Ένα κατατοπιστικό και σημαντικό άρθρο του καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα.
Το Brexit δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Ευρωπαίοι απέρριψαν την ΕΕ και
δεν θα είναι η τελευταία. Να τι πρέπει να κάνει η Αριστερά.
(Φωτό από Διαδήλωση υπέρ της παραμονής στην ΕΕ στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 2016. Ed Everett / Flickr)
Η νίκη της Εξόδου
στο βρετανικό δημοψήφισμα αποτελεί μια στιγμή πολιτικής σύγχυσης για τη
χώρα – μια ανάπαυλα στον ανταγωνισμό μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.
Καμία τάξη δεν φαίνεται ικανή για την ώρα να κατευθύνει τα γεγονότα. Η
άρχουσα τάξη δεν έχει σαφή σχέδια για το μέλλον και φαίνεται προσωρινά παραζαλισμένη.
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί έχουν εκφράσει μεγάλη οργή για την κατάσταση τόσο της κοινωνίας όσο και του έθνους, αλλά είναι επίσης βαθύτατα διχασμένοι, με αντιφατικές ιδέες να επικρατούν ανάμεσά τους. Η άμορφη μεσαία τάξη είναι βαθύτατα απογοητευμένη από την τροπή των γεγονότων και θα ήθελε ένα στιβαρό χέρι στο τιμόνι, αλλά δεν έχει καμία ιδέα για το πώς να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα.
Τέτοιες στιγμές απαιτούν μια αποφασιστική πολιτική δύναμη που θα αλλάξει την κοινωνική ισορροπία. Ιστορικά, στιγμές σαν αυτές έχουν κυριαρχηθεί από ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες έβαλαν την σφραγίδα τους στην κοινωνική ανάπτυξη. Αλλά δεν υπάρχει κανένας Τσόρτσιλ, ούτε καν ένας Πιτ ή ένας Γουέλινγκτον, στη Βρετανία σήμερα.
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί έχουν εκφράσει μεγάλη οργή για την κατάσταση τόσο της κοινωνίας όσο και του έθνους, αλλά είναι επίσης βαθύτατα διχασμένοι, με αντιφατικές ιδέες να επικρατούν ανάμεσά τους. Η άμορφη μεσαία τάξη είναι βαθύτατα απογοητευμένη από την τροπή των γεγονότων και θα ήθελε ένα στιβαρό χέρι στο τιμόνι, αλλά δεν έχει καμία ιδέα για το πώς να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα.
Τέτοιες στιγμές απαιτούν μια αποφασιστική πολιτική δύναμη που θα αλλάξει την κοινωνική ισορροπία. Ιστορικά, στιγμές σαν αυτές έχουν κυριαρχηθεί από ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες έβαλαν την σφραγίδα τους στην κοινωνική ανάπτυξη. Αλλά δεν υπάρχει κανένας Τσόρτσιλ, ούτε καν ένας Πιτ ή ένας Γουέλινγκτον, στη Βρετανία σήμερα.
Αντιθέτως, η ευθύνη για την έξοδο
της χώρας από το αδιέξοδο βρίσκεται στα χέρια του πολιτικού προσωπικού
των καθιερωμένων κομμάτων. Η αίσθηση της σύγχυσης όμως δεν θα διαρκέσει
για πολύ. Ήδη το Κόμμα των Συντηρητικών,
ως η αδίστακτη εκλογική μηχανή που είναι, έχει αρχίσει να προσαρμόζεται
στις νέες συνθήκες. Εάν έχει επιτυχία, το αποτέλεσμα για την εργατική
τάξη θα είναι εξαιρετικά αρνητικό. Αυτός είναι ο κίνδυνος του
δημοψηφίσματος.
Η ευθύνη για την αποτροπή ενός τέτοιου αποτελέσματος και για να προχωρήσει η χώρα μπροστά ανήκει στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο αντιμετωπίζει επίσης βαθιά αναταραχή. ΤοΕργατικό Κόμμα θα μπορούσε να δώσει μορφή στις επιθυμίες της εργατικής τάξης και των φτωχών, είτε ψήφισαν υπέρ της εξόδου είτε υπέρ της παραμονής.
Σε αυτό εναπόκειται να παρουσιάσει ένα νέο όραμα της κοινωνίας και του έθνους, οδηγώντας τη Βρετανία σε ένα δρόμο που θα ευνοεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας. Αυτή είναι η υπόσχεση του δημοψηφίσματος, αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει πρώτα να τακτοποιήσει τα του οίκου του.
Το δημοψήφισμα έχει δημιουργήσει αυτή την αιχμηρή επιλογή για τη Βρετανία επειδή αντιπροσωπεύει μια μετατόπιση των τεκτονικών πλακών στη βρετανική κοινωνία. Μια προσεκτική ματιά στα αποτελέσματα σε συνδυασμό με μια εκτεταμένη δημοσκόπηση με δείγμα πάνω από δώδεκα χιλιάδες ανθρώπους που διεξήχθη από την Lord Ashcroft polls – που εξετάζεται στο πλαίσιο των πολιτικών γεγονότων που προηγήθηκαν – αποκαλύπτουν δύο ρήγματα, το ένα πολύ πιο βαθύ από το άλλο.
Το μικρότερο ρήγμα
Το μικρότερο ρήγμα εμφανίζεται στη βρετανική άρχουσα τάξη: η πλειοψηφία των τραπεζιτών, βιομηχάνων, εμπόρων, επενδυτών και άλλοι τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μόνο μια πολύ μικρή μειονότητα τάχθηκε υπέρ της εξόδου. Η απόδειξη του σχετικού μεγέθους των δύο πλευρών είναι αδιαμφισβήτητη.
Περισσότερο από το 80% των μελών της Συνομοσπονδίας των Βρετανικών Βιομηχανιών (CBI) έχουν ταχθεί υπέρ της παραμονής, ενώ μόνο το 5% έχουν πάρει θέση υπέρ της εξόδου. Ενώ σωρός Βρετανών επιχειρηματιών υπέγραψαν ονομαστικά επιστολές προς τον Τύπο υποστηρίζοντας την παραμονή, μια δυναμική και καλά συνδεδεμένη μειονότητα έχει ταχθεί υπέρ της εξόδου.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Τα οικονομικά συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους της βρετανικής άρχουσας τάξης συνδέονται στενά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών εντός της κοινής αγοράς.
Το 2015 το 44,4% των βρετανικών εξαγωγών κινήθηκε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το 53,6% των εισαγωγών προήλθε από αυτήν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάθε σημαντική διαταραχή αυτών των ροών μέσω δασμών ή άλλων εμποδίων θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις μεγάλες βρετανικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι οικονομικές δραστηριότητες του City υπαγορεύουν επίσης την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το City λειτουργεί ως ένα τεράστιο οφσόρ κέντρο για την Ευρωπαϊκή Ένωση παρά το γεγονός ότι η υποτιθέμενη ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος θα έχει κατά πάσα πιθανότητα αρνητικό αντίκτυπο στις δραστηριότητές του. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός και οι υπόλοιποι ρυθμιστικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίβλεψη της Τραπεζικής Ένωσης είναι πιθανό να επηρεάσουν την ελευθερία του City να συμμετέχει σε κερδοσκοπικές και άλλες διαδικασίες.
Παρά αυτήν την αλληλεξάρτηση, η Βρετανία έχει ενσωματωθεί στα δίκτυα της ΕΕ σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις χώρες του πυρήνα της Ένωσης. Οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι στην πραγματικότητα μεταξύ των πιο αδύναμων εντός της Ένωσης των 28, παρόμοια σε τάξη μεγέθους με τις εμπορικές ροές ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ ή την Ιταλία και την ΕΕ. Αντίθετα, τόσο για τη Γαλλία όσο και για τη Γερμανία το εμπόριο με την ΕΕ αγγίζει σχεδόν το 60% των εξαγωγών και το 70% των εισαγωγών.
Η μειονότητα της άρχουσας τάξης που υποστηρίζει την έξοδο είναι μια ετερόκλητη ομάδα χωρίς ισχυρό τομεακό χαρακτήρα, η οποία ελπίζει εν μέρει να διεξάγει πιο έντονα εμπορικές δραστηριότητες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέρα από αυτό, όμως, οι υποστηρικτές της εξόδου ελπίζουν να προωθήσουν αφενός μια πιο ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα απαλλάσσοντας τη Βρετανία από τους κανονισμούς της ΕΕ και αφετέρου επιδιώκοντας την περαιτέρω μείωση των εργατικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής προστασίας.
Αυτές οι ευγενείς φιλοδοξίες σίγουρα δεν αφήνουν το υπόλοιπο της βρετανικής άρχουσας τάξης ασυγκίνητο και το σχετικά μικρό μέγεθος της ομάδας υπέρ της εξόδου δεν θα πρέπει να επισκιάζει το σημαντικό κοινωνικό βάρος και τη σημασία της.
Πάνω απ’ όλα, η πλευρά που υποστηρίζει την έξοδο αντανακλά τη μακροχρόνια καχυποψία ολόκληρης της βρετανικής άρχουσας τάξης προς τις οικονομικές και πολιτικές φιλοδοξίες του εγχειρήματος της ΕΕ. Οι υποστηρικτές της εξόδου έχουν λειτουργήσει ως η εσωτερική φωνή του βρετανικού κατεστημένου, υπενθυμίζοντας ακόμα και στους υποστηρικτές της παραμονής ότι κάτι δεν πάει καλά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν κανείς δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι είναι αυτό.
Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις για την επιφυλακτική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εκτείνεται σε όλη την βρετανική άρχουσα τάξη, αλλά παίρνει μια σαφή μορφή μόνο με την πλευρά υπέρ της εξόδου. Η Βρετανία αρνήθηκε να ενταχθεί στηνΕυρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και οι πιθανότητες να υιοθετούσε τελικά το ευρώ ήταν σχεδόν μηδενικές.
Η αποφυγή της ΟΝΕ αποδείχθηκε σοφή απόφαση στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-9, αλλά δημιούργησε επίσης ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα για τη Βρετανία, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της άρχισε να βασίζεται ολοένα και περισσότερο στους θεσμούς του κοινού νομίσματος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωσύστημα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και μια σειρά από άλλοι θεσμοί ζωτικής σημασίας για την νομισματική ένωση έχουν γίνει το επίκεντρο χάραξης πολιτικής εντός της ΕΕ.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ουσιαστικά αναδιαμορφωθεί από το 2010 για να διασφαλίσει την επιβίωση του ευρώ. Δεν είναι καθόλου σαφές το πώς η Βρετανία θα συνέχιζε να λειτουργεί εντός της ΕΕ, ενώ θα αρνιόταν να συμμετάσχει στην ΟΝΕ.
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο είναι σίγουρα σημαντικές, αλλά το εμπόριο από μόνο του ποτέ δεν θα ήταν αρκετό για να διασφαλίσει την ενσωμάτωση της Βρετανίας σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αλλάζει. Η πλευρά υπέρ της εξόδου, με το δικό της άναρθρο τρόπο, αντανακλά το βασικό αυτό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ολόκληρη η βρετανική άρχουσα τάξη.
Το μεγαλύτερο ρήγμα
Η πραγματική σημασία του δημοψηφίσματος, ωστόσο, είναι ότι το ρήγμα στο εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης έχει ενεργήσει ως καταλύτης για την εμφάνιση ενός πολύ βαθύτερου ρήγματος στο εσωτερικό της βρετανικής κοινωνίας. Αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο όταν λαμβάνουν χώρα μεγάλα ιστορικά γεγονότα.
Όταν η προοπτική της άρχουσας τάξη είναι συμπαγής, είναι πολύ πιο δύσκολο να έρθουν στην επιφάνεια βαθύτερα ρήγματα στην κοινωνία. Οι κυριαρχούμενες τάξεις έχουν λίγες ευκαιρίες να εκφράσουν τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις τους. Αλλά αν η ίδια η άρχουσα τάξη είναι διαιρεμένη, οι βαθύτερες κοινωνικές ρήξεις έχουν τη δυνατότητα να γίνουν αγεφύρωτα χάσματα. Ακριβώς αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Βρετανία.
Εισόδημα και Απασχόληση
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πλειοψηφία των φτωχών και της εργατικής τάξης στη Βρετανία ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Ashcroft, 64% των κατηγοριών C2, D και Ε ψήφισαν υπέρ του Brexit. Πρόκειται ουσιαστικά για τους ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες, τους περιστασιακά εργαζόμενους, εκείνους που εξαρτώνται από το κράτος πρόνοιας για το εισόδημά τους και ούτω καθεξής.
Αντίθετα, οι κατηγορίες Α και Β – τα υψηλότερα και ενδιάμεσα διευθυντικά ή διοικητικά στρώματα – ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Η κατηγορία C1 – τα κατώτερα διευθυντικά ή διοικητικά στρώματα – χωρίστηκαν περίπου στη μέση.
Αυτές οι κοινωνιολογικές περιγραφές δεν αντιστοιχούν με τις παραδοσιακές ταξικές κατηγορίεςστη μαρξιστική ανάλυση. Αφενός, δεν περιλαμβάνουν μια άρχουσα τάξη ή ακόμα και μια σαφώς καθορισμένη καπιταλιστική τάξη. Ωστόσο, εξακολουθούν να τονίζουν την κοινωνική σύνθεση της ψήφου. Οι φτωχοί και η εργατική τάξη ψήφισαν, σε μεγάλο βαθμό, υπέρ της εξόδου.
Από την άλλη πλευρά, η μεσαία τάξη – ειδικά οι υψηλότερες επαγγελματικές και διευθυντικές ομάδες – επέλεξε την παραμονή. Αυτή η θεμελιώδης αλλαγή, η οποία αντανακλά ένα βαθύ ρήγμα στη βρετανική κοινωνία, βρίσκεται πίσω από το ταξικό κενό στη χώρα σήμερα.Γεωγραφία
Η σημασία αυτού του ρήγματος γίνεται ορατή και από τη γεωγραφική κατανομή των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος (όπως έχουν δοθεί από το BBC). Η κοινωνική ισορροπία έχει πάντα μια γεωγραφική διάσταση που αντικατοπτρίζει την κατανομή των δεξιοτήτων, την τοπική συσσώρευση του πλούτου και της φτώχειας, καθώς και την ιστορική συσσώρευση των ταξικών αγώνων.
Η Βρετανία στο σύνολό της ψήφισε 51,9% υπέρ της εξόδου και 48,1% υπέρ της παραμονής. Μέσα σε αυτά τα ποσοστά, η Αγγλία ψήφισε 53,4% υπέρ της εξόδου και 46,6% υπέρ της παραμονής – παρόμοια με το 52,5% και το 47,5% της Ουαλίας αντίστοιχα.
Αντίθετα, η Σκωτία ψήφισε 38% υπέρ της εξόδου και 62% υπέρ της παραμονής, ενώ η Βόρεια Ιρλανδία ψήφισε 44,2% και 55,8% αντίστοιχα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το συνολικό αποτέλεσμα για τη Βρετανία καθορίστηκε από την Αγγλία, γεγονός το οποίο απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση.
Ένας απλός τρόπος για να αντιληφθεί κανείς το γεωγραφικό ρήγμα στην Αγγλία είναι να εξετάσει τις περιοχές με τα «ισχυρότερα» αποτελέσματα, δηλαδή τα τοπικά ποσοστά που υπερβαίνουν το 60% είτε υπέρ της εξόδου είτε υπέρ της παραμονής. Αυτό θα αποτελεί ένδειξη της γεωγραφικής συγκέντρωσης των «ισχυρότερων» θέσεων, παρέχοντας έτσι μια ευκρινέστερη εικόνα για την ταξική σύνθεση της ψήφου.
Ο κατάλογος που ακολουθεί περιλαμβάνει την πλειοψηφία των περιοχών που ψήφισαν πάνω από 60% υπέρ της εξόδου, καθώς και την πλειοψηφία των περιοχών που ψήφισαν πάνω από 60% υπέρ της παραμονής (εξ ου και το 40% ή λιγότερο για την έξοδο).
Περισσότερο από 60% υπέρ της εξόδου:
Barnsley 68.3%, Basildon 68.6%, Barking & Dagenham 62.4%, Dartford 64.2%, Doncaster 69%, East Riding of Yorkshire 60.4%, Epping Forest 62.7%, Fenland 71.4%, Havering 69.7%, Hartlepool 69.6%, King’s Lynn & West Norfolk 66.4%, Kingston upon Hull 67.4%, Mansfield 70.9%, Medway 64.1%, Newcastle under Lyme 63%, North East Lincolnshire 69.6%, North West Leicestershire 60.7%, Oldham 60.9%, Peterborough 60.9%, Redcar & Cleveland 66.2%, Rochdale 60.1%, Sandwell 66.7%, Scarborough 62%, Shepway 62.2%, South Staffordshire 64.8%, Stoke on Trend 69.4%, Sunderland 61.3%, Tameside 61.1%, Telford and Wrekin 63.2%, Tendring 69.5%, Thanet 63.8%, Thurrock 72.3%, Torbay 63.2%, Wakefield 66.4%, Walsall 67.9%, Wigan 63.9%, Wolverhampton 62.6%.
Λιγότερο από 40% υπέρ της εξόδου:
Barnet 37.8%, Cambridge 26.2%, Camden 25.1%, Hackney 21.5%, Hammersmith and Fulham 30%, Hackney 24.4%, Islington 24.8%, Kensington and Chelsea 31.3%, Kingston upon Thames 38.4%, Lambeth 21.4%, Lewisham 30.1%, Oxford 29.7%, Southwark 27.2%, St Albans 37.3%, Tower Hamlets 32.5%, Waltham Forest 40.9%, Wandsworth 25%, Westminster 31%.
Αρκετά συμπεράσματα γίνονται αμέσως εμφανή:
Η ισχυρή ψήφος υπέρ της εξόδου ήταν ευρέως και ομοιόμορφα κατανεμημένη σε ολόκληρη την Αγγλία.
Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στο Βορρά ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Περιοχές με έντονη φτώχεια σε ολόκληρη την Αγγλία ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Στις εργατικές περιοχές του Νότου, ιδιαίτερα γύρω από το Λονδίνο, παρατηρήθηκε ισχυρή ψήφος υπέρ της εξόδου. Πρόκειται για τις λεγόμενες “περιοχές λευκής απόδρασης”, δηλαδή περιοχές όπου οι κάτοικοι μετακινήθηκαν λόγω της εγκατάστασης ανθρώπων άλλων εθνοτήτων στις αρχικές τους περιοχές.
Η ευθύνη για την αποτροπή ενός τέτοιου αποτελέσματος και για να προχωρήσει η χώρα μπροστά ανήκει στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο αντιμετωπίζει επίσης βαθιά αναταραχή. ΤοΕργατικό Κόμμα θα μπορούσε να δώσει μορφή στις επιθυμίες της εργατικής τάξης και των φτωχών, είτε ψήφισαν υπέρ της εξόδου είτε υπέρ της παραμονής.
Σε αυτό εναπόκειται να παρουσιάσει ένα νέο όραμα της κοινωνίας και του έθνους, οδηγώντας τη Βρετανία σε ένα δρόμο που θα ευνοεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας. Αυτή είναι η υπόσχεση του δημοψηφίσματος, αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει πρώτα να τακτοποιήσει τα του οίκου του.
Το δημοψήφισμα έχει δημιουργήσει αυτή την αιχμηρή επιλογή για τη Βρετανία επειδή αντιπροσωπεύει μια μετατόπιση των τεκτονικών πλακών στη βρετανική κοινωνία. Μια προσεκτική ματιά στα αποτελέσματα σε συνδυασμό με μια εκτεταμένη δημοσκόπηση με δείγμα πάνω από δώδεκα χιλιάδες ανθρώπους που διεξήχθη από την Lord Ashcroft polls – που εξετάζεται στο πλαίσιο των πολιτικών γεγονότων που προηγήθηκαν – αποκαλύπτουν δύο ρήγματα, το ένα πολύ πιο βαθύ από το άλλο.
Το μικρότερο ρήγμα
Το μικρότερο ρήγμα εμφανίζεται στη βρετανική άρχουσα τάξη: η πλειοψηφία των τραπεζιτών, βιομηχάνων, εμπόρων, επενδυτών και άλλοι τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μόνο μια πολύ μικρή μειονότητα τάχθηκε υπέρ της εξόδου. Η απόδειξη του σχετικού μεγέθους των δύο πλευρών είναι αδιαμφισβήτητη.
Περισσότερο από το 80% των μελών της Συνομοσπονδίας των Βρετανικών Βιομηχανιών (CBI) έχουν ταχθεί υπέρ της παραμονής, ενώ μόνο το 5% έχουν πάρει θέση υπέρ της εξόδου. Ενώ σωρός Βρετανών επιχειρηματιών υπέγραψαν ονομαστικά επιστολές προς τον Τύπο υποστηρίζοντας την παραμονή, μια δυναμική και καλά συνδεδεμένη μειονότητα έχει ταχθεί υπέρ της εξόδου.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Τα οικονομικά συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους της βρετανικής άρχουσας τάξης συνδέονται στενά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών εντός της κοινής αγοράς.
Το 2015 το 44,4% των βρετανικών εξαγωγών κινήθηκε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το 53,6% των εισαγωγών προήλθε από αυτήν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάθε σημαντική διαταραχή αυτών των ροών μέσω δασμών ή άλλων εμποδίων θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις μεγάλες βρετανικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι οικονομικές δραστηριότητες του City υπαγορεύουν επίσης την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το City λειτουργεί ως ένα τεράστιο οφσόρ κέντρο για την Ευρωπαϊκή Ένωση παρά το γεγονός ότι η υποτιθέμενη ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος θα έχει κατά πάσα πιθανότητα αρνητικό αντίκτυπο στις δραστηριότητές του. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός και οι υπόλοιποι ρυθμιστικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίβλεψη της Τραπεζικής Ένωσης είναι πιθανό να επηρεάσουν την ελευθερία του City να συμμετέχει σε κερδοσκοπικές και άλλες διαδικασίες.
Παρά αυτήν την αλληλεξάρτηση, η Βρετανία έχει ενσωματωθεί στα δίκτυα της ΕΕ σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις χώρες του πυρήνα της Ένωσης. Οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι στην πραγματικότητα μεταξύ των πιο αδύναμων εντός της Ένωσης των 28, παρόμοια σε τάξη μεγέθους με τις εμπορικές ροές ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ ή την Ιταλία και την ΕΕ. Αντίθετα, τόσο για τη Γαλλία όσο και για τη Γερμανία το εμπόριο με την ΕΕ αγγίζει σχεδόν το 60% των εξαγωγών και το 70% των εισαγωγών.
Η μειονότητα της άρχουσας τάξης που υποστηρίζει την έξοδο είναι μια ετερόκλητη ομάδα χωρίς ισχυρό τομεακό χαρακτήρα, η οποία ελπίζει εν μέρει να διεξάγει πιο έντονα εμπορικές δραστηριότητες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέρα από αυτό, όμως, οι υποστηρικτές της εξόδου ελπίζουν να προωθήσουν αφενός μια πιο ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα απαλλάσσοντας τη Βρετανία από τους κανονισμούς της ΕΕ και αφετέρου επιδιώκοντας την περαιτέρω μείωση των εργατικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής προστασίας.
Αυτές οι ευγενείς φιλοδοξίες σίγουρα δεν αφήνουν το υπόλοιπο της βρετανικής άρχουσας τάξης ασυγκίνητο και το σχετικά μικρό μέγεθος της ομάδας υπέρ της εξόδου δεν θα πρέπει να επισκιάζει το σημαντικό κοινωνικό βάρος και τη σημασία της.
Πάνω απ’ όλα, η πλευρά που υποστηρίζει την έξοδο αντανακλά τη μακροχρόνια καχυποψία ολόκληρης της βρετανικής άρχουσας τάξης προς τις οικονομικές και πολιτικές φιλοδοξίες του εγχειρήματος της ΕΕ. Οι υποστηρικτές της εξόδου έχουν λειτουργήσει ως η εσωτερική φωνή του βρετανικού κατεστημένου, υπενθυμίζοντας ακόμα και στους υποστηρικτές της παραμονής ότι κάτι δεν πάει καλά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν κανείς δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι είναι αυτό.
Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις για την επιφυλακτική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εκτείνεται σε όλη την βρετανική άρχουσα τάξη, αλλά παίρνει μια σαφή μορφή μόνο με την πλευρά υπέρ της εξόδου. Η Βρετανία αρνήθηκε να ενταχθεί στηνΕυρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και οι πιθανότητες να υιοθετούσε τελικά το ευρώ ήταν σχεδόν μηδενικές.
Η αποφυγή της ΟΝΕ αποδείχθηκε σοφή απόφαση στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-9, αλλά δημιούργησε επίσης ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα για τη Βρετανία, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της άρχισε να βασίζεται ολοένα και περισσότερο στους θεσμούς του κοινού νομίσματος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωσύστημα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και μια σειρά από άλλοι θεσμοί ζωτικής σημασίας για την νομισματική ένωση έχουν γίνει το επίκεντρο χάραξης πολιτικής εντός της ΕΕ.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ουσιαστικά αναδιαμορφωθεί από το 2010 για να διασφαλίσει την επιβίωση του ευρώ. Δεν είναι καθόλου σαφές το πώς η Βρετανία θα συνέχιζε να λειτουργεί εντός της ΕΕ, ενώ θα αρνιόταν να συμμετάσχει στην ΟΝΕ.
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο είναι σίγουρα σημαντικές, αλλά το εμπόριο από μόνο του ποτέ δεν θα ήταν αρκετό για να διασφαλίσει την ενσωμάτωση της Βρετανίας σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που αλλάζει. Η πλευρά υπέρ της εξόδου, με το δικό της άναρθρο τρόπο, αντανακλά το βασικό αυτό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ολόκληρη η βρετανική άρχουσα τάξη.
Το μεγαλύτερο ρήγμα
Η πραγματική σημασία του δημοψηφίσματος, ωστόσο, είναι ότι το ρήγμα στο εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης έχει ενεργήσει ως καταλύτης για την εμφάνιση ενός πολύ βαθύτερου ρήγματος στο εσωτερικό της βρετανικής κοινωνίας. Αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο όταν λαμβάνουν χώρα μεγάλα ιστορικά γεγονότα.
Όταν η προοπτική της άρχουσας τάξη είναι συμπαγής, είναι πολύ πιο δύσκολο να έρθουν στην επιφάνεια βαθύτερα ρήγματα στην κοινωνία. Οι κυριαρχούμενες τάξεις έχουν λίγες ευκαιρίες να εκφράσουν τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις τους. Αλλά αν η ίδια η άρχουσα τάξη είναι διαιρεμένη, οι βαθύτερες κοινωνικές ρήξεις έχουν τη δυνατότητα να γίνουν αγεφύρωτα χάσματα. Ακριβώς αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Βρετανία.
Εισόδημα και Απασχόληση
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πλειοψηφία των φτωχών και της εργατικής τάξης στη Βρετανία ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Ashcroft, 64% των κατηγοριών C2, D και Ε ψήφισαν υπέρ του Brexit. Πρόκειται ουσιαστικά για τους ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες, τους περιστασιακά εργαζόμενους, εκείνους που εξαρτώνται από το κράτος πρόνοιας για το εισόδημά τους και ούτω καθεξής.
Αντίθετα, οι κατηγορίες Α και Β – τα υψηλότερα και ενδιάμεσα διευθυντικά ή διοικητικά στρώματα – ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Η κατηγορία C1 – τα κατώτερα διευθυντικά ή διοικητικά στρώματα – χωρίστηκαν περίπου στη μέση.
Αυτές οι κοινωνιολογικές περιγραφές δεν αντιστοιχούν με τις παραδοσιακές ταξικές κατηγορίεςστη μαρξιστική ανάλυση. Αφενός, δεν περιλαμβάνουν μια άρχουσα τάξη ή ακόμα και μια σαφώς καθορισμένη καπιταλιστική τάξη. Ωστόσο, εξακολουθούν να τονίζουν την κοινωνική σύνθεση της ψήφου. Οι φτωχοί και η εργατική τάξη ψήφισαν, σε μεγάλο βαθμό, υπέρ της εξόδου.
Από την άλλη πλευρά, η μεσαία τάξη – ειδικά οι υψηλότερες επαγγελματικές και διευθυντικές ομάδες – επέλεξε την παραμονή. Αυτή η θεμελιώδης αλλαγή, η οποία αντανακλά ένα βαθύ ρήγμα στη βρετανική κοινωνία, βρίσκεται πίσω από το ταξικό κενό στη χώρα σήμερα.Γεωγραφία
Η σημασία αυτού του ρήγματος γίνεται ορατή και από τη γεωγραφική κατανομή των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος (όπως έχουν δοθεί από το BBC). Η κοινωνική ισορροπία έχει πάντα μια γεωγραφική διάσταση που αντικατοπτρίζει την κατανομή των δεξιοτήτων, την τοπική συσσώρευση του πλούτου και της φτώχειας, καθώς και την ιστορική συσσώρευση των ταξικών αγώνων.
Η Βρετανία στο σύνολό της ψήφισε 51,9% υπέρ της εξόδου και 48,1% υπέρ της παραμονής. Μέσα σε αυτά τα ποσοστά, η Αγγλία ψήφισε 53,4% υπέρ της εξόδου και 46,6% υπέρ της παραμονής – παρόμοια με το 52,5% και το 47,5% της Ουαλίας αντίστοιχα.
Αντίθετα, η Σκωτία ψήφισε 38% υπέρ της εξόδου και 62% υπέρ της παραμονής, ενώ η Βόρεια Ιρλανδία ψήφισε 44,2% και 55,8% αντίστοιχα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το συνολικό αποτέλεσμα για τη Βρετανία καθορίστηκε από την Αγγλία, γεγονός το οποίο απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση.
Ένας απλός τρόπος για να αντιληφθεί κανείς το γεωγραφικό ρήγμα στην Αγγλία είναι να εξετάσει τις περιοχές με τα «ισχυρότερα» αποτελέσματα, δηλαδή τα τοπικά ποσοστά που υπερβαίνουν το 60% είτε υπέρ της εξόδου είτε υπέρ της παραμονής. Αυτό θα αποτελεί ένδειξη της γεωγραφικής συγκέντρωσης των «ισχυρότερων» θέσεων, παρέχοντας έτσι μια ευκρινέστερη εικόνα για την ταξική σύνθεση της ψήφου.
Ο κατάλογος που ακολουθεί περιλαμβάνει την πλειοψηφία των περιοχών που ψήφισαν πάνω από 60% υπέρ της εξόδου, καθώς και την πλειοψηφία των περιοχών που ψήφισαν πάνω από 60% υπέρ της παραμονής (εξ ου και το 40% ή λιγότερο για την έξοδο).
Περισσότερο από 60% υπέρ της εξόδου:
Barnsley 68.3%, Basildon 68.6%, Barking & Dagenham 62.4%, Dartford 64.2%, Doncaster 69%, East Riding of Yorkshire 60.4%, Epping Forest 62.7%, Fenland 71.4%, Havering 69.7%, Hartlepool 69.6%, King’s Lynn & West Norfolk 66.4%, Kingston upon Hull 67.4%, Mansfield 70.9%, Medway 64.1%, Newcastle under Lyme 63%, North East Lincolnshire 69.6%, North West Leicestershire 60.7%, Oldham 60.9%, Peterborough 60.9%, Redcar & Cleveland 66.2%, Rochdale 60.1%, Sandwell 66.7%, Scarborough 62%, Shepway 62.2%, South Staffordshire 64.8%, Stoke on Trend 69.4%, Sunderland 61.3%, Tameside 61.1%, Telford and Wrekin 63.2%, Tendring 69.5%, Thanet 63.8%, Thurrock 72.3%, Torbay 63.2%, Wakefield 66.4%, Walsall 67.9%, Wigan 63.9%, Wolverhampton 62.6%.
Λιγότερο από 40% υπέρ της εξόδου:
Barnet 37.8%, Cambridge 26.2%, Camden 25.1%, Hackney 21.5%, Hammersmith and Fulham 30%, Hackney 24.4%, Islington 24.8%, Kensington and Chelsea 31.3%, Kingston upon Thames 38.4%, Lambeth 21.4%, Lewisham 30.1%, Oxford 29.7%, Southwark 27.2%, St Albans 37.3%, Tower Hamlets 32.5%, Waltham Forest 40.9%, Wandsworth 25%, Westminster 31%.
Αρκετά συμπεράσματα γίνονται αμέσως εμφανή:
Η ισχυρή ψήφος υπέρ της εξόδου ήταν ευρέως και ομοιόμορφα κατανεμημένη σε ολόκληρη την Αγγλία.
Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στο Βορρά ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Περιοχές με έντονη φτώχεια σε ολόκληρη την Αγγλία ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Στις εργατικές περιοχές του Νότου, ιδιαίτερα γύρω από το Λονδίνο, παρατηρήθηκε ισχυρή ψήφος υπέρ της εξόδου. Πρόκειται για τις λεγόμενες “περιοχές λευκής απόδρασης”, δηλαδή περιοχές όπου οι κάτοικοι μετακινήθηκαν λόγω της εγκατάστασης ανθρώπων άλλων εθνοτήτων στις αρχικές τους περιοχές.
Η ισχυρή ψήφος υπέρ της παραμονής ήταν
εξαιρετικά συγκεντρωμένη στο Λονδίνο, ιδίως σε εργατικές περιοχές με
μεγάλο πληθυσμό μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς. Θα πρέπει να
σημειωθεί, ωστόσο, ότι πολλές από αυτές τις περιοχές έχουν περάσει από
μια διαδικασία αναβάθμισης και περιλαμβάνουν σημαντικό πληθυσμό που
ανήκει στη μεσαία τάξη.
Οι πιο εύπορες περιοχές του Λονδίνου ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Πολύ λίγες άλλες περιοχές της χώρας ψήφισαν με παρόμοιο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων του Κέιμπριτζ, του St. Albans και της Οξφόρδης.
Δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι η ψήφος υπέρ της εξόδου συγκεντρώθηκε σε περιοχές της χώρας που έχουν πιθανόν πληγεί δυσανάλογα από τη μορφή που πήρε η καπιταλιστική ανάπτυξη στη Βρετανία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Αντιθέτως, η ψήφος υπέρ της εξόδου ήταν αρκετά ομοιόμορφα κατανεμημένη σε ολόκληρη τη χώρα, ακόμη και εκεί όπου ήταν «ισχυρότερη», εν αντιθέσει με την ψήφο υπέρ της παραμονής, η οποία ήταν πολύ πιο συγκεντρωμένη με την «ισχυρότερη» παρουσία της πράγματι εξαιρετικά συγκεντρωμένη στο Λονδίνο.
Το Λονδίνο ήταν πάντοτε διαφορετικό από την υπόλοιπη χώρα, όπως γνωρίζει ο καθένας που έχει έστω και την παραμικρή επίγνωση της αγγλικής ιστορίας. Επί του παρόντος, οι ανησυχίες και οι προσδοκίες του αντανακλούν την μεγάλη μεσαία αστική τάξη, οι κοσμοπολίτικες προοπτικές της οποίας κατά κανόνα ευνοούν την παραμονή. Η τάξη αυτή έχει εξαιρετική πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης και οι απόψεις της ξεκάθαρα δεν συμβαδίζουν με την υπόλοιπη χώρα.
Οι ανησυχίες και οι προσδοκίες του Λονδίνου αντανακλούν επίσης τη μεγάλη συγκέντρωση δεύτερης και τρίτης γενιάς εργατών και φτωχών μεταναστών, που είναι εμφανής στην ισχυρή ψήφο υπέρ της παραμονής σε περιοχές όπως το Hackney, το Lambeth και το Lewisham.
Θα πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι η κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη του Λονδίνου απολαμβάνει μια ισχυρή ιδεολογική και πολιτιστική υπεροχή σε πολλές από αυτές τις περιοχές ως αποτέλεσμα της συνεχούς αναβάθμισής τους. Αυτό ενισχύεται από τη σχετικά ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων κοινοτήτων εντός των περιοχών που περνούν από τέτοιες διαδικασίες αναβάθμισης.
Η εξωτερική περιφέρεια του Λονδίνου, αντιθέτως, ιδιαίτερα οι λεγόμενες περιοχές «λευκής απόδρασης", παρουσιάζουν μια πολύ διαφορετική συμπεριφορά, συχνά έντονα υπέρ της εξόδου.
Εν ολίγοις, είναι προφανές ότι η εργατική τάξη και οι φτωχοί σε ολόκληρη την Αγγλία ψήφισαν υπέρ της εξόδου. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται επιπλέον από κάποια ποιοτικά ευρήματα της δημοσκόπησης της Ashcroft. Ενώ η πλειοψηφία των ψηφοφόρων που εργάζονται με πλήρη ή μερική απασχόληση ψήφισαν υπέρ της παραμονής, οι περισσότεροι από εκείνους που δεν εργάζονται ψήφισαν έξοδο, όπως έκαναν και τα δύο τρίτα των συνταξιούχων του δημοσίου. Ένα παρόμοιο ποσοστό (δύο τρίτα) των ενοικιαστών κατοικιών κοινωνικής στέγασης επίσης ψήφισαν έξοδο.
Οι πιο φτωχοί είχαν, από ότι φαίνεται, λίγες αμφιβολίες. Ήθελαν την έξοδο.
Αυτό συνάδει και προς ένα άλλο εύρημα, στο οποίο τόση σημασία δόθηκε από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης: οι κάτοχοι πτυχίων πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδιαίτερα υψηλότερων βαθμίδων, ψήφισαν υπέρ της παραμονής, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κατόχων πτυχίων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ψήφισαν υπέρ της εξόδου. Οι απανταχού πολυλογάδες ανακάλυψαν έντρομοι ότι η εργατική τάξη και οι φτωχοί, σε γενικές γραμμές, δεν πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο.
Προφανώς λοιπόν, η ισχυρή πλειοψηφία υπέρ της εξόδου πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα της άγνοιας και ενδεχομένως της ανοησίας των φηφοφόρων. . . Σε παλαιότερες εποχές οι συνήθειες προσωπικής υγιεινής και ο ενδυματολογικός κώδικας των ψηφοφόρων της εξόδου θα αποτελούσαν επίσης αντικείμενο κοροϊδίας. Η ταξική προκατάληψη εναντίον των φτωχών, ειδικά όταν οι τελευταίοι τολμούν να εκφράσουν ισχυρές απόψεις, ποτέ δεν ήταν διακριτική.
Γιατί να ψηφίσει κανείς έξοδο;
Ένα δημοψήφισμα είναι από τη φύση του μια δυαδική επιλογή: ναι ή όχι. Είναι αναμφίβολα μια άσκηση στη δημοκρατία, αλλά με ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα που ευνοεί την έκφραση της απογοήτευσης και της απόρριψης. Στην περίπτωση των δημοψηφισμάτων σχετικών με την ΕΕ υπάρχει μια μακρά ιστορία απορριπτικής ψήφου σε διάφορες χώρες, με πιο γνωστή την περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.
Φαίνεται ότι οι λαοί της Ευρώπης, όταν τους ρωτούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκφράζουν αποξένωση και αποστροφή. Η Ενωμένη Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι ένα λαϊκό εγχείρημα.
Δεν αποτελεί άρα έκπληξη το γεγονός ότι οι κατεστημένες εξουσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφεύγουν τα δημοψηφίσματα όπως ο διάβολος το λιβάνι και λαμβάνουν μάλιστα έκτακτα μέτρα για να επαναλάβουν ψηφοφορίες μέχρι να βγει το "σωστό" αποτέλεσμα, ή ακόμα και αγνοούν εντελώς ένα "λάθος" αποτέλεσμα, όπως συνέβη κατάφωρα με το ελληνικό δημοψήφισμα.
Το βρετανικό δημοψήφισμα είναι αναμφισβήτητα ένα παράδειγμα της συσσωρευμένης απογοήτευσης της εργατικής τάξης και των φτωχών στην Αγγλία με αποτέλεσμα την ψήφο διαμαρτυρίας υπέρ της εξόδου. Το ερώτημα είναι, με τι ήταν οι άνθρωποι αυτοί απογοητευμένοι και οργισμένοι και γιατί η απογοήτευσή τους διοχετεύτηκε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Μισθολογικές πιέσεις, διαθέσιμο εισόδημα και κοινωνικές παροχές
Μια πρώτη βασική αιτία δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: οι Βρετανοί εργάτες και τα βρετανικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν στασιμότητα, ακόμη και πτώση των μισθών και των διαθέσιμων εισοδημάτων από το 2000, όπως δείχνουν τα γραφήματα 1 και 2. Το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού πληθυσμού αντιμετωπίζει όλο και χειρότερους όρους διαβίωσης κατά την τελευταία δεκαπενταετία.
Γράφημα 1. ΟΟΣΑ
Γράφημα 2. ΟΟΣΑ
Το πρόβλημα των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος έγινε ιδιαίτερα σοβαρό μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-9, αν και υπήρξε κάποια βελτίωση μετά το 2014. Αυτό το γιγαντιαίο σοκ ήρθε μετά από τρεις δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης που είχε ως αποτέλεσμα την έντονηχρηματιστικοποίηση της βρετανικής οικονομίας.
Η χρηματιστικοποίηση έχει δημιουργήσει τεράστια κέρδη και οφέλη για μια στενή ελίτ που συνδέεται συχνά με το City του Λονδίνου, ενώ συσσωρεύει ανασφάλεια και οικονομικές πιέσεις για τους εργαζόμενους.
Η παγκόσμια κρίση του 2008-9, που περιστρέφεται γύρω από μερικές τράπεζες, δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα στη βρετανική κυβέρνηση και έχει ως εκ τούτου οδηγήσει σε μιαπαρατεταμένη πολιτική λιτότητας, την οποία σχεδίασε και υλοποίησε η κυβέρνηση των Συντηρητικών και ο Υπουργός Οικονομικών Τζόρτζ Όσμπορν.
Η λιτότητα έχει επιφέρει διαρκείς πιέσεις στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε ολόκληρη τη χώρα, ιδίως στο εθνικό σύστημα υγείας, την εκπαίδευση και τα επιδόματα για τους φτωχούς. Τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες όχι μόνο της αδιάκοπης συμπίεσης των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος για τους Βρετανούς εργαζόμενους, αλλά και μιας γενικότερης υποχώρησης της κοινωνικής πρόνοιας.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών των εξελίξεων, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν υπήρξε κανένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους τραπεζίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες ανάπτυξης των προηγούμενων ετών και έχουν δικαίως προσελκύσει την οργή των εργαζομένων.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, απολύτως κανένα μυστήριο σχετικά με τη συσσωρευμένη απογοήτευση στην εργατική τάξη και τους φτωχούς στη Βρετανία. Μετανάστευση, ρατσισμός και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Η απογοήτευση, ωστόσο, σπάνια εκφράζεται απλά ή απευθείας σε κοινωνικά ζητήματα. Είναι σχεδόν πάντα μια διαμεσολαβημένη διαδικασία και είναι αδύνατον να προβλεφθεί η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Στη Βρετανία σήμερα, τα ζητήματα της μετανάστευσης και του ρατσισμού ήταν υψίστης σημασίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του δημοψηφίσματος αλλά και μετά.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το στρατόπεδο της εξόδου εκμεταλλεύτηκε το θέμα της μετανάστευσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ωστόσο, το να αποδίδει κανείς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο ρατσισμό ή την εχθρότητα προς τους μετανάστες είναι παράλογο και αποπνέει την περιφρόνηση προς τους εργαζόμενους και τους φτωχούς που συχνά επιδεικνύουν οι κοινωνικά «ανώτεροί" τους.
Σίγουρα υπάρχει ρατσισμός στο στρατόπεδο της εξόδου, αλλά για να εκτιμήσει κανείς την αντίδραση των εργαζομένων και των φτωχών στο θέμα της μετανάστευσης είναι απαραίτητο να ρίξει πρώτα μια ματιά στις μεταναστευτικές ροές.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1991-99 οι μέσες καθαρές μεταναστευτικές εισροές στη Βρετανία (εξαιρουμένων των ροών των Βρετανών υπηκόων) ανέρχονταν σε 233.000 το χρόνο, εκ των οποίων 14.000 ήταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 53.000 από την Κοινοπολιτεία. Ο ετήσιος μέσος όρος κατά την περίοδο 2000-3 αυξήθηκε σε 284.000, εκ των οποίων 9.000 ήταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 101.000 από την Κοινοπολιτεία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι καθαρές εισροές αυξήθηκαν περαιτέρω και η σύνθεσή τους έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό προς τους υπηκόους της ΕΕ. Το 2005, οι καθαρές εισροές ήταν 294.000, εκ των οποίων 96.000 από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 120.000 από την Κοινοπολιτεία. Μέχρι το 2014 οι καθαρές εισροές ήταν 375.000, εκ των οποίων 178.000 από την ΕΕ και 86.000 από την Κοινοπολιτεία.
Με λίγα λόγια, ακριβώς σε μια εποχή που οι βρετανικοί μισθοί και τα διαθέσιμα εισοδήματα τέθηκαν υπό συνεχή πίεση και ακριβώς όταν η λιτότητα επιβλήθηκε στην χώρα προσθέτοντας πιέσεις στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας, οι καθαρές εισροές των μεταναστών αυξήθηκαν σημαντικά. Στο πλαίσιο αυτών των ροών το ποσοστό από την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε δραματικά, ιδιαίτερα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι πολίτες των οποίων είχαν πρόσφατα αποκτήσει δικαίωμα διαμονής στη Βρετανία.
Θα απαιτούνταν πολύ συγκεντρωμένη και λεπτομερής πολιτική και κοινωνική εκστρατεία ούτως ώστε αυτή η δύσκολη κοινωνική κατάσταση να μην δημιουργήσει αντιδράσεις στους βρετανούς εργαζόμενους και φτωχούς. Όταν η ουρά στα επείγοντα ενός νοσοκομείου ή σε ένα δημόσιο ιατρείο είναι μεγάλη και η μισή αποτελείται από μετανάστες, η άμεση αντίδραση πολλών θα ήταν να κατηγορήσουν τους μετανάστες.
Σίγουρα θα ήταν μια λάθος αντίδραση και θα μπορούσε να συνδέεται ακόμη και με το ρατσισμό, αλλά εάν κανείς δεν εξηγήσει συστηματικά τον αντίκτυπο των καταστροφικών πολιτικών των Συντηρητικών κυβερνήσεων και δεν προσφέρει ρεαλιστικές επιλογές σε αυτούς που στέκονται στην ουρά, η απογοήτευση θα στραφεί προς τους εύκολους στόχους.
Δεν υπάρχει προφανής ρατσισμός στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη δημοσκόπηση της Ashcroft, και σίγουρα όχι απέναντι στα συνήθη θύματα του ρατσισμού στη Βρετανία, δηλαδή τους Ασιάτες και τους μαύρους. Πράγματι, φαίνεται ότι περίπου το ένα τρίτο των ατόμων που αυτοχαρακτηρίζονται ως Ασιάτες και το ένα τέταρτο των ατόμων που αυτοχαρακτηρίζονται ως μαύροι ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Αναμφίβολα, ωστόσο, η πλειοψηφία των ασιατικών κοινοτήτων και των κοινοτήτων των μαύρων έχουν ανησυχεί βαθύτατα για μια πιθανή ρατσιστική αντίδραση μετά από μια ψήφο υπέρ της εξόδου, ιδίως ενόψει της πολιτικής ηγεσίας του στρατοπέδου της εξόδου.
Η κυριότερη ανησυχία των ψηφοφόρων της εξόδου (49%) φαίνεται να είναι «η αρχή ότι οι αποφάσεις που σχετίζονται με το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να λαμβάνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο." Το ένα τρίτο (33%) δήλωσε ότι ο κύριος λόγος για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ότι "προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει τον έλεγχο της μετανάστευσης και των συνόρων του."
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί εξέφρασαν σαφώς τις ανησυχίες τους για τη δημοκρατία και την κυριαρχία σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν οι ανησυχίες αυτές είχαν επικαλυφθεί από το ζήτημα της μετανάστευσης.
Η απογοήτευση που είχε συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια βρήκε διέξοδο στην συμμετοχή στην ΕΕ, επειδή οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί αισθάνθηκαν ότι η ΕΕ επηρεάζει άμεσα τους πολιτικούς μοχλούς και τους δημοκρατικούς μηχανισμούς που είναι διαθέσιμοι για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Η Βρετανία ψήφισε έξοδο όχι απλά επειδή οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί ήταν θυμωμένοι με την κατάσταση της χώρας. Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι είδαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένας ξένο, αντιδημοκρατικό σύνολο θεσμικών οργάνων που δεν παρείχε το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας και της μετανάστευσης. Η κυριαρχία είναι ένας συνοπτικός όρος για τον έλεγχο του κοινωνικού περιβάλλοντος και είναι θεμελιώδους σημασίας για την άσκηση της δημοκρατίας.
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί το κατανόησαν ξεκάθαρα το απλό γεγονός ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό οι διεθνείς φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μακριά από τους μοχλούς του δημοκρατικού ελέγχου και γίνονται φυσικό περιβάλλον για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αντίθεση, το έθνος-κράτος παρέχει ένα πεδίο μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να αγωνιστεί κανείς για ορισμένα βασικά δικαιώματα και απαιτήσεις.
Ο λαός στη Βρετανία είχε πολλές ευκαιρίες κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών να παρατηρήσει την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την παράκαμψη της δημοκρατίας και την αυταρχική στάση της απέναντι στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού.
Δεδομένου ότι ο πυρήνας της Βρετανικής άρχουσας τάξης καθώς και οι κύριοι ευνοημένοι των πολιτικών των τελευταίων ετών τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της παραμονής, η απόφαση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και των φτωχών για έξοδο ήταν απολύτως φυσιολογική. Η απογοήτευση βρήκε τη φυσική της διέξοδο στην απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για πολύ καλό λόγο. Μια πολιτική κρίση
Η κύρια αντίφαση και το βασικότερο πολιτικό πρόβλημα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ότι ο θυμός και οι δικαιολογημένες ανησυχίες των εργαζομένων και των φτωχών στην Αγγλία έχουν γίνει θύμα εκμετάλλευσης από μία θρασύτατη νεοφιλελεύθερη και αδίστακτη δεξιά.
Η Αριστερά, αντίθετα, δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει μια σειρά προτάσεων ή ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα προσέλκυε τη μεγάλη πλειοψηφία του βρετανικού λαού. Η φωνή των εργαζομένων έχει δεν έχει δύναμη ή είναι σε σύγχυση. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ταξικού κενού στη χώρα σήμερα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έχει φέρει μεγάλη αναταραχή στο Κόμμα των Συντηρητικών, αντανακλώντας το ρήγμα στο εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης. Η πλευρά της παραμονής, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Ντέβιντ Κάμερον, έχει επιδείξει απεριόριστη αλαζονεία και έλλειψη κατανόησης της πραγματικής κατάστασης της χώρας, όπως φυσικά αρμόζει σε προνομιούχους αποφοίτους των πιο μεγάλων βρετανικών πανεπιστημίων.
Σίγουρη ότι εκφράζει τα συμφέροντα του κύριου τμήματος της άρχουσας τάξης και συνεπώς ότι θα κερδίσει, η πλευρά αυτή έχει χάσει εντελώς την ισορροπία της από το αποτέλεσμα.
Ο Κάμερον στοιχημάτιζε σε μια "εύκολη" νίκη στο δημοψήφισμα προκειμένου να αντιμετωπίσει την εσωτερική διαίρεση στο Κόμμα των Συντηρητικών και κατά συνέπεια το πλήρωσε με άδοξο τέλος. Ακόμη πιο εντυπωσιακή, όμως, υπήρξε η επιπολαιότητα της πλευράς της εξόδου, με επικεφαλής τον κύριο διεκδικητή Μπόρις Τζόνσον, άλλον ένα προνομιούχο απόφοιτο των μεγαλύτερων βρετανικών πανεπιστημίων, που στην πραγματικότητα δεν περίμενε να κερδίσει.
Το ακόμη πιο ατιμωτικό τέλος του, με μια πισώπλατη μαχαιριά από τον πάλαι ποτέ σύμμαχό του Μάικλ Γκόουβ, είναι μια ένδειξη του πόσο κατακερματισμένη είναι η πλευρά της εξόδου. Περαιτέρω απόδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αποχώρηση του Νάιτζελ Φάρατζ από την ηγεσία του Κόμματος Ανεξαρτησίας (UKIP). Οι κορυφαίοι ηγέτες του στρατοπέδου της εξόδου, σε γενικές γραμμές έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να ηγηθούν της βρετανικής άρχουσας τάξης σε μια στιγμή σύγχυσης.
Η σύγχυση αυτή όμως σύντομα θα υποχωρήσει. Στο εγγύς μέλλον θα υπάρξει μια αντιπαράθεση για την ηγεσία στο Κόμμα των Συντηρητικών με στόχο να εκλεγεί κάποιος που θα μιλήσει για την άρχουσα τάξη στο σύνολό της. Είναι πιθανό ότι οι κύριοι υποψήφιοι θα είναι η Τερέζα Μέι, η φωνή της εκλογικής μηχανής του Κόμματος των Συντηρητικών και του παραδοσιακού ρεαλισμού, και ο Μάικλ Γκόουβ, ο φιλόδοξος και ταπεινής καταγωγής εκφραστής της δεξιάς που θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει φωνή στο σκληρό νεοφιλελευθερισμό που υπάρχει στο εσωτερικό του στρατοπέδου της εξόδου.
Εν όψει της νίκης της εξόδου, η μακροχρόνια ρήξη στο εσωτερικό του Κόμματος των Συντηρητικών είναι πιθανό να γεφυρωθεί από μια ρεαλιστική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα είναι πιθανότατα και η επιλογή της βρετανικής άρχουσας τάξης στο σύνολό της.
Δεν θα είναι ένας εύκολος δρόμος για τη Βρετανία και η χώρα θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί μια σειρά συνθηκών με την Ευρωπαϊκή Ένωση για μια χρονική περίοδο. Οι Συντηρητικοί θα υιοθετήσουν πιθανότατα μια σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα στο εσωτερικό της χώρας, σε συνδυασμό με μια συμβιβαστική στάση απέναντι στην ΕΕ, στοχεύοντας σε κάποιου είδους «ειδική σχέση».
Δεν θα πρέπει κανείς να φανταστεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαπραγματευτεί με τη Βρετανία από θέση ισχύος. Η ψήφος υπέρ της εξόδου έχει επιφέρει ένα καίριο χτύπημα σε μια ΕΕ που ήδη παραπαίει κάτω από την αποτυχία της ΟΝΕ και την έλλειψη ανάπτυξης σε ολόκληρη την ήπειρο. Ακόμη χειρότερα, υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι το «εγχείρημα» της Ευρώπηςείναι αντιδημοκρατικό και αποτυγχάνει.
Ο ευρωσκεπτικισμός έχει απλώσει τις ρίζες του κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Αν υπάρξει σοβαρή κρίση στην Ιταλία στα τέλη του 2016 – όπως είναι περισσότερο από πιθανό, δεδομένης της κατάστασης των ιταλικών τραπεζών – οι πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνουν τεράστιες.
Η Γερμανία, ο πραγματικός ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει πλήρη επίγνωση του πόσο δυσεπίλυτη είναι η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ηγέτες της θα είναι πολύ προσεκτικοί όσον αφορά την αντιμετώπιση της Βρετανίας. Όποιος κυβερνά τη Βρετανία κατά την προσεχή περίοδο θα έχει πιθανώς κάποια περιθώρια ελιγμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Εργατικού Κόμματος θα είναι κρίσιμης σημασίας. Μετά την απροσδόκητη επικράτηση του Τζέρεμι Κόρμπιν το 2015 η αριστερή πτέρυγα ηγείται του κόμματος. Η νέα ηγεσία έχει πληγεί από τις αδιάκοπες εσωτερικές διαμάχες που υποκινούνται από την κοινοβουλευτική ομάδα που κλίνει προς τα δεξιά και δεν θα μπορούσε ούτε καν να σκεφτεί να εξετάσει πολιτικές που θα έρχονταν σε σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Ωστόσο, η χώρα είναι έτοιμη για δραστική αλλαγή, όπως έδειξε ακόμα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το δικό του στρεβλό τρόπο. Ο Κορμπιν εξακολουθεί να απολαμβάνει σημαντική υποστήριξη από τη βάση του Εργατικού Κόμματος όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το Μομέντουμ, μια οργάνωση που κατάφερε να αποκτήσει εθνική παρουσία σε διάστημα μηνών. Έχει επίσης σαφή υποστήριξη από την κεντρική ηγεσία των συνδικάτων, ένα ζωτικό παράγοντα στη βρετανική πολιτική σκηνή.
Το πρόβλημα του Κόρμπιν, ωστόσο, είναι ότι υπό την ηγεσία του το Εργατικό Κόμμα δεν εκτίμησε σωστά την προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα και έτσι βρέθηκε υπό τεράστια πίεση. Τα δημοψηφίσματα είναι από την ίδια τους τη φύση επιλογές "ναι ή όχι" και οι αναποφάσιστοι πληρώνουν το τίμημα.
Το Εργατικό Κόμμα υιοθέτησε τη στάση της δειλής παραμονής, ενώ η φυσική του εκλογική δεξαμενή, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, ψήφισε έξοδο. Ακόμα χειρότερα, τουλάχιστον το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος ψήφισαν επίσης υπέρ της εξόδου.
Ο Κόρμπιν δεν ήταν ο μόνος που πήρε μια μετριοπαθή θέση υπέρ της παραμονής. Ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων έκανε το ίδιο, ανήσυχο από την νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ηγεσίας του στρατοπέδου της εξόδου, που αποτελούσε άμεση απειλή για τα δικαιώματα των εργαζομένων και την παροχή κοινωνικής προστασίας σε ενδεχόμενο της εξόδου από την ΕΕ.
Το αποτέλεσμα ήταν η σύγχυση και η αμηχανία ανάμεσα στους υποστηρικτές των Εργατικών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που από την ανακοίνωση του αποτελέσματος οι δεξιοί και οι ρατσιστές σε όλη τη χώρα αναθάρρησαν.
Η συγκεχυμένη κατάσταση του Εργατικού Κόμματος προσέφερε μια χρυσή ευκαιρία στην συντηρητική του πτέρυγα να αμφισβητήσει τον Κόρμπιν με τις πιο ασήμαντες και ασυνήθιστες δικαιολογίες. Ειπώθηκε ότι θα έπρεπε να είχε προσφέρει μεγαλύτερη υποστήριξη στο στρατόπεδο της παραμονής ακριβώς τη στιγμή που η φυσική του εκλογική δεξαμενή κινούνταν μαζικά προς την έξοδο σε ολόκληρη τη χώρα! Αυτός θα ήταν πράγματι ένας ενδιαφέρων τρόπος για να αυτοκτονήσει πολιτικά.
Ο στόχος της συντηρητικής πτέρυγας των Εργατικών είναι σαφής: να νικήσει την Αριστερά με οποιαδήποτε δικαιολογία και να την αναγκάσει σε απομόνωση, επιστρέφοντας έτσι στην δοκιμασμένη συνταγή των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Και ως αποκορύφωμα, υπάρχει και η απειλή ενός νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, που ψήφισε σθεναρά υπέρ της παραμονής. Η προοπτική ενός Ηνωμένου Βασιλείου που κυριαρχείται από τους νεοφιλελεύθερους Συντηρητικούς προκαλεί ρίγος στους Σκωτσέζους. Για το Εργατικό Κόμμα, το οποίο έχει χάσει την εκλογική του βάση στη Σκωτία κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η ανεξαρτησία της Σκωτίας θα εξαλείψει κάθε προοπτική ριζοσπαστικής διακυβέρνησης στη Βρετανία για το άμεσο μέλλον.
Ωστόσο, ένα ακόμα στοιχείο απαιτεί προσοχή σε σχέση με τη Σκωτία. Το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), το οποίο στην ουσία έχει κληρονομήσει το Εργατικό Κόμμα στις περιοχές όπου κυριαρχεί η εργατική τάξη στη Σκωτία, διατήρησε παρόμοια στάση με τους Εργατικούς στο δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Ashcroft, το 36% των υποστηρικτών του SNP ψήφισε υπέρ της εξόδου, παρόλο που η ηγέτις τους, Νίκολα Στέρτζεον, ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ. Η εργατική τάξη και οι φτωχοί στη Σκωτία ίσως να μην είναι και τόσο διαφορετικοί από εκείνους στην Αγγλία τελικά.
Οι Εργατικοί, υπό την ηγεσία της αριστερής πτέρυγας, θα πρέπει να γεφυρώσουν το κενό και να προσφέρουν στη χώρα το πρόγραμμα και την κατεύθυνση που αυτή ξεκάθαρα επιθυμεί.
Είναι προφανές ότι η Βρετανία επιθυμεί περισσότερο δημοκρατικούς θεσμούς που θα διασφαλίζουν την κυριαρχία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι η απάντηση σε κανένα από τα αιτήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών και η Βρετανία έχει ήδη επιλέξει να φύγει. Το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να προτάξει τις προτάσεις εκείνες που θα επεκτείνουν τη δημοκρατία και την κυριαρχία προς όφελος των εργαζομένων και των φτωχών.
Στην ουσία θα πρέπει να βοηθήσει να επαναπροσδιοριστεί το έθνος με ένα περιεκτικό τρόπο για τις σημερινές συνθήκες. Η έννοια του πολίτη, υπερβαίνοντας το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα, είναι ο μοχλός για τη δημοκρατία και την κυριαρχία στη Βρετανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παρέχει επίσης τη βάση για τις μεταναστευτικές πολιτικές, οι οποίες θα προστατεύουν τα δικαιώματα των μεταναστών, καθώς και των κατοίκων των χωρών.
Σε αυτή την πολιτική βάση το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να προσφέρει στο βρετανικό λαό μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις πιέσεις στο εθνικό σύστημα υγείας, να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες πιέσεις στον τομέα της στέγασης, να καταργήσει τη λιτότητα, να εθνικοποιήσει τα μέσα μεταφοράς, το χάλυβα και τις τράπεζες και να συμμετέχει σε μια αποφασιστική εκστρατεία για την «αποχρηματιστικοποίηση» της χώρας.
Η μελέτη και η γνώση για το πώς μπορούν να πάρει σάρκα και οστά μια τέτοια στρατηγική ήδη υπάρχουν. Αν το Εργατικό Κόμμα ακολουθούσε με αυτοπεποίθηση αυτό το δρόμο, θα εξασφάλιζε την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας στη Βρετανία, βγάζοντας έτσι την χώρα από το ιστορικό αδιέξοδό της.
Η Βρετανία θα μπορούσε τότε να λειτουργήσει ως φάρος ελπίδας σε μια αποτυχημένη Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι ήδη στα πρόθυρα του χάους. Αυτός είναι ο δρόμος της ελπίδας.
Πρώτη δημοσίευση: Jacobin Magazine, 7/7/2016
Μετάφραση για την ελληνική γλώσσα: EReNSEP, 12/7/2016
Οι πιο εύπορες περιοχές του Λονδίνου ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Πολύ λίγες άλλες περιοχές της χώρας ψήφισαν με παρόμοιο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων του Κέιμπριτζ, του St. Albans και της Οξφόρδης.
Δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι η ψήφος υπέρ της εξόδου συγκεντρώθηκε σε περιοχές της χώρας που έχουν πιθανόν πληγεί δυσανάλογα από τη μορφή που πήρε η καπιταλιστική ανάπτυξη στη Βρετανία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Αντιθέτως, η ψήφος υπέρ της εξόδου ήταν αρκετά ομοιόμορφα κατανεμημένη σε ολόκληρη τη χώρα, ακόμη και εκεί όπου ήταν «ισχυρότερη», εν αντιθέσει με την ψήφο υπέρ της παραμονής, η οποία ήταν πολύ πιο συγκεντρωμένη με την «ισχυρότερη» παρουσία της πράγματι εξαιρετικά συγκεντρωμένη στο Λονδίνο.
Το Λονδίνο ήταν πάντοτε διαφορετικό από την υπόλοιπη χώρα, όπως γνωρίζει ο καθένας που έχει έστω και την παραμικρή επίγνωση της αγγλικής ιστορίας. Επί του παρόντος, οι ανησυχίες και οι προσδοκίες του αντανακλούν την μεγάλη μεσαία αστική τάξη, οι κοσμοπολίτικες προοπτικές της οποίας κατά κανόνα ευνοούν την παραμονή. Η τάξη αυτή έχει εξαιρετική πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης και οι απόψεις της ξεκάθαρα δεν συμβαδίζουν με την υπόλοιπη χώρα.
Οι ανησυχίες και οι προσδοκίες του Λονδίνου αντανακλούν επίσης τη μεγάλη συγκέντρωση δεύτερης και τρίτης γενιάς εργατών και φτωχών μεταναστών, που είναι εμφανής στην ισχυρή ψήφο υπέρ της παραμονής σε περιοχές όπως το Hackney, το Lambeth και το Lewisham.
Θα πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι η κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη του Λονδίνου απολαμβάνει μια ισχυρή ιδεολογική και πολιτιστική υπεροχή σε πολλές από αυτές τις περιοχές ως αποτέλεσμα της συνεχούς αναβάθμισής τους. Αυτό ενισχύεται από τη σχετικά ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων κοινοτήτων εντός των περιοχών που περνούν από τέτοιες διαδικασίες αναβάθμισης.
Η εξωτερική περιφέρεια του Λονδίνου, αντιθέτως, ιδιαίτερα οι λεγόμενες περιοχές «λευκής απόδρασης", παρουσιάζουν μια πολύ διαφορετική συμπεριφορά, συχνά έντονα υπέρ της εξόδου.
Εν ολίγοις, είναι προφανές ότι η εργατική τάξη και οι φτωχοί σε ολόκληρη την Αγγλία ψήφισαν υπέρ της εξόδου. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται επιπλέον από κάποια ποιοτικά ευρήματα της δημοσκόπησης της Ashcroft. Ενώ η πλειοψηφία των ψηφοφόρων που εργάζονται με πλήρη ή μερική απασχόληση ψήφισαν υπέρ της παραμονής, οι περισσότεροι από εκείνους που δεν εργάζονται ψήφισαν έξοδο, όπως έκαναν και τα δύο τρίτα των συνταξιούχων του δημοσίου. Ένα παρόμοιο ποσοστό (δύο τρίτα) των ενοικιαστών κατοικιών κοινωνικής στέγασης επίσης ψήφισαν έξοδο.
Οι πιο φτωχοί είχαν, από ότι φαίνεται, λίγες αμφιβολίες. Ήθελαν την έξοδο.
Αυτό συνάδει και προς ένα άλλο εύρημα, στο οποίο τόση σημασία δόθηκε από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης: οι κάτοχοι πτυχίων πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδιαίτερα υψηλότερων βαθμίδων, ψήφισαν υπέρ της παραμονής, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κατόχων πτυχίων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ψήφισαν υπέρ της εξόδου. Οι απανταχού πολυλογάδες ανακάλυψαν έντρομοι ότι η εργατική τάξη και οι φτωχοί, σε γενικές γραμμές, δεν πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο.
Προφανώς λοιπόν, η ισχυρή πλειοψηφία υπέρ της εξόδου πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα της άγνοιας και ενδεχομένως της ανοησίας των φηφοφόρων. . . Σε παλαιότερες εποχές οι συνήθειες προσωπικής υγιεινής και ο ενδυματολογικός κώδικας των ψηφοφόρων της εξόδου θα αποτελούσαν επίσης αντικείμενο κοροϊδίας. Η ταξική προκατάληψη εναντίον των φτωχών, ειδικά όταν οι τελευταίοι τολμούν να εκφράσουν ισχυρές απόψεις, ποτέ δεν ήταν διακριτική.
Γιατί να ψηφίσει κανείς έξοδο;
Ένα δημοψήφισμα είναι από τη φύση του μια δυαδική επιλογή: ναι ή όχι. Είναι αναμφίβολα μια άσκηση στη δημοκρατία, αλλά με ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα που ευνοεί την έκφραση της απογοήτευσης και της απόρριψης. Στην περίπτωση των δημοψηφισμάτων σχετικών με την ΕΕ υπάρχει μια μακρά ιστορία απορριπτικής ψήφου σε διάφορες χώρες, με πιο γνωστή την περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.
Φαίνεται ότι οι λαοί της Ευρώπης, όταν τους ρωτούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκφράζουν αποξένωση και αποστροφή. Η Ενωμένη Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι ένα λαϊκό εγχείρημα.
Δεν αποτελεί άρα έκπληξη το γεγονός ότι οι κατεστημένες εξουσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφεύγουν τα δημοψηφίσματα όπως ο διάβολος το λιβάνι και λαμβάνουν μάλιστα έκτακτα μέτρα για να επαναλάβουν ψηφοφορίες μέχρι να βγει το "σωστό" αποτέλεσμα, ή ακόμα και αγνοούν εντελώς ένα "λάθος" αποτέλεσμα, όπως συνέβη κατάφωρα με το ελληνικό δημοψήφισμα.
Το βρετανικό δημοψήφισμα είναι αναμφισβήτητα ένα παράδειγμα της συσσωρευμένης απογοήτευσης της εργατικής τάξης και των φτωχών στην Αγγλία με αποτέλεσμα την ψήφο διαμαρτυρίας υπέρ της εξόδου. Το ερώτημα είναι, με τι ήταν οι άνθρωποι αυτοί απογοητευμένοι και οργισμένοι και γιατί η απογοήτευσή τους διοχετεύτηκε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Μισθολογικές πιέσεις, διαθέσιμο εισόδημα και κοινωνικές παροχές
Μια πρώτη βασική αιτία δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: οι Βρετανοί εργάτες και τα βρετανικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν στασιμότητα, ακόμη και πτώση των μισθών και των διαθέσιμων εισοδημάτων από το 2000, όπως δείχνουν τα γραφήματα 1 και 2. Το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού πληθυσμού αντιμετωπίζει όλο και χειρότερους όρους διαβίωσης κατά την τελευταία δεκαπενταετία.
Γράφημα 1. ΟΟΣΑ
Γράφημα 2. ΟΟΣΑ
Το πρόβλημα των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος έγινε ιδιαίτερα σοβαρό μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-9, αν και υπήρξε κάποια βελτίωση μετά το 2014. Αυτό το γιγαντιαίο σοκ ήρθε μετά από τρεις δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης που είχε ως αποτέλεσμα την έντονηχρηματιστικοποίηση της βρετανικής οικονομίας.
Η χρηματιστικοποίηση έχει δημιουργήσει τεράστια κέρδη και οφέλη για μια στενή ελίτ που συνδέεται συχνά με το City του Λονδίνου, ενώ συσσωρεύει ανασφάλεια και οικονομικές πιέσεις για τους εργαζόμενους.
Η παγκόσμια κρίση του 2008-9, που περιστρέφεται γύρω από μερικές τράπεζες, δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα στη βρετανική κυβέρνηση και έχει ως εκ τούτου οδηγήσει σε μιαπαρατεταμένη πολιτική λιτότητας, την οποία σχεδίασε και υλοποίησε η κυβέρνηση των Συντηρητικών και ο Υπουργός Οικονομικών Τζόρτζ Όσμπορν.
Η λιτότητα έχει επιφέρει διαρκείς πιέσεις στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε ολόκληρη τη χώρα, ιδίως στο εθνικό σύστημα υγείας, την εκπαίδευση και τα επιδόματα για τους φτωχούς. Τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες όχι μόνο της αδιάκοπης συμπίεσης των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος για τους Βρετανούς εργαζόμενους, αλλά και μιας γενικότερης υποχώρησης της κοινωνικής πρόνοιας.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών των εξελίξεων, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν υπήρξε κανένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους τραπεζίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες ανάπτυξης των προηγούμενων ετών και έχουν δικαίως προσελκύσει την οργή των εργαζομένων.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, απολύτως κανένα μυστήριο σχετικά με τη συσσωρευμένη απογοήτευση στην εργατική τάξη και τους φτωχούς στη Βρετανία. Μετανάστευση, ρατσισμός και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Η απογοήτευση, ωστόσο, σπάνια εκφράζεται απλά ή απευθείας σε κοινωνικά ζητήματα. Είναι σχεδόν πάντα μια διαμεσολαβημένη διαδικασία και είναι αδύνατον να προβλεφθεί η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Στη Βρετανία σήμερα, τα ζητήματα της μετανάστευσης και του ρατσισμού ήταν υψίστης σημασίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του δημοψηφίσματος αλλά και μετά.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το στρατόπεδο της εξόδου εκμεταλλεύτηκε το θέμα της μετανάστευσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ωστόσο, το να αποδίδει κανείς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο ρατσισμό ή την εχθρότητα προς τους μετανάστες είναι παράλογο και αποπνέει την περιφρόνηση προς τους εργαζόμενους και τους φτωχούς που συχνά επιδεικνύουν οι κοινωνικά «ανώτεροί" τους.
Σίγουρα υπάρχει ρατσισμός στο στρατόπεδο της εξόδου, αλλά για να εκτιμήσει κανείς την αντίδραση των εργαζομένων και των φτωχών στο θέμα της μετανάστευσης είναι απαραίτητο να ρίξει πρώτα μια ματιά στις μεταναστευτικές ροές.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1991-99 οι μέσες καθαρές μεταναστευτικές εισροές στη Βρετανία (εξαιρουμένων των ροών των Βρετανών υπηκόων) ανέρχονταν σε 233.000 το χρόνο, εκ των οποίων 14.000 ήταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 53.000 από την Κοινοπολιτεία. Ο ετήσιος μέσος όρος κατά την περίοδο 2000-3 αυξήθηκε σε 284.000, εκ των οποίων 9.000 ήταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 101.000 από την Κοινοπολιτεία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι καθαρές εισροές αυξήθηκαν περαιτέρω και η σύνθεσή τους έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό προς τους υπηκόους της ΕΕ. Το 2005, οι καθαρές εισροές ήταν 294.000, εκ των οποίων 96.000 από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 120.000 από την Κοινοπολιτεία. Μέχρι το 2014 οι καθαρές εισροές ήταν 375.000, εκ των οποίων 178.000 από την ΕΕ και 86.000 από την Κοινοπολιτεία.
Με λίγα λόγια, ακριβώς σε μια εποχή που οι βρετανικοί μισθοί και τα διαθέσιμα εισοδήματα τέθηκαν υπό συνεχή πίεση και ακριβώς όταν η λιτότητα επιβλήθηκε στην χώρα προσθέτοντας πιέσεις στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας, οι καθαρές εισροές των μεταναστών αυξήθηκαν σημαντικά. Στο πλαίσιο αυτών των ροών το ποσοστό από την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε δραματικά, ιδιαίτερα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι πολίτες των οποίων είχαν πρόσφατα αποκτήσει δικαίωμα διαμονής στη Βρετανία.
Θα απαιτούνταν πολύ συγκεντρωμένη και λεπτομερής πολιτική και κοινωνική εκστρατεία ούτως ώστε αυτή η δύσκολη κοινωνική κατάσταση να μην δημιουργήσει αντιδράσεις στους βρετανούς εργαζόμενους και φτωχούς. Όταν η ουρά στα επείγοντα ενός νοσοκομείου ή σε ένα δημόσιο ιατρείο είναι μεγάλη και η μισή αποτελείται από μετανάστες, η άμεση αντίδραση πολλών θα ήταν να κατηγορήσουν τους μετανάστες.
Σίγουρα θα ήταν μια λάθος αντίδραση και θα μπορούσε να συνδέεται ακόμη και με το ρατσισμό, αλλά εάν κανείς δεν εξηγήσει συστηματικά τον αντίκτυπο των καταστροφικών πολιτικών των Συντηρητικών κυβερνήσεων και δεν προσφέρει ρεαλιστικές επιλογές σε αυτούς που στέκονται στην ουρά, η απογοήτευση θα στραφεί προς τους εύκολους στόχους.
Δεν υπάρχει προφανής ρατσισμός στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη δημοσκόπηση της Ashcroft, και σίγουρα όχι απέναντι στα συνήθη θύματα του ρατσισμού στη Βρετανία, δηλαδή τους Ασιάτες και τους μαύρους. Πράγματι, φαίνεται ότι περίπου το ένα τρίτο των ατόμων που αυτοχαρακτηρίζονται ως Ασιάτες και το ένα τέταρτο των ατόμων που αυτοχαρακτηρίζονται ως μαύροι ψήφισαν υπέρ της εξόδου.
Αναμφίβολα, ωστόσο, η πλειοψηφία των ασιατικών κοινοτήτων και των κοινοτήτων των μαύρων έχουν ανησυχεί βαθύτατα για μια πιθανή ρατσιστική αντίδραση μετά από μια ψήφο υπέρ της εξόδου, ιδίως ενόψει της πολιτικής ηγεσίας του στρατοπέδου της εξόδου.
Η κυριότερη ανησυχία των ψηφοφόρων της εξόδου (49%) φαίνεται να είναι «η αρχή ότι οι αποφάσεις που σχετίζονται με το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να λαμβάνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο." Το ένα τρίτο (33%) δήλωσε ότι ο κύριος λόγος για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ότι "προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία για το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει τον έλεγχο της μετανάστευσης και των συνόρων του."
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί εξέφρασαν σαφώς τις ανησυχίες τους για τη δημοκρατία και την κυριαρχία σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν οι ανησυχίες αυτές είχαν επικαλυφθεί από το ζήτημα της μετανάστευσης.
Η απογοήτευση που είχε συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια βρήκε διέξοδο στην συμμετοχή στην ΕΕ, επειδή οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί αισθάνθηκαν ότι η ΕΕ επηρεάζει άμεσα τους πολιτικούς μοχλούς και τους δημοκρατικούς μηχανισμούς που είναι διαθέσιμοι για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Η Βρετανία ψήφισε έξοδο όχι απλά επειδή οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί ήταν θυμωμένοι με την κατάσταση της χώρας. Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι είδαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένας ξένο, αντιδημοκρατικό σύνολο θεσμικών οργάνων που δεν παρείχε το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας και της μετανάστευσης. Η κυριαρχία είναι ένας συνοπτικός όρος για τον έλεγχο του κοινωνικού περιβάλλοντος και είναι θεμελιώδους σημασίας για την άσκηση της δημοκρατίας.
Η εργατική τάξη και οι φτωχοί το κατανόησαν ξεκάθαρα το απλό γεγονός ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό οι διεθνείς φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μακριά από τους μοχλούς του δημοκρατικού ελέγχου και γίνονται φυσικό περιβάλλον για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αντίθεση, το έθνος-κράτος παρέχει ένα πεδίο μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να αγωνιστεί κανείς για ορισμένα βασικά δικαιώματα και απαιτήσεις.
Ο λαός στη Βρετανία είχε πολλές ευκαιρίες κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών να παρατηρήσει την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την παράκαμψη της δημοκρατίας και την αυταρχική στάση της απέναντι στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού.
Δεδομένου ότι ο πυρήνας της Βρετανικής άρχουσας τάξης καθώς και οι κύριοι ευνοημένοι των πολιτικών των τελευταίων ετών τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της παραμονής, η απόφαση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και των φτωχών για έξοδο ήταν απολύτως φυσιολογική. Η απογοήτευση βρήκε τη φυσική της διέξοδο στην απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για πολύ καλό λόγο. Μια πολιτική κρίση
Η κύρια αντίφαση και το βασικότερο πολιτικό πρόβλημα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ότι ο θυμός και οι δικαιολογημένες ανησυχίες των εργαζομένων και των φτωχών στην Αγγλία έχουν γίνει θύμα εκμετάλλευσης από μία θρασύτατη νεοφιλελεύθερη και αδίστακτη δεξιά.
Η Αριστερά, αντίθετα, δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει μια σειρά προτάσεων ή ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα προσέλκυε τη μεγάλη πλειοψηφία του βρετανικού λαού. Η φωνή των εργαζομένων έχει δεν έχει δύναμη ή είναι σε σύγχυση. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ταξικού κενού στη χώρα σήμερα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έχει φέρει μεγάλη αναταραχή στο Κόμμα των Συντηρητικών, αντανακλώντας το ρήγμα στο εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης. Η πλευρά της παραμονής, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Ντέβιντ Κάμερον, έχει επιδείξει απεριόριστη αλαζονεία και έλλειψη κατανόησης της πραγματικής κατάστασης της χώρας, όπως φυσικά αρμόζει σε προνομιούχους αποφοίτους των πιο μεγάλων βρετανικών πανεπιστημίων.
Σίγουρη ότι εκφράζει τα συμφέροντα του κύριου τμήματος της άρχουσας τάξης και συνεπώς ότι θα κερδίσει, η πλευρά αυτή έχει χάσει εντελώς την ισορροπία της από το αποτέλεσμα.
Ο Κάμερον στοιχημάτιζε σε μια "εύκολη" νίκη στο δημοψήφισμα προκειμένου να αντιμετωπίσει την εσωτερική διαίρεση στο Κόμμα των Συντηρητικών και κατά συνέπεια το πλήρωσε με άδοξο τέλος. Ακόμη πιο εντυπωσιακή, όμως, υπήρξε η επιπολαιότητα της πλευράς της εξόδου, με επικεφαλής τον κύριο διεκδικητή Μπόρις Τζόνσον, άλλον ένα προνομιούχο απόφοιτο των μεγαλύτερων βρετανικών πανεπιστημίων, που στην πραγματικότητα δεν περίμενε να κερδίσει.
Το ακόμη πιο ατιμωτικό τέλος του, με μια πισώπλατη μαχαιριά από τον πάλαι ποτέ σύμμαχό του Μάικλ Γκόουβ, είναι μια ένδειξη του πόσο κατακερματισμένη είναι η πλευρά της εξόδου. Περαιτέρω απόδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αποχώρηση του Νάιτζελ Φάρατζ από την ηγεσία του Κόμματος Ανεξαρτησίας (UKIP). Οι κορυφαίοι ηγέτες του στρατοπέδου της εξόδου, σε γενικές γραμμές έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να ηγηθούν της βρετανικής άρχουσας τάξης σε μια στιγμή σύγχυσης.
Η σύγχυση αυτή όμως σύντομα θα υποχωρήσει. Στο εγγύς μέλλον θα υπάρξει μια αντιπαράθεση για την ηγεσία στο Κόμμα των Συντηρητικών με στόχο να εκλεγεί κάποιος που θα μιλήσει για την άρχουσα τάξη στο σύνολό της. Είναι πιθανό ότι οι κύριοι υποψήφιοι θα είναι η Τερέζα Μέι, η φωνή της εκλογικής μηχανής του Κόμματος των Συντηρητικών και του παραδοσιακού ρεαλισμού, και ο Μάικλ Γκόουβ, ο φιλόδοξος και ταπεινής καταγωγής εκφραστής της δεξιάς που θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει φωνή στο σκληρό νεοφιλελευθερισμό που υπάρχει στο εσωτερικό του στρατοπέδου της εξόδου.
Εν όψει της νίκης της εξόδου, η μακροχρόνια ρήξη στο εσωτερικό του Κόμματος των Συντηρητικών είναι πιθανό να γεφυρωθεί από μια ρεαλιστική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα είναι πιθανότατα και η επιλογή της βρετανικής άρχουσας τάξης στο σύνολό της.
Δεν θα είναι ένας εύκολος δρόμος για τη Βρετανία και η χώρα θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί μια σειρά συνθηκών με την Ευρωπαϊκή Ένωση για μια χρονική περίοδο. Οι Συντηρητικοί θα υιοθετήσουν πιθανότατα μια σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα στο εσωτερικό της χώρας, σε συνδυασμό με μια συμβιβαστική στάση απέναντι στην ΕΕ, στοχεύοντας σε κάποιου είδους «ειδική σχέση».
Δεν θα πρέπει κανείς να φανταστεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαπραγματευτεί με τη Βρετανία από θέση ισχύος. Η ψήφος υπέρ της εξόδου έχει επιφέρει ένα καίριο χτύπημα σε μια ΕΕ που ήδη παραπαίει κάτω από την αποτυχία της ΟΝΕ και την έλλειψη ανάπτυξης σε ολόκληρη την ήπειρο. Ακόμη χειρότερα, υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι το «εγχείρημα» της Ευρώπηςείναι αντιδημοκρατικό και αποτυγχάνει.
Ο ευρωσκεπτικισμός έχει απλώσει τις ρίζες του κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Αν υπάρξει σοβαρή κρίση στην Ιταλία στα τέλη του 2016 – όπως είναι περισσότερο από πιθανό, δεδομένης της κατάστασης των ιταλικών τραπεζών – οι πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνουν τεράστιες.
Η Γερμανία, ο πραγματικός ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει πλήρη επίγνωση του πόσο δυσεπίλυτη είναι η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ηγέτες της θα είναι πολύ προσεκτικοί όσον αφορά την αντιμετώπιση της Βρετανίας. Όποιος κυβερνά τη Βρετανία κατά την προσεχή περίοδο θα έχει πιθανώς κάποια περιθώρια ελιγμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Εργατικού Κόμματος θα είναι κρίσιμης σημασίας. Μετά την απροσδόκητη επικράτηση του Τζέρεμι Κόρμπιν το 2015 η αριστερή πτέρυγα ηγείται του κόμματος. Η νέα ηγεσία έχει πληγεί από τις αδιάκοπες εσωτερικές διαμάχες που υποκινούνται από την κοινοβουλευτική ομάδα που κλίνει προς τα δεξιά και δεν θα μπορούσε ούτε καν να σκεφτεί να εξετάσει πολιτικές που θα έρχονταν σε σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Ωστόσο, η χώρα είναι έτοιμη για δραστική αλλαγή, όπως έδειξε ακόμα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το δικό του στρεβλό τρόπο. Ο Κορμπιν εξακολουθεί να απολαμβάνει σημαντική υποστήριξη από τη βάση του Εργατικού Κόμματος όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το Μομέντουμ, μια οργάνωση που κατάφερε να αποκτήσει εθνική παρουσία σε διάστημα μηνών. Έχει επίσης σαφή υποστήριξη από την κεντρική ηγεσία των συνδικάτων, ένα ζωτικό παράγοντα στη βρετανική πολιτική σκηνή.
Το πρόβλημα του Κόρμπιν, ωστόσο, είναι ότι υπό την ηγεσία του το Εργατικό Κόμμα δεν εκτίμησε σωστά την προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα και έτσι βρέθηκε υπό τεράστια πίεση. Τα δημοψηφίσματα είναι από την ίδια τους τη φύση επιλογές "ναι ή όχι" και οι αναποφάσιστοι πληρώνουν το τίμημα.
Το Εργατικό Κόμμα υιοθέτησε τη στάση της δειλής παραμονής, ενώ η φυσική του εκλογική δεξαμενή, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, ψήφισε έξοδο. Ακόμα χειρότερα, τουλάχιστον το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος ψήφισαν επίσης υπέρ της εξόδου.
Ο Κόρμπιν δεν ήταν ο μόνος που πήρε μια μετριοπαθή θέση υπέρ της παραμονής. Ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων έκανε το ίδιο, ανήσυχο από την νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ηγεσίας του στρατοπέδου της εξόδου, που αποτελούσε άμεση απειλή για τα δικαιώματα των εργαζομένων και την παροχή κοινωνικής προστασίας σε ενδεχόμενο της εξόδου από την ΕΕ.
Το αποτέλεσμα ήταν η σύγχυση και η αμηχανία ανάμεσα στους υποστηρικτές των Εργατικών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που από την ανακοίνωση του αποτελέσματος οι δεξιοί και οι ρατσιστές σε όλη τη χώρα αναθάρρησαν.
Η συγκεχυμένη κατάσταση του Εργατικού Κόμματος προσέφερε μια χρυσή ευκαιρία στην συντηρητική του πτέρυγα να αμφισβητήσει τον Κόρμπιν με τις πιο ασήμαντες και ασυνήθιστες δικαιολογίες. Ειπώθηκε ότι θα έπρεπε να είχε προσφέρει μεγαλύτερη υποστήριξη στο στρατόπεδο της παραμονής ακριβώς τη στιγμή που η φυσική του εκλογική δεξαμενή κινούνταν μαζικά προς την έξοδο σε ολόκληρη τη χώρα! Αυτός θα ήταν πράγματι ένας ενδιαφέρων τρόπος για να αυτοκτονήσει πολιτικά.
Ο στόχος της συντηρητικής πτέρυγας των Εργατικών είναι σαφής: να νικήσει την Αριστερά με οποιαδήποτε δικαιολογία και να την αναγκάσει σε απομόνωση, επιστρέφοντας έτσι στην δοκιμασμένη συνταγή των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Και ως αποκορύφωμα, υπάρχει και η απειλή ενός νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, που ψήφισε σθεναρά υπέρ της παραμονής. Η προοπτική ενός Ηνωμένου Βασιλείου που κυριαρχείται από τους νεοφιλελεύθερους Συντηρητικούς προκαλεί ρίγος στους Σκωτσέζους. Για το Εργατικό Κόμμα, το οποίο έχει χάσει την εκλογική του βάση στη Σκωτία κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η ανεξαρτησία της Σκωτίας θα εξαλείψει κάθε προοπτική ριζοσπαστικής διακυβέρνησης στη Βρετανία για το άμεσο μέλλον.
Ωστόσο, ένα ακόμα στοιχείο απαιτεί προσοχή σε σχέση με τη Σκωτία. Το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), το οποίο στην ουσία έχει κληρονομήσει το Εργατικό Κόμμα στις περιοχές όπου κυριαρχεί η εργατική τάξη στη Σκωτία, διατήρησε παρόμοια στάση με τους Εργατικούς στο δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Ashcroft, το 36% των υποστηρικτών του SNP ψήφισε υπέρ της εξόδου, παρόλο που η ηγέτις τους, Νίκολα Στέρτζεον, ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ. Η εργατική τάξη και οι φτωχοί στη Σκωτία ίσως να μην είναι και τόσο διαφορετικοί από εκείνους στην Αγγλία τελικά.
Οι Εργατικοί, υπό την ηγεσία της αριστερής πτέρυγας, θα πρέπει να γεφυρώσουν το κενό και να προσφέρουν στη χώρα το πρόγραμμα και την κατεύθυνση που αυτή ξεκάθαρα επιθυμεί.
Είναι προφανές ότι η Βρετανία επιθυμεί περισσότερο δημοκρατικούς θεσμούς που θα διασφαλίζουν την κυριαρχία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι η απάντηση σε κανένα από τα αιτήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών και η Βρετανία έχει ήδη επιλέξει να φύγει. Το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να προτάξει τις προτάσεις εκείνες που θα επεκτείνουν τη δημοκρατία και την κυριαρχία προς όφελος των εργαζομένων και των φτωχών.
Στην ουσία θα πρέπει να βοηθήσει να επαναπροσδιοριστεί το έθνος με ένα περιεκτικό τρόπο για τις σημερινές συνθήκες. Η έννοια του πολίτη, υπερβαίνοντας το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα, είναι ο μοχλός για τη δημοκρατία και την κυριαρχία στη Βρετανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παρέχει επίσης τη βάση για τις μεταναστευτικές πολιτικές, οι οποίες θα προστατεύουν τα δικαιώματα των μεταναστών, καθώς και των κατοίκων των χωρών.
Σε αυτή την πολιτική βάση το Εργατικό Κόμμα θα πρέπει να προσφέρει στο βρετανικό λαό μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις πιέσεις στο εθνικό σύστημα υγείας, να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες πιέσεις στον τομέα της στέγασης, να καταργήσει τη λιτότητα, να εθνικοποιήσει τα μέσα μεταφοράς, το χάλυβα και τις τράπεζες και να συμμετέχει σε μια αποφασιστική εκστρατεία για την «αποχρηματιστικοποίηση» της χώρας.
Η μελέτη και η γνώση για το πώς μπορούν να πάρει σάρκα και οστά μια τέτοια στρατηγική ήδη υπάρχουν. Αν το Εργατικό Κόμμα ακολουθούσε με αυτοπεποίθηση αυτό το δρόμο, θα εξασφάλιζε την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας στη Βρετανία, βγάζοντας έτσι την χώρα από το ιστορικό αδιέξοδό της.
Η Βρετανία θα μπορούσε τότε να λειτουργήσει ως φάρος ελπίδας σε μια αποτυχημένη Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι ήδη στα πρόθυρα του χάους. Αυτός είναι ο δρόμος της ελπίδας.
Πρώτη δημοσίευση: Jacobin Magazine, 7/7/2016
Μετάφραση για την ελληνική γλώσσα: EReNSEP, 12/7/2016