ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ · ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ 6-7 ΝΟΕΜΒΡΗ 2012
Σήμερα, με την ασταμάτητη γενικευμένη επίθεση των ξένων και ντόπιων ελίτ κατά του λαού και τη λήψη κτηνωδών μέτρων που σφαγιάζουν κατακτήσεις 100 ετών, με το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου σε τιμή ευκαιρίας σε μεγαλοκαρχαρίες από το Κατάρ, τη Γερμανία κ.λπ., και δικούς μας, οδηγούμαστε ταχύτατα στην Κινεζοποίηση των σχέσεων εργασίας και σε ανεπανόρθωτη καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων, ενώ χάνουμε τον έλεγχο των ίδιων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας που είναι αναγκαίος για οποιεσδήποτε απαιτούμενες ριζικές αλλαγές.
Μέσα σε αυτή τη λαίλαπα, σε πολλούς/ές δημιουργούνται αβίαστα ιστορικοί συνειρμοί με βάση την έννοια της κατοχής. Ωστόσο, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η διαφορά με την τότε στρατιωτική κατοχή που ήταν Εξωτερική Κατοχή με τα όπλα, είναι ότι σήμερα έχουμε Οικονομική Κατοχή, η οποία είναι Εσωτερική. Αυτή λαμβάνει χώρα με τη χρήση τόσο οικονομικής βίας (ανεργία, περικοπές, το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου κ.τλ.) όσο και φυσικής βίας (καταστολή). Αποτελεί εσωτερική κατοχή αφού η ΕΕ, μέσω της Τρόικας, καθορίζει πλέον όλη την  οικονομική πολιτική καταργώντας την όποια οικονομική και πολιτική κυριαρχία είχαμε πριν, ενώ βέβαια η Κατοχή αυτή, σε αντίθεση με την εξωτερική, υποστηρίζεται έμμεσα ή άμεσα σχεδόν από το 1/3 του ελληνικού πληθυσμού (βλ. και αποτελέσματα εκλογών), πράγμα που κάνει ακόμη πιο φανερό τον χαρακτήρα του αγώνα σαν κοινωνικό πρωταρχικά, και μετά εθνικό!
Γι’ αυτό το λόγο η μόνη απάντηση σ’ αυτήν την επίθεση των ντόπιων και ξένων ελίτ που δημιούργησαν την κρίση με την ένταξη μας στην ΕΕ (για την οποία δε ρωτήθηκε ποτέ ο Λαός), και κατά συνέπεια στην Καπιταλιστική Παγκοσμιοποίηση, είναι η αντεπίθεση «από τα κάτω», με τη μορφή ενός αγώνα όχι μόνο εθνικής αλλά και, κυρίως, κοινωνικής  απελευθέρωσης, που θα στρεφόταν ενάντια στις ντόπιες και  ξένες ελίτ, με στόχο τη μόνιμη έξοδο από την κρίση και την οικονομική αυτοδυναμία, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η απεξάρτηση μας από την καπιταλιστική (νεοφιλελεύθερη) παγκοσμιοποίηση. Άλλωστε η εθνική απελευθέρωση στις σημερινές συνθήκες είναι συνέπεια της κοινωνικής απελευθέρωσης και όχι αντίστροφα.
Η ανάγκη ενός Μετώπου Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης είναι επιτακτική ώστε να αποκρουστεί η συστηματική παραπληροφόρηση των ΜΜΕ που τώρα (μετά το κλείσιμο του 902 και της Ελευθεροτυπίας και την αντικατάσταση τους από δύο εφημερίδες-μαϊμού) θα περνούν σχεδόν αποκλειστικά τη γραμμή του συστήματος και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ευρύτερης ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΕΛΕ κ.λπ.) για τα αίτια της κρίσης.
ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΩΝ ΠΑΠΑΓΑΛΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
-  ΔΕΝ είναι ο δήθεν υπερτραφής  δημόσιος τομέας ο μεγάλος ασθενής που ευθύνεται για την κρίση. Από έρευνα του ΟΑΣΑ, το 2003 Γαλλία και Γερμανία ξόδευαν 15%-25% για κράτος πρόνοιας ενώ η Ελλάδα 10%. Συγκριτική έρευνα αποκαλύπτει ότι το 2002 μόλις το 11,4% του ελληνικού εργατικού δυναμικού εργαζόταν στο δημόσιο τομέα με το ποσοστό αυτό να φτάνει στο 15% το 2010, ακριβώς δηλαδή στον μέσο όρο της ΕΕ.
-  ΔΕΝ είναι το ΧΡΕΟΣ αίτιο αλλά συνέπεια της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας, λόγω της εξάρτησης της από τα μητροπολιτικά καπιταλιστικά κέντρα, η οποία εντάθηκε με την ένταξη στην ΕΕ/ΟΝΕ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) καθιέρωσε το άνοιγμα των 4 αγορών (κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών, υπηρεσιών) από κάθε κοινωνικό έλεγχο ώστε το Ευρωπαϊκό μπλοκ να ανταγωνιστεί το Αμερικάνικο και των χωρών της ΝΑ Ασίας. Το πρόβλημα όμως στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία κτλ) ήταν η απουσία ισχυρής παραγωγικής και ανταγωνιστικής βάσης αντίστοιχης των Κέντρων (Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.) κατά την είσοδό τους στην ΕΕ. Έτσι, η οικονομία μας (οι παραγωγοί, οι αγρότες κτλ.), αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα ξένα προϊόντα των χωρών του Κέντρου μέσα στην «ενιαία» αγορά συρρικνωνόταν παραγωγικά, την ίδια στιγμή που εισάγαμε όλο και πιο πολλά, με άμεση συνέπεια τη ραγδαία αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Και πώς χρηματοδοτείται το έλλειμμα; Με τον δανεισμό. Να η πρώτη πηγή του χρέους! Η δεύτερη πηγή ήταν η οικοδόμηση του πελατειακού κράτους-πρόνοιας από το ΠΑΣΟΚ με δανεικά αντί με χτύπημα των προνομιούχων στρωμάτων, όπου τη δεκαετία του ’80 τριπλασιάστηκε το Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη έκανε το δανεισμό ακόμη πιο εύκολο, μέχρι να ξεσπάσει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση.
- Γι’ αυτό και η έξοδος μόνο από το Ευρώ και όχι ταυτόχρονα και από την ΕΕ, όπως λένε διάφορες προτάσεις της ενσωματωμένης «Αριστεράς», δεν λύνει το πρόβλημα προς όφελος του λαού, αφού όχι μόνο δεν χτυπάει τα αίτια της κρίσης, αλλά η «λύση» αυτή μπορεί να είναι καταστροφική:
Κι αυτό γιατί έξοδος από το Ευρώ, χωρίς παράλληλη έξοδο και από την ΕΕ σημαίνει:
·         αύξηση του Χρέους μετρούμενο σε υποτιμημένες δραχμές
·         συνέχιση και παραπέρα ένταση του ξεπουλήματος του κοινωνικού πλούτου, που δεν είναι μόνο θέμα Ευρωζώνης αλλά των ανοιχτών και απελευθερωμένων αγορών της ΕΕ, μέσα στη Νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση. Με υποτιμημένο νόμισμα και ανοικτές τις αγορές κεφαλαίου όπως επιβάλλει η ΕΕ, εξασφαλίζουμε ακόμη μεγαλύτερο ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου!
·         παγίωση/συνέχιση της κατεδάφισης των εργασιακών δικαιωμάτων πάλι λόγω της ΕΕ και όχι λόγω της Ευρωζώνης (λόγω της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας που επιβάλλει η ΕΕ)
·         μόνιμη απώλεια οικονομικής κυριαρχίας λόγω της έλλειψης οικονομικής αυτοδυναμίας που είναι αδύνατη μέσα στην ΕΕ
Σήμερα, οι έντονες διαδηλώσεις των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται βάναυσα από την ένταξη μας στην ΕΕ/ΟΝΕ, δείχνουν ότι το αίτημα για έξοδο από την ΕΕ είναι πλέον ώριμο για μεγάλο τμήμα του λαού. Κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για περαιτέρω συστημική αλλαγή, μόνο στο πλαίσιο της οποίας είναι εφικτός ο αυτοκαθορισμός των λαϊκών στρωμάτων. Ωστόσο, το ζήτημα της επιβίωσης που αντιμετωπίζουμε, ώστε να μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε ως λαός για να μπορέσουμε να αποφασίσουμε συλλογικά ποια εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας θέλουμε, απαιτεί άμεση λύση την οποία μπορεί να επιβάλλει μέσα από τις εκλογές μια Κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου με στόχους όπως οι παρακάτω.
Ας δώσουμε απάντηση τώρα με ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης (ΜΕ.Κ.Ε.Α.)!
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ: ΑΜΕΣΟΙ, ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΣ, ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟΣ
Οι άμεσοι στόχοι του Μετώπου Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης, στους οποίους θα έπρεπε να δεσμευτούν όλες οι συνιστώσες και οι συναγωνιστές είναι:
[1]. Άμεση μονομερής έξοδός μας από την ΕΕ (και όχι μόνο από την Ευρωζώνη), η οποία αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση της απαραίτητης οικονομικής κυριαρχίας.
[2]. Ακύρωση όλων των δανειακών συμβάσεων, Μνημονίων και σχετικών με παράλληλη ολοκληρωτική στάση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων (που σημαίνει μονομερή διαγραφή του χρέους).
[3]. Αναγκαστική απαλλοτρίωση κάθε μεγάλης επιχείρησης  που έχει περιέλθει, μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, στην ιδιοκτησία των ξένων και ντόπιων ελίτ, ιδιαίτερα αν αφορούν τους τομείς παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (Υγεία, παιδεία, Ασφάλιση κ.λπ.)
[4]. Επανεισαγωγή της δραχμής και μερική υποτίμησή της με παράλληλη μετατροπή των καταθέσεων σε δραχμές, και μέτρα ώστε να μην πληγούν τα λαϊκά εισοδήματα και οι μικροκαταθέτες (π.χ. επιδοτήσεις των λαϊκών στρωμάτων χρηματοδοτούμενες από τα έσοδα ενός σημαντικού φόρου στη μεγάλη περιουσία ―κινητή και ακίνητη― καθώς και τα έσοδα από ένα βαρύ φόρο στα είδη πολυτελείας).
[5]. Αυστηροί κοινωνικοί έλεγχοι στην κίνηση αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών (τελωνειακοί έλεγχοι, συναλλαγματικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις κ.λπ.) ώστε να αρχίσει  η διαδικασία για την οικονομική αυτοδυναμία της χώρας.
[6]. Επαναφορά μισθών και συντάξεων στα προ Μνημονίων επίπεδα με παράλληλη επαναπρόσληψη των απολυμένων στον δημόσιο τομέα, που θα αναδιοργανωθεί ορθολογικά, στο πλαίσιο της γενικότερης αναδιάρθρωσης της οικονομίας με βάση την αρχή της αυτοδυναμίας.
[7]. Κοινωνικοποίηση των Τραπεζών και των στρατηγικών κλάδων παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων όλων των κλάδων που καλύπτουν βασικές ανάγκες, στο πλαίσιο του προτεινόμενου παρακάτω μίγματος μορφών ιδιοκτησίας και μεθόδων κατανομής των οικονομικών πόρων.
[8]. Γενική καταγραφή κινητής και ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων στο εξωτερικό και επιβολή δραστικού «προοδευτικού» φόρου μεγάλης περιουσίας (φόρος δηλαδή ανάλογος με το μέγεθος της περιουσίας που μπορεί να φθάνει και στο 100% της περιουσίας για τις πολύ μεγάλες περιουσίες κ.λπ.), με στόχο τη δραστική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου.
[9]. Δημιουργία ενός πραγματικά λαϊκού συστήματος Υγείας, Εκπαίδευσης και Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα καλύπτει τις λαϊκές ανάγκες και θα ελέγχεται άμεσα απο αυτούς που παρέχουν, αλλά και αυτούς που δέχονται τις υπηρεσίες αυτές.
ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΣ ΣΤΟΧΟΣ: ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΕΝΩΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Μεσοπρόθεσμος στόχος του Μετώπου θα έπρεπε να είναι η οικοδόμηση των βάσεων μιας αυτοδύναμης οικονομίας, δηλαδή να ληφθούν μέτρα για να ξανακτιστεί η παραγωγική δομή της χώρας, που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά μετά την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ, και να διαμορφωθεί ένα συναφές καταναλωτικό πρότυπο, πέρα από αυτό που μας επέβαλαν η εξάρτησή μας από την ΕΕ και το υπάρχον σύστημα, και οδήγησαν στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση και στη συνακόλουθη οικονομική, κοινωνική και οικολογική καταστροφή. Χρειάζεται δηλαδή στο στάδιο αυτό να δημιουργηθεί μια ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ (όχι αυτάρκης) οικονομία που θα στηρίζεται κατ’ αρχήν στους εγχώριους παραγωγικούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών μας, και μόνο κατ’ εξαίρεση σε ξένους παραγωγικούς πόρους, τους οποίους μπορούμε ν’ αποκτούμε μέσω των εξαγωγών των πλεονασμάτων μας, και ενός τουρισμού που θα σέβεται τον ελληνικό λαό και το περιβάλλον, προσφέροντας υπηρεσίες, όχι απλά στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα του εξωτερικού, όπως σήμερα, αλλά σε κάθε κοινωνικό στρώμα, σε ένα κλίμα διεθνούς αλληλεγγύης.
Η αυτοδύναμη οικονομία αποτελεί άλλωστε τη μόνη δυνατή διέξοδο από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που προσφέρει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και φυσικά αυτό δεν σημαίνει «απομονωτισμό» όπως διαστρεβλώνουν την αυτονομία οι «Ευρωπαϊστές» στη ρεφορμιστική Αριστερά, τα Πανεπιστήμια κ.λπ. που έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά και άλλα συμφέροντα από την παραμονή μας στην ΕΕ. Αυτή είναι η μόνη φιλολαϊκή λύση, ιδιαίτερα αν αποτελέσει τμήμα οικονομικών ενώσεων με γειτονικές χώρες σε παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, Βαλκανικές χώρες, χώρες της Βόρειας Αφρικής κ.λπ.). Οι νέες αυτές οικονομικές ενώσεις που θα θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη των λαών, αντί για τις σημερινές ληστρικές ενώσεις του κεφαλαίου και των ελίτ, όπως η ΕΕ, αποτελούν τον μόνο αληθινό διεθνισμό σήμερα, σε αντιδιαστολή με τον ψευτοδιεθνισμό της ρεφορμιστικής «Αριστεράς» που δήθεν θα κτιστεί μέσα στην ΕΕ του κεφαλαίου! Πιο σημαντικό, η ίδρυση αυτοδύναμων οικονομιών αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει δυνατή η ανάπτυξη του αγώνα για μια νέα μορφή κοινωνίας. Ούτε μια Περιεκτική Δημοκρατία, ούτε μια σοσιαλιστική (κρατικοσοσιαλιστική ή ελευθεριακή) οικονομία, είναι δυνατές σήμερα σε μια χώρα που δεν έχει ανακτήσει την οικονομική αυτοδυναμία της και την απεξάρτησή της από την διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟΣ ΣΤΟΧΟΣ: ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ (ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ) ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Πιο σημαντικό, η ίδρυση αυτοδύναμων οικονομιών αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει δυνατή η ανάπτυξη του αγώνα για μια νέα μορφή κοινωνίας. Ούτε μια Περιεκτική Δημοκρατία, ούτε μια σοσιαλιστική (κρατικοσοσιαλιστική ή ελευθεριακή) οικονομία, είναι δυνατές σήμερα σε μια χώρα που δεν έχει ανακτήσει την οικονομική αυτοδυναμία της και την απεξάρτησή της από την διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.  Έτσι, όταν θα έχει ορθοποδήσει ο λαός από τη σημερινή κρίση, και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν σήμερα επαναστατικές συνθήκες, παρά τις υπερ-επαναστατικές κορώνες που ακούγονται,  θα μπορεί να επιλέξει δημοκρατικά το είδος κοινωνίας που θα ήθελε για να ζήσει σε αμοιβαία συνεργασία με άλλους λαούς και σε έναν πραγματικό διεθνισμό, όπως σε μια Συνομοσπονδιακή πραγματική (Περιεκτική) Δημοκρατία.
Το Μέτωπο ME.K.E.A. μπορεί να διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο στην κλιμάκωση ενός κινήματος άγριων απεργιών και καταλήψεων, μακριά από πουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, ώστε να επιβάλλει την προκήρυξη εκλογών στις οποίες θα συμμετείχε με σκοπό την υλοποίηση των παραπάνω στόχων.
-  ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΤΩΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ: ΜΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ – ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΛΗΣΤΕΦΘΕΝΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΥ.
-  ΓΙΑ ΕΝΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ ΒΑΣΙΣΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΨΕΥΤΟ-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΕΛΙΤ
-  ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ (ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΩΝ) ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Το τέλος της πολιτικής αντιπροσώπευσης;






Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή *
«Γιατί πέρασε τον δρόμο ο Νικ Κλεγκ; Γιατί είπε ότι δεν θα τον περνούσε». Αυτό το ανέκδοτο που κυκλοφορεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της κυβέρνησης Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών, συμπυκνώνει πολύ εύγλωττα το autodafé της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη χώρα που τη γέννησε. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2010, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Δημοκρατών αυτοπροβαλλόταν ως ο εγκαινιαστής μιας νέας, πιο ανοικτής και διαφανούς πολιτικής, που λογοδοτεί στους πολίτες και δεσμεύεται απέναντί τους. Εξελέγη ως η ενσάρκωση μιας εναλλακτικής λύσης, που θα θεράπευε τον εκφυλισμένο, αναξιόπιστο κοινοβουλευτισμό, μέσα από τους ίδιους τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Η ιλαροτραγική διάψευση της ελπίδας ήρθε πολύ γρήγορα, αλλά η ταχύτητα της ανατροπής δεν ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της «κυβέρνησης εθνικής ευθύνης και συνεννόησης», που θα αναδιαπραγματευόταν το μνημόνιο στην Ελλάδα…
Όλο και πιο συχνά σήμερα, οι πολιτικοί αντιπρόσωποι όχι μόνον δεν τιμούν τις προτιμήσεις της πλειοψηφίας σύμφωνα με τις ρητές προεκλογικές δεσμεύσεις τους, αλλά με την άνοδό τους στην εξουσία εφαρμόζουν τις ακριβώς αντίθετες πολιτικές από εκείνες που πρέσβευαν και βάσει των οποίων εξελέγησαν. Εν ολίγοις, όχι απλώς δεν αντιπροσωπεύουν τη βούληση της πλειοψηφίας, όπως αποτυπώνεται μέσα από την εκλογική διαδικασία, αλλά την παραβιάζουν και την αντιμάχονται ευθύς εξαρχής. Στην ελληνική περίπτωση, η κυβέρνηση της τριανδρίας δεν μπορεί καν να επικαλεστεί, όπως ο Γ.Α.Π., μια απρόβλεπτη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επιτάσσει έκτακτες πολιτικές, πέρα από τις προεκλογικές υποσχέσεις. Οι γενικές συνθήκες παραμένουν λίγο-πολύ οι ίδιες και η διαχείρισή τους σε σχέση με τη μνημονιακή καταστροφή ήταν ακριβώς το κύριο επίδικο των εκλογών και της προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Η αναίρεση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και ο ολιγαρχικός εκφυλισμός της συνταγματικής δημοκρατίας ενυπάρχει ως ισχυρή δυνατότητα στην ίδια την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, από τη στιγμή που αυτή θεσπίζει τον χωρισμό των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους. Η ισχυρή δυνατότητα γίνεται σχεδόν νομοτελειακή πραγματικότητα, όταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία λειτουργεί υπό τους όρους μιας οικονομίας της αγοράς, η οποία παράγει εγγενώς ανισότητες πλούτου και εξουσίας και ελέγχεται από ολίγους. Στον βαθμό που το κράτος και η κυβέρνηση εξαρτώνται από μια τέτοια οικονομία, για την εξασφάλιση των πόρων τους και την πραγματοποίηση των πολιτικών τους, η άνιση οικονομική ισχύς αποκτά δομικά δυσανάλογη επιρροή στην πολιτική των αντιπροσώπων σε βάρος της βούλησης των πολλών. Η εκπλήρωση αυτού του οιονεί νόμου της ολιγαρχίας σε ένα καπιταλιστικό αντιπροσωπευτικό καθεστώς εμποδίστηκε στη μεταπολεμική περίοδο από τις οργανωμένες δυνάμεις της εργασίας και τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Αλλά τώρα και οι δύο ανασχετικοί παράγοντες έχουν εκλείψει, ενώ η παγκοσμιοποίηση και η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση των αγορών έχουν αυξήσει εκθετικά την οικονομική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, ιδιαίτερα του χρηματοοικονομικού.
Γι’ αυτό ακριβώς το κίνημα των «πλατειών» και των «αγανακτισμένων» που διαδόθηκε εν είδει ιού το 2011 από την Β. Αφρική στη Β. Αμερική, περνώντας από τη μεσογειακή Ευρώπη, ήταν ταυτόχρονα και αξεδιάλυτα μια συλλογική εξέγερση ενάντια τόσο στη μαζική εξαθλίωση που παράγει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιότητα, όσο και στην απουσία «πραγματικής δημοκρατίας», όχι μόνο σε δικτατορικά καθεστώτα αλλά και σε αντιπροσωπευτικά-φιλελεύθερα. Όπως είπε χαρακτηριστικά η Τζούντιθ Μπάτλερ, συνοψίζοντας τη στάση αυτών των κινημάτων, «Δεν θα ήμασταν εδώ αν οι αιρετοί αξιωματούχοι εκπροσωπούσαν τη λαϊκή βούληση. Διαχωριζόμαστε από την εκλογική διαδικασία και τη συνέργειά της στην εκμετάλλευση. Καθόμαστε και στεκόμαστε και κινούμαστε και μιλάμε, όπως μπορούμε, ως η λαϊκή βούληση, την οποία ξέχασε και εγκατέλειψε η εκλογική δημοκρατία».1
Η ίδια απαξίωση και καταστροφή έπληξαν, ως γνωστόν, και την ιστορική επαναστατική εναλλακτική: την αντιπροσώπευση ενός υποτιθέμενου καθολικού υποκειμένου χειραφέτησης από ποικιλώνυμες, ως επί το πλείστον λενινιστικές, πρωτοπορίες, που μιλούσαν στο όνομα των μαζών και των πανανθρώπινων συμφερόντων, τα οποία η «προχωρημένη συνείδηση» των πρωτοπόρων είχε συλλάβει και προωθούσε με τη δράση της. Οι πρωτοπορίες και οι φωτισμένες ηγεσίες πέθαναν μαζί με την ιδέα, πρώτον, ότι υπάρχουν κάποια προκαθορισμένα σχήματα κοινωνικής απελευθέρωσης και δικαιοσύνης, και με την απεχθή πράξη, δεύτερον, της άνωθεν ποδηγέτησης, της καταπίεσης ή και της εξολόθρευσης των μαζών που δεν κατανοούσαν τα αντικειμενικά τους συμφέροντα και ήταν, ούτως ή άλλως, αδύνατο να απελευθερωθούν με πρακτικές εξουσιασμού. Γι’ αυτό και τα εξισωτικά κινήματα της τελευταίας δεκαπενταετίας, από τους Ζαπατίστας έως το Occupy Wall Street, προκρίνουν οριζόντιες συμμετοχικές δομές και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας όλες τις πρωτοπορίες του κόσμου.
Σημαίνει αυτό, άραγε, ότι η πολιτική της αντιπροσώπευσης ανήκει πια στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας, από τη σκοπιά τουλάχιστον των δημοκρατικών αξιών και προταγμάτων, και ότι η συλλογική αυτονομία ή θα είναι άμεση ή δεν θα υπάρχει; Η απάντηση είναι όχι, και αυτό για συγκυριακούς αλλά και διαχρονικούς λόγους. Το παράδειγμα του πρόσφατου κινήματος των καταλήψεων δημόσιων χώρων στις Η.Π.Α. είναι άκρως διαφωτιστικό. Οι συμμετέχοντες και οι συμμετέχουσες μιλούσαν στο όνομα του 99% που αντιμάχεται το 1% της δεσποτικής ολιγαρχίας. Αλλά η συμμετοχή των πολιτών πόρρω απείχε από το 99% του συνόλου που επικαλούνταν -για να το διατυπώσουμε κομψά. Και όχι μόνον αυτό, αλλά οι κινηματίες ανέλαβαν μια λειτουργία καταστατικής αντιπροσώπευσης, με την οποία οι εκπρόσωποι δεν εκπροσωπούν τη δεδομένη βούληση του λαού, αλλά ορίζουν και συγκροτούν οι ίδιοι αυτή τη λαϊκή βούληση στην οποία αναφέρονται, όπως ακριβώς και πολλοί ηγέτες και εκπρόσωποι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Το 99% των Αμερικανών πολιτών περιλαμβάνει και το Tea Party, Ρεπουμπλικανούς, χριστιανούς φονταμενταλιστές, φανατικούς υπέρμαχους της «ελεύθερης αγοράς» κ.ο.κ. Τα κινήματα των καταλήψεων άρθρωναν μια βούληση την οποία εμφάνιζαν ως βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας ενώ, στην πραγματικότητα, ήταν προϊόν της δικής τους συλλογικής διαβούλευσης. Και καλά έκαναν, από μια άποψη.
«Το παλιό έχει πεθάνει και το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμη». Γι’ αυτό ακριβώς και μια πολιτική της «αμεσοκρατίας», όπου τα ενεργά πολιτικά υποκείμενα της προοδευτικής αλλαγής θα επεδίωκαν μόνον να βοηθήσουν να ανασυρθεί, να προβληθεί πιστά και να πραγματωθεί η πλειοψηφική βούληση, είτε στους κατεστημένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς ή και σε τοπικές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, θα ήταν σήμερα είτε αδύνατη είτε επικίνδυνα συντηρητική. Στις συνθήκες του καιρού και του τόπου μας, η συλλογική βούληση για το νέο δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί, και οι κυρίαρχες κοινωνικές διαθέσεις ταλαντεύονται ανάμεσα στη νοσταλγία για το πρόσφατο παρελθόν των ευρωπρογραμμάτων, της λαμογιάς, της διαπλοκής κ.ο.κ., και στον φόβο του ξένου και του άγνωστου μέλλοντος. Το νέο δεν θα μπορέσει να συγκροτηθεί και να ευδοκιμήσει μέσα από δημιουργικούς αγώνες, αν οι μεν θεσμικοί φορείς της αριστεράς θέλουν να λειτουργούν ως απλοί και άδολοι εκφραστές των πλειοψηφικών προτιμήσεων, ακολουθώντας τις έρευνες της κοινής γνώμης, οι δε κινηματικοί δρώντες επιδιώκουν κατ’ εξοχήν την αύξηση της μαζικής παρουσίας του πλήθους σε άμεσες συμμετοχικές διαδικασίες και την απλή ανάδειξη και συνάθροιση των δεδομένων επιθυμιών και αντιλήψεών του.
Καλούμαστε, λοιπόν, να αναζητήσουμε δύσβατους αλλά ελπιδοφόρους δρόμους, πέρα από την παλιά εξουσιαστική αντιπροσώπευση αλλά και από μια αφελή μεταστροφή στην άμεση δημοκρατία. Και τούτο γιατί, και εκτός της συγκυρίας, μια ολοκληρωμένη άμεση δημοκρατία θα απαιτούσε την πλήρη παρουσία της κοινωνίας στον εαυτό της: τη διαρκή και ενεργό συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στα κοινά, σε όλα τα πολλαπλά τους επίπεδα (δημόσια αγαθά, ζητήματα γενικής και τοπικής πολιτικής κ.ά.), καθώς και τη συστηματική επίτευξη μιας αβίαστης, ομοιογενούς συναινετικής βούλησης, δηλαδή την εξάλειψη των ριζικών διαφορών. Μια τέτοια συνθήκη, εκτός από σχεδόν ανέφικτη είναι, μάλλον, και ανεπιθύμητη.
Η διέξοδος δεν θα βρεθεί με την επάνοδο σε μια «αντιπροσώπευση» από κυρίαρχους καθοδηγητές και φωστήρες, αλλά με την επιδίωξη μιας δύσκολης ισορροπίας εκ μέρους των σημερινών υποκειμένων της πολιτικής δράσης. Μια νέα ηγεμονία στην κατεύθυνση της εξισωτικής χειραφέτησης θα πρέπει να οργανωθεί με άξονα το όραμα μιας κοινωνίας συμμετοχικής αυτοοργάνωσης με ισότητα και ενδυνάμωση όλων των μοναδικοτήτων, η οποία θα προκύψει από τις αντίστοιχες πολιτικές μορφές: οριζόντιες δομές αυτοδιεύθυνσης και ελεύθερης συμβίωσης που αντιμάχονται τις σχέσεις κυριαρχίας, ανοικτά, ευέλικτα σχήματα κοινωνικής συνεργασίας. Στην πορεία του κοινωνικού αυτομετασχηματισμού οι υποστηρικτές αυτού του προτάγματος δεν θα πρέπει να περιοριστούν στο ρόλο μιας παθητικής θέασης ή προβολής ή καταγραφής της συγκροτημένης συλλογικής βούλησης για αυτή την άλλη κοινωνία, η οποία βούληση απλώς δεν υπάρχει ή είναι εξαιρετικά θολή και ασχημάτιστη. Ούτε θα πρέπει να γίνουν, από την άλλη, οι νέες ηγεσίες που θα ποδηγετήσουν τα εγχειρήματα του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού εμποδίζοντας εξαρχής τη χειραφέτηση των πολλών. Θα πρέπει να δράσουν ως καταλύτες-πυροδότες του συλλογικού αναστοχασμού και της επινόησης του νέου, παρεμβαίνοντας ενεργά με ριζοσπαστικές κριτικές, προτείνοντας προχωρημένα σχέδια δράσης και κοινωνικής αλλαγής, αλλά παραμένοντας πάντα ίσοι μέτοχοι στις κοινές διαβουλεύσεις και συμπράξεις του πλήθους, ενθαρρύνοντας την αυτοδύναμη σκέψη και τον αυτομετασχηματισμό των πολλών.
Και στο μέλλον, μια άλλη, πραγματική δημοκρατία δεν θα επιτάσσει την καθολική πολιτική συστράτευση και συναίνεση. Θα διαχειρίζεται όλα τα ποικίλα πεδία κοινού ενδιαφέροντος και συνεργασίας με φόρουμ ανοικτής διαβούλευσης που θα εξασφαλίζουν καθολικά τη δυνατότητα ίσης συμμετοχής. Οι ευέλικτοι και δικτυωμένοι χώροι αυτοκυβέρνησης των πολλών θα δεσμεύονται από αρχές σεβασμού προς τα ίσα βασικά δικαιώματα των μειοψηφιών και θα θεσπίζουν μηχανισμούς μέγιστης διαφάνειας, λογοδοσίας και ελέγχου από το σύνολο ενός κοινωνικού σχηματισμού. Δεν θα επιτρέπουν, έτσι, αυτό που κατά τη Χάννα Άρεντ αποτελεί ένα αναπόφευκτο, αλλά θεμιτό (για την ίδια) χαρακτηριστικό των άμεσων δημοκρατιών: τον σχηματισμό νέων ελίτ από ομάδες πολιτών που δραστηριοποιούνται μόνιμα και ενεργά στους θεσμούς της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης σε αντίθεση με μια πιο χαλαρή και πιο αδρανή κοινωνική πλειοψηφία. Mια μελλοντική δημοκρατία όπως αδρογραφήθηκε παραπάνω θα μπορούσε να είναι και άμεσα συμμετοχική και πραγματικά αντιπροσωπευτική, χωρίς να προϋποθέτει την ανελεύθερη ομοιογένεια ή τη διαρκή πολιτική στράτευση όλων, και χωρίς να νομιμοποιεί νέες μορφές ολιγαρχίας στο όνομα μιας άμεσης παρουσίας της κοινωνίας στον εαυτό της.
* Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ
1. Judith Butler, “Composite Remarks”, Occupy Los Angeles Reader, τ.1-3, Νοέμβριος 2011, σ.89.
Αναδημοσίευση από: Η Αυγή
  http://eagainst.com

Η προϊστορία της σύγχρονης ελληνικής άκρας δεξιάς

Του Σπύρου Μαρκέτου *
Το παρακάτω κείμενο συμπεριλαμβάνεται (με τον τίτλο, “Η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα της κρίσης”) στα Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας #1 που εκδόθηκαν το καλοκαίρι.  Αναδημοσιεύεται από το ιστολόγιο: Η Λέσχη

Εισαγωγή
Η άκρα δεξιά έχει αρκετά μελετηθεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, από τον Μεσοπόλεμο και μετά, αλλά στη χώρα μας δεν έχει συγκεντρώσει το επιστημονικό ενδιαφέρον ως τώρα, και σπάνια αντιμετωπίζεται ως ενιαίο ιστορικό φαινόμενο στο πλαίσιο μιας ιστορικής και συγκριτικής προσέγγισης.[1] Αυτό βεβαίως διευκόλυνε την πρόσφατη επανεμφάνιση εδώ του ναζισμού, καθώς «η ανάδειξη του παρελθόντος και η ιστορική μνήμη είναι ουσιώδη στοιχεία για την πολιτική νοηματοδότηση και δράση».[2] Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολιτισμικής αβεβαιότητας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ η αναζωογόνηση της δημόσιας μνήμης, η συμπύκνωση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας και η παρουσίασή τους με τρόπο παραστατικό κι εύληπτο. Επείγει να παρουσιάσουμε την ιστορία της ελληνικής άκρας δεξιάς κριτικά και συγκριτικά, και κατεξοχήν να συνδέσουμε τις εξελίξεις στην Ελλάδα με αντίστοιχα φαινόμενα της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Το κείμενο που ακολουθεί δεν μπορεί φυσικά να τα κάνει όλα αυτά, αλλά θέλει απλώς να συνοψίσει κάποια στοιχειώδη ιστορικά δεδομένα, για τις καταβολές της ελληνικής ακροδεξιάς από την εποχή της Εθνικής Εταιρείας ως τη χούντα των συνταγματαρχών, του 1967-1974, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να συμβάλει στον κριτικό στοχασμό και τη δράση για την αντιμετώπιση του φασισμού στη σημερινή Ελλάδα.
Ας πούμε εξαρχής πως τον περασμένο αιώνα η άκρα δεξιά διαδραμάτισε έναν κάθε άλλο παρά περιθωριακό ρόλο σ’ όλη την Ευρώπη, και ήταν μια από τις δυνάμεις που έπλασαν τον καπιταλισμό του εικοστού αιώνα. Στη χώρα μας επηρέασε καίρια την εθνική ιδεολογία και, στις δεκαετίες που κύλησαν από τον Ίωνα Δραγούμη ως τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, συχνά κατεύθυνε τις τύχες του κράτους. Στήριξε δικτατορίες και άλλα έκρυθμα καθεστώτα, οργάνωσε αναρίθμητα κινήματα και πραξικοπήματα, ρίζωσε στον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, τη διανόηση και την εκκλησία, επηρέασε κατά καιρούς καθοριστικά τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, συνεργάστηκε με τον κατακτητή για να συντρίψει την κοινωνική αμφισβήτηση που έφερε η Κατοχή, απέκτησε μαζική βάση και οργάνωση τη δεκαετία του 1940, πρόσφερε κοινωνική άνοδο στα στελέχη και τους απλούς υποστηρικτές της και, τέλος, εξασφάλισε μακροπρόθεσμα νομιμοποίηση αναπτύσσοντας μια ισχυρή εκδοχή της εθνικοφροσύνης, που ήταν ο ηγεμονικός από τον Εμφύλιο ως το 1974 δημόσιος λόγος.
Με δυο λόγια, για παραπάνω από μισό αιώνα, χονδρικά από τον Διχασμό ως την πτώση της Χούντας το 1974, η άκρα δεξιά είτε πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή της χώρας είτε έδρασε στο προσκήνιό της. Από την άλλη πλευρά σ’ όλο αυτό το διάστημα, και τούτες ήταν οι μεγάλες της αποτυχίες, ούτε πολιτική ή ιδεολογική ενότητα κατόρθωσε ποτέ να εξασφαλίσει ούτε ευρύτερη νομιμοποίηση. Αυτά οφείλονταν βέβαια στην άμεση σύνδεσή της με τις καταστροφές και τις τραγωδίες του 1897, του 1922, του 1941-49 και του 1974. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς τις δοκιμασίες που πέρασε η χώρα μας τον εικοστό αιώνα αν παραβλέψει τον ιδεολογικό και πολιτικό αυτό χώρο, ο οποίος σήμερα επέστρεψε πλέον στο πολιτικό προσκήνιο. Στις σελίδες που ακολουθούν θ’ ανιχνεύσουμε την ιστορία του και θα προσπαθήσουμε να δούμε με ποιούς τρόπους μπορούμε σήμερα να του αντιταχθούμε.
1. Το ιστορικό υπόβαθρο: ο Διχασμός
Στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, η άκρα δεξιά συγκροτείται πολιτικά και ιδεολογικά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μετά την πτώση του Όθωνα το 1862, και καθώς σιγά σιγά ριζώνει ο κοινοβουλευτισμός, οι αντίπαλοι του εκδημοκρατισμού προσπαθούν, όπως έκαναν νωρίτερα και σ’ άλλες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμά τους τη Γαλλία[3], να αποκτήσουν και αυτοί μαζική επιρροή. Έτσι λοιπόν βαθμιαία, και με πολλές αντιφάσεις, οργανώνουν έναν αντιδημοκρατικό χώρο που εκδηλώνει ακραία εχθρότητα κατά της αριστεράς και των φιλελευθέρων[4]. Οι ρίζες του είναι πολλαπλές. Μπορούμε χονδρικά να διακρίνουμε πέντε διακριτές τάσεις του. Πρώτα πρώτα την απολυταρχική ακροδεξιά που συσπειρώνεται τότε γύρω από τον χαρισματικό διάδοχο Κωνσταντίνο· ομοϊδεάτη, φίλο και μιμητή του γερμανού κάιζερ Γουλιέλμου5.  Έπειτα τη μιλιταριστική ακροδεξιά, που σιγά σιγά συνέρχεται από τη γελοιοποίησή της στον πόλεμο του 1897· το 1909 νιώθει ανήμπορη να κυβερνήσει η ίδια, αλλά το 1922 επιβάλλει την πρώτη στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας, την κυβέρνηση Πλαστήρα, κι έκτοτε μένει στο προσκήνιο ως το 1974[6]. Τρίτον, τη σωβινιστική ακροδεξιά που ενισχύεται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και αναπτύσσει πολλαπλές εκδοχές ενός κοινωνικά υπερσυντηρητικού και επιθετικού εθνικισμού, συντονισμένου με ανάλογα ρεύματα που εξαπλώνονται τον ίδιο καιρό σ’ όλη την Ευρώπη[7]. Τέταρτον, τη συντηρητική ακροδεξιά που τότε επιδιώκει κυρίως τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος και αναθαρρεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους[8]. Τέλος, τη φονταμενταλιστική ακροδεξιά που επικαλείται τα ιερά νάματα μιας υπερσυντηρητικής εκδοχής της Ορθοδοξίας9.
Αυτές οι τάσεις συχνά συνεργάζονταν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ιδέες της απολυταρχικής, της σωβινιστικής και της φονταμενταλιστικής άκρας δεξιάς συναντούμε στο πιο συστηματικό εγχείρημα, αρχές του εικοστού αιώνα, να εμποτιστούν με ακροδεξιές ιδέες τα λαϊκά στρώματα, στα Πάτρια. Το εβδομαδιαίο αυτό φυλλάδιο ξεκίνησε, όπως και όλα σχεδόν τα παρόμοια σχέδια, από αστούς· στην πραγματικότητα, από ισχυρούς καπιταλιστές και στελέχη της βασιλικής αυλής που συγκρότησαν την Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης, με έδρα στο κτήριο της Ακαδημίας. Διαφημίζονται την άνοιξη του 1902 με μια πανηγυρική τελετή στη μεγάλη αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, υπό τον επίτιμο πρόεδρό της Εταιρείας Πρίγκιπα Νικόλαο και με την παρουσία του μητροπολίτη –όχι ακόμη αρχιεπίσκοπου- Αθηνών, των περισσότερων μελών της κυβέρνησης, του πρύτανη, των συγκλητικών και των περισσότερων καθηγητών του πανεπιστημίου[10].
Ωστόσο οι μερίδες της άκρας δεξιάς απέτυχαν να ενωθούν πολιτικά εκείνη την περίοδο και άλλωστε, με εξαίρεση τη φονταμενταλιστική και τη σωβινιστική, μικρό λαϊκό έρεισμα είχαν. Συνυπήρχαν στον ίδιο αντιδημοκρατικό χώρο και συχνά αλληλεπικαλύπτονταν, κάποτε όμως είχαν μεταξύ τους σχέσεις χείριστες· για παράδειγμα, το κίνημα στο Γουδί θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια σύγκρουση μεταξύ μιλιταριστικής και απολυταρχικής άκρας δεξιάς.
Οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ν’ απογειωθεί η επιρροή της άκρας δεξιάς, καταρχάς ανάμεσα στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, δημιουργήθηκαν την πολεμική δεκαετία από το 1912 ως το 1922. Όσο επικρατούσε ομαλότητα, αντίθετα, δεν έβρισκε πολιτικό χώρο για ν’ αναπτυχθεί. Οι πολιτικές ιδέες και τα οργανωτικά μορφώματά της πλάστηκαν ψηλαφητά, μέσα από διαδικασίες δοκιμής και λάθους, και το έργο που είχε μπροστά της ήταν δύσκολο. Προκειμένου να εξαπλωθεί στην ελληνική δεξιά έπρεπε πρώτα πρώτα να εκτοπίσει ή να μετασχηματίσει τον κυρίαρχο συντηρητισμό, μια πολιτική στάση με δυσανάγνωστες ιδεολογικές αναφορές, που έδινε έμφαση στην κυρίαρχη παραδοσιοκρατική εκδοχή της Ορθοδοξίας, την προάσπιση της κατεστημένης εξουσίας και κατά κανόνα της μοναρχίας και, από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, στο θεσμό της ιδιοκτησίας κι έναν λιγότερο ή περισσότερο σωβινιστικό εθνικισμό.
Ο κορμός της συντηρητικής αυτής δεξιάς ήταν προσανατολισμένος στον κοινοβουλευτισμό και συνήθως στήριζε πολιτευτές παραδοσιακού τύπου. Ωστόσο κυριαρχούνταν από κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τις οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις όταν το σύστημα βρέθηκε σε κρίση μετά το 1908 και κατεξοχήν στην πολεμική δεκαετία. Αυτές τροφοδότησαν το πρώτο φασιστικού τύπου κίνημα στη χώρα, το κίνημα των Επιστράτων, τον καιρό του Διχασμού[11]. Τότε εμφανίζονται επίσης ο πρώτος αξιόλογος πολιτικοποιημένος διανοούμενος αυτού του χώρου, ο Ίων Δραγούμης, και οι πρώτοι σημαντικοί πολιτικοί εκπρόσωποί του, ο Δημήτριος Γούναρης και ο Ιωάννης Μεταξάς12. Σημείωσε βραχύβιες επιτυχίες αυτό το διάστημα (κυβερνήσεις Γούναρη το 1920-1922, στρατιωτικά κινήματα), και κατόπιν κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1930, όταν η κρίση του καπιταλισμού δυσχέρανε την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και ο αντικομμουνισμός συσπείρωσε τους αστούς. Τη δεκαετία του 1940 έφτασε να περιλαμβάνει τον κορμό του Λαϊκού Κόμματος, τους επιγόνους του Μεταξά που κυριαρχούσαν στο στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, και την Αυλή. Με την παγίωση, τότε, της εθνικοφροσύνης συντονίστηκαν ή και περιστασιακά ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε τάσεις που αναφέραμε παραπάνω.
Άλλες όμως εξελίξεις της ίδιας περιόδου ωθούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ οι νέες συνθήκες ευνόησαν ιδίως τη μοναρχική και τη μιλιταριστική ακροδεξιά, η συντηρητική ακροδεξιά γνώρισε σημαντικές ήττες. Τέτοια ήταν η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος στους «αλλογενείς» και τους πρόσφυγες, που οριστικοποιήθηκε το 1923. Επιπλέον ο Διχασμός διέσπασε την πολιτική έκφραση της άκρας δεξιάς, οδηγώντας άλλα στελέχη της στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο και άλλα στο βενιζελικό. Το πιο σημαντικό πλήγμα όμως της κατάφερε η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η διανομή των μεγάλων κτημάτων στους φτωχούς αγρότες, η πιο ριζοσπαστική σ’ όλη την Ευρώπη. Άμεσα κατέστρεψε μια ηγεμονική ομάδα της άκρας δεξιάς, τους γαιοκτήμονες, κι έμμεσα εκτόνωσε τις κοινωνικές πιέσεις που σ’ άλλες χώρες ευνόησαν την εξάπλωση της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία με τη σειρά της συχνά διευκόλυνε την άνοδο της άκρας δεξιάς.
Ανάμεσα στους διανοούμενούς της άκρας δεξιάς τον Μεσοπόλεμο ξεχώριζαν, στους αντιβενιζελικούς, ο κοινοτιστής Κωστής Καραβίδας και οι πανεπιστημιακοί που συνδέονταν με το Αρχείον Φιλοσοφίας. Αυταρχικές τάσεις εξαπλώθηκαν και στον χώρο των αντιμοναρχικών βενιζελικών, που περιλάμβανε δίπλα σε ισχυρούς πολιτικούς και δημόσιους διανοούμενους που υπερασπίζονταν τον αυταρχισμό ή και τον ίδιο τον φασισμό (Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Κονδύλης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Γεώργιος Φραγκούδης, Σπύρος Μελάς, αρκετοί συνεργάτες του Αρχείου Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών) και φασιστικές μαζικές οργανώσεις· για παράδειγμα, η εθνικοσοσιαλιστική Εθνική Ένωσις Ελλάς με βενιζελικούς συνδεόταν κυρίως.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του βενιζελικού και του αντιβενιζελικού χώρου ήταν ότι ο πρώτος στο σύνολό του υπερασπιζόταν τη βασική δημοκρατικής κατεύθυνσης αλλαγή εκείνης της εποχής, δηλαδή την αγροτική μεταρρύθμιση. Κάποιες αναλύσεις παρουσιάζουν ωστόσο τον Μεσοπόλεμο σαν να ήταν μια μάχη μεταξύ φωτός (το «εκσυγχρονιστικό» και αστικό Κόμμα Φιλελευθέρων) και σκότους (δηλαδή οι αντιεκσυγχρονιστές και κρατικοδίαιτοι μικροαστοί που θυμιάτιζαν τον αντιβενιζελισμό)[13]. Δεν αποδίδουν, νομίζω, την πραγματικότητα. Τα δυο πολιτικά στρατόπεδα του Διχασμού, διαμορφωμένα σε συγκυριακή βάση, δεν είχαν ούτε ιδεολογική συνοχή στο εσωτερικό τους ούτε σαφείς ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους. Και τα δυο περιλάμβαναν φιλελεύθερες, αυταρχικές και ακροδεξιές πτέρυγες, αν και άνισα μοιρασμένες. Για παράδειγμα, η βενιζελική παράταξη πρωτοστάτησε όχι μόνο στις ανεπαρκέστατες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών θεσμών· οργάνωσε τα επτά από τα οχτώ σημαντικά στρατιωτικά κινήματα ανάμεσα στην Επανάσταση του 1922 και το φιάσκο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα το 1935[14]. Η αυταρχική της ροπή όμως δεν αποτύπωνε κάποιες αχαλίνωτες εξουσιαστικές κλίσεις των Φιλελευθέρων, αλλ’ απλώς την κυριαρχία τους στο στράτευμα· τα ίδια έκαναν, με τη σειρά τους όταν επικράτησαν, και οι αντίπαλοί τους –πρώτα οι τέως βενιζελικοί Κονδύλης και Χατζηκυριάκος, κι έπειτα ο Γεώργιος και ο Μεταξάς. Όλοι αυτοί, καθώς και τα αστικά συμφέροντα τα οποία εξέφραζαν, με τις επιλογές τους εμπόδισαν την Ελλάδα να μπει στη μοιραία δεκαετία του 1940 μ’ έναν ανεκτό βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής προόδου.
Η ευρωπαϊκή διάσταση της ανάπτυξης του ελληνικού φασισμού αποτυπώνεται σ’ ένα ζήτημα περιοδολόγησης. Συνήθως όταν μιλάμε για ακροδεξιά στον Μεσοπόλεμο αναφερόμαστε στον Μεταξά και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936. Ωστόσο η κρίσιμη χρονιά, στην οποία οι ακροδεξιοί και των δυο στρατοπέδων απέσπασαν την πρωτοβουλία κινήσεων από τους οπαδούς του κοινοβουλευτισμού, ήταν το 1933. Το πολιτικό σύστημα είχε αποσταθεροποιηθεί από την προηγούμενη χρονιά, με τη μεγάλη οικονομική κρίση που εκτροχίασε το αναπτυξιακό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων. Κατόπιν η λαϊκή δυσφορία ενίσχυσε αφενός την αριστερά και αφετέρου τους αντιβενιζελικούς, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει στη βενιζελική παράταξη έντονος φόβος για την απώλεια της εξουσίας. Σύντομα επικράτησαν οι αυταρχικές της τάσεις, που εκφράζονταν από στρατιωτικούς όπως ο Γονατάς και ο Πλαστήρας, αλλά και από ισχυρούς πολιτικούς και διανοούμενους όπως ο Μαρής και ο Φραγκούδης. Το 1933 ο Βενιζέλος έδωσε αλλεπάλληλα δείγματα ωμού κυβερνητικού αυταρχισμού, και το βράδυ των εκλογών, μόλις αντιλήφθηκε πως θα τις έχανε, στήριξε ένα ανοργάνωτο πραξικόπημα του Πλαστήρα. Ακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας του από μια δυναμική ομάδα ακροδεξιών αντιπάλων που είχαν την κάλυψη κυβερνητικών κέντρων.
Οι εξελίξεις αυτές διευκολύνθηκαν από την άνοδο του Χίτλερ στην Γερμανία το 1933 και την εξάπλωση σ’ ολόκληρη την Ευρώπη του φασισμού, ο οποίος έμοιαζε να δικαιώνει τους αστούς που ήθελαν δυναμική αντιμετώπιση της κοινωνικής αμφισβήτησης. Παρ’ όλη την αντικαπιταλιστική ρητορική τους, μια σταθερά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων ήταν η πάταξη της αριστεράς, που συχνά συνοδευόταν από μέτρα για την ενσωμάτωση ενός μέρους των λαϊκών τάξεων. Στην Ιταλία η επικράτηση του φασισμού συνοδεύτηκε από την απαγόρευση της δράσης όλων των κομμάτων της αριστεράς, την απομάκρυνση των οπαδών της από τους κρατικούς θεσμούς και την καταστροφή του ανεξάρτητου συνδικαλισμού· αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, και η κατάργηση των προηγούμενων συνδικαλιστικών κατακτήσεων, όπως ήταν το οκτάωρο. Στη Γερμανία ο Χίτλερ αμέσως μετά τις εκλογές του 1933 συνέλαβε σύσσωμη τη συνδικαλιστική ηγεσία, κατάργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και απαγόρευσε τις απεργίες. Και τα δυο καθεστώτα έδωσαν στους επιχειρηματίες τα προνόμια που αυτοί απολάμβαναν προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η προστατευτική εργατική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των συντηρητικών και των αστών, μολονότι τούς αφαίρεσαν την πολιτική εξουσία.
Στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 1932, οι φασίζουσες μερίδες των δυο αστικών στρατοπέδων δυνάμωσαν, ώσπου η αντιβενιζελική προχώρησε στην κατάλυση της πολιτικής δημοκρατίας και την οικοδόμηση αυταρχικών καθεστώτων προσανατολισμένων στο πρότυπο του ιταλικού φασισμού, μολονότι δεν κατόρθωσαν πάντοτε να το μιμηθούν. Αυτό είχε αλυσιδωτές συνέπειες. Οι κυβερνήσεις του Κονδύλη το 1935 και του Μεταξά το 1936-1941 σήμαναν έναν θρίαμβο της ακροδεξιάς που οδήγησε κατευθείαν στην κοινωνική πόλωση και την κατάρρευση του κράτους τον καιρό της Κατοχής. Η μοναρχία παλινορθώθηκε. Το κοινοβούλιο περιθωριοποιήθηκε, γελοιοποιήθηκε και σύντομα καταργήθηκε. Ο στρατός, ο κυριότερος πλέον μηχανισμός εξουσίας, πέρασε στα χέρια της αντιβενιζελικής άκρας δεξιάς· το ίδιο συνέβη, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς, με τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Η δικαστική εξουσία, που μετά τις αντιβενιζελικές εκκαθαρίσεις του 1935 είχε και αυτή γίνει προπύργιο της δεξιάς, το 1939 πέρασε στον άμεσο έλεγχο του μεταξικού καθεστώτος[15]. Ο αυταρχικός και καταπιεστικός κρατικός μηχανισμός της μεταξικής δικτατορίας διατηρήθηκε, με ελάχιστες αλλαγές στην κορυφή, τον καιρό της Κατοχής[16]. Αλλά η άκρα δεξιά κυριάρχησε μεταξύ των αστών και ιδεολογικά. Ακόμη και στελέχη που αργότερα παρουσιάζονταν σαν φάροι της δημοκρατίας, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκείνη την εποχή ερωτοτροπούσαν μ’ έναν ακραίο αντιδημοκρατικό συντηρητισμό που πρακτικά επαγόταν ακροδεξιές προτάσεις.
Οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις της άκρας δεξιάς, ακόμη και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν δημιούργησαν καμιά σχετικά ολοκληρωμένη μορφή φασισμού, επειδή δεν μπόρεσαν μάλλον παρά επειδή δεν το θέλησαν[17]. Από την άλλη πλευρά όμως βοήθησαν να ριζώσει ο φασισμός μεταξύ των αστών τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα να μετατραπεί σε μαζικό κίνημα τη δεκαετία του 1940, το οποίο άφησε τη σφραγίδα του με ποικίλους τρόπους και σε πολλά πεδία. Η κληρονομιά του μάλιστα εκφράστηκε ιδεολογικά με την περιβόητη εθνικοφροσύνη, κοινό δημιούργημα της συντηρητικής και της φασιστικής μερίδας της ελληνικής δεξιάς, που κυριάρχησε ως το 1974 κι εξακολουθεί ως σήμερα να επηρεάζει ιδίως τις βόρειες περιοχές της χώρας.
2. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος
Στη δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου οι εσωτερικές ανακατατάξεις στην άκρα δεξιά συνεχίστηκαν. H αποτυχία του καθεστώτος να βελτιώσει τη δημόσια διοίκηση ή το βιοτικό επίπεδο των μαζών, καθώς και η αδυναμία του ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες της πολεμικής προσπάθειας το 1940-41, σήμαναν την κατάρρευση του φιλομοναρχικού παραδοσιακού συντηρητισμού, που ενίσχυσε την άνοδο του φασισμού. Στην ίδια κατεύθυνση ωθούσε και ο συναγερμός που κήρυξαν οι αστοί εναντίον της αριστεράς. Με τη δημιουργία της εθνικοφροσύνης, όπως είπαμε, συντονίστηκαν ή και ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε ακροδεξιές τάσεις που αναφέραμε παραπάνω, οι οποίες ως το 1940 έμεναν χωριστές και περιστασιακά ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατάρρευση του παραδοσιακού συντηρητισμού μέσα στην κοινωνική πόλωση της Κατοχής βοήθησε την άνοδο του φασισμού.
Το αστικό στρατόπεδο, που τη δεκαετία του 1940 κάλυπτε όλο το χώρο από τους επιγόνους των Φιλελευθέρων ως την άκρα δεξιά, ήταν εντελώς ανομοιογενές. Οι μερίδες του είχαν συνταχθεί με αντίθετες πλευρές σε μια παγκόσμια σύρραξη με διακηρυγμένη και ισχυρή ιδεολογική διάσταση –φασισμός εναντίον δημοκρατίας. Έπειτα, συγκρούονταν και στο φλέγον εγχώριο πολιτειακό ζήτημα -μοναρχία εναντίον αβασίλευτης δημοκρατίας. Τέλος, διαφωνούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κατασταλεί η αριστερά, δηλαδή η απειλή που τις κρατούσε ενωμένες. Οι μόνες πάγιες κοινές αναφορές τους, που όσο ανεπαρκείς και αν ήταν τελικά στήριξαν μια κοινή ιδεολογική ταυτότητα, ήταν στον αστικό κόσμο, στο έθνος και την πατροπαράδοτη θρησκεία και στον πολυθρύλητο αντικομμουνισμό. Ο τελευταίος, βέβαια, στην πραγματικότητα σήμαινε γενικότερη εναντίωση στις μεταρρυθμίσεις που επαγγελλόταν το ΕΑΜ και πρακτικά στις συγκεκριμένες συνθήκες απέκλειε τη δημοκρατία.
Η άκρα δεξιά δεν είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί αυτό, αλλά άλλες μερίδες του εθνικόφρονος στρατοπέδου είχαν, το ίδιο και οι ξένοι προστάτες του. Έτσι κυριάρχησε μεταπολεμικά σε μια διπλή λαθροχειρία, γενεσιουργός σύγχυσης. Από τη μια μεριά φιλελεύθερων καταβολών πολιτικοί, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Νικόλαος Πλαστήρας, καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις συναινετικών προθέσεων κι επικαλούνταν τις δημοκρατικές αξίες, ενώ συγχρόνως υπονόμευαν τη δημοκρατική προοπτική και μεθόδευαν την εσωτερική ρήξη· από την άλλη, φασίστες και συντηρητικοί ακροδεξιοί που είχαν στελεχώσει τα καθεστώτα του Μεταξά και των δωσιλόγων, από τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη ως τον Γεώργιο Γρίβα, και στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκαν σε τοπικής εμβέλειας ομάδες, στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία, επέμεναν στους προηγούμενους λόγους και πρακτικές τους. Πάνω απ’ όλα συνέχιζαν να καταδιώκουν απηνώς την αριστερά, προσέχοντας απλώς να προσαρμόζουν περιστασιακά την εικόνα τους στα νέα δεδομένα[18]. Τη σύγχυση επέτειναν συντηρητικοί διανοούμενοι, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που κατάγγελλε συλλήβδην τα «πολιτικά κινήματα βασισμένα στην οχλοκρατική ψύχωση που διείπε τον εθνικοσοσιαλισμό, τον φασισμό της Δεξιάς και τον φασισμό της Αριστεράς»19. Επιβάλλεται λοιπόν η αδιάκοπη αντιπαραβολή λόγων και έργων, ρητορείας και πρακτικής, πολιτικών δηλώσεων και πλαισίου αναφοράς τους, προκειμένου να χαρακτηριστούν σωστά οι δυνάμεις που συνέπηξαν το αστικό στρατόπεδο.
Σε μεγάλο βαθμό η συνοχή του αντιδραστικού στρατοπέδου εξασφαλίστηκε από το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης. Ο εθνικισμός ήταν η κοινή ιδεολογική σταθερά των συντηρητικών και των φασιστών. Ήταν ιδεολόγημα με την έννοια ότι χρησιμοποιούνταν για να συσκοτίζει μάλλον παρά για να διαυγάζει την πραγματικότητα. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, “η αφηρημένη επίκληση του έθνους ταίριαζε με την προστασία τοπικών κοινωνικών ιεραρχιών και δομών στην ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις, ακόμη και σε συνεργασία με τους κατακτητές και τα όργανά τους”[20]. Φυσικά η σημασία του ιδεολογήματος αυτού υποβαθμίζεται από την «μεταναθεωρητική», όπως την χαρακτηρίζει ο Τάσος Κωστόπουλος, βιβλιογραφία, η οποία αποδίδει τη συνεργασία με τους κατακτητές σε ευκαιριακά αίτια και δέχεται εκ προοιμίου πως στην Ελλάδα δεν υπήρξε φασιστικό κίνημα[21]. Ωστόσο αυτό το κίνημα υπήρξε, με κυριότερους φορείς την οργάνωση Χ του Γεώργιου Γρίβα, κάτι δηλαδή σαν τη Χρυσή Αυγή της Κατοχής, κι έπειτα τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας. Βασικός λόγος για την ανάπτυξή του ήταν η παράλληλη άνοδος της αριστεράς, η οποία, σε συνδυασμό με τις νίκες του Κόκκινου Στρατού, δημιούργησε σε αστούς και μικροαστούς φόβους ανάλογους εκείνων που είχαν παλιότερα γεννήσει η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κινημάτων και η Ρωσική Επανάσταση. Η βραχύβια κυριαρχία του ΕΑΜ στις επαρχίες, αμέσως μετά την απελευθέρωση, πυροδότησε ακόμη πιο αντιδραστικές ψυχώσεις.
Η ιδεολογική ομοφωνία ανάμεσα στο πλέγμα εξουσίας και την κυρίαρχη μερίδα των ελλήνων αστών, με άξονα την εθνικοφροσύνη, δεν συνεπαγόταν όμως πως είχαν και κάποια κοινή στρατηγική για ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση της δεκαετίας του 1940. Ταλαντεύτηκαν ανάμεσα σε δυο διαφορετικές στρατηγικές αποκατάστασης της απειλούμενης από το ΕΑΜ κυριαρχίας τους, τις οποίες μπορούμε συντομογραφικά να ονομάσουμε -η συντηρητική και η φασιστική. Και οι δυο αναγνώριζαν ότι στις νέες συνθήκες κοινωνικής πόλωσης και πολιτικής κινητοποίησης ήταν αδύνατο να νικήσουν την αριστερά με τα σχετικά απλά μέσα που είχαν χρησιμοποιήσει στο Μεσοπόλεμο, αλλά εκτιμούσαν διαφορετικά τους τρόπους με τους οποίους θα την αντιμετώπιζαν. Η συντηρητική στρατηγική επιδίωκε την αποκινητοποίηση του λαού κι έδινε προτεραιότητα στη σύμπλευση με τις αγγλοσαξωνικές δυνάμεις· στηριζόταν, χονδρικά, στην ξένη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Αντίθετα η φασιστική στρατηγική ήθελε να στηριχθεί κυρίως σ’ εγχώριες δυνάμεις και να κινητοποιήσει ενάντια στην αριστερά, προβάλλοντας συνθήματα για την προάσπιση της ιδιοκτησίας και τη Μεγάλη Ελλάδα, τα κοινωνικά στρώματα των προνομιούχων και όσων άλλων είχαν επωφεληθεί από την Κατοχή. Ο Παπάγος και ο Γρίβας ήταν οι εμβληματικές μορφές των δυο αυτών στρατηγικών. Εννοείται πως εκείνη που εκτίμησε πιο σωστά τις περιστάσεις, και τελικά επικράτησε, ήταν η πρώτη[22].
Αυτές οι δυο στρατηγικές ήταν συμπληρωματικές μεταξύ τους μάλλον παρά αντίπαλες. Η φασιστική τρομοκρατία, που εξαπέλυαν οι υποστηρικτές των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χ, λύση ανάγκης το 1944-1946, ήταν φτηνή και πρόχειρη, αλλά από την άλλη μεριά περιορισμένων προοπτικών· ριψοκίνδυνη, αβέβαιης έκβασης, ελάχιστες υποσχέσεις σταθερότητας έδινε, και η τρέχουσα Δυτική ρητορεία του αντιφασισμού δεν την ευνοούσε. Χρήσιμη στην αρχή μιας γενικής επίθεσης κατά της αριστεράς, ώστε να τσακίσει τις δυνάμεις της είτε να τις αναγκάσει να βγουν στην παρανομία, είχε μειωμένη αποδοτικότητα όσο πλησίαζε το τέλος της παρτίδας και το κυρίαρχο συγκρότημα εξασφάλιζε τους αμερικανικούς πόρους που δεν διαφαίνονταν στην αρχή. Γιατί ο άλλος δρόμος, να τσακιστεί η αριστερά από το συντεταγμένο κράτος, αφενός δεν έδινε λύση στο πρόβλημα του εξοβελισμού της από την εθνική πολιτική, που ήταν αναγκαία προκαταρκτική διαδικασία, και αφετέρου απαιτούσε ισχυρή και σταθερή εξωτερική υποστήριξη, που οι βρετανοί δεν μπορούσαν να δώσουν και τελικά εξασφαλίστηκε μόνο χάρη στις ευρύτερες στρατηγικές επιλογές της πανίσχυρης υπερατλαντικής αυτοκρατορίας.
Η πρώτη πραγματική μαζικοποίηση του φασισμού στην Ελλάδα σημειώθηκε το 1944, με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τους γερμανούς και την κυβέρνηση Ράλλη. Μολονότι στον τρέχοντα πολιτικό ρόλο αυτά τα ημιάτακτα σώματα, διαβόητα για τις αγριότητές τους, συχνά χαρακτηρίζονταν φασιστικά, η σύγχρονη έρευνα συνήθως αποφεύγει να τα επιβαρύνει με τέτοια επίθετα. Για να σταθώ σε ένα μόνο παράδειγμα, σε περισσότερες από τετρακόσιες σελίδες ένας πρόσφατος μελετητής τους αποφεύγει να ερευνήσει συστηματικά την πολιτική φυσιογνωμία τους· αναφέρεται στην παρουσία «εθνικοσοσιαλιστών» στις τάξεις τους, αλλά περισσότερο τονίζει την ανομοιογενή προέλευση των μελών τους[23].
Ωστόσο το ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί όσον αφορά την πολιτική τους ταυτότητα δεν είναι το αν τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν φασιστικά, αλλά το αν και γιατί ενδεχομένως θα μπορούσαν να μην ήταν φασιστικά. Πολύ απλά, το βάρος της απόδειξης δεν πέφτει σ’ αυτούς που δέχονται ότι ήταν πράγματι φασιστικές τούτες οι παραστρατιωτικές οργανώσεις –δημιουργημένες με πρότυπο τις φασιστικές ομάδες κρούσης, εξαρχής στρατευμένες στον αγώνα του ναζισμού, εξοπλισμένες από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και πάγιοι συνεργάτες τους στην εξόντωση των κοινών εχθρών, ομάδες δηλαδή που εφάρμοζαν τη φασιστική στρατηγική, δρούσαν με χαρακτηριστικούς τρόπους των φασιστικών ομάδων και, έχοντας υιοθετήσει τους συμβολισμούς και τη φρασεολογία του φασισμού, ως φασιστικές καταγγέλθηκαν τον καιρό της δόξας τους. Πέφτει μάλλον σ’ εκείνους που θέλουν να υποστηρίξουν ότι όλα αυτά ήταν απλώς παραπλανητικά επιφαινόμενα, τα οποία συγκάλυπταν μια διαφορετική ουσιαστική ταυτότητα των ταγματασφαλιτών.
Όσοι επιδιώκουν κάτι τέτοιο συνήθως χρησιμοποιούν ορισμούς του φασισμού εστιασμένους σε πολιτισμικά ή ουσιοκρατικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, τα οποία δεν μπορούν άμεσα να συνδεθούν με το φαινόμενο του ταγματασφαλιτισμού, ή ανάγουν τη στράτευση των ταγματασφαλιτών κατεξοχήν σε συγκυριακά ή προσωπικά αίτια24. Η πιο συνηθισμένη τακτική τους πάντως είναι να παρασιωπούν την πολιτική ταυτότητα αυτών των σχηματισμών, και να εστιάζουν την προσοχή τους σε ανθρώπινες πλευρές της ιστορίας τους.
Στην πραγματικότητα όμως τα αίτια της ακροδεξιάς βίας στην Κατοχή ήταν πολιτικά. Οι καπιταλιστές και οι ωφελημένοι της Κατοχής δρομολόγησαν τη ματαίωση του δημοκρατικού προγράμματος της αριστεράς μέσα από μια προληπτική αντεπανάσταση. Δεν διέθεταν όμως τη βασική δύναμη που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο με τις μεθόδους των συντηρητικών καθεστώτων –τον τακτικό στρατό. Επομένως, ήταν μονόδρομος γι’ αυτούς η χρήση μεθόδων μαζικής κινητοποίησης που ήταν χαρακτηριστικές του φασισμού, και συχνά ακόμη και των ιδεολογημάτων του. Συνοπτικά, στο μέτρο που η δεξιά το 1943-44 αντιτασσόταν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπορούσε παρά να είναι άκρα δεξιά, και στο μέτρο που προσπαθούσε να το κάνει αυτό με μεθόδους όχι κρατικής επιβολής αλλά μαζικής κινητοποίησης δεν μπορούσε παρά να είναι φασιστική και όχι συντηρητική άκρα δεξιά. Ένα κομμάτι της δεν είχε δυσκολία να το παραδεχτεί αυτό. Όργανά τούτης της προληπτικής αντεπανάστασης έγιναν τελικά μαζικές οργανώσεις όπως τα Τάγματα Ασφαλείας και τα αντιεαμικά αντάρτικα σώματα του ΕΔΕΣ, καθώς και παραστρατιωτικές ομάδες όπως η Χ και η ΡΑΝ· η αντίσταση όλων αυτών στον κατακτητή, ακόμη και όταν διακηρυσσόταν, ήταν απλώς προσχηματική.
Τον καιρό της Κατοχής αναδιοργανώθηκε και η μιλιταριστική ακροδεξιά. Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) ήταν η γνωστότερη μεταπολεμικά μυστική οργάνωση στρατιωτικών, αλλά δεν ήταν η πρώτη που φτιάχτηκε. Πρόδρομός του ήταν ο Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ), ο οποίος είχε στηθεί στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής από νεαρούς μοναρχικούς απόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων. Μολονότι συνδεόταν με υψηλόβαθμους, διοικούνταν από μια επιτροπή παιδιών της Τετάρτης Αυγούστου η οποία λειτουργούσε συλλογικά. Η δράση του ήταν γνωστή στους βρετανούς, οι οποίοι άλλοτε την βοηθούσαν και άλλοτε απλώς την ανέχονταν.
Μετά την απελευθέρωση, στελέχη του ΣΑΝ σχημάτισαν τον ΙΔΕΑ. Οι σκοποί του νέου μυστικού φορέα λίγο πολύ ταυτίζονταν με του ΣΑΝ, ενώ οι οργανωτικές μέθοδοί του έγιναν ακόμη πιο συνωμοτικές. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας προσχώρησαν σ’ αυτόν εκατοντάδες αξιωματικοί, και στήθηκαν «δέσμες» σ’ όλα σχεδόν τα στρατιωτικά συγκροτήματα που βρίσκονταν στην Αθήνα25. Μετά τις εκλογές του 1946 ο ΙΔΕΑ έφτασε τα χίλια μέλη και η επιρροή του αυξήθηκε κατακόρυφα καθώς ο νέος υπουργός Στρατιωτικών, που συνδεόταν μαζί του 26, τοποθέτησε μέλη του σ’ όλες τις καίριες θέσεις του υπουργείου.
Οι ιδεολογικές και πολιτισμικές αξίες του ΣΑΝ και του ΙΔΕΑ γενικά δεν διέφεραν από εκείνες της υπόλοιπης ελληνικής ακροδεξιάς, πέρα από την αναμενόμενή τους έμφαση στις στρατιωτικές αρετές. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, φυλή, αίμα και δόξα 27. Κεντρικό στοιχείο πάντως των αντιλήψεών τους ήταν η άρνηση της δημοκρατίας, η οποία πρακτικά μεταφραζόταν στην απόρριψη κάθε καθεστώτος που άφηνε έστω κι ελάχιστο χώρο στην αριστερά. Τα στελέχη του ΙΔΕΑ προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση με το ΕΑΜ ήδη από τον καιρό της Κατοχής.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αφού μιλάμε για την επαύριο της συντριπτικής ήττας του Άξονα, ισχυροί παράγοντες ευνοούσαν τότε στην Ελλάδα την άνοδο του φασισμού. Από τη σκοπιά των δεξιών πρώτα πρώτα, η συντηρητική στρατηγική για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, που επαγόταν τη στήριξη στους βρετανούς –και κατόπιν στις ΗΠΑ- είχε πρακτικά μειονεκτήματα: ματαίωση των αλυτρωτικών αξιώσεων στην Κύπρο, και περιορισμούς στον πόλεμο εξόντωσης της αριστεράς οι οποίοι αποτύπωναν την ανάγκη προστασίας της διεθνούς εικόνας της Δύσης. Η κατάσταση αυτή διευκόλυνε την ανάδυση πανίσχυρων πολιτικών παθών, τα οποία σύντομα κρυσταλλώθηκαν στην εθνικοφροσύνη κι έτρεφαν και αυτά με τη σειρά τους την άνοδο του φασισμού: μια γενική αίσθηση δυσφορίας γεννημένη από τα τραύματα που έπληξαν την εθνική υπερηφάνεια τη δεκαετία του 1940, με τη Μεγάλη Ιδέα πια εντελώς ανεδαφική, καθώς η Ελλάδα από επίδοξος πυρήνας μιας αυριανής αυτοκρατορίας είχε οριστικά γίνει μια τρίτης τάξης δύναμη· οργή μπροστά στον σποραδικό περιορισμό, από τους ξένους πάτρωνες, της βίαιης καθυπόταξης των αριστερών που είχαν τόσο πρόσφατα απειλήσει την κοινωνική τάξη πραγμάτων· περιδεής αναλογισμός των ορίων της αγγλοσαξωνικής γενναιοδωρίας και των μελλοντικών σχεδίων της ύπουλης Αλβιόνας και, τελικά, οι κάθε λογής ανασφάλειες τις οποίες επαγόταν η εξάρτηση. Ωστόσο η προσπάθεια των φασιστών να πάρουν την εξουσία απέτυχε. Δεν την ευνοούσε το διεθνές πλαίσιο, και την υπονόμευσαν δυο σημαντικοί παράγοντες. Αφενός η πολυδιάσπασή τους και οι περιορισμένες πολιτικές δεξιότητες του κυριότερου ηγέτη τους, του Γρίβα, και αφετέρου η αμφίρροπη πολιτική των εξωτερικών συμμάχων, η οποία ενίσχυσε τους συντηρητικούς στρατοκράτες και τελικά πόνταρε στον Παπάγο.
Αφού όμως οι έλληνες αστοί, που είχαν συσπειρωθεί στην άκρα δεξιά, τσάκισαν με τους Χίτες την αριστερά το 1945, το 1946 την είδαν να ξαναγεννιέται μέσα από την αντίδραση στην κοινωνική πόλωση και τη Λευκή Τρομοκρατία. Τελικά ολοκλήρωσαν την παλινόρθωση με τα συντηρητικά μέσα του τακτικού πολέμου και της σταθεροποίησης ενός αυταρχικού καθεστώτος, και όχι με τη μαζική κινητοποίηση, τη ριζική εξολόθρευση της αριστεράς και το φασιστικό καθεστώς που προτιμούσε ο Γρίβας. Ωστόσο η τακτική επιλογή πιο συντηρητικών μέσων για να επιβληθεί το αντιδημοκρατικό πρόγραμμα της άκρας δεξιάς οφειλόταν στην αποτυχία της μαζικής κινητοποίησής της και στις εξωτερικές πιέσεις, και δεν επαγόταν οποιαδήποτε σαφή αποκήρυξη της εναλλακτικής λύσης του φασισμού ή την απομάκρυνση από το πνεύμα της ακραίας εθνικοφροσύνης.
Ο Εμφύλιος του 1946-1949[28] διεξάχθηκε κυρίως από τον τακτικό στρατό, τη στρατιωτικοποιημένη χωροφυλακή, τη λεγόμενη δικαιοσύνη και τους άλλους μηχανισμούς του συντεταγμένου κράτους. Και διεξάχθηκε με σχετικά συγκρατημένο τρόπο, τον οποίο υπαγόρευε η ευρύτερη ανάγκη της Δύσης στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, να μη δίνονται ερείσματα στη διεθνή αριστερά. Τούτη η επιλογή προκάλεσε δυσφορία στους έλληνες φασίστες, αλλά και σε πολλούς συντηρητικούς, που την οίκτιραν, μαζί με την προσωρινή υποστολή των επεκτατικών σχεδίων, σαν ανεύθυνη αυτοσυγκράτηση κι επίδειξη δουλοπρέπειας στους «ξένους».
Στο μεταξύ το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταβλήθηκε. Οι αμερικανοί, που από το 1947 χρηματοδοτούσαν πλέον το κράτος και πρακτικά το έλεγχαν, αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως πεδίο δοκιμών για τις παγκόσμιας χρήσης τακτικές αντεπανάστασης τις οποίες απαιτεί πλέον ο αυτοκρατορικός τους ρόλος. Με τα τεράστια μέσα που διαθέτουν αφενός κατορθώνουν ν’ ασκήσουν αποτελεσματική πίεση στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αφετέρου δίνουν ισχυρή ώθηση στο συντηρητικό σχέδιο κι εκ των πραγμάτων κάνουν να παραγκωνιστεί το φασιστικό.
Ακόμη και τότε η άκρα δεξιά πάντως δεν βρέθηκε ακριβώς στο περιθώριο. Στο σύστημα που λειτούργησε από το 1946 ως τη δεκαετία του 1960 οι εκλεγμένοι πολιτικοί αποτελούσαν έναν μόνον από τους πόλους της εξουσίας και όχι τον κυριότερο –οι «σύμμαχοι», ο θρόνος και ο στρατός έπαιζαν σαφώς σημαντικότερο ρόλο. Η ενσωμάτωση των φασιστών στον κρατικό μηχανισμό συνεχίστηκε29. Ωστόσο οι παραστρατιωτικές και παρακρατικές ομάδες δεν διώχτηκαν· αντίθετα συνέχισαν τις αγριότητές τους, αναλαμβάνοντας επίσης επικουρικούς ρόλους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις[30].
3. Η άκρα δεξιά τις δεκαετίες του αυταρχισμού, 1950-1974
Η συντριβή της αριστεράς στον Εμφύλιο και, σε διεθνές επίπεδο, η παγίωση των στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου, σηματοδοτούν καθώς περνά η δεκαετία του 1950 τη βαθμιαία υποκατάσταση της άκρας από τη μετριοπαθή δεξιά στους κρατικούς θεσμούς, και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων με λιγότερο αυταρχικούς όρους. Η άκρα δεξιά όμως δεν απομακρύνεται από το πλέγμα εξουσίας, απλά περνά στο παρασκήνιο, και η πραγματική της ισχύς μετριέται όχι με ψήφους, αλλά με την ευκολία με την οποία προωθεί το πρόγραμμά της. Συνεχίζει να ελέγχει το στρατό και το παλάτι, ενώ διατηρεί άριστες σχέσεις και με τον εξωτερικό παράγοντα· μόνο στο κοινοβούλιο η σημασία της μένει περιορισμένη, αλλά και πάλι όχι ασήμαντη. Σε σημαντικά ζητήματα εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής –από το Κυπριακό ως τα όρια της θεμιτής αντιπολίτευσης, που υπογραμμίζονται με τη δολοφονία του Λαμπράκη- κατορθώνει να επιβάλει τις δικές της προτεραιότητες. Όταν η αναπαραγωγή της συντηρητικής κυριαρχίας δυσκολεύει, για παράδειγμα με την εκλογική άνοδο της ΕΔΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ή τη νίκη της Ένωσης Κέντρου και τις μαζικές κινητοποιήσεις του 1963, ένα σημαντικό κομμάτι του πλέγματος εξουσίας στηρίζει ξανά ακροδεξιές λύσεις.
Η χουντική επταετία 1967-1974 σημαίνει την κορύφωση της μεταπολεμικής επιρροής της άκρας δεξιάς και συνάμα την πολιτική αυτοκαταστροφή της. Όταν αισθάνεται ότι ελέγχει τις εξελίξεις και μπορεί να κινηθεί όπως η ίδια θέλει, η χούντα κάνει αλλεπάλληλα λάθη, που αποδεικνύονται εξίσου μοιραία με τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Ως το 1974 λοιπόν αυτοκαταστρέφεται η επιρροή των τριών βασικών ερεισμάτων της άκρας δεξιάς –παλάτι, στρατός, αμερικανοί- και, μετά την τέταρτη εθνική καταστροφή που προκαλεί μέσα σε διάστημα μικρότερο του αιώνα, αναγκάζεται να επιστρέψει την κρατική εξουσία στους πολιτικούς.
Ήταν η χούντα των συνταγματαρχών φασιστική; Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, το οποίο επανέρχεται τακτικά στον δημόσιο λόγο, βρίσκω πιο πρόσφορη την προσέγγιση του Ρόμπερτ Πάξτον, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα. Αυτή δεν εστιάζει την προσοχή της στα πολιτισμικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του φασισμού, αλλά στις ιστορικές διαδικασίες και τις πολιτικές επιλογές οι οποίες τον διαμορφώνουν. Εξετάζοντας συγκριτικά την ιστορική τροχιά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων προσπαθεί να δει «τον φασισμό σε δράση», ως μια σειρά διαδικασιών που εκτυλίσσονται ιστορικά, και παρακολουθεί τις πρωτεϊκές του μεταλλάξεις καθώς αυτός προσαρμόζεται – ή άλλοτε αποτυχαίνει να προσαρμοστεί – για να καταλάβει τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο. Γι’ αυτή την προσέγγιση ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, επειδή τροποποιεί ή παραβιάζει κατά βούληση τις ιδέες τις οποίες επαγγέλλεται. Ο Πάξτον ορίζει τον φασισμό ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από εμμονή στα μοτίβα της παρακμής, της ταπείνωσης ή της θυματοποίησης της εθνικής κοινότητας, και από την αντισταθμιστική λατρεία της ενότητας, της ενεργητικότητας και της καθαρότητας. Στα φασιστικά καθεστώτα ένα κόμμα με μαζική βάση στρατευμένων εθνικιστών και το οποίο συνεργάζεται με τις παραδοσιακές ελίτ, καταλύει τις δημοκρατικές ελευθερίες και προωθεί, χρησιμοποιώντας βία χωρίς ηθικούς ή νομικούς φραγμούς, τους στόχους της εσωτερικής εκκαθάρισης και της εξωτερικής επέκτασης 31. Αυτός ο ορισμός μας δίνει μια βάση για να κρίνουμε αν το απριλιανό καθεστώς ήταν ή όχι φασιστικό.
Αρκετά από τα χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων που διακρίνει ο Πάξτον παρουσιάζονται στοκαθεστώς της χούντας, αν και όχι πάντοτε σε καθαρή μορφή: κατάλυση του κράτους δικαίου και των μηχανισμών αντιπροσώπευσης του πολιτικού σώματος, προσπάθεια δημιουργίας «νέων» ανθρώπων που να είναι πολεμιστές και συνάμα πειθήνιοι υπήκοοι, έμφαση στον αθλητισμό και στη στρατιωτική εκπαίδευση των ανδρών, περιστολή της ιδιωτικής σφαίρας, της ελεύθερης σκέψης και των αυτόνομων ενώσεων της πολιτικής κοινωνίας, απαγόρευση των ελεύθερων συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων, προβολή φόβων πολιτισμικού εκφυλισμού. Τα κινητήρια πάθη της σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με κείνα του φασισμού. Στην οικονομική σφαίρα έχουμε βίαιη επιβολή των συμφερόντων των εργοδοτών, μολονότι κατά τα λοιπά η χούντα απλώς συνέχισε την προηγούμενη οικονομική πολιτική που επιδίωκε μια γοργή βιομηχανική ανάπτυξη στηριγμένη σε ξένα κεφάλαια. Ενώ όμως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ανακαλούν μια κατάσταση γνωστή, στην Ελλάδα της χούντας δεν προωθήθηκαν με τον ζήλο που έδειξαν τα φασιστικά καθεστώτα κι εντέλει δεν δημιουργήθηκε καμιά ολοκληρωμένη μορφή φασισμού.
Σημαντικότερο όμως είναι ότι η χούντα στηρίχθηκε αποκλειστικά στο στρατό και στους πολιτικούς που θέλησαν να τη συνδράμουν, για λίγο καιρό και στο παλάτι, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει μαζικό κόμμα, σαν τα φασιστικά κόμματα, το οποίο θα εξασφάλιζε στενότερο έλεγχο της πολιτικής διαδικασίας. Πρώτα πρώτα δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε τέτοιο, καθώς δεν αντιμετώπιζε μαζική και δυναμική αντίσταση η οποία θ’ απαιτούσε, για ν’ αντιμετωπιστεί, μαζική κινητοποίηση και από τη δική της πλευρά. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν θα μπορούσε να φτιάξει κόμμα, ακόμη και αν θα το ήθελε.  Ο ίδιος ο στρατός, πάλι, δεν είχε τα μέσα να διαμορφώσει συγκροτημένη πολιτική, πόσο μάλλον να την επιβάλει στο πολιτικό σώμα με τρόπους ανάλογους ενός φασιστικού κόμματος. Ιδίως μετά τη ρήξη της με τον Κωνσταντίνο, που σήμανε και την απομάκρυνση πολλών παραδοσιακών πολιτικών, η χούντα αντιμετώπισε έλλειμμα νομιμοποίησης ακόμη και στον συντηρητικό αστικό χώρο. Μπορούσε να σταθεί όσο εξασφάλιζε οικονομική ανάπτυξη, αλλά η οικονομική κρίση το 1973 έκανε τη θέση της πολύ δύσκολη.
Δεύτερον, το απριλιανό καθεστώς βασίστηκε από αρχής μέχρι τέλους στη θερμή αμερικανική στήριξη, η οποία επίσης δεν ήθελε να ξεπεράσει κάποια όρια η εθνικιστική κινητοποίηση του πληθυσμού, που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη στον φασισμό. Μολονότι αλλού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσκολεύτηκαν να στηρίξουν φασιστικά καθεστώτα, πάντως στην περίπτωση της Ελλάδας, δεδομένης της γειτνίασης με τη δυτική Ευρώπη όσο και με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αλλά και των ανταγωνισμών με τη νατοϊκή σύμμαχο εξ ανατολών, χρειάζονταν ένα καθεστώς όχι απρόβλεπτο αλλά υποτακτικό, το οποίο δεν θα τις εξέθετε με επιδείξεις αυταρχισμού και αδιαλλαξίας, ούτε θα δημιουργούσε αχρείαστα διεθνή προβλήματα· με δυο λόγια, ένα συντηρητικό καθεστώς.
Όσον αφορά τώρα τον ιδεολογικό λόγο της χούντας. Αυτός στοιχειοθετούσε μια εκδοχή της περιβόητης εθνικοφροσύνης, την οποία δημιούργησαν από κοινού η συντηρητική και η φασιστική μερίδα της ελληνικής δεξιάς τη δεκαετία του 1940. Γενικότερα η ανάπτυξή της δεν αποτύπωνε τόσο εσωτερικές διεργασίες του ελληνικού χώρου, όπως οι προηγούμενες μορφές εθνικής ιδεολογίας, από τη Μεγάλη Ιδέα ως τον κωνσταντινισμό και τον βενιζελισμό, όσο τις ανάγκες της Ατλαντικής Συμμαχίας τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Η εθνικοφροσύνη εξαγγέλλεται από ομάδες που επικρατούν στηριγμένες σε ξένους πάτρωνες και καταστατικά θεμελιώνεται στην ένταξη της χώρας σε μια υπερεθνική συμμαχία. Επομένως ο εθνικισμός που επαγγέλλεται είναι ιδιαίτερου τύπου, κυριολεκτικά κάλπικος, στο μέτρο που ενώ επικαλείται το έθνος για ν’ αποκλείσει την αριστερά, ταυτόχρονα επικεντρώνει στην επίκληση όχι του έθνους, αλλά της «Ευρώπης» ή του «ελεύθερου κόσμου» (επί Κατοχής και Ψυχρού Πολέμου αντίστοιχα), ή ακόμη και της ίδιας της Αμερικής. Ο Παπαδόπουλος τουλάχιστον δεν το κρύβει: στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση, τον Μάιο του 1967, σ’ ένα θέατρο του Πειραιά, δίνοντας το στίγμα της πολιτικής που θ’ ακολουθήσει, εξηγεί ότι ο αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν είχε διαπιστώσει «την ανάγκην, να κηρύξη την επανάστασιν εις την εξωτερικήν πολιτικήν της Αμερικής και να σώση και την Ευρώπην και το Έθνος μας»[32]. Η κήρυξη της δικτατορίας δικαιολογείται λοιπόν, επίσημα και αμέσως, ως εξειδίκευση του Δόγματος Τρούμαν: “Υπάρχει ταυτότης σκοπών και ιδανικών μεταξύ του δόγματος Τρούμαν και της ιδικής μας Επαναστάσεως. Και εάν η Επανάστασις δεν εγένετο, θα επροδίδετο το δόγμα Τρούμαν και οι μεγάλες θυσίες του Αμερικανικού Λαού”[33].
Η εθνικοφροσύνη μπορούσε βέβαια επίσης να χρησιμοποιηθεί από τον φασισμό, στον οποίο ήταν ευθύς εξαρχής και καταστατικά ανοιχτή, καθώς δημιουργήθηκε για να ενώσει εναντίον του ΕΑΜ τους συνεργάτες των γερμανών και τους αστούς που αντιτάσσονταν σε κάθε ιδέα αναδιανομής του πλούτου. Κρυσταλλώνοντας ένα σώμα συμβολικών αναφορών και ισχυρών πολιτικών συναισθημάτων που είχαν αναπτυχθεί στην προηγούμενη διαδρομή του ελληνικού κράτους, κι επιβάλλοντας στρατηγικές σιωπές σε ζητήματα κοινωνικής τάξης και φύλου, τελικά αποφάσιζε ποιοί θα συνέχιζαν να μετέχουν στο πολιτικό σώμα και ποιοί θ’ αποκλείονταν από αυτό, κι επομένως θα στερούνταν κάθε δικαίωμα. Εντυπώθηκε στον πληθυσμό όχι μόνο μέσα από τον επίσημο λόγο, το εκπαιδευτικό σύστημα και με την αδιάκοπη ραδιοφωνική, τηλεοπτική και κινηματογραφική προπαγάνδα, αλλά και μέσα από συνεχείς κρατικές τελετές, από τις μεγάλες παρελάσεις των εθνικών επετείων ως τις σχολικές γιορτές και τις συνεστιάσεις των γεωργικών συνεταιρισμών. Σ’ αυτό το πεδίο, η χούντα απλώς συστηματοποίησε κι ενέτεινε πρακτικές γνωστές σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο.
Η χουντική εθνικοφροσύνη διαφοροποιήθηκε από την προηγούμενη επίσημη ιδεολογία κυρίως στο ζήτημα του κοινοβουλευτισμού, αλλά ακόμη κι εδώ όχι απόλυτα, και μετά το 1968 στο ζήτημα της μοναρχίας. Δεν ήταν περιεκτική ούτε ενιαία: είχε διάφορες τάσεις κι εξελίχτηκε σπασμωδικά στην πορεία της επταετίας, μπορούμε όμως, σχηματοποιώντας κάπως τα πράγματα, να θεωρήσουμε ότι διερμηνευόταν αυθεντικά αφενός από τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον μόνο από τους ηγέτες της χούντας που είχε σχετικά συγκροτημένο δημόσιο λόγο, παρ’ όλη την ημιμάθεια και τους σολοικισμούς του, και αφετέρου από πάγιους οργανικούς διανοούμενους του αντικομμουνισμού όπως ήταν ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου και ο Γεώργιος Γεωργαλάς. Οι τελευταίοι απολάμβαναν ευρύτερο κύρος και αναδείκνυαν τις συγγένειες και τις συνέχειες του νέου καθεστώτος με τη λοιπή δεξιά· παρά τις περιστασιακές αμετροέπειές τους προβάλλονταν σαν μέντορες όχι ενός φασιστικού κινήματος, αλλά ολόκληρης της συντηρητικής παράταξης. Με δυο λόγια, η χούντα δεν ανέπτυξε κάποια δική της ιδεολογία, αλλά οικειοποιήθηκε τον κυρίαρχο τότε εθνικιστικό λόγο, χωρίς να τον αλλάξει ιδιαίτερα. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που ανάγκασαν τη μεταπολιτευτική δεξιά ν’ αναζητήσει, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την εθνικοφροσύνη, άλλες ιδεολογικές αναφορές.
Κεντρικό στοιχείο της εθνικοφροσύνης, χουντικής και μη, είναι ο αντικομμουνισμός, ο οποίος συμπυκνώνει σε ιδεολογικούς όρους αφενός τη στρατηγική μέριμνα των Ηνωμένων Πολιτειών για ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, και αφετέρου την προσπάθεια των ελλήνων αστών να αποκλείσουν δημοκρατικές εξελίξεις οι οποίες ενδεχομένως θ’ απειλούσαν τις νεοαποκτηθείσες περιουσίες τους. Μεταφρασμένος μάλιστα στην τρέχουσα ρατσιστική ορολογία, η οποία βλέπει τους βόρειους γείτονες σαν προαιώνιους εχθρούς, και απορρίπτοντας την ελληνικότητα των αριστερών, ορίζει ως κεντρικό του αντίπαλο τον λεγόμενο «σλαβοκομμουνισμό». Στη διατύπωση του Γεωργαλά, η «Επανάστασις» πρόσφερε την «εθνική-ελληνοχριστιανική και προοδευτική Ιδεολογία» που ζητούσαν οι σύγχρονοι έλληνες. Στην πραγματικότητα, ο «εκσυγχρονισμός» ήταν κεντρικής σημασίας μοτίβο: «η Επανάστασις θέλει με ένα αποφασιστικό ‘άνοιγμα’ προς τους νέους και τους τεχνοκράτες να εισάγη την χώρα μας στον αιώνα μας, στην σύγχρονη εποχή και στην σύγχρονη σκέψι»[34]. Άλλα τέτοια μοτίβα είναι η υπέρβαση των ταξικών διαφορών και η συνεργασία των τάξεων υπό τη δίκαιη επιδιαιτησία του κράτους[35]. Και διάφορα άλλα ιδανικά, προσκοπικού τύπου, τα οποία δεν προλαβαίνουμε εδώ ν’ αναφέρουμε.
Κλείνοντας τούτη τη σύντομη εισαγωγή στην προϊστορία της σύγχρονης ελληνικής άκρας δεξιάς ας σταθώ όμως σε μια λιγότερο γραφική όψη της 21ης Απριλίου, που εξειδικεύει τις φασιστικές τάσεις για τις οποίες μιλήσαμε στην αρχή. Το καθεστώς μπορεί να μην ήταν φασιστικό, έβλεπε όμως τους φασίστες σαν πολύτιμους συμμάχους και τους ενίσχυε με όποιον τρόπο μπορούσε. Όχι μόνον τους εγχώριους, τύπου Κωνταντίνου Πλεύρη, αλλά και άλλους. Ο ρόλος της απριλιανής Ελλάδας ως κέντρου του διεθνούς φασισμού, της Μαύρης Διεθνούς όπως ονομαζόταν παραστατικά, δεν έχει ακόμη ερευνηθεί συστηματικά. Προσπάθειες σαν αυτή του δημοσιογράφου Νίκου Κλείτσικα και του νομικού Αντρέα Σπεραντζόνι[36]. δείχνουν ότι η ελληνική δικτατορία έθεσε σε εφαρμογή σχέδια για την αποσταθεροποίηση της ιταλικής δημοκρατίας, στα οποία πρωταγωνιστούσε η φασιστική οργάνωση Ordine Nuovo, ενώ είναι γνωστή η τραγική κατάληξη του πραξικοπήματος της επίσης φασιστικής ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο. Μολονότι ο κύριος όγκος των σχετικών τεκμηρίων παραμένει απόρρητος, φαίνεται ότι αυτές οι οργανώσεις συνεργάζονταν, στο δίκτυο Stay Behind, με το ‘βαθύ κράτος’ των ελληνικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, με το οποίο συνδέονταν επίσης οι έλληνες πραξικοπηματίες.[37]
Σαράντα πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα, επείγει όσο ποτέ άλλοτε να ανοίξουν τα κρατικά αρχεία ώστε να μπορέσει να μελετηθεί και αυτή η πλευρά της χούντας. Το ότι εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστικότητα, ενώ γενικότερα η περίοδος αυτή δεν διδάσκεται όπως πρέπει στα σχολεία και το κράτος συνεχίζει να εμποδίζει τη μελέτη της, αποτελεί αληθινό σκάνδαλο, προσβολή της μνήμης των θυμάτων της δικτατορίας και επίσης, σε τελική ανάλυση, πλήγμα κατά της σημερινής μας, ατελέστατης, έστω, δημοκρατίας. Το Λάος και η Χρυσή Αυγή θα είχαν σήμερα πολύ λιγότερους οπαδούς αν όλες αυτές τις δεκαετίες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας δεν συσκότιζαν συστηματικά την ιστορική μνήμη, και αν η αριστερά έδειχνε μεγαλύτερη έφεση στην υπεράσπισή της.
[1] Μια συνοπτική εισαγωγή στη μελέτη της άκρας δεξιάς, στις σύγχρονες φασιστικές σπουδές, και στη μελέτη του φαινομένου στην Ελλάδα βλ. στο Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006. Η καλύτερη σύγχρονη εισαγωγή στο φασιστικό φαινόμενο παραμένει το συνθετικό έργο του Robert O. Paxton, The Anatomy of Fascism, Penguin Books, Harmondsworth 2005· και στα ελληνικά, Ρόμπερτ Πάξτον, Η ανατομία του φασισμού, μετάφραση Κατερίνα Χαλμούκου, Κέδρος, Αθήνα 2007.
2 Sergio Bologna, Ναζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, antifa scripta, Αθήνα 2011, σ. 57.
3 Για την άνοδο της άκρας δεξιάς στη Γαλλία εκείνη την εποχή, και την ευρύτερη σημασία αυτού του φαινομένου για την Ευρώπη, βλ. πρόχειρα το σχετικό κεφάλαιο στο John Weiss, Conservatism in Europe. 1770-1945. Traditionalism, Reaction and Counter-Revolution, Thames and Hudson, Λονδίνο 1977. Και στα ελληνικά, John Weiss, ΟσυντηρητισμόςστηνΕυρώπη, 1770-1945. Παραδοσιοκρατία, αντίδραση και αντεπανάσταση, μετάφραση Μαρίας Μυλωνά, επιστημονική θεώρηση Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2010.
4 Έτσι ορίζει την άκρα δεξιά στο πολύ καλό βιβλίο του ο Κevin Passmore, Fascism. A Very Short Introduction, Oxford University Press, Οξφόρδη 2002, σ. 24. Η άκρα δεξιά είναι αντιδημοκρατική, καθώς αρνείται το δικαίωμα πολιτικής έκφρασης σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκην αντικοινοβουλευτική· μπορεί να δέχεται έναν περιορισμένο κοινοβουλευτισμό. Βλέπε και τις παρατηρήσεις για την άκρα δεξιά του Norberto Bobbio, Δεξιά και αριστερά. Σημασία και αίτια μιας πολιτικής διάκρισης, προλεγόμενα Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, μετάφραση Ελεονόρα Ανδρεαδάκη, Πόλις, Αθήνα 1995 [1995], σ. 106-114.
5 Για τις ιδέες του Κωνσταντίνου και τους τρόπους που τις εκδήλωσε στη σύγκρουσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο βλ. αναλυτικά σε George B. Leontaritis, Greece and the First World War: From Neutrality to Intervention, 1917-1918, Boulder 1990· και στα ελληνικά, Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, μετάφραση Βασίλης Οικονομίδης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
6 Για την ενεργοποίηση της μιλιταριστικής ακροδεξιάς στην Εθνική Εταιρεία και το ρόλο της στον πόλεμο του 1897, βλ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος, “H ευγενής μας τύφλωσις…” Eξωτερική πολιτική και “εθνικά θέματα “από την ήττα του 1897 έως τη Mικρασιατική Kαταστροφή, Bιβλιόραμα, Aθήνα 1999.
7 Για τα πολιτικά πάθη που βρίσκονταν στην αφετηρία τους βλ. Peter Gay, The Cultivation of Hatred, τ. Γ’ του The Bourgeois Experience, Victoria to Freud, Norton, Νέα Υόρκη, Λονδίνο 1993.
8 Για αυτή την τάση της άκρας δεξιάς βλ. Αθανάσιος Μποχώτης, Η ριζοσπαστική δεξιά. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στην Ελλάδα 1864-1911, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003. Βλ. επίσης, όσον αφορά την κοινωνική ιστορία των ιδεών της, Eλλη Σκοπετέα, Tο “Πρότυπο Bασίλειο” και η Mεγάλη Iδέα. Oψεις του εθνικού προβλήματος στην Eλλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Aθήνα 1988· και της ίδιας, H Δύση της Aνατολής. Eθνικισμός κι εθνοτικά στερεότυπα, στη δύση της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, Γνώση, Αθήνα 1992.
9 Βλ. Νίκη Μαρωνίτη, Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα 1880-1910, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009· Έφη Γαζή, «Πατρίς θρησκεία, οικογένεια». Ιστορία ενός συνθήματος. 1880-1930, Πόλις, Αθήνα 2011· Θανάσης Καλαφάτης, «Θρησκευτικότητα και κοινωνική διαμαρτυρία: οι οπαδοί του Απόστολου Μακράκη στη βορειδυτική Πελοπόννησο (1890-1900)», Τα Ιστορικά, 18-19 [Ιούνιος-Δεκέμβριος 1993], σ. 113-142·  Κώστας Παλούκης, «Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901», σεμιναριακή εργασία στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
10 «Εταιρεία της Υπέρ των Πατρίων Αμύνης. Έργα και ημέραι. Η επίσημος έναρξις», Πάτρια, τ. Α΄, τ. 1 [Σαβάττο, 16 Μαρτίου του 1902], σ. 4.
11 Αναλυτικά για τους Επιστράτους βλ. Γιώργος Θ. Mαυρογορδάτος, Eθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση, Aλεξάνδρεια, Aθήνα 1996. Για το πογκρόμ που οργάνωσαν τον Νοέμβριο του 1916 βλ. Σπύρος Μαρκέτος, «Τα Νοεμβριανά», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας 57 [17 Νοεμβρίου 2000], σ. 6-18. Πολύτιμο πρωτογενές υλικό στο Χρ. Σ. Χουρμούζιος, Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα. Μετά ιστορικής προεισαγωγής και επί τη βάσει των γενομένων εν τη Βουλή και δι’ επισήμων εγγράφων αποκαλύψεων, Εκ των Τυπογραφείων της “Εσπερίας”, Λονδίνο 1919.
12 Βλ. σχετικά στο Σπ. Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, ό.π..
13 Bλ. την ισχυρότερη σύγχρονη διατύπωση αυτής της θέσης στο Γιώργος Mαυρογορδάτος, “Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός”, σε Γιώργος Θ. Mαυρογορδάτος – Xρήστος Xατζηϊωσήφ (επιμ.), Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Pέθυμνο 1988.
14 Την Επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1922, τα δυο κινήματα του ναυτικού το καλοκαίρι του 1924,  το κίνημα του Πάγκαλου το 1925 κι εκείνο με το οποίο τόν ανέτρεψε ο Κονδύλης το 1926, και τέλος τα δυο κινήματα του Πλαστήρα και του Βενιζέλου το 1933 και το 1935. Οπαδοί των Φιλελευθέρων έπαιξαν σημαντικό ρόλο, βέβαια, και στο κίνημα των Μεταξά – Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη τον Οκτώβριο του 1923. Οι μιλιταριστικές τάσεις των Φιλελευθέρων θα ξεχώριζαν ακόμη πιο έντονα αν υπολογίζαμε και τις δευτερεύουσας σημασίας μικροανταρσίες και στάσεις.
15 Michael N. Pikramenos, «The Independence of the Judiciary», στο  Robin Higham, Thanos N. Veremis, The Metaxas Dictatorship. Aspects of Greece 1936-1940, ELIAMEP-Speros Basil Vryonis Center for the Study of Hellenism, Αθήνα 1993, σ. 137.
16  Hagen Fleischer, «The National Liberation Front» (EAM), 1941-47. A Reassessment», στο John O. Iatrides, Linda Wrigley, Greece at the Crossroads. The Civil War and its Legacy, The Pennsylvania State University Press, University Park 1995, σ. 48.
17 Ένας οξυδερκής παρατηρητής χαρακτηρίζει τους μεσοπολεμικούς μεταξικούς και φασίστες «μικροαγύρτες, γιατί η Ελλάδα δεν είχε κανένα από πεποίθηση μεταξικό ή φασίστα» (Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Ο χειμώνας του 1941-42. Χρονικό της Κατοχής, Κέδρος, Αθήνα 1980, σ. 192). Από την άλλη μεριά, για να δρας ως φασίστας δεν χρειάζεσαι στέρεες πεποιθήσεις ούτε να έχεις διδακτορικό στον φασισμό· οι περισσότεροι φασίστες ήταν και μικροαγύρτες, και το ίδιο ισχύει βέβαια και σήμερα.
18  Μόνον όσο ήταν απολύτως αναγκαίο· ο Γρίβας, που δεν ήταν και ο πλέον εύστροφος ανάμεσά τους, συνέχιζε ως το 1947 να προβάλλει στις πολιτικές του φωτογραφίες το χιτλερικό μουστάκι του.
19 Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Θα πω την αλήθεια. Μια ιδεολογική πολιτική ομολογία, Αθήναι 1945, σ. 9, όπως αναδημοσιεύεται στο Βασίλης Κ. Λάζαρης, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Αχαΐα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σ. 16. Ωστόσο ο ίδιος είχε φλερτάρει προπολεμικά με τον φασισμό, και στη διάρκεια της Κατοχής με το ΕΑΜ.
20  Χρήστος Χατζηιωσήφ, “Δεκέμβρης 1944, τέλος και αρχή”, στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή-Αντίσταση 1940-1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 367.
21  Χρ. Χατζηιωσήφ, στο ίδιο, σ. 370.
22 Βλ. ανεπτυγμένο το σχετικό επιχείρημα στο Σπύρος Μαρκέτος, “Η ελληνική άκρα δεξιά τη δεκαετία του 1940”, στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο Εμφύλιος 1945-1952, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009. Η βασική ανάλυση της Κατοχής από τη σκοπιά της κοινωνικής ιστορίας βρίσκεται στο Γιώργος Μαργαρίτης, Προαγγελία θυελλωδών ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
23 Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 43 και passim. Μια άλλη, και εγκυρότερη, κατά τη γνώμη μου, σκοπιά, βλ. στο Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ, Αθήνα 2005.
24 Τυπική του δεύτερου χειρισμού είναι η παρουσίαση, από τον Στάθη Καλύβα, των ταγματασφαλιτών ως ταλαίπωρων κακοποιών, άνεργων χωροφυλάκων και θυμάτων ή συγγενών θυμάτων του ΕΑΜ: Στάθης Ν. Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία: η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2 2004 [2000], σ. 161-204.
25 «Το απόρρητον αρχείον του ΙΔΕΑ. Επεξεργασία των πρωτοτύπων εγγράφων υπό Κώστα Τριανταφυλλίδη», Ακρόπολις, φ. 7734 της 11ης Ιουλίου 1952, σ. 3, και φ. 7735 της 12ης Ιουλίου 1952, σ. 1.
26 Επιστολή Πέτρου Μαυρομιχάλη,  Ακρόπολις, φ. της 18ης Ιουλίου 1952, σ. 4.
27 «Πότε, πώς και διατί συνεκροτήθη ο ΙΔΕΑ» Ακρόπολις, φ. της 25ης Ιανουαρίου 1952, σ. 3.
28 Βασικής σημασίας παραμένει η ιστορική ανάλυση που περιέχεται στο Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, Βιβλιόραμα, Αθήνα 5 2005.
29 Ακόμη και ο  Έκτωρ Τσιρονίκος,  καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βασικό στέλεχος όχι μόνο των δωσιλογικών κυβερνήσεων αλλά και της εξόριστης φασιστικής κυβέρνησης της Βιέννης μετά τη λήξη της Κατοχής, φαίνεται ότι αμέσως ανακυκλώθηκε από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κι επέστρεψε ως στέλεχός τους στην Ελλάδα, με κρατικό αεροπλάνο των ΗΠΑ: Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλογοι της Κατοχής. Δίκες – παρωδία. Ντοκουμέντα-αποκαλύψεις, μαρτυρίες, Αθήνα 1981, σ. 130-131.
30 Λόγου χάρη στην Επιχείρηση Πελαργός στη Στερεά, Ιούνη του 1947· βλ. σχετικά  Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, ό.π., τ. Α΄, σ. 300 και passim.
31 Robert O. Paxton, The Anatomy of Fascism, Penguin Books, Harmondsworth 2005, σ. 218.
32 «Επανάστασιν εις την διεθνή πολιτικήν δια την αντιμετώπισιν του κομμουνισμού, εσημείωσεν το δόγμα Τρούμαν. Παρομοίαν Επανάστασιν απετέλεσεν και η εθνική αλλαγή της 21ης Απριλίου 1967, δια να αντιμετωπίση τον επερχόμενον νέον εναντίον της Ελλάδος κομμουνιστικόν κίνδυνον. Εάν ο κομμουνισμός κατελάμβανεν την Ελλάδα –και θα το επετύγχανεν εάν δεν παρενέβαινον αι Ένοπλοι Δυνάμεις της Χώρας- θα επροδίδετο το Δόγμα Τρούμαν και ο σκοπός του. Τους ιδίους στόχους είχε το Δόγμα Τρούμαν και η Επανάστασις της 21ης Απριλίου. Και το ίδιον αποτέλεσμα: έσωσαν την Ελλάδα από τον κομμουνισμόν». Εισαγωγή στο Γεώργιος Παπαδόπουλος, Το δόγμα Τρούμαν και η επανάστασις των εθνικών ενόπλων δυνάμεων, Αθήναι Μάιος 1967, σ. 15.
33 Γεώργιος Παπαδόπουλος, Το δόγμα Τρούμαν και η επανάστασις των εθνικών ενόπλων δυνάμεων, Αθήναι Μάιος 1967, σ. 30.
34 Γεώργιος Γεωργαλάς, Η ιδεολογία της Επαναστάσεως. Όχι δόγματα, αλλά ιδεώδη, χ.τ.ε., χ.χ., σ. 6.
35 Γ. Γεωργαλάς, Η ιδεολογία της Επαναστάσεως. Όχι δόγματα, αλλά ιδεώδη, ό.π., σ. 19, 7-8· βλ. και σ. 57.
36 Νίκος Κλείτσικας, Andrea Speranzoni, Φαινόμενα τρομοκρατίας. Ο ελληνικός νεοφασισμός μέσα από τα απόρρητα έγγραφα των Μυστικών Υπηρεσιών, Προσκήνιο, Αθήνα 2003.
37 Βλ. Eric Wilson (επιμ.), Government of the Shadows. Parapolitics and Criminal Sovereignty, Pluto Press, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2009· Daniele Ganser, NATO’s Secret Armies. Opertation Gladio and Terrorism in Western Europe. An Approach to NATO’s Secret Stay-Behind Armies, πρόλογος John Prados, Frank Cass, Λονδίνο 2005· και στα ελληνικά, Ντανιέλε Γκάνσερ, Οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ: Η επιχείρηση Gladio και η τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, μετάφραση Κωνσταντίνος Φασούλης, πρόλογος-επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας, Antilogos, Αθήνα 2007
* Ο Σπύρος  Μαρκέτος είναι νομικός και ιστορικός. Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
http://eagainst.com

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΕΕ!

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚ* Ανατριχιαστικό κυριολεκτικά είναι το έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών του Τέταρτου Γερμανικού Ράιχ για τη μετατροπή της Ελλάδας σε άθλια αποικία του Βερολίνου και της ΕΕ, το οποίο έδωσε στη δημοσιότητα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος. «Εξωτερικά διαχειριζόμενος λογαριασμός καταπιστεύματος» είναι ο τίτλος του πρώτου θέματος που βάζουν οι Γερμανοί, όπου «καταπίστευμα» στη νομική γλώσσα είναι περιουσιακό στοιχείο που μεταβιβάζει κανείς σε κάποιον άλλο με σκοπό τη 
διασφάλιση των απαιτήσεών του. Με άλλα λόγια, σε απλά ελληνικά, η ελληνική κυβέρνηση μεταβιβάζει τη διαχείριση αυτού του δεσμευμένου λογαριασμού στους ευρωπαίους δανειστές.

Ο ελληνικός λαός δηλαδή φορτώνεται με δάνεια, αλλά τα λεφτά των δανείων δεν θα τα παίρνει να τα διαχειριστεί η ελληνική κυβέρνηση, θα διαχειρίζονται μόνοι τους και όπως θέλουν οι… δανειστές!!! Τινάζοντας στον αέρα όλα τα προπαγανδιστικά ψέματα των κυβερνήσεων των γερμανοτσολιάδων που μας κυβερνούν, το έγγραφο τονίζει ότι η ενίσχυση του ελέγχου αυτού του λογαριασμού γίνεται «για να διασφαλιστεί ότι οι πόροι του προγράμματος χρησιμοποιούνται μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους». Ούτε ένα ευρώ δηλαδή από τα χρήματα των δανείων που τα μνημόνια φορτώνουν στους Έλληνες δεν θα πηγαίνει για μισθούς, συντάξεις, επιδόματα ή άλλα έξοδα του ελληνικού κράτους, όπως λένε οι πολιτικοί απατεώνες της συγκυβέρνησης Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη! Ούτε ένα ευρώ! Ολόκληρα τα ποσά των δανείων θα πηγαίνουν για την εξόφληση προηγούμενων δανείων και μάλιστα κατά το δοκούν των Γερμανοευρωπαίων. Όχι μόνο τα ποσά των δανείων. Θέλουν και ποσοστό του ΦΠΑ που εισπράττεται από την ελληνική κυβέρνηση «να μεταφέρεται κάθε μήνα στον καταπιστευματικό λογαριασμό ως συνεισφορά της Ελλάδας στην εξυπηρέτηση του χρέους». Όχι μόνο δηλαδή δεν θα πέφτει ούτε ένα ευρώ στην πραγματική οικονομία από τα δάνεια, αλλά θα παίρνουν και από τα έσοδα του κράτους το οποίο γδέρνει τους πολίτες για να τους προσφέρει πολύ λιγότερες παροχές από παλιά και να τους εξαθλιώνει κάθε μέρα περισσότερο.

Για όποιον δεν κατάλαβε, οι Γερμανοί το ξανατονίζουν στο έγγραφό τους: «Εάν προκύψουν περαιτέρω τρύπες στον προϋπολογισμό κατά τη διάρκεια του προγράμματος, η Ελλάδα θα καλύπτει τα κενά αυτά με δικά της μέσα» υπογραμμίζουν. Δεν αρκούνται σε αυτό. Μεθοδικοί όπως είναι θέλουν να λύσουν μια για πάντα το πρόβλημα μέσω της… αυτοματοποίησης της εξαθλίωσης του ελληνικού λαού: «Ελλείμματα μετρητών (αποκλίσεις από το σχέδιο του προϋπολογισμού) οδηγούν αυτομάτως σε περικοπές δαπανών κατανεμόμενες εξίσου σε όλα ταπρογράμματα δαπανών σύμφωνα με το μερίδιο τους στον προϋπολογισμό» αναφέρει το γερμανικό έγγραφο. Με άλλα λόγια, θα ξοδεύει περισσότερα λεφτά η κυβέρνηση στην κατασκευή ενός δρόμου και αυτομάτως θα κόβονται οι προϋπολογισμένες δαπάνες για την… υγεία και την παιδεία!



Επιπροσθέτως, ούτε το δάνειο δε θα μπορεί να αποφασίσει να πάρει η ελληνική κυβέρνηση από πουθενά, από καμιά χώρα του κόσμου! Αυτό απαιτούν οι Γερμανοί: «Ένας εξωτερικός θεσμός σαν την Κομισιόν της ΕΕ μπορεί να ζητηθεί για να εγκρίνει γραπτώς οποιαδήποτε μορφή επιπρόσθετων δανείων» απαιτούν χωρίς περιστροφές. Η Ελλάδα δηλαδή δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις ΗΠΑ, τηΡωσία, την Κίνα ή τη… Ζιμπάμπουε, αν δεν εγκρίνει γραπτώς η Κομισιόν το να υποβάλουμε αίτημα δανειοδότησης. Απίστευτη η αποικιοποίηση της χώρας μας, της οποίας άλλωστε οι Γερμανοί καταλύουν τον κρατικό μηχανισμό και τον αντικαθιστούν με υπαλλήλους των ξένων κατοχικών δυνάμεων. Στο έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών απαιτείται ρητά η «υποχρεωτική χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθειας από το εξωτερικό»! Προσδιορίζονται μάλιστα και οι τομείς που θα εγκατασταθούν υποχρεωτικά οι ξένοι: Συλλογή φόρων, μείωση διαφθοράς, στατιστική, αναπτυξιακές επενδυτικές στρατηγικές, χρησιμοποίηση διαρθρωτικών πόρων, διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων…». Τα πάνταστα χέρια των δυνάμεων κατοχής. Οι Γερμανοί έχουν και πρόγραμμα εκκαθάρισης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού από τους… Έλληνες!!! Ζητούν «να προσδιοριστούν οι θέσεις - κλειδιά εντός της ελληνικής δημόσιας διοίκησης για την δέουσα εκτέλεση και έλεγχο του προγράμματος προσαρμογής» και «να στρατολογηθούν και να σταλούν ευρωπαίοι ειδικοί ή έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι στους οποίους θα δοθεί το ίδιο στάτους με τους ευρωπαίους ειδικούς προκειμένου να περιοριστεί η εξάρτησή τους από την (ελληνική) πολιτική εξουσία (σ.σ. μιλάμε δηλαδή για έλληνες «κουκουλοφόρους» που θα είναι όργανα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής) για να τοποθετηθούν στις θέσεις κλειδιά… για να αντικαταστήσουν έλληνες αξιωματούχους»!!!

Ανενδοίαστα δηλαδή το Βερολίνο απαιτεί να αναλάβουν οι ίδιοι οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, οι οποίοι μάλιστα θα τεθούν υπεράνω των νόμων της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, τη διακυβέρνηση της Ελλάδας! Και αυτά τα κατάπτυστα ανθρωπάρια, οι πολιτικοί ηγέτες των κομμάτων της συγκυβέρνησης, λένε «ναι» στην παράδοση της χώρας, από την οποία βεβαίως θα ωφεληθούν οι σύγχρονοι αδίστακτοι «μαυραγορίτες» του ελληνικού κεφαλαίου.

*Δημοσιεύθηκε στο «Πριν» το Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Η αντιφασιστική Αντίσταση των λαών : Ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο

Του Άγγελου ΕλεφάντηΣτις 18 Ιουνίου 1940, μετά την κατοχή της Γαλλίας από τον γερμανικό στρατό, τη συνθηκολόγησή της και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Βισύ του στρατάρχη Πεταίν, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, από τον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC του Λονδίνου όπου είχε καταφύγει, απηύθυνε στους Γάλλους ένα σύντομο αλλά και πολυσήμαντο διάγγελμα: οι ελεύθεροι Γάλλοι, εκείνοι των αποικιών κι όσοι κατέφυγαν στην Αγγλία, δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση και συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των Γερμανών στο όνομα της Γαλλίας. Εν κατακλείδι ο στρατηγός Ντε Γκωλ καλούσε τους Γάλλους σε αντίσταση (resistance) στον κατακτητή και το εγχώριο όργανό του, την πεταινική κυβέρνηση Βισύ.
Το ιστορικό αυτό διάγγελμα, εκτός από τις σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες που είχε για τη Γαλλία, αφού αποτέλεσε την ιδρυτική πράξη της αντίστασης κατά των Γερμανών που οργανώθηκε προοδευτικά μέσα στη χώρα, δημιούργησε έναν νέο πολιτικό και ιδεολογικό όρο του οποίου η εμβέλεια διαπέρασε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, επιβίωσε πολύ μετά το τέλος του πολέμου και των αναγκών που τον γέννησαν: τον όρο αντίσταση.
Κατά το διάγγελμα Ντε Γκωλ, αντίσταση ήταν αφενός η μη αναγνώριση της νομιμότητας της κυβέρνησης και των πράξεων των συνθηκολόγων και ως εκ τούτου παρείχε το δικαίωμα ή και την υποχρέωση στους πολίτες να παλέψουν με όλα τα μέσα, άρα και με την ένοπλη πάλη, κατά των κατακτητών και των επιχώριων ανδρεικέλων τους, συνεισφέροντας έτσι στον συνολικό αγώνα. Οι Γάλλοι συνθηκολόγοι –και μάλιστα ο ένδοξος στρατάρχης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πεταίν– εξομοιώνονταν πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά και εθνικά με τον κατακτητή.
Ο όρος "αντίσταση" συμπύκνωνε την πρακτική βούληση να συνεχισθεί ο αγώνας κατά του ναζισμού μέσα στις συνθήκες πλέον της Κατοχής. Αυτή η διακηρυγμένη βούληση αντάμωνε ιδεολογικά με τις νωπές, σχετικά, παραδόσεις του αντιφασισμού του μεσοπολέμου αλλά και με το παλαιότερο, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, επαναστατικό εθνικολαϊκό πνεύμα: "οι πολίτες έχουν υποχρέωση να εξεγείρονται εναντίον της τυραννίας", θέσπιζε ένα άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ποια άλλη τυραννία θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη κι απάνθρωπη από τη ναζιστική;
Από την άλλη μεριά ο όρος "αντίσταση" στο πρακτικό επίπεδο κάλυψε μια ανέκδοτη μορφή πάλης κατά του ναζισμού στο εσωτερικό όλων των κατεχόμενων χωρών. Βέβαια οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν αντιστάθηκαν, όσο ο καθένας αντιστάθηκε, επειδή τους παρακίνησε το διάγγελμα του Ντε Γκωλ. Ο κάθε λαός είχε τους δικούς του λόγους να αντισταθεί, ενώ η αντίσταση σε κάθε χώρα ακολούθησε τις δικές της διαδρομές κι ανέδειξε τις προσίδιες οργανωτικές, πολιτικές και επιχειρησιακές μορφές. Αλλά και από χώρα σε χώρα, στη διάρκεια του πολέμου, το φαινόμενο που μετά τον πόλεμο ονομάστηκε "αντίσταση" είχε τα δικά του ονόματα.
Στην Ελλάδα για παράδειγμα ο όρος "αντίσταση" στη διάρκεια της αντίστασης (1941-1944) είναι άγνωστος. Κανείς δεν τον είχε χρησιμοποιήσει τότε. Η πάλη, ένοπλη ή πολιτική, ονομάζεται αγώνας, εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, αντάρτικο, οι μαχητές ονομάζονται αντάρτες (της Δεξιάς και της Αριστεράς), Εαμίτες, Ελασίτες, Εδεσίτες κ.λπ., ένοπλοι και μη ένοπλοι, της υπαίθρου και των πόλεων, είναι αγωνιστές κι όλοι μαζί συναγωνιστές. Στην Ελλάδα ο όρος αντίσταση αρχίζει να χρησιμοποιείται μετά τα Δεκεμβριανά, οπότε οι πρώην αντάρτες και αγωνιστές γίνονται αντιστασιακοί, όπως σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη. Γρήγορα μάλιστα αποκτά και τον επιθετικό προσδιορισμό "εθνική", σε μια προσπάθεια της Αριστεράς να δείξει και να πείσει ότι εκείνα τα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-ΚΚΕ του αγώνα επί Κατοχής δεν ήταν ξενόδουλα και εαμοβουλγαρικά αλλά κατ΄ εξοχήν εθνικο-πατριωτικά που αγκάλιαζαν ολόκληρο το λαό. Πάντως μετά τη στρατιωτική δικτατορία, όταν θα ξεθυμάνει η λαίλαπα των διώξεων κατά της Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ, το 1981, θα αναγνωρίσει την αντίσταση ως εθνική. Μετά ταύτα πολλές πλατείες και δρόμοι θα μετονομαστούν σε "Εθνικής Αντιστάσεως", θα αναγερθούν μνημεία, παλαιοί αγωνιστές θα συνταξιοδοτηθούν ως αντιστασιακοί, οι οργανώσεις τους θα πάρουν κι αυτές αντιστασιακό όνομα, άπειρα βιβλία και ποικίλα δημοσιεύματα θα γραφτούν για την εθνική αντίσταση. Η εθνική αντίσταση, επιτέλους, νομιμοποιείται.
Το ίδιο συνέβη μεταπολεμικά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, αν και εκεί, στη Δύση και την Ανατολή, δεν χρειάστηκε να περάσουν τριάντα πέτρινα χρόνια. Εκεί η τιμή στην αντίσταση και τους αντιστασιακούς ήρθε μαζί με τη συντριβή του άξονα και την απελευθέρωση. Στην Ανατολική Ευρώπη μάλιστα η αντίσταση και οι αντιστασιακοί, έστω ελέω Κόκκινου Στρατού, γίνονται εξουσία. Η αντίσταση, η resistance, καθιερώνεται παντού ως όρος γενολογικός, παραπέμπει στο ίδιο φαινόμενο που αποτέλεσε μια σημαντική παράμετρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη βέβαια.
Αλλά σε τι ακριβώς παραπέμπει η αντίσταση, ποιο είναι το ουσιώδες γνώρισμα που τη διακρίνει από τις γιγαντιαίες πολεμικές και άλλες αναμετρήσεις των εκατέρωθεν κυβερνητικών στρατών στον Β$ Παγκόσμιο πόλεμο, και που κυρίως αυτές έκριναν την έκβασή του;
Η αντίσταση ήταν ένα ολοπαγές γεγονός που ξεπήδησε σε όλες τις ευρωπαϊκές κατεχόμενες χώρες: στην Πολωνία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία (μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο τον Σεπτέμβριο του 1943), τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Αλβανία, στα κατεχόμενα της Σοβιετικής Ένωσης• ακόμη και στην ίδια την Γερμανία έχουμε κάποιες αντιστασιακές εκδηλώσεις. Αλλού οργανώνονται ολόκληροι αντιστασιακοί στρατοί –Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία, ΕΣΣΔ–, αλλού η αντίσταση επιστρατεύει δυναμικές μειοψηφίας σε κατασκοπευτικά δίκτυα, σε δίκτυα σαμποτέρ και συλλογής πληροφοριών στα μετόπισθεν του εχθρού, αλλού επιστρατεύει δυνάμεις και τις κρατά σε αναμονή να δράσουν την κατάλληλη ώρα (ημέρα J) μαζί με τους επίσημους συμμαχικούς στρατούς. Σε κάθε περίπτωση διεξάγει έναν σκληρό και αποτελεσματικό εν πολλοίς ιδεολογικό αγώνα κατά του ναζισμού ώστε οι ευρωπαϊκοί λαοί να μην αποδεχθούν τη ναζιστική κυριαρχία, να μην προσχωρήσουν στην προοπτική της ναζιστικής Νέας Τάξης. Και δεν ήταν κάτι το αυτονόητο αυτό. Οι επιβλητικές επιτυχίες του γερμανικού στρατού στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν τέτοιας έκτασης που μπορούσαν να κάμψουν τις αντιστάσεις και να δημιουργήσουν ισχυρά λαϊκά ρεύματα προσχώρησης.
Άλλωστε, χάρις και στις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκς και σε ισχυρές γερμανόφιλες και φιλοφασιστικές τάσεις που προϋπήρχαν του πολέμου δεν ήταν λίγες εκείνες οι δυνάμεις που συστρατεύτηκαν με τον ναζισμό και ευχήθηκαν τη νίκη του. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε όσους η βία τους έκανε αρωγούς της Γερμανίας, όπως για παράδειγμα οι εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίοι που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσιά της και μάλιστα στην πολεμική βιομηχανία. Πάντως η αντίσταση, είτε υπόγεια και συνωμοτική είτε έκδηλη και στρατιωτική, είτε οργανωμένη σε δίκτυα και ομάδες είτε σε ολόκληρους στρατούς που καταφέρνουν να δημιουργήσουν ελεύθερες υπό τον έλεγχό τους περιοχές και να αποσπάσουν από τα κύρια μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων σημαντικές γερμανικές δυνάμεις, σε κάθε περίπτωση και σε όλες τις μορφές που προσλαμβάνει πρόκειται για μια, ολιγάριθμη αρχικά, μαζική στη συνέχεια (μετά το καλοκαίρι του ’43) επιστράτευση μαζών, εθελοντική και ανεξάρτητη από τις κυβερνήσεις και τους κρατικούς μηχανισμούς.
Σε κάθε περίπτωση οργανώνεται κόντρα και ενάντια στις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκς. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση και με τέτοια καθολικότητα, στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, για παράδειγμα, δεν γνωρίζει αυτή την ορμητική και αυτόνομη, έξω από το κράτος, είσοδο των μαζών στο προσκήνιο. Ενώ οι κυβερνήσεις, οι κρατικοί μηχανισμοί και οι κρατικοί στρατοί –εκτός από την Αγγλία και τη Σοβιετική Ένωση– ο ένας μετά τον άλλον συντρίβονται από τη στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας, σε όλη την Ευρώπη αναπτύσσεται ένα ιδιόμορφο αντιστασιακό κίνημα, που κατά κάποιο τρόπο παίρνει τη θέση του κράτους. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος από το 1940 και μετά εξελίσσεται σε ένα "λιώσιμο" των κρατών (ακόμη και η Αγγλία και η ΕΣΣΔ υφίστανται σκληρά πλήγματα, αν και τα άντεξαν) και τελειώνει μέσα από την ανάδειξη νέων πολιτικών πρωταγωνιστών που δημιούργησε η αντίσταση. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ οι λαοί έσωσαν τα κράτη και τα έθνη. (Το είχε πει άλλωστε ο Σαρτρ). Κι αυτή, νομίζω, είναι η μεγάλη ιδιομορφία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι καταστάσεις που οδήγησαν σ΄ αυτή τη λαϊκή αφύπνιση μέσα στους φανερούς ή υπόγειους αντιστασιακούς μηχανισμούς έχουν συχνά επισημανθεί, αν και γενικά τόσο οι Άγγλοι όσο και οι Σοβιετικοί είχαν αποδώσει στην αντίσταση ένα ρόλο αντιπερισπασμού, ένα ρόλο επικουρικό σε σχέση με την κύρια σύγκρουση στα μεγάλα θέατρα του πολέμου.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την εμβέλεια και τη σπουδαιότητα του στρατιωτικού σκέλους της αντίστασης, είναι αναμφισβήτητο ότι η αντίσταση στέρησε στον Άξονα την κοινωνική επέκταση της ενδοχώρας του και τον υποχρέωσε να πολεμά μόνος -και μετά το $43 μόνη της η Γερμανία- εναντίον ολόκληρης της Ευρώπης και όλων των ευρωπαϊκών λαών. Το αντιστασιακό πνεύμα δεν ήταν μυστηριακό, μια λαβωμένη εθνική ψυχή που αφυπνίστηκε αιφνιδίως. Το έφεραν στο προσκήνιο μια σειρά παραγόντων που δημιούργησε ο ίδιος πόλεμος, το είδος του πολέμου που διεξαγόταν, το είδος του αντιπάλου και οι μέθοδοί του. Απλώς θα τους κατονομάσω εδώ:
Η συντριβή των τακτικών στρατών και η πλήρης χρεοκοπία των κυβερνητικών μηχανισμών εμπρός στην επέλαση της Βέρμαχτ δημιούργησαν παντού ένα πολιτικό και διοικητικό κενό που δεν κατάφεραν να αναπληρώσουν οι εγκάθετες, και ως εκ τούτου αφερέγγυες, κυβερνήσεις. Το κενό αυτό εκμεταλλεύτηκαν και μέσα σ΄ αυτό πολλαπλασιάστηκαν οι αντιστασιακές δυνάμεις, που ανέλαβαν να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται το έθνος. Ούτε οι εξόριστες κυβερνήσεις, χωρίς λαό αυτές και μισθοδοτροφοδοτούμενες από τους Εγγλέζους, ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που δημιούργησε, ακριβώς, η υπερορία τους.
Ο δεύτερος αποφασιστικός παράγοντας ήταν το είδος του πολέμου που εγκαινίασαν οι Γερμανοί. Ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός, ένας πόλεμος που καταργούσε τις διαχωριστικές γραμμές πολεμιστών και άμαχου πληθυσμού. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών που επέβαλαν η Κατοχή και οι παντοειδείς διώξεις, εξέθρεψαν αισθήματα μίσους, οργής αλλά και στοιχειώδεις πρακτικές αυτοσυντήρησης που αναπτύσσονταν στο κενό που άφηναν τα διαλυμένα και εξαρθρωμένα κρατικά δίκτυα και τα παραδοσιακά εμπορικά δίκτυα συναλλαγών και επικοινωνιών. Εδώ η πρακτική αυτή εισάγει στη συνωμοτικότητα, στην "παρανομία", για ν΄ αποφύγει, ακριβώς, τον έλεγχο των δυνάμεων Κατοχής. Αυτές ακριβώς οι πρακτικές συνιστούν μια μύηση στην παράνομη αντιστασιακή πρακτική, μια πρώτη εκκίνηση προς τη μαζική, πολιτική οργάνωση που θα ΄ρθει με τον καιρό.
Από κει και πέρα, επειδή ο πόλεμος μαίνεται, επειδή παντού η πολιτική διεξάγεται με πόλεμο ζωής και θανάτου, γρήγορα η αντιστασιακή πρακτική, αυτή η αρχική απείθεια έστω, προσλαμβάνει ένοπλες μορφές. Ο ένοπλος αγώνας είναι η κορύφωση του αντιστασιακού πνεύματος, είναι αυτός που απαιτεί και δημιουργεί ταυτόχρονα τη μεγάλη αλληλεγγύη, τη συστράτευση των πολεμιστών και των αμάχων. Και πάντα μέσα στην ίδια χοάνη του αντιφασιστικού αγώνα.
Οι οργανωτικές μορφές που προσέλαβε η αντίσταση από χώρα σε χώρα είναι ποικίλες. Να επισημάνουμε την επιτυχή, σε μερικές περιπτώσεις, διαμόρφωση μετωπικών οχημάτων, όπως π.χ. το ΕΑΜ στην Ελλάδα, που, κατά τις επεξεργασίες του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προσπάθησαν να συνασπίσουν όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις.
Ο αντιφασισμός είναι η ιδεολογία της αντίστασης, είναι ο κοινός ιδεολογικός συνεκτικός της ιστός. Ο φασισμός ωστόσο, τόσο στην ιταλική όσο και στη γερμανική του εκδοχή, δεν είναι μόνο μια ξένη δύναμη κατοχής. Είναι μια ιδεολογία, ένα κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, μια Νέα Τάξη πραγμάτων που επιδιώκει να επιβάλει τις αρχές του παντού: την κατάργηση των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών σωμάτων, τη διάλυση των κομμάτων-συνδικάτων, την καθιέρωση της "αρχής του αρχηγού", τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και του κράτους, τη ρατσιστική εκκαθάριση των κοινωνιών από τα μη άρια στοιχεία, ακραίες εκμεταλλευτικές σχέσεις, τον επιθετικό εθνικισμό, την κρατολατρεία, την ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών, τον ακραίο αντικομμουνισμό αλλά και τον αντιδημοκρατισμό με βάση, συχνά, αντιπλουτοκρατικά συνθήματα.
Η πάλη, επομένως, της αντίστασης κατά του φασισμού κι όχι μόνο ως εθνικοαπελευθερωτική πάλη σημαδεύει ευθύς εξ αρχής τα αντιστασιακά κινήματα με μια αριστερή προοπτική. Το "θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό" ή "χτυπάτε τους φασίστες, ξένους και ντόπιους φασίστες" γίνονται τα κεντρικά συνθήματα της αντίστασης που προσημαίνουν την αριστερή-σοσιαλιστική, ακόμη και κομμουνιστική προοπτική. Στο σημείο αυτό η δράση των κομμουνιστών, ιδίως μετά την εισβολή των Γερμανών στην ΕΣΣΔ που αχρηστεύει το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο Ρίμπερντροπ-Μολότωφ, εξωθεί τα αντιστασιακά κινήματα προς τα αριστερά. Έτσι άλλωστε τα μικρά ή και διαλυμένα κομμουνιστικά κόμματα στις αρχές του πολέμου –π.χ. το παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας το 1939 δεν έχει παραπάνω από 850 μέλη– μέσα στην αντιστασιακή πάλη αποκτούν τεράστια κοινωνική ακρόαση, και μάλιστα κερδίζουν σημαντικότατα ερείσματα μέσα στις εργατικές και αγροτικές μάζες. Η αντίσταση τροφοδοτεί τα κομμουνιστικά κόμματα και τα κομμουνιστικά κόμματα τροφοδοτούν την αντίσταση. Η αντίσταση προς το τέλος του πολέμου αποκτά ταξικο-λαϊκά χαρακτηριστικά.
Ως εκ τούτου, σε όλες τις χώρες δύο γενικά ρεύματα διαγωνίζονται και συχνά συγκρούονται στο πλαίσιο των αντιστασιακών κινημάτων: το ένα κομμουνιστικής και φιλοσοβιετικής προοπτικής, το άλλο αστικοδημοκρατικής φιλοβρετανικής. Το ένα θα μετατρέψει κατά και μετά τον πόλεμο τα κομμουνιστικά κόμματα σε γιγαντιαία μαζικά κόμματα (Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία), το άλλο, στη Δυτική Ευρώπη θα ενισχύσει και θα ενδυναμώσει τις αστικοφιλελεύθερες, τις σοσιαλδημοκρατικές και τις χριστιανοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις.
Αυτή η διάσταση των αντιστασιακών δυνάμεων, ενώ ενυπάρχει κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολώνεται σε πλήρη αντιπαλότητα ιδίως με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και θα "χρωματίσει" τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής. Και θα χρειαστεί η φθορά των κομμουνιστικών κομμάτων και της ιδεολογίας του αντιφασισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 και 80 για να αποδυναμωθούν τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κινήματα, μια φθορά που θα φθάσει στην πλήρη κατάρρευσή τους μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο αντιφασισμός είναι χαμένος πολύ μακριά μέσα στο χρόνο ώστε να τα ανατροφοδοτήσει. Ο αντιφασισμός και το πνεύμα της αντιφασιστικής αντίστασης έχουν εξαντλήσει την προωθητική τους δύναμη.
Σε τούτη τη σύντομη και αναγκαστικά σχηματική σκιαγράφηση του αντιστασιακού φαινομένου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –που αφήνει απ’ έξω γεγονότα, ηρωισμούς, θυσίες, συγκρούσεις ενίοτε μέχρις εμφύλιου σπαραγμού, δημιουργίες, πολιτιστικές ανθοφορίες αλλά και αναχρονισμούς– θα ήθελα να επισημάνω ένα ακόμη στοιχείο που η αντιστασιακή δράση των ευρωπαϊκών λαών ανέδειξε: τον αντιφασιστικό ευρωπαϊκό λαό, τη βάση για μια άλλου τύπου Ευρωπαϊκή Ένωση: οι camarades, οι tavarits, οι compagnioni, οι comerades, οι drouzi, οι σύντροφοι και συναγωνιστές πάλεψαν και ανταμώθηκαν πάνω από τις πολιτιστικές, θρησκευτικές, εθνικές διαφορές. Ήταν μια κοινότητα. Ήταν. Αλλά χάθηκε.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής, 16.9.2001

www.rednotebook.gr