Η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) είναι η συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ την οποία παράγει και αναπαράγει η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή του) και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η δήθεν δημοκρατία που στηρίζεται στις αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης
ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012
Κονσερβοκούτι: Φιλοσοφία και Μαθηματικά: Πού συναντώνται - πού δ...
Κονσερβοκούτι: Φιλοσοφία και Μαθηματικά: Πού συναντώνται - πού δ...: Θα έλεγα ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ μαθηματικών και φιλοσοφίας, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: Τα μαθηματικά στη ...
περγάδι (το): ΤΙ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ…
περγάδι (το): ΤΙ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ…: της Νάντιας Βαλαβάνη Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 23.09.2012 Συμφωνώντας απόλυτα με τον τρόπο που έθεσε το ζήτημα [...
Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012
Η φασιστικοποίηση στην Ελλάδα του μεσοπολέμου
http://youpayyourcrisis.blogspot.gr
Κυριακή, 16 Σεπτεμβρίου
2012
- Πώς φθάσαμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου
Σημείωση «Αριστεράς και Πολιτικής» : Η γνώση της ιστορίας είναι δύναμη και
καλός σύμβουλος στο σχεδιασμό των πολιτικών της εργατικής τάξης. Η ιστορία δεν
επαναλαμβάνεται και ό,τι φαίνεται σαν επανάληψη είναι απλώς μια νέα ιστορία που
την προσομοιάζουμε με το παρελθόν για τις ανάλογες συγκρίσεις και άντληση
καλύτερων διδαγμάτων. Τα διδάγματα της μιας είναι εργαλεία ανάλυσης για την
άλλη.
Δημοσιεύτηκε στη Μαρξιστική
Σκέψη, τ. 6, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2012
Του
Δημήτρη Αστερίου*
Μέρος πρώτο
Ο
πρώτος παγκόσμιος πόλεμος απελευθέρωσε τους ασκούς του Αιόλου. Οι λαοί έδρεψαν
θύελλες, δαίμονες και ελπίδες στα πολυτάραχα, μυθικά αλλά και σκοτεινά χρόνια
του μεσοπολέμου. Η εργατική τάξη γνώρισε ιστορικές νίκες και ζοφερές ήττες. Το
σπιράλ της ιστορίας ξετυλίχθηκε στην Ευρώπη με ταχύτατους ρυθμούς. Μέσα σε μια
εικοσαετία η Ευρώπη γνώρισε νικηφόρα επανάσταση και επαναστάσεις,
αντεπαναστάσεις, τη μεγάλη κρίση, τον φασισμό, τον ταξικό πόλεμο, ενώ ο Β΄
παγκόσμιος πόλεμος έκλεισε την αυλαία αυτής της περιόδου.
Ο φασισμός ως
πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο αντιστοιχεί στην εποχή του ιμπεριαλισμού, στη φάση
της βαθιάς συνολικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η οικονομική,
κοινωνική και πολιτική κρίση αποδέσμευσε κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες είτε θα
κερδίζονταν από την εργατική τάξη στον δρόμο της επανάστασης είτε θα
χειραγωγούνταν από τη χρηματιστική καπιταλιστική ολιγαρχία ως πρώτη ύλη για την
αντεπαναστατική συντριβή του προλεταριάτου και των οργανώσεών του. Ο φασισμός
είναι η πιο ακραία μορφή αντεπανάστασης.
Η
«Απόφαση πάνω στην τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς» του 4ου παγκόσμιου
συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (5 Νοεμβρίου έως 5 Δεκεμβρίου 1922)
διατύπωνε με εύστοχο τρόπο:
«Η
επιθετική πολιτική της μπουρζουαζίας εναντίον του προλεταριάτου, όπως αυτή
εκδηλώνεται με τον πιο ολοφάνερο τρόπο στο διεθνή φασισμό, βρίσκεται σε
στενότατη σχέση με την επίθεση του κεφαλαίου στο οικονομικό πεδίο. Επειδή η
φτώχεια και η δυστυχία επιταχύνουν την εξέλιξη του πνεύματος των μαζών σε
κατεύθυνση επαναστατική, κι αυτό το προτσές αγκαλιάζει και τις μεσαίες τάξεις,
στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι δημόσιοι υπάλληλοι, με αποτέλεσμα να
κλονίζεται η ασφάλεια της μπουρζουαζίας, που παύει να έχει στο πρόσωπο της
γραφειοκρατίας ένα υποτακτικό όργανο, οι μέθοδοι της νόμιμης επιβολής δεν είναι
πια αρκετές για την μπουρζουαζία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η τάξη αυτή έχει
καταπιαστεί παντού να δημιουργεί λευκοφρουρούς με ειδικό προορισμό να
καταπολεμούν όλες τις επαναστατικές προσπάθειες του προλεταριάτου και οι οποίοι
στην πραγματικότητα ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούνται στο τσάκισμα των
προσπαθειών του προλεταριάτου να καλυτερέψει τη θέση του.»1
Το
1923 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς επισημαίνει: «Ο φασισμός δεν
στρέφεται ενάντια στο ένα ή το άλλο πολιτικό ρεύμα της εργατικής τάξης, αλλά
ενάντια σε ολόκληρη την τάξη, γιατί η αστική τάξη βλέπει σ’ αυτόν τη δυνατότητα
να πετύχει τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού μόνο με την εντατική εκμετάλλευση
και την ολοκληρωτική πολιτική υποδούλωση όλων των εργατών.»2
Στην
εμφάνιση και την πορεία διαμόρφωσης του φασισμού παίζουν ρόλο μια σειρά
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: η κρισιμότητα της κατάστασης για την αστική τάξη, το
επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, καθώς και εκείνοι οι παράγοντες που έχουν
σχέση με κοινωνικές, εθνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες. Όμως η ουσία
παραμένει η ίδια, η βίαιη και αιματηρή συντριβή του εργατικού κινήματος, η
οποία ενίοτε παίρνει τη μορφή της προληπτικής αντεπανάστασης και ενίοτε έρχεται
ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας της εργατικής τάξης σε έναν εμφύλιο πόλεμο
(Ισπανία).
Η
παρατεταμένη πολιτική κρίση στα πλαίσια της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης
ωθεί αποφασιστικούς τομείς του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου να
αναζητήσουν λύσεις εκτός του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Το φλερτ της
αστικής τάξης με τη δικτατορία γίνεται ο αρραβώνας με τον φασισμό που
στεφανώνεται με την ολοκληρωτική φασιστική δικτατορία. Η πρώτη ύλη για τη
σύσταση των αντεπαναστατικών αντιπρολεταριακών συμμοριών του φασισμού είναι
εκείνα τα μικροαστικά στρώματα που χάνουν την παλιά κοινωνική τους θέση,
τρέμουν να αντικρίσουν την πραγματικότητα του ξεπεσμού τους και μεταθέτουν την
κοινωνική τους αποκατάσταση στη συντριβή της εργατικής τάξης νομίζοντας έτσι
ότι θα αποφύγουν τη μοίρα τους. Η αντιπλουτοκρατική δημαγωγία που συγχρόνως
συνοδεύει το αντιπρολεταριακό μίσος βρίσκει ευκολότερα έδαφος στα μεσαία
στρώματα και στους τυχοδιώκτες όλων των ειδών.
Ενώ
η Ιταλία και η Γερμανία έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη γενεαλογία του φασισμού, ο
τελευταίος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις χώρες. Παρουσιάζεται με ποικιλία
μορφών τόσο ως απειλή όσο και ως καθεστώς σε πολλές χώρες της Ευρώπης του
μεσοπολέμου και όχι μόνο σε αυτές.
Το φασιστικό φαινόμενο σε
δύο βαλκανοδουνάβειες χώρες
Προτού εξετάσουμε τις ιδιαιτερότητες
του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, θα αναφερθούμε στον
φασισμό σε δύο χώρες της βαλκανοδουνάβειας περιοχής την ίδια περίοδο
πιστεύοντας ότι αυτή η αναφορά θα βοηθήσει να δούμε καλύτερα τις ομοιότητες και
τις διαφορές με την Ελλάδα.
Ουγγαρία
Στην
Ουγγαρία μετά την αντεπανάσταση του 1919 στην πολιτική σκηνή επιβάλλεται ο
ναύαρχος Χόρτυ, ο οποίος καθιερώνει ένα δεξιό αυταρχικό καθεστώς, το οποίο
ευνοούσε την ανάπτυξη των φασιστικών και φασιζουσών οργανώσεων και κινήσεων. Μήτρα
του ουγγρικού φασισμού ήταν η λευκή αιματηρή αντεπανάσταση η οποία ανέτρεψε την
πρόσκαιρη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων του 1919.
Οι
φασιστικές οργανώσεις στην Ουγγαρία καταλαμβάνουν ευρύ φάσμα.
Η
πρώτη χρονικά φασιστική οργάνωση, η οποία επηρεάστηκε από τον ιταλικό φασισμό,
είναι εκείνη του αξιωματικού Γκιούλα Γκέμπες, η οποία έγινε γνωστή ως οι
φασίστες του Ζέγκεντ, από την πόλη στην οποία οργανώθηκε η αντεπανάσταση του
1919. Όταν ο Γκιούλα Γκέμπες υπουργοποιείται το 1929 διαλύει το Κόμμα της
Φυλετικής Άμυνας, την κυριότερη πολιτική οργάνωση των φασιστών του Ζέγκεντ.
Το
1932 μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης ο Χόρτυ ανέθεσε την πρωθυπουργία
στον Γκιούλα Γκέμπες. Ο Γκέμπες ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο του κυβερνητικού
κόμματος, του οποίου άλλαξε τον τίτλο σε Κόμμα της Εθνικής Ενότητας και
διεύρυνε την οργάνωσή του σε όλη τη χώρα και σε βασικούς κοινωνικούς τομείς.
Δημιούργησε επίσης μια φασίζουσα οργάνωση νεολαίας, τους Προωθημένους Φρουρούς,
είδος πολιτοφυλακής με 60.000 μέλη.
Μετά
την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία η επιρροή των ναζιστών στον
ουγγρικό φασισμό αυξήθηκε κατακόρυφα.
Τη
δεκαετία του 1930 δημιουργούνται ποικίλες εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις:
Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Εργασίας, γνωστό επίσης ως Σκυθικός Σταυρός, Ουγγρικό
Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών Γης και των Εργατών, Ουγγρικό
Εθνικοσοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα, Ουγγρικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, κ.α.
Η
σημαντικότερη ουγγρική ναζιστική οργάνωση ήταν τα Σταυρωτά Βέλη του Φέρενκ
Σάλασι, τα οποία ιδρύονται το 1935. Ο Σάλασι ευαγγελιζόταν τη δημιουργία της
Μεγάλης Καρπαθοδουνάβειας Πατρώας Γης, η οποία θα διοικούνταν από τους
Ούγγρους. Σύμφωνα με το μεγαλοϊδεατικό σχέδιο του Σάλασι, η Μεγάλη
Καρπαθοδουνάβεια Πατρώα Γη υπό ουγγρική ηγεσία θα γινόταν μαζί με τη ναζιστική
Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία μία από τις τρεις ηγέτιδες δυνάμεις στη «νέα
Ευρώπη».
Στο
βιβλίο του Ut es sel (Το μονοπάτι και ο σκοπός) ο Σάλασι υποστήριζε ότι ο
«ουγγρισμός» συνδύαζε «τα καλύτερα στοιχεία του χριστιανισμού και του σοσιαλισμού
σε έναν πεφωτισμένο εθνικοσοσιαλισμό». Σε μια τέτοια κοινωνία, έλεγε ο Σάλασι,
οι εβραίοι δεν είχαν θέση.3
Υπό
τον μανδύα ενός ψευτοκοινοβουλευτισμού διεξάγονται έντονες και σε πολλές
περιπτώσεις βίαιες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις των διαφόρων ακροδεξιών,
εθνικιστικών και φασιστικών φατριών και οργανώσεων. Τα Σταυρωτά Βέλη, που
γνώρισαν αριθμητική ανάπτυξη, έπρεπε να περιμένουν την έξωθεν επέμβαση της
Γερμανίας για να καταλάβουν την εξουσία.
Η
ουγγρική αστική τάξη και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ζούσαν με τον φόβο και τον
τρόμο της επανάστασης των εργατικών συμβουλίων του 1919. Γι’ αυτό όχι μόνο
στήριξαν τη φασιστικοποίηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά σε αυτή. Την περίοδο
1934-36 έχουμε κύμα απεργιών οι οποίες αγκαλιάζουν πολλούς κλάδους: τη βυρσοδεψία,
την υφαντουργία, το μέταλλο, τις οικοδομές, κλπ. Αυτό το πλατύ απεργιακό κύμα
ματαίωσε τους αντεργατικούς νόμους τους οποίους ετοίμαζε η κυβέρνηση
Χόρτυ-Γκέμπες. Η αντίσταση των μαζών και η κυβερνητική αστάθεια χαρακτήριζαν
την κυβέρνηση του Ντάρανυϊ, ο οποίος διαδέχθηκε το 1936 τον Γκέμπες μετά τον
θάνατό του. Τον Μάιο του 1938 ο Ντάρανυϊ παραιτείται και αντικαθίσταται από την
κυβέρνηση Μπέλα Ίμρεντυ, η οποία υπογράφει αντισημιτικό νομο και προσχωρεί το
1939 στο Σύμφωνο της Αντικόμιντερν.
Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τα
γερμανικά στρατεύματα τον Μάρτιο του 1944 και τη μετατροπή της χώρας από
σύμμαχο του Άξονα σε γερμανικό προτεκτοράτο, οι Γερμανοί ναζιστές ανεβάζουν
στην εξουσία της Ουγγαρίας τα Σταυρωτά Βέλη του Σάλασι, που εξαπολύουν άγρια
τρομοκρατία. Μπροστά στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού ο Σάλασι διέφυγε στη
Γερμανία. Μετά την απελευθέρωση της Ουγγαρίας δικάστηκε και εκτελέστηκε για
εγκλήματα πολέμου το 1946.
Ρουμανία
Στη
Ρουμανία υπήρξε μια πραγματικά μαζική φασιστική οργάνωση, η Λεγεώνα του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ, γνωστή και ως Σιδηρά Φρουρά. Ο αντισημιτισμός, που είχε
ευρύτερη διάδοση, αποτελούσε ιδεολογικό απόθεμα της Σιδηράς Φρουράς μαζί με τον
εθνικοχριστιανικό μυστικισμό. Η Λεγεώνα επιδίωκε την αντικατάσταση του
κοινοβουλίου από μια ιδιόμορφη κορπορατίστικη συνέλευση βασισμένη στην
«οικογενειακή ψήφο». Ήταν υπέρ ενός εθνικού συλλογικού κοινοτισμού σε
αντιπαράθεση με τον υλισμό του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Για τη Λεγεώνα
οι υλικές ανάγκες ήταν δευτερεύουσες: «Φωνάξτε δυνατά παντού ότι το κακό, η
μιζέρια και η καταστροφή έχουν τις ρίζες τους στην ψυχή!»
Η
κοινωνική βάση της Λεγεώνας ήταν μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Ξεκίνησε
κυρίως ως φοιτητικό κίνημα, όμως η ευρύτερη βάση και η εκλογική επιρροή της
ήταν οι μεσαίοι αγρότες.
Σε
μια ασταθή και σε μόνιμη κρίση πολιτική ζωή, που στα τέλη του 1937 είχε
οδηγηθεί στο σημείο αδυναμίας να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση, στις 10
Φεβρουαρίου 1938 ο βασιλιάς Κάρολος προχωρά σε πραξικόπημα και σχηματίζει
κυβέρνηση υπό την αιγίδα του ορθόδοξου Πατριάρχη Μίρον Κριστέα, η οποία κυβερνά
με διατάγματα και έκτακτα μέτρα.
Όλη
την προηγούμενη περίοδο η αστική τάξη βλέπει με συμπάθεια και δέος τις
φασιστικές και φασίζουσες οργανώσεις. Η σχέση αγάπης και φόβου οδηγεί το 1931
την κυβέρνηση να διαλύσει επισήμως τη Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και την
πολιτοφυλακή της, τη Σιδηρά Φρουρά, συλλαμβάνοντας προσωρινά τον Κοντρεάνου και
άλλους ηγέτες της. Αυτό δεν εμποδίζει τη δράση της οργάνωσης με άλλους τίτλους.
Το 1933 επιτρέπεται πάλι η νόμιμη λειτουργία της Λεγεώνας. Στις εκλογές της 9ης
Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς η Λεγεώνα κερδίζει 200.000 ψήφους και γίνεται το
τρίτο κόμμα στη χώρα.
Ο
κορπορατισμός, βασικό στοιχείο του φασισμού, εμπνέει τους αστούς πολιτικούς και
θεωρητικούς. Ο Μανοϊλέσκου, στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος του Αβερέσκου, που στη
συνέχεια το εγκαταλείπει, ιδρύει το 1928 την Εθνική Κορπορατίστικη Ένωση. Η
φιλελεύθερη κυβέρνηση τον ανταμείβει διορίζοντάς τον επικεφαλής της Εθνικής
Τράπεζας. Τελικά ο Μανοϊλέσκου προχωρά πέρα από τον οικονομικό φιλελευθερισμό
και εισηγείται τη δημιουργία μονοκομματικού κορπορατιστικού συστήματος για τον
εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ας σημειώσουμε ότι
η κρατική Εθνική Τράπεζα, καθώς και άλλες κρατικές πηγές μετακυλούν συνεχώς
μεγάλους χρηματικούς πόρους στους ιδιώτες καπιταλιστές.
Την
ίδια εποχή δρουν στη Ρουμανία και άλλες φασιστικές και φασίζουσες οργανώσεις με
έντονα αντισημιτικά χαρακτηριστικά. Η Ένωση της Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας (LANC), που ιδρύεται το 1922, συνενώνεται με άλλες τρεις
εθνικιστικές οργανώσεις. Άλλωστε από αυτή την οργάνωση προήλθε ο Κορνέλιου
Ζέλεα Κοντρεάνου, ιδρυτής και ηγέτης της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η LANC, το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα, το Εθνικοσοσιαλιστικό
Κόμμα Ρουμανίας του συνταγματάρχη Στεφάν Ταταρέσκου με έντονο φιλογερμανικό
προσανατολισμό, είναι ορισμένες από τις φασιστικές οργανώσεις που δρουν αυτή
την περίοδο στη Ρουμανία.
Παρ’
όλα αυτά η Λεγεώνα παραμένει η μόνη μαζική φασιστική οργάνωση στη χώρα και
καταγράφεται ως ένα από τα ισχυρότερα φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Το 1937
έχει ήδη 200.000 μέλη. Αυτή τη χρονιά αυξάνεται η επιρροή της Γερμανίας στη
Ρουμανία. Η σύγκρουση του Κοντρεάνου με τους στόχους της αντίστοιχης και
ομογάλακτης φασιστικής οργάνωσης της Ουγγαρίας Σταυρωτά Βέλη, την οποία ευνοούν
οι ναζιστές, αφορά τους στόχους για την καρπαθοδουνάβεια ομοσπονδία. Η Λεγεώνα
του Κοντρεάνου γίνεται με ακραίο τρόπο φιλογερμανική και καλεί σε άμεση
συμμετοχή της Ρουμανίας στον γερμανοϊταλικό Άξονα. Η δικτατορία του βασιλιά
Καρόλου στρέφεται εναντίον της. Η αιματηρή σύγκρουση βασιλικής δικτατορίας και
Σιδηράς Φρουράς εδραιώνει τη θέση της βασιλικής βοναπαρτίστικης δικτατορίας, η
οποία παίρνει όλο και περισσότερο φασιστικά χαρακτηριστικά. Τον Δεκέμβριο του
1938 ύστερα από τη θέσπιση νέου συντάγματος ο βασιλιάς ιδρύει το κρατικό Κόμμα
της Εθνικής Αναγέννησης, που το 1940 μετονομάζεται σε Κόμμα του Έθνους. Τον
Σεπτέμβριο του 1940 ο Κάρολος εξαναγκάζεται σε παραίτηση, αφού προηγουμένως
αναγνωρίσει τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Αντονέσκου, η οποία
προσδένει τη Ρουμανία στον Άξονα.
Το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ρουμανίας είναι ότι ένα καθεστώς φιλοναζιστικό
συγκρούεται αιματηρά με μια φιλοναζιστική φασιστική οργάνωση, τη Λεγεώνα-Σιδηρά
Φρουρά. Ακόμη και το 1941 στις 22-24 Ιανουαρίου οι Λεγεωνάριοι με τη βοήθεια
της Γκεστάπο επιχειρούν πραξικόπημα, το οποίο καταστέλλει βίαια ο Αντονέσκου
εξουδετερώνοντας τη Σιδηρά Φρουρά.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι στις χώρες της
ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια τα φασιστικά κινήματα και η φασιστικοποίηση
του κράτους είναι παράλληλες, συγκρουόμενες και αλληλοσυμπλεκόμενες
διαδικασίες. Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον μεσοπολεμικό φασισμό σε αυτή
την περιοχή με μηχανιστικό τρόπο. Είναι ένα φαινόμενο που υπόκειται σε αρκετά
σύνθετες διαδικασίες, οι οποίες έχουν να κάνουν με την καθυστέρηση χωρών
κατεξοχήν αγροτικών με έντονες ιδιαιτερότητες και πολυποίκιλες επιρροές από την
πλευρά των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Μέρος δεύτερο
Το φασιστικό φαινόμενο στην Ελλάδα
- Η εγγενής αστάθεια της Β΄ Δημοκρατίας στην Ελλάδα
Από τη γένεσή της έως την
κατάληξή της η αβασίλευτη δημοκρατία στην Ελλάδα σφραγίστηκε από τις
παρεμβάσεις των διαφόρων στρατιωτικών φατριών. Όλο το διάστημα της ύπαρξής της
γνώρισε πραξικοπήματα, στρατιωτικές παρεμβάσεις και δικτατορία. Ο ρόλος των
στρατιωτικών ήταν να παρεμποδίζουν τον λαϊκό παράγοντα και να παραμερίζουν τη
δράση των μαζών στα κρίσιμα πολιτικά δρώμενα και στα πολιτειακά γεγονότα.
Η
μικρασιατική εκστρατεία, στην οποία σύρθηκε ο ελληνικός λαός από τον κύριο
εκφραστή του ελληνικού αστισμού, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συνέδεσε τις
βλέψεις της ελληνικής αστικής τάξης με τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής
Αντάντ, είχε δραματική κατάληξη. Στη Μυτιλήνη το διήμερο 11-12 Σεπτεμβρίου 1922
συνέρχεται η αυτοανακηρυχθείσα Επαναστατική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι
συνταγματάρχες Νίκος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, ο αντιπλοίαρχος Δ. Φωκάς
και ο διοικητής του στόλου, πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Γραμματέας
αυτής της σύσκεψης ήταν ο ταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής. Με αυτή την πράξη
δρομολογήθηκε η Ελληνική Δημοκρατία η οποία ανακηρύχθηκε στις 23 Μαρτίου του
1924 από την Εθνοσυνέλευση η οποία προήλθε από τις εκλογές της 16ης
Δεκεμβρίου 1923.
Στην
κατάσταση που διαμορφώνεται με τη λήξη της μικρασιατικής τραγωδίας η χώρα
γνωρίζει βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στην
οποία οξύνονται όλες οι αντιθέσεις. Στο πλαίσιο αλλά και στο περιθώριο των δύο
παρατάξεων, της φιλομοναρχικής και της φιλοβενιζελικής, σχηματίζονται παρακομματικές
συμμορίες, ομάδες κρούσης με λαϊκίστικα χαρακτηριστικά.
Μετά το 1920 η παράταξη του Γούναρη
ανακαλύπτει τη «χρεωκοπία» του κοινοβουλευτισμού και τον αντιπαραθέτει σε έναν
πρωτογενή κορπορατισμό, δηλαδή σε ένα σύστημα συντεχνιακής εκπροσώπησης. Μερίδα
του Λαϊκού Κόμματος ζητά την ανανέωση του πολιτικού κόσμου και την
αντικατάσταση της Βουλής από ένα «παρακοινοβούλιο». Κέντρο αυτών των απόψεων
είναι το έντυπο Πρωτεύουσα, όργανο
του Λαϊκού Κόμματος του Γούναρη, με διευθυντή τον Αρίστο Καμπάνη, ο οποίος
προέρχεται από τους Κοινωνιολόγους και θα γίνει ένας από τους ιδεολόγους του
μεταξικού καθεστώτος. Τα κηρύγματά του συνοδεύονται από απαιτήσεις περιστολής
των πολιτικών ελευθεριών, λογοκρισίας, επιβολής στρατιωτικού νόμου και
επέκτασης των αρμοδιοτήτων της μυστικής αστυνομίας.
Το
1922 η Πρωτεύουσα ζητά τη
στρατιωτικοποίηση των πολιτικών συλλόγων του Λαϊκού Κόμματος διακηρύσσοντας:
«Δια να σταματήση η αντιδραστική προπαγάνδα πρέπει να ιδρυθούν Τάγματα Ελλήνων
Φασιστών.»4
Τα
πρώιμα φασιστικά φαινόμενα γεννιούνται και παραμένουν στα πλαίσια των ίδιων των
αστικών κομμάτων και διατηρούν τους δεσμούς τους με αυτά σε όλες τις φάσεις του
πολιτικού βίου του μεσοπολέμου.
Το
1925 ο Πάγκαλος, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην «επανάσταση» του 1922, κάνει τη
δική του «επανάσταση». Με στρατιωτικό κίνημα ανατρέπει την ανίσχυρη κυβέρνηση
Μιχαλακόπουλου, διαλύει την Εθνοσυνέλευση με διάταγμα στις 30/9/1925 και στις 4
Ιανουαρίου 1926 ανακηρύσσει τη δική του εφήμερη δικτατορία. Στις 26 Αυγούστου
1926 ο Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο και αποκαθιστά τον προηγούμενο πρόεδρο
της Δημοκρατίας, Κουντουριώτη.
Μετά
τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 ορκίζεται οικουμενική κυβέρνηση
στις 4 Δεκεμβρίου με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία συμμετείχαν ο
Π. Τσαλδάρης, ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο Α. Μιχαλακόπουλος, ο Ιωάννης Μεταξάς και
ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Αυτή η κυβέρνηση, παρότι στηρίζεται σε όλο το φάσμα
των δύο αστικών πολιτικών παρατάξεων και η ίδια αισθάνεται ισχυρή, στην
πραγματικότητα αποδεικνύεται αδύναμη. Μετά τη δολοφονική επίθεση, με νεκρούς
και τραυματίες, του στρατού εναντίον των αυτοκινητιστών και άλλων επαγγελματιών
που διαδήλωναν διαμαρτυρόμενοι για τη δυσβάσταχτη φορολογία, η νέα κυβέρνηση
αποσταθεροποιείται. Απέναντι στα μικροαστικά στρώματα όταν μπαίνουν στον δρόμο
του διεκδικητικού αγώνα η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους τις οποίες
χρησιμοποιούσε εναντίον των εργατών και των αγροτών. Η κυβερνητική αστάθεια που
ακολουθεί κάνει την αστική τάξη να αναζητά την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου
για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού κινήματος.
Άνοδος του εργατικού
κινήματος
Τον
Ιούνιο του 1928 ξεσπά μεγάλο απεργιακό κύμα με διαδηλώσεις, συγκρούσεις,
τραυματισμούς και θανάτους εργατών. Ύστερα από πενταετή υποχώρηση των εργατικών
κινητοποιήσεων έχουμε μια καινούργια άνοδο της ταξικής πάλης. Στις αρχές
Ιανουαρίου 1929 απεργούν οι μεταλλωρύχοι στη Στρατονίκη της Χαλκιδικής και για
πολλές ημέρες οι εργάτες συγκρούονται με τους χωροφύλακες. Οι συγκρούσεις
κορυφώνονται στις 22 Ιανουαρίου. Τον ίδιο μήνα οι εργάτες των τσιμέντων του
Βόλου απεργούν διεκδικώντας το οκτάωρο. Την 1η Φεβρουαρίου αρχίζει η
απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Η απεργία έχει μεγάλη διάρκεια και
μαζικότητα και αντιμετωπίζεται με βία από τις κρατικές αρχές και την εργοδοσία.
Τον επόμενο μήνα οι εργάτες λιπασμάτων, τσιμέντων και εργοστασίων οινοποιΐας
της Ελευσίνας ξεσηκώνονται, ζητούν εφαρμογή του οκταώρου, αύξηση μισθών κατά
40%, τακτική πληρωμή του βδομαδιάτικου, αναγνώριση των σωματείων και
επαναπρόσληψη των απολυμένων. Στα αιτήματα των εργοστασιακών εργατών προσχωρούν
και οι φορτοεκφορωτές του λιμανιού. Ο κατάλογος των απεργιών είναι μεγάλος και
δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια σημαντική φάση ανόδου του εργατικού κινήματος.
Το Φιλελεύθερο Κόμμα δυσκολευόταν όλο
και περισσότερο να λύσει το διπλό πρόβλημα: πώς να επικρατήσει στον πολιτικό
αγώνα και πώς ταυτοχρόνως να ελέγξει την κοινωνική αναταραχή την οποία
προκαλούσε η μεγάλη οικονομική κρίση. Με την επίταση της οικονομικής κρίσης το
1932 ύστερα από πολλές ταλαντεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στις πρόσκαιρες
παραχωρήσεις της κυβέρνησης Παπαναστασίου, η κυρίαρχη πτέρυγα των Φιλελευθέρων,
εγκαταλείποντας την προώθηση «φιλολαϊκών» μεταρρυθμίσεων, αρχίζει να
προσανατολίζεται στην προσπάθεια να στηθεί ένα αυταρχικό κράτος. Την ίδια περίοδο
στον άλλο πόλο του αστισμού, στους Λαϊκούς, ενισχύονται οι φιλοφασιστικές
τάσεις.
Υποστηρικτές
των φασιστικών τάσεων και στις δύο αστικές πολιτικές παρατάξεις, επικαλούμενοι
τον κίνδυνο της κοινωνικής αναταραχής και την άνοδο της ταξικής πάλης, προσπαθούν
«να πείσουν το πλέγμα εξουσίας, τους αστούς πολιτικούς και αξιόλογα τμήματα των
αστών και των μικροαστών πως η λύση βρισκόταν στην αντικατάσταση του
κοινοβουλευτικού συστήματος από ένα καθεστώς στηριγμένο στα φασιστικά πρότυπα».5
Οι φασιστικές οργανώσεις
στην Ελλάδα
Η
ακροδεξιά πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος υποστηρίζει και συνδέεται με ποικίλους
τρόπους με διάφορα φασιστικά στοιχεία, κυρίως όμως με την οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική
Ένωση Ελλήνων), οργάνωση βαθιά αντικομμουνιστική και αντισημιτική, η οποία
σχηματίστηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Στόχος αυτής της οργάνωσης, όπως
ισχυριζόταν η ίδια, ήταν «η άμυνα του έθνους» από την απειλή του κομμουνισμού.
Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο αντικοινοβουλευτισμός και ο αγώνας, όπως
διατεινόταν, ενάντια σε όλα τα αλλότρια ρεύματα που ευθύνονταν για την
οικονομική και ηθική κρίση στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η ΕΕΕ ήταν μια από τις διάφορες οργανώσεις που
συνέθεταν τον φασιστικό αστερισμό στη χώρα μας.
Με
εξαίρεση την ΕΕΕ που είχε μια κάποια μικροαστική και πληβειακή σύνθεση, όλες
σχεδόν οι πρώιμες φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα συγκροτούνται κυρίως από
στρατιωτικούς, πολιτικούς όλου του φάσματος των αστικών κομμάτων,
πανεπιστημιακούς, γιατρούς και άλλα πρόσωπα της «καλής κοινωνίας». Ενδεικτική
είναι μια πρόχειρη απαρίθμηση ορισμένων από τους ιδρυτές των πρώτων φασιστικών
οργανώσεων: στρατηγός Γ. Ψάρρας, Ευάγγελος Συνοίκης, ο οποίος στη συνέχεια
διετέλεσε αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο στρατηγός Ν. Τσιπούρας
του Κόμματος Εθνικής Αναδημιουργίας, ο στρατηγός Σαρηγιάννης, ο πρώην υπουργός
Α. Αθηνογένης, ο γιατρός Αριστείδης Ανδρόνικος, ο δήμαρχος Καλλιθέας Ιωάννης
Αραπάκης, ο στρατηγός Ν. Καλομενόπουλος, ο ναύαρχος Δημ. Θεοφανόπουλος, ο
αρχιμανδρίτης Καλιατζής, καθώς και ο γνωστός δήμαρχος Πειραιά στα χρόνια της
χούντας Α. Σκυλίτσης της Πανελληνίου Ενώσεως Κοινωνικής Αμύνης (ΠΕΚΑ).
Το
1931 έκανε την εμφάνισή της η οργάνωση Σιδηρά Ειρήνη. Οργανωτής της ήταν ο
απόστρατος συνταγματάρχης Ν. Νικλάμπας, ο οποίος είχε πολιτευτεί με τον
συνδυασμό του Ιωάννη Μεταξά. Συναρχηγός του ήταν ο απόστρατος ταγματάρχης Παυσανίας
Κατσώτας, ο οποίος μεταπολεμικά διετέλεσε δήμαρχος Αθηναίων, υπουργός Δημοσίας
Τάξεως (1945, 1950) και υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας το 1964 στην κυβέρνηση της
Ένωσης Κέντρου. Τα μέλη αυτής της οργάνωσης φορούσαν μπλε πουκάμισα μιμούμενοι
τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι και είχαν υιοθετήσει τον φασιστικό χαιρετισμό.
Στις αρχές του 1932 ο Κατσώτας αποχωρεί από τη Σιδηρά Ειρήνη και προσχωρεί στην
οργάνωση του ναυάρχου Α. Χατζηκυριάκου. Όμως λίγο αργότερα ο ναύαρχος
εγκαταλείπει την οργάνωση για να ενωθεί με τον στρατηγό Θ. Πάγκαλο στις
εκλογές.6 Παρόμοια ρευστότητα χαρακτηρίζει και τις άλλες φασιστικές
και φασίζουσες οργανώσεις.
Σε διαφορά όχι μόνο με την
Ιταλία και τη Γερμανία αλλά και με μια σειρά χώρες της ανατολικής Ευρώπης και
των Βαλκανίων, στην Ελλάδα δεν αναπτύσσεται μαζικό φασιστικό κίνημα. Στη θέση
του δεξιού ριζοσπαστισμού είχαμε έναν δεξιό φιλοδικτατορικό συντηρητισμό, που
διεμβόλιζε όλες τις αστικές πολιτικές παρατάξεις και το ίδιο το αστικό κράτος.
Σε αυτό το έδαφος η αστική τάξη φλερτάρει και συνάπτει σχέσεις με τον φασισμό.
Οι
δυνατότητες των φασιστικών οργανώσεων βασίζονται στις σχέσεις τις οποίες έχουν
τα πρόσωπα που τις επανδρώνουν με το αστικό πολιτικό προσωπικό και τον κρατικό
μηχανισμό. Η παρουσία των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα της ελληνικής
Δημοκρατίας του μεσοπολέμου είναι σε πολλές περιπτώσεις ο συνδετικός κρίκος. Η
αστική τάξη όχι μόνο φλερτάρει με την ιδέα του φασισμού, αλλά όλο και
περισσότερο αποβλέπει σε μια φασίζουσα δικτατορική λύση αναζητώντας το ισχυρό
κράτος της «νέας τάξης πραγμάτων». Ο φόβος της αστικής τάξης για την εργατική
τάξη παρά τις αδυναμίες της τελευταίας οφείλεται στη δική της πολιτική
αστάθεια, η οποία επιτείνεται με την κρίση του 1930.
Αναζήτηση φασιστικής λύσης
από την αστική τάξη και τους αστούς πολιτικούς
Στην
Ελλάδα οι συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης ήταν άθλιες: μισθοί
πείνας, απουσία προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας, ανυπαρξία κοινωνικών
κατακτήσεων. Οι Έλληνες καπιταλιστές διακρίνονται για την άρνησή τους να
δεχθούν και τις παραμικρές παραχωρήσεις στους εργαζομένους διατηρώντας τους
μισθούς στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Μέλημά τους ήταν να συμπιέζουν συνεχώς
το εργατικό κόστος υποβιβάζοντας περαιτέρω την αξία της εργατικής δύναμης.
«Η ταχύρρυθμη μεγέθυνση της βιομηχανικής παραγωγής
εξαρτιόταν από το φθηνό εργατικό κόστος: οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά
13% περίπου μεταξύ 1930 και 1935, καθώς η διαθέσιμη ανειδίκευτη εργασία τους
κρατούσε καθηλωμένους.»7
Μπροστά
στην ανερχόμενη ταξική πάλη ο Βενιζέλος παροτρύνει τους εργοδότες να δεχθούν
την εργατική νομοθεσία ως «ανάχωμα έναντι των επαναστατικών θεωριών του ταξικού
αγώνα». Όμως οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων αρνούνται μια τέτοια ιδέα
χαρακτηρίζοντάς την ακατάλληλη για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων
δημοσιεύει προτάσεις για ένα σχέδιο νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης την ίδια
περίοδο που ψήφιζε στη βουλή το «ιδιώνυμο». Αυτές οι προτάσεις έχουν ατυχή
κατάληξη, αφού αποσύρονται κάτω από τις πιέσεις των επιχειρηματιών. Τον
Δεκέμβριο του 1930 ο ίδιος ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε έντονα στα σχέδια για την
καθιέρωση επιδόματος ανεργίας με το επιχείρημα ότι «θα αδειάσουν την ύπαιθρον,
θα εκκενώσουν τους αγρούς και θα προσκαλέσουν όλους εκείνους οι οποίοι δεν
έχουν διάθεσιν να εργασθούν εις τας πόλεις ώστε να εγγραφούν δια το επίδομα».8
H ψήφιση του ιδιώνυμου από την κυβέρνηση
Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1929 αποτελεί σταθμό στην πορεία φασιστικοποίησης.
Με τον νόμο αυτό δεν κηρύσσεται μόνο ο κομμουνισμός ιδιώνυμο αδίκημα αλλά στην
ουσία κάθε εργατικός αγώνας. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου
1 του ιδιώνυμου προβλέπει ότι «με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις
επωφελούμενος απεργίας ή λοκ άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις». Εφόσον η διάταξη αυτή δεν συνδέει το υποτιθέμενο
«αδίκημα» με την πρόθεση ανατροπής του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος, στην
ουσία θεωρεί «ιδιώνυμο» αδίκημα τους διεκδικητικούς αγώνες των εργαζομένων.
Το
αντεργατικό οπλοστάσιο θα συμπληρωθεί με τον αναγκαστικό νόμο περί υποχρεωτικής
διαιτησίας της 16ης Νοεμβρίου 1935 μετά το στρατιωτικό προνουντσιαμέντο του
Οκτωβρίου 1935 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Γ. Κονδύλη. Το άρθρο 10
αυτού του νόμου επιβάλλει τόσους περιορισμούς για την κήρυξη απεργίας που
ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος.
Η
κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία ανέρχεται το 1933, αποδεικνύεται αναποτελεσματική
να ελέγξει την ταξική πάλη προς όφελος του κεφαλαίου, παρά τη χρήση ωμής βίας
για την αντιμετώπιση των εργατικών κινητοποιήσεων. Αυτό φάνηκε στην
καπνεργατική απεργία τον Ιούλιο του 1933.
Η αδυναμία της κυβέρνησης κάνει όλο και
περισσότερο την αστική τάξη να διερευνά λύσεις πιο αποδοτικές για το κεφάλαιο.
«Ο φασισμός πρόσφερε μια διέξοδο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο Κονδύλης,
ο οποίος έμελλε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία τον Νοέμβριο του 1935,
διατυμπάνιζε παντού τη συνάντηση που είχε με τον Μουσσολίνι το προηγούμενο
καλοκαίρι, χαιρετίζοντάς τον ως “τον μεγαλύτερο άνδρα της συγχρόνου εποχής“, ο
οποίος είχε “επιτύχει λαμπρόν έργον, πειθαρχών έναν ζωηρόν λαόν... και λύων το
πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας”.»9
Η
στροφή των Ελλήνων αστών πολιτικών στην ιδέα μιας φασιστικής λύσης
αποκαλύπτεται και από τη συζήτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον στρατηγό
Πλαστήρα τα χαράματα της 6ης Μαρτίου 1933 μετά τις εκλογές της
προηγούμενης ημέρας. Απαντώντας στην πρόταση του Πλαστήρα για φασιστικό
πραξικόπημα, ο Βενιζέλος, αφού εκδηλώσει την απογοήτευσή του για το
κοινοβουλευτικό καθεστώς, συνεχίζει:
«Η
Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την
Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ, συνέχισεν ο Βενιζέλος, δεν νομίζω, αγαπητέ
φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο
Μουσσολίνι. Όχι μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας
εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσσολίνι. Μετά δύο έως τρεις μήνας θα
καταπέσης οικτρώς, διότι κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχεις να
αντιμετωπίσης, δεν θα κατορθώσης να λύσης. Και χαριτολογών κατέληξεν ο
Βενιζέλος: “Aν πείσης τον Μουσσολίνι να αφήση
την Ιταλίαν και να έρθη εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνη δικτατορία.“»10
Στις
7 Απριλίου 1934 ο στρατηγός Κονδύλης παραχωρούσε συνέντευξη στην εφημερίδα Volkischer Beobachter
(Λαϊκός Παρατηρητής), όργανο του ναζιστικού κόμματος, στην οποία μεταξύ των
άλλων έλεγε: «Ο κοινοβουλευτισμός είναι ανίκανος να κυβερνήσει. Κάθε Γερμανός
ασπάζεται τας υψηλάς κρατικάς ιδέας του Χίτλερ –το κοινό συμφέρον υπεράνω του
ατομικού συμφέροντος- και πας το αισθάνεται ακόμη προσωπικώς. Εις την Γερμανίαν
υπάρχει λαϊκή θέληση. Αλλά ακριβώς όταν εννοώ την ιστορικήν δύναμιν του Χίτλερ
πρέπει να αναγνωρίσω την μεγάλην διαφοράν μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας… Ο Έλλην
ενθουσιάζεται δια την προσωπικήν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Είναι απολύτως
ατομικιστής, ίσως και το κλίμα να συνετελεί εις αυτό. Οπωσδήποτε χρειαζόμεθα
ακόμη πολύν χρόνον δια να προπαρασκευάσωμεν την λαϊκήν οργάνωσιν των μαζών,
όπως συμβαίνει εις τον γερμανικόν και τον ιταλικόν λαόν, και όπως προαχθούν
μόνοι των οι λαοί εις την μεγάλην Εθνικήν Επιτυχίαν… Το σύστημα διευθετήσεως του
Χίτλερ είναι μία θαυμάσια ιδέα η οποία πρέπει να αποβή καρποφόρος.»11
Την 1η Ιουλίου 1934 στην
εφημερίδα Καθημερινή ο Γεώργιος
Παπανδρέου έγραφε: «Πιστεύω ότι η δικτατορία ημπορεί εις ωρισμένας περιστάσεις
να αποτελέσει ιστορικήν ανάγκην δι’ έναν τόπον, όταν την επιβάλλη ο υπέρτατος
νόμος της σωτηρίας της πατρίδος…»
Την
εποχή αυτή όλο και περισσότεροι επιχειρηματίες βλέπουν ότι η λύση βρίσκεται στα
φασιστικά πρότυπα. Ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, ο οποίος είχε διατελέσει πρώτος
πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, αναφερόμενος στην
περίπτωση της καταστολής της απεργίας στο εργοστάσιο της Εταιρείας Οίνων και
Οινοπνευμάτων στην Καλαμάτα από την ίδια την εργοδοσία τον Ιούνιο του 1934,
τόνιζε στο Εμπορικό Επιμελητήριο Αθηνών ότι «εάν εις όλας τας αναλόγους
περιστάσεις ο εργοδοτικός κόσμος ηκολούθει σταθερά τακτικήν δια την
αντιμετώπισιν παρόμοιων αναρχικών εκδηλώσεων, αύται θα εξέλειπον.» Μετά την
τοποθέτηση του Ε. Χαρίλαου, το Επιμελητήριο εξέδιδε ψήφισμα «εκφράζον την
ελπίδα όπως η εργατική πολιτική της Κυβερνήσεως αποβή σταθερωτέρα ίνα αφενός
παταχθώσι τα σποραδικά κρούσματα του κομμουνισμού, διά της υποστηρίξεως των
νομοταγών εργατών, και αφετέρου επιτευχθή εναρμόνισις των σχέσεων μεταξύ
εργατών και εργοδοτών.»12 Το
1935 ο Ε. Χαρίλαος περιόδευε στη δυτική Ευρώπη και στην επιστροφή του εξέφρασε
τον θαυμασμό του για τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία.
Χαρακτηριστική
από αυτή την άποψη είναι επίσης η περίπτωση του Ανδρέα Χατζηκυριάκου, κύριου
μετόχου και διευθυντή της ΑΓΕΤ Ηρακλής, μεταξύ άλλων επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων του. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος ήταν αδελφός του Αλέξανδρου
Χατζηκυριάκου, αξιωματικού του ναυτικού και μέλους της λεγόμενης Επαναστατικής
Επιτροπής του 1922. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος συμμετείχε ως υπουργός Εθνικής
Οικονομίας στην κυβέρνηση Γονατά που προέκυψε από το στρατιωτικό κίνημα του
1922. Ήταν ο κύριος εμπνευστής του βίαιου κτυπήματος των απεργών το 1923. Το
1936 αναλαμβάνει την προεδρία του Συνδέσμου Βιομηχάνων. Την ίδια χρονιά «ίδρυσε
μαζί με άλλα συντηρητικά στοιχεία της χώρας την Εθνική Συντηρητική Οργάνωση,
της οποίας σκοπός είναι η αναβάθμιση του πατριωτικού αισθήματος και η ενίσχυση
του αστικού καθεστώτος».13 Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, ως πρόεδρος του
Συνδέσμου Βιομηχάνων, θα γίνει υπουργός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου
δίνοντάς του την ανοιχτή στήριξη της μεγαλύτερης εργοδοτικής οργάνωσης της
χώρας.
Και δεν είναι μόνο το κεφάλαιο που όλο
και περισσότερο προσανατολίζεται στον φασισμό, αλλά και σημαντικό κομμάτι του
αστικού πολιτικού κόσμου φλερτάρει με αυτή την ιδέα. Ο ίδιος ο Ελευθέριος
Βενιζέλος κατά τις προκαταρκτικές συζητήσεις για την καθιέρωση της υποχρεωτικής
διαιτησίας επαινεί απερίφραστα τον φασισμό, επειδή έλυσε το πρόβλημα των
σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργατών θεσπίζοντας συντεχνιακό κράτος. Οι
κορπορατίστικες αντιλήψεις με τη μια ή την άλλη μορφή διατρέχουν την ελληνική
Δημοκρατία από το 1922. Μετά το 1933 όλο και περισσότερο το κορπορατίστικο
κράτος κυριαρχεί ως αντίληψη στον αστικό κόσμο.
Από
την πλευρά του ο Ιωάννης Μεταξάς τόνιζε ότι κύριος στόχος του παρέμενε η
εκτελεστική εξουσία εις βάρος της νομοθετικής και της λειτουργίας των κομμάτων.
«Παράλληλα ζητούσε μείωση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Η δημιουργία
ενός ισχυρού κράτους με διαφορετική “νοοτροπία“, διαφορετικές μεθόδους και
διοικητική πρακτική, ένα κράτος που θα βοηθούσε τους φτωχούς και θα υπηρετούσε
μόνο το κοινό καλό… Η “νέα τάξη πραγμάτων“ χρειαζόταν νέους ανθρώπους.»14
Το
Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά διακήρυττε ότι δεν είναι κόμμα των
αφεντικών. Τα μέλη του «είναι αξιότιμα μέλη της κοινωνίας και όχι επαγγελματίες
πολιτικοί: επιστήμονες τους οποίους εκτιμούν οι συνάδελφοί τους, παλαιοί
αξιωματικοί… έμποροι, βιομήχανοι, εκπρόσωποι εργαζομένων και κοπιουσών τάξεων.
Όλοι είμαστε άνθρωποι οι οποίοι δεν επιδιώκουμε να ικανοποιήσουμε κανενός
είδους προσωπικές φιλοδοξίες.»15
Μέρος τρίτο
Προς τη δικτατορία του Μεταξά
Η
επάνοδος της μοναρχίας ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη δικτατορία της 4ης
Αυγούστου.
Η
πρώτη πράξη που οδήγησε στη δικτατορία ήταν η υποστήριξη του Σοφούλη, αρχηγού
των Φιλελευθέρων, στην εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση Δεμερτζή. Μετά τον θάνατο
του Δεμερτζή στις 13 Απριλίου 1936 τα ανάκτορα διορίζουν πρωθυπουργό τον Ιωάννη
Μεταξά.
«Παρά την έντονη κριτική για το
διορισμό του Μεταξά ως πρωθυπουργού (κριτική δηλαδή που απευθυνόταν στον
βασιλιά), τα δύο μεγάλα κόμματα ψήφισαν υπέρ του. Οι Φιλελεύθεροι, οι
Προοδευτικό και το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης, το Λαϊκό
και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα χαρακτήρισαν την ψήφο εκδήλωση προθυμίας να ανεχτούν
πρόσκαιρα την κυβέρνηση Μεταξά. Οι βουλευτές επικύρωσαν νομίμως τον Μεταξά ως
πρωθυπουργό με 241 ψήφους έναντι 16 και 4 αποχές. (…) Ο Βάσος Στεφανόπουλος
περιέγραψε ως εξής την παραίτηση των κομμάτων και της βουλής: “Και εκαλέσαμεν
τον αξιότιμον Αρχηγόν των Ελευθεροφρόνων… Αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν
ταύτην και καταθέσαμε εις τους πόδας αυτού, άλλοι την εμπιστοσύνην μας μετά
διαμαρτυριών… και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και 240 Ναι τα
οποία εξεφωνήθησαν εις την αίθουσαν κατά την ψήφον εμπιστοσύνης ήταν 240
υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως
Κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του
προορισμού μας ως Εθνική Κυριαρχία.”»16
Η μόνη κοινοβουλευτική ομάδα
που καταψηφίζει είναι εκείνη του Παλλαϊκού Μετώπου, που είχε συγκροτηθεί με
κορμό το ΚΚΕ.
Η
εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936, η οποία πήρε παλλαϊκό
χαρακτήρα, αποτελεί την έκφραση της γενικότερης εργατικής έκρηξης που ωριμάζει.
Η
αστική τάξη βλέπει στο πρόσωπο του Ιωάννη Μεταξά τη λύση μιας φασιζουσας
δικτατορίας. Ο παραπαίων κοινοβουλευτισμός αυτοχειριάζεται για χάρη ενός
καθεστώτος που, όπως πιστεύει, θα βάλει τέλος στην επάρατη ταξική πάλη και θα
υποχρεώσει τους εργαζομένους να υποταχθούν στη μοίρα τους.
Μπροστά
στο γενικευμένο εργατικό ξεσηκωμό και με πρόσχημα τον κίνδυνο της γενικής
απεργίας, με βασιλικό διάταγμα διαλύεται ο κοινοβουλευτισμός και επιβάλλεται το
καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά.
Η ιδεολογία του καθεστώτος
της 4ης Αυγούστου
Το
βασιλομεταξικό καθεστώς, το οποίο ενσωμάτωνε στην ιδεολογία και την πρακτική
του φασιστικά στοιχεία, ήταν η κατάληξη μιας διαδικασίας παρατεταμένης
πολιτικής κρίσης η οποία ενδυνάμωσε το δέλεαρ της φασιστικής λύσης για την
αστική τάξη και τον αστικό πολιτικό κόσμο, που όλο και περισσότερο θεωρούσαν τα
καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ πρότυπα για τη λύση και του δικού τους
προβλήματος.
Το
καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συνδέθηκε με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα και δεν
προέκυψε από την άνοδο ενός τέτοιου κινήματος. Δεν διέθετε μαζική λαϊκή
στήριξη. Οι δομές και το φασιστικό πλαίσιο της μεταξικής δικτατορίας προήλθαν
από τα πάνω αξιοποιώντας και το οπλοστάσιο των αντεργατικών και
αντικομμουνιστικών θεσμών και νόμων του προηγούμενου κοινοβουλευτικού
καθεστώτος. Η μοναρχία ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της μεταξικής
δικτατορίας.
Όμως
το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μια τομή και μια ρήξη με το προηγούμενο
πολιτικό καθεστώς, ήταν ο ολοκληρωτισμός που είχε ως πρότυπο τα φασιστικά
καθεστώτα στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ο δικτάτορας δίνει το ιδεολογικό στίγμα
του καθεστώτος. Στο προσωπικό ημερολόγιό του έγραφε: «Τέτοια κράτη μπορεί να
είναι λαϊκώτατα και να κυριαρχή μέσα σ’ αυτά το καθαρό λαϊκό συμφέρον. Αλλά ο καπιταλισμός
τα ονομάζει τυραννίες –φασιστικές, χιλτερικές κτλ.- ονομάζει δε Δημοκρατίες,
παίζοντας με τη λέξι, τα κράτη που στο σύστημά τους επικρατεί αυτός. Και
ξεγελάει το μικρό κόσμο με τις λέξεις. Την κυριαρχία του την ονομάζει
Δημοκρατία. Το σύστημά του το πολιτικό που επιβάλλεται το ονομάζει
λιμπεραλισμό, φιλελευθερία, άρα και Ελευθερία. (…) Οι Εβραίοι είναι φυσικά με
τις δημοκρατίες, γιατί με άλλο σύστημα δεν ημπορούν να επικρατήσουν. Είναι
λίγοι, καπιταλισταί και διεθνισταί. Και αν δεν τους εδίωκαν οι Γερμανοί, πάλι
με τις Δημοκρατίες θα ήτανε.»17
Ο
«εθνικός» κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς είναι ο εμπνευστής και το σύμβολο του
«τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Στις 7 Ιουνίου 1938 ο υπουργός Τύπου και
Προπαγάνδας της δικτατορίας, Θεολόγος Νικολούδης, δίνει το στίγμα του
καθεστώτος σε ομιλία βαθμοφόρων της ΕΟΝ, της κρατικής οργάνωσης νεολαίας του
καθεστώτος της 4ης Αυγούστου: «Η αρχή του φιλελευθερισμού υπήρξε το άτομον. Η
αρχή που διέπει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι το κράτος. Το ολοκληρωτικόν
κράτος έχει από καιρόν τη θρησκείαν του και τους πιστούς του. Και αν, ευτυχώς,
εις την Ελλάδα δεν απέθαναν άνθρωποι υπέρ των ιδεών αυτών, διότι η δεξιοτεχνία
του αρχηγού απέκλεισε την αιματοχυσίαν, απέθανον, όμως, αλλού. Έτσι ο αγών του
ολοκληρωτικού κράτους έχει καθαγιασθη και τείνει να κατακτήση τον αιώνα μας,
αντιθέτως προς τον φιλελευθερισμόν, ο οποίος είχε κατακτήσει τον 19ον αιώνα.»18
Παρά
την ιδεολογική συγγένεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά
καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι δεσμοί της ελληνικής αστικής τάξης
με τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι ενισχύονται ακόμη περισσότερο μετά την
παλινόρθωση της μοναρχίας, καθορίζουν τη στάση του μεταξικού καθεστώς στον Β΄
παγκόσμιο πόλεμο.
Τον
Ιανουάριο του 1941 κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μεταξάς έγραφε στο Ημερολόγιό
του: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος
αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάσι αγροτική και εργατική,
και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να
κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς
και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο
Μουσολίνι αγωνιζόντανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία,
έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμι. Ακόμα και να
ανεχόντανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέσι
έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε
μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική
σχέσι. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υποσχέθη στην Αγγλία.»19
Οι ανησυχίες του αστικού
κόσμου τελικά ήταν βάσιμες. Η προληπτική απέναντι στην πορεία της ταξικής πάλης
φασιστική δικτατορία ήθελε να προλάβει τις εξελίξεις. Η μεγαλειώδης μαζική
λαϊκή αντίσταση στη διάρκεια της κατοχής και μετά, στην οποία η εργατική τάξη
πρωτοστάτησε και έβαλε τη δική της ταξική σφραγίδα υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες
τις οποίες διαμόρφωσε στη χώρα η κατάληψή της από τους Γερμανούς και τους
Ιταλούς, έδειξε ότι ο φόβος της αστικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της
αντιστοιχούσε σε μια εν δυνάμει υπαρκτή απειλή για την κυριαρχία τους.
Σημειώσεις
1
Η Κομμουνιστική Διεθνής. Θέσεις και
αποφάσεις του 4ου παγκόσμιου συνεδρίου, μετάφραση Γιάννης
Βρυχωρόπουλος, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1987, σσ. 15-16.
2
Παρατίθεται στο Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία
της Τρίτης Διεθνούς, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χ., σ. 193.
3
Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού,
μετάφραση Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000, σ. 383.
4
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον
Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα,
2006, τ. 1, σ. 136.
5
Σπύρος Μαρκέτος, όπ.π., σ. 262.
6
Ιάκωβος Π. Χονδροματίδης, Η Μαύρη Σκιά
στην Ελλάδα, Οι Μονογραφίες του Περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία», Αθήνα,
2001.
7
Μark Mazower, H Eλλάδα και η
οικονομική κρίση του μεσοπολέμου,
μετάφραση Σπύρος Μαρκέτος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002, σ. 341.
8
Παρατίθεται στο Μark Mazower, όπ.π.,
σσ. 343-4.
9 Μark Mazower, όπ.π., σσ. 346-7.
10
Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο
πολέμων, εκδ. Ίκαρος, 1955, τ. Β, σσ. 183-4.
11
Παρατίθεται στο Ιάκωβος Π. Χονδροματίδης, όπ.π.,
σ. 39.
12
Παρατίθενται στο Mazower, όπ.π., σ. 346.
13
F.O. 371/21147R4050 στο Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά Σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940,
εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1993, σ. 302.
14
Gunnar Hering, Tα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα,
2008, τ. Β, σ. 1260.
15
Ομιλία του Μεταξά στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου του κόμματος στην Αθήνα, Εφημερίς των Ελλήνων, 17 Ιανουαρίου
1936. Παρατίθεται στο Gunnar
Hering, όπ.π., τ.
Β, σ. 1260.
16
Gunnar Hering, όπ.π., τ. Β΄, σ. 1270.
17
Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, σ. 447-48,
παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, 4η
Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σ. 98.
18
Παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, όπ.π.,
σ. 96.
19
Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, σ. 553,
παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, όπ.π.,
σ. 99.
*
Συγγραφέας πολιτικών άρθρων, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Εμπρός.
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012
Με το Λαό ή τις Αγορές;
«Η αγορά είναι αποτελεσματική, αλλά δεν έχει ούτε εγκέφαλο, ούτε καρδιά».
Paul Samuelson, Νομπελίστας οικονομολόγος
Του Γιώργου Στάμκου (stamkos@post.com)
Ένα μαγικό ραβδί που κινείται από το «αόρατο χέρι» των Αγορών
μοιάζει να έχει μαγέψει, εδώ και τρεις δεκαετίες, την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρχικά τα κράτη της Δυτικής
Ευρώπης, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να υπνωτίζονται από το «αόρατο
χέρι» των Αγορών και να υποκύπτουν, συχνά αμαχητί, σε μια νεοφιλελεύθερη
εκδοχή του καπιταλισμού, που αποθέωνε τις χρηματαγορές και την
ελευθερία κινήσεως των κεφαλαίων, ενώ ήταν εχθρική προς τις δυνάμεις της
εργασίας και προς το Κράτος-Πρόνοιας. Θιασώτες αυτής της τεκτονικής
στροφής προς τη «φλόγα μιας ανόθευτης εκδοχής του καπιταλισμού» (Μίλτον
Φρίντμαν) υπήρξαν αρχικά οι πολιτικές δυνάμεις του συντηρητικού και
νεοφιλελεύθερου χώρου, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, που ξεθεμελίωσε την
οικονομία της παραγωγής, αποβιομηχανοποιώντας τη Μεγάλη Βρετανία και
συντρίβοντας τα συνδικάτα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Η
Σιδηρά Κυρία οραματίζονταν μια νέα κοινωνία ατομικής ευθύνης λέγοντας
πως «δεν υπάρχει κοινωνία. Μόνο άτομα και οι οικογένειες τους».
Το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις,
που επέλεξαν ως μονόδρομο την απελευθέρωση των αγορών και την καταστροφή
της κοινωνίας της αλληλεγγύης. Το καθοριστικό σημείο για την τελική
επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού υπήρξε ο «μεγάλος
συμβιβασμός», στα μέσα της δεκαετίας του 1980, της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τις Αγορές. Από τότε όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παρέδωσαν τα κράτη και τους λαούς τους στο έλεος των Αγορών. Ως
αποτέλεσμα εργατικά δικαιώματα περιορίστηκαν, μισθοί και παροχές
περικόπηκαν, δημόσια περιουσία ιδιωτικοποιήθηκε και το Κράτος-Πρόνοιας
αποδομήθηκε. Ακόμη και η Δημοκρατία ως πολίτευμα υποβιβάστηκε
σε «πολιτικό management» και οι πολιτικοί σε managers, με αποστολή να
διαφυλάττουν την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, την οικονομία της
αγοράς, τα συμφέροντα των υπερεθνικών επιχειρήσεων και της
πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που εκμεταλλευόταν όλα αυτά. Από την άλλη οι
κοινωνίες άρχισαν να σαρώνονται και να ισοπεδώνονται προς τα κάτω: να
συμβιβάζονται με μικρότερους μισθούς, μικρότερες παροχές, λιγότερα
δικαιώματα. Μόνον η σημαία της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε όρθια, ως η
υπέρτατη αξία της νέας εποχής!
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, αρχικά στη
Δύση και κατόπιν σε όλο τον κόσμο μέσω της Παγκοσμιοποίησης, οδήγησε σε
ανακατανομή του ρόλου του κράτους με τον περιορισμό της επιρροής του στη
σφαίρα της οικονομίας. Με άλλα λόγια τελείωσε ο ρόλος του «Κράτους-Επιχειρηματία».
Πλέον ό,τι κόστιζε π.χ. Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση κ.α.
φορτώθηκε στο κράτος –και κατ’ επέκταση στους φορολογούμενους πολίτες–
αυξάνοντας έτσι τα ελλείμματα και τα χρέη του. Αντίθετα ότι απέφερε
κέρδη π.χ. ενέργεια, υποδομές, τράπεζες, τυχερά παιχνίδια κ.α.,
ιδιωτικοποιήθηκε, πωλήθηκε σε ιδιώτες επιχειρηματίες και όλα τα κέρδη
μπήκαν στις τσέπες τους. Έτσι, οι ζημίες φορτώθηκαν στους
πολλούς και οικονομικά αδύναμους, ενώ τα κέρδη πήγαν στα θησαυροφυλάκια
των ολίγων και οικονομικά ισχυρών. Και το χάσμα ανάμεσα τους διευρύνθηκε χρόνο με το χρόνο…Παλαιότερα, μετά το «οικονομικό Κραχ» του 1929 και το New Deal, που προωθήθηκε από τον πρόεδρο Φ. Ρούσβελτ, επιβλήθηκαν στα μεγάλα εισοδήματα και μεγάλοι φόροι π.χ. 90% φόρος για όσους Αμερικανούς πολίτες κέρδιζαν πάνω από 100.000 δολάρια το χρόνο. Επιβλήθηκε έτσι από το κράτος μια αναδιανομή, με τη μεταφορά ενός τμήματος του πλούτου από τους λίγους στους πολλούς. Τα επιπλέον έσοδα από τους φόρους μεταφράστηκαν αυτομάτως σε δημόσιες δαπάνες, σε επενδύσεις σε υποδομές, σε δωρεάν υγεία και παιδεία, σε ενίσχυση του Κράτους-Πρόνοιας, ανακουφίζοντας έτσι τις μάζες των οικονομικά αδύναμων και, τελικά, βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο.
Η επικράτηση ωστόσο του νεοφιλελευθερισμού μετά τη δεκαετία του 1970 και ο θρίαμβος της Οικονομίας της Αγοράς, οδήγησαν σε φοροαπαλλαγές και μείωση των υψηλών συντελεστών φορολόγησης προς τα υψηλά εισοδήματα, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις των κεφαλαίων της πλουτοκρατικής ελίτ. Ως αποτέλεσμα η οικονομική ολιγαρχία αύξησε περαιτέρω τα πλούτη της, ενώ τα επιπλέον κέρδη που αποκόμισε από τη μείωση της φορολογίας της τα επένδυσε δανείζοντας το ελλειμματικό κράτος π.χ. με την αγορά ομολόγων ή αγοράζοντας δημόσια περιουσία που διατέθηκε προς πώληση. Η αναπόφευκτη υπερχρέωση του κράτους το κατέστησε πιο αδύναμο και ανίσχυρο, χωρίς επαρκείς δικούς του πόρους και. εν τέλει. έρμαιο των διαθέσεων των Αγορών.
Σήμερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, βρισκόμαστε πλέον, ειδικά στην Ευρώπη, σε μια κρίσιμη καμπή σχετικά με το ρόλο του κράτους. Το κράτος πρέπει επιτέλους να διαλέξει στρατόπεδο. Με ποιον θέλει να είναι τελικά; Με το Λαό ή με τις αγορές; Αν επιλέξει το Λαό και τα βάλει με τις Αγορές, τότε είναι σίγουρο πως αυτές θα το τιμωρήσουν με υψηλά επιτόκια, με αποκλεισμό από την «αγορά κεφαλαίου», ακόμη και με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Ακόμη κι έτσι όμως το κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω ως «οικονομικά αποτυχημένο» και «δυσλειτουργικό», και χωρίς πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου. Παρ’ όλα αυτά όμως ζωντανό.
Αν όμως το κράτος επιλέξει να τα βάλει με το λαό του, τους πολίτες που το συντηρούν με τις σάρκες, το αίμα και τους φόρους τους, τότε δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης, ούτε καν ως αποτυχημένο. Το κράτος μπορεί να επιβιώσει και χωρίς τις Αγορές, αλλά δεν μπορεί όμως να επιβιώσει χωρίς το Λαό του. Ως θεσμός που εφάπτεται σε μια εδαφικότητα εμπεριέχοντας ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και ως γεωπολιτική οντότητα, το κράτος –και όχι όσοι το διαχειρίζονται προσωρινά– είναι ευάλωτο στο κόστος, γι’ αυτό και τείνει να συμπεριφέρεται ορθολογικά. Δεν έχει λόγο να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, σκοράροντας εναντίον του εαυτού του. Αυτό δεν ισχύει μόνον για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι ένας υπερεθνικός θεσμός, μια ένωση κρατών που ευελπιστούν κάποτε να συστήσουν ομοσπονδία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με ποιους πρέπει να είναι; Με τις Αγορές ή με τους Λαούς της Ευρώπης; Αναγκαστικά πρέπει να διαλέξει πλευρά.
Ως τώρα τα περισσότερα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης, τόσο τα συντηρητικά όσο και τα φιλελεύθερα (αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά), πήραν το μέρος των Αγορών. Έχασαν έτσι την αξιοπιστία τους στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών, σε μια εποχή που η οικονομική κρίση πιέζει τις καταστάσεις προς τα άκρα, απαιτώντας λύσεις «εδώ και τώρα» επειδή απειλείται η ίδια η επιβίωση των ανθρώπων και των λαών. Ειδικά στην Ελλάδα, που βιώνει 5ετή ύφεση, εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας.
Απ’ αυτή την οπτική γωνία η αξιοσημείωτη άνοδος των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στην Ελλάδα δεν συνιστά απλώς «ψήφο διαμαρτυρίας» λόγω της οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης ή απλά μία «επένδυση στη λαϊκή απελπισία», αλλά συνιστά μια τελευταία προσπάθεια, εκ μέρους του λαού, να προσπαθήσει να «επανακαταλάβει εσωτερικά» το κράτος και να το θέσει στην υπηρεσία των πολλών, απορρίπτοντας το ρόλο του ως εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Αγορών.
Ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που θα επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του κράτους με τις Αγορές, είναι απαραίτητο. Διαφορετικά ο λαός θα αναγκαστεί να κάνει τις δικές του επιλογές με προτεραιότητα την επιβίωσή του.
Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012
περγάδι (το): Η εχθρική αμετακλητότητα του ευρώ
περγάδι (το): Η εχθρική αμετακλητότητα του ευρώ: του Sergio Cesaratto Η κίνηση του Ντράγκι να στηρίξει χωρίς περιορισμούς τα βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα των χωρών τα δημόσια οικονο...
Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012
αγαθοδαίμων: Η ιστορία μιας καμαριέρας
αγαθοδαίμων: Η ιστορία μιας καμαριέρας: Πιάσανε την τρόικα να βιάζει μια παλιά πουτάνα που την λένε Ελλάδα . Οι νταβατζήδες της δεν το έκαναν θέμα, καθότι την υψηλή προστασία...
Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012
Αφιέρωμα: Οι αιτίες της κρίσης, όταν το πραγματικό* της κρίσης συναντά την πραγματικότητα του κοινωνικού μας οικοδομήματος
*ο όρος πραγματικό aναφέρεται στο "πραγματικό" όπως το εννόησε και ανέπτυξε ο Ζακ Λακάν
Το κραχ
Η εκτόξευση των τιμών (φούσκα) των κατοικιών στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία ραγδαία
εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, από 9% των συνολικών στεγαστικών
το 2003 σε 24% το 2007, σε κατηγορίες νοικοκυριών που υπό κανονικές συνθήκες
δεν θα έπρεπε να έχουν δανειοδοτηθεί.Τα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) με μόνη εγγύηση την αναμενόμενη αύξηση
στην τιμή της κατοικίας αποτελούσαν το υπόβαθρο δημιουργίας, δομημένων
προϊόντων που αγοράστηκαν από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), ασφαλιστικές
εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η αγορά των subprime
στηρίχτηκε στο φθηνό χρήμα. Με την έναρξη του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου, όλο
και περισσότεροι δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους.
Η κρίση αυτή οδήγησε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες είχαν δανείσει υπερβολικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια είχαν παιχτεί στις διεθνείς αγορές με τη μορφή παραγώγων κ.λπ. Η κρίση, λοιπόν, μετεξελίχτηκε σε τραπεζική. Από την τραπεζική κρίση περάσαμε γρήγορα σε κρίση της οικονομίας, σε ύφεση, λόγω της κατάρρευσης των εξαγωγών, της συρρίκνωσης της ζήτησης. Συνέβη, δηλαδή, ένα ντόμινο παγκοσμίως. Αυτά γίνονταν γύρω στο 2008-2009. Τότε, τονίζει ο Κώστας Λαπαβίτσας, παρενέβη το κράτος παγκοσμίως για να αποτρέψει τα χειρότερα, δηλαδή την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την περαιτέρω γιγάντωση της ύφεσης. Παρενέβη διασώζοντας τις τράπεζες και τονώνοντας τη ζήτηση. Αυτό όντως είχε θετικά αποτελέσματα για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες σώθηκαν, σχετικά γρήγορα μάλιστα αποκαταστάθηκε και η κερδοφορία τους, και η ζήτηση κρατήθηκε σε λογικά επίπεδα. Τουλάχιστον δεν κατέρρευσε συνολικά.
Το αποτέλεσμα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται προς το τέλος του 2009, με την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, ακριβώς γιατί το κράτος είχε παρέμβει για να λειτουργήσει πυροσβεστικά, ξοδεύοντας έτσι τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία και δημιούργησαν ή διόγκωσαν ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η δημοσιονομική κρίση, η οποία εμφανίζεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, έλαβε οξύτατες μορφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, δηλαδή, που άρχισε να ζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η περιφέρεια ήταν η δημοσιονομική κρίση, η οποία αποτελούσε την τελική φάση της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Το λεγόμενο κραχ όμως δεν είναι η αιτία, παρά το αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της κρίσης. Τι λοιπόν δημιούργησε αυτήν την κρίση που βιώνουμε σήμερα;
Πιθανότατα κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι άλλοι άδικο, ή μπορεί να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω…Ίσως όμως να ισχύουν τα περισσότερα, αν όχι όλα τους. Δηλαδή μήπως τελικά δεν πρόκειται για απλά μια αιτία αλλά για ένα σύνολο παραγόντων και καταλυτών που συνθέτουν μια πολυδιάστατη αιτία στο πλαίσιο μιας έτσι κι αλλιώς πολύπλοκης πραγματικότητας;
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια σύνθεσης του πάζλ που δημιουργείται αν θεωρήσουμε πως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί/αιτιάσεις ισχύουν: Ας πάρουμε τα αίτια απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο (από άποψη χωροχρονική).
Όταν όμως όλη η κοινωνία λειτουργεί έτσι ώστε συγκεκριμένα ιδιωτικά κεφάλαια να αυγατίζουν κάτι δεν πάει καλά. Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα την "αθλιότητα του καπιταλισμού". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα-ζούγκλα, που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μεγαλύτερο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο. Ο οικονομικός δαρβινισμός είναι η τέλεια φράση για να το χαρακτηρίσουμε: αυτός που επιτυγχάνει τη συσσώρευση επιβραβεύεται, εκείνος όμως που δεν τα καταφέρνει χάνεται.
Ιστορικά, ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμασε. Από τον 16ο αιώνα που σημειώνεται η ανάπτυξη καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαύματα. Λίγοι όμως έχουν χαρεί αυτά τα θαύματα καθώς το αποδοτικότατο αυτό σύστημα ήτανε ιδιαίτερα "μεροληπτικό" και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας καταδικάστηκε σε φτώχεια και αθλιότητα.
Πρόκειται επίσης για ένα ασταθές κι εύθραυστο σύστημα καθώς είναι γεμάτο από "σκαμπανεβάσματα" με την έννοια ότι οι κρίσεις και οι υφέσεις αποτελούν… καθημερινότητα για αυτό. Είναι γεγονός ότι από το 1800 κι έπειτα κρίσεις και υφέσεις σημειώθηκαν κατά τόπους: το 1825, το 1847, το 1857, το 1873, το 1929, το 1973, το 1979, το 1987, το 1990, το 1994, το 1997/8, το 2001, το 2008. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται από πολλούς οικονομολόγους ως φάση Β του κύκλου Κοντράτιεφ. Οι κύκλοι Κοντράτιεφ (που αντλούν το όνομά τους από τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ) κινούνται με μια φάση ανόδου (φάση Α) και μια φάση καθόδου (φάση Β) της οικονομίας, μέσης διάρκειας 25-30 εως 50 χρόνων η κάθε μια. Στις φάσεις ανόδου αντιστοιχούν περίοδοι ανάπτυξης νέων μονοπωλιακών προϊόντων και αύξησης μισθών. Οι φάσεις καθόδου χαρακτηρίζονται από την πτώση των τιμών λόγω του ανταγωνισμού και τη μείωση των μισθών (και παράλληλα της ζήτησης) για τη διατήρηση του κέρδους του παραγωγού, και, μεταξύ άλλων, από υπερκεφαλαιοποίηση και μείωση των συναλλαγών.
Αυτή η εναλλαγή κινούταν "ομαλά" μέχρι τη δεκαετία του 1970 οπότε το σύστημα έφτασε στα όριά του, καθώς η παραγωγή έπαψε σταδιακά να αποδίδει τα δέοντα κέρδη. Πρόκειται για αυτό που λέμε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε σημείο όμως καμία επένδυση να μην αξίζει καθώς το κέρδος που θα απέφερε να είναι αμελητέο. Όλο αυτό απείλησε το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος: τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα, πέντε είναι κατά τον Βάλερσταιν, τα βασικά έξοδα της παραγωγής:
α) οι μισθοί
β) οι φόροι
γ) οι υποδομές
δ) οι πρώτες ύλες
ε) η διαχείριση των απορριμμάτων/αποβλήτων
Οι μισθοί (αναφερόμενοι και ως μεταβλητό κεφάλαιο) είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η οργανωμένη "πάλη" ανάμεσα σε παραγωγούς κι εργαζόμενους μέσω συνδικαλιστικών οργάνων, η σχετική εργατική νομοθεσία (εργατικό δίκαιο), η κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος του εφεδρικού στρατού (ομάδων, όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες, που λόγω της ανάγκης τους για εργασία δέχονται χαμηλότερους μισθούς με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον διαπραγματευόμενο μισθωτό να ρίξει τις απαιτήσεις του) κ.α. Το θέμα είναι όμως πως οι μισθοί μοιραία τείνουν προς επαύξηση λόγω της πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Η απάντηση των παραγωγών ήταν η μετακίνηση τους σε ζώνες με πιο "φθηνά εργατικά χέρια". Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα πληθυσμού να βλέπουν μια σημαντική αύξηση στο εισόδημά τους με τους χαμηλούς μισθούς που τους δίνονταν (που σίγουρα ήταν μεγαλύτεροι απ' όσα κέρδη τους απέφερε η αγροτική απασχόληση). Όμως παγκοσμίως τέτοιες ζώνες έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς σταθερά, το πολύ σε 20-30 χρόνια οι εργάτες οργανώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν την αύξηση του μισθού τους.
Το ζήτημα των μισθών αποτελεί μια εγγενή αντίφαση του καπιταλισμού γιατί ενώ από τη μια αποτελούν ένα σημαντικό έξοδο των παραγωγών, που διαχρονικά επιδιώκουν τη μείωσή του προκειμένου να αυξηθεί το κέρδος τους, απ' την άλλη τροφοδοτούν την κατανάλωση καθώς ανάλογα με το μέγεθός τους τόσο μπορεί να τα καταναλώσει τα προϊόντα της παραγωγής ο μισθωτός. Όταν όμως λόγω της συμπίεσης των μισθών δεν υπάρχει κατανάλωση τα προϊόντα λιμνάζουν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ή να επιβραδύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ)
Έπειτα οι φόροι είναι ένα επίσης σημαντικό έξοδο. Αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τους φόρους που πληρώνουμε, υπάρχει μια σταθερή αυξητική τάση σε αυτούς. Αυτό αφ' ενός γιατί γινόμαστε σταθερά όλο και περισσότεροι (ποσοτικός παράγοντας). Κι αφ' ετέρου γιατί η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας ανεβάζει διαρκώς τα κόστη της υγείας, της παιδείας και κυρίως των συστημάτων κι εξοπλισμών ασφαλείας (ποιοτικός παράγοντας). Όλα αυτά πληρώνονται με λεφτά των φορολογούμενων με αποτέλεσμα η πραγματική φορολόγηση να αυξάνεται διαρκώς.
Τέλος οι υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια), η φροντίδα των πρώτων υλών και η διαχείριση των απορριμμάτων είναι κόστη τα οποία οι παραγωγοί φορτώνουν στους άλλους. Το κράτος φροντίζει για τις υποδομές. Το κόστος της αχόρταγης κι ασχεδίαστης εξάντλησης των πόρων (βλέπε πχ υλοτόμηση από τον Αμαζόνιο αδιαφορώντας για το περιβάλλον) το φορτώνονται οι πολίτες ενώ το κόστος της διαχείρισης των απορριμμάτων επίσης το αναλαμβάνει το κράτος καθώς οι παραγωγοί σπάνια φροντίζουν πραγματικά γι' αυτά ενώ συνήθως τα παρατάνε όπου ...βολέψει (σε ποτάμια και δημόσια οικόπεδα). Στο βαθμό που ασκούνται πιέσεις (λόγω της κρατικής πολιτικής, της οικολογικής συνείδησης κλπ) στους παραγωγούς να συμβάλλουν στην κάλυψη των παραπάνω στοιχείων, το συνολικό τους κέρδος μειώνεται. Όλα αυτά τα κόστη ανέβαιναν τη δεκαετία του 1970 σε σημείο απελπιστικό για τους παραγωγούς.
Η λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους πήρε δύο όψεις:
Από τη μια είχαμε την οικονομική στροφή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κι απ' την άλλη την πολιτική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός, το "κακό πρόσωπο του
καπιταλισμού" (σε αντιδιαστολή με τον καπιταλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο»
όπως αποκαλούταν στα πλαίσια της κευνσιανής πολιτικής) πρεσβεύει ότι ο
καπιταλισμός έχει υποστεί διάφορες στρεβλώσεις λόγω της κρατικής παρέμβασης
στην οικονομία και επιζητεί την επιστροφή στον καθαρό φιλελεύθερο καπιταλισμό
του Άνταμ Σμιθ. Όταν το κράτος δεν επηρεάζει τη λειτουργία της οικονομίας, αυτή
βρίσκει από μόνη της το δρόμο της και με ένα αόρατο χέρι, σαν εκείνο για το
οποίο έκανε λόγο ο Άνταμ Σμιθ, ρυθμίζονται όλα (οι τιμές, οι μισθοί κλπ) όπως
πρέπει. Η συνταγή για την επίτευξη μιας τέτοιας κατάστασης είναι σύμφωνα με τη
Ναόμι Κλάιν η ακόλουθη:
- Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών.
- Οφείλουν επίσης να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς.
- Πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων.
- Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι, πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα.
- Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού σε όλον τον κόσμο ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία.
- Όλες οι τιμές και οι μισθοί οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά ( δίχως να υπάρχει κατώτατος μισθός ή οποιοδήποτε άλλο όριο).
Ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη της παραγωγής: μείωση του αναδιανέμοντος πλεονάσματος μέσω συμπίεσης των μισθών και περικοπών στο κράτος πρόνοιας, ανάληψη από το κράτος βασικών εξόδων των εταιρειών, άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση των κεφαλαίων. Όλα αυτά προκειμένου να δοθεί λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Πάντως ενώ βραχυπρόθεσμα πράγματι οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς και τα έξοδα για το κοινωνικό κράτος, αυτά αποδείχθηκαν πάγιες τάσεις με αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη αποτυχία του να δώσει λύση στο πρόβλημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Αυτή λοιπόν η πτυχή του καπιταλισμού επικράτησε αντί του κευνσιανού μοντέλου
από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα. Η αρχή έγινε στις χώρες της Λατινικής
Αμερικής με ναυαρχίδα τη Χιλή του Πινοσέτ. Το γεγονός ότι η πρώτη του εμφάνιση
ήταν προϊόν στρατιωτική επιβολής σημαίνει πολλά (βλέπε Χιλή, Ινδονησία,
Αργεντινή, Βραζιλία). Σταδιακά ο
νεοφιλελευθερισμός απέκτησε ισχυρά ερείσματα. Έτσι ήρθε η Θάτσερ στην Αγγλία
και ο Ρήγκαν στην Αμερική και σιγά σιγά εξαπλώθηκε στις περισσότερες χώρες του
κόσμου.
Η επικράτηση λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καταδίκασε δισεκατομμύρια σε φτώχεια και περιθωριοποίηση, κατέστρεψε οικονομίες (και κοινωνίες) ολόκληρες, Όλα αυτά στο βωμό του επιπλέον πλουτισμού των ήδη πλουσίων. Έτσι επέτεινε τη προαναφερθείσα δομική αντίφαση του καπιταλισμού, η οποία και επεδιώχθη να αντιμετωπιστεί με το κεϋνσιανό μοντέλο κράτους πρόνοιας: μειώνοντας επιπλέον την οικονομική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσα πρέπει ώστε να έχουν όσο κέρδος θα ήθελαν οι κεφαλαιοκράτες. «Μπορείς να εξακολουθείς να μεταφέρεις εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο χωρίς να έχεις πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σε περιβάλλον έλλειψης συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται. Δεν το κάνουν. Το άτομο μπορεί να σκεφτεί λογικά. Οι εταιρίες για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, μπορούν να πιέσουν το κόστος εργασίας όλο και περισσότερο προς τα κάτω, αλλά το κόστος εργασίας είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου» σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τρία μέσα σύμφωνα με τον Richard Wolff: "ο κόσμος άρχισε να δουλεύει περισσότερο σε παραπάνω από μια δουλειές, άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες και οι έφηβοι και βεβαίως δόθηκε πίστωση". Το τελευταίο ήταν και το πιο αποτελεσματικό μέσο. Η κατανάλωση στηρίχθηκε στο δανεισμό: ιδιωτικό και κρατικό.
Πολλοί πιστεύουν ότι για την κρίση του 2008 ευθύνεται αποκλειστικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο και διαχωρίζουν από τον καπιταλισμό. Κι όμως αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι λογική συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι η αναζήτηση του κέρδους πέρα από την παραγωγή. «Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο 3ος τόμος)
Οι μεγάλες εταιρείες έκαναν επενδύσεις με βάση τα κέρδη τους (που έφθαναν και περίσσευαν) με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται δάνεια. Έτσι οι τράπεζες στράφηκαν στα νοικοκυριά. Άρχισαν λοιπόν να παραχωρούν δάνεια σε αυτά, πολλές φορές μάλιστα με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις γνωρίζοντας ότι οι δανειζόμενοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα χρέη τους. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπήκαν έτσι και οι απλοί εργαζόμενοι αρχικά ως δανειζόμενοι και στη συνέχεια ως μετέχοντες στο Χρηματιστήριο κι αγοράζοντας μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και άλλα παρόμοια.Η αποτελεσματικότητά του όμως το καταδίκασε σε υπερβολική χρήση με αποτέλεσμα εν έτει 2011 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες να χρωστάνε κάπου.
Όπως προελέχθη η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται και στον νεοφιλελευθερισμό όχι όμως μόνο λόγω του γεγονότος ότι το δάνειο έγινε…τρόπος ζωής, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας που είχαν προκληθεί, καθώς κι επειδή άρθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί του (κερδοσκοπικού) κεφαλαίου που είχαν θεσπιστεί μετά το κραχ του ‘29.
Ενδεικτικά:
-Στις 15 Αυγούστου 1971, η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της γνωστής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944) που καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, συνδέοντας συγχρόνως το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα με τα αποθέματα σε χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η απόφαση αυτή των Αμερικανών, να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα» της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε, σταδιακά στην πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ιδιαίτερα ριζοσπαστικά μέτρα χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, προϊόν της οποίας είναι και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και εντεύθεν. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από τη βιομηχανική παραγωγή στον χρηματοοικονομικό τομέα, το λεγόμενο «U-Turn», με στόχο την εξασφάλιση γρήγορου και υψηλού κέρδους, οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.» υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
-Στις 12 Νοεμβρίου του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραφε την πράξη κατάργησης του Glass-Steagall Act αίροντας τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και απελευθερώνοντας πλήρως το τραπεζικό σύστημα. Glass-Steagall ονομαζόταν ο νόμος που πέρασε το Αμερικανικό κογκρέσο το 1933 μετά από την κατάρρευση της αγοράς το ‘29. Ο νόμος αυτός κάλυπτε πολλά πράγματα αλλά βασικό χαρακτηριστικό ήταν να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες. Αν δηλαδή ήσουν χρηματιστηριακή εταιρεία, δεν μπορούσες να δέχεσαι καταθέσεις. Επίσης αν ήσουν τράπεζα, δεν μπορούσες να πουλάς μετοχές. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν διότι, το 1929, η μόχλευση για μετοχές ήταν περίπου στο 10!!! Σήμερα είναι 50% του συνόλου. Ήθελαν δηλαδή να περιορίσουν την μόχλευση από την μεριά των επενδυτών και να μην επιτρέψουν στις επενδυτικές τράπεζες να βάλουν χέρι σε καταθέσεις. Τον Νοέμβριο λοιπόν του 1999 πέρασε το Gramm-Leach-Bliley Act, που αναιρεί το Glass-Steagall. Μετά από περίπου 70 χρόνια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αγοράσουν (και επίσημα, διότι είχαν γίνει ορισμένες θεωρητικά παράνομες εξαγορές ακόμα και πριν το 99) επενδυτικές τράπεζες και μπορούσαν να προσφέρουν όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κάτω από το ίδιο μαγαζί.
-Στις 28 Απριλίου του 2004 5 μέλη του SEC των ΗΠΑ συνταθήκανε με όλες τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street για να ακούσουν εκκλήσεις για άρση των περιορισμών που είχαν οι τράπεζες όσο αναφορά πόση μόχλευση (χρέος) μπορεί αν έχουν. Οι τράπεζες ήθελαν να υπάρξει εξαίρεση για τις επενδυτικές τους τράπεζες ,έτσι ώστε να μπορούν να αναλάβουν (οι επενδυτικές τράπεζες) μεγάλο χρέος και στη συνέχεια αυτά τα κεφάλαια να πάνε στην μητρική εταιρεία έτσι ώστε αυτοί να επενδύσουν σε default swaps, στεγαστικά ομόλογα και άλλα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα. Μεταξύ των προσώπων που ήταν σε αυτή την συνάντηση ήταν και ο Henry Pauslon (για λογαριασμό της Goldman Sachs) που δυο χρόνια αργότερα έγινε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ. Μέσα σε δυο μήνες η απόφαση ήταν και οριστική και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες είχαν πλέον την δυνατότητα να δανειστούν και να μοχλευτούν μέχρι τον λαιμό και ακόμα πάρα πέρα.Πέραν, δηλαδή, από την αναίρεση του Glass-Steagall, οι αρχές επέτρεψαν τις επενδυτικές τράπεζες να αναλάβουν πολύ μεγάλο ρίσκο και επιπλέον ο έλεγχος από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήταν ανεπαρκής.
«Η μετατόπιση λοιπόν του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ενίσχυσε το ρόλο των τραπεζών στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και για να εξασφαλίσουν αστρονομικά κυριολεκτικά κέρδη, προέβησαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα κι ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes). Δάνεια σε «hedge-funds» που χρηματοδοτούσαν μέσω μόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και πολλά τραπεζικά δάνεια κλπ.., με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα, μέσω της τιτλοποίησης χρεών του κλάδου των ακινήτων, σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Έτσι φθάσαμε σε σημείο μόλις το 8% του παγκόσμιου χρήματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομία.» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας
Έτσι άρχισε σταδιακά η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Για παράδειγμα οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, μαζί έχουν 120% του ΑΕΠ της Γερμανίας ολόκληρης και η BNP Paribas, η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, έχει 140% του Γαλλικού ΑΕΠ. Έτσι τα κράτη έχοντας ανάγκη από ρευστό είναι ως ένα σημείο λογικό να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τέτοιων μεγαθηρίων.
Το κράτος παρέδωσε στην οικονομία σχεδόν κάθε τομέα της εξουσίας του επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση κάθε είδους κοινωνικού αγαθού μέσω των αχαλίνωτων ιδιωτικοποιήσεων κι αφήνοντας το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ανεξέλεγκτο κι αφορολόγητο. Οι πλέον υπερδυνάμεις είναι τεράστια τραπεζικά και επενδυτικά ιδρύματα διαπλεκόμενα με οίκους αξιολόγησης και πολυεθνικές.
Ως εκ τούτου οι λεγόμενες αγορές επιβάλλονται στις εθνικές πολιτικές. Έτσι στήνεται ένα σκηνικό, κατά το οποίο οι προαναφερθείσες δυνάμεις κερδίζουν από παντού.
Όμως, η πολιτική της αχαλίνωτης απορρύθμισης που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής και της ανοχής της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, προκάλεσε τελικά σοβαρές οικονομικές κρίσεις, αρχικά με την ασιατική κρίση του 1998, αργότερα με την κρίση στην Λατινική Αμερική και τελικά με την έντονη κρίση που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ με το σκάσιμο της φούσκας των εταιριών που κινούνταν στην πρωτοπόρα τότε αγορά των υπολογιστών (dot-com). Η ανάκαμψη, που ακολούθησε τα παραπάνω, στηρίχθηκε στη δημιουργία μιας τεράστιας στεγαστικής φούσκας που φτιάχτηκε μέσω των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) και οδήγησε στη μαζική αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ενός συστήματος που παραμένει βαριά πληγωμένο από την πιστωτική κρίση που εμφανίστηκε αρχικά το 2007 και συνεχίζει να διαπερνά την αμερικάνικη και παγκόσμια οικονομία, χωρίς να διαφαίνεται κάπου το τέλος της.
Ζούμε λοιπόν σε μια
ενωμένη Ευρώπη, τα σύνορα είναι ανοιχτά και οι μετακινήσεις κι οι μεταφορές πιο
εύκολες, οι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έρχονται πιο κοντά, συνεργάζονται και
αίρονται οι προκαταλήψεις, τα κράτη ενισχύονται από κονδύλια κι επιδοτήσεις με
στόχο την ανάπτυξή τους, ανάπτυξη οικονομική και πολιτιστική, τα δικαιώματα, οι
ελευθερίες και η δημοκρατία έχουν κατοχυρωθεί και προασπίζονται σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή
Ένωση και η Ευρωζώνη μπορούν να θεωρηθούν επίσης υπεύθυνες για την κατάσταση
της Ελλάδας.
Από τη μια η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίσθηκε πάνω σε ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες αρχές επιβραβεύοντας για την εφαρμογή τους με κονδύλια: συνθήκες όπως του Μάαστριχτ και της Μπολόνια επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων: όλα αυτά βεβαίως λειτούργησαν υπέρ των ισχυρών χωρών του άξονα που μπόρεσαν να επιβληθούν οικονομικά εις βάρος εκείνων της περιφέρειας.
Απ’ την άλλη η ευρωζώνη χτίσθηκε επίσης προβληματικά. Πρώτα απ’ όλα «υπάρχει μια μεγάλη θεσμική αντίφαση ανάμεσα στην ενιαία νομισματική πολιτική: υπάρχει μία κεντρική τράπεζα, ακολουθείται ίδια νομισματική πολιτική, δίνεται ίδιο επιτόκιο για όλους, και παρ’ όλα αυτά συναντάμε μια πολυδιάσπαση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεκαέξι κράτη, το καθένα με το δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αντίφαση εμφανίζεται σ’ όλα τα επίπεδα και στο επίπεδο των αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο των αγορών. [...] Δεκαέξι είναι στην ουσία (οι χρηματοπιστωτικές αγορές), οπότε το κάθε κράτος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.» τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Λαπαβίτσας. Επομένως ούτε η Ευρώπη μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική ούτε το κάθε κράτος νομισματική πολιτική. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι αυτές οι δύο πολιτικές είναι εκ των πιο αποτελεσματικών «όπλων» απέναντι στις κρίσεις και στην ύφεση. Στη περίπτωσή μας λοιπόν απαιτείται ένας δίχως υπερβολή τέλειος συντονισμός αυτών των δύο πολιτικών, κάτι που δεν το βλέπουμε να συμβαίνει καθώς ο καθένας, Ευρώπη κι Ελλάδα, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει μόνον οικονομική ένωση κι όχι πολιτική αφ’ ενός λόγω της απόκλισης συμφερόντων κι αφ’ ετέρου λόγω της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, εφόσον δεχόμαστε ότι η οικονομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής. Αποφάσεις της πρώτης θα πρέπει απαραίτητα να στηρίζονται και να συμπληρώνονται από εκείνες της δεύτερης.
Το ευρώ λειτούργησε εκβιαστικά. Αποτέλεσε το ίδιο έναν κοινωνικό εκβιασμό προφανώς γιατί μην έχοντας μια χώρα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομική ευλυγισία με κανέναν άλλο τρόπο πέρα απ’ τη μείωση της αξίας της εργασίας. Μόνο δηλαδή με εσωτερικές υποτιμήσεις μπορεί μια ευρώ-χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. Κάτι που η Γερμανία και οι βόρειες χώρες άρχισαν να κάνουν ήδη πριν από το ευρώ. Αντίθετα στις χώρες του νότου για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ίσως και συγκυριακούς) κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οι, ήδη χαμηλοί στις περισσότερες περιπτώσεις, μισθοί δεν μειώθηκαν στο βαθμό που επέβαλλαν οι συνθήκες υψηλής ανταγωνιστικότητας. (Η ταξική μεροληψία του ευρώ μεταφράζεται και σε θεσμική μεροληψία όπως φάνηκε από το γεγονός ότι, όταν βρέθηκαν οι τράπεζες σε κρίση το 2008-2009, ο Ζ.Κ Τρισέ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ήταν ξεκάθαρος: επ’ ουδενί έπρεπε να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, τα κράτη βρέθηκαν σε δυσκολία, τέλος του 2009- 2010, εκεί τηρεί ρόλο παρατηρητή η ΕΚΤ κι αυτό το κάνει συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Σε κάθε δύσκολη στιγμή στηρίζει τις τράπεζες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά όχι το δημόσιο. Δεν πρόκειται επομένως για την Ευρώπη των λαών παρά για την Ευρώπη των κεφαλαίων.)
Έτσι το ευρωπαϊκό κέντρο έγινε ακόμα πιο ανταγωνιστικό από την περιφέρεια, και με την είσοδο στην κοινή αγορά του ευρώ αυτό μεταφράστηκε με πλεονάσματα στο ισοζύγιο συναλλαγών στο κέντρο, και δη στο λεγόμενο γαλλο-γερμανικό άξονα, και αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15.Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος. Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών μας επιλογών ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!
Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., (446.660 ευρώ) και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Όσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας εισαγωγών κι εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα.
Έτσι η Ελλάδα έχασε άλλη μια σημαντική πηγή εσόδων, τις εξαγωγές. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του χρέους, όχι μόνο λόγω της μεγάλης μείωσης των πάλαι πότε εσόδων από τις εξαγωγές κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων ούτε λόγω της αντικατάστασης των χρημάτων αυτών από νέα δανεικά. «Καθώς η αξία του κληρονομηθέντος δημόσιου χρέους παραμένει αμετάβλητη, αυτό δημιουργεί μια θεμελιώδη αντίφαση στο πλαίσιο της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης: Όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν τους μισθούς και το κόστος, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, τόσο βαρύτερο γίνεται το χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση του βάρους του χρέους απαιτεί, με τη σειρά της, περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και πάλι, αυτό απαιτεί μια επιπλέον εσωτερική υποτίμηση, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το βάρος του χρέους και ούτω καθεξής. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (με οποιοδήποτε κόστος) με στόχο την περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών δεν θα είναι παρά μόνον μια πύρρειος νίκη, δηλαδή μια νίκη πολύ δαπανηρή για το βιοτικό επίπεδο και την εγχώρια κατανάλωση.» τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Μωυσής Σιδηρόπουλος.
Υπάρχει απ’ την άλλη η μομφή ότι το ευρώ αποτελεί έναν δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού στη χώρας μας, με την έννοια ότι συνέβαλε στην πλήρη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, συνέδραμε στην άρση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και όξυνε τον ανταγωνισμό. Δεν έχουν άδικο. Και τα αποτελέσματα είναι σε γενικές γραμμές ολέθρια. Ο τραπεζικός κι ο εφοπλιστικός τομέας ευνοήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό. Tο ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να το φθηνό δανεισμό για να τροφοδοτήσουν μια καταναλωτική και στεγαστική φούσκα, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το πραγματικό κόστος εργασίας. Αντίθετα όμως οι υπόλοιποι εκτέθηκαν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ελληνικά κεφάλαια απέδρασαν από την Ελλάδα δίχως να σημειωθεί αντίστοιχη εισροή ξένων κεφαλαίων.
Τέλος, το ευρώ
είναι ένα σκληρό νόμισμα. Καμία η σχέση του με την πάλαι ποτέ δραχμή. Όμως η
ισχύς του νομίσματος μιας χώρας βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ισχύ της
οικονομίας της. Είναι λοιπόν η δυναμική της ελληνικής οικονομίας αντίστοιχη της
δυναμικής του ευρώ; Προφανώς όχι. Μοιάζει με την περίπτωση της Αργεντινής η
οποία προσπάθησε να ισοσταθμήσει το πέσος με το δολάριο, κίνηση που απέβη
τελικά μοιραία.
Τρεις (επίσης) λέξεις συνοδεύουν το Ελληνικό κράτος απ’ τη γέννησή του το 19ο αιώνα και (πιο συγκεκριμένα) περιγράφουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω υποκειμένων αλλά και απέναντι στο ξένο παράγοντα: χρέος-διαφθορά-πελατειακές σχέσεις.
Όσον αφορά στο πρώτο, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ για τα "φιλελληνικά" δάνεια για τις ανάγκες πρώτα του πολέμου κι έπειτα της οργάνωσης των επαναστατημένων περιοχών σε κράτος. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά είχαν μεγάλα επιτόκια, τα δανεισθέντα ποσά έφθασαν μισά στη χώρα λόγω των… «μεσαζόντων» που υπεξαίρεσαν προκλητικά μεγάλα ποσά. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η νεοσύστατη Ελλάδα δανειζόταν συνεχώς για να αποπληρώσει εγκαίρως τα τεράστια για το μέγεθος της οικονομίας της χρέη. Έτσι το κράτος οδηγήθηκε σε διαδοχικές πτωχεύσεις και εθνικές ταπεινώσεις που οδηγούσαν στην εξαθλίωση του λαού αλλά και στην εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα εθνικά και διεθνή οικονομικά κέντρα ισχύος. Ο φαύλος κύκλος του χρέους συνεχίστηκε και τον 20ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα.
Παράλληλα με όλα αυτά είχαμε μια πολιτική τάξη της οποίας τα…αιώνια μέλη έταζαν ρουσφέτια για όταν με την ψήφο του λαού θα αποκτούσαν την κρατική εξουσία. Ανταγωνίζονταν λοιπόν για τη νομή του κράτους προκειμένου όταν την αποκτήσουν να "δωροδοκήσουν" τους ψηφοφόρους και να διαιωνίσουν τη θέση τους. Έτσι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής υπόστασης της Ελλάδας. Απ’ την άλλη δε υπήρχε και ο βασιλιάς, ο διαχρονικός τοποτηρητής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα.
Οι πατριαρχικές/προκαπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις σε συνδυασμό με τους μοντέρνους για την εποχή κοινοβουλευτικούς θεσμούς, την καθολική ψήφο και την αστική δημοκρατία θεωρούνται από πολλούς η βασική αιτία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Επομένως ουδεμία κουβέντα για ανάπτυξη με την ευρεία του όρου έννοια, παρά μόνο διαφθορά, διαπλοκή και κακοδιαχείριση. Αυτά οδήγησαν σε μια ανορθολογική οικοδόμηση του κράτους. Ενός κράτους γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού χτισμένου μόνο πάνω στις ιδέες του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος η πολιτική τάξη φάνηκε ιδιαίτερα δεκτική στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα απ’ τη χώρα μας αλλά και στις απαιτήσεις των ντόπιων πλουσίων οι οποίοι ήθελαν να διατηρηθούν στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής πυραμίδας της Ελλάδας. Αρχικά βεβαίως οι ίδιοι ταυτίστηκαν με την πολιτική τάξη. Κοντολογίς ήταν οι ίδιοι η πολιτική τάξη. Κυρίως μετά τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται διακριτά, οπότε και η πολιτική τάξη απέκτησε περισσότερο ενδιάμεσο ρόλο. Μέχρι τότε επίσης οι πλούσιοι επιτελούσαν μια διαφορετική λειτουργία. Λειτουργούσαν επικουρικά στην εξυπηρέτηση των ξένων και σαφώς ισχυρότερων (εθνικών και διεθνών) συμφερόντων με αντάλλαγμα τη διατήρηση της τοπικής τους ισχύος.
Βγαίνοντας από τη δίνη του β’ παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στο κατεστραμμένο Ελληνικό κράτος η ευκαιρία να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Αντ' αυτού η ηγεσία του διατήρησε τις προϋπάρχουσες δομές και αντί να προσπαθήσει να κάνει αμέσως μια νέα αρχή με τη συνδρομή όλων των Ελλήνων με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδο, βάλθηκε σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που πέρα από τα κόστη σε ζωές και τις υλικές ζημιές καταδίκασε τον ελληνικό λαό σε μια διχόνοια σαράντα χρόνων, στην ύπαρξη πολιτών β’ κατηγορίας (ποιος λαός ευημερεί οικονομικά όταν δεν «ευημερεί» και κοινωνικά;) και το έστρεψε στην αγκαλιά πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε από νωρίς στην ψυχροπολεμική λογική. Η Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ εξασφάλισε στην Ελλάδα χρήματα τα οποία υποτίθεται θα πήγαιναν στην ανόρθωση νέων κοινωνικών δομών, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη εκβιομηχάνισή της. Αντίθετα όμως τα λεφτά αυτά αφ’ ενός χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελληνική πολιτική, πολλές φορές με καθαρούς εκβιασμούς, (μάλιστα οι Αμερικάνοι ναρκοθέτησαν στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης, ακόμα και πολιτικών που και ιδεολογικά συνέκλιναν μαζί τους και είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν όπως ο Μαρκεζίνης, ώστε η Ελλάδα να μην απεξαρτηθεί ποτέ οικονομικά από το εξωτερικό και να συνεχίσει να εισάγει ό,τι χρειάζεται) , κι αφ’ ετέρου ένα πολύ μεγάλο μέρος τους σπαταλήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Έτσι η λιγοστή ανάπτυξη που γνώρισε το ελληνικό κράτος ήταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανική οικονομία παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν την εικοσαετία 1950-70, κατά την οποία η «δύση», μέρος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, ευημερούσε και είχε σχεδόν μόνιμα θετικούς όλους της τους δείκτες.
Με όλα αυτά λοιπόν οι υπάρχουσες δομές του ελληνικού κράτους δεν άλλαξαν. Οι πελατειακές σχέσεις εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, η διαφθορά και η διαπλοκή κυριαρχούσαν και το χρέος συνεχώς μεγάλωνε. Οι ρίζες επομένως φτάνουν πολύ πιο μακριά από τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά στο χρέος, εκεί απλώς η ελληνική κοινωνία ακολούθησε το διεθνές σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη εκτίναξή του συνέπεσε με μια παγκόσμια κρίση χρέους (τη δεκαετία του '80) Πλέον ΟΛΑ λειτουργούσαν με βάση το δανεισμό. Το ίδιο έκανε λοιπόν και το ελληνικό κράτος. Εν προκειμένω όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε από εγγενή χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά και βεβαίως το μοιραίο αποτέλεσμά τους που λέγεται κακοδιαχείριση. Μια ακόμα διαφορά ήταν βεβαίως ότι στην περίπτωσή μας ο δανεισμός ήταν κρατικός και έπειτα με τη μορφή παροχών έφτανε στους πολίτες. Αντίθετα στα περισσότερα δυτικά κράτη κυριάρχησε ο ιδιωτικός δανεισμός απ’ τις τράπεζες. Ως εκ τούτου προφανώς «ζούσαμε με παραπάνω απ’ όσα είχαμε», μόλο που δεν ήμασταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Όλοι ζούσαν με παραπάνω απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχαν.
Τίθεται πάντα το ερώτημα για το ποιες είναι οι ευθύνες του λαού για όλα αυτά. Τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως προβοκατόρικα τόνισε ο Θόδωρος Πάγκαλος; Βεβαίως ο ελληνικός λαός συναίνεσε με αρκετούς τρόπους σε αυτήν την κατάσταση. Με την ψήφο, με το ρουσφέτι, με την ανοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πολύ βασικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα το τι πήρε ο καθένας. Πήρε άραγε ο ελληνικός λαός τα ίδια με τα άλλα δύο υποκείμενα: την πολιτική τάξη και τους «πλουσίους»; Δεν υπάρχει κάποιος που να το πιστεύει στα σοβαρά, τουλάχιστον χωρίς να έχει συμφέρον να το πιστεύει. Οι μίζες αλλά και οι επιπτώσεις από την κακοδιαχείριση (τα "διαφυγόντα κέρδη") της πρώτης απ' τη μια και οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, οι αδιαφανείς κι απευθείας αναθέσεις έργων, οι υπερτιμολογήσεις έργων και άλλα τόσα των δεύτερων απ' την άλλη μετριούνται μόνο με δισεκατομμύρια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο λαός ουκ ολίγες φορές αντέδρασε. Επαναστάτησε το 1843, το 1862 και το 1910. Πήρε τα βουνά το ‘41-‘44 και ξαναπολέμησε το ‘46-‘49, βγήκε στους δρόμους το 34 με 35 ,το 73 το 2010 και το 2012. Σίγουρα βέβαια θα έπρεπε να κάνει περισσότερα, όπως όμως και κάθε λαός θα όφειλε.
Πρόλογος
Είναι δεδομένο πως για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί
μια, κατά κοινή ομολογία, προβληματική κατάσταση θα πρέπει πρώτα να ανιχνευθεί
το πρόβλημα. Εν προκειμένω βρισκόμαστε παγκοσμίως σε μια υφεσιακή κατάσταση
μετά την κρίση του 2008 από την οποία δεν μπορούμε να βγούμε. Αντιθέτως οι
πολιτικές προς την αντιμετώπιση της ύφεσης που ακολουθούνται μοιάζουν και είναι
οικονομικά άτοπες, κοινωνικά άδικες και στην πραγματικότητα επιδεινώνουν την
κατάσταση. Έχουμε όμως εξακριβώσει ποιες είναι οι αιτίες της κρίσης που μας
ταλανίζει τα τελευταία χρόνια; το προβληματικό εκείνο στοιχείο που διατάραξε
την ομαλή πορεία των κοινωνικών πραγμάτων; Μόνον εφόσον το ανιχνεύσουμε θα
μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κατάσταση.
Προβλέψεις για χρεοκοπία της Ελλάδας, απειλές για έξοδο από την ευρωζώνη,
δυσοίωνες οικονομικές εκτιμήσεις, ανικανοποίητες αγορές, υποβαθμίσεις, συνεχής
άνοδος των spreads, μέτρα λιτότητας, μέτρα ,μέτρα, φόροι και χαράτσια…ύφεση,
ανεργία, φτώχεια, αγανάκτηση…..
Αυτές οι λέξεις συνοψίζουν πιθανότατα όλη τη μετά-μνημόνιο εποχή.
Δίχως να αρνούμαστε τις εγγενείς αδυναμίες του Ελληνικού κράτους, είναι
πλέον σε όλους γνωστό και παραδεδεγμένο ότι η ελληνική δημοσιονομική κρίση όχι
μόνο δεν είναι η μοναδική δημοσιονομική κρίση, καθώς πάμπολλα κράτη αντιμετωπίζουν
παρόμοια προβλήματα, αλλά κι ότι αντλεί τις ρίζες της από κάτι πιο γενικό, κάτι
μεγαλύτερο κι ευρύτερο από την ελληνική οικονομία.
Το κραχ
Όλα ξεκίνησαν από τη λεγόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις
ΗΠΑ όταν έσκασε η φούσκα στα ακίνητα, η οποία είχε γιγαντιαίες διαστάσεις, πολύ
μεγαλύτερες από άλλες φούσκες ακινήτων στο εξωτερικό. Η φούσκα των ακινήτων σε
πολλές περιοχές των ΗΠΑ (την περίοδο 2000-2006 οι τιμές αυξήθηκαν πάνω από
100%) διευκόλυνε την υπέρ-κατανάλωση (μέσω δανεισμού βασισμένου στην αυξημένη
αξία των ακινήτων) και αποτέλεσε τη βασική... «πηγή» της κρίσης.
Η εκτόξευση των τιμών (φούσκα) των κατοικιών στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία ραγδαία
εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, από 9% των συνολικών στεγαστικών
το 2003 σε 24% το 2007, σε κατηγορίες νοικοκυριών που υπό κανονικές συνθήκες
δεν θα έπρεπε να έχουν δανειοδοτηθεί.Τα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) με μόνη εγγύηση την αναμενόμενη αύξηση
στην τιμή της κατοικίας αποτελούσαν το υπόβαθρο δημιουργίας, δομημένων
προϊόντων που αγοράστηκαν από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), ασφαλιστικές
εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η αγορά των subprime
στηρίχτηκε στο φθηνό χρήμα. Με την έναρξη του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου, όλο
και περισσότεροι δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους.Η κρίση αυτή οδήγησε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες είχαν δανείσει υπερβολικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια είχαν παιχτεί στις διεθνείς αγορές με τη μορφή παραγώγων κ.λπ. Η κρίση, λοιπόν, μετεξελίχτηκε σε τραπεζική. Από την τραπεζική κρίση περάσαμε γρήγορα σε κρίση της οικονομίας, σε ύφεση, λόγω της κατάρρευσης των εξαγωγών, της συρρίκνωσης της ζήτησης. Συνέβη, δηλαδή, ένα ντόμινο παγκοσμίως. Αυτά γίνονταν γύρω στο 2008-2009. Τότε, τονίζει ο Κώστας Λαπαβίτσας, παρενέβη το κράτος παγκοσμίως για να αποτρέψει τα χειρότερα, δηλαδή την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την περαιτέρω γιγάντωση της ύφεσης. Παρενέβη διασώζοντας τις τράπεζες και τονώνοντας τη ζήτηση. Αυτό όντως είχε θετικά αποτελέσματα για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες σώθηκαν, σχετικά γρήγορα μάλιστα αποκαταστάθηκε και η κερδοφορία τους, και η ζήτηση κρατήθηκε σε λογικά επίπεδα. Τουλάχιστον δεν κατέρρευσε συνολικά.
Το αποτέλεσμα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται προς το τέλος του 2009, με την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, ακριβώς γιατί το κράτος είχε παρέμβει για να λειτουργήσει πυροσβεστικά, ξοδεύοντας έτσι τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία και δημιούργησαν ή διόγκωσαν ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η δημοσιονομική κρίση, η οποία εμφανίζεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, έλαβε οξύτατες μορφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, δηλαδή, που άρχισε να ζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η περιφέρεια ήταν η δημοσιονομική κρίση, η οποία αποτελούσε την τελική φάση της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Το λεγόμενο κραχ όμως δεν είναι η αιτία, παρά το αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της κρίσης. Τι λοιπόν δημιούργησε αυτήν την κρίση που βιώνουμε σήμερα;
Οι κύριες αφηγήσεις
Τίποτα δεν λέγεται στην τύχη, αυτό είναι δεδομένο: πάντα έχει
σημασία τι πιστεύει ο κόσμος. Επομένως ένας καλός τρόπος να ξεκινήσουμε την
αναζήτησή μας είναι να ακούσουμε τις κύριες αφηγήσεις για το τι επιτέλους
φταίει. Υπάρχουν λοιπόν πάμπολλες θεωρίες και εξηγήσεις για το τι πραγματικά
συμβαίνει και για το πώς φθάσαμε εδώ ως κόσμος γενικότερα κι ως Ελλάδα
ειδικότερα.
- Υπάρχει λοιπόν μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας είναι εκ γενετής τεμπέλης και επιρρεπής στη διαφθορά. Έτσι έχτισε ένα κράτος που πήρε αυτά τα στοιχεία του, προϊόν κακοδιαχείρισης και στηριζόμενο με δανεικά κι αγύριστα. Όταν δε έσκασε η μεγάλη τρικυμία (βλέπε κρίση του 2008) αυτό άρχισε να βυθίζεται.
- Απ’ την άλλη είναι κάποιοι που πιστεύουν πως για όλα φταίει ο ξένος παράγων. Είτε το εννοούν πως έρχονται οι ξένοι μετανάστες και μας παίρνουν τις δουλειές προκαλώντας ανεργία και ύφεση με αποτέλεσμα μια αδύναμη οικονομία, είτε πως κάποιες έξωθεν ομάδες επιβουλεύονται επιχειρώντας κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας.
- Μια άλλη αφήγηση λέει πως φταίει ο νεοφιλελευθερισμός: ο οποίος εφαρμόζεται ουσιαστικά στην Ελλάδα από την εποχή του Μητσοτάκη (ούτε ο σοσιαλιστής Σημίτης αντιστάθηκε, ούτε ο λαϊκός Καραμανλής, ούτε ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Παπανδρέου) και πως η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί αντίστοιχα μόνο με μια κεϋνσιανή κοινωνική πολιτική που θα αυξήσει τη ζήτηση και την κατανάλωση και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
- Υπάρχει βεβαίως και η αφήγηση που ορμώμενη από τη μορφή με την οποία ξέσπασε η κρίση, το γεγονός δηλαδή πως αυτή ήταν χρηματοπιστωτική, ανιχνεύει την αιτία της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην υπερδιόγκωσή του και στην έλλειψη σοβαρού ελέγχου του από κράτη και διεθνείς θεσμούς.
- Κάποιοι άλλοι αναζητούν και βρίσκουν τις αιτίες της κατάστασης που βρισκόμαστε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και κυρίως στη δομή της νομισματικής ένωσης.
- Τέλος είναι και κάποιοι που θεωρούν την κρίση αυθεντικό αποτέλεσμα της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος (αν και η λέξη δεν ακούγεται εύηχα σε κάποια αυτιά, όπως λέει και ο Μπρωντέλ, «όταν τη διώχνεις πάντα αυτή επιστρέφει»)
Πιθανότατα κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι άλλοι άδικο, ή μπορεί να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω…Ίσως όμως να ισχύουν τα περισσότερα, αν όχι όλα τους. Δηλαδή μήπως τελικά δεν πρόκειται για απλά μια αιτία αλλά για ένα σύνολο παραγόντων και καταλυτών που συνθέτουν μια πολυδιάστατη αιτία στο πλαίσιο μιας έτσι κι αλλιώς πολύπλοκης πραγματικότητας;
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια σύνθεσης του πάζλ που δημιουργείται αν θεωρήσουμε πως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί/αιτιάσεις ισχύουν: Ας πάρουμε τα αίτια απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο (από άποψη χωροχρονική).
Καπιταλισμός λοιπόν
Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Πρόκειται για
ένα κοινωνικό σύστημα που εμφανίστηκε τα τέλη του 16ου
αιώνα στην Ευρώπη και έκτοτε έχει επεκταθεί σε όλον τον κόσμο. Βασίζεται στην
αέναη συσσώρευση κεφαλαίων ("πόρων προς αυγάτισμα") με μοναδικό στόχο
το συνεχές κέρδος. Για την ακρίβεια η πορεία του κεφαλαίου είναι η εξής:
Το (αρχικό)Χρήμα μετατρέπεται σε Παραγωγικό Κεφάλαιο {αυτό που λέμε παραγωγή, που αποτελείται από το σταθερό (δομές, μηχανήματα) και το μεταβλητό κεφάλαιο(εργάτες)} το οποίο παράγει Εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά επιφέροντας στον παραγωγό/κεφαλαιούχο το αρχικό Χρήμα+ κέρδος (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ).Σύμφωνα με το Μαρξ εκείνο που προκαλεί το επιπρόσθετο κέρδος είναι η υπερεργασία των εργατών στο επίπεδο της παραγωγής, το γεγονός δηλαδή πως εργάζονται για παραπάνω χρόνο απ’ όσο πληρώνονται. Διαφορετικά στα πλαίσια της ανταλλαγής προϊόντων ο παραγωγός θα λάμβανε στο τέλος του κύκλου προϊόντα ίσης αξίας με εκείνα που έδωσε: με αποτέλεσμα να δίνει το αρχικό Χ και στο τέλος του κύκλου να λαμβάνει πίσω πάλι το αρχικό Χ και τίποτα παραπάνω. Δεδομένου όμως ότι τα προϊόντα δεν "παράγουν αξία", το μόνο στοιχείο του κύκλου που μπορεί να "παράξει αξία" είναι η εργατική δύναμη. Αυτή η επιπλέον αξία που παράγει ο εργάτης και την καρπώνεται ο παραγωγός προκειμένου να έχει τελικό πρόσθετο κέρδος ονομάζεται υπεραξία. Αυτή λοιπόν η κυκλική διαδικασία αποτελεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, στην οποία και βασίζεται το σύστημα.
Όταν όμως όλη η κοινωνία λειτουργεί έτσι ώστε συγκεκριμένα ιδιωτικά κεφάλαια να αυγατίζουν κάτι δεν πάει καλά. Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα την "αθλιότητα του καπιταλισμού". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα-ζούγκλα, που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μεγαλύτερο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο. Ο οικονομικός δαρβινισμός είναι η τέλεια φράση για να το χαρακτηρίσουμε: αυτός που επιτυγχάνει τη συσσώρευση επιβραβεύεται, εκείνος όμως που δεν τα καταφέρνει χάνεται.
Ιστορικά, ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμασε. Από τον 16ο αιώνα που σημειώνεται η ανάπτυξη καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαύματα. Λίγοι όμως έχουν χαρεί αυτά τα θαύματα καθώς το αποδοτικότατο αυτό σύστημα ήτανε ιδιαίτερα "μεροληπτικό" και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας καταδικάστηκε σε φτώχεια και αθλιότητα.
Πρόκειται επίσης για ένα ασταθές κι εύθραυστο σύστημα καθώς είναι γεμάτο από "σκαμπανεβάσματα" με την έννοια ότι οι κρίσεις και οι υφέσεις αποτελούν… καθημερινότητα για αυτό. Είναι γεγονός ότι από το 1800 κι έπειτα κρίσεις και υφέσεις σημειώθηκαν κατά τόπους: το 1825, το 1847, το 1857, το 1873, το 1929, το 1973, το 1979, το 1987, το 1990, το 1994, το 1997/8, το 2001, το 2008. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται από πολλούς οικονομολόγους ως φάση Β του κύκλου Κοντράτιεφ. Οι κύκλοι Κοντράτιεφ (που αντλούν το όνομά τους από τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ) κινούνται με μια φάση ανόδου (φάση Α) και μια φάση καθόδου (φάση Β) της οικονομίας, μέσης διάρκειας 25-30 εως 50 χρόνων η κάθε μια. Στις φάσεις ανόδου αντιστοιχούν περίοδοι ανάπτυξης νέων μονοπωλιακών προϊόντων και αύξησης μισθών. Οι φάσεις καθόδου χαρακτηρίζονται από την πτώση των τιμών λόγω του ανταγωνισμού και τη μείωση των μισθών (και παράλληλα της ζήτησης) για τη διατήρηση του κέρδους του παραγωγού, και, μεταξύ άλλων, από υπερκεφαλαιοποίηση και μείωση των συναλλαγών.
Αυτή η εναλλαγή κινούταν "ομαλά" μέχρι τη δεκαετία του 1970 οπότε το σύστημα έφτασε στα όριά του, καθώς η παραγωγή έπαψε σταδιακά να αποδίδει τα δέοντα κέρδη. Πρόκειται για αυτό που λέμε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε σημείο όμως καμία επένδυση να μην αξίζει καθώς το κέρδος που θα απέφερε να είναι αμελητέο. Όλο αυτό απείλησε το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος: τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα, πέντε είναι κατά τον Βάλερσταιν, τα βασικά έξοδα της παραγωγής:
α) οι μισθοί
β) οι φόροι
γ) οι υποδομές
δ) οι πρώτες ύλες
ε) η διαχείριση των απορριμμάτων/αποβλήτων
Οι μισθοί (αναφερόμενοι και ως μεταβλητό κεφάλαιο) είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η οργανωμένη "πάλη" ανάμεσα σε παραγωγούς κι εργαζόμενους μέσω συνδικαλιστικών οργάνων, η σχετική εργατική νομοθεσία (εργατικό δίκαιο), η κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος του εφεδρικού στρατού (ομάδων, όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες, που λόγω της ανάγκης τους για εργασία δέχονται χαμηλότερους μισθούς με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον διαπραγματευόμενο μισθωτό να ρίξει τις απαιτήσεις του) κ.α. Το θέμα είναι όμως πως οι μισθοί μοιραία τείνουν προς επαύξηση λόγω της πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Η απάντηση των παραγωγών ήταν η μετακίνηση τους σε ζώνες με πιο "φθηνά εργατικά χέρια". Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα πληθυσμού να βλέπουν μια σημαντική αύξηση στο εισόδημά τους με τους χαμηλούς μισθούς που τους δίνονταν (που σίγουρα ήταν μεγαλύτεροι απ' όσα κέρδη τους απέφερε η αγροτική απασχόληση). Όμως παγκοσμίως τέτοιες ζώνες έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς σταθερά, το πολύ σε 20-30 χρόνια οι εργάτες οργανώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν την αύξηση του μισθού τους.
Το ζήτημα των μισθών αποτελεί μια εγγενή αντίφαση του καπιταλισμού γιατί ενώ από τη μια αποτελούν ένα σημαντικό έξοδο των παραγωγών, που διαχρονικά επιδιώκουν τη μείωσή του προκειμένου να αυξηθεί το κέρδος τους, απ' την άλλη τροφοδοτούν την κατανάλωση καθώς ανάλογα με το μέγεθός τους τόσο μπορεί να τα καταναλώσει τα προϊόντα της παραγωγής ο μισθωτός. Όταν όμως λόγω της συμπίεσης των μισθών δεν υπάρχει κατανάλωση τα προϊόντα λιμνάζουν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ή να επιβραδύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ)
Έπειτα οι φόροι είναι ένα επίσης σημαντικό έξοδο. Αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τους φόρους που πληρώνουμε, υπάρχει μια σταθερή αυξητική τάση σε αυτούς. Αυτό αφ' ενός γιατί γινόμαστε σταθερά όλο και περισσότεροι (ποσοτικός παράγοντας). Κι αφ' ετέρου γιατί η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας ανεβάζει διαρκώς τα κόστη της υγείας, της παιδείας και κυρίως των συστημάτων κι εξοπλισμών ασφαλείας (ποιοτικός παράγοντας). Όλα αυτά πληρώνονται με λεφτά των φορολογούμενων με αποτέλεσμα η πραγματική φορολόγηση να αυξάνεται διαρκώς.
Τέλος οι υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια), η φροντίδα των πρώτων υλών και η διαχείριση των απορριμμάτων είναι κόστη τα οποία οι παραγωγοί φορτώνουν στους άλλους. Το κράτος φροντίζει για τις υποδομές. Το κόστος της αχόρταγης κι ασχεδίαστης εξάντλησης των πόρων (βλέπε πχ υλοτόμηση από τον Αμαζόνιο αδιαφορώντας για το περιβάλλον) το φορτώνονται οι πολίτες ενώ το κόστος της διαχείρισης των απορριμμάτων επίσης το αναλαμβάνει το κράτος καθώς οι παραγωγοί σπάνια φροντίζουν πραγματικά γι' αυτά ενώ συνήθως τα παρατάνε όπου ...βολέψει (σε ποτάμια και δημόσια οικόπεδα). Στο βαθμό που ασκούνται πιέσεις (λόγω της κρατικής πολιτικής, της οικολογικής συνείδησης κλπ) στους παραγωγούς να συμβάλλουν στην κάλυψη των παραπάνω στοιχείων, το συνολικό τους κέρδος μειώνεται. Όλα αυτά τα κόστη ανέβαιναν τη δεκαετία του 1970 σε σημείο απελπιστικό για τους παραγωγούς.
Η λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους πήρε δύο όψεις:
Από τη μια είχαμε την οικονομική στροφή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κι απ' την άλλη την πολιτική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό.
Νεοφιλελευθερισμός
Ο Μίλτον Φρίντμαν, γκουρού του νεοφιλελευθερισμού |
- Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών.
- Οφείλουν επίσης να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς.
- Πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων.
- Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι, πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα.
- Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού σε όλον τον κόσμο ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία.
- Όλες οι τιμές και οι μισθοί οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά ( δίχως να υπάρχει κατώτατος μισθός ή οποιοδήποτε άλλο όριο).
Ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη της παραγωγής: μείωση του αναδιανέμοντος πλεονάσματος μέσω συμπίεσης των μισθών και περικοπών στο κράτος πρόνοιας, ανάληψη από το κράτος βασικών εξόδων των εταιρειών, άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση των κεφαλαίων. Όλα αυτά προκειμένου να δοθεί λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Πάντως ενώ βραχυπρόθεσμα πράγματι οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς και τα έξοδα για το κοινωνικό κράτος, αυτά αποδείχθηκαν πάγιες τάσεις με αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη αποτυχία του να δώσει λύση στο πρόβλημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ (Βρετανία) και ο Ρόναλντ Ρήγκαν (ΗΠΑ) ταύτισαν τα ονόματά τους με τη νεοφιλελεύθερη "επέλαση" |
Η επικράτηση λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καταδίκασε δισεκατομμύρια σε φτώχεια και περιθωριοποίηση, κατέστρεψε οικονομίες (και κοινωνίες) ολόκληρες, Όλα αυτά στο βωμό του επιπλέον πλουτισμού των ήδη πλουσίων. Έτσι επέτεινε τη προαναφερθείσα δομική αντίφαση του καπιταλισμού, η οποία και επεδιώχθη να αντιμετωπιστεί με το κεϋνσιανό μοντέλο κράτους πρόνοιας: μειώνοντας επιπλέον την οικονομική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσα πρέπει ώστε να έχουν όσο κέρδος θα ήθελαν οι κεφαλαιοκράτες. «Μπορείς να εξακολουθείς να μεταφέρεις εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο χωρίς να έχεις πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σε περιβάλλον έλλειψης συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται. Δεν το κάνουν. Το άτομο μπορεί να σκεφτεί λογικά. Οι εταιρίες για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, μπορούν να πιέσουν το κόστος εργασίας όλο και περισσότερο προς τα κάτω, αλλά το κόστος εργασίας είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου» σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τρία μέσα σύμφωνα με τον Richard Wolff: "ο κόσμος άρχισε να δουλεύει περισσότερο σε παραπάνω από μια δουλειές, άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες και οι έφηβοι και βεβαίως δόθηκε πίστωση". Το τελευταίο ήταν και το πιο αποτελεσματικό μέσο. Η κατανάλωση στηρίχθηκε στο δανεισμό: ιδιωτικό και κρατικό.
Χρηματοπιστωτικό σύστημα
Όμως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επικεντρώθηκαν και οι
παραγωγοί/εταιρείες προκειμένου να αυξήσουν το συνολικό ποσοστό κέρδους τους.
Βεβαίως το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπήρχε ήδη πριν τον 20ο αιώνα με
τη διαφορά όμως πως τότε είχε δευτερεύοντα χαρακτήρα. Το κέρδος λοιπόν που
χρειαζόταν αναζητήθηκε αυτή τη φορά πρωτίστως εκεί, ενώ προηγουμένως η παραγωγή
ήταν που είχε πρωτεύοντα χαρακτήρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάγκη των
παραγωγών να διοχετεύσουν κάπου τα πλεονάζοντα κεφάλαιά τους καθότι υπήρχε ήδη
πρόβλημα συσσώρευσης κεφαλαίων, τέτοιου μεγέθους που δεν μπορούσαν να
αξιοποιηθούν με κανέναν γνωστό τότε τρόπο. Από τη στιγμή που αυτό λοιπόν δεν
μπορούσε να γίνει στον τομέα της παραγωγής, οι κάτοχοι των μεγάλων κεφαλαίων
στράφηκαν στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου το πλεόνασμα που παράγει και
οικειοποιείται το κεφάλαιο απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες που τελικά
καταρρέουν, σκορπίζοντας το χάος και τον πόνο σε όλη την οικονομία.
Πολλοί πιστεύουν ότι για την κρίση του 2008 ευθύνεται αποκλειστικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο και διαχωρίζουν από τον καπιταλισμό. Κι όμως αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι λογική συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι η αναζήτηση του κέρδους πέρα από την παραγωγή. «Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο 3ος τόμος)
Οι μεγάλες εταιρείες έκαναν επενδύσεις με βάση τα κέρδη τους (που έφθαναν και περίσσευαν) με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται δάνεια. Έτσι οι τράπεζες στράφηκαν στα νοικοκυριά. Άρχισαν λοιπόν να παραχωρούν δάνεια σε αυτά, πολλές φορές μάλιστα με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις γνωρίζοντας ότι οι δανειζόμενοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα χρέη τους. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπήκαν έτσι και οι απλοί εργαζόμενοι αρχικά ως δανειζόμενοι και στη συνέχεια ως μετέχοντες στο Χρηματιστήριο κι αγοράζοντας μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και άλλα παρόμοια.Η αποτελεσματικότητά του όμως το καταδίκασε σε υπερβολική χρήση με αποτέλεσμα εν έτει 2011 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες να χρωστάνε κάπου.
Όπως προελέχθη η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται και στον νεοφιλελευθερισμό όχι όμως μόνο λόγω του γεγονότος ότι το δάνειο έγινε…τρόπος ζωής, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας που είχαν προκληθεί, καθώς κι επειδή άρθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί του (κερδοσκοπικού) κεφαλαίου που είχαν θεσπιστεί μετά το κραχ του ‘29.
Ενδεικτικά:
-Στις 15 Αυγούστου 1971, η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της γνωστής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944) που καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, συνδέοντας συγχρόνως το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα με τα αποθέματα σε χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η απόφαση αυτή των Αμερικανών, να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα» της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε, σταδιακά στην πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ιδιαίτερα ριζοσπαστικά μέτρα χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, προϊόν της οποίας είναι και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και εντεύθεν. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από τη βιομηχανική παραγωγή στον χρηματοοικονομικό τομέα, το λεγόμενο «U-Turn», με στόχο την εξασφάλιση γρήγορου και υψηλού κέρδους, οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.» υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
-Στις 12 Νοεμβρίου του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραφε την πράξη κατάργησης του Glass-Steagall Act αίροντας τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και απελευθερώνοντας πλήρως το τραπεζικό σύστημα. Glass-Steagall ονομαζόταν ο νόμος που πέρασε το Αμερικανικό κογκρέσο το 1933 μετά από την κατάρρευση της αγοράς το ‘29. Ο νόμος αυτός κάλυπτε πολλά πράγματα αλλά βασικό χαρακτηριστικό ήταν να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες. Αν δηλαδή ήσουν χρηματιστηριακή εταιρεία, δεν μπορούσες να δέχεσαι καταθέσεις. Επίσης αν ήσουν τράπεζα, δεν μπορούσες να πουλάς μετοχές. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν διότι, το 1929, η μόχλευση για μετοχές ήταν περίπου στο 10!!! Σήμερα είναι 50% του συνόλου. Ήθελαν δηλαδή να περιορίσουν την μόχλευση από την μεριά των επενδυτών και να μην επιτρέψουν στις επενδυτικές τράπεζες να βάλουν χέρι σε καταθέσεις. Τον Νοέμβριο λοιπόν του 1999 πέρασε το Gramm-Leach-Bliley Act, που αναιρεί το Glass-Steagall. Μετά από περίπου 70 χρόνια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αγοράσουν (και επίσημα, διότι είχαν γίνει ορισμένες θεωρητικά παράνομες εξαγορές ακόμα και πριν το 99) επενδυτικές τράπεζες και μπορούσαν να προσφέρουν όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κάτω από το ίδιο μαγαζί.
-Στις 28 Απριλίου του 2004 5 μέλη του SEC των ΗΠΑ συνταθήκανε με όλες τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street για να ακούσουν εκκλήσεις για άρση των περιορισμών που είχαν οι τράπεζες όσο αναφορά πόση μόχλευση (χρέος) μπορεί αν έχουν. Οι τράπεζες ήθελαν να υπάρξει εξαίρεση για τις επενδυτικές τους τράπεζες ,έτσι ώστε να μπορούν να αναλάβουν (οι επενδυτικές τράπεζες) μεγάλο χρέος και στη συνέχεια αυτά τα κεφάλαια να πάνε στην μητρική εταιρεία έτσι ώστε αυτοί να επενδύσουν σε default swaps, στεγαστικά ομόλογα και άλλα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα. Μεταξύ των προσώπων που ήταν σε αυτή την συνάντηση ήταν και ο Henry Pauslon (για λογαριασμό της Goldman Sachs) που δυο χρόνια αργότερα έγινε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ. Μέσα σε δυο μήνες η απόφαση ήταν και οριστική και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες είχαν πλέον την δυνατότητα να δανειστούν και να μοχλευτούν μέχρι τον λαιμό και ακόμα πάρα πέρα.Πέραν, δηλαδή, από την αναίρεση του Glass-Steagall, οι αρχές επέτρεψαν τις επενδυτικές τράπεζες να αναλάβουν πολύ μεγάλο ρίσκο και επιπλέον ο έλεγχος από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήταν ανεπαρκής.
«Η μετατόπιση λοιπόν του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ενίσχυσε το ρόλο των τραπεζών στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και για να εξασφαλίσουν αστρονομικά κυριολεκτικά κέρδη, προέβησαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα κι ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes). Δάνεια σε «hedge-funds» που χρηματοδοτούσαν μέσω μόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και πολλά τραπεζικά δάνεια κλπ.., με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα, μέσω της τιτλοποίησης χρεών του κλάδου των ακινήτων, σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Έτσι φθάσαμε σε σημείο μόλις το 8% του παγκόσμιου χρήματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομία.» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας
Έτσι άρχισε σταδιακά η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Για παράδειγμα οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, μαζί έχουν 120% του ΑΕΠ της Γερμανίας ολόκληρης και η BNP Paribas, η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, έχει 140% του Γαλλικού ΑΕΠ. Έτσι τα κράτη έχοντας ανάγκη από ρευστό είναι ως ένα σημείο λογικό να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τέτοιων μεγαθηρίων.
Το κράτος παρέδωσε στην οικονομία σχεδόν κάθε τομέα της εξουσίας του επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση κάθε είδους κοινωνικού αγαθού μέσω των αχαλίνωτων ιδιωτικοποιήσεων κι αφήνοντας το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ανεξέλεγκτο κι αφορολόγητο. Οι πλέον υπερδυνάμεις είναι τεράστια τραπεζικά και επενδυτικά ιδρύματα διαπλεκόμενα με οίκους αξιολόγησης και πολυεθνικές.
Ως εκ τούτου οι λεγόμενες αγορές επιβάλλονται στις εθνικές πολιτικές. Έτσι στήνεται ένα σκηνικό, κατά το οποίο οι προαναφερθείσες δυνάμεις κερδίζουν από παντού.
Όμως, η πολιτική της αχαλίνωτης απορρύθμισης που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής και της ανοχής της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, προκάλεσε τελικά σοβαρές οικονομικές κρίσεις, αρχικά με την ασιατική κρίση του 1998, αργότερα με την κρίση στην Λατινική Αμερική και τελικά με την έντονη κρίση που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ με το σκάσιμο της φούσκας των εταιριών που κινούνταν στην πρωτοπόρα τότε αγορά των υπολογιστών (dot-com). Η ανάκαμψη, που ακολούθησε τα παραπάνω, στηρίχθηκε στη δημιουργία μιας τεράστιας στεγαστικής φούσκας που φτιάχτηκε μέσω των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) και οδήγησε στη μαζική αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ενός συστήματος που παραμένει βαριά πληγωμένο από την πιστωτική κρίση που εμφανίστηκε αρχικά το 2007 και συνεχίζει να διαπερνά την αμερικάνικη και παγκόσμια οικονομία, χωρίς να διαφαίνεται κάπου το τέλος της.
Ευρώπη: Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη
Την κατάσταση στα ευρωπαϊκά κράτη επιβάρυνε η Ευρωπαϊκή Ένωση και
βεβαίως το νομισματικό της οικοδόμημα: η ευρωζώνη. Η ιδέα για μια ενωμένη Ευρώπη δεν είναι καινούργια. Οι Ρωμαίοι, ο Ναπολέων
κι ο Χίτλερ είναι μερικοί από εκείνους που το επεδίωξαν, ο καθένας τους για
τους δικούς του ιδιοτελείς λόγους. Μετά από πολλές και χρόνιες διαβουλεύσεις
σχηματίστηκε το 1994 η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της οποίας έγινε και η ΟΝΕ,
η νομισματική ένωση της Ευρώπης και έτσι γεννήθηκε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμά
μας, το ευρώ.
Από τη μια η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίσθηκε πάνω σε ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες αρχές επιβραβεύοντας για την εφαρμογή τους με κονδύλια: συνθήκες όπως του Μάαστριχτ και της Μπολόνια επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων: όλα αυτά βεβαίως λειτούργησαν υπέρ των ισχυρών χωρών του άξονα που μπόρεσαν να επιβληθούν οικονομικά εις βάρος εκείνων της περιφέρειας.
Απ’ την άλλη η ευρωζώνη χτίσθηκε επίσης προβληματικά. Πρώτα απ’ όλα «υπάρχει μια μεγάλη θεσμική αντίφαση ανάμεσα στην ενιαία νομισματική πολιτική: υπάρχει μία κεντρική τράπεζα, ακολουθείται ίδια νομισματική πολιτική, δίνεται ίδιο επιτόκιο για όλους, και παρ’ όλα αυτά συναντάμε μια πολυδιάσπαση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεκαέξι κράτη, το καθένα με το δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αντίφαση εμφανίζεται σ’ όλα τα επίπεδα και στο επίπεδο των αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο των αγορών. [...] Δεκαέξι είναι στην ουσία (οι χρηματοπιστωτικές αγορές), οπότε το κάθε κράτος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.» τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Λαπαβίτσας. Επομένως ούτε η Ευρώπη μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική ούτε το κάθε κράτος νομισματική πολιτική. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι αυτές οι δύο πολιτικές είναι εκ των πιο αποτελεσματικών «όπλων» απέναντι στις κρίσεις και στην ύφεση. Στη περίπτωσή μας λοιπόν απαιτείται ένας δίχως υπερβολή τέλειος συντονισμός αυτών των δύο πολιτικών, κάτι που δεν το βλέπουμε να συμβαίνει καθώς ο καθένας, Ευρώπη κι Ελλάδα, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει μόνον οικονομική ένωση κι όχι πολιτική αφ’ ενός λόγω της απόκλισης συμφερόντων κι αφ’ ετέρου λόγω της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, εφόσον δεχόμαστε ότι η οικονομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής. Αποφάσεις της πρώτης θα πρέπει απαραίτητα να στηρίζονται και να συμπληρώνονται από εκείνες της δεύτερης.
Το ευρώ λειτούργησε εκβιαστικά. Αποτέλεσε το ίδιο έναν κοινωνικό εκβιασμό προφανώς γιατί μην έχοντας μια χώρα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομική ευλυγισία με κανέναν άλλο τρόπο πέρα απ’ τη μείωση της αξίας της εργασίας. Μόνο δηλαδή με εσωτερικές υποτιμήσεις μπορεί μια ευρώ-χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. Κάτι που η Γερμανία και οι βόρειες χώρες άρχισαν να κάνουν ήδη πριν από το ευρώ. Αντίθετα στις χώρες του νότου για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ίσως και συγκυριακούς) κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οι, ήδη χαμηλοί στις περισσότερες περιπτώσεις, μισθοί δεν μειώθηκαν στο βαθμό που επέβαλλαν οι συνθήκες υψηλής ανταγωνιστικότητας. (Η ταξική μεροληψία του ευρώ μεταφράζεται και σε θεσμική μεροληψία όπως φάνηκε από το γεγονός ότι, όταν βρέθηκαν οι τράπεζες σε κρίση το 2008-2009, ο Ζ.Κ Τρισέ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ήταν ξεκάθαρος: επ’ ουδενί έπρεπε να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, τα κράτη βρέθηκαν σε δυσκολία, τέλος του 2009- 2010, εκεί τηρεί ρόλο παρατηρητή η ΕΚΤ κι αυτό το κάνει συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Σε κάθε δύσκολη στιγμή στηρίζει τις τράπεζες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά όχι το δημόσιο. Δεν πρόκειται επομένως για την Ευρώπη των λαών παρά για την Ευρώπη των κεφαλαίων.)
Έτσι το ευρωπαϊκό κέντρο έγινε ακόμα πιο ανταγωνιστικό από την περιφέρεια, και με την είσοδο στην κοινή αγορά του ευρώ αυτό μεταφράστηκε με πλεονάσματα στο ισοζύγιο συναλλαγών στο κέντρο, και δη στο λεγόμενο γαλλο-γερμανικό άξονα, και αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15.Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος. Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών μας επιλογών ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!
Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., (446.660 ευρώ) και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Όσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας εισαγωγών κι εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα.
Έτσι η Ελλάδα έχασε άλλη μια σημαντική πηγή εσόδων, τις εξαγωγές. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του χρέους, όχι μόνο λόγω της μεγάλης μείωσης των πάλαι πότε εσόδων από τις εξαγωγές κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων ούτε λόγω της αντικατάστασης των χρημάτων αυτών από νέα δανεικά. «Καθώς η αξία του κληρονομηθέντος δημόσιου χρέους παραμένει αμετάβλητη, αυτό δημιουργεί μια θεμελιώδη αντίφαση στο πλαίσιο της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης: Όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν τους μισθούς και το κόστος, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, τόσο βαρύτερο γίνεται το χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση του βάρους του χρέους απαιτεί, με τη σειρά της, περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και πάλι, αυτό απαιτεί μια επιπλέον εσωτερική υποτίμηση, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το βάρος του χρέους και ούτω καθεξής. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (με οποιοδήποτε κόστος) με στόχο την περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών δεν θα είναι παρά μόνον μια πύρρειος νίκη, δηλαδή μια νίκη πολύ δαπανηρή για το βιοτικό επίπεδο και την εγχώρια κατανάλωση.» τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Μωυσής Σιδηρόπουλος.
Υπάρχει απ’ την άλλη η μομφή ότι το ευρώ αποτελεί έναν δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού στη χώρας μας, με την έννοια ότι συνέβαλε στην πλήρη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, συνέδραμε στην άρση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και όξυνε τον ανταγωνισμό. Δεν έχουν άδικο. Και τα αποτελέσματα είναι σε γενικές γραμμές ολέθρια. Ο τραπεζικός κι ο εφοπλιστικός τομέας ευνοήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό. Tο ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να το φθηνό δανεισμό για να τροφοδοτήσουν μια καταναλωτική και στεγαστική φούσκα, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το πραγματικό κόστος εργασίας. Αντίθετα όμως οι υπόλοιποι εκτέθηκαν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ελληνικά κεφάλαια απέδρασαν από την Ελλάδα δίχως να σημειωθεί αντίστοιχη εισροή ξένων κεφαλαίων.
Γράφημα 1:
Με κόκκινο τα κεφάλαια χωρίς Άμεση Ξένη Επένδυση, δηλαδή δάνεια
|
Ελλάδα
Αναμφίβολα όμως μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την παρούσα
κατάσταση αναλογεί και στους Έλληνες. Κατά τη γνώμη μου η
αναζήτηση των αιτιών της κρίσης στην Ελλάδα ως προς τις ευθύνες της ίδιας της
Ελλάδας (τις "εγχώριες ευθύνες") θα μπορούσε να βασιστεί στα εξής
τρία υποκείμενα: λαός-πολιτική τάξη-πλούσιοι {αν και η λέξη πλούσιοι είναι
κάπως γενική και αόριστη αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που
κατά καιρούς άλλαζαν ονόματα (κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι, γαιοκτήμονες, αστική
τάξη, καπιταλιστές κλπ) αλλά απαρτίζονταν από ίδια άτομα και τις οικογένειές
τους}.
Τρεις (επίσης) λέξεις συνοδεύουν το Ελληνικό κράτος απ’ τη γέννησή του το 19ο αιώνα και (πιο συγκεκριμένα) περιγράφουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω υποκειμένων αλλά και απέναντι στο ξένο παράγοντα: χρέος-διαφθορά-πελατειακές σχέσεις.
Όσον αφορά στο πρώτο, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ για τα "φιλελληνικά" δάνεια για τις ανάγκες πρώτα του πολέμου κι έπειτα της οργάνωσης των επαναστατημένων περιοχών σε κράτος. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά είχαν μεγάλα επιτόκια, τα δανεισθέντα ποσά έφθασαν μισά στη χώρα λόγω των… «μεσαζόντων» που υπεξαίρεσαν προκλητικά μεγάλα ποσά. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η νεοσύστατη Ελλάδα δανειζόταν συνεχώς για να αποπληρώσει εγκαίρως τα τεράστια για το μέγεθος της οικονομίας της χρέη. Έτσι το κράτος οδηγήθηκε σε διαδοχικές πτωχεύσεις και εθνικές ταπεινώσεις που οδηγούσαν στην εξαθλίωση του λαού αλλά και στην εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα εθνικά και διεθνή οικονομικά κέντρα ισχύος. Ο φαύλος κύκλος του χρέους συνεχίστηκε και τον 20ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα.
Παράλληλα με όλα αυτά είχαμε μια πολιτική τάξη της οποίας τα…αιώνια μέλη έταζαν ρουσφέτια για όταν με την ψήφο του λαού θα αποκτούσαν την κρατική εξουσία. Ανταγωνίζονταν λοιπόν για τη νομή του κράτους προκειμένου όταν την αποκτήσουν να "δωροδοκήσουν" τους ψηφοφόρους και να διαιωνίσουν τη θέση τους. Έτσι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής υπόστασης της Ελλάδας. Απ’ την άλλη δε υπήρχε και ο βασιλιάς, ο διαχρονικός τοποτηρητής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα.
Οι πατριαρχικές/προκαπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις σε συνδυασμό με τους μοντέρνους για την εποχή κοινοβουλευτικούς θεσμούς, την καθολική ψήφο και την αστική δημοκρατία θεωρούνται από πολλούς η βασική αιτία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Επομένως ουδεμία κουβέντα για ανάπτυξη με την ευρεία του όρου έννοια, παρά μόνο διαφθορά, διαπλοκή και κακοδιαχείριση. Αυτά οδήγησαν σε μια ανορθολογική οικοδόμηση του κράτους. Ενός κράτους γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού χτισμένου μόνο πάνω στις ιδέες του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος η πολιτική τάξη φάνηκε ιδιαίτερα δεκτική στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα απ’ τη χώρα μας αλλά και στις απαιτήσεις των ντόπιων πλουσίων οι οποίοι ήθελαν να διατηρηθούν στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής πυραμίδας της Ελλάδας. Αρχικά βεβαίως οι ίδιοι ταυτίστηκαν με την πολιτική τάξη. Κοντολογίς ήταν οι ίδιοι η πολιτική τάξη. Κυρίως μετά τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται διακριτά, οπότε και η πολιτική τάξη απέκτησε περισσότερο ενδιάμεσο ρόλο. Μέχρι τότε επίσης οι πλούσιοι επιτελούσαν μια διαφορετική λειτουργία. Λειτουργούσαν επικουρικά στην εξυπηρέτηση των ξένων και σαφώς ισχυρότερων (εθνικών και διεθνών) συμφερόντων με αντάλλαγμα τη διατήρηση της τοπικής τους ισχύος.
Βγαίνοντας από τη δίνη του β’ παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στο κατεστραμμένο Ελληνικό κράτος η ευκαιρία να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Αντ' αυτού η ηγεσία του διατήρησε τις προϋπάρχουσες δομές και αντί να προσπαθήσει να κάνει αμέσως μια νέα αρχή με τη συνδρομή όλων των Ελλήνων με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδο, βάλθηκε σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που πέρα από τα κόστη σε ζωές και τις υλικές ζημιές καταδίκασε τον ελληνικό λαό σε μια διχόνοια σαράντα χρόνων, στην ύπαρξη πολιτών β’ κατηγορίας (ποιος λαός ευημερεί οικονομικά όταν δεν «ευημερεί» και κοινωνικά;) και το έστρεψε στην αγκαλιά πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε από νωρίς στην ψυχροπολεμική λογική. Η Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ εξασφάλισε στην Ελλάδα χρήματα τα οποία υποτίθεται θα πήγαιναν στην ανόρθωση νέων κοινωνικών δομών, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη εκβιομηχάνισή της. Αντίθετα όμως τα λεφτά αυτά αφ’ ενός χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελληνική πολιτική, πολλές φορές με καθαρούς εκβιασμούς, (μάλιστα οι Αμερικάνοι ναρκοθέτησαν στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης, ακόμα και πολιτικών που και ιδεολογικά συνέκλιναν μαζί τους και είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν όπως ο Μαρκεζίνης, ώστε η Ελλάδα να μην απεξαρτηθεί ποτέ οικονομικά από το εξωτερικό και να συνεχίσει να εισάγει ό,τι χρειάζεται) , κι αφ’ ετέρου ένα πολύ μεγάλο μέρος τους σπαταλήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Έτσι η λιγοστή ανάπτυξη που γνώρισε το ελληνικό κράτος ήταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανική οικονομία παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν την εικοσαετία 1950-70, κατά την οποία η «δύση», μέρος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, ευημερούσε και είχε σχεδόν μόνιμα θετικούς όλους της τους δείκτες.
Με όλα αυτά λοιπόν οι υπάρχουσες δομές του ελληνικού κράτους δεν άλλαξαν. Οι πελατειακές σχέσεις εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, η διαφθορά και η διαπλοκή κυριαρχούσαν και το χρέος συνεχώς μεγάλωνε. Οι ρίζες επομένως φτάνουν πολύ πιο μακριά από τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά στο χρέος, εκεί απλώς η ελληνική κοινωνία ακολούθησε το διεθνές σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη εκτίναξή του συνέπεσε με μια παγκόσμια κρίση χρέους (τη δεκαετία του '80) Πλέον ΟΛΑ λειτουργούσαν με βάση το δανεισμό. Το ίδιο έκανε λοιπόν και το ελληνικό κράτος. Εν προκειμένω όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε από εγγενή χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά και βεβαίως το μοιραίο αποτέλεσμά τους που λέγεται κακοδιαχείριση. Μια ακόμα διαφορά ήταν βεβαίως ότι στην περίπτωσή μας ο δανεισμός ήταν κρατικός και έπειτα με τη μορφή παροχών έφτανε στους πολίτες. Αντίθετα στα περισσότερα δυτικά κράτη κυριάρχησε ο ιδιωτικός δανεισμός απ’ τις τράπεζες. Ως εκ τούτου προφανώς «ζούσαμε με παραπάνω απ’ όσα είχαμε», μόλο που δεν ήμασταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Όλοι ζούσαν με παραπάνω απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχαν.
Τίθεται πάντα το ερώτημα για το ποιες είναι οι ευθύνες του λαού για όλα αυτά. Τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως προβοκατόρικα τόνισε ο Θόδωρος Πάγκαλος; Βεβαίως ο ελληνικός λαός συναίνεσε με αρκετούς τρόπους σε αυτήν την κατάσταση. Με την ψήφο, με το ρουσφέτι, με την ανοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πολύ βασικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα το τι πήρε ο καθένας. Πήρε άραγε ο ελληνικός λαός τα ίδια με τα άλλα δύο υποκείμενα: την πολιτική τάξη και τους «πλουσίους»; Δεν υπάρχει κάποιος που να το πιστεύει στα σοβαρά, τουλάχιστον χωρίς να έχει συμφέρον να το πιστεύει. Οι μίζες αλλά και οι επιπτώσεις από την κακοδιαχείριση (τα "διαφυγόντα κέρδη") της πρώτης απ' τη μια και οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, οι αδιαφανείς κι απευθείας αναθέσεις έργων, οι υπερτιμολογήσεις έργων και άλλα τόσα των δεύτερων απ' την άλλη μετριούνται μόνο με δισεκατομμύρια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο λαός ουκ ολίγες φορές αντέδρασε. Επαναστάτησε το 1843, το 1862 και το 1910. Πήρε τα βουνά το ‘41-‘44 και ξαναπολέμησε το ‘46-‘49, βγήκε στους δρόμους το 34 με 35 ,το 73 το 2010 και το 2012. Σίγουρα βέβαια θα έπρεπε να κάνει περισσότερα, όπως όμως και κάθε λαός θα όφειλε.
Επίλογος
Από τα παραπάνω αποδεικνύεται το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως ελληνική κοινωνία δεν είναι μονοσήμαντο. Είναι άτοπο να αναζητούμε τις αιτίες της κρίσης μονάχα στη δομή του νεοελληνικού κράτους και στις νοοτροπίες του νεοέλληνα ή μονάχα στη δομή της ευρωζώνης. Αντίθετα το πρόβλημα εκκινεί από παγκόσμιους οικονομικούς παράγοντες που βασίζονται στα θεμέλια των κοινωνικών σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, συνεχίζει με τους «τραυματικούς» τρόπους αντιμετώπισης των παραγόντων αυτών και καταλήγει στο επιμέρους στοιχείο του οικοδομήματος του ελληνικού κράτους. Επομένως η απάντηση στο πρόβλημα της κρίσης, θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω στοιχεία του προβλήματος: από το ελληνικό κράτος στην ευρωζώνη και από το νεοφιλελευθερισμό στον ίδιο τον καπιταλισμό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)