Εδώ και αρκετό πλέον καιρό από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού
συνειδησιακά απο-νομιμοποιείται το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το
φαντασιακό της ενωμένης Ευρώπης που θα προωθεί την αλληλεγγύη και την
αλληλοσυνεργασία. Οι απροκάλυπτες επιθέσεις των ευρωκρατών ενάντια στην
Κύπρο, ο στιγματισμός του Ελληνικού λαού ως «τεμπέλη που αποκλειστικά
και μόνο αυτός ευθύνεται για τα παθήματά του», η ολική απαξίωση του
Νότου δείχνουν φανερά πλέον ότι το περιβόητο Ευρωπαϊκό ιδεώδες έχει
καταρρεύσει μέσα στην πλήρη ανικανότητά του να δείξει στοιχειώδη
αλληλεγγύη στους αδύναμους του κρίκους, απαντώντας με επιθέσεις μίσους
και άκρατου κυνισμού, σαν να πρόκειται για μια οργανωμένη μαφία. Δεν
είναι, όμως, μονάχα ο Νότος που αρχίζει σιγά σιγά να αποδοκιμάζει το
ολιγαρχικό τούτο φιάσκο. Ολόκληρη σχεδόν η ήπειρος δυσανασχετεί με το
αποτυχημένο, πλέον, Ευρωπαϊκό όραμα, καθώς η Βρετανική κοινή γνώμη
παραμένει πλειοψηφικά υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, με τον
λαϊκιστή πρωθυπουργό David Cameron και
το ακροδεξιό κόμμα UKIP
να προσπαθούν να χαϊδέψουν τα αυτιά των Βρετανών απο-πολιτικοποιημένων
καταναλωτών που για όλα τους φταίει ο αποδιοπομπαίος τράγος των
Βρυξελλών· παράλληλα, η Ελληνική και Γαλλική αριστερά κάνουν λόγο για
«καταστροφή της Ευρωπαϊκής ιδέας από τους Νεοφιλελεύθερους πολιτικούς
που εφαρμόζουν σκληρή λιτότητα», σαν να μην ήταν η ίδια η ΕΕ μια
δομημένη γραφειοκρατική μηχανή, αποκλειστικά και μόνο πάνω σε lesaiz
faire καπιταλιστικές βάσεις.
Στην
Ιταλία, το «κίνημα» των Πέντε Αστέρων, με τον κωμικό Giuseppe Grillo,
γνωστός για τις ευρωσκεπτικιστικές του θέσεις, κατέκτησε την δεύτερη
θέση στις πρόσφατες εκλογές, αφήνοντας πίσω τον νεοσυντηρητικό
Μπερλουσκόνι, δεδομένο που φανερώνει πέρα για πέρα την αντίδραση μεγάλου
μέρους της Ιταλικής κοινωνίας όχι μόνο στις πολιτικές λιτότητας που
επιβάλει η ΕΕ, αλλά πάνω απ’ όλα την καταπάτηση βασικών δημοκρατικών
δικαιωμάτων με σκοπό την υλοποίησή των πολιτικών αυτών, καθώς κανένας
πια πολιτικός (είτε πρόκειται για εκλεγμένο με «δημοκρατικές»
διαδικασίες, είτε τεχνοκράτη σφετεριστή) δεν υπολογίζει ούτε στο
ελάχιστο τη στάση ενός ολόκληρου λαού που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει
απέναντι σε ένα τόσο μείζον ζήτημα.
Οι
πρόσφατες δημοσκοπήσεις της Metron Analysis φανερώνουν την, έστω και
αργοπορημένη, άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων και στην Ελλάδα, με το
40% να επιθυμεί τη διάλυση της ΕΕ, την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα
και την επαναφορά της κυριαρχίας των εθνών κρατών – θεσμού που
τουλάχιστον μπορούσε, έστω και σε κάποιον υποτυπώδη βαθμό, να εγγυηθεί
κάποια αστικά δικαιώματα. Τί σημαίνουν, όμως, όλα αυτά; Κάποιοι θα
κάνουν λόγο για «φωνές διαμαρτυρίας», άλλοι για «κραυγές λαϊκισμού» ενώ
πολλοί δίχως απολύτως κανέναν ενδοιασμό θα εκφράσουν την απογοήτευσή
τους για τούτη την Ευρωκατάντια. Όπως και να έχει, όμως, έχουμε να
κάνουμε με κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, που, στην πραγματικότητα,
απαγορεύει βιαστικά συμπεράσματα (κυρίως από τη στιγμή που η οργή και η
αγανάκτηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού κυριαρχεί στις δημόσιες
συζητήσεις, φορτίζοντας συναισθηματικά τον ‘πολιτικό’ διάλογο), δίχως
αυτό, την ίδια στιγμή, να σημαίνει τυφλή υπακοή στους ευρωπαϊστές
εξτρεμιστές, στην κυρίαρχη προωθούμενη προπαγάνδα των ΜΜΕ, πως η λύση
βρίσκεται όχι στην λιγότερη αλλά στην «περισσότερη Ευρώπη». Τί σημαίνει,
πρώτα απ’ όλα, ΕΕ; θα πρέπει να δούμε, τί είναι αυτό που πραγματικά
πρεσβεύει αυτού του είδους η κλίκα με έδρα τις Βρυξέλλες, ποιές είναι οι
αντιπροτάσεις του Ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, όπου και ανάλογα θα
μπορούσαν να δοθούν απαντήσεις.
Η Ευρωπαϊκή ιδέα
Ο πρώτος που εισήγαγε την ιδέα περί δημιουργίας μιας ομοσπονδιακής
υπερδύναμης που θα άκουγε στο όνομα Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης
ήταν ο Ιταλός πολιτικός Giuseppe Mazzini, ο οποίος αντιλήφθηκε το πρόταγμα αυτό ως μια επέκταση της ενοποίησης της Ιταλίας. Στη συνέχεια
ο Βίκτωρ Ουγκώ, το 1849 στο συνέδριο Διεθνούς Ειρήνης στο Παρίσι τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας ανώτατης κρατικής δύναμης
η οποία «θα είναι για την Ευρώπη ό,τι είναι το κοινοβούλιο για την
Αγγλία» δηλώνοντας πως «θα έρθει η ημέρα όπου όλα τα έθνη της ηπείρου
μας θα αποτελέσουν μια ευρωπαϊκή αδελφότητα… Θα έρθει που θα δούμε τις
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης
[στο εξής ΗΠΕ] πρόσωπο με πρόσωπο». Τις θέσεις του υποστήριξαν οι
Giuseppe Garibaldi και John Stuart Mill. Επίσης, ο Ιταλός φιλόσοφος
Carlo Cattaneo προκειμένου να αντιταχθεί στις πολεμοχαρείς τάσεις της
αριστοκρατίας, εξέφρασε τη συμπάθειά του για την ιδέα των ΗΠΕ,
ως τη μοναδική απάντηση στις εχθροπραξίες μεταξύ Ευρωπαϊκών κρατών, και τέλος,
ο αναρχικός φιλόσοφος Mikhail Bakunin υποστήριξε τα εξής:
«προκειμένου να επιτύχουμε το θρίαμβο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης
και της ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, και να καταστήσουμε
τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των λαών που συνιστούν την ευρωπαϊκή
οικογένεια αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει: Η σύσταση των Ενωμένων
Πολιτειών της Ευρώπης».
Το Ευρωπαϊκό ιδεώδες, λοιπόν, αρχικά εκφράστηκε ως ο μοναδικός
πολιτικός προσανατολισμός για να δοθεί ένα τέλος στις ένοπλες
συγκρούσεις που ταλάνιζαν την ήπειρο, στοχεύοντας στην διακρατική ειρήνη
και σταθερότητα, αντίληψη που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα, αν κρίνουμε
από την πρόσφατη απονομή βραβείου Νόμπελ στην ΕΕ, λόγω της επιτυχίας της
να εξασφαλίσει ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή (όπως λέει η επιτροπή
απονομής). Η ιδέα των ΗΠΕ όμως υπήρξε και κύριος εμπνευστής των
Κομμουνιστικών και φασιστικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα, τα
οποία έβλεπαν ως μοναδικό τους κίνητρο την ολοένα και μεγαλύτερη
εξάπλωσή τους. Έτσι, κατά τη διάρκεια των πρώτων νικηφόρων στρατιωτικών
εκβάσεων από τη ναζιστική Γερμανία το 1940, ο Wilhelm ΙΙ, δήλωσε ότι:
«Το χέρι του Θεού δημιουργεί ένα νέο κόσμο θαυμάτων…. Γινόμαστε οι
Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κάτω από γερμανική ηγεσία, μια ενωμένη
ευρωπαϊκή ήπειρος» (Petropoulos p.170)[1], ενώ λίγα χρόνια πριν ο
Τρότσκι είχε κάνει έκκληση για την δημιουργία των ΗΠΕ κάτω από μια
ισχυρή κομμουνιστική εξουσία. Λίγο μετά το τέλος του ΒΠΠ, η ιδέα της
ειρηνικής συνύπαρξης των Ευρωπαϊκών χωρών μέσω μιας διακρατικής εξουσίας
των ΗΠΕ επανεκφράστηκε από τον Συντηρητικό Βρετανό πρωθυπουργό
Winston Churchill σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου και δήλωσε τα εξής:
«πρέπει να οικοδομήσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Με
αυτόν τον τρόπο μόνο τα εκατοντάδες εκατομμύρια των βιοπαλαιστών θα
είναι σε θέση να επανακτήσουν τις απλές χαρές και ελπίδες που καθιστούν
μια ζωή άξια να τη ζει κανείς». Έτσι, η ενοποίηση της Ευρώπης ξεκίνησε
δειλά δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 50, με την Γαλλία και την
Γερμανία να αποτελούν τις πρώτες χώρες, ενώ η ολοκλήρωσή της άρχισε να
προγραμματίζεται λίγο μετά την υπογραφή της συνθήκης του Maastricht το
1992. Ήταν οι εποχές που το Κομμουνιστικό ανατολικό μπλοκ σιγά σιγά
κατέρρεε, είτε μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις είτε μέσω φιλελεύθερων
μεταρρυθμίσεων που αναγκάζονταν να λάβουν οι ηγέτες των ανατολικών χωρών
κάτω από τις πιέσεις του κοινού για περισσότερες ελευθερίες, προωθώντας
όλο και περισσότερο τον υποτιθέμενο «θρίαμβο του καπιταλισμού» ο οποίος
θεωρητικά είχε «βγει νικητής της αναμέτρησης», και πλέον τίποτα, κανένα
εναλλακτικό πρόταγμα δεν έμοιαζε ότι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει.
Έτσι, η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απορρόφησε το φιλελεύθερο φαντασιακό όταν
ήδη αυτό βρισκόταν στο απόγειό του, δίνοντας ώθηση σε διαφόρων ειδών
Φριντμανικές αλλά καί σοσιαλδημοκρατικές Κεϋνσιανικές φωνές να
κυριαρχήσουν εντός της, επηρεάζοντας πέρα για πέρα το θεμέλιωμα βασικών
της δομών.
Η Ευρωουτοπία και ο νότος
Η απαξίωση του Ευρωπαϊκού Νότου (και κυρίως της Ελλάδας) από τους
«σκληρά εργαζόμενους» (όπως τα ΜΜΕ τους αποκαλούν) βορειοευρωπαίους δεν
έχει να κάνει μόνο με την οικονομία, αλλά και με το γεγονός ότι οι
ίδιοι οι βορειοευρωπαίοι πάντοτε έβλεπαν με καχυποψία τους λαούς του
Νότου (και όσο πιο Ανατολική είναι μια χώρα, όσο πιο κοντά στην Ασία,
τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς). Οι βουτιές των χρηματιστηρίων, η αύξηση
του ποσοστού των ανέργων που βύθισαν στη φτώχεια εκατομμύρια πολίτες
έγινε αφορμή ώστε αυτό το χάσμα μεταξύ Ευρωπαϊκού βορρά και νότου (που
βασίζεται στο φαντασιακό του κυρίαρχου λευκού βορειοευρωπαίου) να βγει
στην επιφάνεια και οι λαοί του Νότου να χρησιμοποιηθούν ως οι
αποδιοπομπαίοι τράγοι της κρίσης. Έτσι, η σύγκρουση Ελλάδας vs
Ευρωπαϊκού βορρά, έχει να κάνει, μέχρι ενός σημείου, με το
βορειοευρωπαϊκό παλαιο-αποικιακό φαντασιακό. Για όσο καιρό η οικονομία
ανθούσε, αυτή η ιδεοληψία της ανωτερότητας των βορειοευρωπαίων δεν
εκδηλωνόταν, καθώς κυριαρχούσαν οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η
κερδοφορία. Χρειάστηκε να απειληθούν τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών ελίτ,
ώστε να ξεσπάσει μια αναμπουμπούλα στην Ευρώπη. Στην ουσία, το δίπολο
Ελλάδα/Γερμανία αποτελεί κομμάτι του ευρύτερου πολιτικο-πολιτισμικού
χάσματος μεταξύ της «υποανάπτυκτης» Ανατολής και της καπιταλιστικής
Δύσης, καθώς για πολλούς Ευρωπαίους η Ελλάδα ανήκει καθαρά στην
Ανατολή. Άλλωστε δεν είναι ψευδές ότι η ελληνική κοινωνία ελάχιστους
δεσμούς έχει με την Ευρώπη σε πολιτισμικό επίπεδο – κάτι που θα πρέπει
ν’ αναγνωρίσουμε, όσο οδυνηρό και αν μας φαίνεται. Αναμφισβήτητα είναι
δύσκολο για εμάς να το αποδεχτούμε καθώς για πολλές δεκαετίες η ιδέα
της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε και της μετατροπής της από μια
εγκαταλελειμμένη υποανάπτυκτη επαρχία σε μια Δυτική καπιταλιστική
μητρόπολη, υιοθετούνταν αβασάνιστα και αναντίρρητα από τη συντριπτική
πλειοψηφία. Πρόκειται για μια αντίληψη που βασίστηκε πάνω στην
mainstream ιδέα της δεκαετίας του ’90,
πως οτιδήποτε φέρει την Ευρωπαϊκή σφραγίδα είναι πάντοτε προτιμότερο (πράγμα που να συζητηθεί στην επόμενη ενότητα).
Επίσης, είναι πρακτικά δύσκολο να ‘αναμείξει’ κανείς 27 διαφορετικές
χώρες με διαφορετική ιστορία, ήθη, έθιμα με στόχο μια κοινή οικονομία,
ασχέτως και αν δεν υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες οι οποίες οφείλονται σε
γενετικά-φυλετικά χαρακτηριστικά (όπως λένε οι ακροδεξιοί) που καθιστούν
τις διαπολιτισμικές σχέσεις αδύνατες. Θα πρέπει να εξετάσουμε τις αξίες
κάτω από τις οποίες η πολυπολιτισμική Ευρώπη λειτουργεί, αξίες
οικονομικές, ανταγωνιστικές, που δεν προωθούν την διαπολιτισμικότητα
αλλά το μοναδικό κίνητρο: το κέρδος και τον ανταγωνισμό, ο οποίος
εκφράζεται και με χαρακτηριστικά έθνους, φυλής είτε σεξουαλικότητας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο οικονομικός ανταγωνισμός οδηγεί στην
δαιμονοποίηση του λιγότερου ισχυρού, ενισχύοντας τον εθνικισμό ο οποίος
διχάζει όλο και περισσότερο τους λαούς, διαιωνίζοντας την παντοδυναμία
των ολιγαρχιών.
Το Ευρωπαϊκό φαντασιακό και η νεοελληνική, μεταπολιτευτική πραγματικότητα
Η Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της αποτελούσε ένα
κράτος οικονομικά ανίσχυρο, με βαθιά ριζωμένες συνειδησιακά παραδοσιακές
αναπαραστάσεις σε ό,τι αφορά την κοινωνική ζωή, την εργασία, την
θρησκεία και τα διάφορα ήθη κι έθιμα. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες
Δυτικές κοινωνίες (αν μπορεί η Ελληνική να θεωρηθεί Δυτική) ουδέποτε
ήρθε σε επαφή με τον κοινωνικό εξορθολογισμό, ελάχιστα γνώριζε από
corporate culture και βιομηχανοποίηση, παραμένοντας μια χώρα επαρχιακή,
με δομές βαθιά πελατειακές. Λόγω ακριβώς της συνεχόμενης οικονομικής της
δυσπραγίας υπήρξε και ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ανθρώπινου
δυναμικού στην Ευρώπη (μετά την Ιρλανδία και την Ιταλία). Δεκάδες
χιλιάδες Έλληνες πολίτες πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης προκειμένου
να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ενώ μεγάλο ποσοστό κατάφερε να
αναρριχηθεί στην καπιταλιστική πυραμίδα, στις χώρες όπου φιλοξενούνταν.
Το γεγονός αυτό άρχισε σιγά σιγά στο εσωτερικό της χώρας να καλλιεργεί
την ιδέα της ισχυρής Δύσης που δίνει ευκαιρίες ανέλιξης σε αντίθεση με
την βαλτωμένη Ελληνική πραγματικότητα που δεν αποτελεί τίποτα
περισσότερο παρά ένα κράτος αδύναμο να προσφέρει όλα αυτά που η
αναπτυγμένη Δύση επιτυγχάνει. Για πολλά χρόνια, κύριος εκφραστής τούτης
της αντίληψης υπήρξε η Καραμανλική Δεξιά η οποία δίχως καμία απολύτως
συγκατάθεση υπέγραψε τη συμφωνία ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ μετά την
πτώση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, ενώ από την αντίθετη πλευρά, η
αριστερά εξέφραζε ευρωσκεπτικιστικές θέσεις όντας εγκλωβισμένη στον
φιλοσοβιετικό αντιδυτικισμό, στο αντι-ιμπεριαλιστικό εμφυλιακό
φαντασιακό που αποτελεί κληρονομιά των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων
του ΕΑΜ.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης το σύνθημα «ΕΟΚ
και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κυριαρχούσε στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ,
το οποίο στα πολύ πρώτα χρόνια της δράσης του εξέφραζε μεγάλο κομμάτι
του αντι-δικτατορικού κινήματος και τις ευρωσκεπτικιστικές
αντι-ιμπεριαλιστικές τάσεις του Ελληνικού λαού, τάσεις που μερικές
δεκαετίες αργότερα εκφράζονταν μόνο μέσα από το ΚΚΕ (καθώς το ΠΑΣΟΚ
συνέπραξε με την σοσιαλδημοκρατία και έπειτα με τον κοινωνικό
φιλελευθερισμό ιδίως κατά την ανάληψη της προεδρίας από τον Κ. Σημίτη),
χάνοντας την αίγλη του σε μια εποχή που η απάθεια και η μαζική
απο-πολιτικοποίηση είχαν αρχίσει να κατακλύζει τα πάντα. Τις
συγκεντρώσεις στις πλατείες αντικατέστησαν οι κραυγές στα τηλε-παράθυρα,
τον πολιτικό διάλογο οι διαφημίσεις και ο καταναλωτισμός: τα ψώνια του
Σαββατοκύριακου, η κουλτούρα του fast-food και του super-market
προερχόμενη από την Δύση γρήγορα διείσδυσε και στην Ελληνική κοινωνία,
διαβρώνοντας ολοκληρωτικά τον sui generis χαρακτήρα της. Η νέα αυτή
πραγματικότητα αντικατέστησε τις παλιές αξίες με τον οικονομισμό, την
αγοραστική δυνατότητα, την ευμάρεια που αποκλειστικά και μόνο
συνδυάζεται με την μαζική κατανάλωση, την ευκολία και την μίμηση
τηλε-ηρώων, πράγμα που ίσχυε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις
δυο/τρεις δεκαετίες πριν, ιδανικά που προβάλλονταν συνεχώς ως
παραδείγματα κοινωνιών που ευημερούν σε αντίθεση με τον παρωχημένο
Ελληνικό επαρχιωτισμό που έπρεπε να ξεπεραστεί με κάθε μέσο προκειμένου
να αγγίξει την τελειότητα, τα Ευρωπαϊκά
standards of living, να
ξεπεράσει την μίζερη πραγματικότητα του «εδώ όλα χάλια, έξω είναι όλα
καλά». Ως εκ τούτου, η ιδέα της ΕΕ, η άποψη του «με το ευρώ καλύτερα»
κατέστη κοινή λογική στην Ελληνική κοινωνία, η οποία δεν έβλεπε άλλο
δρόμο παρά να γίνει ένα κομμάτι με την Δύση, δίχως ωστόσο να θέλει χάσει
την δική της ιδιαιτερότητα, το σκυλάδικο, την κουλτούρα του
“ωχαδερφισμού” και του φραπέ, που ενσωμάτωσε πλήρης σε όλα τα
καταναλωτικά ιδανικά που δανείστηκε από την «πολιτισμένη» Δύση.
Το γεγονός αυτό εκφράζει σε μεγάλο βαθμό μια από τις μεγαλύτερες
μορφές ετερονομίας που χαρακτηρίζουν την Ελληνική κοινωνία: την αδυναμία
να σκεφτούμε ότι μόνοι μας σαν λαός μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι
καινούριο δίχως την καθοδήγηση του «πετυχημένου», δίχως τις υποδείξεις
των «ειδικών της ΕΕ» σε θέματα κοινωνικής ευημερίας. Ότι το κακό μας
παρελθόν σημαδεμένο από δικτατορίες, εμφυλίους, πολιτικές ανακατατάξεις
και αστάθεια θα το βλέπαμε πλέον μονάχα τυπωμένο και ανώδυνο σε μερικές
σελίδες στα βιβλία της ιστορίας, για να θυμούνται οι παλιοί και να
μαθαίνουν οι καινούριοι· ότι μόνο αν ακολουθήσουμε την «σιγουριά» που
μας εμπνέει το Ευρωπαϊκό όραμα θα γλιτώναμε απ’ αυτό, σα να μην ήταν η
ίδια Ελληνική κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα φορέας αυταρχικών
ιδεών (καί από τα αριστερά καί από τα δεξιά). Όλος αυτός ο εξοβελισμός
του κοινωνικού πράττειν σε εξωγενείς παράγοντες ευνουχίζει κάθε αυτόνομη
πολιτική δράση. Κύριοι εκφραστές της αποτελούν τα διάφορα ευρωπαϊκού
προσανατολισμού κόμματα που επικαλούνται την υπευθυνότητα και τον
«πόλεμο ενάντια στον λαϊκισμό», που βάλλονται κατά της αντί-ευρωπαϊκής
αριστεράς. Κατά βάθος, όμως, το σκεπτικό τους αυτό δεν αντανακλά μόνο
τον παραδοσιακά χυδαίο εθελόδουλο αυταρχισμό της Ελληνικής Δεξιάς, αλλά
εγκλωβίζει τους ίδιους τους πολίτες στην ανευθυνότητα μέσω του κλίματος
απάθειας που καλλιεργούν, μέσω της δογματικής αντίληψης του
καπιταλιστικού-ευρωπαϊκού μονόδρομου (όπου και η ΕΕ) πως οι τεχνοκράτες
“θα καθαρίσουν για εμάς” που δεν θα πρέπει να κάνουμε τίποτα παραπάνω
από το να τους υποστηρίζουμε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, ασχέτως και αν
μέρα με την μέρα ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται, οι αυτοκτονίες
πολλαπλασιάζονται και η εξαθλίωση καθιστά την ζωή ανυπόφορη. Η ευθύνη
των πράξεών μας δεν αναλαμβάνεται μέσω της τιμωρίας, του εκφοβισμού και
της μαύρης προπαγάνδας των ολιγαρχιών πως αν δεν θα τους ακολουθήσουμε
θα έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά μονάχα μέσω της δικής μας δράσης,
δίχως ηγέτες και καθοδηγητές, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό
μας, να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη.
Πάνω στην ίδια παγίδα φυσικά πέφτει και μεγάλο κομμάτι του
αντι-μνημονιακού μπλοκ το οποίο συσπειρώνει ευρωπαϊστές αριστερούς που
πιστεύουν σε θαύματα (πως η ΕΕ μπορεί να μεταρρυθμιστεί υπέρ των λαών
και όχι των τραπεζών) αλλά και ακροδεξιούς προγονόπληκτους που
πιστεύουν πως η ΕΕ αποτελείται από Εβραίους, κρύβει μέσα της τον Σατανά,
ετοιμάζει στρατιές για να υποδουλώσουν την Ελλάδα στους Σιωνιστές μέσω
της μετανάστευσης και διάφορα άλλα παράλογα ή παραληρητικά που ακούμε
κατά καιρούς από διάφορους σαλτιμπάγκους φαντασιόπληκτους στις πιο
ακραίες περιπτώσεις, ή όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες
του βορρά, οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις ωθούν όλο και περισσότερο στον
απομονωτισμό, πράγμα που θα δούμε παρακάτω:
Ο ευρωσκεπτικισμός στις χώρες του βορρά βαδίζει χέρι χέρι με την ξενοφοβία
Αντίθετα με τις χώρες του Νότου όπου ο ευρωσκεπτικισμός συνήθως
αποτελεί προνόμιο των αριστερών, στον βορρά οι πιο ακραίες φωνές
ξενοφοβίας εκφράζονται αυτήν την στιγμή από το Βρετανικό συντηρητικό
κόμμα και το ακροδεξιό UKIP με τους ψηφοφόρους και οπαδούς τους να
επιθυμούν δημοψήφισμα που θα καθορίσει την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ,
όχι όμως με σκοπό τον πολιτικό της απεγκλωβισμό από τις κεντρικές
εξουσίες των Βρυξελλών, αλλά με στόχο τον περιορισμό της μετανάστευσης:
εάν η Βρετανία πάψει να συμμετάσχει στην ΕΕ, τότε οι ελεύθερες
μετακινήσεις δεν θα ισχύουν πλέον για την χώρα αυτή. Όσοι έχουν το
ελεύθερο να μεταναστεύσουν στην Γερμανία, στην Ισπανία ή οπουδήποτε
αλλού, πλέον δεν θα το έχουν για την Βρετανία όπου πιθανότατα θα
απαιτείται visa παραμονής που δεν θα μπορεί να εγκριθεί δίχως πρόσκληση
από Βρετανό εργοδότη, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει πως δεν υπάρχει
Βρετανός πολίτης που θα μπορούσε να καλύψει τη συγκεκριμένη θέση
εργασίας, κι έτσι απαιτείται ξένο εργατικό δυναμικό.
Παρένθεση: Ξεκαθαρίζω ότι η μετανάστευση δεν θα πρέπει να θεωρείται
ως κάτι το θετικό όταν συμβαίνει μαζικά και όχι ατομικά καθώς κάτι
τέτοιο αποτελεί την διαιώνιση της σκλαβιάς, όπως έλεγε και ο Μαρξ. Θα
πρέπει να γνωρίζουμε εδώ πως η αποδοχή των μαζικών μετακινήσεων ως κάτι
αυτονόητα θετικό δεν αποτελεί κάποιο επαναστατικό πρόταγμα, αλλά
απεναντίας πρόκειται για μια φιλελεύθερη θέση η οποία αποδέχεται
ντετερμινιστικές θεωρήσεις όπως: σε κάποιες χώρες είναι φυσικό να
καταπιέζονται κάποιοι πληθυσμοί έναντι κάποιων άλλων και συνεπώς κομμάτι
των καταπιεσμένων δεν έχει παρά να αναζητήσει την τύχη του σε κάποια
άλλη χώρα. Συνεπώς η μαζική μετανάστευση θεωρείται ως κάτι το θετικό,
μιας και δίνει ευκαιρίες σε άλλους ανθρώπους να αναρριχηθούν πράγμα που
δεν μπορούν να το επιτύχουν στις χώρες καταγωγής τους, κι επίσης,
βελτιώνει – μέσω της ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται από τη
συμπίεση των θέσεων εργασίας – τις υπηρεσίες που παρέχουν οι διάφορες
εταιρίες. Οι Μαρξιστές και οι αναρχικοί υπερασπίστηκαν το «δικαίωμα» των
μαζικών μετακινήσεων προκειμένου από τη μια να συμβιβαστούν με την
πραγματικότητα πως είναι καλύτερο τελικά ένας Ινδός, Πακιστανός,
Έλληνας, Κύπριος να εργάζεται στην Βρετανία, την Γερμανία ή αλλού, αλλά
πάντα με σκοπό να τονίσουν την κοινωνική αδικία που δημιουργείται από
τις επεμβάσεις των ισχυρών καπιταλιστών των βιομηχανοποιημένων χωρών σε
αυτές που είναι λιγότερο ισχυρές και, από την άλλη για να αντιταχθούν
στις απομονωτικές τάσεις των συντηρητικών, οι οποίοι βλέπουν τους
μετανάστες ως απειλή για την κοινωνία, διχάζοντας έτσι την εργατική τάξη
σε ντόπια και ξένη, αποδυναμώνοντας τους πολιτικούς αγώνες προς όφελος
των καπιταλιστών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν μας αφορά τόσο το παραπάνω
δεδομένο. Αυτό που βλέπουμε εδώ από κομμάτι των ευρωσκεπτικιστών δεν
είναι η αποδόμηση της μετανάστευσης λόγω του ότι συμβάλλει στη δουλεία,
αλλά μια έκφραση της γενικευμένης απανθρωπιάς, αποτέλεσμα του
ατομικιστικού φαντασιακού:
δεν με ενδιαφέρει αν ο Έλληνας δεν θα
μπορέσει να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας στη χώρα του για να μπορέσει
να επιβιώσει. Με ενδιαφέρει ότι αν έρθει εδώ κάποιος άλλος θα τον
προσλάβει αντί για μένα, συνεπώς να φύγει και να πάει πίσω στη χώρα του
και για να μην ξανάρθει εδώ ας κλείσουμε τα σύνορα το οποίο μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Όλες αυτές οι
επικίνδυνες τάσεις θα πρέπει με κάθε μέσο να πολεμηθούν, καθώς όχι μόνο
αποτελούν ντροπή για την ίδια την ανθρωπότητα, όχι μόνο δικαιολογούν την
Βεμπεριανή εκδοχή του έθνους-κράτους (τον μόνο δικαιολογημένα – ηθικά
και νομικά – φορέα άσκησης βίας), αλλά στρέφονται κατά των ίδιων των
μετακινήσεων με έμμεσο και ύπουλο τρόπο, καταστρατηγώντας δικαιώματα που
κερδήθηκαν μέσα από μεγάλους αγώνες, οδηγώντας όλο και περισσότερο στον
απομονωτισμό που με τη σειρά του οδηγεί σε διαφόρων ειδών συγκρούσεις.
Το επόμενο βήμα: ούτε εθνική ούτε γεωγραφική αλλά πολιτική ανεξαρτησία
Και τα δύο στρατόπεδα φανερώνουν την διττή ετερονομία που κυριαρχεί
στις ‘πολιτικές συζητήσεις’ μια ετερονομία που οφείλουμε να ξεπεράσουμε
αν πραγματικά επιθυμούμε την κοινωνική μεταστροφή αντί να
εγκλωβιζόμαστε σε ετερόνομα δίπολα του τύπου: ΕΕ ή έθνος κράτος και
εθνική ανεξαρτησία. Όσο και αν μας προκαλούν αποστροφή οι μαφιόζικου
τύπου επιθέσεις των ηγετικών στελεχών της ΕΕ στην Κύπρο και την Ελλάδα,
αυτό δεν δικαιώνει την πίστη ότι η λύση βρίσκεται πίσω στις εθνικές
κυβερνήσεις και το εθνικό νόμισμα. Διότι το πρόβλημα εδώ δεν είναι ούτε
μονεταριστικό αλλά ούτε και κατά βάθος εθνικό. Απεντίας, το πρόβλημα
είναι βαθιά πολιτικό, και δεν μπορούν οι φωνές που απαιτούν ισχυρούς
ηγέτες και εθνικά σύνορα να χαρακτηριστούν ως ‘πολιτικές’. Απεναντίας,
αποτελούν εκφραστές προ-πολιτικών αντιλήψεων, καθώς δικαιολογούν έμμεσα
την βία και τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων από την πολιτική σφαίρα
(δεδομένου ότι οι περισσότεροι που κάνουν λόγο για εθνική ανεξαρτησία
προέρχονται από εθνικιστικούς κύκλους) και γενικά καλλιεργούν ένα κλίμα
απομονωτισμού το οποίο θα μπορούσα να πω ότι είναι το τελευταίο που
χρειαζόμαστε αυτή την στιγμή. Αντιθέτως, αυτό που επείγει είναι η
πολιτική ανεξαρτησία, δηλαδή το δικαίωμα μιας κοινότητας ανθρώπων (όχι
αναγκαστικά ενός έθνους) να ρυθμίζουν οι ίδιοι τον τρόπο λειτουργίας της
κοινότητάς τους δίχως εξωτερικές παρεμβάσεις, ενώ ταυτόχρονα θα
βρίσκονται και σε διαρκή επικοινωνία με άλλες κοινωνίες.
Η περίφημη Ευρώπη των λαών δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η Ευρώπη της
άμεσης δημοκρατίας, του απο-συγκεντρωτισμού και της καθημερινής
πολιτικής δράσης. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για άμεση δημοκρατία και να
ανεχόμαστε την Ευρωζώνη και την ΕΕ, μια καθαρά ολιγαρχική
Νεοφιλελεύθερη συμμορία. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για άμεση δημοκρατία
και οριζόντιες δομές όταν έχουμε απέναντί μας έναν οργανισμό που δεν
σέβεται ακόμη και τα βασικά κεκτημένα συνταγματικά δικαιώματα (τί έγινε
με την αρνητική ψήφο των Ιρλανδών στην Συνθήκη της Λισαβόνας;) ούτε καν
και με τα αστικά πρότυπα. Ούτε είναι εφικτό να μεταρρυθμιστεί αυτός ο
γραφειοκρατικός Χομπσιανός μηχανισμός προς κάτι καλύτερο, καθώς οι δομές
του είναι τόσο συγκεντρωτικές, που αδυνατούν πλήρως να εκφράσουν την
λαϊκή θέληση. Αντιθέτως, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει οικοδομηθεί,
εύκολα απορροφάται από εξουσιαστικά κέντρα ισχυρών συμφερόντων, που
επιβάλλονται με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μπορούμε, όμως, να εντάξουμε το
Ευρωπαϊκό ζήτημα μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης νέων προταγμάτων,
ενάντια στην βαρβαρότητα του συντηρητισμού και του ιδεολογικά
χρεοκοπημένου φιλελευθερισμού, μέσα στους αγώνες για πραγματική
δημοκρατία και ατομική και κοινωνική αυτονομία.
Η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί με κάθε τρόπο και να αντικατασταθεί από ένα
ανοικτό δίκτυο αλληλεγγύης και πολιτισμικής επαφής των λαών που φυσικά
θα ελέγχει ότι καμία τοπική απόφαση δεν μπορεί να παραβιαστεί από
κεντρικούς μηχανισμούς και για κανέναν λόγο (εκτός και αν εγκυμονεί
κίνδυνος εδαφικής επίθεσης σε περίπτωση που η απόφαση κάποιας κοινότητας
αυτό επιβλέπει, πράγμα που θα μπορούσε να αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό
μέσω των δικτύων πολιτισμικής συναδέλφωσης). Την αρχή των αποφάσεων την
έχουν οι ίδιοι οι πολίτες κάθε κοινότητας και όχι οι ολιγαρχίες, όπως το
ευρωκοινοβούλιο των Βρυξελλών. Για να φτάσουμε, όμως, στο σημείο αυτό
θα πρέπει αρχικά να έρθουμε σε ρήξη με κάθε είδους ιδεολογικό μας
αποκούμπι, είτε πρόκειται για τον φιλο-ευρωπαϊκό φετιχισμό είτε για το
εθνικιστικό φαντασιακό που αναμασούν αριστεροί και δεξιοί και πάνω απ’
όλα, να επανακαταλάβουμε τις πλατείες.
[1] Petropoulos, J,. 2006.
Royals and the Reich, Oxford University Press