ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Μετά το δάνειο, πολιτική χρεωκοπία

Διαστάσεις "εθνικής επιτυχίας" επιχειρεί να δώσει ο Σαμαράς στην απόφαση του Eurogroup, παρ' ότι αυτή είναι γεμάτη με νέους δυσβάσταχτους όρους για τη χώρα και δεν δίνει καμιά προοπτική βιωσιμότητας του χρέους. Κυρίως καμιά προοπτική για ανάπτυξη. Είναι άραγε τυχαίο ότι η μακροσκελής απόφαση του Eurogroup περιλαμβάνει διάφορες λεξούλες (ανάμεσά τους και νεολογισμούς, με τους οποίους καλύπτονται οι λογιστικές αλχημείες), αλλά αποφεύγει κάθε αναφορά στην ανάπτυξη;
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Είναι αποκαλυπτικό για το τούνελ ύφεσης στο οποίο σπρώχνεται η ελληνική οικονομία, με το χρέος να χρησιμοποιείται ως μοχλός ποδηγέτησης της χώρας και περαιτέρω διάλυσης της κοινωνίας.
Το "διάγγελμα" Σαμαρά είναι γεμάτο ψέματα, με πιο χαρακτηριστικό ότι από τις δόσεις θα πέσουν χρήματα στην αγορά. Θα δοθεί, λέει, μόνο το 10% για τα τοκοχρεωλύσια και το υπόλοιπο "θα μείνει με τον έναν ή άλλο τρόπο μέσα στη χώρα". Εννοεί προφανώς στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια, προκειμένου να διασφαλιστούν οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης.
Την ίδια επικοινωνιακή χειραγώγηση επιλέγει και ο Βενιζέλος, προεξοφλώντας ότι η ελληνική οικονομία θα βγει στις αγορές το 2013! Ξανά τα ψέματα της εποχής Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου, τότε που, αντί για τις αγορές, οδηγηθήκαμε σε νέο Μνημόνιο και τώρα η χώρα μετατρέπεται σε αποικία δανείων μέχρι το 2040.
Η κυβέρνηση αισθάνεται ότι με την απόφαση του Eurogroup πήρε "πολιτική ανάσα". Προφανώς ανάσα απέναντι στον "εχθρό λαό". Πρόκειται όμως για εξέλιξη δανεική και προεξοφλημένη. Η κοινωνική κρίση δεν μανιπουλάρεται με μαγικές εικόνες και virtual reality ευημερίας. Η τρικομματική κυβέρνηση θα επιχειρήσει, λέει, μια "νέα αρχή". Δυστυχώς γι' αυτήν, οι εκλογές έγιναν μόλις πριν από πέντε μήνες. Και κάθε κυβέρνηση είναι αναλώσιμη, αντιστοιχεί στην ψήφιση ενός Μνημονίου. Αυτό συνέβη με την κυβέρνηση Παπανδρέου, το ίδιο με την κυβέρνηση Παπαδήμου, το αυτό θα συμβεί με την κυβέρνηση Σαμαρά, συντόμως.
Είναι τα δεσμά του Μνημονίου, του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας που παράγουν συνεχώς κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Το τρικ του ανασχηματισμού δεν πιάνει. Αυτή τη φορά, μάλιστα, δεν υπάρχει εφεδρεία των τραπεζιτών και των μνημονιακών τεχνοκρατών. Αντιθέτως, ξεπροβάλλει η εναλλακτική πολιτική παρέμβαση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, η δυνατότητα δημοκρατικής ανατροπής. Το κατεστημένο θα επινοήσει διάφορα τεχνάσματα, το πιθανότερο στο όριο της εκτροπής. Θα κλιμακώσει τη στρατηγική της έντασης. Θα καταφύγει στην άγρια βία και την κρατική καταστολή, θα εκμεταλλευτεί τη Χρυσή Αυγή και θα επιχειρήσει καλπονοθευτικά σχήματα.
Η δόση, λοιπόν, δεν σώζει την ελληνική οικονομία, δεν βγάζει την κοινωνία από την κρίση, αλλά πρωτίστως σηματοδοτεί μια νέα περίοδο επιθετικών πολιτικών πρωτοβουλιών του μνημονιακού κατεστημένου με στόχο να παρακαμφθεί ή και να αλλοιωθεί η λαϊκή θέληση.
Η τρικομματική κυβέρνηση έχει ανάγκη τη δόση της για να συντηρείται, όσο συντηρείται, ετοιμόρροπη. Η εξουσία της είναι δανεική. Γι' αυτό ο Σαμαράς και οι συν αυτώ επιχειρούν πολιτική τοκογλυφία με το δάνειο. Θα "κουρευτούν" όμως!

www.avgi.gr

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Γιατί Χαίρεται ο Κόσμος και Χαμογελά Πατέρα;

Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Νενικήκαμεν! Η Ελλάδα σώθηκε! Το μαύρο σύννεφο της χρεοκοπίας έφυγε οριστικά από τον γαλανό ουρανό. Είναι να απορεί κανείς που η υπερβολική σεμνότητα εμποδίζει την τρικομματική κυβέρνηση να γκρεμίσει τα τείχη της πόλης και να υποδεχτεί με τιμές Μαραθωνομάχων τον κ. Στουρνάρα και τους συνεργάτες του, που επέστρεψαν θριαμβευτές και τροπαιούχοι από τη μάχη των Βρυξελλών.
Μάχη; Ποια μάχη έδωσαν, αλήθεια; Με ποιους, εναντίον ποίων; Επί ένα μήνα, Γερμανία και ΔΝΤ τσακώνονταν λυσσαλέα για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους κι ο αμέσως ενδιαφερόμενος, η Ελλάδα, δεν τολμούσε να ψελλίσει οποιαδήποτε θέση για το δικό του πρόβλημα. “Δώστε μας τη δόση μας και κάντε ό,τι νομίζετε” ήταν η υπερήφανη στάση αυτής της κυβέρνησης που μετέτρεψε την Ελλάδα σε άφωνο, τρομαγμένο ζητιάνο. “Όταν τσακώνονται στο βάλτο τα βουβάλια, λειώνουν τα βατράχια”, ήταν η δικαιολογία που πρόβαλαν ανωνύμως εκπρόσωποι του Μαξίμου. Όντως. Αλλά ποιοι έφεραν τα βουβάλια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ στην αυλή μας και ποιοι μετέτρεψαν 11 εκατομμύρια Έλληνες σε απροστάτευτα βατράχια; Απορία, ψάλτου βηξ...
Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία των Μπανανιών, όπου μια κυβέρνηση ναπανηγυρίζει απλά και μόνο γιατί της έδωσαν τη δόση που της καθυστερούσαν οι πιστωτές της,παραβιάζοντας τη δανειακή σύμβαση που είχαν υπογράψει, παρά το τεράστιο τίμημα που είχε για τον ελληνικό λαό και τα τεράστια κέρδη για τα δικά τους θησαυροφυλάκια. Ουδέποτε τέθηκε πραγματικά ζήτημα μη καταβολής της δόσης, αφού το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η αυτόματη κατάρρευση της τρικομματικής κυβέρνησης. Όλα τα άλλα ήταν παραμύθια της Χαλιμάς, μοχλός εκβιασμού των βουλευτών που κατάπιαν γογγύζοντας τον εξευτελισμό τους, ψηφίζοντας μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα 700 σελίδες σκληρότατων μνημονιακών μέτρων, χωρίς καν να προλάβουν να τις διαβάσουν.
Άλλωστε, από τα 34,4 δισ. που θα πάρουμε σε πρώτη φάση (γιατί και η δόση δίνεται σε... δόσεις), τα23,8 δισπάνε στις τράπεζες και από τα υπόλοιπα 10,6 δισ. θα πάει για την αποπληρωμή των δανείωνΣταγόνες στον ωκεανό θα είναι ό,τι θα πάει για μισθούς και συντάξεις.
Ναι, αλλά μαζί μ' αυτά ήρθε και το πακέτο μέτρων (μείωση επιτοκίωνεπιμήκυνσηεπαναγορά ομολόγων) για τη μείωση του χρέους μας κατά 40 δισ., περίπου 20% του ΑΕΠ, μας υπενθυμίζει η εσωτερική τρόικα. Μάλιστα. Ας υποθέσουμε, για οικονομία της συζήτησης, ότι επαληθεύονται όλες οι προβλέψεις τους- κάτι που θα αποτελούσε πραγματικό θαύμα, δεδομένου ότι όλες οι μέχρι τώρα προβλέψεις τους διαψεύδονται επί τα χείρω.
Σ’ αυτή την ιδεατή περίπτωση, το ελληνικό χρέος θα έχει πέσει το 2020 στο... 124%, δηλαδή όσο περίπου ήταν όταν ο εθνικά υπερήφανος Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελόριζο την εθελούσια είσοδό μας στο μνημονιακό κλουβί. Δέκα χρόνια απίστευτων δεινών, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε στο σημείο της εκκίνησης. Γιατί λοιπόν δεν κουρεύαμε από την αρχή το χρέος, αλλά έπρεπε πρώτα να το φουσκώσουμε στο 180% για να το επαναφέρουμε στο αρχικό του μέγεθος; Το συμπέρασμα είναι απλούστατο: Το ελληνικό χρέος ήταν απλώς το πρόσχημα για να εξαπολύσει η ελληνική πλουτοκρατία ταξικό πόλεμο στα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας και για να μετατρέψει η Γερμανία ολόκληρη την Ελλάδα σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, με μεροκάματαΒουλγαρίας και εργασιακές σχέσεις Μπαγκλαντές.
Το κυριότερο, που επιμελώς αποσιωπά η εσωτερική τρόικα, είναι οι κοινωνικά εξοντωτικοί και εθνικά ταπεινωτικοί όροι του συμβιβασμού των Βρυξελλών. Στην απόφαση γίνεται ρητά λόγος για “ειδική ομάδα παρακολούθησης” του προϋπολογισμού και των ιδιωτικοποιήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι οι Γερμανοί και οι ελάσσονες εταίροι τους θα έχουν τον τελευταίο λόγο για το τελευταίο σεντ από τις ελληνικές κρατικές δαπάνες και την εκποίηση του εθνικού πλούτου αντί πινακίου φακής. Παράλληλα, γίνεται λόγος για “ρήτρα αυτόματης διόρθωσης” των δημοσιονομικών παρεκκλίσεων που θα προκύπτουν, δηλαδή για νέα μέτρα, όποτε το αποφασίσουν. Αποτελεί αναίσχυντη ψευδολογία η διαβεβαίωση των κυβερνώντων ότι “δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα”, τη στιγμή που ήδη ετοιμάζουν τοπρώτοδυσβάσταχτο πακέτο νέων μέτρων με το εξοντωτικό φορολογικό πακέτο, που καταργεί το αφορολόγητο των 5.000 ευρώ και δίνει τη χαριστική βολή στους μικροϊδιοκτήτες ακινήτων.
Όσο για την περίφημη βιωσιμότητα του χρέους, το μπρα ντε φερ μεταξύ Γερμανίας και Αμερικής έληξε με νίκη της πρώτης. Η Μέρκελ πέτυχε αυτό που ήθελε, ότι δεν θα υπάρξει μερική διαγραφή του χρέους του δημοσίου τομέα μέχρι τις γερμανικές εκλογές- μετά, βλέπουμε. Η σύνοδος των Βρυξελλών επιβεβαίωσε την καταθλιπτική γερμανική ηγεμονία μέσα στην Ε.Ε., διαψεύδοντας όσους φαντασιώνονταν κάποιο “μέτωπο του Νότου”, ενδεχομένως με τη συμμετοχή της Γαλλίας και με υπόρρητη στήριξη της Αμερικής. Η σκληρή αλήθεια αποδεικνύει ότι κάθαρση στην ελληνική τραγωδία μέσα στην ευρωζώνη απλούστατα δεν υπάρχει και ότι οι λαϊκές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να παλέψουν για τη λυτρωτική ανατροπή πρώτα απ' όλα στο εθνικό επίπεδο.
Ακόμα χειρότερα, η Αριστερά δεν μπορεί να προσμένει λύση με τις πλάτες της Αμερικής και του ΔΝΤ, όπως φαίνεται ότι φαντάζονται ορισμένοι εκπρόσωποί της, οι οποίοι μάλιστα υιοθετούν με τη μεγαλύτερη ευκολία συνθήματα τύπου “νέο σχέδιο Μάρσαλ”, που μέχρι χθες θα προκαλούσαν ανατριχίλα σε κάθε αριστερό αγωνιστή. Το κυριότερο, η απολύτως προβλέψιμη εξέλιξη στο Eurogroup διαμηνύει πόσο άγονη είναι η λογική που εναποθέτει τις ελπίδες για μια “αριστερή κυβέρνηση” σε κάποιο “ξαφνικό ατύχημα” των κυρίαρχων κύκλων, που θα φέρει την εξουσία στο πιάτο μας, σαν ώριμο φρούτο. Άλλη μια φορά, δεν υπάρχει αδιέξοδη κατάσταση για το σύστημα, αν ο λαός και οι πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να τον εκφράσουν δεν οδηγήσουν το σύστημα σε αδιέξοδο, με τις μεγάλης κλίμακας αγωνιστικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, που δυστυχώς δεν φαίνονται αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα.

Πηγή: iskra.gr

Η συμφωνία του Eurogroup για το χρέος και τη δόση, του Γιάννη Βαρουφάκη

Όταν οι σώφρονες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις δανειακές τους συμφωνίες κρίνουν αλλαγές σε αυτές τις συμφωνίες στην βάση του αν μακροπρόθεσμα, με αυτές τις αλλαγές, το χρέος τους γίνεται λιγότερο ή περισσότερο δυσβάστακτο. Οι άφρονες θριαμβολογούν όταν καταφέρνουν να αποσπάσουν από τους δανειστές τους κι άλλα μεσοπρόθεσμα δάνεια, ανεξάρτητα από το εάν η βιωσιμότητα του χρέους τους παραμένει στο Ναδίρ.
1. Μείωση των επιτοκίων του Μνημονίου 1 κατά 1%.

2. Αναβολή των αποπληρωμών του κεφαλαίου των δανείων από το Μνημόνιο 2 για 15 χρόνια και των τόκων που προκύπτουν από αυτά τα δάνεια για 10 χρόνια.

3. Απόδοση στο ελληνικό δημόσιο μέρους από τα κέρδη που βγάζει η ΕΚΤ από το γεγονός ότι αγόρασε (την περίοδο 2010-1) ελληνικά ομόλογα κοψοτιμής ενώ τώρα το ελληνικό δημόσιο τα αποπληρώνει στο ακέραιο. Τα κέρδη αυτά η ΕΚΤ τα αποδίδει, έως τώρα, στους εταίρους μας (ανάλογα με την συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ). Αυτό που τώρα συμφωνήθηκε είναι ότι μεγάλο μέρος των κερδών αυτών θα επιστρέψουν στο ελληνικό δημόσιο.

4. Ανακοίνωση της πρόθεσης (όχι όμως κάτι πιο συγκεκριμένο) για επαναγορά χρέους του ελληνικού δημοσίου, χρέους το οποίο εκδόθηκε (υπό την μορφή ομολόγων του αγγλικού δικαίου) μετά το PSI σε υποχρεωτική/εθελοντική αντικατάσταση των παλαιότερων ομολόγων που κουρεύτηκαν.

Ας δούμε τι μπορούμε να περιμένουμε ρεαλιστικά από την κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις:

1. Εφόσον η μείωση των επιτοκίων περάσει από όλα τα κοινοβούλια (βλ. επόμενη πρόταση), το μέτρο αυτό θα μειώσει το δημόσιο χρέος κατά 2 δις ή κατά 1,5% με 2,5% του ΑΕΠ. Λέω «εφόσον» καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η μείωση έχει διαφορετικό αντίκτυπο σε διαφορετικές χώρες. Π.χ. για την Γερμανία που δανείζεται εκ μέρους μας με χαμηλό επιτόκιο, θα μείνει και κάποιο κέρδος (αν τους αποπληρώσουμε στο ακέραιο με το νέο επιτόκιο). Όμως οι άμοιρες Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία (που έχουν εγγυηθεί κι αυτές μέρος των δανείων μας του Μνημονίου 1) θα πρέπει να βάλουν, υπό συνθήκες τραγικές για τις ίδιες, το χέρι στην τσέπη. Θα το κάνουν; Μόνο αν τους το επιβάλουν οι της τρόικα (κάτι που δεν είναι ό,τι καλύτερο για εμάς εφόσον προσβλέπουμε σε μια μελλοντική συμμαχία μαζί τους).

2. Η επιμήκυνση αποπληρωμών χρεών και τόκων του Μνημονίου 2 μειώνουν τις αποπληρωμές μας βραχυπρόθεσμα αυξάνοντας όμως το συνολικό χρέος μακροπρόθεσμα – μετά το «σωτήριον» 2022 που, για κάποιο περίεργο λόγο, βρίσκεται στο επίκεντρο των σχεδίων της τρόικα. Και μάλιστα θα το αυξήσει συντριπτικά.

3. Υπολογίζεται ότι η απόδοση των κερδών της ΕΚΤ στο ελληνικό κράτος θα συνεισφέρει, τα επόμενα χρόνια, περί τα 7 δις. (Σημειωτέον ότι δεν ανακοινώθηκε αν θα επιστραφούν τα κέρδη που βγάζει η ΕΚΤ από το πτωχευμένο ελληνικό δημόσιο τους τελευταίους έξι μήνες.)
Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι το βάρος για την επίτευξη της μείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους (το οποίο του χρόνου θα αγγίξει το 200% του ΑΕΠ) στο 124% του ΑΕΠ έως το 2022 (κάτι που ανακοίνωσαν οι δανειστές μας ως τον συμφωνημένο στόχο) πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην θριαμβευτική επιτυχία της επαναγοράς των νέων (μετά PSI) ομολόγων, καθώς από τις δύο πρώτες αποφάσεις, μιλάμε για μια μείωση του χρέους μας το 2020 της τάξης των 9 δις, σε σύνολο περί των 350 δις. Ψίχουλα δηλαδή...

Διαβάζοντας τα νούμερα της τρόικας βλέπουμε ότι, μέσες-άκρες, το πλάνο της μείωσης του χρέους στο 124% του ΑΕΠ τα επόμενα οκτώ με δέκα χρόνια βασίζεται στην πρόθεση μείωσης του δημόσιου χρέους κατά 40 δις την ώρα που το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 50 δις (ανακτά δηλαδή το κομμάτι που έχασε από την αρχή της Κρίσης). Θέτοντας στην άκρη το υπερασιόδοξο (για να μην πω γελοίο) σκέλος της βούλησης να αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 50 δις (κάτι με το οποίο θα ασχοληθώ σε άλλο άρθρο), είναι δεδομένο ότι οι εταίροι μας υπολογίζουν να σβήσουν χρέος 31 δις μέσω της επαναγοράς του.

Δυστυχώς, οι ηγέτες μας δεν μας είπαν πως θα καταφέρουν έναν τέτοιο Ηράκλειο άθλο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η επαναγορά χρέους συζητείται ως αντιπερισπασμός για να μην αποκαλυφθεί η έλλειψη πολιτικής βούλησης για πραγματική λύση. Το μόνο που ακούσαμε είναι ότι θα προσφέρουν στους ομολογιούχους τιμές όχι μεγαλύτερες από εκείνες που ίσχυαν την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα.

Το ερώτημα βέβαια τίθεται:

Δεδομένου ότι τα ομόλογα αυτά, που εξέδωσε η κυβέρνηση Παπαδήμου-Βενιζέλου στο πλαίσιο του PSI, δεν κουρεύονται, γιατί κάποιος να τα πουλήσει στις τιμές της περασμένης Παρασκευής όταν κάποιος άλλος του δίνει περισσότερα; Ποιος άλλος; Τα hedge funds των οποίων τα σάλια τρέχουν με την ιδέα ότι θα τα αγοράσουν με έκπτωση και μετά, όπως έκαναν με την Αργεντινή πρόσφατα, θα τρέχουν το ελληνικό δημόσιο (ελέως αγγλικού δικαίου – αχ κ. Βενιζέλο!) στα δικαστήρια του Λονδίνου και της Ν. Υόρκης ζητώντας όλα τα κτήρια των πρεσβειών της Ελλάδας ανά τον κόσμο αν δε αποπληρωθουν εκατό τοις εκατό.
Περιληπτικά, το μόνο ουσιαστικό που συμφωνήθηκε είναι η απόδοση των περασμένων δόσεων του Μνημονίου οι οποίες είχαν παρακρατηθεί τους τελευταίους μήνες. Αντίθετα, όλη η υποτιθέμενη συμφωνία για την βιωσιμότητα του χρέους είναι εντελώς στον αέρα. Κι είναι στον αέρα όσο ΕΚΤ και εταίροι αρνούνται να παραδεχθούν ότι όλη η λογική του Μνημονίου (νέα μεγάλα δάνεια σε πτωχευμένες χώρες υπό τον όρο μέτρων που μειώνουν το ΑΕΠ τους) ήταν μια ύβρις που θα κατέληγε, με μαθηματική ακρίβεια, στην νέμεση. Και θα παραμένει στον αέρα όσο η κυβέρνησή μας εξακολουθεί να παραμένει θεατής στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δανειστών μας, πιστή στο Δόγμα Παπακωνσταντίνου: «Την επόμενη δόση να πάρουμε κι έχει ο Θεός».

Τέλος πάντων. Άλλο ένα Eurogroup  ήρθε και πέρασε. Άλλη μια δόση θα εισπραχθεί. Άλλη μια φορά η χώρα θα χωριστεί σε κυβερνητικούς που θριαμβολογούν (θυμίζοντας το δίδυμο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, ιδίως μετά την αντίστοιχη απόφαση επιμήκυνσης μετά μείωσης επιτοκίων τον Μάρτιο του 2011) και των υπόλοιπων που θρηνούμε άλλη μια χαμένη ευκαιρία.
Εύχομαι ότι το γενικευμένο πλέον συναίσθημα, το οποίο έχουν αρχίσει να νιώθουν και οι πιο πιστοί Μνημονιακοί, πως η χώρα (κι όχι μόνο το χρέος της) βρίσκεται σε πορεία αποσύνθεσης λόγω του ενός και μοναδικού στόχου (δηλαδή την εξασφάλιση της επόμενης δόσης ενός τοξικού δανείου), να αποτελέσει την βάση μιας μελλοντικής σύμπνοιας που θα αντικαταστήσει την εκκολαπτόμενη εθνική διχόνοια.
Πηγή: protagon.gr

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ο Καπιταλισμός χτυπάει πάντα δυο φορές

Της Άννας ΧατζησοφιάΚαι ξαφνικά ανακαλύψαμε τους Τσαλακωμένους. Τους ανθρώπους που περιμένουν στην ουρά για το επίδομα του ΟΑΕΔ, που πηγαίνουν λαϊκή όταν φεύγουν οι παραγωγοί, λίγο πριν περάσει η σκουπιδιάρα και μαζεύουν αυτά που περιφρόνησαν οι (ακόμα) νοικοκυραίοι. Τους ανθρώπους που φορούν παλτό μέσα στο σπίτι, τυχεροί, για όσους δεν έχουν ούτε παλτό ούτε σπίτι. Τους σκυφτούς, τους αγέλαστους, ή μπορεί και όχι αγέλαστους μπορεί και να ξεκαρδίζονται με το σκυλί που κυνηγάει μάταια την ουρά του, γιατί όπως έλεγε κι ένα παλιό άσμα, που τραγουδούσε η Κάτια Γέρου αιώνες πριν, «τόσα χρόνια μαύρα χρόνια ζωή και σ αγαπώ ακόμα».
Τους ανθρώπους που ζουν πίσω από κλειστά παραθυρόφυλλα, στα σκοτεινά, χωρίς φως, γιατί το συνδέσαν μιά, το συνδέσαν δυό, τους πήρε πρέφα η ΔΕΗ και το έκοψε απ την κολώνα. Τους απολυμένους, αυτούς που το γαμημένο trendy καφέ που δούλευαν έκλεισε και πάει, τους πρώην τριεψιλίτες, όχι της φασιστικής προπολεμικής συμμορίας, της άλλης της επιχειρηματικής. Τους ανθρώπους που τρέμουν κάθε πρωί στο χτύπημα του κουδουνιού της πόρτας, όχι μην είναι ο ασφαλίτης, όχι ευτυχώς (ακόμα) αλλά ο ταχυδρόμος που φέρνει τον λογαριασμό της ΔΕΗ και το επόμενο ραβασάκι της εφορίας. 
Τους ανθρώπους που ζουν κάτω από το καθεστώς της βίας των απλήρωτων λογαριασμών, τους ανθρώπους που αγωνιούν αν θα ανακοινωθεί το όνομα τους στην επόμενη καταμέτρηση, τους ανθρώπους που κοιτούν με τσαλακωμένο βλέμμα τον ουρανό αν θα βρέξει, όχι για να πάρουν ομπρέλα πηγαίνοντας στην δουλειά που δεν έχουν, προσπαθώντας να μαντέψουν πόσο θα πέσει η θερμοκρασία στην πόλη. 
Λέω τους ανακαλύψαμε, γιατί οι Τσαλακωμένοι υπήρχαν πάντα στις σκοτεινές παρυφές της πόλης. Ήταν το σύμπτωμα μιας «ασθένειας» που η -ανθούσα είναι αλήθεια τότε- μεσαία τάξη, στην οποία ανήκουμε-ανήκαμε, οι περισσότεροι, θεωρούσε ότι δεν θα την προσβάλλει ποτέ. Το όνομα της «αρρώστιας» αυτής η -ανθούσα είναι αλήθεια τότε- μεσαία τάξη, δεν το πρόφερε καν. Όχι για να το ξορκίσει, όπως λέμε «επάρατη νόσο» τον καρκίνο και άλλα τέτοια δεισιδαίμονα, που χαρακτηρίζουν αυτήν την μεσαία τάξη, στην οποία ανήκουμε-ανήκαμε οι περισσότεροι, αλλά γιατί θεωρούσε ότι έχει εκλείψει. 
Οι πιο υποψιασμένοι ήξεραν ότι δεν έχει εξαφανιστεί από Δυτικού προσώπου γης, αλλά εφησύχαζαν ότι τέθηκε υπό έλεγχο και πως θεραπεύονταν με μερικές αντιβιοτικές παροχές. Όμως στη φύση αυτής της «ασθένειας» είναι η τρομερή ανθεκτικότητα, η διαρκής μετεξέλιξη, και η επιστροφή της με ποιο επιθετική μεταστατική μορφή, που κατασπαράσσει τα πάντα στο πέρασμα της.
Έτσι ο καπιταλισμός –ουπς είπα το όνομα της «νόσου» και πρέπει να χτυπήσω ξύλο η γράφουσα-μπήκε στα μεσαία σπίτια και πρόσβαλε τους κατοίκους σε μη αναστρέψιμο στάδιο. Και γέμισε η πόλη από πλήθος νέους Τσαλακωμένους. Εμάς. 
Αυτή η «νόσος» έχει φορείς. Η μεσαία τάξη στην οποία ανήκουμε-ανήκαμε οι περισσότεροι, χρησιμοποιεί πολλούς ευφημισμούς για να τους χαρακτηρίσει. Jet setters, Κοσμοπολίτες, Golden boys, Βούπουρες. Αν δε κατατασσόμαστε στους θιασώτες των θεωριών συνομωσίας, -αυτούς που πιστεύουν ότι ο Τζων Λένον ζει αλλά ο Πωλ Μακ Κάρντεϋ πέθανε- τους αποκαλούμε λέσχη Μπίλντεμπεργκ, Όπους Ντέϊ, Ροδόσταυρους, και πιστεύουμε ότι έχουν κρυφές ατζέντες κυριαρχίας του πλανήτη. 
Όλα αυτά για να μην τους αποκαλέσουμε με το πραγματικό τους όνομα που είναι κακόηχο και γρουσούζικο (και για τους πιο σοσιαλδημοκράτες εξ ημών των μεσαιοταξιτών, ολίγον μπανάλ και μίζερο) Καπιταλίστες. Συχνά κόβουμε το Κάπι και τους αποκαλούμε χαϊδευτικά Λίστες. Οι φορείς δεν νοσούν, σπανίως και μόνο από απροσεξία. Οι φορείς δεν αναπαράγονται παρά μόνο μεταξύ τους, για αυτό και παραμένουν η συντριπτική μειοψηφία του πλανήτη. Τρέφονται με προλετάριους και άλλα είδη χαμηλά στη τροφική κλίμακα και όταν τους εξαντλήσουν στρέφονται στην μεσαία τάξη. Αν τραφούν από σένα, δεν θα μεταμορφωθείς σε Λίστα, αυτό είναι αστικός μύθος που μπερδεύει τους Λίστες με τα βαμπίρ, απλά θα νοσήσεις και θα μεταβληθείς σε Τσαλακωμένο. Διατηρούν στρατιές υπηρετών, κατά προτίμηση από τον λεγόμενο χώρο του εποικοδομήματος, έχουν μια αδυναμία σε λόγιους, δικαστές, ιερείς και παπαγάλους. Έχουν bodyguard έμμισθους, και άλλους υποχρεωτικής θητείας. Ζουν σε πολυτελείς πύργους η λοφτ και είναι θνητοί. 
Τα συμπτώματα της νόσου είναι σταδιακή φτώχεια, τάσεις απόγνωσης που συχνά οδηγούν στην αυτοκτονία και αίσθημα αδικίας. Οι Λίστες συχνά χρησιμοποιούν για να σε παρασύρουν στη σαγήνη τους nick names, τελευταία αρέσκονται στο όνομα Αγορές. Το να μεταβληθείς σε Τσαλακωμένο είναι ελαφριά μορφή της ασθένειας, έχει και χειρότερα, ρώτα τον παππού σου, ή ρίξε μια ματιά κατά Μέση Ανατολή μεριά. 
Ένας μόνος τρόπος θεραπείας υπάρχει. Η εξάλειψη της νόσου. Ναι, υπάρχει περίπτωση να περάσει κοντά σου και να μην νοσήσεις. Σπάνια, αλλά υπάρχει. Αλλά μην χαλαρώνεις, θα επιστρέψει. Ο Καπιταλισμός χτυπάει πάντα δυο φορές. Τουλάχιστον! 

 www.rednotebook.gr

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Η θέσμιση της εργασίας μέσα στην σύγχρονη κοινωνία και οι προοπτικές μιας ριζικής κριτικής της

του Δημήτρη Μαρκόπουλου
 Το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη δε φαίνεται να ακούει πια στο όνομα κάποιου επαναστατικού προτάγματος αλλά στον κίνδυνο μετάβασης των δυτικών κοινωνιών προς μια κατάσταση αυταρχικής λιτότητας και γενικευμένης ανεργίας. Ο μακρύς κατάλογος των πολιτικών αλλαγών και των σκληρότατων οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα φάνταζε ως ανέκδοτο πρώτης τάξης σε εποχές μαζικών και μαχητικών κινημάτων, όπως αυτά αναπτύχθηκαν κατά τον 20ό αιώνα ή παλιότερα. Όμως σήμερα, η εξαφάνιση των εναλλακτικών συλλογικών προταγμάτων και η ιδιότυπη αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού στο δυτικό κόσμο έχει δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό υπόστρωμα στο οποίο εγγράφονται οι σύγχρονες εξελίξεις. Στις νέες συνθήκες καθίσταται ανεπαρκής η εξήγηση των όσων συμβαίνουν απλά σαν μια ήττα στο πεδίο του ανταγωνισμού μεταξύ κοινωνίας και κράτους ή εργασίας και κεφαλαίου, αφού το ζήτημα είναι από πολλές πλευρές βαθύτερο και συνολικότερο.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον πολύπλευρο μετασχηματισμό των δυτικών κοινωνιών; Οι κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές αποτελούν απλή όξυνση των αναπαραγόμενων (εντός του καπιταλισμού) τάσεων ή εκφράζουν και κάτι καινούριο ανθρωπολογικά; Από τι χαρακτηρίζεται η νέα κοινωνική θέσμιση που αποκρυσταλλώνεται σιγά σιγά; Οι σημερινές εξελίξεις εντάσσονται στις καθιερωμένες, ήδη από τον 19ο αιώνα, εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού ή αποτελούν έκφανση κάποιων νέων νοημάτων που ολοένα και πιο πολύ κυριαρχούν στον κόσμο σήμερα;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσω της ανάλυσης και της κατανόησης του σύγχρονου φαντασιακού των δυτικών κοινωνιών. Είναι ανεπαρκές να περιοριζόμαστε σε μια επιφανειακή ανάγνωση των αλλαγών ως μια (νεοφιλελεύθερης έμπνευσης) υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου ή μια μισθολογική επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι, κάτι που άλλωστε δεν είναι ιστορικά πρωτόγνωρο. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι να αναλύσουμε πώς μια κοινωνία μαζικής κατανάλωσης μπαίνει σε μια φάση νέας θέσμισης, με οδηγό την αυταρχικά επιβαλλόμενη λιτότητα, και τι επίδραση έχει η εν λόγω αντίφαση στο περιεχόμενο αυτής της θέσμισης.
Ο βίαιος μετασχηματισμός των εργασιακών σχέσεων
Οι ολιγαρχίες που ασκούν την εξουσία στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, έχοντας χτυπήσει το κούφιο κεφάλι τους στον τοίχο της οικονομικής φούσκας και των αδιεξόδων της, μετασχηματίζουν με πρωτοφανή τρόπο και αγριότητα την πολιτική τους, αδιαφορώντας για την κοινωνική συναίνεση και ακυρώνοντας κάθε κοινωνικό συμβόλαιο με το εκλογικό τους σώμα. Πρόκειται για μια κατάσταση που ξεπερνά κατά πολύ μια περίοδο κρίσης και αβεβαιότητας, κατά την οποία η ανάπτυξη και οι μισθοί παγώνουν ή υποχωρούν μέχρι να ξαναβρεθεί μια πιο ευσταθής ισορροπία. Βιώνουμε σίγουρα κάτι βαθύτερο, μια μεταβατική ιστορική φάση όπου οι μεταρρυθμίσεις μεταλλάσσουν βαθιά πολλές πτυχές των πολιτικών και των εργασιακών θεσμών.
Τα γεγονότα των τελευταίων δύο ετών στην Ελλάδα συμπυκνώνουν με αποκαλυπτικό τρόπο όλες αυτές τις τάσεις. Η πρώτη φάση των μνημονίων, που χαρακτηρίστηκε από τα σπασμωδικά και άδικα μέτρα των οριζόντιων περικοπών στα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων και τη φορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, έχει δώσει τη θέση της στη δρομολόγηση μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης της κοινωνίας. Με την -πρωτοφανή στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία- υφεσιακή πολιτική, η ανεργία γιγαντώνεται, οξύνοντας το πρόβλημα της κάλυψης βασικών αναγκών για πολλούς ανθρώπους. Τα δεκάδες χιλιάδες λουκέτα των μικρών επιχειρήσεων αλλοιώνουν το μέχρι τώρα εργασιακό τοπίο προωθώντας την εξάπλωση της μισθωτής εργασίας για τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Παράλληλα, μια σειρά σκληρών μέτρων αποδιοργανώνουν πλήρως το εργασιακό τοπίο. Οι κατώτατοι μισθοί και τα επιδόματα ανεργίας μειώνονται μέσα σε ένα βράδυ σε πραγματικά εξευτελιστικά επίπεδα. Με νόμους χτυπιούνται ή καταργούνται βασικά εργασιακά δικαιώματα, όπως η μετενέργεια στις συλλογικές συμβάσεις, οι κανονισμοί διαιτησίας, ορισμένα βασικά επιδόματα, η ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων, η προστασία από τις μαζικές απολύσεις και η καταβολή αποζημιώσεων. Το εργατικό δίκαιο «εμπλουτίζεται» με διατάξεις που νομιμοποιούν και μονιμοποιούν την ελαστική εργασία, την ενοικίαση εργαζομένων, την κακοπληρωμένη υπερωρία, την επέκταση της εργασίας για τις Κυριακές, τη μονομερή (από τα αφεντικά) μετατροπή των συμβάσεων σε εκ περιτροπής εργασία, την προστασία των επιχειρηματιών μέσω της ειδικής μεταχείρισης των «υπό πτώχευση» εταιρειών.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι τεράστιες περικοπές των δημοσίων δαπανών, που γκρεμίζουν και απογυμνώνουν υλικά και θεσμικά όλο το οικοδόμημα του -έστω και ελλιπούς στη χώρα μας- κοινωνικού κράτους. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο σχολείων, νοσοκομείων και υπηρεσιών ψυχικής υγείας ούτε η ραγδαία υποβάθμιση των υπηρεσιών συνταξιοδότησης και προστασίας των ανέργων. Η διάλυση των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας δημιουργεί ένα νέο τοπίο στις κοινωνικές σχέσεις υπονομεύοντας πλήρως κάθε έννοια αλληλεγγύης και συλλογικής διαχείρισης των αδύναμων και χρηζόντων βοήθειας μελών της κοινωνίας. Όπως η απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων προκαλεί ένα κατακερματισμό στις συνθήκες εργασίας και προωθεί το μοντέλο του μοναχικού και ελαστικοποιημένου εργαζομένου, με παρόμοιο τρόπο η αποσάρθρωση των κοινωνικών παροχών ωθεί τους ανθρώπους να ψάχνουν μέσω ατομικών λύσεων να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον και να απαξιώνουν εκ των πραγμάτων κάθε συλλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οι θεσμοί αδυνατούν πλέον να προσφέρουν ελπίδα και εμπιστοσύνη όσον αφορά στην αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και στο αίσθημα του συνανήκειν σε μια κοινότητα ουσιωδών δεσμών. Όπως λέει ο Ζ. Μπάουμαν «…τώρα επαφίεται στα άτομα να αναζητήσουν, να βρουν και να ασκήσουν ατομικές λύσεις σε κοινωνικά παραγόμενα προβλήματα. Επιπλέον, όλες αυτές οι λύσεις γίνεται προσπάθεια να εφευρεθούν μέσω ατομικών μοναχικών δράσεων, ενώ τόσο τα εργαλεία με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα άτομα, όσο και οι πόροι που διαθέτουν είναι σκανδαλωδώς ανεπαρκή γι΄ αυτόν τον σκοπό» . Φαίνεται, δηλαδή, ότι οδηγούμαστε στην εγκαθίδρυση ενός νέου κοινωνικού μοντέλου όσον αφορά στον τρόπο επιβίωσης και ευημερίας, σύμφωνα με το οποίο η διαχείριση των ανθρώπινων αναγκών δε θα στηρίζεται τόσο σε συλλογικές κοινωνικές διαδικασίες (πρόνοια, δημόσιες παροχές υγείας και παιδείας, δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα κ.λπ.), αλλά περισσότερο στα -λιγότερο ή περισσότερο- συμπιεσμένα εισοδήματα.
Δυστυχώς, οι ισχυροί και αποτελεσματικοί συλλογικοί αγώνες δεν αποτελούν μέρος της αντίδρασης των ανθρώπων σε όλα τα παραπάνω. Η εικόνα των τελευταίων μηνών αποκαλύπτει την πλήρη παράδοση των εργαζομένων στους εργοδοτικούς εκβιασμούς, την αποδοχή ατομικών ή επιχειρησιακών συμβάσεων με μεγάλες μειώσεις μισθών και την αμηχανία μπροστά στη γενικευμένη εφαρμογή μονομερώς της εκ περιτροπής εργασίας. Η αποκαλυπτική εικόνα εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων που δουλεύουν ανασφάλιστοι ή απλήρωτοι για πολλούς μήνες συνοδεύεται από τις κατακερματισμένες, και άφαντες από τη δημόσια ζωή, φιγούρες των απολυμένων και των ανέργων . Στη σημερινή περίοδο ο πολλαπλασιασμός των υποαπασχολούμενων και των ανέργων εσωτερικεύεται από τους ίδιους περισσότερο ως άθροισμα ατομικών ιστοριών παρά ως κοινωνικό φαινόμενο, που θα απαιτούσε μια συλλογική λύση. Έτσι, δεν εκδηλώνονται παρά λίγες -ελάχιστες σε σχέση με το μέγεθος και την όξυνση του προβλήματος- προσπάθειες αυτενέργειας, είτε αυτές θα μπορούσε να ήταν καταλήψεις εργασιακών χώρων είτε προσπάθειες αυτοδιαχείρισης είτε δημιουργίας νέων εργασιακών χώρων με όρους κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας. Οι αξιόλογες κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση μέσω συνεταιριστικών (και με οριζόντια δομή) επιχειρήσεων και προσπαθειών δημιουργίας δικτύων αλληλεγγύης και δομών αλληλοβοήθειας πραγματοποιούνται κυρίως από συλλογικότητες και άτομα ήδη πολιτικοποιημένα. Προς το παρόν οι ιδέες αυτές δεν έχουν αγκαλιαστεί από μια μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων έτσι ώστε να αποκτήσει η όλη προσπάθεια ένα κινηματικό χαρακτήρα και να λειτουργήσει ως έμπνευση για μια εναλλακτική διέξοδο από την κρίση. Αντί της διάδοσης ενός τέτοιου ρεύματος, παρατηρούμε μάλλον την εξάπλωση της απόγνωσης και την εσωτερίκευση των αδιεξόδων, η οποία οδηγεί τους ανθρώπους σε ατομικές ή οικογενειακές λύσεις για την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών ή ακόμα και στην ακραία επιλογή της μετανάστευσης.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Αφενός γιατί η εφαρμογή των αντεργατικών νομοθεσιών επιταχύνεται από την παθητικότητα των ίδιων των εργαζομένων. Αφετέρου επειδή οι σημερινές εξελίξεις δείχνουν μια τάση εδραίωσης και θεσμοποίησης μια νέας αντίληψης γύρω από το αντικείμενο της εργασίας και του νοήματος που προσφέρει, αντίληψη που κατά κάποιον τρόπο είναι συνυφασμένη με τον ανθρωπολογικό τύπο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Έχει σημασία να έχουμε στο νου μας ότι όσο κι αν προωθείται επιτακτικά μια ακραία αλλά και -από μια πλευρά- σπασμωδική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αλλαγών δεν αντανακλούν απλά τις διαδικασίες ενός κοινωνικού ανταγωνισμού, οι οποίες μπορούν και επιβάλλουν τις νέες υλικές συνθήκες. Αποτελούν επιπλέον έκφανση δομικών μετασχηματισμών της θέσμισης της ίδιας της εργασίας, καθώς και των γενικότερων πολιτιστικών αλλαγών που προωθήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ασφαλώς, πολλές από τις βασικές όψεις της ανθρώπινης κουλτούρας που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις, έχουν αλλοιωθεί υπό το βάρος της κοινωνίας της υλικής ευημερίας και του κομφορμισμού, που ακολούθησε την υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Επομένως, για να μπορέσουμε να αναλύσουμε τον κατακερματισμό και την αυτο-περιθωριοποίηση των ανέργων, την τόσο εξατομικευμένη αντίληψη για το ρόλο τους ως μελλοντικά εργαζομένων, την αποδοχή της γενικευμένης επισφάλειας ή τέλος το κύμα παραίτησης και αυτοκτονιών, θα πρέπει να τα εξετάσουμε όλα αυτά υπό το πρίσμα της γενικότερης ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας της κατανάλωσης.
Από την ηθική της εργασίας στην κοινωνία της κατανάλωσης
Εάν από τη μια δεχόμαστε ότι ο κόσμος μας κυριαρχείται εδώ και πολύ καιρό από το καπιταλιστικό φαντασιακό και την κοινωνική θέσμιση που αυτό παράγει, από την άλλη δεν μπορούμε να μην παρατηρούμε τις αλλαγές και τις μεταλλάξεις οι οποίες μεταμορφώνουν την ίδια αυτή τη θέσμιση στη σύγχρονη εποχή. Δεν πρόκειται απλά για αλλαγές στη δομή των κοινωνικών και οικονομικών θεσμών ή στις εργασιακές σχέσεις, αλλά και για έναν βαθύτερο μετασχηματισμό των αστικών πολιτιστικών αξιών και του ανθρωπολογικού τύπου που αυτές αναπαράγουν. Εδώ και αρκετές δεκαετίες η γραφειοκρατικοποίηση των δυτικών κοινωνιών δε νομιμοποιείται σε φαντασιακό επίπεδο μόνο μέσω της στρατιωτικοποιημένης βιομηχανικής πειθάρχησης, της ετεροχρονισμένης ικανοποίησης και της ηθικής της εργασίας. Ο σύγχρονος καπιταλισμός επεδίωξε και κατάφερε να φετιχοποιήσει τη μαζική κατανάλωση και να προωθήσει την κυριάρχηση της καθημερινής ζωής από τη σφαίρα του οικονομικού. Παράλληλα, πατώντας σε ορισμένα στοιχεία της κριτικής των κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’60 και του ’70, οδηγήθηκε στη δημιουργία νέων αξιών και προτύπων, όπως το ξεπέρασμα κάθε είδους περιορισμού, η άκρατη ανευθυνότητα, η επιφανειακή επιθυμία για απολαύσεις, η κατανάλωση ως τρόπος ζωής.
Παρόμοιοι μετασχηματισμοί συνέβησαν και στην Ελλάδα, ειδικά από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Η υιοθέτηση αυτής της νέας μαζικής κουλτούρας καθιστά δευτερεύον το γεγονός ότι ιστορικά το αστικό στοιχείο διαπέρασε την κοινωνία μας με μια επιφανειακότητα και πολλές ιδιοτυπίες ή στρεβλώσεις. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι η καταναλωτική κοινωνία στην οποία που ζούμε (ή τουλάχιστον στην οποία ζήσαμε για 2-3 δεκαετίες) προκάλεσε μια τεράστιου βαθμού διάβρωση των μέχρι πρότινος αυθεντικών αρχών κοινωνικοποίησης και εμπέδωσε έναν κομφορμιστικό τρόπο ζωής και μια αδιαφορία για τα κοινά.
Για το μεταμοντέρνο άτομο, ορισμένες βασικές πτυχές της συλλογικής ζωής, που στο παρελθόν αποτελούσαν το πρωταρχικό επίπεδο κοινωνικοποίησης, υποβαθμίζονται και αντικαθίστανται από μια πιο «προσωποποιημένη» αντίληψη για την κοινωνική ένταξη και καταξίωση. Οι στέρεες κοινωνικές σχέσεις δίνουν τη θέση τους στη ρευστότητα και την προσωρινότητα. Οι ίδιοι οι θεσμοί μοιάζουν να απογυμνώνονται από ένα σταθερό και μεστό νόημα και να στερούνται κάθε έννοια χρονικότητας. Οι άνθρωποι αρκούνται να ζουν απλά το παρόν, να μη δεσμεύονται από κανενός είδους αφήγηση για το παρελθόν ή για το μέλλον και να προσκολλώνται όλο και περισσότερο στην αναζήτηση της άμεσης ικανοποίησης των προσωπικών τους επιθυμιών. Ο αναστοχασμός αντικαθίσταται από το φευγαλέο και το εφήμερο, το αίσθημα του ανήκειν από το συναίσθημα του επιλέγειν και η ηθική από την αισθητική. Η δημόσια σφαίρα εξαφανίζεται και η ενασχόληση με τα κοινά καθίσταται πολυτέλεια. Να πώς το περιεχόμενο και η ουσία της πολιτικής κατακρημνίζεται και φτάνει να εξισώνεται με την επιλογή «πολιτικών εμπορευμάτων».
Η εργασία υπό την κουλτούρα της κατανάλωσης
Αντί να σκεφτόμαστε την κατανάλωση ως αντίθετο της εργασίας, λες και οι δύο αυτές δραστηριότητες απαιτούν τελείως διαφορετικές νοητικές και συναισθηματικές ιδιότητες, πρέπει να τις δούμε ως δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας…Ο καταναλωτισμός είναι μόνον η άλλη όψη της υποβάθμισης της εργασίας -η εξάλειψη του παιγνιώδους στοιχείου και της δεξιοτεχνίας από τη διαδικασία της παραγωγής.
Κρίστοφερ Λας
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν υποστηρίζει ότι έχουμε εδώ και καιρό περάσει από την κοινωνία των παραγωγών σε αυτήν των καταναλωτών . Θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε αυτό το σκεπτικό λέγοντας ότι: αν κάποτε το κυρίαρχο φαντασιακό επέβαλε την «απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» , οι συνθήκες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προώθησαν το μοτίβο της «απεριόριστης ανάπτυξης των καταναλωτικών δυνατοτήτων». Αυτός ο μετασχηματισμός, που εξυπηρετήθηκε εκπληκτικά από την εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας, τη διαφημιστική βιομηχανία και την αντίστοιχη προσαρμογή των εκπαιδευτικών θεσμών, έχει τεράστιας σημασίας συνέπειες για την εργασιακή ζωή των ανθρώπων.
Μπορεί μια τέτοιου είδους συζήτηση να ξεκινά από τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τις διαφημίσεις, το νέο μάνατζμεντ, τις εταιρίες υπηρεσιών ή προώθησης του σύγχρονου life style κ.λπ., ωστόσο θα δούμε ότι ορισμένα από αυτά τα στοιχεία αλλοτρίωσης καθίστανται κυρίαρχα -με μια νέα σημασία τώρα- σε ολοένα και περισσότερα κομμάτια της κοινωνίας. Κατ’ αρχάς, το ίδιο το παραγωγικό προϊόν εξυπηρετεί σήμερα κυρίως τις βραχυπρόθεσμες ορέξεις ενός αδηφάγου καταναλωτικού κοινού. Είτε πρόκειται για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας (gadgets) είτε για παροχή υπηρεσιών, η παραγωγική διαδικασία σέρνεται πίσω από την ουρά των συνεχώς -και με (εκ)πληκτική ταχύτητα- κατασκευαζόμενων επιθυμιών. Σήμερα, έχουμε ξεπεράσει την καθιερωμένη στον καπιταλισμό ξένωση των ανθρώπων που προκύπτει από τις μεθόδους εργασίας και τον έλεγχο της παραγωγής. Πλέον και το ίδιο το περιεχόμενο και το αντικείμενο της παραγωγής πολλές φορές αποσυντίθεται. Στους τομείς της τεχνολογίας αιχμής και της καινοτομίας, μια επιχείρηση μπορεί πλέον να μην ορίζεται από το τι παράγει αλλά από το ποιον τομέα αναγκών ή επιθυμιών επέλεξε να καλύψει με τις «υπηρεσίες» της. Δε μετράει πια το τι προσφέρει αλλά το να μπορεί να ανταποκρίνεται στις νέες επιθυμίες όταν αυτές γεννιούνται ή προπαγανδίζονται. Σε αυτό το περιβάλλον, ένας εργαζόμενος ξεκινά πολλές φορές να εργάζεται κάπου χωρίς να μπορεί να ελέγξει τι θα κάνει μετά από λίγο καιρό ή να φανταστεί την εξέλιξή του σε ένα εργασιακό περιβάλλον. Έτσι, δύσκολα μπορεί να αφοσιωθεί στη «τέχνη του επαγγέλματος» ή να αποκτήσει ένα δεσμό με αυτό που κάνει. Αντί αυτού, του ζητείται να είναι προσαρμόσιμος στα νέα δεδομένα και να είναι σε θέση να αφομοιώνει συνεχώς νέες δεξιότητες. Η έννοια της μαστοριάς, της ομαδικότητας, της συναδελφικότητας, καθώς και η υπόσχεση για μια εργασιακή ταυτότητα υποχωρούν μπροστά στην κουλτούρα της «ευελιξίας» .
Οι συνθήκες που επιβάλλει η ικανοποίηση των αναλώσιμων ανθρώπινων επιθυμιών διαμορφώνουν και την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το σύγχρονο εταιρικό περιβάλλον του «βραχυπρόθεσμου κέρδους» επιβάλλει μια αντίστοιχη βραχυπρόθεσμη χρήση των αγαθών και των υπηρεσιών. Μια ανούσια τεχνολογική -ή ακόμα και αισθητική- λεπτομέρεια θα διαφημιστεί επιτυχώς ως η επιθυμητή καινοτομία ενώ τα προϊόντα κατασκευάζονται με τρόπο που να φθείρονται γρήγορα, ώστε να ανακυκλώνεται η παραγωγή. Πλέον η παραγωγική διαδικασία δε χρειάζεται επιμελή εργατικά χέρια να δουλέψουν με μεράκι αλλά πιο πολύ μια εφευρετική και πετυχημένη διαφημιστική προβολή για τα τυποποιημένα προϊόντα που κατασκευάζονται μέσω της αυτοματοποιημένης τεχνολογίας. Γι’ αυτό και η κατασκευαστική προχειρότητα και η τυποποίηση δεν προσφέρουν παρά «σκουπίδια» και αυξανόμενη ανεργία.
Παράλληλα, με την υποχώρηση της ηθικής της εργασίας και την επικράτηση των γρήγορων ρυθμών ζωής και της λατρείας του εφήμερου, οι άνθρωποι χάνουν το δεσμό με το αντικείμενο εργασίας τους ως μια συλλογική διαδικασία. Η εργασία παύει σιγά σιγά να προσφέρει το λεγόμενο κοινωνικό κύρος ως αναγνώριση της μαστοριάς και ανάδειξη της δημιουργικότητας -ακόμα και μέσα στα πλαίσια της γραφειοκρατικής πυραμίδας των επιχειρήσεων- και λειτουργεί περισσότερο ως μέσο για την απόκτηση μιας μισθολογικής αμοιβής που θα προσφέρει τη δυνατότητα κατανάλωσης. Η έννοια της καριέρας υποβαθμίζεται σε μια διαδικασία υπερνίκησης του άγχους της ανεργίας και εξασφάλισης μιας σχετικά ασφαλούς απασχολησιμότητας.
Η «απο-κοινωνικοποίηση» του εργασιακού βίου
Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση όλων αυτών είναι ότι η εργασία ολοένα και δυσκολεύεται να λειτουργήσει ως θεσμός μιας συνεκτικής κοινωνικοποίησης μεταξύ των συναδέλφων. Οι χώροι δουλειάς αδυνατούν να υλοποιήσουν την υπόσχεση μιας κοινωνικής ένταξης σε ένα σταθερό σύνολο. Οι άνθρωποι εισέρχονται σε -και εξέρχονται από- ένα εργασιακό περιβάλλον με επιφανειακό τρόπο, περιοριζόμενοι σε μια προσωπική τους υλική και ψυχική εξασφάλιση, χωρίς να δημιουργούν σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Ακόμα και στις μικρομεσαίες ή πιο πολυπληθείς επιχειρήσεις, όπου η ύπαρξη διαχωρισμένων ρόλων των μισθωτών και των διευθυντών σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράγοντας για την ανάδυση μια κοινής ταυτότητας ή μιας πολιτικής συνείδησης, δε δημιουργείται στις περισσότερες περιπτώσεις καμία ατμόσφαιρα συλλογικότητας ούτε αναπτύσσεται κάποια κοινή στάση απέναντι στα προβλήματα που εμφανίζονται. Και το σημαντικότερο: από τη στιγμή που η εργασία θεσμίζεται και αξιολογείται σύμφωνα, όχι με τα προσόντα, τη μαστοριά ή την γνωσιακό επίπεδο, αλλά με την κινητικότητα και την εκμάθηση δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι δε διαθέτουν πια κάτι σταθερό να πουλήσουν ως εργασιακή δύναμη και να διαπραγματευτούν τις συνθήκες στις οποίες θα δουλεύουν.
Έκφανση αυτής της ανθρωπολογικής αδυναμίας να κοινωνικοποιηθούν θετικά οι εργαζόμενοι, αποτελεί και η συντριπτική -αλλά ομιχλώδης ιδεολογικά- κριτική στις παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γιατί, μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχει αναδυθεί εδώ στην Ελλάδα μια σωστή πολιτική κριτική από τα κάτω στη γραφειοκρατία και να έχουν δημιουργηθεί πρωτοβάθμια σωματεία και αντίστοιχες οριζόντιες συλλογικότητες που κάνουν σημαντική δουλειά, ωστόσο για ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων η απόρριψη των συνδικαλιστικών ενώσεων δε στηρίζεται σε κάποια δημοκρατικού περιεχομένου πολιτικά επιχειρήματα, αλλά περισσότερο συμβαδίζει με τη γενικότερη απαξίωση -είτε αυτή εκδηλώνεται ρητά είτε όχι- κάθε έννοιας συλλογικότητας και με την υποχώρηση της ανάγκης να ασχολούνται καθημερινά με τα κοινά.
Γι’ αυτό και σήμερα η αφήγηση της καθημερινής ζωής αντιστοιχεί πιο πολύ σε ένα άθροισμα και μια συλλογή ατομικών εμπειριών. Υπό αυτήν την έννοια, η εικόνα από τους χώρους δουλειάς αποκτά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν πιο πολύ σε χώρους μαζικής κατανάλωσης (όπως π.χ. τα εμπορικά κέντρα και τα ψώνια του ανώνυμου πλήθους), όχι μόνο όσον αφορά στους πελάτες αλλά και στο προσωπικό που εργάζεται σε αυτούς. Επόμενο είναι ότι στις νέες αυταρχικές συνθήκες, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις επιθέσεις των κυβερνήσεων και των εργοδοτών περισσότερο ως μισθολογική απώλεια και προσωπική δυστυχία, παρά ως ένα συνολικότερο δομικό μετασχηματισμό των δικαιωμάτων τους και των εργασιακών σχέσεων. Νιώθουν εύθραυστοι και απροστάτευτοι, αδυνατώντας να προτάξουν μια σοβαρή συλλογική αντίσταση. Αντί να σκεφτούν και να δράσουν συλλογικά, εσωτερικεύουν τα αδιέξοδα αναπαράγοντας την απόγνωση και την ανασφάλεια. Πράγματι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δε συναντάμε ούτε τα στοιχειώδη αντανακλαστικά για τη δημιουργία ενός συλλογικού αγώνα που θα προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα την καταβολή των δεδουλευμένων ή την εξασφάλιση της πλήρους (και με ασφάλιση) απασχόλησης. Στην καλύτερη περίπτωση θα βρούμε πραγματικά αγωνιστικές διαθέσεις μόνο κατά την ύστατη στιγμή των μαζικών απολύσεων ή του κλεισίματος μιας εταιρίας, όταν δηλαδή το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί.
Το νέο εργασιακό τοπίο ως νέο κοινωνικό μοντέλο
Όπως είπαμε και παραπάνω, ο σημερινός τεχνοκρατισμός, επωφελούμενος της απουσίας δυνατών πολιτικών κινημάτων, προωθεί και αναπαράγει μια νέα κοινωνική αντίφαση όπου ο καταναλωτισμός και η προπαγάνδιση ενός μοντέλου αχαλίνωτου και χωρίς όρια τρόπου ζωής πρέπει να συνδυαστεί με έναν επιβαλλόμενο περιορισμό των υλικών ανέσεων και μια αυταρχική λιτότητα. Αν προσθέσουμε και την πρωτόγνωρη -για την πρόσφατη ιστορία- μαζική ανεργία, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε μια συνέχιση αυτής της μεταβατικής περιόδου δίχως την εμφάνιση σοβαρών κοινωνικών εκρήξεων ή κάποιου νέου τύπου λύσεων. Αυτό που, προς το παρόν, μπορούμε να διακρίνουμε (και να προσπαθήσουμε να το αξιολογήσουμε) είναι μια σύμπλευση ορισμένων κοινωνικών μεταβολών με τις ανθρωπολογικές μεταβολές που περιγράψαμε παραπάνω.
Η γενικευμένη κατάρρευση της εργασιακής σταθερότητας και η απαξίωση ή η απονομιμοποίηση των συλλογικών συμβάσεων δεν πρέπει να θεωρηθεί απλά ως εργαλείο για τη μείωση των μισθών. Αποτελεί τη συνέχεια μιας σειράς αλλαγών που έχουν ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια, όπως η «μαύρη» εργασία, η ενοικίαση εργαζομένων, το καθεστώς με τα «μπλοκάκια», η πληρωμή με το «κομμάτι» κ.λπ. Ποιοτικά εκφράζει τη νέα εποχή των εξατομικευμένων συνθηκών εργασίας, όπου δεν υπάρχει κανένα πλαίσιο ή κίνητρο ώστε να θεωρείται μια επαγγελματική απασχόληση ως κομμάτι μιας βασικής κοινωνικοποίησης, είτε αυτή είναι η ανάπτυξη ξεχωριστής εργατικής και συναδελφικής κουλτούρας είτε μια κοινή στάση των εργαζομένων απέναντι στο εκάστοτε αφεντικό. Έτσι, η αποδόμηση των συλλογικών συμβάσεων αποτελεί τη θεσμοποίηση της ήδη ανεπτυγμένης διάβρωσης των βασικών μορφών κοινωνικότητας που έχει επιτευχθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Με αντίστοιχο τρόπο, η τάση προς την ολική επικράτηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και της επισφάλειας -σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί στο παρελθόν σε τομείς σχετιζόμενους με την κινητικότητα, τα εργασιακά projects κ.λπ.- επεκτείνεται ως λογική και σε εργασιακούς χώρους που συνεχίζουν να λειτουργούν με πιο τυποποιημένες συνθήκες εργασίας ή τεϋλορικούς ρυθμούς πειθάρχησης του χρόνου. Αυτό το φαντασιακό της «κινητικότητας», που αφομοιώνεται από μικρά και μεγάλα στελέχη επιχειρήσεων ή εταιρειών παροχής σύγχρονων υπηρεσιών, εξαπλώνεται και επιβάλλεται σήμερα και στο υπόλοιπο κομμάτι των εργαζομένων: όχι ως αφομοιωμένη στο καθημερινό life style αξία αλλά ως η μοναδική οδός για τη σωτηρία από την ανεργία και το άγχος για το αύριο. Στη σύγχρονη κοινωνία της μαζικής ανεργίας, η εργασιακή ελαστικότητα προωθείται ως το μοντέλο διαχείρισης του φόβου: αν είσαι για πολύ καιρό άνεργος, θα ψάχνεις για μεροκάματα από εδώ κι από κει, για ατομικές συμβάσεις μικρής χρονικής διάρκειας, θα δουλέψεις μερικές μέρες ή ώρες τη βδομάδα για να συντηρείσαι, αν εργάζεσαι υπό την απειλή του κύματος των ανέργων που θα τρέξει να σου φάει τη θέση, θα δεχτείς να δουλέψεις εκ περιτροπής για ένα ψευτο-εισόδημα. Μεσω του διαρκούς εκφοβισμού, κανονικοποιείται η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και εμπεδώνεται ένα νέο κοινωνικό μοντέλο, όπου η κοινωνική αδικία, η όξυνση των ανισοτήτων, η ψυχική οδύνη και η εργοδοτική τρομοκρατία αφομοιώνονται από τους εργαζομένους ως πρακτικές αποδεκτές ή στην καλύτερη περίπτωση αναπόφευκτες .
Η ανεπάρκεια της «κινηματικής άμυνας»
Στην Ελλάδα, ο νέος οικονομικός αυταρχισμός αντί να οδηγήσει στην ανάπτυξη κάποιου ισχυρού εργατικού κινήματος, εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε μια προσπάθεια διάσωσης μέσω ατομικών λύσεων και κυρίως μέσω των οικογενειακών δεσμών και ενός επιπέδου οικονομικής προστασίας που αυτοί μπορούν μέχρι ενός βαθμού να παρέχουν στο άτομο. Με την παραδοχή ότι μιας μορφής λιτότητα θα τείνει να αντικαταστήσει το καταναλωτικό μοντέλο κατά το επόμενο διάστημα, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: θα συνεχιστεί αυτή η εντελώς ανισομερής και άδικη για τους πολλούς επιβαλλόμενη λιτότητα, περιθωριοποιώντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και δημιουργώντας εξαθλίωση και κοινωνικές εκρήξεις, ή θα γίνει δυνατή μια μαζική κινητοποίηση προς τη δημιουργία νέων κοινωνικών πειραματισμών που θα προτάσσουν την ίση για όλους, και σε μια εθελοντική βάση, ολιγάρκεια ως ένα μοντέλο διεξόδου από τα σημερινά οικονομικά και τα οικολογικά αδιέξοδα;
Μια κινηματική άνθηση (για να μην πούμε επαναστατική εγρήγορση) δείχνει ασύμβατη με το σημερινό ανθρωπολογικό τύπο. Γι’ αυτό και το περσινό Κίνημα των Πλατειών ξεπήδησε ως μια εξαίρεση (ενθαρρυντική από όλες τις απόψεις) σε σχέση με τον κανόνα της καθημερινής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Από την άλλη, καθίσταται σαφές ότι τα «κινήματα αιτημάτων» είναι ανεπαρκή για να προκαλέσουν μια επαναστατική αλλαγή σε αυτά που συμβαίνουν. Δεν το λέμε από κάποιο σνομπισμό απέναντι στη διεκδίκηση της κοινωνικής προστασίας των αδυνάτων, αλλά επειδή κατά κανόνα, τέτοια αιτήματα υιοθετούνται σήμερα υπό το πολιτικό σκεπτικό είτε μιας επιθυμίας για επιστροφή στην παλιά (προ της κρίσης) κατάσταση είτε μιας αυταπάτης ότι μια αναβίωση του σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας (σε σύμπλευση πάντα με μια σταθερή καπιταλιστική ανάπτυξη) είναι δυνατή στο σημερινό κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Οι δύο αυτές απόψεις εκφράζουν ένα πολιτικά ετερόνομο φαντασιακό, το οποίο βάζει φραγμό σε κάθε σκέψη να βρούμε νέους δρόμους και νέες λύσεις στα προβλήματά μας. Ωστόσο, ακόμα και στο σημερινό περιβάλλον αδυναμίας ή απροθυμίας για κινητοποίηση από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έχει αξία να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε ορισμένους δρόμους που ίσως χρειάζεται να διαβούμε αν θέλουμε να έρθουμε σε ρήξη με το παρόν κοινωνικό μοντέλο.
Οι συνθήκες σήμερα μας «υποδεικνύουν» ότι μια πραγματικά χειραφετητική διέξοδος θα απαιτούσε την υπέρβαση των «αμυντικών» κινητοποιήσεων που διατυπώνουν αιτήματα προς τους κυβερνώντες για μια καλύτερη ή δικαιότερη διαχείριση της κατάστασης και την υιοθέτηση μιας συλλογικής πρωτοβουλίας για πιο βαθειές αλλαγές στους θεσμούς και μια επαναθέσμιση βασικών πτυχών της συλλογικής ζωής. Επιπλέον, δεν μπορούμε πια να περιοριζόμαστε σε ορισμένες κάθε φορά πτυχές της κοινωνικής ζωής. Πώς γίνεται για παράδειγμα να προσπαθείς να αντισταθείς στη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και στην κατρακύλα των μισθών, αν δεν αμφισβητήσεις το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο που επιβάλλει ο ολιγαρχικός τρόπος άσκησης πολιτικής; Και το ανάποδο: πώς γίνεται να απαξιώνεις τα διεφθαρμένα και κάθετα οργανωμένα κόμματα, όταν παράλληλα δεν κάνεις βαθειά κριτική στην αντίστοιχα ολιγαρχική οργάνωση της εργασίας, την αλλοτρίωση της καθημερινότητας και το θεμελιώδη διαχωρισμό μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών ή στον αποχαυνωμένο τρόπο ζωής που πολλοί υιοθετούν ;
Ο διπλός ρόλος ενός δημιουργικού κινήματος
Από την επαναστατική σκοπιά, ο αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός με την ευρύτερη σημασία του όρου και συνολικός με μια διττή έννοια: αφενός συνειδητοποιώντας ότι οι κάθε λογής κοινωνικές διαμάχες και συγκρούσεις αποτελούν όχι απλά ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων αντίθετων συμφερόντων, αλλά στην ουσία εκφάνσεις της συνολικότερης ρύθμισης και οργάνωσης των θεσμών, πέρα από το στενά οικονομικό πεδίο. Αφετέρου συνδέοντας όλες τους μικρο-αγώνες που δίνονται στο επίπεδο του χώρου δουλειάς ή των χώρων εκπαίδευσης, στη γειτονιά, και γενικότερα στους τόπους κοινωνικοποίησής μας, με μια γενικότερη σύγκρουση σε αυτό που θα λέγαμε «κεντρική πολιτική σφαίρα» εναντίον των πολιτικών και οικονομικών δομών.
Τι σημαίνει πολιτικός αγώνας σε όλα τα πεδία; Σημαίνει ότι όλες οι κοινωνικές σχέσεις και οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι εξίσου σημαντικές ως προς τη δομή και το περιεχόμενό τους: η εκπαίδευση, η πολιτική εξουσία, ο τρόπος παραγωγής, η εργασία, η κατανάλωση, η τέχνη, το παιχνίδι, ο έρωτας, η σχέση με τη φύση. Δεν υπάρχει πρωτοκαθεδρία για κάποιο κοινωνικό πεδίο, δεν υπάρχει μια βάση από την οποία θα ξεκινήσουμε για να αλλάξουμε τα υπόλοιπα . Με αυτήν την έννοια, θα πρέπει να προτάξουμε ένα χειραφετητικό πρόταγμα για την παραγωγή και την εργασία (π.χ. οριζόντιες σχέσεις, ισότητα εισοδημάτων, οικειοποίηση της τεχνικής κ.λπ.) ως μέρος ενός συνολικού ριζικού μετασχηματισμού που επιδιώκουμε .
Το ζητούμενο είναι βέβαια πώς να συνδέσουμε όλα τα εγχειρήματα και τους μερικούς αγώνες με ένα κεντρικότερο πολιτικό όραμα, ειδικότερα σήμερα που δεν υπάρχει μια στέρεη πολιτική και κινηματική εμπειρία και οι άνθρωποι δείχνουν να κινούνται μετέωροι στον αιθέρα του νεοφιλελευθερισμού. Οι ατομικές ή οι συλλογικές πρωτοβουλίες, όπως η στροφή σε νέες αγροτικές καλλιέργειες στην επαρχία ή το κίνημα παράκαμψης των μεσαζόντων -που τόσο υπερπροβάλλονται από τα ΜΜΕ- δεν είναι ασφαλώς ασήμαντες διεργασίες. Καθίστανται, όμως προβληματικές όταν αφομοιώνονται ως αυθόρμητες και απεγνωσμένες λύσεις των πιο φτωχών και ως εκ τούτου παραμένουν ακίνδυνες για το κυρίαρχο παραγωγικό παράδειγμα. Υπό αυτήν την έννοια δεν αντιπροσωπεύουν ακριβώς ένα συνειδητό άνοιγμα προς μια αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία, αλλά εκφράζουν πιο πολύ την τάση να βρούμε ατομικές ή οικογενειακές λύσεις για να «τη βγάλουμε καθαρή», τώρα που οι κρατικοί θεσμοί αποσύρονται από το προσκήνιο.
Παρά την αξιόλογη, πολλές φορές, προσπάθεια για συντονισμό των καινούριων πολιτικών και κοινωνικών εγχειρημάτων, οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες εκδηλώνονται μάλλον σποραδικά, με αποτέλεσμα οι ήττες απλά να αθροίζονται στο γενικότερο κλίμα μοιρολατρίας ενώ οι μικρές νίκες δυσκολεύονται να συγκροτήσουν μια συμπαγή αφήγηση ως κομμάτι ενός ανερχόμενου ρεύματος αντίστασης στα όσα συμβαίνουν. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι μέχρι σήμερα όλες οι δυνατότητες μιας μαζικής, συλλογικής κινητοποίησης φαίνονται να προσκρούουν στη αποσαρθρωμένη κοινωνική συνοχή. Η οργή και η αγανάκτηση των ανθρώπων δεν μπορεί να πολιτικοποιηθεί και να ριζώσει από τη στιγμή που έχουν παρακμάσει όλοι οι βασικοί χώροι κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης των ανθρώπινων σχέσεων (η γειτονιά, τα καφενεία, οι χώροι παιχνιδιού, γιορτής και λαϊκής συνεύρεσης, οι χώροι δουλειάς ως κοινότητες συναδέλφων). Επομένως, ένα δημιουργικό κίνημα σήμερα, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια διπλή ικανότητα: να προωθεί εναλλακτικές προτάσεις προτάσεις για μια νέα θέσμιση του κόσμου, αλλά και να ανασυγκροτεί τον διαλυμένο κοινωνικό ιστό, προσφέροντας ένα νέο περιεχόμενο και νόημα στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το πολιτικό πρόταγμα «παίρνουμε τις ζωές στα χέρια μας» χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε να συνοδευτεί με -και να αλληλοτροφοδοτηθεί από- μια ουσιώδη επαναθεμελίωση των τρόπων συνεύρεσης, συμβίωσης και οργάνωσης των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων.
Το πρόταγμα μιας άλλης κοινωνίας
Χωρίς ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής, η απο-ανάπτυξη θα είναι κι αυτή καταδικασμένη σε αποτυχία.
(Σερζ Λατούς)
Είναι φανερό ότι η σημερινή κοινωνία της γενικευμένης ανεργίας, των νεόπτωχων και της όξυνσης των ανισοτήτων δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί με σοσιαλδημοκρατικά μερεμέτια. Συνυπολογίζοντας και το -τεράστιων συνεπειών- οικολογικό πρόβλημα, συμπεραίνουμε ότι είναι απαραίτητο το ξεκίνημα μιας περιόδου όπου η συνεχής επαναθέσμιση και η συλλογική δημιουργία νέων δομών και νέων κοινωνικών σχέσεων θα τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα. Το κομβικό σημείο είναι η υπέρβαση του πλαισίου που στηρίζει την κριτική του στην αντιπαράθεση με τις «υπερβολές» και τις «στρεβλώσεις» της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης, καταλήγοντας να περιορίζεται στον μετριασμό της αδικίας ή του ανθρώπινου πόνου. Σήμερα, καλούμαστε να ξεπεράσουμε την προσκόλληση σε μια ποσοτικού τύπου κριτική, δηλαδή το γεγονός ότι επικεντρωνόμαστε στη μείωση του κακού και την ελαχιστοποίηση των τεχνολογικών δεινών, μέσω μιας επιστροφής σε ηπιότερες μεθόδους, αντί να αναζητούμε ένα καινούριο τεχνικό περιεχόμενο και μια επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων σχετικά με τις ανάγκες μας.
Υπό αυτή την έννοια, τι θα είχε να μας προσφέρει μια -χρήσιμη και πολιτικά υπερασπίσιμη κατά τα άλλα- μείωση του εργασιακού χρόνου; Ένας μετασχηματισμός στο πεδίο της εργασίας δε σημαίνει ασφαλώς «να κάνουμε το ίδιο πράγμα, αλλά λιγότερο» , αλλά να αναθεωρήσουμε το περιεχόμενο της χρονικότητας με ποιοτικό και όχι ποσοτικό τρόπο, συνδέοντας τους εργασιακούς ρυθμούς και προγραμματισμούς με τις υπόλοιπες συλλογικές διαδικασίες και προτεραιότητες . Μια επιστροφή σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης (ακόμα και με δικαιότερη κατανομή του πλούτου, όπως είχαμε και στο παρελθόν) δε μας εξασφαλίζει κάποια ουσιώδη αλλαγή όσον αφορά στις αλλοτριωμένες σχέσεις εργασίας, την αποξένωση των ανθρώπων και τον αποχαυνωμένο τρόπο ζωής μας. Μια στροφή σε μια πιο «μαζεμένη» οικονομία, μακριά από χρηματοπιστωτικούς οργασμούς, δεν αγγίζει το ζήτημα της τεχνικής ούτε αμφισβητεί το ίδιο το αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τη σχέση της τελευταίας με το φυσικό περιβάλλον.
Αυτό που απαιτείται είναι μια νέα θεμελίωση της τεχνικής, των σχέσεων παραγωγής και κατανάλωσης και των τρόπων διανομής των αγαθών, ώστε η εργασία να επιτελεί το έργο μιας προσφοράς στην κοινωνίας και να αποτελεί το πεδίο αυτοπραγμάτωσης, προσωπικής ολοκλήρωσης και δημιουργικότητας του κάθε ανθρώπου. Ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τα εργαλεία και τις μηχανές και η συνεχής οριοθέτηση και επιλογή του παραγωγικού προϊόντος από την ίδια την ενδιαφερόμενη συλλογικότητα μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών συνιστούν την ουσία των νέων εργασιακών δομών (δημοκρατικές κολλεκτίβες, αλληλέγγυοι συναιτερισμοί, οριζόντιες συνελέυσεις παραγωγών). Νέοι τρόποι διανομής των αγαθών και μοιράσματος του πλούτου μπορούν να συγκροτήσουν μια οικονομία της αλληλοβοήθειας και της συνεργατικότητας. Τέτοιου είδους βάσεις στηρίζουν τον απεγκλωβισμό μας από τις ανυπέρβλητες (μέχρι σήμερα) αξίες της διαιωνιζόμενης Μεγέθυνσης, της Προόδου και της κυριάρχησης επί της φύσης και της κατασπατάλησης των πόρων της, στο δρόμο για την υιοθέτηση νέων σχέσεων με βάση την απο-ανάπτυξη.
Αν, όπως υποστηρίζουμε, στη σημερινή πολύ δύσκολη περίοδο μπορέσει να συγκροτηθεί ένα κίνημα προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης των θεσμισμένων μορφών εργασίας και παραγωγής και της δημιουργίας πειραμάτων αυτοδιαχείρισης, αυτό θα χρειαστεί να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά (πολύ παραπέρα από τα έως τώρα κυρίαρχα αντικαπιταλιστικά υποδείγματα) και να θέσει νέα ερωτήματα πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Αν διαθέτουμε μια στοιχειώδη συνέπεια και υπευθυνότητα, δεν μπορούμε να κρύβουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει ριζική αλλαγή στην παραγωγή χωρίς μια επανανοηματοδότηση της εργασίας˙ και η τελευταία είναι αδύνατη δίχως την αμφισβήτηση και την συνολική επαναθεμελίωση της τεχνικής, στη οποία εγγράφονται οι τεχνικές παραγωγής, η τεχνολογία, η ποιότητα των προϊόντων, οι μορφές πολύτου, ο βαθμός εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, οι χρονικότητες της εργασιακής ζωής, αλλά και η ίδια η συγκρότηση των αναγκών και των επιθυμιών μας.
Ακόμα παραπέρα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εργασία, που είναι μία μόνο από τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, έχει αυτονομηθεί, λειτουργώντας κατά κάποιον (δήθεν ορθολογικό) τρόπο «απο-κοινωνικοποιημένα». Η ανάπτυξη «αυτόνομων» ζωνών κοινωνικού πειραματισμού ή χώρων «οικονομικής χειραφέτησης» δε φτάνει από μόνη της για να κάνει τη ζημιά στον καπιταλισμό . Οι οριζόντιες, αντιιεραρχικές και δημοκρατικές δομές των κολλεκτίβων που (έστω και σε εμβρυακό επίπεδο) δημιουργούνται χρειάζεται να πλαισιωθούν από τις ανάλογες κινήσεις σε κάθε περιοχή (τοπικές συνελεύσεις, δίκτυα αλληλεγγύης, χαριστικά παζάρια, πρωτοβουλίες γειτονιάς, σωματεία βάσης κ.λπ.), ώστε να κοινωνικοποιηθούν με την ευρύτερη έννοια του όρου. Μια τέτοια διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασιακής ζωής θα αποσκοπεί σε ένα άνοιγμα και σε άλλες δραστηριότητες μιας γειτονιάς, ενός δήμου ή του χωριού και της πόλης, όπως είναι η ψυχαγωγία, οι γιορτές, τα λαϊκά έθιμα, η καλλιτεχνική δημιουργία, η εκπαίδευση των παιδιών . Έτσι, η δουλειά, ως χώρος και ως δραστηριότητα, αφενός θα επανασυνδεθεί με τις υπόλοιπες αφηγήσεις της κοινωνικής ζωής ενός τόπου και αφετέρου θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα είδος σχολείου ισότητας, αλληλεγγύης και υπευθυνότητας για τους ανθρώπους . Η ισότητα στη λήψη των αποφάσεων και των εισοδημάτων και η κυκλικότητα στην ανάθεση των καθηκόντων μπορεί να τροφοδοτήσει μια αντίστοιχη δημοκρατική κουλτούρα συμμετοχής στα κοινά.
Το στοίχημα της εξόδου από τον καπιταλισμό είναι να εμπλουτισθεί έμπρακτα η κριτική στον ετερόνομο τρόπο σκέψης και πράξης με ένα θετικό πολιτικό πρόταγμα που θα οδηγήσει σε μια χειμαρρώδη φαντασιακή και θεσμική δημιουργία. Το πρόταγμα αυτό δεν μπορεί να εισαχθεί απλά, με ένα τεχνικό τρόπο, ως συνταγή στα βάσανα και τα αδιέξοδά μας. Το ζήτημα είναι να μπορέσει να αποτελέσει έμπνευση για ένα «ξαναμάγεμα» της ζωής από τις αξίες της αλληλέγγυας κοινωνικότητας και της αναστοχαζόμενης σκέψης και πράξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
[1] Ζ. Μπάουμαν, Ρευστοί καιροί, μετφρ. Κ. Δ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2008, σ. 35.
[2] Σημείο των καιρών αποτελεί και το γεγονός ότι ορισμένοι στοιχειώδεις αγώνες για βασικά δικαιώματα -σημαντικοί μεν, μεμονωμένοι δε- αδυνατούν να λειτουργήσουν ως κέντρα αγώνα και ως «κάστρα ταξικής πάλης», με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της πολύμηνης απεργίας στη Χαλυβουργία. Είναι τέτοια η κινηματική αποσύνθεση στα εργασιακά, που η εξύψωση αυτής της κινητοποίησης σε «επαναστατικό προπύργιο» έγινε με εντελώς παθητικό τρόπο χωρίς να μπορέσει να μεταδοθεί (πλην λίγων εξαιρέσεων) ένα αντίστοιχο κλίμα αγωνιστικότητας, όπου υπήρχε ανάγκη.
[3] Κρίστοφερ Λας, Ο ελάχιστος εαυτός, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 21.
[4] «Ο λόγος που αυτός ο παλιότερος τύπος κοινωνίας αποκλήθηκε “κοινωνία των παραγωγών” ήταν ότι τα μέλη της συνέπρατταν σε αυτήν πρωτίστως ως παραγωγοί…Ο τρόπος που η παρούσα κοινωνία πλάθει τα μέλη καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ανάγκη να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο του καταναλωτή, και ο κανόνας που η κοινωνία μας επιβάλλει στα μέλη της είναι αυτός της ικανότητας και της βούλησής τους να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφρ. Κ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 77.
[5] Είτε στη φιλελεύθερη είτε στη μαρξιστική του εκδοχή.
[6] «Η λέξη-κλειδί είναι “ευελιξία”. Αυτή η έννοια, που γίνεται όλο και πιο πολύ του συρμού, αναφέρεται σε ένα παιχνίδι πρόσληψης και απόλυσης με ελάχιστους κανόνες να το καθορίζουν αλλά και με την εξουσία της μονομερούς αλλαγής των κανόνων και ενώ το παιχνίδι βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη…η προοπτική να οικοδομηθεί μια δια βίου ταυτότητα επί τη βάσει της εργασίας είναι, για την πλειονότητα των ανθρώπων, πέραν του κόσμου ετούτου» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός…, ό. π., σ. 87).
[7] Βλ. την ανάλυση του Κριστόφ Ντεζούρ, στο κείμενο που μεταφράσαμε για το παρόν τεύχος.
[8] Μια τέτοια πολιτική αδυναμία χαρακτήρισε και το Σύνταγμα, πέρυσι το καλοκαίρι, όπου η επίθεση στον κομματισμό και την πολιτική διαμεσολάβηση δεν επεκτάθηκε στο οικονομικό ή σε άλλα πεδία ώστε να μπορέσει να προτάξει μια συνολικότερη κριτική στη σύγχρονη οργάνωση της ζωής και των κοινωνικών σχέσεων.
[9] Ασφαλώς δεν υποτιμούμε το ρόλο και τη σπουδαιότητα της εργασίας στη συλλογική ζωή. Ίσα ίσα. Όπως αναφέρει και ο Καστοριάδης: «Ότι η επιχείρηση υπήρξε, και σ’ ένα ορισμένο μέτρο παραμένει, ένας προνομιακός χώρος κοινωνικοποίησης μέσα στον καπιταλισμό είναι ασφαλώς αληθινό και σημαντικό, όμως αυτό δεν περιορίζει τη σημασία άλλων χώρων κοινωνικοποίησης που υπάρχουν και, ακόμη σημαντικότερο, αυτών που θα δημιουργηθούν» («Το ζήτημα της ιστορίας του εργατικού κινήματος», Η πείρα του εργατικού κινήματος, τ. 1, Πώς να αγωνιστούμε;, Αθήνα, Ύψιλον, σ. 84).
[10] «Όσοι εργαζόμαστε για την άμεση δημοκρατία προτάσσουμε ως απάντηση την εθελούσια αποανάπτυξη της οικονομίας και εργαζόμαστε γι’ αυτό, θεωρώντας την αποανάπτυξη ως την υλική βάση της άμεσης δημοκρατίας» (Γιάννης Μπίλλας, Η επανανοηματοδότηση της ζωής ως ζητούμενο, Κίνηση Τρικαλινών Πολιτών για την Αποανάπτυξη και την Άμεση Δημοκρατία. Βλ. http://apokoinou.com/).
[11] Σύμφωνα με την έκφραση του Paul Ariès.
[12] Βλ. την ανάλυση του Αλέν Μεϊγιάρ, «Ε.Π. Τόμσον: αναζητώντας έναν άλλο κοινωνικό χρόνο», Πρόταγμα, τ.1, Δεκέμβριος 2010.
[13] Όπως αναφέρουν και οι συμμετέχοντες σε μια τέτοια προσπάθεια αυτοδιαχείρισης: «Ζητούμενο δεν είναι η αναπαραγωγή ή καλύτερα ο επαναπροσδιορισμός της μορφής και των περιεχομένων της αυτοαπασχόλησης μέσα από τέτοιου είδους εγχειρήματα. Ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των εγχειρημάτων αυτών ως ξεκάθαρο πρόταγμα και η δόμηση των προϋποθέσεων για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής με το μοντέλο της γενικευμένης αυτοδιαχείρισης-κολεκτιβοποίησης» (Κολλεκτίβα Ζερμινάλ, 09/12/11, βλ. http://kolektivagerminal.blogspot.gr/).
[14] Αναφερόμαστε σε μια βασική κοινωνική αρχή -η οποία (παρα)βιάστηκε από τη βιομηχανική κοινωνία και σχεδόν εξαφανίζεται στη σημερινή αυτοματοποιημένη καταναλωτική κοινωνία- που συνδέει άμεσα τη σφαίρα της εργασίας με τη γενικότερη συλλογική ζωή μιας κοινότητας ανθρώπων. Χωρίς να εξιδανικεύουμε τους παλαιότερους τρόπους θέσμισης ή να προτρέπουμε σε μια επιστροφή σε αυτού του είδους την οργάνωση της ζωής, πιστεύουμε ότι μια νέα αντίληψη γύρω από αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να περιλαμβάνει την επανασύνδεση «εργασίας» και «ζωής».
[15] Όπως πολύ ωραία αναφέρει ο Κριστόφ Ντεζούρ, στο κείμενο που έχουμε μεταφράσει για το παρόν τεύχος: «Στο βαθμό που συνεπάγεται τον εθελούσιο συντονισμό των συμμετεχόντων, η εργασία ωθεί επίσης τους εργαζόμενους να ασχοληθούν με τη δημιουργία κανόνων που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη ρύθμιση της εργασίας αλλά και με την οργάνωση της ανθρώπινης συνύπαρξης. Διότι δουλεύω δε σημαίνει μόνο καταπιάνομαι με μια δραστηριότητα, σημαίνει επίσης ότι συνάπτω δεσμούς με τους γύρω μου».
Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα
http://eagainst.com

Συλλέκτες χρέους: Η Οικονομία, η Πολιτική και η Ηθική του χρέους

Μετάφραση-Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Πρωτότυπο κείμενο: Unemployed Negativity


Κάθε φιλοσοφική θεώρηση της πολιτικής του χρέους, ίσως θα πρέπει να αρχίσει με το γεγονός ότι το σύνολο της ρητορικής του χρέους, της κατοχής και της πληρωμής των χρεών, είναι ταυτόχρονα ένα λεξιλόγιο ηθικών και οικονομικών όρων. Αυτό το σημείο σχετίζεται μεν, αλλά σε αντίθεση, με το γνωστό επιχείρημα του Νίτσε στην Γενεαλογία της Ηθικής. Ενώ ο Νίτσε υποστήριξε ότι η ηθική, η ενοχή, ήταν κατά βάση της, χρεωστική, μια πληρωμή βασάνων για όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν το τίμημα, η εξέταση του χρέους αποκαλύπτει το πόσο η πληρωμή των χρεών του, η πληρωμή των λογαριασμών του, είναι τόσο μια ηθική επιταγή όσο και μια οικονομική σχέση.

Όπως υποστηρίζει ο David Graeber ακόμη και από τη σκοπιά της πρότυπης οικονομικής θεωρίας η τοποθέτηση του χρέους ως κάποιου είδους ηθικού καθήκοντος, σαν κάτι που δεν μπορεί ποτέ να καταργηθεί, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με την αιτιολόγηση του τόκου, που υποτίθεται ότι είναι μια αποζημίωση με βάση το ρίσκο, αλλά παράλληλα είναι και μία τεράστια συσκευή που είναι αφιερωμένη στην εκτίμηση του ρίσκου, διακρίνοντας ανάμεσα σε καλό και κακό ρίσκο. Η ιδέα της αποπληρωμής του χρέους, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ηθική ιδέα, και μάλιστα μία ιδέα απόλυτης ηθικής υποχρέωσης που μεταφέρεται στη σφαίρα της οικονομίας. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτή την ηθική δουλική, για το γεγονός ότι κρατεί τους πάντες να πληρώνουν την υποθήκη για ένα σπίτι κάτω από το νερό, να πληρώνουν τα δάνεια σπουδών τους, χωρίς ποτέ να πάρουν τη δουλειά που τους υποσχέθηκε μια τέτοια εκπαίδευση. Φαίνεται λοιπόν ότι το πολιτικό καθήκον είναι ζήτημα απλά να διαχωρίσουμε την ηθική της υποχρέωσης από την οικονομία του χρέους. Ο κόμπος είναι λίγο πιο μπερδεμένος από το να πετάξουμε απλά στην άκρη, τη γλώσσα του χρέους εξ ολοκλήρου, αφού το χρέος, είναι ο κυρίαρχος τρόπος έκφρασης των κοινωνικών υποχρεώσεων. 


Ο Graeber υποστήριξε ότι η προϊστορία του χρέους, η προϊστορία που εξηγεί την ετυμολογία της οικονομίας και της ηθικής, βασίζεται στις υποχρεώσεις που στηρίζουν την κοινωνία, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στους συζύγους, κλπ. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές δεν έχουν αποτιμηθεί σε χρήμα. Αν λάβουμε υπόψη ένα σύγχρονο παράδειγμα, οφείλουμε ένα χρέος προς τους γονείς μας, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσαμε να το ξεπληρώσουμε με μια επιταγή, ή αν κάναμε κάτι τέτοιο θα φαινόταν προσβλητικό. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά τα μη-χρηματικά χρέη στήριξαν τις κοινωνικές σχέσεις και τα άτομα. Η πρόσφατη ιστορία του χρέους είναι εκείνη κατά την οποία αυτή η εξάρτηση, τουλάχιστον όσον αφορά τα μερικώς αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την περίθαλψη, κλπ., έχουν γίνει κοινωνικά χρέη, δικαιώματα-τίτλοι, τα οποία με τη σειρά τους ιδιωτικοποιήθηκαν και εξατομικεύτηκαν. Οι πρωτογενείς πηγές του χρέους, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, είναι η εκπαίδευση, η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη και, είναι εκφράσεις της ανάγκης, της ριζικής έλλειψης αυτάρκειας μας ως ανθρώπινα όντα. Αποσυνδέοντας τον κόμβο της οικονομίας και της ηθικής δεν είναι απλά θέμα να πετάξουμε έξω τη γλώσσα του χρέους, αλλά και να αφαιρέσουμε την εξάρτηση από την οικονομία του χρέους, ή με βάση την άποψη του Graeber, να πετάξουμε την ανθρώπινη οικονομία από την οικονομία.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πώς είναι δυνατόν να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην οικονομία και την ηθική; Αυτό δεν είναι ένα απλό ερώτημα μόνο λόγων, των ίδιων των λέξεων για το χρέος και την υποχρέωση αλλά και της αλληλεξάρτησης των διαφόρων πρακτικών και αξιοπρεπών τρόπων, του τρόπου παραγωγής και τη λειτουργία της υποταγής. Το σχόλιο του Μαρξ στον James Mill προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εξέταση των ζητημάτων αυτών. Όπως γράφει ο Μαρξ σε σχέση με την πίστωση:

“Ένας … πλούσιος άνθρωπος δίνει πίστωση σε ένα φτωχό άνθρωπο τον οποίο θεωρεί εργατικό και ευπρεπή. Αυτό το είδος της πίστωσης ανήκει στο ρομαντικό, συναισθηματικό μέρος της πολιτικής οικονομίας, στις εκτροπές, τις υπερβολές του, τις εξαιρέσεις, όχι τον κανόνα. Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε αυτή την εξαίρεση και τη χορήγηση αυτής της ρομαντικής δυνατότητας, η ζωή του φτωχού, τα ταλέντα του και η δραστηριότητα του, εξυπηρετούν τον πλούσιο άνθρωπο ως εγγύηση για την αποπληρωμή των χρημάτων που δάνεισε. Αυτό σημαίνει, επομένως, ότι όλες οι κοινωνικές αρετές του φτωχού, το περιεχόμενο της ζωτικής του δραστηριότητας, η ίδια η ύπαρξή του, αποτελούν για τον πλούσιο άνθρωπο την επιστροφή του κεφαλαίου του με το συνήθη τόκο. ” (Βλέπε Comments on James Mill, Éléments D’économie Politique)

Αυτό που ο Μαρξ εδώ απορρίπτει ως “ρομαντική” και “συναισθηματική” πτυχή της πολιτικής οικονομίας, είναι η προσωπική σχέση ενός ατόμου με ένα άλλο άτομο. Είναι εντυπωσιακό ίσως να αντιπαρατεθεί το κείμενο αυτό , γραμμένο το 1844, με ένα άλλο απόσπασμα από την ίδια χρονική περίοδο, “Η δύναμη του Χρήματος στην Αστική Κοινωνία.” Σε αυτό το κείμενο, ο Μαρξ προσφέρει τη δυνατότητα μιας σχέσης μεταξύ ατόμων, που δεν διαμεσολαβείται από το χρήμα . Σε μια τέτοια κοινωνία, ο Μαρξ γράφει: “Κάθε μία από τις σχέσεις σας με τον άνθρωπο και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση, που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησης σας, της πραγματικής ατομικής ζωής σας.” Σε αυτό το κείμενο, η αφαίρεση του χρήματος, της δύναμης να διαλύσει όλες τις κοινωνικές ιδιότητες εκτοπίζοντας τες με την κοινωνική εξουσία του, αντιτίθεται σε μια ανθρώπινη σχέση, μια σχέση ατόμου με άτομο. Σε αντίθεση με αυτό, το πέρασμα στην πιίστωση δείχνει ότι τέτοιες ανθρώπινες αξιολογήσεις, η εκτίμηση της αξίας του ανθρώπου που διαμορφώνουν τη βάση των μύθων του Horatio Alger και των φαντασιών της κοινωνικής κινητικότητας-ανόδου (rags to riches), είναι στην καλύτερη περίπτωση μια εξαίρεση από τον κανόνα του χρήματος ενώ στη χειρότερη, η υλοποίηση του. [1]

Σε έναν κόσμο, που κυριαρχείται από τις αφαιρέσεις του χρήματος, η πίστωση δεν είναι μια στιγμή αδιαμεσολάβητης σχέσης και αξιολόγησης αλλά μόνο η πλήρης διείσδυση του χρήματος σε ολόκληρη της ζωή. Όπως γράφει ο Μαρξ,

“Στο πλαίσιο της πιστωτικής σχέσης, δεν είναι η περίπτωση ότι το χρήμα ξεπερνιέται στον άνθρωπο, αλλά ότι ο ίδιος ο άνθρωπος μετατρέπεται σε χρήμα, ή ότι το χρήμα ενσωματώνεται σ’ αυτόν. Η ανθρώπινη ατομικότητα, η ίδια η ανθρώπινη ηθική, έχει γίνει τόσο ένα αντικείμενο του εμπορίου όσο και το υλικό στο οποίο υπάρχει χρήμα. Αντί για χρήματα, ή χαρτί, είναι η δική μου προσωπική ύπαρξη, η σάρκα και το αίμα μου, η κοινωνική αρετή και η σημασία μου, που συνιστά το υλικό, τη σωματική μορφή του πνεύματος του χρήματος. Η πίστωση δεν επιλύει πλέον την αξία του χρήματος σε χρήμα, αλλά σε ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη καρδιά. Τέτοια είναι η έκταση στην οποία όλη η πρόοδος και όλες οι αντιφάσεις μέσα σε ένα ψεύτικο σύστημα είναι μία ακραία οπισθοδρόμηση και συνέπεια της προστυχιάς.” (βλέπε ο.π Comments on James Mill, Éléments D’économie Politique)

Η πίστωση και το χρέος δεν είναι κάποια στιγμή της προσωπικής αξιολόγησης έξω από την οικονομία, κάποια στιγμή των αξιών για τον υπολογισμό της αξίας, αλλά η πλήρης διείσδυση του υπολογισμού της αξίας σε ολόκληρη τη ζωή. Δεν υπάρχει πλέον μια αντίθεση ανάμεσα στο χρήμα ως μια αφηρημένη και ποσοτικοποιήσιμη δύναμη, που καθιστά τα πάντα ανταλλάξιμα και στις ανθρώπινες σχέσεις που είναι πάντα οι σχέσεις των συγκεκριμένων, των ιδιαίτερων ποιοτήτων τους. Η πίστωση και το χρέος είναι απολύτως συγκεκριμένα, απόλυτα εξατομικευμένα, αλλά αυτή η εξατομίκευση δεν είναι έξω από την αφαίρεση του χρήματος, αλλά η απόλυτη υπαγωγή της πιο ευαίσθητης περιοχής της υποκειμενικότητας. Η ανθρώπινη οικονομία, η οικονομία των υποχρεώσεων και των δράσεων, δεν υπάρχει ως κάτι κάτω από ή πέρα από την οικονομία του χρέους, αλλά έχει πλήρως υπαχθεί σε αυτήν.

Όσο θα μπορούσαμε να διαβάσουμε το κείμενο του Μαρξ ως ένα ακόμη προφητικό κείμενο του, που φαίνεται να πρόλαβε την εποχή των πιστωτικών οργανισμών, την ανίχνευση των ιστοσελίδων κοινωνικών μέσων δικτύωσης και τη σύναψη ασφαλιστήριων συμβολαίων του Wal-Mart με τους υπαλλήλους της, η σημαντική διαφορά είναι ότι η διείσδυση τέτοιων εκτιμήσεων στις εσωτερικές λεπτομέρειες της πίστωσης και της ύπαρξης δεν λαμβάνει χώρα από μια προσωπική αξιολόγηση, από έναν πιστωτή αξιολόγησης της κοπής του βραχίονα του οφειλέτη, αλλά μέσα από απρόσωπους και αόρατους υπολογισμούς. Ξέρετε το πιστωτικό σας λογαριασμό; Ή, ο εργοδότης σας έχει συνάψει ασφαλιστικό συμβόλαιο για τη ζωή σας; Όσο η πίστωση και το χρέος καθιστά τα πάντα υπολογίσιμα, μετατρέποντας την υποκειμενικότητα σε μια σειρά από περιουσιακά στοιχεία και ρίσκο, το κάνει πίσω από την πλάτη κάποιου (για να αντηχήσω τη διατύπωση του Μαρξ για τη συγκρότηση της αφηρημένης αξίας).

Αυτό δείχνει μία άλλη διαίρεση, μία άλλη δυαδικότητα, όχι μεταξύ των οικονομικών του χρέους και της ηθικής υποχρέωσης, ή μεταξύ της αφαίρεσης του χρήματος και των άμεσων προσωπικών σχέσεων, αλλά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σχέσεις με το χρήμα. Ως ιδιοκτήτες, κάτοχοι, και ανταλλάκτες το χρήμα εμφανίζεται ως κάτι που χρησιμοποιούμε, κάτι που υπάγεται στις δικές μας επιλογές, τα ιδανικά μας, τις αξίες, στο βαθμό που αυτά τα ιδανικά και οι αξίες περιορίζονται από την ποσότητα των χρημάτων που διατίθενται και τη μορφή του ίδιου του χρήματος. Ταυτόχρονα, όμως, ως οφειλέτες, έχουμε μια διαφορετική σχέση με το χρήμα, αυτό που μας διαπερνάει χωρίς να μας το γνωρίζουν. Στο La fabrique de l’homme endetté: essai sur la condition néoliberalé , ο Maurizio Lazzarato περιγράφει τις δύο αυτές πτυχές ως εξής:

“Το χρήμα / χρέος εμπλέκει την υποκειμενικότητα με δύο ετερογενείς και συμπληρωματικούς τρόπους: η “κοινωνική υποταγή” δραστηριοποιείται από μία γραμμομοριακή λειτουργία στο υποκείμενο, λαμβάνοντας τη συνείδησή του, τη μνήμη του, καθώς και τις αναπαραστάσεις του, ενώ ο “μηχανικός έλεγχος” λειτουργεί στο μοριακό επίπεδο, στα εσω-ατομικά και προατομικά στοιχεία της υποκειμενικότητας, η οποία δεν περνάει ούτε από την ανακλαστική συνείδηση και τις αναπαραστάσεις της, ούτε από τον εαυτό.”

Όταν πρόκειται για τους μισθούς μας, τα χρήματα στην τσέπη μας, ρωτιόμαστε ως άτομα, ως καταναλωτές, οι οποίοι μπορούν να ξοδέψουν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές αγοράς, αλλά όταν πρόκειται για το χρέος, για το χρήμα που είμαστε και όχι που κατέχουμε, δεν είμαστε τα άτομα, αλλά διάτομα (dividual), διαιρούμενα και μεταμφιεσμένα σε συστατικές πράξεις και ποιότητες, πράξεις και ποιότητες που είναι με τη σειρά τους ομαδοποιημένες σε μεγαλύτερα σύνολα και συλλογές. Το άτομο κάνει χρήση των χρημάτων, αλλά στο προατομικό επίπεδο, στο επίπεδο του διατόμου, το ίδιο πρόσωπο, ή τα συστατικά μέρη του, χρησιμοποιείται από το χρήμα.

Παρά το γεγονός ότι το χρέος είναι περισσότερο ή λιγότερο απεδαφικοποιημένο, κατανέμεται σε σχέση με αφηρημένες ενέργειες, ποιότητες, και προβλέψεις, και στη συνέχεια συναρμολογείται σε συλλογές, ή τιτλοποιείται, δεν σημαίνει ότι δεν επαναεδαφικοποιείται το ίδιο σε σχέση με συγκεκριμένες συνέπειες και σχέσεις. Οι συνέπειες αυτές τοποθετούνται πιο άμεσα στο επίπεδο των δράσεων και των επιλογών, αυτό που ο Lazzarato αναφέρει ως η συγκεκριμένη εργασία για τον εαυτό, που απαιτείται από το καθεστώς του χρέους. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα: τα φοιτητικά δάνεια είναι σχετικά αδιάφορα για τη συγκεκριμένη ειδίκευση ή τις σπουδές που λαμβάνει κανείς, μια αδιαφορία που κατέστη δυνατή με τη δύναμη του κράτους, αλλά αυτό δεν κρατάει την αφηρημένη ποσότητα του χρέους να έχει μία συνέπεια στα άτομα που αφορά. Όποιος διδάσκει σε ένα πανεπιστήμιο ίσως γνωρίζει την επίδραση ψύξης (chilling effect) που το φοιτητικό χρέος έχει μια διανοητική έρευνα και την εκπαίδευση. Οι φοιτητές δεν ρωτάν στον εαυτό τους τα ερωτήματα: τι με ενδιαφέρει; Και σε ποιο κλάδο ή τομέα έχω ταλέντο; Αλλά αντίθετα ρωτάνε: τι θα μου δώσει μια δουλειά; Ποια θα είναι η ζήτηση της αγοράς; Το χρέος είναι το μέλλον που ενεργεί στο παρόν. Τα χρέη θα μπορούσαν να υπολογίζονται στο επίπεδο των προατομικών ενεργειών, και των υπερατομικών (transindividual) συλλογών, αλλά εσωτερικεύεται στο επίπεδο των ατομικών δράσεων και αποφάσεων.

Καθώς η παραγραφή του φοιτητικού χρέους (forgiving student debt), ή η ιδέα μίας οργανωμένης μαζικής αθέτησης του φοιτητικού χρέους κυκλοφορεί μεταξύ των μελών του κινήματος Occupy Wall Street, υπάρχουν οι φαινομενικά αναπόφευκτες επικλήσεις της ευθύνης. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι όσοι έλαβαν φοιτητικά δάνεια πήραν το ρίσκο τους, αποφάσισαν να ειδικευτούν στην ιστορία της τέχνης ή τη φιλοσοφία, ή, όταν προτείνουν την ανακούφιση στα χρέη των υποθηκών, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εκείνοι που πήραν με υποθήκες σπίτια που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά δεν θα πρέπει να επιβραβεύονται. Το χρέος επαναεδαφικοποιείται για τα αντικείμενα του έθνους και της κοινότητας, και υπόκειται σε μια ιεραρχία αποδεκτών σκοπών και στόχων. Η ηθική του χρέους είναι ουσιαστικά ενάντια στην ισότητα: δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν οφειλέτες και πιστωτές, αλλά ότι ο καθένας έχει τις πιθανότητές του, η ισότητα αντιτίθεται στην ηθική του ρίσκου και της ανταμοιβής. Το χρέος είναι μια μετάλλαξη του homo economicus: δεν είναι πλέον, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, το υποκείμενο της “ελευθερίας, της ισότητας, και του Bentham,” αλλά το υποκείμενο της υποχρέωσης, της ανισότητας, και του Becker. [2] Όπως υποστηρίζει ο Lazzarto, ολόκληρη η οικονομία του χρέους εμπλέκεται σε ένα έργο για τον εαυτό, στο οποία το άτομο διακυβερνάται από την ιδέα της μεγιστοποίησης της αξίας και τη διαχείριση του ρίσκο σε μια σειρά από επιλογές που είναι ριζικά εξατομικευμένες, αλλά αυτό που δεν αναφέρει είναι ότι η αντίληψη αυτού του ρίσκου διασχίζει το έδαφος των πλήρως ηθικοποιημένων ιδεών της σκληρής δουλειάς, του εθνικού, και κοινοτικού ανήκειν.


Είναι ακριβώς αυτή η ηθικολογία πως οποιαδήποτε πολιτική του χρέους, της άρνησης του χρέους και του χρέους, που κάποιος πρέπει να αρνηθεί και να πολεμήσει ενεργά. Θα πρέπει να την αρνηθεί όχι απλά ως μια ιδεολογία, ως ένα σύνολο ιδεών και αναπαραστάσεων που μπορεί να καταργηθεί, αλλά ως αυτό που ο Lazzarato αναφέρεται ως παραγωγή της υποκειμενικότητας. Το χρέος και ο υπολογισμός της ζωής και της δραστηριότητας όσον αφορά το ρίσκο και τα οφέλη δεν είναι απλώς ένα σύνολο ιδεών, είναι ένας τρόπος με τον οποίο η υποκειμενικότητα παράγεται και ρυθμίζεται. Το χρέος δεν είναι απλώς ένα σύνολο ιδεών που έχει κανείς σχετικά με τις υποχρεώσεις, αλλά μια εμπειρία, μια εμπειρία ασφυκτική για ό, τι είναι δυνατό ή επιθυμητό. Είναι “ένα συλλογικό φαινόμενο που υποφέρεται ατομικά.” Το να πούμε ότι πρόκειται για ένα συλλογικό φαινόμενο δεν σημαίνει ότι έτσι συνίσταται μια συλλογικότητα. Είναι δύσκολο και αδύναμο να πούμε “εμείς οι οφειλέτες.” Αυτό δεν οφείλεται μόνο και μόνο στις τις ηθικολογικές διαιρέσεις μεταξύ των ιδιοκτητών σπιτιών, των πολιτών, και των φοιτητών, αλλά επειδή το συλλογικό φαινόμενο συνίσταται περισσότερο στο επίπεδο των προατομικών διαστάσεων της ύπαρξης, τα πρότυπα του ρίσκου, της κατανάλωσης, και άλλους παράγοντες που δεν συνιστούν ένα άτομο. Το χρέος εξατομικεύεται στο επίπεδο της ενοχής, αλλά οι συλλογικές συνθήκες παραμένουν διασκορπισμένες και ανόμοιες. Η συλλογική δράση απαιτεί ένα ελάχιστο κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία παρέχεται ίσως από τις καταλήψεις των πανεπιστημίων και των δημόσιων χώρων. Όσο και αν μπορούμε να είμαστε επικριτικοί στις πλαστές διαιρέσεις μεταξύ “Wall Street” και “Main Street”, το χρηματιστικό κεφάλαιο και τη μεσαία τάξη, η ίδια η σύσταση αυτού του κινήματος προτείνει μια ατελή συνείδηση μιας νέας ανταγωνιστικής συλλογικότητας. Προχωρώντας πέρα από τις άμεσες συνδέσεις που σχηματίζονται από αυτές τις δράσεις, τις συνδέσεις που εξακολουθούν να διακινδυνεύουν να διαιρέσουν τους οφειλέτες σε καλούς ή κακούς οφειλέτες, θα απαιτήσουμε μια κριτική σύσταση αυτής της συλλογικότητας.

Το σημείο εκκίνησης για την πολιτική του χρέους είναι η τρέχουσα κρίση, μια κρίση που υπονομεύει το μεγαλύτερο μέρος της συμβατικής σοφίας του εικοστού αιώνα, μία σοφία που ισχυρίστηκε ότι η καταναλωτική κοινωνία θα προλάβει οποιαδήποτε επανάσταση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. To xρέος, ειδικά το στεγαστικό, που τουλάχιστον στις ΗΠΑ κατασκευάστηκε γύρω από το ιδανικό του έθνους των ιδιοκτητών σπιτιού και των αποφοίτων κολεγίων, ήταν αρχικά άτομα που θα επένδυαν, τόσο ψυχικά όσο και οικονομικά στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Το χρέος εργάζεται για να αποκρύψει τη συρρίκνωση των μισθών και τη μείωση της υποστήριξης της ιδιωτικής εκπαίδευσης με την αναβολή της ημερομηνίας λήξης στο μέλλον. Τώρα, έχει αρχίσει να δημιουργεί το αντίθετό του, μια μαζική κατάσταση πολύ πιο επισφαλή από τη μισθωτή εργασία. Το χρέος επηρεάζει όχι μόνο τις συνθήκες εργασίας, ή τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, αλλά και της διαβίωσης, του καταφυγίου, και, τελικά, ειδικά στην περίπτωση των φοιτητικών δανείων, τη δυνατότητα οποιουδήποτε μέλλοντος.

Σε αυτό το αβέβαιο μέλλον είναι δυνατόν να διαβλέψουμε δύο άλλα πράγματα, τα οποία λειτουργούν ως βάση για μια πολιτική του χρέους. Πρώτα, ότι το χρέος δεν είναι μόνο ένας τρόπος που παρέχει ένα σπίτι, μια εκπαίδευση, ένα αυτοκίνητο, χωρίς μετρητά, αλλά είναι η εκμετάλλευση των διαφόρων αυτών αναγκών, ένας τρόπος για να πραγματοποιήσει κέρδη από όλες τις σφαίρες της ζωής και όλες τις σχέσεις. Δεύτερον, το χρέος εκθέτει την ιδέα ενός ουδέτερου κράτους, που αντιμετωπίζει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα: δεν είναι μόνο που το κράτος είναι στην πλευρά των πιστωτών, που μέσω της εγγύησης των δανείων και της διακόσμηση των μισθών, κάνει πολύ δυνατή την ύπαρξή τους. Έτσι, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι όσο περικόπτεται το χρέος εγκάρσια στις διάφορες υπερατομικότητες των πολιτών, των φοιτητών, των εργαζομένων, υπονομεύει δύο από τις εξατομικεύσεις που έχουν προλάβει την πολιτική δράση: τον καταναλωτή, που κατευνάζεται πολύ από τη μαζική αγορά επιθυμιών για να δράσει πολιτικά , και τον πολίτη, που εμπλέκεται στις μυθοπλασίες της ουδετερότητας και της ισότητας ενώπιον του νόμου. Έτσι, ενώ είναι αλήθεια ότι είναι δύσκολο να αρθρωθεί μία συλλογικότητα του χρέους, μια δυσκολία που κατέστη δυνατή από την αφαίρεση του, ίσως το κατάλοιπο του παρελθόντος έχει περάσει μακριά. Το μόνο που απομένει είναι το πιο επίμονο και δύσκολο κατάλοιπο για την απαλλαγή, από το υπεύθυνο και απομονωμένο υποκείμενο. Το έργο της σύστασης μίας συλλογικής άρνησης θα είναι δύσκολο, διασχίζοντας τη γραμμή μεταξύ των αφαιρέσεων του χρέους και της συγκεκριμένης καταστολής του κράτους, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: η ηθική του χρέους, με τις ιδέες της ατομικής ευθύνης για μια συλλογική κατάσταση, πρέπει να απορριφθεί με κάθε κόστος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Horatio Alger (13 του Γενάρη 1832 – 18 Ιουλίου 1899) ήταν ένας παραγωγικός Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα, γνωστός για τα πολλά στερεότυπα νεανικά μυθιστορήματά του για φτωχά παιδιά και την άνοδο τους από την ταπεινή καταγωγή τους στη ζωή και την ασφάλεια και την άνεση της μεσαίας τάξης με σκληρή δουλειά, αποφασιστικότητα, θάρρος και ειλικρίνεια. Τα κείμενά του έχουν χαρακτηριστεί ως αφήγηση από τα “κουρέλια στα πλούτη” (rags to riches), που είχαν μια διαμορφωτική επίδραση στην Αμερική κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής εποχής (Gilded Age). (Βλέπε Wikipedia )

[2] βλέπε σελ 188-9 κεφάλαιο τέταρτο, στο Κεφάλαιο. τομ 1 του Κάρολου Μάρξ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. “Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσια της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοχτησία και ο Μπένθαμ! Επειδή ο αγοραστής κι ο πωλητής ενός εμπορεύματος, λχ της εργατικής δύναμης, υποτάσσονται μόνο στην ελεύθερη θέληση τους. Συμβάλλονται σαν ελεύθερα, νομικώς ισότιμα πρόσωπα. Το συμβόλαιο είναι το τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο οι θελήσεις τους βρίσκουν μία κοινή νομική έκφραση. Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοκτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του. Μπένθαμ! Επειδή ο καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. …”