ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΠΑΣΟΚ, Ελιά και Μπένι βασιλιά...

Βασίλης Μουλόπουλος

"Πίσω από τον κ. Βενιζέλο δεν μπορεί να δημιουργηθεί ή να αναστηθεί κανένα κόμμα μαζικό και δυναμικό γιατί απλούστατα ο λόγος του είναι κενός ιδεολογικού και πολιτικού περιεχομένου"...

Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, αυτό το καλοκαίρι δεν θα πλήξουμε. Στο ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε η «επιχείρηση ανασυγκρότησης». Όπως δηλώνουν οι «άνθρωποι του προέδρου» και...
όπως υποστηρίζουν οι γνωστοί άγνωστοι αναλυτές των ΜΜΕ, το μήνυμα της κάλπης είναι ένα και μοναδικό: Κεντροαριστερά με Βαγγέλη αρχηγό. Ο οποίος είναι «μια χαρισματική προσωπικότητα, αποφασιστικός, σοβαρός, με σπάνια πολιτική οξυδέρκεια και ξεκάθαρες ιδέες», αλλά... τον πολεμούν τα συμφέροντα! Τα οποία συμφέροντα βγάζουν τους κομματικούς οχθρούς του προέδρου στα ΜΜΕ να τον διαβάλουν. Οι οποίοι οχθροί είναι «δέσμιοι του παρελθόντος» και- κατ' επέκτασιν- τροχοπέδη στη δημιουργία του νεου ΠΑΣΟΚ που θα λέγεται Ελιά και θα έχει τον Μπένι βασιλιά.

Είναι φανερό από τα πρώτα λεπτά ότι το ματς θα είναι σκληρό (και διασκεδαστικό για το κοινό), αλλά άνευ περιεχομένου: τα κόμματα δεν γεννιούνται από το κεφάλι κανενός κομματικού αρχηγού, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Δεν δημιουργούνται από τα σχέδια επί χάρτου που εκπονούν τα επιτελεία της οικονομικής και μιντιακής ολιγαρχίας.

Πίσω από τον κ. Βενιζέλο δεν μπορεί να δημιουργηθεί ή να αναστηθεί κανένα κόμμα μαζικό και δυναμικό γιατί απλούστατα ο λόγος του είναι κενός ιδεολογικού και πολιτικού περιεχομένου.

Ο λόγος του ΠΑΣΟΚ δεν πείθει πλέον τον λαό της Κεντροαριστεράς. Αυτό πολλά από τα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ το αντιλαμβάνονται.

Ευφυείς και έμπειροι, μπορούν να αποκωδικοποιούν τα μηνύματα που στέλνουν τα εκλογικά αποτελέσματα: το εμπόρευμα δεν έχει πλέον ζήτηση, οι ψηφοφόροι δεν αγοράζουν πια.Αλλά σταματούν εκεί. Δεν αρθρώνουν δημοσίως, γιατί δεν μπορούν ή γιατί δεν τολμούν, πολιτικό λόγο. Δεν μας λένε ποιο είναι το μοντέλο της κοινωνίας που οραματίζονται, ποιες λύσεις προτείνουν για τις κρίσεις της πολιτικής, της οικονομίας, της δημοκρατίας, της κοινωνίας, που συνταράσσουν τη χώρα. Δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν την υπέρβαση. Να προσπαθήσουν να αλλάξουν ριζικά (όπως λέγαμε κάποτε) και το κόμμα και τον εαυτό τους. Δεν έχουν το ψυχικό σθένος να παίξουν το παιχνίδι που θέλουν και ας χάσουν, γιατί φοβούνται την ήττα.Συμβαδίζοντας με το πνεύμα των καιρών, της lifestyle πολιτικής, αναζητούν λαμπερό αρχηγό που θα παρασύρει τα πλήθη και όχι ιδέες που θα συγκινήσουν τα πλήθη.

Είναι τόσο εξαρτημένα με την εξουσία ώστε και η παραμικρή πιθανότητα να τη στερηθούν, να επιστρέψουν σε μια ζωή κοινών θνητών, τους παραλύει. Τραγικές φιγούρες που κινούνται, δρουν, ζουν σε ένα τοπίο έρημο από αξίες, σε ένα θέατρο που οι θεατές έχουν εγκαταλείψει. Όλοι -ή σχεδόν όλοι- είναι πρόθυμοι να πουν τα πάντα, να συμμαχήσουν με τους πάντες. Το μόνο που μετράει γι' αυτούς είναι πώς θα παραμείνουν στο τραπέζι της εξουσίας. Με οποιοδήποτε τίμημα.

Ο χρόνος τους όμως τέλειωσε, όσες Ελιές και να φυτέψουν, σε όσα Ποτάμια και να βουτήξουν. Όσο το γρηγορότερο το καταλάβουν τόσο το καλύτερο και γι' αυτούς και για τη χώρα...

Η Βουλή δεν θα ανοίξει τον Σεπτέμβρη…




Γιατί η συγκυβέρνηση στενοχωρεί τον Σόιμπλε και την Λαγκάρντ βγάζοντας Θεοχάρη και Στουρνάρα από την κυβέρνηση; Γιατί καίνε τις εφεδρείες τους στον…


φιλελεύθερο χώρο;

Του Γιώργου Παπασπυρόπουλου

Ήδη με το κλείσιμο της Βουλής παραγράφονται σημαντικές υποθέσεις και τίθεται θέμα ηθικής και πολιτικής τάξης – τι θα κάνουν το επόμενο διάστημα με την κατακραυγή όλων των δημοκρατικών, χωρίς “εκσυγχρονιστές”, με καθαρούς κομματικούς υπαλλήλους στα κρίσιμα “μεταρρυθμιστικά” πόστα; Η μόνη εξήγηση είναι η προετοιμασία των εκλογών κάτω από στενή κομματική επιτήρηση – ταυτόχρονα με το “αβλαβές” πέρασμα των νέων μέτρων και το κλείσιμο ευαίσθητων υποθέσεων fast track…

Ο Στουρνάρας στην ΤτΕ θα πάει, παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας για να εποπτεύει την επόμενη κυβέρνηση. Ο ή, η νέα επίτροπος στην ΕΕ επίσης θα είναι αποτέλεσμα απαραίτητων εσωτερικών ισορροπιών της συγκυβέρνησης. Φυσικά όλα αυτά διαψεύδονται, κι όσο περισσότερο διαψεύδονται και η συγκυβέρνηση σφυρίζει αδιάφορα, τόσο πιο φανεροί γίνονται οι σχεδιασμοί. Το πρόγραμμα “αποστασίας προθύμων” για την προεδρική εκλογή από αυτήν την Βουλή δεν περπατάει – συνεχίζει βέβαια γιατί κανείς δεν ξέρει τους αστάθμητους παράγοντες.

Η συγκυβέρνηση ποντάρει σε ένα τρίμηνο ηρεμίας λόγω του τουρισμού – και ορθώνει το αυταρχικό της πρόσωπο όσο χρειάζεται για να περάσουν οι δεσμεύσεις της στην τρόικα όπως όπως, μήπως και στο μεταξύ συμβεί κάποιο ατύχημα, κάτι αναπάντεχο και αλλάξουν οι προοπτικές – ποντάρει δηλαδή στον από μηχανής θεό των διεθνών πολιτικών ή και …κλιματικών ακόμη εξελίξεων αλλά προετοιμάζεται πυρετωδώς για τις αναπόφευκτες εκλογές του φθινοπώρου. Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει την πρώτη περιφέρεια της χώρας… πριν προλάβει να βγάλει τα άπλυτα στην φόρα. Πριν τις συζητήσεις με τους εταίρους για την βιωσιμότητα και την αναδιάρθρωση του χρέους… και την αποκάλυψη της αδιέξοδης πολιτικής που υπηρέτησαν.

Έχοντας κάψει τα πλοία της επανόδου (φιλελεύθερες εφεδρείες), μήπως και οι “στρατιώτες” της πεισθούν να “πολεμήσουν” έστω για ένα τρίμηνο… μην σκορπίσουν προς κάθε κατεύθυνση βλέποντας ότι το πλοίο βουλιάζει οριστικά.

Απέλπιδες προσπάθειες. Οι τελευταίοι υποστηρικτές της συγκυβέρνησης έχουν αρχίσει ήδη να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. Η πραγματικότητα δεν κρύβεται: τα εκκαθαριστικά έρχονται, οι φόροι δεν μπορούν να πληρωθούν, οι κατασχέσεις οφειλετών δρομολογούνται, τα ασφαλιστικά ταμεία βουλιάζουν, τα έσοδα βουλιάζουν γενικώς ενώ χαρίζονται οι οφειλές των ημετέρων, η υπερφορολόγηση γενοκτονεί έναν ολόκληρο λαό, οι αιγιαλοί ξεπουλιούνται… ο Βενιζέλος αμφισβητείται στην συνιστώσα Πασοκ της συγκυβέρνησης, οι πολλαπλές σχέσεις των ναζιστών με το κόμμα Σαμαρά έχουν αποκαλυφθεί ευρέως πλέον, ακόμη και η καταδίκη της ΧΑ καίει και ψάχνουν τρόπο να μεταβιβαστεί σε επόμενο χρόνο με την νέα συγκυβέρνηση στην εξουσία.

Η Βουλή δεν θα ανοίξει τον Σεπτέμβρη… τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;

paganeli

Κοινό τοις πάσι…

Το σύστημα έχει ξεσκεπαστεί. Έπεσαν οι κουρτίνες των παρασκηνίων και βλέπουμε στο θέατρο του παραλόγου τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής μόνο με τα σώβρακά τους. Είναι όλοι ίδιοι, κρατώντας ο καθένας σε χαρτί το ρόλο που θα παίξει γραμμένο από τον ίδιο συγγραφέα. Χωρίς μακιγιάζ η αλήθεια φαντάζει τρομακτική αλλά από την άλλη είναι αλήθεια.

Έπαιξαν και το τελευταίο τους χαρτί με τις εκλογικές διαδικασίες οι  οποίες είχαν ποσοστά μοιρασμένα σε πάμπολλους συνδυασμούς αλλά από την άλλη είχαν το πραγματικό αποτέλεσμα όλων των πολιτικών θεατρίνων: Ολοκληρωτισμός.

Κατακερματίσαν την πολιτική σκηνή σε κόμματα (βγάζοντας στην σκηνή ακόμα και τους αθλιότερους κομπάρσους που τους τάιζαν χρόνια γι’ αυτήν την ώρα ανάγκης), τα έδωσαν όλα στην πράξη εκλογές και αυτό που ξαναπήραν είναι αυτό που δημιουργήθηκε τα τελευταία 40 χρόνια στην χώρα: Πολίτες που δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει φιλελευθερισμός, ναζισμός, σοσιαλισμός, εθνικισμός, κομουνισμός και όποιον άλλο -ισμό νομίζουν ότι γνωρίζουν και πιστεύουν. Απλά στήριζαν το κόμμα-μαγαζί λόγω άγνοιας, εθελοτυφλίας, παράδοσης, λόγω χαζής αντίδρασης, λόγω επικίνδυνου ρομαντισμού  ή λόγω ιδιοτέλειας.

Δεν είμαστε όμως στις εποχές που η δεξιά καταπίεζε και ερχόταν ο σοσιαλισμός να σώσει τον λαό. Ούτε στις εποχές που ο ναζισμός έσφαζε και η δημοκρατία ήταν εκεί για να αντισταθεί. Ούτε στις εποχές που ο κομουνισμός θα σου έπαιρνε το σπίτι και στήριζες το φιλελεύθερο σύστημα. Όλοι οι -ισμοί έχουν μπει στο μπλέντερ και έχουν γίνει μια ομοιόμορφη μάζα όπως ακριβώς έχουν μπει στο μπλέντερ και οι ψηφοφόροι οι οποίοι δεν θέλουν να δουν ότι είναι στην ουσία ίδιοι όπως ίδια είναι και τα κόμματα που στηρίζουν με την ψήφο τους. Τα κόμματα και οι ιδεολογίες που έλεγαν ότι αντιπροσώπευαν πολτοποιήθηκαν με στόχο το Κοινό Κόμμα και ο λαός έγινε μάζα λόγω σύγχυσης και πανικού μην χάσει κι άλλα από αυτά που έχει ήδη χάσει. Κανείς όμως δεν έλαβε υπόψη την ανεξαρτησία που ήδη έχασε. Τι ρόλο παίζουν οι εκλογές όταν έχεις χάσει το δικαίωμα της ελευθερίας σου; 

Δεν υπάρχουν πλέον οι πολυτέλειες να σε σώσει το οποιοδήποτε κόμμα. Το Κόμμα είναι ένα που σε κυβερνά και το βλέπεις στην ολομέλεια της Βουλής και πολύ σύντομα θα το βλέπεις στην ολομέλεια της Ευρωβουλής. Αυτό το Κόμμα το μόνο που θέλει είναι να σώσει το αφεντικό του, που δεν είναι άλλο από την ΕΕ. Χρησιμοποιώντας το παλιό κόλπο “βάλε δημοκρατικά τους δήθεν αντιδραστικούς στο παιχνίδι” , οι λαοί θα νομίζουν ότι υπάρχει και αντίθετη άποψη από τον ολοκληρωτισμό. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο που τον ρόλο της υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας των κρατών στην Ευρωβουλή θα τον παίξουν δύο Αποικιοκρατικές Αυτοκρατορίες που μόνο έθνη δεν σεβόταν, ούτε σέβονται: Η Αγγλική και η Γαλλική.

Επίσης για τον φερετζέ του πραγματικού ναζισμού που εξαπλώνεται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη βάζουν στο παιχνίδι και εκφραστές του “παλιού” ναζισμού για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια των εθελοτυφλούντων. Ο κακός ναζισμός ενάντια στον καλό ναζισμό. Οι κακοί ρατσιστές εναντίον στους καλούς ναζιστές. Οι συνταγματικοί ενάντια στους αντισυνταγματικούς. Όμως όλοι ανήκουν στο Κόμμα και από το Κοινό Ταμείο τρέφονται με χρήμα κι έτσι μπορούν να χειραγωγούν τα απεγνωσμένα πλήθη.

Από την πλευρά του λαού, πλέον ο φασίστας και ο κομουνιστής πολίτης έχει την ίδια ακριβώς μοίρα. Το ίδιο και ο πρασινοφρουρός με τον παρακρατικό δεξιό. Όλοι έχουν το προσωπικό Γολγοθά που ανεβαίνουν κάθε μέρα, τα ίδια χαράτσια, τις ίδιες ικεσίες στο τραπεζίτη για το κόκκινο δάνειο, τους ίδιους αποχωρισμούς με τα παιδιά τους την ώρα που αυτά μπαίνουν στο αεροπλάνο για την ξενιτειά, την ίδια αναξιοπρέπεια στην ασθένεια και το ίδιο μαύρο μέλλον.

Αν ακόμα αντέχει μια μερίδα της μάζας είναι γιατί το Κόμμα τους χρειάζεται. Δίνοντάς τους ένα καλό μισθό τούς έχει όχι πλέον σε δημόσια ή επιδοτούμενη ιδιωτική εργασία, αλλά σε Κομματική εργασία διότι κοστίζουν λιγότερο από πριν. Έτσι, αποφεύγουν ξαφνικές κοινωνικές αντιδράσεις και είναι ο καλύτερος λόγος που η χώρα δανείζεται έτσι ώστε να υπάρχει χρέος, να παίρνει ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που είναι μεγαλύτερες από το δήθεν χρέος κι έτσι κυλάει το Κοινό ευρωπαϊκό τραπεζικό χρήμα. Πολύ σύντομα ο ολοκληρωτισμός δεν θα τους χρειάζεται πλέον και τότε κι αυτοί θα μπουν με την σειρά τους στο μπλέντερ της κάτω κοινωνίας.

Πάντα, βέβαια, θα υπάρχουν οι ανάλογοι γερμανοτσολιάδες που για 70 ευρώ άνετα θα κόβουν κεφάλια είτε ανήκουν σήμερα σε ψηφοφόρους της Χ.Α, είτε σε ψηφοφόρους του Σύριζα. Ο ναζισμός δεν έχει ιδεολόγους υποστηρικτές, μόνο μισθοφόρους.

Φθάνουμε στο τέλος. Σε πολύ λίγο δεν θα χρειάζεται καν ο φερετζές -Βουλή -να είναι σε λειτουργία παρά μόνο εκπρόσωποι του Κόμματος ανά κράτος που με μία υπογραφή θα ορίζουν όχι το μέλλον σου αλλά αν θα πρέπει να ζήσεις ή να πεθάνεις και σε ποια εργοστάσια παραγωγής που στηρίζουν το Κόμμα θα εργάζεσαι. Στρατόπεδα αναγκαστικής δουλείας με το πέπλο της εργατικής απασχόλησης θα είναι και τίποτε περισσότερο. Κοινό Σύνταγμα, Κοινό Δίκαιο, Κοινά Εργασιακά Δικαιώματα, Κοινή Άμυνα, Κοινή Μοίρα.

Μέχρι να φθάσει στο ζενίθ της η Αυτοκρατορία του Κόμματος δεν θα υπάρξει καμία σθεναρή αντίσταση από κανέναν λαό. Όλα θα γίνουν ομαλά και φιλήσυχα, όπως το πάνε μέχρι σήμερα  εισβάλλοντας χωρίς να βρουν αντίσταση από κανένα Ρούπελ, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος που τους κόστισαν ακριβά σε χρήμα, σε στρατό και το σημαντικότερο σε διάρκεια ζωής. Από την άλλη όμως δεν θα υπάρχουν και τα Αναχώματα να ξεγελούν τον καταπιεσμένο προσφέροντάς του άνανδρα Ελπίδα. Ο ναζισμός χρειάζεται τα Αναχώματα μόνο μέχρι να φθάσει στην απόλυτη δύναμή του, μετά τα ισοπεδώνει.

Η Κοινή Πολιτική θα ρίξει τα σύνορα ειρηνικά αλλά από την άλλη θα δημιουργήσει έναν Κοινό Λαό που η κοινή του μοίρα ως δούλο θα γεννήσει έναν νέο -ισμό που θα τον απελευθερώσει. Χρονικά για πολύ λίγο, διότι ο Λαός υπάρχει από την στιγμή που γεννά από μόνος του την Εξουσία. 

 

αναδημοσίευση από:  http://simplemangreek.blogspot.ca/search/label/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8C%20%CF%84%CE%BF%CE%B9%CF%82%20%CF%80%CE%AC%CF%83%CE%B9

Η επιστημονική μυθολογία της «ταξικής ψήφου»


Στις αναλύσεις που ακολούθησαν τις πρόσφατες εκλογές, (αλλά και παλαιότερες), ένα από τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά που χρησιμοποιούνται ιδίως από αναλυτές που αναφέρονται στο χώρο της αριστεράς είναι ο «ταξικός» χαρακτήρας της ψήφου –ή η έλλειψή του. Με τη βοήθεια ποσοστών, χαρτών, πινάκων και άλλων υποτίθεται «αντικειμενικών» εργαλείων αναζητάται εναγωνίως ποιες τάξεις ή/ και «στρώματα» προτιμούν το Α κόμμα και ποιες το Β. Συνήθως διαπιστώνεται με ικανοποίηση ότι π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά συγκέντρωσε τη στήριξη των «λαϊκών στρωμάτων», ή πάντως αυτό συνέβη σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν (βλ. π.χ. άρθρο του Γιώργου Ανανδρανιστάκη στην Αυγή της 31.05.2014 με τον απλό και εύγλωττο τίτλο«Ψήφος ταξική»). Άλλοτε πάλι διαπιστώνεται ότι αντιθέτως το κόμμα αυτό «παρουσιάζει μικρή αλλά σημαντική κάμψη στις λαϊκές γειτονιές, τους άνεργους και τους νέους, γεγονός που πιθανόν σχετίζεται με χαλάρωση της απεύθυνσης στα στρώματα αυτά που είναι τα κυρίως θιγόμενα και στρατηγικά δεμένα με την αριστερά» (Αλέξη Μπένου, «Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα» –μια αιτιολόγηση η οποία την ίδια στιγμή συνιστά και έμμεση υπόδειξη για μια νέα πολιτική, λιγότερο «χαλαρή»).
Η διερεύνηση αυτή υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στον εσώτερο πυρήνα, στην πεμπτουσία του μαρξισμού και της επαναστατικής θεωρίας, που είναι η ανάγνωση της ιστορίας με βάση την πάλη των τάξεων. Ωστόσο, ισχυρίζομαι ότι η μεθοδολογία τέτοιων αναλύσεων από πρακτική άποψη έχει μεγαλύτερη σχέση με την περιγραφική αστική κοινωνιολογία, για να μην πούμε δημο(σιο)γραφία, παρά με τον Μαρξ ή με οτιδήποτε το επαναστατικό. Και πάντως δεν μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τις εξελίξεις ή να χαράξουμε ορθότερη πολιτική.
Ας δούμε π.χ., με τη βοήθεια μερικών αποσπασμάτων, πώς χρησιμοποιείται ο όρος «τάξη» στο πρώτο εκ των δύο κειμένων που αναφέρθηκαν παραπάνω, το οποίο δίνει και πιο εκτενείς εξηγήσεις. Οι υπογραμμίσεις δικές μου. 
Δεν ψηφίσαμε μόνο με οικονομικά κριτήρια, ποτέ οι λαοί δεν ψηφίζουν μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως και να το κάνουμε όμως, η ψήφος της 25ης Μαΐου ήταν πρωτίστως ταξική.
Η ψήφος λοιπόν δεν καθορίζεται πάντοτε από οικονομικά κριτήρια. Ενίοτε όμως καθορίζεται, και όταν αυτό συμβαίνει είναι ταξική. Άρα ταξική = οικονομική.
Όχι όμως μόνο αυτό· όταν δεν λειτουργεί αυτός ο καθορισμός, τότε πρόκειται για κάποιου είδους παρέκκλιση, ανωμαλία.
Στις «υψηλές περιοχές», Βουλιαγμένη, Βούλα, Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη, η Ν.Δ. πήρε 47,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 13,8%. Απολύτως φυσιολογικό αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι ψήφισαν με βάση τα συμφέροντα και τους φόβους τους.
Οι «υψηλές – μεσαίες» περιοχές έγιναν μεσαίες στα χρόνια του Μνημονίου και αυτό αρχίζει να αποτυπώνεται σιγά – σιγά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι «μεσαίες» περιοχές, Ελληνικό, Ζωγράφου, Γαλάτσι, Βύρωνας, έγιναν εισοδηματικά μικρομεσαίες κι έτσι η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ με τη Ν.Δ. ξεπέρασε αισίως τις δέκα μονάδες.
Ένα αποτέλεσμα λοιπόν είναι φυσιολογικό όταν καθορίζεται από την εισοδηματική κατάσταση των ανθρώπων, τα συμφέροντα και τους φόβους που απορρέουν από αυτήν –τα οποία είναι σύστοιχα, αν όχι συνώνυμα, της ταξικής τους θέσης. Άρα είναι αφύσικο όταν δεν καθορίζεται από αυτά (αλλά από τι άραγε; υποθέτω από τα ΜΜΕ, την κυρίαρχη ιδεολογία, την πλύση εγκεφάλου ή άλλα συναφή στοιχεία που εκτρέπουν τους ανθρώπους από την ορθή κατανόηση της θέσης τους). Με άλλα λόγια: όπως δείχνει η χρήση του χαρακτηριστικού ρήματοςαποτυπώνεται, έχουμε εδώ μία λογική δύο επιπέδων, της συνείδησης και του βαθύτερου Είναι,του «πράγματος καθαυτού». Όταν παρεμβάλλονται άλλοι, εξωτερικοί παράγοντες «θορύβου», η αποτύπωση του Είναι στη συνείδηση παραμορφώνεται· όταν οι παράγοντες αυτοί εξαφανίζονται, π.χ. λόγω της κρίσης που μας κάνει να δούμε τα πράγματα πιο «ταξικά», χωρίς παρωπίδες, (ή/ και που κάνει τα ίδια τα πράγματα πιο «ταξικά» ως προς την ουσία τους), τότε η αποτύπωση είναι όσο το δυνατόν πιστή και γνήσια.
Η «ταξικότητα» λοιπόν, με βάση το δυισμό αυτών των αναλύσεων, νοείται ως μια πλατωνική ιδέα που υλοποιείται ατελώς στην εμπειρική πραγματικότητα. Αλλά επιπλέον, η ιδέα αυτή είναι κανονιστική (για την αριστερά): στόχος της αριστερής πολιτικής πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν πιστότερη αντιστοίχιση του επιφαινομένου με την βαθύτερη ουσία. Σωστή αριστερή πολιτική είναι εκείνη που συμβάλλει περισσότερο στην προσέγγιση της «ιδανικής επικοινωνίας», που απομακρύνει τους θορύβους και τα παράσιτα τα οποία θολώνουν την εικόνα· που επιτρέπει να ξαναβρούμε στο δεύτερο επίπεδο (το επίπεδο της εκπροσώπησης/ αναπαράστασης –η λατινικής προέλευσης λέξη representation σημαίνει και τα δύο) την όσο γίνεται πιστή απεικόνιση του πρώτου, χωρίς παραμορφώσεις.
Η (παρα)επιστημονική αυτή φιλολογία λοιπόν λειτουργεί με βάση ένα μοντέλο «εκφραστικής αιτιότητας» –η πολιτική συμπεριφορά ως αντανάκλαση μιας ουσιοκρατικά ορισμένης «δομής βάθους»- και, φυσικά, με μόνο αποδεικτικό εργαλείο τη στατιστική.
Statistica, όπως είναι γνωστό, σημαίνει «επιστήμη του κράτους». Η γενική «του κράτους» αρχικά νοούνταν εδώ ως αντικειμενική (=κάποιος άλλος μελετά το κράτος), αλλά δεν θα πέφταμε και πολύ έξω αν τη νοούσαμε και ως υποκειμενική (αυτός που μελετά είναι το ίδιο το κράτος –ή κάποιος που σκέφτεται σαν κράτος).
Για παράδειγμα: το άρθρο της «Αυγής» βασίζεται σε μία άλλη ανάλυση, του Χριστόφορου Βερναρδάκη, με τίτλο «Ευρωεκλογές 2014. Οι βασικές διαιρετικές τομές του εκλογικού σώματος» –από την οποία και αντλεί τα στοιχεία του.
Η διαπίστωση μιας «μεγάλης πολιτικής-ταξικής πόλωσης που διακρίνει τον κομματικό ανταγωνισμό» υπάρχει ήδη στο άρθρο του Βερναρδάκη. Όπως επίσης –και κυρίως- υπάρχουν πολλά αριθμητικά δεδομένα, οργανωμένα σε εκτενείς καταλόγους κοινωνικής και γεωγραφικής κατανομής του πληθυσμού σε ορθογώνιους παραλληλόγραμμους πίνακες, με το αντίστοιχο για κάθε κατηγορία νούμερο τακτοποιημένο στο κατάλληλο τετράγωνο κουτάκι.
Τόσο η ίδια η ανάλυση, όσο και η αισθητική της παρουσίασής της, δημιουργούν μία ασφυκτική επιστημονικοφανή ατμόσφαιρα η οποία ωθεί ολοταχώς τον αναγνώστη να φαντάζεται τον ταξικό ανταγωνισμό όχι ως μια σχέση που συγκροτεί τους δύο –ή περισσότερους- πόλους της, αλλά σαν έναν αγώνα ράγκμπυ, όπως έλεγε ο Αλτουσέρ[1]. Έναν αγώνα στον οποίο οι δύο ομάδες είναι ήδη γνωστές, συγκροτημένες, πριν τη συνάντησή τους, η κάθε μια συγκεντρωμένη με τα χρώματα και τα εμβλήματά της στο οικείο μέρος του γηπέδου που έχει διαγραμμισθεί κατάλληλα (από ποιον άραγε; από τον διαιτητή, τους επόπτες γραμμών – πάντως κάποιον τρίτο εκτός του ανταγωνισμού), και οι οποίες αντιπαρατίθενται μόλις ο τρίτος αυτός δώσει το σύνθημα, σε ορισμένο χώρο και για ορισμένο χρόνο. Μετά αποσύρονται πάλι στα στρατόπεδά τους. Κάποια έχει νικήσει, κάποια έχει ηττηθεί, αλλά καμία δεν έχει μετασχηματισθεί.
Όλα αυτά τα «αντικειμενικά» στοιχεία επιστρατεύονται για να τεθούν στην υπηρεσία μιας «δεσπόζουσας αφήγησης» [master narrative] η οποία είχε προταθεί από την αρχή της εμφάνισης της κρίσης: της αφήγησης περί πολέμου «τάξης εναντίον τάξης» ο οποίος υποτίθεται ότι θα αναφαίνεται όλο και περισσότερο όσο προχωρά και βαθαίνει η οικονομική κρίση[2]. Η μόνιμη επωδός της περιδιάβασης στα νούμερα είναι η επιθυμία να δοθεί σάρκα και οστά στην προφητεία αυτή, δηλαδή να εξαχθεί απ’ αυτά το συμπέρασμα ότι προοδευτικά σχηματίζονται δύο αντίπαλα στρατόπεδα, το αριστερό και το δεξιό, τα οποία εκφράζουν με όλο και μεγαλύτερη καθαρότητα τον «κόσμο της εργασίας» και τον «κόσμο του κεφαλαίου» αντίστοιχα.
Η προσπάθεια αυτή ήταν παρούσα ήδη στις σχετικές αναλύσεις των προηγούμενων εκλογών, μέσα από τη φιλολογία περί «ταξικά πολωμένης ψήφου»:
πρώτο συμπέρασμα, είναι μάλλον καταγεγραμμένο το γεγονός της κοινωνικής και ταξικής πόλωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Πορεία που καταγράφηκε στις εκλογές της 6/5 και κορυφώθηκε στις εκλογές της 17/6 και η οποία «συνοψίζεται» στην ύπαρξη δυο κοινωνικών μπλοκ. Αυτό της συνολικής Δεξιάς/Κεντροδεξιάς με κύριο εκφραστή την ΝΔ και αυτό της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς με βασικό εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαρροές των μικρών ή «μεσαίων» κεντροδεξιών/ ακροδεξιών αστικών κομμάτων προς την ΝΔ στις 17/6 καταγράφηκε με την συνολική άνοδο του κατεξοχήν αστικού/φιλελεύθερου κόμματος της ΝΔ και η οποία κέρδισε 10,8% σε 42 μέρες σκαρφαλώνοντας στο 29,7%. Ανάλογη πορεία είχε και ο ΣΥΡΙΖΑ  συνεχίζοντας την εκλογική του απογείωση και τελικά «σκαρφαλώνοντας» στο 27% της 17/6. Πορεία επικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα δύσκολη αν λάβουμε υπόψη την κοινωνική συμπύκνωση της πολιτικής και ταξικής δυναμικής των κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζουν (Ηλία Ν. Παπαναστασίου, «Ταξική πόλωση», protagon.gr, 23 Ιουνίου 2012).
Ωστόσο, τα νούμερα δεν βγαίνουν, και απαιτείται μεγάλη δόση χειραγώγησης και ταχυδακτυλουργιών για να εμφανιστεί η εικόνα αυτή ως επιβεβαίωση της προφητείας.
Αν «ταξική πόλωση» σημαίνει «ύπαρξη δυο κοινωνικών μπλοκ, της συνολικής Δεξιάς/Κεντροδεξιάς με κύριο εκφραστή την ΝΔ και της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς με βασικό εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ», τότε είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι ποτέ στην ελληνική εκλογική ιστορία δεν υπήρχε μικρότερη ταξική πόλωση. Διότι, όπως είναι γνωστό, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, υπήρχαν ήδη δύο μπλοκ, και μάλιστα το καθένα από αυτά είχε όχι απλώς ως «κύριο» αλλά ως αποκλειστικό εκφραστή του ένα κόμμα. Οι τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις εμφάνισαν τη μεγαλύτερη διασπορά και κατακερματισμό πολιτικών δυνάμεων που υπήρξε ποτέ. Αν η «επική πορεία» προς το 27% και το «σκαρφάλωμα» στο 29,7% –ποσοστά που ισχύουν για το 2012, ενώ το 14 ήταν ακόμη μικρότερα- συνιστούν «ταξική πόλωση», τότε τι θα πρέπει να πούμε για τα σαραντάρια και σαρανταπεντάρια που έπαιρναν επί δεκαετίες το πρώτο και το δεύτερο αντίστοιχα (ενιαίο) κόμμα;
Ισχυρίζομαι ότι τα στοιχεία που παρατίθενται επιλεκτικά δεν αρκούν για να πείσουν –παρά μόνο όσους είναι ήδη πεισμένοι- πως υπάρχει κάποιος (στατιστικά αξιολογήσιμος και εντονότερος απ’ ό,τι άλλοτε) αιτιώδης καθορισμός της κομματικής επιλογής των ψηφοφόρων από την ταξική τους τοποθέτηση, μεγαλύτερος απ’ ό,τι π.χ. από το χρώμα των μαλλιών τους.
Αυτές οι διαβεβαιώσεις λοιπόν περί «πολωμένης ψήφου» σε πείσμα των αριθμών είναι προβληματικές, για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος αφορά την ίδια τη συγκρότηση και την εννοιολόγηση των στοιχείων. Η κατανομή του πληθυσμού στα τετραγωνάκια του πίνακα γίνεται με βάση όχι κοινωνικές τάξεις (πράγμα ούτως ή άλλως αδύνατο, αφού όπως ξέρουμε οι τάξεις δεν αποτελούνται από άτομα αλλά από θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας[3]), αλλά με βάση την (αυτο)τοποθέτηση σε ένα «μενού» επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Το μενού αυτό είναι εκείνο που έχει καταρτίσει και χρησιμοποιεί η κρατική γραφειοκρατία, και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, ακολουθεί και την παραδοσιακή φαλλογοκεντρική σύλληψη ότι ως «εργαζόμενος» νοείται μόνο ο άντρας, ο «αρχηγός οικογενείας». Έτσι, θυμίζοντας λίγο τον κατάλογο του Μπόρχες, η κατάταξη αυτή, εκτός από «μισθωτός», «αγρότης», «εργοδότης», έχει χωριστές κατηγορίες για τις «Νοικοκυρές» και για τους «Μαθητές / Σπουδαστές / Φοιτητές». Όπως είναι όμως προφανές, το αν κάποια είναι νοικοκυρά ή φοιτήτρια δεν εξαντλεί το ζήτημα της ταξικής της ένταξης με τη μαρξική έννοια.
Επίσης, στη λίστα εμφανίζονται αυτοτελώς οι «άνεργοι», ενώ οι «Επαγγελματίες-Βιοτέχνες- Μικροί έμποροι» καταλαμβάνουν όλοι μαζί ένα τετραγωνάκι, ενιαίο, και διακριτό από εκείνο των «Εργοδοτών-Επιχειρηματιών».
Αλλά ας δεχθούμε ότι μόνο αυτά τα στοιχεία είναι πρακτικώς διαθέσιμα και έστω κατά προσέγγιση πρέπει να βασιστούμε σε αυτά, ελλείψει άλλων. Ακόμα και με δεδομένες τις κατηγορίες, στα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται υπάρχει ένα εύρημα που δεν χωράει με τίποτα στην δεσπόζουσα αφήγηση. Αυτό είναι φυσικά τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής. Τα οποία είναι μεν υψηλά στην κατηγορία «εργοδότες», είναι όμως επίσης υψηλά στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, όσο και στους ανέργους.
Το ίδιο ισχύει για τα ποσοστά που πήραν όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Διότι, με βάση το σχήμα της «ταξικής πόλωσης δύο στρατοπέδων», πού θα έπρεπε να καταταγούν άραγε το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ, οι Οικολόγοι, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες; στο στρατόπεδο του κεφαλαίου ή της εργασίας, και γιατί;
Για να καλυφθεί αυτό το ρήγμα, επιστρατεύονται διάφορα μπαλώματα[4]: η Χρυσή Αυγή «κατά βάθος» είναι αναμφίβολα κόμμα του κεφαλαίου, (άλλωστε αυτό το έδειξε και το γνωστό ντοκυμανταίρ[5]), αλλά τα «λαϊκά στρώματα» την ψηφίζουν επειδή και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσουν την «πόλωσή» τους –απλώς με μία ψήφο που είναι αντισυστημική απ’ τα δεξιά. Δηλαδή μπορεί εμείς να ξέρουμε ότι δεν είναι πραγματικά αντισυστημική, είναι αντισυστημική εντός εισαγωγικών, αλλά αυτοί που την ψηφίζουν δεν το ξέρουν. Όσο για τα άλλα κόμματα, αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκφράζουν τα «μεσαία στρώματα», αν δεν αποτελούν κιόλας τεχνητές επινοήσεις του «συστήματος» στην προσπάθειά του να ανακόψει την πορεία προς την αναπόφευκτη πόλωση και να θολώσει την εικόνα των δύο στρατοπέδων.
Έτσι, όμως, είναι σαν να μετακινούμε τα δοκάρια ώστε η μπάλα να μπαίνει πάντα στην εστία. Διότι προσφεύγουμε σε έναν παράγοντα «μη ταξικό» (με την έννοια που δίνεται στον όρο στις παραπάνω αναλύσεις, δηλ. μη οικονομικό-εισοδηματικό) για να εξηγήσουμε περίπου το 50% του αποτελέσματος. Ωστόσο, η αφήγηση περί «πολέμου τάξης εναντίον τάξης», καθώς εμφανιζόταν ως προέκταση και εφαρμογή της μαρξικής θεωρίας (κατά την οποία «η ιστορία όλων των μέχρι σήμερα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων»), ερχόταν με την αρχική υπόσχεση μιας καθολικής εξήγησης. Τώρα φαίνεται να δεχόμαστε ότι ο νόμος της «ταξικής ψήφου» δεν έχει γενική ισχύ· είναι ένας νόμος «με αστερίσκους». Διότι τι είναι αυτό το «σύστημα» και από πού ήρθε; Βρίσκεται άραγε μέσα ή έξω από τα δύο στρατόπεδα και την πάλη τους; Πώς μπορούμε, με τα ίδια τα όπλα της δεσπόζουσας αφήγησης, να σκεφτούμε πότε λειτουργεί η αιτιότητα αυτή και πότε αναστέλλεται η λειτουργία της;
Το «σύστημα» είναι ένα ον που έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στον ανταγωνισμό των δύο στρατοπέδων και να τον αλλοιώνει, προς όφελος όμως πάντα του ενός εκ των δύο. Είναι κάτι σαν διαιτητής σε αυτόν τον αγώνα ράγκμπυ. Στημένος βέβαια διαιτητής, αλλά αυτό είναι σχεδόν ταυτολογία, διότι στην ουσία της ιδιότητας του διαιτητή ανήκει το να είναι στημένος.
Το ον αυτό λοιπόν βρίσκεται και μέσα και έξω από τον ανταγωνισμό.
Είναι δηλαδή ο κυρίαρχος, αυτός που μπορεί να κηρύσσει την αναστολή της ισχύος του νόμου και την κατάσταση εξαίρεσης. Μόνο που η ύπαρξη και η δράση αυτού του κυριάρχου δεν είναι δηλωμένη και αναγνωρισμένη, μολονότι είναι απαραίτητη για τη συνοχή και τη λειτουργία του σχήματος. Η δεσπόζουσα αφήγηση δεν την έχει αναλάβει και δεν την έχει συμπεριλάβει στα εργαλεία με τα οποία μας υποσχέθηκε να ερμηνεύσει πλήρως τις πολιτικές εξελίξεις.
Υπάρχει κατά τη γνώμη μου ένας ριζικός τρόπος να αποφύγουμε τα αδιέξοδα αυτά. Το χειρότερο –ή ίσως το καλύτερο, ανάλογα από την οπτική γωνία απ’ την οποία το βλέπει κανείς- με την ανάλυση αυτή, δεν είναι ότι σφάλλει εμπειρικά και πραγματολογικά. Είναι ότι τζάμπα προσφεύγει σε αυτή η χειραγώγηση, διότι δεν παίζεται τίποτε από το αν η θεωρία περί πόλωσης επιβεβαιωθεί ή διαψευσθεί.
Αυτό που πρώτα απ’ όλα πάσχει είναι η εντύπωση ότι το μόνο εύφορο έδαφος, η μόνη προϋπόθεση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής είναι η πόλωση και η αναμέτρηση «τάξης εναντίον τάξης», και ότι άρα πάση θυσία πρέπει να πειστούμε, και να πείσουμε, πως αυτό ήδη συμβαίνει –ή απλώς εμποδίζεται προς το παρόν από διάφορα παράσιτα που όμως σύντομα θα εκλείψουν.
Ο πιο απλός τρόπος για να ξεφύγουμε από αυτές τις ταχυδακτυλουργίες και τις λήψεις του ζητουμένου είναι να εγκαταλείψουμε την ουσιοκρατία και την τελεολογία της τάξης. Να δούμε ότι αυτή αποτελεί απλώς μία υπερεγωτική δέσμευση των αριστερών κληρονομημένη από το παρελθόν, μία διαρκής επιτελεστική απολογία απέναντι στο ΚΚΕ –ή στις αμέτρητες πλέον ομάδες που θέλησαν κατά καιρούς, ή ακόμα θέλουν, να είναι «το σωστό» ΚΚΕ στη θέση του ΚΚΕ[6]. Το οποίο πάντοτε θεωρούνταν ως η προσωποποίηση της «ταξικότητας» και πάντοτε πιστωνόταν με μία αδιαφιλονίκητα προνομιακή σχέση με τον «κόσμο της εργασίας», ή με την «εργατιά» σύμφωνα με έναν όρο που ήταν εν χρήσει ιδίως παλιότερα. Απέναντι σε αυτή τη σχέση ένιωθε μονίμως ένα κόμπλεξ ο κόσμος που καταγόταν από το ρεύμα του ΚΚΕ εσ. και των σχημάτων που το διαδέχθηκαν. Ένα ρεύμα που ο Ανδρέας Παπανδρέου, την αρκετά μακρινή πλέον δεκαετία του 80, είχε αποκαλέσει «αριστερά των σαλονιών»[7].
Ωστόσο, αν ψάξουμε να δούμε τι είδους πλεονεκτήματα έχει επιτέλους αποφέρει στο ΚΚΕ αυτή η υποτιθέμενη σύνδεσή του με την εργατική τάξη, δεν θα βρούμε κάτι ιδιαίτερα αξιοζήλευτο. Το κόμμα αυτό όχι μόνο είναι καθηλωμένο στο ίδιο ουσιαστικά ποσοστό επί δεκαετίες, αλλά και από ποιοτική άποψη τον κόσμο αυτό που παίρνει μαζί του δεν δείχνει να μπορεί –ή να θέλει καν- να τον κάνει τίποτα, να τον πάει πουθενά (εάν υποθέσουμε ότι ο ίδιος αυτός ο κόσμος θέλει να πάει κάπου). Αν κοιτάξουμε δε τον ίδιο το λόγο του ΚΚΕ, θα βρούμε και εκεί να θεματοποιείται η «ταξικότητα» με βάση το ίδιο μείγμα εμπειρισμού και κανονιστικότητας. Ενδεικτικά:
ΦΙΛΙΩ ΣΑΡΑΝΤΙΔΟΥ: «Η ψήφος πρέπει να είναι ταξική», ήταν ο τίτλος προεκλογικού ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 31 Αυγούστου 2007 (αλλά θα μπορούσε να είχε δημοσιευτεί οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία τα τελευταία 40 τουλάχιστον χρόνια). Σε αυτό αναφέρεται ότι
η Φιλιώ Σαραντίδου, υποψήφια βουλευτής του ΚΚΕ, κάλεσε [τους εργάτες, τις εργάτριες και τα παιδιά τους] να ψηφίσουν με κριτήριο τα συμφέροντα της τάξης τους. Να ρίξουν στην κάλπη ψήφο ταξική, ψήφο στο ΚΚΕ.
Η ψήφος λοιπόν των εργατών (και των «παιδιών τους») δεν είναι (πάντα/ απαραίτητα) ταξική, γι’ αυτό πρέπει να τους εγκαλέσουμε και να τους υποδείξουμε ότι πρέπει να είναι. Υπάρχει ένα αμοιβαίο χρέος: το κόμμα έχει καθήκον να εκφράζει την εργατική τάξη, αλλά και η εργατική τάξη έχει σύστοιχο καθήκον να ψηφίζει το κόμμα της, διότι έτσι μόνο είναι σίγουρη ότι η ψήφος της «μένει εκεί και δεν πάει αλλού» –καλύτερη έκφραση της ακινησίας και της αδράνειας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής βρίσκεται η λογική των ριζοσπαστικών κινημάτων του 21ου αιώνα. Μια λογική την οποία εισήγαγε πρόσφατα κατά παραδειγματικό τρόπο στο πολιτικό επίπεδο το νεοπαγές ισπανικό κόμμα-μη κόμμα Podemos.
Όπως εξηγούσε ο μπλόγκερ iohannesmaurus σε κείμενό του το οποίο πρόσφατα δημοσιεύσαμε μεταφρασμένο στα ελληνικά[8],
Η αριστερά, ειδικά της μαρξιστικής παράδοσης, τείνει να συλλαμβάνει την πολιτική δράση ως εφαρμογή μιας θεωρητικής αλήθειας, και πιστεύει ότι είναι δυνατό να δρα κανείς μόνο υπό τις μορφές εκπροσώπησης που έχουν αποκρυσταλλωθεί στο κόμμα ή στο κράτος ως γενική απεικόνιση [representación] της κοινωνίας.
Οι θέσεις αυτής της αριστεράς, συνέχιζε η ανάρτηση, «αρθρώνονται γύρω από τον ίδιο άξονα: τη σχέση αλήθειας-αντιπροσώπευσης».
Εν προκειμένω, στα εκλογολογικά τσαλαβουτήματα των αριστερών αρθρογράφων εγώ θα προσέθετα ότι ως αλήθεια εμφανίζεται η ίδια η αντιπροσώπευση –όταν είναι πράγματι ταξική, χωρίς παράσιτα.
Λέει π.χ. η Αυγή:
Στις περιοχές των «μισθωτών εργατών», Καματερό, Κερατσίνι, Νίκαια, Ρέντης, Περιστέρι, Αιγάλεω, η ΝΔ έλαβε ό,τι της άξιζε (Ανανδρανιστάκης, ό.π.)
Όμως, τι της άξιζε; Και με βάση ποιο μέτρο αξίας;
Αυτό δεν λέγεται ρητά. Η πολιτική πάντως εμφανίζεται εδώ ως ζήτημα αντιστοίχισης, προσαρμογής, ανταπόκρισης. Ως adequatio, όπως θα έλεγαν οι αριστοτελιστές του Μεσαίωνα – adequatio rei et intellectus ήταν γι’ αυτούς ο ορισμός της αλήθειας.
Ωστόσο, κάθε άξια του ονόματός της χειραφετητική πολιτική οφείλει να είναι πολιτική όχι της αντιστοίχισης, αλλά του μετασχηματισμού· όχι της πιστής και ευθείας έκφρασης μιας προϋπάρχουσας ταυτότητας, αλλά της διάρρηξης και της «αναταραχής ταυτοτήτων».
Το στοιχείο αυτό είναι πολύ επίμονα ορατό στο λόγο τού Ποδέμος. Το άρθρο που αναφέρθηκε επιμένει απερίφραστα στο γεγονός ότι το Ποδέμος εμφανίστηκε όχι για να εκφράσει και να αναπαραστήσει πιστά μία αλήθεια και μία ταυτότητα που προϋπήρχαν, αλλά για να αναδείξει μιααναντιστοιχία, να ανοίξει ένα κενό, ένα ρήγμα στο χώρο της αναπαράστασης. Να το ανοίξει καταλαμβάνοντάς το, ή να το καταλάβει ανοίγοντάς το –και αφήνοντας άλλες ροές να περάσουν από μέσα του.
Τα ίδια ακριβώς στοιχεία –για να περιοριστούμε σε υλικό που είναι διαθέσιμο στα ελληνικά- απαντούν και σε συνέντευξη του Χόρχε Μορούνο, που δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Αυγήςμε τίτλο Podemos: να αλλάξουμε τον τρόπο της πολιτικής. Στους λόγους αυτούς όχι μόνο δεν υπάρχει η αναφορά στην εργατική –ή οποιαδήποτε άλλη- τάξη ως έσχατο κριτήριο αλήθειας και ορθότητας της δράσης της αριστεράς, αλλά σχεδόν δεν υπάρχει ούτε καν η αριστερά ως υπόσχεση προς τον ψηφοφόρο και ως εγγύηση συνέπειας. Όποιος λέει «ψηφίστε με επειδή είμαι συνεπής αριστερός», κερδίζει μόνο την επιδοκιμασία όσων είναι ήδη πεισμένοι ότι είναι καλό πράγμα να είσαι αριστερός –αλλά «πολώνει» και αποθαρρύνει όσους για τον Α ή τον Β λόγο είναι επιφυλακτικοί ή αδιάφοροι απέναντι σε αυτή την ταυτότητα, οδηγώντας τους να περιχαρακώνονται και να υψώνουν τείχη. Αντίθετα, όποιος λέει «ψηφίστε με για να ματαιώσουμε τις εξώσεις ενοικιαστών από τα σπίτια τους», πετυχαίνει μία συνεννόηση στην οποία δεν θέτει ως προαπαιτούμενο τη συμφωνία σε μια συνολική θεωρία ή ένα πρόταγμα, και είναι κάλλιστα δυνατό να πετυχαίνει εξίσου ή και ακόμη περισσότερο σημαντικά αποτελέσματα μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων με το αν την έθετε.
Νομίζω ότι αυτό μας δείχνει η πείρα όχι μόνο του Ποδέμος, αλλά όλων των σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν οπουδήποτε στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Κανένα από αυτά δεν βασίστηκε στην «αστυνομική» –με την έννοια του Ρανσιέρ- λειτουργία της πιστής έκφρασης ενός μέρους από μια δεδομένη κατανομή. Όλα αναφέρονταν στο μέρος «εκείνων που δεν έχουν μέρος», και έτσι συνίσταντο στη διακοπή των ήδη εδραιωμένων ταυτοτήτων, στο άνοιγμα γραμμών εξόδου, στην κατάληψη και τη μεταστροφή της χρήσης χώρων που πριν προορίζονταν για την «ομαλή κυκλοφορία» και επικοινωνία των ατόμων και των εμπορευμάτων. Με τη μεταφορική αλλά συχνά και με την κυριολεκτική, χωρική έννοια. Οι πρακτικές αυτές δεν εξέφραζαν γραμμικά ένα ή περισσότερα «κουτάκια» από την τακτοποιημένη εικόνα των «στρωμάτων» και των «πληθυσμιακών ομάδων»· ήταν γόνιμες στο βαθμό που κόμιζαν την αταξία και όχι την τάξη.
Όπως κάθε άλλη δραστηριότητα, έτσι και η ψήφος στις εκλογές μπορεί να βιωθεί ως μια σημαντική και ενδιαφέρουσα πολιτική πράξη στο βαθμό που εκφεύγει, που εκπλήσσει, που προδίδει, και όχι στο βαθμό που επιστρέφει εκεί που (θα έπρεπε να) ανήκει. Αν το ζητούμενο ήταν μια πρακτική η οποία να αποτυπώνει τέλεια την κατανομή του πληθυσμού σε «στρώματα» και «κατηγορίες», αυτή υπάρχει ήδη: είναι η απογραφή. Δεν προσθέτει τίποτε να γίνουν και εκλογές οι οποίες θα επαναλαμβάνουν τα δεδομένα της απογραφής, αναπαράγοντας το υπάρχον.
Μια ριζοσπαστική πολιτική λοιπόν δεν έχει ενδιαφέρον όταν απομακρύνει τα παράσιτα, αλλά αντίθετα όταν λειτουργεί η ίδια ως παράσιτο -όταν δεν αφήνει την κυκλοφορία και την επικοινωνία να κλείσει[9].
[1] Βλ. Απάντηση στον Τζον Λιούις, Θεμέλιο, Αθήνα 1997, σελ. 65.
[2] Βλ. παλαιότερο σημείωμά μου, από τότε, με τίτλο «Αταξία εναντίον τάξης», και τις εκεί αναφορές.
[3] Βλ. Ν.Α. Πουλαντζά, Οι Κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, 1981, σ. 16.
[4] Εκτός βέβαια των περιπτώσεων όπου τα στοιχεία αυτά απλώς αγνοούνται και δεν αναφέρονται καν, όπως συμβαίνει στο άρθρο της Αυγής.
[5] Βλ. και παλαιότερο σημείωμα με τίτλο Οικονομισμός ΑΕ.
[6]Για μία αξιοπρόσεκτη στην τόλμη της αναγνώριση του γεγονότος αυτού στο πλαίσιο ακριβώς μιας τέτοιας ομάδας, βλ. Νίκος Βγέθης, Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
[7] Ο όρος αυτός είχε βιωθεί τότε ως τρομερά προσβλητικός και τραυματικός, ανάλογος με τον κάπως μεταγενέστερο «αριστερά του καναπέ». Σύμφωνα με τα κλισέ του 19ου αιώνα στα οποία βασίζονται αυτές οι κατηγορίες, τα σπίτια των «πραγματικών» εργατών προφανώς δεν διαθέτουν ούτε σαλόνι, ούτε καναπέ.
αναδημοσίευση από:  http://nomadicuniversality.wordpress.com/2014/06/05/%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%AE/

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο εφιάλτης του ιδιωτικού νερού

water_privatization
Το νερό αποτελεί παγκοσμίως το νέο αντικείμενο του πόθου για τους διεθνείς τραπεζικούς και βιομηχανικούς κολοσσούς. Το θέμα της ιδιοκτησίας του νερού έχει αρκετή προϊστορία, αφού στα μέσα του 19ου αιώνα τα δίκτυα ύδρευσης των μεγαλουπόλεων ανήκαν σε ιδιώτες αλλά εγκαταλείφθηκαν λόγω της αδυναμίας τους να βάλουν τα απαραίτητα κεφάλαια, τα οποία ανέλαβαν τα κράτη και οι δήμοι.
Όμως η τάση αντιστράφηκε (με κριό τη Βρετανία της Θάτσερ και τη Χιλή) και η ιδιωτικοποίηση επιταχύνθηκε μετά το 2000, περίοδο που σηματοδοτεί την πλήρη αποχαλίνωση του κεφαλαίου το οποίο διεισδύει και στους πλέον ζωτικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. (Σε Βουλγαρία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ισπανία, Μεξικό, Φιλιππίνες, Γκάνα, Σενεγάλη κ.λ.π.). Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς το 2011 περίπου 909 εκατομμύρια άνθρωποι υδρεύονταν από «ιδιώτες παίκτες» έναντι 681 εκατομμυρίων το 2007.

«το σχέδιο του αιώνα»

 Τραπεζικοί κολοσσοί, όπως οι Goldman Sachs, JP Morgan Chase, Citigroup, UBS, Deutsche Bank, Credit Suisse, Macquarie Bank, Barclays, Blackstone, Allianz και HSBC Bank, μεταξύ άλλων εδραιώνουν την κυριαρχία τους πάνω στον έλεγχο του νερού. Από κοντά και μεγιστάνες όπως η προεδρική οικογένεια Μπούς (300.000 εκτάρια στη Νότιο Αμερική), ο Warren Buffet με τη Nalco και οι Ασιάτες Li Ka-Shing και Manuel Pangilinan αγοράζουν χιλιάδες εκταρίων γης με υδροφορείς, λίμνες, ποταμούς, δικαιώματα νερού και μετοχές εταιρειών ύδρευσης σε όλον τον κόσμο.
Να μην παραλείψουμε και την Paulson & Co, το hedge fund του γνωστού μεγαλοκερδοσκόπου Τζον Πόλσον, που κατέχει πλέον το 10% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ έναντι 86 εκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, ανοίγοντας την πόρτα για την ολοκληρωτική άλωση και του υπόλοιπου 61,3% του Οργανισμού Ύδρευσης της Αθήνας (ανήκει στο ΤΑΙΠΕΔ), παράλληλα με την γαλλική Suez S.A. Η οποία, ας σημειωθεί πως το 2011 είχε 124 εκατομμύρια «πελάτες» σε όλον τον κόσμο.
Τη στιγμή που οι «γιέσμεν»της κυβέρνησης των Αθηνών ετοιμάζουν την παράδοση της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ στη βουλιμία του κεφαλαίου, το κύμα της αποβολής των κερδοσκόπων από το πιο στοιχειώδες δημόσιο αγαθό επεκτείνεται στην Ευρώπη. Μετά το πατατράκ των ιδιωτών σε Παρίσι και Βερολίνο, στις 14 Μαϊου 2014 ο δήμαρχος του Μονπελιέ, Ph. Saurel, με τις φράσεις «το νερό είναι δημόσιο αγαθό, γιατί είναι απαραίτητο για τη ζωή», ανακοίνωσε την επιστροφή του ελέγχου του νερού στο Δήμο. Ο κ. Saurel πρόσθεσε πως η πόλη θα τερματίσει το 25ετές συμβόλαιο με την Veolia και από 1ης Ιανουαρίου ο Δήμος θα μειώσει τα τιμολόγια κατά 10% και θα φροντίσει για την εξασφάλιση νερού στους φτωχούς.
Το νερό του Παρισιού ιδιωτικοποιήθηκε το 1985 από τον συντηρητικό δήμαρχο του (λέγε με Ζακ Σιράκ) ο οποίος προσέφερε με δύο συμβόλαια Lease στις εταιρείες Suez και Veolia ισομερώς ολόκληρη την παρισινή πρωτεύουσα. Από τα 0,75 ευρώ που χρεωνόταν το κυβικό μέτρο νερού το 1985 η τιμή είχε εκτοξευθεί στα 2,75 ευρώ το 2007.Ήταν τέτοια η συμπεριφορά των ιδιωτών που ο σοσιαλιστής δήμαρχος Μπερτράν Ντελανοέ αναγκάστηκε να «επαναδημοτικοποιήσει» το νεράκι το 2010.
Να υπενθυμίσουμε εδώ – μιας και η Αργεντινή είναι στο επίκεντρο των συζητήσεων – πως ο ολέθριος νεοφιλελεύθερος πρόεδρος Κάρλος Μένεμ είχε παραδώσει το 60% του πληθυσμού σε ιδιώτες παρόχους νερού από το 1993. Μετά την κρίση του 2001 ο πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ επανέφερε το νερό στην κρατική ιδιοκτησία το 2006 συμπεριλαμβανομένου του Μπουένος Άιρες.
«Ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά όχι τσάμπα»
Στον αντίποδα, ο Peter Brabeck-Letmathe, πρόεδρος της Nestlé, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής τροφίμων στον κόσμο και πάτρωνας των μεταλλαγμένων, φρόντισε από το 2013 να δείξει τα δόντια του: «Υπάρχουν μερικές παρανοήσεις σχετικά με τις ιδέες μου για το νερό. Ας το κάνω ξεκάθαρο από την αρχή: Πάντα υποστήριζα το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό. Ο καθένας θα πρέπει να έχει αρκετό, καθαρό, ασφαλές νερό για τις καθημερινές του ανάγκες (50-100 λίτρα ημερησίως) αλλά όχι για να γεμίζει την πισίνα του* ή να πλένει το αυτοκίνητο του. Υπάρχει μια διαφορά. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το νερό. Μέχρι το 2015 περίπου 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε περιοχές χωρίς επάρκεια νερού. Η έλλειψη αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Πρέπει να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε το νερό σαν ένα πολύτιμο πόρο. Το νερό θα πρέπει να έχει καλύτερη διαχείριση και καλύτερη τιμολόγηση. Το να δώσουμε αξία στο νερό είναι προϋπόθεση για να επενδύσουμε στην έρευνα νερού».
Στη συνέχεια κατηγόρησε την (παραδοσιακή) γεωργία πως απορροφά (σε αντιθεση με την καλλιέργεια μεταλλαγμένων) το 95% του γλυκού νερού και …τιμολόγησε το στοιχειωδέστερο αγαθό: «Το νερό όπως κάθε άλλο διατροφικό αγαθό θα πρέπει να έχει αγοραστική αξία. Η ιδέα ότι το νερό αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα, προέρχεται από εξτρεμιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις», κατάληξε ο Brabeck, ανατρέποντας το προοίμιο των δηλώσεων του.
Το κεφάλαιο έχει την τάση να συγκεντρώνεται, να μεταναστεύει εκεί όπου υπάρχει υψηλότερο κέρδος. Με αυτήν την έννοια έχει την αξία της η απόφανση του Γενικού Διευθυντή της DOW Chemical. Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός Andrew Liveris είχε πει από το 2008 πως «το νερό είναι το πετρέλαιο του 21ου αιώνα».
Ενθαρρυνόμενοι από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, η Γουόλ Στριτ, τα hedge funds και Ασφαλιστικές ετοιμάστηκαν για γενικευμένη επιδρομή στο νερό. Η Goldman Sachs συγκέντρωσε μεταξύ 2006 και 2012 περίπου 10 δισ. δολάρια για «επενδύσεις» στο νερό. Μόνο το 2008, όπως έγραψε η New York Times, οι Goldman Sachs, Morgan Stanley, Credit Suisse, Kohlberg Kravis Roberts, και Carlyle είχαν συγκεντρώσει 250 δισ. δολάρια για μια παγκόσμια σταυροφορία εξαγοράς υδάτινων πόρων.
Οι κερδοσκόποι αυτοί χαρακτηρίζουν σε εκθέσεις τους «το νερό πιο ζωτικό από το πετρέλαιο». Η Citi Group αποφαίνεται πως «η αγορά νερού σύντομα θα επισκιάσει αυτές του πετρελαίου, αγροτικών προϊόντων και πολυτίμων μετάλλων». Πανομοιότυπες εκθέσεις συνέταξαν και οι UBS και Credit Suisse. Οι αναλυτές της JPMorgan υπολογίζουν τις σχετικές υποδομές των αναδυόμενων αγορών στα 16 τρις ευρώ για την τρέχουσα δεκαετία. Το DowJones Financial News Online υπολόγιζε το 2007 τις ευρωπαϊκές υποδομές ύδρευσης μεταξύ 3 και 4,3 τρισ. ευρώ.
«Επενδυτές» χωρίς ρίσκο
Η Goldman Sachs σημείωνε πως «οι επενδυτές που ξέρουν πώς να παίξουν με το «μπουμ» των υποδομών θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα. Το νερό αποτελεί στις ΗΠΑ μιαν αγορά 425 δισ. δολαρίων και μια επικίνδυνη ανεπάρκεια νερού θα ήταν πιο σοβαρή απειλή για την ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα από την έλλειψη τροφής».
Το 2007 η Barclays Capital συνεταιρίστηκε με την Protected Distribution Limited (PDL) για την έκδοση ενός επενδυτικού Fund για το νερό με έδρα τα Νησιά Μαν και με αναμενόμενες αποδόσεις 9% – 11% ετησίως. Με σκοπό να επενδύσει στις ιδιωτικοποιήσεις νερού εγγυήθηκε προστασία του αρχικού κεφαλαίου των επενδυτών κατά 100% μέχρι την ωρίμαση του Fund τον Οκτώβριο του 2017. Σε μια άλλη περίπτωση η κυβέρνηση της Βολιβίας, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε υπογράψει, υπό την πίεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 1997 μυστική συμφωνία για ετήσιες αποδόσεις 15% στους «επενδυτές» στην πόλη Cochabamba. Με μυστικό άρθρο, εγγυημένες αποδόσεις υπήρχαν και στο συμβόλαιο για την ιδιωτικοποίηση του νερού του Βερολίνου το 1999.
Μία παράμετρος που προσελκύει τους διψασμένους κερδοσκόπους είναι και η προοπτική της αυξανόμενης βιομηχανοποίησης και αστικοποίησης Κίνας, Ινδίας και άλλων περιφερειακών δυνάμεων. Η Ινδία εξάλλου έχει υποστεί την εμπειρία της ιδιωτικοποίησης του νερού (Citi, Blackstone, IDFC) αν και χώρες όπως η Γαλλία (Veolia, Suez) και η Βρετανία (Deutsche Bank, Cheung Kong Infrastructure) είχαν προηγηθεί.
Οι εταιρείες συνδυάζουν τις εξαγορές αυτές συχνά τις με την απαγόρευση συλλογής ακόμη και βρόχινου νερού από ιδιώτες.
Όπως συνέβη στο Περού όπου το ΔΝΤ επέβαλε στη «συνεργάσιμη» κυβέρνηση Φουχιμόρι να απαγορεύσει στους ιθαγενείς να μαζεύουν νερό ακόμη και από τις στέγες των σπιτιών τους.
Όπως συνέβη και στον μεγαλοκτηματία Gary Harrington από το Όρεγκον που καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 ημερών επειδή άντλησε νερό το κτήμα του που έχει έκταση 170 εκταρίων. Μετά από καταγγελία του δισεκατομμυριούχου T. Boone Pickens ο οποίος κατέχει «δικαιώματα νερού» στον υδροφορέα Ogallala έκτασης 200.000 εκταρίων για άντληση και πώληση 246 δισεκατομμυρίων λίτρων νερού.
«Το νερό είναι φθηνό σήμερα»
Όμως ποια είναι η τιμολογιακή πολιτική που προδιαγράφουν οι «βαρώνοι του νερού»; Το συνηθισμένο μύθευμα του νεοφιλελευθερισμού («καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες») είναι εξόφθαλμα ψευδές εκ προοιμίου για την περίπτωση του νερού. Δεν κάνουν τον κόπο καν να το επικαλεστούν. Είναι εξάλλου καταγεγραμμένο πως οι ιδιωτικοποιήσεις υποδομών νερού παντού έφεραν δραματικές αυξήσεις των τιμολογίων. Πάνω από 15% ετησίως στην περίπτωση του Βερολίνου.
Συνοδεύτηκε μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις με παταγώδεις αποτυχίες των «επενδυτών» να παρέχουν στοιχειώδεις υπηρεσίες. ΄Όπως στις περιπτώσεις του Βερολίνου, της Τζακάρτας, της Κοτσαμπάμπα και του Νταρ Ες-Σαλάμ. Στην Κοτσαμπάμπα, τρίτη σε μέγεθος πόλη της Βολιβίας, οι ιδιώτες μόλις πήραν στα χέρια τους το νερό επέβαλαν σε σύντομο χρόνο διαδοχικές αυξήσεις 38% συν 20% συν 25%.
Η Allianz SE που ίδρυσε την Allianz RCM Global Water Fund παρακινούσε τους υποψήφιους επενδυτές πως «το νερό προσφέρει μακροπρόθεσμες ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου συσκοτίζει μιαν ακόμη πιο σοβαρή έλλειψη: Του νερού. Ένα κεντρικό ζήτημα είναι πως η πραγματική αξία του νερού δεν αναγνωρίζεται… Το νερό τείνει να υποτιμολογείται σε όλον τον κόσμο. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος που σε πολλά μέρη υπάρχει έλλειψη νερού εξαιτίας της απουσίας επενδύσεων».
Ευκρινέστερη και απειλητικότερη προειδοποίηση για μια εφιαλτική εκτίναξη των τιμών δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Πολύ περισσότερο όταν η Citigroup προέτρεπε τους ιδιοκτήτες «δικαιωμάτων νερού» να μην πωλούν απευθείας στους Αμερικανούς αγρότες στην τιμή των 50 δολαρίων ανά στρέμμα αλλά μέσω εταιρειών Άντλησης με 3.000 δολάρια. Δηλαδή συνιστά μια υπερτίμηση 6.000%.
Σε ένα «φυσικό μονοπώλιο» (όπου δηλαδή δεν μπορεί να κατασκευαστεί ένα δεύτερο, παράλληλο δίκτυο) όπως είναι το σύστημα Ύδρευσης, είναι εντελώς παράλογο να προσδοκά κάποιος πως θα υπάρξουν βελτιώσεις ή οφέλη για τους καταναλωτές. Ένα είναι το επιδιωκόμενο από τα κοράκια των αγορών: Η απόσπαση των μέγιστων κερδών από ένα αγαθό χωρίς το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει περισσότερο από λίγα εικοσιτετράωρα.
Όμως το χειρότερο είναι πως τα κοράκια αυτά βρίσκουν μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα συνεργούς, τόσο πειθήνιους και υποταγμένους που είναι πρόθυμοι να παραδώσουν το νερό στους κερδοσκόπους σε τιμές μάλιστα που θα ορίσουν οι πρώτοι. Οι δεύτεροι, οι ασπόνδυλοι Έλληνες «Φουχιμόρι» – παρά την αντίθετη γνώμη του Συμβουλίου Επικρατείας – ετοιμάζονται να ολοκληρώσουν την καταστροφική κυβερνητική θητεία τους με το έγκλημα της πώλησης των ΕΥΔΑΠ η οποία έχει 4,3 εκατομμύρια πελάτες και ΕΥΑΘ (510.000), στους εκπροσώπους του πιο αρπακτικού κεφαλαίου. Αν προλάβουν…
* Από εδώ πρέπει να υπέκλεψε την ιδέα και ο Στουρνάρας, όταν αρνήθηκε να μειώσει το φόρο του πετρελαίου θέρμανσης «για να μην θερμαίνουν οι πλούσιοι της πισίνες τους».

Η ΣΟΒΑΡΟΤΕΡΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ