ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

FT: Γιατί δεν πέφτει «αυλαία» στο δράμα του ελληνικού χρέους.

Οι γεωπολιτικές, οικονομικές και ηθικές πλευρές της κρίσης του ελληνικού χρέους είναι καθηλωτικές. Την καθιστούν ένα από τα...
μεγαλύτερα διεθνή δράματα των αρχών του 21ου αιώνα, γράφει o Tony Barber στους σημερινούς Financial Times. Προσθέτοντας, ότι το 2016 ήταν η χρονιά κατά την οποία μεγάλο μέρος του κόσμου έχασε το ενδιαφέρον του και έστρεψε την προσοχή του αλλού.

«Η ψήφος της Βρετανίας υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, η ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα της Ιταλίας για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ήταν συναρπαστικά θεάματα. Οι συνέπειες θα είναι ριζικές για τη Βρετανία, την Ευρώπη και τη μεταπολεμική φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αντίθετα, οι παρατηρητές του ελληνικού δράματος αισθάνονται ότι παραπλανήθηκαν. Είναι μια παράσταση που δείχνει «κολλημένη» στην τρίτη ή τέταρτη πράξη της, ακόμη μακριά από ένα είτε καλό είτε κακό τέλος, και δε φαίνεται τόσο πιθανό να ταρακουνήσει τον κόσμο όσο έδειχνε το 2015.

Για την αποτυχία της τραγωδίας να φτάσει στο τέλος της, ρίξτε το φταίξιμο στους σεναριογράφους. Αυτοί περιλαμβάνουν την πολιτική και διοικητική τάξη της Ελλάδας, τους εταίρους της χώρας από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Χρόνο με το χρόνο, καθένας από αυτούς προσφέρει ένα συνονθύλευμα από ατάκες και σκηνοθετικές οδηγίες για τους ηθοποιούς. Και όμως, η αυλαία δεν πέφτει ποτέ και το έργο συνεχίζεται στην αιωνιότητα.

Θα ήταν αγένεια να πούμε πως στους σεναριογράφους έχει ξεφύγει η πλοκή. Και πάλι, η καταθλιπτική πραγματικότητα είναι πως, σχεδόν επτά χρόνια μετά την πρώτη, έκτακτη διάσωση της Ελλάδας από ΕΕ και ΔΝΤ το Μάιο του 2010, η βασική κατάσταση της χώρας δεν έχει αλλάξει πολύ.

Στερημένη από οικονομική ανάπτυξη και βεβαρυμένη με χρέος, η Ελλάδα κυβερνά τον εαυτό της, ή κυβερνάται, ως ένα είδος προτεκτοράτου του δυτικού κόσμου. Απ’ έξω μοιάζει με κυρίαρχο κράτος, αλλά βρίσκεται υπό τη στενή και αδιάκοπη επίβλεψη ξένων.

Για μια χώρα που είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ και είναι έντονα δημοκρατική στις πολιτικές της διαδικασίες, πρόκειται για μια απόλυτα μη ικανοποιητική κατάσταση. Είναι, όμως, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η ευρωζώνη, το ΔΝΤ και οι ελληνικοί φορείς χάραξης πολιτικής έχουν προσεγγίσει την αναχαίτιση της κρίσης χρέους.

Οι στόχοι των τριών οικονομικών διασώσεων που σχεδιάστηκαν για την Ελλάδα μεταξύ 2010 και 2015, εντάσσονται σε έξι κατηγορίες.

Πρώτον, οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, ιδιαίτερα η Γαλλία και η Γερμανία, ήθελαν απελπισμένα το 2010 να προστατεύσουν τις τράπεζές τους από τις πιθανώς θανάσιμες συνέπειες του απερίσκεπτου δανεισμού τους στα ελληνικά ιδρύματα την περίοδο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Δεύτερον, οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες και τις εθνικές πρωτεύουσες, ανυπομονούσαν να κρατήσουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη, από φόβο πως αν ένα κράτος μέλος πτωχεύσει, ολόκληρο το πρότζεκτ θα τεθεί σε κίνδυνο. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση αμφισβητήθηκε το 2015, όταν η γερμανική κυβέρνηση φλέρταρε με την πιθανότητα εγκατάλειψης της Ελλάδας. Στο τέλος, ωστόσο, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αποφάσισε να μην το διακινδυνεύσει.


Τρίτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους κατανοούν τη στρατηγική ανάγκη να κρατήσουν την Ελλάδα στις δυτικές συμμαχικές δομές, ξεκινώντας από το ΝΑΤΟ.

Τέταρτον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν μπει σε μεγάλο κόπο για να παρατείνουν την οικονομική αρωγή στην Ελλάδα, με έναν τρόπο που ελαχιστοποιεί τις αντιδράσεις των δικών τους αγανακτισμένων εκλογικών σωμάτων. Οι εντάσεις κλιμακώνονται, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στη Φινλανδία και την Ολλανδία, όπου αντικαθεστωτικά κινήματα δεν διστάζουν να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους. Στη Σλοβακία και άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη, οι πολίτες παραπονιούνται πως «ξηλώνονται» για τους Έλληνες, παρότι είναι λιγότερο εύποροι.

Πέμπτον, όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση χρέους, τόσο περισσότερο το ΔΝΤ υιοθετεί μια στάση πως δεν πρέπει να επιτρέψει στους Ευρωπαίους πολιτικούς να παρενοχλούν, να πλευρίζουν και να καλοπιάνουν το Ταμείο με έδρα στην Ουάσινγκτον, ώστε να το εμπλέξουν σε εσφαλμένα σχέδια διάσωσης που θα αμαυρώσουν την επαγγελματική του φήμη.

Έκτον, η ΕΕ και το ΔΝΤ έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τις διασώσεις ως μέσο πίεσης για να τσιγκλίσουν την Ελλάδα «να εκκαθαρίσει τον εαυτό της» από τις πελατειακές σχέσεις, την κακοδιαχείριση και τη διαφθορά. Οι πιστωτές πραγματικά πιστεύουν πως τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις είναι ο καλύτερος δρόμος μέσω του οποίου η Ελλάδα θα φτάσει στον προορισμό ενός σύγχρονου, ευκατάστατου, καλά κυβερνημένου κράτους. Ωστόσο, είναι άλλο θέμα το αν, έπειτα από 6,5 χρόνια αναποτελεσματικών προγραμμάτων διάσωσης, πραγματικά πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει αυτό το ταξίδι.

Γιατί; Διότι ένας επιπρόσθετος παράγοντας είναι πως τα κατεστημένα συμφέροντα στην ελληνική πολιτική, τις επιχειρήσεις και τη δημόσια διακυβέρνηση προσπαθούν να ακυρώσουν τις μεταρρυθμίσεις των πιστωτών με το να τις μπλοκάρουν, με το να τις εφαρμόζουν με μισή καρδιά ή με το να τις παρακάμπτουν όποτε θέλουν.

Ανάλογα με το τι πιστεύετε, μπορείτε να περιγράψετε τους διάφορους στόχους των οικονομικών διασώσεων της ΕΕ και του ΔΝΤ ως φιλόδοξους ή μη ρεαλιστικούς, καλούς ή κακούς για της Ελλάδα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως οι στόχοι δεν είναι πάντα συμβατοί ο ένας με τον άλλον. 

Γι’ αυτό το λόγο το ελληνικό δράμα συνεχίζεται επ’ αόριστον. Προκειμένου να σταματήσει, είτε οι Έλληνες, είτε οι Ευρωπαίοι εταίροι τους, είτε οι φορείς χάραξης πολιτικής του ΔΝΤ θα πρέπει να ξαναγράψουν το σενάριο. Μέχρι στιγμής, καμία πλευρά δεν θέλει να το κάνει αυτό.

Οι Γερμανοί δε θέλουν να προσφέρουν στην Ελλάδα μια ρητή μείωση των χρεών της. Το ΔΝΤ, από την άλλη, απαιτεί γενική ελάφρυνση χρέους. Οι μέσοι Έλληνες και οι εκλεγμένοι ηγέτες τους θέλουν η πατρίδα τους να μείνει στην ευρωζώνη. Κι όμως, πολλοί αρνούνται τις μεταρρυθμίσεις που ενέχει αυτή η επιθυμία.

Είναι, εν ολίγοις, μια αιγαιοπελαγίτικη εκδοχή μεξικάνικης σύγκρουσης. Όπως και σε πολλές συγκρούσεις, μπορεί να χρειαστεί κάποιος απρόβλεπτος εξωτερικός παράγοντας για να δώσει τέλος στο ελληνικό δράμα»...

ΠΗΓΗ: Euro2day

Περιμένοντας τον Σόιμπλε...

Εξετέθησαν πολλοί εντός και εκτός χώρας με το θέμα του βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους.

Εξετέθη ο...
Σόιμπλε επειδή υποχρέωσε τον ακόλουθό του Γερούν Ντάισελμπλουμ να αποδοκιμάσει για λογαριασμό του Eurogoup τις εξαγγελίες Τσίπρα, εκτιμώντας ότι κι αυτή τη φορά οι άλλοι υπουργοί Οικονομικών θα ακολουθήσουν χωρίς ενδοιασμούς. Κάτι που δεν συνέβη.

Εξετέθη ο επικεφαλής του Eurogroup επειδή χωρίς εξουσιοδότηση επιχείρησε να δημιουργήσει αρνητικά τετελεσμένα για την ελληνική κυβέρνηση. Οι συνήθως πειθαρχημένοι συνάδελφοί του τον ανάγκασαν να μαζευτεί.

Εξετέθη ο πρόεδρος του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ γιατί αντέδρασε σπασμωδικά σε πρώτο χρόνο, λέγοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση παραβιάζει τη συμφωνία και βάζει σε κίνδυνο την απόφαση του Eurogroup για το θέμα του χρέους. Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν τον οδήγησαν σε αναδίπλωση. Χθες, μιλώντας σε ισπανική εφημερίδα, δήλωσε ότι «οι παροχές Τσίπρα δεν αλλάζουν τους στόχους».

Ακόμη και ο κολλητός του Σόιμπλε, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Β. Ντομπρόφσκις, είπε στην «Καθημερινή» ότι «το ελληνικό πρόγραμμα είναι “εντός τροχιάς”, χαρακτηρίζοντας πάντως την κίνηση Τσίπρα «περιττή και άχρηστη» (σ.σ. όχι όμως ασύμβατη με τη συμφωνία).

Εξετέθη η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας γιατί πίστεψε ότι η σκληρή γραμμή Σόιμπλε θα περάσει χωρίς ενστάσεις. Μετακινήθηκε από το «ναι» στο «παρών» για να μην κακοκαρδίσει τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ωστόσο τούτη τη φορά οι εξελίξεις δεν τη δικαίωσαν. Η εσωκομματική γκρίνια και η επαναφορά του ερωτήματος «ποιος κυβερνά αυτό το κόμμα, ο κανονικός αρχηγός του, Μητσοτάκης, ή ο σκιώδης αρχηγός του, Σαμαράς;» ήταν η συνέπεια της ψοφοδεούς στάσης της.

Εξετέθησαν όμως και ορισμένα κυβερνητικά στελέχη επειδή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (ιδιωτικώς) διεμήνυαν ότι ήταν λάθος που «δεν ζητήσαμε την έγκριση των δανειστών». Λόγω της καθημερινής επαφής με τους θεσμούς ζουν σε μια εικονική πραγματικότητα. Νομίζουν ότι τα πάντα στη χώρα κινούνται εντός του «Χίλτον» και πως εκεί πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις, είτε αφορούν την αξιολόγηση είτε όχι. Κλασικό σύμπτωμα ιδρυματισμού, ο οποίος στην ακραία εκδοχή του παράγει συμπεριφορές παθητικής υπακοής.

Μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν για μια νίκη της Ελλάδας; Η υπερβολική αισιοδοξία είναι κακός σύμβουλος. Οταν έχεις απέναντί σου τον Σόιμπλε φυσάς και το γιαούρτι. Ο άνθρωπος δεν έχει βγάλει από το μυαλό του το Grexit. Στην παρούσα φάση δεν τον παίρνει να το θέσει ευθέως.

Αυτό που θα κάνει είναι να δημιουργεί συνεχώς καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις θέτοντας πότε το ένα και πότε το άλλο ήσσονος σημασία ζήτημα. Η μόνη υποχώρηση που αντέχει να σαλπίσει είναι η νικηφόρα. Γι’ αυτό ας περιμένουμε τη συνεδρίαση του Euroworking Group για να δούμε τι άλλο θα σκαρφιστεί η γραβατωμένη φαντασία του...

Τάσος Παππάς (efsyn)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

"Μάχαιραν έδωσες και μάχαιραν θα λάβεις"..

mandatoforos.blogspot.gr   

 Οι προτεσταντικής "ηθικής" σκληροπυρηνικοί χριστιανοί γερμανοί, θα πρέπει μάλλον να γνωρίζουν πολύ
καλά τον στίχο αυτό της Καινής Διαθήκης,
     ..δια στόματος μάλιστα Ιησού Χριστού.
     Τί πιό επίσημο; Τί πιό έγκυρο;

     Το ίδιο και η υπόλοιπη χριστιανική και μη Δύση.
     Οι ευρωπαίοι χριστιανοί πολίτες εφησυχασμένοι από την απόσταση ασφαλείας του βεληνεκούς των βομβών του "πολιτισμένου κόσμου",
      ..την ώρα που ευλαβικά εκτελούν το χριστιανικό τους καθήκον τού υπερκαταναλωτισμού, και της δημιουργίας ευφορίας και ευτυχίας για τα παιδιά τους,
     ..αφήνουν τους ηγέτες τους, ΑΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΤΑ,
     ..χωρίς καμία ενόχληση, χωρίς καμία λαϊκή δυσφορία και διαμαρτυρία,
     ..να δημιουργούν κάπου αλλού, χιλιάδες ορφανά παιδιά,
     ..και εκατομμύρια κόσμου πρόσφυγες και κυνηγημένους.

     Το τέλος της αθωότητας είναι εδώ!
     Κανείς μας δεν είναι πιά αθώος.
     Φυσιολογικά.
     Νομοτελειακά!..

     Υ.Γ.  Το blog θέλει εκ των προτέρων να συγχαρεί για την ευαισθησία τους όσους ευφυείς συμπολίτες μας ανεβάσουν την γερμανική σημαία στις φωτογραφίες και τα "προφίλ" τους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

ΠΩΣ Η ΔΥΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΕ ΤΟΝ ΣΥΡΙΑΚΟ ΛΑΟ

από @anti-nato 
«Είπατε ψέματα για το Ιράκ. Είπατε ψέματα για το Αφγανιστάν. Είπατε ψέματα για τη Λιβύη. Λέτε ψέματα για τη Συρία και το Ιράν.» Αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο της Ιρανής γεωπολιτικής αναλύτριας Sharmine Narwani .

Στις 23 Μαρτίου 2011, στην αρχή αυτού που σήμερα αποκαλούμε «συριακό πόλεμο», δύο νέοι άντρες – ο Σάερ Γιαχία Μερχέτζ και ο Χαμπήλ Άνις Νταγιούμπ- δέχτηκαν πυρά και σκοτώθηκαν στην πόλη Ντάραα της νότιας Συρίας.
Ο Μερχέτζ και ο Νταγιούμπ δεν ήταν ούτε άμαχοι, ούτε αντίθετοι με την κυβέρνηση του Προέδρου της Συρίας Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Ήταν δύο στρατιώτες που υπηρετούσαν στις τάξεις του Αραβικού Συριακού Στρατού.
Δολοφονημένοι από ένοπλους αγνώστους, ο Μερχέτζ και ο Νταγιούμπ ήταν οι πρώτοι από τους ογδόντα οκτώ στρατιώτες που σκοτώθηκαν σε όλη τη Συρία κατά τον πρώτο μήνα της σύρραξης – σε Ντάραα, Λαττάκεια, Ντούμα, Μπάνιας, Χομς, Μουανταμίγιατ, Ιντλίμπ, Χαράστα, Σουγουέιντα, Ταλκάλαχ και στα προάστια της Δαμασκού.
Σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Διεθνή Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ για τη Συρία, ο συνολικός αριθμός των νεκρών από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων της χώρας ήταν 2.569 μέχρι τον Μάρτιο του 2012, δηλαδή κατά το πρώτο έτος των συγκρούσεων. Εκείνη την περίοδο, ο συνολικός αριθμός απωλειών που έδινε ο ΟΗΕ για όλα τα θύματα της πολιτικής βίας στη Συρία ήταν 5.000 νεκροί.
Αυτοί οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα των γεγονότων στη Συρία. Σίγουρα δεν πρόκειται για τη σύρραξη για την οποία διαβάζαμε στα πρωτοσέλιδα – αν μη τι άλλο,  η “ισορροπία” στους θανάτους μεταξύ των δύο πλευρών υποδεικνύει τουλάχιστον ότι η κυβέρνηση ακολούθησε την αρχή της αναλογικότητας στη χρήση ισχύος για την αντιμετώπιση της βίας.
Όμως οι θάνατοι του Μερτζέχ και του Νταγιούμπ αγνοήθηκαν. Κανένα από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν αφηγήθηκε την ιστορία τους – ή των άλλων νεκρών στρατιωτών. Οι θάνατοι αυτοί απλώς δεν ευθυγραμμίζονταν με τη δυτική “αφήγηση” των αραβικών εξεγέρσεων και ούτε βέβαια εναρμονίζονταν με τους πολιτικούς στόχους των δυτικών κυβερνήσεων.
Για τους φορείς χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ, η «Αραβική Άνοιξη» πρόσφερε μια  μοναδική ευκαιρία να ανατραπούν οι κυβερνήσεις των εχθρικών κρατών στη Μέση Ανατολή. Η Συρία, το πιο σημαντικό αραβικό κράτος στον υπό την ηγεσία του Ιράν “Άξονα της Αντίστασης”,ήταν ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος.
Για να επιτευχθεί αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, το μοτίβο της «Αραβικής Άνοιξης» έπρεπε να εφαρμοστεί καιροσκοπικά  – και επομένως χρειαζόταν να πεθάνουν Σύριοι.
Ο “δικτάτορας” έπρεπε απλώς να “σκοτώνει το λαό του” – και όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθούσαν.
Πώς οι λέξεις σκοτώνουν
Τέσσερις βασικές αφηγήσεις επαναλαμβάνονταν συνεχώς από κάθε καθεστωτικό μέσο στηΔύση από τον Μάρτιο του 2011 και κερδίζοντας έδαφος κατά τους προσεχείς μήνες.
– «Ο δικτάτορας σκοτώνει το λαό του».
– «Οι διαμαρτυρίες είναι ειρηνικές».
– «Η αντιπολίτευση είναι άοπλη».
– «Είναι μια λαϊκή επανάσταση».
Οι φιλοδυτικές κυβερνήσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο είχαν μόλις εκδιωχθεί μέσα από μία ραγδαία αλληλουχία γεγονότων τους προηγούμενους δύο μήνες και έτσι το “πλαίσιο” της αλλαγής καθεστώτος από τα κάτω κατά το μοτίβο της «Αραβικής Άνοιξης» υπήρχε στη συλλογική ψυχή των λαών της περιοχής. Αυτές οι τέσσερις προσεκτικά στημένες “αφηγήσεις” που είχαν αποκτήσει νόημα στην Τυνησία και την Αίγυπτο ήταν πλέον έτοιμες να απονομιμοποιήσουν και να υπονομεύσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση εναντίον της οποίας θα χρησιμοποιούνταν.
Αλλά για να υπάρξει πλήρης και δυναμική εφαρμογή τους στη Συρία, οι Σύριοι έπρεπε να κατέβουν στους δρόμους μαζικά και άμαχοι έπρεπε να χάσουν τη ζωή τους στα χέρια των βάναυσων δυνάμεων ασφαλείας. Η συνέχεια θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια “επανάσταση” μέσω του τεράστιου δικτύου των ξένων και περιφερειακών μέσων ενημέρωσης που είχαν ταχθεί σε έναν διάλογο περί «Αραβικής Άνοιξης».
Διαδηλώσεις, ωστόσο, δεν ξέσπασαν στη Συρία με τον ίδιο τρόπο όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Σε αυτούς τους πρώτους μήνες, είδαμε συγκεντρώσεις που περιορίζονταν σε μερικές  εκατοντάδες  άτομα – μερικές φορές σε χιλιάδες – να εκφράζουν διαφορετικούς  βαθμούς πολιτικής δυσαρέσκειας. Οι περισσότερες από αυτές τις συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν μετά την προσευχή της Παρασκευής κατά την οποία σε τεμένη υπό την επιρροή του ουαχαβιτισμού γίνονταν εκκλήσεις για συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ή μετά από κατά τόπους δολοφονίες που κινητοποιούσαν εξαγριωμένα πλήθη να παραβρεθούν στις δημόσιες κηδείες.
Μέλος εξέχουσας οικογένειας της Ντάραα μου εξήγησε ότι υπήρχε αρκετή σύγχυση σχετικά με το ποιος σκότωνε πολίτες στην περιοχή  – η κυβέρνηση ή κάποια «αφανής πλευρά». Πρόσθεσε ότι εκείνη την περίοδο οι πολίτες της Ντάραα ήταν διχασμένοι: «Κάποιοι πίστευαν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ανοίγουν πυρ εναντίον όλο και περισσοτέρων για να τους σταματήσουν και να τους προειδοποιήσουν να διακόψουν τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις. Η άλλη άποψη ήταν ότι αθέατες πολιτοφυλακές ήθελαν να συνεχιστεί αυτό διότι αν δεν γίνονται κηδείες δεν θα είχε κανένα λόγο ο κόσμος να διαδηλώνει».
Με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης, ας δούμε αυτές τις αφηγήσεις για τη Συρία μετά από πέντε χρόνια συγκρούσεων:
Γνωρίζουμε πλέον ότι αρκετές χιλιάδες μέλη των συριακών δυνάμεων ασφαλείας σκοτώθηκαν κατά το πρώτο έτος, αρχής γενομένης από τις 23 Μαρτίου του 2011. Γνωρίζουμε συνεπώς ότι η αντιπολίτευση ήταν ένοπλη από την αρχή της σύγκρουσης. Έχουμε οπτικές αποδείξεις για ενόπλους που εισήλθαν στη Συρία από τα σύνορα του Λιβάνου τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2011. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες ουδέτερων παρατηρητών ότι ένοπλοι στόχευαν αμάχους σε τρομοκρατικές ενέργειες και ότι οι “διαμαρτυρίες” δεν ήταν όλες “ειρηνικές”.
Η αποστολή του Αραβικού Συνδέσμου, που διεξήγαγε πολύμηνη έρευνα εντός της Συρίας από τα τέλη του 2011, αναφέρει:
«Στη Χομς, στο Ιντλίμπ και στη Χάμα η αποστολή των παρατηρητών υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε βίαιες ενέργειες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων και αμάχων που κατέληξαν σε πολυάριθμους θανάτους και τραυματισμούς. Παραδείγματα τέτοιων βιαιοτήτων περιλαμβάνουν τον βομβαρδισμό ενός λεωφορείου με πολίτες όπου σκοτώθηκαν οκτώ άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, και ο βομβαρδισμός ενός τρένου που μετέφερε πετρέλαιο ντίζελ. Σε ένα άλλο περιστατικό στη Χομς ένα λεωφορείο της αστυνομίας ανατινάχτηκε με αποτέλεσμα το θάνατο δύο αστυνομικών. Ένας αγωγός καυσίμων και κάποιες μικρές γέφυρες χτυπήθηκαν επίσης».
Ο Ολλανδός ιερέας Fransvander Lugt, επί μακρόν κάτοικος Συρίας που σκοτώθηκε στη Χομς τον Απρίλιο του 2014, είχε σημειώσει τον Ιανουάριο του 2012:
«Από την αρχή τα κινήματα διαμαρτυρίας δεν ήταν αποκλειστικά ειρηνικά. Από την αρχή είδα ένοπλους διαδηλωτές να κινούνται παράλληλα με τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους και να πυροβολούν πρώτοι τους αστυνομικούς. Πολύ συχνά η βία των δυνάμεων ασφαλείας ήταν η αντίδραση στη βία των ένοπλων ανταρτών».
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2011, είχε παρατηρήσει:
«Από την αρχή είχαμε το πρόβλημα των ενόπλων ομάδων που αποτελούσαν επίσης μέρος της αντιπολίτευσης… Η  αντιπολίτευση στο δρόμο είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε άλλη μορφή εναντίωσης. Και αυτή η αντιπολίτευση είναι οπλισμένη και συχνά κτηνώδης και βίαιη, μόνο και μόνο για να ρίξει το φταίξιμο στην κυβέρνηση».
Εκτός αυτών, γνωρίζουμε πλέον πως  ό,τι κι αν συνέβη στη Συρία, σίγουρα δεν ήταν  “λαϊκή επανάσταση”. Ο συριακός στρατός παρέμεινε ακέραιος, ακόμη και μετά τις πολυάριθμες αναφορές στον τύπο περί μαζικών λιποταξιών. Εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι συνέχισαν να διαδηλώνουν εκφράζοντας τη στήριξή τους στον Πρόεδρο της χώρας, αν και αυτές οι διαδηλώσεις αποσιωπήθηκαν. Οι κρατικοί θεσμοί και η κυβέρνηση και η επιχειρηματική ελίτ έχουν σε μεγάλο βαθμό παρεμείναν πιστοί στον Άσαντ. Οι μειονοτικές ομάδες -Αλαουίτες, Χριστιανοί, Κούρδοι, Δρούζοι, Σιίτες και το κόμμα Μπάαθ που είναι πλειοψηφικά σουνιτικό – δεν στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση και δεν συμμετείχαν στην αντιπολίτευση. Οι μεγάλες αστικές περιοχές και τα πληθυσμιακά κέντρα παραμένουν υπό την προστασία και τον έλεγχο του κράτους, με λίγες εξαιρέσεις.
Άλλωστε, μια γνήσια επανάσταση δεν μπορεί να έχει κέντρα επιχειρήσεων στην Ιορδανία και στην Τουρκία. Ούτε μπορεί μια λαϊκή επανάσταση να  χρηματοδοτείται, να εξοπλίζεται και να ενισχύεται από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη  Γαλλία.
Διασπορά «αφηγήσεων» για γεωπολιτικό όφελος
Το εγχειρίδιο Ανορθόδοξου Πολέμου των Ειδικών Δυνάμεων του στρατού των ΗΠΑ του 2010 αναφέρει:
«Ο σκοπός των προσπαθειών Ανορθόδοξου Πολέμου των ΗΠΑ είναι να εκμεταλλεύονται τα πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και ψυχολογικά τρωτά σημεία μιας εχθρικής ηγεσίας μέσω της ανάπτυξης και διατήρησης δυνάμεων αντίστασης για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ… Για το προσεχές μέλλον, οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα εμπλακούν κυρίως σε επιχειρήσεις ασύμμετρου πολέμου».
Ένα απόρρητο τηλεγράφημα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ του 2006 αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Άσαντ ήταν, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, πιο ισχυρή τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και προτείνει τρόπους για να αποδυναμωθεί: «Τα ακόλουθα παρέχουν μία σύνοψη των δυνητικών τρωτών σημείων και τα πιθανά μέσα για την εκμετάλλευσή τους…» Στη συνέχεια δίνεται ένα κατάλογος  “τρωτών σημείων” – πολιτικών, οικονομικών, εθνικών, θρησκευτικών, στρατιωτικών, ψυχολογικών – και συνιστώνται “δράσεις” για το πώς μπορεί κανείς να τα “εκμεταλλευτεί”.
Αυτό είναι σημαντικό. Το δόγμα ανορθόδοξου πολέμου των ΗΠΑ προϋποθέτει ότι οι πληθυσμοί των εχθρικών κρατών συνήθως περιλαμβάνουν ενεργές μειονότητες  που αντίστοιχα εναντιώνονται ή υποστηρίζουν την κυβέρνησή τους, αλλά για να πετύχει ένα “κίνημα αντίστασης” πρέπει να κυριαρχήσει στις αντιλήψεις του μεγαλύτερου τμήματος που είναι οι  “ανένταχτοι μέσοι πολίτες” προκειμένου να στραφούν εναντίον των ηγετών τους.Συμπληρώνει το εγχειρίδιο (και δανείζομαι γενναιόδωρα από ένα δικό μου προηγούμενο άρθρο):
Για να στραφεί ο “ανένταχτος μέσος πολίτης” στην υποστήριξη της εξέγερσης, το εγχειρίδιο συνιστά «τη δημιουργία ατμόσφαιρας ευρύτερης δυσαρέσκειας μέσα από προπαγάνδα και πολιτικές και ψυχολογικές προσπάθειες να δυσφημιστεί η κυβέρνηση».
Όσο η διένεξη κλιμακώνεται, τόσο «εντατικοποιείται και η προπαγάνδα με την ψυχολογική προετοιμασία του πληθυσμού για εξέγερση».
Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπάρξει τοπική και εθνική “αναστάτωση” – με την οργάνωση μποϊκοτάζ, με απεργίες και με άλλες κινήσεις που φανερώνουν δημόσια δυσαρέσκεια. Στη συνέχεια ακολουθεί «η διείσδυση ξένων υποκινητών και συμβούλων και ξένης προπαγάνδας, υλικής ενίσχυσης, χρημάτων, όπλων και εξοπλισμού».
Το επόμενο επίπεδο των διεργασιών θα πρέπει να είναι η ίδρυση «εθνικού μετώπου οργανώσεων [δηλαδή το Εθνικό Συμβούλιο Συρίας] και απελευθερωτικών κινημάτων [δηλαδή ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός]» που θα οδηγήσουν μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην αποδοχή «αυξημένης πολιτικής βίας και δολιοφθοράς» και θα ενθαρρύνουν την καθοδήγηση «ατόμων ή ομάδων που θα διαπράξουν δολιοφθορές σε αστικά κέντρα».
Έγραψα για ξενοκίνητες τακτικές ασύμμετρου πολέμου που εφαρμόστηκαν στη Συρία το πρώτο έτος της κρίσης  – όταν οικυρίαρχες αφηγήσεις στα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν ακόμη για το “δικτάτορα που σκοτώνει το λαό του”, τις “ειρηνικές διαμαρτυρίες”, την “ως επί το πλείστον άοπλη αντιπολίτευση”, την “γνήσια λαϊκή επανάσταση” και τους χιλιάδες “πολίτες” που γίνονταν στόχος αποκλειστικά των δυνάμεων ασφαλείας του κράτους.
Όλες αυτές οι αφηγήσεις ήταν επινοημένες; Οι εικόνες που είδαμε ήταν όλες στημένες; Ή αρκούσε απλώς να κατασκευαστούν ορισμένα μόνο πράγματα – επειδή η “αντίληψη” της μεγάλης πλειοψηφίας που είναι ο μέσος πολίτης, ήδη διαμορφωμένη, θα μπορούσε να δημιουργήσει τη δική της φυσική ορμή προς την αλλαγή καθεστώτος;
Και τι κάνουμε εμείς, σε αυτήν εδώ την περιοχή,μετά από αυτές τις τρομακτικές νέες πληροφορίες σχετικά με το πώς διεξάγονται οι πόλεμοι εναντίον μας – χρησιμοποιώντας τους πληθυσμούς μας ως στρατιώτες στο πεδίο της μάχης για την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων;
 Δημιουργώντας το δικό μας “παιχνίδι ”
Δύο είναι οι παίχτες σε αυτό το παιχνίδι αφηγήσεων.
Το πρώτο που μάθαμε είναι ότι οι ιδέες και οι στόχοι μπορούν να κατασκευαστούν, να προσαρμοστούν, να εξωραϊστούν και να εφαρμοστούν με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να καθιερώσουμε περισσότερα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δίκτυα διανομής πληροφοριών για τη διάδοση των δικών μας απόψεων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Οι Δυτικές κυβερνήσεις μπορούν να βασιστούν σε ένα γελοιωδέστατα συκοφαντικό στρατό δυτικών και περιφερειακών δημοσιογράφων που μας εκτοξεύουν την προπαγάνδα τους μέρα και νύχτα. Δεν χρειάζεται να είμαστε ισοδύναμοι με αυτούς σε αριθμούς ή μέσα: μπορούμε απλώς να αναπτύξουμε στρατηγικές για να αποτρέψουμε τις εκστρατείες παραπληροφόρησης στις οποίες επιδίδονται. Δυτικοί δημοσιογράφοι που επανειλημμένα δημοσιεύουν ψευδείς, ανακριβείς και επιβλαβείς πληροφορίες θέτοντας σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές πρέπει να αποκλείονται από την περιοχή.
Αυτοί δεν είναι δημοσιογράφοι – προτιμώ να τους αποκαλώ μαχητές των ΜΜΕ – και δεν τους αξίζουν οι ελευθερίες που παρέχονται στους πραγματικούς επαγγελματίες του τομέα της ενημέρωσης. Αν αυτοί οι δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν, κατά το πρώτο έτος της συριακής σύγκρουσης, αμφισβητήσει τα δεδομένα οποιασδήποτε εκ των τεσσάρων αφηγήσεων που αναφέρθηκαν, θα είχαν σκοτωθεί ως σήμερα περισσότεροι από 250.000 Σύριοι; Θα καταστρεφόταν η Συρία και θα είχαν μείνει άστεγοι 12 εκατομμύρια Σύριοι; Θα υπήρχε καν το ISIS;
Ελευθερία του λόγου; Όχι ευχαριστώ – όχι, αν πρέπει να πεθάνουμε για τους στόχους της εθνικής ασφάλειας κάποιου άλλου.
Η Συρία άλλαξε τον κόσμο. Έφερε τους Ρώσους και τους Κινέζους (BRICS) στο επίκεντρο και μετέτρεψε την παγκόσμια τάξη από μονοπολική σε πολυπολική μέσα σε μια νύχτα. Και δημιούργησε έναν κοινό σκοπό για μια ομάδα σημαντικών κρατών της περιοχής που αποτελούν πλέον τη ραχοκοκαλιά ενός αναδυόμενου «Τόξου Ασφαλείας» από την Εγγύς Ανατολή ως τον Περσικό Κόλπο. Τώρα έχουμε τεράστιες δυνατότητες να μετασχηματίσουμε τον κόσμο και τη Μέση Ανατολή σύμφωνα με το δικό μας όραμα. Νέα σύνορα; Θα τα χαράξουμε από μέσα. Οι τρομοκράτες; Εμείς οι ίδιοι θα τους νικήσουμε. Οι ΜΚΟ; Θα δημιουργήσουμε τις δικές μας, με τους δικούς μας ανθρώπους και τα δικά μας σχέδια. Οι αγωγοί πετρελαίου;  Εμείς θα αποφασίσουμε τη διαδρομή τους.
Αλλά ας αρχίσουμε να οικοδομούμε αυτές τις νέες αφηγήσεις πριν έρθουν οι “Άλλοι”να καλύψουν το κενό.
Και προσοχή! Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σπαταλήσουμε το χρόνο μας απορρίπτοντας τις ξένες αφηγήσεις. Αυτό ακριβώς θα μας κάνει να είμαστε οι “απορριπτικοί” στο παιχνίδι τους. Και αυτό δίνει ζωή στο παιχνίδι τους. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε το δικό μας παιχνίδι – ένα πλούσιο λεξιλόγιο τοπικών αφηγήσεων – που καθορίζει τον εαυτό μας, την ιστορία μας και τις προσδοκίες μας, με βάση τη δική μας πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Ας αφήσουμε τους “Άλλους” να απορρίψουν τη δική μας εκδοχή, ας αφήσουμε αυτούς να γίνουν οι “απορριπτικοί” στο δικό μας παιχνίδι… και ας του δώσουν ζωή.

πηγή:
https://athens.indymedia.org/post/1566893/

Madre De Deus: Πως η πειρατεία άλλαξε την μόδα και την Ιστορία

Γελωτοποιός


Η Ιστορία έχει τους δικούς της κανόνες. Ένας απ’ αυτούς είναι ότι κάποια τυχαία γεγονότα μπορούν ν’ αλλάξουν το ρου της ή -τουλάχιστον- να επισπεύσουν τις αλλαγές. Έτσι, τυχαία, άλλαξε κι η ένδυση στην Ευρώπη.

Το 1592 η Ισπανία με την Πορτογαλία είχαν δημιουργήσει την Ιβηρική Ένωση, τη μεγαλύτερη σε έκταση αυτοκρατορία που είχε δει μέχρι τότε ο κόσμος, αφού περιλάμβανε όλα τα εδάφη του Νέου Κόσμου και κάποια της Ασίας.

Μόνοι ανταγωνιστές ήταν οι Ολλανδοί, που δραστηριοποιούνταν κυρίως στον Ινδικό Ωκεανό και στο ινδονησιακό αρχιπέλαγος. Οι Άγγλοι αρκούνταν να κουρσεύουν τα πλοία των Ισπανών που επέστρεφαν απ’ το “Ελντοράντο”. Όμως στις 3 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς όλα -στον κόσμο- θα άλλαζαν.

Μια εγγλέζικη ναυτική μοίρα που καιροφυλακτούσε στις Αζόρες για ισπανικά πλοία κατέλαβε ένα πορτογαλικό εμπορικό ιστιοφόρο.

Ήταν το Madre de Deus, τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ το πιο μεγάλο αγγλικό πλοίο. Κι οι θησαυροί που κουβαλούσε ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνους που έρχονταν απ’ τον Νέο Κόσμο.

Κασέλες ξέχειλες με μαργαριτάρια και κεχριμπάρια. Υφάσματα άξια μόνο για ανάκτορα. 425 τόνοι πιπέρι, 45 τόνοι γαρύφαλλα κι άλλοι τόσοι κανέλα, μοσχοκάρυδο. Μπαχαρικά, αρωματικές ουσίες και έβενος.

Η αξία του φορτίου εκτιμάται σε μισό εκατομμύριο στερλίνες, το μισό όλων των χρημάτων που υπήρχαν στο θησαυροφυλάκιο της βασίλισσας. Ήταν η μεγαλύτερη μπάζα της ιστορίας.

Η βασίλισσα Ελισάβετ, ο έμπιστος σερ Ουόλτερ Ράιλι, οι στρατιωτικοί και οι έμποροι, κατάλαβαν ότι το μέλλον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν στον Ινδικό Ωκεανό. Όμως σαν βρέθηκαν εκεί οι Άγγλοι είχαν να αντιμετωπίσουν, πέρα απ’ τους Πορτογάλους, και τους Ολλανδούς, που ήδη είχαν “πιάσει” τα καλά σημεία (όπως τη Γκόα).

Αναγκαστικά στράφηκαν προς το βορρά της Ινδίας κι εγκαταστάθηκαν στη Βομβάη, ένα σχεδόν ακατοίκητο νησί. Εκεί αντιλήφθηκαν ότι υπήρχε ένας θησαυρός πολύ πιο μεγάλος κι απ’ τα μπαχαρικά. Η Ινδία παρήγαγε το καλύτερο βαμβακόνημα στον κόσμο, καθώς και τα καλύτερα βαμβακερά υφάσματα.

Οι Ολλανδοί δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον για το βαμβάκι, επειδή δεν υπήρχε ζήτηση, δεν υπήρχε αγορά. Η Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών αποφάσισε να δημιουργήσει μια αγορά για το προϊόν. Έτσι έφεραν τα βαμβακερά στην Ευρώπη -και στις ευρωπαϊκές αποικίες στον Νέο Κόσμο.

Τα ινδικά βαμβακερά ήταν ελαφρύτερα και φθηνότερα απ’ τα μάλλινα. Βάφονταν πιο εύκολα, οπότε είχαν πιο ωραία χρώματα και σχέδια. Επιπλέον καθαρίζονταν πιο εύκολα.

Ακόμα και στα πιο ψυχρά κλίματα, τα βαμβακερά εσώρουχα άλλαξαν τα πρότυπα της καθαριότητας, της άνεσης, της υγείας.

Στις αποικίες το βαμβάκι βρήκε τέλεια ανταπόκριση. Γράφουν κάποιοι έμποροι απ’ τη Τζαμάικα: “…τα περισσότερα ενδύματα των κατοίκων είναι χρωματιστά ινδικά βαμβακερά, που είναι ελαφρά και φτηνά, και μπορούν να πλένονται συχνά, πράγμα που συντελεί στο να διατηρούνται καθαροί και υγιείς”.

Οι αριθμοί δείχνουν καλύτερα την “ενδυματολογική επανάσταση”: Στο διάστημα 1619-1621 οι Ολλανδοί είχαν μεταφέρει μόλις 12.000 κομμάτια βαμβακερών ρούχων. Οι Άγγλοι το 1625 εισήγαγαν 221.500 κομμάτια. Μέχρι τη δεκαετία του 1670 η ετήσια εισαγωγή έφτασε τα 700.000 κομμάτια.

Κάπως έτσι, σχεδόν τυχαία κι αδυσώπητα, οι Ευρωπαίοι -και οι σκλάβοι τους- έμαθαν να φοράνε βαμβακερά ρούχα. Οι Άγγλοι αποικιοκράτες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ινδία κι επεκτάθηκαν. Και ο κόσμος προετοιμάστηκε για τη Βιομηχανική Επανάσταση, που ξεκίνησε με την εκμηχάνιση της βρετανικής κλωστοϋφαντουργίας.

(Υλικό άντλησα απ’ το βιβλίο του David S. Landes “Ο πλούτος και η φτώχεια των εθνών”, μτφ Αριάδνη Αλαβάνου, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ)

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 10.12.2016

Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.

Πηγή: nostimonimar.gr

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Γεωργιάδης: “Με εντολή Σοιμπλε καταψηφίσαμε” ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕ την αποκάλυψη της ΑΓΟΡΑΣ @NCHATZINIKOLAOU


Η γερμανική κυβέρνηση παρενέβη ώστε να… εξωραΐσει έρευνα για τη φτώχεια

Στη Γερμανία συμβαίνει ότι και οπουδήποτε αλλού. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και φτωχοί γίνονται φτωχότεροι ή περισσότεροι. Αυτό δείχνει η νέα μεγάλη έκθεση για τη φτώχεια στη χώρα που διενεργήθηκε για το υπ. Εργασίας. Τα αποτελέσματα της, όμως δεν άρεσαν στη γερμανική κυβέρνηση που, σύμφωνα με την Süddeutsche Zeitung, έσπευσε να παρέμβει για να… εξωραΐσει την έρευνα!

Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της έκθεσης για τη φτώχεια κατόπιν αιτήματος της Γερμανίδας υπουργού Εργασίας Αντρέα Νάλες, διερευνήθηκε το εύρος της επιρροής που έχουν εύποροι πολίτες στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, αλλά και η αντίστοιχη επιρροή εισοδηματικά ασθενέστερων συμπολιτών τους.

Και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εύποροι έχουν σαφώς μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική συγκριτικά με τους φτωχότερους. Η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να αφαιρέσει τα επίμαχα συμπεράσματα, ώστε η έρευνα όταν φτάσει στο ευρύ κοινό να είναι κάπως πιο… εύπεπτη.

Η SZ γράφει ότι από την αναθεωρημένη εκδοχή λείπει, για παράδειγμα, η διατύπωση ότι «η πιθανότητα για μια πολιτική αλλαγή είναι σημαντικά μεγαλύτερη όταν αυτή την πολιτική αλλαγή υποστηρίζεται από μεγάλο αριθμό ανθρώπων με υψηλότερο εισόδημα».

Παραγράφηκε επίσης από τη γερμανική κυβέρνηση η αναφορά περί «κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης», καθώς και η παρατήρηση ότι «άτομα με χαμηλότερο εισόδημα παύουν να συμμετέχουν στα πολιτικά δρώμενα εξαιτίας εμπειριών που τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί προσανατολίζονται λιγότερο με βάση αυτούς για τη λήψη αποφάσεων».

Η έκθεση πρόκειται να παρουσιαστεί επίσημα στις αρχές του 2017, ωστόσο ήδη έχουν διαρρεύσει αποσπασματικά στοιχεία στον γερμανικό τύπο, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.

Μεταξύ άλλων καταγράφεται ότι ο αριθμός των εκατομμυριούχων στη Γερμανία αυξήθηκε σε 16.495 από 12.424 το 2009 και οι μισθοί όσων έχουν μόνιμη θέση απασχόλησης ανέβηκαν πάνω από 10% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Δυσάρεστο νέο είναι ότι 4,17 εκατομμύρια Γερμανοί, που αντιστοιχούν σε 6,1% του πληθυσμού, είναι υπερχρεωμένοι και ανήκουν κατά κανόνα στον τομέα των χαμηλά αμειβόμενων, οι οποίοι υπολείπονται αισθητά του μέσου εθνικού όρου. Τέλος, ο αριθμός των αστέγων σημείωσε σημαντική αύξηση από 223.000 το 2008 σε 335.000 το 2014.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Τα Χριστούγεννα ενός άνεργου το 1930

 https://lefterianews.files.wordpress.com/2016/12/prosfigika-athina-1930-1.jpg?w=1024&h=614&crop=1
Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα  86 χρόνια μετά, σήμερα, τις μέρες που ζούμε κι αυτές που έρχονται για κάθε άνεργο; Πόσοι ανέστιοι, πόσοι χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση  – και πόσοι ακόμη περιμένουν τις κάρτες αλληλεγγύης και τα φιλανθρωπικά γεύματα για να χορτάσουν την πείνα τους; Οι εικόνες θα κατακλύσουν τα κανάλια τις επόμενες μέρες για να προκαλέσουν τη συμπόνοια όσων μπορούν ακόμη να έχουν γεμάτο τραπέζι και μαζί να μας τρομοκρατήσουν όλους για τα χειρότερα. Εάν «δεν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις» …
ο Προλετάριος, στο «Ριζοσπάστη» της 25 / 12 /1930
Επισυνάπτουμε στο τέλος του χρονογραφήματος όλες τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» εκείνης της εποχής θέλοντας να αντιληφθεί ο αναγνώστης το κλίμα της εποχής, 86 χρόνια πριν, σχεδόν ένα αιώνα
Το χριστουγεννιάτικο χρονογράφημα του «προλετάριου» από την στήλη «κόκκινες πινελιές».
Ένας άνεργος, που δοκίμασε τα χάδια του κλομπ όταν εζήτησε ψωμί, παράτησε νύχτα νύχτα να ξημερώνουν τα Χριστούγεννα, το υπόγειο που έμενε και βγήκε να προϋπαντήσει τον Κύριον…
-Απόψε, που θα γεννηθεί το θείον βρέφος, είπε και θυμήθηκε τον παπά του χωριού του, απόψε, που θα γεννηθεί το θείον βρέφος κι η κοιλιά μου χτυπάει το χαρμόσυνο ταμπουρά της αρμονίας του αστικού παραδείσου, θα βγω να πανηγυρίσω τη γέννηση του Σωτήρος.
Ώρες περπατούσε, χαμένος μέσα σε λογιών- λογιών ονειροπολήματα όσο που βγήκε από την πόλη και βρέθηκε μέσα στα χωράφια. Το ξεροβόρι τον χτυπούσε αλύπητα κι αν μπορούσε να δει το κορμί του θα τό ’βλεπε μελανιασμένο. Ήταν η ώρα, που οι ευσεβείς και ευτραφείς χριστιανοί κάνουν την τελετή του δένδρου των Χριστουγέννων και σταυροκοπιούνται για να ευχαριστήσουν τον Θεάνθρωπο, που τους έσωσε από το προπατορικό αμάρτημα. Κι ο ήρωάς μας άρχισε να σιγοψέλνει το τροπάρι:
Η γέννησή σου Χριστέ
ο Θεός ημών…
Ω του θαύματος, λοιπόν, καθώς ελέγανε και στα παλιά μυθιστορήματα. Τότε ο μαύρος χειμωνιάτικος ουρανός φωτίσθηκε ξαφνικά κι άνοιξε με φοβερό πάταγο.
– Άρχισε η φιέστα, σκέφτηκε ο άνεργος.
Πραγματικά! Ένα μιλιούνι φτερωτοί έφηβοι ξεχύθηκαν ξαφνικά από το σχίσμα του ουρανού κρατώντας μάλιστα λαμπάδες.
Αυτοί σίγουρα πρέπει να ήταν άγγελοι. Τραγουδούσαν μια γλυκιά μελωδία και φαινότανε να βρίσκουνται σ’ ένα μεγάλο ενθουσιασμό.
-Τι γίνεται, ρε παιδιά; φώναξε από κάτου ο ήρωας μας.
-Γονάτισε του απάντησαν τραγουδιστά και προσκύνησε! Χριστός γεννάται σήμερον!
-Ε, κι αν Χριστός γεννάται σήμερον, μήπως εγώ θα πάψω να πεινάω;
-‘Αθλιε! Άκουσε πίσω του μια φωνή! Όργανο της Μόσχας.
Και βρέθηκε μπροστά σε τρεις παράξενους ανθρώπους που σέρνανε γκαμήλες. Εκείνος που του μίλησε, σήκωσε κιόλας το καμουτσί να τον χτυπήσει.
-Αυτοί, σίγουρα θα είναι οι τρείς μάγοι, σκέφτηκε ο άνεργος.
Μα, φαντασθείτε πόση ήταν η έκπληξή του, όταν στον άνθρωπο που τον έβριζε γνώρισε το τελευταίο αφεντικό του, που τον απόλυσε από τη δουλειά.
-Αφεντικό! του είπε. Μάγος έγινες;
Εκείνος χαμογέλασε:
-Φέρνω σμύρναν, χρυσόν και λίβανον εις τον Κύριον…
Και εκείνος αρπάχτηκε από μίαν ελπίδα μυστική.
-Πεινώ αφεντικό, του είπε, ο Χριστός δεν έχει ανάγκη απ’ αυτά τα πράματα. Δε μού δίνεις ένα κομμάτι χρυσάφι, ν’ αγοράσω ψωμί;
Μα η απάντηση του ήρθε απ’ αλλού:
-Ούτε πεντάρα για τους ανέργους!
Αυτά τα λόγια τα είχε ξανακούσει από τον Βενιζέλο όταν πήγε με μίαν επιτροπή να ζητήσει επίδομα. Κι αυτή τη φορά ο ίδιος ήταν που τό ’λεγε. Κάτου από τη χλαμύδα του μάγου αναγνώρισε το Δήμιο!
Και τώρα γύρισε στον τρίτο, που ήτανε μαζί τους.
-Δεν είναι κρίμα να πεινούν οι άνθρωποι, όταν άλλοι πνίγουνται στα πλούτη;
-Τέκνον μου, του απάντησε ο τρίτος μάγος, αν ο οφθαλμός σου σε σκανδαλίζει έκβαλον αυτόν, κι αν το στομάχι σου πεινάει δέσε το μ’ ένα ζωνάρι.
Ήταν ο Μητροπολίτης!
Κι οι τρεις μαζί του φώναξαν:
-Όλοι πάμε σύμφωνα με τα διδάγματα του Χριστού. Κάνε δρόμο να περάσουμε στο δρόμο του Χριστού ειδ’ άλλως σε πατούμε!
Η συνοδεία προχώρησε και στο μεταξύ η φιέστα του ουρανού εξακολουθούσε μεγαλόπρεπη. Ο άνεργος εξαντλημένος από την πείνα και το κρύο έπεσε κάτου σφίγγοντας την γροθιά του. Ωστόσο γρήγορα συνήρθε. Ένιωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο κι είδε πλάι του να παραστέκει ένας άγγελος.
-Γιατί δεν πηγαίνεις να προσκυνήσεις τον Κύριο;
-Δε βαστώ να περπατήσω πια, τα γόνατά μου είναι κομμένα από την πείνα…
Ο άγγελος έμεινε λίγο συλλογισμένος, μα ύστερα, σαν καλός κομματάρχης που βάζει τ έξοδα των ψηφοφόρων του κόμματος για να ψηφίσουν, έτσι κι αυτός. Άρπαξε στην αγκαλιά του τον άνεργο, τόνε σήκωσε ψηλά και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.
– Εδώ γεννάται ο Χριστός του είπε. Πέσε να προσκυνήσεις.
Η σπηλιά ήταν γεμάτη από τσοπαναρέους γονατιστούς κι οι μάγοι βρισκότανε ακόμα στα γόνατα.
-Αν μπορούσε, μωρέ, σκέφτηκε ο ήρωάς μας, να καταλάβει αυτό το μωρό, να τού ’λεγα τη δυστυχία μας. Μπορούσε να μού ’δινε ένα κομμάτι χρυσάφι απ΄ αυτό, που του φέρανε οι μάγοι.
Μα το μικρό πού ήταν;
Έβλεπε τη φάτνη αδειανή. Και ρώτησε:
-Πού είναι ο Χριστός;
-Εγώ είμαι τού απάντησε κάποιος.
Είδε μπροστά του ένα νέο παλληκάρι.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα, του είπε ο άνεργος. Αν είσαι συ ο Χριστός πώς γίνεται και μεγάλωσες τόσο αφού τώρα δα γεννήθηκες;
-Ανόητε! του απάντησε κείνος… Αφού σε δεκαπέντε μέρες πρέπει να είμαι τριάντα χρονών και να βαφτιστώ, πρέπει να μεγαλώνω κάθε στιγμή. Αυτά είναι τα μυστήρια της δημιουργίας, όπως και η άσπορος σύλληψή μου. Ή δεν άκουσες πως η μητέρα μου μ’ έπιασε με τη μυρουδιά ενός κρίνου;
-Μη συζητάς αδερφέ μαζί του, φώναξε ο εργοδότης στο Χριστό με τη μεγαλύτερη οικειότητα. Αυτός είναι άνεργος και ζητά επίδομα.
-Άνεργος; έκανε ο άλλος στραβομουτσουνιάζοντας, Α, άνεργος είσαι; Και δεν έφερες ούτε χρυσόν, ούτε σμύρναν, ούτε λίβανον; Πανιερώτατε μητροπολίτα είναι έτοιμο το αυτοκίνητο; Είναι καιρός να φύγουμε.
-Μάλιστα ...μεγαλειότατε!
Η φάτνη κι οι μάγοι δια μιας χαθήκανε. Ένα πλούσιο σαλόνι φάνηκε μπροστά στα παραξενεμένα μάτια του ανέργου. Ευτραφείς κυρίες και κοιλαράδες κύριοι στριμωχνότανε, ο ένας κοντά στον άλλον. Κάποιος αγόρευε:
-Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν, στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δώστε τους σφαίρες.
Ο άνεργος άφησε μια βλαστήμια.
Μα τού ήρθε μια κλωτσιά.
-Χριστούγεννα και βλαστημάς το Χριστό και στον ύπνο σου ακόμα παλιάνθρωπε; Ξύπνα και σε θέλει ο αξιωματικός της υπηρεσίας.
Ήταν ο δεσμοφύλακας, που ήρθε να τον ζητήσει στο κελί του.
Τον έπιασαν την ημέρα που ζητούσε ψωμί …
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΣ
65_-1_37468c
25 Δεκέμβρη 1930, εφ. «Ριζοσπάστης».
*Κεντρική φωτογραφία:Προσφυγικό σπίτι – Αθήνα 1930
inred.gr

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Σοκαριστικό σκίτσο του Charlie Hebdo

«Σώστε την Ευρώπη! Πνίξτε έναν Έλληνα», είναι ο τίτλος του νέου του τεύχους του γαλλικού περιοδικού Charlie Hebdo, που...
έχει προκαλέσει αίσθηση.

Στο εξώφυλλο απεικονίζεται η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ να πνίγει σε κουβά έναν Έλληνα, όπως αναφέρει και ο τίτλος...

 
newpost.gr

Έπεσαν και οι τελευταίες μάσκες των αμετανόητων νεοφιλελέδων

πολιτικό σχόλιο απο failed evolution
Η παγίδα που έστησε ο Τσίπρας, κυρίως στη Νέα Δημοκρατία, έπιασε τόπο. Όχι βέβαια επειδή στήθηκε ανέντιμα στις πλάτες των κατακρεουργημένων από τα μνημόνια συνταξιούχων και των ακριτικών νησιών, αλλά επειδή βοήθησε στο να πέσουν και οι τελευταίες μάσκες των αμετανόητων νεοφιλελέδων.
Η αλήθεια είναι ότι ο 'κολπαδόρος' Τσίπρας έκανε κίνηση ματ με την οποία σε κάθε περίπτωση θα έβγαινε κερδισμένος.
Αν η αντιπολίτευση και κυρίως η Νέα Δημοκρατία, ψήφιζε σύσσωμη υπέρ της χορήγησης της έκτακτης ενίσχυσης στους συνταξιούχους, θα το χρησιμοποιούσε ως ένα γερό χαρτί απέναντι στην σκληρή γραμμή Σόιμπλε και ΔΝΤ, δείχνοντας πως ακόμα και αυτοί που ταυτίζονται ιδεολογικά μαζί τους έχουν φτάσει στα όριά τους και δεν μπορούν πλέον να ανέχονται τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της καταστροφής. Θα έδειχνε επομένως (έστω και εικονικά), ότι σχηματίζεται ένα συμπαγές εσωτερικό μέτωπο απέναντι στην παράνοια των Γερμανών σαδο-μονεταριστών και του ΔΝΤ.
Αν και όσοι από την αντιπολίτευση και κυρίως η Νέα Δημοκρατία, απέφευγαν να πάρουν θέση (όπως και έγινε με ΝΔ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων), θα το χρησιμοποιούσε ως ένα γερό χαρτί προκειμένου να φρενάρει τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και να βελτιώσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, επιφέροντας ταυτόχρονα πλήγμα στη συσπείρωση και τα ποσοστά της ΝΔ.
Πέρα όμως από τα παιχνίδια Τσίπρα και λοιπών στις πλάτες των καθημαγμένων από τα μνημόνια ψηφοφόρων, η πρόσφατη ψηφοφορία έδιωξε και τις τελευταίες αμφιβολίες σχετικά με το ποιοι είναι πιστοί στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της καταστροφής που εφαρμόζουν πιστά οι δανειστές σε βάρος της χώρας.
Θα ήταν αδύνατο λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον σκληρό νεοφιλελεύθερο πυρήνα που ο ίδιος επέλεξε (Γεωργιάδης, Χατζηδάκης), να κάνει οτιδήποτε χωρίς τη συγκατάθεση του ομογάλακτου ιδεολογικά Σόιμπλε και του ΔΝΤ. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω ούτε βήμα από την σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή, στέλνοντας 'λάθος μήνυμα' σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και ΔΝΤ, που τον έχουν βάλει να 'ζεσταίνεται' στον πάγκο για να αντικαταστήσει τον Τσίπρα με την πρώτη ευκαιρία.
Για το Ποτάμι δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Όλοι γνωρίζουμε τι ρόλο παίζει, άσχετα αν πλασάρεται με το μανδύα του δήθεν κεντροαριστερού κόμματος.
Όσον αφορά την Ένωση Κεντρώων, η στάση της δικαιολογείται απόλυτα από το γεγονός ότι ο Λεβέντης στις προεκλογικές του συνεντεύξεις απέφευγε να αναγνωρίσει τις τεράστιες ευθύνες των τραπεζιτών για την κρίση, επιμένοντας στη μονοδιάστατη λογική περί σπάταλου κράτους κ.λ.π., δηλαδή πολύ κοντά στην γραμμή του τραπεζομιντιακού κατεστημένου που προσπάθησε από την αρχή της κρίσης να κρύψει τις τεράστιες ευθύνες του.
Οι αμετανόητοι νεοφιλελέδες δεν μπορούν να κρυφτούν για πολύ. Αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ξεσκεπάζονται ...

Πολιτική ορθότητα: Πώς η Δεξιά δημιούργησε έναν εχθρό φάντασμα

Εδώ και 25 χρόνια η επίκληση αυτής της ασαφούς και διαρκώς μεταβαλλόμενης Νέμεσης έχει γίνει η αγαπημένη τακτική της δεξιάς, και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο μεγαλύτερος θρίαμβός της – από τη Moira Weigel

Πριν από τρεις εβδομάδες, περίπου το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού εξέλεξε για την προεδρεία των ΗΠΑ έναν δημαγωγό χωρίς προηγούμενη εμπειρία σε δημόσια θέση. Στα μάτια πολλών από τους υποστηρικτές του αυτή η έλλειψη εμπειρίας δεν ήταν μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτημα. Ο Donald Trump σε όλην την καμπάνια του παρουσίαζε ως προσόν το ότι δεν ήταν «πολιτικός». Το να απεικονίζει κανείς τον εαυτό του ως «καινοτόμο» ή «αουτσάιντερ» που κάνει σταυροφορία ενάντια στο διεφθαρμένο κατεστημένο της Ουάσιγκτον είναι το παλαιότερο τέχνασμα στην αμερικανική πολιτική – αλλά ο Trump το πήγε ακόμα πιο μακριά. Έσπασε αμέτρητους σιωπηλούς κανόνες σχετικά με το μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει και να πει ένα δημόσιο πρόσωπο.

Κάθε δημαγωγός χρειάζεται έναν εχθρό. Για τον Trump ήταν η άρχουσα ελίτ, και η κατηγορία που εξαπέλυσε ήταν ότι όχι μόνο δεν επέλυσε τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί, αλλά προσπαθεί να σταματήσει οποιοδήποτε ακόμη και να μιλάει για αυτά τα προβλήματα. «Τα συμφέροντα, τα αλαζονικά ΜΜΕ και οι πολιτικά μυημένοι, δεν θέλουν να μιλήσω για το έγκλημα που συμβαίνει στη χώρα μας», δήλωσε ο Trump σε μια ομιλία του τέλη Σεπτεμβρίου. «Αυτοί θέλουν να με ταυτίσουν με τις αποτυχημένες πολιτικές που έχουν προκαλέσει τόσο πόνο».

Ο Trump ισχυρίστηκε ότι ο Μπαράκ Ομπάμα και η Χίλαρι Κλίντον ήταν πρόθυμοι να αφήσουν απλούς Αμερικάνους να υποφέρουν επειδή η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν η πολιτική ορθότητα. «Έχουν βάλει την πολιτική ορθότητα παραπάνω από την κοινή λογική, πάνω από την ασφάλεια σας, και πάνω απ’ όλα», διακήρυττε ο Τραμπ λίγο αφού ένας μουσουλμάνος οπλοφόρος σκότωσε 49 ανθρώπους σε ένα γκέι κλαμπ στο Ορλάντο. «Αρνούμαι να είμαι πολιτικά ορθός». Ενώ οι προοδευτικοί αναγνώρισαν μια γλώσσα που αντικατοπτρίζει μια ολοένα και πιο ποικιλόμορφη κοινωνία – στην οποία οι πολίτες επιχειρούν να αποφύγουν να προσβάλλουν ο ένας τον άλλον – ο Trump είδε μια συνωμοσία.

Σ’ όλην τη διάρκεια της παράξενης εκστρατείας του, ο Trump με συνέπεια καταριόταν την πολιτική ορθότητα, κατηγορώντας τη για ένα μεγάλο εύρος δεινών και χρησιμοποιούσε τη φράση για να εκτρέψει κάθε κριτική. Στο πρώτο ντιμπέιτ των Ρεπουμπλικανικών προκριματικών, η παρουσιάστρια του Fox News, Megyn Kelly ζήτησε από τον Trump να εξηγήσει αν είναι μέρος του «πολέμου κατά των γυναικών».

«Έχετε αποκάλεσει τις γυναίκες που δεν σας αρέσουν «χοντρά γουρούνια»,«σκυλιά»,«μπίχλες» και «αηδιαστικά ζώα», τόνισε η Kelly. «Μια φορά είπατε για μια διαγωνιζόμενη στο Celebrity Apprentice πως θα ήταν όμορφη να την δείτε πεσμένη στα γόνατά της…»

«Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα αυτής της χώρας είναι ότι είναι πολιτικά ορθή» απάντησε ο Trump μέσα σε χειροκροτήματα από το κοινό. «Έχω προσβληθεί από τόσους πολλούς ανθρώπους, που ειλικρινά δεν έχω χρόνο να είμαι πολιτικά ορθός. Και για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, ούτε αυτή η χώρα έχει χρόνο για πολιτική ορθότητα».

Ο Trump χρησιμοποίησε την ίδια τακτική όταν επικριτές του έθεσαν ερωτήματα γύρω από τις δηλώσεις του σχετικά με τη μετανάστευση. Τον Ιούνιο του 2015, αφότου ο Trump αναφέρθηκε στους Μεξικανούς ως «βιαστές», το NBC, το δίκτυο στο οποίο προβλήθηκε το reality του Τραμπ «The Apprentice», ανακοίνωσε ότι διακόπτει τη συνεργασία μαζί του. Η ομάδα του Trump ανταπάντησε ότι, «το NBC είναι αδύναμο, και όπως όλοι οι άλλοι προσπαθεί να είναι πολιτικά ορθό».

Τον Αύγουστο του 2016, όταν μήνυση εναντίον του Trump University έφτασε στο δικαστήριο του Σαν Ντιέγκο, ο Τραμπ ισχυρίστηκε στο CBS News ότι ο δικαστής Gonzalo Curiel θα έπρεπε να παραιτηθεί της έδρας του και ν’ αφήσει άλλον δικαστή να κρίνει την υπόθεση καθώς θα ήταν προκατειλημμένος εναντίον του γιατί είναι Αμερικάνος μεξικανικής καταγωγής. Συνέχισε λέγοντας: «Πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε τόσο πολιτικά ορθοί σε αυτή τη χώρα». Κατά τη διάρκεια του δεύτερου προεδρικού debate, ο Trump απάντησε σε μια ερώτηση σχετικά με την πρότασή του για την «απαγόρευση εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ» δηλώνοντας: «Θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ πολιτικά ορθοί, αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι, υπάρχει ένα πρόβλημα».

Κάθε φορά που ο Trump έλεγε κάτι «εξωφρενικό» σχολιαστές υποστηρίζαν ότι είχε πια ξεπεράσει το όριο και ότι η εκστρατεία του ήταν πλέον καταδικασμένη. Όσο πέρναγε ο καιρός, οι υποστηρικτές του Trump κατέστησαν σαφές ότι τους άρεσε γιατί «δεν φοβόταν να πει τι σκεφτόταν». Οι οπαδοί του εξήραν τον τρόπο με τον οποίο ο Trump μιλούσε περισσότερο απ’ όσο αναφέρονταν στις πολιτικές προτάσεις του. Τα λέει όπως είναι, υποστηρίζουν οι οπαδοί. Λέει την άποψή του. Αυτός δεν είναι πολιτικά ορθός.
Ο Trump και οι οπαδοί του δεν όρισαν ποτέ την «πολιτική ορθότητα», και δεν ξεκαθάρισαν ποτέ ποιος την επιβάλει. Δεν χρειάστηκε. Η φράση έφερνε στο μυαλό ισχυρές δυνάμεις αποφασισμένες να καταστείλουν άβολες αλήθειες με την αστυνόμευση της γλώσσας.

Υπάρχει μια προφανής αντίφαση όταν διαμαρτύρεσαι συνέχεια σε ένα κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, για το ότι σε φιμώνουν. Αλλά αυτή η ιδέα – ότι υπάρχει μια σειρά ισχυρών, απροσδιόριστων δυνάμεων, οι οποίοι προσπαθούν να ελέγχουν ό,τι κάνεις, το δικαίωμα να ορίζεις τις λέξεις που χρησιμοποιείς – είναι πολύ ισχυρή σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή τη στιγμή. Οι δεξιές φυλλάδες της Βρετανίας εκδίδουν συχνές καταγγελίες κατά της «πολιτικής ορθότητας που ξεφύγει από τα όρια» και χλευάζει την αυτάρεσκη υποκρισία της «μητροπολιτικής ελίτ». Στη Γερμανία, οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί κάνουν παρόμοιες καταγγελίες: μετά τις επιθέσεις σε γυναίκες στην Κολωνία παραμονή της τελευταίας Πρωτοχρονιάς, για παράδειγμα, ο επικεφαλής της αστυνομίας Rainer Wendt, δήλωσε ότι οι αριστεροί που πιέζουν τους αστυνομικούς να είναι πολιτικά ορθοί τους τους εμποδίζουν από το να κάνουν τη δουλειά τους. Στη Γαλλία, η Marine Le Pen του Εθνικού Μετώπου έχει καταδικάσει και τους πιο παραδοσιακούς συντηρητικούς ως «παράλυτους από τον φόβο τους να αντιμετωπίσουν την πολιτική ορθότητα».

Η αδιάκοπη επανάληψη αυτής της φράσης από τον Trump έχει οδηγήσει πολλούς αρθρογράφους να υποστηρίζουν ότι το μυστικό της νίκης του ήταν μια σπασμωδική κίνηση κατά της υπερβολικής «πολιτικής ορθότητας». Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Χίλαρι Κλίντον απέτυχε επειδή είχε επενδύσει πάρα πολύ σε αυτή την κοντινή συγγενή της πολιτικής ορθότητας, τις «πολιτικές ταυτότητας». Αλλά με μια πιο προσεκτική εξέταση, η «πολιτική ορθότητα» γίνεται εξαιρετικά ολισθηρή έννοια. Ο όρος είναι αυτό που οι αρχαίοι Ελλήνες ρήτορες θα ονόμαζαν «εξώνυμο»: ένας όρος για μια άλλη ομάδα, η οποία σηματοδοτεί ότι ο ομιλητής δεν ανήκει σε αυτή. Κανείς δεν περιγράφει ποτέ τον εαυτό του ως «πολιτικά ορθό». Η φράση χρησιμοποιείται πάντα μόνο ως κατηγορία.

Αν πεις ότι κάτι είναι τεχνικά ορθό, υποδηλώνεις ότι είναι λάθος – το επίρρημα πριν από το «ορθό» υπονοεί ένα «αλλά». Ωστόσο, το να πω ότι μια δήλωση είναι πολιτικά ορθή υποδυκνεύει κάτι πιο ύπουλο. Δηλαδή, ότι ο ομιλητής ενεργεί κακόπιστα. Ότι αυτός ή αυτή έχει απώτερα κίνητρα, και κρύβει την αλήθεια προκειμένου να προωθήσει μια ατζέντα ή να επισημάνει μια ηθική ανωτερότητα. Το να πούμε ότι κάποιοι είναι «πολιτικά ορθοί» τους απαξιώνει δύο φορές. Πρώτον, είναι λάθος. Δεύτερον, και πιο κατηγορηματικά, το ξέρουν.

Αν αρχίσετε να ψάχνετε για την προέλευση της φράσης, καθίσταται σαφές ότι η ιστορία της πολιτικής ορθότητας δεν είναι ‘τακτοποιημένη’. Έχουν υπάρξει μόνο εκστρατείες ενάντια σε κάτι που ονομάζεται «πολιτική ορθότητα». Εδώ και 25 χρόνια έχει γίνει η αγαπημένη τακτική της δεξιάς ως ένας ασαφής και διαρκώς μεταβαλλόμενος εχθρός. Η αντίθεση με την πολιτική ορθότητα έχει αποδειχθεί μια ιδιαίτερα αποτελεσματική μορφή κρυπτο-πολιτικής. Μεταμορφώνει το πολιτικό τοπίο ενεργώντας σαν να μην είναι πολιτική. Ο Trump είναι ο πιο ικανός χειριστής αυτής της στρατηγικής ως τώρα.

==

Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν είχαν ακούσει ποτέ τη φράση «πολιτική ορθότητα» πριν από το 1990, όταν διάφορα άρθρα άρχισαν να εμφανίζονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 1990 από τον δημοσιογράφο των New York Times, Richard Bernstein, ο οποίος -υπό τον τίτλο «Η ανοδική ηγεμονία του πολιτικώς ορθού»- προειδοποίησε ότι τα πανεπιστήμια της χώρας απειλούνταν από «μια αυξανόμενη μισαλλοδοξία, από ένα τερματισμό συζητήσεων, από μια πίεση προς συμμόρφωση».

Ο Bernstein είχε τότε επιστρέψει μόλις από το Μπέρκλεϊ, όπου έκανε ρεπορτάζ σχετικά με τον φοιτητικό ακτιβισμό. Έγραψε ότι υπήρχε μια «ανεπίσημη ιδεολογία του πανεπιστημίου», σύμφωνα με την οποία «ένα σύμπλεγμα των απόψεων για τη φυλή, την οικολογία, τον φεμινισμό, τον πολιτισμό και την εξωτερική πολιτική καθορίζει ένα είδος «ορθής» στάσης απέναντι στα προβλήματα του κόσμου». Για παράδειγμα, «οι βιοδιασπώμενες σακούλες σκουπιδιών έχουν τη σφραγίδα έγκρισης της Πολιτικής Ορθότητας. Η Exxon δεν την έχει».

Ο αλαρμισμός του Μπέρνστιν σε μια από τις πιο γνωστές και σεβαστές εφημερίδες της χώρας, πυροδοτήσε μια αλυσιδωτή αντίδραση, και όλα τα ΜΜΕ έσπευσαν να καταγγείλουν αυτή τη νέα τάση. Τον επόμενο μήνα, η αρθρογραφος της Wall Street Journal, Dorothy Rabinowitz επέκρινε τον «γενναίο νέο κόσμο του ιδεολογικού φανατισμού» στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Τον Δεκέμβρη το εξώφυλο του Newsweek – με κυκλοφορία πάνω από 3 εκατομμύρια – είχε τον τίτλο «αστυνομία της σκέψης» και μια ακόμη δυσοίωνη προειδοποίηση: «Υπάρχει ένας «πολιτικά ορθός» τρόπος για να μιλήσεις για τη φυλή, το φύλο και τις ιδέες. Είναι αυτό ο νέος Διαφωτισμός – ή ο Νέος Μακαρθισμός;». Ένα παρόμοιο εξώφυλλο θα κοσμήσει το περιοδικό New York τον Γενάρη του 1991 – στο εσωτερικό, το περιοδικό διακήρυττε ότι «Oι νέοι φασίστες» κατελάμβαν τα πανεπιστήμια. Τον Απρίλη, το περιοδικό Time έκανε αναφορά σε «μια νέα μισαλλοδοξία» που γνώριζε άνοδο σε όλες τις πανεπιστημιουπόλεις σε εθνικό επίπεδο.

Εάν κάνετε αναζήτηση στο ProQuest, μια ψηφιακή βάση δεδομένων των ΗΠΑ για περιοδικά και εφημερίδες, θα διαπιστώσετε ότι η φράση «πολιτική ορθότητα» σπάνια εμφανιζόταν πριν από το 1990. Εκείνη τη χρονιά, εμφανίστηκε περισσότερο από 700 φορές. Το 1991, υπήρξαν περισσότερες από 2.500 περιπτώσεις. Το 1992, εμφανίστηκε πάνω από 2.800 φορές. Όπως στις ταινίες του Indiana Jones, αυτά τα άρθρα βασίζονται σε εχθρούς από ένα σύμφυρμα των παλαιών πολέμων: σύγκριναν την «αστυνομία σκέψης» που σπέρνει τον τρόμο στις πανεπιστημιουπόλεις με φασίστες, σταλινικούς, Μακαρθιστές, τη Χιτλερική Νεολαία, χριστιανούς φονταμενταλιστές, μαοϊκούς και μαρξιστές.

Πολλά από τα άρθρα αυτά ανακυκλώνουν τις ίδιες ιστορίες από μια χούφτα ελίτ πανεπιστημίων, συχνά φουσκωμένες ή εκτός πλαισίου. Το άρθρο του εξωφύλλου του περιοδικού New York έκανε την αρχή με έναν καθηγητή ιστορίας του Χάρβαρντ, τον Stephan Thernstrom, που δέχτηκε επίθεση από φοιτητές με οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν φυλετικά αναίσθητος: «Κάθε φορά που περπατούσε στην πανεπιστημιούπολη εκείνη την άνοιξη, από τα τούβλινα μονοπάτια του Χάρβαρντ, κάτω από τις τοξωτές πύλες, πέρα από τις φτελιές, έβρισκε δύσκολο ν’ αγνοήσει ότι ήταν δακτυλοδεικτούμενος, ν’ αγνοήσει τους ψιθύρους: Ο ρατσιστής. Περνάει ο ρατσιστής. Ήταν κόλαση, αυτή η δίωξη».

Σε μια συνέντευξη που εμφανίστηκε λίγο αργότερα στο The Nation, ο Thernstrom δήλωσε ότι η παρενόχληση που περιγράφεται στο άρθρο των New York δεν είχε συμβεί ποτέ. Υπήρξε ένα άρθρο στην φοιτητική εφημερίδα Harvard Crimson επικρίνοντας την απόφασή του να διαβάσει εκτενώς αποσπάσματα από τα ημερολόγια των ιδιοκτητών φυτειών στις διαλέξεις του. Αλλά η περιγραφή της κατάστασης του ήταν καθαρά «ποιητική αδεία». Όπως και να έχει: η εικόνα των φοιτητών κολεγίου που διεξάγουν κυνήγι μαγισσών είχε κολλήσει. Όταν ο Richard Bernstein δημοσίευσε ένα βιβλίο με βάση τα άρθρα του στους New York Times σχετικά με την πολιτική ορθότητα, τo αποκάλεσε «Η Δικτατορία της Αρετής: Πολυπολιτισμικότητα και η μάχη για το μέλλον της Αμερικής» – ένας τίτλος που παραπέμπει στους Ιακωβίνους της Γαλλικής Επανάστασης. Στο βιβλίο ο ίδιος συγκρίνει αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις κολεγίων με την Γαλλία κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Τρόμου, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν μέσα σε λίγους μήνες.

Καμία από τις ιστορίες που περιέγραφαν την απειλή της πολιτικής ορθότητας δεν μπορούσε να ορίσει πώς και πού αυτή ξεκίνησε, ούτε περιέγραψαν ποτέ με ακρίβεια την προέλευση της φράσης. Πολλοί δημοσιογράφοι ανέφεραν συχνά την ΕΣΣΔ -ο Μπέρνστιν παρατήρησε ότι η φράση «βρωμάει Σταλινιστική ορθοδοσία»- όμως τίποτε αντίστοιχο δεν υπάρχει ως φράση στα ρώσσικα. (Το πιο κοντινό είναι η λέξη «ideinost» που σημαίνει ‘ιδεολογική ορθότητα’ αλλά η λέξη αυτή δεν έχει καμία σχέση με περιθωριοποιημένους πληθυσμούς ή μειονότητες.) Η διαννοούμενη ιστορικός LD Burnett έχει βρει σκόρπιες αναφορές στη φράση από τη δεκαετία του 30, και η χρήση της, όπως λέει η ίδια, γινόταν συνήθως με κοροϊδευτικό τόνο.

Η φράση ξεκίνησε να χρησιμοποιείται πιο συχνά τις δεκαετίες του 60 και του 70 μέσα στους χώρους της αμερικανικής αριστεράς, κατά πάσα πιθανότητα ως ειρωνικός δανεισμός από διάσημο λόγο του Μάο το 1957 με τίτλο «Ο Ορθός Χειρισμός των Διαφορών μεταξύ των Ανθρώπων».

Η Ρουθ Πέρι, καθηγήτρια λογοτεχνίας στο ΜΙΤ που ήταν δραστήρια στα κινήματα χειραφέτησης και φεμινισμού της εποχής, λέει πως πολλοί ριζοσπαστικοί του χώρου συνήθιζαν να διαβάζουν το Κόκκινο Βιβλιαράκι τις δεκαετίες εκείνες και υποθέτει ότι δανείστηκαν τη λέξη «ορθό» από εκεί. Όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν όπως ο Μάο. Η «πολιτική ορθότητα» έγινε κάτι σαν αστείο ανάμεσα στους αριστερούς αμερικάνους -μια φράση που χρησιμοποιούσες για κάποιον σύντροφο όταν θεωρούσες ότι γινόταν αυτάρεσκα ενάρετος. «Η φράση χρησιμοποιούταν πάντα ειρωνικά, πάντα για να εκθέσει πιθανό δογματισμό» λέει η Πέρι.

Το 1970, η Αφρο-Αμερικανή συγγραφέας και ακτιβίστρια Toni Cade Bambara, χρησιμοποίησε τη φράση σε ένα δοκίμιο σχετικά με τις έμφυλες εντάσεις μέσα στην κοινότητά της. Άσχετα από το πόσο «πολιτικά ορθοί» πίστευαν οι άντρες φίλοι της ότι είναι, εκείνη έγραψε ότι πολλοί από αυτούς είχαν αποτύχει να αναγνωρίσουν τη δυσχερή θέση των μαύρων γυναικών.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η «πολιτική ορθότητα» χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά εντός της αριστεράς, και σχεδόν πάντα ειρωνικά ως κριτική απέναντι στην υπερβολική ορθοδοξία. Στην πραγματικότητα, μερικοί από τους πρώτους ανθρώπους που οργανώθηκαν κατά της «πολιτικής ορθότητας» ήταν μια ομάδα από φεμινίστριες που αυτοαποκαλούνταν η Μαφία του Λεσβιακού Σεξ. Το 1982, πραγματοποιήθηκε μια «Δημόσια ομιλία για πολιτικά μη ορθό sex» σε ένα θέατρο στο East Village της Νέας Υόρκης – ένα συλλαλητήριο ενάντια σε συντρόφισσες φεμινίστριες που είχαν καταδικάσει την πορνογραφία και το BDSM. Πάνω από 400 γυναίκες παραβρέθηκαν, πολλές από αυτές φορώντας δερμάτινα και περιλαίμια, κραδαίνοντας δαχτυλίδια για θηλές και δονητές. Η συγγραφέας και ακτιβίστρια Mirtha Quintanales συνόψισε την διάθεση, όταν είπε στο ακροατήριο, «Πρέπει να έχουμε διάλογο για τα S&M θέματα, όχι για το τι είναι «πολιτικά ορθό και πολιτικά μη ορθό».

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, ο Jeff Chang, ο δημοσιογράφος και hip-hop κριτικός, ο οποίος έχει γράψει εκτενώς σχετικά με τη φυλή και την κοινωνική δικαιοσύνη, υπενθυμίζει ότι ακτιβιστές που ήξερε τότε στο Bay Area χρησιμοποιούσαν τη φράση «με αστείο τρόπο – ένας τρόπος για κάποι@ ν’ απορρίψει έναν σεχταριστή».

Αλλά αρκετά σύντομα, ο όρος μετονομάστηκε από τη δεξιά, η οποία γύρισε το νόημά της το μέσα έξω. Ξαφνικά, αντί να είναι μια φράση που οι αριστεροί χρησιμοποιούσαν για να ελέγξουν τις δογματικές τάσεις στο εσωτερικό του κινήματός τους, η «πολιτική ορθότητα» έγινε ένα σημείο αναφοράς για τους νεοσυντηρητικούς. Ισχυρίστηκαν ότι η πολιτική ορθότητα αποτελούσε αριστερό πολιτικό πρόγραμμα που έπαιρνε τον έλεγχο των αμερικανικών πανεπιστημίων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων – και ήταν αποφασισμένοι να το σταματήσουν.

Η δεξιά είχε διεξάγει μια εκστρατεία εναντίον προοδευτικών ακαδημαϊκών για περισσότερο από μια δεκαετία. Ξεκινώντας στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μια χούφτα συντηρητικών είχαν χρηματοδοτήσει τη δημιουργία δεκάδων νέων thinktanks και «ινστιτούτων κατάρτισης» που πρόσφεραν προγράμματα για τα πάντα, από το να είσαι «ηγέτης» ως τη μετάδοση δημοσιογραφίας και στη συγκέντρωση χρημάτων μέσω ταχυδρομείου. Έδιναν παχυλές υποτροφίες για συντηρητικούς μεταπτυχιακούς φοιτητές, μεταδιδακτορικές θέσεις και έδρες σε έγκριτα πανεπιστήμια. Οι δηλωμένοι στόχοι τους ήταν να αμφισβητήσουν αυτό που είδαν ως την κυριαρχία του προοδευτισμού και να επιτεθούν σε αριστερίζουσες τάσεις μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο.

Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αυτό το καλά χρηματοδοτούμενο συντηρητικό κίνημα εισήλθε στο προσκήνιο με μια σειρά από απίθανα μπεστ σέλερ που είχαν ως στόχο την αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το πρώτο βιβλίο, γραμμένο από τον καθηγητή φιλοσοφίας Allan Bloom, του Πανεπιστημίου του Σικάγο, βγήκε το 1987. Για εκατοντάδες σελίδες, «Το κλείσιμο του αμερικάνικου Νου» υποστήριξε ότι τα κολέγια είχαν αγκαλιάσει ένα ρηχό «πολιτιστικό σχετικισμό» και είχαν εγκαταλείψει παραδοσιακούς κλάδους και πρότυπα σε μια προσπάθεια να εμφανιστούν προοδευτικά και να υποκύψουν στους φοιτητές τους. Πούλησε περισσότερα από 500.000 αντίτυπα και ενέπνευσε πολλές απομιμήσεις.

Τον Απρίλιο του 1990, ο Roger Kimball, ένας συντάκτης στο συντηρητικό περιοδικό The New Criterion δημοσίευσε το «Ριζοσπάστες Καθηγητές: Πώς η Πολιτική έχει καταστρέψει την τριτοβάθμια εκπαίδευσή μας». Όπως ο Bloom έτσι κι ο Kimball υποστήριζε ότι γινόταν μια «επίθεση στον κανόνα» και ότι η «πολιτική της θυματοποίησης» είχε παραλύσει τα πανεπιστήμια. Ως απόδειξη, ανέφερε την ύπαρξη τμημάτων όπως αυτό των Αφρικανικών Αμερικανικών Μελετών και των Γυναικείων Σπουδών. Περιφρονητικά ανέφερε τίτλους εργασιών που είχε ακούσει σε ακαδημαϊκά συνέδρια, όπως το «Η Jane Austen και το αυνανιζόμενο κορίτσι» ή «Ο λεσβιακός φαλλός: Υπάρχει τελικά η ετεροφυλοφιλία;».

Τον Ιούνιο του 1991, ο νεαρός Dinesh D’Souza ακολούθησε τους Bloom και Kimball με το «Μη προοδευτική Εκπαίδευση: Η πολιτική της φυλής και φύλου στα πανεπιστήμια». Ενώ ο Μπλουμ κατήγγειλε την άνοδο του σχετικισμού και ο Kimball είχε επιτεθεί σε αυτό που αποκάλεσε «προοδευτικό φασισμό», και αυτό που θεωρούσε επιπόλαιες γραμμές της επιστημονικής έρευνας, ο D’Souza υποστήριξε ότι η αποδοχή πολιτικών που λάμβαναν υπόψη τους τη φυλή παρήγαγε ένα «νέο φυλετικό διαχωρισμό στις πανεπιστημιουπόλεις» και «μια επίθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα». Το Atlantic τύπωσε ένα απόσπασμα 12.000 λέξεων ως το θέμα εξωφύλλου του τον Ιουνη της ίδιας χρονιάς. Το Forbes δημοσίευσε ένα άλλο άρθρο του D’Souza με τον τίτλο: «Βησιγότθοι που φοράνε τουίντ», προγραμματισμένο να συμπέσει με την έκδοση του βιβλίου.

Αυτά τα βιβλία δεν τονίζουν τη φράση «πολιτική ορθότητα», και μόνο o D’Souza χρησιμοποίησε τη φράση άμεσα. Αλλά και οι τρεις αναφέρονται συχνά στην πλημμύρα των άρθρων κατά της πολιτικής ορθότητας που εμφανίστηκαν σε δημοσιεύσεις όπως η New York Times και το Newsweek. Όταν το έκαναν, οι συγγραφείς αναφέρονται ως ουδέτερες αρχές. Αμέτρητα άρθρα άκριτα επανέλαβαν τα επιχειρήματά τους.

Από ορισμένες απόψεις, αυτά τα βιβλία και αυτά τα άρθρα ανταποκρίνονταν στις πραγματικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας. Είναι αλήθεια ότι οι μελετητές είχαν γίνει όλο και πιο επιφυλακτικοί για το αν ήταν δυνατόν να μιλάμε για διαχρονικές, καθολικές αλήθειες που υπάρχουν πέρα από τη γλώσσα και την εκπροσώπηση. Ευρωπαίοι θεωρητικοί που απέκτησαν επιρροή στις ΗΠΑ, στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980 υποστήριξαν ότι το ατομικό βίωμα διαμορφώνεται από συστήματα των οποίων το άτομο μπορεί να μην αναγνωρίζει – και ιδιαίτερα από τη γλώσσα. Ο Μισέλ Φουκώ, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι όλη η γνώση εκφράζει ιστορικά συγκεκριμένες μορφές εξουσίας. Ο Ζακ Ντεριντά, συχνός στόχος των συντηρητικών επικριτών, εξασκούσε αυτό που ονόμαζε «αποδόμηση», ξαναδιαβάζοντας κλασικά φιλοσοφικά έργα προκειμένου να δείξει ότι ακόμη και οι πιο φαινομενικά αθώες και απλές κατηγορίες υπέφεραν από εσωτερικές αντιφάσεις. Η αξία των ιδανικών, όπως η «ανθρωπότητα» ή «ελευθερία» δεν είναι δεδομένη.

Ήταν επίσης αλήθεια ότι πολλά πανεπιστήμια είχαν δημιουργήσει νέα «τμήματα μελετών», που ανέλυαν τις εμπειρίες, και υπογράμμιζαν τις πολιτιστικές συνεισφορές των ομάδων που παλαιότερα είχαν αποκλειστεί από τον ακαδημαϊκό χώρο και από τον κανόνα: queer και μη λευκοί άνθρωποι αλλά και γυναίκες. Αυτό δεν ήταν τόσο παράξενο. Τα τμήματα αυτά αντικατόπτριζαν τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Τα δημογραφικά στοιχεία των φοιτητών κολεγίου άλλαζαν επειδή τα δημογραφικά στοιχεία των Ηνωμένων Πολιτειών άλλαζαν. Μέχρι το 1990, μόνο τα δύο τρίτα των Αμερικανών κάτω των 18 ετών ήταν λευκοί. Στην Καλιφόρνια οι τάξεις των πρωτοετών σε πολλά δημόσια πανεπιστήμια εμφάνιζαν την επονομαζόμενη «πλειοψηφία της μειονότητας», ή απαρτίζονταν κατά περισσότερο από 50% από μη-λευκούς. Οι αλλαγές στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών αντικατόπτριζαν τις αλλαγές στο φοιτητικό πληθυσμό.

Οι απαντήσεις που οι συντηρητικοί συγγραφείς μπεστ σέλερ προσέφεραν στις αλλαγές που περιγράφονται ήταν δυσανάλογες και συχνά παραπλανητικές. Για παράδειγμα, ο Bloom παραπονέθηκε επί μακρόν για την «αγωνιστικότητα» των Μαύρων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Cornell όπου είχε διδάξει στη δεκαετία του 1960. Ποτέ δεν ανέφερε γιατί οι φοιτητές ζητούσαν τη δημιουργία κέντρου Αφρικανικών Αμερικανικών Μελετών: Η μεγαλύτερη διαμαρτυρία στο Cornell έλαβε χώρα το 1969 μετά από κάψιμο σταυρού στην πανεπιστημιούπολη, μια ανοιχτή απειλή της KKK. (Ένας εμπρηστής έκαψε το Κέντρο Μελετών Africana, που ιδρύθηκε ως απάντηση σε αυτές τις διαμαρτυρίες, το 1970).

Η πιο παραπλανητική πτυχή αυτών των βιβλίων, περισσότερο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη συσκότιση ή παράλειψη, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι μόνο οι αντίπαλοι τους ήταν «πολιτικοί». Οι Bloom, Kimball, και D’Souza ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να «διατηρηθεί η ανθρωπιστική παράδοση», λες κι οι ακαδημαϊκοί αντίπαλοί τους βανδάλιζαν έναν κανόνα που ήταν κατοχυρωμένος από αμνημονεύτων χρόνων. Αλλά οι κανόνες και τα προγράμματα σπουδών έχουν πάντα μια ροή, ακόμη και στη λευκή Αμερική δεν υπήρξε ποτέ μια σταθερή παράδοση. Ο Moby Dick είχε απορριφτεί ως το χειρότερο βιβλίο του Herman Melville μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Πολλά πανεπιστήμια είχαν αρχίσει να προσφέρουν μαθήματα λογοτεχνίας σε «ζωντανές» γλώσσες μόλις μια δεκαετία πριν.

Στην πραγματικότητα, αυτοί οι σταυροφόροι που είναι ενάντια στην πολιτική ορθότητα είναι τόσο πολιτικοί όσο κι οι αντίπαλοί τους. Όπως καταγράφει η Jane Mayer στο βιβλίο της «Μαύρο Χρήμα: η Κρυφή Ιστορία των Δισεκατομμυριούχων πίσω από την άνοδο της Ριζοσπαστικής Δεξιάς», οι Bloom και D’Souza χρηματοδοτήθηκαν από δίκτυα συντηρητικών δωρητών – ιδιαίτερα από τις οικογένειες Koch, Olin και Scaife – που πέρασαν όλο το ’80 να φτιάχνουν προγράμματα που ήλπιζαν ότι θα δημιουργήσουν μια νέα «αντι-διανόηση». (Το The New Criterion, όπου εργάστηκε o Kimball, χρηματοδοτείται επίσης από τα Ιδρύματα Olin και Scaife). Στο βιβλίο Ο Καιρός της Αλήθειας που βγήκε το 1978, ο William Simon, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Olin, είχε ζητήσει από τους συντηρητικούς να χρηματοδοτήσουν διανοούμενους οι οποίοι είχαν τις ίδιες απόψεις: «θα πρέπει να δοθούν επιχορηγήσεις, επιχορηγήσεις, και επιχορηγήσεις σε αντάλλαγμα για βιβλία, βιβλία και περισσότερα βιβλία».

Αυτές οι αψιμαχίες πάνω στα προγράμματα σπουδών ήταν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού προγράμματος – και έγιναν καθοριστικής σημασίας για τη σφυρηλάτηση μιας νέας συμμαχίας για τη συντηρητική πολιτική στην Αμερική, μεταξύ των ψηφοφόρων της λευκής εργατικής τάξης και τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, και πολιτικών με εταιρικές ατζέντες που μόνο ελάχιστα οφέλησαν την εργατική τάξη και τους μικροεπιχειρηματίες.

Μέσω του εμπαιγμού καθηγητών που μιλούσαν μια γλώσσα που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν ακατανόητη («Ο λεσβιακός φαλλός»), οι πλούσιοι απόφοιτοι της Ivy League [τα καλύτερα ιδιωτικά ΑΕΙ των ΗΠΑ] μπορούσαν επιτέλους να ποζάρουν ως αντι-ελίτ. Με σκωπτικές προσβολές σε συγγραφείς όπως η Alice Walker και η Toni Morrison, έκαναν μια φυλετική έκκληση στους λευκούς ανθρώπους που αισθάνονταν πως έχαναν τη χώρα τους. Καθώς τα 90s περνούσαν αργά -και επειδή η πολυπολιτισμικότητα συνδέθηκε με την παγκοσμιοποίηση, τη δύναμη δηλαδή που έπαιρνε μακριά τόσες πολλές θέσεις εργασίας που παραδοσιακά κατείχαν άνθρωποι από τη λευκή εργατική τάξη- η επίθεση σε αυτή επέτρεψε στους συντηρητικούς να μεταφέρουν την ευθύνη για τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν οι ψηφοφόροι τους. Παρουσιάστηκε δηλαδή πως η αιτία των προβλημάτων τους δεν ήταν η περικοπή των κοινωνικών υπηρεσιών, η μείωση φόρων στους πλουσίους, το τσάκισμα εργατικών συνδικάτων ή το outsourcing. Ήταν αυτοί οι ξένοι, οι «Άλλοι».

Η πολιτική ορθότητα ήταν μια χρήσιμη εφεύρεση για τη Ρεπουμπλικανική δεξιά, επειδή με τη χρήση της κατάφεραν να μπουν ανάμεσα στους ανθρώπους της εργατικής τάξης και στους Δημοκρατικούς οι οποίοι υποτίθεται ότι μιλούσαν γι’ αυτούς και να τους απομακρύνουν. «Η πολιτική ορθότητα» έγινε ένας όρος που χρησιμοποιείται για να χτυπάει μέσα στην φαντασία του κοινού την ιδέα ότι υπήρχε ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των «απλών ανθρώπων» και της «προοδευτικής ελίτ», η οποία προσπαθεί να ελέγχει την ομιλία και τις σκέψεις των απλών ανθρώπων. Η αντίθεση στην πολιτική ορθότητα έγινε επίσης ένας τρόπος για να ονομαστεί ο ρατσισμός με έναν τρόπο που ήταν πολιτικά αποδεκτός στην εποχή μετά τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα μειονοτήτων.

Σύντομα, οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί προωθούσαν σε εθνικό επίπεδο το μήνυμα που είχε δοκιμαστεί ως προϊόν στον ακαδημαϊκό χώρο. Τον Μάη του 1991, ο Πρόεδρος George HW Bush έδωσε μια εναρκτήρια ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Michigan. Σ’ αυτήν προσδιόρισε την πολιτική ορθότητα ως ένα σημαντικό κίνδυνο για την Αμερική. «Στην 200η επέτειο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων, βλέπουμε την ελευθερία του λόγου να δέχεται επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Μπους. «Η έννοια της πολιτικής ορθότητας έχει προκαλέσει διαμάχη σε όλη τη χώρα», αλλά, προειδοποίησε, «Με τον δικό τους οργουελικό τρόπο, οι σταυροφορίες που απαιτούν σωστή συμπεριφορά συντρίβουν τη διαφορετικότητα στο όνομα της διαφορετικότητας».

Μετά το 2001, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την πολιτική ορθότητα ξεθώριασαν στη δημόσια σφαίρα, αντικαταστάθηκαν από διαφωνίες για το Ισλάμ και την τρομοκρατία. Αλλά τα τελευταία χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, η πολιτική ορθότητα κάνει ένα δυναμικό comeback. Ή μάλλον, η αντι-πολιτική ορθότητα έκανε το δυναμικό comeback.

Όσο το κίνημα Black Lives Matter και τα κινήματα κατά της σεξουαλικής βίας αποκτούσαν δύναμη, μια έξαρση από άρθρα επιτέθηκαν στους συμμετέχοντες σε αυτά τα κινήματα, επικρίνοντάς τους και υποτιμώντας τους λέγοντας ότι είχαν εμμονή με την αστυνόμευση της ομιλίας. Για άλλη μια φορά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά οι λέξεις ήταν νέες. Αντί ν’ ακούν για «διαφορά» και «πολυπολιτισμικότητα», οι Αμερικανοί το 2012 και το 2013 ξεκίνησαν ν’ ακούν για «trigger warning», «ασφαλείς χώρους», «μικροεπιθετικότητες», «προνόμιο» και «πολιτισμική ιδιοποίηση».

Αυτή τη φορά, οι φοιτητές εισέπραξαν περισσότερη περιφρόνηση από τους καθηγητές. Αν ο πρώτος γύρος της αντι-πολιτικής ορθότητας είχε αναφορές σ’ όλο το φάσμα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, η πιο πρόσφατη αναβίωση έχει τη βάση της στο στερεότυπο ότι οι Millennials είναι κακομαθημένοι νάρκισσοι, που θέλουν να εμποδίσουν οποιοδήποτε να εκφράσει απόψεις που οι ίδιοι βρίσκουν προσβλητικές.

Τον Γενάρη του 2015, ο συγγραφέας Jonathan Chait δημοσίευσε ένα από τα πρώτα νέα, υψηλού επιπέδου άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας στο περιοδικό New York. Το «Ένα όχι και τόσο πολιτικά ορθό πράγμα να πεις» ακολούθησε τη φόρμα που έστησαν τα άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας των New York Times, Newsweek και του περιοδικού New York που είχαν δημοσιευτεί στις αρχές του 1990. Όπως και το άρθρο του New York από το 1991, ξεκίνησε με μια σειρά ανεκδότων για μια πανεπιστημιούπολη που υποτίθεται ότι αποδείκνυε ότι η πολιτική ορθότητα είχε φτάσει σε κατάσταση αμόκ, και στη συνέχεια έκανε προέκταση από αυτό το περιστατικό σε μια ευρεία γενίκευση. Το 1991, ο John Taylor έγραψε: «Ο νέος φονταμενταλισμός έχει κατασκευάσει ένα σκεπτικό για να απορρίπτει όλες τις διαφωνίες». Το 2015, ο Jonathan Chait ισχυρίστηκε ότι υπήρχε και πάλι «οργισμένος όχλος για να συντρίψει αντίθετες ιδέες».

Ο Chait προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι της πολιτικής ορθότητας είχαν γίνει μεγαλύτεροι από ποτέ. Η πολιτική ορθότητα δεν περιοριζόταν σε πανεπιστήμια – τώρα, ο ίδιος υποστήριξε, είχε καταλάβει τα social media και έτσι «επιτυγχάνεται μια επιρροή γενικά στη κυρίαρχη δημοσιογραφία και στα σχόλια πέρα από εκείνη του παρελθόντος». (Ως απόδειξη της «ηγεμονικής» επιρροής που απολαμβάνουν οι απροσδιόριστοι φορείς της αριστεράς, ο Chait παραθέτει δύο γυναίκες δημοσιογράφους λένε ότι είχαν στοχοποιηθεί από αριστερούς στο Twitter.)

Το άρθρο του Chait ξεκίνησε ένα κύμα απαντήσεων σχετικά με τους «κλαψιάρηδες νταήδες» των πανεπιστημιουπόλεων και των social media. Στο εξώφυλλο του Σεπτέμβρη του 2015 το Altantic δημοσίευσε ένα άρθρο από τον Jonathan Haidt και τον Greg Lukianoff. Ο τίτλος, «Το χάϊδεμα του αμερικάνικου νου», ήταν νεύμα στο νονό της αντιπολιτικής ορθότητας, Allan Bloom. (Ο Lukianoff είναι ο επικεφαλής του Ιδρύματος για Ατομικά Δικαιώματα στην Εκπαίδευση, άλλη μια οργάνωση που χρηματοδοτείται από τις οικογένειες Olin και Scaife.) «Στο όνομα της συναισθηματικής ευημερίας, οι φοιτητές απαιτούν όλο και περισσότερη προστασία από τα λόγια και τις ιδέες που δεν τους αρέσουν», ανακοίνωσε το άρθρο. Διαμοιράστηκε πάνω από 500.000 φορές.

Αυτά τα άρθρα περιέχουν πολλά από τα λάθη που έκαναν οι προκάτοχοί τους τη δεκαετία του 1990. Διάλεγαν ανέκδοτα και θέματα-καρικατούρες για την κριτική τους. Παραπονιόντουσαν ότι κάποιοι δημιουργούσαν ειδικούς κώδικες ομιλίας ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσαν να επιβάλουν τους δικούς τους κώδικες ομιλίας. Οι αρθρογράφοι των άρθρων αυτών υπέδειξαν τους εαυτούς τους ως υπεύθυνους για το ποιες συνομιλίες ή πολιτικά αιτήματα άξιζε να ληφθούν σοβαρά υπόψη και ποια δεν άξιζαν. Οι ίδιοι αντικρούουν τον εαυτό τους: οι αρθρογράφοι παραπονιούνται συνεχώς μέσα από εκδόσεις με μεγάλη απήχηση, ότι τους φιμώνουν.

Το κλίμα της ψηφιακής δημοσιογραφίας και του διαμοιρασμού στα social media ενεργοποίησε τη διάδοση άρθρων αντι-πολιτικής ορθότητας (και αντι-αντι-πολιτικής ορθότητας) για να εξαπλωθεί ακόμη περισσότερο και ταχύτερα από ό,τι είχε κατά τη δεκαετία του 1990. Τα άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας ή άρθρα κατά των άρθρων κατά της πολιτικής ορθότητας είναι εύπεπτα: ακριβώς επειδή αφορούν την ταυτότητα, είναι κάτι που κάθε αρθρογράφος μπορεί να σχολιάσει με βάση τις εμπειρίες του/της, άσχετα από το εάν αυτός ή αυτή δεν έχει τον χρόνο ή τις πηγές για να το γράψει. Είναι επίσης ιδανικό clickbait. Εμπνέουν την οργή ή οργή ενάντια στην οργή των άλλων.

Εν τω μεταξύ, έγινε μια παράξενη σύγκλιση. Ενώ ο Chait και οι συν αυτόν φιλελέθευροι επέκριναν την πολιτική ορθότητα, ο Donald Trump και οι οπαδοί του είχαν κάνει το ίδιο πράγμα ακριβώς. Ο Chait είπε ότι οι αριστεροί ήταν μια «διαστρέβλωση του φιλελευθερισμού» και όρισε τον εαυτό του υπερασπιστή του φιλελεύθερου κέντρου, και ο Trump είπε ότι φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης είχαν το σύστημα «στημένο».

Οι φιλελεύθεροι κατά της πολιτικής ορθότητας ήταν τόσο επικεντρωμένοι σε αριστερούς στο Twitter που για μήνες υποτίμησαν σοβαρά τη σοβαρότητα της πραγματικής απειλής για τον φιλελεύθερο λόγο. Δεν ερχόταν από τις γυναίκες, από μη λευκούς ή queer ανθρώπους που οργανώθηκαν για τα πολιτικά δικαιώματά τους, στην πανεπιστημιούπολη ή κάπου αλλού. Θα ερχόταν από τον Τραμπ, τους νεοναζί και ακροδεξιές ιστοσελίδες όπως το Breitbart.

Οι αρχικοί επικριτές της πολιτικής ορθότητας ήταν ακαδημαϊκοί ή σκιώδεις ακαδημαϊκοί, απόφοιτοι της Ivy League που πήγαιναν πέρα δώθε φορώντας το παπιγιόν τους και αναφέροντας επί λέξει τον Πλάτωνα και τον Matthew Arnold. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Trump να αναφέρεται στον Πλάτωνα ή τον Matthew Arnold, και πολύ λιγότερο να κρίνει τίτλους άρθρων σε ακαδημαϊκά συνέδρια για τη λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, το δίκτυο των δωρητών που χρηματοδοτούσε για δεκαετίες την αντιπολιτική ορθότητα – οι Kochs, οι Olins, οι Scaifes – απέφευγε τον Trump, επικαλούμενο ανησυχίες για τις λαϊκίστικες υποσχέσεις που είχε κάνει. Ο Trump προήλθε από ένα διαφορετικό περιβάλλον: ούτε από το Yale ή το Πανεπιστημίο του Σικάγο, αλλά από τα reallity show. Και αυτός διάλεγε διαφορετικές μάχες, με στόχο τα μέσα ενημέρωσης και το πολιτικό κατεστημένο, αντί της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Ως υποψήφιος, ο Trump εγκαινίασε μια νέα φάση της αντι-πολιτικής ορθότητας. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο ήταν το με πόσους διαφορετικούς τρόπους ο Trump ανέπτυξε αυτή την τακτική προς όφελός του, τόσο στην αξιοποίηση των δοκιμασμένων και ελεγμένων μεθόδων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αλλά και προσθέτοντας τις δικές του καινοτομίες.

Κατ ‘αρχάς, μιλώντας ακατάπαυστα για την πολιτική ορθότητα, ο Trump έστησε το μύθο πως είχε ανέντιμους και ισχυρούς εχθρούς που ήθελαν να τον αποτρέψουν από το να αναλάβει τις δύσκολες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το έθνος. Υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος είχε φιμωθεί, δημιούργησε ένα δράμα στο οποίο θα μπορούσε να παίξει τον ήρωα. Η αντίληψη ότι ο Trump ήταν και διωκόμενος και ηρωικός ήταν ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική επίκλησή του. Επέτρεψε στους ανθρώπους που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά ή που είναι θυμωμένοι για τον τρόπο που η κοινωνία αλλάζει να βλέπουν τους εαυτούς τους σε αυτόν, να μάχεται ενάντια σε ένα στημένο σύστημα που τους έκανε να νιώθουν ανίσχυροι και υποτιμημένοι.

Ταυτόχρονα, η έπαρση του Trump υποσχέθηκε ότι θα ήταν ισχυροί και πως δικαιωματικά τους ανήκε η δόξα. Ήταν κάποτε τρανοί και θα είναι τρανοί και πάλι.
Δεύτερον, o Trump δεν κατέκρινε απλώς την ιδέα της πολιτικής ορθότητας – πραγματικά είπε και έκανε το είδος των εξωφρενικών πραγμάτων που υποτίθεται ότι η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας απαγορεύει. Το πρώτο κύμα των συντηρητικών επικριτών της πολιτικής ορθότητας ισχυρίστηκε ότι υπερασπίζονταν το status quo, αλλά η αποστολή του Τrump ήταν να το καταστρέψει. Το 1991, όταν Τζορτζ Μπους προειδοποίησε ότι η πολιτική ορθότητα ήταν μια απειλή για την ελευθερία του λόγου, δεν είχε επιλέξει να ασκήσει δικαιώματα ελευθερίας του λόγου του για να χλευάσει δημοσίως έναν άνθρωπο με αναπηρία ή να χαρακτηρίσει του μεξικανούς μετανάστες ως βιαστές. Ο Trump το έκανε. Ο Τραμπ, έχοντας αποφύγει τεχνηέντως να πάει στο Βιετνάμ, όντας γιός πλούσιου πατέρα που εκμεταλλευόταν ακίνητα σε φτωχογειτονιές, ανέπτυξε τη ρητορική γύρω από την πολιτική ορθότητα σε τέτοιον βαθμό που όταν τελικά χλεύασε τους γονείς ενός νεκρού στρατιώτη, κατάφερε να περάσει την σκληρότητα και την κακία του ως θάρρος.

Αυτή η προθυμία να είναι πιο εξωφρενικός από οποιοδήποτε προηγούμενο υποψήφιο εξασφάλιζε ασταμάτητη κάλυψη από τα ΜΜΕ, τα οποία με τη σειρά τους βοήθησαν τον Trump να προσελκύσει υποστηρικτές οι οποίοι συμφωνούσαν με αυτά που έλεγε. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε πόσοι πολλοί υποστηρικτές του Trump είχαν απόψεις που ήταν σεξιστικές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές και ισλαμοφοβικές, και ήταν ενθουσιασμένοι να αισθάνονται ότι τους είχε δοθεί η άδεια να τις πουν. Είναι ένα παλιό κόλπο: ο ισχυρός ενθαρρύνει τον λιγότερο ισχυρό για να βρει διέξοδο οργής ενάντια σε εκείνους που θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοι του, και να αυταπατάται, να νομίζει ότι έχει απελευθερωθεί. Δεν κοστίζει στον ισχυρό τίποτα και έχει φοβερά αποτελέσματα.

Ο Trump βασίστηκε σε ένα κλασικό στοιχείο της αντι-πολιτικής ορθότητας υπονοώντας ότι ενώ οι αντίπαλοί του λειτουργούσαν σύμφωνα με μια πολιτική ατζέντα, αυτός απλά ήθελε να κάνει ό,τι ήταν λογικό. Έκανε πολλές αμφιλεγόμενες προτάσεις πολιτικής: την απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς χαρτιά, την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, την ομοσπονδιακή εφαρμογή ρατσιστικών αστυνομικών πρακτικών που έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές. Αλλά απαντώντας στους επικριτές του με την κατηγορία ότι ήταν απλά πολιτικά ορθοί, ο Trump προσπάθησε να τοποθετήσει συνολικά τις προτάσεις αυτές πέρα από τη σφαίρα της πολιτικής. Κάτι το πολιτικό είναι κάτι που οι λογικοί άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν σχετικά με αυτό. Με τη χρήση του επιθέτου ως βρισιάς, ο Trump προσποιήθηκε ότι δρούσε με βάση αλήθειες τόσο προφανείς που ήταν αδιαμφισβήτητες. «Αυτό είναι απλά κοινή λογική».

Το πιο ανησυχητικό κομμάτι αυτής της προσέγγισης είναι ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στάση του Trump στην πολιτική γενικότερα. H περιφρόνησή του για την πολιτική ορθότητα μοιάζει πολύ με περιφρόνηση για την ίδια την πολιτική. Δεν μιλάει για διπλωματία, μιλάει για «συμφωνίες». Η συζήτηση και η διαφωνία είναι κεντρικής σημασίας για την πολιτική, αλλά ο Trump έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει χρόνο για αυτούς τους περισπασμούς. Για να παίξει το χαρτί της αντι-πολιτικής ορθότητας απαντώντας σε ένα εύλογο ερώτημα σχετικά με την πολιτική κλείνει τη συζήτηση για τον ίδιο τρόπο που οι αντίπαλοι της πολιτικής ορθότητας έχουν επί μακρόν κατηγορήσει φιλελεύθερους και αριστερούς. Είναι ένας τρόπος εκτροχιασμού της συζήτησης, δηλώνοντας ότι το θέμα είναι τόσο τετριμμένο ή έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική που δεν έχει νόημα να το συζητήσουμε. Η παρόρμηση είναι αυταρχική. Και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως υπερασπιστή της κοινής λογικής, ο Trump δίνει ο ίδιος την άδεια να παρακαμφθεί η πολιτική συνολικά.

Τώρα που είναι εκλεγμένος πρόεδρος, δεν είναι σαφές αν ο Trump εννοούσε πραγματικά πολλά από τα πράγματα που είπε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Αλλά, μέχρι στιγμής, ο ίδιος εκπληρώνει τη δέσμευσή του για την καταπολέμηση της πολιτικής ορθότητας. Την περασμένη εβδομάδα, είπε στην εφημερίδα New York Times ότι προσπαθούσε να χτίσει μια διοίκηση που να είναι γεμάτη με τους «καλύτερους ανθρώπους», αν και «Δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι αυτοί να είναι οι πιο πολιτικά ορθοί, γιατί αυτό δεν έχει λειτουργήσει στο παρελθόν.»

Ο Trump επίσης συνεχίζει να χρησιμοποιεί την κατηγορία για πολιτική ορθότητα ως απάντηση σε κάθε κριτική. Όταν ένας δημοσιογράφος από το Politico ζήτησε από ένα μέλος της ομάδας μετάβασης του Trump γιατί ο Trump διόριζε τόσους πολλούς λομπίστες και πολιτικούς του κατεστημένου, παρά το γεγονός ότι δεσμεύτηκε να «στραγγίξει το βάλτο» τους, η πηγή είπε ότι «ένα από τα πιο ωραία στοιχεία του Trump είναι ότι δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ορθότητα». Προφανώς θα ήταν πολιτικά ορθό να κρατήσει τις υποσχέσεις της προεκλογικής του εκστρατείας.

Καθώς ο Trump ετοιμάζεται να μπει στον Λευκό Οίκο, πολλοί αναλυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η «πολιτική ορθότητα» τροφοδότησε τη λαϊκιστική αντίδραση που σαρώνει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι ίδιοι οι ηγέτες αυτών των λαϊκιστικών αντιδραστικών κινημάτων μπορεί επίσης να ισχυριστούν το ίδιο. Όμως, η αλήθεια είναι το αντίθετο ακριβώς: αυτοί οι ηγέτες κατάλαβαν τη δύναμη που έχει η αντι-πολιτική ορθότητα στο να συσπειρώσει μια τάξη ψηφοφόρων, σε μεγάλο βαθμό λευκούς, οι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι με το status quo και αγανακτισμένοι από τη μετατόπιση πολιτιστικών και κοινωνικών κατεστημένων. Στην πραγματικότητα, δεν αντιδρούσαν στην τυραννία της πολιτικής ορθότητας, ούτε έφερναν την Αμερική σε μια προηγούμενη, καλύτερη φάση της ιστορίας της. Δεν επαναδιεκδηκούσαν τίποτα. Κραδαίνοντας την αντι-πολιτική ορθότητα ως όπλο, τη χρησιμοποίησαν για να σφυρηλατήσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο και ένα τρομακτικό μέλλον.

Οι αντίπαλοι της πολιτικής ορθότητας πάντα έλεγαν ότι ήταν σταυροφόροι κατά του αυταρχισμού. Στην πραγματικότητα, η αντιπολιτική ορθότητα άνοιξε το δρόμο για τον λαϊκίστικο αυταρχισμό που εξαπλώνεται τώρα παντού. Ο Trump είναι η ενσάρκωση της αντι-πολιτικής ορθότητας που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

Πηγή: Guardian

Μετάφραση: Θάνος Αγγελόπουλος

https://kollectnews.org/2016/12/15/politiki-orthotita-deksia-exthros/