ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

26 Απρίλη 1944 – Η αντίσταση απήγαγε τον στρατηγό Κράιπε και οι “καλοί πατριώτες” διοργάνωναν συλλαλητήρια υπέρ του κατακτητή

Ό Χίτλερ δεν πίστευε στα αυτιά του.

Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα του. Στη “φωλιά των αετών” στον πύργο και στρατηγείο του στο Berchtesgaden στα χιονισμένα βουνά των Βαυαρικών Άλπεων. Με το ένα του χέρι χάιδεψε το αγαπημένο του λυκόσκυλο την Μπλόντι. Το άλλο το έφερε στο μέτωπο του και το έτριψε


Ζήτησε λίγο ουίσκι δίχως παγάκια από τον πιστό του υπηρέτη τον Χάιντς Λίγκε. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.

Ο Υποστράτηγος Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe, ο οποίος για τη Wehrmacht ήταν ένας ζωντανός θρύλος, ένας αξιωματικός που πολεμούσε από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και που στον Δεύτερο είχε διακριθεί και παρασημοφορηθεί για τις ικανότητες και το θάρρος του στο Ανατολικό μέτωπο, απήχθη από μια ντουζίνα ντόπιους Κρητικούς και Άγγλους κομάντο.
Θα μπορούσε εύκολα να πρόκειται για σενάριο κάποιας καλογυρισμένης Χολιγουντιανής ταινίας. Θα μπορούσε κάποιος να ακούσει ή να διαβάσει την ιστορία και να μην πιστέψει λέξη. Θα έλεγε ότι τέτοια πράγματα δεν είναι δυνατόν να συμβούν ούτε στα παραμύθια με καλό τέλος, ούτε καν στις ταινίες του Χόλιγουντ.

Και όμως ότι θα διαβάσετε όχι μόνο συνέβη αλλά είναι μια καταγεγραμμένη ιστορικά, πραγματικότητα.

Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε στην Κρήτη, τσάκισε το ηθικό των Γερμανών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο πολεμούσαν εκείνη τη στιγμή, και παράλληλα αναπτέρωσε το φρόνημα των λαών που μάχονταν ενάντια στους Ναζί. Όταν η είδηση, έφτασε μέχρι το Γερμανικό Επιτελείο Στρατού στο Βερολίνο αλλά και στα αυτιά του ιδίου του Χίτλερ, πως ένας μπαρουτοκαπνισμένος Γερμανός ταξίαρχος με ανδραγαθήματα στο Ανατολικό Μέτωπο, ο οποίος λίγες ημέρες πριν, είχε προαχθεί σε υποστράτηγο, απήχθη στην Κρήτη

Μετά από αυτό το γεγονός τίποτε δεν ήταν πλέον Το σχέδιο που επεξεργάζονταν οι Άγγλοι μήνες πριν την απαγωγή του Κράιπε, ήταν απλό και συνάμα περίπλοκο.

Ένα σχέδιο γεμάτο κινδύνους και με πολύ μικρά ποσοστά επιτυχίας, εάν δεν υπήρχε άψογος συντονισμός κινήσεων. Ο Διοικητής της Κρήτης ο Γερμανός στρατηγός Μύλερ, γνωστός για τα εγκλήματα και τις θηριωδίες του σε βάρος του αδάμαστου κρητικού λαού, έπρεπε να απαχθεί, να μεταφερθεί σε συμμαχικό έδαφος και να πληρώσει για τα εγκλήματα του.

Όμως η τύχη δεν όρισε να είναι ο Μύλερ ο απαχθείς. Μια ξαφνική μετάθεση του και τη θέση του ως διοικητής στο νησί ανέλαβε ο ταξίαρχος Κράιπε. Ο οποίος μάλιστα προήχθη σε υποστράτηγο.
Τα πρόσωπα άλλαξαν όχι όμως και το σχέδιο. Αντί του Μύλερ, ο Κράιπε. Οι Εγγλέζοι έτριβαν τα χέρια τους. Ο Κράιπε ήταν πολύ γνωστός ανώτατος αξιωματικός της Wehrmacht. Το χτύπημα θα έκανε μεγαλύτερο θόρυβο…

Σε καθημερινή βάση, 24 ώρες το 24ωρο από απόσταση ασφαλείας, Άγγλοι κομμάντος ντυμένοι κρητικοί, αλλά και Κρητικοί που παρίσταναν τους βοσκούς παρακολουθούσαν και κατέγραφαν το πρόγραμμα του Διοικητή του νησιού. Από την ώρα που έφευγε από το σπίτι του το πρωί μέχρι την ώρα που επέστρεφε. Που πήγαινε ποιους συναντούσε, πόση ώρα έκανε το αυτοκίνητο του από το σπίτι στο στρατηγείο, ποιος οδηγούσε, που έκοβε ταχύτητα, πόσα αυτοκίνητα συνοδείας υπήρχαν. Οι κρητικοί είχαν γίνει η σκιά του.

Ως κατοικία του στρατηγού Κράιπε είχε επιλεγεί η βίλα ‘Αριάδνη’, απέναντι από τα ερείπια της αρχαίας Κνωσσού, πέντε περίπου χιλιόμετρα από το Ηράκλειο.

Η βίλα είχε χτιστεί από τον ίδιο τον Άγγλο αρχαιολόγο Έβανς, που διενήργησε τις ανασκαφές για το ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα. Για συμβολικούς λόγους ο Έβανς τότε, είχε χαρίσει στην βίλα το όνομα της κόρης του μυθικού βασιλιά. Στην μικρή κωμόπολη Άνω Αρχάνες, σε απόσταση 17 περίπου χιλιομέτρων από την βίλα, βρισκόταν το στρατηγείο του Κράιπε. Κατά την συνήθειά του, ο στρατηγός πήγαινε καθημερινά στο στρατηγείο του και επέστρεφε σπίτι του λίγο πριν τις 9 το βράδυ.

Οι λύσεις ήταν δύο.

Η πρώτη να γίνει η απαγωγή μέσα στη βίλα Αριάδνη το βράδυ όταν ο Κράιπε θα αναπαυόταν και η δεύτερη να γίνει κατά τη διάρκεια που ο Κράιπε θα πήγαινε στο στρατηγείο του, δηλαδή στο δρόμο-εν κινήση. Είχε επιλεγεί μάλιστα και το ιδανικό σημείο. Μια δεξιά στροφή κατηφορική ,σε μια ερημιά της διαδρομής, όπου τα αυτοκίνητα αναγκαστικά έκοβαν ταχύτητα για να μην πέσουν στον γκρεμό. Δεξιά και αριστερά της στροφής υπήρχαν και άδεια αρδευτικά χαντάκια, ιδανικά για να κρυφτούν εκεί οι απαγωγείς. Η πρώτη λύση απορρίφθηκε εξ αρχής. Η Βίλα ήταν περιφραγμένη με τριπλή σειρά ηλεκτροφόρων συρμάτων και φυλασσόταν από μια ολόκληρη διμοιρία, που χρησιμοποιούσε ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τα περίπολα ήταν τόσο πυκνά και οι επισκέψεις διαφόρων ανώτερων αξιωματικών τόσο συχνές, τους οποίους ασφαλώς συνόδευε η δική τους ομάδα φρούρησης, ώστε η παραμικρή κίνηση θα γινόταν άμεσα αντιληπτή.

Εμπνευστής του σχεδίου ήταν ο Βρετανός ταγματάρχης Πάτρικ Φέρμορ.

Ένας αξιωματικός που λάτρευε την Κρήτη και οι Κρητικοί τον εμπιστεύονταν. Τον φώναζαν μάλιστα “Πάντυ” ή “Φιλεντεμ”, επειδή αγαπούσε το κρητικό αυτό τραγούδι. Ο Φιλεντέμ λοιπόν ανέλαβε να βρεί και να οργανώσει την ομάδα απαγωγής. Επέλεξε λοιπόν τον Λοχαγό William Stanley Moss, ο οποίος μιλούσε άψογα πολλές γλώσσες και την Γερμανική και ήταν άσσος στην οδήγηση. Είχε εκπαιδευτεί και σαν κομάντο. Επιλέχτηκαν ακόμη οι Μανώλης Πατεράκης, μέλος της τοπικής αντίστασης, που γνώριζε άπταιστα τα μονοπάτια και τα βουνά της Κρήτης, όπως και ο ανθυπολοχαγός Γιώργος Τυράκης από την Σάτα (γνωστός στην περιοχή ως Τυρογιώργης).

Και οι δύο αυτοί Κρήτες είχαν εκπαιδευτεί στα σαμποτάζ στην Μέση Ανατολή.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκπαίδευσης τους στη Μέση ανατολή, ο Πατεράκης είπε στον Φιλεντέμ να πάρει στην ομάδα και κάποιους άλλους κρητικούς που θα βοηθούσαν στην πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Τους  Γρηγόρη Χναράκη,Αντώνη Παπαλεωνίδα και Αντώνη Ζωιδάκη –όλοι εκπαιδευμένοι στην Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Executive -SOE) Καΐρου, στον επιχειρησιακό κλάδο για την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Βουλγαρία (Advance Force 133). Μετά το πέρας των προετοιμασιών, ο Φέρμορ μαζί με την αρχική ομάδα στάλθηκε μέσω Βεγγάζης στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, ώστε λαμβάνοντας μέρος σε σύντομες καταδρομικές αποστολές να εξασκήσουν τις γνώσεις τους.

Η ομάδα έφτασε στη Κρήτη μια άσχημη νύχτα του χειμώνα του 44 και αμέσως οι αντάρτες του καπετάνιου Ζωγραφάκη, την οδήγησαν σε ασφαλή σπηλιά για να ξεκουραστεί και να ανασυνταχθεί. Στην ομάδα εντάχθηκε και ο εκπαιδευμένος σε σαμποτάζ Μιχάλης Ακουμιανάκης, γνωστός και ως Μίκυ. Την ομάδα που πλέον είχε μεγαλώσει θα βοηθούσαν στην περίπτωση που κάτι στράβωνε και δεχόταν επίθεση από Γερμανούς, οι άνδρες του καπετάνιου Μπαντουβά.

Ο Φιλεντέμ και ο Μος θα παρίσταναν τους Γερμανούς και θα σταματούσαν το opel kapitan του Κράιπε για κάποιο έλεγχο στην συγκεκριμένη στροφή.

Το βράδυ πριν την απαγωγή ο Ακουμιανάκης συνάντησε την ομάδα. Μαζί του είχε σε ένα πακέτο 2 στολές στα μέτρα του Φιλεντέμ και του Μος. Του τις είχε παραδώσει ο πατριώτης Δημήτρης Μπαλαφούτης. Τις είχε ράψει ο αδερφός του, γνωστός ράφτης εκείνη την εποχή στο Ηράκλειο. Μάλιστα τα εθνόσημα των πηλικίων και κάποια διακριτικά των στολών τα κέντησε η μοδίστρα Αναστασία Ανδρικάκη, μια θαρραλέα γυναίκα που από νωρίς εντάχθηκε στην αντίσταση και στο ραφείο της είχε εγκατασταθεί το παράνομο Κέντρο Πληροφοριών των ανταρτών της περιοχής.

Στις 9.25 το βράδυ της 26η Απριλίου ο Κράιπε επέστρεφε από το στρατηγείο του. Ήταν ασυνόδευτος .

Μόνο εκείνος και ο οδηγός του. Οι απαγωγείς είχαν ακροβολιστεί στα καθορισμένα σημεία του δρόμου. Ο Φέρμορ με τον Μος, φορώντας στολές δεκανέα της γερμανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στάθηκαν στη μέση του δρόμου, υψώνοντας ένα σήμα STOP και ανάβοντας ένα κόκκινο φανάρι, ώστε να υπονοηθεί ότι επρόκειτο για συνηθισμένο έλεγχο ασφαλείας. Πράγματι το αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε μπροστά από τον ‘έλεγχο’. Ο Φέρμορ ζήτησε σε άψογα γερμανικά την ταυτότητα του στρατηγού και την άδεια κυκλοφορίας. Και πριν καλά καλά προλάβει ο Κράιπε να ξεκουμπώσει την τσέπη του για να επιδείξει το ντοκουμέντο που του ζητήθηκε, διαμαρτυρόμενος που ο δεκανέας δεν γνώριζε τον διοικητή του, ο Φέρμορ κόλλησε το πιστόλι του στο στήθος του Γερμανού, ανακοινώνοντάς του ταυτόχρονα ότι από εκείνη την στιγμή ήταν αιχμάλωτος των Βρετανών.

Η ορντινάντσα και οδηγός του Κράιπε έκανε να αντισταθεί αλλά ένα χτύπημα στο κεφάλι από τα άλλα μέλη της ομάδας που κατέφτασαν τον έριξε αναίσθητο.

Με δυσκολία έδεσαν τον Στρατηγό που χτυπιόταν και αντιστεκόταν τον φίμωσαν και τον έριξαν στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Ο Μος πήρε θέση στο τιμόνι του Opel, δίπλα του κάθισε ο Φέρμορ στην θέση του συνοδηγού, ενώ οι Πατεράκης, ο Τυράκης και ο Σαβιολάκης πίσω και ξεκίνησαν όλοι μαζί παίρνοντας τον δρόμο για την Κνωσσό.

Ο Ακουμιανάκης πήγε στο Ηράκλειο και άρχισε να διαδίδει φήμες για την απαγωγή που θα παραπλανούσαν του Γερμανούς και θα έδιναν τον απαραίτητο χρόνο στην ομάδα να διαφύγει. Επίσης, επειδή φοβόντουσαν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος ντόπιων κατοίκων, φρόντισαν οι ειδήσεις που θα διέδιναν να μην εμπλέκουν τους Κρήτες, αλλά μόνο ξενόφερτες βρετανικές ομάδες κομάντος.

Κάθε λεπτό που περνούσε η τύχη έπαιζε παιχνίδια στους απαγωγείς.

Έτσι μετά από κάποιες στροφές στο δρόμο προς την Κνωσσό, το opel kapitan με τη σημαία του στρατηγού στα φτερά του, αλλά με τους απαγωγείς και τον στρατηγό δεμένο και φιμωμένο μέσα, έπεσε σε μπλόκο. Ο Μος αντέδρασε ψύχραιμα. Μείωσε ταχύτητα και επέτρεψε στους ελεγκτές να παρατηρήσουν την σημαία του στρατηγού στα μπροστινά φτερά, οπότε χαιρέτησαν και τους άφησαν να περάσουν. Αργότερα, ενώ έφτασαν έξω από την βίλα του Κράιπε, ο Μος κόρναρε ώστε να καταλάβουν οι σκοποί ότι δεν θα έμπαιναν μέσα, αλλά θα συνέχιζαν προς το Ηράκλειο.

Εκεί, αναγκασμένοι να διασχίσουν μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους της πόλης, πέρασαν μπροστά από τον κινηματογράφο του Παυλικάκη, που μόλις είχε σχολάσει. Παντού περπατούσαν Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί, αλλά ο Μος διατήρησε την ψυχραιμία του και κόρναρε επανειλημμένως, ώστε να τραβηχτούν στην άκρη. Πράγματι, όσοι έβλεπαν την σημαία του αυτοκινήτου παραμέριζαν και στέκονταν προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά τον υποτιθέμενο στρατηγό. Ο Φέρμορ νηφάλιος, χωμένος βαθιά στο πηλίκιο του Κράιπε, ανταπέδιδε κλίνοντας αργά το κεφάλι του.

Αλλά στην Χανιόπορτα, την δυτική έξοδο της πόλης, όπου υπήρχαν αποθήκες πυρομαχικών, η φρουρά ήταν και ενισχυμένη και σχολαστική στους ελέγχους της.

Μόνο το θράσος των Βρετανών κομάντος ήταν ικανό να τους χαρίσει την σωτηρία, καθώς ο σκοπός πλησίαζε με το φανάρι του προτεταμένο. Τότε ο Φέρμορ, υποδυόμενος τον αγανακτισμένο στρατηγό που τον χασομερούν με τυπικές διαδικασίες, διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση και διέταξε τον οδηγό του (τον Μος) να συνεχίσει. Ο Γερμανός σκοπός του φυλακίου απλά παραμέρισε και στάθηκε προσοχή.

Συνολικά το αυτοκίνητο του στρατηγού με τους Άγγλους απαγωγείς και τον ίδιο τον Κράιπε δεμένο και φιμωμένο, πέρασε από 22!!! μπλόκα Γερμανών. Σε όλα οι αξιωματικοί και οι φαντάροι, παραμέρισαν και χαιρέτησαν σε στάση προσοχής και με το χέρι υψωμένο τον “Διοικητή” της Κρήτης. Κάποια στιγμή έφτασαν στον όρμο των Σεισών (σημείο που οι Γερμανοί πίστευαν ότι τα συμμαχικά υποβρύχια άφηναν ή παραλάμβαναν κόσμο και πολεμοφόδια). Εκεί άφησαν το αυτοκίνητο. Προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τα αντίποινα των Γερμανών στον ντόπιο πληθυσμό, άφησαν στο αυτοκίνητο Αγγλικά διακριτικά αλλά και μια επιστολή που έλεγε ότι τον Κράιπε, είχαν απαγάγει Άγγλοι κομάντο αποκλειστικά, δίχως την βοήθεια και ανάμιξη κανενός Κρητικού. Στη συνέχεια με τα πόδια και τον Στρατηγό δεμένο , προχώρησαν προς τα απάτητα βουνά του ορεινού όγκου της Κρήτης.

Το πρωί της 27ης Απριλίου όταν οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ξεκίνησαν να ψάχνουν κάθε σημείο της Μεγαλονήσου.
Κάθε χωριό, πόρτα πόρτα, κάθε σπηλιά, κάθε στάνη. Γερμανικά αποσπάσματα χτένιζαν λυσσασμένα το νησί. Παράλληλα απείλησαν τους αδάμαστους Κρητικούς, ότι δεν θα αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα, ότι θα ξεκινήσουν μαζικές εκτελέσεις και ότι θα κάψουν τα πάντα εάν δεν βρισκόταν ο στρατηγός.


Η ομάδα των απαγωγέων είχε φτάσει πλέον στον Ψηλορείτη.

Κρύφτηκαν σε μια σχεδόν αόρατη ακόμη και από πολύ κοντά, σπηλιά και περίμεναν να νυχτώσει. Τον Ουρανό της Κρήτης έσκιζαν συνεχώς Γερμανικά αεροπλάνα που περιπολούσαν από ψηλά, ενώ στα παράλια περιπολικά σκάφη χτένιζαν κάθε όρμο και κάθε παραλία. Την ίδια στιγμή γερμανικά αποσπάσματα χτένιζαν τα πάντα. Ο αρχικός ενθουσιασμός των απαγωγέων έδωσε τη θέση του στην αγωνία. Βρισκόμαστε στην πιο δύσκολη φάση του εγχειρήματος. Τη φάση της Διαφυγής.

Χωρίς την βοήθεια των κρητικών και στην φάση της απαγωγής αλλά και στη φάση της διαφυγής το σχέδιο θα είχε καταρρεύσει. Από τα Ανώγεια ο καπετάν Μιχάλης Ξυλούρης, είχε τους άνδρες του σε επαγρύπνηση και ενημέρωνε τους απαγωγείς για την κάθε Γερμανική κίνηση. Τους διαμήνυσε να περιμένουν μέχρι να βραδιάσει οπότε θα σταματούσαν τις πτήσεις τα αεροπλάνα και να πάνε να τον συναντήσουν στο κρησφύγετο του, όπως και έγινε.

Το επόμενο πρωινό έπρεπε να ξεκινήσουν για τον όρμο με τον κωδικό Χ25, σημείο όπου θα τους παραλάμβανε συμμαχικό υποβρύχιο. Ο Χ25 είναι ο κολπίσκος στον Άγιο Παύλο, στα νότια του νομού Ρεθύμνου. Όμως οι Γερμανοί συνέχιζαν σαν λαγωνικά να κυνηγούν τη λεία τους. Ο κλοιός έσφιγγε επικίνδυνα. Και ο χρόνος τελείωνε, αφού είχαν αρχίσει ήδη οι συλλήψεις και ο φόβος κάποιος που κάτι ήξερε, να σπάσει ήταν μεγάλος. Έπρεπε να βιαστούν. Θα περπατούσαν βράδυ και θα κρύβονταν το πρωί.

 Η ομάδα με οδηγούς τους αντάρτες του καπετάν Πετρακογιώργη, διέσχισαν τον χιονισμένο Ψηλορείτη.

Μια απίστευτα δύσκολη πεζοπορία στο πυκνό σκοτάδι μέσα στα χιόνια δίπλα σε γκρεμούς. Η εξάντληση, η κούραση και η πείνα, έκανε σε κάθε βήμα, τα πόδια τους όλο και πιο βαριά. Όταν έφτασαν στις νότιες πλαγιές του Ψηλορείτη η ομάδα του Πετρακογιώργη αποχώρησε.
Στην περιοχή της Φανερωμένης, μπήκαν στην τελευταία φάση του σχεδίου. Ο όρμος Χ25 ήταν μόνο κάποια χιλιόμετρα μακριά. Όμως και οι Γερμανοί είχαν προσδιορίσει που περίπου θα βρισκόταν η ομάδα και είχαν ρίξει όλες τους τις δυνάμεις στο κατόπι τους. Η επιχείρηση έμοιαζε καταδικασμένη.

Βρισκόμαστε ήδη στις 2 Μαΐου.

Οι κομάντος ανακάλυψαν ότι ήταν αποκλεισμένοι από παντού. Οι Γερμανοί είχαν στήσει μπλόκα σε όλη την γύρω περιοχή και τα περίπολά τους ‘χτένιζαν’ κυριολεκτικά κάθε σπιθαμή γης. Επιπλέον, το πυροβολικό του εχθρού βομβάρδιζε τις ρεματιές και τα χωριά, ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα διαφυγής των Βρετανών. Γιατί, παρά τις ενισχυμένες υποψίες για συμμετοχή ντόπιων, οι Γερμανοί πίστευαν ότι μόνο Βρετανοί κομάντος ήταν μπλεγμένοι στην υπόθεση της απαγωγής. Το απόβραδο οι άνδρες του Φέρμορ έβλεπαν με πικρία και πόνο ψυχής τους καπνούς από τις φλόγες που κατέκαιαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες και Μαργαρικάρι. Προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί να εκβιάσουν τους κομάντος σε παράδοση ή να στρέψουν, έστω, τον ντόπιο πληθυσμό εναντίον τους.

Ο αρχηγός του ΕΑΜ της περιοχής Μιχάλης Παττακός, ήρθε σε επαφή με τους αντάρτες και τους έδωσε πυρομαχικά και τρόφιμα.

Τους είπε επίσης ότι οι αντάρτες του είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό για να μπορέσει η ομάδα να διαφύγει. Έτσι και έγινε. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν όταν τα ξημερώματα της 4ης Μαΐου δέχτηκαν επίθεση από τους αντάρτες σε πολλά σημεία. Έπρεπε να ανασυνταχθούν και απέσυραν τα περίπολα τους από τη Φανερωμένη. Η ομάδα των Εγγλέζων ξεγλίστρησε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

Στις 4 Μαΐου, βρισκόντουσαν στο χωριό Άη Γιάννης, σχετικά ασφαλείς.

Όχι όμως κοντά στον όρμο Χ25 αλλά στον όρμο Χ75 στην περιοχή του Ροδάκινου. Εκεί έστειλαν μήνυμα στο Κάιρο να τους παραλάβει σκάφος. Στον όρμο Χ75 στην Περιστέρα. Η κρυπτογραφημένη απάντηση ήρθε από το στρατηγείο του Καίρου. Τα ξημερώματα της 15ης Μαΐου, ένα σκάφος ML θα τους παραλάμβανε από τον όρμο Χ75.

Μετά μαζί με το “πακέτο” θα επιβιβάζονταν σε υποβρύχιο και από εκεί θα πήγαιναν Κάιρο.

Το μεσημέρι της 13ης Μαΐου και ενώ κατευθύνονταν σε συγκεκριμένο σημείο όπου θα διανυκτέρευαν μέχρι το ξημέρωμα του ραντεβού, οι αντάρτες ενημέρωσαν τους Άγγλους ότι μια τεράστια Γερμανική φάλαγγα είναι λίγα χιλιόμετρα πίσω τους στην περιοχή της Αργυρούπολης. Αμέσως οι αντάρτες ακροβολίστηκαν στις ρεματιές και τα περάσματα του βουνού. Την στιγμή που η φάλαγγα πλησίαζε, ο Γρηγόρης Μοράκης, που είχε λάβει θέση αντίθετα από τους απαγωγείς, πέταξε μια χειροβομβίδα ώστε να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών και να μπορέσουν οι απαγωγείς με τον στρατηγό να φύγουν.


Το βράδυ της 15ης, με το πρώτο σκοτάδι άρχισαν να κατεβαίνουν προς την ακτή, από διαφορετικά σημεία ο καθένας, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους προς τα γερμανικά φυλάκια της Πλακιάς και του Φραγκοκάστελλου, αλλά και προς την θάλασσα, όπου περιπολούσαν ακταιωροί του εχθρού.
Αυτοί που θα φυγαδεύονταν ξάπλωσαν στην παραλία, ενώ οι άνδρες προκάλυψης έλαβαν θέσεις στα γύρω βράχια με τα όπλα έτοιμα να δράσουν αν χρειαζόταν. Λίγες στιγμές αρότερα ένας φακός από το σημείο των απαγωγέων έκανε σινιάλο στο συμμαχικό σκάφος για την ακριβη τοποθεσία τους και που θα τους παραλάβει

Το επόμενο βράδυ ο Γερμανός Στρατηγός βρισκόταν αιχμάλωτος των συμμάχων στο Κάιρο.

Ο Κράιπε οδηγήθηκε στην Αγγλία και από εκεί στον Καναδά, όπου παρέμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στα Βραχώδη Όρη μέχρι το 1947, οπότε απελευθερώθηκε…
Η επιχείρηση, όσο καλά και να είχε σχεδιαστεί δεν θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ να πραγματοποιηθεί, εάν δεν συμμετείχαν οι κρητικοί. Εάν οι Κρητικοί δεν εφοδίαζαν την ομάδα με τρόφιμα, εάν δεν την καθοδηγούσαν ανάμεσα σε απάτητα βουνά και στενά περάσματα, εάν δεν πολεμούσαν και εάν δεν μπέρδευαν τους Γερμανούς με τα τεχνάσματα τους, ο στρατηγός Κράιπε θα συνέχιζε να είναι διοικητής της Μεγαλονήσου και ο ίδιος ο Χίτλερ θα απολάμβανε πιο ήρεμος τις ημέρες του στη φωλιά του αετού…

Οι αντιδράσεις των “καλών πατριωτών” και η διοργάνωση συλλαλητηρίων υπέρ του κατακτητή

Πάντως, η απαγωγή, που θεωρήθηκε ως μια από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης στο νησί, καταδικάστηκε αμέσως από τους «προύχοντες» του Ηρακλείου, εκείνους δηλαδή που δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράζουν στήριξη στις γερμανικές αρχές κατοχής… Την επομένη της απαγωγής ημέρα, αρκετοί απ’ αυτούς υπέγραψαν ένα κείμενο καταδίκης της απαγωγής, αλλά και κάθε αντιστασιακής πράξης…

Ιδού το κείμενο, που υπογράφεται από τα μέλη της «Λαϊκής Επιτροπής» του 1944:

«Οι υπογεγραμμένοι, εκπροσωπούντες εν προκειμένω την γνώμην και τα αισθήματα ολοκλήρου του λαού του Νομού Ηρακλείου, έχοντες υπ’ όψιν την παρ’ αγνώστων εξαφάνισιν του στρατηγού κ. Κράιπε

α΄) εκφράζομεν την βαθυτάτην οδύνην κι αγανάκτησιν δια την πράξιν ταύτην

β΄) Πεποίθαμεν ότι εις τα ενεργείας ταύτας δεν μετέχει ο Κρητικός λαός εάν δε τυχόν μετέσχον τινες ούτοι ασφαλώς θα είναι εκ των κακοποιών στοιχείων τα οποία τελευταίως επιδίδονται εις δολοφονικάς και ληστρικάς εναντίον του φιλησύχου λαού πράξεις

γ΄) Αποδοκιμάζομεν και αποκηρύττομεν κάθε ενέργειαν οιουδήποτε συμπατριώτου μας τείνουσαν να δημιουργήση προστριβάς μεταξύ του λαού της Κρήτης και των Στρατευμάτων Κατοχής 

δ΄) Ποιούμεθα έκκλησιν προς πάντας τους Κρήτας όπως σπεύση οιοσδήποτε γνωρίζει ο,τιδήποτε στοιχείον δυνάμενον να διαφωτίση οπωσδήποτε την υπόθεσιν της εξαφανίσεως του στρατηγού Κράιπε να ανακοινώση τούτο εις τας Ελληνικάς ή Γερμανικάς Αρχάς, βέβαιος ων ότι ούτω παρέχει μεγάλην υπηρεσίαν εις τον τόπον μας και συντείνει εις την πρόληψιν μεγάλων κακών

Εν Ηρακλείω τη 28 Απριλίου 1944

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ»
Κάτω από το κείμενο υπάρχουν τα ονόματα που υπέγραφαν, όπως δημοσιεύτηκαν στον «Κρητικό Κήρυκα»:
  1. Ευγένιος Ψαλλιδάκης (Αρχιερατικός Επίτροπος)
  2. Μ. Πλεύρης, Δήμαρχος Ηρακλείου
  3. Εμμαν. Μελισσείδης, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου
  4. Στυλιανός Γιαμαλάκης, ιατρός
  5. Μιχαήλ Γερωνυμάκης, ιατρός
  6. Γεώργιος Φλώρος, πρόεδρος Ενώσεως Εξαγωγέων
  7. Θεόδωρος Κουφάκης, εμποροβιομήχανος
  8. Κωνσταντίνος Γαλενιανός, πρόεδρος Λέσχης Επιστημόνων,
  9. Ι. Ζερβός, Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Ηρακλείου.
  10. Στ. Κωνσταντινίδης
  11. Εμμ. Βασιλάκης
  12. Χρ. Ε. Βασιλάκης
  13. Εμμ. Μ. Βασιλάκης
  14. Ευστ. Διαμαντάκης
  15. Μιχ. Κουναλάκης
  16. Χρισ. Περάκης
  17. Ανδρ. Καστελλάκης
  18. Γεωρ. Λιαναντωνάκης
  19. Αχ. Τζενάκης
  20. Χρ. Παντουβάκης
  21. Ιω. Ελευθεράκης
  22. Κωνστ. Χατζάκης
  23. Αντ. Ανεμογιάννης
  24. Αρ. Ανδρουλάκης
  25. Αρ. Μιχελιδάκης
  26. Νικ. Σιδεράκης
  27. Τιτ. Περδικογιάννης
  28. Στ. Μιτσοτάκης
  29. Ευάγγ. Μεϊμαράκης
  30. Χριστ. Χουρδάκης
  31. Χαρ. Νίβας
  32. Κωνστ. Γαλανάκης
  33. Μιχ. Σακλαμπάνης
  34. Κωνστ. Βαρβεράκης
  35. Χαρ. Μαράκης
  36. Ευαγ. Χατζάκης
  37. Γρ. Χατζιδάκης
  38. Απολ. Μελισσείδης
  39. Ιωσήφ Αληγιζάκης
  40. Κωνστ. Πολυδάκης
  41. Γεωρ. Γεπεσάκης
  42. Μ. Τζομπανάκης
  43. Μιχ. Λογιάδης
  44. Ιω. Λογιάδης
  45. Ν. Πίκουλας
  46. Γ. Γαβριλάκης
  47. Ι. Παπαϊωάννου
  48. Αθ. Σισμανόγλου
  49. Γεωρ. Βαρδάκης
  50. Μάνος Βαρδάκης
  51. Πολ. Φαμελιάδης
  52. Νικ. Παντατοσάκης
  53. Ιω. Σακελλαρίδης
  54. Ρούσος Κατσουλογιώργης
  55. Στεφ. Σαατσάκης
  56. Κωνστ. Πολιτάκης
  57. Κ. Αρχιμανδρίτης
  58. Ν. Παρασύρης
  59. Αντ. Παρασύρης
  60. Ε. Γαλενιανός
  61. Κ. Ξανθουδάκης
  62. Γ.Ι. Διαλυνάς
  63. Σ. Πολυκράτης
  64. Α. Βλάσσης
  65. Μίμ. Αλεξίου
  66. Θεοδ. Γεωργιάδης
  67. Ν. Αλικιώτης
  68. Ι. Ζερβουδάκης
  69. Ευ. Χρυσός
  70. Δ. Μαλαγαρδής
  71. Μ. Σπαντιδάκης
  72. Μ. Διακάκης
  73. Ε. Σπινθουράκης.
Μετά την απαγωγή, ο «υπουργός – γενικός διοικητής Κρήτης» Ιωάννης Πασσαδάκης κάλεσε τους «καλούς πατριώτες» της Κρήτης να οργανώσουν συλλαλητήρια για να εκφραστεί η νομιμοφροσύνη προς τις κατοχικές αρχές… Στα Χανιά οργανώθηκε στις 6 Μαΐου (είχαμε γράψει σχετικά, παρουσιάζοντας και φωτογραφία, στο πλαίσιο της αναφοράς στον Πασσαδάκη, βλ. «Πατρίς», 6 Μαΐου 2012), ενώ στο Ηράκλειο στις 18 Μαΐου. Σχεδόν όσοι υπέγραψαν και το προηγούμενο κείμενο καταδίκης της απαγωγής του Κράιπε, υπέγραψαν και την πρόσκληση της οργάνωσης του συλλαλητηρίου, υπέρ, στην ουσία, των αρχών κατοχής.

Στην πρόσκληση αναφερόταν:

«ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Την προσεχήν Πέμπτην 18 Μαΐου 1944, ώρα 11 π.μ.
ΚΑΛΟΥΜΕΝ

Τον λαόν Ηρακλείου εις την πλατείαν του Ιερού Ναού του Αγίου Μηνά εις πάνδημον συγκέντρωσιν, ίνα ομοφώνως διακηρυχθή ότι η έμμονος θέλησις όλων ημών όπως και ολοκλήρου του Λαού της Κρήτης, είναι να διατηρηθή αφ’ ενός μεν η έννομος τάξις και η ηρεμία του τόπου, αφ’ ετέρου δε η πλήρης νομιμοφροσύνη του Λαού έναντι των Στρατευμάτων Κατοχής και η αρμονική μετ’ αυτού συμβίωσις

Η ΛΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ»
Ένα… «εθνικό συνέδριο»!

Κι ενώ η αντίσταση των Κρητικών κορυφώνεται, ο «υπουργός- γενικός διοικητής» Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης, και οι «ελληνικές τοπικές αρχές» οργάνωσαν στα Χανιά «εθνικό συνέδριο» για να δηλώσουν πίστη στις κατοχικές δυνάμεις και να καταδικάσουν την αντίσταση! Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 29 Ιουλίου 1944, παρόντος του Γερμανού διοικητή του νησιού στρατηγού Μύλλερ, ο οποίος δεν αποχώρησε μετά την απαγωγή του Κράιπε και ήταν ο κεντρικός ομιλητής, μαζί με τον Πασσαδάκη.

Οι αντιστασιακοί Έλληνες ονομάστηκαν «κομμουνισταί και αναρχικοί»!

Εκδόθηκε και σχετικό ψήφισμα, στο οποίο καταδικάζονταν «τα κομμουνιστικά αναρχικά στοιχεία» τα οποία «απεφάσισαν δυστυχώς να παρασύρουν τον τόπον εις εμφύλιον σπαραγμόν και να δημιουργήσουν και εν τη ιδιατέρα μας Πατρίδι, μίαν κατάστασιν παρομοίαν προς εκείνη, με την οποίαν δοκιμάζεται σκληρώς η υπόλοιπος χώρα και εξ αιτίας της οποίας αριθμούνται χιλιάδες θυμάτων Ελλήνων»…

Το ψήφισμα υπέγραφαν

ο Πασσαδάκης, ο «Γενικός Γραμματεύς Γενικής Διοικήσεως Κρήτης » και Νομάρχης Λασιθίου», Ι. Κοζύρης

ο ανώτερος διοικητής χωροφυλακής υποστράτηγος Ανδρέας Ιερωνυμάκης,
οι νομάρχες, Χανίων Ιωάννης Γαλάνης Ηρακλείου Εμμ. Ξανθάκης ,Ρεθύμνου Στ. Μαρκιανός.
Οι διοικητές διοικήσεων αξιωματικών, Χανίων υποστράτηγος Νικόλαος Γαγάρας, Ηρακλείου, υποστράτηγος Δημήτριος Μαλαγαρδής, Λασιθίου αντισυνταγματάρχης Μιχαήλ Σγουρός, Ρεθύμνου αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Λαχνιδάκης.

Οι γενικοί επιθεωρητές Παιδείας, Μέσης Εκπαιδεύσεως Νικόλαος Παπαγρηγοράκης, Στοιχειώδους Μάρκος Σιγάλας, οι Επίσκοποι, Κιδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος, Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Αθανάσιος, Ιεράς και Σητείας Φιλόθεος.
Επίσης ο πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης αρχιμανδρίτης (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) Ευγένιος Ψαλλιδάκης και οι διοικητές χωροφυλακής, Ρεθύμνου αντισυνταγματάρχης Απόστολος Πατακός, Λασιθίου, ταγματάρχης Μιχαήλ Παπαδάκης, Χανίων, ταγματάρχης Μιχαήλ Πωλιουδόβαρδας, Ηρακλείου μοίραρχος Ιωάννης Πολιουδάκης.

«Το καθήκον όλων ημών των Κρητών», έγραφαν οι «επίλεκτοι» της κατοχής «οι οποίοι εγαλουχήθημεν ανέκαθεν με τας πλέον θερμάς πατριωτικάς παραδόσεις και την βαθείαν πίστιν επί την θρησκείαν των προγόνων μας, είναι να ορθώσωμεν το ανάστημά μας όλοι ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων έναντι των κομμουνιστών και να διακόψωμεν πάντα δεσμόν μετ’ αυτών διότι δεν δυνάμεθα να έχωμεν πλέον οιανδήποτε σχέσιν με εκείνους οίτινες χάριν συμφεροντολογικών υπολογισμών εδέχθησαν να ποδοπατήσουν την Θρησκείαν και την Πατρίδα μας».

Πηγές:

– Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε.Πως οι Κρητικοί έκαναν ακόμη μια φορά του Γερμανούς να …λυσσάξουν, onalert.gr

– Οι Ναζί κατέστρεφαν την Κρήτη και οι “διορισμένοι“ πατριώτες αναθεμάτιζαν την αντίσταση, Αλέκος Α. Ανδρικάκης, patris.gr

– 26 Απριλίου 1944: Η απαγωγή του Κράιπε και η… “αγανάκτηση” των “καλών πατριωτών” 
Ποιοι Ηρακλειώτες υπέγραφαν υπέρ των Γερμανών, Αλέκος Α. Ανδρικάκης, candianews.gr

Αγώνας Κρήτης

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Ρότσιλντ εναντίον νεοφασισμού στο δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών

του Άρη Χατζηστεφάνου

Ο νεοφιλελεύθερος πρώην τραπεζίτης των Ρότσιλντ, Εμανουέλ Μακρόν, θα αντιμετωπίσει τη νεοφασίστρια Μαρίν Λεπέν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών σε μια αναμέτρηση που σηματοδοτεί τον de facto θάνατο της πέμπτης γαλλικής δημοκρατίας.

Το σύστημα που συνόδευσε την Γαλλία, από τα χρόνια της εκρηκτικής μεταπολεμικής ανάπτυξης μέχρι τις ημέρες μας, στο οποίο κυριαρχούσε η εναλλαγή δυο βασικών πολιτικών σχηματισμών, διαλύεται με κρότο καθώς οι σοσιαλιστές κυριολεκτικά εξαφανίζονται από το πολιτικό σκηνικό και οι συντηρητικοί του Φιγιόν γλύφουν τις πληγές τους από την πορεία του κρατικοδίαιτου «άριστου» υποψηφίου.

Κατά τα φαινόμενα η Γαλλία θα γίνει η τρίτη χώρα μετά την Ελλάδα και την Ιταλία που θα κυβερνηθεί από έναν τραπεζίτη – σενάριο που επιβεβαιώνει την τάση των οικονομικών ελίτ να αναλαμβάνουν την εξουσία αδιαμεσολάβητα από το πολιτικό κατεστημένο. Όπως ακριβώς συνέβη δηλαδή και στις ΗΠΑ με την εκλογή του επιχειρηματία Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Μακρόν υπόσχεται ακόμη πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα. Άλλωστε όλοι στη Γαλλία θυμούνται ότι «το όνομά του φέρει ο νόμος που διεύρυνε το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, ενώ είναι ηθικός αυτουργός όλων των μέτρων που φιλελευθεροποίησαν την οικονομία έτσι ώστε το 2016 το 86,4%των συνολικών προσλήψεων να είναι προσωρινές θέσεις κι εξ αυτών το 80% να αφορά συμβάσεις διάρκειας μικρότερης του 1 μήνα».

Το υγιές ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο της γαλλικής κοινωνίας μένει και πάλι χωρίς αριστερή, προοδευτική εκπροσώπηση στο δεύτερο γύρο των εκλογών, προς μεγάλη ικανοποίηση των χρηματοπιστωτικών κέντρων στην ΕΕ.

Η απάντηση λοιπόν αναμένεται και πάλι στους δρόμους … εκεί που οι Γάλλοι τα καταφέρνουν συνήθως πολύ καλύτερα απ ότι στις κάλπες.

Το Χρήμα δεν Μυρίζει

Kώστας Λουλουδάκης (Ιουλιανός)


Ήταν το 1946, όταν ο Αμερικάνος οικονομολόγος Kenneth Boulding στην 57η συνδιάσκεψη της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης με κυνισμό ομολογούσε:«Ο σημερινός Κόσμος ζει κάτω από το αφόρητο καταπιεστικό δίλημμα: είτε θα διευρύνει την κατανάλωση ακολουθώντας τον δρόμο του πολέμου, είτε θα μειώνει την παραγωγή ακολουθώντας το δρόμο των κρίσεων και της ανεργίας». Δηλαδή, για να διατηρηθεί ο καπιταλισμός, οι φορείς του δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή βίας για να τον κρατήσουν στην ζωή.

Όμως ο «δρόμος των κρίσεων και της ανεργίας» στερούνταν ιδεολογίας και ορθολογισμού. Άρα, χρειαζόταν νέα δομικά στοιχεία και εξειδίκευση, διότι οι φιλελεύθερες ορθοδοξίες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς είχαν χάσει, από την δεκαετία του 1930, με αφορμή το «μεγάλο Κραχ», κάθε ίχνος αξιοπιστίας.

Επιπρόσθετα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επικράτησε ένα θεσμικό πλέγμα το οποίο περιέκλειε μια νέα σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Ήταν η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» που κατ΄ επέκταση οδήγησε στο «κοινωνικό κράτος».

Η μεταπολεμική αυτή έκφραση του καπιταλισμού, με συνιστώσες που παραλλάζουν από χώρα σε χώρα και από κοινωνία σε κοινωνία, ήταν η απάντηση στις εκπληκτικές οικονομικές και πολεμικές επιδόσεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου• καθώς επίσης, και στην αποτελεσματικότητά του όσο αφορούσε στο επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της ΕΣΣΔ, λόγω της νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας και παρά την καταστροφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών της.

Η Σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας προσπόριζε στο Σοβιετικό κράτος το θαυμασμό, ενώ ο διεθνιστικός χαρακτήρας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και το κύρος που απέκτησε λόγω των αντιφασιστικών-αντιστασιακών ευρωπαϊκών κινημάτων, προσέλκυσε ευρύτερες μάζες σε όλο τον κόσμο.

Ο έντονος φόβος του καπιταλισμού για το πού θα στραφούν ιδεολογικά και οργανωτικά οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήταν η αιτία για την θεσμοθέτηση της μακρο-οικονομικής παρέμβασης του κράτους στην αγορά, με σκοπό την δημιουργία ενός πλαισίου που θα οργάνωνε την αναδιανομή του εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια κοινωνική πολιτική. Η «Κεϋνσιανή Συναίνεση» ,λοιπόν, ήταν το εύρημα του καπιταλισμού προκειμένου να ανασχέσει την ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού κοινωνικού μοντέλου στο διεθνές σκηνικό.

Η μεταπολεμική συναίνεση μεταξύ κράτους και οικονομίας της αγοράς ονομάστηκε «μικτή οικονομία», στο πλαίσιο, όμως, των ανανεωμένων ή νεοσυστημένων καρτελικών συμπράξεων και ενώσεων κεφαλαίων και στην από-ιδεολογικοποίηση της κοινωνικής θεωρίας. Δηλαδή, η διευρυμένη οικονομική και κοινωνική κρατική παρέμβαση του μεταπολεμικού κράτους στην ελεύθερη αγορά και στην ιδιωτική οικονομία, δεν τίθενται με ιδεολογικούς όρους, αλλά καθ’ υποφοράν ενός αποδεκτού πλέγματος κοινωνικών συμφερόντων. Γι αυτό, με τη θεσμοποίηση της «μικτής οικονομίας» παρατηρείται η προσπάθεια ταύτισης του συμφέροντος της εργατικής τάξης με το γενικό, το κρατικό και το εταιρικό συμφέρον.

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, ο κρατικός παρεμβατισμός που απέβλεπε στην άμβλυνση της αλληλοσυμπληρούμενης αντίφασης μεταξύ της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», της κρατικής γραφειοκρατικής υπαλληλοκρατίας, των συνδικάτων, των εργατών, των αγροτών και των μεσοστρωμάτων, έπαψε να είναι αναπόσπαστο μέρος της άμυνας του καπιταλισμού απέναντι στον σοσιαλισμό.

Καθόλου τυχαία, οι Financial Times του Λονδίνου έγραψαν σε κύριο άρθρο: «Η πτώση του σοβιετικού μπλοκ άφησε το Δ.Ν.Τ. και τους G7 να εξουσιάζουν τον κόσμο και να δημιουργούν μια νέα εποχή»

Η «νέα εποχή» σηματοδότησε την διάσταση του σύγχρονου φιλελευθερισμού ο οποίος εισήγαγε νέους όρους στην πολιτική προκειμένου να προβάλεται η δεδομενικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

«Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί – ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους.» επισημαίνει ο Αριστείδης Χατζής αρθογράφος, συγγραφέας, Φιλελεύθερος και αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Με τον ορό «ελεύθερη αγορά» ο κύριος καθηγητής, στο πλαίσιο της μονεταριστικής και φορμαλιστικής θεωρίας του, εννοεί ένα σύστημα εκμετάλλευσης ελαστικών μορφών εργασίας και φτηνών μεροκάματων, δημόσιας επιδότησης, τραπεζικού δανεισμού, και αποφυγή φορολογίας, υπέρ των επενδυτών και του ιδιωτικού κέρδους. Δηλαδή, η «ελευθερία» νοείται όχι ως κάτι γενικού ιδεώδους προς το οποίο οφείλει να προσανατολίζεται το κράτος, αλλά ως μοτίβο μαζικής παρέμβασής του στην οικονομία, προκειμένου να διατηρήσει ένα κράτος πρόνοιας για τους γύπες των αγορών.

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ ο φιλελευθερισμός ήταν νέα «συναίνεση» του καπιταλισμού, που ονομάστηκε «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ ή η Παγκόσμια Τράπεζα με έδρα την Ουάσινγκτον.

Σύμφωνα με το πνεύμα της «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», η «οικονομική κρίση» οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος «ελεύθερου ανταγωνισμού». Άρα, επιβάλλονταν να εφαρμοστούν από τις κυβερνήσεις «προγράμματα δομικής προσαρμογής» και μεταρρυθμίσεις με τις γνωστές συνταγές : δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να εξυπηρετηθεί το «δημόσιο» χρέος στις ιδιωτικές τράπεζες!

Ως προς το μείζον ζήτημα του χρέους και της αποπληρωμής του, ο αγαπητός δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ορθολογικά είχε περιγράψει με την πένα του τί πρέπει να γίνει: «Όταν χρωστάς, πουλάς, και όταν έχεις ανάγκη κάθε ευρώ για να ξεχρεώσεις, πουλάς όσο-όσο. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει. Έχουν κάτι καλύτερο να προτείνουν οι διαμαρτυρόμενοι και ασχημονούντες (μαζί με την επιταγή -καλυμμένη!- παρακαλώ).»

Σε αυτό το πλαίσιο τα αλαζονικά παράσιτα που κοσμούν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καλούνται να παραχωρήσουν το δημόσιο δίκτυό της ΔEΗ στους επενδυτές- εναλλακτικούς παρόχους, μεσάζοντες δηλαδή που έχουν την υπέροχη ροπή να βγάζουν κέρδος με δημόσια κόλλυβα πουλώντας αέρα κοπανιστό. Τους αυτοκινητόδρομους να τους μετατρέψουν σε ιδιωτικές οδούς, μερικών μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού επενδυτών, που γνωρίζουν καλά τα σύντομα μονοπάτια προς τον πλούτο. Επιπρόσθετα, μετέτρεψαν 14 αεροδρόμια σε ιδιωτική πίστα μιας εταιρείας, αφού πρώτα τράπεζα που χρηματοδοτήθηκε από δημόσιο χρήμα δάνεισε τα χρήματα της εξαγοράς τους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ! Στην ουρά περιμένουν και κάποιοι που ορέγονται την «αρπαγή» του νερού, των νοσοκομείων των προγραμμάτων συνταξιοδότησης, την αρπαγή των δημόσιων Πανεπιστημίων.

Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας έχει ήδη δοθεί ως ιδιωτική πισίνα σε μια εταιρεία, η οποία υποχρέωσε τους εργάτες να υπογράψουν «σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας αορίστου χρόνου»!

Θέλουν να δημιουργήσουν μια κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες θα διαμεσολαβούνται αποκλειστικά μέσω των ιδιωτικών θεσμών των αγορών και που σιγά-σιγά θα οδηγήσει στην απόρριψη συλλογικών υποκειμένων, (κόμματα, πολιτικά προγράμματα, οικονομικά συστήματα, εργατικά σωματεία κτλπ) με στόχο να εξαφανίσουν ή να δυσχεράνουν την έκφραση οποιασδήποτε συλλογικής τοποθέτησης των πολιτών.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Ιστορικής κατεύθυνσης, έχουν μια αφετηρία.

Ήταν 10 Απριλίου του 1947 όταν στο Mont Pelerin, μετέπειτα ιερό βουνό των απανταχού νεοφιλελεύθερων που βρίσκεται στο Βεβέ της Ελβετίας, συγκεντρώθηκαν τριάντα εννιά καθηγητές από όλο τον κόσμο με επικεφαλής τους Friedrich August Hayek και Milton Friedman προκειμένου να θέσουν τις βάσεις του νεοφιλελεύθερου μανιφέστου του Hayek, που είχε ήδη γράψει το ευαγγέλιο του Πάσχου Μανδραβέλη «The Road of Serfdom» που υποστηρίζει «ότι θα ζούμε καλύτερα με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία της αγοράς και ότι o ρόλος της κάθε κυβέρνησης θα πρέπει να περιοριστεί στη δημιουργία των προϋποθέσεων που χρειάζεται για να λειτουργήσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός των αγορών και στην προστασία της ιδιωτικής επένδυσης και περιουσίας». (μετάφραση: διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών και της δημόσιας ασφάλισης, διάλυση των εργατικών συνδικάτων). «Όλες τις λειτουργίες του κράτους θα τις αναλάβουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες με κίνητρο το κέρδος, θα παρέχουν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες.»

Εκεί ιδρύθηκε και η οργάνωση «Mont Pelerin Society», με σκοπό να συμβάλει στην επικράτηση των φιλελεύθερων ιδεών και στην «καταπολέμηση της υπεροχής της μαρξιστικής και της κεϋνσιανής σκέψης που σαρώνουν τον κόσμο». Από εδώ ξεπήδησαν και οι «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) που ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην επικράτηση του διανοητικού ρεύματος που ονομάστηκε «θατσερισμός». (Η μεγάλη αγάπη του αγαπητού φιλελεύθερου Ανδρέα Ανδριανόπουλου)

Ο Hayek, κάτοχος βραβείου Νόμπελ της Οικονομίας, έλεγε ότι θα «χρειαστεί τουλάχιστον μία γενιά προκειμένου να επικρατήσει το δόγμα του». Τόσο λίγο, μια και γνώριζε ότι το μεγάλο πλεονέκτημά του, ήταν ότι είχε αστείρευτες πηγές χρημάτων. Οι ολιγάρχες, οι πλούσιοι άνθρωποι με τα μονοπώλια και τα ιδρύματά τους όπως ο John Merrill Olin, οι «αυτοπροαίρετες ομάδες» δηλαδή, όπως έλεγε και ο Hayek έδωσαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να δημιουργήσουν think tanks και να ιδρύσουν σχολές διοίκησης επιχειρήσεων για να μετατρέψουν τις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων σε προπύργια της νεοφιλελεύθερης σκέψης…

Είκοσι έξι χρόνια μετά την δημιουργία του think tank «Mont Pelerin Society», η συγκεκριμένη θεωρία του Hayek και ο ίδιος αποκτούν μια χώρα. Σύμφωνα με τον «Τhe Guardian» και την εφημερίδα «Καθημερινή» στις 02.09.2007: «Το πρώτο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε ποτέ, ήταν στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, (Pinochet) το οποίο στήριξε η αμερικανική κυβέρνηση και οικονομολόγοι τους οποίους είχε διδάξει ο Μίλτον Φρίντμαν, (Milton Friedman ) εκ των ιδρυτών της Εταιρείας του Μον Πελερέν (Mont Pelerin). Εκεί, ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν υποστηρικτές για το πείραμα αυτό: όποιος είχε αντίθετη γνώμη τον πυροβολούσαν. Αργότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποίησαν την ισχύ τους στα αναπτυσσόμενα κράτη, για να ζητήσουν την εφαρμογή ανάλογων πολιτικών. Στην προώθηση του νεοφιλευθερισμού τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο καθώς προωθούσαν τα συμφέροντά τους.»

Ωστόσο, με απαισιοδοξία θα επισημάνουμε πως οι γνωστικές δυνάμεις μεγάλης μερίδας των εργαζομένων σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τα δρώμενα της οθόνης τους, κάτι που δεν αφήνει ούτε μία αμυδρή σκιά ελεύθερης βούλησης. Η αίσθηση της ελευθερίας, αυτής της μερίδας, προκύπτει καθώς αλλάζει τις οπτικές γωνιές θέασης ή τα κανάλια της τηλεόρασής της.

Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ζει ,λοιπόν, μέσα σε ένα καθεστώς απομόνωσης όχι μόνο από τα κέντρα αποφάσεων αλλά και από την ουσιαστική πληροφόρηση. Διατηρείται ο λαός ή καλύτερα η «κοινή γνώμη» στο σκοτάδι, ώστε να εξασφαλίζεται η μη ανάμιξή της στην σχεδιαζόμενη πολιτική, που σκοπό έχει την διατήρηση του συστήματος, τη σταθερότητα του καπιταλισμού και την επέκταση του ,ώστε να μην απομείνει πλέον κανένας μη εμπορικός χώρος στην κοινωνική δραστηριότητα.

Η κοινωνία πρέπει μόνο να υποφέρει, και να πιστεύει σε γελοίους σωτήρες, σε υψηλόφρονους φασίστες, σε θρησκευτικούς και εθνικούς φανατισμούς, σε δοξασίες συνωμοσιολόγων. Βολικό, καθώς σε μια «δυτικού τύπου δημοκρατία» είναι αδύνατον να βγάλεις έξω αποσπάσματα θανάτου και Τανκ όπως στην Χιλή στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Ο Ελβετός φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της καταγωγές και των θεμελίων της ανισότητας…» ευρηματικά εξηγεί πώς λειτουργεί ο Κόσμος: […] η κοινωνία και οι νόμοι που έβαλαν νέα δεσμά στους αδύνατους και έδωσαν περισσότερη δύναμη στους πλούσιους, αναπόφευκτα κατέστρεψαν τη φυσική ελευθερία, εγκαθίδρυσαν για πάντα το νόμο της ιδιοκτησίας και της ανισότητας, έκαναν τον επιδέξιο σφετερισμό ένα τελεσίδικο δικαίωμα, και για το κέρδος λίγων φιλόδοξων ανθρώπων καταδίκασαν από κει και μετά ολόκληρη την ανθρωπότητα στην εργασία, την υποτέλεια και τη φτώχεια».

Πηγή: imerodromos.gr

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Η παρακμή της Ευρώπης

Σχεδόν στο σύνολό τους τα ελληνικά κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου εξέδωσαν ανακοινώσεις ανακούφισης για το...
γεγονός ότι αντίπαλος της Μαρίν Λεπέν στον β’ γύρο των εκλογών θα είναι ο Εμανουέλ Μακρόν.

Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτό είναι λογικό. Από εκεί και πέρα κανείς δεν προβληματίστηκε -και ούτε πρόκειται- για το γεγονός ότι η Λεπέν έφτασε εκεί που έφτασε και κυρίως για ποιους λόγους εκατομμύρια Γάλλοι έριξαν την ψήφο τους υπέρ της Ακροδεξιάς.

Γι’ αυτούς, μάλλον πέρα βρέχει και η Ευρώπη οδεύει στον δρόμο της αρετής.

Κι όμως, η παρακμή της Ευρώπης αποτυπώθηκε χθες στις γαλλικές κάλπες...

efsyn.gr

Je suis France..

     Συμπάσχοντας με τον γαλλικό λαό και την μαλ βλακεία που έκανε χθες,
     ..αναρτούμε κι εμείς κατά την νέα μόδα, φωτογραφία με την γαλλική σημαία,
     ..ως αλληλέγγυοι για το τρομοκρατικό χτύπημα, που μέσω των εκλογών, η γαλλική κοινωνία κατάφερε στον εαυτό της.

     Ένα εκλογικό αποτέλεσμα που οδηγεί
τσιφ σε δύο βδομάδες στην εκλογή του πιό συστημικού από τους 11(!) υποψήφιους,
     ..της πιό καλής, της πιό πιστής γαλλίδας δουλίτσας του Σόϊμπλε και της Νέας γερμανικής Τάξης ευρωπαϊκών πραγμάτων.
     Εξ ου και η ανακούφιση στην Γερμανία και στις Βρυξέλλες
     Η Γαλλία με τον Μακρονίπρα (κατά το "Ολαντρέου") θα εξακολουθήσει να είναι υποτακτικός και χωροφύλακας της γερμανικής Ευρωπαϊκής "Ένωσης".
     Αυτό το τρομοκρατικό χτύπημα του αποτελέσματος των εκλογών είναι πολύ πιό δυνατό απ' τις βόμβες, και η Γαλλία, καθώς και η υπόλοιπη Ευρώπη θα το πληρώσει με περισσότερο αίμα.
     Άσχετο αν το αίμα αυτό θα είναι μόνον των εργαζόμενων και των μικρών και μεσαίων οικονομικά στρωμάτων της κοινωνίας.

     Ένα αποτέλεσμα απολύτως ανάλογο των δικών μας εκλογών του Σεπτέμβρη του 2015,
     ..που θα επιτρέψει αύριο-μεθαύριο να βγαίνει ο κάθε γλοιώδης τυχάρπαστος -όπως εδώ- και να δηλώνει πως ο λαός ήξερε τί ψήφιζε όταν ψήφιζε.
     Αυτό είναι το κακό για μας -καλό για το σύστημα- των εκλογών: με την πολυδιάσπαση του λαϊκού χώρου, οιονεί αντιμνημονιακού και στην ουσία αντι-ευρωπαϊκού όσον αφορά ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ  "Ένωση",
     ..οι στρεβλώσεις στην απεικόνιση της λαϊκής βούλησης είναι αναπόφευκτες.
     Κι αυτός είναι ο λόγος που το σύστημα διατηρεί και επιτρέπει ακόμη την διαδικασία των εκλογών.
     Σε αντιδιαστολή με τα δημοψηφίσματα που με την στυγνή λογική τους του ΝΑΙ-ΟΧΙ καταφέρνουν να αναδείξουν την πραγματική βούληση και τάση των λαών.
     Γι αυτό και αν ξαναδείτε δημοψήφισμα εντός Ευρωπαϊκής "Ένωσης" να μας τρυπήσετε την μύτη με την χοντρή την σακοράφα.
     Το σύστημα ήδη τα έχει απαγορεύσει.

     Κι ακόμα, αυτός είναι ο λόγος που πολύ σωστά ισχυρίζονται όσοι το ισχυρίζονται πως πολύ δύσκολα έως απίθανο να αλλάξει κάτι με μόνες τις εκλογές.
     Με σκέτες εκλογές προκηρυσσόμενες όποτε λέει ο νόμος ή όποτε βολεύει το σύστημα,
     ..οι λαοί το πολύ-πολύ να κερδίζουν -όταν κερδίζουν- μία μικρή παράταση στην θανατική τους καταδίκη. 
     Θανατική καταδίκη που αφορά την δημοκρατία, την αυτοδιάθεση, την ελευθερία των λαών.

     Χρειάζεται και κάτι άλλο:
     Χρειάζεται η ασφυκτική, η καταλυτική πίεση των λαών προς τις εξουσίες για να γίνονται εκλογές όχι όποτε το σύστημα θέλει,
     ..αλλά όποτε η εξουσία η δοσμένη απ' τον λαό ξεφεύγει, καταχράται, ψεύδεται, αθετεί.

     Σήμερα συμπάσχουμε με τον γαλλικό λαό.
     Θα περάσει πολύ άσχημα.
     Κι εμείς μαζί!.. 

 http://mandatoforos.blogspot.gr

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Τα ορφανά της χούντας και το like του Αδωνη

Είναι μια ενδεικτική εικόνα της παράνοιας που ζούμε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γράφει για την 21η Απριλίου και υμνεί την ελευθερία. Του κάνει like ο διορισμένος από τον ίδιο αντιπρόεδρός του, Aδωνης Γεωργιάδης, που έχει μιλήσει ανοιχτά για την "οικονομία- κούκλα" στην περίοδο της χούντας και για τον "μύθο του Πολυτεχνείου". Στο κόμμα του είναι επίσης σημαίνον στέλεχος ο πρόεδρος της νεολαίας του Παπαδόπουλου, διορισμένος από τον ίδιο τον δικτάτορα, Μάκης Βορίδης, ο οποίος έγινε δόξη και τιμή υπουργός των κυβερνήσεων της Ν.Δ. και.. κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος.
Εμείς δεν ξεχνάμε, πρόεδρε Κυριάκο. Και δεν ξεχνάμε και δεν ξεπλένουμε τα ορφανά της χούντας.
  
Δημήτρης Σούλτας (fb)

Αφιέρωμα: 50 χρόνια μετά την αμερικανοκίνητη δικτατορία των Συνταγματαρχών

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Νικόλα Σάκο- Μπαρτολομέο Βαντσέτι

15/04/1920-Οι Ιταλοί μετανάστες εργάτες Νίκολα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι κατηγορούνται ότι σκότωσαν δύο υπαλλήλους, κατά τη διάρκεια ληστείας ενός καταστήματος υποδημάτων στη Μασαχουσέτη.
Η κατηγορία ήταν σκηνοθετημένη και στόχο είχε να πλήξει το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, στο οποίο οι δύο πρωτοστατούσαν.
«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…». Μπαρτολομέο Βαντσέτι
Στις 15 του Απρίλη του 1920, δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΕΪΤΕΡ & ΜΟΡΙΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι.
save_sacco_and_vanzetti
Μαζί τους κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα του εργοστασίου – περί τις 3 μ.μ. – δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές, που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι’ αυτή τη δουλειά μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας.
Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή, δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ.
Οι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς.
Για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Οβερλαντ».
Έχοντας αυτά τα στοιχεία η αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο «Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Οβερλαντ». Οπως ήταν φυσικό, το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.
Είκοσι μέρες μετά τη ληστεία, τη νύχτα, στις 5 του Μάη του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς του πήγε στο γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο.
Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε προτίμησαν να φύγουν. Λίγο αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ’ αυτούς, τον Ορτσιάνι, τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν. Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον, συνελήφθησαν μέσα σ’ αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα.
Εκεί έδωσαν τα ονόματά τους: Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Στην ανάκριση έπεσαν σε αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Οβερλαντ». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες (1). Η θέση τους – χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τι ακριβώς τους περίμενε – ήταν αρκετά δύσκολη.
Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.
Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια καλύτερη ζωή. Ο Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνη του 1908 σε ηλικία 20 χρόνων. Την ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστόνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο, ωθούμενος από την εμπειρία ενός φίλου του πατέρα του που ζούσε στη Μασαχουσέτη. Ήταν μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα συνέχισε μόνος σε μια χώρα δύσκολη, αχανή, που υποσχόταν όμως πολλά και σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον απ’ αυτό που επιφύλασσε η πατρίδα. Η πρώτη επαφή με τις ΗΠΑ ήταν μάλλον ψυχρολουσία για τους δύο νεαρούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γεμάτοι όνειρα.
Στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός προλετάριου», ο Βαντσέτι γράφει:
«Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 του Ιούνη του 1908 αποχαιρέτησα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ’ τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ’ αυτό το πλήθος των κτιρίων που ξεπρόβαλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της γ΄ θέσης.
images (19)
Στο σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της γ΄ θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικές ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι ενθουσιασμένα απ’ την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα.
Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερι της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χτες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Το επόμενο πρωί μου φάνηκε πως ξύπνησα σε μια γη, στην οποία, για όποιον ήδη ζούσε εκεί, η γλώσσα μου δε σήμαινε τίποτα περισσότερο (στο βαθμό που είναι ζήτημα νοήματος) από τους γεμάτους παράπονο ήχους ενός άλαλου ζώου.
images (20)
Πού να πάω; Τι να κάνω; Αυτή ήταν η γη της επαγγελίας» (2).
Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του.
«Αν και περιγράφεται – γράφει ο Εγκον Αϊς (3) – συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός «φιλόσοφος του καφενείου»». Στην πραγματικότητα, ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μέσα από την ίδια του την πείρα είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες – έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής – πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί… Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή στο λατομείο».
αρχείο λήψης (1)
Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης.
Ήταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια.
Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. Με την οικογένειά του ζούσε αρμονικά και με τη γυναίκα του είχε μια πολύ όμορφη σχέση. Οι γείτονες συχνά έβλεπαν και τους δύο να επιστρέφουν πιασμένοι χέρι χέρι από τον κυριακάτικο περίπατό τους στο δάσος (4). Φαίνεται πως αυτοί οι περίπατοι ήταν από τις πιο όμορφες και πιο σημαντικές στιγμές του ζευγαριού.
Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιο του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκο γράφει (5):
«Γιε μου, αντί να κλαις, γίνε δυνατός για να μπορέσεις να παρηγορήσεις τη μητέρα σου. Κι όταν θα θέλεις να την κάνεις να ξεχνά την παγερή μοναξιά, θα σου πω τι θα κάνεις. Πήγαινέ την έναν μεγάλο περίπατο στην εξοχή, μαζέψτε αγριολούλουδα, ξεκουραστείτε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι που τραγουδά σιγανά, και κοντά στη γλυκιά ηρεμία της μάνας φύσης. Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα της δώσουν χαρά κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος».
Αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ζούσαν στον πυρετό μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και ξεπερνούσαν όλα τα άλλα κράτη στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Η μεταλλουργία των μαύρων μετάλλων και η εξόρυξη γαιάνθρακα αναπτύσσονταν τόσο πολύ γρήγορα που στα 1913 οι ΗΠΑ παρήγαγαν στους κλάδους αυτούς πιο πολλά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μαζί. Οι εργάτες που δούλευαν στην εργοστασιακή βιομηχανία αυξήθηκαν από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 1889 σε 7 εκατομμύρια το 1914.
images
Η συνολική αξία των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο αυτή υπερδιπλασιάστηκε για να φτάσει τα 24,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ την αξία των προϊόντων από την αγροτική οικονομία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτή την περίοδο ήταν η ανάπτυξη των μονοπωλίων. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, από το 1899 έως το 1902, συγκροτήθηκαν 82 τραστ με κεφάλαια 4.318 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2% των επιχειρήσεων που το κεφάλαιο της καθεμιάς ξεπερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια, είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους το 29% των κεφαλαίων όλων των μονοπωλιακών συγκροτημάτων (7).
Η ανάπτυξη αυτή συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Οι ανάγκες των αμερικανικών μονοπωλίων σε εργατικά χέρια είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε ξένους εργάτες που κυρίως έρχονταν από την Ευρώπη. Γενικά οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα μεταναστών, αλλά η οικονομική έκρηξη που δημιούργησε το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό έδωσε μία νέα ώθηση στο φαινόμενο. Έτσι, από το 1901 μέχρι το 1920 συνέρρευσαν στη χώρα 14.531.000 μετανάστες. Από την Αυστροουγγαρία έφτασαν 3.042.000, από την Ιταλία 3.155.000 και από την τσαρική Ρωσία 2.519.000. Περιττό φυσικά να πούμε πως ανάμεσα στους ξένους εργάτες που περνούσαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκονταν και πολλοί Έλληνες.
Μετά βέβαια το 1920 τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Το 1921 ψηφίστηκε ο νόμος του 3%, βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 το ποσοστό έγινε 2% βάσει της απογραφής του 1890 και πάει λέγοντας (8).
Δίπλα στην ανάπτυξη των μονοπωλίων ξεδιπλώθηκε και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το 1901 διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, στις τάξεις του οποίου, από την πρώτη στιγμή, εμφανίστηκαν δύο τάσεις: Η δεξιά οπορτουνιστική και η αριστερή επαναστατική. Επίσης, υπήρχε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, με ηγέτη τον Ντε Λεόν, που υποστήριζε τη «θεωρία του βιομηχανισμού», μια θεωρία που πρέσβευε ότι ο ηγέτης της εργατικής τάξης στον αγώνα της για κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι η πολιτική αλλά η βιομηχανική οργάνωση (9).
Στις 27 του Ιούνη του 1905 η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ίδρυσαν την Οργάνωση «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου».
Γράφει ο Ουίλιαμ Φόστερ:
getImage«Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε σαν διαμαρτυρία εναντίον της αντιδραστικής και διεφθαρμένης γραφειοκρατικής κλίκας του Γκρόμπερς (σ.σ. ηγέτης των δεξιών σοσιαλιστών). Οι γκρομπερσιστές ηγέτες ήταν προσκολλημένοι στις απαρχαιωμένες ιδέες τους για το στενό επαγγελματικό συνδικαλισμό και τη σαθρή αντίληψη της συνεργασίας των τάξεων…
Από το πρώτο κιόλας συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου υιοθετήθηκαν στο πρόγραμμα αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις».
Μάλιστα, στην πορεία αυτές οι θέσεις πήραν ευρύτερες διαστάσεις και στο 4ο Συνέδριο της Οργάνωσης, το 1908, έγινε δεκτή η αναρχοσυνδικαλιστική θέση ότι «χάρη στην οργάνωσή μας κατά βιομηχανίες συγκροτούμε τη νέα κοινωνία μέσα από το κέλυφος της παλιάς» (10).
Παρ’ όλα αυτά οι «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» οργάνωσαν πολλές από τις μαχητικότερες απεργίες στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, όπως, για παράδειγμα, η απεργία των 23.000 υφαντουργών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης, μια απεργία που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή.
Σ’ αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Ταυτόχρονα, ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό και οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές. «Γύρω από τον πυρήνα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων – γράφει ο Εγκον Αϊς (11) – σχηματίστηκαν ζώνες από κατοικίες ξένων μεταναστών. Οι εθνικές ομάδες έμεναν στενά ενωμένες γιατί έτσι δεν ένιωθαν χαμένες στην απέραντη χώρα. Έπαιρναν μαζί τους ένα μέρος της πατρίδας, διατηρώντας τους τρόπους ζωής, τα έθιμα, τη θρησκεία και προπαντός τη γλύκα της παλιάς τους χώρας. Έτσι σχηματίστηκε τελικά μια αόρατη, αλλά ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις συνοικίες του αγγλόφωνου πληθυσμού και στα «σλαμς» των ξένων μεταναστών.
Τυπικά ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί, μα Αμερικανοί δευτέρας τάξεως. Ακόμα κι ο πιο φτωχός αγγλόφωνος γιάνκης μπορούσε να κοιτάζει με συγκατάβαση ή και περιφρόνηση τους συνωστισμένους μετανάστες με τις παράξενες συνήθειες και τη γελοία προφορά. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ειρωνικά παρατσούκλια για ολόκληρες ομάδες πληθυσμού: «Κίκε» για τους Εβραίους, «Ολσεν» για τους Σκανδιναβούς και «Τζίνεϊ» ή «Ντάγκος» για τους Ιταλούς».
Αν και όλα αυτά περιγράφουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, η αιτία του ρατσισμού δε βρίσκεται εδώ.
Οι μετανάστες αποτελούσαν τη φτηνή εργατική δύναμη, το σκλαβοπάζαρο του αναπτυσσόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ που με αυτό τον τρόπο από τη μια μεριά τους ξεζούμιζε κι από την άλλη τους διαχώριζε τεχνητά από το αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό. Ο μέσος ετήσιος μισθός των ξένων εργατών το 1911 ήταν 385 δολάρια για τους άνδρες και 219 για τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους ντόπιους που κέρδιζαν 533 δολάρια οι άνδρες και 275 οι γυναίκες (12). Μ’ αυτό τον τρόπο οι μονοπωλητές των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρούσαν να αποφύγουν την ενωμένη δράση των ξένων με τους αγγλόφωνους εργάτες δηλώνοντας στους τελευταίους ότι ήταν κοινωνικά ανώτεροι από τους πρώτους.
Ο ρατσισμός είχε κοινωνικά αίτια, αναπαραγόταν συνεχώς από το κοινωνικό σύστημα.
images (1)
Στην πορεία, όταν πια οι ιθύνοντες των ΗΠΑ δεν ήθελαν τόσους πολλούς ξένους εργάτες στη χώρα κι όταν τα προβλήματα για το σύνολο της εργατικής τάξης διογκώνονταν, το δάχτυλο του καπιταλιστή ως αιτία έδειχνε τους ξένους: Αυτοί ήταν που έπαιρναν τις δουλειές και εμφανιζόταν η ανεργία, αυτοί ήταν που καρπώνονταν μέρος του παραγόμενου πλούτου και δυσκόλευε η ζωή των υπολοίπων, κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1915 επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν που αρχικά είχε ιδρυθεί το 1866.
Η αναδημιουργημένη Κου Κλουξ Κλαν είχε ως σκοπό της – όπως και η παλιά οργάνωση – να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών αλλά απέκλειε από τις τάξεις της τους αλλοδαπούς, τους Εβραίους και τους καθολικούς (13). Επίσης, ήταν ενάντια στα συνδικάτα γιατί τα θεωρούσε εκδήλωση του κομμουνισμού (14).
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατάσταση των ξένων εργατών στις ΗΠΑ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και οι επιθέσεις εναντίον τους έπαιρναν το χαρακτήρα της σταυροφορίας. «Το να είσαι ξένος – γράφει ο Τζόρτζιο Μάντζα (15) – σήμαινε ότι κινδυνεύεις, καθώς η υστερία έφτασε σταδιακά σε σημείο να θεωρούνται οι συλλήψεις και οι απελάσεις ως η σωτηρία (ολόκληρης) της Αμερικής. Όπως κάποτε διώκονταν οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, έτσι τώρα καταδίωκαν τους μετανάστες σαν τις πέρδικες στα βουνά».
Για τη δράση τους, λοιπόν, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι μπήκαν στο μάτι και στους φακέλους των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών, κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν έως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.
Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, στη σύλληψη των δύο συντρόφων.
Όλα ήταν στημένα: Οι κατηγορίες, η δίκη και η καταδίκη
Την περίοδο που συνελήφθησαν ο Σάκο και ο Βαντσέτι ο αντικομμουνισμός στην Αμερική ήταν πλατιά εξαπλωμένος. Για τους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και την άρχουσα τάξη είχε καταντήσει σχεδόν εμμονή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αδικαιολόγητο, αφού τρία χρόνια πριν, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δώσει άλλη τροπή στην παγκόσμια ταξική πάλη. Πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν σε επαναστατική κατάσταση και η εντύπωση πως η ανθρωπότητα είχε μπει στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν διάχυτη.
Έτσι η αμερικανική ιθύνουσα τάξη δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό της καταπνίγοντας το επαναστατικό κίνημα πριν εκείνο την απειλήσει. Για την ακρίβεια καταδίωκε οτιδήποτε θεωρούσε επαναστατικό χωρίς να εξετάζει ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τάσεις και χρώματα στις τάξεις των εργατών. «Οι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες – γράφει ο Εγκον Αϊς (16)– δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι’ αυτές τις λεπτές διαφορές. Γι’ αυτούς κάθε οργανωμένος εργάτης, ήταν απλούστατα «Κόκκινος», που πίστευε σε ριζοσπαστικές ξένες ιδέες.
Κάθε μέσο ήταν δικαιολογημένο – κατά την άποψή τους – για την προστασία των ιερών και των οσίων του έθνους από αυτό το ξενοφερμένο σκυλολόι».
Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψη, οι αρχές στη Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκο και Βαντσέτι, τον Ιταλό τυπογράφο Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παρανόμως για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια ήταν τραγική. Είτε από απόγνωση – είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον 14ο όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών – ιδιαίτερα των Ιταλών – έφτασε στο αποκορύφωμα. Οι Σάκο και Βαντσέτι άρχισαν να οργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι’ αυτό το ζήτημα, η οποία μάλιστα είχε οριστεί να γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μάη του 1920.
Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης (μετακινήσεις, προπαγάνδα κλπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο – για την περιφρούρηση της οργάνωσης της συγκέντρωσης – έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις προετοιμασίες που γίνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνωμοτικότητας πιθανόν δε χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τούς ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Όσο για το γεγονός ότι οπλοφορούσαν κατά τη σύλληψή τους, αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο για έναν μετανάστη εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ρατσισμός ήταν πλατιά εξαπλωμένος, η ζωή του κινδύνευε και, φυσικά είχε δικαίωμα να αμυνθεί.
Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με τη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Γι’ αυτή την τελευταία ο Σάκο μπόρεσε εύκολα να αποδείξει πως είχε άλλοθι, αλλά ο Βαντσέτι, που ήταν πλανόδιος ιχθυοπώλης, δεν μπορούσε να αποδείξει κάθε στιγμή και ώρα πού βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο ληστείες ο Ορτσιάνι, που είχε συλληφθεί μαζί τους, απέδειξε ότι δεν είχε σχέση και πως βρισκόταν στη δουλειά του.
sacvan_kentrikh (1)
Έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Ο Σάκο απαλλάχτηκε στην προανάκριση για τη ληστεία στο Μπριτζγουότερ αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι βρισκόταν στο παπουτσάδικο που δούλευε, την ημέρα της ληστείας του Σάουθ Μπρέιντρι, γιατί στις καταστάσεις της επιχείρησης φαινόταν πως είχε πάρει άδεια την 15η Απρίλη του 1920. Τέλος, ο Βαντσέτι που λόγω της δουλειάς του δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα με απόλυτη βεβαιότητα, παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε και στις δύο ληστείες. Για τη ληστεία μάλιστα του Μπριτζγουότερ οδηγήθηκε σε δίκη 49 ημέρες μετά τη σύλληψή του, χρόνος που ήταν πολύ σύντομος για μια τέτοια υπόθεση και μαρτυράει την πρόθεση των αρχών να τον καταδικάσουν πάση θυσία. Εξετάστηκαν 41 μάρτυρες και μόνο δύο ισχυρίστηκαν πως τον αναγνώρισαν ανάμεσα στους ληστές, αλλά όχι και με πολύ πειστικό τρόπο. Ο ένας δήλωνε σχεδόν βέβαιος, αλλά όχι απόλυτα βέβαιος, ο άλλος έλεγε ότι από τον τρόπο που έτρεχαν οι ληστές κατάλαβε πως ήταν ξένοι κ.ο.κ.
Τελικά, από αυτή την υπόθεση ο Μπαρτολομέο έφυγε με 15 χρόνια φυλακής στην πλάτη. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ’ αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς – αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκο και του Βαντσέτι – ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπρέιντρι.
Η αστυνομία από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να χρεώσει τη ληστεία στους δύο Ιταλούς αγωνιστές
. Κατ’ αρχήν παραβίασε όλη τη διαδικασία αναφορικά με την αναγνώρισή τους από αυτόπτες μάρτυρες. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε ότι ο ύποπτος έπρεπε να εκτίθεται στους μάρτυρες ανάμεσα σε μια σειρά από άτομα, ούτως ώστε, αν αναγνωριστεί, η αναγνώριση να έχει τη μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι οδηγήθηκαν μπροστά στους μάρτυρες μόνο οι δύο τους κι ήταν σαν να έκανε την αναγνώριση η ίδια αστυνομία λέγοντας: «Αυτοί είναι – δεν υπάρχουν άλλοι»… Ετσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο να υπάρξουν αναγνωρίσεις από τους μάρτυρες.
Οι αναγνωρίσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δύο κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν χωρίς άδεια όταν συνελήφθησαν, η αδυναμία των τελευταίων να έχουν ένα ατράνταχτο άλλοθι για τη μέρα της ληστείας στο Σάουθ Μπρέιντρι και τέλος ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως ένα από τα θύματα της ληστείας είχε χτυπηθεί από σφαίρα που πιθανόν είχε φύγει από το όπλο του Σάκο (τότε δεν υπήρχαν ακριβείς βαλλιστικές έρευνες), ήταν αρκετά «στοιχεία» για να στηθεί μια δίκη που έμελλε ως γεγονός να γραφεί ανεξίτηλα στις σελίδες της Ιστορίας.
Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς (17), «δεν έβλεπε τους «κόκκινους» σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν υποθέσουμε πως το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.
Πριν όμως πάμε στη δίκη, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στη λειτουργία του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα επακολούθησαν.
Φορέας της ανώτατης δικαστικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι ο λαός.
Στο όνομα του λαού αποδίδονται οι κατηγορίες, ο λαός φέρεται ότι είναι εναντίον του κατηγορούμενου και οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο τελευταίος πρώτα και κύρια θεωρούνται πράξεις που στέφονται κατά του λαού και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο λαός στο δικαστήριο αντιπροσωπεύεται από 12 ενόρκους που συνήθως επιλέγονται σύμφωνα με την κοινωνική τους συμπεριφορά, δηλαδή από το πώς είναι διακείμενοι απέναντι στην κοινωνική κατάσταση. Άλλωστε στο όνομα αυτής της κατάστασης δικάζουν, κι όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι πρωτίστως στρέφεται, με τις πράξεις του, κατά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι απειλεί την κοινωνική συνοχή μιας κατεστημένης πραγματικότητας.
Ο Αμερικανός δικαστής προεδρεύει και κατευθύνει την ακροαματική διαδικασία και εγγυάται – κατά το νόμο τουλάχιστον – την αμεροληψία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται τόσο από την κατηγορούσα αρχή, όσο και από την υπεράσπιση. Εγγυάται ακόμη το σεβασμό της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στο δικαστήριο και προσανατολίζει προς αυτή την κατεύθυνση τη συζήτηση. Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.
Την απόφαση περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου την παίρνουν οι ένορκοι και πρέπει να είναι ομόφωνη.
Γι’ αυτό συχνά οι ένορκοι μένουν για μέρες κλεισμένοι στις αίθουσες των συνεδριάσεων, ώσπου να αποφασίσουν με ομοφωνία για την τύχη ενός κατηγορουμένου. Στην απόφασή τους μεγάλο ρόλο παίζει ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας δηλαδή απ’ αυτούς, τον οποίο διορίζει πρόεδρο ο δικαστής. Αυτός λοιπόν «οδηγεί» τους ενόρκους ώστε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση.
Στην περίπτωση που οι ένορκοι καταλήγουν σε απόφαση ενοχής, ο δικαστής ανακοινώνει το μέγεθος της ποινής που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος. Όμως δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει την ποινή αμέσως. Όσο η υπεράσπιση ασκεί ένδικα μέσα κατά της καταδίκης ο δικαστής μπορεί να μην ορίσει το μέγεθος της ποινής. Τα ένδικα αυτά μέσα, συνήθως κρατούν πολύ κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή χωρίς να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα καταδικάστηκε. Χρόνια μπορεί να βρίσκεται κάποιος στη φυλακή χωρίς να ξέρει την ποινή του.
Θα ‘λεγε κανείς, έχοντας μια γενική εικόνα του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ότι αυτό φτιάχτηκε για να υπάρχουν εξασφαλισμένες καταδίκες των αντιπάλων του καθεστώτος στις πολιτικές δικές. Είναι αδύνατο ένας επαναστάτης που θα συρθεί στα δικαστήρια να γλιτώσει.
Στη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό.
Ο δικαστής Θάγιερ, ακραιφνής συντηρητικός, αντικομμουνιστής και γενικά εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων ήταν – όπως είπαμε – ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν ήταν του ιδίου φυράματος. Οι δύο αυτοί ευυπόληπτοι Αμερικανοί δικαστικοί λειτουργοί είχαν καταδικάσει τον Βαντσέτι στην πρώτη δίκη για τη ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Οι ένορκοι, τώρα, όπως ήταν φυσικό, επιλέχτηκαν από ανθρώπους της… κοινωνικής τάξεως και ηθικής. «Εκείνα τα πυρετώδη μεταπολεμικά χρόνια – γράφει ο Εγκον Αϊς (18) – δεν υπήρχε, για τους περισσότερους δικαστικούς και αστυνομικούς της Πολιτείας της Μασαχουσέτης καμία αμφιβολία για το ζήτημα ποιοι αντιπροσώπευαν τον πραγματικό «λαό».
Ήταν οι λευκοί, αγγλόφωνοι, θρήσκοι και αξιοσέβαστοι αστοί, οι λεγόμενοι 100% Αμερικανοί. Οι νέγροι που ήταν γεννημένοι στις Πολιτείες, οι μετανάστες, που είχαν αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα, και οι ριζοσπάστες, ακόμα κι αν προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, δεν ανήκαν απλούστατα στον αμερικανικό λαό, που αποφαίνεται κυρίαρχα και αλάνθαστα στα ζητήματα της Δικαιοσύνης!».
Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δε μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα.
Όμως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα, αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιο. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ρος. Ο Ρος ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά – πυκνά στη δίκη ο Σάκο γινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τον Βαντσέτι. Όταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ρος ο… εντιμότατος αυτός κύριος βρισκόταν στη φυλακή γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.
Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουόλτερ Ρίπλεϊ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν τελειωμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921.
Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας (19). Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα«Σας καλώ – έλεγε – να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό» (20).
unnamed (2).jpg
Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!
Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα
Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία – πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ’ ολόκληρο τον κόσμο – στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της» (21).
Στο 4ο Συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1922, η Κομμουνιστική Διεθνής πήρε μια απόφαση «Για βοήθεια στα θύματα της καπιταλιστικής καταπίεσης», που συμπεριελάμβανε και την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι.
Η απόφαση αυτή ήταν η εξής (22):
«Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4ο Συνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση, που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων».
Έτσι χάρη στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια», θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στους Σάκο και Βαντσέτι.
Στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτώβρη του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε τη γαλλική αστική τάξη να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες (23). Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ’ όλη τη διάρκεια που ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ενωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί.
«Ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς (24) -, ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Τζον Γκλασγουόρθι, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ’ αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.
Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα.
Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.
Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε – για να απορριφθεί – σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει.
Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή:
Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς (25) – έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση, διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση.
Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη».
Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η μέρα του μήνα, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικανική αστική τάξη προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Έβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, για να δείξει ότι γι’ αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε… Έχει, άραγε, τέλος η ταξική της βαρβαρότητα;
Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξένησε την είδηση ως βασικό θέμα στην πρώτη του σελίδα, όπου, στον τίτλο, έγραφε: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ – Ο ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΒΑΝΖΕΤΤΙ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ – ΑΝΤΙΚΡΥΣΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΟΥΣΑΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ – ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ – ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία.
Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους – «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι» (26). Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη.
images (21).jpg
Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.
 To τραγούδι είναι του Ε.Μορικόνε τραγουδισμένο απο την Τζόαν Μπαέζ, από την ταινία «Σάκο και Βαντσέτι
1 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 167-168.
2 Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 97-98.
3 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 169.
4 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 371-373.
5 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 29.
6 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 47-48.
7 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 631-632.
8 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 369-370.
9 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 635-636.
10 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μόρφωση», τόμος Α`, 1956, σελ. 204-205.
11 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 164.
12 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 366.
13 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.154-1.155.
14 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 367.
15 Τζόρτζιο Μάντζα: «Ιστορικο-κριτικές σημειώσεις σχετικά με τον συνδικαλισμό που γνώρισαν στην Αμερική ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι και ο Νικόλα Σάκο την περίοδο 1908-1923». Βλέπε στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 21.
16 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 166.
17 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 170.
18 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 178.
19 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.159.
20 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 375.
21 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 11.
22 «Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου», εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 106.
23 Patric Kessel, στο «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 12.
24 Τζ. Μ. Ρόμπερτς «Η νέα εποχή: Η Αμερική στη δεκαετία 1920-1930». Βλέπε στο: ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος, σελ. 1.159-1.160.
25 Τζ. Μ. Ρόμπερτς, στο ίδιο, σελ. 1.160.
26 Ολόκληρη η δήλωση Δουκάκη και τα σχετικά με αυτήν, στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 200-203.