ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Σαμίρ Αμίν: «Το ευρωπαικό σχέδιο θα καταρρεύσει…»

«Οι Ελληνες έχουν απομείνει με τις συνέπειες της αφελούς αυταπάτης ότι θα ξέφευγαν από τη μοίρα των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών, επειδή απέφυγαν την ατυχία να κυβερνηθούν από «κομμουνιστές»» Το άρθρο του Αιγύπτιου βετεράνου μαρξιστή οικονομολόγου Σαμίρ Αμίν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την «Εφημερίδα των Συντακτών» και αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δοκιμίου με τίτλο «Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού συστήματος», στο οποίο εξετάζεται η δυνατότητα μετασχηματισμού της Ε.Ε. σε μια δημοκρατική ένωση, ερώτημα στο οποίο ο συγγραφέας δίνει μια αρνητική απάντηση. Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται αναρτημένο εδώ. O Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο και σπούδασε στη Γαλλία, ενώ σήμερα είναι διευθυντής του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου στο Ντακάρ. Εχει γράψει δεκάδες βιβλία, κάποια μεταφρασμένα και στα ελληνικά, και θεωρείται ειδικός στις θεωρίες της ανάπτυξης.

Επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου
Η επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη είναι ότι αυτή διαθέτει τα μέσα για να καταστεί μια οικονομική και πολιτική δύναμη ανάλογη των ΗΠΑ, και συνεπώς, ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Αυτό είναι εμφανές αν αθροίσει κανείς τους πληθυσμούς και το ΑΕΠ της ΕΕ. Προσωπικά, πιστεύω ότι η Ευρώπη έχει τρία σημαντικά μειονεκτήματα που αποκλείουν μια τέτοια σύγκριση.
Πρώτον, το βόρειο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου (οι ΗΠΑ και, αυτό που εγώ αποκαλώ η εξωτερική της επαρχία, ο Καναδάς) είναι προικισμένο με ασύγκριτα περισσότερους φυσικούς πόρους από την περιοχή που καλύπτει η Ευρώπη δυτικά της Ρωσίας, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η εξάρτηση της από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους.

Δεύτερον, η Ευρώπη αποτελείται από πολλά ξεχωριστά και διαφορετικά έθνη, των οποίων η ποικιλομορφία πολιτικής κουλτούρας – χωρίς αυτή να χαρακτηρίζεται απαραιτήτως από εθνικό σοβινισμό – αποτελεί καθοριστικό παράγοντα που αποκλείει την αναγνώριση ύπαρξης ενός «ευρωπαϊκού λαού» στο πρότυπο του «αμερικανικού λαού» των ΗΠΑ. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημαντικό ζήτημα παρακάτω.

Τρίτον (και αυτός είναι ο κύριος λόγος που αποκλείεται μια τέτοια σύγκριση), η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ευρώπη ήταν και παραμένει ανομοιογενής, ενώ ο Αμερικάνικος καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί με έναν αρκετά ομοιογενή τρόπο στην περιοχή της Βορείου Αμερικής, τουλάχιστον από την εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου. Η Ευρώπη – δυτικά του ιστορικού χώρου της Ρωσίας (συμπεριλαμβανομένης της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας) – αποτελείται από τρία σύνολα καπιταλιστικών κοινωνιών με ανομοιογενή μεταξύ τους ανάπτυξη.

Ο ιστορικός καπιταλισμός – δηλαδή η μορφή καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που έχει καθιερωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο – άρχισε να διαμορφώνεται τον δέκατο έκτο αιώνα, στο τρίγωνο Λονδίνο / Άμστερνταμ / Παρίσι, για να πάρει την τελική του μορφή με τη Γαλλική πολιτική επανάσταση και την Αγγλική Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό το μοντέλο, το οποίο καθιερώθηκε ως κυρίαρχο στα κέντρα του καπιταλισμού μέχρι και τη σύγχρονη εποχή (ο «φιλελεύθερος καπιταλισμός», σύμφωνα με τον Wallerstein), αναπτύχθηκε ταχύτατα και δυναμικά στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο θέτοντας τέρμα στη δουλοκτητική οικονομία, όπως επίσης και αργότερα στον Ιαπωνικό φεουδαρχισμό. Στην Ευρώπη, αυτό το μοντέλο αναπτύχθηκε, επίσης με ταχείς ρυθμούς (από το 1870), στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία. Αυτός ο ευρωπαϊκός πυρήνας (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία, Αυστρία, Σκανδιναβία) είναι πλέον θύμα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας του δικού της «γενικευμένου» (όπως το αποκαλώ) μονοπωλίου, το οποίο, ξεκινώντας από προηγούμενες μορφές μονοπωλιακού καπιταλισμού, πήρε τη σημερινή του μορφή κατά την περίοδο 1975-1990.

Παρόλ’ αυτά, τα γενικευμένα μονοπώλια στην περιοχή της Ευρώπης δεν είναι «ευρωπαϊκά», αλλά κατεξοχήν «εθνικά» (δηλαδή, Γερμανικά ή Βρετανικά ή Σουηδικά, κλπ.), παρά το γεγονός ότι οι δραστηριότητές τους είναι πανευρωπαϊκές ή ακόμη και διεθνείς (δηλαδή λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα). Το ίδιο ισχύει και για τα σύγχρονα γενικευμένα μονοπώλια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Στο σχολιασμό μου επί της εντυπωσιακής έρευνας η οποία έχει γίνει για το εν λόγω ζήτημα, τόνισα την καθοριστική σημασία αυτού του συμπεράσματος.

Ένα δεύτερο επίπεδο περιλαμβάνει την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου το ίδιο πρότυπο – δηλαδή, αυτό του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που ισχύει σήμερα – έχει διαμορφωθεί πολύ πιο πρόσφατα, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες όσον αφορά στη μορφή οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης των κοινωνιών τους, γεγονός που αποτελεί εμπόδιο στην όποια προσπάθεια να καταστούν ίσες με το προαναφερθέν πρώτο σύνολο χωρών.

Το τρίτο επίπεδο ανάπτυξης τους καπιταλισμού στην Ευρώπη, το οποίο περιλαμβάνει τις χώρες του πρώην «σοσιαλιστικού» κόσμου (Σοβιετικού πρότυπου) και την Ελλάδα, δεν αποτελεί έδρα γενικευμένων μονοπωλίων που ανήκουν στις εθνικές τους κοινωνίες (οι Έλληνες εφοπλιστές είναι ίσως η εξαίρεση, αν και η ταυτότητα τους ως Έλληνες είναι άκρως αμφίβολη). Όλες αυτές οι χώρες μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε άλλο παρά αποτελούσαν αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως αυτές του κεντρικού ευρωπαϊκού πυρήνα. Στη συνέχεια, ο σοβιετικός σοσιαλισμός παρεμπόδισε ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη των εθνικών καπιταλιστικών αστικών τάξεων που βρίσκονταν ακόμα σε εμβρυακή μορφή, αντικαθιστώντας την εξουσία τους με ένα Κρατικό Καπιταλισμό με κοινωνικά, αν όχι σοσιαλιστικά, χαρακτηριστικά. Με την επανένταξή τους στον καπιταλιστικό κόσμο μέσω της προσχώρησης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, οι χώρες αυτές βρίσκονται τώρα στην ίδια κατάσταση με τις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού: δεν διοικούνται από τα δικά τους εθνικά γενικευμένα μονοπώλια, αλλά υπόκεινται στα μονοπώλια του Ευρωπαϊκού πυρήνα.

Αυτή η ανομοιογένεια της Ευρώπης αποκλείει εντελώς τη σύγκρισή της με το σύμπλεγμα ΗΠΑ / Καναδά. Αλλά, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτή η ανομοιογένεια θα μπορούσε να εξαλειφθεί σταδιακά, με την οικοδόμηση της Ευρώπης. Αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη άποψη στην Ευρώπη – προσωπικά διαφωνώ, και θα επανέλθω στο θέμα αυτό παρακάτω.

Μπορεί να συγκριθεί η Ευρώπη με την Δισυπόστατη Αμερικανική Ήπειρο (dual continent);

Προσωπικά θεωρώ ότι η σύγκριση μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικανικής διπλής Ηπείρου (ΗΠΑ / Καναδάς από τη μία πλευρά, και Λατινική Αμερική και Καραϊβική, από την άλλη) είναι πιο ρεαλιστική παρά η αποκλειστική σύγκριση με την Βόρεια Αμερική. Η αμερικανική «δισυπόστατη» ήπειρος συνιστά ένα υποσύνολο του παγκόσμιου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στον κεντρικό και κυρίαρχο Βορρά και τον υποτελή περιφερειακό Νότο. Αυτή η κυριαρχία, την οποία μοιράζονταν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα η Βρετανία (η οποία κατείχε ηγεμονικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα) και οι ανερχόμενες σε ισχύ ΗΠΑ (των οποίων η φιλοδοξία είχε καταστεί σαφής από το 1823 με το Δόγμα Monroe), σήμερα πλέον ασκείται κυρίως από την Ουάσιγκτον, τα μονοπώλια της οποίας ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την ευρεία οικονομική και πολιτική ζωή του Νότου, παρά τους πρόσφατους προοδευτικούς αγώνες που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτή την κυριαρχία. Η αναλογία με την Ευρώπη είναι προφανής. Η Ανατολική Ευρώπη βρίσκεται σε μια περιφερειακή θέση υποταγής στη Δυτική Ευρώπη ανάλογη με αυτήν της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά όπως όλες οι αναλογίες, έχει και αυτή τους περιορισμούς της και εάν τους αγνοήσουμε θα οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανές μελλοντικές προοπτικές και τις αποτελεσματικές στρατηγικές πάλης που μπορούν να ανοίξουν το δρόμο σε αυτές τις μελλοντικές προοπτικές. Σε δύο επίπεδα οι διαφορές υπερέχουν των αναλογιών που διαπιστώνονται. Η Λατινική Αμερική είναι μια τεράστια ήπειρος, με τεράστιους φυσικούς πόρους – νερό, γη, ορυκτά, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Ανατολική Ευρώπη δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί σε αυτό το επίπεδο. Επιπλέον, η Λατινική Αμερική είναι λιγότερο ανομοιογενής απ’ ότι η Ανατολική Ευρώπη: με δύο σχετικά συγγενικές γλώσσες (χωρίς να αγνοούμε φυσικά τις ινδιάνικες-γηγενείς γλώσσες) και ελάχιστη σοβινιστική εχθρότητα μεταξύ γειτόνων. Παρόλ’ αυτά, όσο σημαντικές και αν είναι αυτές οι διαφορές δεν αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα στο να προχωρήσουμε σε ένα πιο απλοποιημένο συλλογισμό.
Όπως καταδεικνύεται από το πρότυπο της Παναμερικανικής Κοινής Αγοράς που προωθείται από την Ουάσιγκτον, η κυριαρχία των ΗΠΑ στη Νότια Αμερική εξασκείται κυρίως με οικονομικά μέσα, (παρόλο που η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για επιβολή βρίσκεται πλέον σε τέλμα). Ακόμη και το μέρος που βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή – δηλαδή η NAFTA που έχει προσαρτήσει το υποτελές Μεξικό στη μεγάλη αγορά της Βόρειας Αμερικής – δεν αμφισβητεί θεσμικά την πολιτική κυριαρχία του Μεξικού. Αυτή δεν είναι καθόλου αφελής παρατήρηση. Κατανοώ ότι δεν υπάρχουν στεγανά που να διαχωρίζουν τα οικονομικά μέσα από τα μέσα που εφαρμόζονται σε πολιτικό επίπεδο. Οι δυνάμεις που αντιπολιτεύονται τον ΟΑΚ (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών) στη Λατινική Αμερική, ορθώς τον θεωρούν ως «το Υπουργείο Αποικιών των Ηνωμένων Πολιτειών,» γεγονός που αποδεικνύεται από τον μακρύ κατάλογο των επεμβάσεων των ΗΠΑ, είτε στη μορφή στρατιωτικών επεμβάσεων (όπως στην περίπτωση της Καραϊβικής) είτε στη μορφή οργανωμένης υποστήριξης σε πραξικοπήματα.

Η θεσμοθετημένη μορφή των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρέει από μια ευρύτερη και πιο περίπλοκη λογική. Υπάρχει όντως, ένα είδος «Δόγματος Μονρόε» στη Δυτική Ευρώπη («η Ανατολική Ευρώπη αποτελεί μέρος της Δυτικής Ευρώπης»). Αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο από αυτό. Η Ευρώπη δεν είναι πλέον μόνο μια «κοινή αγορά», όπως ήταν αρχικά όπου περιοριζόταν σε έξι χώρες πριν αρχίσει να επεκτείνεται σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ έχει πλέον καταστεί ένα πολιτικό εγχείρημα. Όντως, αυτό το πολιτικό εγχείρημα σχεδιάστηκε για να εξυπηρετήσει τη διαχείριση των κοινωνιών που επηρεάζονται από τα γενικευμένα μονοπώλια. Αλλά μπορεί ταυτόχρονα να μετατραπεί σε αρένα συγκρούσεων και αμφισβήτησης αυτού του εγχειρήματος και των καθιερωμένων μεθόδων εφαρμογής του. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υποτίθεται ότι έχουν το καθήκον να ενώσουν τους λαούς της Ένωσης και να προωθήσουν τρόπους επίτευξης του στόχου αυτού, όπως η εκπροσώπηση των κρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με βάση τον πληθυσμό και όχι με βάση το ΑΕΠ. Ως απόρροια αυτού, η επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των αριστερών που επικρίνουν την παρούσα κατάσταση των θεσμικών οργάνων, διατηρεί την ελπίδα ότι «Μια Άλλη Ευρώπη Είναι Εφικτή».

Προτού συζητήσουμε τις θέσεις και τις υποθέσεις για τις πιθανές εναλλακτικές μελλοντικών προοπτικών οικοδόμησης της Ευρώπης, είναι αναγκαίο να κάνουμε μια παρένθεση για να συζητήσουμε, από τη μία πλευρά, τον Ατλαντισμό και τον ιμπεριαλισμό, και από την άλλη, την Ευρωπαϊκή ταυτότητα.

«Ευρώπη», ή «Ατλαντική και Ιμπεριαλιστική Ευρώπη»;

Η Βρετανία είναι περισσότερο «ατλαντική» παρά ευρωπαϊκή, αντλώντας αυτόν τον τίτλο από τη θέση που κατείχε ως πρώην ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη, παρόλο που αυτή η κληρονομιά της σήμερα έχει παρακμάσει για να καταλήξει στη προνομιακή θέση που κατέχει η Πόλη του Λονδίνου στο παγκοσμιοποιημένο χρηματιστηριακό σύστημα. Η Βρετανία λοιπόν, εκμεταλλεύεται την ιδιαίτερη θέση μέλους που κατέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα τη θεσμοθέτηση της οικονομικής και χρηματιστηριακής ευρω-ατλαντικής αγοράς και σε δεύτερη προτεραιότητα την όποια επιθυμία για ενεργή συμμετοχή στην οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης.

Αλλά δεν είναι μόνο η Βρετανία η οποία είναι «ατλαντική». Τα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν είναι λιγότερο «ατλαντικά», παρά τη φαινομενική πρόθεση τους να κτίσουν μια πολιτική Ευρώπη. Η απόδειξη αυτού δίνεται από την σημαίνουσα θέση που κατέχει το ΝΑΤΟ σε αυτό το πολιτικό οικοδόμημα. Το γεγονός ότι μια στρατιωτική συμμαχία με μια χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενσωματωθεί de facto στο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» αποτελεί παρέκκλιση χωρίς προηγούμενο. Για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Ουγγαρία), η προστασία που τους παρέχει το ΝΑΤΟ – δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες – (!) εναντίον «του Ρωσικού εχθρού» είναι πιο σημαντική από την ιδιότητα τους ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εμμονή στον Ατλαντισμό και η παγκόσμια επέκταση του πεδίου επέμβασης του ΝΑΤΟ μετά την υποτιθέμενη εξάλειψη της «σοβιετικής απειλής» οδήγησε, με βάση τις αναλύσεις που έχω κάνει, στη εμφάνιση του συλλογικού ιμπεριαλισμού της «τριάδας» (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). Δηλαδή, τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα των γενικευμένων μονοπωλίων, σκοπεύουν να παραμείνουν κυρίαρχα, παρά την εμφάνιση αναδυόμενων κρατών. Πρόκειται για μια σχετικά πρόσφατη ποιοτική μετατροπή του ιμπεριαλιστικού συστήματος που στο παρελθόν, και διαχρονικά, στηριζόταν στη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο λόγος εμφάνισης του συλλογικού αυτού ιμπεριαλισμού είναι η ανάγκη για, από κοινού, αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν οι χώρες και οι λαοί της περιφέρειας: της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής για απεγκλωβισμό από την υποταγή τους.
Οι εν λόγω Ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αφορούν μόνο στη Δυτική Ευρώπη, της οποίας τα κράτη ήταν πάντα ιμπεριαλιστικά στη σύγχρονη εποχή, και, αν και δεν κατείχαν αποικίες, είχαν πάντα μερίδιο στα ιμπεριαλιστικά κέρδη των πολυεθνικών. Αντιθέτως, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κέρδη, αφού δεν κατέχουν δικά τους εθνικά γενικευμένα μονοπώλια. Παρόλ’ αυτά, ζουν με την ψευδαίσθηση ότι έχουν δικαίωμα σε αυτά, λόγω της «ευρωπαϊκότητάς» τους. Είναι αμφίβολο κατά πόσο θα καταφέρουν να απαλλαγούν ποτέ από αυτή την ψευδαίσθηση.

Ο ιμπεριαλισμός αφού έχει γίνει πλέον συλλογικός, ακολουθεί μια ενιαία και κοινή πολιτική έναντι του Νότου – η πολιτική της τριάδας – μια πολιτική συνεχούς επιθετικότητας εναντίον των λαών και κρατών που τολμούν να αμφισβητήσουν το συγκεκριμένο σύστημα παγκοσμιοποίησης. Ο συλλογικός ιμπεριαλισμός έχει ένα στρατιωτικό ηγέτη, αν όχι ηγεμόνα: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει πια «εξωτερική πολιτική» της ΕΕ, αλλά ούτε και των κρατών της. Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα: ευθυγράμμιση με τις θέσεις που αποφασίζει μόνη της η Ουάσιγκτον (ίσως σε συμφωνία με το Λονδίνο). Ιδωμένο από την οπτική του Νότου, η Ευρώπη θεωρείται ως μια, άνευ όρων, σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Και παρόλο που στη Λατινική Αμερική εξακολουθούν να διατηρούνται κάποιες ψευδαισθήσεις γι’ αυτό το συμμαχικό σχέδιο – ίσως επειδή η ηγεμονία ασκείται με βάναυσο τρόπο αποκλειστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι τους υποδεέστερους ευρωπαίους συμμάχους τους – αυτό δεν συμβαίνει στην Ασία και την Αφρική. Όσοι κατέχουν την εξουσία στις αναδυόμενες χώρες το γνωρίζουν: όσοι ηγούνται των άλλων χωρών των δύο ηπείρων αποδέχονται τη θέση τους ως υποτακτικοί υπηρέτες του διεθνούς καπιταλισμού (compradors). Αυτό που είναι σημαντικό για όλους είναι η Ουάσιγκτον και όχι η Ευρώπη, της οποίας η ύπαρξη στο τέλος της ημέρας δεν κάνει καμία διαφορά.

Υπάρχει μία ευρωπαϊκή ταυτότητα;
Η οπτική γωνία θεώρησης του εν λόγω ερωτήματος αυτή τη φορά αφορά στη θέαση της Ευρώπης από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Διότι από μια εξωτερική οπτική γωνία – αυτή του ευρύτερου Νότου – η ύπαρξη της «Ευρώπης» φαίνεται να είναι μια πραγματικότητα. Για τους λαούς της Ασίας και της Αφρικής, των οποίων οι γλώσσες και οι θρησκείες είναι «μη ευρωπαϊκές», ακόμα και όταν η πραγματικότητα αυτή μετριάστηκε από τον προσηλυτισμό στο Χριστιανισμό που επέβαλαν οι ιεραπόστολοι ή με την υιοθέτηση της επίσημης γλώσσας των πρώην αποικιοκρατών, οι Ευρωπαίοι θεωρούνται ως «οι άλλοι». Η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής είναι διαφορετική, αφού, όπως η Βόρεια Αμερική, αποτελεί το προϊόν της οικοδόμησης της «άλλης Ευρώπης», του «Νέου Κόσμου» και συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη του ιστορικού καπιταλισμού.

Το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας μπορεί να συζητηθεί μόνο με μια εσωτερική θεώρηση της Ευρώπης. Αλλά οι απόψεις αυτών που επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής ταυτότητας και αυτών που την αρνούνται, παίρνουν πολεμικό χαρακτήρα που οδηγεί την κάθε πλευρά να περιχαρακώνεται στη δική της θέση. Κάποιοι λοιπόν επικαλούνται τον Χριστιανισμό, ενώ κανονικά θα έπρεπε να μιλάμε για καθολικισμό, προτεσταντισμό και Ορθοδοξία, για να μην αναφέρουμε τους, καθόλου αμελητέους, αριθμούς ανθρώπων που δεν ασκούν καμιά θρησκεία ή ακόμα, δεν πιστεύουν σε καμιά θρησκεία. Άλλοι θα παρατηρήσουν ότι ένας Ισπανός αισθάνεται πιο άνετα με έναν Αργεντινό παρά με ένα Λιθουανό, μια Γαλλίδα καταλαβαίνει καλύτερα μια Αλγερινή παρά μια Βουλγάρα, και ένας Άγγλος κινείται πιο ελεύθερα σε περιοχές του κόσμου όπου ομιλείται η γλώσσα του παρά στην Ευρώπη.
Ο προγονικός ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, όπως ξεκίνησε ή όπως ανασχηματίστηκε, θα έπρεπε να οδηγήσει στην υιοθέτηση των λατινικών και των ελληνικών, και όχι των αγγλικών, ως επίσημες γλώσσες της Ευρώπης (όπως τον Μεσαίωνα). Ο Διαφωτισμός του 18ο αιώνα, δεν εξαπλώθηκε πέρα από το τρίγωνο Λονδίνο/Άμστερνταμ/Παρίσι, παρόλο που εξήχθη μέχρι την Πρωσία και τη Ρωσία. Η αντιπροσωπευτική εκλογική δημοκρατία είναι ακόμη πολύ επισφαλής και πολύ πρόσφατη για να ισχυριστούμε ότι οι ρίζες της χρονολογούνται στη δημιουργία των εμφανώς διαφορετικών πολιτικών πολιτισμών της Ευρώπης.

Δεν θα ήταν δύσκολο να αποδείξουμε την επικρατούσα ισχύ εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη σήμερα. Η Γαλλία, η Ισπανία, η Αγγλία, η Γερμανία έχουν δημιουργηθεί μέσα από αιώνες οδυνηρών πολέμων. Και αν ο ασήμαντος Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου μπορεί και δηλώνει ότι «η πατρίδα του είναι η Ευρώπη» (ή ίσως η πατρίδα της τράπεζάς του;), κανένας Γάλλος πρόεδρος ή Γερμανίδα καγκελάριος ή Βρετανός πρωθυπουργός θα τολμούσε να αρθρώσει κάτι τόσο ανόητο. Είναι όμως, απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή ταυτότητα για να νομιμοποιηθεί ένα σχέδιο για την δημιουργία μιας περιφερειακής πολιτικής ολοκλήρωσης; Εγώ θα απαντούσα αρνητικά δεδομένου ότι αναγνωρίζουμε την ποικιλομορφία των ταυτοτήτων (ας τις αποκαλέσουμε «εθνικές» ταυτότητες) και ότι θα εντοπίσουμε επακριβώς τους σοβαρούς βαθύτερους λόγους της κοινής βούλησης για την πολιτική ολοκλήρωση.

Η αρχή αυτή δεν ισχύει μόνο για τους Ευρωπαίους, ισχύει επίσης για τους λαούς της Καραϊβικής, της Ιβηρικής Αμερικής (ή λατινικής), του αραβικού κόσμου, και της Αφρικής. Δεν είναι απαραίτητο να πιστεύει κανείς στον «αραβισμό» ή στην «αφρικανική καταγωγή» για να αποδεχτεί τη νομιμότητα ενός Αραβικού ή Αφρικάνικου σχεδίου. Δυστυχώς όμως, οι «ευρωπαϊστές» δεν συμπεριφέρονται με τόση ευφυΐα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ικανοποιούνται δηλώνοντας «υπερεθνικοί» (supranational) και «αντι-κυριαρχικοί» (anti-sovereigntist), κάτι που στην καλύτερη περίπτωση είναι κενό περιεχομένου ή μπορεί ακόμα να έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, η ανάλυση μου σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού πολιτικού εγχειρήματος δεν θα έχει τις βάσεις της στην κινούμενη άμμο της «ταυτότητας», αλλά στις γερές βάσεις του διακυβεύματος στη συγκεκριμένη περίπτωση και στις θεσμοθετημένες μορφές διαχείρισης του.


Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώσιμη;

Η ερώτησή δεν είναι κατά πόσο «ένα» ευρωπαϊκό σχέδιο (ποιο σχέδιο; για ποιο πράγμα;) είναι εφικτό (η απάντησή είναι προφανώς θετική), αλλά κατά πόσο το υφιστάμενο σχέδιο είναι βιώσιμο, ή αν στο μέλλον θα μπορούσε να μετασχηματιστεί με τέτοιο τρόπο που να καταστεί βιώσιμο. Αφήνω κατά μέρος τους δεξιούς «ευρωπαϊστές», δηλαδή αυτούς που υποτάσσονται στις απαιτήσεις του μονοπωλιακού γενικευμένου καπιταλισμού, που αποδέχονται την ΕΕ ουσιαστικά ως έχει και ενδιαφέρονται μόνο για την εξεύρεση λύσεων στα «συγκυριακά» προβλήματα (τα οποία δεν θεωρώ καθόλου συγκυριακά) που αντιμετωπίζει. Με ενδιαφέρουν αποκλειστικά τα επιχειρήματα εκείνων που δηλώνουν ότι «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή,» συμπεριλαμβάνοντας τους υποστηρικτές του ανασχηματισμένου ανθρωποκεντρικού καπιταλισμού, και εκείνους που πιστεύουν στην προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Η φύση της κρίσης που αντιμετωπίζει ο κόσμος και η Ευρώπη βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Όσον αφορά στην Ευρώπη, η κρίση στη ευρωζώνη – η οποία βρίσκεται στο προσκήνιο αυτή τη στιγμή – και η παρασκηνιακή κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.

Η οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τουλάχιστον από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και, κατά τη γνώμη μου, από πολύ νωρίτερα – και η δημιουργία της Ευρωζώνης, έχουν συλληφθεί και σχεδιαστεί ως δομικά στοιχεία για την οικοδόμηση της λεγόμενης φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή το σύστημα το οποίο παρέχει την αποκλειστική κυριαρχία στον μονοπωλιακό γενικευμένο καπιταλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, το αναγκαίο σημείο εκκίνησης θα πρέπει να είναι η ανάλυση των αντιφάσεων, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, καθιστούν αυτό το σχέδιο (και ως εκ τούτου το ευρωπαϊκό σχέδιο) μη βιώσιμο.

Μπορεί να λεχθεί ως αντίλογος ότι ένα συγκεκριμένο ευρωπαϊκό σχέδιο που ήδη υπάρχει, και έχει καθοριστεί, κατά συνέπεια μπορεί και να ανασχηματιστεί. Θα μπορούσε όντως, στη θεωρία. Αλλά ποιες είναι οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ανασχηματισμό; Νομίζω για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται ένα διπλό θαύμα και δεν πιστεύω στα θαύματα: Πρώτον, απαιτείται το ευρωπαϊκό πολυεθνικό οικοδόμημα να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, την ποικιλομορφία των συμφερόντων που εμπλέκονται, και να οργανώσει σε αυτή τη βάση τα θεσμικά του όργανα. Δεύτερον, ο καπιταλισμός – ενόσω αποτελεί το γενικό πεδίο διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας – θα πρέπει περιοριστεί στο να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που υπαγορεύει η δική του λογική, και να υποταχθεί στη λογική της κυριαρχίας των γενικευμένων μονοπωλίων. Δεν βλέπω καμία ένδειξη ότι η πλειοψηφία των ευρωπαϊστών είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτές τις απαιτήσεις. Πολύ περισσότερο δεν διαβλέπω καμία ένδειξη ότι η μειονότητα των αριστερών-ευρωπαϊστών, οι οποίοι όντως αντιλαμβάνονται αυτές τις απαιτήσεις, είναι σε θέση να κινητοποιήσει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ικανές να ανατρέψουν το συντηρητισμό του κατεστημένου ευρωπαϊσμού. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι, και ως τέτοια παραμένει μη βιώσιμη. Η κρίση στη ευρωζώνη καταδεικνύει την ανέφικτη βιωσιμότητα του σχεδίου.

Το «Ευρωπαϊκό» σχέδιο, όπως το ορίζουν η συνθήκη του Μάαστριχτ και το σχέδιο της ευρωζώνης, προωθήθηκαν στην κοινή γνώμη μέσω μιας προπαγάνδας που μόνο ηλίθια και ανειλικρινής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Είπαν σε ορισμένους – (σχετικά) προνομιούχους στην πλούσια Δυτική Ευρώπη – ότι η διαγραφή των εθνικών κυριαρχιών θα έθετε τέλος στους πολέμους του μίσους που είχαν αιματοκυλήσει την ήπειρο (η επιτυχία αυτής της εξαπάτησης είναι προφανής). Και πρόσθεσαν τη σάλτσα: τη φιλία της ισχυρής αμερικάνικης δημοκρατίας, τον κοινό αγώνα για τη δημοκρατία στον μεγάλο οπισθοδρομικό Νότο – μια νέα μορφή αποδοχής του παλαιού ιμπεριαλιστικού καθεστώτος – κλπ. Στους άλλους – στους ταλαίπωρους φτωχούς της Ανατολής – υποσχέθηκαν τη χλιδή μέσω της προσαρμογής τους στα δυτικά πρότυπα βιοτικού επιπέδου.

Οι πλειοψηφίες και των δυο πλευρών κατάπιαν την εξαπάτηση. Στην Ανατολή πίστεψαν, όπως φαίνεται, ότι η ένταξη στην ΕΕ θα επιτρέψει την περίφημη «προσαρμογή στα πρότυπα βιοτικού επιπέδου», και ότι το κόστος που θα πλήρωναν άξιζε τον κόπο. Παρόλ’ αυτά, το κόστος που αναγκάστηκαν να πληρώσουν ήταν μια οδυνηρή διαρθρωτική προσαρμογή που θα διαρκέσει «αρκετά» χρόνια. Επιβλήθηκε τότε η προσαρμογή – δηλαδή, μέτρα «λιτότητας» (για τους εργαζομένους, όχι για τους εκατομμυριούχους). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική καταστροφή. Έτσι, η Ανατολική Ευρώπη μετατράπηκε σε περιφέρεια της Δύσης. Μια πρόσφατη σοβαρή μελέτη αποκαλύπτει ότι 80% των Ρουμάνων πιστεύουν «ότι τον καιρό του Τσαουσέσκου, τα πράγματα ήταν καλύτερα» (!). Θα μπορούσε άραγε κανείς να εντοπίσει μια καλύτερη ένδειξη για το βαθμό απονομιμοποίησης της λεγόμενης δημοκρατίας που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση; Έμαθαν άραγε η λαοί το μάθημά τους; Θα αντιληφθούν ποτέ ότι η λογική του καπιταλισμού δεν είναι η κάλυψη της διαφοράς στο βιοτικό επίπεδο, αλλά αντιθέτως η εμβάθυνση των ανισοτήτων; Ποιος ξέρει;

Εάν η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της σύγκρουσης, είναι τόσο επειδή η Ελλάδα είναι μέρος της ευρωζώνης, όσο και επειδή ο λαός πίστευε ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει από τη μοίρα των υπόλοιπων (πρώην «σοσιαλιστικών») Βαλκανικών χωρών. Οι «Έλληνες», πίστευαν ότι αφού απέφυγαν την ατυχία να κυβερνούνται από τους «κομμουνιστές» (ισχυροί πρωταγωνιστές κατά την διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου) – και χάριν των συνταγματαρχών! – δεν θα έπρεπε να πληρώσουν το κόστος που αναγκάστηκαν να πληρώσουν τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Πίστευαν ότι η Ευρώπη και το ευρώ θα λειτουργούσαν διαφορετικά για αυτούς. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, και ιδιαίτερα των εταίρων της ευρωζώνης, παρόλο που εξασθενούσε αλλού (εκεί όπου το έγκλημα του «Κομμουνισμού» έπρεπε να τιμωρηθεί), εδώ θα μπορούσε να λειτουργήσει προς το συμφέρον τους.

Οι Έλληνες έχουν απομείνει με τις συνέπειες της αφελούς τους αυταπάτης. Θα πρέπει να έχουν κατανοήσει τώρα ότι το σύστημα θα υποτιμήσει το επίπεδό τους σε αυτό των γειτονικών τους χωρών, των Βαλκανίων, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Επειδή η λογική της ευρωζώνης δεν είναι διαφορετική από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίθετα ενισχύει τη βία. Σε γενικές γραμμές, η λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης οξύνει τις ανισότητες ανάμεσα στα έθνη (και αυτό βρίσκεται στη καρδιά της αντίθεσης πυρήνα/περιφέρειας), ενώ η συσσώρευση που ελέγχεται από τα γενικευμένα μονοπώλια ενισχύει περαιτέρω αυτή τη εγγενή τάση του συστήματος.


Ως αντεπιχείρημα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχουν τα μέσα για να διορθώσουν τις ενδο-ευρωπαϊκές ανισότητες μέσω της κατάλληλης χρηματοδοτικής στήριξης στις χώρες με καθυστερημένη ανάπτυξη. Και αυτή είναι η επικρατούσα άποψη στην κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα, η στήριξη αυτή (η οποία εκτός από τη γεωργία, ένα θέμα που είναι εκτός συζήτησης εδώ, διοχετεύεται κυρίως στην κατασκευή σύγχρονων υποδομών) είναι πολύ ανεπαρκής για να επιτρέψει την «κάλυψη της καθυστέρησης στην ανάπτυξη», αλλά ακόμα χειρότερα, διευκολύνει τη διείσδυση των γενικευμένων μονοπωλίων ενισχύοντας έτσι την τάση για άνιση ανάπτυξη μέσω ενός μεγαλύτερου ανοίγματος των εν λόγω οικονομιών. Επιπλέον, η βοήθεια αυτή έχει ως στόχο την ενίσχυση ορισμένων υπο-εθνικών περιοχών (για παράδειγμα Βαυαρία, Λομβαρδία, και Καταλονία) και ως εκ τούτου αποδυναμώνει την ικανότητα των εθνικών κρατών να αντισταθούν στις προσταγές των μονοπωλίων.



Η ευρωζώνη σχεδιάστηκε για να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτή την κατάσταση. Η θεμελιώδης φύση της ορίζεται από το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία δεν επιτρέπεται να δανείζει σε κράτη (ακόμη και σε ένα υπερεθνικό ευρωπαϊκό κράτος, εάν υπήρχε), αλλά μπορεί να δανείζει αποκλειστικά σε τράπεζες – με ένα εξωφρενικά χαμηλό επιτόκιο – που, με τη σειρά τους, αντλούν εισόδημα υπό τη μορφή ενός ποσοστού/μερίσματος από τις επενδύσεις τους σε εθνικά ομόλογα και έτσι ενισχύουν την κυριαρχία των γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που αποκαλείται «χρηματοοικονομικοποίηση» (financialization) του συστήματος είναι εγγενές χαρακτηριστικό της στρατηγικής των μονοπωλίων αυτών. Από την αρχή είχα χαρακτηρίσει το σύστημα αυτό ως μη βιώσιμο, και καταδικασμένο να καταρρεύσει μόλις ο καπιταλισμός πληγεί από μια σοβαρή κρίση, κάτι που συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας.



Είχα υποστηρίξει ότι η μόνη εναλλακτική λύση, η οποία θα μπορούσε να στηρίξει ένα σταδιακό και σταθερό Ευρωπαϊκό οικοδόμημα απαιτούσε τη διατήρηση των εθνικών νομισμάτων που θα συνδέονταν με ένα σύστημα καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών το οποίο θα ήταν σχεδιασμένο ως μια σοβαρή διαπραγματευτική δομή συναλλαγματικών ισοτιμιών και βιομηχανικών πολιτικών. Και θα διαρκούσε, μέχρις ότου (και πολύ πιο μετά) η ωρίμανση των πολιτικών πολιτισμών θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός συνομοσπονδιακού Ευρωπαϊκού κράτους, που δεν θα οδηγούσε στην εξόντωση των διάφορων εθνικών κρατών.



Και έτσι η ευρωζώνη έχει περιέλθει σε μια προβλεπτή κρίση που πραγματικά απειλεί την ίδια της την ύπαρξή, όπως παραδέχτηκαν τελικά ακόμη και στις Βρυξέλλες. Κι αυτό, γιατί δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστεί ικανή να διεξάγει οποιουδήποτε είδους ριζοσπαστική αυτο-κριτική που θα υπονοούσε υιοθέτηση ενός διαφορετικού συστήματος διαχείρισης του νομίσματος και εγκατάλειψη του φιλελευθερισμού, ο οποίος είναι εγγενής στις συνθήκες που εξακολουθούν να είναι σε ισχύ.



Οι υπεύθυνοι που οδήγησαν το ευρωπαϊκό σχέδιο σε χρεοκοπία δεν είναι τα θύματα του – οι ευάλωτες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – αλλά, αντίθετα, οι χώρες (δηλαδή, οι άρχουσες τάξεις των χωρών αυτών), που υπήρξαν οι ευεργετούμενοι του συστήματος, κυρίως η Γερμανία, της οποίας οι προσβολές έναντι του ελληνικού λαού φαντάζουν ακόμη πιο απεχθείς. Τεμπέληδες; Φοροφυγάδες; Η κυρία Lagarde ξεχνά ότι οι φοροφυγάδες είναι οι εφοπλιστές που προστατεύονται από τις ελευθερίες της παγκοσμιοποίησης (με τη στήριξη του ΔΝΤ). Το επιχείρημά μου δεν στηρίζεται στην αναγνώριση των συγκρούσεων μεταξύ εθνών, παρόλο που τα γεγονότα αυτό καταδεικνύουν. Στηρίζεται στην αναγνώριση της σύγκρουσης μεταξύ των γενικευμένων μονοπωλίων (τα οποία έχουν την έδρα τους αποκλειστικά στις χώρες του Ευρωπαϊκού κέντρου) και των εργαζομένων τόσο των ευρωπαϊκών κέντρων όσο και των περιφερειών, παρόλο που το κόστος των μέτρων λιτότητας που επιβάλλεται και στις δυο περιοχές προκαλεί εμφανώς πιο καταστρεπτικές επιπτώσεις στις περιφέρειες παρά στις κεντρικές χώρες.

Το «γερμανικό μοντέλο», το οποίο εγκωμιάζεται από όλες τις δεξιές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, ακόμη και από ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, έχει εφαρμοστεί επιτυχώς στη Γερμανία, χάριν στη σχετική υπακοή των εργαζομένων της, οι οποίοι αποδέχονται να έχουν απολαβές 30% χαμηλότερες από αυτές των Γάλλων. Αυτή η υπακοή είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη τόσο για την επιτυχία των γερμανικών εξαγωγών όσο και για την ισχυρή αύξηση των εισοδημάτων που καρπούνται τα γερμανικά γενικευμένα μονοπώλια. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτό το μοντέλο γοητεύει τους πιστούς υπερασπιστές του κεφαλαίου!

Τα χειρότερα, λοιπόν, έπονται : με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απότομα ή σταδιακά, το ευρωπαϊκό σχέδιο θα καταρρεύσει, ξεκινώντας από την ευρωζώνη. Τότε θα επανέλθουμε στο σημείο εκκίνησης: στο 1930. Θα έχουμε τότε μια ζώνη επικράτησης του μάρκου περιορισμένη στη Γερμανία και στις χώρες στις οποίες ασκεί ηγεμονία: αυτές που συνορεύουν στα ανατολικά και στα νότια της. Θα έχουμε την Ολλανδία και Σκανδιναβία, που θα είναι αυτόνομες αλλά πρόθυμες να συμμορφωθούν. Θα έχουμε τη Μεγάλη Βρετανία της οποίας ο ατλαντισμός θα την απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τις περιπέτειες της ηπειρωτικής πολιτικής, μια απομονωμένη Γαλλία (όπως την περίοδο του De Gaulle ή του Vichy), και την Ισπανία και Ιταλία που θα είναι επισφαλείς και ασταθείς. Θα έχουμε δηλαδή ό,τι χειρότερο και από τους δύο κόσμους: από τη μία πλευρά, οι Εθνικές Ευρωπαϊκές κοινωνίες θα είναι υποταγμένες στις προσταγές των γενικευμένων μονοπωλίων που θα συνοδεύονται από τον διεθνοποιημένο «φιλελευθερισμό» και από την άλλη, οι άρχουσες πολιτικές δυνάμεις θα προσφεύγουν ακόμα περισσότερο, αναλόγως της αδυναμίας τους, στη «εθνικιστή» δημαγωγία.

Αυτό το είδος πολιτικής ηγεμονίας θα ενίσχυε σημαντικά τις πιθανότητες της άκρας δεξιάς. Θα είχαμε δηλαδή (ή μήπως ήδη έχουμε;) αναβίωση των οπαδών του Πιλσούντσκι1, του Χόρτι2, τους βαρόνους της Βαλτικής, τους νοσταλγούς του Φράνκο και του Μουσολίνι, και του Charles Maurass3. Οι φαινομενικά «εθνικιστικές» ομιλίες των ακροδεξιών είναι ψευδείς, διότι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις (ή, τουλάχιστον, οι ηγέτες τους) όχι μόνο αποδέχονται γενικά τον καπιταλισμό, αλλά και την μόνη μορφή που μπορεί να πάρει, τον γενικευμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Ο αυθεντικός «εθνικισμός» σήμερα μπορεί να καταστεί λαϊκός μόνο με την πραγματική έννοια της λέξης, δηλαδή να υπηρετεί το λαό και όχι να τον εξαπατά. Ο όρος «εθνικισμός» θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και ίσως θα ήταν καλύτερα να αντικατασταθεί από τον όρο «διεθνισμός των λαών και των εργαζομένων.» Αντίθετα, η ρητορική των ακροδεξιών περιορίζει το εθνικιστικό ζήτημα σε μια βίαιη, σοβινιστική ρητορεία που χρησιμοποιείται εναντίον των μεταναστών και των αθίγγανων, οι οποίοι θεωρούνται η πηγή του κακού. Αυτή η δεξιά δεν παραλείπει να επιρρίπτει με μίσος ευθύνες στους φτωχούς, ως υπεύθυνους για την ανέχειά τους και για κατάχρηση ωφελημάτων της «κρατικής πρόνοιας».

Και έτσι τελικά, η πεισματική εμμονή για προάσπιση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ακόμη και εν μέσω κρίσης, οδηγεί στην καταστροφή του.

Υπάρχει μια λιγότερο οδυνηρή εναλλακτική επιλογή; Κατευθυνόμαστε προς ένα νέο κύμα προοδευτικών κοινωνικών μετασχηματισμών; Σίγουρα υπάρχει, αφού εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερες από μία εναλλακτικές λύσεις. Όμως θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστούν οι απαιτούμενες συνθήκες για την επιτυχία της όποιας από τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Είναι αδύνατον να επιστρέψουμε σε προηγούμενη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλ. σε περίοδο πριν από την συγκέντρωση του καπιταλιστικού ελέγχου. Μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο μπροστά, ξεκινώντας από το αρχικό στάδιο της συγκέντρωσης του καπιταλιστικού έλεγχου, κατανοώντας ότι έφτασε η ώρα για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Δεν υπάρχει άλλη βιώσιμη προοπτική που να είναι εφικτή. Τούτων λεχθέντων, η πρόταση αυτή δεν αποκλείει τη διεξαγωγή αγώνων που σταδιακά θα οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, απαιτεί τον καθορισμό ενός στρατηγικού στόχου για κάθε στάδιο του αγώνα και την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής τακτικής. Χωρίς τον καθορισμό στρατηγικών και τακτικών δράσης σε διαφορετικά στάδια είμαστε καταδικασμένοι στην επανάληψη εύκολων και αναποτελεσματικών συνθημάτων όπως: «Κάτω ο καπιταλισμός!»

Σε αυτό το πνεύμα και σε σχέση με την Ευρώπη, μια πρώτη αποτελεσματική κίνηση – η οποία ίσως ήδη παίρνει μορφή – ξεκινά από την αμφισβήτηση των λεγόμενων πολιτικών λιτότητας που συνδέονται με την αύξηση αυταρχικών και αντιδημοκρατικών πολιτικών. Ο στόχος επανενεργοποίησης της οικονομικής ανάκαμψης, παρά την ασάφεια του όρου (επανενεργοποίηση με ποιες δραστηριότητες και με ποια μέσα;), φυσιολογικά συνδέεται με αυτό.


Αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η πρώτη κίνηση θα έρθει σε σύγκρουση με το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Κατά συνέπεια, δεν διαβλέπω καμία άλλη εναλλακτική από «την έξοδο από το ευρώ» μέσω της επαναφοράς της νομισματικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούσε να υπάρξει περιθώριο για ελιγμούς, που θα απαιτούσαν τη διαπραγμάτευση μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων και, στην συνέχεια την αναθεώρηση των νομικών εγγράφων σύστασης των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα που θα σκιαγραφούσαν την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.

Οραματίζομαι, για παράδειγμα, τον διαχωρισμό τραπεζικών λειτουργιών ή ακόμη και την κρατικοποίηση των τραπεζών που έχουν προβλήματα, τη μείωση του ελέγχου των μονοπωλίων επάνω σε μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και αγρότες, την υιοθέτηση έντονα προοδευτικών φορολογικών κωδικών, την απαλλοτρίωση των εγκαταστάσεων εταιρειών και επιχειρήσεων προς όφελος των εργαζομένων τους και των τοπικών κυβερνήσεων, τη διεύρυνση εμπορικών, βιομηχανικών, και οικονομικών εταίρων μέσω νέων εμπορικών συμφωνιών, κύρια με τις αναδυόμενες χώρες του Νότου, κλπ. Όλα αυτά τα μέτρα απαιτούν τη διασφάλιση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και κατά συνέπεια, ανυπακοή στους ευρωπαϊκούς κανόνες που τα απαγορεύουν. Διότι είναι προφανές ότι οι πολιτικές συνθήκες που θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορούν να υπάρξουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτόχρονα. Τέτοιο θαύμα δεν θα συμβεί ποτέ. Έτσι, πρέπει να αποδεχτούμε ότι από κάπου πρέπει να αρχίσουμε, οπουδήποτε, εκεί όπου μπορούμε, σε μία ή περισσότερες χώρες. Είμαι πεπεισμένος ότι μόλις τεθεί αυτή η διαδικασία σε εξέλιξη θα μεταδοθεί γρήγορα, όπως το φαινόμενο χιονοστιβάδας.

Σε αυτές τις προτάσεις (που αρχικά διαμορφώθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, από τον Πρόεδρο François Hollande) οι πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν τα γενικευμένα μονοπώλια αντιπαραθέτουν ήδη προτάσεις που εκμηδενίζουν την σημασία τους: «επανενεργοποίηση της ανάπτυξης καθιστώντας τα πάντα πιο ανταγωνιστικά, σεβόμενοι όμως την ελευθερία και διαφάνεια των αγορών «. Αυτά δεν τα λέει μόνο η Μέρκελ, τα ακούμε επίσης από τους σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους της και από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Draghi. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε και να το λέμε ότι «ελεύθερες και διαφανείς αγορές» δεν υπάρχουν. Οι αγορές, από τη φύση τους αδιαφανείς, αποτελούν αποκλειστικό τομέα των εμπορικά αντικρουόμενων μονοπωλίων. Έχουμε να κάνουμε με μια ανειλικρινή ρητορική που πρέπει να καταγγελθεί συνολικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια για βελτίωση της διαχείρισης των αγορών – μέσω προτάσεων για κανόνες «ρύθμισής» τους – αφού τις έχεις κατ’ ουσίαν αποδεχτεί, δεν οδηγεί πουθενά. Αυτό θα σήμαινε να ζητήσουμε από τα γενικευμένα μονοπώλια – τους δικαιούχους του συστήματος στο οποίο κυριαρχούν – να στραφούν ενάντια στα συμφέροντά τους. Ξέρουν πώς να εξουδετερώσουν τους όποιους ρυθμιστικούς κανόνες που θεωρητικά θα επιβάλλονταν σε αυτούς.

Ο εικοστός αιώνας δεν χαρακτηρίζεται μόνο από πολλούς βίαιους πολέμους που ποτέ άλλοτε δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα, κυρίως εξαιτίας των συγκρούσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σημαδεύτηκε ταυτόχρονα, από τεράστια επαναστατικά εθνικά και λαϊκά κινήματα στη περιφέρεια του καπιταλισμού της εποχής εκείνης. Αυτές οι επαναστάσεις μετασχημάτισαν με γρήγορο ρυθμό τη Ρωσία, την Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και, συνεπώς, αποτέλεσαν το σημαντικότερο δυναμικό παράγοντα για τον μετασχηματισμό του κόσμου. Στον πυρήνα, όμως, του ιμπεριαλιστικού συστήματος βρήκαν, στη καλύτερη περίπτωση, μόνο μια αδύναμη ηχώ. Οι αντιδραστικές φιλο-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στις χώρες που μετατράπηκαν σε τριάδα του σύγχρονου συλλογικού ιμπεριαλισμού, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτικό έλεγχο των κοινωνιών τους που τους επιτρέπει να συνεχίσουν την πολιτική ελέγχου και αναχαίτισης του πρώτου κύματος νικηφόρων αγώνων για τη χειραφέτηση της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας.

Η ανεπάρκεια διεθνισμού μεταξύ των εργαζομένων και των λαών υπήρξε η πηγή του διπλού δράματος του εικοστού αιώνα: από τη μια πλευρά, η εξάντληση των κινημάτων που ξεκίνησαν στις περιφέρειες (οι πρώτες εμπειρίες σοσιαλιστικής προοπτικής, το πέρασμα από την αντι-ιμπεριαλιστική απελευθέρωση στην κοινωνική απελευθέρωση) και, από την άλλη, τα Ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κινήματα που ανασυντάχθηκαν με το μέρος του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού μετά τη μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας σε κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αλλά ο θρίαμβος του καπιταλισμού – που μετατράπηκε σε καπιταλισμό γενικευμένων μονοπωλίων – αποδείχτηκε ότι είχε μικρή διάρκεια (1980 – 2008;). Οι δημοκρατικοί και κοινωνικοί αγώνες που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο, όπως και ορισμένες πολιτικές στις αναδυόμενες χώρες, θέτουν υπό αμφισβήτηση το σύστημα κυριαρχίας των γενικευμένων μονοπωλίων και σκιαγραφούν ένα δεύτερο κύμα παγκόσμιου μετασχηματισμού. Αυτοί οι αγώνες και οι συγκρούσεις αφορούν κάθε κοινωνία του πλανήτη, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Διότι, στην προσπάθεια διασφάλισης της εξουσίας του, ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτίθεται ταυτόχρονα σε κράτη, έθνη, και εργαζόμενους του Νότου (να εκμεταλλεύεται βάναυσα την εργατική τους δύναμη και να καταχράται τους φυσικούς τους πόρους) καθώς και τους εργαζόμενους του Βορρά που εξαναγκάζονται να ανταγωνιστούν τους εργάτες του Νότου.

Κατά συνέπεια, οι αντικειμενικές συνθήκες για διεθνοποίηση των αγώνων υπάρχουν. Αλλά έχουμε ακόμη απόσταση να διανύσουμε μέχρι να προχωρήσουμε από την ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών στην ενεργοποίηση τους μέσω πολιτικών υποκειμένων, φορέων κοινωνικού μετασχηματισμού. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να λύσουμε αυτό το θέμα με μεγάλες, εύκολες φράσεις κενές περιεχομένου. Αναπόφευκτη προϋπόθεση για την διεξαγωγή μίας γόνιμης συζήτησης σχετικά με τις πιθανές μελλοντικές προοπτικές είναι μια βαθιά μελέτη των συγκρούσεων μεταξύ των αναδυόμενων κρατών και των χωρών του ιμπεριαλισμού της τριάδας καθώς και της πραγμάτωσής τους στις δημοκρατικές και κοινωνικές απαιτήσεις των εργαζομένων στις χώρες που συμμετέχουν, μια βαθιά μελέτη των, εν εξελίξει, εξεγέρσεων στις χώρες του Νότου, των περιορισμών τους και των πιθανών τους εξελίξεων, και τέλος μια βαθιά μελέτη των αγώνων που διεξάγουν οι λαοί της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η έξοδος από το έλλειμμα διεθνισμού δεν διαφαίνεται κοντά στο μέλλον. Μήπως, το δεύτερο κύμα των αγώνων για μετασχηματισμό του κόσμου θα είναι μια απλή επανάληψη του πρώτου; Όσον αφορά στην Ευρώπη, το αντικείμενο του προβληματισμού μας, δηλαδή, η αντι-ιμπεριαλιστική διάσταση, παραμένει απούσα από τη συνείδηση τόσο των πρωταγωνιστών των αγώνων, όσο και από τις στρατηγικές που αναπτύσσουν – όταν έχουν στρατηγικές. Αυτήν την παρατήρηση την θεωρώ πολύ σημαντική και για αυτό το λόγο ήθελα να ολοκληρώσω την ανάλυση μου με αυτή την σκέψη, σχετικά με την «Θέαση της Ευρώπης από έξω».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε θεμελιώδεις έννοιες της ανάλυσης μου όσον αφορά στον σύγχρονο καπιταλισμό και της κρίσης του. Τα επιχειρήματα (μόνο συμπεράσματα δίνονται εδώ) αναπτύσσονται στα πιο πρόσφατα ερευνητικά μου έργα:



Au-delà du capitalisme sénile, 2002 ; Obsolescent Capitalism, 2003



Pour un monde multipolaire, 2005 ; Beyond US hegemony, 2006



Du capitalisme à la civilisation, 2008 ; From Capitalism to civilization, 2010



La crise, sortir de la crise du capitalisme ou sortir du capitalisme en crise, 2008 ; Ending the crisis of capitalism or ending capitalism, 2010



La loi de la valeur mondialisée, 2011 ; The law of worldwide value, 2010



Στα πιο κάτω άρθρα μου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις έννοιες των γενικευμένων μονοπωλίων του καπιταλισμού, του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας, του ιστορικού καπιταλισμού και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του – τη συσσώρευση μέσω αποστέρησης από τους λαούς, καθώς επίσης και στις έννοιες δικλείδες ασφαλείας για τη μετανάστευση στις Αμερικάνικες ηπείρους που επέτρεψε την ανάπτυξη του ιστορικού καπιταλισμού, στην υπεραξία στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και στα ιμπεριαλιστικά κέρδη των πολυεθνικών, στις δύο μεγάλες διαρθρωτικές κρίσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού και των απαντήσεων που δόθηκαν στην κάθε μια, στη σύγκρουση Βορρά-Νότου και τη σύγκρουση μεταξύ των αναδυόμενων χώρων και της ιμπεριαλιστικής τριάδας, στα δύο μεγάλα κύματα αντι-ιμπεριαλιστικών (η αφύπνιση του Νότου) και αντι-καπιταλιστικών (οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις) αγώνων και συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στον εικοστό αιώνα και βρίσκονται σε εξέλιξη στο εικοστό πρώτο:



Capitalism, a parenthesis in history, Monthly Review 2009.



The battlefields chosen by contemporary imperialism, Kasarinlan Philippine Journal of Third World Studies, 2009.



The trajectory of historical capitalism, Monthly Review 2011.



Audacity, site Pambazuka 01/12/2011.



Capitalisme transnational ou impérialisme collectif? Recherches Internationales, 2011.



The Centre will not held, the rise and decline of liberalism, Monthly Review 2012.



The surplus in Monopoly Capitalism and the imperialist rent, Monthly Review 2012.



The South challenges globalization, site Pambazuka 05/04/2012.



Η κριτική ανάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της διαχείρισης του ευρώ, αντικείμενα ανάλυσης του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Για τις εξελίξεις σχετικά με τα εν λόγω ζητήματα διαβάστε:



The fading European project {L’effacement du projet européen (Au-delà du capitalisme sénile, 2002 ; από σελίδα 110 και εντεύθεν).}



The European project on shifting sands {Les sables mouvants du projet européen (Pour un monde multipolaire, 2005 ; από τη σελίδα 22 και εντεύθεν).}



The European project called into question {Le projet européen remis en question (Du capitalisme à la civilisation, 2008 ; από σελίδα 151 και εντεύθεν).}

Impossible to manage the euro {L’impossible gestion de l’euro, site Pambazuka 06/07/2010.}



Η παραπομπή στη μελέτη για την κοινή γνώμη στη Ρουμανία στηρίχθηκε σε προφορική αναφορά ενός συμμετέχοντα από τη Ρουμανία στο Βαλκανικό Κοινωνικό Φόρουμ (Ζαγκρέπ, Μάιος 2012).



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



1 Πιλσούντσκι, Γιόζεφ Κλέμενς (Jόsef Klemens Pilsudski, 1867 – 1935). Πολωνός στρατιωτικός και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος του ανεξάρτητου κράτους της Πολωνίας (1918-22). Στρατάρχης το 1920, ανέλαβε την ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά τον πόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων και το 1922 αποσύρθηκε από την πολιτική. Ξαναγύρισε στην εξουσία το 1926, μετά από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βαρσοβία ως υπουργός Άμυνας μέχρι τον θάνατό του. Ο Πιλσούντσκι ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του ο πραγματικός κυρίαρχος της Πολωνίας, την οποία διοίκησε χάρη στη βοήθεια του στρατού και των συντηρητικών πολιτικών κύκλων, περιορίζοντας στο έπακρο τη δράση της Βουλής.



2 Χόρτι ντε Ναγκιμπάνια, Μίκλος (Miklos Horthy de Nagybanyai, 1868 – 1957). Ούγγρος ναύαρχος και πολιτικός. Το 1919 διορίστηκε υπουργός Πολέμου και από τη θέση αυτή έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ανατροπή της κομμουνιστικής κυβέρνησης του Μπέλα Κουν (1920). Στη συνέχεια διορίστηκε αντιβασιλιάς και αρχηγός του κράτους, εφαρμόζοντας άκρως συντηρητική και αυταρχική πολιτική. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τάχθηκε και υποστήριξε τις δυνάμεις του Άξονα μέχρι την εισβολή των Ρωσικών στρατευμάτων στη χώρα του, το 1944, οπότε και υπέγραψε χωριστές συμφωνίες.



3 Μορας, Τσαρλς (Charles Maurras, 1868 – 1952). Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός θεωρητικός, με σημαντική επιρροή στη διανόηση των αρχών του 20ου αιώνα. Οι ιδέες του για τον ‘ενιαίο εθνικισμό’ υπήρξαν πρόδρομος των ιδεών του φασισμού. Το 1899 ίδρυσε την ακροδεξιά ομάδα L’ Action Français. Το 1945 καταδικάστηκε σε ισόβια επειδή υποστήριξε τον στρατιωτικό Pétain κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

http://www.efsyn.gr/?p=14417

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ: Σήμερα έγινε η πιο μαζική πορεία αναρχικών-αντιεξο...

ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ: Σήμερα έγινε η πιο μαζική πορεία αναρχικών-αντιεξο...: Θα ήταν παρακινδυνευμένο να δώσουμε κάποιο αριθμό για το πόσοι συμμετείχαν στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τα δικαστήρια της οδο...

2 αστικοί μύθοι του πολιτικού μιντιακού κατεστημένου

2 αστικοί μύθοι του πολιτικού μιντιακού κατεστημένου, ενάντια στις αφηγήσεις της Αριστεράς για παραγωγική ανασυγκρότηση

Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι η συνεχιζόμενη εσωτερική υποτίμηση για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, δηλαδή οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος, οι αυξήσεις φόρων και φυσικά η πλήρης διάβρωση και απαξίωση του εργατικού δικαίου.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Η χώρα μας δεν πρόκειται να γίνει η Σαουδική Αραβία της Ευρώπης στον ενεργειακό τομέα. Πρώτα από όλα διότι δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη οι πηγές υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ν.Α. Μεσογείου. Ακόμη όμως και να εκτιμηθούν μετά τις σχετικές έρευνες, καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι έχουν αξιοποιήσιμους υδρογονάνθρακες. Αυτό καθορίζεται από μια σειρά τεχνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παραμέτρους, όπως: Βάθος Γεώτρησης, Υποθαλάσσιες συνθήκες, Σεισμικότητα περιοχής, Βιωσιμότητα Επένδυσης, Γεωστρατηγική θέση κ.α. Δεν αρκούν όμως ούτε αυτά. Πρέπει να γίνουν επιπρόσθετα δοκιμαστικές γεωτρήσεις με ότι κινδύνους εγκυμονεί για το περιβάλλον, τις υποθαλάσσιες συνθήκες, τον τουρισμό, την αλιεία. Ιδιαιτέρως, σε μία τέτοια προοπτική θα πληγεί η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, ως ένας τόπος ποιοτικού τουρισμού.
Ας υποθέσουμε όμως ότι οι έρευνες καρποφορούν και διαπιστώνετε η ύπαρξη αξιοποιήσιμων υδρογονανθράκων. Ποιοι λοιπόν θα κληθούν να συμβάλλουν στην εξόρυξη τους; Είναι ευρέως γνωστό ότι, με τις γεωτρήσεις (drilling) και την εξόρυξη (up stream) υδρογονανθράκων, ασχολούνται παγκοσμίως ελάχιστοι κολοσσοί ξένων ομίλων. Οι ξένοι όμιλοι φυσικά έχουν ένα απόλυτο κριτήριο με το οποίο αξιολογούν τις επενδύσεις τους. Τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Πως αυτή επιτυγχάνεται, προσδιορίζεται σε πολλές διαστάσεις.
Η 2η διάταση είναι αυτή των εξόδων, που είναι άμεσα συνδεμένη με τα κέρδη μέσω της εξίσωσης έσοδα-έξοδα = κέρδη. Τα έξοδα καθορίζονται από το έμψυχο δυναμικό (διοικητικό προσωπικό, μηχανικοί, εργατοτεχνίτες κ.α.) και το άψυχο δυναμικό (εγκαταστάσεις, πλατφόρμες κ.α.). Ειδικά ο παράγοντας έμψυχο δυναμικό, είναι αυτός που διαμορφώνει κυρίως τα έξοδα. Για το λόγο αυτό η μεγάλη μάζα των εργατοτεχνιτών που θα απασχοληθεί στις υγειονομικές ζώνες των ξένων ομίλων θα είναι κυρίως της γης οι κολασμένοι από χώρες όπως Ινδία, Κίνα κ.α. με εξευτελιστικούς μισθούς που πολλές φορές αγγίζουν τη στοιχειώδη σίτιση και στέγαση, δηλαδή την επιβίωση. Επιπλέον στις θέσεις του διοικητικού προσωπικού, θα απασχοληθούν κυρίως αυτοί που έχουν συσσωρευμένη τεχνογνωσία και περιφέρονται σε όλες τις γωνιές του κόσμου για να ικανοποιήσουν τους ομίλους. Αυτό το διοικητικό προσωπικό, γνωρίζει πολύ καλά πως να καταστέλλει αντιδράσεις σε κρίσιμες στιγμές που διακυβεύονται τα συμφέροντα των ομίλων και να επιδεικνύει δουλική πειθαρχία.
Η 3η διάσταση που μεγιστοποιεί το κέρδος των ομίλων είναι αυτή του χρόνου υλοποίησης της επένδυσης και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων. Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι, το μόνο που ενδιαφέρει τους ξένους ομίλους είναι η ταχύτατη πώληση του προϊόντος με όσο το δυνατόν μικρότερους συντελεστές ασφάλειας των εγκαταστάσεων, λόγω κόστους. Η πετρελαϊκή ρύπανση στον Κόλπο του Μεξικού την άνοιξη του 2010, με ολέθρια αποτελέσματα σε χιλιάδες ανθρώπους και επαγγέλματα για τα επόμενα 50 χρόνια, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε ένα τέτοιο συμβάν στην μικρή χώρα της Ελλάδας; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για τα επόμενα 100 χρόνια; Ποιο μέλλον θα κληροδοτούσαμε στις μελλοντικές γενεές; Αφήστε που, μόνο λόγω γεωλογικών και σεισμικών συνθηκών είναι πιθανότερο ένα τέτοιο συμβάν να γίνει στη χώρα μας σε σύγκριση με το Μεξικό, που παρόλο είχε λιγότερες πιθανότητες, τελικά συνέβη.
Παρόλα αυτά, ο 1ο αστικός μύθος διατηρεί κάποια ισχύ με το επιχείρημα της αύξησης των δημοσίων εσόδων. Δημιουργεί επίσης σύγχυση σε κάποιους αναλυτές στους χώρους της Αριστεράς, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι θα αυξήσουν τα δημόσια έσοδα κάνοντας τιτλοποίηση των μελλοντικών εσόδων από τους υδρογονάνθρακες. Καταρχήν, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι σε συνθήκες μνημονίων και υπερδιογκωμένου χρέους είναι αδύνατον να ορθοποδήσουν τα δημόσια έσοδα όσα και να αντληθούν με τη εκποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας. Η εμπειρία της αύξησης του χρέους την τελευταία τριετία από 120% σε 176% και παρά τη συνεχιζόμενη εσωτερική υποτίμηση, μας το αποδεικνύει περίτρανα αυτό. Υπό την έννοια αυτή, το οικονομικό πρόβλημα εντός αυτής της συνθήκης είναι ούτως ή άλλως άλυτο. Εκτός αυτής της συνθήκης, δηλαδή έξω από μνημόνια και με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, τα δημόσια έσοδα μπορούν κάλλιστα να καλυφτούν και από άλλες πηγές.
Το κυριότερο όμως πρόβλημα είναι συνολικότερο και έχει να κάνει με την παραγωγική βάση της χώρας. Τι παράγει, από ποιους και για ποιον; Ένα πετρελαϊκό ατύχημα στις θάλασσες της Ελλάδας θα είχε ανεπανόρθωτα καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία, τον τουρισμό, την αλιεία, τα υπόλοιπα επαγγέλματα που συνδέονται με τους κλάδους αυτούς. Θα είχε τελικά καταστροφικά αποτελέσματα στις θέσεις εργασίας, στον ΑΕΠ της χώρας και τελικά στα δημόσια έσοδα.
Δε θα πούμε κάτι καινούργιο, απλά θα επαναλάβουμε με δικά μας λόγια αυτό που έγκριτοι οικονομολόγοι, αναλυτές και επιστήμονες εγχώρια και διεθνώς μέσα από επίσημες μελέτες και στατιστικές, επισημαίνουν. Όταν σε μία χώρα καταστρέφεται ο παραγωγικός ιστός, αυξάνεται δραματική η ανεργία, μειώνεται δραματικά η κατανάλωση, απαξιώνεται η αξία της εργασίας του μόνου συντελεστή που μπορεί να συμβάλλει στην ανάκαμψη, εκμηδενίζεται η ρευστότητα με αδυναμία πληρωμής των στοιχειωδών υποχρεώσεων των νοικοκυριών (ρεύμα, τρόφιμα, νοίκι, μετακίνηση, φόροι), είναι με οικονομικούς και επιστημονικούς όρους αδύνατον να υπάρξουν επενδύσεις (ξένες και εγχώριες) για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, δηλαδή είναι μη συμφέρουσα επένδυση. Ειδικά μάλιστα όταν ορισμένα κεφάλαια αποσύρονται από την παραγωγή και τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Συνεπώς μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι αδύνατο να υπάρξει φρένο στο βάθεμα της ύφεσης και αντιστροφή της πορείας προς την ανάκαμψη.
Ο ιδιωτικός τομέας με τις ξένες επενδύσεις; Σε όσους ισχυρίζονται αυτό θα θέλαμε να τους υπενθυμίσουμε ορισμένα στοιχεία. Οι πρώτες εταιρίες που απέσυραν τα κεφάλαια τους από τη χώρα πολύ πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν καταρχήν οι ξένες εταιρίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πετρελαϊκό τομέα που ήταν η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Η εταιρία Shell εξαγοράστηκε το 2009 έναντι 245,6 εκατ. ευρώ από την AVIN συμφερόντων Motor Oil και η εταιρία BP εξαγοράστηκε το 2009 έναντι 358,0 εκατ. ευρώ από την EKO συμφερόντων ΕΛ.ΠΕ. (πηγή: http://www.capital.gr).
Επίσης, το 2012 στον τομέα των τροφίμων η Coca Cola 3E αποφάσισε τη μεταφορά της έδρα της από την Ελλάδα στην Ελβετία Ζυρίχη, δηλαδή ένα βήμα πριν την οριστική απομάκρυνση της. Όχι όμως μόνο ξένες εταιρίες αλλά και ελληνικές όπως η ΦΑΓΕ, μια από τις μεγαλύτερες και πιο ιστορικές γαλακτοβιομηχανίες της χώρας αποφάσισε το 2012 να μεταφέρει την έδρα της από την Ελλάδα στο Λουξεμβούργο, δηλαδή ένα βήμα πριν την οριστική απομάκρυνση της (πηγή: http://www.imerisia.gr).
Υπάρχουν πάμπολλα άλλα παραδείγματα που για πρακτικούς λόγους δεν αναφέρουμε
Ποιος άλλος κλάδος της οικονομίας θα συμβάλλει στην ανάκαμψη;
Οι δημόσιες επενδύσεις και ο δημόσιος τομέας μέσω των δανείων της Τρόικας και του ΔΝΤ; Μα τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείων, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία. Έτσι η ανάκαμψη παραμένει άπιαστος στόχος.
Ξεχάστε λοιπόν τις αυταπάτες που καλλιεργεί ο 2ος μύθος, περί αύξησης των ξένων επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της ανάκαμψης.
Όπως ήδη αναφέρθηκε απέναντι στους αστικούς μύθους οφείλουμε να αντιτάξουμε τις δικές μας αφηγήσεις. Πώς θέλουμε να είναι η χώρα μας μετά από 10 χρόνια; Με ποια παραγωγική βάση;
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Όμως οφείλουμε να ξεκινήσουμε από ορισμένες παραδοχές. Ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και σταδιακής ανάκαμψης πρώτα από όλα θα εξυπηρετεί τις ανάγκες τις κοινωνικής πλειοψηφίας, των μισθωτών στρωμάτων, των ελεύθερων επαγγελματιών, τους μικρό μεσαίους, τους αγρότες, τη νεολαία, τους ανέργους. Αυτή η οριοθέτηση, η συγκέντρωση σε αυτό το στόχο αποτελεί ήδη πυξίδα και κατευθυντήρια γραμμή.
Για να εξυπηρετηθεί όμως στοιχειωδώς αυτή η κατεύθυνση πρέπει πρώτα από όλα να σπάσει το ατσάλινο κλουβί των μνημονίων και τους χρέους. Είναι προϋπόθεση, αναγκαία συνθήκη χωρίς την οποία δε μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα. Αυτή η διαδικασία δε θα γίνει αναίμακτα και χωρίς σύγκρουση με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η θέληση και το δίκαιο όμως της κοινωνικής πλειοψηφίας θα μας καθοδηγεί σε αυτή τη σύγκρουση, θα μας εμπνέει. Το πρόγραμμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης θα μας δίνει την ελπίδα της συνέχισης.
Ποια είναι λοιπόν η δική μας αφήγηση απέναντι στους αστικούς μύθους;
  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη του ποιοτικού τουρισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό δημόσιο έλεγχο.

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη της γεωργίας, της μεταποίησης, των ποιοτικών προϊόντων με αύξηση των δημόσιας χρηματοδότησης υπέρ των συνεταιρισμών μορφών και των δημοσίων φορέων.

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας μέσω δημόσιων επενδύσεων.

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα συνδυάζοντας το δημόσιο έλεγχο και την χρηματοδότηση - ανάπτυξη συνεταιρισμών.

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη της δημόσιας Παιδείας, της δημόσιας Υγείας, της έρευνας, της παραγωγής υψηλά ειδικευόμενων επιστημόνων.

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη των στρατηγικών τομέων της οικονομίας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος (Πετρέλαια, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ).

  • Αναβάθμιση και ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους με ριζικές αυξήσεις των δημόσιων χρηματοδοτήσεων. 

Η παραπάνω αφήγηση, αυτό το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που ονειρεύεται την ανάκαμψη μέσω της αποπτώχευσης του ελληνικού λαού. Αντικειμενικά, ο νεοφιλελευθερισμός που επενδύει στη φτώχεια, την ανεργία και την πλήρη απαξίωση της εργασίας ως υποτιθέμενο μοχλό ανάπτυξης, δε μπορεί να συμβάλλει στη στοιχειώδη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Εντελώς αντίθετα, ένα ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης αναγκαστικά πρέπει να αναδείξει να αξιώσει και να στηριχτεί στη δύναμη της ανθρώπινης εργασίας και επιδεξιότητας, να επενδύσει στη μόρφωση, στη γνώση, στις σύγχρονες τεχνολογίες και τεχνικές.
Σήμερα όμως δεν αρκεί να λέμε τι πρέπει να γίνει. Είμαστε αναγκασμένοι να αναφερόμαστε και στο πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο που θα αναλάβει να πραγματοποιήσει αυτό που είναι «κοινωνικά αναγκαίο» με δεδομένο το γεγονός πως το υπάρχων πολιτικό σύστημα, ούτε θέλει ούτε μπορεί να ανατρέψει τις ίδιες τις συνθήκες που το εξέθρεψαν. Από αυτό το απλό και αμείλικτο ερώτημα κανείς δε μπορεί να ξεφύγει.
Νομίζουμε ότι η απάντηση σε αυτό είναι ότι μόνο ένα ριζοσπαστικό πλατύ πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο με πυρήνα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορεί να διεκδικήσει μια τέτοια κατεύθυνση για την ελληνική κοινωνία. Μέτωπο το oποίο δεν πρέπει να δειλιάσει ακόμη και μπροστά στο ενδεχόμενο της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας.
Είναι δεδομένο ότι χωρίς κεντρικό σχεδιασμό από μία κυβέρνηση της Αριστεράς και την ενεργητική συμβολή όλων των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, δεν είναι δυνατό να συντονιστεί νικηφόρα ο αγώνας του λαϊκού κινήματος, πόσο περισσότερο να μπορέσουν οι ριζοσπαστικές λαϊκές δυνάμεις να επιβάλουν μια ριζικά διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων προς όφελος τους. Ακριβώς γιατί σήμερα ζούμε μια νέα μεταδημοκρατική πολιτική πραγματικότητα. Στην οποία δεν αρκεί ο κόσμος να αγωνίζεται ώστε να συγκινούνται οι «αρμόδιοι» και να βελτιώνουν σε φιλολαϊκότερη κατεύθυνση την πολιτική τους.
Αντίθετα η υπάρχουσα εξουσία κινείται καταστροφικά συντρίβοντας τις δημιουργικές δυναμικές τις ελληνικής κοινωνίας. Σταδιακά γίνεται προφανές ότι οι συντηρητικές δυνάμεις που έφεραν τη χώρα μέχρι το σημερινό αδιέξοδο πρέπει να ηττηθούν ακόμη και στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας.
Βεβαίως, μία κυβέρνηση της Αριστεράς δε μπορεί από μόνη της να λύσει όλα τα προβλήματα. Αναγκαία συνθήκη για τη συγκρότηση και τη σταθεροποίηση της, είναι η ανάπτυξη ενός πλατιού πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, η συγκέντρωση μιας ριζοσπαστικής λαϊκής βάσης, η ανάπτυξη θεσμών αυτοοργάνωσης του κόσμου σε Λαϊκές Συνελεύσεις, σχήματα γειτονιών, σωματείων κ.α. ώστε η λαϊκή βάση να ελέγχει, να πιέζει, να ριζοσπαστικοποιεί το πρόγραμμα της Αριστερής Κυβέρνησης και να αποτρέπει την πολιτική ήττα και αναδίπλωση σε κρίσιμες στιγμές. Μονάχα μία ριζοσπαστική και συνειδητοποιημένη κοινωνική πλειοψηφία μπορεί να επιβάλλει και να διατηρήσει την εξουσία μιας αριστερής κυβέρνησης.
Και αυτό από την άλλη μεριά απαιτεί ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα που θα οπλίζει την αριστερή κυβέρνηση από τη σκοπιά των συμφερόντων του λαϊκού κινήματος και θα ορίζει έναν άλλο δρόμο σε πλήρη σύγκρουση με την Ευρωζώνη και τους διεθνής ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς της ΕΕ, Τρόικας, ΔΝΤ, με κύριες αιχμές. Μη αναγνώριση και διαγραφή χρέους, κατάργηση μνημονίων και εφαρμοστικών νόμων, εθνικοποίηση κοινωνικοποίηση τραπεζών, βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, στήριξη μισθών συντάξεων, πραγματική δημοκρατία, παραγωγική ανασυγκρότηση. Έως και το όριο της σύγκρουσης της ελληνικής κοινωνίας με την ΕΕ και το ευρώ.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Η πολιτική ως συμμετοχή και η άμεση δημοκρατία

Του Γιώργου Ν. Οικονόμου
Το Πολυτεχνείο 1973 συνιστά πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα πολιτικό γεγονός και ως τέτοιο άφησε σημαντική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, όπως φάνηκε από την πολιτική δυναμική και τις εντάσεις που δημιουργούσε επί δεκαετίες κάθε χρόνο στην επέτειο. H κατάληψη-εξέγερση τον Νοέμβριο 1973 έχει τα χαρακτηριστικά ενός αυτόνομου κινήματος, με πολιτικό περιεχόμενο και πολιτικούς στόχους, ανεξάρτητο από κόμματα, ηγέτες, ιδεολογίες και γραφειοκρατίες.
Ένας από τους κύριους στόχους του Πολυτεχνείου 1973 ήταν η Δημοκρατία. Όχι φυσικά κάποια αποκατάσταση του προηγουμένου διεφθαρμένου και αποτυχημένου κοινοβουλευτισμού ή κάποια βελτιωμένη εκδοχή του, αλλά ένα πολίτευμα στο οποίο ο δήμος θα είναι ουσιαστικά κυρίαρχος, θα υπάρχει «λαϊκή κυριαρχία» ή «λαϊκή εξουσία» (χρησιμοποιώ εδώ τους όρους που υπήρχαν στα συνθήματα των εξεγερμένων και στην Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής). Οι όροι αυτοί δεν είχαν τις σημασίες που έχουν συνήθως στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και συντάγματα, και ισοδυναμούν με την απουσία λαϊκής κυριαρχίας – «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τους αντιπροσώπους». Υπήρχε σαφής εκφρασμένη απόρριψη του προδικτατορικού καθεστώτος, όχι μόνο της μοναρχίας, αλλά και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που είχε καταντήσει έρμαιο των δημαγωγών, του παρακράτους, του Στρατού και των επεμβάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το προδικτατορικό καθεστώς για τους συμμετέχοντες σε καμία περίπτωση δεν ήταν δημοκρατικό, εν αντιθέσει με την κυρίαρχη ιδεολογία της Μεταπολίτευσης ότι με το τέλος της δικτατορίας το 1974 «αποκαταστάθηκε η δημοκρατία»!
Μία σαφής ένδειξη για την ιδέα της δημοκρατίας που είχαν κατά νου οι συμμετέχοντες, ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους, ήταν η εσωτερική αυτοοργάνωση και ο αυτοκαθορισμός της κατάληψης. Η δυναμική και η λειτουργία της στηριζόταν στην αυτοδιεύθυνση: συγκρότηση επιτροπών για τη σίτιση, την περιφρούρηση, για τις πρώτες βοήθειες και το φαρμακείο, τον έρανο κ.ά. Διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή ατόμων για τη συγκρότηση Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία, η οποία εκτελούσε τις αποφάσεις των συνελεύσεων και συντόνιζε τον αγώνα. Το κυρίαρχο όργανο ήταν οι γενικές συνελεύσεις οι οποίες ελάμβαναν όλες τις καθοριστικές αποφάσεις για το πολιτικό περιεχόμενο και την πορεία της κατάληψης. Οι αποφάσεις εκφράζονταν άλλωστε από τα μεγάφωνα, τους πολυγράφους και τον ραδιοφωνικό σταθμό. Έτσι διασφαλιζόταν η διαφάνεια, η πληροφόρηση, η βούληση και η θέληση των συμμετεχόντων. Δεν καθοδηγούσε καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγούσε ουδείς «ηγέτης», δεν κινούσε τα νήματα καμία έξωθεν εξουσία. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία ως έμπρακτη πρόταση.
Η πρόταση αυτή είναι ένα το καινούριο που κομίζει το Πολυτεχνείο στην πολιτική πράξη, συνδεδεμένο με μία άλλη αντίληψη περί πολιτικής, η οποία συγκαλύπτεται σκοπίμως από τις κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος (ιδεολογίες, κόμματα, πολιτικούς, ΜΜΕ). Αυτή η έννοια της πολιτικής στηρίζεται στην ιδέα πως αυτό που δημιουργεί τις ουσιαστικές αλλαγές και τους θεσμούς είναι το ανθρώπινο πράττειν, το σκεπτόμενο πράττειν της ανώνυμης συλλογικότητας, χωρίς προκατασκευσμένες οδηγίες, ιδεολογικά δόγματα και κομματικές συνταγές. Πολιτική δεν είναι η εφαρμογή κάποιας θεωρίας ούτε η χειραγώγηση των ανθρώπων από κάποιους υποτιθέμενους ειδικούς, κομματικούς διανοουμένους, επαγγελματίες πολιτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Η πολιτική είναι υπόθεση της κοινωνίας, των δρώντων υποκειμένων που βασίζονται στην αυτοοργάνωση, στην αυτόνομη θέλησή τους και δεν εκποιούν την επιθυμία και τη δύναμη τους στους ολίγους, στα κόμματα, στους «αντιπροσώπους», δηλαδή δεν αλλοτριώνονται πολιτικώς. Η άμεση πολιτική συμμετοχή στις συλλογικές διαβουλεύσεις και αποφάσεις, λειτουργεί και ως σχολείο αυτοσυνείδησης και αυτομόρφωσης των πολλών.
Η πολιτική ανακτά έτσι το γνήσιο νόημά της: την άμεση ενασχόληση με τα κοινά, τη συμμετοχή μαζί με άλλους σε οριζόντια αντιιεραρχική, αντιγραφειοκρατική δράση. την υπέρβαση της παραίτησης, της ιδιώτευσης και της ανάθεσης των κοινών σε αντιπροσώπους. Η δημοκρατική πολιτική συνεπάγεται την άμεση ψυχοσωματική επένδυση στην ενεργό πολιτική δράση. Ενώ το βασικό χαρακτηριστικό των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού είναι η λήψη των αποφάσεων από τις γραφειοκρατικές ηγεσίες «πριν από εμάς για εμάς», η πολιτική που ανέδειξε το Πολυτεχνείο είναι «εμείς οι ίδιοι για εμάς τους ίδιους», άμεσα, χωρίς μεσολαβητές, «ειδικούς» και γραφειοκράτες. Στην αντίληψη αυτή για να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιαστική θεσμική αλλαγή χρειάζεται κοινωνική συλλογική δράση, ρητή και διαυγής, στη μορφή της και στους στόχους. Χρειάζεται μία πολιτική συλλογικότητα που να αγωνίζεται και να δρα, έξω (και μη εξαρτώμενη) από κόμματα, εκλογές, κοινοβούλια, αντιπροσώπους και κράτος. Οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές δεν προήλθαν από αυτούς. Το πεδίο της πολιτικής δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται παντού, είναι η ίδια η κοινωνία.

Οι δύο μορφές της πολιτικής ετερονομίας σήμερα

Της Πολιτικής Ομάδας για την Αυτονομία.
Απόσπασμα του άρθρου: Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει, από το Τέταρτο Τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα, (Ιούνιος 2012, σ.122-127)


keep-calm-and-carry-on-2_l
 Ο εκσυγχρονιστικός τεχνοκρατισμός
Οι πιέσεις από το πολιτικό και το τραπεζικό σύστημα για απότομες και σαρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα συνδυάζονται με την εξάπλωση ενός νέου ρεύματος τεχνοκρατισμού, ο οποίος αυτοανακηρύσσεται ως ο μοναδικός δρόμος, ικανός να μας βγάλει από την οικονομική κρίση. Ο τεχνοκρατισμός αυτός προπαγανδίζεται έντεχνα ως η ιδεολογική και πρακτική απάντηση που έρχεται να καλύψει το κενό της υποχώρησης της «αντιπροσώπευσης» της κοινωνίας μέσω των πολιτικών θεσμών. Το έργο των κομματικών μηχανισμών, οι οποίοι καθίστανται αναποτελεσματικοί πλέον να λειτουργήσουν ως εκφραστές της λαϊκής βούλησης, θα αντικατασταθεί από την γνώση και την αποτελεσματική διαχείριση τραπεζιτών, ειδημόνων και διακομματικών μορφωμάτων χωρίς καν την ανάγκη εκλογικής νομιμοποίησης. Για το κομμάτι της ολιγαρχίας που υποστηρίζει αυτές τις θέσεις, «το Μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο», επειδή μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος πάντοτε σκόνταφτε σε κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες. Σήμερα όμως, με τη δυναμική που δημιουργείται από την πίεση της Τρόικας, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι δημιουργείται μια ευνοϊκή ευκαιρία για την υπέρβαση αυτών των «στρεβλώσεων» και των «αρχαϊσμών», η οποία θα μας επιτρέψει -επιτέλους!- να ολοκληρώσουμε τη μαρτυρική μας πορεία προς τη δυτικοποίηση.
…Όλες οι τάσεις του μανδραβελισμού[1] συνειδητοποιούν ότι στο νέο καθεστώς φτωχοποίησης και αυταρχικής λιτότητας σπάει το συμβόλαιο συναίνεσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και η μόνη λύση είναι η στροφή σε μια πιο ολιγαρχική αντίληψη περί της άσκησης εξουσίας. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν το κοινωνικό φαντασιακό ευνοούσε και επέτρεπε την ανάδειξη κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων γραφειοκρατικών μηχανισμών κατάλληλων για τη διαχείριση των κοινών, τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και την επίτευξη «εθνικών» στόχων (είσοδος και καθιέρωση στην Ευρωπαϊκή Αγορά, Ολυμπιακοί Αγώνες). Σήμερα αλλάζουν και μετασχηματίζονται ορισμένες ουσιώδεις πτυχές αυτής της μεταμοντέρνας αντίληψης για τη δημόσια ζωή. Ο κυνισμός και η αδιαφορία για την πολιτική δίνουν τη θέση τους στη γενικευμένη ανασφάλεια και ένα καθεστώς φόβου. Ως εκ τούτου, μια κοινωνία φόβου δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά υπό την απειλή των επιτακτικών διλημμάτων που τίθενται από τη ψήφιση των κάθε μέτρων. Κι έτσι, πολύ εύκολα βιώνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις ως προσπάθεια απάντησης σε υπαρξιακά ερωτήματα: ποιος θα κυβερνήσει πέρα από τις μοναδικές «σώφρονες» δυνάμεις του μνημονιακού τόξου; Υπάρχει ζωή χωρίς αυτοδυναμία; Δε θα διαλυθεί η χώρα αν αλλάξουμε νόμισμα;
Η πολιτική θεσμοποίηση που απαντά στη νέα κατάσταση είναι οι συνταγές των «ειδικών» από οικονομικοτεχνικούς ή διακρατικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο για ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο σιδηράς πειθαρχίας και κυρώσεων που ίσως ενταχθεί ως κομμάτι πλέον του Συντάγματος από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και το οποίο θα τις δεσμεύει να επιβάλλουν πολύ σφιχτή οικονομική πολιτική, ανεξαρτήτως των πολιτικών ηγεσιών και των κυβερνήσεων που θα ασκούν την εξουσία. Στο νέο, πιο αυταρχικό τεχνοκρατισμό η εξουσιοδότηση των από τα κάτω περνά από τα χέρια του ικανότερου για διαχείριση της εξουσίας μονόδρομου που έχουν επιλέξει οι οικονομικές ολιγαρχίες. Πριν μερικές δεκαετίες περάσαμε από την «επιλογή» των συνταγών πολιτικής στην «επιλογή» των καλύτερων ή αποτελεσματικότερων «ειδικών». Σήμερα φαίνεται να περνάει η (καθεστηκυία) πολιτική από τον έλεγχο των καλύτερων επαγγελματικών στα χέρια των -δίχως καμία εναλλακτική- «συνταγών σωτηρίας».
Και βέβαια, οι δημοσιογραφικοί και π(ολιτ)ικάντικοι εκβιασμοί πατούν πάνω στην προπαγάνδιση της συλλογικής ενοχοποίησης της κοινωνίας που ζούσε πάνω από τις ανάγκες της. Η συγκεκριμένη κιτρική του καταναλωτικού μοντέλου δε γίνεται από δημοκρατική σκοπιά, αλλά απλά και μόνο για να ηθικοποιήσει περαιτέρω το περιεχόμενο της πολιτικής. Οι διαφημιστές του τεχνοκρατισμού επιδιώκουν το κοινωνικό αυτομαστίγωμα ως εξιλέωση για τις «αμαρτίες του παρελθόντος». Αυτό που προτάσσουν είναι η υπέρβαση της ανευθυνότητας του καταναλωτισμού με μια στροφή στη δήθεν σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και τη φωνή της λογικής[2]. Η διάδοση αυτής της οπτικής αποκτά χαρακτηριστικά μιας ηθικής προσταγής ή μιας ηθικής υποχρέωσης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μην κοιτάζουμε πίσω, να υποτασσόμαστε «υπεύθυνα»  στους νόμους της οικονομίας, να ξεπερνάμε πάντα τις παλιές αμαρτίες του παρελθόντος. Οι αναλύσεις ολόκληρου του τεχνοκρατικού μπλοκ («σοβαρές» εφημερίδες, free press έντυπα, μερίδα διανοούμενων και καλλιτεχνών κ.λπ[3]) περιστρέφονται γύρω από τον άξονα σοβαρότητα ή λαικιστική ανευθυνότητα, τεχνοκρατισμός ή πελατειοκρατία, «υπεύθυνες διαρθρωτικές αλλαγές» ή προσκόλληση στα παλιά. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε κοινωνική αντίδραση ή εκδήλωση πολιτικών κινημάτων βαφτίζεται ως αμετροέπεια, πολιτικός αρχαϊσμός ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Η μόνη υπεύθυνη λύση βρίσκεται στην προώθηση μνημονιακών -και αντιστοίχων «εθνοσωτήριων»- συναινέσεων και στην αποδοχή μιας διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αν αυτός ο λόγος καταφέρνει να έχει την απήχηση που έχει στο δημόσιο λόγο, σε αυτήν την εξέλιξη έχει πολύ μεγάλη ευθύνη και η αριστερά. Όχι μόνο διότι με τις πρακτικές της (κομματισμός, λατρεία του κράτους και προσκόλληση σε ένα παλαιοπασοκικό σοσιαλδημοκρατικό φαντασιακό) συντείνει στο να θεωρούνται ορισμένες ιδέες ως δείγματα μιας αρτηριοσκληρωτικής λογικής που όντως, το μόνο που θέλει είναι να προστατέψει τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις· αλλά και επειδή ποτέ δεν έχει το θάρρος να παραδεχτεί ότι η κριτική των εκσυγχρονιστών και του τεχνοκρατικού μπλοκ βασίζεται σε υπαρκτά προβλήματα, ασχέτως του αν είναι προσχηματική και λαϊκιστική (διογκώνοντάς τα, εξυμνώντας αφελώς τη Δύση ως την ενσάρκωση της «ορθολογικότητας» και της δημοκρατίας κ.λπ). Έτσι οδηγείται σε γελοίες καταστάσεις, δικαιώνοντας τη διαπίστωση ότι «ιδιαίτερα ιλαροτραγική παρουσιάζεται η θέση της “αριστεράς”, η οποία όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα “λαϊκά” αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός”»[4]
Ο γενικευμένος λαϊκισμός
Ο δεύτερος πυλώνας της ετερόνομης σκέψης -που, ενώ υποτίθεται ότι συνιστά το πλήρες αντίθετο του εκσυγχρονιστικού-τεχνοκρατικού λόγου, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η πίσω όψη του- είναι ο γενικευμένος λαϊκισμός που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Πρόκειται για την ανάδυση μιας φωνής αντίδρασης σε όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα καθώς και στον έλεγχο υπό τον οποίο έχει περάσει η άσκηση πολιτικής στην Ελλάδα από άλλες κυβερνήσεις και ελίτ. Η οπτική αυτής της τάσης είναι να επικεντρώνεται σε πατριωτικού τύπου επιχειρήματα: οι ξένες δυνάμεις ελέγχουν τα πάντα, η «νέα τάξη πραγμάτων» επιβάλλει τα μέτρα στη μικρή Ελλάδα, χάνουμε την εθνική μας κυριαρχία κ.λπ. Έτσι, για όλα φταίνε οι ξένοι (Μέρκελ, Τρόικα κ.λπ), άντε και οι δικοί μας ηγέτες που συμπεριφέρονται ως προδότες και δωσίλογοι.
Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούριο. Η τάση αυτής της «γεωπολιτικής» ή «πατριωτικής» ματιάς έχει αναφορές σε ένα γενικότερο και διαχρονικό στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα, που βάσει και των ιστορικών εμπειριών της διαρκούς γεωπολιτικής εξάρτησης, του μετεμφυλιακού κράτους και της δικτατορίας, υποστηρίζει ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις πάντα τον επιβουλεύονται και τον εκμεταλλεύονται, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη δόμηση της εθνικής μας ταυτότητας γύρω από έναν «θυματικό εθνικισμό»[5], που παρουσιάζει τον λαό μας ως διαρκώς κατατρεγμένο και «βασανισμένο» (που δεν πρέπει να ξεχνά τον Ωρωπό). Έτσι, η δυσμενής γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ιδεολογικοποιείται και μετατρέπεται σε αντιδυτικό σύνδρομο. Αυτό το πατριωτικό φαντασιακό -που, για λόγους αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, ενστερνίζεται το σύνολο της Αριστεράς- προσπαθεί να στήσει, εκ των υστέρων, στα πόδια της μια εθνική οντότητα στη βάση ενός αγώνα ενάντια σε ξένες δυνάμεις που τη δυναστεύουν[6].
Φυσικά, η λαϊκιστική ρητορική δεν ορίζεται -ή τουλάχιστον όχι μόνο- από την υπεράσπιση συντεχνιών, την προστασία της πελατειοκρατίας του ελληνικού συστήματος κ.λπ., όπως μέρα νύχτα προσπαθούν να μας πείσουν ο Μπάμπης και οι λοιποί αστέρες του εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Το πρόβλημα με το λαϊκισμό είναι βαθύτατο και κατά κάποιον τρόπο διττό: αφορά τόσο στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η πολιτική και η ευθύνη του λαού στις εκάστοτε κοινωνικές εξελίξεις, όσο και στο πρόταγμα που προτάσσει και οραματίζεται για το μέλλον. Για εμάς ο σημερινός λαϊκισμός υπερβαίνει κατά πολύ την απλή κολακεία του λαού -ή, αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από την αντίστροφη οπτική, αυτή η κολακεία του λαού παίρνει σήμερα την εξής μορφή: μετατρέπεται σε μια άρνηση -με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου- του γεγονότος ότι η κοινωνία της αφθονίας έχει τελειώσει κι ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία επιστροφή στη θαλπωρή της κεϊνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής ευημερίας. Έτσι αρνείται να κάνει οποιαδήποτε κριτική στις καταναλωτικές συνήθειες του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα ουσιαστικά ταυτίζεται με μια επιστροφή στην προ κρίσης εγγύηση της καταναλωτικής μας ευημερίας.
Ο γενικευμένος λαϊκισμός που έχει αναπτυχθεί στις συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης αντιμετωπίζει με απλοϊκότητα τις εξελίξεις, τονίζοντας τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση του λαού, αποκρύβοντας παράλληλα τις μεγάλες ευθύνες σημαντικών κομματιών του (ευθύνες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή και στήριξη ενός φαύλου και ετερόνομου πολιτικού συστήματος για δεκαετίες). Γι’ αυτό και αναπαράγει τόσο αλόγιστα ως συνθήματα τα περί «Χούντας» ή περί «νέας Κατοχής». Η εικόνα του καλού λαού που απλά καταπιέζεται και καταδυναστεύεται από την Τρόικα δεν εξηγεί καθόλου τη συναίνεση που παρείχε ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια στο πολιτικό σύστημα και την σύμπλευσή του με τις κυρίαρχες αξίες του κομφορμισμού και της κατανάλωσης (πλην των φτωχότερων στρωμάτων). Κι εδώ, δεν προσπαθούμε να αναπαράγουμε την αντιμικροαστική ρητορεία ορισμένων επαναστατικών κύκλων αλλά να αναδείξουμε το εξής στοιχείο: αν οι άνθρωποι δεν κάτσουν να κάνουν και λίγο την αυτοκριτική τους, αν δε δουν ότι πρέπει να απεγκλωβιστούν από το σύγχρονο φαντασιακό, τότε δε θα μπορέσουν ποτέ να προτάξουν κάτι καινούριο ως απάντηση σε όσα τους συμβαίνουν. Η ταυτοποίηση των εχθρών (τράπεζες, αφεντικά, κυβέρνηση) δεν αρκεί αν δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια εικόνα για μια μελλοντική κοινωνία που θες να χτίσεις. Έτσι, θα ζητάς μόνο επιστροφή στα παλιά και θα περιορίζεις την πολιτική συζήτηση γύρω από την άρνηση των Μνημονίων.
Γιατί ακριβώς εκεί οδηγεί αυτός ο λαϊκισμός, που είναι ίδιον τόσο της αριστεράς όσο και της λαϊκής δεξιάς. Προτάσσουμε το αντιμνημονιακό αγώνα, εκφράζοντας τον πατριωτισμό ή τον αντιιμπεριαλισμό -συχνά με ενθοποδοσφαιρικό, οπαδικό στυλ-, αλλά κρύβουμε κάτω από το χαλί την κοινωνική και «ταξική» διάσταση των γεγονότων. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα δήθεν ολοκληρωμένα σχέδια των οικονομολόγων, που διαφημίζονται ως «σανίδα σωτηρίας», ενώ επί της ουσίας περιορίζουν την πολιτική τους πρόταση στον απεγκλωβισμό από τα Μνημόνια και την επιστροφή στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω του λιγότερο αυταρχικού δρόμου. Το θέμα δεν είναι να γυρίσουμε απλά σελίδα ως προς την αποδοχή από τη χώρα των μνημονίων, ούτε να υιοθετήσουμε κάποιο οικονομικό σχεδιασμό ως θέσφατο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι στις νέες συνθήκες του εύθραυστου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των οικολογικού τοίχου τοίχου προς τον οποίο οδεύουμε, καθίσταται ανεπαρκής και αδιέξοδη η επιστροφή στην κοινωνία της καταναλωτικής μανίας και της διαρκούς ανάπτυξης. Με βάση αυτή τη διαπίστωση θα χρειαστεί να βρούμε νέες και μακροπρόθεσμες λύσεις.
[1] Ιστορικό ρεύμα στρατευμένης δημοσιογραφίας και καθεστωτικής προπαγάνδας, που μάχεται για τη συντριβή των «παλαβών» Ελλήνων και την υπεράσπιση κάθε έννοιας φιλελευθερισμού.
[2] Όπως διακηρύσσει ο ηγέτης του τεχνοκρατικού αντάρτικου Άρης (ο αρχηγός των ατάκτων φιλελεύθερων): «Να επιδείξουμε σοβαρότητα, σύνεση, ψυχραιμία, λογική σε πρώτη φάση. Να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να μπορεί να σηκώσει τα βάρη χωρίς να κλατάρει πάνω στο μήνα. Για να αντέξει την πολύ σοβαρή και δύσκολη δουλειά…»
[3] Βλ. για τα ιδεολογικοποιημένα χαρακτηριστικά αυτού του χώρου το άρθρο του Ν. Σεβαστάκη, «Οι νέοι φιλελεύθεροι», Ελευθεροτυπία, 19/6/2010.
[4] Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία (1991), Αθήνα, Θεμέλιο, 2011, σ.63. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης ήταν η στάση της αριστεράς απέναντι στις κοινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ταξί, το περασμένο φθινόπωρο, αλλά και η αποδοχή πολλών πρώην παλιοπασοκικών στελεχών (όπως, π.χ., ο Α. Κοτσακάς) από τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα.
[5] Κατά την έκφραση του Α. Γαβριηλίδη, Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος, Αθήνα, Futura, 2007, σ. 182
[6] Για το σημερινό πατριωτικό φαντασιακό βλ. το κείμενό μας «Το κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα τ. 3, Δεκέμβριος 2011.

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΕΜΙΣΕ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚ*
Ανατριχιαστικά είναι τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ηΕλληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) και αφορούν στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις πρωτίστως τουΓιώργου Παπανδρέου και δευτερευόντως του Λουκά Παπαδήμου.
Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο, αποκαλυπτικό της δραματικήςεπιδείνωσης...
της κατάστασης των ελληνικών νοικοκυριών είναι ότι το 2011 βρέθηκαν κάτω από το επίσημα αναγνωριζόμενο από την ΕΕ επίπεδο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού 400.000 περισσότεροι Ελληνες από το 2010, όταν και πάλι είχαν αυξηθεί υπέρμετρα. Αυτό σημαίνει ότι το 2011 οι επισήμως αναγνωριζόμενοι ως φτωχοί στην Ελλάδα (όσοι δηλαδή είχαν εισόδημα μικρότερο από τις 5.950 ευρώ) ανήλθαν στον εφιαλτικό αριθμό των 3.403.000 ανθρώπων! Το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού δηλαδή είναι πλέον... φτωχοί με τη βούλα της ΕΕ και του επίσημου κράτους! Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το όριο της φτώχειας δεν μένει αμετάβλητο. Αλλάζει κάθε χρόνο και είναι ποσοστό (60%) του μέσου εισοδήματος της χώρας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όταν μειώνεται το εισόδημα του πληθυσμού συνολικά, όπως συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία κ.λπ. εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πέφτει χαμηλότερα και το όριο της φτώχειας, τη στιγμή βεβαίως που κάθε άλλο παρά μειώνονται οι ανάγκες ή πέφτουν οι τιμές.
Ετσι η ζωή γίνεται ακόμη πιο δύσκολη για τους φτωχούς. Για να καταλάβουμε συγκεκριμένα τι εννοούμε, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2010 το όριο της φτώχειας ήταν 7.178 ευρώ - δηλαδή1.270 ευρώ περισσότερο εισόδημα! Η κατάσταση είναι τραγική σε εκείνες τις οικογένειες που έχουν μόνον έναν ενήλικα και παιδιά που εξαρτώνται από αυτόν. Στις οικογένειες αυτές το ποσοστό της φτώχειας ανήλθε το 2011 στο δραματικό ύψος του 43,2%. Αυξήθηκε δηλαδή λόγω της μνημονιακής πολιτικής μέσα σε έναν και μόνο χρόνο κατά δέκα (!) εκατοστιαίες μονάδες από το ήδη υψηλότατο 33,4% που βρισκόταν το 2010. Μια σειρά ακόμη από «μαύρα μαντάτα» έρχεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) για τη χώρα μας στους τομείς τόσο της ανεργίας όσο και της απώλειας διαθέσιμου εισοδήματος. Η ανεργία έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη-ρεκόρ από τη δημιουργία της Ευρωζώνης φτάνοντας το 11,8%, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο στις17 χώρες της Ευρωζώνης οι άνεργοι ανήλθαν τον Νοέμβριο του 2012 σε 18,8 εκατομμύρια άτομα. Αυξήθηκαν δηλαδή οι άνεργοι κατά 2 ολόκληρα εκατομμύρια ανθρώπους σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2011.
Σε αυτή την ανελέητη κοινωνική σφαγή, η Ισπανία με 26,6% και η Ελλάδα με 26% κατέχουν τις δύο πρώτες θλιβερές θέσεις. Στον αντίποδα βρίσκονται η Αυστρία, όπου τον Νοέμβριο η ανεργία βρισκόταν μόλις στο 4,5%, το Λουξεμβούργο με 5,1% και η Γερμανία με 5,4%. Ούτε μία ούτε δύο, αλλά είκοσι (!) και πλέον εκατοστιαίες μονάδες χώριζαν τους δείκτες ανεργίας της Ελλάδα από εκείνους των «γερμανικών» κρατών. Και σε επίπεδο συνολικά της ΕΕ, η ανεργία έσπασε ρεκόρ εικοσαετίας. Φτάσαμε ήδη δηλαδή στα επίπεδα της «κοινωνικής ερήμου» που ακολούθησε την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε δηλαδή που έγινε και η γερμανική επανένωση, με τη Δυτική Γερμανία να διαλύει κυριολεκτικά όλες τις επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας, για να εκλείψει οανταγωνισμός προς τις δυτικογερμανικές, αφήνοντας πολλά εκατομμύρια Ανατολικογερμανούς εργαζόμενους άνεργους, θύματα στον βωμό των συμφερόντων των νικητών Δυτικογερμανών.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια αργότερα βλέπουμε να αναβιώνει ο φρικτός χορός των κοινωνικών ερειπίων εκείνης της εποχής μέσα στους κόλπους της ίδιας της ΕΕ των 27 χωρών-μελών, αλλά και της Ευρωζώνης με τα 17 κράτη που τη συναπαρτίζουν. Τα μνημόνια πάντως δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, από το 2009 έως και το 2011 συμπεριλαμβανόμενο, η Ελλάδα υπέστη την πιο βίαιη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η μείωση αυτή ήταν υπερδιπλάσια των αντίστοιχων απωλειών της δεύτερηςΙσπανίας: Τα ελληνικά νοικοκυριά έχασαν το 17% του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός τους κατά μέσο όρο, ενώ τα ισπανικά το 8%, τα κυπριακά το 7% και τα ιρλανδικά το 5%. Την ίδια ώρα, τα νοικοκυριά της Γερμανίας και της Γαλλίας είδαν το διαθέσιμο εισόδημά τους νααυξάνεταιέστω και οριακά. Και μιλάμε για μέχρι και το 2011, όχι ακόμη για το 2012, όπου επήλθε πολύ μεγαλύτερη εισοδηματική κατάρρευση. Ρήμαξε τα πάντα τελικά η μνημονιακή πολιτική.

*Δημοσιεύθηκε στο «Έθνος» την Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013.