ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Αλλαγή της κοινωνίας με κράτος ή χωρίς;


Βασίλης Μηνακάκης
Υπάρχουν δυο τρόποι για να προσεγγιστεί το ερώτημα αυτό: γενικά θεωρητικά ή με συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και οι δύο οπτικές είναι χρήσιμες και αναγκαίες. Αναγκαίος είναι κι ο εσωτερικός διάλογος μεταξύ τους, μιας και δεν τις χωρίζουν σινικά τείχη. Επιπλέον, η δύναμη της μιας δίνει δύναμη και στην άλλη. Στην παρέμβασή μου, όμως, θα ήθελα να εστιάσω στη δεύτερη κυρίως οπτική.
Τι μπορούμε, λοιπόν, να πούμε για το σύγχρονο κράτος; Μπορούμε, προφανώς, να επαναλάβουμε ανεπιφύλακτα τις κλασικές μαρξιστικές θέσεις ότι αποτελεί συλλογικό κεφαλαιοκράτη, όργανο έκφρασης των συμφερόντων του κεφαλαίου, μηχανισμό που υλοποιεί την εξουσία και την κυριαρχία του.
Θα πει κανείς. Αυτά ίσχυαν πάντα και θα ισχύουν πάντα στον καπιταλισμό. Ας το βασανίσουμε λίγο, όμως. Γιατί; Γιατί αυτοί οι χαρακτηρισμοί -για τους οποίους υπήρχε και υπάρχει συζήτηση και αντιπαράθεση και εντός του μαρξιστικού ρεύματος και ανάμεσα σε αυτό και στον αναρχισμό, τα ελευθεριακά κι άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα- δεν εκδηλώνονταν με τον ίδιο τρόπο στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού.
Την εποχή του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, του κεϊνσιανισμού, των μαζικών κοινωνικών συμβολαίων, του τεϊλορισμού, της κοινοβουλευτικής αποχαύνωσης οι θέσεις αυτές είχαν υποβαθμιστεί από πολλούς και -το κυριότερο- στη λεγόμενη «κοινή συνείδηση». Το κράτος πρόβαλε ως εκφραστής του γενικού καλού και εγγυητής της προόδου και της ανάπτυξης. Πρόβαλε κυρίως με την κοινωνική του λειτουργία (αναπαραγωγή εργατικής δύναμης) παρά με την κατασταλτική, κυρίως ως οργανωτής των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης παρά ως εργαλείο ταξικής καταπίεσης εκ μέρους του. Ακόμη και σε τμήματα της μαρξιστικής Αριστεράς εμφανίστηκε τότε μια μετατόπιση: δεν είναι όργανο της αστικής τάξης αλλά συνισταμένη των ταξικών συσχετισμών, δεν συμπυκνώνει-υλοποιεί την αστική εξουσία και κυριαρχία αλλά την ταξική πάλη. Που σημαίνει ότι με έναν άλλο συσχετισμό δυνάμεων, με μια άλλη ισορροπία στην ταξική πάλη το κράτος θα μπορούσε να αλλάξει χαρακτήρα, να γίνει εργαλείο προώθησης μιας προοδευτικής, ριζοσπαστικής και -γιατί όχι- σοσιαλιστικής πορείας.
Αυτή η άποψη δεν ήταν ούτε τότε σωστή και αποδείχτηκε στη ζωή – αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας εδώ. Βέβαιο είναι, ωστόσο, πως αν τότε είχε κάποιο έρεισμα, αν υπήρχαν κάποιοι λόγοι που την καθιστούσαν πιστευτή τότε, σήμερα αυτοί έχουν εκλείψει. Ας δούμε γιατί.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους;
1. Το σύγχρονο κράτος -και οι κυβερνήσεις που το διαχειρίζονται, νεοφιλελεύθερες, συμμαχικές ή σοσιαλιστικές- αποτελεί τον βασικό μοχλό προώθησης της στρατηγικής του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης. Συνθλίβει μισθούς, απογειώνει τη φορολογία, διευκολύνει την ελαστική εργασία, χαρατσώνει ασύστολα και τόσα άλλα. Να θυμίσουμε εδώ το ρόλο που έπαιξε η Ατζέντα 2010 που προώθησε πριν χρόνια ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ, η οποία επιτρέπει σήμερα στο γερμανικό κεφάλαιο να είναι αυτό που είναι, έχοντας όμως το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας με μισθό κάτω από 400 ευρώ.
 2. Το σύγχρονο κράτος απαλλάσσεται από τις περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες που είχε. Τις ιδιωτικοποιεί και παράλληλα ιδιωτικοποιεί το σύνολο των κοινωφελών λειτουργιών (ενέργεια, ύδρευση, αεροδρόμια, λιμάνια, μεταφορές, δρόμοι κ.λπ.) αλλά και πολλές λειτουργίες του σκληρού κρατικού πυρήνα (καθαριότητα, είσπραξη φόρων, έρευνα κ.λπ.). Τέλος, απελευθερώνει όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και επιβάλει ακόμη και στο εσωτερικό του ιδιωτικοοικονομικά-αγοραία κριτήρια λειτουργίας, μέσω της λεγόμενης αξιολόγησης ή των δήθεν κριτηρίων αποδοτικότητας.
 3. Το σύγχρονο κράτος συνθλίβει τις όποιες κοινωνικές του λειτουργίες (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Όλες εκείνες που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, από τη μια, αλλά και τη δική του αναπαραγωγή, από την άλλη. Γιατί με αιχμή αυτές τις λειτουργίες εμφανιζόταν ως υπερταξικό και ως εκφραστής της κοινωνίας, με αιχμή αυτές η αστική τάξη οικοδομούσε μαζικά κοινωνικά συμβόλαια, αποσπούσε τη συναίνεση και νομιμοποιούσε το αστικό πολιτικό σύστημα. Τώρα αυτές οι υπηρεσίες ή αγοράζονται από τους πολίτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις ή και από το κράτος (π.χ. 25 ευρώ για εισαγωγή) είτε η προσφορά τους  γίνεται με τέτοιους όρους που μετατρέπεται σε μηχανισμό αποδοχής του νέου εργασιακού τοπίου (π.χ. η λεγόμενη ελαστασφάλεια ή οι ενεργητική πολιτική απασχόλησης).
 4. Το σύγχρονο κράτος ενισχύει στο έπακρο την κατασταλτική του λειτουργία πολλαπλά. Ενισχύει ποιοτικά και ποσοτικά τους μηχανισμούς καταστολής, τους εμπλουτίζει με μηχανισμούς ηλεκτρονικού χαφιεδισμού και ελέγχου. Ταυτόχρονα, ενισχύει τα όπλα της εργοδοτικής βίας, το δεσποτισμό των αφεντικών εντός παραγωγής. Τέλος, διακορεύει τις τυπικές αστικές ελευθερίες, τα συντάγματα, τους δικούς του κοινοβουλευτικούς θεσμούς και συνάμα το δικαίωμα στην αντίσταση, τη διαδήλωση, την απειθαρχία, την απεργία, τη δυναμική διαμαρτυρία – ειδικά τις μορφές πάλης που υπερβαίνουν τη νυσταλέα επετηρίδα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ή δεν βολεύονται με μια απλή εκλογική ή κυβερνητική εξαργύρωση.
 5. Τέλος, το σύγχρονο κράτος διαμορφώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς θεσμούς και τους κατώτερους κρίκους του, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, και ανάμεσα σε αυτό και τους υπερεθνικούς αστικούς θεσμούς όπως η ΕΕ, το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ. Από τη μια, με τον Καλλικράτη αρκετές λειτουργίες του κεντρικού κράτους περνούν στο τοπικό κράτος (π.χ. παιδεία). Κι από την άλλη, με τα μνημόνια, τις δανειακές συμβάσεις, τη συμμετοχή στην ΕΕ κάποια κρίσιμα στοιχεία της κρατικής λειτουργίας εντάσσονται -δεσμεύονται, για την ακρίβεια- από ένα ευρύτερο πλέγμα, που δεν είναι μεν υπερκράτος, είναι όμως πολύ ασφυκτικό και, το κυριότερο, πλήρως παραδομένο στις πολυεθνικές και τις τράπεζες και πλήρως αποστειρωμένο από τη λαϊκή πίεση ακόμη κι από τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η νέα αρχιτεκτονική ισχυροποιεί το κράτος απέναντι στο λαό, εντείνει τον καταπιεστικό του ρόλο και την υπέρ της μισθωτής εκμετάλλευσης λειτουργία του.
Συμπυκνώνοντας, το σύγχρονο κράτος γίνεται πολύ πιο απολυταρχικό, εξουσιαστικό, εκμεταλλευτικό. Απογυμνώνεται από κάθε φιλολαϊκό «σύκο συκής» που είχε παλαιότερα και εμφανίζεται πολύ καθαρά ως αυτό που πραγματικά είναι: όργανο καταπίεσης και κυριαρχίας, θεσμικός εκφραστής της αστικής εξουσίας, μηχανισμός αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίας, εγγυητής της μισθωτής σκλαβιάς.
Έχοντας απεκδυθεί, όμως, το όποιο κοινωνικό του προφίλ, το σύγχρονο κράτος συγκεντρώνει απέναντί του -αλλά και απέναντι σε όποιους το διαχειρίζονται από κυβερνητικές θέσεις- μια εχθρότητα απίστευτων διαστάσεων, ένα αβυσσαλέο μίσος. Το «να καεί να καεί…» το φωνάζουν πλέον μαζικά οι λαϊκές μάζες, η φθορά του πολιτικού συστήματος είναι ανείπωτη, οι περισσότερες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες της αστικής τάξης έχουν διαρραγεί αμετάκλητα, εναλλακτικές συστημικές λύσεις καίγονται εν μία νυκτί, άλλοτε κραταιά κόμματα ή κυβερνήσεις καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι.
Αναπτύσσεται, έτσι, μια μαζική ριζοσπαστική αντίθεση απέναντι στο αστικό κράτος, τους διαχειριστές του και γενικότερα το πολιτικό προσωπικό της κυρίαρχης πολιτικής, που όμως παίρνει όχι μία αλλά πολλές και συχνά αντιφατικές μορφές: από τον χρυσαυγίτικο τσαμπουκά ως τις πολύμορφες αντισυστημικές πρακτικές, από τις καταστροφικές δράσεις ατομικής βίας κι εκτόνωσης ή τις νέες νησίδες οργάνωσης της ζωής πέραν της αγοράς ως την συντεταγμένη αντικαπιταλιστική επαναστατική δράση.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αποτιμήσω αυτές τις μορφές δράσης – τις πέραν της Χρυσής Αυγής μορφές. Θα άξιζε, ωστόσο, να βάλλουμε κάποιες σημαδούρες στη συζήτηση για την αναγκαία απάντηση στο σύγχρονο αστικό κράτος.
Πρώτο συμπέρασμα: Μια απελευθερωτική πρακτική δεν μπορεί να στηριχτεί στην κατάληψη του κράτους, αλλά στην κατάργηση, το τσάκισμά του. Δεν είναι δυνατόν ένας μηχανισμός δομημένος με το DNA της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης να μετατραπεί σε μηχανισμό κοινωνικής χειραφέτησης. Ειδικά το σημερινό αστικό κράτος, είναι ακόμη πιο απίθανο να διευκολύνει κάτι τέτοιο – ακόμη κι αν βρεθεί στα χέρια των επαναστατικών δυνάμεων, ακόμη κι αν αλλάξει ο κτήτοράς του. Υπάρχει, συνεπώς, απόλυτη ανάγκη να ανοίξει, τώρα, η συζήτηση για το πώς, με ποιες μορφές και δομές, με ποιους μηχανισμούς θα οργανωθεί, θα διευθυνθεί μια κοινωνία πέραν του καπιταλισμού και της αγοράς.
Δεύτερο και επίκαιρο πολιτικό συμπέρασμα. Δεν είναι μόνο η μεγάλη επαναστατική αλλαγή που είναι ασύμβατη και ανταγωνιστική με το υπάρχον αστικό κράτος. Ασύμβατες είναι ακόμη και μικρότερες τομές, ακόμη και η υπεράσπιση στοιχειωδών δικαιωμάτων, το «φτάνει πια». Είναι φενάκη να πιστεύει κανείς -όποιος και αν είναι αυτός- ότι διαχειριζόμενος κυβερνητικά αυτό το κράτος και το πλαίσιο των αγορών, της ΕΕ, της μισθωτής σκλαβιάς είναι δυνατόν να υπηρετήσει τα λαϊκά συμφέροντα, να βελτιώσει την κατάσταση των νέων, να επιστρέψει σε εποχές «κράτους πρόνοιας». Φενάκη, στρουθοκαμηλισμός ή σκόπιμη απόκρυψη μιας πραγματικότητας που -το είδαμε τόσους αντινεοφιλελεύθερους δήθεν κυβερνητικούς διαχειριστές- δεν αλλάζει χωρίς ριζικές τομές κι αποφασιστικές συγκρούσεις.
Τρίτο συμπέρασμα. Το κράτος και το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό στάτους με το οποίο συνυφαίνεται δημιουργούν απέναντι στις δυνάμεις που επιθυμούν και αγωνίζονται για μια αντικαπιταλιστική, χειραφετητική προοπτική αλλά και στον κόσμο της εργασίας συνολικά ένα αδιαπέραστο τείχος. Πώς θα το υπερβούμε; Ορισμένοι απαντούν: με μια επαναστατική έφοδο, κάποτε, όταν ωριμάσουν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, μια έφοδο που θα αντικαταστήσει τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Άλλοι καταθέτουν μια διαφορετική οπτική: εδώ και τώρα, με αντιεμπορευματικούς και αυτοδιαχειριστικούς πειραματισμούς, τοπικές αντιεξουσίες, χώρους ελευθερίας και αυτοδιεύθυνσης – δηλαδή με πρωτοβουλίες που ξεκινούν σήμερα και, αν γενικευτούν, θα διαμορφώσουν ένα άλλο υπόδειγμα κοινωνικής οργάνωσης.
Υπάρχει βάση και στις δύο απόψεις, καμιά από τις δύο, όμως, διατυπωμένη απόλυτα, δεν απαντά στη σημερινή πραγματικότητα. Για να απαντήσουμε στο σημερινό κράτος, τον σημερινό τρόπο οργάνωσης της αστικής εξουσίας, χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα.
Ποιος πιστεύει ότι το σύστημα σήμερα κινδυνεύει από τη φαντασίωση της επανάστασης, από μια εξέγερση που όσο νομοτελειακή κι αν παρουσιάζεται άλλο τόσο παραπέμπεται στο υπερπέραν, από έναν κομουνισμό που μοιάζει με προφητεία; Μα και ταυτόχρονα, ποιος πιστεύει ότι το σύστημα κινδυνεύει στα σοβαρά από τις σύγχρονες Ικαρίες ή τα φαλανστήρια του 21ου αιώνα ή ότι θα επιτρέψει αυτά να γενικευτούν και να κατακυριεύσουν το κοινωνικοπολιτικό τοπίο;
Αναγνωρίζω ότι και τις δυο απόψεις τις ασπάζονται, τις δοκιμάζουν πραγματικοί αγωνιστές, που μάχονται για μια απελευθερωτική προοπτική. Κομμουνιστές, επαναστάτες, ελευθεριακοί, αντικαπιταλιστές, αντιεξουσιαστές, αλλά κι άνθρωποι που μόλις κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε ριζοσπαστικές αναζητήσεις. Κανένας σνομπισμός, λοιπόν, καμιά εύκολη υποτίμηση, καμιά περιφρόνηση. Διάλογος, ανοιχτά μάτια και αφτιά, ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, πάντα στο έδαφος της πραγματικότητας και των αναγκών του αντικαπιταλιστικού απελευθερωτικού κινήματος.
Με αυτή την έννοια, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί μια στάση και μια πρακτική που θα συνδυάζει τρία πράγματα. Και που μόνο αν τα συνδυάσει θα γίνει πρακτική χιλιάδων και εκατομμυρίων κι όχι μειοψηφιών, θα αντέξει στο χρόνο και δεν θα σβήσει όπως οι φωτοβολίδες, θα οδηγήσει σε απελευθερωτική νίκη.
Πρώτον, χωρίς συνολική ανατροπή, κατάργηση, τσάκισμα του αστικού κράτους, ένα τσάκισμα που θα συνοδεύεται από την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της μισθωτής εκμετάλλευσης και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς τύπου ΕΕ, χωρίς ένα τέτοιο επαναστατικό άλμα -που προφανώς δεν είναι μονόπρακτο- δεν μπορεί να υπάρξει χειραφετητική προοπτική, δεν μπορεί να καλυτερέψει η ζωή των ανθρώπων.
Δεύτερον, αυτό το άλμα δεν θα έρθει ποτέ αν υποχωρούμε στις καθημερινές αναμετρήσεις με τον ταξικό αντίπαλο -πώς να πείσεις για ένα μεγάλο σκοπό, αναρωτιόταν ο Μαρξ, αν υποχωρείς σε αυτές τις αναμετρήσεις;- αν δεν το προετοιμάζεις από τώρα, αν δεν τεκμηριώνεις την ανάγκη και τη δυνατότητά του, αν δεν το επιταχύνεις, αν δεν οξύνεις τις αντιθέσεις, αν ο σκοπός σου -για μένα μια σύγχρονη, επαναθεμελιωμένη κομμουνιστική απελευθέρωση- δεν γίνεται, μέτρο και κριτήριο της καθημερινής πρακτικής σου. Θυμίζω εδώ μια καίρια θέση του Μαρξ: «Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδανικό στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, είναι η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Προφανώς δεν ήθελε με αυτή τη θέση να δικαιώσει τους ρεφορμιστές. Ήθελε ακριβώς να υπογραμμίσει την ανάγκη ο χειραφετητικός σκοπός να είναι παρών από σήμερα, κόκκινο νήμα στις ενέργειές μας κι όχι μόνο κόκκινο αίμα στις καρδιές μας.
Σε επίπεδο κράτους και εξουσίας, τέλος, εκτός από όσα ήδη αναφέρθηκαν, πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση κι έναν ακόμη παράγοντα. Οι εργαζόμενες και καταπιεζόμενες μάζες δεν είναι σήμερα όπως ήταν τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού. Είναι πολύ πιο μορφωμένες, συχνά έχουν πιο δημιουργικό ρόλο στην εργασία, έχουν στα χέρια τους το διαδίκτυο και τις σύγχρονες επικοινωνίες, είναι πολίτες του κόσμου, μιας τρομακτικά κοινωνικοποιημένης και διεθνοποιημένης παραγωγής – άρα έχουν την αυτοπεποίθηση και τις ικανότητες να διαχειριστούν την παραγωγή και την κοινωνία συνολικά χωρίς αφεντικά και καταπιεστικές δομές. Αυτή η τάση ήρθε στο προσκήνιο στις πλατείες, την αραβική άνοιξη, το καταλάβετε το Γουόλ Στριτ, το Ουισκόνσιν μα και σε πολλούς εργατικούς αγώνες ή εξεγερσιακές στιγμές. Αυτήν υπογραμμίζουν και το αίτημα για άμεση δημοκρατία αλλά και το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά, χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά», που το φωνάζει ένα πρωτόγνωρα πλατύ φάσμα.
Ιδού, λοιπόν, η πρόκληση που πρέπει να απαντηθεί από το κίνημα της εποχής μας για να απαντηθεί η πρόκληση του σύγχρονου καπιταλισμού: θα δημιουργηθούν από σήμερα θεσμοί-όργανα έκφρασης κι επιβολής της λαϊκής θέλησης, θεσμοί μια ανταγωνιστικής δυαδικής εξουσίας, έμβρυα ενός άλλου τρόπου οργάνωσης και διεύθυνσης της κοινωνίας, που και τις νέες δυνατότητες των σύγχρονων ανθρώπων θα αντανακλούν και την τάση για κατάργηση του αστικού κράτους θα αποτυπώνουν; Πρέπει να δοκιμάσουμε τώρα, να ανταλλάξουμε εμπειρίες και προβληματισμούς ως κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης, να στοχαστούμε πάνω στην εμπειρία των σοβιέτ και των εργατικών συμβουλίων αλλά και πάνω στα λατινοαμερικάνικα πειράματα.
Γιατί, όμως, και με ποιο σκοπό; Για να οδηγηθούμε έτσι εξελικτικά σε έναν άλλο κοινωνικοπολιτικό «τόπο», πέραν του σημερινού καπιταλιστικού; Δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Τότε γιατί; Για να χτίσουμε από σήμερα προπλάσματα μια άλλης συγκρότησης και διεύθυνσης της κοινωνίας, μιας άλλης μορφής εξουσίας, για να δώσουμε το στίγμα, την προσομοίωση αυτής της κοινωνίας και εξουσίας. Μιας εξουσίας εργατικής που ως συνολική κατάσταση θα προέλθει μετά από το επαναστατικό άλμα και που δεν θα είναι εξουσία με την κλασική καταπιεστική έννοια του όρου: θα είναι μισο- και αντι-εξουσία. Εξουσία των πολλών, που πλέον θα καθορίζουν τις ζωές τους, έναντι των λίγων εκμεταλλευτών και καταπιεστών, που τις όριζαν ως χτες. Εξουσία με ημερομηνία λήξης, καθώς πρέπει να υπάρχει για να ωθεί τα πράγματα προς μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που θα έχει απαλλαγεί από κάθε λογής καταπιεστές κι εκμεταλλευτές, άρα δεν θα χρειάζεται κάποιο ειδικό μηχανισμό ενάντιά τους ή ενάντια στους πολίτες της, που θα αναπτύξει ποιοτικά τις έννοιες της δημοκρατίας και των ελευθεριών πολύ πιο πέρα από τις αστικές ελευθερίες που έχουμε γνωρίσει και από τη γενίκευση της άμεσης δημοκρατίας -που ασφαλώς χρειάζεται και είναι και εφικτή-, μια κοινωνία χωρίς τάξεις, καταπίεση, αλλοτρίωση και εξουσία.
*Εισήγηση σε εκδήλωση του περιοδικού Βαβυλωνία, Νοσότρος, Σάββατο 8/12/2012

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Πως η ανάγκη γίνεται Ιστορία

Μικρά παιδιά σε μία φαβέλα της Παραγουάης παίζουν Μπαχ με έγχορδα φτιαγμένα από σκουπίδια. Στο Όσλο διαδηλωτές κρατούν πυρσούς διαμαρτυρόμενοι για το Νόμπελ ειρήνης που δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες της οποίας πωλούν όπλα, αλλά και για την Ελλάδα που δοκιμάζεται σκληρά. Στον Κηφισό, μία μαυροφορεμένη μάνα πουλάει χαρτομάντηλα. Και στην Πάργα κηδεύουν τον Άλκη Αλκαίο(κατά κόσμον Βαγγέλη Λιάρο). Αυτόν που είπε «πως η ανάγκη γίνεται ιστορία/πως η ιστορία γίνεται σιωπή»! Αυτόν που έζησε σαν νυχτωδία και «λυγμός στις πόλης τις στοές». Κι εμείς, νιώθουμε σαν στόχος, σαν «ένα πεδίο βολής φτηνό/που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι» όταν ακούμε τον Βαυαρό πρωθυπουργόνα μιλά για «μεγαλύτερη
ανταγωνιστικότητα»! Πάλι η ανταγωνιστικότητα, πάλι τα ίδια προσχήματα, τα ίδια ψεύδη, ότι δήθεν το κόστος εργασίας και το κοινωνικό κράτος ευθύνονται για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα, για το χρέος, ακόμη και για την ιλιγγιώδη αύξηση της ανεργίας. Στην προπαγάνδα αυτή βασίζεται το νέο ευρωπαϊκό δόγμα που έχει ως προμετωπίδα του τα συνθήματα: «μειώστε τους μισθούς», «καταργήστε τα επιδόματα» -ακόμα και των ανέργων- «τσακίστε το κοινωνικό κράτος» -μειώστε μέχρι εξαφάνισης την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη-, μηδενίστε τις συντάξεις, φορολογείστε τις αποταμιεύσεις και τα ακίνητα των «κάτω» και γενικά ό,τι δεν δύναται να διαφύγει στους φορολογικούς παράδεισους και στις off shores. Τουτέστιν, για την κρίση ευθύνονται οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι καθώς και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες! Όμως, η εργασία δεν είναι μόνο κόστος, είναι και πηγή, καθώς χωρίς αυτή δεν υπάρχει επιχείρηση, δεν υπάρχει προϊόν, δεν υπάρχει αγορά ούτε κατανάλωση. Ο μισθός, συνεπώς, ως ζήτηση είναι αυτός που κινεί την αγορά και μπορεί να δώσει την ώθηση εξόδου από την κρίση. Όμως, σύμφων με τη νεοφιλελεύθερη συνταγή, που μας επιβάλλεται, η οικονομία κινείται μέσω της άγριας φορολόγησης των «κάτω», της κατάργησης του κοινωνικού κράτους και προπάντων μέσω της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Έτσι, την οικονομική κρίση την πληρώνουν τα θύματά της, δηλαδή οι εργαζόμενοι. Μην ξεχνάμε ότι οι τελευταίοι είναι και οι μεγάλοι χαμένοι και κατά την περίοδο της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, όταν η παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική οικονομία επικράτησε της πραγματικής οικονομίας δημιουργώντας τη μεγάλη «φούσκα» που έχει πλέον σκάσει. Ο καπιταλισμός καζίνο που προκάλεσε τη σημερινή κρίση, είναι ο ίδιος που διαχειρίζεται και την έξοδο από αυτή, την οποία όμως επιδιώκει να επιτύχει με τους δικούς του άνισους όρους. Γι’ αυτό οι εργαζόμενοι χάνουν διπλά. Αλλά η απαξίωση της εργασίας και η εξάχνωση της αγοραστικής δύναμης αυτών που πραγματικά καταναλώνουν έχει ως συνέπεια τη μη απορρόφηση της παραγωγής. Αυτή είναι η αιτία της εμβάθυνσης της ύφεσης και της αδυναμίας επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ

Συνωμοσιολογία, λαϊκισμός και αυτονομία

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους λόγους που οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας κατακλύζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Στην εποχή της ασημαντότητας, της απουσίας πολιτικού στοχασμού και έλλειψης νοήματος, το φαινόμενο έχει αρχίσει να παίρνει μορφή μάστιγας. Όλο και περισσότεροι δημαγωγοί εμφανίζονται μέρα με τη μέρα, κάνοντας λόγο για κάποια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (ΝΤΠ), για τους Ιλλουμινάτι, ή υποστηρίζουν ότι η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν εσωτερική δουλειά κάποιων συνωμοτών (κυρίως Εβραίων). Ζώντας στην εποχή της μαζικής απάθειας και απο-πολιτικοποίησης, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που η εν γένει πραγματικότητα επιχειρείται να προσεγγιστεί μέσω αβάσιμων σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η έλλειψη πολιτικών προταγμάτων και κινήτρων είναι μάλλον αυτό που ως επί τω πλείστων χαρακτηρίζει τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Ο Δυτικός καπιταλιστικός κόσμος, έχοντας πέσει σε βαθύ λήθαργο για πάνω από δύο δεκαετές (όπου η πλασματική οικονομία ευημερούσε, η εξασφάλιση της επιβίωσης μέσω του βολέματος και της θεσούλας θεωρούνταν δεδομένη για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού), ξαφνικά συνειδητοποιεί πώς αυτό το απατηλό καταναλωτικό όνειρο κρέμεται από μια κλωστή. Βλέπει τον εαυτό του ένα βήμα πριν την πτώση του στο βάραθρο που ο ίδιος έσκαβε εδώ και τόσα χρόνια. Το μέλλον του φαίνεται ζοφερό. Η αυτο-κριτική τον τρομάζει. Έτσι, επιλέγει να κλείσει τα μάτια του και να εφεύρει ένα ψέμα, να κατασκευάσει μια εικονική πραγματικότητα που θα δικαιολογεί κάθε του σφάλμα, νομίζοντας πως έτσι θα καταφέρει να δραπετεύσει από τον εφιάλτη που τον κυνηγά, από την Λερναία Ύδρα που ανέστησε προκειμένου να ικανοποιήσει την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εφικτά στο καταναλωτικό Κυνήγι της Ευτυχίας. Εδώ γεννιέται ο νέος Leviathan της εποχής μας, η ανευθυνότητα, η ευκολία, η αδράνεια και η αποκτήνωση, ο homo economicus ανίκανος να μεταστραφεί σε homo politicus, εθισμένος στην ευκολία και ακρισία, καταντά ένας θλιβερός απολίτικος ανθρωπάκος.
Από τον Μπρέιβικ, τους ναζιστές, τη Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς, μέχρι τους αριστερούς εθνικιστές, όλοι πλέον οι πολιτικοί χώροι εντός των οποίων ο λαϊκισμός ευδοκιμεί, κάνουν λόγο για μια κρυφή συνωμοσία πανίσχυρων ανθρώπων, που στόχο έχουν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα για δικό τους συμφέρον. Όλοι, σχεδόν μιλούν για μια «Παγκόσμια Κυβέρνηση», για «αεροψεκασμούς», ή στην πιο ακραία τους εκδοχή, για UFO και μυστικά ταξίδια στο διάστημα. Ποιός, άραγε, δεν έχει υπ’ όψιν του τις περίφημες δοξασίες περί «κλωνοποιημένου Hitler», αποικιών στη Σελήνη, ή τις διάφορες «αποκαλύψεις» του Νοστράδαμου, του Παίσιου και άλλων «προφητών» που αναπαράγονται συνεχώς από τα διάφορα κιτς ιστολόγια;
Ο Josh Lucker, σε άρθρο του στο Marxist.com (2012), αναφέρει ότι οι συνωμοσιολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κρύβει πληροφορίες σχετικά με τα UFO, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 15% απορρίπτει ότι η Αλ-Κάιντα ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μεγάλο ποσοστό, επίσης, χρηστών του διαδικτύου σερφάρει σε ιστοσελίδες που «αποκαλύπτουν» ποιες διασημότητες είναι μέλη των “Illuminati” ή ελευθεροτέκτονες, ενώ, όπως αναφέρει η Guardian (2012, μέσω tvxs) κατά 250% έχουν αυξηθεί στις Η.Π.Α οι ρατσιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που βασίζουν την ιδεολογία τους σε συνωμοσιολογικά σενάρια. Παρομοίως και στην Ευρώπη, πανομοιότυπες εικασίες κάνουν λόγο για πολιτισμικό εξισλαμισμό καθοδηγούμενο από ισχυρά κέντρα εξουσίας, (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νορβηγού μακελάρη Άντρε Μπρέιβικ). Πάνω σε αυτού του είδους τις φαντασιώσεις έχει χτιστεί η ιδεολογική γραμμή της Αγγλικής ακροδεξιάς οργάνωσης English Defence League (EDL) και η αντίστοιχη της Νορβηγικής NDL. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, πόσες φορές δεν έχουμε έρθει σε επαφή με ανθρώπους που κάνουν λόγο για «Σιωνιστικές κρυφές ατζέντες που έχουν βαλθεί να αλλοιώσουν τις παραδόσεις μας μέσω της μαζικής μετανάστευσης,» ή για την περιβόητη επιστολή φάντασμα του Κίσσιγκερ, για τα σχέδια εξισλαμισμού της Ελλάδας από τους Τούρκους, για «προδότες» και «ανθέλληνες»…;
Τί πραγματικά, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «θεωρία συνωμοσίας»; Ονομάζουμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικό κάθε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, ένα γεγονός ή μια σειρά από γεγονότα, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα συνωμοτικής, μυστικής, οργανωμένης και υπόγειας δράσης ατόμου ή ομάδας ανθρώπων (π.χ. πολιτικής παράταξης ή κυβερνήσεων ή συνασπισμών). Στην ευρύτερη πολιτική γλώσσα, αποκαλούμε «θεωρία συνωμοσίας» οποιοδήποτε (αυθαίρετο) συμπέρασμα προκύπτει μέσω μη διασταυρωμένων πληροφοριών, δίχως να υπάρχουν αποδείξεις και τεκμήρια ή, έστω, ορθολογική ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων βάσει μιας σαφούς μεθοδολογίας. Πρόκειται για παραληρητικές και, εν μέρη, κατασκευασμένες ιστορίες που περισσότερο μοιάζουν με σενάριο ταινίας του Hollywood, αλλά πλασάρονται ως «αληθινές» ή «πιθανές» εξαιτίας μιας αληθοφάνειας που τους προσδίδεται. Από μια πιο ψυχαναλυτική οπτική γωνία, οι θεωρίες συνωμοσίας αναφέρονται συχνά σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό ή πιθανό εξαιτίας της αληθοφάνειάς του, χτυπώντας στη βασικότερη δομή του ανθρώπινου όντος, την ψυχή, διαχειρίζοντας (κυρίως) τον φόβο, την φαντασία, και όλα τα καταπιεσμένα πανομοιότυπα συναισθήματα που φωλιάζουν στο υποσυνείδητο, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μέσος απο-πολιτικοποιημένος άνθρωπος να καταστεί εύκολα χειραγωγήσιμος. Απευθύνονται στο κοινό χρησιμοποιώντας πάντοτε ισχυρά προπαγανδιστικά μέσα (συνήθως κρυμμένα κάτω από ένα προσωπείο μιας δήθεν αντικειμενικότητας). Όπως κάθε προπαγανδιστικός λόγος, έτσι και ο συνωμοσιολογικός, πρέπει να είναι απλός (ή απλουστευτικός), ώστε να υιοθετείται εύκολα από τις απο-πολιτικοποιημένες μάζες. Θα πρέπει να απευθύνεται στη βούληση του γενικού συνόλου, παρά στο άτομο ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Έτσι, κάθε συνωμοσιολογική θεώρηση κατασκευάζει έναν δικό της μύθο[1], εντός του οποίου εντάσσεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Τα (συχνά ιδεολογικά χρωματισμένα) σενάρια αυτά λειτουργούν ως αφετηρία σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του «πολιτικού» πράττειν, των δηλώσεων και των πράξεων διαφόρων ηγετών ή πολιτικών προσώπων. Κοντολογίς, ερμηνεύεται κάθε πολιτική κίνηση με βάση ένα ήδη έτοιμο δοσμένο συμπέρασμα-απάντηση, – πως, για παράδειγμα, οι αποφάσεις κάποιων ηγετών αναγκαστικά εξυπηρετούν ή αντιτάσσονται στα σχέδια της ΝΤΠ, – αντί να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους και τις αιτίες που λαμβάνονται οι εκάστοτε αποφάσεις, έπειτα από στοχασμό και διαύγαση του κεντρικού πυρήνα των αξιών που διέπουν την κοινωνία ως υποκείμενο.
Φυσικά, σε μια περίοδο που το καπιταλιστικό σύστημα ταλανίζεται από τις εγγενείς αδυναμίες του δεν φαίνεται καθόλου παράξενο το γεγονός ότι συντηρητικές ιδεολογίες κερδίζουν έδαφος. Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των συνωμοσιολόγων είναι να τονίζουν πως τα τεράστια προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν αποτελούν παράγωγα της φύσης του καπιταλισμού, αλλά αποτελέσματα π.χ. της διαφθοράς στο πολιτικό σκηνικό και «των συνωμοσιών που σκαρφίζονται οι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ τους και σε συνεργασία μ’ αυτούς που ελέγχουν τις πολυεθνικές», προωθώντας έτσι έμμεσα αλλά σταθερά, την ιδέα ότι τάχα ο καπιταλισμός θα μπορούσε να δώσει καρπούς, κάτω από ένα καθεστώς διαφάνειας. Πάνω σε αυτήν την συνωμοσιολογία στηρίζει την πολιτική του εκστρατεία ο γνωστός Αμερικανoς Ρεπουμπλικανός Ron Paul, διακηρύσσοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός καθ’ αυτός, αλλά ο κορπορατισμός (μυστικές συνωμοσίες μεταξύ κυβέρνησης και πολυεθνικών εταιρειών)…
Εβραϊκές συνωμοσίες και μασονία
Σχεδόν οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι θεωρούν τους Εβραίους υπαίτιους για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας με αποκορύφωμα το υπερβολικά διαδεδομένο επιχείρημα ότι «οι Εβραίοι υπάλληλοι στους Δίδυμους Πύργους γνώριζαν για την επίθεση και απουσίασαν από τη δουλειά τους εκείνη τη μέρα». Ακόμα, όμως, και αν, στη χειρότερη των υποθέσεων, όπου, εξαντλώντας κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, υιοθετήσουμε το παραπάνω επιχείρημα, οι απαντήσεις που θα λάβουμε όχι μόνο μισανθρωπικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά, ταυτόχρονα, και πέρα για πέρα μυωπικές. [2]
Μια από τις ευρύτερα διαδεδομένες αντι-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας είναι Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, (βιβλίο που σήμερα προωθείται συστηματικά από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής). Όπως αναφέρουν οι Back και Solomos (2000), όλα ξεκίνησαν στην Γαλλία, κάπου μεταξύ 1894 και 1899 διαρκούσης της υπόθεσης Dreyfus. Η Γαλλική δεξιά κατηγορούσε τον Dreyfus πως υποκινούσε μυστική συνωμοσία με σκοπό την υποδούλωση της ανθρωπότητας από την φυλή των Εβραίων – κατηγορία που υποστήριξε επίσης και η Ρώσικη αστυνομία προκειμένου να δικαιολογήσει την Τσαρική αντί-εβραϊκή πολιτική. Κατά την διάρκεια της εποχής εκείνης, γράφει η Hannah Arendt (1996)[3], ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι οι Εβραίοι μαζί με ελευθεροτέκτονες προετοιμάζονταν για τη δημιουργία ενός δικού τους «υπερ-κράτους». Με βάση τις περιγραφές της, οι αντί-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, αγκαλιάστηκαν πλατιά από τον όχλο, και, στην συνέχεια, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των ολοκληρωτικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα.
Η ιστορία της συνωμοσιολογίας
Ο Lucker (2012) θεωρεί την δεκαετία του 60 ως ορόσημο για την εισβολή της συνωμοσιολογίας στις πολιτικές συζητήσεις (κυρίως στις ΗΠΑ). Ο Peter Knight (2003: 36) ερευνώντας την επιρροή των θεωριών συνωμοσίας στην Αμερικάνικη ιστορία, αναφέρει πως από το τέλος του Αμερικάνικου Εμφυλίου, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας των Αφροαμερικανων, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες συνομωσίας, τόσο από τους λευκούς όσο και απ’ τους αφροαμερικανους. Μέσα σ’ όλα όμως ξεχώριζαν οι απόψεις των λευκών συνωμοσιολόγων σύμφωνα με τις οποίες οι μαύροι σχεδίαζαν την υποδούλωση του Νότου – επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως κίνητρο προκειμένου να ξεκινήσουν τραγικοί ρατσιστικοί διωγμοί και για να δικαιολογηθούν βίαιες επιθέσεις και δολοφονίες Αφροαμερικανων.
Περί Νέας Τάξης Πραγμάτων
Ολόκληρη η μπλογκόσφαιρα διαρκώς, κάνει λόγο για την εφαρμογή ενός κρυφού σχεδίου που ακούει στο όνομα: Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων. Ο όρος αυτός, στην Ελληνική πολιτική αναπαράγεται διαρκώς από τους διάφορους λαϊκιστές δημαγωγούς της αριστεράς ή δεξιάς, συγγραφείς και «ερευνητές» της συμφοράς, πανούργους εμπόρων βιβλίων, εκφωνητές ραδιοφωνικών εκπομπών ή παρουσιαστές τηλεοπτικών παραγωγών. Όλοι τους πάνω απ’ όλα, έμποροι, τις περισσότερες φορές με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα και άλλοτε με μια πιο ελευθεριακή επίφαση, λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων», προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσουν το κοινό με τον αόριστο, τρομολαγνικό και διφορούμενο λόγο τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο να εκμεταλλευτούν τον φόβο που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο μέλλον.
Η ΝΤΠ, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από διάφορους νεοσυντηρητικούς διανοητές, όπως ο Πολωνός αντι-κομμουνιστής Zbigniew Brzezinski και ο Αμερικανός Samuel Huntington. Υπάρχουν, όμως, μερικές θεμελιώδης διαφορές στις επίσημες αναφορές περί νέας τάξης πραγμάτων (και όχι Νέα Τάξη Πραγμάτων) που κάνουν οι ακαδημαϊκοί ή οικονομολόγοι με αυτά που αναπαράγει η μισή μπλογκόσφαιρα:
  1. Η ΝΤΠ, ως Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε από μια περιθωριακή φράξια της ολιγαρχίας ή εκφραστών της κατά το τέλος της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για κάποιον ασαφή Μακιαβελικό «οδηγό» άσκησης πολιτικής και όχι μια πλήρης αντανάκλαση της πραγματικότητας.
  2. Ο George Herbet Walker Bush που κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της 11 Σεπτέμβρη του 1990, δήλωσε τα εξής:
    Μια νέα συνεργασία εθνών ξεκινάει, και σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και εξαιρετική στιγμή. Η κρίση στον Περσικό Κόλπο, παρότι πολύ σοβαρή, μας προσφέρει και μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Από αυτή την ταραγμένη εποχή μπορεί να γεννηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων: Μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από τον φόβο της τρομοκρατίας, πιο ισχυρή στην επιδίωξη του δικαίου και πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία όλα τα έθνη του κόσμου, σε ανατολή και δύση, βορρά και νότο, μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία». ημέρες ήταν (υποτίθεται) και πάνω από μια νέα παγκόσμια τάξη αναδύθηκε, όπου η ανθρωπότητα θα είναι «απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, ισχυρότερη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης , και πιο ασφαλείς στην επιδίωξη της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, θα μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία.
    Τόσο ο Bush, όσο και οι ακαδημαϊκοί που κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τον όρο ΝΤΠ, προσπαθώντας, απλά, να κατανοήσουν τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο (γεω)πολιτικό τοπίο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού ΕΣΣΔ έναντι ΗΠΑ και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στον Περσικό Κόλπο. Κάτω από αυτές τις ερμηνείες, όχι μόνο δεν συναντούμε μυστικές αδελφότητες που συνεδριάζουν σε μυστικά υπόγεια αρχηγεία, αλλά, απεναντίας, βλέπουμε ότι σχεδόν όλων των ειδών οι ίντριγκες γίνονται στα φανερά παρά εντός σκοτεινών δωματίων. Άλλωστε, στον αιώνα της τεχνολογίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα δεν χρειάζονται υπόγειες συναθροίσεις για να λειτουργήσουν, καθώς και αυτά χρησιμοποιούν εξίσου προπαγπανδιστικά μέσα προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους, και αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών του 2012, φαίνεται ότι πολύ εύκολα καταφέρνουν μέσω του φόβου να χειραγωγήσουν τους πολίτες-θεατές.
  3. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω, οι διάφοροι ακροδεξιοί και απανταχού εθνικιστές προσδίδουν μια μεταφυσική χροιά και ένα είδος αρνητικής προφητείας, θα λέγαμε, στην έννοια της ΝΤΠ. Τους χωρίζει, όμως, μια άβυσσος από τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ΝΤΠ σαν να πρόκειται για έναν αυστηρά ιδεολογικοποιημένο όρο, αλλά σαν μια απλή έκφραση που περιγράφει συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν κάποιας κρυφο-σχεδιασμένης ατζέντας.
Η Παγκόσμια Διακυβέρνηση
Συχνά συγχέεται με την ΝΤΠ. Πολλοί εσφαλμένα την κατανοούν ως παγκόσμια κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου, «We need global governance» (και όχι global government), εκατοντάδες αναρτήσεις πλημμύρισαν το διαδίκτυο, για το πώς ο Γ.Α.Π είναι πράκτορας των Σιωνιστών, πώς εξυπηρετεί σκοτεινά «ανθελληνικά» συμφέροντα και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό ενός ανθρώπου[4].
Μέρος της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (ΠΔ) θα μπορούσε να ονομαστεί η λειτουργία οποιουδήποτε διακρατικού θεσμού: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Μαφία, την Καθολική Εκκλησία, τα Χρηματιστήρια, την Monsanto, την Google (της οποίας την πλατφόρμα Blogspot χρησιμοποιούν οι διάφοροι πολέμιοι της ΠΔ!!!), μέχρι και την Διεθνής Αμνηστία, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον ΟΗΕ, το Human Rights Watch και το internet. Συνεπώς, η ΠΔ δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τις δυναμικές του διαδικτύου στην διάδοση πληροφοριών από διάφορα μέρη του πλανήτη που τα επίσημα ΜΜΕ αποκρύπτουν. (Αναζητήστε περισσότερα σχετικά τόσο με την δική μου στάση, όσο και των υπόλοιπων μελών της ιστοσελίδας, απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση σε αυτόν τον σύνδεσμο).
Οι «Ιλλουμινάτι»:
Ίσως η διασημότερη θεωρία συνωμοσίας στις μέρες μας. Το τάγμα των «Πεφωτισμένων» (όπως ακριβώς μεταφράζεται) αντιμετωπίστηκε από τους συντηρητικούς Χριστιανούς με υπερβολική εχθρότητα. Ακόμα και σήμερα διάφοροι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως το τάγμα αυτό δρα μυστικά με στόχο να πλήξει τις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού. Αγνοούν, βέβαια, πως η διάρκεια ζωής του τάγματος των «Πεφωτισμένων» δεν ξεπέρασε τα δέκα χρόνια (1776–1785)….
Συνωμοσιολογία vs μυωπικός φιλελευθερισμός vs αυτονομία

Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, ο πόλεμος αυτός ενάντια στους διάφορους τσαρλατάνους συνωμοσιολάγνους, δεν αναιρεί και ούτε πρόκειται να αναιρέσει το γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει στηθεί πάνω σε σκευωρίες, προβοκάτσιες και μακιαβελισμούς, ή ότι οι ολιγαρχίες έχουν την δύναμη ν’ ασκούν εξουσία μέσα στην κοινωνία. Το οργανωτικό και διοικητικό χάος δε σημαίνει, απαραίτητα, ότι δεν υπάρχει μια βούληση ελέγχου του όλου πράγματος. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, για παράδειγμα, κι άλλες ανάλογες λέσχες υπάρχουν. Οι διάφορες συμφωνίες κάτω από το τραπέζι συμβαίνουν. Οι ολιγαρχίες ή συγκεκριμένες μερίδες τους, και άλλα λόμπι, έχουν την ικανότητα να καθορίζουν υπουργούς ή ακόμα και πρωθυπουργούς. Ωστόσο, η αντίληψη των συνωμοσιολόγων ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι στα χέρια μιας μειοψηφίας, κατά βάθος, ευνουχίζει κάθε κινηματική δυναμική καθώς:
  1. δεν είναι μόνο οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν την διεθνής πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι μόνο η χειραγώγηση μέσω της προπαγάνδας, ο κύριος λόγος που το σύστημα καταφέρνει κι επιβιώνει εδώ και τόσα χρόνια. Ο Δυτικός καπιταλισμός, έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από τις πρώτες μέρες της ανόδου του. Λόγω των εργατικών αγώνων και της σύγκρουσης των αδύναμων με τα οικονομικά συμφέροντα των ολιγαρχιών, των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και μειονοτήτων, μπορεί, πλέον, εξασφαλίζει μια θέση εργασίας, έναν μισθό και μια καταναλωτική ζωή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, του οποίου την εμπιστοσύνη κερδίζει, προσφέροντας μια Α ποιότητα ζωής, εκμεταλλευόμενος την φυσική ροπή του ανθρώπου προς την αδράνεια, τον ατομικισμό και το «βόλεμα». Δεν χρειάζονται, συνεπώς, κρυφά σχέδια και οργανώσεις (που αν υπάρχουν πρόκειται για μικρότερης κλίμακας κλειστές ομάδες, σε αντίθεση με την προπαγάνδα των συνωμοσιολόγων). Υπάρχει το κέρδος, (για τις ολιγαρχίες) και η «θρησκεία» της κατανάλωση για τον μέσο άνθρωπο.
  2. Οι θεωρίες συνωμοσίας παροτρύνουν τον πληθυσμό μιας χώρας να αποδοκιμάσει τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Όμως, οι ίδιοι (οι συνωμοσιολόγοι) παρασυρόμενοι από το κλίμα εσωστρέφειας που κάθε κοινωνία εν ώρα κρίσης καλλιεργεί από μόνη της, προωθούν, ίσως άθελά τους, έναν επικίνδυνο συντηρητισμό-εθνικισμό ή γίνονται φορείς ολοκληρωτικών ιδεών. Εν ολίγοις, από ένα σημείο και μετά, το επίκεντρο της συζήτησης παύει πλέον να εστιάζεται στο αν όσα λέγονται με βάση τους αεροψεκασμούς είναι αλήθειες ή ψέμματα. Η εξαθλίωση, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δεν επιτρέπουν βαθιές πολιτικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις. Απεναντίας, καταρρακώνουν κάθε αίσθημα ευσυνειδησίας, ενώ παράλληλα, το ατομικό ένστικτο της αυτοπροστασίας εντός μιας κοινωνίας που καταρρέει, δίνει ώθηση σε κάθε είδους καχυποψία να καπελώσει το πολιτικό πράττειν. Όλη αυτή η καχυποψία πως πίσω απ’ το κάθετί κρύβεται μια συνωμοσία είναι σχεδόν παρόμοια με ίδια τακτική που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, (χαφιεδισμός και παρακολουθήσεις «υπόπτων» που θα μπορούσαν να είναι πράκτορες του εχθρού).
Βρισκόμαστε, εδώ, σε ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο, όπου και θα πρέπει να προσέξουμε να μην υιοθετήσουμε την πίσω όψη της συνωμοσιολογίας: τον χυδαίο και επιτηδευμένα ρηχό φιλελευθερισμό, του δήθεν «κοινού νου», ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τους συνωμοσιολόγους, καταλήγει να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Είναι η πεμπτουσία των διαφόρων «ρεαλιστών», της κάθε Νεοφιλελεύθερης αυθεντίας, των τεχνοκρατών και του κάθε ειδήμονα που βαφτίζουν οποιονδήποτε έρχεται σε ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως «αριστεριστή» ή ουτοπιστή, δεδομένου ότι γι’ αυτούς κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε τις κοινωνικές συμπεριφορές των από κάτω και τις πολιτικές αποφάσεις των από πάνω μέσω της επίκλησης και άλλων παραγόντων πέραν της απλής «επιλογής» τους, ταυτίζεται απαραίτητα με την κατάφωρη συνωμοσιολογία.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, συγκαλύπτεται η σημαντικότητα μιας ανάλυσης με όρους φαντασιακών σημασιών, που προσπαθεί να διαυγάσει τους κυρίαρχους θεσμούς κάθε κοινωνίας, να δει πώς δρα και αντιδρά το άτομο μέσα σε αυτήν την κοινωνική θέσμιση. Οι μεν συνωμοσιολόγοι αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτά, καθώς πιστεύουν πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις είναι κατευθυνόμενες και στοχεύουν να συγκαλύψουν τις ενέργειες των ολιγαρχιών, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας εκτός από τις πολιτικές και τις ραδιουργίες των ελίτ. Οι δε φιλελεύθεροι επειδή πιστεύουν ότι αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος, σε μια δεδομένη περίοδο, ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αναφορά στις κυρίαρχες αξίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται, συγκαλύπτουμε το γεγονός ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με «συνειδητές επιλογές» των ατόμων, τα οποία εκλαμβάνονται ως όντα αυτοφυή και όχι διαμορφωμένα κοινωνικά. Αυτού του είδους η Δαρβινιστική αντίληψη αποκαλύπτει έναν συγκεκαλυμμένο Χομπσιανό ντετερμινισμό, χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης θεώρησης των πραγμάτων: ότι ο άνθρωπος ελάχιστα επηρεάζεται από το γύρω του περιβάλλον. Ότι υπάρχει μια σταθερή και αμετάβλητη αρχή που διέπει τον άνθρωπο, μια τετελεσμένη φύση, κάτι που συνεπάγεται ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια αντανάκλαση των φυσικών αδυναμιών αλλά και επιτευγμάτων μας.
Επίλογος
Η φύση των θεωριών συνωμοσίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με δομή της σκέψης ενός παραληρητικού που πιστεύει ότι τον απατά η σύζυγός του ενώ αυτή όλη τη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα ή σφραγίζει επιταγές. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον απατά! Πόσο συχνά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής, όμως, δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν η σύζυγος είναι άπιστη ή όχι, αν οι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ο τρόπος που διαχέονται οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας σε μια κοινωνία, καθώς και τον αντικειμενικό ρόλο που αυτές παίζουν, επισημαίνοντας την αδυναμία της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας να ελέγξει τον εαυτό της, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το δυνατόν, αξιοπρεπή και λογικά συμπέρασμα (τα οποίο βέβαια, μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε κατόπιν καλύτερης και πιο διεισδυτικής σκέψης και διαύγασης των γεγονότων).
[1] Με βάση τον Jacques Ellul (1965 : 11), ο κάθε προπαγανδιστικός μύθος, «αποκτά τέτοια δύναμη, που εισβάλλει σε κάθε περιοχή της συνείδησης, μην αφήνοντας καμία ικανότητα ή κίνητρο ανέπαφο. [...] Ο μύθος έχει μια τέτοια κινητήρια δύναμη που, μετά την αποδοχή, ελέγχει το σύνολο του ατόμου, στο βαθμό που καθίσταται απρόσβλητο σε οποιαδήποτε άλλη επιρροή»
[2] Κατηγορώντας σύσσωμη μια κοινωνική ομάδα για ένα αποτρόπαιο έγκλημα, κλείνουμε τα μάτια μας στις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν εντός της ίδιας. Όταν, δηλαδή, οι νεοσυντηρητικοί κρετίνοι στοχοποιούν όλους τους μουσουλμάνους του πλανήτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες και αιμοδιψή όντα που κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υποτάξουν κάθε ελεύθερο άνθρωπο στον θρησκευτικό τους σκοταδισμό, αυτόματα, όλη αυτή η χονδροειδής γενίκευση δεν μας επιτρέπει ούτε και στο ελάχιστο να διακρίνουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων, και, πάνω απ’ όλα, αγνοούνται πλήρως οι φωνές των σεκουλαριστών, μεταρρυθμιστών ή και αγνωστικιστών που έτυχε να γεννηθούν σε μια Ισλαμική χώρα. Παρομοίως, όταν η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού τύπου αναμασά την γνωστή Νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, πως όλοι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και κλέφτες, ο τρόπος με τον οποίον οι ντόπιες ολιγαρχίες στρέφονται ενάντια στον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό (κυρίως ο σάπιος πολιτικός κόσμος, η εκκλησία και άτομα υψηλών εισοδημάτων), αγνοείται εσκεμμένα. Ως, εκ τούτου, κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τελειώνουμε με όλες αυτές τις γενικεύσεις που πηγάζουν από φτηνές λαϊκιστικές συνωμοσιολογικές προπαγάνδες. Είναι λάθος να βλέπουμε μια εθνική ομάδα σαν μια συμπαγής και ομογενοποιημένη οντότητα, καθώς πρόκειται για ένα σύνολο ξεχωριστών ανθρώπων, που ο καθένας τους θα μπορούσε να έχει τη δική του βούληση η οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τις κοινές αξίες της ομάδας αυτής.
[3] βλ. Η γέννεση του Ολοκληρωτισμού, κεφάλαιο «Αντισημιτισμός: μια εκτροπή της κοινής λογικής».
[4] Στην πραγματικότητα, ο Γ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από έναν ακόμη παπατζή πολιτικάντη πρωθυπουργό, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τους προηγούμενους ομόλογούς του.
Πηγές
Arendt H., 1996. The Origins of Totalitarianism, 3d ed, London.
Back L., Solomos J., 2000. Theories of race and racism: a reader, New York: Routledge
Elul, J., 1965. Propaganda: the formation of men’s attitudes. New York: Vintage Books.
Knight P., 2003. Conspiracy theories in American history: an encyclopedia Volume 1. ABC-CLIO
Lucker J., 2012. Class Struggle or Conspiracy? In Defence of Marxism. Διαθέσιμο: http://www.marxist.com/class-struggle-or-conspiracy.htm [Ημερομηνία πρόσβασης 8 Δεκεμβρίου 2012]
http://eagainst.com

Ν. Μπογιόπουλος- ΦΟΡΟΙ: ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΜΙΣΟ ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ!

«Βάλετε φόρους βάλετε εις την πτωχή μας ράχη
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα (...)
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα»
(Γεώργιος Σουρής, 1883)

Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των φορολογικών εσόδων του κράτους από το 2004 μέχρι τα προβλεπόμενα από τον προϋπολογισμό για το 2013, τα στοιχεία που προκύπτουν για τη διαχρονική φοροαφαίμαξη είναι συγκλονιστικά.
*
α) Το σύνολο των φορολογικών εσόδων του κράτους την περίοδο 2004 - 2013 πλησιάζει το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ και συγκεκριμένα ανέρχονται στα 467,4 δισ. ευρώ!
Αλήθεια, πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά από τη φορολογία, τα οποία ξεπερνούν 2,5 ολόκληρα ΑΕΠ της χώρας;
Τα είδε κανείς να «επιστρέφουν» κατ' ελάχιστο στα στρώματα των πληβείων φορολογούμενων στρωμάτων, ώστε να δικαιώνεται η προπαγάνδα που ισχυρίζεται ότι οι φορολογικοί νόμοι στοχεύουν υποτίθεται στην «αντιμετώπιση των ανισοτήτων» μέσω μιας τάχα «δίκαιης αναδιανομής»;

Τι αποκόμισε ο φορολογούμενος είλωτας από τη διαρκή φοροαφαίμαξή του; Μήπως «δημόσια» και «δωρεάν» Υγεία; Μήπως «δημόσια» και «δωρεάν» Παιδεία; Μήπως «Κοινωνική πολιτική» και «Πρόνοια»; Μήπως ένα «φιλικότερο» και «εξυπηρετικότερο» Κράτος;
*
β) Οι επιπλέον (άμεσοι και έμμεσοι) φόροι που - με έτος βάσης το 2004 - έχουν επιβληθεί τα εννιά τελευταία χρόνια ξεπερνούν τα 72,5 δισ. ευρώ!
Συγκεκριμένα, από τα 39,484 δισ. ευρώ του 2004 πήγαμε
το 2005 σε 42,093 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 2,609 δισ.,
το 2006 σε 44,991 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 5,507 δισ.,
το 2007 σε 48,405 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 8,921 δισ.,
το 2008 σε 51,085 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 11,601 δισ.,
το 2009 σε 49,725 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 10,241 δισ.,
το 2010 σε 51,266 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 11,782 δισ.,
το 2011 σε 48,951 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 9,467 δισ.,
το 2012 σε 47,050 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 7,566 δισ.,
το 2013 σε 44,307 δισ. ευρώ - αύξηση έναντι του 2004 κατά 4,823 δισ.
*
Επαναλαμβάνουμε:
Από το 2004 - το έτος ορόσημο της «ισχυρής Ελλάδας», των Ολυμπιακών Αγώνων και της «επανίδρυσης» - μέχρι και το «σωτήριο» 2013, σε μια περίοδο που οι φορολογικοί συντελεστές για τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου μειώθηκαν πάνω από 50% (!!!), σε ένα διάστημα που εκδηλώθηκε «τσουνάμι» φοροαπαλλαγών και χαριστικών ρυθμίσεων για τους κεφαλαιοκράτες,
το σύνολο των επιπλέον φόρων, όπως προκύπτει από τους προϋπολογισμούς,
ανέρχονται στα 72,5 δισ. ευρώ!
*
Ποιος, αλήθεια, μπορεί να αμφισβητήσει ότι το ειδεχθές αυτό βάρος έχει πέσει στις πλάτες του λαού; Ποιος δεν γνωρίζει ποια είναι τα υποζύγια που πληρώνουν τη συντριπτική πλειοψηφία τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων φόρων;
Και είναι τα ίδια αυτά υποζύγια που οδηγούνται, για μια ακόμα φορά, στον Προκρούστη των νέων και ανελέητων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, των νέων χαρατσιών και της νέας φοροληστείας!
Το ομολογεί, άλλωστε ο ίδιος ο προϋπολογισμός του 2013, βάσει του οποίου μεθοδεύονται και τα τελευταία φοροαρπακτικά μαγειρέματα:
*
γ) Σε σύνολο 44,3 δισ. ευρώ άμεσων και έμμεσων φόρων που προβλέπει ο προϋπολογισμός για το 2013, το ποσό που με τη μορφή των άμεσων φόρων καλούνται να πληρώσουν τα νομικά πρόσωπα (δηλαδή τα μονοπώλια και οι επιχειρήσεις των κεφαλαιοκρατών) μόλις και μετά βίας φτάνει στα 1,5 δισ. ευρώ!
Δηλαδή:
Για τους πλουτοκράτες άμεσοι φόροι 1,5 δισ. ευρώ,
για το λαό άμεσοι και έμμεσοι φόροι (που στη συντριπτική τους πλειοψηφία καταβάλλονται από τα λαϊκά στρώματα) άνω των 42,5 δισ. ευρώ!
ΤΟ ΠΑΣΟΚ "ΔΙΑΦΩΝΕΙ"...
Το ΠΑΣΟΚ στην υπόθεση του φορολογικού νομοσχεδίου αναπαράγει το φαρισαϊσμό του. Μιλά για την κυβερνητική πολιτική, λες και αυτή είναι μια αμιγώς νεοδημοκρατική πολιτική, λες και το ΠΑΣΟΚ δεν συμμετέχει στη συγκεκριμένη κυβέρνηση, λες και το ΠΑΣΟΚ δεν συγκυβερνά και δεν ψηφίζει μέτρα επιβολής νέων φόρων - από την περίοδο Παπαδήμου - μαζί με τη ΝΔ.
Το φαρισαϊκό ΠΑΣΟΚ καμώνεται την «αθώα περιστερά», αλλά ουσιαστικά η «κριτική» του αφορά τη δική του πολιτική.
Ποια είναι η φορολογική πολιτική του ΠΑΣΟΚ; Θα πάρουμε ένα μόνο στοιχείο: Την εξέλιξη των έμμεσων - και αυτόχρημα αντιλαϊκών - φόρων, καθ' όλη την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 90.
Τι προκύπτει:
Το 1996 (πρώτη χρονιά πρωθυπουργίας Σημίτη) οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν 12,1%. Το 1997 αυξήθηκαν 12,4%. Το 1998 αυξήθηκαν 8,6%. Το 1999 αυξήθηκαν 11,5%. Το 2000 αυξήθηκαν 8,4%. Το 2001 αυξήθηκαν 4,7%. Το 2002 αυξήθηκαν 7,6%. Το 2003 αυξήθηκαν 2,4%. Το 2004 αυξήθηκαν 11,1%. Το 2010 αυξήθηκαν 9,7%.
Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη πήρε τους έμμεσους φόρους από 11.254 εκατ. ευρώ (το 1995) και τους πήγε επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου στα 31.042 εκατ. ευρώ (το 2010). Τους αύξησε, δηλαδή, κατά 176%!
*
Αυτή ήταν η πολιτική του ΠΑΣΟΚ, στην πράξη.
Ιδια ακριβώς με την πολιτική της ΝΔ.
Από αυτό το μείγμα της κοινής γαλαζοπράσινης πολιτικής προκύπτει το σημερινό συγκυβερνητικό φορολογικό «ριφιφί».

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

"Νερό, το πετρέλαιο του 21ου αιώνα"


Ξεχάστε το πετρέλαιο. Η επόμενη πλουτοπαραγωγική πηγή που βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο  μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων ανά το κόσμο είναι το νερό.
 Το περιοδικό «Fortune» είχε χαρακτηρίσει το 2000, το νερό ως «μία από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές ευκαιρίες στον κόσμο. Θα είναι στον 21ο αιώνα ότι ήταν το πετρέλαιο για τον 20ο  αιώνα», έγραφε στις 15/05/2000. Και ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών  Μπαν Κι-μουν είχε δηλώσει μερικά χρόνια πριν στο Διεθνές Φόρουμ για το Νερό στην Κωνσταντινούπολη, ότι η έλλειψη νερού είναι «ενδεχομένως πιθανή αιτία για πολέμους και συγκρούσεις»
  Πάνω από το 90% της παροχής υπηρεσιών ύδρευσης  και υγιεινής σε ολόκληρο τον κόσμο  ανήκουν στο δημόσιο, υπάρχει ωστόσο  ένα 9%(545 εκατ. άνθρωποι) υπηρεσιών ύδρευσης που παρέχεται από ιδιώτες. Με το Μνημόνιο Τρία μία ακόμη «πλουτοπαραγωγική» πηγή της χώρας μας, το νερό,  μπαίνει στο στόχαστρο των πολυεθνικών ιδιωτικών συμφερόντων καθώς σχεδιάζεται η ιδιωτικοποίησή του.
 Το 1990 υπήρχαν μόνο δώδεκα χώρες στις οποίες υπήρχαν ιδιωτικές υπηρεσίες παροχής πόσιμου νερού. Σήμερα ο αριθμός τους έχει φθάσει στις 56 και αν συνυπολογιστούν και οι υπηρεσίες διαχείρισης υδάτινων πόρων, υγιεινής και πόσιμου νερού,  ιδιωτικές υπηρεσίες παρέχονται σε περισσότερες από 100 χώρες. Η αγορά νερού υπολογίζεται σήμερα σε 500 δισ. δολάρια τον χρόνο και εκτιμάται ότι στα επόμενα λίγα χρόνια μπορεί να φθάσει στα 3 τρισ. δολάρια.
 Την δεκαετία του ’90 διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα άσκησαν ποικιλώνυμες πιέσεις για συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις υπηρεσίες ύδρευσης.  Οι ιδιωτικοποιήσεις στο νερό δεν αφορούν μάλιστα μόνο τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και χώρες όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, όπου μόνο το 5% της αγοράς βρίσκεται αυτή την στιγμή σε ιδιώτες, αλλά με μεγάλα έργα σε εξέλιξη σε πολιτείες όπως η Ατλάντα, η Ινδιανάπολις και το Πουέρτο Ρίκο και σε περιοχές του Καναδά όπως το Μονκτόν, το Χάλιφαξ και το Χάμιλτον.
Πολυεθνικές εταιρίες εμφιάλωσης όπως η Coca-Cola και η PepsiCo επιχείρησαν πρόσφατα να ανοίξουν δουλειές για την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων στην Κεράλα της Ινδίας, συναντώντας έντονες αντιδράσεις, με τις τοπικές αρχές να άρουν τελικά τις σχετικές άδειες. Ανάλογες αντιδράσεις υπήρξαν πρόσφατα και στην Βολιβία και την Αργεντινή.
 Οι τρεις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του νερού είναι η γαλλική Suez, η οποία εξυπηρετεί 117,4 εκατ. ανθρώπους στον κόσμο, η επίσης γαλλική Veolia Environment(Vivendi) με 108,2 εκατ. και η γερμανική εταιρία κοινής ωφελείας RWE(Rheinisch-Westfälisches Elektrizitätswerk) με 69,5 εκατ., η οποία πούλησε την θυγατρική της  βρετανική εταιρία υδάτων THAMES WATER το 2006 στην αυστραλέζικη Kemble Water.
 Οι άλλες μεγάλες πολυεθνικές του νερού είναι η ισπανική AGUAS DE BARCELONA(Agbar) (35.2 εκατ.), η γαλλική SAUR (33.5 εκατ.) και ηβρετανική UNITED UTILITIES (22.1 εκατ.).
Οι πέντε μεγαλύτερες πολυεθνικές του νερού (Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur) κατείχαν το 2001 το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Λόγω όμως των αντιδράσεων σε πολλές χώρες και την επανακρατικοποίηση των δικτύων ύδρευσης, το μερίδιο των μεγάλων πολυεθνικών στην αγορά νερού έχει πέσει στο 34% ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης.  Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το νερό έχει χάσει την στρατηγική του σημασία ως εκμεταλλεύσιμος πόρος για τις πολυεθνικές εταιρίες.
 Οι ιδιωτικοποιήσεις
  Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της. Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε μία κοινοπραξία πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Η παγκόσμια Τράπεζα έσπευσε να συγχαρεί την κίνηση της Αργεντινής χαρακτηρίζοντας την ως την πιο ελπιδοφόρα επένδυση. Εξαιτίας της ιδιωτικοποίησης οι τιμές διπλασιάστηκαν και η ποιότητα του νερού χειροτέρευσε καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρίες μείωσαν τα έξοδα συντήρησης ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλαιών σωλήνων με αποτέλεσμα το νερό να πλημμυρίζει τις φτωχότερες συνοικίες. Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005 οι πολυεθνικές Suez and Aguas de Barcelona αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα. Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.
  Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Την παροχή είχε αναλάβει η γνωστή γαλλική πολυεθνική Suez Lyonnaise des Eaux.
 Η  πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση ιδιωτικοποίησης στην «μαύρη ήπειρο» είναι εκείνη της Τανζανίας. Το 2003 η χώρα υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ύδρευσης με αντάλλαγμα την παροχή δανείων. Το δίκτυο το ανέλαβε τελικά η βρετανική Biwater. Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης. Στην ουσία το 98% του δικτύου εξυπηρετούσε τους ελάχιστους πλούσιους, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς νερό. Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση όπως όριζε η συμφωνία και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι της έδωσε ψεύτικα στοιχεία και πως η επένδυση ήταν ασύμφορη. Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από την χώρα. Η Biwater προσέφυγε δικαστικά κατά της Τανζανίας αλλά έχασε την δίκη το 2008 και υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυβέρνηση 3 εκ. λίρες ως αποζημίωση.
  Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πώληση του δικτύου ύδρευσης στην πρωτεύουσα των Φιλιππίνων Μανίλα, το οποίο θεωρήθηκε ως το πιο φιλόδοξο και «επιτυχημένο» πείραμα ιδιωτικοποίησης. Το 1997 η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και υπό την πίεση της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει ότι για να καλύψει τα οικονομικά κενά έπρεπε να πουλήσει το νερό. Το δίκτυο ήταν ήδη σε κακή κατάσταση και 4 από τα 11 εκατομμύρια των κατοίκων της δεν είχαν σύνδεση. Το δίκτυο χωρίστηκε σε δύο ζώνες και δόθηκε σε κοινοπραξία εταιρειών (ανάμεσα τους η γνωστή από την μετέπειτα εισβολή στο Ιράκ Bechtel). Τα πρώτα χρόνια και λόγω του ανταγωνισμού οι τιμές μειώθηκαν στο μισό και οι συνδέσεις έφτασαν το 87% των κατοίκων. Από το 2001 όμως και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997 και η μέση οικογένεια ξόδευε το 10% του εισοδήματος της στους λογαριασμούς του νερού. Το 40% του λογαριασμού δεν αφορούσε στην κατανάλωση αλλά παράνομες χρεώσεις. Το 2003 περισσότεροι από 800 άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας στο δίκτυο που προκλήθηκε από την κακή συντήρηση των σωληνώσεων και τη μη επιδιόρθωση των διαρροών.
 Άλλες περιπτώσεις
 Χιλή: Η Παγκόσμια Τράπεζα επέβαλλε σαν δανειοδοτικό όρο στη χώρα εγγύηση κέρδους 33% στη γαλλική εταιρία ύδρευσης Suez Lyonnaise des Eaux
Αυστραλία: Το 1998 λίγο καιρό αφότου ανέλαβε την ύδρευση η Suez Lyonnaise des Eaux το νερό στο Σύδνεϋ βρέθηκε μολυσμένο από παράσιτα.
Καναδάς: Τουλάχιστον 7 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους αφού μολύνθηκαν από το βακτήριο E coli στο Walkerton, Ontario ύστερα από τη ιδιωτικοποίηση του ελέγχου ποιότητας του νερού που πέρασε στον έλεγχο της A&L Labs. Η εταιρία χαρακτήρισε τα αποτελέσματα των ελέγχων «απόρρητη πνευματική ιδιοκτησία» και αρνήθηκε να τα κοινοποιήσει.
Μαρόκο: Οι καταναλωτές είδαν την τιμή του νερού να ανεβαίνει τρεις φορές πάνω αφότου ιδιωτικοποιήθηκε η εταιρία ύδρευσης στην Καζαμπλάνκα.
Βρετανία: Οι λογαριασμοί ύδρευσης και αποχέτευσης αυξήθηκαν κατά 67% μεταξύ 1989 και 1995. Το ποσοστό διακοπών των παροχών ανέβηκε κατά 177%
Νέα Ζηλανδία: Οι πολίτες βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την εμπορευματοποίηση του νερού.
Βολιβία:  Το 1999 η Παγκόσμια Τράπεζα συστήνει ιδιωτικοποίηση της δημοτικής εταιρίας ύδρευσης της Cochabamba, Servicio Municipal del Agua Potable y Alcantarillado (SENIAPA). Αξιωματούχοι της τράπεζας απείλησαν ανοιχτά να παρακρατήσουν 600 εκατομμύρια δολάρια από την δανειακή σύμβαση αν η Βολιβία δεν αποδεχόταν την ιδιωτικοποίηση. Η Cochabamba, τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Βολιβίας συγκλονίστηκε στα μέσα του 2000 από έντονες κοινωνικές αναταραχές-γνωστοί ως «οι πόλεμοι του νερού»-λόγω των βίαιων συγκρούσεων κατά της ιδιωτικοποίησης.
 Οι Βαρόνοι του Νερού
 Η Γαλλία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η γενέτειρα των ιδιωτικοποιήσεων στο νερό. Ιδιωτικές εταιρίες διαχειρίζονται τα δίκτυα ύδρευσης στην Γαλλία σε μεγάλο βαθμό από την εποχή του Ναπολέοντα. Οι εταιρίες Suez και Vivendi είναι οι μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρίες νερού στον κόσμο και μαζί με την Saur ελέγχουν το 80% της γαλλικής αγοράς νερού, με το υπόλοιπο 20% να το διαχειρίζονται δημοτικές εταιρίες κοινής ωφέλειας.
 Την ίδια μάλιστα στιγμή που η γαλλική κυβέρνηση εφαρμόζει προστατευτικά μέτρα όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στο νερό, εμποδίζοντας την πρόσβαση σε ξένες επιχειρήσεις, οι γαλλικές εταιρίες του κλάδου έχουν από την δεκαετία του ’80 εμπλακεί σε προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Suez, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην εταιρία που διάνοιξε την διώρυγα του Σουέζ τον 19ο αιώνα, ελέγχει σήμερα τις υπηρεσίες ύδρευσης σε 130 χώρες με περισσότερους από 115 εκατ. πελάτες. Η σύγχρονη δραστηριότητά της ξεκίνησε από την ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης της πόλης Γκρενόμπλ στις αρχές του ’90.
 Τόσο η Suez όσο και η Vivendi έχουν στενές σχέσεις με το γαλλικό πολιτικό κατεστημένο. Το 2000 ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Suez Jerome Monod, ο οποίος είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου της Γκρενόμπλ, μετακόμισε στα Ηλύσια Πεδία και έγινε ένας από τους κορυφαίους συμβούλους του πρώην προέδρου Ζακ Σιράκ.
 H μάχη του Παρισιού
 Το 2001 υπήρξες ωστόσο μία σημαντική αλλαγή πολιτικής όταν κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στο Παρίσι ένας συνασπισμός αριστερών στον οποίο μετείχαν σοσιαλιστές, κομμουνιστές, οικολόγοι και άλλες αριστερές κινήσεις. Ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Μπερντράντ Ντελανόε, αποφάσισε αμέσως ότι πρέπει να επανεξεταστούν οι πολιτικές όσον αφορά την ύδρευση της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο νέος δήμαρχος επέβαλε αρχικά μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά την οικονομική διαχείριση και την παροχή των υπηρεσιών ύδρευσης. Συγκεκριμένα ζήτησε από τις ιδιωτικές εταιρίες όταν το 2003 άρχισε η συζήτηση για την ανανέωση των συμβάσεων, να βάλουν στην άκρη σημαντικά ποσά για την βελτίωση του δικτύου, κάτι που ωστόσο δεν έγινε.
 Το 2008 ο Ντελανόε διεκδίκησε την επανεκλογή του υποσχόμενος ότι θα επαναφέρει υπό δημόσιο έλεγχο τις υπηρεσίες νερού κάτι που τελικά κατάφερε να πετύχει το 2010. Ιδρύεται η δημοτική εταιρεία Eau de Paris και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
*Μωυσής Λίτσης
(environment.gr)

Ο ηγεμόνας, η ηγεμονία και η θέση της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση


Όταν μιλάμε για ηγεμονία και ηγεμόνες, προβάλλει αναπόφευκτα το ερώτημα γιατί υπάρχουν ή πρέπει να υπάρχουν ηγεμονικές διεκδικήσεις, ηγεμόνες και ηγεμονίες. Το ερώτημα διαφέρει από το ερώτημα προς τι υπάρχουν ηγεμονικές δυνάμεις, στο οποίο εν πολλοίς απαντάμε αν παρουσιάσουμε τις λειτουργίες που επιτελούν στο παγκόσμιο οικοδόμημα οι μεγάλες και οι περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες τοποθετούνται ηγεμονικά. Το ερώτημα όμως εκ μέρους της κριτικής επιστήμης πρέπει να τίθεται ως εξής: γιατί είναι έτσι κατασκευασμένο το παγκόσμιο οικοδόμημα, ώστε να πρέπει να επιτελούνται οι λειτουργίες αυτές; — η εξασφάλιση των θαλασσίων οδών δικαίως αναφέρεται ως παράδειγμα. Υπάρχουν όμως άλλες πιθανότητες συνύπαρξης ανθρώπων και ανθρώπινων κοινοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα πιο φιλικό παγκόσμιο οικοδόμημα; Και εκεί, κατά τη γνώμη μου, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το ερώτημα που θέτουμε εμείς οι μαρξιστές, το ερώτημα για τις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Για να προλάβω τις παρεξηγήσεις: η τυπολογία, η ιστορία, η συγκριτική ιστορική μελέτη είναι πολύτιμες. Χωρίς τη γνώση που παρέχουν αυτοί οι επιστημονικοί κλάδοι δεν μπορούν να απαντηθούν θεμελιώδη ερωτήματα, συνήθως δε δεν μπορούν καν να τεθούν. Μόνο στη βάση των αποτελεσμάτων τέτοιων ερευνών μπορεί να τεθεί η ερώτηση που θέτω. H επιστήμη δεν μπορεί να την αποφύγει, γιατί αλλιώς θα χάσει την κριτική της –δηλαδή τη χειραφετητική της– λειτουργία.

Γερμανία: ηγετική, αλλά όχι απαραιτήτως ηγεμονική δύναμη
 Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετάσουμε, πιστεύω, και τη θέση της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη. Η Γερμανία είναι ηγετική δύναμη στην Ε.Ε. — αυτό δεν σημαίνει όμως απαραιτήτως ότι είναι και ηγεμονική. Με την οικονομική ισχύ της έχει επηρεάσει τις Συνθήκες περισσότερο από άλλα κράτη-μέλη, όπως και την οικονομική πολιτική της Ε.Ε.· τώρα, στην κρίση, η Γερμανία έχει τον πρώτο λόγο σε κάθε μέτρο — αν πρόκειται για μέτρα καταπολέμησης της κρίσης είναι άλλο ζήτημα. Φαίνεται ακόμη πως για τη μελλοντική δομή της Ένωσης, η θέση της Γερμανίας θα μετράει περισσότερο από τη θέση άλλων κρατών, ακόμη κι εκείνων που μπορούν να συγκριθούν μαζί της σε μέγεθος και ισχύ. Ωστόσο, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας δεν μένει αδιαμφισβήτητος, όπως δείχνουν οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής της 18ης Ιουλίου 2012, αλλά και η πολιτική του νέου προέδρου της ΕΚΤ.

Αν εξετάσουμε τους προσδιορισμούς της ηγεμονίας των δύο μεγάλων κυρίαρχων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, θα εντοπίσουμε την ηθική ακτινοβολία που χαρακτήριζε και τις δύο. Ήταν οι απελευθερωτές από τον εθνικοσοσιαλισμό και τον φασισμό, ακόμη και στα μάτια των ανθρώπων των πρώην Δυνάμεων του Άξονα και των συμμάχων τους. Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Ιάπωνες, πόσο μάλλον οι Ρουμάνοι και οι Ούγγροι, έβλεπαν στις δύο υπερδυνάμεις –στον εκάστοτε ηγεμόνα τους, αλλά συχνά και στους δύο– τα σύμβολα ενός καινούργιου κόσμου: είτε ενός κόσμου του σκληρού ανταγωνισμού, αλλά της πλήρους ισότητας των ευκαιριών, είτε ενός κόσμου όπου η αλληλεγγύη έπαιρνε τη θέση της εκμετάλλευσης, σε κάθε περίπτωση όμως ενός κόσμου ειρηνικού και ευημερούντος. Βεβαίως και έπαιξε ρόλο η αδιανόητα μεγάλη στρατιωτική ισχύς και τα ανεξάντλητα μέσα και των δύο υπερδυνάμεων, ο τρόπος με τον οποίον αναπτύχθηκαν αμφότερα στον πόλεμο, η στρατιωτική ισχύς και οι πόροι τους· όμως η πλατιά συγκατάθεση των λαών πήγαζε ακριβώς από αυτή την ηθική ακτινοβολία.

Στην Ελλάδα τώρα, αφότου η Μεγάλη Βρετανία δήλωσε αδυναμία, έπρεπε οι ΗΠΑ να καταπνίξουν πρώτα την ένοπλη επανάσταση (1946-1949). Έπειτα από αυτό η Αμερική, της οποίας η σημαία ανέμιζε έως τότε μαζί με τη βρετανική και τη σοβιετική, ακόμα και στις εορταστικές εκδηλώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος για την απελευθέρωση, θεωρούνταν κατοχική δύναμη ανάλογη των ναζί, μολονότι δεν υπήρχε βέβαια καμία σύγκριση: οι ΗΠΑ δεν είχαν κατακτήσει την Ελλάδα και το καθεστώς, το οποίο πήρε την εξουσία με τη βοήθειά τους, ήταν μεν αυταρχικό και βίαιο, δεν μπορούσε όμως να συγκριθεί με τον εθνικοσοσιαλισμό και την κατοχική κυβέρνηση – και, εκτός αυτού, είχε την υποστήριξη μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Ωστόσο, η κηδεμονία των ΗΠΑ έβρισκε αντίθετους ακόμη και ορισμένους συντηρητικούς, οι οποίοι θεωρούσαν απαραίτητη την επέμβασή τους στον εμφύλιο, δεν μπορούσαν όμως να συμβιβαστούν με τη στρατιωτική παρουσία και την επιρροή τους στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στην Ελλάδα, όπως και αργότερα στην Κορέα, στον Λίβανο, το Βιετνάμ, τη Γρανάδα, αλλά και στην Ανατολική Γερμανία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, αποδείχτηκε ότι η ηγεμονία δεν διαχωρίζεται εύκολα από την κυριαρχία· ο ηγεμόνας πρέπει να είναι έτοιμος να υπερασπιστεί την ηγεμονία του και με «hard power» — είτε απέναντι στους ανταγωνιστές του είτε απέναντι στους λαούς στη σφαίρα της ηγεμονίας του. Η απώλεια της ηθικής ανωτερότητας μπορεί να μην ήταν καθοριστική για τη θέση των δύο υπερδυνάμεων του περασμένου αιώνα, συναρτάται όμως στενά με την αποδυνάμωσή τους.

Ελλάδα και Τουρκία: ασκήσεις ηγεμονίας
 Μέχρι πρόσφατα, και η Ελλάδα έκανε απόπειρες να επιδείξει ηθική ακτινοβολία, με στόχο να καταλάβει ηγεμονική θέση στη νοτιοανατολική Ευρώπη: ως η μόνη χώρα στην περιοχή που δεν ανήκε ποτέ στο στρατόπεδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενταγμένη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, οικονομικά επιτυχημένη, που θα μπορούσε να εισαγάγει τις γείτονες χώρες σε αυτή την «ευρω-ατλαντική κοινότητα». Οι απόπειρες απέτυχαν αφενός με τον εθνικιστικό και παράλογο καβγά για την ονομασία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου όμως, και κυρίως, γιατί στην περιοχή δεν υπήρχε ανάγκη για ηγεμόνες, καθώς οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις προτιμούσαν να ασκούν απευθείας επιρροή παρά μέσω μιας περιφερειακής δύναμης, η οποία θα μπορούσε να προβάλλει αξιώσεις και δεν θα εκπροσωπούσε απαραιτήτως τα συμφέροντά τους. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ο καβγάς με την Τουρκία για την πρωτοκαθεδρία, μολονότι η προπαγάνδιση του πολιτικού Ισλάμ από το ηγετικό κόμμα αυτής της χώρας δεν έβρισκε ιδιαίτερη απήχηση στους δυτικόστροφους μουσουλμάνους των Βαλκανίων κι έτσι η Τουρκία δεν είχε εξαρχής πολλές πιθανότητες να επιβληθεί στη διένεξη αυτήν — αν και μερικές φορές τέτοιες διενέξεις στήνονται πιο πολύ για να φράξεις το δρόμο στον ανταγωνιστή σου παρά για να ισχυροποιήσεις τη δική σου θέση.

Η Τουρκία προσπαθεί τώρα, και μάλιστα με μεγαλύτερη επιτυχία, να αξιοποιήσει την ηθική ακτινοβολία μιας (ακόμη και περιορισμένα) δημοκρατικής, οικονομικά επιτυχημένης ισλαμικής χώρας, της οποίας η ηγεσία ασπάζεται στο μεταξύ ελεύθερα την κρατούσα θρησκεία, χωρίς αυτό να συνδυάζεται με περιορισμό της ελευθερίας των γυναικών ή με διακρίσεις εις βάρος των αλλοθρήσκων, για να αποκτήσει ηγετική θέση στο περιβάλλον της, τον ισλαμικό κόσμο της Εγγύς Ανατολής. Θα μπορούσαμε, υπερβάλλοντας κάπως, να πούμε ότι ο «turkish way of politics» αποτελεί πρότυπο στα αραβικά κράτη για ορισμένους ανερχόμενους φιλελεύθερους ισλαμιστές πολιτικούς, αλλά και για τον πολύ κόσμο· η αλλαγή κατεύθυνσης της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας σε σχέση με το παλαιστινιακό, δηλαδή η παραίτηση από το δόγμα της υποτιθέμενης εξασφάλισης της ύπαρξης του Ισραήλ, αφήνει ακόμη περισσότερο χώρο για να εξασφαλιστεί ιδεολογικά και ηθικά η επιδιωκόμενη τουρκική ηγεμονία, η οποία βρίσκεται σε ανταγωνισμό με παρόμοιες φιλοδοξίες του Ιράν και (σε ένα κάπως πιο μακρινό μέλλον) της Αιγύπτου.

Έκανα την παραπάνω παρέκβαση για να υποστηρίξω ότι η Γερμανία, όπως και η Ρωσία στην Ανατολική Ευρώπη, δεν μπορεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο, τουλάχιστον όχι με την έννοια της ηγεμονίας των υπερδυνάμεων του 20ού αιώνα. Η Γερμανία μπορεί, το πολύ, να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη βασιζόμενη στην οικονομική της δύναμη, η οποία όμως έχει περιορισμένη χρονική και αντικειμενική ισχύ. Διότι, όπως φαίνεται και στην παρούσα ευρωπαϊκή κρίση, το οικοδόμημα της Ε.Ε., το οικονομικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιώνει ηγετικό ρόλο η Γερμανία στην Ευρώπη, δεν είναι τόσο γερό — για τον πρόσθετο λόγο ότι η ΕΕ, ακόμη κι αν χαίρει εκτίμησης, δεν έχει ηθική και ιδεολογική ακτινοβολία. Όλο και πιο συχνά φαίνεται ότι πρόκειται μάλλον για ένωση συμφερόντων παρά για ένωση από έρωτα· η εξασφάλιση της ειρήνης, η ελευθερία, το κράτος δικαίου και η ευμάρεια σχετικοποιούνται όλο και περισσότερο και υποτάσσονται στους υποτιθέμενους καταναγκασμούς της οικονομίας και της ασφάλειας.

Η ένταξη της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη ήταν αρχικά ευλογία για όλη την Ευρώπη· γιατί η «ευρωπαϊκή Γερμανία» του Τόμας Μαν, ίσως μάλιστα ειδικά λόγω του τρόμου του πολέμου, επιδρούσε κατευναστικά στις ιμπεριαλιστικές ορέξεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας· η εξωτερική πολιτική της Ευρώπης απέκτησε σχεδόν πιο ανθρώπινο πρόσωπο από το φρόνημα του «fuck ’em all» της ατλαντικής υπερδύναμης. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ακόμη ορατά, ας πούμε στη στάση της Γερμανίας στην κρίση της Λιβύης, στη συγκρατημένη αντιμετώπιση του Ιράν, αλλά και στην παρούσα κρίση στη Συρία. Η στάση όμως αυτή εύκολα εγκαταλείπεται μόλις μπαίνουν στο παιχνίδι τα στενά γερμανικά συμφέροντα, όπως στον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία ή στην απόκτηση νέων σφαιρών επιρροής, λ.χ. στην Αφρική: οι αποφάσεις της Ε.Ε. για χερσαίες επιχειρήσεις στη Σομαλία και στρατιωτική επέμβαση στο Μαλί επηρεάστηκαν σημαντικά από τη Γερμανία, μολονότι και η Γαλλία δεν υπολειπόταν σε ζήλο.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να διατηρήσει κανείς με συνέπεια ήπια στάση στην εξωτερική και τη στρατιωτική πολιτική, επειδή πάντοτε θα βρίσκεται κάποιος πρόθυμος να καλύψει το κενό. Όμως μια επιθετική στάση δεν μπορεί πια να δικαιολογείται με την «αντίθεση στον κομμουνισμό» –ή το αντίθετο–, όπως στην περίοδο του διπολισμού, γιατί τα γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά συμφέρονται παραείναι απροκάλυπτα – εξού και η ιδεολογική και ηθική αποτυχία του λεγόμενου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία.

Η έλλειψη πειστικού εχθρού
Η έλλειψη πειστικού εχθρού ή/και πειστικού στόχου καθιστά αδύνατη την ηγεμονία ενός κράτους μέσα σε μια κοινότητα σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, ακριβώς γιατί ο ηγεμόνας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοιος και γιατί, στην περίπτωση μικρότερων δυνάμεων, όπως η Γερμανία, εκτός από τους απόντες ιδεολογικούς και ηθικούς προσδιορισμούς, λείπει τόσο η στρατιωτική όσο και η οικονομική ισχύς: η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, όμως η απόσταση από τις επόμενες δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί αξιώσεις ηγεμονίας· η παρουσία του γερμανικού στρατού μπορεί να είναι σημαντική στο Αφγανιστάν και στο Κοσσυφοπέδιο, στρατιωτικά όμως η Γερμανία δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η Γαλλία ή η Μεγάλη Βρετανία, και η συμβολή της σε κοινές επιχειρήσεις, π.χ. στην Αφρική, δεν μπορεί να είναι μεγάλη.

Όπως δείχνει η αποτυχία συγκρότησης ευρωπαϊκών ένοπλων δυνάμεων που θα ήταν τουλάχιστον συγκρίσιμες με τις δυνάμεις των ΗΠΑ ή της Ρωσίας, δεν θα είναι εύκολο ούτε για τη Γερμανία να αυξήσει σημαντικά τη στρατιωτική της δύναμη τις επόμενες δυο τρεις δεκαετίες. Αυτό οφείλεται στο ότι οι σημερινές στρατιωτικές υπερδυνάμεις εξοπλίζονται, αναπτύσσουν όπλα και διεξάγουν πολέμους εδώ και δεκαετίες, εκκινούν δηλαδή από στάδιο πολύ υψηλότερο από τους ανταγωνιστές τους. Όποιος «νέος» προσπαθήσει να αποκτήσει ανάλογη στρατιωτική ισχύ θα κατακρημνιστεί οικονομικά και κοινωνικά, θα ρίξει δραματικά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και θα στρατιωτικοποιήσει την κοινωνία, με απρόβλεπτες συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη.

Η ηθική ακτινοβολία της Γερμανίας στους περισσότερους ανθρώπους του περίγυρού της μπορεί να μην είναι μεγάλη· η Γερμανία δεν έχει να προσφέρει ούτε «way of life» ούτε χειραφετητικούς στόχους. Τα αξιώματα όμως που κατάφεραν να καθιερώσουν οι γερμανικές κυβερνήσεις στην Ε.Ε. τα εγκρίνουν σημαντικά τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ευρωπαϊκής αστικής ελίτ· η παραίτηση του κράτους από σημαντικές λειτουργίες και η παράδοσή τους σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η οποία επιβλήθηκε βίαια από τον άνευ όρων ανταγωνισμό για την προσέλκυση επενδύσεων, σε συνδυασμό με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, τα σύμφωνα δημοσιονομικής και οικονομικής σταθερότητας, αλλά και με το σκληρό νόμισμα, καθώς και η πίεση της ΕΕ σε τρίτες χώρες για φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου, επιτρέπουν στις ευέλικτες και λιγνές επιχειρήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού (όπως περιγράφει τις γερμανικές επιχειρήσεις ο Γκέρχαρτ Σρέντερ στην αυτοβιογραφία του μετά την «Ατζέντα 2010») να αντέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές αγορές, τους ανοίγουν την πρόσβαση σε φτηνά δάνεια και διευκολύνουν τις συμμετοχές — με δυο λόγια: ενισχύουν τη δύναμη κρούσης αυτών των κεφαλαίων. Αυτό εξασφαλίζει, αν όχι στη Γερμανία, πάντως στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο συμβολίζει η Γερμανία, υψηλό κύρος και παθιασμένους υποστηρικτές – όχι μόνο στις τάξεις εκείνων που ωφελούνται άμεσα από αυτή την πολιτική λόγω ιδιοκτησίας ή λόγω ισχυρής πολιτικής θέσης, αλλά και σε πολλούς που ευνοούνται πραγματικά ή υποθετικά σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο — όπως οι νέοι που θέλουν να κάνουν καριέρα και πιστεύουν ότι οι νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα τούς εξασφαλίζουν καλύτερες προοπτικές· όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι που για πρότυπο έχουν τον πρώην συνάδελφό τους στο γραφείο, ο οποίος πούλησε σε συνταξιούχους τίτλους υψηλού ρίσκου και κέρδισε έτσι μεγάλο μπόνους. Η στάση αυτή τους οδηγεί να υποστηρίζουν την αντίστοιχη πολιτική, όχι όμως και να εγκρίνουν την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη. Ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το αντίθετο: αυτές οι αρχές τις οποίες εκπροσωπεί η Γερμανία θρέφουν των ευρω-σκεπτικισμό σε όλα τα κράτη-μέλη και υποσκάπτουν τα θεμέλια πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί, πιθανώς, μια ηγεμονία.

Η σημερινή πολυπολικότητα και η εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού
 Είναι καιρός τώρα να αναρωτηθούμε τι σημαίνει τελικά η ηγεμονία για τον ηγεμόνα ή, ακριβέστερα, σε τι αποσκοπεί ο ηγεμόνας όταν αξιώνει την ηγεμονία. Στον σημερινό απολικό κόσμο –ας μου επιτραπεί η έκφραση, γιατί, όπως και να εκτιμήσει κανείς τη θέση των ΗΠΑ, μια μονοπολική κατάσταση αποκλείεται εξ ορισμού– δεν υπάρχει ο ανταγωνισμός των συστημάτων που οδήγησε τότε σε διαρκή πόλωση με μαζική απήχηση. Με αυτό το δεδομένο, το μοντέλο της πολυπολικότητας μού φαίνεται ότι αποτελεί οικοδόμημα που υπηρετεί οικονομικοπολιτικούς στόχους και, παρά τις διαφορές στις ιστορικές εποχές και στους συσχετισμούς δυνάμεων, θυμίζει περισσότερο την παγκόσμια τάξη την εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού και θα έπρεπε να μας κάνει καχύποπτους: είναι πολύ πιθανό η πολιτική επιστήμη και ο επιστημονικός κλάδος των διεθνών σχέσεων να την έχουν πατήσει. Γνωρίζουμε βέβαια ότι τέτοιες πλάνες δεν είναι προϊόντα συνωμοσίας, αλλά γεννιούνται στα μυαλά των ανθρώπων ως εξηγήσεις περίπλοκων φαινομένων και καλλιεργούνται και διαδίδονται από τη μη κριτική και θετικιστική επιστήμη — αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες.

Εννοώ ότι πιθανόν να βρισκόμαστε μπροστά σε έναν αγώνα για τη μοιρασιά του κόσμου, με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς των πρώτων αποικιοκρατικών πολέμων και από εκείνους του τέλους του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εξίσου μεγάλη ένταση αλλά μεγαλύτερους κινδύνους. Σε τέτοιους αγώνες δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε με σαφήνεια πού τελειώνουν τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα και πού αρχίζει η προληπτική εξασφάλιση της ηγεσίας ή τα συμφέροντα εξουσίας των πολιτικών ελίτ. Στη βάση αυτή, ενός αγώνα για τη μοιρασιά του κόσμου, που μόλις αρχίζει, εμφανίζονται ξανά οι θεωρίες των μεγάλων χώρων, οι οποίες έρχονται να δικαιολογήσουν φιλοδοξίες για ηγεμονία, για ηγεσία ή τέλος πάντων για πρόσκτηση μεγάλης δύναμης. Η αξίωση της Ρωσίας για ηγεμονία στη λεγόμενη Ευρασία και η δικαιολόγησή της είναι χαρακτηριστική μιας θεωρίας που φαινόταν ότι είχε θαφτεί και ξεχαστεί μαζί με τον Καρλ Σμιτ και την εποχή του.

Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Εξωτερικής Πολιτικής του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ με θέμα «Ηγεμονία και πολυπολικότητα», Πότσνταμ 11-12.10. 2012.

Οι δύο χαμένες γενιές των Μνημονίων: Νέοι άνεργοι, απόμαχοι χωρίς σύνταξη

Εγκλωβισμένοι σε έναν κυκεώνα ελαστικής απασχόλησης, ανασφάλιστης εργασίας, φθηνών απολύσεων, αλλά και διαρκώς μεγαλύτερων εμποδίων που κάνουν άπιαστο όνειρο τη μελλοντική τους συνταξιοδότηση θα βρεθούν τα επόμενα χρόνια εκατομμύρια εργαζόμενοι στη χώρα μας. Δύο κατηγορίες που ήδη πλήττονται την τελευταία τριετία και θα βρεθούν σε ακόμα πιο δυσχερή θέση τα επόμενα χρόνια είναι οι νέοι ηλικίας έως 30 ετών και οι λεγόμενοι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι άνω των 45 - 50 ετών, καθώς αποτελούν ουσιαστικά τις δυο γενιές που δέχονται τις πλέον επώδυνες αλλαγές που δρομολογούνται μέσω των Μνημονίων τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στο Ασφαλιστικό.
Και αυτό γιατί, πέρα από την καλπάζουσα ανεργία (26% επισήμως, 30% η πραγματική) και την ελαστική απασχόληση που γιγαντώνεται ακυρώνοντας θέσεις πλήρους απασχόλησης, θεωρείται βέβαιο ότι ο συνδυασμός της διευκόλυνσης των απολύσεων με τη νέα βίαιη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (+5 χρόνια) θα δημιουργήσει πλήθος νέων ανέργων που ούτε εργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα θα μπορεί να βρει ούτε στη συνταξιοδότηση να καταφύγει. Αυτό το εφιαλτικό μείγμα μελλοντικής ανεργίας και ταυτόχρονης αυξημένης παράτασης του εργασιακού βίου απειλεί να καταστρέψει αυτές τις δύο γενιές.

Ανεργία ή ελαστική εργασία;

Με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, οι αποζημιώσεις απόλυσης περικόπτονται και γίνονται ευκολότερες και φυσικά φθηνότερες μέσω της προειδοποίησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη, ενώ η μοναδική εναλλακτική επιλογή που σχεδιάζεται από το υπουργείο Εργασίας για τους εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους νέους σε ηλικία είναι τα προγράμματα ευκαιριακής απασχόλησης, η εργασία κατ' αποκοπή και με πλημμελή ασφάλιση (εργόσημο).
Με άλλα λόγια, αντί της ανεργίας και προκειμένου να μειωθούν τα δυσθεώρητα ποσοστά που στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών φτάνουν το 56,4% (από 47,6% που ήταν έναν χρόνο νωρίτερα), σύμφωνα με τα προχθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Σεπτέμβριο, προτείνεται ουσιαστικά η νομιμοποίηση της ανασφάλιστης εργασίας για διάστημα 4 - 5 μηνών με μισθό που δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ. Ακριβότεροι για τους εργοδότες, αλλά με μικρότερους μισθούς, θα είναι οι νέοι κάτω των 25 ετών, καθώς από τον περασμένο Φεβρουάριο αμείβονται με κατώτατο μισθό 480 ευρώ μεικτά ή ή 411 ευρώ καθαρά, ύστερα από την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου που μείωσε τους μισθούς της συγκεκριμένης κατηγορίας κατά 32%.

Η ανατροπή των συμβάσεων

Πριν από τις πρόσφατες δραματικές αλλαγές και τις περικοπές στους μισθούς, τα επιδόματα και τις αποζημιώσεις απόλυσης, η αγορά εργασίας είχε ξεκινήσει τη σταδιακή "προσαρμογή" στα διαδοχικά προγράμματα ύφεσης που ξεκίνησαν από το 2010 με την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου ανατρέποντας συμβάσεις και μισθούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2012 κατατέθηκαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας 28.161 συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, 109.885 συμβάσεις μερικής απασχόλησης, 1.079 συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών και 882 συμβάσεις παραγωγής κατά μονάδα εργασίας (φασόν). Επίσης το ίδιο διάστημα κατατέθηκαν στο ΣΕΠΕ 44.122 μετατροπές συμβάσεων, από τις οποίες οι 24.750 αφορούσαν μετατροπή από πλήρη σε μερική απασχόληση και οι 19.372 από πλήρη σε εκ περιτροπής απασχόληση.

"Πετάει" η σύνταξη

Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους δραματικές διαστάσεις προσλαμβάνουν οι απολύσεις. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΑΕΔ οι απολύσεις μόνο τον περασμένο Οκτώβριο ήταν αυξημένες κατά 50%. Συνολικά χάθηκαν 50.473 θέσεις εργασίας, ενώ η μεγαλύτερη στρατιά ανέργων αφορά την παραγωγικότερη ηλικία 30 - 54 ετών, στην οποία αναλογεί το 63,77% των εγγεγραμμένων ανέργων.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 59% όσων βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, δηλαδή περίπου 750.000 άτομα, θεωρούνται μακροχρόνια άνεργοι, ενώ σύμφωνα με το ΙΝΕ κάποιος που σήμερα βγαίνει εκτός αγοράς εργασίας θα παραμείνει εκτός για τουλάχιστον πέντε χρόνια!
Οι επιπτώσεις αυτές γίνονται δυσμενέστερες για την ηλιακή ομάδα άνω των 45 ετών, καθώς τη διαπερνούν και όλες οι βίαιες αλλαγές στο ασφαλιστικό. Πριν ολοκληρωθούν οι ήδη νομοθετημένες αυξήσεις ορίων ηλικίας, που προέβλεπε ο νόμος Λοβέρδου (Ν. 3863/2010 κ.λπ.), έχουμε νέα, βίαια παρέμβαση με αυξήσεις και ορίων και, σε κάποιες περιπτώσεις και του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, που διαψεύδουν τα θεωρούμενα ως ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Οι αυξήσεις ορίων ηλικίας από το 2012 στο 2013 γίνονται χωρίς στοιχειώδη μεταβατικότητα και φτάνουν από 2 έως και 5 έτη. Η απότομη αυτή αύξηση είναι πρωτοφανής όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, που στις περισσότερες περιπτώσεις αυξήσεων είχαν μακρύτατο χρόνο προσαρμογής.

www.avgi.gr