1. Η εμφάνιση του ακραίου κέντρου
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα δόγματα που κυριαρχούν στις ‘πολιτικές’ συζητήσεις των περισσότερων σύγχρονων Δυτικών κοινωνιών είναι η συνολική και απερίφραστη καταδίκη κάθε πράξης που δε συνάδει με τον ποινικό (κυρίως) κώδικα. Πάντα στο πλαίσιο της αποφυγής των άκρων, στο όνομα του θεμιτού για το δημόσιο συμφέρον και, συνεπώς, κοινώς αποδεκτού, φιλελεύθερου κέντρου, το σλόγκαν «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ακούγεται συνεχώς.
Στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια, η στάση μεγάλης μερίδας της δημοσιογραφικής ελίτ, διαφόρων πολιτικάντιδων αλλά και πολλών εκπροσώπων της σαλονάτης political correct ιντελιγκέντσιας απέναντι στις πρόσφατες επιθέσεις του κράτους εναντίον μεγάλων καταλήψεων και αυτο-διαχειριζόμενων χώρων, φανερώνει ότι, το δόγμα του ακραίου κέντρου έχει για τα καλά εισχωρήσει στον mainstream ‘πολιτικό’ λόγο. Έτσι, καθημερινά φωνές κάνουν λόγο για «ίσες αποστάσεις» τόσο από τα δεξιά όσο και αριστερά ‘άκρα’, καλώντας μας, ταυτόχρονα, να αναγνωρίσουμε την μετριοπάθεια, την πρόοδο και την κοινωνική ειρήνη, ως αρετές που ενισχύουν τους θεσμούς μιας αντικειμενικά δίκαιης κοινωνίας. Μήπως, όμως, οι μεγαλοστομίες αυτές που μονοπωλούν στα δελτία των ειδήσεων και διαφόρων ειδών ‘σοβαρές’ εκπομπές δεν είναι και τόσο αντικειμενικές, όσο, πραγματικά, διατείνονται (ή όπως κάποιοι θέλουν να τις παρουσιάζουν); Μήπως, η φαινομενικότητα του «αυτονόητου», της καταδίκης κάθε είδους πράξης που «δεν σέβεται τους νόμους και το ‘άριστο’ μέτρο» – που εκλαμβάνοντας ως αφετηρία τον αυθαίρετο «κοινό νου», θεωρητικά εξασφαλίζει την ισορροπία μιας κοινωνίας που ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί – υποπίπτει, τελικά, με τη σειρά του, σε μια αμφίρροπη υποκειμενικότητα;
2. Το ακραίο «κέντρο» και οι εγγενείς του αντιφάσεις
Η υποκειμενικότητα του δόγματους αυτού διαφαίνεται μέσω της αναποτελεσματικότητάς του να εξασφαλίσει μια πραγματική πολιτική διαλεκτική. Αντιθέτως, το μόνο που καταφέρνει είναι να προστατεύσει την ομαλή λειτουργία της υπάρχουσας κοινωνικής θέσμισης. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνουν οι απαξιωτικές αντιδράσεις των φιλελεύθερων στο άκουσμα και μόνο εννοιών όπως άμεση δημοκρατία, κατάργηση της αρχής της αντιπροσώπευσης, ή αντικατάσταση του ιεραρχικού συστήματος διακυβέρνησης από κοινωνικά δίκτυα οριζόντιων δομών,που συχνά απορρίπτονται ως μη πραγματοποιήσιμες ουτοπίες ή κυριαρχία του όχλου, ενώ την ίδια στιγμή, οι ίδιοι ανταπαντούν θέτοντας τα, λίγο πολύ γνωστά, ‘ρητορικά’ ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν οι πολίτες να ρυθμίζουν από μόνοι τους τις τύχες τους, δίχως την ‘κηδεμονία’ των ‘ειδημόνων’ της πολιτικής; Ποιός θα επιβάλει την τάξη αν, ενώ ο καθένας έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν τη ζωή του, κάποιο μεμονωμένο άτομο θα εκμεταλλευτεί τούτη την απεριόριστη ελευθερία με σκοπό την ικανοποίηση των δικών του αναγκών; Ποιός θα σταματά τους κλέφτες και τους παραβάτες, αν η αστυνομία δεν έχει το πάνω χέρι στον έλεγχο της κοινωνικής συμπεριφοράς; Η αντίληψη αυτή συχνά βασιζόμενη σε κάποια αντι-επιστημονική και αναπόδεικτη Χομπσιανή θεώρηση περί έμφυτης ανθρώπινης απληστίας, η οποία για να μην καταστήσει τον άνθρωπο ανίκανο να επιβιώσει θα πρέπει να μετριαστεί κάτω από το σιδερένιο χέρι μιας ισχυρής αναντίρρητης εξουσίας που θα εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, δικαιολογεί την Βεμπεριανή (πεμπτουσία της φιλελεύθερης φιλοσοφίας) νομιμοποίηση της βίας του κράτους έναντι κάθε άλλης μορφής βίας. Εδώ, αν μη τι άλλο, δημιουργούνται κάποιες εμφανείς αντινομίες που αποδεικνύουν την μή αντικειμενικότητα της «καταδίκης της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται», και, τέλος, αυτο-αναιρούν την ‘ορθότητα’ αυτού του σκεπτικού: εφόσον η βία του κράτους είναι νομοτελειακά αναγκαία, τότε, λοιπόν, η καταδίκη της περνά σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας ‘προτεραιότητα’ στην αποδοκιμασία κάποιας άλλης μορφής βίας αρχικά. Κοντολογίς, το δόγμα του «ακραίου κέντρου», συνοψίζεται στην εξής φράση: «καταδικάζουμε πρώτα απ’ όλα την βία που προέρχεται από μεμονωμένα άτομα και ομάδες και έπειτα (ίσως και) την βία του κράτους ή την ‘αυθαιρεσία’ των αστυνομικών» αντί του «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται».
Βλέπουμε λοιπόν, πως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το δόγμα του «άγιου κέντρου» διατείνεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι ένας αναγκαίος μονόδρομος (πράγμα που είναι λογικό εφόσον αποτελεί δημιούργημά του), και συνεπώς, κανένα πρόταγμα που στοχεύει στην κοινωνική ‘αλλαγή’ δεν θα πρέπει να κινείται εκτός των πλαισίων του αστικού δικαίου. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι και κάθε δράση που επιδιώκει την κοινωνική μεταστροφή προς αμεσοδημοκρατικές κατευθύνσεις, θα πρέπει να καταστέλλεται μόλις φτάσει στο σημείο να καταστεί ορατή απειλή για το παλαιό καθεστώς. Σε αντίθεση, φυσικά, με τα ολοκληρωτικά-δικτατορικά Ισλαμικά, εθνικιστικά ή σοσιαλιστικά καθεστώτα, ο φιλελευθερισμός επιτρέπει την αμφισβήτηση των θεσμών, μόνο, όμως, μέχρι το σημείο όπου δεν ελλοχεύουν κίνδυνοι, ώστε να καταρρεύσει ολοκληρωτικά, ή να αναγκαστεί να συμβιβαστεί με τα αιτήματα των λιγότερο προνομιούχων, μέσα από μεταρρυθμίσεις ζημιογόνες για τα συμφέροντα των ολιγαρχιών, (με την προϋπόθεση, δηλαδή, ότι ο θεωρητικός βίος δεν θα εξελιχθεί σε βίο πολιτικό[1]). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι περισσότεροι κοινωνικοί αγώνες εντός των προηγούμενων αιώνων, για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και πολιτικά δικαιώματα, αγώνες που αμφισβητούσαν την παντοδυναμία των ισχυρών κοινωνικών τάξεων, αντιμετωπίστηκαν με βιαιότητα και κτηνώδη καταστολή.
3. Ιστορικο-πολιτικά αδιέξοδα
Το ιστορικό υλικό που έχουμε μπροστά μας, και τα διδάγματα που παίρνουμε σήμερα εξετάζοντάς το, μας δίνουν να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η θεωρία των άκρων έχει παρεισφρήσει στην ‘πολιτική’ σκέψη. Ο προηγούμενος αιώνας ήταν, ως επί τω πλείστο, ο αιώνας της βίας και των επαναστάσεων, όπως είχε προβλέψει ο Λένιν. Παρομοίως αναφέρει ο Georges Labica [2]: «ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία»…
Από την μια, τα εγκλήματα και οι θηριωδίες των Ναζιστών (με τα οποία επιχειρείται να ταυτιστούν όλες οι εθνικιστικές δράσεις) και από την άλλη, η κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, η άνοδος του Σταλινισμού-Μαοϊσμού και οι φρικαλεότητες όλων αυτών των καθεστώτων οδηγούν σε συμπεράσματα του τύπου «οι κοινωνίες μας, παρά τα κουσούρια τους, είναι οι καλύτερες ανθρώπινες δυνατές και θα πρέπει να τις προστατέψουμε από τα καταστροφικές εκτροπές προς την άκρα-αριστερά ή δεξιά». Ο Δυτικός άνθρωπος, σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Νοιώθει πως όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά αισθάνεται φοβισμένος μπροστά στην προοπτική της αλλαγής. Το άκουσμα και μόνο των λέξεων αντι-καπιταλιστική δράση προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Σε πολλούς φέρνει στο νου τις Σταλινικές θηριωδίες, καθώς έχουμε, πλέον, συνηθίσει να ερμηνεύουμε τα δρώμενα μέσα από μανιχαϊστικούς φακούς: «ό,τι δεν είναι καπιταλισμός είναι κομμουνισμός». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν κινήσεις που αμφισβητούν τις αναπαραστάσεις του καπιταλιστικού φαντασιακού, όπως για παράδειγμα: οι καταλήψεις κτιρίων, οι διαδηλώσεις, οι συνελεύσεις πλατειών, αντιμετωπίζονται με καχυποψία και κυνική αποστροφή από το κράτος και τους φορείς της εκάστοτε θεσμισμένης ετερονομίας, χαρακτηρίζονται ως πράξεις ανομίας ή όταν πολιτικοί ακτιβιστές και όλοι όσοι συνειδητά αρνούνται να μετατραπούν σε πειθήνια παραγωγικά όργανα, βαφτίζονται ως τρομοκράτες και κοινοί εγκληματίες, μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης παραμένει απαθές, είτε, συμπράττει με την καταστολή και τον κυρίαρχο συντηρητισμό.
4. Ροπή προς τα δεξιά
Η τυφλή καταδίκη της βίας, αρχικά, λειτούργησε ως κεντρικός άξονας κοινωνιολογικών συζητήσεων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Τότε, κομμάτι του δημοσιογραφικού συρφετού έκανε λόγο για νεανική παραβατικότητα, αποσάθρωση και κατάρρευσης των αξιών (σε αντίθεση με πολλούς τηλεπαρουσιαστές που εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική δυσαρέσκεια και το θεαματικό της βίας έχυναν κροκοδείλια δάκρυα για την απομονωμένη Ελληνική νεολαία), στάση που, σε πολύ εντονότερο φυσικά βαθμό, συναντούμε και κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Αγγλία το 2011, από δημοσιογράφους και ακροδεξιούς (π)ηθικολόγους, που έκαναν ανοιχτά εκκλήσεις για επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων. Εδώ, αν μη τι άλλο, βλέπουμε ότι μέσα από το δόγμα των «ίσων αποστάσεων», αναδύεται ένας διττός συντηρητισμός που σταδιακά συμπαρασύρει με το μέρος του τις φαινομενικά μετριοπαθείς φωνές, μέχρις ότου τις διαβρώσει πέρα για πέρα με σκοπό να καταστεί ως κοινή λογική. Από τη μια η μηδενική ανοχή σε κάθε μή κρατική βία, και από την άλλη η νομιμοποίηση της κρατικής καταστολής, όλα αυτά μαζί είτε συναινούν με τους Νεοφιλελεύθερους δεξιούς οι οποίοι στο όνομα της ιδιοκτησίας θα κινούσαν γη και ουρανό προκειμένου να καταστείλουν κάθε ελευθεριακό αντικαπιταλιστικό κίνημα [3], είτε πολλές φορές με την άκρα δεξιά (όπως είναι πολύ χαρακτηριστική η στάση του Βρετανού ακροδεξιού Nigel Farrange κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Αγγλία). Άλλωστε, η άκρα δεξιά ιδεολογικά τασσόταν πάντα υπέρ της αυστηρής τήρησης των νόμων, της σκλήρυνσης των μέτρων καταστολής, της εξύψωσης του στρατιωτικού ιδεώδους, του μιλιταρισμού και της αναβίωσης των πατριαρχικών αξιών, με σκοπό την προστασία των πολιτών, την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα και, τέλος, την εθνική ασφάλεια.
Η μή κρατική βία, νομιμοποιείται από τους φιλελεύθερους, μονάχα όταν το καθεστώς που οι πολίτες αντιμάχονται δεν είναι αστικοδημοκρατικό, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Αιγύπτου, όπου τα Ευρωπαϊκά Μέσα Ενημέρωσης αφιέρωναν ύμνους υπέρ των καταληψιών της Ταχρίρ, σε αντίθεση με διαδηλώσεις σε διάφορα κράτη του Νότου, όπου συναντά κανείς την ολική απαξίωση, τον κυνισμό και το δημοσιογραφικό δηλητήριο εναντίον των διαδηλωτών, στηλιτεύοντας την «ελληνική γονιδιακή ανωμαλία της τεμπελιάς και της απατεωνιάς».
5. Από πού προέρχεται η βία;
Η φενάκη του «αγίου κέντρου», δεν αποτελεί μονάχα σώμα και ψυχή της χυδαίας προπαγάνδας των ολιγαρχιών ή μέσο εξαπάτησης και παραπλάνησης της κοινής γνώμης από τους καταστολείς συνειδήσεων, τα ΜΜΕ. Εκφράζει και, σε μεγάλο βαθμό, την επιφανειακότητα των διαφόρων φιλελεύθερων, αλλά και της διανοητικής ένδειας που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Η τυφλή καταδίκη μιας πράξης που δεν συνάδει με τους ποινικούς και αστικούς κώδικες συμπεριφοράς επισκιάζει μια άλλη πραγματικότητα, αυτήν που κρύβεται πίσω από την βιτρίνα του καπιταλισμού, της βίας που συνεχώς αναγεννιέται και αναπαράγεται μέσα στην ίδια την κοινωνία, ως προϊόν των ανταγωνιστικών σχέσεων και της εκμετάλλευσης. Ο μόχθος (ή, αλλιώς, η αλλοτριωμένη εργασία), είναι, εξίσου, μια μορφή βίας. Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία η έννοια της εργασίας συνδέεται και ταυτίζεται με την κατάσταση τουμόχθου, αφού τις περισσότερες φορές που κάποιος παράγει έργο, το κάνει είτε για να επιβιώσει, είτε για να διεκδικήσει κάποια υψηλότερη θέση, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού φαντασιακού. Κάτω από αυτή την λογική, η υπεράσπιση της ηθικής της εργασίας από τους διάφορους συντηρητικούς σαλτιμπάγκους πολιτικάντιδες, κυρίως σε μια εποχή όπου η επιστημονική γνώση και η τεχνολογία θα μπορούσε να μειώσει τις εργατοώρες (αλλά, αντ’ αυτού βλέπουμε το αντίθετο: αύξηση των ωρών εργασίας, του ορίου συνταξιοδότησης και, παράλληλα, μειώσεις των μισθών) είναι ταυτόσημη με την υπεράσπιση της ανελευθερίας και συνεπώς της ενδοκοινωνικής βίας.
Βία θα συναντήσει κανείς ακόμα και σε κοινωνίες όπου πατριαρχικοί ή οικογενειοκρατικοί άγραφοι κώδικες δεν αμφισβητούνται, για διάφορους λόγους, κι έτσι, παραμένουν αναλλοίωτοι, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία όπως η Ελληνική, όπου θρησκευτικά ήθη κι έθιμα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή πολλών ανθρώπων. Βία, φυσικά, θα δει κανείς και στον αποκλεισμό των μεταναστών ή και ακόμα στον ρατσισμό όχι μόνο των μεταναστών από τους ντόπιους, αλλά και μεταξύ μειονοτήτων. Η μεγαλύτερη, όμως, μορφή βίας και η πιο διαδεδομένη που συναντά κανείς στην Ελληνική κοινωνία, είναι η συνέχεια των πολιτικών που επί τέσσερα συνεχόμενα έτη σπρώχνουν στην εξαθλίωση εκατομμύρια πολιτών, οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν δίχως τη συγκατάθεσή κανενός, και που οδήγησαν χιλιάδες στην αυτοκτονία λόγω αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών, στα ψυχιατρικά ιδρύματα και στην εγκληματικότητα με σκοπό την επιβίωση. Βία είναι ο γενικευμένος πόλεμος ενάντια στην ίδια την κοινωνία, για την κατάλυση των δικαιωμάτων της που έχει κερδίσει με αίμα (το οκτάωρο, την άδεια, το δημόσιο πανεπιστήμιο, την σύνταξη…). Βία είναι, τέλος, η υπακοή στην κρατική εξουσία ως η μοναδική αυθεντική και πραγματιστική λύση, η a la Carl Schmitt νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας του κράτους, και κάθε πράξη που βαφτίζει ως απαράδεκτη την κοινωνική διαμαρτυρία, και αν μη τι άλλο, η δαιμονοποίηση της φτώχειας, με βάση την οποία, κάθε ευθύνη αποκλειστικά και μόνο καταλογίζεται στο θύμα, ως υπαίτιο για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
6. Το «άγιο κέντρο» και ο Δυτικιστικός φετιχισμός
Ακούμε συνεχώς επιχειρήματα όπως «σε ποιές σοβαρές χώρες κλείνουν δρόμοι, καταλαμβάνονται δημόσια κτήρια δίχως να υπάρξει καμία κινητοποίηση από το κράτος». Αυτό το κακόπιστο επιχείρημα εκφράζει μια ακόμη μορφή ετερονομίας μιας μεγάλης μερίδας της Ελληνικής κοινωνίας, αυτής που θεωρεί πως ο,τιδήποτε φέρει την σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πάντα προτιμότερο, πως η Ελλάδα είναι μια θλιβερή τριτοκοσμική επαρχία σε σχέση με την ανθρώπινη και πολιτισμένη Δύση, όπου όλα λειτουργούν προς όφελος του πολίτη [4]. Είναι αλήθεια ότι σε μια χώρα όπως η Βρετανία ή η Γερμανία, φαινόμενα όπως επιθέσεις εναντίον αστυνομικών δυνάμεων δεν θα έμεναν αναπάντητα από το κράτος. Στις Η.Π.Α., μάλιστα, το κράτος ουκ ολίγες φορές δεν δίστασε να καταφύγει στη χρήση ένοπλων δυνάμεων με σκοπό την καταστολή βίαιων εξεγέρσεων (με αποκορύφωμα τα επεισόδια του Detroit-1967), με δεκάδες νεκρούς. Στην Αγγλία, συγκεκριμένα, όταν σε μια πορεία διαμαρτυρίας σημειώνονται επεισόδια, τότε τα πρόσωπα των υπόπτων αναρτούνται στις ιστοσελίδες του BBC και άλλων καναλιών. Η διαπόμπευση των ενόχων για τις ταραχές του Αυγούστου, οι πάνω από 2.000 συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν και τέλος, οι εξευτελιστικές ποινές που επιβλήθηκαν στους υπαίτιους, όπως μή αμειβόμενη εργασία σε καταστήματα που καταστράφηκαν, δείχνει ξεκάθαρα ότι φαινόμενα σαν αυτά που συναντά κανείς στην Ελληνική κοινωνία, τιμωρούνται αυστηρά στην εξορθολογισμένη Δύση, όπως, όμως, τιμωρούνται αντίστοιχα και οι ρατσιστικές επιθέσεις, η σπατάλη δημοσίων χρημάτων για ιδιωτικούς σκοπούς και διάφορα άλλα. Όλα αυτά, φυσικά, με τίποτα δεν υποδηλώνουν ότι οι «σοβαρές» αυτές χώρες είναι πραγματικά τόσο παραδεισένιες όσο οι διάφοροι ευρωπαϊστές θέλουν να πιστεύουν. Είναι χώρες όπου ναι μεν οι κρατικοί θεσμοί σέβονται, σε ορισμένα ζητήματα, τον πολίτη, αλλά αυτό οφείλεται στους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν μέρος στο παρελθόν, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζονταν από την κυρίαρχη εξουσία ως «πράξεις βίας», «ανομίας» και «διασάλευση της τάξης». Συνυπάρχουν, όμως, μαζί με αυτά τα σπέρματα μερικής ελευθερίας αξίες ακραία ετερόνομες, όπως για παράδειγμα η βασιλεία, η βουλή των λόρδων κ.λπ…
Ο λόγος που η εξορθολογισμένη Δύση έχει καταστεί φετίχ σε μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού πληθυσμού, έχει να κάνει κυρίως με ιστορικο-κοινωνικούς λόγους, και πάνω απ’ όλα, με το γεγονός πως α) η Ελληνική κοινωνία ποτέ της δεν γνώρισε σταθερότητα από την απελευθέρωσή της και έπειτα αλλά και β) στο ότι εκατομμύρια Έλληνες που μετανάστευσαν στις Η.Π.Α., την Αυστραλία, τον Καναδά και την Γερμανία κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και έπειτα, κατάφεραν κουτσά στραβά να εξασφαλίσουν μια Α οικονομική άνεση, πράγμα που γι’ αυτούς ήταν αδιανόητο να συμβεί στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα. Έτσι, βλέπει την Ευρώπη ως μονόδρομο για την κοινωνική ευημερία, μήν θέλοντας να καταλάβει ότι το πρότυπο κοινωνίας η πολιτικού μοντέλου δεν είναι το Γερμανικό, το Αγγλικό, ούτε το Σκανδιναβικό ούτε το Αμερικανικό. Πως το υπερκαταναλωτικό έκτρωμα της Δύσης με πολίτες ρομπότ αυστηρά πειθαρχημένους στο πρότυπο του «δούλευε και μην ερεύνα» που έχει γεννήσει ο ίδιος καπιταλισμός δεν είναι απάντηση στην νεοελληνική κατάντια, στον βυζαντινισμό και την προγονολατρεία, στο τσιφτετέλι, τον Άνθιμο και τον Ψωμιάδη και την κουλτούρα της κατεργαριάς, όπως, φυσικά, και καμία κοινωνία σε καμία δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παράδειγμα προς μίμηση. Η αποτυχία, εξάλλου, της Ελληνικής κοινωνίας να ενσωματώσει Δυτικές αξίες εντός της, είναι μια ολοφάνερη απόδειξη ότι δεν υπάρχει άμεσα κάποια δυνατότητα να μετατραπεί ο Ελληνικός λαός σε μια εξορθολογισμένη παραγωγική μάζα (ευτυχώς ή δυστυχώς), πράγμα που, ωστόσο, μας δίνει τη δυνατότητα για βαθύτερο προβληματισμό: εφόσον απορρίπτουμε την νεοελληνική κουλτούρα (αν το κάνουμε, φυσικά), αλλά, ταυτόχρονα, δεν αποδεχόμαστε ούτε τον Δυτικό τρόπο ζωής, μήπως ήρθε η στιγμή να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο, βασισμένοι στις αξίες του προτάγματος της αυτονομίας;
Όλη αυτή η φαντασιωτική εξιδανίκευση της Δύσης, η ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι καλύτερη στους καταναλωτικούς παραδείσους του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη, καθώς επισκιάζει τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν ακόμη και σήμερα τις κοινωνίες αυτές, ενώ αποκρύβει το ενδεχόμενο ότι οι αξιοπρεπέστερες εργασιακές συνθήκες (σε σχέση με τον νεοελληνικό μεσαίωνα) είναι, ως επί τω πλείστο, αποτέλεσμα αγώνων (παρόμοιων, αλλά ίσως και μεγαλύτερου βεληνεκούς, δράσεων με αυτές που λαμβάνουν χώρα σήμερα στην Ελλάδα), για δικαιότερη κατανομή του πλούτου, για κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτικά δικαιώματα, αγώνες που αντιμετώπισαν την κρατική καταστολή και τις αποδοκιμασίες πολλών συντηρητικών πολιτών, πράγμα που οι άχρηστοι ηλίθιοι της αριστεράς του ροζ ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να γνωρίζουν, πριν φτάσουν σε σημείο είτε να ευθυγραμμιστούν με τους ολιγάρχες στο δόγμα της «μη βίας», είτε μέσω της κατάφωρης συνωμοσιολογίας τους να προσελκύσουν απαθής ψηφοφόρους.
7. Βία και πολιτική
Παρά του ότι κάποιες μορφές βίας αξίζει να νομιμοποιούνται ηθικά, η βία καθ’ αυτή δεν αποτελεί πολιτικό μέσο. Απεναντίας, είναι ένας προ-πολιτικός τρόπος επίλυσης διαφορών. Στην πολιτική σφαίρα τις προ-πολιτικές μεθόδους αντικαθιστά ο Λόγος, δηλαδή η δυνατότητα να επιλυθούν οι οποιεσδήποτε διαφωνίες μέσα από την συζήτηση και τον διάλογο. Η βία αποτελεί πραγματική απειλή για κάθε πολιτικό σώμα, για κάθε πραγματικά δημοκρατική συνέλευση. Σε περιπτώσεις, όμως, όπου ένα σύνολο ανθρώπων βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία ενός καταπιεστικού καθεστώτος, πράγμα που σημαίνει ότι ασκείται βία από την εκάστοτε θεσμισμένη εξουσία, το πολιτικό σώμα παύει να υπάρχει. Οι συνελεύσεις και οι ελεύθερες πολιτικές συζητήσεις πολιτών που ενώνονται κάτω από την διαφορετικότητά τους για να συνθέσουν από κοινού και να συνδιαμορφώσουν παύουν να υπάρχουν. Υπερτερεί η απομόνωση και ο εγκλεισμός στην ιδιωτική σφαίρα, ενώ το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με τα ιδιωτικά συμφέροντα, του βασιλιά, του πολιτικού αρχηγού ή πολλών πολιτικών αρχηγών, του Κόμματος, του κοινοβουλίου, του ιερατείου, των τραπεζικών λόμπι (στην περίπτωση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας). Έτσι, η σύγκρουση που αποσκοπεί στην ανατροπή του καθεστώτος αυτού, ή τον μετασχηματισμό του, με σκοπό τη δημιουργία πολιτικών σωμάτων, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι η βία, είναι πέρα για πέρα νομιμοποιημένη, έχοντας, πάντα, κατά νου, ότι ο θάνατος της παλαιάς τάξης πραγμάτων σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το τέλος της χρήσης κάθε προ-πολιτικής μεθόδου επίλυσης διαφωνιών, καθώς οι θεσμοί αρχίζουν σιγά σιγά να ελέγχονται απευθείας από τους πολίτες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι επιθέσεις στα γραφεία της ΝΔ με Καλάσνικοφ ούτε επαναστατικές είναι, ούτε ηθικά νομιμοποιημένες. Όχι επειδή είναι ολοφάνερα βίαιες αλλά επειδή στοχεύουν ευθέως κατά της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας αντί να απειλούν τα θεμέλια και τις αξίες του άθλιου αυτού πολιτισμού που δίνει βήμα στην ακροδεξιά και υπονομεύει την κρατική καταστολή. Συνάμα, αποτελεί ύψιστη ύβρη η ταύτισή τους με τους πραγματικούς αγώνες που αμφισβητούν κομμάτι της θεσμισμένης ετερονομίας, όπως οι καταλήψεις, οι συνελεύσεις και οι διαδηλώσεις. Διότι πρόκειται για την βία που ταυτίζεται με τον μηδενισμό και την μεταφυσικού τύπου ανορθόλογη δίψα για εκδίκηση. Τέτοιου είδους αντιλήψεις, αναμφισβήτητα, θα πρέπει να πολεμηθούν. Από την άλλη, η προσβολή άλλων εννόμων αγαθών (έννομα αγαθά ονομάζονται όσα ο νόμος θεωρεί ως άξια προστασίας), όπως π.χ. η ιδιοκτησία, δεν πρέπει να ταυτίζονται (τουλάχιστον χωρίς πολλή σκέψη) με την τρομοκρατία ως πολιτικό φαινόμενο των σύγχρονων «Δημοκρατιών». Από τον Γιάννη Αγιάννη που κλέβει ένα καρβέλι ψωμί, έως τον λαό της Αργεντινής που απαλλοτρίωσε μαζικά τα καταστήματα τροφίμων ή ένδυσης προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει, υπάρχει μια «παραβατικότητα», ατομική ή γενικευμένη, που από την κυρίαρχη εξουσία χαρακτηρίζεται (ή τείνει να χαρακτηριστεί) ως «Τρομοκρατία».
8. Εν κατακλείδι
Τελειώνοντας, και με σκοπό να γίνω πέρα για πέρα μισητός σε αυτούς που διαβάζουν το άρθρο αυτό, ας μην ξεχνάμε ότι ο χαρακτηρισμός όλο και περισσότερων πράξεων ως «τρομοκρατικών», «βίαιων» και «έκνομων» εκ μέρους των εξουσιαζόντων (χαρακτηρισμός που επιτυγχάνεται μέσω του νομικού χαρακτηρισμού και του ιδεολογικού αποτελέσματος που ο νομικός χαρακτηρισμός γεννά), δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτός από την κοινωνία αβασάνιστα. Βία που δεν στρέφεται κατά προσώπων, αλλά που αποσκοπεί π.χ. στην δίκαιη κατανομή βασικών αγαθών σε όλους, δεν είναι τρομοκρατία. Απεναντίας, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για επαναστατικές πολιτικές πρακτικές που απεγκλωβίζονται από τη μυθολογία της στοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων ως ατόμων, αποφεύγοντας τη διαιώνιση άσκοπων και απάνθρωπων πρακτικών όπως είναι όλες οι αιματοχυσίες χωρίς εξαίρεση. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι κάθε προσπάθεια που συνέβαλε στην κατάκτηση δικαιωμάτων που αποτελούν έστω και ένα βήμα παραπέρα προς μια κοινωνία ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, ελευθερίας και ειρήνης, μέχρι να γίνει πραγματικότητα, χαρακτηριζόταν αρχικά από την εκάστοτε εξουσία ως «τρομοκρατία».
_______________________________
[1] Βίος πολιτικός με την πραγματική έννοια του όρου, δεν υφίσταται σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Η πολιτική δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται με την σημερινή έννοια της λαμογιάς, της λογικής των λόμπι, της απεριόριστης άσκησης εξουσίας με σκοπό την ολοένα και περισσότερο συγκέντρωση κεφαλαίων. Απεναντίας, αφορά τις ανοιχτές συζητήσεις, τις συνελεύσεις πολιτών, τα συμβούλια… Ιστορικές περιπτώσεις, όπου πραγματικά πολιτικά σώματα δημιουργήθηκαν, όπου σπέρματα αυτονομίας αναπήδησαν, συναντούμε στην αρχαία Αθήνα και διάφορες άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας όπου δεν υπήρχαν ολιγαρχικά καθεστώτα αλλά ο ίδιος ο λαός (κομμάτι του που θεωρούνταν πολίτες) έλεγχε τη δική του τύχη. Επίσης, στην Παρισινή Κομμούνα, στα περίφημα Town Hall Meetings της Αμερικανικής Επανάστασης, σε περιοχές της Ισπανίας κατά την επανάσταση του 1936 και, τέλος, στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956. (Εξ ου και η χρήση των αποσιωπητικών όπου εμφανίζεται η λέξη πολιτική με την στενή και διαστρεβλωμένη σύγχρονή της έννοια).
[2] Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011Mετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
[3] Όπως αναφέρει ο Milton Friedman στο βιβλίο Capitalism and Freedom, «Ο σκοπός της κυβέρνησης πρέπει να είναι περιορισμένος. Κύρια λειτουργία της πρέπει να είναι η προστασία της ελευθερίας μας τόσο από τους εχθρούς εκτός των πυλών όσο και από τους συμπολίτες μας: η διατήρηση του νόμου και της τάξης, η προάσπιση των ιδιωτικών συμβάσεων, για την προώθηση ανταγωνιστικών αγορών» (σ.23). «Η βασική προϋπόθεση [της κυβέρνησης]», (σ.14), «είναι η τήρηση του νόμου και της τάξης. Η αποφυγή του φυσικού εξαναγκασμόού ενός ατόμου από άλλο και η επιβολή, οικειοθελώς, των συμβάσεων που έχουν συναφθεί, δίνοντας έτσι ουσία στο “ιδιωτικό”». Με άλλα λόγια, μόνο η αστυνομία και ίσως ο στρατός θα πρέπει να παραμείνουν στα χέρια του κράτους με σκοπό την επιβολή του νόμου για την προστασία της ιδιοκτησίας. Οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένης και της δωρεάν παιδείας, της υγείας και κάθε δημόσιου αγαθού, θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί και να αφεθεί στους αυθαίρετους ΄νόμους’ της ελεύθερης αγοράς.
[4] Στην Ελληνική κοινωνία θα βρει κανείς τόσο φανατικούς Ευρωπαϊστές όσο και αντι-Ευρωπαϊστές που για όλα τους φταίει η Δύση και οι Η.Π.Α. και ο μαύρος ιμπεριαλισμός, ένα νεκρό δίπολο που επισκιάζει την κυριότερη φύση των σύγχρονων πολιτικών προβλημάτων, την κοινωνική θέσμιση, ενισχύοντας κάθε είδους τυφλό και καταστροφικό ιδεολογισμό.
http://eagainst.com