Η αρχαιολογία
του νεοφιλελευθερισμού έχει τις ρίζες της στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου
και τους θεωρητικούς της μονεταριστικής σχολής[1] τη
δεκαετία του 1970. Το ρεύμα αυτό εμπνεύστηκε από τις θέσεις τριών
οικονομολόγων, «προφητών» του νεοφιλελευθερισμού: του Τζόζεφ Σουμπέτερ
(1883-1950), του Φρίντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992) και του Μίλτον Φρίντμαν
(1912-2006). Η βασική τους θέση ήταν η απόρριψη κάθε κεντρικής,
κρατικής ρύθμισης της οικονομίας, με το πρόσχημα πως αφενός η οικονομία
είναι τόσο περίπλοκη που κάθε κρατική παρέμβαση οδηγεί σε αδιέξοδο- το
βασικό ιδεολόγημά τους ήταν η «αποτυχία του κράτους ως επιχειρηματίας».
Αφετέρου, ισχυρίζονταν, η κρατική παρέμβαση περιορίζει την «ιδιωτική
πρωτοβουλία» και επομένως την οικονομική ανάπτυξη. Με βάση τα δυο αυτά
επιχειρήματα, πρόβαλαν μια αντίληψη για ελάχιστο κράτος καθώς και την
εξάλειψη του «κράτους πρόνοιας».
Οι αντιλήψεις
αυτές αναπόφευκτα τους οδηγούσαν σε στράτευση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου
και ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Πρώτο στόχο τους έθεταν, αν ήταν
δυνατόν, τη διάλυση των συνδικάτων, ή πιο ρεαλιστικά, την πλήρη
αποδυνάμωσή τους. Στη συνέχεια, θα ήταν πολύ εύκολο να «απελευθερώσουν»
την οικονομία πραγματοποιώντας σωρεία ιδιωτικοποιήσεων. Πολύ φυσιολογικά
λοιπόν, οι εκπρόσωποι της σχολής ήταν βαθιά αντιδημοκρατικοί, και
ανοικτά διακήρυτταν τη θέση τους υπέρ μιας «περιορισμένης δημοκρατίας».
Στη
δεκαετία του 1970 οι ηγέτες της σχολής αποκτούν σχέσεις με δικτατορίες,
του στρατηγού Σουχάρτο στην Ινδονησία και του στρατηγού Πινοσέτ στη
Χιλή. Ο ίδιος ο Μίλτον Φρίντμαν μεταβαίνει τον Μάρτιο του 1975 στη Χιλή,
όπου αρκετοί πρώην φοιτητές του από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου είχαν
γίνει σύμβουλοι του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ. Ο «πάπας» του
νεοφιλελευθερισμού Φρίντριχ φον Χάγιεκ πραγματοποιεί πολλές επισκέψεις
στη Χιλή και το 1981 δεν διστάζει να δηλώσει για τον στρατηγό Πινοσέτ:
«Προσωπικά, προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτατορία, παρά μια δημοκρατική κυβέρνηση από την οποία θα απουσιάζει ο φιλελευθερισμός».[2]
Στον πρώτο
χρόνο εφαρμογής της «θεραπείας» που χορήγησαν αυτοί οι υπερφιλελεύθεροι
ζηλωτές, η οικονομία της Χιλής σημείωσε ύφεση της τάξης του 15%, ενώ ο
δείκτης ανεργίας -ο οποίος ήταν μόλις 3% υπό τη δημοκρατική κυβέρνηση
της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε- αναρριχήθηκε στο 20%! Το 1988,
μετά από δεκαπέντε χρόνια υπερφιλελεύθερων πειραμάτων, το 45% των
Χιλιανών βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας.[3]
Παρά τα
τραγικά αποτελέσματα της εφαρμογής των δογμάτων τους, η άρχουσα τάξη
εξετίμησε γρήγορα την άγρια ταξική τους θέση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου
και φρόντισε μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών να διαδώσει τις ιδέες
του νεοφιλελευθερισμού. Το 1974, ο Χάγιεκ τιμάται με το βραβείο Νόμπελ
Οικονομίας. Το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε επίσης στους πέντε
φιλελεύθερους φίλους του: τον Μίλτον Φρίντμαν (1975), τον Τζορτζ
Στίγκλερ (1982), τον Τζέιμς Μπιουκάναν (1986), τον Ρόναλντ Κόουζ (1991)
και τον Γκάρι Μπέκερ (1992).
Το 1979 οι
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι πλαισιώνουν τη Μάργκαρετ Θάτσερ στο
Ηνωμένο Βασίλειο και το 1980 τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Ουάσινγκτον.
Η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού
Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 80, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα γίνονται το
ευαγγέλιο των καπιταλιστών σε ολόκληρο τον κόσμο: προτεραιότητα και
έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, έλεγχο του προϋπολογισμού, φορολογική
μεταρρύθμιση υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, μείωση των
δημοσίων δαπανών που μεταφράζεται σε αύξηση της ανεργίας, απελευθέρωση
των εμπορικών συναλλαγών και των χρηματοοικονομικών αγορών, και ασφαλώς
μαζικές ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο τομέα.
Το 1989, ο
αμερικανός Τζον Ουίλιαμσον, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προτείνει
να συνοψιστούν οι βασικές θέσεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων και
να κωδικοποιηθεί η πολιτική εφαρμογή τους σε μια λίστα δέκα προτάσεων.
Είχε κατά νου κυρίως τα μέτρα που έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να
εφαρμοστούν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτό το σύνολο μέτρων
έμελλε να γίνει γνωστό ως «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» ή ως «Δέκα
Εντολές», στις οποίες όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν από τότε υποταγή, αν
θέλουν να περάσουν το κατώφλι της «διεθνούς κοινότητας»:[4]
- Έλεγχος σε επίπεδο δημοσίου χρέους.
- Επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων σε επίπεδο δημοσίων δαπανών.
- Φορολογική μεταρρύθμιση (μείωση του φόρου εισοδήματος).
- Απελευθέρωση των επιτοκίων.
- Υιοθέτηση ανταγωνιστικών τιμών συναλλάγματος.
- Απελευθέρωση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών.
- Απελευθέρωση των άμεσων ξένων επενδύσεων.
- Ιδιωτικοποίηση των δημοσίων εταιρειών και του δημοσίου τομέα.
- Απελευθέρωση των αγορών και μείωση των φορολογικών δασμών.
- Μετοχοποίηση των τίτλων ιδιοκτησίας.
Τα διεθνή
χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ),
θα πάρουν τη σκυτάλη αυτών των θέσεων και θα γίνουν το οπλισμένο χέρι
του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού επιχειρώντας την κατάργηση κάθε
περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, των υπηρεσιών και του
κεφαλαίου. Ασφαλώς, όπως σε όλα τα δόγματα, υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στη
«θεωρία» και την πράξη. Ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός ουδέποτε αρνήθηκε
την κρατική παρέμβαση αν αυτή ήταν υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στους
εργαζόμενους ή υπέρ των πλούσιων και ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών. Ο
προστατευτισμός υπέρ των ισχυρών δυτικών κρατών ήταν κάτι που ποτέ δεν
απασχόλησε τον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό. Οι μεγάλες δυτικές
ιμπεριαλιστικές χώρες, που ελέγχουν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και
τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) επιβάλουν σε αναπτυσσόμενες χώρες
να ενστερνιστούν «συνταγές που οι ανεπτυγμένες χώρες δεν ήταν
διατεθειμένες να εφαρμόσουν για τον ίδιο τους τον εαυτό», όπως
παραδέχθηκε ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.[5]
Η λεγόμενη
παγκοσμιοποίηση αφορά κυρίως τον χρηματοοικονομικό τομέα. Από τη στιγμή
που η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων έγινε ολοκληρωτική, ο συγκεκριμένος
τομέας είναι μακράν ο κυρίαρχος στη σφαίρα της οικονομίας. Η ελεύθερη
διακίνηση του κεφαλαίου γίνεται ο πολιορκητικός κριός για το σφετερισμό
της δημόσιας περιουσίας από την αγορά και τους ιδιώτες καπιταλιστές. Και
μιας και τα κεφάλαια διακινούνται απολύτως ελεύθερα, σε αντίθεση με
τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι λιγότερο κινητικοί, νικητής βγαίνει το
κεφάλαιο.
Ο
νεοφιλελευθερισμός οξύνει τις αντιθέσεις προκαλώντας γενικευμένη
αντιπαλότητα: αγορά εναντίον κράτους, ιδιωτικός τομέας εναντίον
δημοσίου τομέα, άτομο εναντίον συλλογικότητας, εγωισμός εναντίον
αλληλεγγύης. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία παίρνει
τις πιο ακραίες ταξικές μορφές: διαρκής ύπαρξη μιας σχετικά μεγάλης
ανεργίας ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, μερική και
ανασφάλιστη εργασία, αποδυνάμωση των συνδικάτων, και αναπόφευκτη
πολιτική συνέπεια, αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Η κυριαρχία
του νεοφιλελευθερισμού επιστεγάζεται με τη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας
στο σοσιαλφιλελευθερισμό. Σοσιαλδημοκρατικές ήταν οι κυβερνήσεις του
Φελίπε Γκονζάλες το 1982 στην Ισπανία, του Λοράν Φαμπιούς το 1983 στη
Γαλλία, του Μπετίνο Κράξι το 1983 στην Ιταλία και του Κάρλος Αντρες
Πέρεζ το 1989 στη Βενεζουέλα που εμφύτευσαν το νεοφιλελευθερισμό στις
αντίστοιχες χώρες.
Από το 1989,
το δόγμα επεκτείνεται στο σύνολο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι
οποίες, αφού ανέτρεψαν τον κρατικό καπιταλισμό, προσηλυτίστηκαν μαζικά
στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού. Στην Πολωνία, το ηλεκτροσόκ
που εφάρμοσαν το ΔΝΤ και ο Λέσεκ Μπαλτσέροβιτς (Υπουργός Οικονομικών
της κυβέρνησης του Ταντέους Μαζοβιέσκι, ενός από τους ιστορικούς ηγέτες
του συνδικάτου Αλληλεγγύη) ήταν ιδιαίτερα σαρωτικό: εκτός από την άμεση
κατάργηση του ελέγχου των τιμών και τις περικοπές στις επιδοτήσεις,
επέβαλαν την πώληση ολόκληρου του τομέα των ορυχείων, των ναυπηγείων και
όλων των κρατικών εργοστασίων στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το σύνολο του
βιομηχανικού δυναμικού της χώρας ξεπουλήθηκε σε ιδιωτικά κεφάλαια.
Προμηνύματα θύελλας: η κρίση του 1997,
η φούσκα των εταιρειών dot com
και το σκάνδαλο Enron
Μέχρι σχεδόν
το τέλος της δεκαετίας του ’90 επικρατούσε η αντίληψη ότι οι οικονομικές
κρίσεις θα επιλύονταν μέσω της «τεχνολογικής προόδου». Πολλοί ήταν οι
αναλυτές που προανήγγειλαν το «τέλος των οικονομικών κύκλων» γιατί πλέον
ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δήθεν «μέσω της συνεχούς τεχνολογικής
προόδου» μπορούσε να οδηγεί σε «αέναη οικονομική ανάπτυξη».
Ωστόσο η κρίση
της περιόδου 1997-1998 που ξεκίνησε από τη Νοτιοανατολική Ασία έδειξε
ξεκάθαρα ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα που είχε οικοδομηθεί από τη
νεοφιλελεύθερη θεωρία μπορούσε να γίνει επικίνδυνα εύθραυστο.[6]
Η πρώτη μεγάλη
φούσκα που θα σκάσει είναι του Internet. Τη δεκαετία του 1990 έχουμε τη
ραγδαία εξάπλωση του Διαδικτύου. Η εποχή του Internet χαρακτηρίζεται
κυρίως από τη σχεδόν στιγμιαία μεταφορά δεδομένων και τον
πολλαπλασιασμό των ηλεκτρονικών δικτύων. Πολύ γρήγορα τα χρηματιστήρια
ασπάστηκαν τις νέες τεχνολογίες. Οι συναλλαγές άρχισαν να γίνονται
ηλεκτρονικά, με την ταχύτητα του φωτός. Οι ανταλλαγές δεκαπλασιάστηκαν.
Το αποτέλεσμα; Μαζί με την κίνηση του κεφαλαίου επιταχύνθηκε και η
κερδοσκοπία.
Έτσι γεννήθηκε
αυτό που αρκετές εφημερίδες θα χαρακτήριζαν αργότερα «νέα οικονομία» ή
ακόμα και «επανάσταση της Net Economy». Μια επανάσταση που για
ορισμένους μπορούσε μόνο να συγκριθεί με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων
το 1840 και με την εμφάνιση του ηλεκτρισμού το 1870. Οι προοπτικές
ανάπτυξης φάνταζαν απεριόριστες.
Ορισμένα
στατιστικά στοιχεία ενίσχυαν αυτά τα ιδεολογήματα: για παράδειγμα, στη
Γαλλία, μεταξύ 1997 και 2000, πάνω από 10 εκατομμύρια άτομα αγόρασαν
κινητό τηλέφωνο, ενώ διπλασιάστηκε το ποσοστό των ηλεκτρονικών
υπολογιστών στον οικιακό εξοπλισμό. Υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αριθμός των
χρηστών του Διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος εκτινάχθηκε από τα
2 εκατομμύρια το 1994 στα 142 εκατομμύρια το 1998,θα ξεπερνούσε μέσα σε
λίγα χρόνια τον αριθμό των χρηστών τηλεφώνου. Η νεοφιλελεύθερη
ιδεολογία εκτιμούσε ότι με κίνητρο τις ιδιωτικοποιήσεις και τον ελεύθερο
ανταγωνισμό της αγοράς των υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, η επικείμενη
μεγάλη οικονομική μάχη θα έφερνε αντιμέτωπες τις αμερικανικές, τις
ευρωπαϊκές και τις ιαπωνικές εταιρείες, στην προσπάθεια τους να ελέγξουν
τα δίκτυα και να κυριαρχήσουν στην αγορά της εικόνας, των δεδομένων,
του ήχου, των παιχνιδομηχανών, της υψηλής ευκρίνειας κ.λπ. Με λίγα
λόγια, οι επενδύσεις θα ήταν κολοσσιαίες και τα κέρδη μυθικά.
Η πορεία των
τίτλων που σχετίζονται με το Διαδίκτυο εκτινάχθηκε. Οι εταιρείες έβλεπαν
την αξία των μετοχών τους να πολλαπλασιάζεται 100 ή 370 φορές ή ακόμη
και 800 φορές (!!) όπως η American On Line (AOL). Μόνο για το έτος 1999,
ο δείκτης Nasdaq (το χρηματιστήριο όπου γίνονται οι συναλλαγές αξιών
νέων τεχνολογιών στη Νέα Υόρκη) σημείωσε άνοδο της τάξης του 85,6%.
Ωστόσο ότι
φουσκώνει απότομα, ξεφουσκώνει το ίδιο απότομα. Τον Μάρτιο του 2001
σκάει η «φούσκα» του Διαδικτύου. Μόλις πέντε χρόνια δηλαδή από τότε που
οι επενδυτές βιάζονταν να χιμήξουν στις αξίες του τεχνολογικού κλάδου. Η
πτώση ήταν πολύ άγρια: το χρηματιστήριο του Παρισιού κατρακυλάει από
τις 6.980 μονάδες αγγίζοντας τις 2.500. Στις ΗΠΑ ο δείκτης Dow Jones
χάνει το 38% της αξίας του, ενώ ο δείκτης S&Ρ το 41%! Τα τρία
τέταρτα των εταιρειών της Net-economy εξαφανίζονται.
Μετά το κραχ
του Διαδικτύου ξεσπά η υπόθεση Enron η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό
παράδειγμα των αποτελεσμάτων της ανεξέλεγκτης «απελευθέρωσης» της αγοράς
και εφαρμογής των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα
από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα του μεταπολεμικού καπιταλισμού.
Σε ότι αφορά
το οικονομικό μοντέλο, η ENRON διόγκωνε τεχνητά τα κέρδη,
χρησιμοποιώντας πολλές εταιρείες-βιτρίνες για να καλύψει τα ελλείμματα
και παραποιώντας τους ισολογισμούς. Στόχος της ήταν να φουσκώσει τη
χρηματιστηριακή αξία της. Η ENRON επωφελήθηκε επίσης από την
ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας στην Καλιφόρνια, καθώς δεν δίστασε
να καταφύγει ακόμη και σε εσκεμμένες (δίχως τεχνικό λόγο) διακοπές
ρεύματος, ώστε να αυξήσει την τιμή της κιλοβατώρας.
Ο τύπος επί
σειρά ετών εγκωμίαζε την ENRON χαρακτηρίζοντας τη μοντέλο «θάρρους και
εκσυγχρονισμού», καθώς και μοντέλο «εταιρικής διακυβέρνησης». Ο διάσημος
οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Andersen εξέδιδε πιστοποιητικά
οικονομικής ευρωστίας. Η άνοδος της αξίας της μετοχής της ENRON ήταν
διαρκής. Οι καλύτεροι δοκιμιογράφοι και αρθρογράφοι (όχι μόνο του
αμερικανικού τύπου) υμνούσαν την εταιρεία από το Χιούστον, η οποία ήξερε
να αναγνωρίζει το συγγραφικό τους ταλέντο με υψηλές ανταμοιβές…
Η Enron δεν
περιορίστηκε μόνο στο λάδωμα του τύπου ή των οίκων πιστοληπτικής
αξιολόγησης. Η εταιρεία παράλληλα ξόδευε εκατομμύρια δολάρια σε
δραστηριότητες πολιτικού lobby. Υπήρξε ο βασικός «νονός» του Τζορτζ
Μπους και γενναίος χρηματοδότης των περισσότερων μελών της κυβέρνησης
του, μεταξύ των οποίων και του Τζον Άσκροφτ, υπουργού Δικαιοσύνης. Πάνω
από εκατό μέλη του Κογκρέσου λάμβαναν τις συνεισφορές της Enron στο
εκλογικό τους ταμείο. Ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ «Ντικ» Τσέινι είχε καλέσει
επανειλημμένα τον πρόεδρο της Enron, Κένεθ Λέι, να συμμετάσχει στην
ομάδα εργασίας για την ενέργεια, της οποίας ο Τσέινι ήταν επικεφαλής.
Μετά το
ξέσπασμα του σκανδάλου υπήρξαν (υποτίθεται) νέες νομοθετικές διατάξεις,
όπως ο νόμος Sarbanes-Oxley, με στόχο την καλύτερη εποπτεία των
διευθυντών και των ελεγκτικών εταιρειών, την εξασφάλιση «μεγαλύτερης
διαφάνειας των λογαριασμών και την προστασία των επενδυτών».
Ωστόσο, ο νέος
νόμος και οι νέοι κανονισμοί δεν εμπόδισαν, έξι χρόνια αργότερα, ούτε
τη δημιουργία της στεγαστικής φούσκας των ενυπόθηκων δανείων
(subprimes) ούτε το απόλυτο κραχ του 2008.
Η μια φούσκα φέρνει την άλλη…
Παρά το σοκ
της ασιατικής κρίσης του 1997-98, τη φούσκα του Διαδικτύου, τις
επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τη χρεοκοπία της ENRON, η παγκόσμια
ανάπτυξη ανασυντάχθηκε πολύ γρήγορα. Φαινόταν ότι το σύστημα έχει
αποκτήσει θαυμαστή ανοσία απέναντι στις οικονομικές κρίσεις και
κατόρθωνε να τις ξεπερνά με σχετική ευκολία.
Στην
πραγματικότητα οι κρίσεις δεν έπαιρναν δραματική έκταση χάρις στην
κρατική παρέμβαση (παρά και ενάντια στα νεοφιλελεύθερα δόγματα). Αλλά,
το σύστημα ξεπερνούσε μεν τις κρίσεις, συσσώρευε ωστόσο διαρκώς νέες
αντιφάσεις χωρίς να λύνει τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα
κερδιζόταν απλώς χρόνος και διαρκώς υπήρχε ο κίνδυνος κάθε νέα κρίση να
είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Το σύστημα δημιουργούσε τη μια
χρηματιστηριακή φούσκα μετά την άλλη με κίνδυνο κάποια στιγμή τα
πράγματα να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Ο Άλαν
Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ από το 1987 μέχρι
το 2006, εφάρμοζε μια επιθετική πολιτική (ιδιαίτερα μετά το 2001) με
πολύ χαμηλά επιτόκια που είχε ως αποτέλεσμα να καταχρεωθεί τόσο το
αμερικανικό δημόσιο όσο και τα αμερικανικά νοικοκυριά.
Πρέπει
να σημειωθεί ότι από το 2001 είχε δημιουργηθεί η μεγαλύτερη
κερδοσκοπική φούσκα της ιστορίας, λόγω της έκρηξης στις τιμές των
ακινήτων σε όλο τον πλανήτη και της πρωτοφανούς αύξησης των χρεών. Το
συνολικό χρέος των Αμερικανών (όλων των εργαζομένων) ανερχόταν στο 350%
του ΑΕΠ το 2007, τη στιγμή που, το 1929, δεν είχε ξεπεράσει το 300%!
Μέσω μια
διαρκούς πορείας απορύθμισης της οικονομίας (δηλαδή κατάργησης των
κρατικών ελέγχων) δημιουργείται μια «χρηματοοικονομική τεχνολογία» που
οδηγείται στα άκρα. Η δημιουργικότητά της είναι αστείρευτη: εφευρίσκει
όργανα (τιτλοποίηση, subprimes, hedge funds, πιστωτικά παράγωγα) και
τεχνικές (shortselling, φαινόμενο μόχλευσης) που ήταν είτε άγνωστα μέχρι
τότε είτε από καιρό απαγορευμένα αλλά χάρις στο νεοφιλελευθερισμό
(ξανα)νομιμοποιούνται.
Δημιουργούνται
τόσο περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που ακόμα και οι
(υποτιθέμενοι ειδικοί) δεν ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται:
«[…] ένας
υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, ο οποίος υποτίθεται ότι
επιτηρούσε τις τράπεζες, ζήτησε να του εξηγήσουν, κατά τη διάρκεια ενός
δείπνου [το 2007], τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών δομών στις
οποίες συγκεντρώνονταν τα subprimes…».[7]
Η παγκόσμια
οικονομία πήρε τη μορφή μιας τεράστιας εικονικής και άυλης χάρτινης
σφαίρας. Την ώρα που ο συνολικός πλούτος που παράγει η παγκόσμια
οικονομία ετησίως είναι γύρω στα 50.000 δισ. ευρώ, η αξία των μετοχών
ακινήτων σε παγκόσμια κλίμακα είναι της τάξης των 75.000 δισ. ευρώ, η
αξία όλων των ομολόγων και μετοχών του κόσμου εκτιμάται στα 100.000 δισ.
ευρώ, η συνολική αξία των παράγωγων προϊόντων (χρηματοοικονομικών
τίτλων) ξεπερνούσε από μόνη της το ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια ευρώ
(!!!), τον Δεκέμβριο του 2007.[8] Αυτή η γιγαντιαία φούσκα δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί, κάποια στιγμή θα γινόταν η έκρηξη.
Η ώρα της
κρίσης άργησε λίγο, αλλά τελικά ήρθε. Η αφορμή ήταν η κατάρρευση της
αγοράς των subprimes (δάνεια με υποθήκευση σπιτιού σε φτωχά νοικοκυριά).
Για την
ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προαναφέραμε, ο Άλαν Γκρίνσπαν πρόεδρος
της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, αποφάσισε να ρίξει τα επιτόκια και
να προσανατολίσει την οικονομία προς τον κλάδο των ακινήτων
δημιουργώντας έτσι μια γιγαντιαία φούσκα.
Εξαιτίας της
δημογραφικής ανάπτυξης και του περιορισμένου αριθμού των ιδιοκτησιών,
πολλοί κερδοσκόποι θεώρησαν ότι η άνοδος των τιμών των ακινήτων στις
ΗΠΑ (ετήσια άνοδος γύρω στο 15%) θα συνεχιζόταν επ” αόριστον.
Με το δανεισμό
χρημάτων στις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες, οι τράπεζες δεν
είχαν καμία πρόθεση να εφαρμόσουν κοινωνικό καπιταλισμό. Ακριβώς το
αντίθετο. Είναι γνωστό πως με την εκμετάλλευση των φτωχών, οι οποίοι εξ
ορισμού υπερτερούν σε αριθμό, κλείνονται οι καλύτερες συμφωνίες. Οι
τραπεζίτες πόνταραν στην αδυναμία ορισμένων οικογενειών να αποπληρώσουν
για να διατηρήσουν τα σπίτια τους. Κι έτσι είχαν διπλό κέρδος: αφενός,
εισέπρατταν για πολλά χρόνια τις μηνιαίες πιστωτικές δόσεις και,
αφετέρου, οικειοποιούνταν ένα αγαθό (το σπίτι) του οποίου τελικά η αξία
είχε διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Όταν όμως, το
2005, υπό το φόβο του πληθωρισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ
ανεβάζει τα βασικά επιτόκια, μπλοκάρει το μηχανισμό. Το κόστος των
στεγαστικών δανείων, που συνδέεται με τα επιτόκια, τελικά
διπλασιάζεται. Έτσι εκατομμύρια οικογένειες που πιάστηκαν στο δόλωμα των
subprimes, ανίκανες πλέον να επιβιώσουν, προτιμούν να παραδώσουν τα
κλειδιά του σπιτιού τους στις τράπεζες.
Η αγορά
ξαφνικά πλημμύρισε από σπίτια που οι τράπεζες δεν μπορούσαν να
πουλήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση των τιμών και το βίαιο ξε-φούσκωμα
της «φούσκας» των ακινήτων. Τα τραπεζικά ιδρύματα πιάστηκαν δυο φορές
στην ίδια τους την παγίδα: αφενός, ένας τεράστιος όγκος πελατών έπαψε να
τους καταβάλλει χρήματα και, αφετέρου, ήταν οφθαλμοφανές ότι κατέρρεε η
αξία του γιγαντιαίου αριθμού ακινήτων που κατείχαν.
Η απειλή της
πτώχευσης για περίπου τρία εκατομμύρια νοικοκυριά, τα οποία είχαν
χρεωθεί με περίπου 200 δισ. ευρώ, έθετε σε κίνδυνο μεγάλα αμερικανικά
πιστωτικά ιδρύματα. Για να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο, τα ιδρύματα
αυτά πούλησαν μέσω τίτλων
subprimes σε άλλες τράπεζες ένα μέρος των επισφαλών πιστώσεων τους. Οι
τράπεζες εκχώρησαν τις πιστώσεις σε κερδοσκοπικές επενδυτικές
εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους τις διασκόρπισαν σε τράπεζες σε
ολόκληρο τον κόσμο. Γι” αυτό το λόγο, το φαινόμενο συγκρίνεται με
μολυσματικό ιό και γίνεται λόγος για «νόσο», «μόλυνση», «επιδημία» ή
«τοξικότητα». Προκαλείται ένα ντόμινο που από το καλοκαίρι του 2007
προξενεί τριγμούς σε ολόκληρο το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Κοντά στην άβυσσο: το κραχ του 2008
Όταν το
καλοκαίρι του 2007 αποκαλύφθηκε η πτώση της αξίας της αμερικανικής
τράπεζας Bear Stearns, σηματοδοτήθηκε η έναρξη της κρίσης.
Εκείνη τη
στιγμή, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι το
σύνολο του τραπεζικού συστήματος έχει μολυνθεί και δηλητηριαστεί με χρέη
πολύ υψηλού ρίσκου, τα οποία έχουν διεισδύσει παντού. Γίνεται γνωστό
ότι ορισμένα από τα ισχυρότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα – Citigroup
και Merrill Lynch στις ΗΠΑ, Northern Rock στο Ηνωμένο Βασίλειο, UBS στην
Ελβετία, Societe Generale στη Γαλλία κ.λπ.- έχουν καταγράψει τεράστιες
ζημιές.
Στις 15
Σεπτεμβρίου 2008 πραγματοποιείται η χρεοκοπία της Lehman Brothers, της
τέταρτης τράπεζας επενδύσεων στον κόσμο. Μια πραγματική σεισμική δόνηση
για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στους επόμενους μήνες πάνω από
25.000 δισ. ευρώ γίνονται καπνός, επενδυτικές τράπεζες σβήστηκαν από το
χάρτη, τα πέντε ισχυρότερα ιδρύματα (και πυλώνες του συστήματος)
κατέρρευσαν: η Lehman Brothers πτώχευσε, η Bear Stearns εξαγοράστηκε (με
τη βοήθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) από τη Morgan Chase, η
Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Bank of America. Όσο για τις δύο
τελευταίες, την Goldman Sachs και την Morgan Stanley (αυτήν την
εξαγόρασε η ιαπωνική Mitsubishi UFJ), ναυάγησαν ως επενδυτικές
τράπεζες και μετατράπηκαν ξανά σε απλές εμπορικές τράπεζες, οι οποίες
υπόκεινται πλέον στον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Το σύστημα
είχε κυριολεκτικά φτάσει ένα βήμα πριν από την άβυσσο. Όδευε ολοταχώς
προς μια επανάληψη της κρίσης του 1930 (σύμφωνα με τις εκ των υστέρων
βέβαια) εκτιμήσεις των οικονομικών γκουρού του καπιταλισμού. Ο
νεοφιλελευθερισμός είχε οδηγήσει το σύστημα σε τέτοιο βαθμό απορρύθμισης
ώστε όχι μόνο οι επενδυτικές τράπεζες, αλλά και οι κεντρικές τράπεζες,
οι ρυθμιστικές αρχές, οι εμπορικές τράπεζες, τα αποταμιευτικά ταμεία,
οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οργανισμοί πιστοληπτικής αξιολόγησης
(Standard & Poors, Moody’s, Fitch), ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί
ελέγχου (Deloitte, Ernst & Young, PwC) αποδείχθηκαν πλήρως ανίκανες
όχι να προβλέψουν την έκταση της κρίσης αλλά έστω να δουν τις
εκρηκτικές υπερβολές που συσσώρευε ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Στην Ευρώπη ακόμα και τον Ιούνιο του 2008 ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλωνε:
«Το βασικό μας
σενάριο δείχνει ότι θα σημειωθεί ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης στο
δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2008, αλλά στο τέταρτο τρίμηνο θα υπάρξει
συγκρατημένη και προοδευτική οικονομική μεγέθυνση».[9]
Είναι περιττό να σχολιάσουμε πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας…
Σοσιαλισμός… αλλά για τους πλούσιους!
Όταν
αντιλαμβάνονται το μέγεθος της κρίσης οι κυβερνήσεις σπεύδουν για τη
διάσωση των καπιταλιστών. Οι Κεντρικές Τράπεζες της Αμερικής, της
Ευρώπης, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και της Ιαπωνίας αρχίζουν
να κάνουν τονωτικές ενέσεις αρχικά εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην
οικονομία και μετά τρισεκατομμυρίων, μέχρι να καταφέρνουν να
σταθεροποιήσουν κάπως την κατάσταση. Για άλλη μια φορά, δεν ήταν η
αγορά, αλλά το κράτος με τα χρήματα των φορολογουμένων που διέσωσε το
σύστημα παρά και ενάντια στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού.
Στην Ευρώπη
και τις ΗΠΑ, οι τράπεζες εκλιπαρούσαν μαζικά για κρατική παρέμβαση. Οι
μεγαλύτερες εταιρείες του στεγαστικού κλάδου στην Αμερική, η Fannie Mae
και η Freddie Mac,εθνικοποιήθηκαν.
Το ίδιο συνέβη και με τον όμιλο American International Group (AIG), τη
μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις
αρχές του 2009 οι ΗΠΑ είχαν δώσει για τη στήριξη των επιχειρήσεων 1.179
δισεκατομμυρίων ευρώ!
Τα κράτη
παρεμβαίνουν για να διασώσουν τους καπιταλιστές αλλά όχι τους
εργαζόμενους. Και όχι μόνο αυτό. Για τους εργαζόμενους αυτό που τους
επιφυλάσσουν είναι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση μισθών και
συντάξεων, διαρκής συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, μερική και
ανασφάλιστη εργασία. Και όλα αυτά την ίδια ώρα που τα δισεκατομμύρια
κατευθύνονται στη διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ορισμός της
κοινωνικής πρόκλησης…
Η διάσωση των
μεγαλοκαπιταλιστών παίρνει τη μορφή ανοικτού σκανδάλου. Παρόλο που ο
κόσμος βυθίζεται στην κρίση του αιώνα και εκατομμύρια εργαζομένων
πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων, τα στελέχη πολλών χρηματοοικονομικών
ιδρυμάτων (που ευθύνονται για την έκταση της κρίσης) εξακολουθούν να
αμείβονται με εξωφρενικούς μισθούς και πριμ. Τα αφεντικά τραπεζών ή
μεγάλων επιχειρήσεων εγκαταλείπουν τις εταιρείες τους λαμβάνοντας
μυθικά πριμ εξόδου («χρυσά αλεξίπτωτα»), ακόμα και μετά από σημαντικές
απώλειες. Έτσι, για παράδειγμα, πέντε συνεχόμενα τρίμηνα απωλειών και η
πτώση της μετοχικής αξίας κατά 70% δεν εμπόδισαν την τράπεζα Merrill
Lynch της Νέας Υόρκης, τον Δεκέμβριο του 2008, να προσφέρει στα στελέχη
της μπόνους ύψους περίπου 5,4 εκατομμυρίων ευρώ. Αντίστοιχα, η Goldman
Sachs και η Morgan Stanley που έχασαν την ιδιότητα της επενδυτικής
τράπεζας, κατέβαλαν 10,4 εκ. ευρώ στα στελέχη τους. Ορισμένοι επικεφαλής
της Lehman Brothers (παρόλο που κήρυξε πτώχευση) εισέπραξαν στα τέλη
του 2008 το ίδιο μπόνους με την προηγούμενη χρονιά!
Στο μεταξύ,
στις ΗΠΑ μόνο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχασαν περίπου 2.000 δισ.
δολάρια, σύμφωνα με τον Πίτερ Όρζαγκ, επικεφαλής του Γραφείου
Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, ο οποίος έκρινε ότι η κατάρρευση των
χρηματιστηριακών αξιών θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τους εργαζομένους
που η σύνταξη τους εξαρτιόταν από ιδιωτικά ταμεία και οι οποίοι
πιθανότατα «θα αναγκάζονταν να καθυστερήσουν τη συνταξιοδότηση τους».
Εξαιτίας του χρηματοοικονομικού κραχ, πολλοί εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν
ότι το ποσό της σύνταξης τους θα ήταν πολύ πιο μικρό από όσο
προβλεπόταν.
Η αποτυχία του
καπιταλιστικού μοντέλου της «ελεύθερης αγοράς» αποδεικνύεται από τις
κρατικές παρεμβάσεις, τις μεγαλύτερες όλης της οικονομικής ιστορίας, που
καταδεικνύουν ότι οι αγορές δεν μπορούν να αυτορυθμιστούν μέσω του
περίφημου, αλλά ανύπαρκτου, «αόρατου χεριού» της αγοράς. Η απληστία των
καπιταλιστών τους οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Επιπλέον, η παρέκκλιση των
αρχών από το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αποσκοπούσε στην ενίσχυση των
αποταμιευτών που έπεσαν θύματα των τραπεζιτών, αλλά, αντιθέτως, στη
διάσωση των τραπεζιτών! Και το έπραξαν εφαρμόζοντας τη γνωστή
καπιταλιστική συνταγή:
Ιδιωτικοποίηση στα κέρδη, αλλά σοσιαλισμός στις ζημιές!
Την άνοιξη του 2008, ο πρόεδρος Μπους αρνήθηκε να υπογράψει νόμο
που πρόσφερε (έναντι 6 δισ. ευρώ ετησίως) ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
σε 9 εκατομμύρια φτωχά παιδιά. Τη θεωρούσε «περιττή δαπάνη». Έξι μήνες αργότερα, όσα κι αν έδινε για να βοηθήσει τα καθάρματα της Γουόλ Στριτ, δεν του φαίνονταν αρκετά. Για το νεοφιλελευθερισμό ο κόσμος έχει αναποδογυρίσει:σοσιαλισμός για τους πλούσιους και άγριος καπιταλισμός για τους υπόλοιπους.
Σημειώσεις
[1] Ο
θεωρητικός του μονεταρισμού ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Σύμφωνα με τη
θεωρία του, αν κάποιος κατόρθωνε να ελέγξει την προσφορά χρήματος, αν
περιόριζε την αύξηση της προσφοράς χρήματος ακολουθώντας τις ανάγκες του
εμπορίου, οι τιμές θα έμεναν σταθερές και ο πληθωρισμός θα εξαφανιζόταν
(η οικονομική κρίση του 1973 είχε εκτινάξει τον πληθωρισμό στις
ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες από το 3% στο 11% σε μέσο επίπεδο).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν
αυστηρές νομισματικές πολιτικές, περιορίζοντας δραστικά την έκδοση νέου
χρήματος.
Το αποτέλεσμα
κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό ήταν. Η οικονομία επιβραδύνθηκε λόγω της
στενότητας ρευστού, ενώ ο πληθωρισμός συνέχιζε να αυξάνει. Μια άλλη,
μοναδικά αποκρουστική λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων:
στασιμοπληθωρισμός.
Στο τέλος ο
πληθωρισμός νικήθηκε, αλλά όχι χάρις στις θεωρίες του Φρίντμαν, αλλά
χάρις στα υψηλά επιτόκια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα επιτόκια
έφτασαν διψήφια νούμερα για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Το
αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη της ανεργίας στο 10,7%, ενώ σημειώθηκε το
μεγαλύτερο ποσοστό χρεοκοπίας μικρών επιχειρήσεων από τη δεκαετία του
1930.
[2] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, σελ. 44.
[3] Στο ίδιο, σελ. 46-47
[4] Στο ίδιο, σελ. 51-52.
[5] Στο ίδιο, σελ. 54.
[6]Το
διεθνοποιημένου κεφαλαίου έδειξε και στην περίπτωση αυτή αγελαία
συμπεριφορά. Η Νότια Κορέα είχε μέχρι το 1996 πολύ μικρά κρατικά
ελλείμματα, μικρό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλό πληθωρισμό,
μικρή ανεργία και παρ’ όλα αυτά στη χρηματιστική κρίση του 1997 όλα αυτά
δεν την έσωσαν από την κρίση. Η κρίση ξεκίνησε τον Ιούλη 1997όταν η
Ταϊλάνδη υποτίμησε το νόμισμά της, το μπάτ, πυροδοτώντας ανάλογες
υποτιμήσεις σε Μαλαισία, Ινδονησία, Νότια Κορέα. Είχε προηγηθεί
οικονομική επιβράδυνση καθώς μειώθηκαν οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών.
Συνολικά οι εξαγωγές της Ανατολικής Ασίας αυξάνονταν με τον εκπληκτικό
ρυθμό του 27% το χρόνο τη δεκαετία του 1970, έπεσαν λίγο πάνω από το 11%
στη δεκαετία του 1980,όμως αυξήθηκαν πάλι στο 17% μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του1990. Στα 1995 η Ανατολική Ασία συγκέντρωνε το 21% των
άμεσων διεθνών επενδύσεων (53 δισ. δολάρια από σύνολο 254 δισ.).
Το πρόβλημα
δεν ήταν τόσο η επιβράδυνση των εξαγωγών, όσο η πτώση (λόγω του
αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού) σε αξία μεταφρασμένη σε δολάρια.
Έτσι ξεκίνησε μια αντιστροφή της κίνησης του διεθνούς κεφαλαίου. Μια
απλή επιβράδυνση έκανε τις ξένες (χρηματικές) επενδύσεις, με δεδομένη
την έλλειψη δυνατότητας ελέγχου της ροής τους, να αποτραβηχτούν από
αυτές τις χώρες, γιατί τα κέρδη δεν ήσαν «τα αναμενόμενα». Ένα σχετικά
μικρό πρόβλημα μετατράπηκε σε τραγωδία. Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας
από τη φυγή του κεφαλαίου μπήκαν σε πιστωτική και συναλλαγματική κρίση.
Τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται. Ενώ το 1990 τα ιδιωτικά χρέη στις
χώρες αυτές ήταν το 15% του ΑΕΠ, στα 1996 εκτινάχθηκαν στο 35%. Η κρίση
τις έπληξε σκληρά με ρυθμούς δεκαετίας του 1930: Οικονομική ανάπτυξη
–13,7% στην Ινδονησία, -7,5% στην Μαλαισία, -10% στην Ταϊλάνδη, -5,8%
στην Κορέα. Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου διέσπειρε την κρίση. Η
κρίση που ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη επεκτάθηκε με αφάνταστη ταχύτητα. Οι
καπιταλιστές που είχαν επενδύσει στην Ασία και είχαν απώλειες,
προσπάθησαν να «ρεφάρουν» πουλώντας μετοχές σε άλλες αναδυόμενες αγορές,
με αποτέλεσμα η κρίση να επεκταθεί στην Ρωσία και στην Λατινική
Αμερική.
Τελικά η πρώτη
αυτή διεθνής κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν έλαβε δραματικές
διαστάσεις χάρις (κλασσικά) στην παρέμβαση των κρατικών κεντρικών
τραπεζών των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Άλλο η θεωρία («κακό το
κράτος») και άλλο η πράξη για τους καπιταλιστές όταν πρόκειται να
διασωθούν οι ίδιοι…
[7] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, σελ. 93-94.
[8] Στο ίδιο, σελ. 102.
[9] Στο ίδιο, σελ. 104.