ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Αστική ολοκληρωτική δημοκρατία

«Όταν χάνει την εξουσία ο καπιταλισμός, αντιδρά δεκαπλάσια», έγραφε ο Λένιν. Στις τελευταίες δεκαετίες ο καπιταλισμός δεν έχει χάσει πουθενά την εξουσία. Απεναντίας, μετά το 1989 προσχώρησαν στο καπιταλιστικό σύστημα και στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας. Με το μονοπώλιο πλέον της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας, εξουδετερώνει...
με διάφορα προσχήματα, όχι μόνο με καπιταλιστική οικονομική πίεση αλλά και με την πολιτική των κανονιοφόρων τους όχι πάντα για τον ίδιο λόγο ανυπότακτους στο ιμπέριουμ. Απολαμβάνει μια πελώρια ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων και υπερειδικευμένης (ιδίως πνευματικής) εργατικής δύναμης. Όχι μόνο στο διεθνές επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των εθνών – κρατών δεν αντιμετωπίζει σήμερα απειλητικούς αντιπάλους. Εύλογη φαινόταν η εσχατολογική πρόβλεψη περί «αιωνιότητας» του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Όμως «άλλαι μεν αι βουλαί των καπιταλιστών, άλλα δε η ιστορική αναγκαιότητα κελεύει». Ο καπιταλισμός απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχει εμπλακεί σε μια διαρκή δομική κρίση με αναιμικές ανόδους, διαρθρωτική ανεργία, αυξομειώσεις λιτότητας, συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Αντί του χρυσού αιώνα του καπιταλισμού, διαφαίνεται μια μακρόχρονη ιδιότυπη κρίση του Κοντράτιεφ, με κυρίαρχη τάση την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.

Ως κύριο αντισταθμιστικό παράγοντα το κεφάλαιο έχει επιλέξει την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την αφυδάτωση των δικαιωμάτων της. Αυτή η επιλογή οδηγεί σε παροξυσμό τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, ιδίως μετά την κρίση του 2007. Οι υποκειμενικές όμως προϋποθέσεις, αν και αναπτύσσονται αγώνες και το κίνημα, απέχουν πολύ από την ωρίμανσή τους. Παρόλ’ αυτά, το αστικό κράτος, αν και δεν έχει χάσει την εξουσία, ούτε κινδυνεύει άμεσα να τη χάσει, την αντιδραστικοποιεί και πολλαπλασιάζει την αμυντική θωράκισή του. Αυτή η εξουσία είναι σύστοιχη με τον σηψαιμικό – παρασιτικό καπιταλισμό.
Κοινοβουλευτικός μανδύας
Δηλαδή, μια δημοκρατία δικτατορικής μορφής, ένα ιδιότυπο ολοκληρωτικό κράτος με κοινοβουλευτικό μανδύα, ένα κράτος, σύμφωνα με τη θεωρία του Γερμανού πολιτειολόγου Καρλ Σμιτ «έκτακτης ανάγκης». Τέτοιο είναι το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος στις πιο ακραίες μορφές του.
Εκφράζοντας τους φόβους της κυρίαρχης τάξης για εξεγερσιακή αντίδραση της συνθλιβόμενης εργατικής τάξης, χωρίς τυπικά να καταργεί το κοινοβούλιο, το σύνταγμα, γενικά το αστικό θεσμικό πλαίσιο, χωρίς δηλαδή, να εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου αστική δικτατορία, επιχειρεί να ελέγξει όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες απ’ τις οποίες ανησυχεί ότι μπορεί να εκπηγάσει μια αντισυστημική πολιτική ή ακόμη στη συγκυρία και μια απλώς αντιμνημονιακή πολιτική. Είναι γνωστή εξάλλου η απέχθεια της ευρωενωσιακής γραφειοκρατίας για δημοψηφίσματα και εκλογές. Για την έγκριση του Ευρωσυντάγματος, μόνο η Δανία και η Ιρλανδία διεξήγαγαν δημοψήφισμα, ενώ απέπεμπαν κακήν κακώς τον Έλληνα υποτελή Γ. Παπανδρέου, που τόλμησε να ζητήσει διεξαγωγή δημοψηφίσματος για επικοινωνιακούς βέβαια λόγους.
Κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία
Η κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία αντιστοιχεί στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Αποστολή αυτού του κράτους ήταν η αναζωογόνηση της οικονομίας με ευρύ πρόγραμμα δημόσιων έργων –ειδικά στη ναζιστική Γερμανία με ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας– που το διεκπεραίωσε και το ιδιοποιήθηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας, η καταπολέμηση της ανεργίας, η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η θεοποίηση του εθνικισμού και του εθνικού συμφέροντος, η θωράκιση του κλυδωνιζόμενου συστήματος με την ενσωμάτωση των μαζών (παροχές – εθνικισμός) και την αυταρχική και βίαιη αντιμετώπιση αντισυστημικών και ταλαντευόμενων δυνάμεων (κομμουνιστές, αναρχικοί, συνδικαλιστές αριστεροί σοσιαλδημοκράτες).
Από πολιτική άποψη, ο ιμπεριαλισμός των δύο πολέμων χαρακτηρίζεται από αντίδραση σε όλα τα μέτωπα (Λένιν), από τη συρρίκνωση της αστικοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης αλλά και την εγκαθίδρυση ανοιχτά δικτατορικών μορφών κυριαρχίας (φασισμός). Ο φασισμός, ιδίως από τη δεκαετία του ’30 ως τη συντριβή του ναζισμού κυριάρχησε στην Ευρώπη. Την έννοια του ισχυρού ολοκληρωτικού αστικοδημοκρατικού κράτους ανέπτυξε χαρακτηριστικά ο Καρλ Σμιτ. Θεωρεί ότι το κράτος της Βαϊμάρης αποδυναμώθηκε από την «κοινωνικοποίησή» του, τον εκδημοκρατισμό και την άσκηση σ’ αυτό επιρροής και από τις μη προνομιούχες ομάδες. Ασκεί κριτική στο κοινοβούλιο και τα συνδικάτα, γιατί μειώνουν την ισχύ του.
Το ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος του Σμιτ παρεμβαίνει σε όλες τις κοινωνικές περιοχές, δέχεται την επίδρασή τους, καταργεί όμως τη θεσμική δυνατότητα διείσδυσης οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος και στον μηχανισμό λήψης των κρατικών αποφάσεων. Αναγνωρίζει όμως ότι η οικονομία του 20ού αιώνα, επειδή χαρακτηρίζεται από έντονες μονοπωλιακές τάσεις, είναι πιο επιρρεπής στην κρίση και γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο την κρατική υποστήριξη και παρέμβαση. Η οικονομία κυριαρχεί, μεταβάλλεται σε «μοίρα», γιατί μεταβάλλεται σε «πολιτικόν». Δηλαδή, συγκαθορίζει με το κράτος τον πολιτικό Εχθρό. Θεωρεί ότι η αστική δημοκρατία στρέφεται ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Χωρίς να απαιτεί κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εστιάζει την πρότασή του για ένα ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος στη μείωση των άρθρων του συντάγματος και στην περιβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας πρακτικά με απεριόριστες αρμοδιότητες. Τέλος, ο ορισμός του Σμιτ: «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» σε συνάρτηση με τον προσδιορισμό από το κράτος του πολιτικού εχθρού σχετίζεται με την έννοια της σύγχρονης ολοκληρωτικής δημοκρατίας και αποτελεί αντικείμενο θεωρητικών συζητήσεων.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συντριβή του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, το παράδειγμα κοινωνικής προστασίας από την ΕΣΣΔ, η απόδοση της κεϋνσιανής διαχείρισης, η ενίσχυση των κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων δημιούργησαν το πλαίσιο για την ανάταξη της αστικής δημοκρατίας. Ιδρύθηκε ο ΟΜΕ, καθιερώθηκαν ρυθμιστικοί κανόνες για τις διεθνείς σχέσεις, κατακτήθηκαν πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, διευρύνθηκε το εργατικό δίκαιο, οικοδομήθηκε, παρά τις ελλείψεις του, το κράτος πρόνοιας (ιδίως στον ευρωπαϊκό Βορρά), περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο. Οι δημοκρατικές και οικονομικές κατακτήσεις καλλιέργησαν τάσεις ενσωμάτωσης και αυταπάτες για τον χαρακτήρα και τα όρια (οικονομικά και πολιτικά) του καπιταλισμού. Έτσι, διατυπώθηκαν ουτοπικές θεωρίες και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Για τη βαθμιαία αυτόματη εξέλιξη του καπιταλισμού σ’ ένα είδος σοσιαλισμού, τη σύγκλιση των δύο συστημάτων, την ουδετερότητα της αστικής δημοκρατίας, την ταύτιση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τη συμμαχία με τα κυρίαρχα αστικά κόμματα (ιστορικός συμβιβασμός), τη διατύπωση της θεωρίας «κράτος – σχέση» (Πουλατζάς) που ανήγαγε την κρατική κυριαρχία σε ζήτημα κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Όμως οι αιθεροβάμονες που λοιδορούσαν (όπως και σήμερα) τον μαρξισμό ως αποστεωμένο δόγμα, προσγειώθηκαν. Ο καπιταλισμός δεν μετεξελίχθηκε σε σοσιαλισμό, τα δομικά στοιχεία του αναπαράχθηκαν, οι κρίσεις δεν εξέλιπαν, από τα μέσα του ’70 εκδηλώθηκαν με βίαιη μορφή (πετρελαϊκή κρίση – στασιμοπληθωρισμός). Η αστική δημοκρατία δεν μεταλλάχθηκε σε σοσιαλιστική, κανένα ευρωκομμουνιστικό κόμμα δεν κυβέρνησε. Όλα, δυστυχώς, εκφυλίστηκαν και μετά εξαερώθηκαν, αφήνοντας κάποια υπολείμματα σε κεντροαριστερά κόμματα. Οι βάρβαρες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έλειψαν (Κούβα, Αλγερία, Μ. Ανατολή, Βιετνάμ κ.ά.), ενώ η πρώτη επανάσταση σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα (γαλλικός Μάης) συντρίφθηκε στις ερπύστριες των Ντεγκολικών τανκς.
Τα διδάγματα είναι δύο: Είναι ανιστόρητη η αντίληψη για τη γραμμική οικονομική και πολιτική ανέλιξη του καπιταλισμού, χωρίς παλινδρόμηση. Αποδείχτηκε και με την επέλαση του βάρβαρου ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Από την άλλη, όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την καπιταλιστική αλλοτρίωση, δεν πρέπει να ερμηνεύει τις φάσεις ανόδου του καπιταλισμού και τις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις από τη σκοπιά του καπιταλισμού, δηλαδή ως απόδειξη της δυνατότητας ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά από τη σκοπιά του κομμουνισμού, δηλαδή ως δυνατότητα πάλης σε καλύτερες συνθήκες για την κομμουνιστική χειραφέτηση.
Μετά την παρένθεση της «χρυσής τριακονταετίας» που ήταν βέβαια καπιταλισμός με τα δεινά του, σε άλλη κλίμακα και όχι κοινωνία αγγέλων, από το τέλος της δεκαετίας του ’70 έχει κυριαρχήσει ο ολοκληρωτικός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός με χρόνια κρίση, δομική ανεργία και λιτότητα, ολοκληρωτική αστική δημοκρατία. Ως άρνηση της άρνησης «επιστρέφει» σπειροειδώς στην ολοκληρωτική δημοκρατία του μεσοπολέμου. Η διαδικασία μετάλλαξης του αστικού πολιτικού συστήματος δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά οδεύει επί τα χείρω. Αντανακλά, με αυτοτέλεια και αντεπίδραση βέβαια, την εξέλιξη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Σ’ αυτής της μορφής τον καπιταλισμό η βασική αντίθεση του καπιταλισμού (κοινωνικοποιημένες – παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις, ατομική – καπιταλιστική ιδιοποίηση) έχει οξυνθεί στο έπακρο. Εκμεταλλευτικοί φραγμοί τίθενται στην πρόσβαση στη μη αγοραία πνευματική παραγωγή, ενώ συνεχώς διευρύνεται η διείσδυση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο πεδίο των δημόσιων αγαθών (ενέργεια, δίκτυα, επικοινωνίες, παιδεία, υγεία, συγκοινωνία κ.ά.). Η λιτότητα, η ανεργία, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας συνεχίζονται ή και επιδεινώνονται και στις προηγούμενες καπιταλιστικές χώρες. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, από τον χαρακτήρα του ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός κουρελιάζει κάθε έννοια «κοινωνικού συμβολαίου», αφού επιβάλλει αυτή την πολιτική χωρίς καμιά νομιμοποίηση (εκλογικό πρόγραμμα, δημοψήφισμα), παραβιάζει συστηματικά το αστικό σύνταγμα και τους νόμους, αποξενώνει τους εργαζόμενους από την οποιαδήποτε συμμετοχή και γνώμη στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας και των δημόσιων αγαθών.
Οι λαϊκές αντιδράσεις και ο φόβος κλιμάκωσης οδηγούν στον έντονο συγκεντρωτισμό και την αυταρχική θωράκιση του συστήματος. Η πολιτική γίνεται υπόθεση ενός ολιγομελούς επιτελείου με κέντρο τον Καίσαρα – πρωθυπουργό. Το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα παραπέμπει στην απόλυτη μοναρχία. Ο πρωθυπουργός είναι στεγανοποιημένος ακόμη και από την κυβέρνησή του, αφού το υπουργικό συμβούλιο σπάνια συγκαλείται. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ίδιο και μια δράκα συνεργατών, τελευταία και από την τριμερή των αρχηγών. Διορίζει το υπουργικό συμβούλιο, το ανασχηματίζει κατά βούληση, τροποποιεί τη δομή του. Τελευταία, συγκροτήθηκε ένα ανώτατο επιτελικό όργανο παρά τω πρωθυπουργώ, που ουσιαστικά υποκαθιστά την κυβέρνηση. Με νομιμοποιητική βάση υποτίθεται την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που αυθαίρετα (βλ. Καρλ Σμιτ) καθορίζει ο πρωθυπουργός, η χώρα μετά τις εκλογές κυβερνάται με πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, για τις οποίες το σύνταγμα ορίζει ότι χρησιμοποιούνται σε ειδικές και έκτακτες (κατ’ εξαίρεση) περιπτώσεις. Βασικό γνώρισμα της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι και η σχεδόν άρση της ανεξαρτησίας των δύο άλλων εξουσιών, της νομοθετικής και της δικαστικής. Η πρώτη έχει μετατραπεί σε διακοσμητικό όργανο. Οι βουλευτές λειτουργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής, ψηφίζουν μνημόνια εκατοντάδων σελίδων με διαδικασία του κατεπείγοντος χωρίς καν να τα έχουν διαβάσει. Εξάλλου, έχουν υποκατασταθεί από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Η δικαστική εξουσία ουσιαστικά ελέγχεται από την εκτελεστική. Τα ανώτατα όργανά της διορίζονται από την κυβέρνηση με κομματικά κριτήρια, ενώ κυβερνητικοί παράγοντες επεμβαίνουν απροκάλυπτα στο έργο της ή την αγνοούν ανενδοίαστα. Πρόσφατα ο Στουρνάρας απαίτησε από τη ΔΕΗ να αγνοήσει και να μην εφαρμόσει την απόφαση του Πρωτοδικείου για το χαράτσι.
Δείγμα της αυταρχικής εκτροπής είναι και η αδιαφορία της εξουσίας και η ελαφρά τη καρδία απάθειά της στην έντονη αμφισβήτηση του νομότυπου των αποφάσεών της από έγκριτους νομικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συμβάσεις των μνημονίων δεν έχουν έρθει στη Βουλή προς ψήφιση, ενώ η κυβέρνηση παραιτήθηκε εκούσια από την ασυλία της δημόσιας περιουσίας στην περίπτωση μη αποπληρωμής των τόκων στους δανειστές!
Το εργατικό δίκαιο, καρπός πολυετών αγώνων, έχει γίνει συντρίμμια. Οι συλλογικές συμβάσεις των κοινωνικών εταίρων καταργούνται, τον κατώτατο μισθό καθορίζει η κυβέρνηση, είναι κανόνας οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, ενώ στην αγορά εργασίας κυριαρχεί η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Η αστυνομική βία ως κύρια έκφραση της καταστολής έχει αναδειχθεί σε κύρια μορφή επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής. Οι απεργίες κηρύσσονται καταχρηστικές. Οι εργαζόμενοι απειλούνται με απολύσεις, ενώ λοιδορούνται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Οι αγωνιστικές εκδηλώσεις καταστέλλονται με βίαιες επεμβάσεις της αστυνομίας και συλλήψεις. Η επίθεση κατά των διαδηλωτών γίνεται απρόκλητα και ασύμμετρα προς εκφοβισμό με διατεταγμένη υπηρεσία και παρακρατικών μηχανισμών. Το ηλεκτρονικό φακέλωμα έχει αντικαταστήσει με το παραπάνω το παραδοσιακό, τροφοδοτεί τις προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές. Αιχμή της καταστολής και της τρομοκρατίας έχει αναδειχθεί και η Χρυσή Αυγή σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΑΤ.
Συνειδητή υποταγή στην Ε.Ε.
Η σύνδεση και συμμαχία της ελληνικής ολιγαρχίας με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο από σαφώς υποβαθμισμένες θέσεις, η δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αποπληρωμή των χρεών δημιουργούν σχέση κλιμακούμενης εξάρτησης απ’ αυτήν και ανισόμετρης σχέσης. Κατά συνέπεια, όχι μόνον η γενική πολιτική της χώρας καθορίζεται από τις Βρυξέλλες με τη διαμεσολάβηση των μνημονίων, αλλά και η τρέχουσα πολιτική με την Τασκ Φορς των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ, τους εμπειρογνώμονες και τελευταία τους επιτρόπους στους δημόσιους οργανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση, που θα ασκούν έλεγχο σε καθημερινή πλέον βάση. Η συνειδητή υποταγή του ελληνικού κεφαλαίου στο ευρωπαϊκό και ο ετεροκαθορισμός της ελληνικής πολιτικής αναιρεί τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να καθορίζει σύμφωνα με τη βούλησή του την πολιτική της χώρας.
Κατ’ εξοχήν στοιχεία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι η συνύφανση μιας πολιτικής και επιχειρηματικής ολιγαρχίας, που προωθεί τα συμφέροντά της μέσα από την κυβερνητική πολιτική. Η σύμπραξη επιχειρήσεων ή στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων και οργανισμών με το ελληνικό Δημόσιο και τα κόμματα δημιουργεί δεσμούς διαπλοκής παράνομης αλλά και νόμιμης, πλην συχνά αθέμιτης. Αυτή η διαπλοκή εντείνεται, αφού λόγω της υπερίσχυσης τη νεοφιλελεύθερης οικονομίας στον οικονομικό στίβο, αυξάνονται οι συμπράξεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών, για την αξιοποίηση προς όφελός τους των ιδιωτικοποιήσεων, τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, την επιδότηση άλλων, την αξιοποίηση κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διαπλοκή μεγάλων επιχειρήσεων με το Δημόσιο είναι διαχρονική με κυβερνήσεις διαφορετικών κομμάτων. Η διασύνδεση οικονομικών παραγόντων με τα κόμματα, αλλά και η συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις χωρίς να είναι εκλεγμένοι, εξυπηρετεί συστηματικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και υπονομεύει τον πολιτικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Πρόσφατα, το διεθνές πρακτορείο Ρόιτερς έκανε σε εκτενές ρεπορτάζ ακτινογραφία της διαπλοκής στη χώρα μας, εντοπίζοντάς την κυρίως στο τρίγωνο πολιτικών, επιχειρηματιών και ΜΜΕ.
Τέλος, η διαμόρφωση της ολοκληρωτικής αστικής δημοκρατίας, που θα κυριαρχεί σ’ όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτικά πεδία, έχει ως κύριο όπλο την καταστολή, τον συγκεντρωτισμό, τον αυταρχισμό, την ανομία, τη διαπλοκή, τη συμμαχία με τον ξένο παράγοντα, χρησιμοποιεί όμως ιδιόμορφα και τη συναίνεση. Αν και η ηγεμονία της αστικής τάξης έχει σοβαρά κλονιστεί, αφού η πολιτική της πλήττει οδυνηρά όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και τον παραδοσιακό σύμμαχο της αστικής τάξης, τα μεσαία στρώματα, επιδιώκει ωστόσο μια μορφή συναίνεσης, όχι πλέον με μεγάλη αφήγηση, αλλά με την τρομοκρατία του μείζονος κακού, της εξατομίκευσης του κακού (ανεργία, δίωξη, περιθωριοποίηση) ή έστω της αποπολιτικοποίησης και της ουτοπικής ατομικής λύσης. Παράλληλα, πίεση πολλών ατμοσφαιρών ασκείται σε αριστερά κόμματα, ώστε να ενσωματωθούν πλήρως με δέλεαρ τη νομή της εξουσίας και σ’ άλλα, ώστε να συρρικνωθούν και να περιθωριοποιηθούν.
Σύγκρουση απαιτούν ακόμη και τα στοιχειώδη. Για άλλη μια φορά μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, το ισχυρό κράτος έκτακτης ανάγκης ή η μεταδημοκρατία κατά τον Κόλιν Κράουτς είναι όροι που αποδίδουν την αυταρχική ολοκληρωτική αστική δημοκρατία, που διατηρεί τυπικά κυρίως δημοκρατικές δομές (εκλογές, κόμματα, αρχή πλειοψηφίας, σύνταγμα, ελευθερία έκφρασης κ.ά.), στην ουσία όμως οι καταστατικές αρχές της αστικής δημοκρατίας νοθεύονται ή παραβιάζονται, με αποτέλεσμα τη μετεξέλιξή της σε αυταρχικό καθεστώς που υπηρετεί και κυβερνάται από μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία ασκεί ολοκληρωτικό έλεγχο σε όλες τις βασικές πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η άρχουσα τάξη λόγω της τραυματισμένης ηγεμονίας της επιχειρεί να περιορίσει το πολιτικό διακύβευμα και να επικεντρώσει την αντιπαράθεση των κομμάτων όχι στην προβολή εναλλακτικών πολιτικών, αλλά στον τρόπο διαχείρισης και εφαρμογής της ίδιας πολιτικής σε γενικές γραμμές.
Έμφαση εστιάζεται και στο επικοινωνιακό προφίλ του ηγέτη και γενικότερα στην επικοινωνιακή (εποχή θεάματος – εικόνας) πολιτική ενός κόμματος, στην ικανότητά του να γεννά φρούδες προσδοκίες στα πλαίσια παρεμφερών κομματικών προτάσεων. Για παράδειγμα, το πρόβλημα για την Αριστερά δεν είναι η διαχείριση της λιτότητας (ανακοπή ή μικροβελτίωση), αλλά η ταξική σύγκρουση και πάλη για την υπέρβασή της, η αντιπαράθεση γύρω από εναλλακτικά προγράμματα. Ούτε αποτελεί βέβαια εναλλακτική αριστερή πρόταση η προσχώρηση της Αριστεράς σε μια αστικού τύπου αναπτυξιολογία, η οποία, ω του θαύματος, πραγματοποιείται (γι’ αυτό δεν πραγματοποιείται) με αγαστή συνεργασία των τάξεων και με τις ευλογίες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, χωρίς ταξικά επίδικα και σύγκρουση προγραμμάτων. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη θα έχει ως άξονα τις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα (έστω με «κοινοπραξίες») ή θα παραμείνουν δημόσιες και θα εθνικοποιηθούν επιπλέον μεγάλες επιχειρήσεις με εργατικό έλεγχο; Θα ωφελούνται όλοι απ’ αυτήν; Θα ωφελείται η άρχουσα τάξη και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα ή η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα; Ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ουδέτερα και τεχνοκρατικά και όχι σε συνάρτηση με τις παραγωγικές σχέσεις είναι ουτοπία ή συνειδητή απάτη και χειραγώγηση των απελπισμένων.
Στη βαρβαρότητα της συγκυρίας όντως πρωτεύει η σωτηρία του λαού από την πείνα και την ανεργία. Σ’ αυτό το πρόγραμμα «μικρής» φαινομενικά εμβέλειας θεωρείται ότι μπορούν να συμπλεύσουν προτάσεις διαχείρισης του συστήματος και προτάσεις ανατροπής του.
Όμως και αυτά τα στοιχειώδη προβλήματα δεν λύνονται με διαπραγμάτευση αλλά με σύγκρουση και ανατροπή της πολιτικής της ιθαγενούς και εξωτερικής ολιγαρχίας, που αδιαπραγμάτευτα και ανάλγητα τα επιβάλλει. Σ’ ένα σύστημα δομικής αναδιανομής εις βάρος των εργαζομένων, ολοκληρωτικής πολιτικής, παρόξυνσης των αντιθέσεων, η επαγγελία μιας αριστερής και θαυματουργής κυβέρνησης με ετερόκλητες μάλιστα συμμαχίες (μνημονιακών και εθνικιστών) που με βαθμιαίες, αβρόχοις ποσί, μεταρρυθμίσεις και κατακτήσεις θέσεων θα μας οδηγήσει στο λιμάνι της λύτρωσης και της αλλαγής, είναι ανιστόρητη και εξώφθαλμα μη ρεαλιστική. Ο κοινοβουλευτικός δρόμος εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού στην περίοδο 1945-75 είχε μιαν ευλογοφάνεια λόγω μιας πιο διευρυμένης και ανεκτικής αστικής δημοκρατίας. Στην τρέχουσα όμως συγκυρία, η αντίληψη των βαθμιαίων αλλαγών, περιέχει αντίφαση εν τοις όροις, αφού προϋποθέτει ανοχή, δημοκρατική ευαισθησία, αφέλεια, ιδιότητες δηλαδή ξένες στη συνείδηση και πολιτική της άρχουσας τάξης, που δεν ανέχεται «αθώες» διαφοροποιήσεις ούτε των δικών της πολιτικών (βλ. εκπαραθύρωση Γ. Παπανδρέου).
Βέβαια, και ο δρόμος της ρήξης και ανατροπής που προτείνουν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις δεν είναι βασιλική οδός. Αν όμως πείσουμε ευρύτερες μάζες, που αναζητούν (ακόμη και στη Χρυσή Αυγή!) μιαν εναλλακτική πρόταση, για να επενδύσουν την οργή και την προσδοκία τους, ότι η αντικαπιταλιστική πρόταση είναι η μόνη εναλλακτική λύση, τότε όλα είναι δυνατά…
Δημήτρης Γρηγορόπουλος, εφημερίδα ΠΡΙΝ 6/1/2013                    Νέο Αριστερό Ρεύμα 

Τα κοινά ως ένα όραμα μετασχηματισμού - Πέρα από την αγορά και το κράτος


Των David Bollier και Silke Helfric

Εδώ και γενιές το κράτος και η αγορά έχουν αναπτύξει μια τόσο στενή σχέση συμβίωσης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί το δυοπώλιο της αγοράς και του κράτους. Και τα δυο τους είναι έντονα προσηλωμένα σε ένα κοινό όραμα τεχνολογικής προόδου και ανταγωνισμού της αγοράς, μέσα στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου και κατ’ όνομα δημοκρατικού πολιτεύματος που περιστρέφεται γύρω από την ελευθερία και τα δικαιώματα του ατόμου. Αγορά και κράτος συνεργάζονται στενά και έχουν χτίσει από κοινού μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία -στην πραγματικότητα, μια πολιτική φιλοσοφία και πολιτισμική επιστημολογία- με το κάθε μέρος να παίζει συμπληρωματικό ρόλο για τη θέσπιση των κοινών τους ουτοπικών ιδεωδών της ατέρμονης ανάπτυξης και της ικανοποίησης των καταναλωτών.
Η αγορά χρησιμοποιεί το σύστημα τιμών και την ιδιωτική διαχείριση ανθρώπων, κεφαλαίων και πόρων για την παραγωγή υλικού πλούτου. Και το κράτος αντιπροσωπεύει τη λαϊκή θέληση και παράλληλα διευκολύνει τη δίκαιη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς». Ή τουλάχιστον έτσι λέει η θεωρία. Λένε ότι το ιδεώδες αυτό του «δημοκρατικού καπιταλισμού» μεγιστοποιεί την ευχαρίστηση των καταναλωτών και ταυτόχρονα διευρύνει τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του ατόμου. Αυτό στην πραγματικότητα είναι η ουσία του σύγχρονου δόγματος της «προόδου».
Ιστορικά η σύμπραξη αγοράς και κράτους υπήρξε εποικοδομητική και για τα δύο μέρη. Οι αγορές έχουν ευδοκιμήσει λόγω της κρατικής παροχής των υποδομών και της εποπτείας των επενδύσεων και της δραστηριότητας των αγορών. Οι αγορές έχουν επίσης επωφεληθεί από την κρατική παροχή πρόσβασης, ελεύθερης ή με μειωμένη τιμή, σε δημόσια δάση, ορυκτά, ραδιοκύματα, έρευνα και άλλους δημόσιους πόρους. Από την πλευρά του, το κράτος, όπως έχει σχεδιαστεί σήμερα, εξαρτάται από την ανάπτυξη της αγοράς ως ζωτικής πηγής φορολογικών εσόδων και θέσεων εργασίας για τους ανθρώπους, καθώς και ως τρόπου αποφυγής της αντιμετώπισης των ανισοτήτων στον τομέα του πλούτου και των κοινωνικών ευκαιριών, που είναι δύο πολιτικά εκρηκτικές προκλήσεις.
Η χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2007-2008 αποκάλυψε ότι η κλασική εξιδανίκευση του δημοκρατικού καπιταλισμού είναι κατά μεγάλο μέρος απάτη. Η «ελεύθερη αγορά» δεν είναι στην πραγματικότητα αυτορυθμιζόμενη και ιδιωτική, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από δημόσιες παρεμβάσεις, επιδοτήσεις, άμβλυνση του κινδύνου και νομικά προνόμια. Το κράτος, στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη λαϊκή βούληση και ούτε η αγορά υλοποιεί τις αυτόνομες προτιμήσεις των μικρών επενδυτών και καταναλωτών. Αντίθετα, το σύστημα είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, το κλειστό ολιγοπώλιο μιας ελίτ μυημένων. Οι πολιτικές και προσωπικές συνδέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών και της κυβέρνησης είναι τόσο εκτεταμένες, ώστε να ισοδυναμούν με συμπαιγνία. Η διαφάνεια είναι ελάχιστη, η ρύθμιση της αγοράς έχει διαφθαρεί από τα συμφέροντα των βιομηχανιών, η λογοδοσία είναι ένα σόου που χειραγωγείται πολιτικά και η αυτοδιάθεση των πολιτών, ως επί το πλείστον, περιορίζεται στην επιλογή του «Γιάννη» ή του «Γιαννάκη» την ώρα της εκλογικής αναμέτρησης.

Το κράτος σε πολλές χώρες ισοδυναμεί με συνεργάτη φυλετικών ομάδων, μαφιόζικων δομών ή κυρίαρχων εθνοτήτων. Σε άλλες χώρες ισοδυναμεί με τον κατώτερο εταίρο στο έργο των φονταμενταλιστών της εσωτερικής αγοράς. Του καταλογίζουν την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης, των περικοπών του προϋπολογισμού, επεκτατικών δικαιωμάτων επί της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της απρόσκοπτης επένδυσης κεφαλαίων. Το κράτος παρέχει τη χρήσιμη βιτρίνα νομιμότητας και δέουσας διαδικασίας για την ατζέντα της αγοράς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο έχει καταπνίξει τα δημοκρατικά συμφέροντα που δε σχετίζονται με τις αγορές. Η κρατική παρέμβαση για τον περιορισμό των υπερβολών της αγοράς είναι γενικά αναποτελεσματική και κατευναστική. Εξάλλου, δεν έρχεται σε επαφή με το βαθύτερο πρόβλημα. Ενεργεί μάλλον για να νομιμοποιήσει τις διαδικασίες και τις αρχές της αγοράς. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις της αγοράς κυριαρχούν στις περισσότερες ημερήσιες διατάξεις. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες έχουν αναγνωριστεί ακόμη και ως νομικά «πρόσωπα» που δικαιούνται να δίνουν απεριόριστα ποσά χρημάτων στους πολιτικούς υποψηφίους.
Η υπόθεση ότι το κράτος μπορεί να παρεμβαίνει και θα παρεμβαίνει, για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πολιτών δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Το κράτος, ανίκανο να κυβερνά μακροχρόνια, αιχμαλωτισμένο από εμπορικά συμφέροντα και μπλοκαρισμένο από δυσκίνητες γραφειοκρατικές δομές στην εποχή των γρήγορων ηλεκτρονικών δικτύων, είναι αναμφισβήτητα ανήμπορο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών στο σύνολό τους. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αποτελούν πλέον αξιόπιστο όχημα για την αλλαγή που χρειαζόμαστε. Ο συμβατικός πολιτικός λόγος, από τη στιγμή που και ο ίδιος είναι ένα γερασμένο δημιούργημα μιας άλλης εποχής, αδυνατεί να κατονομάσει τα προβλήματά μας, να φανταστεί εναλλακτικές λύσεις και να αναμορφώσει τον εαυτό του.

Αυτή είναι πραγματικά η αιτία που τα κοινά αγαθά (ή απλώς τα κοινά) έχουν αυτόν το δυνητικά μετασχηματιστικό ρόλο να παίξουν. Πρόκειται για λόγο (δηλαδή, γλώσσα) που ξεπερνά και ανακατασκευάζει τις κατηγορίες της επικρατούσας πολιτικής και οικονομικής τάξης. Μας προσφέρει μια νέα κοινωνικά κατασκευασμένη τάξη εμπειρίας, μια στοιχειώδη πολιτική κοσμοθεωρία και μια πειστική θεωρία. Τα κοινά προσδιορίζουν τις σχέσεις που πρέπει να έχουν σημασία και παραθέτουν μια διαφορετική λειτουργική λογική. Επικυρώνουν καινούργια συστήματα ανθρώπινων σχέσεων, παραγωγής και διακυβέρνησης. Θα μπορούσε να δοθεί η ονομασία «κοινοκυβέρνηση» ή η διακυβέρνηση των κοινών.

Τα κοινά μάς παρέχουν τη δυνατότητα να κατονομάσουμε μια νέα τάξη πραγμάτων και στη συνέχεια να βοηθήσουμε στη δημιουργία της. Χρειαζόμαστε μια καινούργια γλώσσα που δεν αναπαράγει ύπουλα τις παραπλανητικές μυθοπλασίες της παλιάς τάξης, όπως, για παράδειγμα, ότι η ανάπτυξη της αγοράς θα επιλύσει τελικά τα κοινωνικά μας δεινά ή ότι η ρύθμιση της αγοράς θα περιορίσει τις πολλαπλασιαζόμενες οικολογικές ζημίες του κόσμου. Χρειαζόμαστε νέο λόγο και νέες κοινωνικές πρακτικές που θα στηρίζουν μια νέα μεγάλη θεωρία, ένα διαφορετικό σύνολο από λειτουργικές αρχές και μια αποτελεσματικότερη τάξη διακυβέρνησης. Η αναζήτηση τέτοιου λόγου δεν είναι φαντασιόπληκτη ιδιοτροπία˙ είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Και, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για τη δημιουργία νέας τάξης. Οι λέξεις διαμορφώνουν τον κόσμο. Με τη χρήση μιας καινούργιας γλώσσας, της γλώσσας των κοινών, αρχίζουμε αμέσως να δημιουργούμε καινούργιο πολιτισμό. Μπορούμε να διεκδικήσουμε μια νέα τάξη σχεδιασμού και διαχείρισης των πόρων, σωστού τρόπου ζωής, κοινωνικών προτεραιοτήτων και συλλογικού εγχειρήματος.

Η μετασχηματιστική γλώσσα των κοινών
Η καινούργια αυτή γλώσσα μάς διορίζει διαδραστικούς παράγοντες μεγαλύτερων συλλογικοτήτων. Η συμμετοχή μας σε αυτά τα μεγαλύτερα σύνολα (τοπικές κοινότητες, ομάδες συνάφειας σε άμεση σύνδεση [online], διαγενεακές παραδόσεις [δηλαδή, παραδόσεις στις οποίες εμπλέκονται διαφορετικές γενιές ανθρώπων]) δεν εξαφανίζει την ατομικότητά μας, αλλά σίγουρα διαμορφώνει τις προτιμήσεις, τις αντιλήψεις, τις αξίες και τη συμπεριφορά μας: ποιοι είμαστε. Μια βασική αποκάλυψη του τρόπου σκέψης που βασίζεται στα κοινά είναι ότι εμείς, η ανθρωπότητα, στην πραγματικότητα δεν είμαστε απομονωμένα, χωριστά άτομα˙ δεν είμαστε αμοιβάδες χωρίς ανθρώπινη επενέργεια πέρα από ηδονιστικές «προτιμήσεις για χρήσιμα πράγματα» που βρίσκουν έκφραση στην αγορά.

Όχι. Είμαστε «χρήστες κοινών αγαθών»: δημιουργικά, ξεχωριστά άτομα που εντασσόμαστε σε μεγαλύτερα σύνολα. Μπορεί ο καθένας μας να έχει πολλά απωθητικά ανθρώπινα γνωρίσματα που τροφοδοτούνται από τους φόβους και το εγώ του, αλλά είμαστε και πλάσματα με πλήρη ικανότητα για αυτοοργάνωση και συνεργασία, με ενδιαφέρον για εντιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και με τη θέληση να προβούμε σε θυσίες για το μεγαλύτερο καλό και για τις μελλοντικές γενιές.

Μιας και έχει ενταθεί η διαφθορά του δυοπώλιου αγοράς και κράτους, διακυβεύεται η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για τον εντοπισμό προβλημάτων και για τον οραματισμό λύσεων. Οι παγίδες και οι απάτες που διαπλέκονται μέσα στην επικρατούσα πολιτική μας γλώσσα έχουν βαθιές ρίζες. Παραδείγματος χάριν, δυϊσμοί όπως «δημόσιος» και «ιδιωτικός», «κράτος» και «αγορά», «φύση» και «πολιτισμός» θεωρούνται αυτονόητοι. Καθώς είμαστε κληρονόμοι του Καρτέσιου, έχουμε συνηθίσει να διαφοροποιούμε το «υποκειμενικό» από το «αντικειμενικό» και το «ατομικό» από το «συλλογικό» ως έννοιες διαμετρικά αντίθετες. Αλλά αυτές οι διαμετρικά αντίθετες έννοιες είναι λεξιλογικές κληρονομιές που είναι όλο και πιο ακατάλληλες, γιατί στην πραγματικότητα τα δύο άκρα της διαμέτρου καθίστανται δυσδιάκριτα, καθώς εισχωρεί και μπλέκεται το ένα στο άλλο. Κι όμως εξακολουθούν να επιδρούν βαθιά στον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα σύγχρονα προβλήματα και στο φάσμα των λύσεων που θεωρούμε αξιόπιστες.

Αυτές οι κατηγορίες του «είτε το ένα, είτε το άλλο» και οι αντίστοιχες λέξεις που χρησιμοποιούμε έχουν εκτελεστική δύναμη: δημιουργούν τον κόσμο. Την ίδια στιγμή που σταματάμε να μιλάμε για επιχειρησιακά μοντέλα, για αποτελεσματικότητα και για κερδοφορία σαν να είναι κορυφαίες προτεραιότητες, σταματάμε και να βλέπουμε τον εαυτό μας ως τον «homo economicus» και ως αντικείμενα που τα χειρίζονται κάποια λογιστικά φύλλα του υπολογιστή. Αρχίζουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ως χρήστες κοινών αγαθών σε σχέση με τους άλλους, με κοινή ιστορία και κοινό μέλλον. Αρχίζουμε να δημιουργούμε έναν πολιτισμό σχεδιασμού, διαχείρισης και συνυπευθυνότητας των πόρων για τα κοινά μας αγαθά, ενώ την ίδια στιγμή υπερασπίζουμε και τα μέσα για τη συντήρησή μας.

Τα κοινά μάς βοηθούν να αναγνωρίσουμε, να εκμαιεύσουμε και να ενισχύσουμε τις τάσεις αυτές. Μας προκαλούν να ξεπεράσουμε τους παρωχημένους δυϊσμούς και τις πεπαλαιωμένες μηχανιστικές νοοτροπίες. Μας ζητούν να σκεφτούμε τον κόσμο με πιο φυσικούς, ολιστικούς και μακροπρόθεσμους τρόπους. Ο καθένας μας βλέπει ότι η προσωπική του ανέλιξη εξαρτάται από την ανέλιξη των άλλων και η δική τους από τη δική του. Βλέπουμε ότι επηρεάζουμε και βοηθάμε αμοιβαία ο ένας τον άλλον ως μέρος ενός μεγαλύτερου ολιστικού και κοινωνικού οργανισμού. Η θεωρία της πολυπλοκότητας έχει προσδιορίσει απλές αρχές που διέπουν τη συνεξέλιξη των ειδών μέσα σε σύνθετα οικοσυστήματα. Τα κοινά παίρνουν αυτά τα μαθήματα στα σοβαρά και ισχυρίζονται ότι εμείς, οι άνθρωποι, εξελισσόμαστε ο ένας μαζί με τον άλλον και παράγουμε ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχουμε σε κατάσταση μεγάλης απομόνωσης από τους συνανθρώπους μας και τη φύση. Ο μύθος του «αυτοδημιούργητου ανθρώπου» που υμνολογεί η κουλτούρα της αγοράς είναι γελοίος, μια αυταπάτη με την οποία συγχαίρουμε τον εαυτό μας και η οποία αρνείται τον κρίσιμο ρόλο που παίζει η οικογένεια, η κοινότητα, τα δίκτυα, οι θεσμοί και η φύση στο χτίσιμο του κόσμου μας.
Πολλές από τις παθολογίες της σύγχρονης οικονομίας είναι χτισμένες πάνω σε αυτό το βαθύ υπόστρωμα της λανθασμένης γλώσσας. Ή ακριβέστερα οι ελιτιστές φύλακες της αγοράς και του κράτους το βρίσκουν χρήσιμο να χρησιμοποιούν τέτοιες παραπλανητικές κατηγορίες. Η ανώνυμη εταιρεία στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες, για παράδειγμα, αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό της ως «ιδιωτικό» πρόσωπο που περιφέρεται πάνω από ένα μεγάλο μέρος του πραγματικού κόσμου και των προβλημάτων του. Ο σκοπός της είναι απλώς η ελαχιστοποίηση των εξόδων της, η μεγιστοποίηση των πωλήσεών της, και επομένως, η απόκτηση κερδών για τους επενδυτές της. Αυτό είναι το θεσμικό της DNA. Έχει σχεδιαστεί να αγνοεί τις αμέτρητες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ζημίες (οι οποίες περιγράφονται από τους οικονομολόγους με τον ευπρεπή όρο «εξωτερικοί παράγοντες») και να επιδιώκει αδυσώπητα την αιώνια ανάπτυξη.
Κι έτσι, η γλώσσα του καπιταλισμού επικυρώνει ένα ορισμένο σύνολο από σκοπούς και σχέσεις εξουσίας και το προβάλλει στο θέατρο του νου μας. Οι αυταπάτες της ατέλειωτης ανάπτυξης και κατανάλωσης κωδικοποιούνται μέσα στην ίδια την επιστημολογία της γλώσσας μας και εσωτερικεύονται από τους ανθρώπους. Μόλις πρόσφατα κατάλαβαν οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων τις ανησυχητικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο αυτού του πολιτισμικού μοντέλου και τρόπου σκέψης: μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφιερωμένη στην πρόταση ότι οι άνθρωποι πρέπει επ’ αόριστον να εκμεταλλεύονται, να μετατρέπουν σε χρήμα και να αφαιρούν ένα πεπερασμένο σύνολο φυσικών πόρων (πετρέλαιο, ορυκτά, δάση, αλιεία, νερό). Η αύξηση του «peak oil» (δηλαδή, η κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου έπειτα από την οποία η παραγωγή θα μειωθεί) και η υπερθέρμανση του πλανήτη (για να μην αναφέρουμε άλλες πτωτικές τάσεις σε οικοσυστήματα) δείχνουν ότι το όραμα αυτό είναι μια φαντασίωση με χρονικούς περιορισμούς. Η φύση έχει πραγματικά όρια. Το δράμα της επόμενης δεκαετίας θα περιστρέφεται γύρω από το αν είναι σε θέση ο καπιταλισμός να αρχίσει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα εγγενή αυτά όρια.

Η συλλογιστική βάση του «δημοκρατικού καπιταλισμού» επεκτείνεται στις πληροφορίες καθώς και στον πολιτισμό. Αλλά εδώ, προκειμένου να αποσπάσει το μέγιστο κέρδος από άυλα στοιχεία (λέξεις, μουσική, εικόνες), η λογική έχει αντιστραφεί. Στη θέση της μεταχείρισης ενός πεπερασμένου πόρου (της φύσης) ως αιώνιου και χωρίς τιμή, εδώ η ανώνυμη εταιρεία απαιτεί να γίνει πεπερασμένος και σπάνιος ένας ουσιαστικά ανεξάντλητος πόρος (ο πολιτισμός και οι πληροφορίες). Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής και των όρων των πνευματικών δικαιωμάτων και του δικαίου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας: να καταστήσει τις πληροφορίες και τον πολιτισμό τεχνηέντως σπάνια, έτσι ώστε να μπορεί στη συνέχεια να τα αντιμετωπίζει ως ιδιωτική ιδιοκτησία και να τα πουλά. Η επιτακτική αυτή ανάγκη έχει γίνει περισσότερο έντονη τώρα που οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν κάνει την αναπαραγωγή των πληροφοριών και των δημιουργικών έργων εύκολη και στην ουσία ελεύθερη (δωρεάν) και με τον τρόπο αυτόν έχουν υπονομεύσει τα συνήθη επιχειρησιακά μοντέλα που έχουν κάνει τα βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική τεχνηέντως σπάνια.
Τα κοινά –ένα όχημα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του καθενός με πάνω-κάτω δίκαιο τρόπο– τα οικειοποιούνται και τα αποσυναρμολογούν, για να εξυπηρετήσουν μια μηχανή παγκόσμιας αγοράς η οποία αντιμετωπίζει τη φύση σαν άλογο εμπόρευμα. Οι χρήστες των κοινών αγαθών γίνονται απομονωμένα άτομα. Οι κοινότητες των χρηστών αυτών κατακερματίζονται και αναδιαμορφώνονται ως στρατιές καταναλωτών και εργαζομένων. Οι πόροι των κοινών, τα οποία δεν ανήκουν σε κανέναν, γίνονται πρώτες ύλες για παραγωγή και πώληση στην αγορά και, αφού έχει μετατραπεί σε χρήμα μέχρι και η τελευταία σταγόνα τους, τα αναπόφευκτα απόβλητα της αγοράς τα πετάνε πίσω στα κοινά. Την κυβέρνηση τη στέλνουν για να «καθαρίσει» τους «εξωτερικούς παράγοντες», έργο που εκτελείται μόνο παράτυπα, γιατί έτσι υποβοηθούνται οι νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες.
Η κανονική λειτουργία Της Οικονομίας απαιτεί τη διαρκή, αν όχι την επεκτεινόμενη, οικειοποίηση των πόρων που ηθικά ή νομικά ανήκουν σε όλους. Η Οικονομία απαιτεί τη μετατροπή όλων των πόρων σε εμπορεύσιμα αγαθά. Η περίφραξη των κοινόχρηστων γεωργικών και κτηνοτροφικών χώρων είναι μια ευγενώς ύπουλη διεργασία. Κατά κάποιον τρόπο πρέπει μια πράξη απαλλοτρίωσης και λεηλασίας να τεθεί σε νέο πλαίσιο ως νόμιμη πρωτοβουλία κοινής λογικής για την προώθηση της ανθρώπινης προόδου. Για παράδειγμα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι προωθεί την ανάπτυξη του ανθρώπου μέσω του ελεύθερου εμπορίου, είναι ουσιαστικά ένα σύστημα για την κατάσχεση μη αγοραίων πόρων από τις κοινότητες, τη λήστευση ανθρώπων και την εκμετάλλευση εύθραυστων οικοσυστημάτων, με την πλήρη συγκατάθεση του διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Το επίτευγμα αυτό απαιτεί έναν εξαιρετικά περίπλοκο νομικό και τεχνικό μηχανισμό, μαζί με διανοουμενίστικες δικαιολογίες και πολιτική στήριξη. Η διεργασία της περίφραξης των χώρων αυτών πρέπει να γίνει περίπλοκη και μυστηριώδης μέσω κάθε είδους προπαγάνδας, δημόσιων σχέσεων και αφομοίωσης των διαφωνούντων. Η διεργασία έχει κρίσιμη σημασία για την προσπάθεια της ιδιωτικοποίησης των μορφών της ζωής, της αντικατάστασης με μονοκαλλιέργειες των εδαφών αυτών όπου υπάρχει βιοποικιλότητα, της λογοκρισίας και του ελέγχου διαδικτυακού περιεχομένου, της κατάσχεσης υπόγειων υδάτων για τη δημιουργία ιδιόκτητου εμφιαλωμένου νερού, της οικειοποίησης της γνώσης και του πολιτισμού ιθαγενών λαών, και της μετατροπής αυτοαναπαραγόμενων γεωργικών καλλιεργειών σε στείρους ιδιόκτητους σπόρους που πρέπει να τους αγοράζει κανείς ξανά και ξανά.
Μέσα από τέτοιες διεργασίες έχει κατασκευαστεί η ιδέα «Της Οικονομίας», πλήρης δυϊσμών σχετικά με το τι έχει σημασία (πράγματα που έχουν κάποια τιμή ή επηρεάζουν τις τιμές) και τι δεν έχει σημασία (πράγματα που έχουν εγγενή, ποιοτική, ηθική ή υποκειμενική αξία). Με την πάροδο του χρόνου, Η Οικονομία έχει φτάσει να θεωρείται παγκόσμιο, ανιστορικό (δηλαδή, άσχετο με την ιστορία, την ιστορική εξέλιξη ή την παράδοση), εντελώς φυσικό φαινόμενο, ένας τρομακτικός Μολώχ που κατά κάποιον τρόπο προϋπάρχει της ανθρωπότητας και υπάρχει πέρα από τον έλεγχο του καθενός. Αυτή η εικόνα αρχίζει να εκφράζει τον εφιάλτη της περίφραξης των κοινόχρηστων γεωργικών και κτηνοτροφικών χώρων που ταλανίζει τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου, ενός κόσμου όπου οι φυσικές οικολογικές διεργασίες, οι κοινότητες και η λαϊκή κουλτούρα δεν τυγχάνουν καμίας νομικής προστασίας ή πολιτισμικού σεβασμού.
Τα κοινά αγαθά ως γενεσιουργό υπόδειγμα
Ένας σημαντικός σκοπός των κοινών, λοιπόν, είναι να μας βοηθήσει τόσο να «ξεφύγουμε» από τον κυρίαρχο λόγο (γλώσσα) της οικονομίας της αγοράς, όσο και να αντιπροσωπεύσουμε διαφορετικούς, πιο υγιεινούς τρόπους ύπαρξης. Μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια την αξία του «ανεκχώρητου», της προστασίας από την εμπορευματοποίηση των πάντων. Οι σχέσεις με τη φύση δεν είναι απαραίτητο να βασίζονται στην οικονομία ούτε στην εξόρυξη και εκμετάλλευση αγαθών˙ μπορούν να είναι εποικοδομητικές και αρμονικές. Για τους ανθρώπους του παγκόσμιου Νότου (δηλαδή, των λαών της Αφρικής, της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής καθώς και του μεγαλύτερου μέρους της Ασίας), για τους οποίους τα κοινά είθισται να είναι μάλλον μια ζωντανή καθημερινή πραγματικότητα παρά μια μεταφορά, η γλώσσα των κοινών αποτελεί τη βάση ενός νέου οράματος «ανάπτυξης».
Αυτόν το ρόλο μπορούν να τον παίξουν τα κοινά, γιατί περιγράφουν μια ισχυρή πρόταση αξιών που την αγνοεί η οικονομία της αγοράς. Ιστορικά, τα κοινά έχουν συχνά θεωρηθεί έρημη γη, «res nullius» (κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν), τόπος που δεν έχει κανένα ιδιοκτήτη και καμία αξία. Παρά τη μακρόχρονη κηλίδα της «τραγωδίας» που κουβαλούν πάνω τους τα κοινά, είναι στην πραγματικότητα –εφόσον κατανοούνται σωστά– ιδιαίτερα γενεσιουργά στοιχεία. Δημιουργούν τεράστια αποθέματα αξίας. Το «πρόβλημα» είναι ότι η αξία αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί σε ενιαία κλίμακα ισόμετρης εμπορεύσιμης αξίας (δηλαδή, τιμής) και αυτό συμβαίνει μέσα από διαδικασίες που είναι πάρα πολύ διακριτικές, ποιοτικές και μακροπρόθεσμες, ώστε να μπορέσουν να τις καταμετρήσουν οι «μανδαρίνοι» της αγοράς. Τα κοινά τείνουν να εκφράζουν τη γενναιοδωρία τους μέσα από ζώσες ροές κοινωνικής και οικολογικής δραστηριότητας και όχι μέσω πάγιων, μετρήσιμων αποθεμάτων κεφαλαίου και απογραφέντων στοιχείων.
Επομένως, το γενεσιουργό στοιχείο του σχεδιασμού και της διαχείρισης των κοινών δεν επικεντρώνεται στην κατασκευή πραγμάτων ή την απόκτηση επενδυτικών αποδόσεων, αλλά μάλλον στην εξασφάλιση της επιβίωσή μας, στην ακεραιότητα της κοινότητας, στις συνεχιζόμενες ροές της δημιουργίας αξίας, καθώς και στη δίκαιη διανομή και την υπεύθυνη χρήση αυτών. Οι χρήστες των κοινών αγαθών είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον και δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς να συμφωνήσουν με έναν κοινό στόχο ή να τον πετύχουν. Η μόνη πρακτική απάντηση, επομένως, είναι να ανοίξει ο χώρος για έντονο διάλογο και πειραματισμό. Πρέπει να υπάρχει χώρος για δημιουργία κοινών αγαθών, δηλαδή, για κοινωνικές πρακτικές και παραδόσεις που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ανακαλύψουν, να καινοτομήσουν και να διαπραγματευτούν νέους τρόπους να κάνουν πράγματα για τον εαυτό τους. Για να εκδηλωθεί το γενεσιουργό στοιχείο των κοινών, χρειάζεται τους «ανοιχτούς χώρους» για την εμφάνιση πρωτοβουλιών από κάτω σε αλληλεπίδραση με τους διαθέσιμους πόρους. Με τον τρόπο αυτόν ο πολίτης και η διακυβέρνηση αναμειγνύονται αρμονικά και αναδιαμορφώνονται.

Μετάφραση: Γιώργος Παντελαίος

Από την εισαγωγή του βιβλίου 
The Wealth of theCommons - A World Beyond Market &State

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Πως Κατανέμεται Όλος ο Πλούτος του Πλανήτη μας

Toυ Γ.ΔΕΛΑΣΤΙΚ*

Αιώνιο το ερώτημα, με διαρκώς διαφορετικές απαντήσεις σε κάθε εποχή, ακόμη και κάθε χρόνο: Πόσοι είναι οι πλούσιοι; Πόσοι οι φτωχοί; Πόσο πλούσιοι είναι οι πλούσιοι και πόσο φτωχοί οι φτωχοί; Πάντα κινεί το ενδιαφέρον αυτό το θέμα και η έκθεση για τον Παγκόσμιο Πλούτο του 2012 της ελβετικής τράπεζας Κρφντί Σουίς μάς δίνει τις τρέχουσες απαντήσεις. Ας αρχίσουμε από την κορυφή της πυραμίδας. Πόσοι είναι λοιπόν αυτοί που έχουν προσωπική περιουσία πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια σε όλον τον κόσμο;

Είναι 29 εκατομμύρια άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 0,6% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη. Αυτό το 0,6% λοιπόν κατέχει συνολικά περιουσία αξίας 87,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία αντιστοιχεί στο 39,3% του παγκόσμιου πλούτου! Η αντιστοίχιση των αριθμών είναι εντυπωσιακή - το 0,6% του πληθυσμού κατέχει το 39,3% του πλούτου.


Η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν στους εκατομμυριούχους προσθέσουμε τους εύπορους και του απλώς πλούσιους, αυτούς δηλαδή που έχουν περιουσία από 100.000 μέχρι 1 εκατομμύριο δολάρια. Αυτοί είναι αρκετοί. Ανέρχονται σε 344 εκατομμύρια ανθρώπους, ποσοστό 7,5% του ενήλικου πληθυσμού της Γης.

Αυτοί οι εύποροι έχουν συνολική περιουσία 95,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 43,1% του συνολικού πλούτου του πλανήτη μας. Προσθέτοντας αυτές τις δύο κατηγορίες εύπορων και εκατομμυριούχων, παθαίνει κανείς σοκ: Το 8,1% του πληθυσμού κατέχει το... 82,4% (!) του παγκόσμιου πλούτου.

Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 92% του πληθυσμού της Γης -δηλαδή 4,2 δισεκατομμύρια συνολικά άτομα- δεν κατέχει ούτε καν το 18% του παγκόσμιου πλούτου! Καλή έως υποφερτή στη χειρότερη περίπτωση είναι η κατάσταση ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων (1,035 δισ. για την ακρίβεια, αριθμός που αντιστοιχεί στο 22,5% του ενήλικου πληθυσμού) που έχουν περιουσία από 10.000 έως 100.000 δολάρια.

Αυτοί έχουν συνολική περιουσία 32,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία αντιστοιχεί στο 14,4% του πλούτου του πλανήτη μας. Τα τελευταία νούμερα όμως είναι ανατριχιαστικά, καθώς περνάμε πλέον στους φτωχούς, αυτούς δηλαδή που έχουν περιουσία κάτω από 10.000 δολάρια. Μιλάμε για πάνω από 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους - 3,184 δισ. όπως αναφέρει η έκθεση. Αυτοί αποτελούν το 69,3% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη και η συνολική περιουσία τους ανέρχεται σε μόλις 7,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο... 3,3% του παγκόσμιου πλούτου!

Είναι εφιαλτικό, στο 70% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιστοιχεί κάτι περισσότερο από το 3% του παγκόσμιου πλούτου! Σε καμιά εποχή της ανθρωπότητας η ανισοκατανομή των εισοδημάτων δεν ήταν τόσο μεγάλη, τόσο απερίγραπτα κραυγαλέα.

Οπως ίσως θα το περίμενε κανείς, ακόμη και στους κόλπους της προνομιούχου ομάδας των 29 εκατομμυρίων εκατομμυριούχων υφίσταται εντυπωσιακή ανισομέρεια στην εθνική προέλευση αυτών των εκατομμυριούχων. Ολοι γνωρίζουν ή υποθέτουν ότι οι ΗΠΑ είναι η χώρα που γεννάει εκατομμυριούχους.

Οντως 11.023.000 εκατομμυριούχοι (το 39% του συνόλου) είναι Αμερικανοί. Δεύτερη χώρα παραγωγής εκατομμυριούχων είναι η Ιαπωνία, με 3.581.000 "μέλη" αυτού του εκλεκτού κλαμπ. Η τρίτη χώρα εκατομμυριούχων συνιστά έκπληξη. Δεν είναι η Γερμανία, όπως ίσως περίμενε κανείς.

Είναι η Γαλλία, μία χώρα της οποίας η ελίτ αποφεύγει συστηματικά να επιδεικνύει τον πλούτο της. Μία χώρα επίσης όπου υπάρχει ένα διάχυτο κλίμα κοινωνικής εχθρότητας προς τον υπερβολικό πλούτο. Και όμως στη χώρα αυτή υπάρχουν 2.284.000 εκατομμυριούχοι - πολύ περισσότεροι δηλαδή από όσους υπάρχουν στη Βρετανία και οι οποίοι ανέρχονται σε 1.582.000 "μόνο", ενώ υπερβαίνουν το 1.100.000 και οι εκατομμυριούχοι της Ιταλίας.

Απροσδόκητα χαμηλός σε σχέση με τα προαναφερθέντα νούμερα είναι ο αριθμός εκατομμυριούχων που προέρχονται από τη Γερμανία - 1.463.000, δηλαδή κάπου 800.000 Γερμανοί εκατομμυριούχοι λιγότεροι από τους εκατομμυριούχους της Γαλλίας, την οποία η Γερμανία πάνω από μισό αιώνα τώρα ενισχύει οικονομικά μέσω της ΕΟΚ και της ΕΕ!

Εντυπωσιακό, ομολογουμένως. Εννοείται, βεβαίως, ότι στον τομέα των εκατομμυριούχων δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Η ζάπλουτη Ελβετία των 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων για παράδειγμα έχει 562.000 εκατομμυριούχους, σχεδόν 4 φορές περισσότερους από τους 158.000 εκατομμυριούχους της Ινδίας, που έχει πληθυσμό 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ή τους μισούς από το 1.054.000 της Κίνας με το 1,3 δισ. κατοίκους.



*Δημοσιεύθηκε στο "ΕΘΝΟΣ" την Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Οι ρίζες του Ναζισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό

Γραμμή παραγωγής φόνων
Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου κατέληξε να συμβολίζει τη θηριωδία των ναζί, και τον περασμένο μήνα έγιναν επιμνημόσυνες εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο για την 60ή επέτειο της απελευθέρωσής του. Ωστόσο, οι ιστορικοί είναι ακόμα διχασμένοι σχετικά με το μήνυμα του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο της εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού.
του Enzo Traverso*
Η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αποτέλεσε την επιτομή του απόλυτου Κακού κατά την άποψή μας σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος έγινε μια νέα πολιτική θρησκεία του δυτικού κόσμου, εκ του αντιθέτου μέτρο αξιολόγησης της νομιμότητας των δημοκρατικών θεσμών μας.
Ο καθένας θα συμφωνήσει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μία μεγάλη, ανθρωπολογική και ηθική τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ερμηνεία του φαινομένου. Ορισμένοι ιστορικοί τοποθετούν τη γένεσή του στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του Χίτλερ, άλλοι στο πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και μερικοί στο πολύπλοκο, πολυκεντρικό και χαρισματικό σύστημα εξουσίας του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε έντονη η τάση να αποκηρυχθεί ο Ναζισμός ως μία εκτροπή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, μία διαμετρική αντίθεση προς τις αξίες του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η καθησυχαστική διάγνωση ήταν η βάση της κουλτούρας της Αντίστασης. Έτσι την είδαν κοινωνιολόγοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, που θεώρησε την βία των ναζί ως σύμπτωμα μιας διαδικασίας κρίσης του πολιτισμού και φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία εντάχθηκε στη Δύση μόνο μετά το Άουσβιτς (1).
Αυτή τη διάγνωση την επεξεργάστηκε και ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φυρέ ερμήνευσε το ναζισμό και τον κομμουνισμό ως συμμετρικές μορφές αντίδρασης ενάντια στην αναπόφευκτη έλευση μιας φιλελεύθερης πολιτικής τάξης (2). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι διαμετρικά αντίθετος προς την ναζιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, προσέγγισης ούτε και συνέχεια μεταξύ των δύο.
Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι ο Ναζισμός έβαλε στόχο την καταστροφή της οικουμενικής έννοιας της ανθρωπότητας, που είχε προωθήσει ο Διαφωτισμός και είχε εκδηλωθεί με την Γαλλική Επανάσταση, και είναι επίσης αλήθεια ότι η έννοια αυτή διατηρήθηκε και διευρύνθηκε από τις σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης. (Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με τον τρόπο που αυτές διατήρησαν και διεύρυναν την έννοια αυτή, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου.)
Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που συνδέουν την ιδεολογία του Ναζισμού και των μεθόδων του (κυριαρχία και εξόντωση) με την ιστορία της Δύσης. Παρά τις παθολογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελούν ωστόσο μέρος της ιστορικής ανάπτυξης της Δύσης.
Η πρώτη σύνδεση είναι ιδεολογική. Ο ναζισμός ανέτειλε στο κοινωνικοπολιτικό στερέωμα του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος διασταυρώθηκε με ιδεολογικά ρεύματα, που είχαν συνολικά ισχυρή παρουσία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού : τη Φυλετική Ανθρωπολογία, που πρέσβευε την  ιεράρχηση των ανθρωπίνων ομάδων με κυρίαρχους τους Αρίους, τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, που περιείχε την ιδέα της φυσικής επιλογής του ικανότερου και την Ευγονική, με την αντιδραστική ουτοπία της, ενός τεχνητά δημιουργημένου ανθρώπινου είδους.
Ο σωτηριολογικός αντισημιτισμός του ναζισμού είδε την πάλη κατά των Εβραίων ως μία σταυροφορία ενάντια στο Κακό, που θα έδινε τη δυνατότητα στο γερμανικό έθνος να ελευθερωθεί από τον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ριζοσπαστική έκφραση μιας ιδεολογίας και ευρέως διαδεδομένων μορφών κοινωνικής διάκρισης και δίωξης, που δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση γερμανικό μονοπώλιο πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Φυλετική Ανθρωπολογία αντιπροσωπευόταν σταθερά στην Ιταλία με τον Τσέζαρε Λομπρόζο, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός στην Αγγλία με τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, η Ευγονική στις ΗΠΑ με τον Φράνσις Γκάλτον και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία με τους Εντουάρ Ντρυμόν, Μορίς Μπαρές, Ζορζ Βασέρ ντε Λαπούζ και πολλούς άλλους.
Επιπλέον, ο παρωξυμένος εθνικισμός και ο βιολογικός ρατσισμός των ναζί ήταν στενά συνδεμένος με την κουλτούρα και την πρακτική του ιμπεριαλισμού, που είχε χαρακτηρίσει την Ευρώπη συνολικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Γερμανία δεν είχε παίξει ηγετικό ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη. Αντίθετα, υπήρξε όψιμος οπαδός, ενθουσιώδης μαθητής που ακολούθησε τις δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, τη Γαλλία και την Βρετανία. Η φυσική ανωτερότητα της λευκής φυλής και τα επίχειρά της, η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης στην Αφρική και την Ασία, η θεώρηση του πλανήτη πέραν της Ευρώπης ως μιας τεράστιας έκτασης που θα μπορούσε να αποικιστεί, η αντιμετώπιση των αποικιοκρατικών πολέμων ως συγκρούσεων, όπου ο εχθρός ήταν ο ντόπιος πληθυσμός και όχι ο στρατός των χωρών που ήταν να κατακτηθούν, η θεωρία ότι η εξόντωση κατώτερων φυλών ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της προόδου, όλα αυτά τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελούσαν κοινούς τόπους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.
Ο στόχος των ναζί να κατακτήσουν το Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τη γερμανική φυλή  στα ευρύτερα σλαβικά εδάφη της ανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά μια μετάθεση στον Παλαιό Κόσμο του μοντέλου της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, που είχαν προωθήσει άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Αφρική και την Ασία για πάνω από ένα αιώνα. Από τη στιγμή που οι ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους εχθρική φυλή, θερμοκήπιο του κομμουνισμού και ιθύνοντες του σοβιετικού κράτους, μια σταυροφορία εναντίον τους ταίριαζε, κατά τρόπο φυσικό με έναν κατακτητικό πόλεμο εξόντωσης στην Ανατολή. Στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του Χίτλερ, η κατάκτηση του Lebensraum, η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και η εξόντωση των Εβραίων ήταν συμπληρωματικοί μεταξύ τους στόχοι, που συνέκλιναν σε ένα ενιαίο πόλεμο (3).
Ο Ναζισμός ήταν επίσης προϊόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του απόλυτου πολέμου,  που αποτέλεσε πράγματι την εμπειρία-θεμέλιο του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν βρίσκονται οι ρίζες της βιομηχανικής εξόντωσης , ο  θάνατος εκατομμυρίων ανωνύμων και η αυταρχικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως κατέδειξε πειστικά ο Τζορτζ Μόσε, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν η αρχή μιας εξαχρείωσης της πολιτικής ζωής με αποκορύφωση τον Ναζισμό (4). Στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων και των εξεγέρσεων που συντάραξαν τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός πρόβαλε σαν ένα τυπικά αντιδραστικό, εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια, ήταν πραγματικά απότοκος της αντεπανάστασης που επιχειρήθηκε στη διάρκεια του «μακρύ» 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη συμμαχία των Αντι-Ιακωβίνων του 1793 και φτάνοντας στις σφαγές που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1872.
Η αντεπανάσταση, όμως, του 20ού αιώνα δεν ήταν ούτε συντηρητική ούτε αμιγώς  αντιδραστική. Μάλλον κατανοούσε τον εαυτό της ως επανάσταση ενάντια στην επανάσταση. Οι φασίστες δεν κοίταζαν προς το παρελθόν : επιδίωκαν την οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν με τις πρώην ηγετικές ελίτ, μόνο τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας. Οι ηγέτες τους δεν προέρχονταν από τις ελίτ εκείνες αλλά από τον κοινωνικό απόπατο ενός κόσμου που είχε περιπέσει σε σύγχυση. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν αποστατήσει προς τα αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή λούμπεν προλετάριοι, όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το δημαγωγικό ταλέντο τους μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η γερμανική Ήττα. Απευθύνθηκαν στις μάζες, τις οποίες κινητοποίησαν με επίκεντρο οπισθοδρομικούς μύθους περί έθνους, φυλετικής και πολεμικής κοινότητας και εσχατολογικών υποσχέσεων, όπως ο μύθος περί του Χιλιετούς Ράιχ.
Η εμπειρία του πολέμου δίδαξε στους Ναζί την ανάγκη να συνδυάσουν ορισμένες αξίες που είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας, όπως τον αγώνα κατά τον 19ο αιώνα ενάντια  στον Διαφωτισμό με τον σύγχρονο ρατσισμό (επιστημονικό και βιολογικό), τη  λατρεία της τεχνολογίας και την καλλιέργεια της δύναμης και της εργατικότητας. Ωστόσο, όπως έχει με έμφαση τονιστεί από μια πλατιά κοινωνιολογική φιλολογία τα τελευταία χρόνια, το νεωτερικό πνεύμα του ναζισμού έγκειται  πάνω απ’ όλα στην πρακτική  της εξόντωσης. Η γενοκτονία που επέβαλαν οι ναζί, είχε στηριχθεί στο κρατικό μονοπώλιο βίας, το οποίο ο Νόρμπερτ Ελίας, ακολουθώντας την ερμηνεία Τόμας Χομπς, είχε ερμηνεύσει μονόπλευρα ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνική ειρήνευση και κατά συνέπεια για τον εκπολιτισμό. Πράγματι, το μονοπώλιο της ισχύος στις απαρχές του σύγχρονου κράτους ήταν εκ των ων ουκ άνευ  όρος για τις ολοκληρωτικές γενοκτονίες και τη βία του 20ού αιώνα – κατά το το χομπσιανό τους υπόδειγμα.
Μια ανάλυση της λειτουργίας των στρατοπέδων θανάτου των ναζί αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη δυτική νεωτερικότητα. Το Άουσβιτς σχεδιάστηκε με βάση την αρχή περί παραγωγικού ορθολογισμού του Τέιλορ, με το θάνατο ως τελικό προϊόν μιας «ορθολογιστικής» επεξεργασίας της πρώτης ύλης – τους εκτοπισμένους Εβραίους. Ήταν ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής πτωμάτων, όπου η αλυσίδα παραγωγής ήταν: άφιξη των οχημάτων μεταφοράς, επιλογή, κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, απέκδυση, θάλαμος αερίων και κρεματόριο.
Αναπόφευκτα, τα στρατόπεδα εξόντωσης ενσωμάτωσαν την διοικητική ορθολογικότητα που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και Κοινωνία : καταμερισμός εργασίας , ιεραρχική λήψη αποφάσεων, διαχωρισμός της διαμόρφωσης ιδεών από την πραγμάτωσή τους, γραφειοκρατική διοίκηση και απέκδυση κάθε ευθύνης.
Όπως ο Μορίς Παπόν στη δίκη του στο Μπορντό, κανείς από τους κατηγορούμενους της Νυρεμβέργης δεν δέχτηκε ότι ήταν ένοχος : όλοι είχαν απλώς ακολουθήσει εντολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητές τους πήραν εγκληματική χροιά μόνο στο τέλος μιας πολύπλοκης ακολουθίας δραστηριοτήτων που, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν γνώριζαν ή εύκολα είχαν αγνοήσει. Η Χάννα Άρεντ σημειώνει ότι ο ναζισμός γέννησε ένα νέο τύπο εκτελεστή, το γραφειοκράτη στην καρέκλα του, που σκότωνε συμπληρώνοντας έντυπα (5). Τελικά, η γενοκτονική γραμμή παραγωγής απαιτούσε από μέρους των πολλών εκτελεστών που ενέχονταν σ’ αυτήν αυτοέλεγχο των ενστίκτων όπως αυτά τα καθόρισε ο Φρόυντ και στη συνέχεια ο Ελίας τα ενέταξε στην ανάλυσή του για την διαδικασία εκπολιτισμού.
Η ιστορία του Ολοκαυτώματος έχει κι αυτή το μερίδιο της σε φανατισμό, μίσος και αχαλίνωτη βία, ειδικά σε σχέση με τις σφαγές από τους SS κομάντος και τα τάγματα αστυνομικών της Βέρμαχτ. Όμως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση  των Εβραίων στους θαλάμους αερίων είχε συλληφθεί ως μια διαδικασία που θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς μίσος. Στηρίζεται περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα, χωρίς να αφήνει τα συναισθήματά του να παρέμβουν και  αποφεύγει σχολαστικά οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τον τελικό σκοπό  της δουλειάς του.
Η σχέση του ναζισμού λοιπόν με το δυτικό νεωτερικό κόσμο είναι ουσιαστική για την κατανόηση της προέλευσής του ναζισμού και της ιστορίας της ναζιστικής βίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη του 19ου αιώνα -  το επίκεντρο του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και του αποικιοκρατικού πολέμου – ήταν το πολιτιστικό και ιδεολογικό εργαστήρι μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός. Αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που χρειάστηκαν διάφορα ενδιάμεσα στάδια, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Υπάρχει όμως μια καθαρή γραμμή καταγωγής. Ταυτόχρονα το Ολοκαύτωμα, καθώς έχουν τονίσει οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο, μαρτυρεί ταυτόχρονα μια αρνητική διαλεκτική, όπου μια τεχνική και υλική πρόοδος  μετασχηματίστηκε σε ανθρώπινη και κοινωνική οπισθοδρόμηση.
Το Άουσβιτς θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ ένα πλατύτερο ιστορικό πλαίσιο από αυτό του ναζισμού, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Δεν ήταν τόσο ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο, όσο μια μοναδική σύνθεση στοιχείων δρώντων στον πολιτισμό μας. Παρ’ όλη την παθολογία των εκδηλώσεών του, ο ναζισμός είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία του νεωτερικού κόσμου, και στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης, παραγωγής και κυριαρχίας.
—————————————————————————–
(1) Norbert Elias, The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the 19th and 20th Centuries, Polity Press, Cambridge, 1996; Jürgen Habermas, “Eine Art Schadensabwicklung” (A way of diminishing the damage), Die Zeit, Hamburg, 11 July 1986.
(2) François Furet, The Passing of an Illusion: the Idea of Communism in the 20th Century, University of Chicago Press, Chicago, 1999.
(3) Arno J Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: the Final Solution in History, Pantheon, New York, 1988.
(4) George L Mosse, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars, Oxford University Press, Oxford, 1990.
(5) Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: a Report on the Banality of Evil, Faber, London, 1963.
*Ο Enzo Traverso είναι Ιταλός ιστορικός, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Γαλλία. Διδάσκει στο τμήμα πολιτικών επιστήμων του πανεπιστημίου Jules Verne στο Picardy της Γαλλίας. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία ανάμεσα στα οποία τα The Origins of Nazi Violence, New Press, Νέα Υόρκη 2003 και Understanding the Nazi Genocide: Marxism after Auschwitz, Pluto Press, Λονδίνο, 1999. Δυστυχώς στα ελληνικά παραμένει αμετάφραστος.
Μετάφραση: Γιάννης Κ.
 

Δυνάμεις του κομμουνισμού


Daniel Bensaid
Σε ένα άρθρο του 1843 για «τις προόδους της κοινωνικής μεταρρύθμισης στην ηπειρωτική Ευρώπη», ο νεαρός Ένγκελς (μόλις είκοσι ετών) περιέγραφε τον κομμουνισμό ως «αναγκαία κατάληξη που συνάγεται αναγκαία από τις γενικές συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού». Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν κομμουνι­σμό νοούμενο με όρους λογικής, καρπό της επανάστασης του 1830, όπου οι ερ­γάτες «επέστρεψαν στις ζωντανές πηγές και στη μελέτη της μεγάλης επανάστα­σης και ιδιοποιήθηκαν με σφρίγος τον κομμουνισμό του Μπαμπέφ».
Για τον νεαρό Μαρξ, από την άλλη, αυτός ο κομμουνισμός ήταν απλώς μια «δογματική αφαίρεση», μια «πρωτότυπη εκδήλωση της αρχής του ανθρωπι­σμού». Το νεοεμφανιζόμενο προλεταριάτο είχε «πέσει στα χέρια των δογματι­κών της χειραφέτησης του», των «σοσιαλιστικών σεχτών» και των συγκεχυμέ­νων πνευμάτων που «φαντασιοκοπούν ως ανθρωπιστές» για τη «χιλιοστή επέ­τειο της οικουμενικής αδελφοσύνης» ως «φαντασιακής κατάργησης των ταξι­κών σχέσεων». Πριν από το 1848, αυτός ο φαντασματικός κομμουνισμός, χωρίς ακριβές πρόγραμμα, στοιχειώνει την ατμόσφαιρα της εποχής με τις «ακατέργα­στες» μορφές των εξισωτικών σεχτών ή των ικάριων ονειροπολήσεων.
Ήδη, η υπέρβαση του αφηρημένου αθεϊσμού συνεπαγόταν ωστόσο έναν νέο κοινωνικό υλισμό που δεν ήταν άλλος από τον κομμουνισμό: «Όπως ακριβώς ο αθεϊσμός, ως άρνηση του Θεού, είναι η ανάπτυξη του θεωρητικού ανθρωπισμού, ομοίως ο κομμουνισμός, ως άρνηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι η διεκδίκη­ση της πραγματικής ανθρώπινης ζωής». Μακριά από κάθε χυδαίο αντικληρικα­λισμό, αυτός ο κομμουνισμός ήταν «η ανάπτυξη ενός πρακτικού ανθρωπισμού», για τον οποίο ζητούμενο δεν ήταν μόνο να αντιπαλέψει τη θρησκευτική αλλο­τρίωση, αλλά την πραγματική κοινωνική αλλοτρίωση και εξαθλίωση που γεν­νούν την ανάγκη της θρησκείας.
Από την ιδρυτική εμπειρία του 1848 μέχρι την εμπειρία της Κομμούνας, η «πραγματική κίνηση» που τείνει στην κατάργηση της κατεστημένης τάξης πραγ­μάτων απέκτησε μορφή και δύναμη, διαλύοντας τις «δογματικές φαντασιοπλη-ξίες» και περιγελώντας το «ύφος χρησμού της επιστημονικής βεβαιότητας». Με άλλα λόγια, ο κομμουνισμός, που ήταν αρχικά μια πνευματική κατάσταση ή ένας «φιλοσοφικός κομμουνισμός», έβρισκε την πολιτική μορφή του. Σε ένα τέταρτο του αιώνα μεταμορφώθηκε: από τους τρόπους φιλοσοφικής και ουτοπικής εμ­φάνισης του στην επιτέλους ευρεθείσα πολιτική μορφή της χειραφέτησης.
  1. Οι λέξεις της χειραφέτησης δεν βγήκαν άθικτες από τις θύελλες του περα­σμένου αιώνα. Μπορούμε να πούμε γι' αυτές, όπως λέει για τα ζώα ο μύθος του Λαφοντέν, ότι δεν πέθαναν όλες, αλλά ότι όλες πληγώθηκαν βαριά. Ο σοσιαλι­σμός, η επανάσταση, ακόμη και η αναρχία δεν βρίσκονται σχεδόν καθόλου σε καλύτερη κατάσταση από τον κομμουνισμό. Ο σοσιαλισμός ενεπλάκη στη δο­λοφονία του Καρλ Λίμπνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, καθώς και στους αποικιακούς πολέμους και τις κυβερνητικές συνεργασίες σε τέτοιο βαθμό, που έχανε τελικώς κάθε περιεχόμενο όσο κέρδιζε σε έκταση. Μια μεθοδική ιδεολο­γική εκστρατεία κατάφερε να ταυτιστεί στα μάτια πολλών η επανάσταση με τη βία και την τρομοκρατία. Ωστόσο, από όλες τις λέξεις που μέχρι πρότινος εξέ­φραζαν μεγάλες υποσχέσεις και όνειρα για το μέλλον, ο κομμουνισμός υπέστη τη μεγαλύτερη ζημιά επειδή τον σφετερίστηκε ο κρατικός γραφειοκρατικός λό­γος και υποδουλώθηκε σε ένα ολοκληρωτικό εγχείρημα. Παραμένει εντούτοις το ερώτημα κατά πόσο, από όλες αυτές τις λαβωμένες λέξεις, υπάρχουν ορισμέ­νες που αξίζει τον κόπο να επιδιορθωθούν και να τεθούν εκ νέου σε κίνηση.
  2. Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο να σκεφτούμε τι συνέβη στον κομμουνι­σμό κατά τον 20ό αιώνα. Η λέξη και το πράγμα δεν γίνεται να μείνουν έξω από τον χρόνο και τις ιστορικές δοκιμασίες στις οποίες υποβλήθηκαν. Η μαζική χρή­ση του όρου «κομμουνιστικός» για να χαρακτηριστεί το κινεζικό αυταρχικό φιλε­λεύθερο κράτος θα βαρύνει για καιρό ακόμη περισσότερο, στα μάτια των περισ­σοτέρων, από τους αδύναμους θεωρητικούς και πειραματικούς βλαστούς μιας κομμουνιστικής υπόθεσης. Η πρόκληση να αποκοπούμε από έναν κριτικό ιστορι­κό απολογισμό θα μπορούσε να επιφέρει την αναγωγή της κομμουνιστικής ιδέας σε αχρονικές «σταθερές», να τη μετατρέψει σε συνώνυμο των ακαθόριστων ιδε­ών της δικαιοσύνης ή της χειραφέτησης, και όχι στην ειδική μορφή της χειραφέ­τησης κατά την εποχή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Η λέξη χάνει τότε ως προς την πολιτική της ακρίβεια αυτό που κερδίζει με όρους ηθικής και φιλοσοφικής επέκτασης. Ένα από τα καίρια ερωτήματα είναι κατά πόσο ο γραφειοκρατικός δεσποτισμός είναι η θεμιτή συνέχιση της επανάστασης του Οκτώβρη ή ο καρπός μιας γραφειοκρατικής αντεπανάστασης, που πιστοποιείται όχι μόνο από τις δί­κες, τις εκκαθαρίσεις ή τις μαζικές εκτοπίσεις, αλλά και από τις ανατροπές της δεκαετίας του τριάντα στη σοβιετική κοινωνία και στο σοβιετικό κράτος.
  3. Δεν επινοούμε με διατάγματα ένα νέο λεξιλόγιο. Το λεξιλόγιο διαμορφώ­νεται μέσα στον χρόνο και μέσα από διάφορες χρήσεις και εμπειρίες. Αν ενδίδα­με στην ταύτιση του κομμουνισμού με τη σταλινική ολοκληρωτική δικτατορία, θα σήμαινε ότι υποχωρούμε μπροστά στους προσωρινούς νικητές, ότι συγχέου­με την επανάσταση με τη γραφειοκρατική αντεπανάσταση, και ότι κλείνουμε έτσι το κεφάλαιο των διακλαδώσεων, που μόνον αυτό είναι ανοιχτό στην ελπί­δα. Και θα διαπράτταμε μείζονα αδικία εις βάρος των ηττημένων, όλων εκεί­νων, ανδρών και γυναικών, ανώνυμων ή όχι, που βίωσαν με πάθος την κομμου­νιστική ιδέα και την έκαναν να ζει ενάντια στις γελοιογραφίες και τις παραποι­ήσεις της. Ντροπή σε εκείνους που έπαψαν να είναι κομμουνιστές επειδή έπα­ψαν να είναι σταλινικοί, και οι οποίοι ήταν κομμουνιστές μόνον καθόσον ήσαν σταλινικοί1!
  4. Από όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να κατονομαστεί ο «έτε­ρος πόλος» αναγκαίος και δυνατός προς τον ποταπό καπιταλισμό, η λέξη «κομ­μουνισμός» είναι εκείνη που διατηρεί το περισσότερο ιστορικό νόημα και το πιο εκρηκτικό προγραμματικό φορτίο. Είναι εκείνη ακριβώς η λέξη που επικαλείται με τον καλύτερο τρόπο το κοινό της διαμοίρασης και της ισότητας, την από κοι­νού άσκηση της εξουσίας, την αλληλεγγύη που μπορεί να αντιταχθεί στον εγωι­στικό υπολογισμό και στον γενικευμένο ανταγωνισμό, την υπεράσπιση των κοι­νών αγαθών της ανθρωπότητας, φυσικών και πολιτισμικών, την επέκταση ενός τομέα δωρεάν υπηρεσιών (αποεμπορευματοποίηση) σε είδη πρώτης ανάγκης, ενάντια στη γενικευμένη αρπαγή και την ιδιωτικοποίηση του κόσμου.
  5. Αποτελεί επίσης το όνομα ενός άλλου μέτρου για τον κοινωνικό πλούτο από εκείνο του νόμου της αξίας και της εμπορικής αξιολόγησης. Ο «ελεύθερος και ανό­θευτος» ανταγωνισμός εδράζεται στην «κλοπή του χρόνου εργασίας των άλλων». Διατείνεται ότι ποσοτικοποιεί το μη ποσοτικοποιήσιμο και ότι ανάγει στο αξιοθρή­νητο κοινό μέτρο του, βάσει του χρόνου αφηρημένης εργασίας, την πέραν κάθε μέ­τρου σχέση του ανθρωπίνου είδους με τις φυσικές συνθήκες αναπαραγωγής του. Ο κομμουνισμός είναι το όνομα ενός διαφορετικού κριτηρίου για τον πλούτο, μιας οι­κολογικής ανάπτυξης ποιοτικά διαφορετικής από τον ποσοτικό αγώνα δρόμου για ανάπτυξη. Η λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου απαιτεί όχι μόνο την παρα­γωγή για το κέρδος, και όχι για τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά επίσης την «παραγω­γή νέας κατανάλωσης», τη σταθερή διεύρυνση του κύκλου της κατανάλωσης «με τη δημιουργία νέων αναγκών και με τη δημιουργία νέων αξιών χρήσης»: «Εξού και η εκμετάλλευση ολόκληρης της φύσης» και η «εκμετάλλευση της γης με κάθε έννοια». Αυτή η ισοπεδωτική έλλειψη μέτρου που χαρακτηρίζει το κεφάλαιο θεμε­λιώνει την επικαιρότητα ενός ριζοσπαστικού οικο-κομμουνισμού.
  6. To ζήτημα του κομμουνισμού αφορά καταρχάς στο Κομμουνιστικό Μα­νιφέστο την ιδιοκτησία: «Οι κομμουνιστές μπορούν να συνοψίσουν τη θεωρία τους σε αυτήν τη μοναδική διατύπωση: κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας» των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την ατομική ιδιοκτησία των αγαθών προσωπικής χρήσης. Σε «όλα τα κινήματα», οι κομμουνιστές «προτάσσουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, σε όποιον βαθμό εξέ­λιξης κι αν έχει φτάσει, ως θεμελιώδες ζήτημα του κινήματος». Πράγματι, από τα δέκα σημεία που ολοκληρώνουν το πρώτο κεφάλαιο, τα επτά αφορούν τις μορφές ιδιοκτησίας: την απαλλοτρίωση της γαιοκτησίας και τη χρησιμοποίηση της γαιοπροσόδου για την αντιμετώπιση των κρατικών δαπανών· την καθιέρω­ση ενός αυστηρά προοδευτικού φορολογικού συστήματος· την κατάργηση του κληρονομικού δικαίου στα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής· την κατάσχεση της περιουσίας των στασιαστών φυγάδων· τη συγκέντρωση της πίστης σε μια δημόσια τράπεζα· την κοινωνικοποίηση των μέσων μεταφοράς και την ίδρυση μιας δημόσιας και δωρεάν για όλους εκπαίδευσης· τη δημιουργία εθνικών ερ­γοστασίων και την εκχέρσωση ακαλλιέργητων εδαφών. Ολα αυτά τα μέτρα τεί­νουν να εδραιώσουν τον έλεγχο της πολιτικής δημοκρατίας επί της οικονομίας, το πρωτείο του κοινού καλού επί του εγωιστικού συμφέροντος, του δημόσιου χώρου επί του ιδιωτικού. Δεν πρόκειται να καταργηθεί κάθε μορφή ιδιοκτησίας, αλλά μόνον «η σημερινή ιδιωτική ιδιοκτησία, η αστική ιδιοκτησία» και ο «τρό­πος ιδιοποίησης» που βασίζεται στην εκμετάλλευση των μεν από τους δε.
  7. Ανάμεσα σε δύο δικαιώματα, αφενός των ιδιοκτητών να ιδιοποιούνται τα κοινά αγαθά και αφετέρου των αποστερημένων στην ύπαρξη, «η δύναμη απο­φασίζει», λέει ο Μαρξ. Όλη η σύγχρονη ιστορία της ταξικής πάλης, από τον πό­λεμο των χωρικών στη Γερμανία μέχρι τις κοινωνικές επαναστάσεις του περα­σμένου αιώνα, περνώντας από την Αγγλική και τη Γαλλική Επανάσταση, είναι ιστορία αυτής της σύγκρουσης. Επιλύθηκε με την ανάδυση μιας θεμιτότητας αντιπαραθετικής προς τη νομιμότητα των κυρίαρχων. Ως «επιτέλους ευρεθεί­σα πολιτική μορφή της χειραφέτησης», ως «κατάργηση» της κρατικής εξουσί­ας, ως ολοκλήρωση της κοινωνικής δημοκρατίας, η Κομμούνα φωτίζει την ανά­δυση αυτής της νέας θεμιτότητας. Η εμπειρία της ενέπνευσε τις λαϊκές μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης που εμφανίστηκαν σε επαναστατικές κρί­σεις: εργατικά συμβούλια, σοβιέτ, επιτροπές πολιτοφυλακής, βιομηχανικές ζώ­νες, ενώσεις κατοίκων, αγροτικές κομμούνες, που τείνουν να στερήσουν από την πολιτική τον επαγγελματικό της χαρακτήρα, να τροποποιήσουν τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, να δημιουργήσουν τις συνθήκες για τον μαρασμό του κράτους ως χωριστού γραφειοκρατικού σώματος.
  8. Υπό την επικράτεια του κεφαλαίου, κάθε φαινομενική πρόοδος έχει το αντίτιμο της σε οπισθοδρόμηση και καταστροφή. Δεν συνίσταται in fine «παρά σε αλλαγή της μορφής της υποδούλωσης». Ο κομμουνισμός απαιτεί μιαν άλλη ιδέα και άλλα κριτήρια από αυτά της αποδοτικότητας και της χρηματικής κερ­δοφορίας. Ξεκινώντας από τη δραστική μείωση του υποχρεωτικού χρόνου ερ­γασίας και την αλλαγή στην ίδια την έννοια της εργασίας: δεν θα μπορούσε να υπάρχει ατομική ανάπτυξη κατά την ανάπαυση ή τον «ελεύθερο χρόνο» εφόσον ο εργαζόμενος παραμένει αλλοτριωμένος και ακρωτηριασμένος στην εργασία. Η κομμουνιστική προοπτική απαιτεί επίσης μια ριζική αλλαγή στη σχέση άνδρα και γυναίκας: η εμπειρία που αποκομίζει κανείς από τη σχέση μεταξύ των κοι-νιονικών φύλων είναι η πρώτη εμπειρία ετερότητας και για όσον καιρό εξακο­λουθεί να υπάρχει αυτή η σχέση καταπίεσης, κάθε διαφορετικό ον, λόγω πολι­τισμού, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού, θα είναι θύμα μορφών δυ­σμενούς διάκρισης και κυριαρχίας. Η γνήσια πρόοδος έγκειται τέλος στην ανά­πτυξη και τη διαφοροποίηση αναγκών, των οποίων ο πρωτότυπος συνδυασμός καθιστά τον καθένα και την καθεμιά ένα μοναδικό ον, η ενικότητα του οποίου συμβάλλει στον εμπλουτισμό του είδους.
9.  Το Μανιφέστο περιγράφει τον κομμουνισμό ως «συνεταιρισμό όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».

Ο κομμουνισμός παρουσιάζεται έτσι ως θεμελιώδης αρχή μιας ελεύθερης ατομικής ανάπτυξης που δεν θα μπορούσε να συγχέεται ούτε με τις αυταπάτες ενός
ατομικισμού χωρίς ατομικότητα υποταγμένου στον διαφημιστικό κομφορμισμό, ούτε με τον χονδροειδή εξισωτισμό ενός σοσιαλισμού του στρατώνα. Η ανάπτυξη των ιδιαίτερων αναγκών και ικανοτήτων του καθενός και της καθεμιάς συμβάλει στην καθολική ανάπτυξη του ανθρωπίνου είδους. Αντιστοίχως, η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός και της καθεμιάς συνεπάγεται την ελεύθερη ανάπτυξη όλων, διότι η χειραφέτηση δεν είναι μοναχικού τύπου απόλαυση.

10. Ο κομμουνισμός δεν είναι μια καθαρή ιδέα ούτε ένα δογματικό πρότυπο για την κοινωνία. Δεν είναι το όνομα ενός κρατικού καθεστώτος ούτε ενός

νέου τρόπου παραγωγής.  Είναι το όνομα ενός κινήματος που υπερβαίνει / καταργεί αδιάκοπα την κατεστημένη τάξη πραγμάτων.

Αλλά είναι και ο σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα, το προσανατολίζει και του επιτρέπει, εν αντιθέσει προς τις πολιτικές χωρίς αρχές, τις αποσπασματικές δράσεις και τους καθημερινούς αυτοσχεδιασμούς, να προσδιορίσει τι μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό τον σκοπό και τι μας απομακρύνει από αυτόν. Με αυτή την έννοια, δεν είναι μια επιστημονική γνώση του σκοπού και της διαδρομής, αλλά μια ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση. Κατονομάζει, αδιαχώριστα, το όραμα ενός άλλου κόσμου με δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη και το διαρκές κίνημα που αποσκοπεί στην ανατροπή της τάξης πραγμάτων που υπάρχει στην εποχή του καπιταλισμού· και την υπόθεση που προσανατολίζει αυτό το κίνημα προς μια ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας, σε απόσταση από συμβιβασμούς με ένα μικρότερο κακό που θα ήταν ο συντομότερος δρόμος προς το χειρότερο κακό.
11. Η κοινωνική, οικονομική, οικολογική και ηθική κρίση ενός καπιταλισμού που δεν απωθεί πλέον τα όριά του παρά με τίμημα μια αυξανόμενη έλλειψη μέ­τρου και έναν αυξανόμενο παραλογισμό, απειλώντας συγχρόνως το είδος και τον πλανήτη, επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη την «επικαιρότητα ενός ριζο­σπαστικού κομμουνισμού» που επικαλέστηκε ο Μπένγιαμιν απέναντι στην άνο­δο των κινδύνων κατά τη μεσοπολεμική περίοδο.
Σημείωση-βιβλιογραφία
1. Βλ. Dionys Mascolo, A la recherche d'un communisme de pensee, Editions Fourbis, 2000, σ. 113.
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
* Ο Daniel Bensaid υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους μαρξιστές διανοητές της μεταπολεμικής περιόδου, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο 8 του Παρισιού και συνδιευθυντής του μαρξιστικού περιοδικούContretemps. Το άρθρο είναι από το τεύχος 100 του θεωρητικού περιοδικού ΟΥΤΟΠΙΑ

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Και κουραδόμαγκας;




Όταν αντιλήφθηκε ότι ο δικός του νόμος περί "ευθύνης" υπουργών δεν μπορούσε να του προσφέρει κάλυψη, κατέφυγε στον παλιό καλό του εαυτό. Αυτόν που είδαμε πρώτη φορά στο enikos (κλικ), να απαντά με ύφος και τόνο Κασιδάρη σε ερώτηση πολίτη. Όταν συνειδητοποίησε ότι η θέση του είναι πολύ δύσκολη και δεν θα γλιτώσει εύκολα από τον τρόπο που διαχειρίστηκε τη λίστα Λαγκάρντ, την "έπεσε" στους, μόνιμους γνωστούς για τη διαπλοκή, υπόπτους, το ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα. Και δήλωσε:

«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να επιτρέψει στην Ελλάδα να αναπνεύσει και να αποκτήσει προοπτική τώρα που έχουμε αποκτήσει ένα σταθερό και ασφαλές πλαίσιο αναφοράς. Πρόκειται λοιπόν για μία εκδήλωση πολιτικού τυχοδιωκτισμού ακραία, για μία έφοδο, ένα ρεσάλτο το οποίο είναι επανάληψη της προσπάθειας που έκανε προεκλογικά και έχασε. Έξι μήνες μετά τις εκλογές θα ξαναχάσει, συγκρούεται με όλη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκρούεται με το ΠΑΣΟΚ. Συγκρούεται ο κ. Τσίπρας μαζί μου, είναι μια λάθος επιλογή.»

Η σύγκρουση μαζί του είναι μια λάθος επιλογή, είπε. Με άλλα λόγια, είπε το σύνηθες στους κουρδόμαγκες "ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;" Αυτός που χαρακτήρισε τα νούμερα με τα ποσά δίπλα στα ονόματα της λίστας Λαγκάρντ, ανύπαρκτους τηλεφωνικούς αριθμούς, θεωρεί ότι πρέπει να παραμείνει στο απυρόβλητο. Να μην ελεγχεί αυτός που, ως υπουργός Οικονομικών, πήρε όλα τα μέτρα που κατέστρεψαν την οικονομία και τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, χωρίς να βελτιωθεί στο παραμικρό ο τρόπος που βλέπουν την Ελλάδα και τους Έλληνες οι "εταίροι" και δανειστές μας. Αυτός που ηγείται του κόμματος που μας γνώρισε τον Τσοχατζόπουλο, τον Τσουκάτο, τον Μαντέλη, τον ΓΑΠα και εν τέλει τον ίδιο. Το κόμμα που είναι ο κύριος υπεύθυνος για τη σημερινή κατάσταση.

Όλα αυτά, Βαγγέλη, δεν μπορούν να μην πληρωθούν στο ακέραιο!

Το Δίκτυο 21 και οι ακροδεξιές ρίζες της Νέας Δημοκρατίας



Σχόλιο Praxis: αναδημοσιεύουμε απο το ιστολόγιο alfavita άρθρο για το "Δίκτυο 21" την δράση του και τις διασυνδέσεις του, το οποίο απο το 1997 συσπείρωσε τις εθνικιστικές δυνάμεις και τώρα έχει μετακομίσει στην κυβέρνηση. Στα πρώτα στάδια της ίδρυσης του είχε μαζέψει διάφορυς "τουρκοφάγους" και αστούς εθνικιστές-που δημαγωγούσαν ασκώντας κριτική στη "νέα τάξη πραγμάτων" απο αντιδραστικές θέσεις. Πολλοί απο τους οποίους αργότερα αποχώρησαν για άλλες πολιτείες: Ι. Καψής, Χρήστος Λυμπέρης, Νεοκλής Σαρρής, Παναγιώτης Ηφαιστος, Σαράντος Καργάκος, Γιώργος Καραμπελιάς,  Χρήστος Γιαλουρίδης, Αλέξανδρος Λυκουρέντζος, Λιάνα Κανέλλη, Κώστας Ζουράρις κ.α .Ο σκληρός  πυρήνας του τότε δικτύου 21 σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, στο πλευρό του πρωθυπουργού. Και είτε με τους "ευρωπαιστές, είτε με τους "πατριώτες" η αντεργατική πολτική συνεχίζεται με τον ίδiο ακριβώς τρόπο........





Το Δίκτυο 21 και οι ακροδεξιές ρίζες της Νέας Δημοκρατίας 
Σύλληψη του Φαήλου Κρανιδιώτη το 1988


Από την έναρξη της κυβερνητικής θητείας αλλά και πιο πριν είναι εμφανές ότι σε μια σειρά από γεγονότα ξεπροβάλει ο ακροδεξιός χρωματισμός της Νέας Δημοκρατίας, είτε δια στόματος Σαμαρά είτε μέσω των ανακοινώσεων του κόμματος.

Τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα είναι η ανακοίνωσή της για τη Νεολαία Συνασπισμού και την επέτειο από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου αλλά και το ρατσιστικό παραλήρημα του καλοκαιριού με τις εκατοντάδες συλλήψεις μεταναστών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Έχει αυτή όμως η πολιτική στροφή ιδεολογικές ρίζες ή γίνεται απλά για λόγους επικοινωνιακούς;

 Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το blog periodista.gr που εξηγεί πώς τρύπωσαν στο εσωτερικό της Δεξιάς οι ακροδεξιές αντιλήψεις και πως συνδέονται μέσω του Δικτύου 21.

Το 1997 ένα νέο think tank, ακροδεξιών πεποιθήσεων είχε κάνει την εμφάνισή του στα πράγματα. Το Δίκτυο 21, το οποίο αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως μία γραφική περίπτωση, είχε ιδρυθεί με στόχο «την πατριωτική αφύπνιση των Ελλήνων». Επίσης επεδίωκε "να μετατρέψει τους παθητικούς υπηκόους σε ελεύθερα πρόσωπα, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του Ελληνισμού και το πνευματικό υπόδειγμα της Ορθοδοξίας".

Το Δίκτυο 21, το οποίο είχε εμπλακεί στην υπόθεση Οτσαλάν δημιουργώντας κινδύνους για τη χώρα, βρέθηκε αργότερα στο πλευρό του Αντώνη Σαμαρά, τόσο την περίοδο, που εκείνος διένυε την πολιτική του έρημο, όσο και αργότερα κατά τη διάρκεια της μάχης για τη διαδοχή του Κώστα Καραμανλή στη Νέα Δημοκρατία, με την Ντόρα Μπακογιάννη. Ποτέ, λοιπόν, μην λες ποτέ.

Ποιοι στενοί συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά συμμετείχαν στο Δίκτυο 21;

Πρώτος και καλύτερος ο στενότερός του συνεργάτης, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο οποίος έχει περάσει από όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, μέχρι να κατασταλάξει στην ... ιδεολογία του Μεγάρου Μαξίμου. Κάπως έτσι δεν ήταν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι ο το Δίκτυο 21 άλωσε τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά. Άλλος ένας προερχόμενος από το ακροδεξιό Δίκτυο 21, το οποίο εφόρμησε και κατέλαβε τη Νέα Δημοκρατία ήταν ο πρώην Νομάρχης Ροδόπης Διονύσης Καραχάλιος, ο οποίος στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για εχθρική στάση απέναντι στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Και φυσικά, ένα ακόμη πρόσωπο, πολύ κοντά στον Αντώνη Σαμαρά, προερχόμενο από τις ακροδεξιές γκρούπες όπως το Δίκτυο 21, δεν είναι άλλος από τον Φαήλο Κρανιδιώτη.

 Ιδού τα όσα αποκαλυπτικά γράφει η εφημερίδα Η ΑΥΓΉ στις 4 Ιουλίου 2010 για την σχέση του ακροδεξιού Δικτύου 21 με τον Αντώνη Σαμαρά:

 Μπορούν μερικά “παραλειπόμενα” ενός συνεδρίου να είναι ενδεικτικά τού τι συμβαίνει σε ένα κόμμα; Τι σημαίνει, φερ' ειπείν, να κάθονται στις πρώτες σειρές του Τάε Κβον Ντο οι γνωστοί “εθνοπατριώτες” Γ. Καραμπελιάς και Κ. Ζουράρις; Ή τι σηματοδοτεί να είναι υποψήφιος για την Πολιτική Επιτροπή ο πρόεδρος του ακροδεξιού “Δικτύου 21”, Φ. Κρανιδιώτης; Στην περίπτωση της “νέας Ν.Δ.”, αυτές οι “λεπτομέρειες” είναι απολύτως ενδεικτικές.

Άλλωστε, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες...

Στελέχη της ακροδεξιάς οργάνωσης με "θεσμικές" ιδιότητες στη Ν.Δ.

 Οι εκλεκτικές (και ιδεολογικές...) “συγγένειες” του Αντ. Σαμαρά με το “Δίκτυο 21” ξεκινούν από την εποχή που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως “πολιτική έρημο”, επειδή ήταν εκτός πολιτικής. Όταν, το 1997, το “αφάν γκατέ” της ακροδεξιάς διανόησης (Νεοκ. Σαρρής, Σαρ. Καργάκος, Κ. Ζουράρις, Αλ. Λυκουρέζος, Αγγ. Συρίγος) συνέστηναν την εν λόγω εθνικιστική οργάνωση, ο Αντ. Σαμαράς χαιρέτιζε την ίδρυσή της ως “πολυσήμαντο γεγονός”. Τα ίδια τα μέλη του “Δικτύου 21” έκαναν λόγο για... “νέα Φιλική Εταιρεία”.

Παρακράτος

 Το “Δίκτυο 21” ιδρύθηκε με σκοπούς “την πατριωτική αφύπνιση των Ελλήνων”, ώστε “να μετατρέψει τους παθητικούς υπηκόους σε ελεύθερα πρόσωπα, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του Ελληνισμού και το πνευματικό υπόδειγμα της Ορθοδοξίας”. Θα μπορούσε να παραμείνει άλλο ένα περιθωριακό, παρακμιακό ακροδεξιό “think tank”, στα μονόστηλα της δημόσιας ζωής. Ωστόσο, “απογειώθηκε” με την υπόθεση Οτσαλάν, καθώς πολλοί έκαναν λόγο για “παρακρατικές δραστηριότητες”. Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, αναφερόμενος στα πρόσωπα που βοήθησαν τον Οτσαλάν να έρθει κρυφά και παράνομα στη χώρα, είχε τονίσει: “Αποτελούν μέρος του παράλληλου κράτους και θα αντιμετωπιστούν ως παρακράτος”.

Η δικαστική διένεξη του δικηγόρου του Οτσαλάν, Φ. Κρανιδιώτη, με τους δημοσιογράφους Ν. Λιοναράκη και Μ. Βασιλάκη είχε κρατήσει χρόνια και έτσι το “Δίκτυο 21” παρέμενε στον αφρό της επικαιρότητας. Μάλιστα, στελέχη του, με αρθρογραφία τους, επέκριναν τον Κ. Καραμανλή για τη θετική δήλωση που έκανε στον θάνατο του Χ. Φλωράκη, ζητούσαν “αποκατάσταση του κύρους των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας” και ζητούσαν επίσης παρέμβαση “των αρμοδίων” στο Χόλιγουντ, ώστε να... μην παραχαράσσεται η ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου! ΄

Ολική επαναφορά

Έκτοτε, το “Δίκτυο 21” είναι άφαντο. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για τους πρωταγωνιστές του, καθώς κάποιοι εξ αυτών -και, κυρίως, οι ιδέες τους- έχουν... μετακομίσει στη Ρηγίλλης, στα κεντρικά γραφεία της Ν.Δ. Στην κούρσα διαδοχής Καραμανλή, τα στελέχη του Δικτύου είχαν στηρίξει τον Αντ. Σαμαρά, καθώς είναι γνωστό ότι ο νυν πρόεδρος της Ν.Δ. είχε προνομιακές σχέσεις με ορισμένους εξ αυτών. Μετά την επικράτησή του, ο Μεσσήνιος απέδειξε ότι δεν ξεχνά τους φίλους του. Γραφείο στη Ρηγίλλης έχει ο σύμβουλος του Αντ. Σαμαρά (και ιδρυτικό μέλος του Δικτύου), Χρ. Λαζαρίδης, ενώ επικεφαλής της Γραμματείας Σχέσεων Κοινωνίας-Κόμματος της Ν.Δ. είναι ο πρώην αντιπρόεδρος του “Δικτύου 21”, Διον. Καραχάλιος. Αναπληρωτής γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της Ν.Δ. είναι ο Στ. Αγιάσογλου, πρώην μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης. Προνομιακός συνομιλητής του προέδρου της Ν.Δ. είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, και ο Φ. Κρανιδιώτης. Μάλιστα, το γεγονός ότι δεν εξελέγη στην Πολιτική Επιτροπή δεν συνιστά αποτυχία της “προεδρικής γραμμής”. Εξακριβωμένες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο ίδιος ο Αντ. Σαμαράς αποφάσισε, κατόπιν πιέσεων “σαμαρικών” στελεχών, να... κρατήσει τα προσχήματα. Πάντως, σε άρθρο του στις 23 Μαΐου, ο Φ. Κρανιδιώτης τονίζει: “Μη νομίζετε ότι ο Σαμαράς είναι κανένα παιδάκι, κανένα άβουλο επικοινωνιακό προϊόν που τον άγουν και τον φέρουν οι 'σύμβουλοί' του. Ο πιο σαμαρικός από όλους είναι ο ίδιος ο Σαμαράς. Ακόμη και ο Χρύσανθος (σ.σ. Λαζαρίδης) τρέχει να τον προλάβει. Εκείνος εμπνέει και επηρεάζει εμάς κι όχι εμείς αυτόν”. Και μάλλον έχει δίκιο.

Ο Φαήλος Κρανιδιώτης

Ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος απέτυχε στις πρόσφατες εκλογές να εκλεγεί με τη Νέα Δημοκρατία, εκτός του ότι αποτελεί έναν από τους στενότερους συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά, διαπρέπει μέσω της αρθρογραφίας του στον τομέα των εμφυλιοπολεμικών παραληρημάτων. Θεωρείται από πολλούς, ως βασικός γεφυροποιός της ετοιμόρροπης Νέας Δημοκρατίας, με την Άκρα Δεξιά. Μιλιταριστής, θρησκόπληκτος και αντικομμουνιστής, δεν δίστασε πρόσφατα να εισηγηθεί τη συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με τμήμα της Χρυσής Αυγής φανερώνοντας ... κρυφές (;) πτυχές των ιδεοληψιών του.

 Όμως, όπως μαθαίνουμε από παλαιότερα δημοσιεύματα, ο Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος στις 3 Μαΐου είχε συλληφθεί διότι είχε πετάξει το στεφάνι, το οποίο είχε καταθέσει στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ο τότε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, είχε διαπρέψει σε συναντήσεις με διάφορες παράγοντες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ).

Αντιγράφουμε από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας και από σχετική έρευνα, η οποία είχε δημοσιευθεί την 1η Απριλίου 2000:

«Ο Φαήλος Κρανιδιώτης (στέλεχος του Δικτύου, του κόμματος Σαμαρά, γνωστός από χρόνια με τον Σάββα Καλεντερίδη, συναγωνιστής του Αντ. Ναξάκη -μαζί είχαν πετάξει το στεφάνι του δημάρχου Κωνσταντινούπολης στον Άγνωστο Στρατιώτη στις 3/5/1988-, φίλος από τα φοιτητικά του χρόνια με τον Μιχ. Χαραλαμπίδη και εκ των εμπίστων δικηγόρων του ΕRNK-ΡΚΚ), εμφανίζεται στο πλάι του κ. Λυκουρέζου να εξηγεί καταλεπτώς την "εθνική προδοσία". Λυκουρέζος και Κρανιδιώτης είχαν επαφές και συναντήσεις με τον αρχηγό της ΕΥΠ, τους υπουργούς και τους βουλευτές που όφειλαν να προστατέψουν τον κ. Οτσαλάν. Όσο κι αν ο πρωθυπουργός και άλλα κυβερνητικά στελέχη μιλούν για "παρακράτος", "εξωθεσμικούς παράγοντες" και "εσμό υπερπατριωτών" που έφεραν τη χώρα σε δεινή θέση, τα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια αποκαλύπτουν το βάθος της εμπλοκής των ελληνικών μυστικών (και άλλων) υπηρεσιών με το ΡΚΚ και τους "ιδιώτες". Πολλά για την υπόθεση είπε ο ίδιος ο αρχηγός του ΡΚΚ στο Ιμραλί και δεν νομίζουμε ότι φταίνε τα "ειδικά φάρμακα" για τις ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις του. 
Η περίοδος, επομένως, της υποστήριξης του "εχθρού του εχθρού μας" Οτσαλάν, κλείνει, περίπου όπως τέλειωσε και η περίφημη πρόταση Σαμαρά (και πολλών άλλων) για τον "διαμελισμό των Σκοπίων". Κανείς δεν θα μάθει ποτέ ούτε για δίκτυα, ούτε για μυστικά "εθνικά κονδύλια". Το ίδιο το "Δίκτυο 21" περιορίζεται σε μισόλογα. Τα μέλη του, λέει, έδρασαν οικεία βουλήσει. Αντί να δώσει εξηγήσεις προτιμά τα "θούρια": "Αντίσταση παντού: Στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στη Θράκη". "Επί τρία χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων, αντί να θωρακιζόμαστε πυρετωδώς έναντι της Τουρκίας, καθυστερούμε την αμυντική μας θωράκιση και αποθαρρύνουμε τους εξοπλισμούς της Κύπρου" (1/3/1999). Η χρήση του πρώτου πληθυντικού, ήταν πάντοτε το τέχνασμα όλων των εμπόρων πατριωτισμού».

Πηγή:alfavita