ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΚΥΠΡΟΣ: Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ . Άρθρο του Γιάννη Βαρουφάκη από το Δεκέμβρη του 2012

Δημοσιεύτηκε στο blog: filoftero στις 11 Δεκεμβρίου του 2012.

Το άρθρο γράφτηκε πρίν από τις πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο και γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. 

Το εισαγωγικό σχόλιο στο άρθρο είναι του συντάκτη του blog filoftero
Το άρθρο αυτό, του Γιάννη Βαρουφάκη*, μου εστάλη από την Κύπρο, από φίλο που το βρηκε αναρτημένο στο facebook του διευθυντή της "Καθημερινής" Κύπρου, Ανδρέα Παράσχου. Το βρίσκω ενδιαφέρον, από την άποψη ότι η επικρατούσα άποψη εκεί είναι ότι η χώρα σύρθηκε αναγκαστικά στο Μνημόνιο εξαιτίας της έκθεσης των τραπεζών της στα ελληνικά ομόλογα. Το άρθρο, κρίνοντας από τον επίλογο, θα πρέπει να έχει γραφεί πριν από μερικές εβδομάδες, αφού ο κ. Βαρουφάκης προβλέπει, ορθά όπως αποδείχτηκε, ότι η Κύπρος θα προσφύγει, θέλει-δεν-θέλει, στον Μηχανισμό Στήριξης. (Επί τη ευκαιρία, αξίζει να επισκεφθεί κάποιος το protagon.gr, και να εντρυφήσει σον έντονο διάλογο που έχει ανοίξει μεταξύ του πολυγραφότατου και περιζήτητου κ. Βαρουφάκη, τον κ. Γιώργο Προκοπάκη, αλλά και αρκετούς αναγνώστες, σχετικά με την "θλιβερή άλγεβρα της επαναγοράς"). 

ΚΥΠΡΟΣ: Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ 
του Γιάννη Βαρουφάκη   

Λέγεται ότι η πτώχευση της Κύπρου οφείλεται στις επενδύσεις των τραπεζών της στο ελληνικό δημόσιο χρέος, του οποίου η καθίζηση (ιδίως με το PSI των αρχών του 2012) ήταν η αρχή του μεγάλου κακού. Δεν είναι όμως έτσι. Αν και, προφανώς, το κυπριακό τραπεζικό σύστημα κλονίστηκε από το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα αίτια των δεινών που βιώνει σήμερα η Κύπρος πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Και, συγκεκριμένα, πρέπει να αναζητηθούν επί κυπριακού εδάφους.

Το 2011, σύμφωνα με επίσημα κυπριακά στοιχεία, από τους 862 χιλιάδες κατοίκους της Κυπριακής Δημοκρατίας οι 434.236 συγκαταλέγονταν στο ενεργό εργατικό δυναμικό (δηλαδή είτε εργάζονταν είτε έψαχναν για δουλειά) και μόνον 33.951 ήταν οι άνεργοι. Τρεις μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2012, ο αριθμός των ανέργων είχε ήδη αυξηθεί κατά το ήμισυ στους 48.166, δηλαδή η ανεργία είχε τιναχθεί στο 11,1%, από εκεί που πριν μερικά χρόνια κυμαινόταν κάτω του 4%. Εϊναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι μια τέτοια αύξηση δεν οφειλόταν στο PSI που χτήπησε τις τράπεζες λίγο αργότερα. Τα αίτια της Κρίσης ήταν άλλα.

Τι συνέβη λοιπόν; Αν αναλύσουμε τα στατιστικά στοιχεία ως προς την κατανομή της αυξημένης ανεργίας μεταξύ οικονομικών κλάδων, παρατηρούμε αμέσως ότι η μεγαλύτερη αύξηση προέκυψε στον κλάδο της οικοδομής, όπου η απασχόληση μειώθηκε κατά 12,5% την περίοδο 2009 με 2011. Αν επί πλέον ρίξουμε μια ματιά στον ρυθμό ανάπτυξης της οικοδομής στην Κύπρο από τότε που η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη, θα παρατηρήσουμε ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους της φούσκας στην αγορά ακινήτων της Ιρλανδίας, την περίοδο 2002-2008. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπως και στην Ιρλανδία, η οικονομική άνθηση του νησιού οφειλόταν, ως επί το πλείστον, στην εισρροή κεφαλαίων στην αγορά ακινήτων. 

Αυτή η εισρροή είχε δύο αποτελέσματα: Πρώτον, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες του κλάδου της οικοδομής, και παραπλήσιων δραστηριοτήτων, είδαν τα εισοδήματά τους να φουσκώνουν. Δεύτερον, η αύξηση των τιμών των ακινήτων έδωσαν μια αίσθηση πλούτου στους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα να νιώθουν πιο «έτοιμοι» να δανειστούν από τις τράπεζες για καταναλωτικές αγορές (χρησιμοποιώντας τις αυξανόμενες αξίες των ακινήτων τους ως τραπεζικά εχέγγυα). 

Όπως πάντα συμβαίνει με τις φούσκες, η μεγαλύτερη τιμωρία τους είναι η εγγύηση πως κάποια στιγμή θα σκάσουν. Όταν κατέστη φανερό ότι η Ευρωζώνη μπαίνει σε μια διαδικασία σειριακής καθίζησης αδύναμων κρατών και των τραπεζικών συστημάτων που βασίζονται πάνω τους (μια ακολουθία που ξεκίνησε από την Ελλάδα και έφτασε στην Κύπρο του Ατλαντικού – την Ιρλανδία), τα κεφάλαια που είχαν εισρρεύσει στην αγορά ακινήτων, μέσω των κυπριακών τραπεζών, εξαφανίστηκαν – εγκατέλειψαν το νησί. Που πήγαν; Ποια ήταν αυτά τα κεφάλαια; Σε ποιούς ανήκαν;

Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, που είναι σχεδόν πανομοιότυπη με της Κύπρου (καθώς η ανάπτυξη βασίστηκε σε κεφάλαια που εισέρευσαν στην αγορά ακινήτων λόγω ευρώ και λόγω χαμηλού φορολογικού συντελεστή – 12,5% στην Ιρλανδία, 10% στην Κύπρο), τα κεφάλαια ήταν γερμανικά. Στην περίπτωση της Κύπρου;

Πριν απαντήσω στο ερώτημα, να σας θυμίσω ότι τον Οκτώβρη του 2010 επισκέφτηκε την Μεγαλόνησο ο Πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Το γραφείο τύπου του, πριν την επίσκεψή του, είχε σημειώσει (για να δικαιολογήσει το ταξίδι εκείνο) ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ρωσία. 

Μεγαλύτερος ακόμα και από την Γερμανία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο! Είναι δυνατόν; Κι όμως, ήταν. Πράγματι, στο πρώτο εξάμηνο του 2010, ένα τσουνάμι κεφαλαίων κατευθύνθηκε από την Κύπρο προς την Ρωσία. Βέβαια, επρόκειτο για χρήματα Ρώσων τα οποία είχαν καταθέσει προηγουμένως στην Κύπρο για δύο λόγους: επειδή προσπαθούσαν να «αποδράσουν» από την Ρωσία (και τα πλοκάμια του καθεστώτος Πούτιν) και επειδή ένιωθαν ασφάλεια να τοποθετούνται σε μια χώρα της Ευρωζώνης με χαλαρό όμως εποπτικό μηχανισμό όσον αφορά τις τράπεζες (και, συγκεκριμένα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος). 

Εν συντομία, τα χρήματα των Ρώσων ολιγαρχών που είχαν βρει καταφύγιο στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα την φούσκα στην αγορά ακινήτων του νησιού, μετανάστευσαν ξανά προς την Μητέρα Ρωσία όταν οι ολιγάρχες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωζώνη. Δεδομένου ότι τα ποσά των Ρώσων ολιγαρχών, που βρίσκονταν στις τράπεζες της Κύπρου, ανέροχνταν στο 150% του ΑΕΠ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην καταρρεύσει, αρχικά, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και, σε δεύτερη φάση, το κυπριακό δημόσιο που κλήθηκε, θέλοντας και μη, να διασώσει τις άφρονες τράπεζες. Το γεγονός ότι οι ίδιες, ανόητες τράπεζες είχαν επενδύσει μαζικά σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αλλά και (αυτό έχει σημασία) σε ομόλογα και μετοχές των ανόητων ελληνικών τραπεζών, απλά μεγέθυνε το πρόβλημα.

Σήμερα, εδώ που ήρθανε τα πράγματα, η Κυπριακή Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το εξής αμείλικτο δίλημμα: Ο ένας δρόμος που μπορεί να ακολουθήσει είναι ο δρόμος του Μνημονίου α λα ελληνικά, ο οποίος διατηρεί στο ακέραιο την εξουσία των τραπεζιτών (που πέταξαν τις τράπεζές τους στα βράχια μέσα από ηλίθιες επενδυτικές επιλογές όσον αφορά τα Ρωσικά κεφάλαια και το ελληνικό, ιδιωτικό και δημόσιο, χρέος). Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος της ρήξης με τις τράπεζες. Π.χ. την υποχρέωσή τους να διαγράψουν τα μη εξυπηρετούμενα χρέη, το κλείσιμο της μιας μεγάλης και αμαρτωλής τράπεζας (που μόνο κατ’ όνομα είναι Κυπριακή), την εγγύηση ποσών από το Κυπριακό Κράτος των τραπεζικών λογαριασμών Κυπρίων και ευρωπαίων πολιτών κάτω από ένα όριο, π.χ. 150 χιλιάδων ευρώ (μετά από δανειακή συμφωνία με την Ρωσία που θα περιλαμβάνει άνοιγμα των λογαριασμών των Ρώσων πολιτών, όπως π.χ. γίνεται πλέον στην Ελβετία μετά από αίτημα άλλων ευρωπαϊκών χωρών).

Πάτε στοίχημα ότι η Κυπριακή ηγεσία θα διαλέξει τον δρόμο του Μνημονίου, όσο και να αντιστέκεται ο κ. Χριστόφιας;  

Νεοφιλελευθερισμός: Μία Ιστορική Αναδρομή

Η αρχαιολογία του νεοφιλελευθερισμού έχει τις ρίζες της στο Πανεπι­στήμιο του Σικάγου και τους θεωρητικούς της μονεταριστικής σχολής[1] τη δεκαετία του 1970. Το ρεύμα αυτό εμπνεύστηκε από τις θέσεις τριών οι­κονομολόγων, «προφητών» του νεοφιλελευθερισμού: του Τζόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950), του Φρίντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992) και του Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006). Η βασική τους θέση ήταν η απόρριψη κάθε κεντρικής, κρατικής ρύθμισης της οικονομίας, με το πρόσχημα πως αφενός η οικονομία είναι τόσο περίπλοκη που κάθε κρατική παρέμβαση οδηγεί σε αδιέξοδο- το βασικό ιδεολόγημά τους ήταν η «αποτυχία του κράτους ως επιχειρηματίας». Αφετέρου, ισχυρίζονταν, η κρατική παρέμβαση περιορίζει την «ιδιωτική πρωτοβουλία» και επομένως την οικονομική ανάπτυξη. Με βάση τα δυο αυτά επιχειρήματα, πρόβαλαν μια αντίληψη για ελάχιστο κράτος καθώς και την εξάλειψη του «κράτους πρόνοιας».
Οι αντιλήψεις αυτές αναπόφευκτα τους οδηγούσαν σε στράτευση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Πρώτο στόχο τους έθεταν, αν ήταν δυνατόν, τη διάλυση των συνδικάτων, ή πιο ρεαλιστικά, την πλήρη αποδυνάμωσή τους. Στη συνέχεια, θα ήταν πολύ εύκολο να «απελευθερώσουν» την οικονομία πραγματοποιώντας σωρεία ιδιωτικοποιήσεων. Πολύ φυσιολογικά λοιπόν, οι εκπρόσωποι της σχολής ήταν βαθιά αντιδημοκρατικοί, και ανοικτά διακήρυτταν τη θέση τους υπέρ μιας «περιορισμένης δημοκρατίας».
Στη δεκαετία του 1970 οι ηγέτες της σχολής αποκτούν σχέσεις με δικτατορίες, του στρατηγού Σουχάρτο στην Ινδονησία και του στρατηγού Πινοσέτ στη Χιλή. Ο ίδιος ο Μίλτον Φρίντμαν μεταβαίνει τον Μάρτιο του 1975 στη Χιλή, όπου αρκετοί πρώην φοιτητές του από το Πανε­πιστήμιο του Σικάγου είχαν γίνει σύμβουλοι του στρατη­γού Αουγκούστο Πινοσέτ. Ο «πάπας» του νεοφιλελευθερισμού Φρίντριχ φον Χάγιεκ πραγματοποιεί πολ­λές επισκέψεις στη Χιλή και το 1981 δεν διστάζει να δηλώ­σει για τον στρατηγό Πινοσέτ:
«Προσωπικά, προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτατορία, παρά μια δημοκρατική κυβέρνηση από την οποία θα απουσιάζει ο φιλελευθερισμός».[2]
Στον πρώτο χρόνο εφαρμογής της «θεραπείας» που χορήγησαν αυτοί οι υπερφιλελεύθεροι ζηλωτές, η οικονομία της Χιλής σημείωσε ύφεση της τάξης του 15%, ενώ ο δείκτης ανεργί­ας -ο οποίος ήταν μόλις 3% υπό τη δημοκρατική κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε- αναρριχήθηκε στο 20%! Το 1988, μετά από δεκαπέντε χρόνια υπερφιλελεύθερων πειραμάτων, το 45% των Χιλιανών βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας.[3]
Παρά τα τραγικά αποτελέσματα της εφαρμογής των δογμάτων τους, η άρχουσα τάξη εξετίμησε γρήγορα την άγρια ταξική τους θέση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και φρόντισε μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών να διαδώσει τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού. Το 1974, ο Χάγιεκ τιμάται με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας. Το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε επίσης στους πέντε φιλελεύθερους φίλους του: τον Μίλτον Φρίντμαν (1975), τον Τζορτζ Στίγκλερ (1982), τον Τζέιμς Μπιουκάναν (1986), τον Ρόναλντ Κόουζ (1991) και τον Γκάρι Μπέκερ (1992).
Το 1979 οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι πλαισιώνουν τη Μάρ­γκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 1980 τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Ουάσινγκτον.

 

Η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα γίνονται το ευαγγέλιο των καπιταλιστών σε ολόκληρο τον κόσμο: προτεραιότητα και έμφαση στην ανταγωνιστικότη­τα, έλεγχο του προϋπολογισμού, φορολογική μεταρρύθ­μιση υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, μείωση των δημοσίων δαπανών που μεταφράζεται σε αύξηση της ανεργίας, απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών και των χρηματοοικονομικών αγο­ρών, και ασφαλώς μαζικές ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο το­μέα.
Το 1989, ο αμερικανός Τζον Ουίλιαμσον, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προτείνει να συνοψι­στούν οι βασικές θέσεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολό­γων και να κωδικοποιηθεί η πολιτική εφαρμογή τους σε μια λίστα δέκα προτάσεων. Είχε κατά νου κυρίως τα μέτρα που έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να εφαρμοστούν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτό το σύνολο μέτρων έμελλε να γίνει γνωστό ως «Συναί­νεση της Ουάσινγκτον» ή ως «Δέκα Εντολές», στις οποίες όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν από τότε υποταγή, αν θέλουν να περά­σουν το κατώφλι της «διεθνούς κοινότητας»:[4]
- Έλεγχος σε επίπεδο δημοσίου χρέους.
- Επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων σε επί­πεδο δημοσίων δαπανών.
- Φορολογική μεταρρύθμιση (μείωση του φόρου ει­σοδήματος).
- Απελευθέρωση των επιτοκίων.
- Υιοθέτηση ανταγωνιστικών τιμών συναλλάγματος.
- Απελευθέρωση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών.
- Απελευθέρωση των άμεσων ξένων επενδύσεων.
- Ιδιωτικοποίηση των δημοσίων εταιρειών και του δημοσίου τομέα.
- Απελευθέρωση των αγορών και μείωση των φορολογικών δασμών.
- Μετοχοποίηση των τίτλων ιδιοκτησίας.
Τα διεθνή χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), θα πάρουν τη σκυτάλη αυτών των θέσεων και θα γίνουν το οπλισμένο χέρι του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού επιχειρώντας την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου. Ασφαλώς, όπως σε όλα τα δόγματα, υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στη «θεωρία» και την πράξη. Ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός ουδέποτε αρνήθηκε την κρατική παρέμβαση αν αυτή ήταν υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στους εργαζόμενους ή υπέρ των πλούσιων και ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών. Ο προστατευτισμός υπέρ των ισχυρών δυτικών κρατών ήταν κάτι που ποτέ δεν απασχόλησε τον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό. Οι μεγάλες δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες, που ελέγχουν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) επιβάλουν σε αναπτυσσόμενες χώρες να ενστερνιστούν «συνταγές που οι ανεπτυγμένες χώρες δεν ήταν διατεθειμένες να εφαρμόσουν για τον ίδιο τους τον εαυτό», όπως παραδέχθηκε ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.[5]
Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση αφορά κυρίως τον χρηματοοικονομικό τομέα. Από τη στιγμή που η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων έγινε ολοκληρωτική, ο συγκεκριμένος τομέας είναι μακράν ο κυρίαρχος στη σφαίρα της οικονομίας. Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου γίνεται ο πολιορκητικός κριός για το σφετερισμό της δημόσιας περιουσίας από την αγορά και τους ιδιώτες καπιταλιστές. Και μιας και τα κε­φάλαια διακινούνται απολύτως ελεύθερα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι λιγότερο κινητικοί, νικητής βγαίνει το κεφάλαιο.
Ο νεοφιλελευθερισμός οξύνει τις αντιθέσεις προκαλώντας γενικευμένη αντιπαλότητα: αγορά εναντίον κράτους, ιδιωτικός τομέας εναντίον δη­μοσίου τομέα, άτομο εναντίον συλλογικότητας, εγωισμός εναντίον αλληλεγγύης. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία παίρνει τις πιο ακραίες ταξικές μορφές: διαρκής ύπαρξη μιας σχετικά μεγάλης ανεργίας ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, μερική και ανασφάλιστη εργασία, αποδυνάμωση των συνδικάτων, και αναπόφευκτη πολιτική συνέπεια, αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού επιστεγάζεται με τη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας στο σοσιαλφιλελευθερισμό. Σοσιαλδημοκρατικές ήταν οι κυβερνήσεις του Φελίπε Γκονζάλες το 1982 στην Ισπανία, του Λοράν Φαμπιούς το 1983 στη Γαλλία, του Μπετίνο Κράξι το 1983 στην Ιταλία και του Κάρλος Αντρες Πέρεζ το 1989 στη Βενεζουέλα που εμφύτευσαν το νεοφιλελευθερισμό στις αντίστοιχες χώρες.
Από το 1989, το δόγμα επεκτείνεται στο σύνολο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες, αφού ανέτρεψαν τον κρατικό καπιταλισμό, προσηλυτίστηκαν μαζικά στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού. Στην Πολωνία, το ηλεκτροσόκ που εφάρμο­σαν το ΔΝΤ και ο Λέσεκ Μπαλτσέροβιτς (Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Ταντέους Μαζοβιέσκι, ενός από τους ιστορικούς ηγέτες του συνδικάτου Αλληλεγγύη) ήταν ιδιαίτερα σαρωτικό: εκτός από την άμεση κατάργηση του ελέγχου των τιμών και τις περικοπές στις επιδοτήσεις, επέβαλαν την πώληση ολόκληρου του τομέα των ορυχείων, των ναυπηγείων και όλων των κρατικών εργοστασίων στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το σύνολο του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας ξεπουλήθηκε σε ιδιωτικά κεφάλαια.

 

Προμηνύματα θύελλας: η κρίση του 1997,
η φούσκα των εταιρειών dot com
και το σκάνδαλο Enron
Μέχρι σχεδόν το τέλος της δεκαετίας του ’90 επικρατούσε η αντίληψη ότι οι οικονομικές κρίσεις θα επιλύονταν μέσω της «τεχνολογι­κής προόδου». Πολλοί ήταν οι αναλυτές που προανήγγειλαν το «τέλος των οικονομικών κύκλων» γιατί πλέον ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δήθεν «μέσω της συνεχούς τεχνολογικής προόδου» μπορούσε να οδηγεί σε «αέναη οικονομική ανάπτυξη».
Ωστόσο η κρίση της περιόδου 1997-1998 που ξεκίνησε από τη Νοτιοανα­τολική Ασία έδειξε ξεκάθαρα ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα που είχε οικοδομηθεί από τη νεοφιλελεύθερη θε­ωρία μπορούσε να γίνει επικίνδυνα εύ­θραυστο.[6]
Η πρώτη μεγάλη φούσκα που θα σκάσει είναι του Internet. Τη δεκαετία του 1990 έχουμε τη ραγδαία εξάπλωση του Διαδικτύου. Η εποχή του Internet χαρακτηρίζεται κυρίως από τη σχεδόν στιγμιαία μεταφορά δεδομένων και τον πολλα­πλασιασμό των ηλεκτρονικών δικτύων. Πολύ γρήγορα τα χρηματιστήρια ασπάστηκαν τις νέες τεχνολογίες. Οι συναλλαγές άρχισαν να γίνονται ηλε­κτρονικά, με την ταχύτητα του φωτός. Οι ανταλλαγές δεκαπλασιάστηκαν. Το αποτέλεσμα; Μαζί με την κίνηση του κεφαλαίου επιταχύνθηκε και η κερδοσκοπία.
Έτσι γεννήθηκε αυτό που αρκετές εφημερίδες θα χα­ρακτήριζαν αργότερα «νέα οικονομία» ή ακόμα και «επα­νάσταση της Net Economy». Μια επανάσταση που για ορισμένους μπορούσε μόνο να συγκριθεί με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων το 1840 και με την εμφά­νιση του ηλεκτρισμού το 1870. Οι προοπτικές ανάπτυξης φάνταζαν απε­ριόριστες.
Ορισμένα στατιστικά στοιχεία ενίσχυαν αυτά τα ιδεολογήματα: για παράδειγμα, στη Γαλλία, μεταξύ 1997 και 2000, πάνω από 10 εκατομμύρια άτομα αγόρασαν κινητό τη­λέφωνο, ενώ διπλασιάστηκε το ποσοστό των ηλεκτρονικών υπολογιστών στον οικιακό εξοπλισμό. Υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αριθμός των χρηστών του Διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος εκτινάχθηκε από τα 2 εκατομμύρια το 1994 στα 142 εκατομμύρια το 1998,θα ξεπερνούσε μέσα σε λίγα χρόνια τον αριθμό των χρη­στών τηλεφώνου. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία εκτιμούσε ότι με κίνητρο τις ιδιωτικοποιήσεις και τον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς των υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, η επικείμενη μεγάλη οικονομική μάχη θα έφερνε αντιμέτωπες τις αμερικανικές, τις ευρωπαϊκές και τις ιαπωνικές εταιρείες, στην προσπάθεια τους να ελέγξουν τα δίκτυα και να κυριαρχήσουν στην αγορά της εικόνας, των δεδομένων, του ήχου, των παιχνιδομηχανών, της υψηλής ευκρίνειας κ.λπ. Με λίγα λόγια, οι επενδύσεις θα ήταν κο­λοσσιαίες και τα κέρδη μυθικά.
Η πορεία των τίτλων που σχετίζονται με το Διαδίκτυο εκτινάχθηκε. Οι εταιρείες έβλεπαν την αξία των μετοχών τους να πολλαπλασιάζεται 100 ή 370 φορές ή ακόμη και 800 φορές (!!) όπως η American On Line (AOL). Μόνο για το έτος 1999, ο δείκτης Nasdaq (το χρηματιστήριο όπου γίνονται οι συναλλαγές αξιών νέων τεχνολογιών στη Νέα Υόρκη) σημείωσε άνοδο της τάξης του 85,6%.
Ωστόσο ότι φουσκώνει απότομα, ξεφουσκώνει το ίδιο απότομα. Τον Μάρτιο του 2001 σκάει η «φούσκα» του Διαδικτύου. Μόλις πέντε χρόνια δηλαδή από τότε που οι επενδυτές βιάζονταν να χιμήξουν στις αξίες του τεχνολογικού κλάδου. Η πτώση ήταν πολύ άγρια: το χρηματιστήριο του Παρισιού κατρακυλάει από τις 6.980 μο­νάδες αγγίζοντας τις 2.500. Στις ΗΠΑ ο δείκτης Dow Jones χάνει το 38% της αξίας του, ενώ ο δείκτης S&Ρ το 41%! Τα τρία τέταρτα των εταιρειών της Net-economy εξαφανίζο­νται.
Μετά το κραχ του Διαδικτύου ξεσπά η υπόθεση Enron η οποία απο­τελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των αποτελεσμάτων της ανεξέλεγκτης «απελευθέρωσης» της αγοράς και εφαρμογής των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα του μεταπολεμικού καπιταλισμού.
Σε ότι αφορά το οικονομικό μοντέλο, η ENRON διόγκωνε τεχνητά τα κέρδη, χρησιμοποιώντας πολλές εταιρείες-βιτρίνες για να καλύψει τα ελλείμματα και παραποιώντας τους ισολογισμούς. Στόχος της ήταν να φουσκώσει τη χρη­ματιστηριακή αξία της. Η ENRON επωφελήθηκε επίσης από την ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας στην Καλιφόρνια, καθώς δεν δίστασε να καταφύγει ακόμη και σε εσκεμμένες (δίχως τεχνικό λόγο) δι­ακοπές ρεύματος, ώστε να αυξήσει την τιμή της κιλοβατώρας.
Ο τύπος επί σειρά ετών εγκωμίαζε την ENRON χαρα­κτηρίζοντας τη μοντέλο «θάρρους και εκσυγχρονισμού», καθώς και μοντέλο «εταιρικής διακυβέρνησης». Ο διάσημος οίκος πιστοληπτικής αξι­ολόγησης Andersen εξέδιδε πιστοποιητικά οικονομικής ευρωστίας. Η άνοδος της αξίας της μετοχής της ENRON ήταν διαρκής. Οι καλύτεροι δοκιμιογράφοι και αρθρογράφοι (όχι μόνο του αμερικανικού τύπου) υμνούσαν την εταιρεία από το Χιούστον, η οποία ήξερε να αναγνωρίζει το συγγραφικό τους ταλέντο με υψηλές ανταμοιβές…
Η Enron δεν περιορίστηκε μόνο στο λάδωμα του τύπου ή των οίκων πιστοληπτικής αξι­ολόγησης. Η εταιρεία παράλληλα ξόδευε εκατομμύρια δολάρια σε δρα­στηριότητες πολιτικού lobby. Υπήρξε ο βασικός «νονός» του Τζορτζ Μπους και γενναίος χρηματοδότης των πε­ρισσότερων μελών της κυβέρνησης του, μεταξύ των οποίων και του Τζον Άσκροφτ, υπουργού Δικαιοσύνης. Πάνω από εκατό μέλη του Κογκρέσου λάμβαναν τις συνεισφορές της Enron στο εκλογικό τους ταμείο. Ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ «Ντικ» Τσέινι είχε καλέσει επανειλημμένα τον πρόεδρο της Enron, Κένεθ Λέι, να συμμετάσχει στην ομάδα εργασίας για την ενέργεια, της οποίας ο Τσέινι ήταν επικεφαλής.
Μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου υπήρξαν (υποτίθεται) νέες νομοθετικές διατάξεις, όπως ο νόμος Sarbanes-Oxley, με στόχο την καλύτερη εποπτεία των διευθυντών και των ελεγκτικών εταιρειών, την εξασφάλιση «μεγαλύτερης διαφάνειας των λο­γαριασμών και την προστασία των επενδυτών».
Ωστόσο, ο νέος νόμος και οι νέοι κανονισμοί δεν εμπό­δισαν, έξι χρόνια αργότερα, ούτε τη δημιουργία της στε­γαστικής φούσκας των ενυπόθηκων δανείων (subprimes) ούτε το απόλυτο κραχ του 2008.

 

Η μια φούσκα φέρνει την άλλη…
Παρά το σοκ της ασιατικής κρίσης του 1997-98, τη φούσκα του Διαδικτύου, τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τη χρεοκοπία της ENRON, η παγκόσμια ανάπτυξη ανασυντάχθηκε πολύ γρήγορα. Φαινόταν ότι το σύστημα έχει αποκτήσει θαυμαστή ανοσία απέναντι στις οικονομικές κρίσεις και κατόρθωνε να τις ξεπερνά με σχετική ευκολία.
Στην πραγματικότητα οι κρίσεις δεν έπαιρναν δραματική έκταση χάρις στην κρατική παρέμβαση (παρά και ενάντια στα νεοφιλελεύθερα δόγματα). Αλλά, το σύστημα ξεπερνούσε μεν τις κρίσεις, συσσώρευε ωστόσο διαρκώς νέες αντιφάσεις χωρίς να λύνει τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα κερδιζόταν απλώς χρόνος και διαρκώς υπήρχε ο κίνδυνος κάθε νέα κρίση να είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Το σύστημα δημιουργούσε τη μια χρηματιστηριακή φούσκα μετά την άλλη με κίνδυνο κάποια στιγμή τα πράγματα να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ από το 1987 μέχρι το 2006, εφάρμοζε μια επιθετική πολιτική (ιδιαίτερα μετά το 2001) με πολύ χα­μηλά επιτόκια που είχε ως αποτέλεσμα να καταχρεωθεί τόσο το αμερικανικό δημόσιο όσο και τα αμερικανικά νοικοκυριά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από το 2001 είχε δημιουργη­θεί η μεγαλύτερη κερδοσκοπική φούσκα της ιστορίας, λόγω της έκρηξης στις τιμές των ακινήτων σε όλο τον πλανήτη και της πρωτοφανούς αύξησης των χρεών. Το συνολικό χρέος των Αμερικανών (όλων των εργαζομένων) ανερχό­ταν στο 350% του ΑΕΠ το 2007, τη στιγμή που, το 1929, δεν είχε ξεπεράσει το 300%!
Μέσω μια διαρκούς πορείας απορύθμισης της οικονομίας (δηλαδή κατάργησης των κρατικών ελέγχων) δημιουργείται μια «χρηματοοικονομική τεχνολογία» που οδηγείται στα άκρα. Η δημιουργικότητά της είναι αστείρευτη: εφευρίσκει όργανα (τιτλοποίηση, subprimes, hedge funds, πι­στωτικά παράγωγα) και τεχνικές (shortselling, φαινόμενο μόχλευσης) που ήταν είτε άγνωστα μέχρι τότε είτε από καιρό απαγο­ρευμένα αλλά χάρις στο νεοφιλελευθερισμό (ξανα)νομιμοποιούνται.
Δημιουργούνται τόσο περίπλοκα χρημα­τοοικονομικά προϊόντα, που ακόμα και οι (υποτιθέμενοι ειδικοί) δεν ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται:
«[…] ένας υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, ο οποίος υποτίθεται ότι επιτηρούσε τις τράπεζες, ζήτησε να του εξηγήσουν, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου [το 2007], τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών δομών στις οποίες συγκεντρώνονταν τα subprimes…».[7]
Η παγκόσμια οικονομία πήρε τη μορφή μιας τεράστιας εικονικής και άυλης χάρτινης σφαίρας. Την ώρα που ο συ­νολικός πλούτος που παράγει η παγκόσμια οικονομία ετη­σίως είναι γύρω στα 50.000 δισ. ευρώ, η αξία των μετοχών ακινήτων σε παγκόσμια κλίμακα είναι της τάξης των 75.000 δισ. ευρώ, η αξία όλων των ομολόγων και μετοχών του κόσμου εκτιμάται στα 100.000 δισ. ευρώ, η συνολική αξία των παράγωγων προϊόντων (χρηματοοικονομικών τίτλων) ξεπερνούσε από μόνη της το ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια ευρώ (!!!), τον Δεκέμβριο του 2007.[8] Αυτή η γιγαντιαία φούσκα δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί, κάποια στιγμή θα γινόταν η έκρηξη.
Η ώρα της κρίσης άργησε λίγο, αλλά τελικά ήρθε. Η αφορμή ήταν η κατάρρευση της αγοράς των subprimes (δάνεια με υποθήκευση σπιτιού σε φτωχά νοικοκυριά).
Για την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προαναφέραμε, ο Άλαν Γκρίνσπαν πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, αποφάσισε να ρίξει τα επιτό­κια και να προσανατολίσει την οικονομία προς τον κλάδο των ακινήτων δημιουργώντας έτσι μια γιγαντιαία φούσκα.
Εξαιτίας της δημογραφικής ανάπτυξης και του περιορισμένου αριθμού των ιδιοκτησιών, πολλοί κερ­δοσκόποι θεώρησαν ότι η άνοδος των τιμών των ακινήτων στις ΗΠΑ (ετήσια άνοδος γύρω στο 15%) θα συνεχιζόταν επ” αόριστον.
Με το δανεισμό χρημάτων στις οικονομικά ασθενέστε­ρες οικογένειες, οι τράπεζες δεν είχαν καμία πρόθεση να εφαρμόσουν κοινωνικό καπιταλισμό. Ακριβώς το αντίθε­το. Είναι γνωστό πως με την εκμετάλλευση των φτωχών, οι οποίοι εξ ορισμού υπερτερούν σε αριθμό, κλείνονται οι κα­λύτερες συμφωνίες. Οι τραπεζίτες πόνταραν στην αδυναμία ορισμένων οικογενειών να αποπληρώσουν για να διατηρήσουν τα σπίτια τους. Κι έτσι είχαν διπλό κέρδος: αφενός, εισέπρατταν για πολλά χρόνια τις μηνιαίες πιστωτικές δόσεις και, αφετέρου, οικειοποιούνταν ένα αγαθό (το σπίτι) του οποίου τελικά η αξία είχε διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Όταν όμως, το 2005, υπό το φόβο του πληθωρισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ανεβάζει τα βασικά επι­τόκια, μπλοκάρει το μηχανισμό. Το κό­στος των στεγαστικών δανείων, που συνδέεται με τα επιτό­κια, τελικά διπλασιάζεται. Έτσι εκατομμύρια οικογένειες που πιάστηκαν στο δόλωμα των subprimes, ανίκανες πλέον να επιβιώσουν, προτιμούν να παραδώσουν τα κλειδιά του σπιτιού τους στις τράπεζες.
Η αγορά ξαφ­νικά πλημμύρισε από σπίτια που οι τράπεζες δεν μπορούσαν να πουλήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση των τιμών και το βίαιο ξε-φούσκωμα της «φούσκας» των ακινήτων. Τα τραπεζικά ιδρύματα πιάστηκαν δυο φορές στην ίδια τους την παγίδα: αφενός, ένας τεράστιος όγκος πελατών έπαψε να τους καταβάλλει χρήματα και, αφετέρου, ήταν οφθαλμοφανές ότι κατέρρεε η αξία του γιγαντιαίου αριθμού ακινήτων που κατείχαν.
Η απειλή της πτώχευσης για περίπου τρία εκατομμύ­ρια νοικοκυριά, τα οποία είχαν χρεωθεί με περίπου 200 δισ. ευρώ, έθετε σε κίνδυνο μεγάλα αμερικανικά πιστωτικά ιδρύματα. Για να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο, τα ιδρύματα αυτά πούλησαν μέσω τίτλων subprimes σε άλλες τράπεζες ένα μέρος των επισφαλών πιστώσεων τους. Οι τρά­πεζες εκχώρησαν τις πιστώσεις σε κερδοσκοπικές επενδυτικές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους τις διασκόρπισαν σε τρά­πεζες σε ολόκληρο τον κόσμο. Γι” αυτό το λόγο, το φαινόμενο συγκρίνεται με μολυσματικό ιό και γίνεται λόγος για «νόσο», «μόλυνση», «επιδημία» ή «τοξικότητα». Προκαλείται ένα ντόμινο που από το καλοκαίρι του 2007 προξενεί τριγμούς σε ολόκληρο το διεθνές τραπεζικό σύστημα.

 

Κοντά στην άβυσσο: το κραχ του 2008
Όταν το καλοκαίρι του 2007 αποκαλύφθηκε η πτώση της αξίας της αμερικανικής τράπεζας Bear Stearns, σηματοδοτήθηκε η έναρξη της κρίσης.
Εκείνη τη στιγμή, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις αντι­λαμβάνονται ότι το σύνολο του τραπεζικού συστήματος έχει μολυνθεί και δηλητηριαστεί με χρέη πολύ υψηλού ρίσκου, τα οποία έχουν διεισδύσει παντού. Γίνεται γνωστό ότι ορι­σμένα από τα ισχυρότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα – Citigroup και Merrill Lynch στις ΗΠΑ, Northern Rock στο Ηνωμένο Βασίλειο, UBS στην Ελβετία, Societe Generale στη Γαλλία κ.λπ.- έχουν καταγράψει τεράστιες ζημιές.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 πραγματοποιείται η χρεοκοπία της Lehman Brothers, της τέταρτης τράπε­ζας επενδύσεων στον κόσμο. Μια πραγματική σεισμική δόνηση για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στους επόμενους μήνες πάνω από 25.000 δισ. ευρώ γίνονται καπνός, επενδυτικές τράπεζες σβήστηκαν από το χάρτη, τα πέντε ισχυρότερα ιδρύματα (και πυλώνες του συστήματος) κατέρρευσαν: η Lehman Brothers πτώχευσε, η Bear Stearns εξαγοράστηκε (με τη βοήθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) από τη Morgan Chase, η Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Bank of America. Όσο για τις δύο τελευταίες, την Goldman Sachs και την Morgan Stanley (αυτήν την εξαγόρασε η ια­πωνική Mitsubishi UFJ), ναυάγησαν ως επενδυτικές τράπε­ζες και μετατράπηκαν ξανά σε απλές εμπορικές τράπεζες, οι οποίες υπόκεινται πλέον στον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Το σύστημα είχε κυριολεκτικά φτάσει ένα βήμα πριν από την άβυσσο. Όδευε ολοταχώς προς μια επανάληψη της κρίσης του 1930 (σύμφωνα με τις εκ των υστέρων βέβαια) εκτιμήσεις των οικονομικών γκουρού του καπιταλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε οδηγήσει το σύστημα σε τέτοιο βαθμό απορρύθμισης ώστε όχι μόνο οι επενδυτικές τρά­πεζες, αλλά και οι κεντρικές τράπεζες, οι ρυθμιστικές αρχές, οι εμπορικές τράπεζες, τα αποταμιευτικά ταμεία, οι ασφαλι­στικές εταιρείες, οι οργανισμοί πιστοληπτικής αξιολόγησης (Standard & Poors, Moody’s, Fitch), ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί ελέγχου (Deloitte, Ernst & Young, PwC) αποδείχθηκαν πλήρως ανίκανες όχι να προβλέψουν την έκταση της κρίσης αλλά έστω να δουν τις εκρηκτικές υπερβολές που συσσώρευε ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Στην Ευρώπη ακόμα και τον Ιούνιο του 2008 ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλω­νε:
«Το βασικό μας σενάριο δείχνει ότι θα σημειωθεί ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2008, αλλά στο τέταρτο τρίμηνο θα υπάρξει συγκρατη­μένη και προοδευτική οικονομική μεγέθυνση».[9]
Είναι περιττό να σχολιάσουμε πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας…

 

Σοσιαλισμός… αλλά για τους πλούσιους!
Όταν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της κρίσης οι κυβερνήσεις σπεύδουν για τη διάσωση των καπιταλιστών. Οι Κεντρικές Τράπεζες της Αμερικής, της Ευρώπης, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και της Ιαπωνίας αρχίζουν να κάνουν τονωτικές ενέσεις αρχικά εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην οικονομία και μετά τρισεκατομμυρίων, μέχρι να καταφέρνουν να σταθεροποιήσουν κάπως την κατάσταση. Για άλλη μια φορά, δεν ήταν η αγορά, αλλά το κράτος με τα χρήματα των φορολογουμένων που διέσωσε το σύστημα παρά και ενάντια στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού.
Στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι τράπεζες εκλιπαρούσαν μα­ζικά για κρατική παρέμβαση. Οι μεγαλύτερες εταιρείες του στεγαστικού κλάδου στην Αμερική, η Fannie Mae και η Freddie Mac,εθνικοποιήθηκαν. Το ίδιο συνέβη και με τον όμιλο American International Group (AIG), τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις αρχές του 2009 οι ΗΠΑ είχαν δώσει για τη στήριξη των επιχειρήσεων 1.179 δισεκατομμυρίων ευρώ!
Τα κράτη παρεμβαίνουν για να διασώσουν τους καπιταλιστές αλλά όχι τους εργαζόμενους. Και όχι μόνο αυτό. Για τους εργαζόμενους αυτό που τους επιφυλάσσουν είναι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση μισθών και συντάξεων, διαρκής συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, μερική και ανασφάλιστη εργασία. Και όλα αυτά την ίδια ώρα που τα δισεκατομμύρια κατευθύνονται στη διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ορισμός της κοινωνικής πρόκλησης…
Η διάσωση των μεγαλοκαπιταλιστών παίρνει τη μορφή ανοικτού σκανδάλου. Παρόλο που ο κόσμος βυθίζεται στην κρίση του αιώνα και εκατομμύρια εργαζομένων πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων, τα στελέχη πολλών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (που ευθύνονται για την έκταση της κρίσης) εξακο­λουθούν να αμείβονται με εξωφρενικούς μισθούς και πριμ. Τα αφεντικά τραπεζών ή μεγάλων επιχειρήσεων εγκατα­λείπουν τις εταιρείες τους λαμβάνοντας μυθικά πριμ εξό­δου («χρυσά αλεξίπτωτα»), ακόμα και μετά από σημαντικές απώλειες. Έτσι, για παρά­δειγμα, πέντε συνεχόμενα τρίμηνα απωλειών και η πτώση της μετοχικής αξίας κατά 70% δεν εμπόδισαν την τράπεζα Merrill Lynch της Νέας Υόρκης, τον Δεκέμβριο του 2008, να προσφέρει στα στελέχη της μπόνους ύψους περίπου 5,4 εκατομμυρίων ευρώ. Αντίστοιχα, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley που έχασαν την ιδιότητα της επενδυτικής τράπεζας, κατέβαλαν 10,4 εκ. ευρώ στα στελέχη τους. Ορισμένοι επικεφαλής της Lehman Brothers (παρόλο που κήρυξε πτώχευση) ει­σέπραξαν στα τέλη του 2008 το ίδιο μπόνους με την προη­γούμενη χρονιά!
Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ μόνο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχασαν περίπου 2.000 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον Πίτερ Όρζαγκ, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, ο οποίος έκρινε ότι η κατάρρευση των χρημα­τιστηριακών αξιών θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τους ερ­γαζομένους που η σύνταξη τους εξαρτιόταν από ιδιωτικά ταμεία και οι οποίοι πιθανότατα «θα αναγκάζονταν να κα­θυστερήσουν τη συνταξιοδότηση τους». Εξαιτίας του χρη­ματοοικονομικού κραχ, πολλοί εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν ότι το ποσό της σύνταξης τους θα ήταν πολύ πιο μικρό από όσο προβλεπόταν.
Η αποτυχία του καπιταλιστικού μοντέλου της «ελεύθερης αγοράς» αποδεικνύεται από τις κρατικές παρεμβάσεις, τις μεγαλύτερες όλης της οικονομικής ιστορίας, που καταδεικνύουν ότι οι αγορές δεν μπορούν να αυτορυθμιστούν μέσω του περίφημου, αλλά ανύπαρκτου, «αόρατου χεριού» της αγοράς. Η απληστία των καπιταλιστών τους οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Επιπλέον, η παρέκκλιση των αρχών από το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αποσκοπούσε στην ενίσχυση των αποταμιευ­τών που έπεσαν θύματα των τραπεζιτών, αλλά, αντιθέτως, στη διάσωση των τραπεζιτών! Και το έπραξαν εφαρμόζο­ντας τη γνωστή καπιταλιστική συνταγή:
Ιδιωτικοποίηση στα κέρ­δη, αλλά σοσιαλισμός στις ζημιές!
Την άνοιξη του 2008, ο πρόεδρος Μπους αρνήθηκε να υπογρά­ψει νόμο που πρόσφερε (έναντι 6 δισ. ευρώ ετησίως) ιατρο­φαρμακευτική περίθαλψη σε 9 εκατομμύρια φτωχά παιδιά. Τη θεωρούσε «περιττή δαπάνη». Έξι μήνες αργότερα, όσα κι αν έδινε για να βοηθήσει τα καθάρματα της Γουόλ Στριτδεν του φαίνονταν αρκετά. Για το νεοφιλελευθερισμό ο κόσμος έχει αναποδογυρίσει:σοσιαλισμός για τους πλούσιους και άγριος καπιταλι­σμός για τους υπόλοιπους.


Σημειώσεις
[1] Ο θεωρητικός του μονεταρισμού ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Σύμφωνα με τη θεωρία του, αν κάποιος κατόρθωνε να ελέγξει την προσφορά χρήματος, αν περιόριζε την αύξηση της προσφοράς χρήματος ακολουθώντας τις ανάγκες του εμπορίου, οι τιμές θα έμεναν σταθερές και ο πληθωρισμός θα εξαφανιζόταν (η οικονομική κρίση του 1973 είχε εκτινάξει τον πληθωρισμό στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες από το 3% στο 11% σε μέσο επίπεδο). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν αυστηρές νομισματικές πολιτικές, περιορίζοντας δραστικά την έκδοση νέου χρήματος.
Το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό ήταν. Η οικονομία επιβραδύνθηκε λόγω της στενότητας ρευστού, ενώ ο πληθωρισμός συνέχιζε να αυξάνει. Μια άλλη, μοναδικά αποκρουστική λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων: στασιμοπληθωρισμός.
Στο τέλος ο πληθωρισμός νικήθηκε, αλλά όχι χάρις στις θεωρίες του Φρίντμαν, αλλά χάρις στα υψηλά επιτόκια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα επιτόκια έφτασαν διψήφια νούμερα για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη της ανεργίας στο 10,7%, ενώ σημειώθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό χρεοκοπίας μικρών επιχειρήσεων από τη δεκαετία του 1930.
[2] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, σελ. 44.
[3] Στο ίδιο, σελ. 46-47
[4] Στο ίδιο, σελ. 51-52.
[5] Στο ίδιο, σελ. 54.
[6]Το διεθνοποιημένου κεφαλαίου έδειξε και στην περίπτωση αυτή αγελαία συμπεριφορά. Η Νότια Κορέα είχε μέχρι το 1996 πολύ μικρά κρατικά ελλείμματα, μικρό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλό πληθωρισμό, μικρή ανεργία και παρ’ όλα αυτά στη χρηματιστική κρίση του 1997 όλα αυτά δεν την έσωσαν από την κρίση. Η κρίση ξεκίνησε τον Ιούλη 1997όταν η Ταϊλάνδη υποτίμησε το νόμισμά της, το μπάτ, πυροδοτώντας ανάλογες υποτιμήσεις σε Μαλαισία, Ινδονησία, Νότια Κορέα. Είχε προηγηθεί οικονομική επιβράδυνση καθώς μειώθηκαν οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών. Συνολικά οι εξαγωγές της Ανατολικής Ασίας αυξάνονταν με τον εκπληκτικό ρυθμό του 27% το χρόνο τη δεκαετία του 1970, έπεσαν λίγο πάνω από το 11% στη δεκαετία του 1980,όμως αυξήθηκαν πάλι στο 17% μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του1990. Στα 1995 η Ανατολική Ασία συγκέντρωνε το 21% των άμεσων διεθνών επενδύσεων (53 δισ. δολάρια από σύνολο 254 δισ.).
Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο η επιβράδυνση των εξαγωγών, όσο η πτώση (λόγω του αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού) σε αξία μεταφρασμένη σε δολάρια. Έτσι ξεκίνησε μια αντιστροφή της κίνησης του διεθνούς κεφαλαίου. Μια απλή επιβράδυνση έκανε τις ξένες (χρηματικές) επενδύσεις, με δεδομένη την έλλειψη δυνατότητας ελέγχου της ροής τους, να αποτραβηχτούν από αυτές τις χώρες, γιατί τα κέρδη δεν ήσαν «τα αναμενόμενα». Ένα σχετικά μικρό πρόβλημα μετατράπηκε σε τραγωδία. Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας από τη φυγή του κεφαλαίου μπήκαν σε πιστωτική και συναλλαγματική κρίση. Τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται. Ενώ το 1990 τα ιδιωτικά χρέη στις χώρες αυτές ήταν το 15% του ΑΕΠ, στα 1996 εκτινάχθηκαν στο 35%. Η κρίση τις έπληξε σκληρά με ρυθμούς δεκαετίας του 1930: Οικονομική ανάπτυξη –13,7% στην Ινδονησία, -7,5% στην Μαλαισία, -10% στην Ταϊλάνδη, -5,8% στην Κορέα. Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου διέσπειρε την κρίση. Η κρίση που ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη επεκτάθηκε με αφάνταστη ταχύτητα. Οι καπιταλιστές που είχαν επενδύσει στην Ασία και είχαν απώλειες, προσπάθησαν να «ρεφάρουν» πουλώντας μετοχές σε άλλες αναδυόμενες αγορές, με αποτέλεσμα η κρίση να επεκταθεί στην Ρωσία και στην Λατινική Αμερική.
Τελικά η πρώτη αυτή διεθνής κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν έλαβε δραματικές διαστάσεις χάρις (κλασσικά) στην παρέμβαση των κρατικών κεντρικών τραπεζών των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Άλλο η θεωρία («κακό το κράτος») και άλλο η πράξη για τους καπιταλιστές όταν πρόκειται να διασωθούν οι ίδιοι…
[7] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, σελ. 93-94.
[8] Στο ίδιο, σελ. 102.
[9] Στο ίδιο, σελ. 104.

 

‘Εξαίρεση σε φόντο φαιογάλανο’: Η Δεξιά Νομιμότητα ως Έκτακτη Ανάγκη

state_of_exception
Του Γιώργου Σωτηρόπουλου
«Η δικαιοσύνη υπόκειται σε διαφωνία· η ισχύς αναγνωρίζεται εύκολα και δεν εγείρει διαφωνίες. Άρα, δεν μπορούμε να δώσουμε ισχύ στην δικαιοσύνη, γιατί η ισχύς έχει αναιρέσει την δικαιοσύνη και διακήρυξε ότι είναι η ίδια δίκαιη. Και έτσι, όντας ανίκανοι να κάνουμε αυτό που είναι δίκαιο ισχυρό κάναμε αυτό που είναι ισχυρό δίκαιο». (Blaise Pascal, Σκέψεις)
Το ότι η Ελληνική κοινωνία έχει περιέλθει σε ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» – το οποίο ενώ είναι μεν άτυπο την ίδια στιγμή προσδιορίζεται και ως «μόνιμο», δηλαδή όχι ως παροδική κατάσταση αλλά ως (μετάβαση σε) ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης – έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος του πολιτικού φάσματος που καλύπτει την Αριστερά και τον «χώρο» της Αναρχίας. Εντός αυτής της οπτικής, γεγονότα όπως η επίθεση σε καταλήψεις και πολιτικά στέκια, οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις απεργών εργατών, τα βασανιστήρια σε πολιτικούς κρατούμενους και η χρήση της αστυνομίας ως στρατό κατοχής, κατανοούνται ενιαία ως επί μέρους στιγμές της επιχείρησης εμπέδωσης του κατασταλτικού δόγματος που άπτεται ενός τέτοιου καθεστώτος. Ενώ όμως μέσα από την έννοια της «έκτακτης ανάγκης» ως μορφή εξουσίας παράγεται η εικόνα μιας συνέχειας στη κυρίαρχη διαχείριση της κρίσης, είναι αδύνατο να διαφύγει της προσοχής ότι από τις εκλογές και μετά υπήρξε μια «δεξιά στροφή» στον τρόπο διακυβέρνησης, η οποία ανέλαβε και το έργο της απονομιμοποίησης και καταστολής κάθε αντίστασης.1 Φυσικά, «στροφή» δεν σημαίνει ασυνέχεια και ρήξη, υποδηλώνει πάντως μια τροποποίηση. Μέχρι πρότινος, η υλοποίηση του πανθομολογούμενου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης συντελούταν κυρίως μέσω μιας αποπολιτικοποίησης της κυριαρχίας, η οποία αξίωνε ότι υπερέβαινε τις παραδοσιακές ιδεολογικές μορφές που προσλάμβανε ο πολιτικός ανταγωνισμός. Είτε υπό την μορφή ενός λόγου διαχείρισης της κρίσης με όρους τεχνοκρατικού μάνατζμεντ, είτε μέσω ενός λόγου που όριζε τις κυρίαρχες πολιτικές με όρους ενός μετριοπαθούς «κέντρου» κυκλωμένου από αριστερά και δεξιά «άκρα», η παραγόμενη κοινωνική αναδιάρθρωση και η πολιτική της επιτέλεση εμφανίζονταν ως διαδικασίες ουδέτερες, απεγκλωβισμένες ως τέτοιες από τους διαχωρισμούς ενός παρελθόντος αμετάκλητα παρωχημένου.
Θα ήταν ανακριβές να υποστηριχθεί ότι αυτές οι μορφές διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναδιάρθρωσης εγκαταλείπονται. Παραμένουν ενεργές αλλά δια μέσω της ενσωμάτωσης τους σε μια πρόδηλα δεξιά μορφής διαχείριση, η οποία αφενός προτάσσει ένα (πασπαλισμένο με εθνικοφροσύνη) δόγμα «τάξης και ασφάλειας» που συμπυκνώνεται στην «αδιαπραγμάτευτη» προσταγή για «νομιμότητα παντού» και αφετέρου πολώνει τον πολιτικό ανταγωνισμό χαράζοντας τα όρια μεταξύ «φίλου» και «εχθρού» στην βάση αυτής της προσταγής. Συστηματοποιώντας τον λόγο που χρησιμοποιείται ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Δεκέμβρη του 08΄, η αριστερή πολιτική στο σύνολο της δεν αναπαρίσταται απλά σαν μια τυχοδιωκτική ή ανεδαφική εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της κρίσης, αλλά συγχρόνως ως μια πολιτική που συνειδητά εκφράζει και συγκαλύπτει δυνάμεις ανομίας και αστάθειας που απειλούν να καταστρέψουν την δημοκρατική έννομη τάξη και την εθνική-κοινωνική συνοχή. Έτσι, η Αριστερά ταυτίζεται με εμπράγματες μορφές πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης, οι οποίες επίσης, στον βαθμό που υπερβαίνουν τα όρια της νομιμότητας, παύουν να γίνονται ανεκτές ως ελεγχόμενες μορφές έξω-θεσμικής δραστηριότητας αλλά καταστέλλονται ως εστίες ανομίας που απειλούν το εθνικό σώμα. Πάνω σε αυτήν την μορφοποίηση της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής με όρους παραδοσιακής (άκρο)δεξιάς επιχειρείται να οργανωθεί εκ νέου η δοκιμαζόμενη τα τελευταία χρόνια κοινωνική συναίνεση. Ο «μικρομεσαίος» – και ειδικά αυτός που βγήκε στον δρόμο και αντιστάθηκε – καλείται να δεχτεί την υποτίμηση του βίου του με αντάλλαγμα μια ασφάλεια που θα του εξασφαλίζει, αν όχι το όνειρο μιας άμεσης ευμάρειας, τουλάχιστον την οικειότητα μιας μίζερης ζωής.2
Υπό το πρίσμα της έννοιας της «εξαίρεσης» ή «έκτακτης ανάγκης» υπάρχει χωρίς αμφιβολία μια παραδοξότητα στη τρέχουσα διαχείριση της κρίσης: η καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξης, την οποία ένα καθεστώς εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης υποδηλώνει, συντελείται με όρους μια στρατευμένης νομιμοφροσύνης. Πάνω σε αυτό το γεγονός στηρίζονται οι δυο βασικοί τύποι κριτικής της κυβερνητικής πολιτικής: η πρώτη, που την αντιπροσωπεύει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και άλλα κόμματα της Αριστεράς) καταγγέλλει την ρητορική περί τάξης και ασφάλειας ως υποκριτική επειδή επικαλείται μια νομιμότητα την οποία η ίδια κουρελιάζει· η δεύτερη, που πηγάζει ως επί το πλείστον από την Αναρχία και κομμάτια της κομμουνιστικής Αριστεράς, απορρίπτει εν γένει την έννοια της νομιμότητας ως συγκάλυψη της βίας της (καπιταλιστικής) εξουσίας, αναπαριστώντας έτσι την δεξιά ρητορική ως μια από τις ψευδεπίγραφες φωνές της Κυριαρχίας. Παρόλες όμως τις διαφορετικές προοπτικές που κινούνται, υπάρχει ένας κοινός τόπος σε αυτές τις αναλύσεις: στον βαθμό που επιχειρείται να εννοιολογηθεί ενιαία, η σχέση μεταξύ της ρητορικής περί νομιμότητας και της παραγωγής ενός αυταρχικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης τίθεται με όρους παραμόρφωσης, δηλαδή με όρους ιδεολογίας υπό την κλασική έννοια της «ψευδούς συνείδησης». Ως θεωρητικό σχήμα αυτή η οπτική μου φαίνεται ανεπαρκής. Όχι γιατί στερείται εμπειρικής βάσης· η ένσταση που διατυπώνεται αφορά στο κατά πόσο αυτή η ρητορική της νομιμότητας αποτελεί απλά και μόνο ιδεολογικό προπέτασμα μιας πραγματικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με αυτό το ερμηνευτικό σχήμα προτείνεται ότι η σχέση νομιμότητας/έκτακτης ανάγκης απαιτεί μια εννοιολόγηση που συλλαμβάνει τον συνεπή χαρακτήρα των κυρίαρχων πολιτικών ή με άλλα λόγια την τρέχουσα δεξιά διακυβέρνηση ως ειδική μορφή του καθεστώτος εξαίρεσης, νοούμενο ως γενική μορφή των πολιτικών των τελευταίων χρόνων. Συνεπικουρώντας τις αναλύσεις που οδηγούνται από αυτήν την οπτική, αυτό θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί μέσω μιας θεωρητικής ανάλυσης των υπό συσχέτιση όρων, δηλαδή της «εξαίρεσης» ως μορφή πολιτικής ορθολογικότητας και του νόμου ως μορφή διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Νόμος και Εξαίρεση
«Επειδή η κατάσταση εξαίρεσης είναι πάντα κάτι διαφορετικό από την αναρχία και το χάος, υπό μια δικαιική έννοια, κάποια τάξη υπάρχει ακόμα εντός της, ακόμα και αν δεν είναι μια τάξη δικαίου» (Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία)
Όπως σημειώθηκε, ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» στοιχειοθετείται defacto στην βάση μιας αντιδιαστολής με μια «έννομη-συνταγματική» τάξη την οποία και άρει· η εξαίρεση είναι πάντα εξαίρεση από ένα κανόνα. Για ένα αστικό κράτος συγκεκριμένα μια «κατάσταση εξαίρεσης» υποδηλώνει την αναίρεση δικαιωμάτων που θεωρούνται «θεμελιώδη» όπως και των σχετιζόμενων μορφών διαμεσολάβησης που ρύθμιζαν την κοινωνική αναπαραγωγή με όρους συναίνεσης. Στον βαθμό που η εξαίρεση θεωρείται ότι αποκτά έναν μόνιμο χαρακτήρα σημαίνει λοιπόν ότι το αστικό κράτος περνάει σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, παρόλο που αυτό πραγματώνεται ακόμα μέσα στα πλαίσια ενός τυπικά δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ενώ όμως όλα αυτά είναι λίγο πολύ πρόδηλα, η σχέση εξαίρεσης και κανόνα δεν είναι τόσο αυτονόητη. Αντιθέτως, τόσο ο Carl Schmitt, στον οποίο οφείλουμε την θεωρητική εισαγωγή του όρου, όσο και ο Giorgio Agamben που επανεισήγαγε τον όρο στο θεωρητικό λεξιλόγιο, περιστρέφουν την ανάλυση τους γύρω από το (φαινομενικά) παράδοξο γεγονός ότι, ως κυρίαρχη απόφαση, η αναίρεση της συνταγματικής (έννομης) τάξης επιτελείται στο όνομα του Νόμου.3 Τουτέστιν, το καθεστώς εξαίρεσης αναιρεί την ομαλότητα που είχε προσλάβει την μορφή ενός κανόνα, όχι όμως για να χειραφετηθεί από αυτήν αλλά για να την διατηρήσει, υπό τον μόνο τρόπο που αυτό όμως (δηλώνεται ότι) μπορεί να γίνει, δηλαδή με το να αναιρεθεί. Είναι αυτή η παράδοξη δομή που επιτρέπει τους ίδιους που κουρελιάζουν την νομιμότητα να την επικαλούνται. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε εδώ με υποκρισία, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η σαφέστατη αντίφαση που υπάρχει δεν παράγεται απλά από υποκειμενικό δόλο (ο οποίος μπορεί να υπάρχει, όπως μπορεί και όχι) αλλά από την ίδια την ουσία μιας έννομης τάξης, μια «ουσία» που δεν σηματοδοτεί ένα στατικό σύνολο ιδιοτήτων όσο τον ενεργό τρόπο που ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, εν προκειμένου «ο νόμος», διατηρείται ως τέτοιο – ως «θετικότητα».
Ο νόμος αποτελεί μια μορφή διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων που αναλαμβάνει να αποδώσει ρόλους, δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώσεις, δηλαδή να παραγάγει έναν καταμερισμό και κάποια όρια, συμπεριλαμβανομένου τα όρια του επιτρεπτού. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια τάξη απόδοσης η οποία ορίζεται ως «έννομη». Ως τέτοια – ως έννομη τάξη- αντιπαραβάλλεται σε μια κατάσταση ανομίας, η οποία εμφανίζεται δια μέσω της αντιπαράθεσης της με τον νόμο ως «αυθαίρετη». Η έννοια της έννομης τάξης επομένως δομείται στην βάση μιας αντίθεσης δυο μορφών κοινωνικών σχέσεων των οποίων διαζευχτικό κριτήριο αποτελεί η «αυθαιρεσία». Ενώ όμως ο θεωρητικός ορισμός είναι σχετικά εύκολος, το πρόβλημα που αναγκαστικά τίθεται αφορά τα κριτήρια που θεμελιώνουν αυτήν την αντίθεση ως εύλογη. Γιατί μια κοινωνική σχέση θεωρείται «πρέπουσα», ενδύεται δηλαδή με την μορφή του κανόνα, ενώ μια άλλη «αυθαίρετη», ειδικά εφόσον φαινομενικά έχουν την ίδια δομή, πχ. μια σχέση διαταγής-υποταγής ή οικειοποίησης-παραγωγής;
Στην φιλελεύθερη σκέψη, δηλαδή στην κυρίαρχη ιδεολογία των σύγχρονων αστικών κοινωνιών, ο νόμος επιχειρείται επί της ουσίας να θεμελιωθεί στον ίδιο του τον εαυτό: το νόμιμο είναι «ορθό» στο βαθμό που είναι νόμιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η πιθανότητα «άδικων» νόμων. Το ζήτημα δεν αφορά τον τάδε ή τον δείνα νόμο αλλά τον Νόμο στην γενικότητα του, δηλαδή, την αξίωση ότι η μορφή-νόμος μπορεί να θεσπίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο διεξαγωγής του κοινωνικού βίου ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι είναι νόμος. Αυτή η ταυτολογία βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στην αναπαράσταση του νόμου ως πραγμάτωση ενός «ορθού Λόγου» ο οποίος είναι «αμερόληπτος» και «ουδέτερος», άρα «καθολικός», άρα και ικανός να παράγει ιδεατά σχήματα νομής του υπαρκτού. Ως ενσάρκωση ενός Λόγου που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αυθαιρεσία ο νόμος είναι η «γραμματική του ορθού», συνεπώς οτιδήποτε είναι «σύννομο είναι και δίκαιο».4 Για αυτό, και η απόφανση περί του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νομοθετήματος έγκειται στον ίδιο τον Νόμο, κάτι που δεν αλλάζει από την ύπαρξη ανεξάρτητων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νόμου, πχ. η προάσπιση ή η καταπάτηση της ατομικής ελευθερίας και η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον και πάλι έγκειται στον Νόμο να αποφανθεί για τα όρια, συνεπώς και για το περιεχόμενο, αξιών όπως η ελευθερία και η αναλογικότητα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, επίσης, οποιαδήποτε συλλογική ή ατομική δραστηριότητα διαρρηγνύει τον κυρίαρχο μερισμό του υπαρκτού όπως ορίζεται από τον Νόμο είναι επί της αρχής παράνομη. Μπορεί για διάφορους λόγους τέτοιες δραστηριότητες να γίνονταν ανεκτές όπως συνέβαινε για πολλά χρόνια με τις καταλήψεις. Αλλά στον βαθμό που οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αναπαρίστανται και επικυρώνονται ως «έννομη τάξη», ο άνομος χαρακτήρας των εν λόγω πρακτικών, άρα και η σύννομη δυνατότητα καταστολής τους, είναι δεδομένοι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι όσες «υπερασπίσεις» των καταλήψεων δεν αμφισβήτησαν την υπάρχουσα έννομη τάξη είχαν απολογητικό χαρακτήρα, κάτι που ισχύει και για ανάλογες απόπειρες υπεράσπισης άλλων παράνομων πρακτικών, όπως το σαμποτάζ στις Σκουριές.
Εφόσον κάθε θεωρία αποτελεί έναν λόγο που συγκροτεί ένα αντικείμενο γνώσης αξιώνοντας ότι κάνει θεατές τις ουσιώδεις πτυχές του, μια κριτική οφείλει (και) να υποδείξει πιθανές πτυχές όπου ένας θεωρητικός λόγος καθιστά αθέατες. Το πρόβλημα λοιπόν συγκεκριμένα με τον κυρίαρχο δικαιικό λόγο (πέρα από τις όποιες προθέσεις, οι οποίες πάντως δεν θεωρώ ότι μπορεί να υποβιβαστούν σε μια δόλια απολογητική εξουσιαστικών δομών) έγκειται στην συσκότιση της καταγωγής του νόμου όπως αυτή εμφανίζεται ήδη στις διάφορες μυθολογίες, δηλαδή την ισχύ, δηλαδή το φαινόμενο της εξουσίας. Διότι ο νόμος, η ύπαρξη του νόμου, πριν από το να είναι καλός ή κακός, λογικός ή παράλογος, δίκαιος ή άδικος στοιχειοθετεί την πραγματικότητα άρα και τη δυνατότητα μιας επιβολής. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η σχέση εξουσίας-νόμου που σκιαγραφείται δεν αφορά μια αιτιολογική σχέση «βάσης-εποικοδομήματος», που συλλαμβάνει τον νόμο ως δευτερεύουσα έκφραση μια ήδη δομημένης μορφής. Η θέσπιση μιας τάξης δικαίου οφείλει να νοηθεί ως μια παραγωγική διαδικασία, και όχι απλά ρυθμιστική των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά αυτή ακριβώς η παραγωγικότητα έχει ως οντολογική της συνθήκη μια (συλλογική) ικανότητα, δηλαδή την ύπαρξη της εξουσίας ως φαινόμενου που ενυπάρχει και συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Παραδείγματος χάρη, η αστική τάξη (όπως και κάθε άλλη κυρίαρχη τάξη) δεν είναι κυρίαρχη επειδή το ορίζει ο νόμος αλλά ο νόμος μπορεί να θεμελιώσει αυτή την κυριαρχία ως θετικότητα στην βάση μιας δυνατότητας επιβολής, μια δυνατότητα, δηλαδή μια εξουσία, που αναδύεται ως ιστορική συγκρότηση δεδομένων κοινωνικών σχέσεων, εν προκειμένω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή είναι εν τέλει η δομική συνθήκη που κάνει τον νόμο και ένα όργανο των κυρίαρχων, καθώς ο νόμος προτού γίνει όργανο μιας κοινωνικής τάξης ή πολιτικής ελίτ αποτελεί γεγονός της εξουσίας της.
Φυσικά, οντολογικά μιλώντας, υπάρχει μια διαφορά, μια μη ταύτιση, μεταξύ μιας κοινωνικής ή πολιτικής σχέσης, νοούμενης ως δυναμική αλληλεπίδραση δρώντων υποκειμένων, και της νομικής έκθεσης της, μια διαφορά που πραγματώνεται και στο γεγονός ότι ο νόμος μπορεί να μην ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα μιας σχέσης αλλά να τα συγκαλύπτει. Σίγουρα δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μαρξιστής για να δει ότι πίσω από την μορφή της «ελεύθερης σύμβασης» στην σχέση ενός εργάτη στην Κίνα και της πολυεθνικής που εργάζεται ή, για να μην το πάμε τόσο μακριά, μεταξύ ενός τηλεφωνητή στην Ελλάδα και της εταιρίας που τον «υπενοικιάζει» ελλοχεύει η πραγματικότητα ενός πολύμορφου καταναγκασμού. Αυτή όμως η συγκάλυψη βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στη πρωτογενή λειτουργία του νόμου να συγκροτεί μια τάξη απόδοσης ονομάζοντας το πρέπον· η νομική έκθεση κοινωνικών και/ή πολιτικών σχέσεων (πχ. ταξικών σχέσεων) για να συγκαλύψει την πραγματικότητα τους (πχ. ότι μια ταξική σχέση αποτελεί ένα γεγονός εκμετάλλευσης) πρέπει συγχρόνως να τις κανονικοποιεί, δηλαδή να αποτελεί θετικό ορισμό τους (πχ. ελεύθερη σύμβαση). Και αυτός ο ορισμός είναι στον πυρήνα του αποτύπωση μιας δυνατότητας θέσπισης και επιβολής, δηλαδή μιας εξουσίας.
Για να μην θεωρηθεί ότι παρουσιάζεται μια μονολιθική ανάλυση της μορφής-νόμος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο νόμος μπορεί να επιφέρει και έναν περιορισμό της εκμετάλλευσης ή της κυριαρχίας. Αυτό όμως όχι μόνο προϋποθέτει αγώνες και μια ικανότητα επιβολής από την μεριά των υποτελών εκμεταλλευόμενων τάξεων, αλλά στον βαθμό που η κοινωνική σχέση καθαυτή δεν αμφισβητείται η όποια βελτίωση δεν μπορεί παρά να είναι μερική, δηλαδή να αποτελεί ρύθμιση και όχι ξεπέρασμα. Διότι μια έννομη τάξη είναι πάντα η επικύρωση συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων ως τάξης δικαίου, ως μορφής συνύπαρξης όπου ο καθένας λαμβάνει αυτό και βρίσκεται εκεί που του αξίζει. Έπεται ότι «η νομιμότητα» δεν αποτελεί ένα αυτοτελές πρόβλημα αλλά παραπέμπει στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και δομές (άρα και στις σχέσεις και δομές εξουσίας) που ο νόμος επικυρώνει. Τουτέστιν, τα όρια του νόμου είναι τα όρια του κόσμου του.5 Σε αυτό το σημείο, η ιδέα ότι η «ανομία βοηθάει τους ισχυρούς» δείχνει τον έωλο χαρακτήρα της. Όχι διότι είναι λάθος από εμπειρική σκοπιά υπό μια απόλυτη έννοια· η κατάλυση μιας έννομης τάξης μπορεί όντως να σημάνει την επικράτηση της ισχύς ως αδιαμεσολάβητης βούλησης. Είναι έωλη διότι αποσπώντας την «έννομη τάξη», μέσω μιας αφηρημένης και ιδεαλιστικής εννοιολόγησης του Νόμου, από τις ειδικές σχέσεις εξουσίας όπου κάθε έννομη τάξη επικυρώνει αδυνατεί να συλλάβει ότι η κυριαρχία θεμελιώνεται πραγματικά μόνο στον βαθμό που είναι νόμιμη, δηλαδή στον βαθμό που μπορεί να αναπαραχθεί υπό όρους μη-αυθαιρεσίας. Προς επίρρωση αυτής της θέσης αρκεί μια ματιά στα νομοθετήματα που πέρασαν τα φασιστικά καθεστώτα στην Ιταλία και την Γερμανία την περίοδο του μεσοπολέμου για να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους ως «έννομη τάξη». Και εδώ φτάνουμε στην ουσία της συζήτησης περί ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και της σχέσης του με τον νόμο, όπως αυτή υπαινίχθηκε νωρίτερα.
Όπως είπαμε, ο νόμος ως θετικότητα (και ακόμα και ένας κατασταλτικός νόμος είναι στην ουσία του θετικός) προϋποθέτει την δυνατότητα επιβολής· νομιμότητα υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει ισχύ του νόμου. Στην αντίθετη περίπτωση, ο νόμος υφίσταται μόνο ως αίτημα προς επικύρωση. Στις φιλελεύθερες δικαιικές θεωρίες αυτή η ισχύς-του-νόμου ως προαπαιτούμενο μιας έννομης τάξης εντάσσεται στον κανονιστικό διαχωρισμό «νόμιμης/μη-νόμιμης εξουσίας», στην βάση του οποίου οι φιλελεύθερες θεωρίες λειτουργούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η «συντεταγμένη βία» μέσω της οποίας ο νόμος επιβάλλεται παραπέμπεται χωρίς αντίφαση στον ισχύον κανόνα του οποίου η παραβίαση παράγει αυτοδικαίως την ανάγκη επικύρωσης του. Η εξουσία υπάγεται στον νόμο άρα είναι «δίκαιη», όπως και η ταυτοποίηση του κράτους ως μια «έννομη τάξη» επιτρέπει τον προσδιορισμό της κρατικής βίας ως «νόμιμης». Από την άλλη, κάθε εξουσία και βία πέραν του νόμου είναι αυθαίρετη και για αυτό οι φιλελεύθεροι αναγκαστικά κατανοούν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως εκτροπή, ακόμα και αν θεωρούν ότι δεδομένες ιστορικές συνθήκες καθιστούν ένα τέτοιο έκτακτο καθεστώς απαραίτητο ή αναπόφευκτο. Αυτό που δεν προσλαμβάνεται στη πλήρη του διάσταση είναι ο τρόπος που το ίδιο το αίτημα για νομιμότητα παράγει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και έτσι το ότι η αναπαραγωγή της έννομης τάξης δεν είναι ένα επίδικο νομιμότητας όσο πρωτίστως ένα διακύβευμα εξουσίας.
Στον βαθμό που η ύπαρξη «έννομης τάξης» υποδηλώνει ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που έχουν ισχύ κανόνα, όταν μια δεδομένη έννομη τάξη αδυνατεί να αναπαραχθεί ως κανονικός, δηλαδή κανονικοποιημένος, μερισμός του υπαρκτού, μπαίνει σε μια τροχιά αυτοαναίρεσης ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο πρωταρχικός της σκοπός: η παραγωγή-επικύρωση κοινωνικών σχέσεων ως τάξης δικαίου. Με άλλα λόγια, η κρίση αναπαραγωγής μιας έννομης τάξης, διανοίγοντας το φάσμα μιας κατάστασης «χάους» – της αταξίας – διανοίγει και την πραγματικότητα της εξαίρεσης ως κυριαρχικής επιβεβαίωσης του κανόνα. Η έκτακτη ανάγκη επομένως, ως μορφή διακυβέρνησης, μακριά από το είναι απλά μια ανωμαλία προς την έννομη τάξη εντός της οποίας εμφανίζεται, στοιχειοθετεί προσπάθεια αποκατάστασης μιας ομαλότητας που έχει απολέσει την ισχύ της. Το οποίο σημαίνει ότι το εν λόγω καθεστώς αποτελεί – και επιτελεί την – υλοποίηση του αιτήματος για νομιμότητα, δηλ. για μια εύρυθμη αναπαραγωγή του υπαρκτού, υπό συνθήκες που αυτή η ευρυθμία έχει τεθεί σε κρίση. Αυτό δεν διαφαίνεται μόνο στη προφανή περίπτωση του στρατιωτικού νόμου ως εξαίρεση από την κανονικότητα του αστικού δικαίου που κάθε κυβέρνηση μπορεί να κηρύξει εφόσον έχει διασαλευθεί η έννομη τάξη. Μια οικονομική κρίση παράγει την ίδια δυναμική αυτοαναίρεσης της υπάρχουσας έννομης τάξης στο βαθμό που το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που νοηματοδοτούνται μέσω της έννοιας της «οικονομίας» δηλώνεται ότι μπορούν να αναπαραχθούν μόνο μέσω έκτακτων μέτρων. Η δήλωση του Πάγκαλου ότι αν δεν ψηφιζόταν το Μνημόνιο οι τράπεζες θα φυλασσόντουσαν από τανκς στηλιτεύθηκε ως στυγνός εκβιασμός. Ενώ όμως σαφώς υπήρχε και αυτή η διάσταση, ο εν λόγω πολιτικός δεν έλεγε επί της ουσίας κάτι διαφορετικό από το πρώτο άρθρο του «Emergency Powers Act» που ψηφίστηκε στην Αγγλία («λίκνο» δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού) το 1920 και το οποίο έδινε την δυνατότητα στην «Αυτού Μεγαλειότητα» μπροστά στο φάσμα δράσεων που απειλούν την κοινότητα από τα «ουσιώδη της ζωής» να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και στις δυο περιπτώσεις η κρίση αναπαραγωγής της οικονομίας παράγει την (έκτακτη) ανάγκη άρσης της έννομης τάξης, όχι όμως απλά ως εκτροπή από αυτήν αλλά ως επιβεβαίωση της, δηλαδή επιβεβαίωση των κοινωνικών σχέσεων όπου η έννομη τάξη αναπαριστά υπό την μορφή του κανόνα.
Δύναται να αντιπαρατεθεί ότι μια κρίση μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς προσφυγή σε ένα αυταρχικό καθεστώς εξαίρεσης αλλά μέσω ενίσχυσης της δημοκρατίας. Για να το θέσουμε παραδειγματικά δεν υπάρχει μόνο το «Τρίτο Ράιχ» αλλά και το «New Deal». Τόσο επί της αρχής όσο και επί του πρακτέου είναι σωστό ότι μια κρίση δεν παράγει αυτομάτως ένα μόνο πολιτικό αποτέλεσμα. Ένα καθεστώς όμως έκτακτης ανάγκης αποτελεί, από την σκοπιά των υφιστάμενων εξουσιών, ενδεχόμενο που προσλαμβάνει την αντικειμενικότητα του από το βάθος της κρίσης αναπαραγωγής των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Επειδή η τρέχουσα κρίση ήδη από το ξέσπασμα της το 2008 δεν αποτέλεσε τυπική δυσλειτουργία αλλά δομική απειλή για την ομαλότητα της καθεστηκυίας τάξης, η αντιμετώπιση της προσέλαβε εξ’ αρχής τον χαρακτήρα μιας έκτακτης ανάγκης· υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δινόντουσαν πακτωλοί χρημάτων στις τράπεζες, αλλά αυτό το μέτρο – και η κυριαρχική ψήφιση του – ήρθε κατ’ εξαίρεση για να σώσει την δυνατότητα ύπαρξης «κανονικότητας». Αυτή η διαδικασία αναπαραγωγής του υπαρκτού με όρους εξαίρεσης έγινε ακόμα πιο επιτακτική στον βαθμό που το ξεπέρασμα της κρίσης από την σκοπιά του Κεφαλαίου, δηλαδή της κυρίαρχης δύναμης, υποδηλώνει μια ριζική αναδιάρθρωση (και ακόμα και μια βίαιη αναδιάρθρωση αποτελεί εν τέλει αναπαραγωγή) των κοινωνικών σχέσεων και δομών ως απαραίτητη συνθήκη για την αποκατάσταση της εύρυθμης «ανάπτυξης», η οποία και αποτελεί την «ομαλότητα» για μια καπιταλιστική κοινωνία. Διότι αυτή η βίαιη αναδιάρθρωση στο κοινωνικό επίπεδο διαμεσολαβείται αναγκαστικά από μια αναδιάρθρωση στο πολιτικό επίπεδο, τουτέστιν από μια αυταρχικοποίηση των δομών πολιτικής εξουσίας, η οποία εκ των πραγμάτων αποκτά την νομιμοποίηση της στην βάση της (έκτακτης) ανάγκης που την εγκαλεί. Το ότι ο βαθμός και/ή η μορφή του αυταρχισμού που παράγεται δεν είναι δεδομένοι ή το ότι δεν υπάρχει μια κατάσταση που να παράγει αυτόματα ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως μέσο αποκατάστασης της έννομης τάξης δεν μας λέει κάτι παραπάνω από το γεγονός που επιχειρείται να αναλυθεί εδώ: η νομιμότητα και η αναπαραγωγή (άρα και η μορφή αναπαραγωγής) μιας έννομης τάξης αποτελούν ένα επίδικο εξουσίας πέραν του νόμου. Άρα δεν αναιρείται και η δομική συνάφεια μεταξύ του αιτήματος για νομιμότητα και της παραγωγής ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως modus operandi της εξουσίας.
Μια άλλη πιθανή ένσταση είναι ότι η έννοια της νομιμότητας υποδηλώνει και μια «ακριβοδικία» την οποία το καθεστώς έκτακτης ανάγκης καταπατά. Κατά αυτόν τον τρόπο, αντιβαίνοντας τις επιταγές μιας έννομης τάξης, η εξουσία στερείται τον μη-αυθαίρετο χαρακτήρα της. Συνεπώς, η επίκληση στη νομιμότητα διατηρεί τόσο την κανονιστική όσο και την πολιτική της αξία. Όντως, ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης αξιώνει για τον εαυτό του την δυνατότητα να μην είναι «ακριβοδίκαιο» αλλά να ζητά θυσίες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ζητούνταν. Η έκτακτη ανάγκη επιτρέπει να ψηφίζονται μέτρα με δάκρυα στα μάτια. Αλλά αυτό ελάχιστα αλλάζει τη δομή της σχέσης κανόνα/εξαίρεσης. Και αυτό όχι μόνο γιατί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ακριβώς από την κήρυξη της μη δυνατότητας ύπαρξης ακριβοδικίας μέσω των κανονικών λειτουργιών μιας τάξης δικαίου, αλλά γιατί συγχρόνως η ακριβοδικία, όταν τίθεται ως αίτημα για νομιμότητα, είναι πάντα η ακριβοδικία αυτού που υπάρχει, ένα αίτημα συντήρησης του υπάρχοντος. Εφόσον το υπάρχον, άρα και η «νομιμότητα» ως κανονικοποιημένη μορφή του, βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, αυτό το αίτημα μετουσιώνεται ως ανάγκη εμφάνισης μιας εξουσίας που να μπορεί να λάβει έκτακτα μέτρα. Επανερχόμαστε λοιπόν στην βασική θέση περί νόμου, εξαίρεσης και εξουσίας: το καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν είναι απλά μια εκτροπή από τη νομιμότητα αλλά η στιγμή που φανερώνεται η αδυνατότητα αυτό-θεμελίωσης του νόμου και που ως εκ τούτου ο νόμος φανερώνει την θεμελίωση του στην εξουσία και τελικά στην βία του κυρίαρχου.
Τώρα, στο βαθμό που το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ως «μόνιμο» – δηλαδή που προσδιορίζει ως αμετάκλητη την κρίση της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης και θέτει τις λειτουργίες του ως νόρμα – θα παραγάγει εκ των πραγμάτων μια νέα μορφή νομιμότητας, δηλαδή μια νέα έννομη τάξη, η οποία δεν πρόκειται να χαρακτηρίζεται από τις δικαιικές και θεσμικές μορφές ενός δημοκρατικού κράτους. Εδώ φυσικά τίθεται και το θέμα των ορίων της έννοιας του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, καθώς η ονομαστική του αξία θα διατηρείτο μόνον εφόσον προσδιόριζε ένα καθεστώς όπου η κρίση των κοινωνικών σχέσεων θα ήταν ο κανόνας, κάτι που μάλλον αντιβαίνει την κυκλική τάση του κεφαλαίου να επιστρέφει σε μια (σχετική πάντα) ευρυθμία και σταθερότητα παράγοντας νέες θεσμικές μορφές συσσώρευσης και αναπαραγωγής, ασχέτως αν αυτές με την σειρά τους παράγουν συνθήκες για μια νέα κρίση. Ακόμα και αν η τρέχουσα κρίση διαρκέσει πολλά χρόνια· ακόμα και αν οδηγούμαστε σε ένα νέο «ολοκληρωτισμό»· ακόμα και αν δεχτούμε ότι αυτή είναι η «τελική» κρίση του καπιταλισμού, το κοινωνικό γίγνεσθαι δεδομένα θα παγιωθεί (ποτέ φυσικά κατά οριστικό τρόπο) με όρους κανονικότητας, η οποία απλά μπορεί να έχει ενσωματώσει στοιχεία ενός καθεστώτος εξαίρεσης στις καθημερινές της λειτουργίες, όπως έκανε, πχ., το Αμερικάνικό Κράτος μέσω του «πόλεμου κατά της τρομοκρατίας». Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι σαφές ότι η «έκτακτη ανάγκη» αποτελεί μια διαδικασία μετάβασης σε μια αυταρχικότερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο ακριβής βαθμός, τρόπος και χρόνος που αυτή η νέα «μετά-δημοκρατική» νομιμότητα θα παραχθεί δεν είναι τελεσίδικος. Κατά πρώτον, οι ιδιαιτερότητες ενός τόπου, ως «εδαφικοποίηση μιας ιστορίας», είναι πάντα καθοριστικός παράγοντας. Εξίσου σημαντικά, καθόσον στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες η ίδια η δημοκρατία αποτελεί νόρμα νομιμοποίησης, το καθεστώς εξαίρεσης, εφόσον η κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων δεν έχει φτάσει σε οριακό σημείο, μπορεί και πρέπει να παράγεται εντός ενός τυπικά δημοκρατικού πλαισίου. Και όσο περισσότερο «τυπική» είχε γίνει η δημοκρατία, τουτέστιν, όσο πιο πολύ έχουν ευδοκιμήσει εντός της αυταρχικότερες δομές εξουσίας, τόσο περισσότερο ελαστική θα μπορεί να είναι. Αυτό που απαιτείται, αντί για έναν «Δικτάτορα», είναι μια «δημοκρατική πολιτική δύναμη» έτοιμη, καλή τη πίστη, να κυβερνήσει με όρους έκτακτης ανάγκης.
Η Δεξιά ως φορέας και κατώφλι πολιτικού αυταρχισμού
«Κάποτε υποφέραμε από τις κακίες μας, σήμερα υποφέρουμε από τους νόμους μας» (Τάκιτος, Χρονικά)
Στην βάση των όσων ειπώθηκαν, η τρέχουσα στην Ελλάδα δεξιά διαχείριση της κρίσης με όρους αυταρχικής νομιμοφροσύνης αποτελεί τον συνεπή φορέα του υπό παραγωγή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Έπεται ότι η οικειοποίηση μιας ρητορικής νομιμοφροσύνης, στην οποία ένα κομμάτι της Αριστεράς και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζει την πολιτική της – ο «βομβαρδισμός νομιμότητας» – είναι προβληματική ακόμα και αν εκλογικά αποδειχθεί επιτυχής. Διότι παραβλέπει ότι ήταν η ανάγκη για νομιμότητα σε συνθήκες οξυμένης κοινωνικής και πολιτικής έντασης που έφερε τους «δεξιούς» (sic) στην εξουσία. Εδώ φυσικά ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός απλοϊκού λειτουργισμού. Εφόσον έγινε με οριακή πλειοψηφία μέσω εκλογών, υπάρχει ένας συγκυριακός χαρακτήρας στην ανάδυση μιας δεξιάς κυβέρνησης στην Ελλάδα, πόσο μάλλον καθόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρχαν και πολλές άλλες κυβερνητικές λύσεις να πριμοδοτηθούν. Αλλά το να μείνουμε σε αυτό δεν μας πάει πολύ πέρα από μια δημοσιογραφικού τύπου ανάγνωση της πολιτικής συγκυρίας ή από την διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλοί «δεξιοί» στην Ελλάδα, γεγονός άλλωστε αδιαμφισβήτητο.
Ζητούμενο εδώ δεν είναι να ανακαλυφθεί κάποιο «master-plan» από μια ενιαία και αδιαίρετη Εξουσία, ούτε μια μηχανική ανάγνωση των πολιτικών διαδικασιών. Το ζήτημα έγκειται στην κατανόηση της ορθολογικότητας της «δεξιάς» ως πολιτική προοπτική, η οποία καθορίζει το ότι σε δεδομένες συνθήκες μια δεξιόστροφη πολιτική εμφανίζεται ως η ειδική μορφή πραγμάτωσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Και αυτό διότι ως πολιτική προοπτική η Δεξιά εκφράζει αφενός το γεγονός της εκμετάλλευσης και της ανισότητας ως απενοχοποιημένο δικαίωμα και, αφετέρου, την δυνατότητα του κράτους, και δη του δημοκρατικού κράτους, να αντιμετωπίζει με την απαραίτητη πυγμή κάθε απειλή και αστάθεια. Η Δεξιά, αναγνωρίζοντας ότι ο νόμος διαφυλάττει τα προνόμια αυτού που έχει την ικανότητα να έχει προνόμια, μπορεί μετά πάσα ειλικρίνεια να οπλίσει την δημοκρατία μέχρι το οριακό σημείο αυτό-αναίρεσης της. Με απλά λόγια, η Δεξιά εκφράζει υπό ρητή μορφή τη έννομη δυνατότητα μιας πειθαρχημένης και μαχόμενης δημοκρατίας, και για αυτόν το λόγο αποτελεί τον πρόδηλο φορέα εμβάθυνσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης σε συνθήκες όπου αφενός η τυπική κατάλυση της δημοκρατίας δεν είναι επιθυμητή και αφετέρου η δημοκρατία αποτελεί ένα πρόβλημα καθόσον επιτρέπει την διεξαγωγή της ταξικής πάλης με πιο προσφιλείς όρους για τους «από κάτω». Εξίσου σημαντικά, μια δεξιά μορφή διακυβέρνησης δεν καταστέλλει μόνο αλλά, συγχρόνως, πειθαρχεί την Αριστερά, όπως και κάθε άλλη ανταγωνιστική προοπτική, υπό την έννοια ότι τις εγκαλεί είτε να αποδεχθούν τη νομιμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων είτε να εξοβελιστούν στα επικίνδυνα εδάφη της «ανομίας», ως εχθροί της εσωτερικής τάξης. Έτσι, η τρέχουσα δεξιά μορφής διακυβέρνησης, ανεξαρτήτως των φιλοδοξιών των φορέων της, προετοιμάζει το έδαφος ώστε μια εξάντληση της να μην επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή, πέρα από μια πιο μετρημένη διαχείριση, η οποία όμως, έχοντας αναγνωρίσει τον έκτακτο χαρακτήρα της κατάστασης, θα λειτουργεί και αυτή με όρους εξαίρεσης.
Πάντως όπως σημειώθηκε, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στο προσεχές διάστημα, η συνολική κίνηση στο πολιτικό πεδίο, ειδικά σε κράτη όπου η αναδιάρθρωση γίνεται με οξύ και βίαιο τρόπο, είναι προς τον αυταρχισμό. Όσο λοιπόν η κρίση παραμένει το κεντρικό σημαίνον η πιθανότητα μιας τυπικής κατάργησης της δημοκρατικής τάξης και η ανάδυση μιας δικτατορίας (εκ των πραγμάτων) δεξιάς κοπής (θα) είναι ακόμα ανοιχτή. Διότι όσο κλιμακώνεται η κρίση και η (συναγόμενη) αστάθεια τόσο (θα) ανοίγεται και η προοπτική εμβάθυνσης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως μορφή παραγωγής μιας νέας ομαλότητας. Όπως όμως ειπώθηκε αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε μονόπλευρη. Αντίθετα, η εμβάθυνση ενός καθεστώτος εξαίρεσης – δηλαδή η περαιτέρω μετατόπιση του προς τα «δεξιά», θα καθοριστεί από το επίπεδο και την ένταση της ταξικής πάλης. Διότι, όπως πάντα, η καθοριστικότερη μεταβλητή είναι οι αγώνες των «από κάτω».
«Ενάντια στην ημέρα»
«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού» (Walter Benjamin, Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας).
Η ανάλυση που παρουσιάστηκε αξιώνει ως συμπέρασμα την ανάγκη υπέρβασης των προβλημάτων που θέτουν Κεφάλαιο και Κράτος, δηλαδή την ανάγκη παραγωγής μιας ριζοσπαστικής πολιτικής που θέτει δικούς της όρους πρόσληψης και παρέμβασης στο πραγματικό. Η ίδια η επιτακτικότητα με την οποία τίθενται τα διλήμματα από την σκοπιά της κυριαρχίας, καθιστά επιτακτικό από την σκοπιά της αντίστασης σε αυτήν το ξεπέρασμα της προβληματικής της δίκαιης διαχείρισης και την αντικατάσταση της με το πρόβλημα της χειραφέτησης. Και η χειραφέτηση ως υπέρβαση των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων είναι και υπέρβαση της τάξης δικαίου που εκφράζονται. Σε μια περίοδο όπου πρακτικές σαν το σαμποτάζ επιζητούν να βρουν την δικαιωματική τους θέση στον αγώνα των καταπιεσμένων, αυτό το θεμελιώδες γεγονός είναι απαραίτητο να διατυμπανίζεται σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους. Άλλωστε, ένα από τα διδάγματα των «πλατειών» είναι ότι ακόμα και ένα φαινομενικά ριζοσπαστικό πρόταγμα, όπως το «άμεση δημοκρατία τώρα», μπορεί να παραμένει δέσμιο στο παρόν του εφόσον αναγνωρίζει την νομιμότητα των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χειραφετική δυναμική μιας πράξης ταυτίζεται με τον βαθμό παρανομίας της, ούτε από τη βούληση του υποκειμένου να σπάσει τα «δεσμά του Νόμου». Άλλωστε αν η χειραφέτηση έχει κάποιο νόημα, είναι μόνο ως διαδικασία γενικευμένης ταξικής πάλης, η οποία δεν παράγεται σε ένα κενό ως καθαρή βούληση αλλά ως διαλεκτική με το παρόν της. Το ότι ο βολονταρισμός όμως ως ιδεολογική στάση είναι προβληματικός, δεν αλλάζει το γεγονός ότι μπροστά σε ένα παρόν όπου μέσω της «εκ των άνω» κήρυξης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης παράγεται η νόρμα ενός νέου αυταρχισμού, από την σκοπιά της αντίστασης και της χειραφέτησης η νομιμότητα δεν μπορεί να αποτελεί νόρμα αξιολόγησης αλλά πεδίο αμφισβήτησης και ανταγωνισμού. Φυσικά, χρειάζεται και μια αναγνώριση των ρίσκων μιας τέτοιας διαδικασίας, ρίσκα που η παρούσα ανάλυση προσπάθησε να υποδείξει. Επειδή η έκτακτη ανάγκη εμφανίζεται ως κυριαρχική επιβεβαίωση του κανόνα και όχι απλά ως εξαίρεση από αυτόν, όσο πιο επιτυχής (θα) είναι μια ρήξη με την έννομη τάξη τόσο (θα) εγκαλεί το φάσμα της εμβάθυνσης του αυταρχισμού που αντιπαλεύει, σε μια διαδικασία που το τέλος της δεν είναι προαποφασισμένο. Καμία θεωρία δεν μπορεί να λύσει από μόνη αυτό το πρόβλημα· ιδού είναι η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
___________________________________
1 Για μια ενδελεχή ανάλυση της υπό συζήτηση δεξιάς στροφής ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το άρθρο του Κώστα Φαρμακίδη, ‘Η ανασυγκρότηση της Δεξιάς ως πιθανή απάντηση στην πολιτική (και πολιτειακή) κρίση
2 Φυσικά, όσο σημαντική και να είναι η ιδεολογία η συναίνεση χρειάζεται και κάποια υλική βάση. Εδώ υπάρχει ένα σαφέστατο πρόβλημα για την κυβέρνηση που έχει αναλάβει αυτό το έργο καθώς άμεσες παραχωρήσεις θεωρούνται ανέφικτες. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με την υπόσχεση μιας ανάκαμψης, η οποία προπαγανδίζεται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό μπορεί η υπόσχεση του μέλλοντος να πειθαρχεί την ένδεια του παρόντος. Το σίγουρο είναι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δεχτεί να ζήσει πιο φτωχικά αρκεί να έχει σε κάτι να ελπίζει.
3 C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία: Τέσσερα Κεφάλαια γύρω από την Διδασκαλία της Κυριαρχίας, (Αθήνα: Λεβιάθαν, 1994); G. Agamben, State of Exception, (Chicago and London: The University of Chicago Press, 2005).
4 Ο παρατιθέμενοι ορισμοί ανήκουν σε έναν από τους «γκουρού» της φιλελεύθερης δικαιικής σκέψης, τον Richard Dworkin. Παρατίθενται στο Κ. Δουζίνας και R. Warrington, Ο Λόγος του Νόμου: Ερμηνεία, αισθητική και ηθική στο δίκαιο, (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994), σ.111.
5 Κατά παράφραση της ρήσης του Ludwig Wittgenstein για την γλώσσα.
eagainst.com