Α’ μέρος
γραμμένο στις 18 Σεπτεμβρίου 2015
«Μια νέα και αξιόπιστη χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική που
επιδιώκεται προς το συμφέρον όλων των λαών και των κρατών που
συμμετέχουν στην παγκόσμια οικονομία θα δημιουργούσε σημαντικές
διαφωνίες με τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ορίσει τα δικά της συμφέροντα
και θα πρέπει να αναπτύξει δικά της εργαλεία για την εκπροσώπηση και
την υποστήριξή τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ευρώ αποτελούν
σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση»
Χέλμουτ Σμιτ, Η Αυτοδυναμία της Ευρώπης (Προοπτικές για τον 21ο Αιώνα), 2000
Από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, οι ΗΠΑ είχαν την αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία στο δυτικό μπλοκ. Αρχικά, ανέλαβαν μέσω του σχεδίου Μάρσαλ την εκβιομηχάνιση και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο συμμάχων τους, μεταξύ αυτών και των πάλαι ποτέ εχθρών τους (Δυτικής Γερμανίας και Ιαπωνίας) που λόγω του ψυχρού πολέμου, είχαν αναβαθμιστεί κι αυτοί στο στάτους του συμμάχου. Κατόπιν, στα πλαίσια του συμφώνου του Bretton Woods, επένδυαν τα εμπορικά τους πλεονάσματα στις σύμμαχες χώρες κι ο παγκόσμιος καπιταλισμός διένυε μια φάση αξιοσημείωτης ανάπτυξης, εν τούτοις συγκρατημένης, λόγω των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και την καθιέρωση του δολαρίου ως το βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, προσδεδεμένο και άμεσα μετατρέψιμο σε χρυσό, όπως όριζε το σύμφωνο.
Χέλμουτ Σμιτ, Η Αυτοδυναμία της Ευρώπης (Προοπτικές για τον 21ο Αιώνα), 2000
Από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, οι ΗΠΑ είχαν την αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία στο δυτικό μπλοκ. Αρχικά, ανέλαβαν μέσω του σχεδίου Μάρσαλ την εκβιομηχάνιση και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο συμμάχων τους, μεταξύ αυτών και των πάλαι ποτέ εχθρών τους (Δυτικής Γερμανίας και Ιαπωνίας) που λόγω του ψυχρού πολέμου, είχαν αναβαθμιστεί κι αυτοί στο στάτους του συμμάχου. Κατόπιν, στα πλαίσια του συμφώνου του Bretton Woods, επένδυαν τα εμπορικά τους πλεονάσματα στις σύμμαχες χώρες κι ο παγκόσμιος καπιταλισμός διένυε μια φάση αξιοσημείωτης ανάπτυξης, εν τούτοις συγκρατημένης, λόγω των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και την καθιέρωση του δολαρίου ως το βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, προσδεδεμένο και άμεσα μετατρέψιμο σε χρυσό, όπως όριζε το σύμφωνο.
Στις αρχές, ωστόσο, της δεκαετίας του ’70 και λόγω των ολοένα και αυξανόμενων κοινωνικών και στρατιωτικών δαπανών από πλευράς των κυβερνήσεων της υπερδύναμης, αλλά κυρίως λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, η αμερικάνικη οικονομία είχε καταστεί ελλειμματική· τα αποθέματα των ΗΠΑ σε χρυσό επ’ ουδενί αντιστοιχούσαν στα δολάρια που κατείχαν ως σκληρό συνάλλαγμα οι διάφορες χώρες της δύσης και κατά συνέπεια, το σύμφωνο Bretton Woods είχε πάψει πια να εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα. Έτσι, προς μεγάλη οργή και απογοήτευση των δυτικών συμμάχων των ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1971 η κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό -παρότι ίσχυε ήδη de facto- ανακοινώθηκε και επίσημα πια δια στόματος… Ρίτσαρντ Νίξον. Οι δε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες καταργήθηκαν εκ των πραγμάτων κι αυτές. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ συνέχισαν να είναι η ηγέτιδα δύναμη στο δυτικό μπλοκ και το νόμισμα τους το παγκόσμιο αποθεματικό, με αντίστροφο όμως πια ρόλο: έχοντας η κυβέρνηση Νίξον συμφωνήσει με τη Σαουδική Αραβία και κατόπιν και με τις υπόλοιπες χώρες-μέλη του Οργανισμού Εξαγωγικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (Organization of the Petroleum Exporting Countries ή OPEC) τη σύνδεση του δολαρίου με το πετρέλαιο, πράγμα που σήμαινε ότι οποιαδήποτε χώρα ή εταιρία ήθελε να προβεί σε αγοράσει πετρέλαιο από χώρα του OPEC ήταν υποχρεωμένη να μετατρέψει πρώτα το νόμισμά της σε δολάρια, η αμερικάνικη οικονομία άρχισε να διαχέει τα ελλείμματά της στις 4 γωνιές του πλανήτη μέσω της συνεχούς έκδοσης… πετροδολαρίων. Παράλληλα, λόγω της νεοφιλελεύθερης αναπροσαρμογής της αμερικάνικης οικονομίας τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, οπότε μέσω της συμπίεσης των μισθών οι αμερικάνικες εταιρίες έγιναν περισσότερο ανταγωνιστικές, αλλά και εξαιτίας της απότομης ανόδου των επιτοκίων που αποφάσισε ο τότε πρόεδρος της FED Πωλ Βόλκερ, τα κέρδη των απανταχού πετρελαϊκών -και όχι μόνο- εταιριών συνέρεαν στο χρηματιστήριο της Wall Street, με αποτέλεσμα η οικονομία των ΗΠΑ όχι μόνο να μην αντιμετωπίζει υψηλό πληθωρισμό ή ύφεση, αλλά και να κατακλύζεται διαρκώς από τεράστιες ροές κεφαλαίων. Με βάση τις νέες αυτές χρηματοροές, η κυβέρνηση Ρήγκαν μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την ξέφρενη κούρσα των εξοπλισμών και να γονατίσει την Σοβιετική Ένωση οικονομικά, και αυτή η αδυναμία της τελευταίας να ανταγωνιστεί στρατιωτικά τις ΗΠΑ ήταν και ο βασικός λόγος ο οποίος οδήγησε εν τέλει στην πτώση της.
Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο που αναδύθηκε από τη διάλυση του
ανατολικού μπλοκ και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι ΗΠΑ
έμοιαζαν οικονομικά και γεωπολιτικά ανίκητες. Η Ρωσία, ήδη από
σοβιετικής εποχής, έχοντας ανάγκη σκληρού συναλλάγματος, εξήγαγε
πετρέλαιο και πρώτες ύλες σε δολάρια, η δε Κίνα, που είχε εκκινήσει μια
κολοσσιαία διαδικασία φιλελευθεροποίησης της οικονομίας της, όχι μόνο
δεν αμφισβητούσε τη σύνδεση του δολαρίου με το πετρέλαιο, αλλά
εκμεταλλευόμενη κιόλας αυτή τη σύνδεση, αγόραζε σωρηδόν ομόλογα του
αμερικάνικου δημοσίου (αμερικάνικο χρέος δηλαδή) τα οποία εξαργυρώνονταν
με… φρεσκοτυπωμένα δολάρια που χρησιμοποιούσε κατόπιν για την αγορά
πετρελαίου και λοιπών πρώτων υλών από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα φάνταζαν
ιδανικά για τη μοναδική πλέον υπερδύναμη, μέχρι που στο κατώφλι του 21ου
αιώνα, ένας νέος και πολύ πιο επικίνδυνος αντίπαλος έκανε την εμφάνισή
του: η Γερμανία…
Είναι σίγουρα χωρίς ιστορικό προηγούμενο το φαινόμενο μιας
χώρας-προτεκτοράτου, όπως ήταν η Δυτική Γερμανία για τις ΗΠΑ
μεταπολεμικά μέχρι και τη λήξη του ψυχρού πολέμου, που επειδή αποτελούσε
σύνορο του δυτικού μπλοκ με το ανατολικό, όχι μόνο της διαγράφτηκαν τα
χρέη και αμνηστεύτηκαν τα εγκλήματά της (καθώς σοβαρή προσπάθεια
αποναζιστικοποίησής της από τους Συμμάχους ουδέποτε έγινε, σε αντίθεση
με την πλήρη κάθαρση που συντελέστηκε στην Ανατολική Γερμανία), όχι μόνο
δαπανήθηκαν τεράστια κεφάλαια για την ανοικοδόμηση και την εκ νέου
εκβιομηχάνισή της, όχι μόνο επιλέχθηκε το νόμισμά της, το μάρκο, ως
«μαξιλάρι» του δολαρίου στην Ευρώπη, αλλά στο τέλος κιόλας η οικονομική
ισχύς της χώρας αυτής εκτοξεύθηκε κατακόρυφα και απειλεί άμεσα όχι μόνο
την πρωτοκαθεδρία αλλά σε τελική ανάλυση και την ίδια την οικονομική
επιβίωση του πάλαι ποτέ προστάτη της.
Πώς έγινε όμως αυτή η «αναβάθμιση» της Γερμανίας από χώρα-προτεκτοράτο των ΗΠΑ σε βασικό οικονομικό ανταγωνιστή τους; Αναμφισβήτητα, προέκυψε μέσα από τη δημιουργία της ΕΕ και δι’ αυτής της ευρωζώνης και με τη συνδρομή της γεωπολιτικής και διπλωματικής ισχύος της Γαλλίας. Η τελευταία, αν και σύμμαχος των ΗΠΑ στο δυτικό μπλοκ καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και αργότερα, βρισκόταν σε σχέση άλλοτε υπογείου και άλλοτε ανοιχτού ανταγωνισμού με την υπερδύναμη, με αποκορύφωμα του ανταγωνισμού αυτού την προσωρινή γαλλική αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και το άνοιγμα στην Σοβιετική Ένωση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 επί προεδρίας Σαρλ Ντε Γκωλ. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, μιας και ο μείζον ανταγωνιστής τους στη σκακιέρα του ψυχρού πολέμου ήταν η ΕΣΣΔ (και κατόπιν η Ρωσία), αποτελούσαν έναν από τους βασικούς παράγοντες που, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συμπαγές ευρωπαϊκό ανάχωμα στο ανατολικό μπλοκ, πίεζαν προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από πλευράς τους, Γερμανία και Γαλλία είχαν ήδη από τη δεκαετία του ’50 τους δικούς τους λόγους για να επιδιώξουν τη μεταξύ τους οικονομική προσέγγιση· αφενός για να αποτρέψουν τις μελλοντικές συγκρούσεις τους μιας και οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν νωπές, αφετέρου, όπως είχε πει ο ίδιος ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας μετά τον πόλεμο, «επειδή ήξεραν ότι δεν θα γινόντουσαν ποτέ δυνάμεις συγκρίσιμες με τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ παρά μόνο μέσα από μια Ενωμένη Ευρώπη».
Προπάτορας της σημερινής ΕΕ ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) η οποία ιδρύθηκε το 1951 και στην οποία συμμετείχαν 6 χώρες της Δυτικής Ευρώπης: η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η ΕΚΑΧ, που αποτελούσε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά για τον άνθρακα και το χάλυβα, επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες μέσω της αναβάθμισής της σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957.
Παρά την πρόοδο που είχε γίνει, η νομισματική ενοποίηση «σκόνταφτε» έκτοτε συνέχεια στις διαφορετικές θεωρήσεις -και σε τελική ανάλυση στα διαφορετικά συμφέροντα και πολιτικές- εκ μέρους των Γάλλων και των Γερμανών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, έτσι και τη δεκαετία του ’60, του ’70 και του ’80, η παραδοσιακά πλεονασματική Γερμανία και ιδίως η πανίσχυρη θεσμικά κεντρικής της τράπεζα, η Bundesbank, αγωνίζονταν σκληρά για να μην τεθούν υπό γαλλικό πολιτικό έλεγχο, απ’ την άλλη δε, η παραδοσιακά ελλειμματική Γαλλία αρνούνταν να πειθαρχήσει στη σφιχτή νομισματική πολιτική της Γερμανίας ως προϋπόθεση για τη μεταξύ τους σύγκλιση.
Στην πορεία η ΕΟΚ διευρύνθηκε και με άλλες χώρες, όπως τη Μ. Βρετανία, την Ισπανία και την Ελλάδα, ωστόσο το «ποιοτικό άλμα» συντελέστηκε με τη λήξη του ψυχρού πολέμου και τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, οπότε και ελλείψει πια οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι διαδικασίες για την νομισματική και πολιτική ενοποίηση επιταχύνθηκαν. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ που υπογράφτηκε το 1992, η ΕΟΚ αναβαθμίστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), και στην οποία η πανίσχυρη οικονομικά Γερμανία αποτελούσε –και αποτελεί μέχρι σήμερα– το βασικό πυλώνα.
Η εκτόξευση της ισχύος της Γερμανίας είχε συντελεστεί δυο χρόνια νωρίτερα από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, με την ένωση της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική το 1990, ή για την ακρίβεια, την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική· μια προσάρτηση που διεκπεραιώθηκε από το νυν κυβερνών κόμμα της Γερμανίας, τους Χριστιανοδημοκράτες, που βρίσκονταν και τότε στην εξουσία, με το χειρότερο δυνατό τρόπο για τους Ανατολικογερμανούς: κοινώς επρόκειτο για πλιάτσικο, με την δημόσια περιουσία και τις κρατικές επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας να εκποιούνται για ψίχουλα στο δυτικογερμανικό κεφάλαιο και τους Ανατολικογερμανούς εργαζόμενους (πλέον ανέργους…) να αποτελούν την εφεδρεία φτηνού εργατικού δυναμικού που αυτό είχε ανάγκη.
Ωστόσο, οι ίδιοι Γερμανοί ηγέτες που ενορχήστρωσαν το πλιάτσικο, πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι έπρεπε να καταφύγουν σε μεταβίβαση πόρων από το δυτικό προς το ανατολικό τμήμα της χώρας ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ενοποίηση των δύο Γερμανιών θα αποκτούσε σταθερό οικονομικό υπόβαθρο και δεν θα πατούσε στον αέρα. Τα ποσά που απαιτούνταν βέβαια ήταν αστρονομικών διαστάσεων, ωστόσο η γερμανική ομοσπονδιακή τράπεζα, η Bundesbank, υπό τη διοίκηση του Χέλμουτ Σλέσινγκερ και έχοντας μάλιστα επιστρατεύσει για το σκοπό αυτό το γνωστό «γύπα» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου Τζωρτζ Σόρος, κατάφερε να τα αντλήσει από τις διεθνείς χρηματαγορές διεξάγοντας την περίοδο 1992-1993 τον περίφημο «πόλεμο των επιτοκίων» κατά της βρετανικής στερλίνας και της ιταλικής λιρέτας. Τι έκανε ο Σλέσινκγερ λοιπόν; Πολύ απλά ανέβασε απότομα τα γερμανικά επιτόκια ώστε να συρρεύσουν όλα τα κεφάλαια στη Γερμανία (ό,τι ακριβώς είχε κάνει δηλαδή και ο Βόλκερ στις ΗΠΑ πριν μια εικοσαετία…), με συνέπεια η Ιταλία και η Βρετανία να πεταχτούν έξω από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) της ΕΕ, με τη στερλίνα συγκεκριμένα να υφίσταται πρωτοφανή υποτίμηση κατά 11% και το συνολικό κόστος για τη βρετανική οικονομία να ανέλθει τελικά στα 3,4 δις λίρες! Με αυτόν τον τρόπο, η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα που είχε προκύψει από την προσάρτηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ούτε τότε όμως οι ΗΠΑ έδειχναν να ανησυχούν ιδιαίτερα από τη διαρκώς αυξανόμενη οικονομική ισχύ της Γερμανίας. Αντιθέτως, η ΕΕ εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τα γεωστρατηγικά τους σχέδια τους γιατί μέσω αυτής μπορούσαν να εντάξουν τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ στους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς (και παράλληλα στο ΝΑΤΟ), και μ’ αυτόν τον τρόπο να εξουδετερώσουν την γεωπολιτική και πολιτιστική επιρροή που εξακολουθούσε και μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου να τους ασκεί η Ρωσία, ειδικά στις πιο ανατολικές εξ αυτών. Παράλληλα, ευελπιστούσαν ότι ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για τον πλήρη εκδυτικισμό της αχανούς αυτής μουσουλμανικής χώρας και το μοντέλο της θα αποτελούσε πρότυπο για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, οπότε και πίεζαν επίμονα προς αυτή την κατεύθυνση. Εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι η Γερμανία, στα πρώτα χρόνια μετά την ενοποίησή της, συνεργαζόταν κατά κύριο λόγο αρμονικά με τις ΗΠΑ· οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία το επιβεβαιώνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Επίσης, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ ανήκαν και στο ΝΑΤΟ, οπότε οι ΗΠΑ τις διατηρούσαν υπό το γεωπολιτικό τους έλεγχο μέσω της εν λόγω συμμαχίας, ακόμα και την ίδια τη Γερμανία, που δεν της επιτρεπόταν παρά να διαθέτει περιορισμένο στρατό και στο έδαφος της οποίας, από την εποχή του ψυχρού πολέμου μέχρι και σήμερα, εδράζουν αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις… Ο βασικός λοιπόν ευρωπαίος αντίπαλος εντός ΝΑΤΟ για τις ΗΠΑ παρέμενε αναμφισβήτητα η Γαλλία, εξ ου και η προνομιακή αντιμετώπιση της Γερμανίας από τις πρώτες.
Η αλλαγή της οπτικής εκ μέρους των ΗΠΑ για τη Γερμανία προέκυψε σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της ευρωζώνης το 1999. Επίκεντρο της αλλαγής δεν είναι άλλο από τις λυσσαλέες προσπάθειες της γερμανικής ελίτ μέσω της αποπληθωριστικής πολιτικής της να εκτοπίσει το δολάριο από βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και να το αντικαταστήσει με το ευρώ· να καθιερώσει δηλαδή το σκληρό ευρώ στη θέση του δολαρίου ως μέσο για τις διεθνείς πετρελαϊκές συναλλαγές, και ως εκ τούτου να συγκεντρώνει για λογαριασμό της τις τεράστιες χρηματοροές των διεθνών επενδυτών αντί αυτές να καταλήγουν στη Wall Street.
Με την προσπάθεια της Γερμανίας να καταστήσει το ευρώ το νέο παγκόσμιο αποθεματικό συντάχθηκε αρχικά και η Γαλλία· οι δύο χώρες, αφού συγκρούστηκαν επανειλημμένα μέχρι να καταλήξουν με εκατέρωθεν συμβιβασμούς στην νομισματική ενοποίηση, έκαναν τον εξής επιμερισμό καθηκόντων στη νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη: η Γαλλία θα συνεισέφερε με τη στρατιωτική της ισχύ και τη γεωπολιτική της επιρροή και η Γερμανία με την πανίσχυρη οικονομία της. Στην ουσία βέβαια, καμία από τις δύο δεν ήθελε να μοιραστεί την ηγεσία στην ΕΕ με την άλλη· η μεν Γαλλία πίστευε ότι λόγω της στρατιωτικής και γεωπολιτικής της ισχύος θα ετίθετο αυτοδικαίως επικεφαλής, η δε Γερμανία είχε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να τιθασεύσει τη Γαλλία με όχημα και μόνο την οικονομική της παντοδυναμία – τελικά πραγματοποιήθηκε το δεύτερο….
Η ευρωατλαντική νομισματική αντιπαράθεση ξετυλίχθηκε σε δύο διαφορετικές ποιοτικά φάσεις: η πρώτη έλαβε χώρα από τη δημιουργία του ευρώ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008, η οποία πρακτικά ταυτίστηκε με την διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τους νεοσυντηρητικούς του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, και την δεύτερη από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, υπό τη διακυβέρνηση από τους Δημοκρατικούς του Μπάρακ Ομπάμα.
Στην πρώτη, προ κρίσης, φάση της αντιπαράθεσης, η αμφισβήτηση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό και η αντικατάστασή του με το ευρώ προήλθαν κυρίως από συγκεκριμένα, μη φιλικά προσκείμενα στις ΗΠΑ κράτη του OPEC: το Ιράκ, το Ιράν (ανήκοντα στον κατά Μπους «άξονα του κακού») και τη Βενεζουέλα. Η εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις χώρες αυτές η αμερικάνικη ηγεσία ήταν παροιμιώδης και εκδηλωνόταν ως εμπάργκο και απειλή χρήσης βίας ή ακόμα και κανονική στρατιωτική εισβολή, ενώ εξίσου πρωτοφανής ήταν η ξεχωριστή αντιμετώπιση που έχαιραν τα «νομιμόφρονα» κράτη-μέλη του OPEC τα οποία σέβονταν τη σύνδεση με το δολάριο, όπως η Σαουδική Αραβία και οι λοιπές θεοκρατίες του Περσικού Κόλπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους της κυβέρνησης Μπους ήταν η στάση της τελευταίας αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001: ενώ οι 15 από τους 19 αεροπειρατές ήταν Σαουδάραβες υπήκοοι, ενώ όλα τα στοιχεία έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι επιθέσεις είχαν χρηματοδοτηθεί από Σαουδάραβες σεΐχηδες, ενώ η μετέπειτα έρευνα των αμερικάνικων αρχών επιβεβαίωσε τις αρχικές υποψίες ότι υπήρξε ενεργός συμμετοχή στελεχών των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας στην οργάνωση των επιθέσεων, η αμερικάνικη ηγεσία όχι μόνο πρόλαβε να φυγαδεύσει πίσω στη χώρα τους τα μέλη της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας που βρίσκονταν στις ΗΠΑ αλλά έσπευσε κιόλας να κατηγορήσει το… Ιράκ ως υπεύθυνο για τις επιθέσεις! Η πολυπόθητη για την αμερικάνικη ελίτ εισβολή στο Ιράκ πραγματοποιήθηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα, το 2003, με αστείες προφάσεις (τα… όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται κατείχε ο Σαντάμ Χουσεΐν), και για ευνόητους λόγους, χωρίς τη συνδρομή της Γαλλίας και της Γερμανίας…
Με τη σειρά της, η δεύτερη φάση της αντιπαράθεσης, από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 κι έπειτα, χαρακτηρίστηκε από τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα να αναχαιτίσει την κατάρρευση του αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπερπληθωρίζοντας το δολάριο (τυπώνοντας δηλαδή πολύ παραπανίσιο χρήμα) και διαγράφοντας με αυτόν τον τρόπο τα τραπεζικά χρέη, αλλά θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του αμερικάνικου νομίσματος ως παγκόσμιο αποθεματικό. Είναι δεδομένο ότι αν το δολάριο δεν αποτελούσε το βασικό αποθεματικό νόμισμα ανά την υφήλιο και δεν χρησιμοποιούνταν ως μέσο για τις διεθνείς πετρελαϊκές συναλλαγές, ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ να φορτώνουν τα ελλείμματά τους στις πλάτες των χωρών με τις οποίες συναλλάσσονται, η πολιτική Ομπάμα θα προκαλούσε στην αμερικάνικη οικονομία πληθωρισμό… Βαϊμάρης και η κατάρρευσή τους ως υπερδύναμη θα είχε πραγματοποιηθεί προ πολλού. Ακόμα όμως κι έτσι, με την οικονομία των ΗΠΑ να διασφαλίζεται λόγω του προαναφερθέντος στάτους του δολαρίου, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι επίφοβα για την υπερδύναμη· πετρελαιοπαραγωγές χώρες και εταιρείες αλλά και διεθνείς επενδυτικοί όμιλοι που διαχειρίζονται τα κεφαλαιοποιημένα κέρδη των προαναφερθέντων πετρελαϊκών εταιριών και λοιπών βιομηχανικών κολοσσών, βλέποντας το δολάριο να πληθωρίζεται διαρκώς, καλοβλέπουν όλο και περισσότερο την επένδυση σε κάποιο εναλλακτικό, μη πληθωρίσιμο, νόμισμα. Δίχως αμφιβολία, το μόνο νόμισμα που έχει τις προϋποθέσεις να ανταγωνιστεί το δολάριο στη διεθνή νομισματική αρένα είναι το ευρώ, ένα νόμισμα που γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό (αν και δεν ομολογείται δημόσια…) η… γερμανοκινούμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί γενικά αποπληθωρισμένο, με ολέθρια συνέπεια για τις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης κι έπειτα, να μαστίζονται από πολύχρονη λιτότητα και ύφεση. Πλέον η αμφισβήτηση του στάτους του δολαρίου δεν προέρχεται μόνο από τον «άξονα του κακού», ούτε η λαβωμένη οικονομία των ΗΠΑ επιτρέπει στις τελευταίες να εξαπολύσουν στρατιωτική επέμβαση κατά του όποιου αμφισβητία. Εξαίρεση αποτελεί η σύντομη χρονικά εισβολή στη Λιβύη το 2011 και η ανατροπή του Καντάφι (που βέβαια δεν πουλούσε πετρέλαιο σε ευρώ, αλλά σε λιβυκά δηνάρια) με τη συμμετοχή, για τους δικούς της λόγους, της Γαλλίας, η οποία είχε προ πολλού πάψει να συμπλέει με τις γερμανικές ηγεμονικές βλέψεις στο νομισματικό πεδίο, και χωρίς φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τη συνδρομή της Γερμανίας.
Μιας και η νομισματική αντιπαράθεση δύο χωρών μεταφράζεται σχεδόν πάντα και ως γεωπολιτική, είναι λογικό η αμφισβήτηση του δολαρίου να έχει προέλθει πρωτίστως από την πλευρά της Ρωσίας. Οι συμφωνίες της Ρωσίας με την Κίνα το 2013 για πωλήσεις πετρελαίου απευθείας σε γουάν όπως και οι κινήσεις από πλευράς Gazprom να αντικαταστήσει το δολάριο με ευρώ στις πετρελαϊκές συναλλαγές του με τις χώρες της ΕΕ, όπως ήταν λογικό, αποτέλεσαν κόκκινο πανί για τις ΗΠΑ και οι οποίες φυσικά δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια: από τα τέλη του 2014 ενορχήστρωσαν από κοινού με τη Σαουδική Αραβία την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου πράγμα που βύθισε τη Ρωσία σε βαθιά ύφεση, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ της βασίζεται στις πετρελαϊκές εξαγωγές.
Όμως ακόμα πιο σημαντική κι από αυτή την εξέλιξη είναι μία άλλη, που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2013: σε μια κίνηση που τις προηγούμενες δεκαετίες φάνταζε αδιανόητη, ο μεγαλύτερος διεθνής επενδυτικός όμιλος ονόματι Pacific Investment Management Company (PIMCO), ο οποίος διαχειρίζεται ως επί το πλείστον σαουδαραβικά και καταριανά κεφάλαια, κάλεσε δια στόματος του επικεφαλής του, Μπιλ Γκρος, τους απανταχού επενδυτές να ξεφορτωθούν όσα δολάρια κατείχαν και να τα αντικαταστήσουν με ευρώ και χρυσό! Ο ίδιος όμιλος, βέβαια, δυο μήνες μετά, όταν η γερμανική κυβέρνηση προέβη σε κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο παραβιάζοντας τις ίδιες τις αρχές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και συγκλονίζοντας τις διεθνείς κεφαλαγορές, έκανε στροφή 180 μοιρών, ανακοινώνοντας ότι το ευρώ απέχει παρασάγγας από το να θεωρηθεί ιδανικό παγκόσμιο αποθεματικό· ωστόσο, η έστω και… δίμηνη στήριξη του ομίλου στο ευρώ έναντι του δολαρίου είναι ενδεικτική του μεγέθους της απειλής που αποτελεί το ευρωπαϊκό νόμισμα για τις ΗΠΑ.
Στο περιθώριο του άγριου αυτού νομισματικού ανταγωνισμού ΗΠΑ και ΕΕ, έλαβε επίσης χώρα τα τελευταία χρόνια και η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτών για τη Διατλαντική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership ή TTIP), η οποία προβλέπει τη δημιουργία μιας ευρωατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Επιμέρους παράμετροι της TTIP που απαλλάσσουν τους επενδύοντες πολυεθνικούς ομίλους από οποιαδήποτε ευθύνη έχουν προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία ανάμεσα, όχι μόνο σε ακτιβιστές αλλά και σε επίσημους φορείς, ακόμα και κυβερνήσεις στην Ευρώπη, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς τι συμφέρον εξυπηρετεί για την ΕΕ μια τέτοια συμφωνία. Η απάντηση, ωστόσο, δεν είναι δύσκολη και συνοψίζεται στο ότι η TTIP προβλέπεται να παίξει στην αμερικανογερμανική διαμάχη αντίστοιχο ρόλο με αυτόν που έπαιξε η ΕΟΚ στη γαλλογερμανική. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, εντός της ΕΟΚ Γαλλία και Γερμανίας είχαν αρχικά ενώσει τις δυνάμεις τους με απώτερο όμως σκοπό η μία να κυριαρχήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό της την άλλη, πράγμα που και έγινε τελικά, με τη Γερμανία να επικρατεί κατά κράτος επί της Γαλλίας χάρις στην οικονομική της παντοδυναμία. Κάτι ανάλογο θέλει να πετύχει λοιπόν και σήμερα η -μεταμφιεσμένη σε ΕΕ πια- Γερμανία εις βάρος των ΗΠΑ μέσω της TTIP· περιμένει δηλαδή το στραβοπάτημα του δολαρίου που θα το αποκαθηλώσει από το βάθρο του παγκόσμιου αποθεματικού και θα το αντικαταστήσει με το ευρώ, και δι’ αυτής της θεμελιακής αλλαγής, την υπαγωγή της αμερικάνικης στρατιωτικής υπερδύναμης στον έλεγχό της. Φυσικά, το ίδιο ακριβώς μεθοδεύουν και οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, να διαλύσουν δηλαδή την ευρωζώνη και μέσω της TTIP ύστερα, να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά στη γηραιά ήπειρο.
Τα όπλα που μεταχειρίζονται οι δύο αντίπαλοι στη μεταξύ τους νομισματική σύγκρουση είναι συγκεκριμένα: στρατιωτικές επιθέσεις και πόλεμος στις τιμές του πετρελαίου εκ μέρους των ΗΠΑ κατά πετρελαιοπαραγωγών χωρών που δεν συναλλάσσονται σε δολάρια, σκληρές πολιτικές λιτότητας και ύφεσης στην ευρωζώνη εκ μέρους της Γερμανίας, που διατηρούν το ευρώ αποπληθωρισμένο και το καθιστούν δέλεαρ για μια σειρά από χώρες και επενδυτές. Ωστόσο, το μεγαλύτερο όπλο βρίσκεται στα χέρια των πρώτων, ένα όπλο το οποίο μπορεί να συντρίψει μονομιάς τον αντίπαλό τους αρκεί και μόνο να πυροδοτηθεί, κι αυτό δεν είναι άλλο από τα δημόσια χρέη της περιφέρειας της ευρωζώνης και δη το ελληνικό. Αλλά γι’ αυτό το θέμα, θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος…
Πώς έγινε όμως αυτή η «αναβάθμιση» της Γερμανίας από χώρα-προτεκτοράτο των ΗΠΑ σε βασικό οικονομικό ανταγωνιστή τους; Αναμφισβήτητα, προέκυψε μέσα από τη δημιουργία της ΕΕ και δι’ αυτής της ευρωζώνης και με τη συνδρομή της γεωπολιτικής και διπλωματικής ισχύος της Γαλλίας. Η τελευταία, αν και σύμμαχος των ΗΠΑ στο δυτικό μπλοκ καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και αργότερα, βρισκόταν σε σχέση άλλοτε υπογείου και άλλοτε ανοιχτού ανταγωνισμού με την υπερδύναμη, με αποκορύφωμα του ανταγωνισμού αυτού την προσωρινή γαλλική αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και το άνοιγμα στην Σοβιετική Ένωση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 επί προεδρίας Σαρλ Ντε Γκωλ. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, μιας και ο μείζον ανταγωνιστής τους στη σκακιέρα του ψυχρού πολέμου ήταν η ΕΣΣΔ (και κατόπιν η Ρωσία), αποτελούσαν έναν από τους βασικούς παράγοντες που, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συμπαγές ευρωπαϊκό ανάχωμα στο ανατολικό μπλοκ, πίεζαν προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από πλευράς τους, Γερμανία και Γαλλία είχαν ήδη από τη δεκαετία του ’50 τους δικούς τους λόγους για να επιδιώξουν τη μεταξύ τους οικονομική προσέγγιση· αφενός για να αποτρέψουν τις μελλοντικές συγκρούσεις τους μιας και οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν νωπές, αφετέρου, όπως είχε πει ο ίδιος ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας μετά τον πόλεμο, «επειδή ήξεραν ότι δεν θα γινόντουσαν ποτέ δυνάμεις συγκρίσιμες με τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ παρά μόνο μέσα από μια Ενωμένη Ευρώπη».
Προπάτορας της σημερινής ΕΕ ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) η οποία ιδρύθηκε το 1951 και στην οποία συμμετείχαν 6 χώρες της Δυτικής Ευρώπης: η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η ΕΚΑΧ, που αποτελούσε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά για τον άνθρακα και το χάλυβα, επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες μέσω της αναβάθμισής της σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957.
Παρά την πρόοδο που είχε γίνει, η νομισματική ενοποίηση «σκόνταφτε» έκτοτε συνέχεια στις διαφορετικές θεωρήσεις -και σε τελική ανάλυση στα διαφορετικά συμφέροντα και πολιτικές- εκ μέρους των Γάλλων και των Γερμανών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, έτσι και τη δεκαετία του ’60, του ’70 και του ’80, η παραδοσιακά πλεονασματική Γερμανία και ιδίως η πανίσχυρη θεσμικά κεντρικής της τράπεζα, η Bundesbank, αγωνίζονταν σκληρά για να μην τεθούν υπό γαλλικό πολιτικό έλεγχο, απ’ την άλλη δε, η παραδοσιακά ελλειμματική Γαλλία αρνούνταν να πειθαρχήσει στη σφιχτή νομισματική πολιτική της Γερμανίας ως προϋπόθεση για τη μεταξύ τους σύγκλιση.
Στην πορεία η ΕΟΚ διευρύνθηκε και με άλλες χώρες, όπως τη Μ. Βρετανία, την Ισπανία και την Ελλάδα, ωστόσο το «ποιοτικό άλμα» συντελέστηκε με τη λήξη του ψυχρού πολέμου και τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, οπότε και ελλείψει πια οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι διαδικασίες για την νομισματική και πολιτική ενοποίηση επιταχύνθηκαν. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ που υπογράφτηκε το 1992, η ΕΟΚ αναβαθμίστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), και στην οποία η πανίσχυρη οικονομικά Γερμανία αποτελούσε –και αποτελεί μέχρι σήμερα– το βασικό πυλώνα.
Η εκτόξευση της ισχύος της Γερμανίας είχε συντελεστεί δυο χρόνια νωρίτερα από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, με την ένωση της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική το 1990, ή για την ακρίβεια, την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική· μια προσάρτηση που διεκπεραιώθηκε από το νυν κυβερνών κόμμα της Γερμανίας, τους Χριστιανοδημοκράτες, που βρίσκονταν και τότε στην εξουσία, με το χειρότερο δυνατό τρόπο για τους Ανατολικογερμανούς: κοινώς επρόκειτο για πλιάτσικο, με την δημόσια περιουσία και τις κρατικές επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας να εκποιούνται για ψίχουλα στο δυτικογερμανικό κεφάλαιο και τους Ανατολικογερμανούς εργαζόμενους (πλέον ανέργους…) να αποτελούν την εφεδρεία φτηνού εργατικού δυναμικού που αυτό είχε ανάγκη.
Ωστόσο, οι ίδιοι Γερμανοί ηγέτες που ενορχήστρωσαν το πλιάτσικο, πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι έπρεπε να καταφύγουν σε μεταβίβαση πόρων από το δυτικό προς το ανατολικό τμήμα της χώρας ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ενοποίηση των δύο Γερμανιών θα αποκτούσε σταθερό οικονομικό υπόβαθρο και δεν θα πατούσε στον αέρα. Τα ποσά που απαιτούνταν βέβαια ήταν αστρονομικών διαστάσεων, ωστόσο η γερμανική ομοσπονδιακή τράπεζα, η Bundesbank, υπό τη διοίκηση του Χέλμουτ Σλέσινγκερ και έχοντας μάλιστα επιστρατεύσει για το σκοπό αυτό το γνωστό «γύπα» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου Τζωρτζ Σόρος, κατάφερε να τα αντλήσει από τις διεθνείς χρηματαγορές διεξάγοντας την περίοδο 1992-1993 τον περίφημο «πόλεμο των επιτοκίων» κατά της βρετανικής στερλίνας και της ιταλικής λιρέτας. Τι έκανε ο Σλέσινκγερ λοιπόν; Πολύ απλά ανέβασε απότομα τα γερμανικά επιτόκια ώστε να συρρεύσουν όλα τα κεφάλαια στη Γερμανία (ό,τι ακριβώς είχε κάνει δηλαδή και ο Βόλκερ στις ΗΠΑ πριν μια εικοσαετία…), με συνέπεια η Ιταλία και η Βρετανία να πεταχτούν έξω από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) της ΕΕ, με τη στερλίνα συγκεκριμένα να υφίσταται πρωτοφανή υποτίμηση κατά 11% και το συνολικό κόστος για τη βρετανική οικονομία να ανέλθει τελικά στα 3,4 δις λίρες! Με αυτόν τον τρόπο, η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα που είχε προκύψει από την προσάρτηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ούτε τότε όμως οι ΗΠΑ έδειχναν να ανησυχούν ιδιαίτερα από τη διαρκώς αυξανόμενη οικονομική ισχύ της Γερμανίας. Αντιθέτως, η ΕΕ εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τα γεωστρατηγικά τους σχέδια τους γιατί μέσω αυτής μπορούσαν να εντάξουν τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ στους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς (και παράλληλα στο ΝΑΤΟ), και μ’ αυτόν τον τρόπο να εξουδετερώσουν την γεωπολιτική και πολιτιστική επιρροή που εξακολουθούσε και μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου να τους ασκεί η Ρωσία, ειδικά στις πιο ανατολικές εξ αυτών. Παράλληλα, ευελπιστούσαν ότι ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για τον πλήρη εκδυτικισμό της αχανούς αυτής μουσουλμανικής χώρας και το μοντέλο της θα αποτελούσε πρότυπο για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, οπότε και πίεζαν επίμονα προς αυτή την κατεύθυνση. Εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι η Γερμανία, στα πρώτα χρόνια μετά την ενοποίησή της, συνεργαζόταν κατά κύριο λόγο αρμονικά με τις ΗΠΑ· οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία το επιβεβαιώνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Επίσης, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ ανήκαν και στο ΝΑΤΟ, οπότε οι ΗΠΑ τις διατηρούσαν υπό το γεωπολιτικό τους έλεγχο μέσω της εν λόγω συμμαχίας, ακόμα και την ίδια τη Γερμανία, που δεν της επιτρεπόταν παρά να διαθέτει περιορισμένο στρατό και στο έδαφος της οποίας, από την εποχή του ψυχρού πολέμου μέχρι και σήμερα, εδράζουν αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις… Ο βασικός λοιπόν ευρωπαίος αντίπαλος εντός ΝΑΤΟ για τις ΗΠΑ παρέμενε αναμφισβήτητα η Γαλλία, εξ ου και η προνομιακή αντιμετώπιση της Γερμανίας από τις πρώτες.
Η αλλαγή της οπτικής εκ μέρους των ΗΠΑ για τη Γερμανία προέκυψε σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της ευρωζώνης το 1999. Επίκεντρο της αλλαγής δεν είναι άλλο από τις λυσσαλέες προσπάθειες της γερμανικής ελίτ μέσω της αποπληθωριστικής πολιτικής της να εκτοπίσει το δολάριο από βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και να το αντικαταστήσει με το ευρώ· να καθιερώσει δηλαδή το σκληρό ευρώ στη θέση του δολαρίου ως μέσο για τις διεθνείς πετρελαϊκές συναλλαγές, και ως εκ τούτου να συγκεντρώνει για λογαριασμό της τις τεράστιες χρηματοροές των διεθνών επενδυτών αντί αυτές να καταλήγουν στη Wall Street.
Με την προσπάθεια της Γερμανίας να καταστήσει το ευρώ το νέο παγκόσμιο αποθεματικό συντάχθηκε αρχικά και η Γαλλία· οι δύο χώρες, αφού συγκρούστηκαν επανειλημμένα μέχρι να καταλήξουν με εκατέρωθεν συμβιβασμούς στην νομισματική ενοποίηση, έκαναν τον εξής επιμερισμό καθηκόντων στη νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη: η Γαλλία θα συνεισέφερε με τη στρατιωτική της ισχύ και τη γεωπολιτική της επιρροή και η Γερμανία με την πανίσχυρη οικονομία της. Στην ουσία βέβαια, καμία από τις δύο δεν ήθελε να μοιραστεί την ηγεσία στην ΕΕ με την άλλη· η μεν Γαλλία πίστευε ότι λόγω της στρατιωτικής και γεωπολιτικής της ισχύος θα ετίθετο αυτοδικαίως επικεφαλής, η δε Γερμανία είχε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να τιθασεύσει τη Γαλλία με όχημα και μόνο την οικονομική της παντοδυναμία – τελικά πραγματοποιήθηκε το δεύτερο….
Η ευρωατλαντική νομισματική αντιπαράθεση ξετυλίχθηκε σε δύο διαφορετικές ποιοτικά φάσεις: η πρώτη έλαβε χώρα από τη δημιουργία του ευρώ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008, η οποία πρακτικά ταυτίστηκε με την διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τους νεοσυντηρητικούς του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, και την δεύτερη από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, υπό τη διακυβέρνηση από τους Δημοκρατικούς του Μπάρακ Ομπάμα.
Στην πρώτη, προ κρίσης, φάση της αντιπαράθεσης, η αμφισβήτηση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό και η αντικατάστασή του με το ευρώ προήλθαν κυρίως από συγκεκριμένα, μη φιλικά προσκείμενα στις ΗΠΑ κράτη του OPEC: το Ιράκ, το Ιράν (ανήκοντα στον κατά Μπους «άξονα του κακού») και τη Βενεζουέλα. Η εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις χώρες αυτές η αμερικάνικη ηγεσία ήταν παροιμιώδης και εκδηλωνόταν ως εμπάργκο και απειλή χρήσης βίας ή ακόμα και κανονική στρατιωτική εισβολή, ενώ εξίσου πρωτοφανής ήταν η ξεχωριστή αντιμετώπιση που έχαιραν τα «νομιμόφρονα» κράτη-μέλη του OPEC τα οποία σέβονταν τη σύνδεση με το δολάριο, όπως η Σαουδική Αραβία και οι λοιπές θεοκρατίες του Περσικού Κόλπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους της κυβέρνησης Μπους ήταν η στάση της τελευταίας αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001: ενώ οι 15 από τους 19 αεροπειρατές ήταν Σαουδάραβες υπήκοοι, ενώ όλα τα στοιχεία έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι επιθέσεις είχαν χρηματοδοτηθεί από Σαουδάραβες σεΐχηδες, ενώ η μετέπειτα έρευνα των αμερικάνικων αρχών επιβεβαίωσε τις αρχικές υποψίες ότι υπήρξε ενεργός συμμετοχή στελεχών των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας στην οργάνωση των επιθέσεων, η αμερικάνικη ηγεσία όχι μόνο πρόλαβε να φυγαδεύσει πίσω στη χώρα τους τα μέλη της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας που βρίσκονταν στις ΗΠΑ αλλά έσπευσε κιόλας να κατηγορήσει το… Ιράκ ως υπεύθυνο για τις επιθέσεις! Η πολυπόθητη για την αμερικάνικη ελίτ εισβολή στο Ιράκ πραγματοποιήθηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα, το 2003, με αστείες προφάσεις (τα… όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται κατείχε ο Σαντάμ Χουσεΐν), και για ευνόητους λόγους, χωρίς τη συνδρομή της Γαλλίας και της Γερμανίας…
Με τη σειρά της, η δεύτερη φάση της αντιπαράθεσης, από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 κι έπειτα, χαρακτηρίστηκε από τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα να αναχαιτίσει την κατάρρευση του αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπερπληθωρίζοντας το δολάριο (τυπώνοντας δηλαδή πολύ παραπανίσιο χρήμα) και διαγράφοντας με αυτόν τον τρόπο τα τραπεζικά χρέη, αλλά θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του αμερικάνικου νομίσματος ως παγκόσμιο αποθεματικό. Είναι δεδομένο ότι αν το δολάριο δεν αποτελούσε το βασικό αποθεματικό νόμισμα ανά την υφήλιο και δεν χρησιμοποιούνταν ως μέσο για τις διεθνείς πετρελαϊκές συναλλαγές, ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ να φορτώνουν τα ελλείμματά τους στις πλάτες των χωρών με τις οποίες συναλλάσσονται, η πολιτική Ομπάμα θα προκαλούσε στην αμερικάνικη οικονομία πληθωρισμό… Βαϊμάρης και η κατάρρευσή τους ως υπερδύναμη θα είχε πραγματοποιηθεί προ πολλού. Ακόμα όμως κι έτσι, με την οικονομία των ΗΠΑ να διασφαλίζεται λόγω του προαναφερθέντος στάτους του δολαρίου, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι επίφοβα για την υπερδύναμη· πετρελαιοπαραγωγές χώρες και εταιρείες αλλά και διεθνείς επενδυτικοί όμιλοι που διαχειρίζονται τα κεφαλαιοποιημένα κέρδη των προαναφερθέντων πετρελαϊκών εταιριών και λοιπών βιομηχανικών κολοσσών, βλέποντας το δολάριο να πληθωρίζεται διαρκώς, καλοβλέπουν όλο και περισσότερο την επένδυση σε κάποιο εναλλακτικό, μη πληθωρίσιμο, νόμισμα. Δίχως αμφιβολία, το μόνο νόμισμα που έχει τις προϋποθέσεις να ανταγωνιστεί το δολάριο στη διεθνή νομισματική αρένα είναι το ευρώ, ένα νόμισμα που γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό (αν και δεν ομολογείται δημόσια…) η… γερμανοκινούμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί γενικά αποπληθωρισμένο, με ολέθρια συνέπεια για τις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης κι έπειτα, να μαστίζονται από πολύχρονη λιτότητα και ύφεση. Πλέον η αμφισβήτηση του στάτους του δολαρίου δεν προέρχεται μόνο από τον «άξονα του κακού», ούτε η λαβωμένη οικονομία των ΗΠΑ επιτρέπει στις τελευταίες να εξαπολύσουν στρατιωτική επέμβαση κατά του όποιου αμφισβητία. Εξαίρεση αποτελεί η σύντομη χρονικά εισβολή στη Λιβύη το 2011 και η ανατροπή του Καντάφι (που βέβαια δεν πουλούσε πετρέλαιο σε ευρώ, αλλά σε λιβυκά δηνάρια) με τη συμμετοχή, για τους δικούς της λόγους, της Γαλλίας, η οποία είχε προ πολλού πάψει να συμπλέει με τις γερμανικές ηγεμονικές βλέψεις στο νομισματικό πεδίο, και χωρίς φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τη συνδρομή της Γερμανίας.
Μιας και η νομισματική αντιπαράθεση δύο χωρών μεταφράζεται σχεδόν πάντα και ως γεωπολιτική, είναι λογικό η αμφισβήτηση του δολαρίου να έχει προέλθει πρωτίστως από την πλευρά της Ρωσίας. Οι συμφωνίες της Ρωσίας με την Κίνα το 2013 για πωλήσεις πετρελαίου απευθείας σε γουάν όπως και οι κινήσεις από πλευράς Gazprom να αντικαταστήσει το δολάριο με ευρώ στις πετρελαϊκές συναλλαγές του με τις χώρες της ΕΕ, όπως ήταν λογικό, αποτέλεσαν κόκκινο πανί για τις ΗΠΑ και οι οποίες φυσικά δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια: από τα τέλη του 2014 ενορχήστρωσαν από κοινού με τη Σαουδική Αραβία την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου πράγμα που βύθισε τη Ρωσία σε βαθιά ύφεση, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ της βασίζεται στις πετρελαϊκές εξαγωγές.
Όμως ακόμα πιο σημαντική κι από αυτή την εξέλιξη είναι μία άλλη, που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2013: σε μια κίνηση που τις προηγούμενες δεκαετίες φάνταζε αδιανόητη, ο μεγαλύτερος διεθνής επενδυτικός όμιλος ονόματι Pacific Investment Management Company (PIMCO), ο οποίος διαχειρίζεται ως επί το πλείστον σαουδαραβικά και καταριανά κεφάλαια, κάλεσε δια στόματος του επικεφαλής του, Μπιλ Γκρος, τους απανταχού επενδυτές να ξεφορτωθούν όσα δολάρια κατείχαν και να τα αντικαταστήσουν με ευρώ και χρυσό! Ο ίδιος όμιλος, βέβαια, δυο μήνες μετά, όταν η γερμανική κυβέρνηση προέβη σε κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο παραβιάζοντας τις ίδιες τις αρχές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και συγκλονίζοντας τις διεθνείς κεφαλαγορές, έκανε στροφή 180 μοιρών, ανακοινώνοντας ότι το ευρώ απέχει παρασάγγας από το να θεωρηθεί ιδανικό παγκόσμιο αποθεματικό· ωστόσο, η έστω και… δίμηνη στήριξη του ομίλου στο ευρώ έναντι του δολαρίου είναι ενδεικτική του μεγέθους της απειλής που αποτελεί το ευρωπαϊκό νόμισμα για τις ΗΠΑ.
Στο περιθώριο του άγριου αυτού νομισματικού ανταγωνισμού ΗΠΑ και ΕΕ, έλαβε επίσης χώρα τα τελευταία χρόνια και η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτών για τη Διατλαντική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership ή TTIP), η οποία προβλέπει τη δημιουργία μιας ευρωατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Επιμέρους παράμετροι της TTIP που απαλλάσσουν τους επενδύοντες πολυεθνικούς ομίλους από οποιαδήποτε ευθύνη έχουν προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία ανάμεσα, όχι μόνο σε ακτιβιστές αλλά και σε επίσημους φορείς, ακόμα και κυβερνήσεις στην Ευρώπη, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς τι συμφέρον εξυπηρετεί για την ΕΕ μια τέτοια συμφωνία. Η απάντηση, ωστόσο, δεν είναι δύσκολη και συνοψίζεται στο ότι η TTIP προβλέπεται να παίξει στην αμερικανογερμανική διαμάχη αντίστοιχο ρόλο με αυτόν που έπαιξε η ΕΟΚ στη γαλλογερμανική. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, εντός της ΕΟΚ Γαλλία και Γερμανίας είχαν αρχικά ενώσει τις δυνάμεις τους με απώτερο όμως σκοπό η μία να κυριαρχήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό της την άλλη, πράγμα που και έγινε τελικά, με τη Γερμανία να επικρατεί κατά κράτος επί της Γαλλίας χάρις στην οικονομική της παντοδυναμία. Κάτι ανάλογο θέλει να πετύχει λοιπόν και σήμερα η -μεταμφιεσμένη σε ΕΕ πια- Γερμανία εις βάρος των ΗΠΑ μέσω της TTIP· περιμένει δηλαδή το στραβοπάτημα του δολαρίου που θα το αποκαθηλώσει από το βάθρο του παγκόσμιου αποθεματικού και θα το αντικαταστήσει με το ευρώ, και δι’ αυτής της θεμελιακής αλλαγής, την υπαγωγή της αμερικάνικης στρατιωτικής υπερδύναμης στον έλεγχό της. Φυσικά, το ίδιο ακριβώς μεθοδεύουν και οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, να διαλύσουν δηλαδή την ευρωζώνη και μέσω της TTIP ύστερα, να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά στη γηραιά ήπειρο.
Τα όπλα που μεταχειρίζονται οι δύο αντίπαλοι στη μεταξύ τους νομισματική σύγκρουση είναι συγκεκριμένα: στρατιωτικές επιθέσεις και πόλεμος στις τιμές του πετρελαίου εκ μέρους των ΗΠΑ κατά πετρελαιοπαραγωγών χωρών που δεν συναλλάσσονται σε δολάρια, σκληρές πολιτικές λιτότητας και ύφεσης στην ευρωζώνη εκ μέρους της Γερμανίας, που διατηρούν το ευρώ αποπληθωρισμένο και το καθιστούν δέλεαρ για μια σειρά από χώρες και επενδυτές. Ωστόσο, το μεγαλύτερο όπλο βρίσκεται στα χέρια των πρώτων, ένα όπλο το οποίο μπορεί να συντρίψει μονομιάς τον αντίπαλό τους αρκεί και μόνο να πυροδοτηθεί, κι αυτό δεν είναι άλλο από τα δημόσια χρέη της περιφέρειας της ευρωζώνης και δη το ελληνικό. Αλλά γι’ αυτό το θέμα, θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος…
Β’ μέρος
γραμμένο στις 19 Σεπτεμβρίου 2015
«Εάν δεχόμασταν εμείς, η Ελλάδα ή οποιοσδήποτε άλλος ότι η Ελλάδα
μπορεί να αποχωρήσει από τον χώρο αλληλεγγύης και ευημερίας που
ονομάζεται ευρωζώνη, θα θέταμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο καθώς πολλοί,
ιδίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο, θα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να
αποδομήσουν την ευρωζώνη κομμάτι-κομμάτι»
Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, ομιλία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λέουβεν του Βέλγιου, 6/5/2015
Στις 6 Μαΐου του 2010, μια 8ετία σχεδόν μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τόσο το δημόσιο έλλειμμα όσο και το χρέος είχαν εκτροχιαστεί ενώ παράλληλα τα επιτόκια δανεισμού είχαν εκτοξευθεί κατακόρυφα, με συνέπεια την προσφυγή της χώρας στο «μηχανισμό στήριξης» της Τρόικα, απαρτιζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και τα μνημόνια που αυτή επέβαλε.
Τα αποτελέσματα των μνημονίων στην ελληνική οικονομία είναι τοις πάσι γνωστά: ραγδαία εσωτερική υποτίμηση, ύφεση επί 5 συναπτά έτη, εκτόξευση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Λιγότερο γνωστά είναι όμως τα οφέλη των μνημονίων για την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Δεν είναι μόνο τα άμεσα οφέλη των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης και δη της Γερμανίας από την προσέλκυση αγοραστών για τα ομόλογά τους, ούτε τα κέρδη από τη διαφορά του χαμηλού επιτοκίου με το οποίο δανείζονται οι χώρες από τις αγορές (αρνητικό στην περίπτωση της Γερμανίας) από αυτό με το οποίο επαναδανείζουν την Ελλάδα. Είναι πρωτίστως ότι η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που εκπορεύεται από τα μνημόνια εξασφαλίζει αφενός τη συμπίεση της εργατικής δύναμης των Ελλήνων εργαζομένων και τη συνακόλουθη μετατροπή της χώρας σε ζωτικό χρόνο (lebensraum) της Γερμανίας, ώστε η τελευταία να είναι δυνητικά σε θέση να αποκτήσει την κινεζικού τύπου ενδοχώρα που τόσο έχει ανάγκη προκειμένου να ανταγωνιστεί την Κίνα και τις λοιπές αναπτυσσόμενες οικονομίες· αφετέρου κρατάει αποπληθωρισμένο το ευρώ και μ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύει το -ένεκα της πολιτικής Ομπάμα- υπερπληθωρισμένο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό.
Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς, δοσμένης της σκληρής αμερικανογερμανικής νομισματικής αντιπαράθεσης για την οποία έγινε εκτενής αναφορά στο προηγούμενο μέρος, για ποιο λόγο το ΔΝΤ, που ως επί το πλείστον εκφράζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και χειραγωγείται από αυτές, δέχτηκε να συμμετάσχει στο μηχανισμό στήριξης βοηθώντας τη Γερμανία να πετύχει τους στόχους της εις βάρος των ίδιων των αμερικάνικων συμφερόντων, αλλά και για ποιο λόγο έγινε δεκτό στη μηχανισμό στήριξης από την ίδια τη Γερμανία. Η απάντηση στο διπλό αυτό ερώτημα δεν είναι δύσκολη: οι μεν Ευρωπαίοι, μιας και τα χρήματα που ήταν διατεθειμένοι να δώσουν στην Ελλάδα (είτε με τη μορφή απλών εγγυήσεων είτε επαναδανείζοντας μέρος αυτών που είχαν δανειστεί οι ίδιοι με χαμηλότερο επιτόκιο) δεν επαρκούσαν, χρειάζονταν τη συνδρομή του ΔΝΤ (και τα… τυπωμένα πληθωριστικά του δολάρια), οι δε ΗΠΑ πέτυχαν να μπουν συνέταιροι στα του οίκου της ευρωζώνης, με σκοπό να υπονομεύουν διαρκώς την τελευταία εκ των έσω και να της δώσουν τη χαριστική βολή όταν προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες· η επιμονή του ΔΝΤ για κούρεμα του ελληνικού χρέους εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στην αμερικάνικη στρατηγική για διάλυση της ευρωζώνης.
Η στρατηγική των ευρωπαίων δανειστών, από την άλλη, σε σχέση με την Ελλάδα, είναι η συνέχιση της ίδιας αντιαναπτυξιακής πολιτικής που συντρίβει την εγχώρια παραγωγή και παράλληλα διατηρεί το ευρώ σκληρό, και φυσικά η σθεναρή άρνηση στα αιτήματα του ΔΝΤ για κούρεμα (*) του ελληνικού χρέους με το «συμβατικό τρόπο», όπως τον χαρακτήρισαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σε δηλώσεις τους.
Ποιος είναι όμως ο «συμβατικός τρόπος» κουρέματος που θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία οι χώρες της ευρωζώνης;
Αυτό που εννοούν στην ουσία είναι έναν από τους δύο (ή και τους δύο ταυτόχρονα) ακόλουθους τρόπους: πρώτον, να κουρευτούν τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), δηλαδή να πληθωριστεί το ευρώ· δεύτερον, να κουρευτούν τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν τα κράτη της ευρωζώνης, δηλαδή το κόστος του κουρέματος να βαρύνει τους ώμους των Ευρωπαίων πολιτών.
Με τον πρώτο τρόπο, με το κούρεμα δηλαδή του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι ΕΚΤ-ΕΤΧΣ, το πληθωρισμένο ευρώ θα καθίστατο πλήρως αναξιόπιστο ως παγκόσμιο αποθεματικό. Είναι επίσης γνωστό ότι οι αντιδράσεις των αγορών λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως… αυτοεκπληρούμενες προφητείες· εν προκειμένω, μια απότομη υποτίμηση του ευρώ και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο θα έφερνε τον πανικό σε κράτη, εταιρίες και διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους οι οποίοι θα προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν άμεσα ό,τι αποθεματικά είχαν σε ευρώ και θα αναζητούσαν ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο στο δολάριο, με συνέπεια η αξία του ευρωπαϊκό νομίσματος να κατρακυλήσει ακόμα περισσότερο μέχρι να πιάσει πιάτο και η ευρωζώνη να τιναχτεί κυριολεκτικά στον αέρα.
Με το δεύτερο τρόπο, με το κούρεμα δηλαδή του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι χώρες της ευρωζώνης, οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα έπρεπε να επωμιστούν αυτοί το κόστος (ενδεικτικά, σε περίπτωση κουρέματος στο σύνολο της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει το γερμανικό δημόσιο, κάθε Γερμανός πολίτης θα καλούνταν να πληρώσει 700 ευρώ!) και νομοτελειακά, η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ θα ανατρέπονταν από τους ίδιους τους βουλευτές της. Ακόμα όμως κι αν –θεωρητικά μιλώντας– η γερμανική κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει τους πολίτες της περί της αναγκαιότητας διαγραφής του ελληνικού χρέους οργανώνοντας πανεθνική καμπάνια επικαλούμενη τις χρεωστούμενες στην Ελλάδα πολεμικές επανορθώσεις από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κατοχικό δάνειο, είναι αμφίβολο ότι οι κυβερνήσεις συμμαχικών προς τη Γερμανία κρατών στην ΕΕ θα έκαναν το ίδιο· η πρόσφατη προσφυγική κρίση έδειξε την ανυπαρξία αλληλεγγύης μεταξύ τους ακόμα και για πολύ πιο εύκολα διευθετήσιμα θέματα. Η πολιτική αναταραχή που θα επικρατούσε λοιπόν θα είχε άμεσο αντίκτυπο και στην ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης, με πιθανότερο ενδεχόμενο και σε αυτή την περίπτωση τη διάλυσή της τελευταίας.
Ωστόσο, οι Γερμανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αγγίξει πλέον δυσθεώρητα ύψη και ότι προκειμένου να γίνει και πάλι βιώσιμο, χρειάζεται επειγόντως, με έναν μη… «συμβατικό τρόπο», να κουρευτεί ένα μέρος του (επ’ ουδενί όμως… ολόκληρο, γιατί τότε θα έχαναν το βασικό μοχλό πίεσης που διαθέτουν εις βάρος της χώρας μας και δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν τις μνημονιακές πολιτικές τους). Ένα τέτοιο «αντισυμβατικό» κούρεμα έγινε το 2012, οπότε η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» υπό το Λουκά Παπαδήμο προέβη σε κούρεμα του χρέους που κατείχαν ιδιώτες ομολογιούχοι και ασφαλιστικά ταμεία, ενώ τα ομόλογα που κατείχαν τα κράτη της ευρωζώνης ή η ΕΚΤ, ακόμα κι αν είχαν αγοραστεί σε εξευτελιστική τιμή στη δευτερογενή αγορά, αποπληρώθηκαν στο 100% της αξίας τους! Τότε, το χρέος αλαφρύνθηκε προσωρινά και τα προγράμματα λιτότητας των δανειστών μπόρεσαν να εφαρμοστούν χωρίς τον κίνδυνο κήρυξης χρεωκοπίας από πλευράς του ελληνικού κράτους. Εν τούτοις, όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε 3 χρόνια το χρέος της χώρας εκτροχιάστηκε και πάλι, και σήμερα, οι Ευρωπαίοι δανειστές πιέζουν προς την κατεύθυνση του bail-in των ελληνικών τραπεζών, του κουρέματος δηλαδή των μετοχών τους σε πρώτη φάση και των καταθέσεων εντός τους σε δεύτερη. Σύμφωνα δε με ένα από τα σενάρια που έχουν διαρρεύσει από τους ίδιους τους δανειστές, το κούρεμα των καταθέσεων δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό της Κύπρου το 2013· αντ’ αυτού, θα αφορά το 30% όλων των καταθέσεων άνω των 8000 ευρώ! Αν γίνουν όντως έτσι τα πράγματα, το δημόσιο χρέος θα καταστεί εκ νέου βιώσιμο για τα επόμενα μερικά χρόνια, μέχρι να τεθεί εκτός ελέγχου και πάλι, οπότε τότε οι δανειστές θα προβούν σε κούρεμα κάποιου άλλου ρευστοποιήσιμου περιουσιακού στοιχείου της χώρας, με πιθανότερο υποψήφιο τα κέρδη από τις πρώτες εξορύξεις υδρογονανθράκων στο ελληνικό θαλάσσιο υπέδαφος που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μέσα στην επόμενη πενταετία, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί η ίδια Deutsche Bank σε έκθεσή της του 2013…
Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, ομιλία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λέουβεν του Βέλγιου, 6/5/2015
Στις 6 Μαΐου του 2010, μια 8ετία σχεδόν μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τόσο το δημόσιο έλλειμμα όσο και το χρέος είχαν εκτροχιαστεί ενώ παράλληλα τα επιτόκια δανεισμού είχαν εκτοξευθεί κατακόρυφα, με συνέπεια την προσφυγή της χώρας στο «μηχανισμό στήριξης» της Τρόικα, απαρτιζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και τα μνημόνια που αυτή επέβαλε.
Τα αποτελέσματα των μνημονίων στην ελληνική οικονομία είναι τοις πάσι γνωστά: ραγδαία εσωτερική υποτίμηση, ύφεση επί 5 συναπτά έτη, εκτόξευση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Λιγότερο γνωστά είναι όμως τα οφέλη των μνημονίων για την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Δεν είναι μόνο τα άμεσα οφέλη των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης και δη της Γερμανίας από την προσέλκυση αγοραστών για τα ομόλογά τους, ούτε τα κέρδη από τη διαφορά του χαμηλού επιτοκίου με το οποίο δανείζονται οι χώρες από τις αγορές (αρνητικό στην περίπτωση της Γερμανίας) από αυτό με το οποίο επαναδανείζουν την Ελλάδα. Είναι πρωτίστως ότι η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που εκπορεύεται από τα μνημόνια εξασφαλίζει αφενός τη συμπίεση της εργατικής δύναμης των Ελλήνων εργαζομένων και τη συνακόλουθη μετατροπή της χώρας σε ζωτικό χρόνο (lebensraum) της Γερμανίας, ώστε η τελευταία να είναι δυνητικά σε θέση να αποκτήσει την κινεζικού τύπου ενδοχώρα που τόσο έχει ανάγκη προκειμένου να ανταγωνιστεί την Κίνα και τις λοιπές αναπτυσσόμενες οικονομίες· αφετέρου κρατάει αποπληθωρισμένο το ευρώ και μ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύει το -ένεκα της πολιτικής Ομπάμα- υπερπληθωρισμένο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό.
Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς, δοσμένης της σκληρής αμερικανογερμανικής νομισματικής αντιπαράθεσης για την οποία έγινε εκτενής αναφορά στο προηγούμενο μέρος, για ποιο λόγο το ΔΝΤ, που ως επί το πλείστον εκφράζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και χειραγωγείται από αυτές, δέχτηκε να συμμετάσχει στο μηχανισμό στήριξης βοηθώντας τη Γερμανία να πετύχει τους στόχους της εις βάρος των ίδιων των αμερικάνικων συμφερόντων, αλλά και για ποιο λόγο έγινε δεκτό στη μηχανισμό στήριξης από την ίδια τη Γερμανία. Η απάντηση στο διπλό αυτό ερώτημα δεν είναι δύσκολη: οι μεν Ευρωπαίοι, μιας και τα χρήματα που ήταν διατεθειμένοι να δώσουν στην Ελλάδα (είτε με τη μορφή απλών εγγυήσεων είτε επαναδανείζοντας μέρος αυτών που είχαν δανειστεί οι ίδιοι με χαμηλότερο επιτόκιο) δεν επαρκούσαν, χρειάζονταν τη συνδρομή του ΔΝΤ (και τα… τυπωμένα πληθωριστικά του δολάρια), οι δε ΗΠΑ πέτυχαν να μπουν συνέταιροι στα του οίκου της ευρωζώνης, με σκοπό να υπονομεύουν διαρκώς την τελευταία εκ των έσω και να της δώσουν τη χαριστική βολή όταν προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες· η επιμονή του ΔΝΤ για κούρεμα του ελληνικού χρέους εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στην αμερικάνικη στρατηγική για διάλυση της ευρωζώνης.
Η στρατηγική των ευρωπαίων δανειστών, από την άλλη, σε σχέση με την Ελλάδα, είναι η συνέχιση της ίδιας αντιαναπτυξιακής πολιτικής που συντρίβει την εγχώρια παραγωγή και παράλληλα διατηρεί το ευρώ σκληρό, και φυσικά η σθεναρή άρνηση στα αιτήματα του ΔΝΤ για κούρεμα (*) του ελληνικού χρέους με το «συμβατικό τρόπο», όπως τον χαρακτήρισαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σε δηλώσεις τους.
Ποιος είναι όμως ο «συμβατικός τρόπος» κουρέματος που θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία οι χώρες της ευρωζώνης;
Αυτό που εννοούν στην ουσία είναι έναν από τους δύο (ή και τους δύο ταυτόχρονα) ακόλουθους τρόπους: πρώτον, να κουρευτούν τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), δηλαδή να πληθωριστεί το ευρώ· δεύτερον, να κουρευτούν τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν τα κράτη της ευρωζώνης, δηλαδή το κόστος του κουρέματος να βαρύνει τους ώμους των Ευρωπαίων πολιτών.
Με τον πρώτο τρόπο, με το κούρεμα δηλαδή του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι ΕΚΤ-ΕΤΧΣ, το πληθωρισμένο ευρώ θα καθίστατο πλήρως αναξιόπιστο ως παγκόσμιο αποθεματικό. Είναι επίσης γνωστό ότι οι αντιδράσεις των αγορών λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως… αυτοεκπληρούμενες προφητείες· εν προκειμένω, μια απότομη υποτίμηση του ευρώ και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο θα έφερνε τον πανικό σε κράτη, εταιρίες και διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους οι οποίοι θα προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν άμεσα ό,τι αποθεματικά είχαν σε ευρώ και θα αναζητούσαν ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο στο δολάριο, με συνέπεια η αξία του ευρωπαϊκό νομίσματος να κατρακυλήσει ακόμα περισσότερο μέχρι να πιάσει πιάτο και η ευρωζώνη να τιναχτεί κυριολεκτικά στον αέρα.
Με το δεύτερο τρόπο, με το κούρεμα δηλαδή του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι χώρες της ευρωζώνης, οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα έπρεπε να επωμιστούν αυτοί το κόστος (ενδεικτικά, σε περίπτωση κουρέματος στο σύνολο της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατέχει το γερμανικό δημόσιο, κάθε Γερμανός πολίτης θα καλούνταν να πληρώσει 700 ευρώ!) και νομοτελειακά, η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ θα ανατρέπονταν από τους ίδιους τους βουλευτές της. Ακόμα όμως κι αν –θεωρητικά μιλώντας– η γερμανική κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει τους πολίτες της περί της αναγκαιότητας διαγραφής του ελληνικού χρέους οργανώνοντας πανεθνική καμπάνια επικαλούμενη τις χρεωστούμενες στην Ελλάδα πολεμικές επανορθώσεις από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κατοχικό δάνειο, είναι αμφίβολο ότι οι κυβερνήσεις συμμαχικών προς τη Γερμανία κρατών στην ΕΕ θα έκαναν το ίδιο· η πρόσφατη προσφυγική κρίση έδειξε την ανυπαρξία αλληλεγγύης μεταξύ τους ακόμα και για πολύ πιο εύκολα διευθετήσιμα θέματα. Η πολιτική αναταραχή που θα επικρατούσε λοιπόν θα είχε άμεσο αντίκτυπο και στην ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης, με πιθανότερο ενδεχόμενο και σε αυτή την περίπτωση τη διάλυσή της τελευταίας.
Ωστόσο, οι Γερμανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αγγίξει πλέον δυσθεώρητα ύψη και ότι προκειμένου να γίνει και πάλι βιώσιμο, χρειάζεται επειγόντως, με έναν μη… «συμβατικό τρόπο», να κουρευτεί ένα μέρος του (επ’ ουδενί όμως… ολόκληρο, γιατί τότε θα έχαναν το βασικό μοχλό πίεσης που διαθέτουν εις βάρος της χώρας μας και δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν τις μνημονιακές πολιτικές τους). Ένα τέτοιο «αντισυμβατικό» κούρεμα έγινε το 2012, οπότε η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» υπό το Λουκά Παπαδήμο προέβη σε κούρεμα του χρέους που κατείχαν ιδιώτες ομολογιούχοι και ασφαλιστικά ταμεία, ενώ τα ομόλογα που κατείχαν τα κράτη της ευρωζώνης ή η ΕΚΤ, ακόμα κι αν είχαν αγοραστεί σε εξευτελιστική τιμή στη δευτερογενή αγορά, αποπληρώθηκαν στο 100% της αξίας τους! Τότε, το χρέος αλαφρύνθηκε προσωρινά και τα προγράμματα λιτότητας των δανειστών μπόρεσαν να εφαρμοστούν χωρίς τον κίνδυνο κήρυξης χρεωκοπίας από πλευράς του ελληνικού κράτους. Εν τούτοις, όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε 3 χρόνια το χρέος της χώρας εκτροχιάστηκε και πάλι, και σήμερα, οι Ευρωπαίοι δανειστές πιέζουν προς την κατεύθυνση του bail-in των ελληνικών τραπεζών, του κουρέματος δηλαδή των μετοχών τους σε πρώτη φάση και των καταθέσεων εντός τους σε δεύτερη. Σύμφωνα δε με ένα από τα σενάρια που έχουν διαρρεύσει από τους ίδιους τους δανειστές, το κούρεμα των καταθέσεων δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό της Κύπρου το 2013· αντ’ αυτού, θα αφορά το 30% όλων των καταθέσεων άνω των 8000 ευρώ! Αν γίνουν όντως έτσι τα πράγματα, το δημόσιο χρέος θα καταστεί εκ νέου βιώσιμο για τα επόμενα μερικά χρόνια, μέχρι να τεθεί εκτός ελέγχου και πάλι, οπότε τότε οι δανειστές θα προβούν σε κούρεμα κάποιου άλλου ρευστοποιήσιμου περιουσιακού στοιχείου της χώρας, με πιθανότερο υποψήφιο τα κέρδη από τις πρώτες εξορύξεις υδρογονανθράκων στο ελληνικό θαλάσσιο υπέδαφος που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μέσα στην επόμενη πενταετία, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί η ίδια Deutsche Bank σε έκθεσή της του 2013…
Όμως οι ΗΠΑ θεωρούν πια πως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να «τελειώνουν» με την ευρωζώνη και παράλληλα να ακυρώσουν το καθεστώς υποτέλειας που έχουν επιβάλει οι Γερμανοί στη χώρα μας. Μέσω της φιλικής προς αυτές απερχόμενης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οργάνωσαν μεθοδευμένα χτυπήματα κατά της Γερμανίας, η οποία πλέον βρίσκεται κυριολεκτικά με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.
Η πρώτη κίνηση των Αμερικανών ήταν να βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση στη διοργάνωση του δημοψηφίσματος. Όπως μάλιστα αποκάλυψε το Έθνος στις 28/6, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου, ήταν σε συνεχή επικοινωνία 2 βδομάδες πριν το δημοψήφισμα για την πρόταση των δανειστών και συζητούσαν για τα έκτακτα μέτρα στις τράπεζες που θα παίρνονταν εν όψει αυτού. Ο βασικός λόγος δε που έγινε το δημοψήφισμα, πέρα από τις διάφορες εγχώριες σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε, αποκαλύφθηκε λίγες βδομάδες μετά: οι Ευρωπαίοι ξόδεψαν κοντά στο 1 τρις ευρώ για τη στήριξη του νομίσματός τους στα διεθνή χρηματιστήρια (το οποίο είχε πάρει την κατιούσα λόγω και μόνο της κήρυξης του δημοψηφίσματος), ποσό που διακρατούσαν για τις δανειακές ανάγκες της Ισπανίας και της Ιταλίας (350 και 650 δις αντίστοιχα) για το 2017! Αυτή ήταν και η αιτία που ο Σόιμπλε είχε χάσει την ψυχραιμία του και εκτέθηκε ανεπανόρθωτα στο παγκόσμιο κοινό με την αποικιοκρατικής λογικής συμπεριφορά του στις διαπραγματεύσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ μια βδομάδα αργότερα.
Η επόμενη κίνηση των ΗΠΑ ήταν να αιφνιδιάσουν δύο φορές μάλιστα τους Ευρωπαίους με ισάριθμες εκθέσεις-βόμβες του ΔΝΤ όπου το ελληνικό χρέος χαρακτηριζόταν ως μη βιώσιμο και απαιτούνταν κούρεμά του. Η μία έκθεση δημοσιοποιήθηκε στις 1/7, 4 μέρες πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, και επισήμαινε τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Όπως καταγγέλθηκε μάλιστα, οι Ευρωπαίοι αντιπρόσωποι στο ΔΝΤ προσπάθησαν να την αποκρύψουν, ενώ σχεδόν αμέσως το Αμερικάνικο Κογκρέσο εξέδωσε επιστολή όπου απειλούσε με… βέτο εκ μέρους των ΗΠΑ στο Ταμείο αν η ΕΕ δεν δείξει ευελιξία για την Ελλάδα! Η άλλη έκθεση διέρρευσε μόλις μία μέρα μετά την σύναψη της συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στις 14/7, και έθετε ρητά θέμα μη συμμετοχής του Ταμείου στο νέο «πακέτο διάσωσης» αν δεν έχει προηγηθεί κούρεμα ή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Παράλληλα, ο αγγλοσαξονικός τύπος (και όχι μόνο ο αριστερός) σφυροκοπούσε ανελέητα τους Γερμανούς για τη στυγνή στάση τους στη Σύνοδο Κορυφής διαμορφώνοντας παγκοσμίως μια αντιγερμανική ατμόσφαιρα.
Αν το ΔΝΤ δεν συμμετάσχει τελικά στο 3ο μνημόνιο, οι Ευρωπαίοι καλούνται να καταβάλουν από μόνοι τους τα 86 δις ευρώ του πακέτου -τα οποία μέχρι κι ο ίδιος ο Ντάισελμπλουμ παραδέχτηκε ότι αδυνατούν να αντλήσουν- και μάλιστα για ένα πρόγραμμα που γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι δεν «βγαίνει» χωρίς κούρεμα του χρέους. Όμως, τα 86 δις έχουν δεσμευτεί ρητά από την υπογραφή της συμφωνίας της 15ης Ιουλίου να τα δώσουν, ενώ μάλιστα η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε στη συνέχεια από τα κοινοβούλια των χωρών τους.
Δεν θα είχαν, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεσμευτεί και στην ουσία αυτοπαγιδευτεί, αν οι ΗΠΑ δεν έπειθαν τον Τσίπρα να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τη συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής. Προκειμένου δε να το πετύχουν, επιστράτευσαν μέχρι και τον… Μπιλ Κλίντον, ο οποίος, όπως έγινε γνωστό, είχε πριν τη Σύνοδο σχετική τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αλέξη Τσίπρα στην οποία ο πρώην αμερικανός πρόεδρος προέτρεψε τον Έλληνα πρωθυπουργό πώς «ό,τι και να του ζητήσουν, δεν πρέπει να αποχωρήσει από εκείνο το δωμάτιο». Βέβαια, πολλοί αντιλήφθηκαν την προτροπή του Κλίντον ως μέσο πίεσης, ξεχνώντας όμως ότι αν οι Αμερικανοί ήθελαν να πιέσουν, θα το έκαναν μέσω επίσημων δηλώσεων των διπλωματών τους καθώς και μέσω των πανίσχυρων ΜΜΕ τους, όπως τους είχαμε συνηθίσει να κάνουν τις προηγούμενες δεκαετίες για ένα σωρό θέματα, από την τρομοκρατία μέχρι τις αμυντικές δαπάνες· αντ’ αυτού, οι αμερικανοί διπλωμάτες και ο αμερικάνικος τύπος υποστήριξαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν σθεναρά τις ελληνικές θέσεις για το χρέος.
Θα αναρωτηθεί κανείς, βεβαία, ότι αφού οι ΗΠΑ έχουν σχέδιο διάλυσης της ευρωζώνης, γιατί δεν το επισπεύδουν προτρέποντας την Ελλάδα να κηρύξει μονομερή στάση πληρωμών προς τους δανειστές παρά προσπαθούν να αναγκάσουν τη Γερμανία να κάνει τη «βρώμικη δουλειά», τουτέστιν να δώσει η ίδια τη χαριστική βολή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Οι λόγοι, εν τούτοις, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
Πρώτον, δεδομένων των δανειακών συμβάσεων στο αγγλικό δίκαιο που έχουν υπογράψει οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, μια μονομερής στάση πληρωμών της Ελλάδας θα είχε ως αποτέλεσμα τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της εκ μέρους των δανειστών. Και όταν λέμε «περιουσιακά στοιχεία», δεν εννοούμε τα δάση και τον αιγιαλό για τα οποία είναι πρακτικά αδύνατο, όσο διεφθαρμένο και να είναι το ελληνικό δικαστικό σώμα, να υπάρξει Έλληνας δικαστής που να επικυρώσει την παραχώρησή τους στους δανειστές, αλλά το χρυσό και τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας τα οποία βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού. Χωρίς τα τελευταία, το νέο εθνικό νόμισμα που θα εκδοθεί δεν θα έχει κανένα αντίκρισμα και θα είναι πολύ πιο δύσκολο για τη χώρα να αντλήσει κεφάλαια μέσω δανεισμού προκειμένου να οργανώσει την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Σε αυτή την περίπτωση, οι ΗΠΑ, που επ’ ουδενί επιθυμούν την αποσταθεροποίηση ενός μέλους του ΝΑΤΟ στη ΝΑ Μεσόγειο, η γεωπολιτική σημασία του οποίου μάλιστα έχει μεγιστοποιηθεί τα τελευταία 5 χρόνια λόγω της ισλαμιστικής στροφής της Τουρκίας, θα αναγκάζονταν να παρέμβουν οι ίδιες και να σώσουν την Ελλάδα από την κατάρρευση· πράξη που αναμφίβολα θα είχε μεγάλο κόστος για την ήδη εύθραυστη οικονομία τους.
Έπειτα, μια ελληνική στάση πληρωμών θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στη Γαλλία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει ατύπως συμπράξει με τις ΗΠΑ και αγωνίζεται μαζί της για την αποκαθήλωση της Γερμανίας από τον ευρωπαϊκό θρόνο. Όχι μόνο το μέρος του ελληνικού χρέους που μετά το μνημόνιο διακρατείται από το γαλλικό δημόσιο, αλλά και εκείνο το κομμάτι που εξακολουθούν από την προ-μνημονίου εποχή να κατέχουν οι γαλλικές τράπεζες, θα μπορούσαν, σε περίπτωση μη αποπληρωμής τους, να κλυδωνίσουν συθέμελα την οικονομίας της Γαλλίας, γι’ αυτό είδαμε άλλωστε στη Σύνοδο Κορυφής το δίδυμο Μοσκοβισί-Ολάντ να πιέζουν να βρεθεί οπωσδήποτε συμβιβαστική λύση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.
Τέλος, είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ, για λόγους μη μετάδοσης της κρίσης, επιθυμούν τη διάλυση της ευρωζώνης με όσο τον δυνατόν πιο ήπιο τρόπο. Αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε το μέγεθος της έκθεσης του διεθνούς τραπεζικού συστήματος σε τοξικά χρέη για να διαπιστώσουμε ότι η κήρυξη χρεωκοπίας εκ μέρους της Ελλάδας θα είχε κολοσσιαίες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία, μαζί και την αμερικανική.
Απ’ την άλλη πλευρά, από την έκθεση σε τοξικά χρέη δεν θα μπορούσαν απουσιάζουν και οι… γερμανικές τράπεζες. Η Deutschebank για παράδειγμα, «κάθεται» σε τοξικό χρέος της τάξης των 67 τρις -όχι δις- ευρώ, τη στιγμή μάλιστα που το αντίστοιχο τοξικό χρέος που πυροδότησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 ήταν μόλις 21 τρις! Μια ενδεχόμενη λοιπόν αδυναμία της Ελλάδας να αποπληρώσει το χρέος της, όχι μόνο θα επέφερε την άμεση κατάρρευση της ευρωζώνης, αλλά η κρίση που θα προέκυπτε θα μεταδιδόταν αυτόματα και στον πυρήνα της γερμανικής οικονομίας με συνέπειες που μας είναι αδύνατον ακόμα και να φανταστούμε… Κατά συνέπεια, το περίφημο «σχέδιο Σόιμπλε» για αποβολή της Ελλάδας από την ευρωζώνη, μόνο ως κούφια απειλή-μπλόφα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών μπορεί να ερμηνευτεί, κάτι εξάλλου που έσπευσαν να επισημάνουν από την πρώτη στιγμή μια σειρά από Γερμανοί και μη πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες.
Συνοψίζοντας λοιπόν, η ΕΕ βρίσκεται σε μια αδιέξοδη κατάσταση, αντιμέτωπη με δύο εξίσου καταστρεπτικές γι’ αυτήν επιλογές: είτε να κάνει κούρεμα του ελληνικού χρέους που κατέχει (ως ΕΚΤ ή ως κράτη-μέλη ξεχωριστά) προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα των 86 δις, κάτι όμως που θα έχει ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της ευρωζώνης, είτε να αναζητήσει τα 86 δις από μόνη της, ρισκάροντας παράλληλα ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει τελικά να εφαρμόσει το πρόγραμμα εφόσον δεν θα έχει προηγηθεί αλάφρυνση του χρέους. Το μόνο που μπορεί να κάνει η Γερμανία προκειμένου να απεμπλακεί από το οδυνηρό αυτό δίλημμα είναι να αναγκάσει την όποια κυβέρνηση προκύψει από την αυριανή ελληνική εκλογική αναμέτρηση να προσφύγει σε κούρεμα τραπεζικών καταθέσεων· μ’ αυτόν τον τρόπο, τα δισεκατομμύρια που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα αντληθούν από τους ίδιους τους καταθέτες τους με ταυτόχρονη συνέπεια το ποσό που θα απαιτείται για τη δανειοδότηση της Ελλάδας θα είναι αρκετά μικρότερο, το ΔΝΤ επίσης θα αναγκαστεί να συμμετάσχει με ένα σεβαστό μερίδιο στο πρόγραμμα, οπότε το κόστος που θα επωμιστεί συνολικά η ΕΕ θα είναι ακόμα μικρότερο, και το πιο σημαντικό, το μνημόνιο 3 θα είναι άμεσα υλοποιήσιμο.
Επειδή όμως το πολιτικό κόστος για μια κυβέρνηση που θα κουρέψει τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες θα είναι τεράστιο, βλέπουμε τα κόμματα του ακραιφνούς φιλογερμανικού τόξου (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι), τα οποία προκρίνουν τη θέση «ευρώ πάση θυσία», να επιζητούν το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας τύπου Παπαδήμου, με το ΣΥΡΙΖΑ μέσα, προκειμένου να επιμερίσουν την σχετική ευθύνη. Το ίδιο αποδεικνύει εξάλλου και το γεγονός ότι κανείς από τους δελφίνους στη ΝΔ δεν βγήκε μπροστά να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, παρά ανέθεσαν στον άσημο Μεϊμαράκη να βγάλει ως προσωρινός αρχηγός τα… κάστανα από τη φωτιά. Αυτό που μένει, επομένως, είναι να δούμε το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση που θα προκύψει με κορμό αυτόν – μιας και η νίκη του στις εκλογές είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη – είναι σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικά στις έξωθεν πιέσεις για κούρεμα των καταθέσεων αξιοποιώντας την γαλλοαμερικάνικη υποστήριξη και ερχόμενος σε ρήξη με τη γερμανοκινούμενη ΕΕ…
(*) Στην πραγματικότητα, το ΔΝΤ αφήνει και ένα παράθυρο για αναδιάρθρωση του χρέους, με μείωση των επιτοκίων δανεισμού και επιπλέον παράταση του χρόνου αποπληρωμής, που όμως σε βάθος χρόνου ισοδυναμεί με κανονικό κούρεμα. Χάριν συντομίας λοιπόν, οι δύο αυτοί τρόποι αλάφρυνσης του χρέους θα αναφέρονται από δω και στο εξής ως «κούρεμα».