ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Εκλογές 2012: ένας χρόνος μετά…

Αυτές τις μέρες κλείνει ένας χρόνος από τη διεξαγωγή των εκλογών της 6ης Μαΐου και των επαναληπτικών της 17ης Ιουνίου. Πρόκειται για μια, ίσως, από τις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, καθώς το αποτέλεσμα των αναμετρήσεων επέφερε ριζικές αλλαγές στον κοινοβουλευτικό χάρτη, κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλά έναν όχι και τόσο ιδιόμορφο μετασχηματισμό που υπέστη η ελληνική κοινωνία κάτω από την επέλαση της κρίσης. Εκ πρώτης όψεως βλέπουμε την (αναμενόμενη) συντριβή α) του ΠΑ.ΣΟ.Κ (και την αντικατάστασή του από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α ο οποίος σκαρφάλωσε στη δεύτερη θέση, στην άνοδο του οποίου οφείλεται και η πτώση των ποσοστών του Κ.Κ.Ε λόγω διαρροής ψήφων προς τον πρώτο), και β) του ΛΑ.Ο.Σ (που την θέση του αναπλήρωσε η Χρυσή Αυγή). Ταυτόχρονα, η είσοδος του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων φανερώνει την πολιτική εκπροσώπηση ενός νέου ρεύματος της δεξιάς, ενώ η Δημοκρατική Αριστερά, προσπαθεί να ισορροπήσει το σχοινί μεταξύ ΣΥ.ΡΙΖ.Α και ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ένα χρόνο μετά, τα συναισθήματα παραμένουν ανάμικτα. Ποιά είναι η σημασία της «λαϊκής ετυμηγορίας» και ποιό το πραγματικό νόημα όλων αυτών των εξελίξεων; Τί είδους συμπεράσματα αποκομίζουμε έπειτα από το κλείσιμο ενός δωδεκάμηνου κύκλου; Κάποια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής, λαμβάνοντας ως δεδομένο την τάση κάθε πολιτικού χώρου να ερμηνεύει το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι αυστηρά με βάση τη δική του στρατηγική και ιδεολογική ατζέντα.
Μνημόνιο, τεχνοκρατισμός, Ευρωπαϊκή προοπτική και απατηλές ψευδαισθήσεις
Αρχικά, ο προεκλογικός μηχανισμός ψυχολογικής τρομοκρατίας και προπαγάνδας των Μέσων Ενημέρωσης έκανε πολλούς να αναρωτιούνται αν «θα έρθει η συντέλεια του κόσμου αν βγούμε από το ενιαίο νόμισμα» ή αν «υπάρχει ζωή μετά το ευρώ». Η πύρρειος νίκη της μνημονιακής παράταξης της Ν.Δ αντανακλά μέρος της εξάρτησης μας στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες, στον, λεγόμενο «ευρωπαϊκό μονόδρομο». Πρόκειται για μια από τις πιο έντονες μορφές ετερονομίας που έχει για τα καλά ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία: την αδυναμία να φανταστούμε ότι σαν λαός μπορούμε να ορθοποδίσουμε δίχως την καθοδήγηση των «ειδικών (σε θέματα κοινωνικής ευημερίας) της ΕΕ», δίχως την ασφάλεια και την δήθεν εγγύηση που εμπνέει η σφραγίδα της Δύσης. Έτσι, για μια ακόμη φορά επικράτησε η ψευδαίσθηση ότι επιλέγοντας τον «σίγουρο» δρόμο του Ευρωπαϊσμού, μια νέα ευνοϊκή ευκαιρία ανοίγεται μπροστά μας, για την υπέρβαση των «αρχαϊσμών», της «ελληνικής τσαπατσουλιάς» και της «λογικής της λαμογιάς», που θα μας επιτρέψει να ολοκληρώσουμε τη πολυπόθητή μας πορεία προς τη δυτικοποίηση.
Στο μεταξύ,  η επέλαση της φτώχειας και το οικονομικό ναυάγιο της χώρας συνεχίζεται, παρά τις υποσχέσεις του Α. Σαμαρά και των τεχνοκρατών για «ανάπτυξη» (τί εννοούν βέβαια ανάπτυξη ακόμα δεν μας έχουν ξεκαθαρίσει). Η αποτυχία δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού (που ανέκαθεν ήταν ανορθολογικός ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια) τον καθιστά καθημερινά όλο πιο και βάρβαρο και αντικοινωνικό, ενώ, ταυτόχρονα, παραμένει αντιπαραγωγικός (με μια έμφυτη μανία αποθησαύρισης και όχι «επενδυτικός»), στρεβλός, μαφιόζικος και υπό σιδηρά κρατική προστασία σε βαθμό που να αποτελεί τον ορισμό της διαπλοκής.
Η επικράτηση του λαϊκισμού
Από την άκρα δεξιά και τους νεοναζί, μέχρι και την αριστερά αλλά και κομμάτι του αναρχικού χώρου, ο λαϊκισμός ευδοκιμεί σε κάθε πολιτική συζήτηση. Αν και στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός ανέκαθεν αποτελούσε κομμάτι του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα (και όχι μόνο), τα τελευταία δύο χρόνια κυριαρχεί σχεδόν σε όλα τα τμήματα του αντι-μνημονιακού μπλοκ. Ο σημερινός λαϊκισμός, όμως, δεν αφορά μονάχα την απλή κολακεία του λαού ή την αντίληψη ότι μυστικές συνωμοσίες σε διάφορα μέρη της γης έχουν βάλει στον στόχο τους τον περιούσιο λαό, τους Έλληνες που «δεν φταίνε σε τίποτα», όπως  υποστηρίζει η λαϊκή δεξιά του Καμμένου, οι φασίστες της Χρυσής Αυγής, διάφοροι εθνικιστές και όλοι όσοι αναπαράγουν αλόγιστα τα γνωστά συνθήματα περί «χούντας» και «νέας Κατοχής» – είτε αναλώνονται σε αφηγήσεις περί «γεωπολιτικής» ανεξαρτησίας (κάτι που αποτελεί βασική αντανάκλαση του νεοελληνικού φαντασιακού που λόγω ιστορικών συγκυριών επιλέγει πάντα να μιλά με μια θυματική γλώσσα, υποστηρίζοντας ότι ισχυρά κέντρα εξουσίας επιβουλεύονται την ευημερία του έθνους). Ο λαϊκισμός έχει να κάνει κυρίως και με την απουσία κριτικής στις καταναλωτικές μας συνήθειες και στην απλοϊκότητα με την οποία επιχειρούν οι πολιτικοί αυτοί χώροι να προσεγγίσουν τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού συγκαλύπτοντας παράλληλα τις δικές μας ευθύνες αναφορικά με την αποδοχή και στήριξη του σάπιου πολιτικού συστήματος για πολλές δεκαετίες. Οι αφηγήσεις αυτές επισκιάζουν τη συναίνεσή μας όλα αυτά τα χρόνια στην σύμπλευση της κοινωνίας μας με αξίες του κομφορμισμού, του κέρδους και της κατανάλωσης που μας οδήγησαν σε αυτό το αδιέξοδο, ενώ το αίτημα της αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης ταυτίζεται μονομερώς με την επιστροφή στην προ-μνημονιακή καταναλωτική ευημερία, ενώ προτάσσοντας τον πατριωτισμό ή τον αντιιμπεριαλισμό ως αντίδοτο σε όλα αυτά τα προβλήματα εξοβελίζουμε την κοινωνική και «ταξική» κατανόηση των γεγονότων.
Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι αναλύσεις ολόκληρου του μνημονιακού μπλοκ («σοβαρές» εφημερίδες και πρετεντερικές εκπομπές). Ενώ παρουσιάζονται ως οι «υπεύθυνες φωνές εθνοσωτήριων» συνταγών, περιστρεφόμενοι γύρω από το δίπολο: σοβαρότητα ή λαϊκισμός, τεχνοκρατισμός ή πελατειοκρατία, «διαρθρωτικές αλλαγές» ή επαρχιωτισμός και οπισθοδρόμηση, προωθώντας, ταυτόχρονα, το δόγμα της μετριοπάθειας και του κέντρου ως τη μόνη εγγύηση κοινωνικής ευημερίας, «καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται», και κρατώντας «ίσες αποστάσεις» τόσο από την άκρα δεξιά όσο και από την αριστερά και τον αναρχικό χώρο, επενδύουν πάνω στη λογική του φόβου και στον επιστημονισμό που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του τεχνοκρατικού φαντασιακού. Όπως οι αριστεροί και δεξιοί λαϊκιστές επιλέγουν με τον δημαγωγικό τους λόγο να χαϊδεύουν αυτιά, έτσι και οι τεχνοκράτες, μέσω της ηθικής της ενοχής που εσκεμμένα καλλιεργούν, χτυπούν πάνω στη βασικότερη δομή του ανθρώπινου όντος, την ψυχή, διαχειρίζοντας (κυρίως) τον φόβο («τί θα γίνει σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ;»), την φαντασία, και όλα τα καταπιεσμένα πανομοιότυπα συναισθήματα που φωλιάζουν στο υπερ-εγώ, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μέσος απο-πολιτικοποιημένος άνθρωπος να ακολουθήσει τις αληθοφανείς τους προβλέψεις. Ως εκ τούτου, ο κυνισμός και η απάθεια αναδύονται μέσα από την γενικευμένη ανασφάλεια και το καθεστώς φόβου, καθιστώντας έτσι την ίδια την κοινωνία αδύναμη να λειτουργήσει εκτός και αν τα επιτακτικά νέα μέτρα που παρουσιάζονται ως «σανίδα σωτηρίας» εφαρμοστούν. Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας από τους βασικότερους λόγους (μαζί με την άνοδο των αριστερών γραφειοκρατιών για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω) που εδώ και ένα εξάμηνο κάθε κινηματική δράση έχει παραλύσει, ενώ την ίδια στιγμή κάθε κοινωνική αντίδραση βαφτίζεται ως τρομοκρατία, εστία ανομίας, αμετροέπεια και αντικοινωνική συμπεριφορά, ταυτίζοντας τις συνελεύσεις, τις καταλήψεις και κάθε συλλογική δράση με τις δολοφονικές επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και λοιπών φασιστοειδών. Έτσι επιχειρείται παράλληλα η συγκάλυψη των βασανισμών στα αστυνομικά τμήματα, αλλά και οι επιθέσεις σε καταλήψεις (με τη βοήθεια διαφόρων ακροδεξιών που σε τέτοιες περιπτώσεις απολαμβάνουν μιντιακής ασυλίας).
Τί σημαίνει η άνοδος της αριστεράς;
Για πολλούς οι εκλογές του 2012 σηματοδοτούν την επανεμφάνιση της αριστεράς έπειτα από περιθωριοποίηση πολλών δεκαετιών, (παρά την τελική της ήττα λόγω της προ-εκλογικής καμπάνιας τρόμου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που με κάθε μέσο προσπάθησαν να υπερασπιστούν τις πολιτικές του μνημονίου). Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτή στερείται βάθους, λόγω του ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν είναι ούτε συνειδητοποιημένοι αριστεροί ούτε ενστερνίζονται πολλές από τις βασικές του θέσεις. Αρκετοί από αυτούς (κατά πάσα πιθανότητα η συντριπτική πλειοψηφία) θα απέρριπταν δίχως αντίρρηση την αναγνώριση της Π.Γ.Δ.Μ με το όνομα Μακεδονία, τις μαζικές νομιμοποιήσεις μεταναστών, το δικαίωμα γάμου στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια… Όμως είδαν στο πρόσωπό του Α.Τσίπρα μια πολιτική αμφισβήτησης της λιτότητας, των εντολών της Ε.Ε και, κατά κάποιον τρόπο, την αποκατάσταση μέρους της εθνικής κυριαρχίας. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει πως δεν πρόκειται για κάποιο κόμμα που εκφράζει μια καθολική τάση για ριζική μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών θεσμών και του συστήματος, αλλά απεναντίας μια γενικευμένη έκφραση αγανάκτησης προς τις πολιτικές λιτότητας. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ριζοσπαστικοποιήθηκε ως ένα βαθμό, δεδομένου ότι ένα χρόνο πριν τις εκλογές, το κίνημα των πλατειών έδωσε αφορμή σε μεγάλο αριθμό πολιτών να έρθει εν μέρη σ’ επαφή με πολιτικό διάλογο, όπου όμως κυριαρχούσε ο αντιμνημονιακός λόγος της αριστεράς: ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α αφότου πέτυχε να ηγεμονεύσει ιδεολογικά με τον αντιμνημονιακό του λόγο στις συνελεύσεις της πλατείας Συντάγματος, όπου και διάφορα μέλη του μαζί με την βοήθεια πολλών άλλων αριστερών οργανώσεων, κομμάτων και συνδικάτων, με μακιαβελικό τρόπο επένδυσαν στη λογική του ψαρέματος συνειδήσεων, εκμηδένισε κάθε ίχνος αυθορμητισμού, κατευθύνοντας μέρος των συμμετεχόντων υπέρ της πολιτικής του ατζέντας.
Τέλος, η κατασυκοφάντηση της αριστεράς από τα Μ.Μ.Έ, πως δήθεν πίσω από κάθε ταραχή και βίαιη σύγκρουση κρύβονται δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, πως τα «μπάχαλα του Συντάγματος» είναι αποτέλεσμα της δημαγωγικής του πολιτικής, λειτούργησε αντίθετα από αυτό που επεδίωκαν οι προπαγανδιστές του μνημονίου και της «νομιμότητας». Όταν τα δελτία ειδήσεων έκαναν λόγο για καταδίκη της αριστερής βίας, για αναγκαιότητα της εφαρμογής των μέτρων, όταν ο πρώην αντί-πρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος εξύβριζε με απίστευτη χυδαιότητα ολόκληρο τον Ελληνικό λαό ως τεμπέλη και χαραμοφάη, τόσο στα κανάλια όσο και σε διάφορες διαλέξεις του στο εξωτερικό, όλα αυτά όξυναν σταδιακά την κοινωνική οργή, τη στιγμή που ο κρατικός αυταρχισμός με κάθε μέσο προσπαθούσε να συντηρήσει την αδικία καλώντας τους πολίτες να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση, τη στιγμή που σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης παιζόταν το σενάριο του «τεμπέλη Έλληνα που προτιμά να διαδηλώνει και να προκαλεί ταραχές αντί να εργάζεται». Επιπλέον, από τη μια το δόγμα της υποταγής και του αποκλεισμού από τα τηλεοπτικά παράθυρα κάθε γνώμης που στρέφεται ενάντια στις πολιτικές λιτότητας λειτούργησε αντίθετα από αυτό που οι περισσότεροι θα περίμεναν, και από την άλλη, η ιδεολογική χρεωκοπία του ΠΑ.ΣΟ.Κ ως κόμμα που έχει μετατραπεί σε φορέας συντηρητικών ιδεολογιών, ωθεί πολλούς από τους πρώην ψηφοφόρους του σε εναλλακτικές λύσεις. Αλλά εκεί που ως επί το πλείστο βασίστηκε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι το κίνημα των πλατειών: η ιδεολογική καθοδήγηση των συνελευσιαζόμενων, και η γραφειοκρατικοποίηση κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας στο βαθμό που κουτσά στραβά (άθελά του ή και ίσως ηθελημένα), μαζί με τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, απομάκρυνε τους πολίτες από τους δρόμους, αφήνοντάς τους ομήρους στα χέρια μιας ηγεσίας που «όταν θα έρθει η στιγμή θα αναλάβει το τιμόνι της χώρας». Έτσι η μοναδική ευκαιρία για την εξάπλωση ενός οριζόντιου κινήματος με πραγματικά δημοκρατικά προτάγματα και σχέδια έσβησε κάτω από την καθοδήγηση των διαφόρων κομματικών συντεχνιών, οι οποίες μόνο κέρδος είχαν να αποτιμήσουν από τη συγκεκριμένη διαδικασία, ευνουχίζοντας κάθε κινηματική δυναμική και σπρώχνοντας μεγάλο μέρος ενεργών πολιτών και πάλι στην απάθεια. Αυτός είναι, άλλωστε, ένας από τους μεγαλύτερους λόγους που τον τελευταίο χρόνο οι πολιτικές δράσεις έχουν μειωθεί, σε σύγκριση με δύο ή και τρία χρόνια πριν.
Χρυσή Αυγή και ακροδεξιά
Η άνοδος της Χ.Α. δίνει σε πολλούς την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι ένας ρατσιστικός «βόρθος», γεμάτος μισάνθρωπους, σεξιστές και ομοφοβικούς που μισούν οτιδήποτε έρχεται εκτός συνόρων ή δεν είναι δυτικόφερτο. Αναμφισβήτητα η ελληνική κοινωνία ουδέποτε κατάφερε να απογαλακτιστεί από το φαντασιακό της Μεγάλης Ιδέας πάνω στην οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, μήτε να αποτινάξει από πάνω της τον Χριστιανικό φονταμενταλισμό και να διαχωρίσει την εκκλησία από το κράτος, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες κοσμικές χώρες. Αναμφισβήτητα το πρόβλημα υφίσταται και είναι αρκετά ανησυχητικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι στρέφονται στην συνωμοσιολογία, το λαϊκισμό, την λογική του όχλου και τον αντισημιτισμό. Ωστόσο, με μια πιο ψύχραιμη ματιά αυτό που βλέπουμε είναι ότι η Ελλάδα δεν παρουσιάζει κάποιο ρεκόρ ρατσιστικής έξαρσης σε σύγκριση με τις χώρες της Δύσης – ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε την οξύτητα της Ελληνικής κρίσης σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., την τεράστια εισροή μεταναστών στην Ελληνική επικράτεια και την απουσία της κρατικής πρόνοιας με σκοπό την βελτίωση της κατάστασης (κάτι που συνεπάγεται λουμπενοποίηση των περιοχών της κεντρικής Αθήνας, πορνεία, μαστροπεία, διακίνηση ναρκωτικών) – τα αντανακλαστικά εσωστρέφειας παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά. Την ίδια στιγμή που στην Βρετανία το ακροδεξιό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Nigel Farage έρχεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις (σε μια χώρα όπου η ανεργία είναι 5 φορές χαμηλότερη από ότι στην ελληνική περίπτωση) όπως και αντίστοιχα το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, ενώ στην Σουηδία οι Σουηδοί Δημοκράτες πλέον αγγίζουν την τρίτη θέση.
Ο ναζισμός ουδέποτε αποτελούσε πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Απεναντίας, της προκαλεί απέχθεια όταν αποκαλύπτεται, κάτι που μπορεί να μην συμβαίνει στις χώρες της Ευρώπης. Έτσι, το πρόβλημα που παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ως μια μορφή επιθετικής ξενοφοβίας που συνοδεύεται από μια έντονη λαϊκό-εθνικιστική τάση, δίχως, όμως, να πρόκειται για κάποιου είδους γενικευμένο αποικιοκρατικό ρατσιστικό φαντασιακό που για πολλά χρόνια έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και την ιστορία. Οι περισσότεροι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με φόβο, δεδομένου της εξαθλίωσής τους αλλά και της μη επαφής με οτιδήποτε έρχεται από εκτός Ευρώπης (η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε πολυπολιτισμική κοινωνία). Τα έκτροπα έξω από το χυτήριο, οι βανδαλισμοί πάγκων πλανόδιων πωλητών, τα μαχαιρώματα και ο συμμοριτοπόλεμος των Χρυσαυγητών οργανώνονται από μια μικρή κλίκα ανθρώπων (σε αντίθεση με την περίοδο του μεσοπολέμου όπου υπήρχε μαζική κινητοποίηση πολιτών υπέρ των ολοκληρωτικών φασιστικών κινημάτων). Τα χαστούκια στην Λ. Κανέλη δεν δηλώνουν κάποια κρυφή συνωμοσία μεταξύ καπιταλιστών και νεοναζί με σκοπό να τρομοκρατηθεί ο μέσος πολίτης ώστε να μην διαδηλώνει (την απομάκρυνση των πολιτών από τους δρόμους και τις πλατείες, άλλωστε, την πέτυχαν οι αριστερές γραφειοκρατίες), όπως λένε οι αριστεροί. Απεναντίας, οι πολίτες βλέπουν την Χρυσή Αυγή ως μια δύναμη που δεν ήρθε για να τρομοκρατήσει τους ίδιους, αλλά το αποτυχημένο κράτος που πλέον έχει φανεί πλήρως ανίκανο να σταματήσει την διάλυση της κοινωνίας συντηρώντας την διαπλοκή, την διαφθορά και την αναξιοκρατία. Μέσα από τους εκσφενδονισμούς αντικειμένων ενάντια σε πολιτικούς, μέσα από τον ξυλοδαρμό βουλευτών, οι πολίτες αισθάνονται ότι τιμωρούν όλους αυτούς που θεωρητικά είναι υπαίτιοι για τον κοινωνικό μας ξεπεσμό. Συνεπώς, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ευνοεί την άνοδο της Χ.Α είναι ο λουμπενισμός στον οποίο τα μέλη της επιδίδονται, πράγμα που σημαίνει ότι το βασικό πρόβλημα αντανακλά την γενικευμένη απάθεια που μαστίζει την ελληνική (και κάθε) κοινωνία, την έλλειψη καθολικών δημοκρατικών προταγμάτων που θα στοχεύουν στην διεκδίκηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, μέσω της κοινωνικής μεταστροφής.
Δημοκρατικός αντιρατσισμός ή εθελοτυφλία
Αναμφισβήτητα η ξενοφοβία δεν είναι κάτι που κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί όταν περάσει η μπόρα, ούτε πρόκειται να εξαφανιστεί με αντι-ρατσιστικούς νόμους. Είναι σαφέστατα μια ορατή απειλή που διαβρώνει αργά και σταθερά το κοινωνικόπράττειν, και μετατοπίζει το μίσος που ο μέσος πολίτης νιώθει για τους πολιτικούς και το σάπιο σύστημα προς κάποιον εύκολο στόχο. Όσο τα διάφορα φοβικά σύνδρομα απέναντι στους «διαφορετικούς» εσωτερικεύονται από μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και μετατρέπονται σε «κοινή λογική» και όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι αποδιοπομπαίοι τράγοι θα βρίσκονται στο στόχαστρο του κράτους εξαίρεσης και της αρνητικής κοινής γνώμης, πράγμα που επιβεβαιώνει η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για μετανάστες. Η ξενοφοβία δεν είναι ούτε δικαιολογημένη ούτε αθώα και θα πρέπει να πολεμηθεί. Διότι οι κοινωνικές τάσεις μετασχηματίζονται εύκολα όταν η οργή και η αγανάκτηση κυριαρχήσει έναντι της λογικής, ακόμη και αν ο γενικευμένος και αδιάκριτος ρατσισμός δεν αποτελεί κυρίαρχο δόγμα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, απαιτεί μια πιο ολιστική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα του ρατσισμού.
Η πολυδιάστατη φύση του φαινομένου αυτού μας επιβάλει επαναθεώρηση πολλών από τις θέσεις που μέχρι στιγμής υιοθετούσαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η αριστερά, εδώ και πολλά χρόνια, αναζητά το νέο προλεταριάτο που «νομοτελειακά θα οδηγήσει το σύστημα σε ανατροπή» και αυτό το βλέπει στους εξαθλιωμένους μετανάστες, αγιοποιοώντας τους και κλείνοντας τα μάτια στην πιθανότητα πολλοί από τους ίδιους να είναι εξίσου ρατσιστές, ομοφοβικοί, φορείς ρατσιστικών ιδεών και υποστηρικτές αυταρχικών ιδεολογιών ενώ, την ίδια στιγμή, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς δεν ενδιαφέρεται να ανατρέψει το σύστημα. Απεναντίας, προσπαθεί να ενσωματωθεί μέσα σε αυτό (πράγμα που φαντάζει λογικό). Οι αντιρατσιστικές διαμαρτυρίες, όσο και αν προβάλουν ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, δεν αρκούν ούτε για να αφυπνίσουν μήτε καταφέρνουν ν’ αλλάξουν τον κοινωνικό προσανατολισμό ο οποίος οδεύει όλο και πιο δεξιά (κάτι που επιβεβαιώνει ο διπλασιασμός των ποσοστών της Χ.Α από πέρυσι). Η άρνηση του αντιρατσιστικου κινήματος να βρει απαντήσεις αναφορικά με τις εγγενείς αδυναμίες του μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας συμβάλλει όλο και περισσότερο στην αποδυνάμωσή του. Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων υπάρχει, ωστόσο, και θα πρέπει να προωθηθεί ως μια εναλλακτική απάντηση τόσο στην φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, όσο και στον πολιτισμικό απομονωτισμό των ακροδεξιών. Διαπολιτισμικότητα σημαίνει υπέρβαση της απλής παθητικής (και συχνά επιβαλλόμενης) αποδοχής (από το σύνολο) μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας πολλαπλών στοιχείων και ταυτοτήτων που υπάρχουν σε μια κοινωνία προάγοντας το διάλογο και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η διαπολιτισμική επικοινωνία στοχεύει στην αντιμετώπιση κάθε είδους τάσης αυτο-διαχωρισμού όχι μόνο μεταξύ μιας πλειοψηφικής ομάδας και μειονοτήτων, αλλά και εντός των ίδιων των μειονοτήτων.
Εν κατακλείδι
Είναι καιρός να τελειώνουμε με την απάθεια. Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές, τα κομματικά πανηγύρια, ο λουμπενισμός, ο λαϊκισμός και κάθε είδους στρουθοκαμηλισμός δεν βοηθά κανέναν από εμάς. Ας αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική κοινωνία όσο και αν έχει αλλοτριωθεί από μισαλλόδοξες αξίες, εξακολουθεί να παραμένει ευμετάβλητη, πράγμα που θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε από τη μια με σκοπό είτε να αποφύγουμε υστερικές αναλύσεις (του τύπου: «παντού φασίστες!!!») που τον μόνο που ενισχύουν είναι η Χ.Α, αλλά ούτε και να αγνοήσουμε τους διάφορους φανατισμένους ακόλουθούς της ως «γραφικούς», και «ακίνδυνους». Όμως, ο αγώνας ενάντια στην Χ.Α, στην ξενοφοβία και τον λαϊκισμό θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των προσπαθειών μας για να μπει ένα τέλος στη λογική της «φιλήσυχης» ζωής, όπου η αδιαφορία για την πολιτική θα παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι καιρός, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη με το φαντασιακό του ατομικισμού: μια ρήξη που θα αποτελέσει το έναυσμα για ένα ριζικό κοινωνικό αυτο-μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας για την πραγματική κοινωνική, πολιτική, και οικονομική δημοκρατία, για την εγκαθίδρυση αμεσοδημοκρατικών κοινωνικών δομώνικανών να προωθήσουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισότητα. Μόνο μέσα από μια τέτοια προοπτική θα μπορέσει να αποτραπεί η ανθρωπολογική και αξιακή κατάπτωση του μαζάνθρωπου που χαρακτηρίζει την εποχή μας και να καταστεί δυνατή η δημιουργία αυτόνομων θεσμών που θα επιτρέπουν στα άτομα την αυτο-πραγμάτωση και επανοικειοποίηση των δημιουργικών τους δυνατοτήτων και, κατ’ επέκταση, τη ανάδειξη ενός νέου, πιο ελεύθερου, υπεύθυνου και σκεπτόμενου, ανθρώπου.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

"Η σκοταδοψυχιά και η μισανθρωπία του... Πάγκαλου"

Μια πολύ σκληρή επίθεση στον πρώην υπουργό Θεόδωρο Πάγκαλο κάνει η εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ Αυγή, με αφορμή και την πρόσφατη δήλωσή του να πάει ο Αλέξης Τσίπρας φυλακή.
Γράφει η Αυγή:
Μετά την προτροπή για φυλάκιση του Τσίπρα, επειδή χειροκρότησε το αστείο του Ζίζεκ για τα γκούλαγκ, ο Θεόδωρος Πάγκαλος διέβη οριστικώς τον Ρουβίκωνα της φασίζουσας νοοτροπίας, του αυταρχισμού και της αντιδημοκρατικής εκτροπής. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν διάβηκε τον Ρουβίκωνα ο Πάγκαλος, το γραφικό σκιάχτρο του παλαιού συστήματος. Το ζήτημα είναι αν έχει διαβεί το Ρουβίκωνα το ίδιο το παλαιό σύστημα, διότι αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, τα πράγματα είναι σκούρα.
Ο Πάγκαλος είναι το τροχιοδεικτικό βλήμα του συστήματος. Η αθυροστομία, ο κυνισμός, η κακία, η σκοταδοψυχιά και η μισανθρωπία του, τον κάνουν να λέει έξω από τα δόντια πράγματα που οι άλλοι δεν τολμούν ούτε να τα ψελλίσουν. Δεν τολμούν να τα ψελλίσουν, τολμούν όμως να τα κάνουν, έστω και με καθυστέρηση.
Ο Πάγκαλος ήταν που κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αριστεράς σε ανύποπτο χρόνο, τότε δεν που διεκδικούσε ούτε κατά διάνοια την εξουσία. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που καλλιεργεί σήμερα ο Κεδίκογλου και η εν γένει Δεξιά του Σαμαρά έχει μπαμπά που λέγεται Θεόδωρος.
Όταν οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ ζητούσαν συγγνώμη, επειδή αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν το Μνημόνιο, ο Πάγκαλος έλεγε ότι το Μνημόνιο είναι ευτυχία δια τον τόπο, είναι ευκαιρία δια τον τόπο. Έλεγε τότε αυτά που λένε σήμερα οι κυβερνώντες, ακόμη και οι αριστερίζοντες εξ αυτών.
Ο Πάγκαλος ήταν που είπε πρώτος ότι, για να έρθουν επενδύσεις και τουρίστες, πρέπει να λουφάξουν οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα και τα κόμματα, να ανασταλούν οι διαδηλώσεις και οι απεργίες. Τότε έμοιαζαν παγκάλιες υπερβολές, τώρα τα λένε όλοι φανερά και όχι μόνο τα λένε, ετοιμάζονται να τα επιβάλουν κιόλας.
Ο Πάγκαλος ήταν ο πρώτος από το χώρο της Κεντροαριστεράς που έπλεξε δημοσίως το εγκώμιο του Σαμαρά, σήμερα η Κεντροαριστερά έχει αναδείξει το Σαμαρά σε ηγέτη και σωτήρα της. Ρωτήστε και το ΒΗΜΑ, που έχει κάνει το Θόδωρο μόνιμο αρθρογράφο του.
Όσο σκληραίνουν τα πράγματα, τόσο σκληραίνει και το τροχιοδεικτικό βλήμα. Εγκαταλείπει τα προσχήματα, ζητάει φυλακίσεις ηγετών της Αριστεράς και το πράττει από τη συχνότητα του ΜΕΓΚΑ, γεγονός διόλου αμελητέο και ασήμαντο. Να τον παρακολουθούμε τον Θόδωρο, να μην τον χάνουμε από τα μάτια μας, να μην τον υποτιμούμε, να τον παίρνουμε στα σοβαρά. Αν είναι να ακούσουμε τα μάνταλα της φυλακής, να τα ακούσουμε όταν θα ξεκλειδώνουν και όχι όταν θα κλειδώνουν.

Γκασταρμπάιτερ με πτυχίο. Του Πέτρου Κατσάκου

"Όλο και περισσότεροι θέλουν να πάνε στον γερμανικό παράδεισο" είναι ο τίτλος που επέλεξε η εφημερίδα Tagesspiegel για να υποδεχτεί τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που συρρέουν στη Γερμανία. Το νέο μεταναστευτικό κύμα, κυρίως από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση της χώρας, το 1990, είναι ένα ακόμη "παράγωγο" της οικονομικής κρίσης που γνωρίζει η Γηραιά Ήπειρος. Σύσσωμος ο ευρωπαϊκός Τύπος ανέδειξε, την εβδομάδα που πέρασε, τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία και σύμφωνα με τα οποία εισήλθαν το 2012 στη χώρα 966.000 Ευρωπαίοι.
"Μια νέα γενιά μεταναστών αναζητά μέλλον στη Γερμανία. Είναι υψηλής ειδίκευσης και προέρχεται από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη. Η Γερμανία πρέπει να μάθει πώς να κρατήσει αυτούς τους νεοφερμένους μετανάστες" σχολιάζει το Spiegel, που δεν κρύβει την επιλεκτική διάκριση της επιστημονικής μετανάστευσης των ημερών μας με τους γκασταρμπάιτερ της δεκαετίας του 50.
300.000 βιογραφικά

"Με την ανεργία περίπου στο 30% και την εργασία να υποβαθμίζεται συνεχώς ως περιεχόμενο, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ένας αριθμός 300.000 Ελλήνων, στην πλειονότητά τους ειδικευμένοι επιστήμονες, που έχουν συμπληρώσει βιογραφικά για να μεταναστεύσουν με βασικό προορισμό τη Γερμανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα τελευταία δύο χρόνια, 35.000 Έλληνες ειδικευμένοι έχουν ήδη εγκατασταθεί και εργάζονται στη Γερμανία, ενώ άλλοι 25.000 αναμένεται να μεταναστεύσουν το 2013. Η Γερμανίδα υπουργός Εργασίας, απευθυνόμενη στους ισοπεδωμένους εργαζόμενους του Νότου, τους καλεί να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, γιατί υπάρχει εργασία για τις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας.
Η Osnabrücker Zeitung υπογραμμίζει το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας και τις δυνατότητες να επωφεληθούν οι γερμανικές επιχειρήσεις από την έλευση των νέων μεταναστών. Ωστόσο επισημαίνει: "Επιχειρήσεις, δήμοι και κοινότητες θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα κλίμα στο οποίο να αισθάνονται άνετα οι νέοι μετανάστες. Αυτή η κουλτούρα του καλωσορίσματος σε πολλές περιοχές δεν υπάρχει. Όταν, για παράδειγμα, επιχειρήσεις στην περιοχή του Όσναμπρικ αναζητούν άμεσα εργατικό δυναμικό -αλλά όχι ξένους- βλάπτουν τόσο τους ίδιους όσο και την οικονομία".

3.000 Έλληνες γιατροί

Η Ανδρονίκη Καραθανάση, που αναζήτησε την τύχη της ως μικροβιολόγος στο Deutsches Diabetes - Zentrum, ειδικευμένο νοσοκομείο του Ντύσελντορφ, δεν μπορεί να ξεχάσει τα βλέμματα οίκτου των Γερμανών συναδέλφων της. "Θαρρείς και ερχόμουν από κάποια πεινασμένη χώρα της Αφρικής ήταν η αντιμετώπιση των γιατρών του Κέντρου όταν πρωτοπήγα στο Ντύσελντορφ". Με μισθό που δεν ξεπερνά τα 1.200 ευρώ και από τα οποία ένα μέρος πρέπει να καταβάλει για στέγαση και σίτιση στους κοιτώνες του νοσοκομείου, ο "γερμανικός παράδεισος" σύντομα αποδείχθηκε μύθος για την νεαρή επιστήμονα. Μόνο στα γερμανικά νοσοκομεία υπολογίζεται ότι εργάζονται σήμερα 3.000 Έλληνες γιατροί. Ένας από αυτούς και ο Δημήτρης Παπακώστας, που εκφράζει τον σεβασμό του στο αξιοκρατικό σύστημα που επικρατεί στην πιο κραταιά οικονομία της Ευρώπης, παρατηρεί όμως ότι "υπάρχει λόγω της οικονομικής κρίσης κι ένα κλίμα εκμετάλλευσης, δηλαδή αντιμετώπισης ως καινούργιου επιστημονικού προλεταριάτου μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανθρώπων, που δεν έρχονται πλέον για να δουλέψουν στα εργοστάσια, αλλά στα αντίστοιχα νοσοκομεία".
Οι ίδιοι οι Γερμανοί λένε ότι οι Έλληνες τελειόφοιτοι γιατροί είναι από τις καλύτερες ομάδες στη χώρα. Τι σημαίνει όμως αυτό για την Ελλάδα που χάνει μέσα από τα χέρια της ένα ανθρώπινο δυναμικό που πλήρωσε αδρά την απόκτηση της επιστημονικής γνώσης. Την απάντηση δίνει ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής της Παντείου και πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής: "Ένας φοιτητής της Ιατρικής κοστίζει στο ελληνικό κράτος 12.000 ευρώ τον χρόνο και έως ότου ολοκληρώσει τις σπουδές του, σε 7 χρόνια κατά μέσο όρο, στοιχίζει 84.000 ευρώ. Όλα αυτά πάνε στον βρόντο. Πάνε στη Γερμανία, την οιαδήποτε Γερμανία, που παίρνει το επιστημονικό δυναμικό χωρίς να έχει επενδύσει ούτε ένα ευρώ".
Η Martina Loos ζει εδώ και αρκετά χρόνια στην Αθήνα και βοηθά νέους Έλληνες γιατρούς στον δρόμο τους προς τη Γερμανία. Τους συμβουλεύει, τους παραδίδει μαθήματα γερμανικών και τους βοηθά στην αναζήτηση μιας θέσης πρακτικής εξάσκησης ή μια θέσης ειδικότητας στη Γερμανία. "Οι νέοι γιατροί εκτός από την εργασία τους έχουν να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα προσαρμογής, προβλήματα που ανακύπτουν σε κάθε μεταναστευτική διαδικασία, λόγω των πολιτισμικών διαφορών. Οι νέοι Έλληνες βιώνουν συχνά το μεγάλο σοκ στην πράξη. Πριν, δεν μπορούσαν να διανοηθούν τι σημαίνει να δουλεύεις 60-70 ώρες την εβδομάδα σε ξενόγλωσσο περιβάλλον και να έχεις την αποκλειστική ευθύνη.
Ένας νεαρός γιατρός, με αρκετά καλές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας, ο οποίος ξεκίνησε το δεύτερο μέρος της ειδικότητάς του στην καρδιολογία σε γερμανικό πανεπιστημιακό νοσοκομείο, μου είχε πει: 'Θέλω να παραμείνω άνθρωπος! Πώς μπορώ να το καταφέρω, όταν περνώ όλη τη ζωή μου στο νοσοκομείο και δεν έχω χρόνο ούτε καν να ξεκουραστώ. Δεν έχω χρόνο να διαβάσω ούτε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, πόσο περισσότερο να βελτιώσω τα γερμανικά. Απλώς δεν μπορώ να τα καταφέρω'. Μετά από δώδεκα μήνες επέστρεψε στο σπίτι του".

200.000 ενδιαφερόμενοι

Οι δυσκολίες του γερμανικού παραδείσου δεν αποτελούν τροχοπέδη για το νέο κύμα μετανάστευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη και αποτυπώνεται πλήρως στα στοιχεία της ευρωπαϊκής πύλης Europass, η οποία αποτελεί το μέσο διαφυγής για τον Έλληνα πολίτη, καθώς είναι συγκεντρωτικός χώρος βιογραφικών απ' όλη την Ευρώπη με τη δυνατότητα αναζήτησης δουλειάς σε άλλο κράτος - μέλος. Μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2013, 86.413 νέοι Έλληνες έχουν επισκεφθεί την ειδική ιστοσελίδα για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό και υπολογίζεται ότι μέχρι το τέλος του έτους οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν ξεπεράσει τις 200.000.
Το 58,6% των βιογραφικών που συμπληρώνονται και αποστέλλονται αφορούν ηλικίες έως 30 ετών, δηλαδή τους νέους που τελείωσαν τις σπουδές τους, προπτυχιακές, μεταπτυχιακές, και βγήκαν στην αγορά εργασίας δίχως αποτέλεσμα. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Die Welt, στη μεγάλη πλειονότητα οι νέοι μετανάστες διαθέτουν μεγάλα επαγγελματικά προσόντα, γι' αυτό και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε πρόσφατα ειδικό φορέα που ελέγχει την ισοδυναμία των ξένων επαγγελματικών προσόντων.

Πολλαπλασιάζουν τον πλούτο

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γιώργου Τσιάκαλου, καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, σε ημερίδα με θέμα "Η μετανάστευση τότε... η μετανάστευση τώρα", που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. "Η Γερμανία, με τη βοήθεια της Αμερικής (Σχέδιο Μάρσαλ) και της παραγραφή άλλων μεταπολεμικών χρεών της επιχείρησε πριν από 52 χρόνια το περίφημο οικονομικό θαύμα μεταφέροντας, για την υλοποίησή του, εργάτες από τις φτωχές χώρες του Νότου. Τότε, στην Ελλάδα τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ 'επενδύθηκαν' στην ενίσχυση του στρατού στον εμφύλιο πόλεμο... Λίγα χρόνια αργότερα, εκατομμύρια Έλληνες έφυγαν σε μια αναγκαστική ξενιτιά και με το 'χρυσωμένο χάπι' πως η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Επρόκειτο απλώς για το σχέδιο άνισης ανάπτυξης των χωρών και τη συσσώρευση κεφαλαίων στις χώρες του Βορρά. Οι μετανάστες, όπου, όποιοι κι όποτε κι αν πάνε, πολλαπλασιάζουν τον πλούτο της χώρας εισδοχής τους" υπογράμμισε ο κ. Τσιάκαλος αντιπαραβάλλοντας την "αντιστοιχία" με τη σύγχρονη μετανάστευση και εντοπίζοντας ως μόνη διαφορά πως "σήμερα, οι Έλληνες μετανάστες δεν είναι πλέον... άλογα να τους κοιτάζουν στα δόντια. Τώρα, το μυαλό είναι ο στόχος".


Αναβαθμιστήκαμε!…(Δόξα τω Θεώ)

Ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από CCC σε B-, με σταθερή μάλιστα προοπτική να πάρει ακόμα καλύτερους βαθμούς και να περάσει στο πανεπιστήμιο, ενώ αρκετές πιθανότητες να περάσει στον τελικό έχει και το ελληνικό τραγούδι στη Γιουροβίζιον.

Σύμφωνα με την Fitch, η ελληνική οικονομία βρήκε νέο σημείο ισορροπίας αφού δεν κινείται τίποτα στην αγορά και αυτό δημιουργεί μια πολύ σταθερή κατάσταση. Την κατάσταση του πτώματος.

Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, αν η ανεργία φτάσει στο 65% και οι μισθοί πάνε στα 100 ευρώ, η Ελλάδα θα…ξεπεράσει την χρεοκοπία και θα βγει και πάλι στις αγορές. Χωρίς τους Έλληνες.

Η Fitch συμπληρώνει πως ο κίνδυνος για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη απομακρύνθηκε αλλά αυτό που προβληματίζει κάπως είναι η έξοδος από την Δημοκρατία.

Παράλληλα, η Fitch εξαίρει την κυβέρνηση για το σχέδιό της να οδηγεί σε μετανάστευση όσους Έλληνες περισσεύουν, ώστε να αποτελούν πια πρόβλημα για τις χώρες που τους υποδέχονται και όχι για την Ελλάδα.

Αυτό που προβληματίζει την Fitch είναι πως η κυβέρνηση δεν έχει πετύχει τίποτα στον τομέα της ανάπτυξης αλλά, αν ο πληθυσμός της Ελλάδας μειωθεί στο μισό, θα υπάρξει και ανάπτυξη, και θα βουλώσουμε τα στόματα των εχθρών μας.

Στην ανακοίνωση της Fitch αναφέρεται πως η Ελλάδα δίνει την εικόνα ότι βρίσκεται σε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα αλλά αυτή την εικόνα έδινε η Ελλάδα και το 2008, και είδαμε πώς κατέληξε.

Τώρα πια η Ελλάδα είναι λίγο πιο πάνω από τα «σκουπίδια». Δηλαδή, έχουμε αρχίσει να βγάζουμε το κεφάλι από τον σκουπιδοτενεκέ και έχουμε τρομάξει με αυτά που βλέπουμε γύρω μας.

Η αναβάθμιση της Ελλάδας από την Fitch μου θυμίζει αυτές τις εκλάμψεις που έχουν οι ασθενείς λίγο πριν τα τινάξουν.

Τα ξέρετε: είσαι στο νοσοκομείο, ο άνθρωπός σου -μετά από πολλές μέρες σε κώμα- είναι μέσα στην καλή χαρά, σου μιλάει, σε φιλάει, πλημμυρίζεις από ελπίδα, φεύγεις κάποια στιγμή χαρούμενος από το νοσοκομείο για να πας στο σπίτι να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς λίγο σαν άνθρωπος, και, μόλις μπαίνεις στο σπίτι, χτυπάει το τηλέφωνο και σου λένε «Έλα αμέσως στο νοσοκομείο. Πέθανε.».

Άντε, και καλή ψυχή.

 paganeli

Πώς το Βερολίνο διέστρεψε τη θεωρία της χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου

Πηγή: eurounemployed.blogspot.gr

της Μαριάννας Τόλια


Η έμπνευση των συμβούλων της γερμανικής καγκελαρίας για επιστροφή στα λόγια του Στρος Καν σύμφωνα με τον οποίο το πρόβλημα του Νότου ήταν ότι είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά του επειδή είχε αυξήσει πολύ τους μισθούς σε σχέση με τη Γερμανία είναι πιθανό ότι είχε τις ρίζες της σε κάποια στοιχεία μιας οικονομικής θεωρίας για την κρίση του ευρώ που κυριάρχησε προς τα τέλη του 2010. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε κατά τις βασικές της γραμμές το καλοκαίρι του 2010 από τον επικεφαλής οικονομικό αναλυτή των Financial Times, τον οξυδερκή Μάρτιν Γουλφ, και στις αρχές του 2011 είχε κερδίσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων οικονομολόγων. Η εν λόγω θεωρία, που είναι γνωστή και κυρίαρχη στην Ελλάδα, έχει ως λέξεις-κλειδιά τις «ανισορροπίες (Βορρά-Νότου) της Ευρωζώνης» και τη «χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου». Αυτό που σε γενικές γραμμές λέει είναι πως τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης μπήκαν στο ευρώ με μια σχετική ισορροπία μεταξύ τους – είχαν δηλαδή μικρά εξωτερικά πλεονάσματα ή μικρά εξωτερικά ελλείμματα που δεν δημιουργούσαν πρόβλημα –, σταδιακά όμως αυτή η ισορροπία διασαλεύτηκε, με τα κράτη του Νότου να αποκτούν μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα, του Βορρά να αποκτούν μεγάλα πλεονάσματα και τις ανισορροπίες να καθιστούν την Ευρωζώνη ευάλωτη στην κρίση.

Μέχρις εδώ καλά: οι ανισορροπίες Βορρά-Νότου είναι πραγματικές κι όλα αυτά αποτελούν μια ορθή περιγραφή της θέσης των κρατών του ευρώ που προκύπτει από τα εξωτερικά τους ισοζύγια. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς προέκυψαν οι ανισορροπίες: εδώ εντοπίζονται οι μεγάλες διαφωνίες. Η θεωρία της χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου λέει ότι οι ανισορροπίες προέκυψαν επειδή με το ευρώ τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του ευρωπαϊκού Νότου έγιναν «ακριβά» στο εξωτερικό και δεν βρίσκονταν αρκετοί πρόθυμοι αγοραστές. Έτσι τα κράτη του Νότου βρέθηκαν να εισάγουν προϊόντα και υπηρεσίες πιο μεγάλης συνολικά αξίας από αυτά που εξήγαγαν, να υποχρεώνονται να δανείζονται από τις τράπεζες του Βορρά προκειμένου να καλύπτουν τα εξωτερικά ελλείμματα που προέκυπταν από τη διαφορά εισαγωγών-εξαγωγών και να συσσωρεύσουν μεγάλο εξωτερικό χρέος. Ε, έσκασε η κρίση στην Αμερική, πέρασε στην Ευρώπη, βγήκε ο ΓΑΠ στις αγορές κι άρχισε τα περί Τιτανικών, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη και οι τράπεζες του Βορρά δεν ήθελαν να δανείζουν πια το Νότο…


Όσοι δέχονται ότι όλα αυτά ισχύουν, λένε ότι η κρίση θα ξεπεραστεί όταν ο Νότος ξανακερδίσει τη χαμένη του ανταγωνιστικότητα: για να το πετύχει πρέπει να ρίξει τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών του, να κάνει δηλαδή υποτίμηση, ώστε αυτά να γίνουν ξανά ελκυστικά στους πελάτες του εξωτερικού, να μηδενίσει τα ελλείμματά του και να επιστρέψει ξανά στις αγορές.
Αυτές είναι οι βασικές γραμμές της θεωρίας περί ανισορροπιών στην Ευρωζώνη και χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου. Προσοχή όμως: ας δούμε την τεράστια απόσταση ανάμεσα σε αυτή τη θεωρία – με τις όποιες αδυναμίες της – και τις διακηρύξεις περί ανόδου των μισθών του Νότου της Αγγέλα Μέρκελ. Η οικονομική θεωρία απέδιδε τη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου στην ακρίβεια, ή σε επιστημονικούς όρους ειπωμένο στην αύξηση της «πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του Νότου» – ουσιαστικά δηλαδή στην καλπάζουσα αύξηση του επίπεδου τιμών και μισθών του Νότου σε σχέση με το Βορρά και κάθε άλλο παρά υποστήριζε ότι αιτία της είναι η αύξηση των μισθών – θα μπορούσε να είναι η αύξηση των μισθών, των κερδών, του κόστους κεφαλαίου αλλά και οτιδήποτε άλλο. Κι αυτή δεν ήταν καμιά «αιρετική» ανάλυση: ήταν η θεωρία που υποστηρίζονταν από το 2011 μέχρι και σήμερα από τους περισσότερους Ευρωπαίους οικονομολόγους, μεταξύ αυτών και το απόλυτο γερμανικό νεοφιλελεύθερο ‘γεράκι’ Χανς Βέρνερ Ζιν. (Η μόνη – αλλά ύψιστης σημασίας για τους πολιτικούς που έστησαν το ευρώ και λαμβάνουν τις αποφάσεις παραμονής ή αποχώρησης από αυτό – διχογνωμία μεταξύ των οικονομολόγων από τότε μέχρι και σήμερα αφορούσε στο αν η αναγκαία υποτίμηση μπορούσε να επιτευχθεί με εσωτερική υποτίμηση και παραμονή στο ευρώ ή αν απαιτούνταν η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, ιδίως για την Ελλάδα)
Αντίθετα, η γερμανική καγκελαρία, αποδίδοντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου στη άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας, περιέγραψε αξιωματικά ως αιτία του προβλήματος κάποιες υποτιθέμενες τρελές αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων που ως εκ τούτου πρέπει να μειωθούν. Η πολιτική βούληση προϋπήρξε εδώ της ερμηνείας του προβλήματος και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης ήταν προαποφασισμένα. Έχουμε μια πολιτική επιλογή επιβολής του μεγαλύτερου μέρους του κόστους της κρίσης της Ευρωζώνης στους εργαζόμενους του Νότου κατά τρόπο που αποσιωπά τις ευθύνες όλων των άλλων εμπλεκομένων μερών – π.χ. ΕΚΤ – και που κρατά στο απυρόβλητο το χρηματοπιστωτικό και άλλα μεγάλα εθνικά κεφάλαια. Όχι ότι αυτό ξαφνιάζει, αλλά το αστείο της υπόθεσης είναι ότι όλα αυτά έχουν προβληθεί και προβάλλονται ακόμη από τα γερμανικά – και πολλά ελληνικά – ΜΜΕ ως να βασίζονται στην οικονομική επιστήμη ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια επιτήδεια στρέβλωση της…


Μια 20ετής γερμανική στρατηγική κεφαλαιακής συσσώρευσης
που πλέον οδηγεί στη φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού Νότου


Το επιχείρημα «ο Νότος φταίει για την κρίση επειδή αύξησε τους μισθούς των εργαζομένων» είναι η επικοινωνιακή βάση του γερμανικού «παιδαγωγικού ηγεμονισμού» δια του οποίου η Γερμανία ανάγει εαυτή σε πρότυπο για τη Ευρωζώνη. Είναι γνωστό ότι από τη δεκαετία του 1990 οι γερμανικές κυβερνήσεις είχαν ακολουθήσει πολιτικές μείωσης του κοινωνικού κράτους και συμπίεσης των γερμανικών μισθών ενισχύοντας σταθερά το γερμανικό κεφάλαιο σε βάρος της εργασίας. Κατά τη δεκαετία του 1990 αυτό στόχευε στη χρηματοδότηση της ενοποίησης των δύο Γερμανιών κατά τρόπο που επέφερε την ενίσχυση των παλαιών δυτικογερμανικών επιχειρήσεων οι οποίες απορρόφησαν ό,τι αξιόλογο υπήρχε στην Ανατολή. Κατά τη δεκαετία του 2000 στόχευε στη στήριξη του γερμανικού κεφαλαίου που είχε πληγεί από τη φούσκα ακινήτων της ανατολικής Γερμανίας και των μετοχών τεχνολογίας της Αμερικής στην οποία είχε επενδύσει. Η ουσία όμως είναι ότι από το 1990 μέχρι και σήμερα, η πολιτική ενίσχυσης του γερμανικού κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας που εφάρμοζαν αδιακρίτως οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, οδήγησε σε μια μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση. Η κεφαλαιακή αυτή συσσώρευση επέτρεψε την επέκταση των γερμανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, με μεγάλες εξαγορές στην Ελβετία, την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, εσχάτως στην Κίνα και τη Λατινική Αμερική, και εν τέλει τη μετατροπή του γερμανικού κεφαλαίου σε πολυεθνικό.
Τον τελευταίο χρόνο έχει αναγνωριστεί ευρύτατα ότι οι γερμανικές θεωρίες αποτελούν φύλο συκής με στόχο την συγκάλυψη του γερμανικού ηγεμονισμού. Οι ίδιοι οικονομολόγοι που το 2010 διαπίστωναν την «ακρίβεια» και την ανάγκη υποτίμησης στον ευρωπαϊκό Νότο έχουν κατ’ επανάληψη στηλιτεύσει τις γερμανικές θεωρίες. Η Γερμανία, έχουν τονίσει, δεν μπορεί να ζητά από το Νότο να ακολουθήσει το επιτυχημένο παράδειγμά της ανεξαρτήτως οικονομικού πλαισίου. Η επιτυχία της Γερμανίας, που από την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 2000 πέρασε το 2012 σε ανάπτυξη με μείωση της ανεργίας, οφείλονταν στο ευνοϊκό περιβάλλον της περιόδου όπου έλαβε χώρα η συμπίεση των γερμανικών μισθών. Το Βερολίνο οφείλει ό,τι πέτυχε στην υψηλή ανάπτυξη όλων των εταίρων του κατά τη δεκαετία του 2000 και στα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ. Αντιθέτως η εφαρμογή δρακόντειας λιτότητας, η μείωση των μισθών σε πολλά κράτη ταυτόχρονα και τα υψηλά επιτόκια που πληρώνει όλος ο Νότος, από τα κράτη ως τις επιχειρήσεις, τού απαγορεύουν να ανακάμψει, ιδίως μάλιστα επειδή ο Βορράς αρνείται να αυξήσει τους δικούς του μισθούς και τη δική του ζήτηση. Δυστυχώς, η Γερμανία οδηγεί το Νότο σε φτωχοποίηση και οικονομικό μαρασμό. Ορισμένοι θέτουν και ζητήματα δημοκρατίας: η Γερμανία έκανε ό,τι έκανε με δική της επιθυμία ενώ η εσωτερική υποτίμηση επιβάλλεται σήμερα στο Νότο με διακρατικούς εκβιασμούς ασύμβατους προς τις αρχές που στήριξαν το ευρωπαϊκό όραμα. Τι Ευρώπη είναι αυτή;
Η Γερμανία όμως παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει κι επιμένει στους κατά Spiegel «πίνακες της Μέρκελ» οι οποίοι έχουν αποδειχτεί ένα ακαταμάχητο επικοινωνιακό εργαλείο στο εσωτερικό της. Τα δήθεν αντικειμενικά γραφήματα πείθουν εύκολα – ακόμη και τον σχετικά ενημερωμένο οικονομικά Γερμανό – για τις ευθύνες του σπάταλου Νότου για την κρίση. Με την πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας στο πλευρό της και τη νίκη της στις εκλογές του φθινοπώρου του 2013 να διαγράφεται ως σχεδόν βέβαιη, η Αγγέλα Μέρκελ μπορεί να εκβιάζει αποτελεσματικά τις πολιτικές ηγεσίες του Νότου. Ο τρέχων γερμανικός εκβιασμός μετατρέπει μια μακρόχρονη εθνική επιλογή του Βερολίνου για την επέκταση του γερμανικού κεφαλαίου σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο σε πρωτοφανή ευρωπαϊκή πολιτική εγκληματικής λιτότητας εν μέσω ύφεσης που οδηγεί στη φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού Νότου. Τα μεγάλα θύματα είναι οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι του Νότου. Οι αντιστάσεις του ιταλικού και ισπανικού κεφαλαίου στην υπαγωγή της χώρας τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα και η ήδη συντελεσθείσα καταστροφή πολλών μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων υποδεικνύουν όμως πως η ευρωγερμανική πολιτική είναι καταστροφική και για ένα μέρος του κεφαλαίου του Νότου – για το πιο αδύναμο τμήμα του. Κι αυτό, ό,τι κι αν δηλώνει η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που απέκτησε φιλοδοξίες διακυβέρνησης, την αφορά. Γιατί οι πολλές θέσεις εργασίας παράγονται από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και κοινωνίες χωρίς θέσεις εργασίας, δεν έχουν ούτε μισθούς, ούτε δημόσια έσοδα. 
You Pay Your Crisis

Ποιος φοροδιαφεύγει πιο πολύ;

Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι όταν μας έσπρωξαν σ’ αυτή την κατρακύλα το επιχείρημα γι αυτή την απόφαση ήταν ότι η Ελλάδα είχε μεγάλο χρέος, διότι είχε μεγάλο έλλειμμα και ότι ο λόγος για το μεγάλο αυτό έλλειμμα, πέραν των δημοσίων υπαλλήλων ήταν και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Πόση όμως ήταν αυτή η φοροδιαφυγή, στο όνομα της οποίας κάποιο καιρό πίσω, ολόκληρες διμοιρίες ΜΑΤ έφτασαν στο σημείο να ξεσπιτωθούν, για να συλλάβουν επ’ αυτοφόρω την προσωποποίηση της φοροδιαφυγής, την Υδραία ταβερνιάρισσα, δηλαδή;...

Ένα μέτρο προσδιορισμού της φοροδιαφυγής είναι μέσω της υστέρησης των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Με ένα χοντρικό υπολογισμό, η υστέρηση αυτή στη δεκαετία 2000-2009 ήταν κατά μέσο όρο 5.3% του ΑΕΠ. Για ένα μέσο ΑΕΠ περίπου στα 200δις, η μέση ετήσια φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ανερχόταν στα 5.3 * 200= 10.6 δις. Για ένα πληθυσμό στα 11εκατ., η κατά κεφαλή φοροδιαφυγή μπορεί να υπολογιστεί χοντρικά στα 1000 ευρώ.
Μόλις χθες πληροφορηθήκαμε ότι στην ΕΕ η φοροδιαφυγή τρέχει με 1 τρις ευρώ. Ο πληθυσμός της ΕΕ είναι στα 500 εκατ. Αν διαιρέσουμε το 1 τρις με τα 500 εκατ., βγαίνει ότι η κατά κεφαλή φοροδιαφυγή εντός της ΕΕ ανέρχεται στα 1012/5 108=2000 ευρώ.
Δηλαδή, η φοροδιαφυγή στην ΕΕ είναι κατά μέσο όρο διπλάσια της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.  

Αλλά ακόμα και να κάνουμε λάθος στην προσέγγιση της φοροδιαφυγής και να είναι στα 19 δις, όπως κάπου το πήρε το μάτι μου, τότε το πολύ-πολύ η κατά κεφαλή φοροδιαφυγή στην Ελλάδα να είναι στα 1700 ευρώ, δηλαδή πάλι μικρότερη απ’ ότι υπολογίζεται στην ΕΕ.
Κι όμως, η Ελλάδα βρέθηκε στο στόχαστρο, απλά γιατί έτσι μπόρεσαν να ενοχοποιήσουν ένα ολόκληρο λαό και να τον τσακίσουν. Αν επρόκειτο να εφαρμοστεί ποτέ κάποιος αντιρατσιστικός νόμος πανευρωπαϊκά, τότε η πρώτη που θα έπρεπε να καταδικαστεί υποδειγματικά θα ήταν η Γερμανία.  
Αλλά, το ευρωπαϊκό σκυλολόι έπεσε για άλλη μια φορά έξω στους υπολογισμούς του. Θεώρησε προφανώς όταν εφαρμόζοντας μια τελική λύση στην Ελλάδα, θα γλίτωνε το ίδιο και δεν θα βρισκόταν σήμερα στη δυσάρεστη θέση να αναγκάζεται τώρα να βάζει χέρι στους προστατευόμενούς του φορολογικούς παραδείσους και να ξεμπροστιάζει πολυπαινεμένες, της νέας οικονομίας, εταιρίες όπως Google, Apple, Vodafone, Starbucks κλπ.
Δεν το ήξεραν οι φωστήρες της οικονομίας τι συμβαίνει με τις ξεχειλωμένες τρύπες του φορολογικού τους συστήματος; Δεν ήξεραν τα έντυπα και οι δημοσιογράφοι που τα επικουρούν, για τον χορό που είχε στηθεί; Φυσικά και ήξεραν. Πολύ καλά μάλιστα, μιας και οι ίδιοι τις είχαν δημιουργήσει.
Αλλά, στην ανάγκη, αποφάσισαν να θυσιάσουν και μερικές, μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος και να ξεθυμάνει πρόσκαιρα η οργή. Σε λίγο καιρό, όλα πάλι το ίδιο είναι. Τουλάχιστον, όλο αυτό το διάστημα έχουμε μάθει πολλά. 
Είναι κρίμα, όμως όλη αυτή η γνώση να παραμένει σε ύπνωση και να μην αξιοποιείται.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Ζει! Πενήντα χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

 
Στις 22 Μαΐου 1963, ο ανεξάρτητος βουλευτής Πειραιώς Γρηγόρης Λαμπράκης, γιατρός στο επάγγελμα και παλιός βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, είναι ομιλητής σε εκδήλωση των οπαδών της ειρήνης στη Θεσσαλονίκη. Απέξω, «ανησυχούντες πολίτες» έχουν οργανώσει τη δική τους αντισυγκέντρωση με την ανοχή της αστυνομίας. Καθώς ο Λαμπράκης βγαίνει από το κτίριο της Ένωσης Εμποροϋπαλλήλων, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου, πέφτει πάνω του ένα τρίκυκλο που οδηγούσε ο παρακρατικός Σπύρος Γκοτζαμάνης. Ο επιβάτης του τρικύκλου, παρακρατικός επίσης, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, χτυπάει στο κεφάλι τον Λαμπράκη με έναν σιδερένιο λοστό. Ο μαραθωνοδρόμος της ειρήνης θα παλέψει πέντε μέρες με το θάνατο και τελικά θα χάσει τη μάχη στις 27 Μαΐου 1963.
Η δολοφονία του Λαμπράκη ίσως δεν θα είχε εξιχνιαστεί αν ένας θαρραλέος Θεσσαλονικιός, ο
Μανώλης Χατζηαποστόλου ή Τίγρης, δεν είχε την ετοιμότητα να πηδήξει πάνω στην καρότσα του τρικύκλου, να συμπλακεί με τον Εμμανουηλίδη ενώ το τρίκυκλο συνέχιζε την πορεία του και ύστερα, πολύ μακριά από τον τόπο της επίθεσης, με τον Γκοτζαμάνη. Ένας περαστικός τροχονόμος που τους είδε να συμπλέκονται, τους συνέλαβε -χωρίς να ξέρει ότι ανώτατοι αξιωματικοί της Χωροφυλακής συμμετείχαν στο οργανωμένο σχέδιο της δολοφονικής επίθεσης.
Χάρη στο θάρρος, την ξεροκεφαλιά και την υπηρεσιακή προσήλωση ενός πεισματάρη ανακριτή, του δικαστικού Χρήστου Σαρτζετάκη, μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και χάρη στο ερευνητικό δαιμόνιο τριών δημοσιογράφων, του Γιάννη Βούλτεψη της Αυγής, του Γιώργου Μπέρτσου της Ελευθερίας και του Γιώργου Ρωμαίου του Βήματος, ήρθε στο φως σε όλη της την έκταση η παρακρατική συνωμοσία, παρά τη λυσσαλέα αντίσταση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων. Κόλλια (του πρώτου πρωθυπουργού της απριλιανής χούντας). Η υπόθεση Λαμπράκη ήταν ο καταλύτης που προκάλεσε την παραίτηση του Κ. Καραμανλή από την πρωθυπουργία και τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές. Όταν όμως η υπόθεση έφτασε στο εδώλιο το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει άρδην -το 1966, με κυβέρνηση αποστατών, οι συνωμότες έπεσαν στα μαλακά -όλοι οι αξιωματικοί αθωώθηκαν και μόνο οι φυσικοί αυτουργοί καταδικάστηκαν, καθώς και κάποιοι παρακρατικοί που συμμετείχαν στην αντισυγκέντρωση.
Λέγεται ότι την επιθυμία για επίθεση στον Λαμπράκη την είχε εκφράσει η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, η οποία είχε ενοχληθεί σφόδρα από την υποστήριξη του βουλευτή της ΕΔΑ στη Μπέτυ Αμπατιέλου, που είχε ρεζιλέψει (και ίσως χαστουκίσει) την εστεμμένη στο ταξίδι της στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1963 -γι’ αυτό το “χαστούκι που ίσως δεν δόθηκε” έχω γράψει αναλυτικά αλλού. “Δεν τον τσαλακώνετε αυτόν;” λέγεται ότι είπε η Φρειδερίκη -και κάποια κατώτερα όργανα αποφάσισαν να επιδείξουν υπερβάλλοντα ζήλο.
Ο Λαμπράκης είχε πάει στο Λονδίνο για να πάρει μέρος στη μεγάλη πορεία ειρήνης του Ολντερμάστον, τον Απρίλιο του 1963. Επιστρέφοντας από το Λονδίνο, συμμετείχε στη Μαραθώνια πορεία ειρήνης του 1963 -ακριβέστερα, επειδή η πορεία είχε απαγορευτεί από την αστυνομία, ο Λαμπράκης ήταν ο μόνος που, χάρη στη βουλευτική του ιδιότητα, την εξυπνάδα και το θάρρος του, μπόρεσε να διασπάσει αλλεπάλληλα μπλόκα της αστυνομίας και να φτάσει μόνος στον Τύμβο και να βαδίσει αρκετά χιλιόμετρα, μοναχικός μαραθωνοδρόμος της ειρήνης (αργότερα προστέθηκαν και δυο-τρεις ακόμα συνοδοιπόροι του, δίνω πιο κάτω το λινκ).
Λίγες βδομάδες νωρίτερα, στα μέσα Μαρτίου 1963, ο Λαμπράκης είχε πρωταγωνιστήσει σε ένα επεισόδιο μέσα στη Βουλή, που θυμίζει τις πρόσφατες χρυσαβγίτικες αθλιότητες. Κατά την εμπρηστική ομιλία του βουλευτή Κιλκίς της ΕΡΕ Κ. Παπαδόπουλου, ο οποίος λέγεται ότι ήταν ταγματασφαλίτης, γερμανοντυμένος στην Κατοχή, σημειώθηκαν αντεγκλήσεις με βουλευτές της ΕΔΑ και όταν ο Παπαδόπουλος, φωνάζοντας “Σκάσε ρε πούστη”, επιτέθηκε εναντίον του βουλευτή της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλλάκη, ο Λαμπράκης, παλιός αθλητής, με ένα σάλτο προσγειώθηκε ανάμεσά τους και άστραψε μια δυνατή γροθιά στον Παπαδόπουλο, που τον άφησε αιμόφυρτο, κι ύστερα δέχτηκε επίθεση από πεντέξι βουλευτές της ΕΡΕ. Το επεισόδιο δεν είναι εντελώς άσχετο με τη δολοφονία του, αφού ο Ξενοφών Γιοσμάς (ή “φον Γιοσμάς”), ο αρχηγός της παρακρατικής οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, ήταν διοικητής τμήματος υπό τις διαταγές του Κ. Παπαδόπουλου. Μικρασιάτης πρόσφυγας, ο Γιοσμάς ήταν από τους επιφανείς συνεργάτες των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, έφυγε μαζί τους από την Ελλάδα στα τέλη του 1944 και υπήρξε υπουργός Προπαγάνδας (!) στην εξόριστη «κυβέρνηση» Τσιρονίκου που σχημάτισαν τα κατακάθια του δοσιλογισμού στις αρχές του 1945 στη Βιέννη. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το δικαστήριο δοσιλόγων, αλλά όταν γύρισε στην Ελλάδα το 1947 οι δοσίλογοι ήταν εθνικώς χρήσιμοι κι έτσι η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε περί το 1951 έχοντας κάνει τρία χρόνια μόνο φυλακή. Ο φον Γιοσμάς πέθανε το 1975 κι έτσι έχασε την ευκαιρία να είναι σήμερα βουλευτής επικρατείας με τη Χρυσή Αβγή, που συνεχίζει την κληρονομιά του Πούλου, του Τσιρονίκου, κι όσων έχουν τη ναζιστική στολή στη ναφθαλίνη.


Στο Διαδίκτυο υπάρχει αρκετό υλικό για τη δολοφονία του Λαμπράκη.
Συγκεντρωμένο υλικό μπορείτε να βρείτε σε ένα παλιό αφιέρωμα του Αllu Fun Marx.
Επίσης, φωτογραφίες και άλλο υλικό από τον ιστότοπό μου. Ακόμα, δημοσίευμα του ιστολογίου για τη Μαραθώνια πορεία ειρήνης του 1963.
Τέλος, σημερινό αφιέρωμα από άλλο ιστολόγιο (που περιέχει και υλικό από τα παραπάνω, συνθεμένο σε βιντεάκι).
Καθώς και το πιο τραγικό γεγονός έχει και την εύθυμη πλευρά του, το τρίκυκλο των φονιάδων έγινε μόνιμο θέμα πικρής ειρωνείας στις γελοιογραφίες και στις επιθεωρήσεις. Εδώ, δυο γελοιογραφίες. Μία του Μποστ από τους Δρόμους της Ειρήνης και μία του Φωκίωνα Δημητριάδη από τα Νέα.

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης και οι «Λαμπράκηδες»

 
«Δημοκρατία – σύμφωνα με τη γνωστή έκφραση – είναι η γνώμη του άλλου. ‘Η μάλλον οι θεσμοί, το πλαίσιο που διασφαλίζει το δικαίωμα στους άλλους να έχουν γνώμη και ορίζει υπέρτατο κριτή και διαιτητή την πλειοψηφία του λαού ελεύθερα εκφραζόμενη. Πρόκειται για έννοιες “συναφείς” με το δημοκρατικό πολίτευμα, που αποτελούν πια αυτονόητες αλήθειες για πολιτισμένες χώρες. Η πολιτική δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τα γεγονότα της 22ας Μαΐου που διαδραματίστηκαν στη συγκέντρωση των Φίλων της Ειρήνης στη Θεσσαλονίκη, δείχνουν ότι για τους “υψηλά ιστάμενους” διοργανωτές του εγκλήματος, μέσο για την πάλη των διαφορετικών απόψεων δεν είναι ο αγώνας για την κατάκτηση της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, αλλά το τρίκυκλο και το ρόπαλο του τραμπούκου. Εδώ, ακριβώς, κρύβεται ο θανάσιμος κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα».
«Ακολουθήστε με!»
Από την αφετηρία του κύριου άρθρου (λες και γράφτηκε σήμερα) – «Γράμμα στον αναγνώστη» – του περιοδικού «Δρόμοι της ειρήνης», αφιερωμένου στη δολοφονία (ακριβώς πριν από 50 χρόνια) του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή (συν γιατρού και πρωταθλητή του στίβου) Γρηγόρη Λαμπράκη, που κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά. Κι από κοντά εκτενή κείμενα των, μεταξύ άλλων, Γιάννη Ρίτσου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Μέντη Μποσταντζόγλου (κείμενο και σκίτσο), Μίκη Θεοδωράκη, σελίδες από το προσωπικό ημερολόγιο του δολοφονημένου βουλευτή, δηλώσεις, σκίτσα.
Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος ήταν μεταξύ των πρώτων που έσπευσαν (μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μανώλη Γλέζο) στη Θεσσαλονίκη και στο νοσοκομείο όπου δινόταν –μάταια– η μάχη για τη διάσωση του χτυπημένου:
«Ημουν κοντά του και παρακολουθούσα τις ενέργειες των γιατρών. Νοσοκόμες χειρίζονταν το οξυγόνο και τους ορρούς, ενώ φοιτητές παρακολουθούσαν τις αντιδράσεις του ετοιμοθάνατου. Μια στιγμή που δεν πρόσεχαν και ενώ συζητούσα με τον νευροχειρουργό κ. Οικονόμου, έβαλα την παλάμη μου πάνω στην παλάμη του Λαμπράκη. Δεν ήταν κρύα. Του την έσφιξα. Κι έδωσε μια, ξαφνικά, και μου ’σφιξε το χέρι κι αυτός. Νομίζω πως παρά λίγο να πεθάνω. Νοσοκόμες είδαν την κίνηση και το είπαν στον ιατροδικαστή που έμπαινε εκείνη την ώρα. Εκείνος έβγαλε κάτι βελόνες και τον τσίμπησε στις παλάμες και τις πατούσες. Τίποτα… Εκείνο το σφίξιμο ήταν η τελευταία κίνηση του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκείνο το σφίξιμο ήθελε, νομίζω, να πει: “Ακολουθήστε με! Η Δημοκρατία και η Ομαλότητα χαροπαλεύουν! Υπερασπίστε τες!” Το ορκιζόμαστε!»
Ο «όρκος» πραγματοποιείται λίγες ημέρες αργότερα. Γράφει ο Πάνος Τριγάζης στο βιβλίο του «Ο Λαμπράκης και το κίνημα ειρήνης» (εκδ. «Ταξιδευτής»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα:

Οι «Λαμπράκηδες»

«Στις 9 Ιουνίου 1963 δημοσιεύθηκε η Ιδρυτική Διακήρυξη Νεολαίας “Γρηγόρης Λαμπράκης”, με τις ακόλουθες 30 υπογραφές: Αλεξανδράκης Αλ., Αργυράκης Μίνως, Γεωργόπουλος Μ., Γιάνναρος Γρ., Δρούζας Δ., Θάνος Γ., Θεοδωράκης Μ., Καραχάλιος Δ., Κατηφόρης Γ., Κατράκη Β., Κουνάδης Α., Κούνδουρος Ν., Λεντάκης Ανδ., Λυγίζος Μ., Μανιάτης Γ., Μπαρλάς Φ., Μπόζενμπεργκ Ι., Μποσταντζόγλου Μ. (Μποστ), Μυλωνάκης Μ., Πάγκαλος Θ., Παπαθανασίου Ασπ., Περγιάλης Ν., Περιστεράκης Μ., Ποντικάκης Αντ., Ροδόπουλος Β., Σκούρα Δ., Τσεκούρας Ν., Τσουκνίδας Θ., Τσουκόπουλος Οδ., Χαραλαμπίδης Γ».
Πρώτος πρόεδρος της Νεολαίας «Γρηγόρης Λαμπράκης», που υπήρξε το μαζικότερο νεολαιίστικο πολιτιστικό κίνημα στην Ελλάδα, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η υπόθεση Λαμπράκη έγινε ευρύτερα γνωστή ανά την υφήλιο με την ταινία του Κώστα Γαβρά «Ζ», από το ομότιτλο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού. «Νονός» του «Ζ», συνώνυμο του Γρηγόρη Λαμπράκη, υπήρξε ο Μίκης Θεοδωράκης. Και ιδού πώς, είπε ο Φώντας Λάδης στην παρουσίαση του βιβλίου του Τριγάζη:
«…γυρίζαμε το βράδυ από κάποια εκδήλωση με τον Μίκη στα σπίτια μας, που ήταν κοντά. Εκείνος οδηγούσε το αυτοκίνητό του και ξαφνικά αναπήδησε σαν παιδί από το κάθισμα. “Το βρήκα”, φώναξε: “Ζ”. Ενα “Ζήτα” -ο Λαμπράκης ζει– θα είναι το σήμα που θα έχουν οι Λαμπράκηδες στο πέτο τους, στα γραφεία, στη σφραγίδα τους, παντού».
Πενήντα χρόνια μετά τη δολοφονία ο Λαμπράκης –αυτά για τα οποία θυσιάστηκε– Ζει.

ΠΗΓΗ: efsyn.gr via http://www.periodista.gr


Οι επικοινωνιακοί κλακαδόροι της ΝΔ θέλουν να σβήσουν την ιστορική μνήμη



 
 
 
 
Γράφει ο Πολύφημος

Στη λίστα των δημόσιων εκτάσεων και κτηρίων προς πώληση μπήκε το Σκοπευτήριο Καισαριανής. Για κάποιους το Σκοπευτήριο αποτελεί ένα μνημείο θυσίας των αντιφασιστών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για άλλους είναι ένα ακόμη εμπόδιο μπροστά στην αγωνία μας για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Διανύουμε μία περίοδο που η ιστορική μνήμη του πληθυσμού μεταβάλλεται. Ο ένας μετά τον άλλο, βουλευτές, υπουργοί και δημοσιογράφοι προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν σε αυτήν τη χώρα, ξαναγράφοντας την ιστορία απ’ την αρχή.
Διαχωρίζουν τα εγκλήματα ανθρώπου σε άνθρωπο ανάλογα με πολιτική τους σκοπιμότητα και δηλώνουν δημόσια ότι άλλο πράγμα να είσαι χουντικός κι άλλο ναζί. Φυσικά και είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Που κανένας βουλευτής ή δημόσιος λειτουργός δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυτά. Ποτέ. Όπως έχω πει πολλές φορές, η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά περιβάλλεται από μία ομάδα ακροδεξιών, φασιστών, ρατσιστών οπαδών της χούντας. Δεν το λέω εγώ αλλά το ίδιο τους το παρελθόν, οι επιστολές αγάπης στον δικτάτορα Παπαδόπουλο και οι κλειστές τους πατριωτικές ομιλίες.
Όταν ο Άδωνις Γεωργιάδης παραδέχεται με ένα ύφος “σιγά τα ωά” ότι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Μάκης Βορίδης, δεν είναι ναζί αλλά χουντικός και κανενός το αυτί δεν ιδρώνει, τότε τι να συζητάμε για ιστορικές μνήμες; Στην σύγχρονη Ελλάδα η ιστορική μας μνήμη σταμάτησε στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και τρεις στο λύκειο, τα παιδιά μαθαίνουν τα πάντα για την κλασσική εποχή, τους περσικούς πολέμους, το μολών λαβέ, το Βυζάντιο και την επανάσταση του ’21. Ύστερα κάνουν μία ιστορική ανασκόπηση ολόκληρης της ζωής του Βενιζέλου με κάθε λεπτομέρεια και στο τέλος γυρίζουν σπίτι τους να παπαγαλίσουν την ένδοξη πορεία των εθνοπατέρων μας.
Τα παιδιά δεν μαθαίνουν εδώ και πολλά χρόνια τι έγινε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν ξέρουν τι είναι ο ναζισμός, τι είναι ο φασισμός. Γιορτάζουν κάθε χρόνο το έπος του ’40, δίχως να έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάμε. Και κυρίως τι ακολούθησε. Δυστυχώς, τα παιδιά δεν έχουν μαύρο σκοτάδι μόνο για τους ναζί και το φασισμό. Δεν ξέρουν ούτε τι ήταν η χούντα των συνταγματαρχών. Κλείνουν τα σχολεία στις 17 Νοέμβρη και ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τι προηγήθηκε μέχρι να φτάσουμε στο 1973 και το Πολυτεχνείο. Βασανισμοί, εξορίες, πολιτικές διώξεις, είναι λέξεις άγνωστες σε ένα παιδί 16 χρονών. Και πώς να μην είναι όταν η μοναδική πηγή ενημέρωσης που του προσφέρει το σύστημα εκπαίδευσής του είναι μία ωριαία γιορτή κάθε χρόνο; Ποια ήταν η αντίδραση των μεγαλύτερων και σοφότερων μπροστά σε αυτό το κύμα ιστορικής αποσιώπησης του φασισμού και των εγκλημάτων του όλα αυτά τα χρόνια;
Να κάνουμε ανέκδοτο εκείνα τα παλιά ρεπορτάζ που έδειχναν μαθητές να απαντούν ότι την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε την επανάσταση του ’21, την 25η Μαρτίου το όχι και την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη την κατέβασε ο Απόστολος Γκλέτσος. Μας φαίνεται πλέον τόσο φυσιολογικό το γεγονός ότι ένας εικοσάχρονος παραδέχεται πως δεν ξέρει ούτε τη σβάστικα, ούτε το ναζιστικό χαιρετισμό, ούτε την Γυάρο και την Μακρόνησο. Ξέρει μόνο να το βουλώνει και να κάνει τη δουλίτσα του.
Κάθε ιστορική μνήμη που συνδέει τα σημερινά παιδιά των χουντικών και των συνεργατών των ναζί σβήνεται. Κάθε φωνή που μιλά για μόχλευση της ιστορίας και προσβολή της μνήμης αγωνιστών, φιμώνεται. Οι σύγχρονοι επιχειρηματικοί και επικοινωνιακοί κλακαδόροι της Νέας Δημοκρατίας εκμοντερνίζουν το προφίλ του σκληρού χουντικού και εξωραΐζουν τα εγκλήματα κατά του ανθρώπου, μόνο και μόνο γιατί το να είσαι ναζί είναι χειρότερο από το να είσαι χουντικός. Απενοχοποιείται κάθε έννοια δημοκρατίας και δικαιοσύνης από τους ίδιους τους “εκπροσώπους” της, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σβήσουν το φασιστικό τους παρελθόν και παρόν.
Με το εργαλείο της “βίας των δύο άκρων” και την ιδεολογική του βάση φτιαγμένη πάνω στα επικοινωνιακά μπάζα των μέσων ενημέρωσης και της ακαδημαϊκής ελίτ, στρεβλώνουν την ιστορία, διαγράφουν τη μνήμη και βγάζουν στο σφυρί έναν τόπο μαρτυρίου στο βωμό του αγώνα κατά του ναζισμού σαν να ήταν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο.

ΠΗΓΗ: polyfimos.blogspot.gr via http://www.periodista.gr

Κάτω τα χέρια από το Σκοπευτήριο! Όλα μπορεί να τα πουλήσετε, την Καισαριανή δεν θα την πουλήσετε. Αν δεν σας σταματήσουν οι ζωντανοί, θα σας σταματήσουν οι νεκροί.

Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη



Τώρα είναι η κατάλληλη ώρα, τώρα που όλοι ασχολούνται, με τον τρόπο του ο καθένας, με την επέλαση του νεοναζισμού.  Τώρα βρήκε την ευκαιρία η εθνική μας Κυβέρνησις να βγάλει στο σφυρί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, τον ιστορικό  χώρο που επέλεξαν οι  ναζί, για να εκτελούν τους πατριώτες που τους αντιστέκονταν. Να το αγοράσει το Σκοπευτήριο η Χρυσή Αυγή, έχουνε λεφτά,  τους χρηματοδοτούν οι εφοπλιστές, και να κάνει  εικονικές εκτελέσεις μεταναστών, αριστερών και άλλων αποβρασμάτων....


Λέγαμε υπερβάλλοντας ότι αυτοί που μας κυβερνούν είναι ικανοί να πουλήσουν  τα πάντα. Σβήστε το «υπερβάλλοντας». Αυτοί που μας κυβερνούν είναι ικανοί να πουλήσουν τα πάντα, μέχρι  και το χώρο στον οποίο βρίσκεται το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το μνημείο των πεσόντων και το μουσείο ιστορικής μνήμης. Το αποκάλυψε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Θεανώ Φωτίου: Ο χώρος των 99 στρεμμάτων που περιλαμβάνει τα προαναφερθέντα και ανήκει στον Οργανισμό Σχολικών  Κτηρίων έχει παραχωρηθεί στο ΤΑΙΠΕΔ, στο ταμείο αποκρατικοποιήσεων του Σταυρίδη με τις πισίνες. Να φτιάξετε και μια πισίνα δίπλα στο μνημείο, να τσαλαβουτάνε οι νέοι ιδιοκτήτες.


Χρόνια τώρα προσπαθεί ο Δήμος της Καισαριανής να πάρει υπό  την ιδιοκτησία και την προστασία του το Σκοπευτήριο, αντιμετωπίζοντας τη λυσσώδη αντίδραση κάποιου συλλόγου, κάποιας Σκοπευτικής, που εμφανίζεται ως νόμιμος ιδιοκτήτης του χώρου. Κάθε τρεις και λίγο κάποιος δήμαρχος της Καισαριανής συλλαμβάνεται και σύρεται στο αυτόφωρο, ως καταπατητής ξένης περιουσίας. Αυτά τελείωσαν, ήρθε η ώρα να δοθεί η τελική  λύση, να πουληθεί, επιτέλους,  ο χώρος στους ιδιώτες και να αξιοποιηθεί, να γίνει Μολ, να γίνει τόπος  κατοικιών υψηλoύ κύρους. Να τελειώνουμε, βρε αδερφέ, με τους ιερούς χώρους και τη μούχλα της ιστορίας, που ξεπροβάλει από κάθε γωνιά αυτής της πόλης.

Κάποτε, ακόμη και η σκέψη να πουληθεί το Σκοπευτήριο θα προκαλούσε αποτροπιασμό. Σήμερα, μετά από τρία χρόνια μνημονιακού μιθριδατισμού, το αδιανόητο έχει γίνει αυτονόητο. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν και θα συνεχίσουν να το νομίζουν, μέχρι να τους  διαψεύσουμε, μέχρι να τους δείξουμε ότι δεν μπορούν να κάνουν ό, τι γουστάρουν. Το Σκοπευτήριο μπορεί να μην έχει τη σημασία της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, έχει όμως βάρος συμβολικό που δεν μπορούν να το σηκώσουν στους ώμους τους ούτε ο Σαμαράς, ούτε ο Βενιζέλος, ούτε ο Κουβέλης. Ο  αριστερός Κουβέλης, τρομάρα του.

Όλα μπορεί να τα πουλήσετε, την Καισαριανή δεν θα την πουλήσετε. Αν δεν σας σταματήσουν οι ζωντανοί, θα σας σταματήσουν οι νεκροί.          
 αναρχογατουλης     

Πηγή: avgi.gr

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Να ξαναδούμε την κοινωνία

Ulrich Beck
Η δημόσια συζήτηση καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη σκοπιά της οικονομίας – πράγμα παράλογο, λέει ο Γερμανός  κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, αν σκεφτούμε πως οι ίδιοι οι οικονομολόγοι αιφνιδιάστηκαν από την κρίση. Ο «πρύτανης» της γερμανικής κοινωνιολογίας στο τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στη Γερμανία, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και μη, παρεμβαίνει στην κρίση πραγματοποιώντας μια ανάγνωση με το βλέμμα στραμμένο στο «πνεύμα», στη σύγχυση και την αναποφασιστικότητα ως τακτική επιτήρησης και τιμωρίας «έως ότου το ευρώ μας χωρίσει». 
Επιμένει: «Η κρίση της Ε.Ε. δεν είναι κρίση χρέους... Είναι μια κρίση της κοινωνίας και του πολιτικού, αλλά και της κρατούσας αντίληψης περί κοινωνίας και πολιτικού». Πρέπει να ξαναφέρουμε τους λαούς στο προσκήνιο, να ξαναδούμε την κοινωνία (put society back in!).

Ιστορική αμνησία

Οταν ένας δημόσιος διανοούμενος, με παγκόσμια εμβέλεια στους κύκλους των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής σκέψης, περιγράφει την Ευρώπη σαν ένα εργαστήρι αργού οικονομικοκοινωνικού θανάτου, που θυμίζει στην πολιτική πως, τάχα, είναι ζωντανή, το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Και ο Μπεκ αναλαμβάνει αυτό το εγχείρημα, εμμένοντας στη δική του ιδέα περί «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (risk society theory) όχι με σκοπό να αναμοχλεύσει τον ευρωσκεπτικισμό, αλλά, αντίθετα, για να απαντήσει στην έκρηξη του ευρωσκεπτικισμού που απλώνεται και χωρίζει τον ευρωπαϊκό Βορρά και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η ανάλυση, επομένως, που κάνει ο Μπεκ στο βιβλίο του ακολουθεί μια τροχιά από τις απαρχές της Ε.Ε., της τότε ΕΟΚ, και των επιτυχιών της –του εθελούσιου, οραματικού και αισιόδοξου συνασπισμού των πρώην μεγάλων πολιτισμών και των πρώην μεγάλων δυνάμεων που ήθελαν να λυτρωθούν από το πολεμικό παρελθόν τους–, για να φτάσει, σήμερα, στην αλαζονεία των Βορειοευρωπαίων, οι οποίοι με περισσή ιστορική αμνησία και πολιτισμική άγνοια, επιλήσμονες κατακτημένων αξιών όπως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια και κοινωνικών θεμελίων όπως η δημοκρατία, αφήνονται ευκαιριακά, μοιραία, στην «τυφλότητα της οικονομίας» – σε ό,τι ο Μακιαβέλλι χαρακτήριζε ως occasione (ως ευνοϊκή ιστορική περίσταση).
r-ARABREVOLTS-large570

Κοινωνικά κινήματα

Βεβαίως, ο Μπεκ θεωρεί τα κοινωνικά κινήματα –την Αραβική Ανοιξη, το Occupy Wall Street ή το Αμερικανικό Φθινόπωρο και το ακαδημαϊκό πρεκαριάτο– σημαντικούς παράγοντες στην εδραίωση του κοινού μέλλοντος. Βλέπει, επίσης, ως πραγματικούς «αρχιτέκτονες της Ευρώπης» όλους εκείνους που μάχονται υπέρ της Ευρώπης και παίρνουν πρωτοβουλίες, προβάλλουν ιδέες για την αναδιοργάνωση και την ανάπτυξή της. Θα μπορούσε να υπάρξει σύντομα, ίσως αναδυθεί, ένα «Ευρωπαϊκό Φθινόπωρο» για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο –που, όμως, θα παλέψει, από τα κάτω, διασχίζοντας τα σύνορα, ανατρέποντας την εθνοκρατικιστική πολιτική, για περισσότερη και όχι για λιγότερη Ευρώπη. Επικρίνει την κρατούσα πολιτική, που υποτιμά την εξουσία των αδύναμων, των «περιττών», των κοινωνικοπολιτικών κινημάτων και τις διεθνικές συγκρούσεις διακινδύνευσης. Ωστόσο, διαπιστώνει ότι «οι πειστικότεροι και ανθεκτικότεροι αντίπαλοι της χρηματοπιστωτικής οικονομίας δεν είναι αυτοί που στήνουν σκηνές μπροστά από τους καθεδρικούς των τραπεζών και τις μεγάλες πλατείες, αλλά η ίδια η χρηματοπιστωτική οικονομία».

Ανοιχτό το μέλλον της Ευρώπης

Η επιχειρηματολογία του Μπεκ βασίζεται στο ότι το σχήμα «κρατικός σοσιαλισμός για τους πλούσιους και τις τράπεζες και νεοφιλελευθερισμός για τα μεσαία στρώματα και τους φτωχούς» είναι ατελέσφορο και αντιπαραγωγικό. Η επιβολή «από τα πάνω» του οικονομικού και πολιτικού σχεδίου, εκ Βερολίνου προερχόμενου, και η αντίσταση «από τα κάτω» αναδεικνύουν μια δομική δυσαρμονία που δεν αφήνει χώρο στη συλλογική δράση, στο «όλοι μαζί μπορούμε».
Για τον Ούλριχ Μπεκ, προέχει το «παράδειγμα της στρογγυλής τραπέζης» το οποίο υποδεικνύει, όπως και σε παλιότερα γραπτά του, ως κοινό πεδίο συζήτησης για την κοινωνία της διακινδύνευσης και τη λήψη αποφάσεων στην εποχή της αβεβαιότητας. Είτε, όμως, βιώνουμε μια, κατά Γκράμσι, μεταβατική φάση καινούργιου κόσμου που συγκρούεται με τις δικές του και τις παλιές αντιφάσεις, είτε μια, κατά Ντυρκάιμ, ανομική φάση στην οποία το νέο είναι ακόμα θαμπό και το παλιό δεν έχει ξεθωριάσει, στην ευρωπαϊκή, ούτως ειπείν, «μεσοβασιλεία» των μακιαβελλικών διχονοιών και των καταστροφικών αντιθέσεων που εκμεταλλεύεται «ο ηγεμόνας», ο uomo virtuoso, ένας άντρας με ταλέντο στην εξουσία κι, εν προκειμένω, μια γυναίκα, η Αγκελα Μέρκελ (εξ ου και το Μερκιαβέλλι), τα πάντα παραμένουν ως ενδεχόμενο ανοικτής έκβασης για τον καλό ή τον κακό καιρό της Ευρώπης.
Η κατακλείδα, πάντως, του Μπεκ έρχεται με έναν στίχο του Χέλντερλιν, σαν παρηγορητική υπόσχεση που πρέπει να επικαιροποιήσουμε και να εφαρμόσουμε: «Οπου υπάρχει κίνδυνος, φυτρώνει και η σωτηρία».

Μα τί κακοί άνθρωποι αυτοί οι συνδικαλιστές !!!

Αν παρακολουθήσει κανείς τα ΜΜΕ, τις κυβερνήσεις της τελευταίας 15ετίας, πλήθος «μεταρρυθμιστών» σχολιαστών, πολλοί εκ των οποίων με το αζημίωτο έχουν προσφέρει «καταπληκτικές» συμβουλές από κρατικές θέσεις που τους διόρισαν και φυσικά πολλά «παιδιά» καλών οικογενειών- κυριολεκτικά και μεταφορικά- που με τα αστραφτερά τους χαμόγελα κάνουν…καριέρα σε διάφορα κόμματα, για την κρίση στην Ελλάδα δε φταίει ο καπιταλισμός και οι πολιτικό- οικονομικοί διαχειριστές του, δηλαδή η ελίτ αλλά κάποιοι συγκεκριμένοι, πολλοί κακοί άνθρωποι: οι συνδικαλιστές.


Του Θέμη Τζήμα

Δε φταίνε οι επιχειρηματίες που έπαιρναν επιδοτήσεις και άφηναν κουφάρια για να πάνε στα Βαλκάνια, ούτε οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα που τους τάιζαν για να έχουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Δε φταίνε οι τραπεζίτες μας που για να διασωθούν επωφελούνται από τις σκανδαλώδεις κρατικές παρεμβάσεις στην πλάτη ημών των φορολογουμένων. Δε φταίνε οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών και το μαύρο χρήμα που ξεκινάει από το μεγάλο κεφάλαιο και μέχρι ενός σημείου διαχέεται προς τα κάτω. Δε φταίνε οι δεξιές, συστημικές πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν από τα μέσα του ’90 και μετά το πρότυπο της «ισχυρής Ελλάδας» των υπηρεσιών και των ολυμπιακών. Δε φταίει ο ζουρλομανδύας του ευρώ, ούτε φυσικά ο παγκόσμιος και ο εγχώριος καπιταλισμός. Όχι, αυτά είναι μπανάλ. Φταίνε οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, του Μετρό, των μουσείων, των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, του νερού, οι καθηγητές, οι γιατροί, οι νοσοκομειακοί υπάλληλοι κλπ.

Βέβαια όσο κάθονται ήσυχοι όλα κυλούν μια χαρά. Πού και πού καμιά κουμπουριά πέφτει από τα ΜΜΕ αλλά κι αυτή για τα μάτια του κόσμου. Οι διεφθαρμένοι υπάλληλοι κάθε υπηρεσίας για παράδειγμα παίρνουν τις μίζες τους λίγο- πολύ ανενόχλητοι. Η νέα γενιά εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα μαθαίνει να λέει ευχαριστώ για επισφαλή, κακοπληρωμένη εργασία και «όλοι» είναι ευχαριστημένοι.
Το πράγμα στραβώνει αν προκηρυχθεί καμιά απεργία. Ε εκεί ποιος είδε τον «υπεύθυνο» Σαμαρά και τους προκατόχους του και δεν τους φοβήθηκε. Τί φιλιππικοί για το δημόσιο συμφέρον. Τί εξάψαλμοι για τα ήθη που πρέπει να αλλάξουν, για το λαό που δυσκολεύεται, για τις κατεστημένες νοοτροπίες, για το κοινό καλό. Τι ρεπορτάζ για την ταλαιπωρία των κατά τα άλλα ευτυχισμένων Ελλήνων πολιτών που δυναστεύονται από τους συνδικαλιστές. Καλά για τους εργοδότες δεν το συζητάμε:αυτοί οι “άγιοι” άνθρωποι που μας κάνουν τη χάρη να αποδέχονται ακόμα ότι η εργασία διαφέρει- περίπου έστω- από τον εθελοντισμό βλέπουν το συνδικαλιστή να τους ρουφάει το αίμα και να εμποδίζει τόσες και τόσες παραγωγικές επενδύσεις που περιμένουν στην ουρά για να έρθουν στη χώρα μας.
Γι’ αυτό άλλωστε κοντοζυγώνει η ώρα που οι απεργίες θα απαγορευθούν, οι συλλογικές συμβάσεις θα καταργηθούν και επίσημα, η Ελλάδα θα γίνει μια ειδική οικονομική ζώνη και τα συνδικάτα που δε θα πειθαρχήσουν θα μπορούσαν και να τεθούν εκτός νόμου. Καλώς ορίσαμε στον υπέροχο καινούριο κόσμο του νεοφιλελευθερισμού της ένωσης της «ευρωπαϊκής οικογένειας», στην οποία οι κυβερνήτες μας μας κρατούν με νύχια και με δόντια.
Θα μου πείτε μα υπερασπίζεσαι τώρα τους συνδικαλιστές; δεν άκουσες τίποτα για μίζες, προνόμια, ρετιρέ και χειραγώγηση των εργαζομένων;
Πρώτον, άλλο τα φυσικά πρόσωπα και άλλο ο θεσμός, δηλαδή το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι πρώτοι δεν ταυτίζονται με το δεύτερο και κυρίως, η επίθεση δε γίνεται εναντίον των πρώτων. Η επίθεση αφορά την ύπαρξη συνδικαλιστικού κινήματος και εργατικών δικαιωμάτων. Απλά οι παραφθορές του συνδικαλιστικού κινήματος υπερπροβάλλονται ώστε να χτυπηθεί πιο εύκολα ο κύριος στόχος που είναι συνολικά οι εργαζόμενοι και οι μαζικοί χώροι.
Δεύτερον, υπάρχουν συνδικαλιστές και συνδικαλιστές. Το τσουβάλιασμα που τόσο “ανησυχεί” όταν αφορά βουλευτές και υπουργούς ή δημοσιογράφους, ουδόλως ανησυχεί τους κατέχοντες συστημικά μικρόφωνα όταν αφορά τους συνδικαλιστές. Ακριβώς γιατί ο στόχος δεν είναι τα πρόσωπα αλλά ο θεσμός και τα δικαιώματα.
Τρίτον, αν κάποιος θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με το κυρίαρχο σήμερα πρότυπο συνδικαλιστή αλλά και συνδικαλισμού δεν είναι άλλος από τις μνημονιακές δυνάμεις. Πιο υποτονικό και διασπασμένο συνδικαλισμό δε θα μπορούσαν να είχαν φανταστεί. Για να μην αναφερθούμε βεβαίως σε όλους αυτούς τους «μεταρρυθμιστές» υπουργούς και πρωθυπουργούς που εκλέγονταν χάρη εν πολλοίς και σε ψήφους που τους μάζευαν συνδικαλιστές. Αν κάποιος θα έπρεπε να επιτίθεται ανελέητα εναντίον ενός μεγάλου μέρους του συνδικαλιστικού προσωπικού της χώρας είμαστε όλοι όσοι βιώνουμε την κρίση στο πετσί μας απροστάτευτοι, χωρίς συλλογικότητες με μαχητική δράση.
Η αλλαγή στο συνδικαλιστικό χώρο είναι μια υπόθεση από κάτω προς τα πάνω και όχι αντίστροφα, δηλαδή από την εργοδοσία και το κατεστημένο προς τα απείθαρχα συνδικάτα. Αλλά μια τέτοια πορεία πραγματικής αλλαγής και όχι εξαφάνισης θα ωθούσε σε ένα συνδικαλισμό όντως επικίνδυνο για το κατεστημένο, συγκρουσιακό, πολιτικοποιημένο και μετωπικό. Πολύ αμφιβάλω ότι όλοι αυτοί που ξιφουλκούν κατά του συνδικαλιστικού κατεστημένου και χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τους εργαζομένους θα ευαρεστούνταν από μια τέτοια εξέλιξη.
Τέταρτον, ό,τι και αν καταλογίσει κανείς σε συγκεκριμένους συνδικαλιστές δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για την καπιταλιστική κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη και τη χώρα. Δεν ήταν οι συνδικαλιστές που έθρεψαν την παρασιτική μεγαλοαστική τάξη της χώρας. Δεν ήταν αυτοί που αποφάσισαν ένα ευρώ- φυλακή των λαών, έρμαιο της πρώτης κρίσης. Δεν ψήφισαν αυτοί τα καταστροφικά μνημόνια. Δεν υπήρξαν οι συνδικαλιστές οι λειτουργοί και φυσικά ούτε οι εμπνευστές του καπιταλισμού – καζίνο.
Ναι, αρκετοί συνδικαλιστές φάγανε όχι μόνο ψίχουλα αλλά και αρκετά παραπάνω από το μεγάλο τραπέζι που είχε στήσει το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας. Άλλωστε δεν είναι λίγοι οι «μεταρρυθμιστές» μνημονιακοί υπουργοί που χάρη σε συνδικαλιστές έκαναν καριέρα. Αλλά αυτό δε βάζει τους συνδικαλιστές στη θέση των πρωταιτίων της κρίσης. Αντίθετα οι πρωταίτιοι παραμένουν ακόμα στην κυβέρνηση και δημόσιοι κατήγοροι.
Αν λοιπόν έστω και για προσχηματικούς λόγους ή κατατμημμένα αυτό το φθαρμένο εν πολλοίς συνδικαλιστικό προσωπικό αποφασίζει να κινητοποιηθεί, οι εργαζόμενοι κάθε κλάδου, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι άνεργοι οφείλουν να αξιοποιήσουν αυτές τις αποφάσεις ώστε να τις ωθήσουν προς την κατεύθυνση πραγματικών πολιτικών συγκρούσεων, που θα ξεπερνούν τους σχεδιασμούς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Εν τέλει, οι συνδικαλιστές δεν ήταν ούτε οι κακοί άνθρωποι, ούτε οι απατεώνες που χρεωκόπησαν τη χώρα. Ήταν προϊόντα της προηγούμενης περιόδου, μιας περιόδου όπου κυρίαρχη ήταν η διαμεσολαβητική λειτουργία του συνδικαλισμού. Και για την ακρίβεια ήταν μια περίοδος κατά την οποία ναι μεν ορισμένα στελέχη αλλοτριώθηκαν σε ακραίο βαθμό αλλά και κατά την οποία υπήρξε άνοδος του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων. Και αυτό δεν είναι κακό.
Στη φάση ωστόσο της κρίσης αυτή η διαμεσολαβητική λειτουργία στο πρότυπο των «κοινωνικών εταίρων» δεν μπορεί παρά να δώσει τη θέση της στη συγκρουσιακή δράση, μεταξύ ταξικών αντιπάλων. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζονται άλλου τύπου αγώνες, με διαφορετικό προσωπικό στην πρωτοπορία. Αυτή όμως είναι δική μας δουλειά, όχι δική τους.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απομυθοποιεί την Χριστιανική «αγάπη»

Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Από το Ιστολόγιο: Ο Υπνοβάτης
ko-ka-271Η ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ
Οι αρχαιοελληνικές έννοιες και η διαστρέβλωσή τους από την υποκριτική χριστιανική ηθική
Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία… Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει…
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.
“Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε”.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’ όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής – ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.
eagainst.com