο σημείο, μέλη του ΕΑΜ σπεύδουν να σωθούν από τα αγγλικά τανκς που εκκενώνουν τα γραφεία του Μετώπου στα Δεκεμβριανά. 

Ο Ν. Μαραντζίδης εκτιμά ότι για τον Εμφύλιο δεν ευθύνεται η ακροδεξιά τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα, αλλά «η προϋπάρχουσα πρόθεση του ΚΚΕ να διεκδικήσει την εξουσία»
Καλύβας, Μαραντζίδης παραθέτουν την προσωπική τους πολιτική άποψη: «Η επιδίωξη του μονοπωλίου της ένοπλης ισχύος ήταν κομβικής σημασίας για το ΚΚΕ, γι’ αυτό και αντέδρασε έντονα (σ.σ.: π ακριβώς έκανε πρακτικά, δεν μας το λένε) στην άφιξη στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1944της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, καθώς αυτό το ετοιμοπόλεμο φίλομοναρχικό στρατιωτικό σώμα επηρέαζε σε κάποιο βαθμό τους συσχετισμούς δύναμης στην πρωτεύουσα», (σελ. 233)

Εκεί δε που είναι άκρως διαφωτιστικοί -με 6 «ίσως»- είναι οι λόγοι που το ΚΚΕ αποφάσισε να συγκρουστεί στις 3 Δεκεμβρίου: «Ισως να ήταν η ενθάρρυνση του Τίτο και η παρερμηνεία των επιθυμιών του Στάλιν, ίσως οι φαινομενικά ευνοϊκές εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, ίσως (αντίθετα από τον Λίβανο και την Καζέρτα) το ενδεχόμενο της οριστικής απώλειας της εξουσίας, ίσως η αφόρητη πίεση στελεχών και καπεταναίων, ίσως η στρεβλή ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και των βρετανικών προθέσεων, ίσως κάποιος συνδυασμός όλων αυτών. Οπως και να’ χει,η ουσία είναι ότι το ΚΚΕ τον Δεκέμβριο επέλεξε να συγκρουστεί». (σελ. 232)

Η μεταχείριση που επιφύλαξαν οι δύο καθηγητές Κοινωνιολογίας στην Αντίσταση, και ειδικότερα στην ΕΑΜική, δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας για αντικειμενικότερη πραγμάτευση του θέματος του Εμφύλιου πολέμου (του πραγματικού και όχι εκείνου από του 1943). Συνεπώς, άπαγε της βλασφημίας.

«Τάγματα» του 1943 και συνταγματάρχες του 1967

Ο μέσος αναγνώστης ενός τέτοιου ιστορικού βιβλίου πιθανόν να διαμορφώνει μια συγκεχυμένη εικόνα για τους πρωταγωνιστές των δύο πλευρών στα γεγονότα 1941-49. Για το «καλό» και το «κακό», για το «ηθικό» και το «ανήθικο» των προσωπικοτήτων εκείνων. Μορφές «ομιχλώδεις», όσο παραμένουν στο πεδίο της ακαδημαϊκής αναζήτησης και δεν εισέρχονται με τρόπο «εφαρμοσμένο» και «πρακτικό» στο οπτικό πεδίο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Ομως κάποιοι από αυτούς εισέβαλαν βίαια στη ζωή μας. Εναν από τους παλιούς συνεργάτες των Ταγμάτων Ασφαλείας τον γνώρισαν για τα καλά οι Ελληνες. Τον έλεγαν Γεώργιο Παπαδοπούλο. Και δεν ήταν ο μόνος από τα παιδιά των Ταγμάτων που γνωρίσαμε ως συνταγματάρχες του 1967.

Σύμφωνα με τον Τάσο Κωστόπουλο,14 ο δικτάτορας (1967-73) υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας στην Πάτρα. «Τον Μάιο του 1969, η παρισινή «Le Monde Diplomatique» αποκάλυψε, αντίθετα, ότι ο επικεφαλής της χούντας ; “κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε υπό τον λοχαγό Κουρκουλάκο, διοικητή ενός τάγματος εξοπλισμένου από τους Γερμανούς" (Α. Σταυριανός), πληροφορία που επιβεβαιώθηκε αργότερα και από ανώνυμους συνεργάτες του Γρίβα που μίλησαν στον απεσταλμένο του λονδρέζικου «Observer», Τσαρλς Φόλεΐ. Ο τελευταίος δημοσιοποίησε επίσης συζήτησή του με στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, σύμφωνα με την οποία το ανομολόγητο κατοχικό παρελθόν του Παπαδόπουλου αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα “χαρτιά” της Ουάσιγκτον απέναντι στο καθεστώς (The Observer 1-7-1973). Την ίδια πληροφορία επανέλαβε επίσης -παραπέμποντας σε διαφορετικές πηγές- και ο Τζακ Αντερσον της New York Post (1-7-1973)».

Σύμφωνα με τηλεγράφημα του ΑΠΕ (27-6-1999) που παραθέτει ο Κωστόπουλος: «Ο Γ. Παπαδόπουλος στην Κατοχή συμμετείχε σε ένοπλες ομάδες που έδρασαν στη δυτική Πελοπόννησο, κυρίως εναντίον του ΕΑΜ», ενώ ο Αλέξης Παπαχελάς έγραψε (28-6-1999) ότι «πολέμησε στη διάρκεια της Κατοχής στη φασιστική οργάνωση X».

Ο Λ. Καλλιβρετάκης θεωρεί ιδιαίτερης βαρύτητας τη μαρτυρία του Φοίβου Γρηγοριάδη («Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας»): «Στην Πάτρα βρίσκονται πολλοί αξιωματικοί (με πολιτικά). Για τα τυπικά, εντάσσονται σε μια “Στρατιωτική Διοίκηση”. Να παίρνουν τον κατοχικό μισθό τους. Η διοίκησις συγκροτεί ένα Επισιτιστικό Γραφείο" για αποσπάσεις αξιωματικών σε επιτροπές επιτάξεων ή διανομών τροφίμων, σε εποπτείες φούρνων και τα όμοια. Σ' αυτό το γραφείο υπηρετούν και οι δύο αδελφοί Παπαδόπουλοι. Διοικητής ονομάζεται ο προϊστάμενος όλων των αξιωματικών με τα πολιτικά. Εδώ είναι ο συνταγματάρχης Ν. Κουρκουλάκος. Ενας πρωτεργάτης των προδοτικών ταγμάτων ασφαλείας» 15.

Παρόμοια στοιχεία καταγράφονται και για τον Β' αντιπρόεδρο της χουντικής κυβέρνησης Δημ. Πατίλη (Τάγματα Ασφαλείας Ναυπάκτου), Νικ. Γκαντώνα, Κων. Παπαδόπουλο, αδελφό του δικτάτορα. Παλιοί ταγματασφαλίτες (όπως ο Διον. Παπαδόπουλος), που αποκαταστάθηκαν στο στράτευμα μετά τη Βάρκιζα, βρίσκονται αναμεμειγμένοι στο κίνημα του ΙΔΕΑ το 1951.

Ετσι, οι Ελληνες έβγαλαν -από την εμπειρία τους- τα συμπεράσματα τους για το ποιόν των ανθρώπων αυτών. Θα πρέπει, πλέον, να αναμένεται ένα «νέο κύμα Αναθεωρητισμού» που θα επιχειρήσει κάποτε να καθαρίσει τα ονόματα των χουντικών.

Κι επειδή, κακώς, το παρασοβαρέψαμε.

Εξαρχής το συγγραφικό δίδυμο δηλώνει πως θέτει ως στόχο να αποδομηθεί η δεσπόζουσα σήμερα «μυθολογία αριστερής κοπής», ακριβώς επειδή είναι δεσπόζουσα και οι ίδιοι αντιμάχονται τις κρατούσες αντιλήψεις. Και πως τη δεκαετία του ’60 «θα έβαζαν στο στόχαστρο τους κυρίαρχους μύθους των νικητών». Σισύφειο το έργο τους, καθώς έμμεσα δηλώνουν πως εάν καταφέρουν να ανατρέψουν την κυριαρχία της «αριστερής μυθολογίας», αμέσως θα επιδοθούν εκ νέου στο έργο της αποδόμησης της νέας «κυρίαρχης ιδεολογίας των (δεξιών) νικητών»!

Να τους πιστέψουμε;

Παραπομπές

1           Σ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, Εμφύλια Πάθη. 20 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο, Αθήνα 2015.

2 Θα μπορούσε φερειπείν να είχε βρει ποιος ήταν ο ταγματασφαλίτης που όταν πήγαιναν τους ομήρους να τους εκτελέσουν είχε πει: «Οχι στο νεκροταφείο, θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μη μας φύγει κανείς». Μαρτυρία της 1Οχρονης τότε Ελένης Νανακούδη στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, «Η Ελλάδα του Χίτλερ».

3 Ιωάννης Κ. Μπουγάς, Ματωμένες μνήμες 1940-45: Κόκκινη τρομοκρατία, κατοχικός εμφύλιος, κόκκινη απελευθέρωση, «λευκή» τρομοκρατία στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο (Γαργαλιάνοι - Καλαμάτα - Μελιγαλάς - Πύλος - Πύργος), Αθήνα: Πελασγός 2009.

4     Πέτρος-Ιωσήφ Σιανγκανέλλης: «Καλύβας-Μαραντζίδης; Τάγματα Ασφαλείας light», Αναγνώσεις Αυγής, 27-10-2015.

5     «Απρίλιος 1943: οι ταγματάρχες Πόρτας και Μάντζιος, ο υπολοχαγός Μπουλογιάννης, ο ανθυπασπιστής Αγγελόπουλος και ο πολίτης Αθανάσιος Γίτσος εκτελούνται στη Βουχωρίνα του Βοϊου Κοζάνης. Σεπτέμβριος 1943: ο υπολοχαγός Δροσόπουλος, ο ανθυπολοχαγός Νηγιάννης και ο ανθυπασπιστής Σκαρτσίλας εκτελούνται στο χωριό Μελίσσια Αιγιαλείας. Μάρτιος 1944: εκατοντάδες χωρικοί συλλαμβάνονται στα Τζουμέρκα της  Αρτας και οδηγούνται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μυρόφυλλο Τρικάλων. Ιούνιος 1944: έπειτα από μάχη, το Βαλτέτσι Αρκαδίας πυρπολείται και λεηλατείται, ενώ συλλαμβάνονται 140 χωρικοί ως όμηροι, από τους οποίους εκτελούνται αργότερα οι 48. Στα παραδείγματα αυτά, και σε δεκάδες άλλα ανάλογα, οι θύτες ανήκαν στον ΕΛΑΣ, ενώ τα θύματα ήταν μέλη άλλοτε άλλων αντιστασιακών οργανώσεων και άλλοτε αντίπαλων  ένοπλων ομάδων που εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς. Το ίδιο, εννοείται, ίσχυε και αντίστροφα», (σελ. 46). Τελεία και παύλα. Το «αντίστροφα» δεν αξίζει περιγραφής, φαίνεται.

6     Αδιακρίτως 7.000 νεκροί. Ακόμη και τα θύματα των αγγλικών βομβαρδισμών.

7     Χαρακτηριστική περίπτωση η ανατίναξη της γέφυρας των Δικαίων στον Εβρο τον Μάιο του 1944 ύστερα από συνεργασία του 81ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με Αμερικανούς σαμποτέρ, προκειμένου να σταματήσει η μεταφορά χρωμίου από την Τουρκία στη Γερμανία.

8   Οι ταγματασφαλίτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή (3 Σεπτεμβρίου 1944) του Σκόμπι να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν και το ανακοινωθέν (6 Σεπτεμβρίου) του Παπανδρέου «να εγκαταλείψουν αμέσως» τις θέσεις τους και να έρθουν στην πλευρά των Συμμάχων.

9   «Ενθέματα» Αυγής 16-9-2001. «Και ιδού η εργαλειακή χρησιμότητα ορισμένων αφηγήσεων στη μεταμοντέρνα εποχή μας: από τους ΕΛΑΣίτες ως τους μαχητές του Στάλινγκραντ και του Κιούρσκ, από το “κόμμα των εκτελεσμένων” (ΚΚΓ) ως τους μαχητές των Βιετκόνγκ, από τα υπόγεια της παρανομίας ως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από το μαχόμενο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ως τις απόπειρες θεμελίωσης λαϊκής εξουσίας, όλα αυτά, άνθρωποι, ιδέες, αγώνες, ήταν όργανα του κακού. 0 τρόπος της καταδίκης και της Ιστορικής Αναθεώρησης είναι θεολογικός και η πρακτική συνέπεια, όπως η θεολογία επιτάσσει, είναι η ανάνηψις, η μετάνοια. Απειρες οι μορφές της μετάνοιας, κι όχι ίδιες μ’ εκείνες που εξάγονταν παλιά στα κρατητήρια της Ασφάλειας».

10   Συνέντευξη στη Μαργαρίτη Πουρνάρα, Καθημερινή, 26-06-2011.

11   «Εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης ανάμεσα σε διάφορες ένοπλες ομάδες είχαμε επίσης την περίοδο 1945-1946 στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και άλλες περιοχές της χώρας», (σελ. 50)

12   Οριοθετημένες περιοχές δράσης σύμφωνα με τη (διαρκώς αμφισβητούμενη) Συμφωνία του Ιουλίου 1943 στο Περτούλι.

13   F.O.371/43694 R17120, «The situation in Athens». Σειρά τηλεγραφημάτων από το αρχηγείο του 50Ε για τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1944.

14   Τ. Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Αθήνα: Φιλίστωρ 2005.

15  Λ. Καλλιβρετάκης, «Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, τα Τάγματα Ασφαλείας και η “X”»

Ένας Έλληνας της Αμερικής στο Ντιτρόιτ της ακμής και της παρακμής

Στέλιος Ελληνιάδης 


Μου άρεσε το βιβλίο του Νταν Γεωργακά. Κατ’ αρχήν, σαν αφήγημα. Είναι όμορφο, απλό, μεστό, με πολλές πληροφορίες, πολλά περιστατικά, πολλά πρόσωπα και χαρακτήρες, με στοιχεία από τη ζωή στην Αμερική, όχι όλα άγνωστα, αλλά ιδωμένα μέσα από τα μάτια μιας ελληνικής οικογένειας, με ρίζες από Σμύρνη και Κυπαρισσία, και ενός νέου που γεννιέται και μεγαλώνει στις ΗΠΑ. Μια από τις πάμπολλες προσωπικές ιστορίες Ελλήνων μεταναστών και όμως πολύ ενδιαφέρουσα. Όχι μόνο γιατί κάθε εξιστόρηση, ακόμα και του κάθε μέλους μιας οικογένειας, έχει πάντα ένα προσωπικό τόνο, μια διαφορετική σκοπιά, είναι μοναδική σαν το αποτύπωμα των δαχτύλων. Αλλά και γιατί ο Νταν δεν είναι ένας τυπικός Έλληνας μετανάστης δεύτερης γενιάς. Γιατί βασικά είναι πολιτικοποιημένος, σε προοδευτική κατεύθυνση, αυτό που με τους κώδικες της δεκαετίας του 1960 θα λέγαμε progressive, ένας αριστερός διανοούμενος, Έλληνας και Αμερικάνος. Και είναι αυτή η σκοπιά που κάνει την αφήγησή του να διαφέρει από άλλες που προσεγγίζουν τη μετανάστευση μέσα από μια συντηρητική οπτική γωνία, συχνά με μπόλικη συγκίνηση και κομπασμό ιδίως στα μυθιστορήματα και τις αυτοβιογραφίες ή αποφεύγουν να θίξουν τα λεπτά σημεία της αμερικάνικης πραγματικότητας. Ο περίγυρος στην Αμερική είναι δεκτικός και φιλικός μέχρι το σημείο που δεν τον γρατζουνάς και δεν τον παρενοχλείς.

Ο Νταν Γεωργακάς έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αναμίχθηκε με τα κοινά, έγραψε βιβλία και μέχρι σήμερα είναι ενεργό στέλεχος της ομάδας που εκδίδει το περιοδικό Cineaste. Το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα «Dan Georgakas: Επαναστάτης της Διασποράς» συμπληρώνει και προεκτείνει το βιβλίο «Το δικό μου Ντιτρόιτ – Μεγαλώνοντας ως Έλληνας και Αμερικανός στην αυτοκινητούπολη» που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων».

Κουλτούρα και καθεστώς διακρίσεων


«Η πίεση εξαιτίας της καταγωγής των ονομάτων δεν σταμάτησε ποτέ. Όλοι καταλάβαιναν ότι ακόμα και στο πιο ευχάριστο περιβάλλον, ένα περίεργο όνομα προκαλούσε αμήχανες συστάσεις και δημιουργούσε εθνοτικά ζητήματα που μπορούσαν να παρεμποδίζουν τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές σχέσεις. Πολλοί επέλεγαν να αμερικανοποιηθούν με ονόματα όπως Καρράς, Σύρος και Πάππας. Μερικοί πέτυχαν την αγγλική τους ολοκλήρωση μετατρέποντας το Λιακωνής σε Λίνκολ.»

Η ξενιτιά είναι ξενιτιά. Όσο πιο αυξημένες είναι οι ευαισθησίες ενός ανθρώπου τόσο πιο έντονος είναι ο ξενιτεμός. Κι όσο πιο απαιτητική είναι η κοινωνία υποδοχής τόσο πιο επώδυνος είναι ο ξενιτεμός. Γιατί βάζει τον άνθρωπο σε μία διαδικασία προσαρμογής στην οποία καθόλου δεν θα ήθελε να έχει μπει.

Από μικρός μου έκανε εντύπωση που οι Έλληνες της Αμερικής άλλαζαν τα ονόματά τους. Όχι μόνο τα επώνυμα, αλλά και τα μικρά τους ονόματα. Ο Κωνσταντίνος γινόταν Γκας, Ντιν ή Νταν, ο Ξενοφώντας Φρανκ, ο Βασίλης Μπιλ, ο Δημήτρης Τζιμ και ο Δήμος Τομ. Προσωπικά, μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα ζούσα σε άλλη χώρα και θα με φώναζαν Στηβ, συνήθως έτσι αποδίδεται το Στέλιος παρ’ όλο που το Στηβ ταιριάζει περισσότερο με το Σταύρος. Κι ότι θα ξεμάθαινα τη μητρική μου γλώσσα. Κι ότι έπρεπε να κάνω του κόσμου τις υποχωρήσεις, προσαρμογές και συμβιβασμούς για να γίνω αρεστός από τους πραγματικά σε μένα ξένους. Να καταβάλω, δηλαδή, σε όλη μου τη ζωή, μια αδιάκοπη προσπάθεια να γίνω ένας άλλος, να σκέφτομαι σαν Αμερικάνος, Γερμανός ή Γάλλος, να υποκλίνομαι σε μια άλλη σημαία, σε άλλα σύμβολα, σε άλλα πρόσωπα που δεν με συνδέουν με κανένα παρελθόν, ούτε καν το πιο κοντινό και άμεσο. Και να φτάσω στο σημείο, για να μην είμαι πάντα ένας ξένος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να στρέφομαι εναντίον της ίδιας μου της χώρας, όπως έγινε με πολλούς Έλληνες της Αμερικής στα χρόνια της αμερικανοκίνητης δικτατορίας.

Η Αμερική δεν είναι ένα melting pot, που όλοι απλώς αναμιγνύονται. Στην πραγματικότητα δεν αναμιγνύονται. Συνήθως, λιώνουν και μεταβάλλονται σε σημείο που να μην κρατούν τίποτα απ’ αυτό που ήταν, παρά μόνο ίσως κάτι σαν μια απόμακρη ανάμνηση, ένα κειμήλιο, ή, αλλιώς, εάν δεν προσαρμοστούν παραμένουν πολίτες βήτα κατηγορίας. Και με δεδομένο ότι οι Έλληνες είχαν το «προνόμιο» να είναι λευκοί και όχι κίτρινοι, μαύροι ή μελαμψοί, αυτή η ενσωμάτωση ήταν πιο εύκολη. Γιατί, για τους άλλους, τους έγχρωμους όπως τους αποκαλούν, το στίγμα πιο δύσκολα εξαλείφεται. Μπορεί να σβήσουν όλα τα γνωρίσματα της καταγωγής και του πολιτισμού προέλευσής τους, να αμερικανοποιηθούν σε βαθμό που ούτε οι λευκοί Αμερικάνοι είναι Αμερικάνοι, θα παραμείνουν, όμως, στη συνείδηση του κυρίαρχου λευκού Αμερικάνου, σαν ξένοι. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από του προέδρου της Αμερικής δεν υπάρχει. Ακόμα και πολλοί απ’ αυτούς που τον ψήφισαν, λευκοί και «έγχρωμοι», δεν τον θεωρούν γνήσιο Αμερικάνο, κι ας είχε πατέρα λευκό.

Γλωσσική αφομοίωση


Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς, στην Πόλη. 500 χρόνια μέσα στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν χάσαμε ούτε τη γλώσσα μας, ούτε τα ονόματά μας, ούτε την κουλτούρα μας (θρησκεία, ήθη, μουσικές, ιστορικές αναφορές κ.λπ.), ούτε την ταυτότητά μας. Δεν μας υποχρέωναν να φιλήσουμε την τούρκικη σημαία, ούτε να μιλάμε τούρκικα. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου στο Φανάρι δεν ήξεραν τούρκικα χωρίς να είναι κρυφό ούτε αποτελούσε εξαίρεση. Αυτό έγινε πρόβλημα στη δεκαετία 1955-65 που παρά λίγο να κηρυχτεί πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας και πάλι με την υπόθαλψη των Άγγλων και των Αμερικάνων.

Αντιθέτως, στις ΗΠΑ, η αφομοίωση ήταν εξαναγκαστική. Πολλοί Έλληνες μετανάστες υποχρεώθηκαν μέσα σε μία και μόνο γενιά να παραιτηθούν από όλες τις πολιτισμικές τους αποσκευές για να εξαμερικανιστούν. Κι όσο κι αν υπήρξε αντίσταση σ’ αυτή την ισοπέδωση, και υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει αντίσταση στην αφομοίωση, το αποτέλεσμα είναι ο ξεχωριστός μας πολιτισμός να μετατρέπεται σε καρικατούρα, όπως μας δείχνει πολύ χιουμοριστικά η εύγλωττη ταινία Γάμος αλά ελληνικά.

Βέβαια, να μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτή η αλλοτρίωση, η κοινωνική προσαρμογή και η πολιτισμική μετάλλαξη δεν συμβαίνει και στις χώρες καταγωγής των μεταναστών. Και στην Ελλάδα, βλέπουμε τη μετάλλαξη με την οικειοθελή προσχώρηση στο άρμα των μητροπόλεων.

Ρατσισμός από κάτω


Στις ΗΠΑ, οι νόμοι πλέον επισύρουν κυρώσεις για την εφαρμογή των διακρίσεων. Όμως, από τον τρόπο που είναι δομημένο το σύστημα εξουσίας, θεοποιώντας τον ατομισμό, την ξενοφοβία και τις ανισότητες, οι διακρίσεις είναι ενσωματωμένες στο κυρίαρχο κοινωνικό σώμα το οποίο λειτουργεί σαν θεματοφύλακας αυτών των διακρίσεων. Οι ίδιοι οι πολίτες που έχουν αυτή την κοινή κουλτούρα, το κοινό σετ αντιλήψεων και συμπεριφορών, αναλαμβάνουν την εφαρμογή αυτών των διακρίσεων στον καθημερινό βίο, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά, man to man, που λένε και στο μπάσκετ.

Ο συγγραφέας του βιβλίου αναφέρεται σ’ αυτό μέσα από τα προσωπικά του βιώματα. Πώς, για παράδειγμα, οι δάσκαλοι εφάρμοζαν τις διακρίσεις στο σχολείο, ενώ η νομοθεσία απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση βάσει καταγωγής, φυλής, γλώσσας ή χρώματος.

Κι αυτό δεν αφορά μόνο το παρελθόν. Το κίνημα «Οι ζωές των μαύρων αξίζουν» που έχει αναπτυχθεί σήμερα στις ΗΠΑ καταμαρτυρεί ότι οι διακρίσεις, και μάλιστα με τίμημα την ίδια τη ζωή των μαύρων πολιτών, είναι έντονες και κυρίαρχες, παρ’ όλο που η νομοθεσία των ΗΠΑ είναι από τις πιο αντιρατσιστικές στον κόσμο.

Κι αυτό συνεχίζεται επειδή η νομοθέτηση, ακόμα και η δημόσια αποδοκιμασία των διακρίσεων από τους θεσμούς, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τον Τύπο, την τηλεόραση και μέσα από διάσπαρτες εκκλησιαστικές κοινότητες, δεν κατάφερε να αλλάξει τη βασική κουλτούρα του κυρίαρχου λευκού σώματος της αμερικάνικης κοινωνίας. Κι αυτές οι διακρίσεις είναι ριζωμένες, αποτελούν συστατικό γνώρισμα της κουλτούρας για δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους∙ αποτελούν στοιχείο του λεγόμενου γνήσιου αμερικανισμού, της αμερικάνικης εθνοτικής, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, ταυτότητας.

Και είναι τόσο ισχυρή αυτή η κουλτούρα που στη διαδικασία της εξομοίωσης-ενσωμάτωσης διαβρώνει τις εθνικές μειονότητες, ακόμα και τις πολύ μεγάλες όπως είναι η ισπανόφωνη, κάνοντάς τες να την ασπάζονται και να προσπαθούν να την εφαρμόσουν σαν δική τους. Ο Νταν, λοιπόν, είναι από τους άλλους. Επισημαίνει τα προβλήματα, αλλά δεν υποτιμάει τίποτα και κανέναν και συνδέει τις δημιουργικές προσπάθειες των Ελλήνων, χωρίς να τους ωραιοποιεί, με τους αγώνες των άλλων «Αμερικάνων» όποια κι αν έχουν καταγωγή.

Έλληνες κομμουνιστές


«Η μοναδική μου ένδειξη για τον ανθελληνισμό στην Αμερική προερχόταν από την κομμουνιστική φοβία της δεκαετίας του 1950. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από άρθρα για τον Γκας Πολάιτης, έναν οργανωτή στα αριστερά συνδικάτα των βιομηχανιών αυτοκινήτων και τροφίμων τη δεκαετία του 1930. Ο παππούς συζητούσε συχνά γι’ αυτή την περίπτωση με την κουμπάρα Λάζου και άλλους Έλληνες. Όλοι συμφωνούσαν ότι οι Έλληνες ριζοσπάστες μεταξύ εβδομήντα και ογδόντα χρονών, τους οποίους έψαχνε η κυβέρνηση για να απελάσει, δεν επρόκειτο ασφαλώς να αποσταθεροποιήσουν, πόσο μάλλον να ρίξουν, την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η δεινή τους θέση θεωρούνταν ότι είχε να κάνει λιγότερο με την εθνική ασφάλεια και περισσότερο με την τάση για εκφοβισμό εκείνων που είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό. Αυτή η πραγματικότητα τους προσέβαλλε, αλλά οι Έλληνες που είδα να συγκεντρώνονται στο τραπέζι μας δεν επρόκειτο να πάρουν δημόσια θέση για λογαριασμό των αντρών που είχαν κατηγορηθεί ως ακτιβιστές του αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο κουμπάρος Λάζος, ο οποίος είχε ισχυρές διαφωνίες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική με τον αριστερό αδερφό της γυναίκας του, όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στους κομμουνιστές.

Κανένας Έλληνας δικηγόρος της περιοχής δεν τολμούσε να αναλάβει τη νομική υπεράσπιση των αριστερών Ελλήνων… Η υπεράσπιση του Πολάιτης θα αποτύγχανε και θα τον απέλαυναν το 1963.»

Έλληνες και μαύροι


«Οι μετανάστες δεν αντιλαμβάνονταν καθόλου τη συγκεκριμένη φρίκη του συστήματος της δουλείας στην Αμερική και των συνεπειών της. Δεν καταλάβαιναν ότι τα εμπόδια που είχαν συναντήσει ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με αυτά που είχαν αντιμετωπίσει οι μαύροι για αιώνες. Ούτε και συνειδητοποιούσαν ότι η πρώτη τους απασχόληση στην Αμερική ήταν συχνά σε δουλειές που πιθανόν θα είχαν δοθεί σε μαύρους εάν δεν ήταν αυτοί εκεί. Πίστευαν ειλικρινά ότι εάν οι Αφροαμερικανοί είχαν εργαστεί τόσο σκληρά όσο οι ίδιοι και είχαν εξοικονομήσει χρήματα όπως κι αυτοί, τότε οι μαύροι δεν θα βρίσκονταν σε τέτοια απελπιστική θέση.

Οι Έλληνες μετανάστες δεν είχαν φτάσει στην Αμερική έχοντας έντονες φυλετικές απόψεις. Η ελληνική ναυτική παράδοση δημιούργησε μεγάλη πολιτισμική ανεκτικότητα και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς ευημερούσαν στην Αφρική, και κυρίως στην Αίγυπτο και την Αιθιοπία. Πιο σημαντικό ήταν ότι οι συνέπειες από τα τετρακόσια χρόνια ζωής σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ιδιαίτερα αισθητές. Ικανοί Ελληνοαμερικανοί ηγέτες θα μπορούσαν να αντλήσουν από αυτά τα στοιχεία για να βοηθήσουν τους Έλληνες μετανάστες να καταλάβουν ότι τα προβλήματα των μαύρων της Αμερικής προέρχονταν από τη φύση της πολιτικής και της οικονομικής κουλτούρας της Αμερικής και όχι από τη βιολογική κληρονομικότητα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, η πνευματική κεφαλή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια και Νότια Αμερική, ήταν ιδανικά ο κατάλληλος για να παίξει έναν τέτοιο ηγετικό ρόλο. Στα Οικουμενικά Συνέδρια ο Ιάκωβος μιλούσε εύγλωττα κατά του φυλετικού διαχωρισμού. Έφτασε μέχρι το σημείο να σταθεί στο πλευρό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ παίρνοντας μέρος στην πορεία στη Σέλμα της Αλαμπάμα και δημιουργώντας μια τόσο εντυπωσιακή παρουσία με την παραδοσιακή φορεσιά του κληρικού που η φωτογραφία του εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Life στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Εργατών στην Αυτοκινητοβιομηχανία Γουόλτερ Ρούθερ. Ο Ιάκωβος ήταν πραγματικά αντίθετος στο ρατσισμό, αλλά η εκκλησία της οποίας ήταν επικεφαλής, ο μοναδικός δυνατός εθνοτικός θεσμών των Ελλήνων της Αμερικής, ήταν θεσμικά απούσα από τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ίσως και να είχε τρομοκρατηθεί από τις συνεχείς απειλές για τη ζωή του που ακολούθησαν την πορεία στη Σέλμα. Ίσως πίστευε ότι η φιλοδοξία του να γίνει Οικουμενικός Πατριάρχης θα διακινδύνευε εάν ο ίδιος εκνεύριζε τις ενορίες του με το συγκεκριμένο ζήτημα. Ίσως ένιωθε ότι ήταν αρκετό που είχε ανοίξει το δρόμο με το προσωπικό του παράδειγμα.

Δίχως έναν εκπρόσωπο σαν τον Ιάκωβο ή κάποιες θαρραλέες φωνές μέσα στον εθνοτικό Τύπο, ο πόνος των μαύρων της Αμερικής δεν πλησίασε ποτέ την καρδιά των μεταναστών. Με την αφομοίωση να αποτελεί τον επικρατέστερο δρόμο, οι Ελληνοαμερικανοί πολύ συχνά αποδέχονταν τις φυλετικές απόψεις που εκφράζονταν, με σαφήνεια ή έμμεσα, στον κυρίως Τύπο και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Με το πέρασμα των χρόνων οι απόψεις τους για τους μαύρους έγιναν περισσότερο εχθρικές, σε σημείο που κυριολεκτικά δεν ξεχώριζαν από εκείνες των άλλων «λευκών» Αμερικανών.»

Ο τζόγος στην Γκρήκταουν


«Μια άλλη ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα ήταν ότι οι επαγγελματίες τζογαδόροι έχαιραν έναν ιδιαίτερο σεβασμό για την τόλμη τους. Η Γκρήκταουν αποτελούσε ένα περιβόητο κέντρο τζόγου. Τα τοπικά πρακτορεία εφημερίδων ή οι ταξιδιωτικοί πράκτορες έδιναν πιο αξιόπιστες πληροφορίες για τον τυχερό αριθμό της ημέρας ή τα προγνωστικά μιας ιπποδρομίας παρά για την ημερομηνία της επόμενης έκδοσης της εφημερίδας ή το κόστος της πτήσης για την Ελλάδα. Υπήρχε η φήμη ότι οι «Γκρέσιαν Γκάρντενς» ήταν στέκι της μαφίας όπου σεΐχηδες, μαφιόζοι, έμποροι χαλιών, διάσημοι αθλητές, μεγιστάνες της αυτοκινητοβιομηχανίας και άλλοι σπουδαίοι σπάταλοι έπαιζαν ένας εναντίον ενός, με τους Έλληνες να εξασφαλίζουν την τιμιότητα του παιχνιδιού. Κάθε φορά που η αστυνομία έπαιρνε μέτρα για την πάταξη του τζόγου, ορισμένοι μόνιμοι παίκτες της Γκρήκταουν εξαφανίζονταν. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχαν πάει για μπάνιο στον ποταμό Ντιτρόιτ φορώντας μαγιό από τσιμέντο. Αυτά λέγονταν για να συγκινηθεί ο Τύπος. Συνήθως οι Έλληνες μαφιόζοι έκαναν απλώς διακοπές στην πατρίδα…

Μια μεγάλη επιχείρηση ήταν το παιχνίδι με αριθμούς που εξελισσόταν στα υπόγεια, στα ατελιέ και στα πίσω δωμάτια των κατά τα άλλα νόμιμων επιχειρήσεων. Τα στοιχήματα γίνονταν από το τηλέφωνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και οι αγγελιοφόροι έφταναν όλο το απόγευμα με χρήματα και δελτία στοιχημάτων. Αυτό που ξεκίνησε ως μια μέτρια εθνοτική επιχείρηση είχε ανθίσει κατά τη διάρκεια του πολέμου κι έγινε τόσο επικερδής που προξένησε το ενδιαφέρον της μαφίας του Ντιτρόιτ. Ένα βράδυ καμιά εικοσαριά Ιταλοί, οπλισμένοι με αυτόματα, μπήκαν ο ένας πίσω από τον άλλο στην κεντρική αίθουσα καταμέτρησης για να ανακοινώσουν ότι οικειοποιούνταν την επιχείρηση. Οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να συνεργαστούν ή να αντισταθούν. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα οι Έλληνες βρίσκονταν στη μεσαία βαθμίδα της διαχείρισης των παιχνιδιών με αριθμούς και οι στρατιώτες της μαφίας απέκτησαν μόνιμη παρουσία μέσα στις κρυφές αίθουσες της Γκρήκταουν.»

“Ποτέ την Κυριακή” και “Ζορμπάς”


«Η ταινία Ποτέ την Κυριακή διαφοροποίησε την αντίληψη της Αμερικής για την ελληνικότητα. Ξαφνικά, ήταν όχι μόνο αποδεκτό να είσαι Έλληνας στην Αμερική, αλλά και πλεονεκτικό. Κι άλλοι παράγοντες έπαιξαν επίσης ρόλο, αλλά η κυκλοφορία του Ποτέ την Κυριακή το 1960 παρουσίαζε τον σωστό πρωταγωνιστή με τη σωστή μουσική ακριβώς τη σωστή στιγμή. Πέντε χρόνια νωρίτερα η ίδια η Μελίνα Μερκούρη και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχαν κάνει τη Στέλλα διεθνή κινηματογραφική επιτυχία. Αλλά μόνο αυτό. Το Ποτέ την Κυριακή ήταν το κάτι άλλο. Για μια ολόκληρη γενιά το Ποτέ την Κυριακή προσδιόριζε την ελληνικότητα.

Η ελληνοαμερικανική αντίδραση στο Ποτέ την Κυριακή ήταν αναμφισβήτητα ανάμεικτη. Εξάλλου η Μερκούρη έπαιζε μια πόρνη. Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν έρθει από χωριά που οι παρθένες νύφες ήταν ένα πολιτισμικό δεδομένο και η λιτότητα ήταν ουσιαστική για την επιβίωση. Μπορεί να έσπαζαν ένα ποτήρι σε μια πολύ ειδική περίσταση, αλλά το μαζικό σπάσιμο πιάτων ήταν συνδεδεμένο με τον ελληνικό υπόκοσμο του χασίς και του μικροεγκλήματος. Οι Έλληνες διανοούμενοι ένιωθαν άνετα όταν σύγκριναν την κουλτούρα του μπουζουκιού με τον κόσμο του αμερικανικού μπλουζ, αλλά οι Ελληνοαμερικανοί ήταν περισσότερο εξοικειωμένοι με τα δημοτικά τραγούδια και τις εκκλησιαστικές μελωδίες. Όταν είδαν τη γενική αποδοχή του μπουζουκιού από τους Αμερικανούς, όλα αυτά άλλαξαν∙ το μπουζούκι αγκαλιάστηκε ως η απόλυτα κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα. Τα Παιδιά του Πειραιά, το μουσικό θέμα του Ποτέ την Κυριακή, έγινε γρήγορα «υποχρεωτικό» στα ελληνοαμερικανικά γλέντια γάμων και βαπτίσεων…

Ο Ζορμπάς κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα. Η μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη επιβεβαίωνε το μπουζούκι ως την αντιπροσωπευτική μουσική της Ελλάδας, όμως πολλοί Ελληνοαμερικανοί ενοχλήθηκαν από την ανάθεση του ρόλου στον μη Έλληνα Άντονι Κουίν. Βρήκα τη μουσική καταπληκτική και ο χορός και το παίξιμο του Κουίν ήταν καλά, αλλά κι εγώ ενοχλήθηκα. Η ταινία πρόβαλε τον Έλληνα άντρα ως ενστικτώδη και άξεστο, αξιαγάπητο μερικές φορές, αλλά εντελώς ανίκανο και ανεύθυνο. Όπως και τα στερεότυπα για τους Αφροαμερικανούς, προφανώς το περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει ένας Έλληνας για τους καταπιεσμένους Αγγλοσάξονες ήταν να τους διδάξει πώς να χορεύουν και, κατά τ’ άλλα, ν’ αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο. Οι Αμερικανοί, φυσικά, αγκάλιασαν τον Ζορμπά του Κουν τόσο ζεστά όσο είχαν αγκαλιάσει και την Ίλια της Μερκούρη∙ και πολλοί Ελληνοαμερικανοί άρχισαν να διαμορφώνουν τη δημόσια συμπεριφορά τους σύμφωνα μ’ αυτήν που είχαν δει στον Ζορμπά.»

Πηγή: e-dromos.gr