ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Ο φιλελευθερισμός ως δημοκρατία: Η εξουσία πάνω από την ελευθερία


artbook_2075_347149906Του William McKercher

Σχόλιο της σύνταξης

Το άρθρο αυτό αποτελεί μια απόπειρα να εξεταστεί η ελευθεριακή δέσμευση προς την ελευθερία, πρωταρχικά σε επίπεδο ιδεών, αλλά και ευρύτερα σε σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Προκειμένου να επιτύχουμε κάτι τέτοιο, είναι θεμελιώδες να αποσαφηνίσουμε και να διακρίνουμε αρχικά τις διάφορες τάσεις που υπάρχουν μεταξύ αυτών που αυτοαποκαλούνται ελευθεριακοί. Υπάρχουν δύο έντονα αντικρουόμενες ομάδες που χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να αυτοχαρακτηριστούν. Η μία προσαρμόζει την ελευθερία στον ατομικισμό, η άλλη υποστηρίζει την ιδέα ότι η ελευθερία έχει μικρή σημασία χωρίς ισότητα. Η πρώτη ομάδα συνδέεται με τα φιλελεύθερα αισθήματα του John Stuart Mill, ενώ η δεύτερη με τους αναρχικούς σοσιαλιστές των μέσων του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο ελευθεριακός ως αναφορά και τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού που στην ΗΠΑ αυτοαποκαλούνται ελευθεριακοί μέσα από το κόμμα Libertarian Party (United States), προς αποφυγή συγχύσεων επειδή δεν θέλουμε να παρέμβουμε στο κείμενο αλλάζοντας κάποιους ορούς – έννοιες δείτε στο τέλος του κειμένου την προσθήκη της σύνταξης.*

Ο φιλελευθερισμός ως δημοκρατία: Η εξουσία πάνω από την ελευθερία**

Του William McKercher***

Κεφάλαια:
Ελευθεριακή σκέψη: σύγχυση παραδόσεων, Η ελευθερία ως αξία: John Stuart Mill, Το κράτος και η φιλελεύθερη δημοκρατία, Η αρχή της πλειοψηφίας σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, Το ελευθεριακό δίλημμα: εξουσία σε μια δημοκρατία,

Εξετάζοντας ειδικά τις απόψεις του J.S. Mill αναφορικά με την ελευθερία, την ισότητα και τη δημοκρατία, πρόθεσή μου είναι να δείξω ότι ο Mill είναι ο κύριος φορέας της προπαγάνδας υπέρ του διανοουμενίστικου ελιτισμού, των αστικών αξιών και του δόγματος του ατομικισμού που κυριαρχεί σήμερα. Με λίγα λόγια, είναι ένας συνεπής φιλελεύθερος, του οποίου οι αξίες αποτελούν το πιο αποκρουστικό κομμάτι αυτού που οι περισσότεροι δέχονται σήμερα ως δημοκρατία. Εξετάζοντας τις ιδέες του Mill σχετικά με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το σοσιαλισμό, έφτασα στο συμπέρασμα ότι η δέσμευσή του στην ελευθερία δεν φτάνει στο σημείο ώστε να αποδέχεται την ιδέα ενός κράτους όπου θα επικρατεί η βούληση της πλειοψηφίας ή έστω η φιλελεύθερη δημοκρατία. Παρά το γεγονός ότι προωθούσε τον ατομικισμό, ο Mill διακατεχόταν από την εμμονή ότι η βούληση της «εργατική τάξης», της πλειοψηφίας δηλαδή του λαού, θα σφετεριζόταν την κρατική εξουσία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση εμπλέκονταν άτομα, υπερασπιζόταν την ανισότητα.

Αναζητώντας τις επιταγές της ελευθερίας (στη φιλελεύθερη ιδεολογία), μπορεί να ασκηθεί ολόπλευρη κριτική στους φιλελεύθερους για το ότι δεν ενδιαφέρονται για μια κοινωνία ίσων. Από την άλλη, το ερώτημα που εγείρεται είναι: μπορούν οι ελευθεριακοί, οι οποίοι είναι καχύποπτοι απέναντι σε κάθε μορφής εξουσίας να δεχτούν την εξουσία του δήμου; Ως προς αυτό, υποστηρίζω ότι η δημοκρατία, αντιπαρατασσόμενη στη φιλελεύθερη δημοκρατία, βασίζεται στην ισότητα και ότι χωρίς ισότητα η δημοκρατία, με την ελευθεριακή έννοια του όρου, αποτελεί απλώς αντικατάσταση μιας μορφής αυθαίρετης εξουσίας από μια άλλη. Πρόκειται για τη συγκεκριμένη μορφή εξουσίας που προβάλλεται σήμερα στα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη, αλλά ακόμα και στα σοσιαλδημοκρατικά κράτη, τα οποία πρέπει να συμμορφωθούν με τις επιταγές του διεθνούς οικονομικού καπιταλισμού.

Ελευθεριακή σκέψη: σύγχυση παραδόσεων

Το σύνθημα της δημοκρατίας, και ιδιαίτερα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, είναι η ελευθερία. Στο γραπτό λόγο τους προτρέπουν σε ελευθερία, μιλούν για τον αγώνα για ελευθερία, εκφράζουν τη χαρά της ελευθερίας και συλλογίζονται το υπαρξιακό δίλημμα στην ελευθερία. Η ελευθερία έχει γίνει ατομική μονομανία στις δυτικές δημοκρατίες, και δεν είναι πια σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο ήταν με την καταφανή κατάρρευση του κομμουνισμού. Τα σοσιαλδημοκρατικά κράτη, που είναι η πιο συνηθισμένη περίπτωση στη Δυτική Ευρώπη, έχουν παραδοθεί, στο αμερικανικό πιστεύω για τη δημοκρατία. 0τι δηλαδή η ουσία της δημοκρατίας είναι μια συσσώρευση ελεύθερων ατόμων που έχουν το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα να καταναλώνουν. Η ελευθερία είναι η αγορά, όχι των ιδεών, αλλά της ιδιοκτησίας!

Η έννοια της ελευθερίας, παρ “ όλες τις φιλοσοφικές και θεωρητικές της αποχρώσεις, μπορεί πολύ απλά να οριστεί ως η δυνατότητα επιλογής μεταξύ εναλλακτικών λύσεων. Από τον ορισμό αυτόν, άλλοι δίνουν βάρος στο ποιες είναι οι εναλλακτικές επιλογές και άλλοι στο αν πρέπει όλοι να έχουν την ίδια δυνατότητα επιλογής. Όσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση, θα υποστηρίξω ότι πρέπει, ότι οφείλουν όλοι να έχουν την ίδια δυνατότητα επιλογής, αν δεχόμαστε ότι ηθικά όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία. Βέβαια, το επιχείρημα αυτό, παρόλο που δεν συνδέει την «ηθική αξία» με την ιδιοκτησία ή την ιδιωτική περιουσία, χρησιμοποιείται και από τους φιλελεύθερους, μια και μπορεί να αποβεί πολύ βολικό και συμφέρον σε ό,τι αφορά τη θέση τους για τη δημοκρατία. Κι αυτό, γιατί ένας γενικός κανόνας της ελευθεριακής σκέψης είναι ότι η ηθική αξία απευθύνεται στη συνείδηση και όχι στην πραγματικότητα. Επομένως, η παραπάνω θέση δεν έχει καμία απολύτως τιμιότητα στην πρακτική του φιλελευθερισμού.

Ενώ η μοντέρνα φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας προάγει τους τομείς της επιλογής που έχουν να κάνουν με την ποσότητα, συχνά αγνοεί αυτούς που έχουν να κάνουν με την ποιότητα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του ατομικισμού, της ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού (ή της οικονομίας της αγοράς), θέσεις οι οποίες βρίσκονται σε μόνιμη αντιπαράθεση με την κοινότητα, την κοινωνική οργάνωση με βάση την αμοιβαιότητα και τη δημοκρατία. Η προώθηση της ποιοτικής επιλογής λειτουργεί σε βάρος του φιλελεύθερου ατομικισμού, αφού η ποιοτική επιλογή είναι μέρος μιας πρωτεύουσας αρχής της ισότητας, ότι δηλαδή η ισότητα ενυπάρχει μέσα στην ιδέα της ελευθερίας. Για τους ελευθεριακούς, η ατομική επιλογή είναι ριζωμένη μέσα στη βάση ισότητας μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η κοινότητα αποτελείται από ίσους, άσχετα από το τι κατέχει ο καθένας.

Η τελευταία αυτή φιλοσοφική θέση έχει υποστηριχθεί από πολλούς ιδεαλιστές και από πολλά θρησκευτικά δόγματα, αλλά μόνον εφόσον το άτομο υπακούει σε κάποιας μορφής ηθική εξουσία που προαποφασίζει την αλήθεια ενός δόγματος ή ενός ισχυρισμού. Από το Διαφωτισμό και μετά, η ηθική εξουσία έχει γίνει κοσμική και πραγματιστική και σε καμιά φιλοσοφία η εξουσία αυτή δεν είναι περισσότερο χιμαιρική απ” ό,τι είναι στο φιλελευθερισμό. Η φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας αποκαλύφθηκε, όταν οι φιλελεύθεροι προσπάθησαν να συγχωνεύσουν τις ιδέες τους με αυτές του ανοδικού ρεύματος της ισότητας και της «ισοπεδωτικής» δημοκρατικής θεωρίας. Ως αποτέλεσμα, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει μολύνει τις αντιλήψεις μας για την αξία, και ιδίως για την αξία της τάσης για ισότητα στις θεωρίες του κράτους.

Η ελευθερία επιτρέπει σε κάποιον να φαντάζεται, να δημιουργεί, να υποστηρίζει και να θέτει σε εφαρμογή ιδέες μέσω της χρήσης της ισχύος – δηλαδή υποταγής και ανοχής – ή μέσω αυτονομίας και άμεσης δράσης. Η υποταγή σημαίνει να αναγνωρίζει κανείς στην εξουσία το δικαίωμα να εξασφαλίζει την ελευθερία του. Η αυτονομία, πέρα από τις αφαιρετικές έννοιες του κράτους και της φύσης, σημαίνει την αναγνώριση της αμοιβαιότητας των συμφερόντων – άρα και των επιλογών – ίσως στο μέτρο που «τα συμφέροντα του ενός είναι και συμφέροντα όλων». Η νόμιμη ισχύς, δηλαδή η εξουσία σε όλες τις μορφές της, φτάνει στο ζενίθ της στο κράτος. Αν έχει δημιουργηθεί με ελεύθερη συναίνεση, το κράτος είναι κάτι παραπάνω από «τη βούληση των ανθρώπων»1 για καλό ή κακό. Προκύπτει, λοιπόν, αναπόφευκτα το ερώτημα: ποιον εξυπηρετεί το κράτος, το άτομο, την κοινωνία ή κάποιο τμήμα της κοινωνίας, για παράδειγμα, μια γεωγραφική κοινότητα ή «συμφέροντα» μέσα και γύρω απ” αυτήν;

Η αμοιβαιότητα – η κοινωνική οργάνωση με βάση την αμοιβαιότητα (mutualism) του Kropotkin – είναι η ουσία της κατανομής της ισχύος, η οποία προωθεί τη συνεργασία και την ισότητα ατόμων με την ίδια νοοτροπία σε μια κοινωνία ή σε μία κοινότητα. Αυτή η φιλοσοφική θέση αποφεύγει «την ισχύ πάνω σε κάτι» και τείνει προς «την ισχύ για κάτι» – για να φανταστεί και να δημιουργήσει κανείς μια κοινωνία που να στηρίζεται στην αυτονομία και ταυτόχρονα στο αίσθημα της κοινότητας. Η συνεργασία περιβάλλεται με το πνεύμα της ισότητας. Ενώ αυτοί που προωθούν την αξία της ελευθερίας εξαίρουν το ατομικό πνεύμα, η αμοιβαιότητα το περιορίζει στο όνομα της κοινότητας, στην οποία ο οργανισμός αποτελεί μέρος του όλου. Για τον ατομικιστή, τον κλασικό φιλελεύθερο και για πολλούς αμερικανούς «ελευθεριακούς» του 20ού αιώνα τέτοιου είδους αντιλήψεις συγκρούονται με μια ιδέα για τη φυσική ελευθερία (liberty), την οποία συχνά συνδέουν με την κατάσταση τού να είσαι ελεύθερος (free). Υπαινισσόμενοι την ιδέα ότι δεν μπορεί κάποιος να «εξαναγκαστεί να είναι ελεύθερος», αυτοί οι επικριτές του κράτους θεωρούν ότι η κοινωνική οργάνωση με βάση την αμοιβαιότητα και η δύναμη της κοινότητας είναι όργανα του ολοκληρωτισμού.

Οι αμερικανοί σκλάβοι εξαναγκάστηκαν να είναι ελεύθεροι ή τους δόθηκε φυσική ελευθερία, λιγότεροι δηλαδή νομικοί περιορισμοί στις φυσικές συνθήκες της ζωής τους; Έγιναν ελεύθεροι (free) ή υπήρξαν περισσότερο ελεύθεροι χωρίς τη φυσική τους ελευθερία (liberty) στις κοινωνίες τους πριν τη δουλεία; (Σ,τ.μ: ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές λέξεις για την έννοια της ελευθερίας liberty και freedom, για να εκφράσει, στην πρώτη περίπτωση, την απεξάρτηση από φυσικούς περιορισμούς (φυσική ελευθερία) και στη δεύτερη την απουσία κυριαρχικών δομών (πνευματική ελευθερία). Οι πρoκολομβιανοί αμερικάνοι έχασαν τη φυσική τους ελευθερία, έχασαν όμως και την πνευματική τους ελευθερία; Οι ομάδες αυτές έχασαν τον αγώνα για ισχύ, γιατί υπερνικήθηκαν από μία υλικώς ανώτερη δύναμη και έχασαν τον έλεγχο πάνω στη φυσική τους οντότητα. Αλλά δεν συνιστά η ελευθερία (freedom) έκφραση του πνεύματος του πολιτισμού, της παράδοσης ή της κληρονομιάς γεγονός το οποίο αναπόφευκτα οδηγεί σε μορφές επιλογής μη αρεστές ίσως σ’αυτούς που τους «κατέκτησαν»;

Ενώ η ιδέα της πνευματικής ελευθερίας (freedom) προήλθε από τη γερμανική ρίζα freiheit- η ικανότητα να αποφεύγει κανείς την κυριαρχία – η ιδέα της φυσικής ελευθερίας (liberty) προέρχεται από τη γαλλική ρίζα liberie- η απουσία περιορισμού. Στην ουσία, οι δύο έννοιες αντικατοπτρίζουν μία ιδιαίτερα περίεργη διχοτόμηση. Τι είναι πιο -περιοριστικό, η φυσική ή η πνευματική στέρηση; Κάποιος ή κάποια μπορεί να υπόκειται σε φυσικούς περιορισμούς και παρ” όλ’αυτά να είναι «ελεύθερος/η», αν υπάρχει η βούληση για μη αποδοχή της ψυχολογικής κυριαρχίας. Αλλά σ” ένα κελί φυλακής σε μια σχέση αφέντη-δούλου ή σε δημιουργημένους από το κράτος περιορισμένους χώρους κατοικίας για μειονότητες δεν βρίσκεται κανείς σε κατάσταση φυσικής ελευθερίας.2

Όταν οι συγγραφείς της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας στις βορειοαμερικανικές αποικίες μιλούσαν για «ζωή, ελευθερία (liberty) και την επιδίωξη της ευτυχίας» (1776), αυτό δεν επρόκειτο να περιληφθεί στο σύνταγμα. Το 1787 η «ευτυχία» έγινε «ιδιοκτησία». Το 1789 οι γάλλοι επαναστάτες αποτινάσσοντας το ζυγό της φεουδαρχικής μοναρχίας, διακήρυξαν τις αρχές «liberie, egalite, fraternite» (Σ.τ.μ .: «ελευθερία, ισότητα, αδερφοσύνη»). Και οι δύο επαναστάσεις είχαν ως αίτημα την ελευθερία και την απουσία περιορισμών. Οι αμερικανοί το συνέδεσαν με την ατομική κατοχή περιουσίας, ενώ οι γάλλοι επιχείρησαν να ξεριζώσουν τις αδικίες του δεσποτισμού. Αν, όπως υποστήριζε ο Λοκ, η ιδιοκτησία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάμιξη της εργασίας κάποιου με τη γενναιοδωρία της φύσης, τότε η ζωή και η ελευθερία της ιδιοκτησίας αποτελούσαν απαραίτητα συστατικά στη δημιουργία μιας κοινωνίας πολιτών. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πολιτική αρετή ήταν η κατοχή περιουσίας μεγαλύτερης των αναγκών κάποιου – η άνοδος της υλικής ανισότητας.3

Υπάρχουν, επομένως, ιστορικοί και φιλοσοφικοί λόγοι για την έλλειψη κατανόησης σχετικά με το τι σημαίνει να είναι κανείς «φυσικά ελεύθερος» ή «πνευματικά ελεύθερος». Στην Αμερική, η φυσική ελευθερία δεν σήμαινε μόνο την απελευθέρωση από τον αυταρχισμό του Στέμματος, αλλά κι ένα τέλος στη μερκαντιλιστική δομή, που θεωρούσε ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αποτελούσαν ένα παρεπόμενο της προνομίας του Στέμματος. Όταν οι αμερικανοί βρέθηκαν σε κατάσταση φυσικής ελευθερίας, τότε έγιναν «ελεύθεροι» να επιδιώξουν, ως άτομα και όχι ως υπήκοοι, το «δικαίωμα» να κατέχουν και να διαθέτουν την περιουσία τους. Αυτό δημιούργησε επίσης μία ισχυρή και ωφελιμιστική φωνή για την υπεράσπιση της ατομικής περιουσίας. Όντας σε κατάσταση φυσικής ελευθερίας, οι αμερικανοί κατασκεύασαν μία Διακήρυξη Δικαιωμάτων το 1791, η οποία παρείχε ελευθερία στη δημιουργία μιας κοινωνίας πολιτών που βασιζόταν σ” ένα γραπτό σύνταγμα – ένα κοινωνικό συμβόλαιο – και στο συνεχώς επεκτεινόμενο δικαίωμα ψήφου.

Ο πυρήνας αυτής της ελευθερίας – συγκεκριμένα, οι εγγυήσεις της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου – περιεχόταν στην Πρώτη Αναθεώρηση. Έχοντας επιτύχει τη φυσική ελευθερία, η Αμερική έγινε ο προμαχώνας της πνευματικής ελευθερίας – αυτό άλλωστε ήταν ολοφάνερο, σε σύγκριση με τις πιο παραδοσιακές και αυταρχικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Παρ” όλ” αυτά, η πνευματική ελευθερία έγινε τώρα συνώνυμη με την ατομική περιουσία, την ιδιοκτησία και την αριστοκρατία του πλούτου, η οποία μέσα στη λεπτότητά της και στις αντιλήψεις της για δημοκρατική ισότητα φαινόταν άμεμπτη.4

Εντούτοις, η ιδιοκτησία θεωρήθηκε ατομικό δικαίωμα, και από το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, οι συντηρητικοί, οι οποίοι προσδίδουν στους εαυτούς τους την ετικέτα του «ελευθεριακού», πρόβαλαν μια εναλλακτική λύση για το κεντρώο κράτος πρόνοιας που συγκροτήθηκε στο Νέο Πρόγραμμα (New Deal) από τη φιλελεύθερη πλειοψηφία του Ρούσβελτ. Στην προσπάθεια να σωθεί η αμερικανική δημοκρατία από τις καταστροφές της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, οι φιλελεύθεροι εισήγαγαν τις ξένες νεο-σοσιαλιστικές ιδέες του Keynes – το υποκατάστατο που πρόσφερε η αγγλική οικονομική θεωρία του 20ού αιώνα για το σκοτσέζικο δόγμα του 18ου. Οι συντηρητικοί αυτοί οπαδοί διεκδικούσαν όλα εκείνα τα «δικαιώματα» που είχαν χάσει οι αμερικανοί, και ιδιαίτερα ο επιχειρηματικός κόσμος, με την προσπάθεια των μεταπολεμικών κυβερνήσεων να επεκτείνουν τη βάση της ισότητας της αμερικανικής κοινωνίας, παρέχοντας πολιτικά δικαιώματα στο εσωτερικό της χώρας και παλεύοντας για δημοκρατία στο εξωτερικό.

Γι” αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται κατά χυδαίο τρόπο ως η Νέα Δεξιά ο κομμουνισμός ήταν ένας ιδεολογικός εχθρός εθνικής εμβέλειας και μια μεγάλη κυβέρνηση ήταν απειλή για το μέσο άνθρωπο. Υπήρχε – και υπάρχει – ένας φόβος ότι η κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος βιαστής των ατομικών δικαιωμάτων. Η ελευθερία, συνδεδεμένη καθώς ήταν με το φιλελεύθερο ήθος του ατομικισμού, της ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού, ήταν η πιο υποβλητική λέξη και η πιο δυνατή διαθέσιμη έννοια, για να κινητοποιήσει στην Αμερική ένα εκλογικό σώμα με αντιδραστικά συμφέροντα.

Ενώ ο αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson, μετά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδίωκε να κάνει τον κόσμο «ασφαλή για τη δημοκρατία», ο πρόεδρος Τρούμαν και οι διάδοχοι του, μετά το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδίωκαν να σώσουν τον κόσμο από τον κομμουνισμό. Σ” έναν διπολικό κόσμο, η ελευθερία κατέστη συνώνυμη με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, οδηγώντας μας έτσι στη νεο-συντηρητική άποψη, τόσο επικρατούσα πια, ότι η δημοκρατία αποτελεί την ανώτερη έκφραση της ελευθερίας και ότι η ελευθερία συνοψίζεται στην ιδιοκτησία, στη χρήση και διάθεση της ιδιωτικής περιουσίας. Στο βαθμό που η ατομική ιδιοκτησία παρακωλυόταν από την κυβερνητική ιδιοκτησία ή τη νομοθεσία, η δημοκρατία διέτρεχε κίνδυνο. Οι νεοσυντηρητικοί και οι συντηρητικοί ελευθεριακοί συνεχίζουν να προπαγανδίζουν την άποψη ότι ουσία της δημοκρατίας είναι η ατομική ελευθερία. Είναι μια άποψη που αγνοεί την ιστορία, τη φιλοσοφία και την ετυμολογία, άποψη όμως που φαίνεται να επικρατεί στα τέλη του 20ού αιώνα Η πολιτική διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. γίνεται έτσι ένας ηθικός θρίαμβος. Όλα τα μάτια στρέφονται τώρα προς την Κίνα, όπου η καπιταλιστική επιχείρηση προωθείται ωμά και κυνικά ως δημοκρατική μεταριρύθμιση.

Το να είναι κανείς ελεύθερος σήμαινε να είναι απελευθερωμένος από καταπιεστικούς θεσμούς – ιδιαίτερα δε από το κράτος. «Ένας ελευθεριακός που δε θα πίστευε στην οικονομική ελευθερία δε θα ήταν καθόλου ελευθεριακός και καθόλου υπέρμαχος της ελευθερίας».5 Στο μέτρο που θα υπήρχε ισότητα, αυτή θα υπήρχε μόνο στην αναγνώριση της Αρχής του Νόμου, το συμβόλαιο με το οποίο είναι δεσμευμένη όλη η κυβέρνηση και πάνω στο οποίο βασίζεται η νομιμότητα της. Τέτοιου είδους αντιλήψεις αποτελούν διαθήκη του Hobbes και δεν ταιριάζουν και πολύ με τις αξίες του Λοκ, τις τόσο έξυπνα συνυφασμένες με ολόκληρο το σύνταγμα των Η.Π.Α.

Συνιστά, όμως, ο πυρήνας της ελευθεριακής σκέψης μια ακλόνητη υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας και αποτελεί αυτός μέρος μιας ορισμένης παράδοσης; Σίγουρα και ο ίδιος συμβάλλει σε μια σύγχυση στην ορολογία, η οποία υπήρχε τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα.6 Γι” αυτόν ακριβώς το λόγο ισχυρίστηκα ότι δεν υπάρχει «κοινή» παράδοση της ελευθεριακής σκέψης ή τουλάχιστον κάποια που να μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί και να χαρακτηριστεί, πόσο μάλλον επακριβώς να οριστεί.7 Παρ” όλ” αυτά, αν δεχτούμε ότι η καρδιά της ελευθεριακής φιλοσοφίας είναι η ελευθερία και όχι η ιδιοκτησία ή ο ατομικισμός ή ο ανταγωνισμός σε ελεύθερες αγορές, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε πού βασίστηκαν οι στοχαστές εκείνοι που, ενώ διατείνονται ότι είναι οπαδοί της φιλοσοφίας της ελευθερίας, υποστηρίζουν το αντίθετο.

Το ερώτημα μπορεί να τεθεί και διαφορετικά: υπάρχουν «άγιοι», οι οποίοι χρησιμοποιούν την ιδέα της ελευθερίας για να συγκαλύψουν ή να προωθήσουν έναν αχαλίνωτο ατομικισμό, και «κακοί» που τους αντιμάχονται; Ο άγιος αυτής της παράδοσης είναι ο Herbert Spencer, αυτός που έπλασε τη φράση «επιβίωση του ισχυρότερου» και του οποίου τα βιβλία Social Statics (Κοινωνική Στατική, 1851) και Man and the State (Ο άνθρωπος και το Κράτος, 1884) αντικατοπτρίζουν με πολλούς τρόπους τον πεσιμισμό του Malthus, τον εγωκεντρισμό του The Ego and its own (To εγώ κι ο εαυτός του, 1853) του Max Stirner και την εκλαϊκευμένη θεωρία του Κοινωνικού Δαρβινισμού.8 Στον 20ό αιώνα ακολούθησε μια ποικιλία από συντηρητικούς συγγραφείς, όπως ο Friedrich von Hayek, ο Robert Nozick και άλλες εκλαϊκευτικές «φιλοσοφίες».9 Ο «κακός» ήταν ο Καρλ Μαρξ, που είχε αντιδράσει ενάντια στον «αναρχισμό» του Stirner και του Proudhon, στον αντικρατιστικό κολλεκτιβισμό του Μπακούνιν, στον πασιφισμό του Kropotkin και στους αστούς Fabians.10 Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Μαρξ είχε σπείρει τους σπόρους για τη «δικτατορία του προλεταριάτου» του Λένιν, ο οποίος δημιούργησε την Πρωτοπορία (Vanguard) που τόσο αδίστακτα χειρίστηκε ο Στάλιν.

Ενώ το πλέγμα των αμερικανών ελευθεριακών δίνει βάρος στην ιδιοκτησία και στον ατομικισμό, μια άλλη παράδοση έχει τις ρίζες της στους στωικούς, στους αναβαπτιστές, στους οπαδούς της κατάργησης των κοινωνικών διακρίσεων (Levellers), στον William Godwin και κυρίως στο βιβλίο του P,J. Proudhon, The Philosophy of Poverty. Σε κάποιο βαθμό οι ρίζες τους ήταν συντηρητικές. Έδιναν περισσότερη αξία στην κοινότητα απ” ό,τι στο άτομο και προϋπέθεταν ένα οργανικό όλο, όπως έκαναν ο Burke και ο Hume, μόνο που το όραμα αυτό δεν βασιζόταν πάνω σ” ένα εξουσιαστικό ήθος. Η μορφή αυτή της ελευθεριακής ιδεολογίας σε συνδυασμό με τον αναρχοκομμουνισμό είχε περισσότερη συγγένεια με τα θεωρητικά κατασκευάσματα του Ρουσό, που αποκαλύπτονταν στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, ότι δηλαδή χωρίς egalite (ισότητα) δεν μπορεί να υπάρχει liberte (ελευθερία) αντάξια της ανθρώπινης υπόστασης. Έχουμε, συνεπώς, μια έντονη, φιλοσοφικά, διαφοροποίηση μέσα στους κόλπους των υποστηρικτών της ελευθεριακής σκέψης: ανάμεσα σ” εκείνους που δέχονται το Κράτος της Φύσης έτσι όπως χαρακτηρίστηκε από τον Hobbes και σ” εκείνους που το δέχονται έτσι όπως χαρακτηρίστηκε από τον Ρουσό. Στη μέση είναι οι οπαδοί του Λοκ, του Jeremy Bentham και του J.S. Mill.

Ο Mill, ο μεγάλος υποστηρικτής της ατομικής ελευθερίας το 19ο αιώνα, μπορεί να περιγραφεί κατάλληλα ως ο φιλελεύθερος κολοσσός που βρίσκεται στο κέντρο των δύο παραπάνω διαφορετικών παραδόσεων. Ποια είναι το όρια του ελέγχου του κράτους πάνω στο άτομο, πάνω στη σκέψη και στη γνώμη, πάνω στη δράση και, κυριότερα, πάνω στο ποιος πρέπει ή ποιος είναι κατάλληλος να κυβερνά; Ο Mill έφερε σε επαφή το αριστοτελικό δίλημμα της εξουσίας σε σχέση με την ελευθερία και το όραμα του Ρουσό για την ελευθερία σε σχέση με την ισότητα, ενώ οι συντηρητικοί ελευθεριακοί συνεχίζουν να αντιμάχονται τον Αριστοτέλη. Εκείνοι που θα τους χαρακτήριζα ελευθεριακούς σοσιαλιστές προσπαθούν να δουλέψουν με την κληρονομιά της Γενικής Βούλησης του Ρουσό. Για τον Mill, οι θεωρίες αυτές ανταγωνίζονται η μία την άλλη στο πλαίσιο του ωφελιμιστικού διλήμματος. Η φράση «μεγαλύτερη ευτυχία για το μεγαλύτερο αριθμό (ανθρώπων)» σημαίνει όντως ότι η κοινωνία πολιτών είναι εξαρτημένη από την αρχή της πλειοψηφίας; Η «αρχή» (διακυβέρνηση) μπορεί να φέρεται εις πέρας από τους ίδιους τους ανθρώπους ή από τους διαμεσολαβητές που ενεργούν ως αντιπρόσωποι του λαού;

Η ειρωνεία της δημοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ κατ” όνομα τοποθετεί την ισότητα πριν από την ελευθερία, παρ” όλ” αυτά οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι σταθεροί στην άποψή τους ότι η ελευθερία αποτελεί ένα σχεδόν απαράβατο αξίωμα. Έτσι, ενώ πρέπει να αποδεχτούν τη βούληση της πλειοψηφίας – στο όνομα της ισότητας – πρέπει παράλληλα να σεβαστούν τα δικαιώματα της μειοψηφίας – στο όνομα της ελευθερίας11(Ιστορικά, το αίτημα για ισότητα δεν έχει προέλθει από μία πολιτική μειοψηφία, αλλά από μια αριθμητική πλειοψηφία, η οποία, σε αντίθεση με κάποια οικονομικά ευνοημένη μειοψηφία, ήταν πολιτικά αδύναμη. Αυτή η μειοψηφία προώθησε την ιδέα της «ισότητας των ευκαιριών» ως διαδικασία, ενώ η πλειοψηφία την «ισότητα των συνθηκών» ως αποτέλεσμα). Το ζήτημα που πρέπει τελικά να εξετάσουμε είναι: δημιουργεί η ελευθερία από μόνη της το volksgeist (λαϊκό πνεύμα) της δημοκρατίας, όπως θα ήθελαν να πιστεύουμε οι περισσότεροι φιλελεύθεροι;

Στην ευρωπαϊκή παράδοση, οι επικρίσεις ενάντια στο κράτος, ιδιαίτερα ενάντια στις ποικίλες μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προήλθαν από την ελευθεριακή σοσιαλιστική και την αναρχοσοσιαλιστική σκέψη, υπήρξαν ενδιαφέρουσες και αποτέλεσαν ένα επιτυχημένο αντίδοτο στη μαρξιστική θεωρία για το κράτος. Η κριτική για το κράτος έγινε από μια συμμαχία εκείνων που θα ονομάζαμε αντι-εξουσιακούς σοσιαλιστές, οι οποίοι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του οικολογικού κινήματος, του φεμινισμού, του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, του πασιφισμού, του συνδικαλισμού και του κινήματος για τη μεταβίβαση της εξουσίας από τις κεντρικές στις κοινοτικές οργανώσεις.12 Ο Kropotkin χρησιμοποίησε τον όρο ελευθεριακός το 1890, για να δημιουργήσει μια ομπρέλα για τις μυριάδες ομάδες που δεν αγωνίζονταν μόνο για ελευθερία, αλλά και για ισότητα και για την εναρμόνιση των δύο αυτών φαινομενικά αντίθετων εννοιών. Υποστήριζαν ότι η ελευθερία είναι ποιοτική ως τέτοια αποτελεί φυσική συνέπεια της ισότητας που βασίζεται στην κοινοτική ζωή και στα δημοκρατικά ιδανικά.13

Τα αμερικανικά ελευθεριακά κινήματα της δεξιάς, οδηγούμενα από τη φιλοσοφία του ατομικισμού, έθεσαν ως βασικές τους αρχές την ελευθερία, την ιδιοκτησία και τα ατομικά δικαιώματα. Οι ομάδες αυτές έχουν δημιουργήσει πολιτικά κόμματα. Αγωνίζονται για την ιδιωτικοποίηση του κυβερνητικού μηχανισμού και ακόμα και για την ηθικότητα ως έκφραση της αυτο-ανάπτυξης. Η αντίληψή τους για την κοινωνία συμπυκνώνεται στην επανεφαρμογή του «laissez-faire» (έλλειψη κρατικού παρεμβατισμού) σ” όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Ως γνήσια αντιδραστικό κίνημα, θα ήταν ικανοποιημένο με την κοσμοθεωρία του John Stuart Mill, όπως εκφράστηκε στο On Liberty (Για την ελευθερία, 1859) και στο Considerations on Representative Government (Σκέψεις για την Αντιπροσωπευτική Κυβέρνηση, 1861) – μια κοινωνία αυτόνομων ατόμων και ειδικών συμφερόντων η οποία θα επιβλέπεται από την «ορθολογική κυριαρχία της διάνοιας».

Παρά την υπερέχουσα θέση μιας, κραυγαλέας και καλά χρηματοδοτημένης συντηρητικής ελευθεριακής παρουσίας (που κατεβάζει υποψήφιους για την προεδρία των HΠΑ και μέλη του Κονγκρέσου), η παράδοση του Kropotkin συνεχίζει αδιάσπαστη. Αν και σκόπιμα αποκεντρωμένη, προχώρησε σταθερά με διεθνείς διασυνδέσεις χωρίς να ενδιαφέρεται για την εθνικότητα ή την κρατική ιδεολογία. Προωθώντας την κεντρικότητα της ιδέας της ισότητας οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές, οι αναρχοκομμουνιστές και πολλοί στο οικολογικό κίνημα αγωνίζονται για μια βασισμένη στην κοινότητα, πασιφιστική και μη εξουσιαστική συναίνεση προς μια μορφή διακυβέρνησης ή μια κοινωνικο-πολιτική οργάνωση που δε θα διαχωρίζει εκούσια τους άρχοντες από τους αρχόμενους.14

Εστιάζοντας στην καθοριστική έννοια της ισότητας της ισότητας των δικαιωμάτων αλλά και των συνθηκών, της διαδικασίας αλλά και του αποτελέσματος εύκολα μπορεί κανείς να αρχίσει να καταλαβαίνει γιατί η φιλελεύθερη δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πολιτικός συμβιβασμός. Η ισότητα, ακόμα και μέσω της κάλπης αποτελεί χίμαιρα, ακριβώς επειδή οι παραδοσιακοί υπέρμαχοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπήρξαν φιλελεύθεροι πριν να γίνουν δημοκράτες. Ο J.S. Mill αποτελεί το καλύτερο σχετικό παράδειγμα.

Φαίνεται, λοιπόν, απαραίτητο να αντιληφθεί κανείς τους υπαινιγμούς της ανάλυσης του Mill για την ελευθερία, τις ιδέες του για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τη θέση του στην πολιτική ιστορία, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί το γεγονός ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν προωθεί την ισότητα για τα μέλη της κοινωνίας, αλλά την ατομική αυτοπροστασία για τους προνομιούχους, τους «ανώτερους» στο πνεύμα και τους κατόχους περιουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση των φιλελεύθερων αρχών δεν δείχνει τόσο αγάπη για ελευθερία, αλλά μια απρόθυμη αποδοχή κάποιας μορφής τεχνητής δημοκρατίας, κατασκευασμένης από το φιλελεύθερο πνεύμα. Στο έργο του On Liberty, ο Mill επιτέθηκε όχι μόνον εναντίον του επιχειρήματος για ισότητα των ευκαιριών, αλλά και εναντίον του ηθικού επιχειρήματος για ισότητα των δικαιωμάτων. Σ” ένα δημοκρατικό κράτος, η ισότητα των δικαιωμάτων πηγαίνει πέρα από την Αρχή του Νόμου, για να συμπεριλάβει τη διαδικασία στην άσκηση της πολιτικής ελευθερίας και της πολιτικής ισότητας.

Η ελευθερία ως αξία: John Stuart Mill

Για έναν φιλελεύθερο όπως ο Mill, το πρόβλημα της ευθύνης που έχουμε για τις πράξεις μας είναι τόσο νομικό όσο και ηθικό. Αυτό σημαίνει ότι, όταν κάποιος/κάποια είναι μέλος μιας κοινωνίας πολιτών, έχει νομικές και ηθικές υποχρεώσεις. Είναι κανείς υποχρεωμένος να υπακούει στο νόμο και θα “πρεπε να τιμωρείται αν δεν το κάνει. Η ηθική ευθύνη όμως είναι κάτι διφορούμενο στο πεδίο της δράσης. Το άτομο δεν είναι μόνο. Στα μάτια του νόμου και κατά τη γνώμη των άλλων αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της συλλογικότητας που ονομάζεται κοινωνία, μέσα στα σύνορα ενός κράτους. Έτσι, οι αναφορές σε διαφορετικές κοινωνίες προϋποθέτουν την ύπαρξη διαφορετικών κρατών και διαφορετικών συστημάτων διακυβέρνησης.15

Ο Mill, στο On Liberty, επικαλείται δύο κατηγορίες δυνάμεων που μπορούν να αποκαλεστούν ατομικιστικές και κοινωνιακές (societal). Σε σχέση με τις ελευθερίες που προορίζονται να απολαύσουν, ισχυρίζεται ότι «η καθεμία θα λάβει το μερίδιο που της αρμόζει». Οι ελευθερίες της κοινωνίας καθορίζονται φυσικά τόσο από την κυβέρνηση (ως νομοθέτη και ως διαχειριστή) όσο και από το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και επιβάλλονται από την αστυνομία. Οι ελευθερίες του ατόμου καθορίζονται επίσης, σε ό,τι έχει να κάνει με το νόμο, από τις τρεις αυτές δυνάμεις του κράτους. Ως αντισταθμιστικός παράγοντας στις ελευθερίες που «κυρίως ενδιαφέρουν το άτομο» λειτουργεί η κοινή γνώμη (που όμως προέρχεται από ένα μικρό μέρος της κοινωνίας).16 Το άτομο αναγκάζεται να στραφεί εναντίον του νόμου και της κοινής γνώμης, μορφές εξουσίας που γενικά έχουν δημιουργηθεί από ένα περιορισμένο κοινό, μία ελίτ μειοψηφία Όμως, οι εξουσιαστικές αυτές δυνάμεις κατά κόρον εκδίδουν αποφάσεις για «το μερίδιο που αρμόζει» στο άτομο, σε σχέση με τις δικές τους προσωπικές και ταξικές φιλοδοξίες.

Ο Mill φαίνεται να κάνει την υπόρρητη υπόθεση ότι το συγκεκριμένο αυτό τμήμα της κοινωνίας είναι άξιο για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης και ότι είναι αμερόληπτο ως προς την εφαρμογή ή τη ρύθμιση αυτής της απόφασης. Οι υποθέσεις αυτές είναι ουσιώδεις για τον οπτιμισμό που εκφράζεται στη φιλελεύθερη άποψη για το νόμο. Η οπτιμιστική αυτή άποψη φαίνεται να υποστηρίζει ότι οι ιδέες αυτών που έχουν κατακτήσει θέσεις ισχύος ή επιρροής έχουν επικρατήσει κυρίως εξαιτίας των δικών τους ικανοτήτων και προσπα-θειών. Για τους φιλελεύθερους, τέτοια άτομα βρίσκονται στην καλύτερη θέση τόσο για να φτιάχνουν όσο και για να επικυρώνουν, μέσω του νόμου, τους κανόνες συμπεριφοράς για την κοινωνία.

Στην περίπτωση διένεξης μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας, είναι οι νομοθέτες και οι δικαστές εκείνοι που θα κάνουν τους διαιτητές. Παρόλο που για τον Mill το πλήθος των συγκρούσεων εξαρτάται από την πρόοδο που έχει κάνει μια κοινωνία στην ειρηνική διευθέτηση των διενέξεων, ο νόμος είναι ένας απαραίτητος εγγυητής της «δικαιοσύνης».

Για τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές, η παρουσία του νόμου είναι απαραίτητη στο σύστημα του Mill, γιατί ο νόμος είναι ενδημικός σε μια κοινωνία που δέχεται τα φιλελεύθερα διδάγματα του κτητικού ατομικισμού και του ανταγωνιστικού εμπορίου. Αν είναι εμφανές στον Mill ότι το άτομο και η κοινωνία βρίσκονται σε διάσταση εξαιτίας ακριβώς των απόψεων για τον τρόπο διαχείρισης των υποθέσεων, γιατί δεν προχωρά βαθύτερα τους υπαινιγμούς του, ώστε να περιλάβει και τις συγκρούσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει ο ίδιος ο νόμος;17 Για τους ελευθεριακούς, ο νόμος αποτελεί τόσο σημαντική πηγή συγκρούσεων όσο και τα συμφέροντα του ατόμου έναντι στην κοινωνία.

Η υποστήριξη του Mill στον καπιταλισμό – η οποία, βέβαια, δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη -προωθεί τον ανταγωνισμό περισσότερο, παρά τη συνεργασία. Αποδέχεται, αν και δυσφορεί γι” αυτό, το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για τη δύναμη και να εκτιμούν τη δύναμη, εξαιτίας των πλεονεκτημάτων που θα προκύψουν μέσω αυτής. Από τη στιγμή που η δύναμη αυτή νομιμοποιείται είτε από το νόμο είτε από αυτό στο οποίο ο Mill αναφέρεται ως κοινή γνώμη (opinion), γίνεται μια εξουσία που μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με κίνδυνο του ίδιου του ατόμου. Η νομιμοποίηση των συνεπειών που έχει η ύπαρξη των ανταγωνιζόμενων κέντρων εξουσίας στη δημόσια πειθώ επιτρέπει τη δημιουργία μιας κατάστασης στην οποία αυτό που υπάρχει, δηλαδή ο θεσμοθετημένος νόμος και η κοινή γνώμη, θα έπρεπε να υπάρχει, εφόσον ο νόμος είναι ο μόνος ουδέτερος διαιτητής στην «αγορά των ιδεών». Με άλλα λόγια, το σύστημα και η κοινωνία είναι πολύ ανθεκτικά στην αλλαγή.

Στην ουσία, ο Mill χρησιμοποιεί την έννοια της κοινωνίας σα να ήταν το άτομο «σε μεγέθυνση ».18 Το άτομο και η κοινωνία έχουν διαφορετικά συμφέροντα, τα οποία μπορούν να προσδιοριστούν και να ρυθμιστούν από το νόμιμο καταναγκασμό. Ιστορικά, αυτό έχει γίνει περισσότερο αντιληπτό στην εργατική νομοθεσία. Με εξαίρεση ένα μικρό κομμάτι, όλη η ζωή του ατόμου κυριαρχείται από τα δεσπόζοντα συμφέροντα, όχι της κοινωνίας, αλλά του κυρίαρχου τμήματός της. Στη φιλελεύθερη σκέψη του Mill, η κοινωνία είναι στην πραγματικότητα εκείνη η μάζα των ανθρώπων που περιορίζονται μέσα στα εθνικά σύνορα και που μοιράζονται μια σειρά αξιών με ευρεία βάση. Η κοινωνία αυτή διευθύνεται από μια σειρά κρατικών φορέων, οι οποίοι, ως κηδεμόνες, είναι υπεύθυνοι για το λαό, παρά υπεύθυνοι προς το λαό.

Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη προς -και γενικά αντιπροσωπεύει- αυτούς που έχουν κατασκευάσει την κοινή γνώμη, της οποίας το μεγαλύτερο ποσοστό γίνεται νόμος. Ο Mill πίστευε ότι το κυβερνητικό τμήμα του κράτους, παρόλο που συχνά βρίσκεται σε εμφανή αντίθεση με το άτομο και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, είναι απαραίτητο για την προστασία και την επέκταση της ελευθερίας του ατόμου. Η κοινωνία θα μπορούσε να γίνει ελεύθερη μέσω του νόμου. Θα μπορούσε όμως την ίδια στιγμή να καθορίζεται από το νόμο, ο κύριος σκοπός του οποίου είναι να ρυθμίζει τη δράση και να διαπλάθει τη γνώμη του πληθυσμού.

Οι ελευθεριακοί δεν διαφωνούν τόσο με την ιδέα της θέσπισης κανόνων όσο με τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι κανόνες θα επιβληθούν. Δε θεωρούν το νόμο ουδέτερη και αμερόληπτη πηγή ρυθμιστικής ισχύος, τον θεωρούν όργανο καταπίεσης μιας μειοψηφίας πάνω σε μια πλειοψηφία η οποία είτε δεν έδωσε τη συγκατάθεση της είτε παραπληροφορήθηκε από τους φορείς του νόμου. Από την άλλη μεριά, οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι, με ποσοτικούς όρους τουλάχιστον, μια κοινωνία που κυβερνιέται από το νόμο θα διακατέχεται από περισσότερες αξίες.

Κατόπιν λεπτομερούς εξέτασης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το φιλελεύθερο δόγμα δεν προωθεί την ιδέα ή τη δράση των ελεύθερων ατόμων, θεωρώντας τες στοιχεία εγγενώς καλά είτε για το άτομο είτε για την κοινωνία, εάν η ιδέα και η δράση των ελεύθερων ατόμων έχουν μη φιλελεύθερη κατάληξη. Ο Mill, αν και προσπαθεί να μείνει πιστός στις αρχές της ελευθερίας, ανησυχεί για τις συνέπειες που θα έχουν συγκεκριμένες μορφές επιλογής, στο βαθμό που αυτές σχετίζονται με την κοινωνία που οραματίζεται.19 Με άλλα λόγια, κάποιες μορφές επιλογής μπορεί να είναι λανθασμένες όχι μόνο εξαιτίας της επίδρασής τους στους άλλους, αλλά και εξαιτίας της πιθανής επίδρασής τους πάνω στην αστική ιδέα για την κοινωνία πολιτών. Για τον Mill, η ελευθερία χωρίς τη συγκατάθεση του νόμου ή της κοινής γνώμης μπορεί να καταστεί όχι μόνο ελαττωματική, αλλά και ανέφικτη.

Ο φιλελευθερισμός του, αν και είναι επικεντρωμένος γύρω από την έννοια της ελευθερίας, αποτελεί ο ίδιος μια θυσία στις δικές του αρχές. Αν ελευθερία σημαίνει «να κάνει κανείς ό,τι θέλει», όπως λέει ο ίδιος, τότε, κάτω από την κυριαρχία μιας νομοκρατούμενης κοινωνίας, κάποιος μπορεί να είναι ελεύθερος στο μέτρο μόνο που συμφωνεί με το νόμο και τις απόψεις που επιβάλλονται σ” αυτόν. Το φιλελεύθερο άτομο φαίνεται να είναι ένα νομοθετικό δημιούργημα, που προσδιορίζεται και συγκρατείται από την Αρχή του Νόμου η οποία, ακόμα και υπό την ωφελιμιστική της έννοια, δεν αποδίδει στην ελευθερία κάποια σημαντική εγγενή αξία, όταν υπάρχει γι” αυτήν συμφωνία και εφαρμόζεται από μια αριθμητική πλειοψηφία. Το κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο συμμετέχει το ελεύθερο άτομο δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω από μία τυφλή αποδοχή του status quo.

Οι ελευθεριακοί, σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους, φαίνονται έτοιμοι να υποστηρίξουν την αντίληψη εκείνη που προϋποθέτει το «εγγενές καλό» της ελευθερίας. Γιατί, παρόλο που συζητούν το όλο πρόβλημα της ατομικής δράσης και της αναγκαιότητας του συμβιβασμού, πιστεύουν πράγματι ότι τα άτομα πρέπει πάντοτε να έχουν την ευκαιρία να κάνουν τις δικές τους επιλογές, χωρίς να περιορίζονται από τη χρήση ή την απειλή βίας, η οποία, πιστεύουν, είναι ενδημική σ” ένα σύστημα νόμου. Οι ελευθεριακοί συμφωνούν με τις θεωρίες αυτές που υποστηρίζουν ότι ο καταναγκασμός είναι ανήθικος. Κατά συνέπεια, προτιμούν την τέχνη της πειθούς, σε ηθική βέβαια βάση, από τη χρήση της βίας.20 0 Mill είναι πρόθυμος να αμβλύνει τον ισχυρισμό του για την αξία της ελευθερίας, ως προς τις επιδράσεις π ου μπορεί να έχει πάνω στα άτομα και στην κοινωνία.

Έτσι, θεωρεί ότι ένας καταναγκαστικός νόμος είναι καλύτερος από καταναγκαστικά άτομα τα οποία θα εκφράζουν τη δική τους περίεργη «εκδοχή» της ελευθερίας. Ο Mill θεωρεί κάποιες μορφές δράσης προτιμότερες από άλλες, για το λόγο ότι οι προηγούμενες γενιές διδάχτηκαν συγκεκριμένα «μαθήματα» συμπεριφοράς και δεν βλέπει καμιά αναγκαιότητα στο να επαναλαμβάνει η κάθε γενιά α ίδια λάθη. Ως αποτέλεσμα, στην ερμηνεία των γεγονότων της ιστορίας με το δικό του σύστημα αξιών χρησιμοποιεί ένα νόμο που κάνει ταξικές διακρίσεις, για να υποστηρίξει το επιχείρημά του σχετικά με την ανάγκη για αστικούς κανόνες κοινωνικής ζωής.21

Σε τελευταία ανάλυση, οι ποινικοί νόμοι (Σ.τ.μ.: punitive laws: δηλαδή οι νόμοι που προβλέπουν την τιμωρία) είναι ακόμα και δικαιολογημένοι, αφού βοηθούν τελικά τα ίδια αυτά άτομα που φέρουν το φορτίο αυτών των νόμων (που τιμωρούνται. Παρόλο που ο Mill αναγνωρίζει ότι τέτοιου είδους νόμοι αντιτίθενται ποικιλοτρόπως στην ατομικότητα και στα άτομα που επηρεάζουν, δεν φαίνεται να κατανοεί το γεγονός ότι κάποια τμήματα της κοινωνίας φέρουν σε μεγαλύτερο βαθμό το φορτίο του νόμου απ” ό,τι άλλα.

Έτσι, οι φτωχοί και οι στερημένοι αντιμετωπίζουν το νόμο περισσότερο ως δύναμη καταπίεσης εναντίον τους παρά ως το μηχανισμό προστασίας τους, όπως τον θεωρεί ο Mill. Οι νόμοι για την προστασία της ιδιωτικής περιουσίας είναι σχεδιασμένοι, λένε οι ελευθεριακοί, για να διαιωνίζουν κοινωνικές σχέσεις που συμμορφώνονται με την καπιταλιστική οικονομική βάση, η οποία, ισχυρίζονται, σε καμία περίπτωση δεν υπηρετεί τα συμφέροντα των εργα-τών. Για τους ελευθεριακούς, προκύπτει ιστορικά ότι ο νόμος ευνοεί τους κατόχους ιδιο-κτησίας και κεφαλαίου προς ζημίαν εκείνων που στην πραγματικότητα παράγουν και διανέμουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και από τους οποίους προέρχεται ο πλούτος αυτός.22

Σύμφωνα με τον Mill, αποτελεί καθήκον του κράτους «να ελέγχει άγρυπνα την άσκηση όποιας εξουσίας του επιτρέπει να κυριαρχεί πάνω σε άλλους».23 Για το λόγο αυτόν, η κοινωνική ζωή πρέπει να κυβερνιέται από τις σχέσεις εξουσίας που επικυρώνονται τελικά από το κράτος και απ” αυτούς που ασκούν έλεγχο πάνω σ” αυτό. Από την άλλη μεριά, οι ελευθεριακοί πιστεύουν ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τοποθετεί τον εαυτό του σε θέση εξουσίας έναντι των άλλων και βέβαια αντιτίθενται στο μονοπώλιο του κράτους σε τέτοια ζητήματα.

Φυσικά, ο Mill όντως ελπίζει, για παράδειγμα στο βιβλίο του The Subjugation of Women {Η υποδούλωση των γυναικών, 1869), για ριζοσπαστικές αλλαγές σε χώρους όπως είναι οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων. Αρνείται όμως να υποστηρίξει ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις που επικρατούν στην κοινωνία θα έπρεπε να μεταβληθούν τόσο δραστικά όσο αυτές που επικρατούν στην οικογένεια. Ο Mill δεν φαίνεται να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τη λογική πρόοδο από το ένα πεδίο αναφοράς στο άλλο· ούτε επιχειρεί να εφαρμόσει τις πιο ριζοσπαστικές από τις ιδέες του στους πιο διαδεδομένους κοινωνικούς ή πολιτικούς στίβους. Παρόλο που πιστεύει ότι η θεσμική και κοινωνική αλλαγή μπορεί να πραγματοποιηθεί από το νόμο και τους άλλους πολιτικούς θεσμούς, δεν συνειδητοποιεί ότι ίδιοι αυτοί θεσμοί αποτελούν πηγή πολλών κοινωνικών κακών. Κατά καιρούς, όμως, ακόμα και ο Mill αναγνωρίζει ότι πολλοί θεσμοί είναι με κακό τρόπο θεσπισμένοι.24

Παρόλο που μπορεί να είναι αληθινή η διαπίστωση ότι μια δύναμη μπορεί να νικηθεί μόνο από μια ανώτερη δύναμη, που μπορεί να είναι φυσική, ηθική, ενεργητική ή παθητική, ο Mill δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η νόμιμη χρήση εξουσίας αποτελεί από μόνη της αξία, η οποία, όταν ενσταλαχτεί σε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τη συμπεριφορά του ενός προς τον άλλο και εκείνων προς την κυβέρνησή τους. Οι σχέσεις που παράγονται από τη στάση αυτή βρίσκονται στο κέντρο οποιασδήποτε κουλτούρας (στη συγκεκριμένη περίπτωση, της βικτωριανής κουλτούρας) και είναι φανερό ότι εξαρτώνται από το αν θα δώσει κανείς προτεραιότητα στο κατεστημένο της εξουσίας και των εξουσιαστικών σχέσεων. Ο Mill αποφεύγει να τονίσει τη λογική ασυνέπεια του επιχειρήματος που υπαινίσσεται ότι οι καταναγκαστικές πλευρές της σχέσης κάποιου με το κράτος θα τον κάνουν τελικά ευσεβή, υπεύθυνο και ειρηνόφιλο. Είναι εξίσου συζητήσιμο ότι η καταναγκαστική φύση της σχέσης μεταξύ αρχόντων και αρχομένων προκαλεί το ακριβώς αντίθετο: ασέβεια, δυσπιστία κι ένα αίσθημα εγκατάλειψης.

Τον Mill απασχολεί πολύ το πώς το άτομο θα αντιμετωπίσει την ελευθερία, και οι φόβοι του τον παρακινούν ακόμα και να υποθέσει ότι τα περισσότερα άτομα δεν επιθυμούν την ελευθερία.25 Όταν μιλάει για την ατομικότητα ως αυτο-ανάπτυξη, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι τα παραδείγματά του για την «καλή» και την «κακή» συμπεριφορά αντικατοπτρίζουν ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών. Και με δεδομένο ότι οι περισσότερες αξίες της εποχής του προέρχονταν από τη μεσαία τάξη, είναι ασφαλές ή όχι να υποθέσουμε ότι η ατομικότητα αποκτά μια αύρα από την ευπρέπεια της μεσαίας τάξης, όταν είναι επικυρωμένη από το νόμο και την κοινή γνώμη; Στο βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι κάποιες συγκεκριμένες μορφές ατομικότητας εκτιμώνται περισσότερο απ” ό,τι οι ισοδύναμες ελευθερίες κάποιων άλλων, διαφωνούντων μελών της κοινότητας. Όπως είπε ο Mill, για να θέσει το ζήτημα σ” ένα ευρύτερο πλαίσιο, το άτομο «δεν πρέπει να γίνεται ενοχλητικό προς τους άλλους ανθρώπους».26

Προκύπτει, επομένως, ότι, όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, όπως αυτές εκτίθενται στο νόμο, είναι ο ατομικισμός συγκεκριμένων προσώπων αυτός που προστατεύεται μέσω της άρνησης της ελευθερίας και ως εκ τούτου της μη αποδοχής της ατομικότητας των άλλων. Έτσι, οι ελευθεριακοί μπορούν δίκαια να ισχυρίζονται ότι οι νόμοι κατασκευάστηκαν με σκοπό να προστατεύουν τα συμφέροντα της «ανερχόμενης τάξης», η οποία κατά το μέγιστο είναι ο κάτοχος του κεφαλαίου. Διατείνονται ότι η μονομανία με τα δικαιώματα του ατόμου έχει τυφλώσει τους φιλελεύθερους σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ελευθερία των πολλών να περιορίζεται για χάρη της ελευθερίας των λίγων.27 Ο νόμος, που θεωρείται ότι είναι ο προστάτης της ελευθερίας, είναι εκείνος που προσδιορίζει την ελευθερία.

Αν η ελευθερία, όπως είπε ο Mill, απαιτεί «να κάνει κανείς αυτό που θέλει», είναι τότε θεμιτό ο προσδιορισμός και τα όρια των επιλογών ενός ανθρώπου να ανατίθενται σ” ένα εξωτερικό σώμα ή, με άλλα λόγια, σ” ένα σώμα που δεν περιλαμβάνει τα άτομα στα οποία αφορούν οι συγκεκριμένες επιλογές; Είναι θεμιτό να περιορίζεται κανείς έστω και λίγο, ακόμα κι αν δεν έχει πλήρη επίγνωση των επιλογών του; Εκείνο το οποίο αρνούνται οι ελευθεριακοί είναι το να έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος ή οποιαδήποτε εξουσία το δικαίωμα να επιβάλλουν τη θέληση και τις αξίες τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αφαιρούν από όσους δεν κατέχουν δύναμη, που συχνά είναι και αυτοί οι οποίοι δέχονται τις επιπτώσεις της εξουσίας του νόμου και της κοινής γνώμης, τη δυνατότητα μιας σημαντικής επιλογής.

Στο On Liberty, ο Mill απαιτεί να υπάρχει ιδιοτελές συμφέρον βασισμένο σε φωτισμένη σκέψη για ανθρώπους που βρίσκονται σε παρόμοια κοινωνική θέση με τη δική του. Κηρύττει ένα ηθικό σύστημα βασισμένο σ” ένα ωφελιμιστικό σχήμα και εναπόκειται σ” αυτόν να κρίνει τη χρηστικότητα συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς Πολλά απ” αυτά που θεωρεί λανθασμένα εξαιτίας της υπερβολικής ελευθερίας σε σχέση με το νόμο έχουν να κάνουν με ομάδες ανθρώπων που η κοινωνική τους θέση είναι πολύ διαφορετική από τη δική του. Ως αποτέλεσμα, η σφοδρή επιθυμία του Mill για την ύπαρξη ενός συστήματος ποινικών νόμων αποκαλύπτει τα διφορούμενα αισθήματά του για την αξία και την εσωτερική φύση της ελευθερίας για όλους.28

Κατά συνέπεια, ο νόμος, η εξουσία δηλαδή σε μια κοινότητα, βρίσκεται στα χέρια εκείνων που τον κατασκευάζουν, τον αποφασίζουν και τον επιβάλλουν. Δικές τους είναι οι αξίες στις οποίες το άτομο και η κοινωνία επιβάλλεται να υπακούσουν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα μη εξουσιαστικά τμήματα της κοινότητας και δικές τους αξίες ή το αν οι αξίες αυτές είναι πιθανότερο να συγκρούονται με το νόμο ή όχι. Είναι όμως αυτό ακριβώς το μη εξουσιαστικό τμήμα της κοινωνίας το οποίο δέχεται τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες επιπτώσεις της νομοθεσίας. Ο Mill χρησιμοποιεί την ανάγκη ύπαρξης πρόνοιας γι” αυτό το τμήμα ως εκλογίκευση των νόμων που στηρίζουν το δικό του συγκεκριμένο σύστημα ηθικής. Αυτό το παραδέχεται λίγο ως πολύ στη συζήτηση που κάνει σχετικά με την ανάγκη για κανόνες συμπεριφοράς, οι περισσότεροι απ” τους οποίους πιστεύει ότι πρέπει να ενσωματωθούν μέσα στο νόμο ή στους συμπληρωματικούς του θεσμούς.29

Για κάποιο λόγο όμως ο Mill δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στη διχοτόμηση μεταξύ εκείνων που κατασκευάζουν το νόμο και εκείνων που πρέπει να υποφέρουν το βάρος του νόμου. Γιατί οι φτωχοί, θα μπορούσε να είχε αναρωτηθεί, βρίσκονται πιο συχνά σε σύγκρουση με το νόμο απ” ό,τι οι πλούσιοι; Μπορεί κάλλιστα να επιθυμεί μια προοδευτική και ευπρεπή κοινωνία, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η δική του άποψη, συνειδητή ή όχι, για την ευπρέπεια και τον πολιτισμό πρέπει να είναι κοινή για όλους.30 Ο Mill ισχυρίζεται ότι δεν είναι «σύμφωνος με το να έχει κάποια κοινότητα το δικαίωμα να επιβάλει σε κάποια άλλη να είναι πολιτισμένη.31

Θα έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει ότι ούτε κάποιο τμήμα της κοινωνίας είναι σωστό να έχει το δικαίωμα αυτό. (Η άποψη αυτή είναι παραπλήσια μ” εκείνη των ελευθεριακών για το ρόλο της κυβέρνησης.) Ο Mill λέει ότι οτιδήποτε αντίκειται στην ατομικότητα αποτελεί δεσποτισμό.32 Γιατί λοιπόν δεν παραδέχεται ότι και ο ίδιος ο νόμος είναι εξίσου δεσποτικός; Προφανώς πιστεύει στη βρετανική κοινοβουλευτική παράδοση. Θεωρεί ότι η ατομικότητα είναι μια έκφραση της ελευθερίας και πιστεύει ότι η ελευθερία πρέπει να προφυλάσσεται, όπου είναι δυνατόν. Όταν όμως εξετάζει τη δημοκρατία ως διακυβέρνηση από το λαό, βλέπει ξαφνικά το ρόλο της κυβέρνησης ως ανυπόφορα καταπιεστικό.33

Ο Mill πιστεύει ότι το άτομο είναι στην ουσία ελεύθερο κάτω από τον περιορισμό του νόμου, ενώ οι ελευθεριακοί πιστεύουν το αντίθετο. Έχει την εντύπωση ότι ο νόμος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συμβιβάσει κανείς τα συμφέροντα του ατόμου και της κοινωνίας. Ο περισταλτικός νόμος είναι απαραίτητος για να επιβληθεί συναίνεση, παρά την ύπαρξη λόγων που τον κάνουν απαραίτητο χάρη ταξικών συμφερόντων, πράγμα το οποίο θα δημιουργούσε την υποψία μιας συναίνεσης δι” εξαναγκασμού. Οι ελευθεριακοί θεωρούν ότι η δι” εξαναγκασμού συναίνεση είναι δείγμα της τεχνητής δημιουργίας αντικρουόμενων συμφερόντων και πιστεύουν ότι οι περισσότερες από τις συγκρούσεις (ατόμων και κοινωνίας) προκύπτουν εξαιτίας ακριβώς της φύσης και του περιεχομένου του νόμου. Έχουν την άποψη ότι η συναίνεση επιβάλλεται από τη μειοψηφία και την κυβέρνηση, μέσω της νομοθετικής διαδικασίας, στη «λαϊκή» πλειοψηφία. Τελικά, σε μια κοινωνία θεωρούνται σημαντικοί και έχουν εξουσία εκείνοι οι οποίοι ταυτίζονται με το κράτος και τους διάφορους τομείς που έχουν επιρροή και που έκδηλα υποστηρίζουν την αδιάκοπη εισβολή του κράτους στις ζωές των απλών ανθρώπων.

Αν εφαρμόζονταν οι λύσεις που προτείνει ο Mill σχετικά με την προσαρμογή της δημοκρατίας στο φιλελευθερισμό, σίγουρα θα μετέβαλλαν ριζικά τα θεμέλια της κοινωνίας και του κράτους. Το να παραχωρούμε όμως την ύστατη εξουσία στους κατασκευαστές του νόμου αναπόφευκτα επιφέρει την ενδυνάμωση των αξιών εκείνων οι οποίες παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις κοινωνικές και οικονομικές εξουσιαστικές δομές. Οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές επιδιώκουν να απομακρύνουν την εξουσία από τους κεντρικούς φορείς, ώστε να δώσουν τη δυνατότητα για λήψη αποφάσεων σε μια ευρύτερη βάση. Κάτι τέτοιο θα ελαχιστοποιούσε δραστικά όλο το σύστημα του ιεραρχικού ελέγχου ή του ελέγχου μιας ομάδας πάνω σε μια άλλη. Η ελευθερία, λοιπόν, συνδυαζόμενη με τη διαδικασία της πολιτικής ισότητας θα ήταν εμφανέστερη σε περισσότερους ανθρώπους αφού θα τους έδινε μια αυξημένη δυνατότητα επιλογής στα ζητήματα που καθορίζουν και επηρεάζουν άμεσα τη ζωή τους.

Το ζήτημα είναι τελικά ποιος πρέπει να έχει την εξουσία για τη λήψη των αποφάσεων. Ο φιλελευθερισμός, παρόλο που λαμβάνει υπόψη του το άτομο ως οντότητα, δεν κάνει πολλά για να αποζημιώσει τα άτομα εκείνα τα οποία δεν αποδέχονται την πληθώρα των περιορισμών που τους επιβάλλονται. Ο Mill πίστευε ότι η αποζημίωση για τους περιορισμούς στην ελευθερία θα συνιστούσε μια ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία σε ολόκληρο το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάποιοι περιορισμοί είναι απαραίτητοι για το συμφέρον όλων. Οι ελευθεριακοί απορρίπτουν τον παραπάνω συλλογισμό, γιατί θεωρούν ότι οι περιορισμοί, ακόμα και στις σύγχρονες δημοκρατίες, δεν εφαρμόζονται δίκαια ή ισότιμα.

Το κράτος και η φιλελεύθερη δημοκρατία

Παρά το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία παρουσιάστηκε δυο χιλιετίες νωρίτερα από το φιλελευθερισμό, οι φιλελεύθερες ιδέες έχουν ενσωματωθεί στην αντίληψη που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι για τη δημοκρατία. Η αθηναϊκή πόλη-κράτος αποτελούσε μια συμμετοχική δημοκρατία για όλους τους πολίτες, αν όχι για τους δούλους. Το φιλελεύθερο κράτος αποτελεί μια δημοκρατία των πολιτών, η οποία στηρίζεται, τουλάχιστον κατ” όνομα, σε ισότιμους συμμέτοχους που όλοι τους είναι δούλοι στην Αρχή του Νόμου, η οποία υπόσχεται τη νομική ισότητα. Έτσι, παρόλο που οι αντιλήψεις σχετικά με τη δημοκρατία ποικίλλουν, είναι σαφές ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αλλοιώσει την ουσία της έννοιας και τη διαδικασία της δημοκρατίας, παρά την ύπαρξη σοσιαλδημοκρατών και «Παραλλαγών του Τρίτου Κόσμου», οι οποίες προσφέρουν εναλλακτικές μορφές κρατικής εξουσίας.34 Η δημοκρατία έχει διαποτιστεί από το φιλελευθερισμό, έτσι, συντηρητικοί ελευθεριακοί και ατομικιστές επιστρέφουν στον κλασικό φιλελευθερισμό του Mill, για να αποτρέψουν την αργή εξέλιξη της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε σοσιαλδημοκρατία και τη διάχυση αξιών ισότητας μέσα στις ώριμες φιλελεύθερες δημοκρατίες Κάποιες άλλες μορφές διακυβέρνησης, που δεν προωθούν την κυριαρχική εξουσία, τη βία και τον καταναγκασμό, απορρίφθηκαν ως μη πρακτικές ή ουτοπικές. Τα θεμέλια αυτής της απόρριψης δεν είναι σχεδόν ποτέ φιλοσοφικά και ηθικά, αλλά οικονομικά και παραδοσιακά.

Η βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η Αρχή του Νόμου (the Rule of Law), ένα φαινομενικά ουδέτερο σύνολο από προτάσεις που θεωρούνται αναγκαίες για την ειρήνη και την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών. Η Αρχή του Νόμου καταργεί την ουδετερότητα που βασίζεται στην αρχαία παράδοση του δικαίου, προκειμένου να παρέχει και να προωθήσει την ελευθερία. Η Αρχή του Νόμου, που συχνά συγχέεται με τη δικαιοσύνη, παρά με μια διαδικασία που στοχεύει σε μια στοιχειώδη ισότητα, προορίζεται, τουλάχιστον ιδεατά, να μεσολαβήσει μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων σε μια πλουραλιστική φιλελεύθερη κοινωνία.

Ακόμα κι αν υπερβούμε την Αρχή του Νόμου, η οποία μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε μια σειρά από ιδεολογίες, εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, συγκεκριμένα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, απαιτούν την ύπαρξη ορισμένων ελάχιστων συνθηκών.35 Προκειμένου να υπάρχει δημοκρατία, αυτές οι ελάχιστες συνθήκες καθίστανται το μέτρο που καθορίζει την ίδια την ύπαρξή της ή ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Ο στόχος αυτός μπορεί να υποτεθεί ότι συνιστά ένα «ιδανικό». Από τη στιγμή όμως που το ιδανικό είναι πιθανό να έχει τις δικές του εσωτερικές αντινομίες, η τελική κρίση πρέπει να γίνει στη βάση της εξισορρόπησης αντικρουόμενων κριτηρίων. Αρχικά υπάρχει η σύγκρουση μεταξύ της ελευθερίας και της εξουσίας, αλλά, καθώς οι φιλελεύθεροι δέχονται ως νόμιμη την εξουσία, το όλο θέμα στα πλαίσια της δημοκρατίας μετατρέπεται σύντομα στο εξής ερώτημα: ποιος πρέπει να έχει την εξουσία; Και η προφανής απάντηση για τους φιλελεύθερους είναι: οι αντιπρόσωποι του λαού.

Η συμμετοχή είναι η υπεύθυνη έκφραση της ιδιότητας του πολίτη στο δήμο ή στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους. Κατ” αρχήν, πρέπει να υπάρχει πολιτική ισότητα, η οποία εξασφαλίζει το ότι οι αποφάσεις παίρνονται από κυρίαρχα άτομα που αποτελούν μέλη της συλλογικότητας ή της πόλης. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υπάρχει πολιτική ελευθερία, η οποία να επιτρέπει την κυκλοφορία ιδεών και προτάσεων χωρίς το φόβο του καταναγκασμού ή της τιμωρίας. Έτσι, η δημοκρατία θεμελιώνεται αρχικά πάνω σε μια ισορροπία μεταξύ της ισότητας και της ελευθερίας, αλλά εξαρτάται τελικά από τους άρχοντες, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι απέναντι σ” αυτούς που αντιπροσωπεύουν. Μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία απαιτεί λαϊκό έλεγχο πάνω σ” αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, και μάλιστα έναν έλεγχο που εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τις τακτικές εκλογές.

Φαίνεται απλή η πρόταση ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων υιοθετείται η αρχή της πλειοψηφίας (majority rule), όχι για λόγους ηθικής ή έστω δικαιοσύνης, αλλά για λόγους χρηστικότητας. Πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις για την ειρηνική διευθέτηση των διαφωνιών και την επίτευξη των στόχων. Η αρχή της πλειοψηφίας δεν εγγυάται ούτε ένα ηθικό ούτε ένα δίκαιο αποτέλεσμα, αλλά ενισχύει την αντίληψη ότι η δυνατότητα συμμετοχής παρέχεται ισότιμα. Ως διαδικασία, αποπνέει αξιοπιστία και υπευθυνότητα καθώς και σεβασμό για την αντιπαράθεση των συμφερόντων. Μέσα σ” αυτό το πλαίσιο της λήψης αποφάσεων, είναι διαδεδομένη σήμερα η άποψη ότι η πλειοψηφία δε θα “πρεπε να καταπιέζει τη μειοψηφία.

Γενικά είναι παραδεκτό ότι η διαφωνία της μειοψηφίας παίζει ένα σημαντικό αντισταθμιστικό ρόλο για την παρούσα πλειοψηφία, αφού μπορεί να γίνει η επόμενη πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή υπάρχουν φυλετικές, εθνοτικές και θρησκευτικές τάσεις οι οποίες έρχονται στο προσκήνιο σε οποιαδήποτε κοινωνία, είναι απαραίτητο οι πλειοψηφίες να αναγνωρίζουν την ύπαρξη των μόνιμων μειονοτήτων. Δεν υπάρχει άλλη βραχυπρόθεσμη λύση σ” αυτό το κρίσιμο και διαιρετικό πρόβλημα για την αρχή της πλειοψηφίας, πέρα από την αποδοχή της αξίας που έχει η ίση ηθική αξιοπρέπεια κάθε ατόμου στην κοινωνία. Αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι δε θα “πρεπε να καταδικαστούν σ” ένα καθεστώς μόνιμης μειοψηφίας για χαρακτηριστικά στοιχεία που δεν μπορούν να αλλάξουν.

Αλλά με τη δέσμευση ότι η διακυβέρνηση θα γίνεται από μια αριθμητική πλειοψηφία και όχι με τη συμμετοχή όλων, δημιουργείται αμέσως ένα πρόβλημα: το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης, δηλαδή του να επιλεχθούν οι αντιπρόσωποι εκείνοι που θα ενεργούν εκ μέρους της ατομικής βούλησης. Έτσι, συμπληρωματικά μπορούμε να πούμε ότι οι υποψήφιοι που επιθυμούν να «αντιπροσωπεύσουν» δε θα “πρεπε να εμποδίζονται από οικονομικές δυσκολίες ούτε να βοηθούνται από ένα οικονομικό πλεονέκτημα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει σε κανένα από τα υπάρχοντα δημοκρατικά κράτη, στα οποία οι αντιπρόσωποι στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονται από τα πιο μορφωμένα και εύπορα κοινωνικά στρώματα. Σ” ένα σύστημα με ίσες δυνατότητες αντιπροσώπευσης για όλους τους πολίτες θα υπήρχε μια αναπάντεχη ποικιλία απόψεων στον ανταγωνισμό για τη δύναμη – τη νόμιμη εξουσία. Σε μια δημοκρατία, η πλειοψηφία ως μέθοδος επιλογής του ποιοι θα έπρεπε να κυβερνούν, μπορεί πολύ λίγα να εγγυηθεί για το πώς αυτοί θα κυβερνήσουν, πέρα από την προσκόλληση τους στην Αρχή του Νόμου.

Προκειμένου να βρεθεί μια λύση, να προστεθούν δηλαδή κανόνες στην Αρχή του Νόμου, επινοήθηκαν οι διάφορες έννοιες των φυσικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των πολιτών, των πολιτικών ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων, έννοιες οι οποίες απορρέουν από τη φιλελεύθερη αντίληψη για το ρόλο του κράτους. Ο σκοπός ήταν να περιοριστεί η κυβέρνηση. Οι σύγχρονες εκφράσεις αυτής της αντίληψης είναι οι πολυάριθμοι συνταγματικοί κώδικες και οι διακηρύξεις δικαιωμάτων που σκοπό είχαν την προστασία των μειονοτήτων, ειδικά όμως των φιλελεύθερων μειονοτήτων. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έγινε ένα συμβόλαιο βασισμένο ως ένα βαθμό στη συναίνεση που υποτίθεται ότι είναι δεδομένη μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και ικανό να δεσμεύσει γενιές οι οποίες θα μοιράζονταν μια ισχυρή ιδεολογική προϋπόθεση, τη σύγκρουση ανθρώπων και κράτους. Η κυβέρνηση, γεννημένη από τη σύγκρουση στο μυθικό κράτος της Φύσης, ήταν συγχρόνως ευεργέτης και καταπιεστής μόνον όταν παραβιαζόταν το συμβόλαιο μεταξύ του άρχοντα και του αρχόμενου.

Καμία άλλη φιλοσοφία δεν ξεκαθαρίζει τόσο το σημείο αυτό όσο ο φιλελευθερισμός Οι φιλελεύθεροι, οι τέλειοι ατομικιστές, θέτουν τις βάσεις για ατέρμονες συγκρούσεις και ανταγωνισμούς. Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, τους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς, για να μην αναφέρουμε τους μοναρχικούς, τους φασίστες, τους κομμουνιστές και τους υπαρξιστές, οι φιλελεύθεροι ασπάστηκαν μια κουλτούρα της σύγκρουσης. Είναι μια σύγκρουση συμφέροντος με συμφέρον, συνήθως όμως πρόκειται για συμφέροντα άνισης ισχύος. Είναι οι ιδιοκτήτες και οι μορφωμένοι ενάντια σ” εκείνους των οποίων οι στόχοι και οι γνώσεις εκτιμούνταν λιγότερο, γιατί θεωρούνταν ασήμαντοι από εκείνους που είχαν προοδευτικές ιδέες.

Η ιδέα της κοινότητας, παρά το ρεβιζιονιστικό φιλελευθερισμό των κοινοτιστών, πάντα ήταν ανάθεμα για τη φιλελεύθερη σκέψη, αφού θεωρείται ότι είναι καταστρεπτική για το «κυρίαρχο» άτομο. Οι εισηγητές του φιλελευθερισμού πολύ συχνά καταπατούν ακόμα και τους ελάχιστους δημοκρατικούς όρους, αφού οι όροι αυτοί προϋποθέτουν μια μορφή πολιτικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας η οποία δεν υποτάσσεται στους «μεγαλοφυείς ανθρώπους» που τόσο θαυμάζουν οι φιλελεύθεροι. Για τον Mill και τους συντηρητικούς οπαδούς του, η ιδιότητα του πολίτη δεν συνεπάγεται την ισότητα. Η ιδιότητα του πολίτη παρέχει το χρέος (της συμμετοχής σε πολέμους και της πληρωμής των φόρων) και το προνόμιο τού να ανταγωνίζεται κανείς εκείνους που έχουν προνόμια, έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία να αποκτήσει προνόμια σε μια ελεύθερη κοινωνία. Η ισότητα ήταν εφικτή μόνο στους κόλπους μιας τάξης ανθρώπων οι οποίοι «κατείχαν» την ευφυΐα και την ιδιοκτησία.

Παρά την αποστροφή του Mill για τη δημοκρατία αμερικανικού τύπου, το αμερικανικό πείραμα στη φιλελεύθερη δημοκρατία είχε επιτυχία κυρίως όσον αφορά στην προώθηση της σχετικής υλικής ευημερίας. Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της μεταπολεμικής Βρετανίας απέτυχαν να βάλουν τέλος στην ταξική πολιτική, για την οποία ο Mill προέβλεπε ότι θα ήταν το κυριότερο εμπόδιο στην κοινωνική πρόοδο.36 Η αμερικανική δημοκρατία, υποβοηθούμενη από τον πλούτο, τον πληθυσμό και μια μεσσιανική αφοσίωση στην ατομική ελευθερία, έχει προς το παρόν στηρίξει το θρίαμβο του Λοκ επί του Ρουσό. Παρ” όλ” αυτά, στο βαθμό που τα ατομικά δικαιώματα προσδιορίζουν τη σχέση μεταξύ του πολίτη και του κράτους, η αμερικανική δημοκρατία, σημείο αναφοράς για τα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδεώδη σήμερα, έχει ένα έντονο χομπσιανό «άρωμα».37 Είναι ένας πόλεμος όλων ενάντια σε όλους, ξένων αλλά και μη.

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή, στο συγκεκριμένο ζήτημα, ο Καναδάς ή η Βρετανία είναι παραδείγματα δημοκρατιών που εκπέμπουν μια αύρα εθνικής συνοχής, είναι όχι λιγότερο εσωτερικά διαιρεμένες, κι αυτό είναι περισσότερο προφανές σε οικονομικά και ταξικά ζητήματα. Έχοντας εξασφαλίσει την ελευθερία για τους πολίτες τους, της οποίας η βαθμίδα ποικίλλει, καθώς συνδέεται άμεσα με την κατοχή της ιδιοκτησίας, απέτυχαν να πραγματοποιήσουν μια συνοχή όσον αφορά στην ισότητα. Η πολιτική δύναμη δεν προέρχεται «από την κάννη ενός όπλου», το όπλο όμως παραμένει μία από τις ύστατες λύσεις για τη διαφύλαξη της προσωπικής αυτονομίας. Οι επιπτώσεις για την κοινωνία είναι τεράστιες, όπως είναι προφανές στη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, τις Η.Π.Α. Το κατάλοιπο αυτό της νοοτροπίας του εποικισμού (της αμερικανικής Δύσης) έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο απ” τους οπορτουνιστές πολιτικούς, με το όνομα της ελευθερίας των δικαιωμάτων του ατόμου, και θεωρείται απαραίτητο συστατικό της δημοκρατίας. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι μια τέτοιου είδους ελευθερία δικαιολογείται στο όνομα της εξίσωσης όχι των συνθηκών, αλλά μιας ασαφούς μορφής δύναμης – της ατομικιστικής δύναμης του μέσου ανθρώπου – τον πόλεμο όλων ενάντια σ” όλους.

Από την άποψη της δημοκρατικής ιδέας, συνιστά η πολιτική ελευθερία την ουσία μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας; Μόνο μετά την ψήφιση της Εικοστής Έκτης Αναθεώρησης το 1971, είχε κάθε αμερικανός πολίτης άνω των 18 το δικαίωμα της ψήφου.38 Εκτός από το δικαίωμα της ψήφου, η έκφραση της πολιτικής επιλογής παρακωλύεται και από τη δομή της δημοκρατίας: από την καταγραφή των ψηφοφόρων, από ένα δικομματικό σύστημα, από τα έξοδα της προεκλογικής καμπάνιας και από την πασιφανή δύναμη κάποιων ομάδων με ειδικά συμφέροντα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε την αξία των λεγομένων του Μαρξ: η δημοκρατία έχει όντως επαναπροσδιοριστεί, αν όχι τορπιλιστεί από τα οικονομικά ζητήματα και από την άνιση κατανομή του πλούτου. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όπου η ισότητα στο δικαίωμα της ψήφου αποτελεί τη μοναδική μαζική επιβεβαίωση της ισότητας τα εμπόδια είναι αναρίθμητα. Ακόμα και η ιδέα της αρχής της πλειοψηφίας είναι αμφισβητήσιμη εκεί όπου κυριαρχεί το «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» (first past the post). Στις Ηνωμένες Πολιτείες στον Καναδά και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι κυβερνήσεις (που έχουν πρόσφατα συγκροτηθεί) έχουν εκλεγεί από μια μειοψηφία του πληθυσμού.39

Η φιλελεύθερη δημοκρατία στα κράτη αυτά σημαίνει είτε την άσκηση εξουσίας από τη μειοψηφία είτε μια κατασκευασμένη πλειοψηφία Αν η κάλπη αποτελεί τον τελικό ρυθμιστή των πολιτικών επιλογών, τότε συμπεραίνουμε ότι η πολιτική ελευθερία χωρίς την πολιτική ισότητα δεν παρέχει τίποτα περισσότερο από την ψευδαίσθηση της δημοκρατίας. Οι φιλελεύθερες αξίες του ατομικισμού, της ελευθερίας, του ανταγωνισμού και της ιδιοκτησίας έχουν υποσκάψει τη βάση ισότητας της δημοκρατίας όπου η φωνή της ψηφοφόρου πλειοψηφίας μεταφράζεται σε πολιτική δύναμη, σε έλεγχο δηλαδή του κράτους.

Ενώ το έργο του J.S. Mill, On Liberty, αποτελεί από πολλές απόψεις την αρχή του σύγχρονου φιλελεύθερου πιστεύω, αξίζει να σημειωθεί ότι και το έργο του Considerations of Representative Government προσφέρει επίσης πολλές ιδέες για την κατανόηση των φιλελεύθερων ιδανικών στο 19ο αιώνα. Αν και κάποιες από τις «λύσεις» του μοιάζουν αρχαϊκές, κάποιες άλλες είναι τόσο ριζοσπαστικές που δεν έχουν θεσπιστεί στα τρία δικά μας μοντέλα δημοκρατίας.40 Εκείνο που τελικά καταδεικνύεται στο έργο αυτό είναι μια περιφρόνηση για την ισότητα (ακόμα και των ευκαιριών) μεταξύ των ατόμων, εν γένει, αλλά μια ιδιαίτερη εκτίμηση για μια τεχνητή, βασισμένη στην ευφυΐα, ισότητα μεταξύ των ανταγωνιζόμενων συμφερόντων στην κοινωνία.41 0 Mill διατείνεται ότι: «Σε οποιαδήποτε πραγματικά ίση δημοκρατία όλοι οι τομείς θα αντιπροσωπεύονταν όχι δυσανάλογα, αλλά αναλογικά … αν δεν ισχύει αυτό, δεν υπάρχει ίση διακυβέρνηση, αλλά μια κυβέρνηση ανισότητας και προνομίων».42

Παρ” όλο το ενδιαφέρον του για το ρόλο του ατόμου σε μια κοινωνία ή για την απόλυτη έκφραση της ατομικότητας, ο Mill φαίνεται κάπως αμφιλέγων όταν τέτοιου είδους αισθήματα εφαρμόζονται στην ισότητα των ατόμων όσον αφορά στην εκλογή των αντιπροσώπων μ” ένα δημοκρατικό τρόπο. Όπως ο άλλος διορατικός παρατηρητής της δημοκρατίας Alexis de Tocqueville, έτσι και ο Mill φοβόταν την «τυραννία της πλειο-ψηφίας», και συγκεκριμένα των εργατικών τάξεων, οι οποίες ήταν (και είναι) αριθμητικά ισχυρότερες.

Μέσα στο πλαίσιο των προκλήσεων από τους σοσιαλιστές σε ολόκληρη την Ευρώπη το 19ο αιώνα, η ανησυχία του Mill ήταν κατανοητή. Όπως έδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν, ο κρατικός σοσιαλισμός ήταν επιρρεπής στην ολοκληρωτική δημαγωγία. Παρ” όλ” αυτά, η προστασία των συμφερόντων της δικής του τάξης δημιούργησε μια συμφέρουσα γι” αυτόν αντίληψη για την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση η οποία, αν δεν εξασφάλιζε το ότι οι ελίτ θα έχουν τον έλεγχο, τους έδινε σίγουρα δυσανάλογη επιρροή στη θέσπιση των νόμων και στη διακυβέρνηση του έθνους. Ενώ επιδοκιμάζει την αναλογική αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή των εκλογών, αρχίζει αιφνιδίως να καταπιάνεται με το πώς θα δοθούν υπερβολικά πολιτικά δικαιώματα στις μεσαίες επαγγελματικές και ανώτερες τάξεις, μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως «πολλαπλή ψήφος». Την ίδια στιγμή, πρότεινε να περιοριστούν στο ελάχιστο τα πολιτικά δικαιώματα των φτωχών, των αμόρφωτων και των ακτημόνων.43

Παρόλο που υποτίθεται ότι κάθε «συμφέρον» (κοινωνική ομάδα) θα είχε ισότιμη δύναμη στην αντιπροσωπευτική συνέλευση, τελικά η ψήφος των εργατών θα είχε μικρότερη αξία από εκείνη των επαγγελματιών. Πρόκειται για ένα γνήσιο σύστημα ελιτισμού, που ακόμα και οι σημερινοί φιλελεύθεροι δεν το προτείνουν σοβαρά. Η ισότητα στην κάλπη δεν μεταφράζεται τόσο εύκολα σε πολιτική δύναμη για την πλειοψηφία. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, ακόμα και εκείνες που χρησιμοποιούν την αναλογική αντιπροσώπευση, έχουν καταφέρει να υποβαθμίσουν το ρόλο της «κοινής πλειοψηφίας» στη διακυβέρνηση, προς όφελος των πολιτικών κομμάτων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα κόμματα δεν αποτελούν δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά αυτο- καθοριζόμενες, αυτο-ρυθμιζόμενες και αυτο-εξυπηρετούμενες συμμαχίες ειδικών συμφερόντων.

Ακόμα και οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι θεωρητικοί, οι οποίοι διατείνονται ότι η ισότητα και η δικαιοσύνη είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι απρόθυμοι να προβληματιστούν πάνω στο πώς η νέα ηθική του φιλελευθερισμού μπορεί να θεσμοποιηθεί στις δημοκρατικές κοινωνίες, οι οποίες στηρίζονται στο νόμο ως πηγή κοινωνικών κανόνων. Γίνονται πολλές συζητήσεις και φιλοσοφικές αιμομιξίες σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνει ο νόμος – σίγουρα μια καλή εξάσκηση στην ηθική φιλοσοφία, αλλά λίγες (συζητήσεις) για το πώς μπορεί αυτό να πραγματοποιηθεί. Όσο προσβλητικό κι αν φαίνεται για τους υποστηρικτές της ισότητας, ο Mill τουλάχιστον πρότεινε κάτι το οποίο θεώρησε ως μια πρακτική λύση. Οι προτάσεις του έγιναν με βάση το σκεπτικό ότι δε θα μπορούσε να υπάρξει μια ηθική κοινωνία χωρίς ηθικούς ηγέτες και ότι αυτοί οι «αντι-πρόσωποι», σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες δημοκρατίες, θα έπρεπε να κατέχουν μια ανώτερη μόρφωση.44 Το σκεπτικό όμως αυτό πηγαίνει κόντρα σε οποιαδήποτε αίσθηση ισοκρατικής δικαιοσύνης και, σ” έναν κόσμο που η επικοινωνία είναι ταχύτατη και υπάρχει μια αμφιλεγόμενη αφοσίωση στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν απέχει πολύ από το Volksgeist και τα ιδεολογικά στηρίγματα του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία. Η κατάταξη των ανθρώπων με οποιαδήποτε κριτήρια που προϋποθέτουν μια ανωτερότητα ή κατωτερότητα βασιζόμενη σε φυσικές διακρίσεις (φυλή, φύλο, χρώμα, τόπο γέννησης) ή που έχουν καθοριστεί παραδοσιακά από τις κυρίαρχες πολιτισμικές και θρησκευτικές δυνάμεις εξ ορισμού προάγει την ανισότητα. Αλλά, όπως έδειξε ο Χίτλερ το 1933, μπορεί να είναι δημοκρατική.

Αν, όπως έχω υποστηρίξει, η κεντρική έκφραση του φιλελευθερισμού είναι η ελευθερία του ατόμου, περιορισμένη σ” ένα βαθμό από το κράτος, και η ισότητα απέναντι στο νόμο, τότε οι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν κάνει σημαντικές προόδους από την εποχή του Mill. Ειδικά από το 1950 και μετά, έχει σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά στη δέσμευση για ισότητα και ιδιαίτερα στις πολιτικές ελευθερίες και στα πολιτικά δικαιώματα. Αυτό όμως δε θα “πρεπε να μας εκπλήσσει, αφού η πίστη στην πρόοδο από-τέλεσε ποικιλοτρόπως το μήνυμα που ενέπνευσε τους πρώτους φιλελεύθερους. Η αναχαίτιση της προόδου θα ήταν κάτι το μη φιλελεύθερο, όπως θα ήταν και η παρεμπόδιση της ανεκτικότητας στη διαφορά. Αν δεν προωθούσαν την πρόοδο και την ανεκτικότητα, οι φιλελεύθεροι δε θα είχαν raison d’etre (λόγο ύπαρξης), και με την προσκόλληση του συνθήματος «ελευθερία μαζί με δικαιοσύνη» συνεχίζουν να αγωνίζονται υποστηρίζοντας το άτομο σε βάρος της συλλογικότητας.

Σ” αυτόν το βαθμό μπορεί να έχουν υπερφαλαγγιστεί από τους «κοινοτιστές», οι οποίοι έχουν εμποτίσει τον κλασικό φιλελευθερισμό με το πνεύμα του ισοκρατισμού, αλλά επιμένουν να υποβιβάζουν την έννοια της ισότητας σ” ένα υποσύνολο αξιών, που εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντίληψη για τη δικαιοσύνη.45 Κατά κάποιον τρόπο, το πλατωνικό «ιδεώδες» ξαναβγήκε στην επιφάνεια ως αντίδοτο στον Αριστοτέλη, εξακολουθεί όμως να εξαρτάται από την εξουσιαστική αντίληψη για το φιλόσοφο -βασιλιά – την εξουσία του κράτους.

Ακόμα και ο Mill αναγνώρισε ότι ένας από τους ευκολότερους τρόπους για να δείξουν οι φιλελεύθεροι την αφοσίωσή τους στη δημοκρατία θα ήταν να υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα την αναλογική αντιπροσώπευση ως τη βάση της εκλογικής μεταρρύθμισης. Κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε άμεσα τη μετάφραση των συμφερόντων κάποιας κοινωνικής ομάδας σε μια μικρή ποσότητα πολιτικής εξουσίας για την ομάδα αυτή, που, με την υποστήριξή της στα πολιτικά κόμματα, ψήφισε για την προώθηση των συμφερόντων της. Θα υπήρχε μια άμεση αντιπροσώπευση για τα συμφέροντα αυτά στη νομοθετική εξουσία και, με ελάχιστες μεταρρυθμίσεις, ακόμα και στην εκτελεστική εξουσία. Αν ο στόχος είναι να αντιπροσωπεύονται τα συμφέροντα και όχι να αποτελούν οι αντιπρόσωποι τη συνείδηση των ψηφοφόρων τους (Σ.τ.μ.: αν, δηλαδή, οι αντιπρόσωποι δρουν ως εκτελεστές των αποφάσεων του εκλογικού σώματος και δεν παίρνουν αυτοί τις αποφάσεις με την πεποίθηση ότι αποτελούν τη συνείδηση του εκλογικού σώματος), τότε η δημοκρατία, ως διαδικασία που προωθεί την ισότητα, θα επαναστατικοποιούσε την ευθύνη των αρχόντων προς τους αρχομένους και την αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, που είναι απαραίτητη για την προώθηση των ιδανικών της. Αυτή είναι μια τρομακτική προοπτική για τους περισσότερους φιλελεύθερους δημοκράτες, οι οποίοι ενστικτωδώς πιστεύουν ότι η διακυβέρνηση από το λαό θα ήταν πράγματι μια τυραννία της πλειοψηφίας. Αλλά η τυραννία της πλειοψηφίας θα ήταν χειρότερη από την τυραννία των συνθηκών εργασίας, την τυραννία της φτώχειας ή του ρατσισμού; Και θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με την εξουσία του καπιταλιστή πάνω στον πολίτη ή με την εξουσία της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη λαϊκή κληρονομιά, το περιβάλλον;

Στο τελευταίο τμήμα του άρθρου θα προσπαθήσω να αναλύσω μερικές απ” αυτές τις ανησυχίες από την ελευθεριακή άποψη, ότι δηλαδή δεν έχει σημασία μόνο το ποιοι βρίσκονται στην εξουσία και ποιοι κυβερνούν, αλλά και το πώς αυτοί επιλέγονται και νομιμοποιούνται και με ποιο σκοπό. Ο φιλελευθερισμός και οι φιλελεύθερες δημοκρατίες καθαγιάζουν το ρόλο του ατόμου σε βάρος της κοινότητας. Οι σοσιαλδημοκρατίες χρησιμοποίησαν την εξουσία του κράτους για να αμβλύνουν τις αδικίες που προέκυψαν από μία ανισόρροπη αφοσίωση στην ατομική ελευθερία. Αλλά για τους αναρχικούς και τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές, η κηδεμονία του κράτους παραμένει η πιο αποκρουστική και ενοχλητική πλευρά της δημοκρατικής αρχής.

Η αρχή της πλειοψηφίας σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία

[Οποιαδήποτε είναι] η πιο ισχυρή δύναμη στην κοινωνία θα αποκτήσει την εξουσία να κυβερνά. Και οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική δομή δεν μπορεί να έχει διάρκεια, αν δεν έχει προηγηθεί μια μεταβολή στην κατανομή δύναμης στην ίδια την κοινωνία.46 Οι φιλελεύθεροι στοχαστές, που έχουν ακολουθήσει τα βήματα του Mill, θεωρούν ότι η αρχή της πλειοψηφίας, η διακυβέρνηση, δηλαδή, σύμφωνα με την αριθμητική πλειοψηφία, είναι μια αρκετά απλοϊκή άποψη για τη δημοκρατία. «Η κυβερνητική εξουσία μπορεί να βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία τοπικών ή ταξικών συμφερόντων»,47 γεγονός που ο Mill δυσκολευόταν να αναγνωρίσει σε πολλά από τα γραπτά του. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε να επινοεί τις προϋποθέσεις για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ήθελε να κατο¬χυρώσει ότι τα συμφέροντα όλων θα είχαν εξασφαλισμένη κάποια μορφή αντι-προσώπευσης. Στην ουσία, ήθελε διακυβέρνηση συνασπισμών, οι οποίοι στην πραγμα-τικότητα ήταν συνασπισμοί συμφερόντων που είχαν κατακτήσει τη δύναμή τους με άνισα μέσα.

Προκαλεί αρκετό ενδιαφέρον το γεγονός ότι, όπως φαίνεται στο The Subjugation of Women, ο Mill δεν πιστεύει ότι οι γυναίκες είναι αρκετά άξιες ώστε να σχηματίσουν μια συνεκτική κοινωνική ομάδα με τα δικά της συμφέροντα. Ο λόγος γι” αυτό, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ήταν ότι οι γυναίκες ως προερχόμενες απ” όλες τις τάξεις, ενώ στο δικό του σύστημα τα ζητήματα της αντιπροσώπευσης και της ψήφου θα εξαρτώνταν από κριτήρια βασισμένα στην ηθική και στη διάνοια. Οι γυναίκες, ως εκ τούτου, έγιναν μια υπο-κατηγορία μιας άλλης κατηγορίας και το αίτημά του για δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες αποδεικνύεται φενάκη, όταν εφαρμόζεται μέσα στο δικό του σύστημα. Δίνοντας στις γυναίκες το δικαίωμα της ψήφου, η εργατική τάξη θα είχε μια συνεχώς διογκούμενη (πολιτική) δύναμη, καθιστώντας όμως τη γνώση γραφής και ανάγνωσης ως την προϋπόθεση για το δικαίωμα ψήφου, γίνεται σαφές ότι μόνο οι γυναίκες με «καλή ανατροφή» θα απολάμβαναν τους καρπούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Για τον Mill, η αρχή της πλειοψηφίας γίνεται τελικά δεσποτισμός, αφού δεν αναγνωρίζει το ότι οι ψήφοι θα έπρε-πε να είναι εναρμονισμένοι «με το κριτήριο των ανώτερων προσόντων», σύμφωνα με το οποίο «…οι διακρίσεις υπέρ της (ανώτερης) μόρφωσης είναι θεμιτές, εξαιτίας του ότι περισώζουν τους μορφωμένους απ” τη νομοθετική κυριαρχία της τάξης των αμόρφωτων…».48

Όντας το πιο δημοκρατικό έθνος του καιρού τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν απειλή για όλες τις αρχές που ήταν προσφιλείς στον Mill, αφού εκεί η διακυβέρνηση γινόταν από ανθρώπους με δημοκρατικά ιδεώδη και όχι από υπερασπιστές του φιλελευθερισμού και των ταξικών διαχωρισμών, οι οποίοι, όπως πίστευε, θα ήταν το «φυσικό» παράγωγο ενός μορφωμένου πληθυσμού. Η εκπαίδευση, για τον Mill, προϋπέθετε έναν υπόρρητο σεβασμό στην εξουσία και στη νόμιμη καταστολή της διαφορετικής άποψης. Αντίθετα, η Αμερική, όπως εύστοχα παρατήρησε ο de Tocqueville, ήταν η χώρα όπου οι ομάδες ειδικών συμφερόντων πλήθαιναν συνεχώς και όπου η διαφορετική άποψη ήταν η εγγύηση της ποιότητας ενός χαρακτήρα. Έτσι, απορρίφθηκε τελικά (στην Αμερική) η ιδέα του φιλελευθερισμού ως της μόνης «ορθολογικής» ιδεολογίας, της εκπαίδευσης ως του μόνου μέσου «προόδου» και της «δημοκρατίας των ίσων» ως της μόνης απειλής για την ύπαρξη ενός «πολιτισμένου» έθνους.

Ο Mill δεν έδινε σημασία στο γεγονός ότι οι παραδοσιακά αυταρχικές μη φιλελεύθερες κοινωνίες της Κίνας και η παράδοση «ανορθολογισμού» των «Ινδουιστών» δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας υπερβολικής προσήλωσης στην ελευθερία, αλλά του σεβασμού σε μια αυθεντία. Όπως και πολλοί φιλελεύθεροι μετά απ” αυτόν, πίστευε στην αυθεντία του νόμου, και όχι στην αυθεντία της παράδοσης, της κάστας ή της χαρισματικής ιδιοσυγκρασίας. Φοβόταν την ελευθερία του δήμου τόσο, ώστε να υποστηρίξει μια κατ” επίφαση αντιπροσώπευση που θα ελεγχόταν και θα καθοριζόταν από «ιδιοφυείς ανθρώπους» όπως ο ίδιος. Ο Mill φοβόταν τη δημοκρατία γιατί δε θα ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η κατάληξη της «ιδιοφυΐας» σ” αυτήν. Δεν φοβόταν ότι μπορεί να επικρατήσει, αλλά ότι πιθανώς θα αναστατώσει τον κόσμο και θα απειλήσει την κοινωνική τάξη από την οποία γεννήθηκε και η δική του προνομιακή θέση.

Βλέποντας τις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, συμπεραίνουμε ότι πολλοί από τους φόβους του Mill δεν έχουν καμία βάση, όχι τόσο εξαιτίας του χάσματος ανάμεσα στη μορφωμένη ελίτ και στο μέσο άνθρωπο, το οποίο βέβαια ακόμα υφίσταται, αλλά εξαιτίας των μηχανισμών προσαρμογής που υιοθετήθηκαν από διάφορα καπιταλιστικά κράτη. Παρά την αναμφισβήτητη προώθηση του φιλελευθερισμού, του ατομικισμού και της ιδιοκτησίας μέσα από τα συντάγματα των περισσότερων κρατών, έγινε επίσης φανερό ότι η δημοκρατία μπορούσε να «εναρμονιστεί» με μια μικτή οικονομία. Το κράτος έγινε το μέσο με το οποίο η κοινωνική πρόνοια μπορούσε να γίνει αντίβαρο για τις αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς, ενώ η ελεύθερη αγορά μπορούσε να αποτελέσει έναν τρόπο έκφρασης του οικονομικού ατομικισμού. Έτσι η δημοκρατία (με την ιδανική της μορφή) έγινε απλώς ένα ακόμα εμπόδιο που μπορούσε να ξεπεραστεί, ένα προϊόν προς πώληση. Σήμερα, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει υπερβεί την οικονομία της αγοράς και έχει γίνει αυτοδικαίως μια αγοραία αξία σε τέτοιο βαθμό, ώστε η δημοκρατία να παύει πια να είναι «η αγορά των ιδεών» και να γίνεται «η ιδέα της αγοράς».

Η φιλελεύθερη δημοκρατία, στην πράξη και όχι στα λόγια, έχει αφομοιωθεί από το καπιταλιστικό ήθος. Το σύμβολο της είναι η ελευθερία, με την έννοια της ποσοτικής επιλογής, η ελευθερία που απαιτούν οι οικονομικά στερημένοι. Σε μια αναπτυγμένη φιλελεύθερη δημοκρατία όμως, αυτή η ελευθερία μπορεί να μεταφραστεί ως η διαφύλαξη του θεσμού των ανταγωνιζόμενων κατόχων κεφαλαίου. Στη μάχη για τη «δημοκρατία» ανά τον κόσμο, ακόμα και η ποιοτική επιλογή του Mill, που γίνεται από μια μορφωμένη ελίτ, έχει εξαφανιστεί. Τη θέση της έχουν πάρει σήμερα διάφοροι οικονομικοί μεσάζοντες (compradors) που δεν αναγνωρίζουν εθνικά, πιθανώς ούτε και πολιτισμικά σύνορα.49

Αυτοί οι «διεθνιστές», που συνήθως αντιμετωπίζουν τα Ενωμένα Έθνη σαν μια παγκόσμια συνωμοσία με σκοπό την καταστροφή του καπιταλισμού, έχουν μια σχεδόν μυστικιστική πίστη στον ανταγωνισμό και στο ρόλο της «αγοράς», η οποία δεν είναι τίποτ” άλλο παρά ένα δημιούργημα των δικών τους συμφερόντων. Πρόκειται για ένα γνήσιο ιδιοτελές συμφέρον, καθόλου διαφορετικό από του John Stuart Mill, που σίγουρα τους δίνει ως αντάλλαγμα την επιτυχία. Αυτή η τάξη ανθρώπων έχει προασπιστεί την αντίληψη ότι η οικονομική ελευθερία είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να χτιστεί η ηθική ακεραιότητα. Το άτομο είναι κυρίαρχο, όταν η ιδέα της κοινότητας δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των μερών της. Αλλά όταν ο ατομικισμός παραπατά, τότε η κοινότητα είναι υπεύθυνη γι” αυτό.

Ο Mill πίστευε πως η πλάνη της δημοκρατίας είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, ο λαός, ακόμα και σε ό,τι αφορά τα δικά του συμφέροντα, δε θα ήξερε να κυβερνήσει καλύτερα απ” ό,τι ξέρουν οι παραδοσιακοί «ανώτεροί» του. «Η μόνη κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούμε για να βρούμε ένα συμπλήρωμα ή μια συμπληρωματική διόρθωση στα ένστικτα μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας είναι η εκπαιδευμένη μειοψηφία …»,50 αφού «…το να μετατρέψουμε την ταξική υπεροχή των πλούσιων σε ταξική υπεροχή των φτωχών οπωσδήποτε δε θα ευνοήσει ένα σύστημα που τοποθετεί τους πλούσιους και τους φτωχούς στο ίδιο επίπεδο ».51

Είχε κάποιες διαφωνίες με τους πλούσιους, σπάνια όμως με τους μορφωμένους. Αν και δεν γνώρισε την εποχή της μαζικής επικοινωνίας, ισχυριζόταν ότι «… είναι πολύ πιθανό, κατά συνέπεια, η επιλογή της πλειοψηφίας να καθορίζεται από εκείνο το τμήμα του κοινωνικού σώματος, που είναι το πιο δειλό, το πιο στενόμυαλο και προκατειλημμένο ή αυτό που δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από το στενό ταξικό συμφέρον».52

Η περιορισμένη επιτυχία των «εργατικών» κομμάτων έδειξε ότι οι φόβοι του Mill είχαν κάποιο έρεισμα, αφού η ταξική βάση της μαρξιστικής θεωρίας μεταφράστηκε στη σοσιαλιστική πρόκληση απέναντι στα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Οι κρατιστές σοσιαλιστές έδρασαν μέσα στους περιορισμούς των συνταγματικών δομών που είχαν κληρονομήσει από τους φιλελεύθερους. Επιχείρησαν να δημιουργήσουν μια πλειοψηφούσα εργατική τάξη. Από την άποψη των εκλογικών μεταρρυθμίσεων, σημαντικές επιτυχίες σημειώθηκαν στη Δυτική Ευρώπη, όπου υιοθετήθηκε η αναλογική αντιπροσώπευση. Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, η κρατική εξουσία χρησιμοποιήθηκε ως προμαχώνας για τα νέα ταξικά συμφέροντα.

Ο ελευθεριακός σοσιαλισμός αφέθηκε να δράσει πέρα από το χώρο της πολιτικής, στην εκπαίδευση και στο περιβαλλοντικό κίνημα, και να θέτει τους περισσότερο κοινωνιολογικούς προβληματισμούς για τις διακρίσεις με βάση τη φυλή και το φύλο. Η διαφθορά της κομματικής πολιτικής βρισκόταν πολύ πέρα απ” τα ενδιαφέροντα των κρατιστών σοσιαλιστών. Η αμφισβήτηση της καθιερωμένης εξουσίας συναντά ελάχιστη υποστήριξη και κερδίζει ακόμα λιγότερη δύναμη. Πολλά όμως κινήματα, αναρχικά, πράσινα, οικολογικά, συχνά απολιτικά έχουν ασκήσει την κριτική τους και προσπαθούν να σφυρηλατήσουν συνειδήσεις δρώντας στην τοπική διοίκηση (σε δήμους ή σε κοινότητες). Η πρωταρχική αιτία της ταξικής κυριαρχίας είναι η απάτη που κρύβει το αντιπροσωπευτικό σύστημα, έτσι όπως αυτό λειτουργεί στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη.

Στα κράτη αυτά, ο μύθος της αρχής της πλειοψηφίας δεν μπορεί εύκολα να κλονιστεί, αφού οι περισσότεροι αρνούνται να παραδεχτούν ότι η δυνατότητα να επιλέγουμε τους ηγέτες μας είναι πλασματική και δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε έχουν σε μεγάλο βαθμό προκαθοριστεί από άλλους. Στις δημοκρατικές κοινωνίες υπάρχει πάντα θέση για όσους έχουν διαφορετική άποψη. Όλες οι ιδέες μπορούν να δοκιμαστούν στην κάλπη, και μια νίκη θα εξασφαλίσει ένα ελάχιστο πολιτικής εξουσίας. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, οι υποψήφιοι που συναγωνίζονται έχουν προεπιλεγεί μέσω διαδικαστικών τακτικών, οι οποίες καθορίζονται και δημιουργούνται από τα πολιτικά κόμματα. Στο εκλογικό σώμα παρέχεται η δυνατότητα να επιλέξει, σχεδόν σ” όλες τις περιπτώσεις, μεταξύ μόνο δύο εναλλακτικών κυβερνήσεων στο εθνικό επίπεδο. Στον Καναδά και στις Η.Π.Α., αυτό συμβαίνει από τα μέσα του 19ου αιώνα και στη Βρετανία μετά το θάνατο του φιλελεύθερου κόμματος. Τα μονοπώλια της κομματικής εξουσίας φαίνεται ότι προσδίδουν σταθερότητα στην κυβερνητική διαδικασία και κατά συνέπεια, στις οικονομικές προοπτικές της συγκεκριμένης χώρας.

Η δημοκρατία, η αρχή της πλειοψηφίας, θυσιάζεται στο βωμό της από- τελεσματικότητας, της προβλεψιμότητας και ενός σταθερού περιβάλλοντος αγοράς. Όταν ο λαός κάνει μια «ριζοσπαστική» επιλογή, όπως έγινε στη Βρετανία το 1945 και με τις διαδοχικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις των Εργατικών, τότε «τιμωρείται» στις διεθνείς αγορές. Η νομισματική πολιτική του Καναδά, χώρας πάντοτε ανεκτικής στις αποκλίνουσες απόψεις, ακόμα και στις αποσχιστικές επαρχιακές κυβερνήσεις, είναι πλήρως εξαρτημένη από τους απρόσωπους οικονομικούς συμβούλους στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο. Στην πραγματικότητα, ακόμα και οι ρεφορμιστικές κυβερνήσεις, που προωθούν εθνικιστικούς, ιδεολογικούς, πολιτιστικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, έχουν την ετικέτα του παρία της διεθνούς κοινότητας.53

To μεγαλύτερο εμπόδιο για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στις φιλελεύθερες δη-μοκρατίες είναι οι αρχές του φιλελευθερισμού, οι οποίες, ακόμα και σήμερα, δεν απέχουν ιδιαίτερα από τις ιδέες του Mill.54 Πυρήνας του φιλελευθερισμού εξακολουθεί να είναι ο ατομικισμός και τα περιουσιακά δικαιώματα, παρά τη φαινομενική διάβρωσή του από τις κεντρώες κυβερνήσεις. Ο ύμνος του ατομικισμού ως πρωταρχικής αξίας γίνεται ακόμα εντονότερος με την αντίληψη ότι μόνο η οικονομία της αγοράς επιτρέπει τη «γνήσια» έκφραση της ατομικότητας, ενώ η δημοκρατία εξαιτίας του ότι προωθεί την ίση αντιμετώπιση όλων των πολιτών αποτελεί έναν «ισοπεδωτικό» μηχανισμό, καταστροφικό για την ελευθερία. Η κατοχή υλικών αγαθών καθίσταται το μέτρο της ελευθερίας και η αποδοχή της κοινωνικής πρόνοιας γίνεται δείγμα ατομικού και ηθικού εκφυλισμού.

Η ελευθερία έχει εξομοιωθεί με την ικανότητα για ανταγωνισμό, την ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς τη δύναμη με δύναμη, άνιση ή όχι. Η συνεργασία θεωρείται ένδειξη αδυναμίας, αφού σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητο ότι θα ικανοποιεί τις ατομικιστικές αξιώσεις των ανταγωνιζόμενων συμφερόντων. Το ερώτημα ανακύπτει στο εξής σημείο: γιατί η επιλογή ή γιατί η ελευθερία να συνεργαζόμαστε θεωρείται λιγότερο ικανοποιητική από την ελευθερία να ανταγωνιζόμαστε; Δεν χρειάζεται να δούμε άλλο παράδειγμα από τον προεκλογικό αγώνα για την κατάκτηση πολιτικής εξουσίας ή τη διαμάχη των πολιτικών κομμάτων, αλλά και την οικονομία της αγοράς, περιπτώσεις που και οι δύο προωθούν την ιδέα ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί στην καινοτομία και στην πρόοδο, ενώ η συνεργασία οδηγεί στη στασιμότητα και στην παρακμή!

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στις φιλελεύθερες κοινωνίες μπορεί πράγματι να μας δίνει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο σχετικά ισοδύναμων ανταγωνιζόμενων εναλλακτικών κομμάτων. Οι υπόλοιπες όμως εναλλακτικές λύσεις και ο συναγωνισμός για τις πολιτικές και τις ιδέες τίθενται στο περιθώριο στο πλαίσιο της συνδυασμένης αντιπολίτευσης, η οποία στον Καναδά, στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει πολιτική εξουσία.55 Το επιχείρημα που χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά κόμματα ενάντια στην αναλογική αντιπροσώπευση μπορεί να είναι ωφελιμιστικό, είναι όμως κατά πάσα πιθανότητα και σωστό. Η αναλογική αντιπροσώπευση είναι απίθανο να παράγει κυβερνήσεις πλειοψηφίας, αλλά, αντίθετα, θα παράγει συνασπισμούς οι οποίοι είναι εγγενώς ασταθείς. Στο βαθμό αυτό, αναγνωρίζεται ότι οι τεχνητές πλειοψηφίες, που αποτελούν τον κανόνα στα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα, δε θα είναι πλέον δυνατές και ότι η διακυβέρνηση θα στηρίζεται στη μάλλον καινοφανή ιδέα της προτίμησης του ψηφοφόρου.

Όπως και ο Mill, οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι δημοκράτες θεωρούν ότι αυτός ο βαθμός δημοκρατικής επιλογής είναι ενοχλητικός. Τα καθιερωμένα κόμματα θα υποχρεώνονταν να συνεργάζονται μεταξύ τους ή να συμβιβαστούν με υποδεέστερες φατρίες, ενώ με το σχηματισμό συνασπισμών θα μειωνόταν η δύναμη της κομματικής ηγεσίας. Με λίγα λόγια, μια τεχνητά δημιουργημένη εξουσία (με την έννοια της πλειοψηφίας) θα ήταν αδύνατη, εκτός αν ο μισός πληθυσμός δικαιολογούσε την ύπαρξη μιας ενοποιημένης εξουσίας. Ξαφνικά η δημοκρατία αποκτά την τρομακτική όψη της κυριαρχίας του όχλου, ενός «απληροφόρητου» πληθυσμού, ευάλωτου στους πειρασμούς χαρισματικών δημαγωγών.

Ωστόσο, είναι ολοφάνερο ότι η δημοκρατία είναι απλώς ένα μέσο, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τους σκοπούς που θα επιτευχθούν από τις διάφορες εκδηλώσεις της. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η έκφραση του δημοκρατικού ήθους, της επαναστατικής ιδέας ότι η κάθε ψήφος είναι ισότιμη με τις υπόλοιπες, είναι τόσο τρομακτική για τους ιδεολόγους που κάνουν την υπόθεση ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν ποιο είναι το συμφέρον τους. Αυτό που είναι πραγματικά προβληματικό για την εκλογική πλειοψηφία και για εκείνους οι οποίοι έχουν ιδιοκτησιακά συμφέροντα είναι το γεγονός ότι το συμφέρον της ομάδας είναι απίθανο να συμβιβαστεί με το συμφέρον εκείνων που πιστεύουν πως η κατοχή είναι το 90% του νόμου. Προκειμένου να βελτιώσει αυτή την κατάσταση, ο Mill ήθελε να γίνουν η εκπαίδευση και η ιδιοκτησία η βάση για να έχει κανείς το δικαίωμα της ψήφου, ενώ ο Μαρξ, και πιο συγκεκριμένα ο Λένιν, προτίμησε να απαλλοτριώσει τον πλούτο στο όνομα του προλεταριάτου, μέχρι οι μάζες να μορφωθούν.

Είτε το κράτος προοριζόταν να εξασκεί την ελάχιστη δυνατή εξουσία, όπως πίστευε ο Mill, είτε προοριζόταν να διατηρεί όλη την εξουσία ως καταπίστευμα, όπως πίστευε ο Μαρξ, είναι σαφές ότι οι δύο εισηγητές αυτών των εντελώς διαφορετικών ιδεολογιών μοιράζονταν κοινές αξίες. Ήταν και οι δύο επιφυλακτικοί, αν όχι αντίθετοι με τη δημοκρατία και τόσο ο ένας όσο και ο άλλος πίστευαν ότι η κρατική εξουσία πρέπει να ανατεθεί στους «διανοούμενους». Ο Mill και ο Μαρξ, οι δύο σημαντικές φιγούρες του 19ου αιώνα, εμπνευστές δύο διαφορετικών ιδεολογικών τοποθετήσεων, υπήρξαν και οι δύο κατά βάθος εξουσιακοί και ελιτιστές. Η διαρκής παρουσία τους στη διαμόρφωση της σύγχρονης νοοτροπίας και η σημαντική συμβολή τους στη σημερινή πολιτική και φιλοσοφική αναζήτηση είναι κρίσιμη και ενδεικτική της κατάστασης του κόσμου μετά το 19ο αιώνα. Η σχετική επιτυχία και δύναμη των ιδεών τους έχουν αλλάξει την πορεία των πολιτικών γεγονότων στον 20ό αιώνα.56

Δε θα “πρεπε ποτέ να ξεχνάμε ότι στην πορεία της ιστορίας, εκείνοι που καταφέρνουν να αποκτήσουν δύναμη διαδίδουν τις ιδέες των «δασκάλων» τους. Πολύ λίγα ακούμε σήμερα για τον Edmund Burke, παρόλο που παρουσίασε την πιο τεκμηριωμένη υπεράσπιση της Αμερικανικής Επανάστασης36. 0 Kropotkin, ο αναρχικός πρίγκιπας που πέρασε ολόκληρη τη ζωή του αντιμαχόμενος την τόσο διαδεδομένη ιδέα του κοινωνικού δαρβινισμού και προωθώντας την οικολογική ευθύνη, παραμένει στη σκιά.57 0 Havelock Ellis και ο Edward Carpenter, πρωτοπόροι στις μελέτες για την ομοφυλοφιλία, δεν είναι σήμερα τίποτ” άλλο παρά υποσημειώσεις στον Φρόυντ.58 0 William Morris έχει μείνει γνωστός μόνο για την ποίηση και τις ταπετσαρίες του [Σ.τ.μ.: Ο William Morris είναι πράγματι γνωστός ως σχεδιαστής (designer) και χειροτέχνης (craftsman). Τα επαναστατικά σχέδιά του για υφάσματα, χαλιά και ταπετσαρίες τοίχου οδήγησαν στη δημιουργία του κινήματος Arts and Crafts], παρόλο που το έργο του News from Nowhere (Νέα απ” το Πουθενά, 1891), η επιτομή μιας αναρχικής ουτοπίας, δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα της πολύτομης λογοτεχνικής του αφοσίωσης στο ελευθεριακό σοσιαλιστικό ιδεώδες.59 Η Mary Wollstonecraft, που παρουσίασε το 1796 μια εξαίρετη φεμινιστική πρόκληση στην πατερναλιστική πο-λιτική με το έργο της A Vindication of the Natural Rights of Women (Υπεράσπιση των Φυσικών Δικαιωμάτων των Γυναικών), επισκιάστηκε απ” την κόρη της Mary Shelley και, σ” ένα μικρότερο βαθμό, από τον άντρα της William Godwin, που από πολλούς θεωρείται «ο πρώτος θεωρητικός αναρχικός».60

Η κληρονομιά που μας άφησαν ο Mill και ο Μαρξ, η οποία αποτέλεσε ανώτερο σκοπό για τους οπαδούς τους, αποτελεί παράδειγμα για τους κινδύνους της ιδεολογικής ομοιομορφίας, αλλά δείχνει και τη δύναμη του ιδεολογικού προτάγματος. Η ιδέα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς και του αντίδοτου της, του κρατικού σοσιαλισμού, αντιπροσωπεύουν φιλοσοφίες που τα επιχειρήματα τους αποτελούν ανάθεμα για την πλατωνική ιδέα της δικαιοσύνης, της αρμονίας δηλαδή μεταξύ ελευθερίας και ισότητας, αλλά και για την αριστοτελική λύση για το ευνομούμενο κράτος, την αρμονία δηλαδή μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας. Σε καμιά απ” τις δύο περιπτώσεις ο «λαός», η μάζα, η «οικονομική μηχανή της κοινωνίας», δεν αφήνεται ελεύθερος να επιλέξει τη μοίρα του. Ο Mill και ο Μαρξ σέβονταν την εξουσία, όπως και οι συνεχιστές της παράδοσής τους, μιας παράδοσης που προπαγάνδιζε την ιδέα ότι η εξουσία των λίγων είναι ηθικά ανώτερη από την εξουσία του κοινού ανθρώπου – ή ακόμα και της πλειοψηφίας.

Το ελευθεριακό δίλημμα: εξουσία σε μια δημοκρατία

Σε οποιοδήποτε σύγχρονο φιλελεύθερο δημοκρατικό ή σοσιαλδημοκρατικό κράτος υπάρχει μια θεμελιώδης αποδοχή της κεντρικότητας της Αρχής του Νόμου και του ότι ο νόμος παίζει εξ ορισμού κάποιο ρόλο στο εσωτερικό της δομής της κρατικής εξουσίας. Μια πρώτη αρχή στα κράτη αυτά, πέρα από τη Θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, είναι ότι η υπακοή σε μορφές εξουσίας οι οποίες φαίνονται να είναι μη συμβατικές είναι η λυδία λίθος των επαναστατικών ιδεαλιστών, άσχετα από την ιδεολογία τους. Με τη realpolitik (ρεαλιστική πολιτική), στόχος ήταν να αποκτηθεί ο έλεγχος της κρατικής μηχανής και μ” αυτόν τον τρόπο να υποβληθεί ο πληθυσμός μιας περιοχής στη βούληση, τη φιλοσοφία, την ιδεολογία, το όραμα ή τον πραγματισμό του νικητή.

Αν δεχτούμε ότι η «πολιτική» είναι στην ουσία η εξουσία του ενός, των πολλών, των λίγων ή όλων πάνω σε όλους τότε γίνεται προφανές ότι μια δημοκρατία η οποία προϋποθέτει μια θεμελιώδη δέσμευση για ισότητα, φαίνεται να απαιτεί κάποια μορφή κοινωνιακής (societal) συναίνεσης ή συμμόρφωσης σ” ένα σύνολο στόχων. Το σύνολο αυτό (των στόχων) φαίνεται να διαφεύγει της προσοχής του κόσμου της πράξης, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι, ως συνέπεια, η πολιτική ισότητα έμεινε πίσω σε σχέση με την πολιτική ελευθερία, ακόμα και σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της δημοκρατίας. Μήπως η μόνη «ιδανική δημοκρατία» είναι εκείνη όπου η άσκηση της εξουσίας και ακόμα περισσότερο η νομιμοποίηση της εξουσίας δεν είναι απαραίτητη και, επομένως, είναι ανεπιθύμητη; Αποτελεί η εξουσία ανάθεμα για το δημοκρατικό πνεύμα ή μπορεί να συσσωματωθεί σε μια πληθώρα δομικών προσαρμογών, όπως είναι η συμμετοχική δημοκρατία, στην οποία έχει κανείς την ηθική υποχρέωση να συνεισφέρει για την ευημερία της πολιτείας, ή μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην οποία η συνείδηση της κοινότητας «εκμισθώνεται» στους αντιπροσώπους;

Αυτά είναι τελικά τα ερωτήματα που έχουν διχάσει τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές, τους αναρχικούς, τους πράσινους, τους περιβαλλοντιστές, τους φεμινιστές, ομάδες που είναι καχύποπτες προς την παραδοσιακή εξουσία. Οι αναρχικοί δεν δέχονται την εξουσία του κράτους. Οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές προσανατολίζονται προς μια ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ισότητας, η οποία έχει αναχαιτιστεί από το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, που λειτουργεί μέσα σ” ένα καπιταλιστικό ήθος.

Έχω υποστηρίξει αλλού ότι, παρά τα όσα λέγονται στην ιστορία, οι αναρχικοί είναι ενάντια στο κράτος και όχι απαραίτητα ενάντια στην εξουσία.61 Είναι αντιεξουσιακοί όσον αφορά στην άποψη που έχουν σχετικά με την αναγκαιότητα των εξουσιαστικών σχέσεων οι οποίες γεννούν μια κοινωνία που αποτελείται από άρχοντες και αρχόμενους. Μιλούν τελικά για έναν κόσμο που θα έχει αποβάλει τονπροσανατολισμένο προς την αγορά καταναλωτισμό ο οποίος περιβάλλει πολλούς από εμάς σήμερα. Η ανάδυση των οικονομιών της αγοράς στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και οι νέες βιομηχανοποιημένες χώρες που είχαν προαναγγελθεί από τους εισηγητές του παγκόσμιου «Ελεύθερου Εμπορίου» συνέβαλαν στην υπονόμευση της προόδου της φιλελεύθερης δέσμευσης για ισότητα. Στο βαθμό αυτόν, εκείνο που οι αναρχικοί έβλεπαν ως ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ έχει γενικά τροποποιηθεί, με εξαίρεση κάποια οράματα του 19ου αιώνα. Η τρομοκρατία εκ μέρους του κράτους από τα δεξιά και τα αριστερά έχει αλλάξει το διάλογο της πολιτικής στον 20ό αιώνα, ενώ η πατερναλιστική γενναιοδωρία του μεταπολεμικού δημοκρατικού κράτους απορρέει από μια εξαπλωμένη αστική τάξη, η οποία αποκομίζει τα οφέλη από την ισοκρατική πολιτική.

Ταυτόχρονα, χωρίς την υποστήριξη του κράτους, οι ελευθεριακοί σοσιαλιστικοί «στόχοι», οι επιταγές δηλαδή για ισότητα, φαίνονται κάπως ξεπερασμένοι, όταν η ατομικιστική ηθική προβάλλεται παγκοσμίως ως πανάκεια για την αύξηση του πλούτου των αναδυόμενων εθνών. Δεν είναι το κράτος ο εχθρός, αλλά τα συμφέροντα που αντιπροσωπεύονται στο κράτος, και είναι η παρουσία των συμφερόντων αυτών που έχει τόσο πολύ διαστρεβλώσει τα ιδανικά της δημοκρατίας, ώστε να φαίνεται ότι αυτά εξαρτώνται από την επιτυχία της οικονομίας της αγοράς. Αλλά είναι ικανή μια οικονομία προσανατολισμένη προς την αγορά να υπερβεί τον έλεγχο ακόμα και των πιο πολιτικά και οικονομικά ισχυρών κρατών; O Noam Chomsky στα γραπτά του έχει παραθέσει ακλόνητα επιχειρήματα που στηρίζουν την άποψη ότι όντως είναι ικανή, και άρα αποτελεί ευθύνη όσων αποστρέφονται τον ιδεαλισμό των αναρχικών να βρουν κάποια μέθοδο οργάνωσης στην οποία η κρατική εξουσία θα μεταβιβαστεί στην κοινότητα, οργάνωση η οποία αποτελούσε και το θεμιτό στόχο στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη.

Για περισσότερο από έναν αιώνα, το όνειρο της καταστροφής του κρατικού μονοπωλίου βασίστηκε στην υπόθεση ότι η αποκέντρωση ή η μεταβίβαση των εξουσιών θα ήταν το πρώτο βήμα, ώστε η εξουσία να πάψει να βασίζεται στην κυριαρχία (the authority of rule), και να περάσει στους ανθρώπους και τις κοινότητές τους. Η ιδέα αυτή επικρατεί και σήμερα Θεωρεί όμως δεδομένη την ύπαρξη κάποιας νέας εξουσίας, γεγονός που προκαλεί υποψίες σ” εκείνους που παρακολούθησαν ή συμμετείχαν σε κινήματα τα οποία εκτράπηκαν έντεχνα στο να υποστηρίζουν τις θεσμικές δομές του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους. Θα μπορούσαν άνθρωποι με εντελώς διαφορετικούς στόχους να αποδεχτούν την εξουσία ενός δημοκρατικού κράτους, στο οποίο οι (δημοκρατικές) διαδικασίες είναι απίθανο να προωθήσουν, και μπορεί μάλιστα να υπονομεύσουν, τους ιδιαίτερης αξίας στόχους, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους; Μπορεί μια αριθμητική πλειοψηφία να θεωρήσει δεδομένο ότι θα αγνοεί τη «σοφία» μιας προφανώς αυτοδύναμης και ηθικά ανώτερης μορφωμένης τάξης δημοκρατών, οι οποίοι πιστεύουν στην εξουσία των ιδεών ή σε ιδανικά με τα οποία συγκρούονται, στις περισσότερες περιπτώσεις οι πολυδιαφημισμένες επιθυμίες αυτής της λαϊκής πλειοψηφίας; Η κατάσταση αυτή αποτελεί κοινό τόπο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, εμφανίζεται όμως σπάνια στα σύγχρονα απολυταρχικά κράτη. Πρόκειται ίσως για υπερβολή του φιλελευθερισμού, που έχει καταστρέψει την προδιάθεση για τις αξίες της δημοκρατίας και της ισότητας.

Οι φιλελεύθερες αξίες έχουν προσπαθήσει πάση θυσία να διογκώσουν και να προωθήσουν την αξία του ατομικισμού. Και οι αξίες αυτές έχουν αμφισβητηθεί όχι από ελευθεριακούς, αλλά από απολυταρχικούς οι οποίοι, με ένα γνήσια συντηρητικό τρόπο, έχουν θεωρήσει ότι η αξία του ατόμου είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την παράδοση και την ασφάλεια της κοινότητας. Η ισορροπία της ελευθερίας και της εξουσίας μάλλον δεν αποτελεί ριζοσπαστική ιδέα, αλλά ένα απολυταρχικό ιδανικό. Είναι η προώθηση της κοινότητας, το κοσμικό Volksgeist, το κοινό συμφέρον, ο ολοκληρωτικός στόχος και η δικαιολογία για καταπίεση. Οράματα μιας ουτοπίας της ισότητας με την προώθηση της ιδέας ότι η ισότητα θα πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με την ελευθερία έχουν επίσης ολοκληρωτική χροιά. Επιδιώκοντας οποιονδήποτε από τους δύο στόχους, ο Λοκ θα μπορούσε να συναντήσει τον Ρουσό ή ο Πλάτωνας τον Αριστοτέλη. Οι αιώνες και οι εθνικότητες δεν απαγορεύουν αυτό το αμάλγαμα της ισότητας με τον αυταρχισμό, αλλά η υποχώρηση μπροστά στη δύναμη των ιδεών και η παράδοση έχουν προκαλέσει σύγχυση στη συζήτηση.62

Από την ιστορία βλέπουμε ότι, μέχρι πρόσφατα, το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος έχει την τάση να εξελίσσεται προς το σοσιαλδημοκρατικό κράτος, το οποίο βρίσκεται υπό την απειλή αντιδραστικών δυνάμεων, που χρησιμοποιούν τη ρητορική της δημοκρατίας προκειμένου να επεκτείνουν το καπιταλιστικό πιστεύω. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια αντίδραση του 20ού αιώνα στην πρωτοκαθεδρία του ρόλου του ατομικισμού, στην οικονομία του laissez-faire, και στην προστασία της ιδιωτικής περιουσίας. Η κρατική εξουσία χρησιμοποιήθηκε για να εξασφαλίσει, όπως τόσο σωστά φοβόταν ο Mill, την εξουσία της αστικής τάξης.63 Εντούτοις, παρά την ανάδυση του «ουδέτερου» κράτους, η πολιτική παραμένει ακόμα παγιδευμένη στο φόρουμ των οικονομικών συμφερόντων και της κυριαρχίας, ακόμα περισσότερο απ” όσο ήταν όταν ο Mill έγραψε το On Liberty, το 1859.

Αυτό που επικρατεί σήμερα είναι μια ακαθόριστη συνωμοσία ανάμεσα στο κράτος και στο μη-κράτος, ανάμεσα στο κράτος ευκαιρίας και στις απειράριθμες εταιρίες, τα παγκόσμια συμφέροντα των οποίων έχουν ουσιαστικά εξαλείψει κάθε λαϊκό έλεγχο πάνω στους «αντιπροσώπους» που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Πέρ” απ” αυτό, το ίδιο το κράτος έχει γίνει πιόνι σ” έναν κόσμο όπου η συναίνεση ούτε επιδιώκεται ούτε είναι ανεκτή. Οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί έχουν συμβάλει στο να επιστρέψουμε σ” ένα Κράτος της Φύσης, όπου κανένας Ηγεμόνας, ούτε ακόμα οι Η.Π.Α., δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα διαρκές Κοινωνικό Συμβόλαιο με την κοινότητα. Τα κράτη σήμερα δεν είναι καν σε θέση να εγγυηθούν την οικονομική και περιβαλλοντική ασφάλεια των πολιτών τους. Αυτή είναι η Νέα Τάξη

Πραγμάτων, την οποία ενστερνίζονται οι περισσότερες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Η φανερή πλέον παγκόσμια οικονομία της αγοράς, που καθοδηγείται από τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό, έχει συμβάλει στην αναισθητοποίηση της δημοκρατίας. Προκειμένου να δημιουργήσουν θεσμούς που θα εξυπηρετούν δημοκρατικούς σκοπούς, οι δημοκράτες θα “πρεπε να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν την πρωταρχική σημασία των μέσων, πράγμα που σημαίνει τη διάδοση και την αποδοχή της ιδέας για την ισότητα στη δύναμη και για τη δύναμη της ισότητας. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι η «ανθρώπινη φύση» κλίνει περισσότερο προς το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Ρουσό ή στην «επι-στημονική» βάση για την αξία της αλληλοβοήθειας του Kropotkin, παρά στο σκοτεινό Κράτος της Φύσης του Hobbes ή στη μακιαβελική πρόσκληση για δημοκρατική (republican) ανηθικότητα. Μάταια έλπιζαν οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές, όπως η Emma Goldman, για μια επανεκτίμηση των αξιών, έτσι ώστε σκοποί και μέσα να μην είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αυτή ήταν και η καταστροφή του μαρξιστικού οράματος, ότι δηλαδή ο δρόμος προς μια ουτοπία που θα στηρίζεται στην ισότητα άνοιξε μέσα από την υιοθέτηση ολοκληρωτικών και απολυταρχικών μεθόδων.64

Συνεπώς, το «ελευθεριακό δίλημμα» δεν είναι αυτό του Αριστοτέλη, για την εξουσία σε αρμονία με την ελευθερία, ούτε αυτό που διευκρινίστηκε από τον Mill και τους άλλους φιλελεύθερους σχετικά με την αυτονομία του ατόμου σε σχέση με το κράτος. Στην ελληνική πολιτική σκέψη οι στωικοί, οι επικούριοι και οι κυνικοί, όλοι αμφισβήτησαν την πόλη- κράτος με μια απλή ερώτηση: «Ποιος θα “πρεπε να κυβερνά;» ή «Ποιος θα “πρεπε να είναι στην εξουσία;». Εκτός από τους αναβαπτιστές, τους οπαδούς της έλλειψης των κοινωνικών διακρίσεων (levellers) και τους αναρχικούς, πολλοί λίγοι έχουν αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εξουσίας του σύγχρονου κράτους, της κυριαρχίας του ενός ή των πολλών πάνω σε όλους. Οι φιλοσοφίες τους όμως δεν αποτελούν ένα λογικά συνεπές σύνολο και δεν έχουν παρόμοιες προτάσεις για «το Καλό». Στο βαθμό αυτό, μοιάζουν με τη σημερινή κατάσταση της ελευθεριακής σκέψης τόσο, ώστε η ετικέτα «ελευθεριακός» να προκαλεί σύγχυση.

Συνεπάγεται η «αρχή» ότι υπάρχει αντιπάθεια μεταξύ των αρχόντων και των αρχόμενων; Πρέπει κάποιος να βασιστεί στην εξουσία προκειμένου να έχει «αρχή»; Είναι σαφές ότι η ύπαρξη της «αρχής» και η εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης προϋποθέτει μια μορφή εξουσίας, γιατί η εξουσία είναι εκείνη που φτιάχνει τους κανόνες ή τους νόμους και κρίνει τη συναίνεση μιας κοινότητας, από οπουδήποτε και αν έχει προέλθει και με οποιονδήποτε τρόπο και αν έχει νομιμοποιηθεί. Εκείνο που αποτελεί πρόβλημα είναι το αν η εξου-σία είναι διαχωρισμένη από την πηγή της και το αν υπάρχει κάποιο στοιχείο καταναγκασμού (φυσικού ή ψυχολογικού) το οποίο να προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου.

Οι αντι-εξουσιαστές και οι ελευθεριακοί υποστηρίζουν ότι δε θα” πρεπε να υπάρχει διάκριση μεταξύ των δύο (της εξουσίας και της πηγής της), στο βαθμό που ισχύει «η αρχή όλων πάνω σ” όλους». Μια τέτοιου είδους αρχή δεν είναι απαραίτητα να περιέχει ισχύ ή καταναγκασμό. Η εξουσία και, ως εκ τούτου, ο σεβασμός προς αυτήν μπορεί πολύ απλά να απορρέει από την πίστη στην «ορθότητα» (πιθανώς ανήθικη) της νομιμότητας του αποτελέσματος οποιασδήποτε δημοκρατικής απόφασης και από τη γνώση των πιθανών συνεπειών της. Έτσι, αν οι συνέπειες αυτές προορίζονται για το «καλό» της κοινότητας, στην οποία η συμφωνία για αρχές βασισμένες στην ισότητα (ή στη δικαιοσύνη;) εφαρμόστηκε στη διαδικασία της λήψης της απόφασης, τότε η δημοκρατία όντως γίνεται η «αρχή όλων πάνω σ” όλους». Το στοιχείο των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων δεν μπορεί παρά να εξαλειφθεί. Στην πράξη, πρόκειται για μια διαδικασία που διευκολύνει τη συναίνεση, η οποία έχει προέλθει με δημοκρατικό τρόπο από ένα σύστημα ισοκρατικών αρχών που βασίζεται κυρίως στην αποτελεσματικότητα της ποιοτικής επιλογής σε αντιπαράθεση με την ποσοτική.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους, όπως και η σοσιαλδημοκρατία και τα κοσμικά και θρησκευτικά καθεστώτα. Τα εν λόγω καθεστώτα είναι εξουσιαστικά, αφού το αμετάβλητο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η μεταβίβαση της δύναμης από ένα άτομο, ή μια ομάδα ατόμων, σ” ένα άλλο άτομο ή μια άλλη ομάδα ατόμων. Αναγνωρίζοντας όμως τις εδαφικές αξιώσεις που προκύπτουν σ” έναν κόσμο κυρίαρχων κρατών και, ως εκ τούτου, τα «συμφέροντα» που έχουν συναφθεί, η πιθανότητα μιας παγκόσμιας διοίκησης ή ενός κόσμου χωρίς κράτη είναι μηδαμινή για το εγγύς μέλλον.

Η πρόκληση αυτοπαρουσιάζεται. Η τοπική μονάδα είναι το κράτος, το οποίο ας θεωρήσουμε ότι βασίζεται στη θρησκεία, στην εθνικότητα, στη φυλή ή στην ιστορική συγκυρία. Ο κοινός παράγοντας σε όλα τα κράτη είναι ότι αποτελούνται από ανθρώπους που επιθυμούν την ειρήνη, την αρμονία και την ευημερία γι” αυτούς και τα παιδιά τους. Συχνά όμως καθοδηγούνται από ανθρώπους που έχουν διαφορετικούς στόχους, ακόμα κι αν αυτοί δεν έχουν να κάνουν με τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, είναι οι ηγέτες, οι οποίοι, όσο αθέμιτο ή αποκρουστικό κι αν φαίνεται αυτό, αλλάζουν την κοινωνία. Λίγοι εξουσιαστές θα διαφωνούσαν με τις κοινοτοπίες αυτές. Οι μέθοδοι τους όμως αποδεικνύουν περίτρανα την υποκρισία τους, αφού υπαγορεύουν την υποδούλωση των μαζών στον ηγεμόνα. Όπως και ο Mill, θεωρούν ότι ανήκουν στους λίγους φωτισμένους και εκλεκτούς που η μοίρα τους είναι να οδηγήσουν το λαό τους μακριά από τη μιζέρια του παρελθόντος. Όπως πολλοί φιλελεύθεροι, αναδύουν το άρωμα της ηθικής, ενώ διατρέφουν την αλήθεια, για να υπερασπιστούν την τάξη ή το κόμμα τους. Η επιτυχία τους εξαρτάται από το πώς βλέπουν οι άνθρωποι το παρελθόν και από μια υπόσχεση για ένα λιγότερο κατά- πιεστικό μέλλον.

Από τη μια μεριά, έχουμε εκείνους που προωθούν την εξουσία του δήμου, από την άλλη, έχουμε τους αμφισβητίες της δημοκρατίας, εκείνους δηλαδή που, ενώ την επαινούν, θα ήθελαν να ελέγχουν το αποτέλεσμα. Οι εξουσιαστές είναι ειλικρινείς όσον αφορά στην αντίθεσή τους στη δημοκρατία, αναγνωρίζουν όμως τη σημασία που έχει μια θεσμική επίφαση.

Συνήθως προβάλλουν μια καθοδηγούμενη ελευθερία ως την κεντρική αξία του πιστεύω τους. Αλλά είναι η ισότητα των συνθηκών η αχίλλειος πτέρνα και η θεσμική επίφαση των ελευθεριακών σοσιαλιστών και των αναρχοκομμουνιστών; Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το δυσάρεστο θέμα των ανταγωνιζόμενων ισοτήτων και των οραμάτων για ισότητα ώστε να βρούμε τα μέσα με τα οποία η κοινωνική δικαίωση και η αρμονία γίνονται η βάση της ελευθεριακής κοινότητας.

Αποτελούν τελικά οι ελευθεριακές αξίες έναν εκσυγχρονισμένο φιλελευθερισμό, που προσπαθεί να εξισορροπήσει την ελευθερία με την εξουσία, ή μήπως ξεπερνούν τη νεοφιλελεύθερη και κοινοτιστική πρόκληση για εξισορρόπηση της ελευθερίας με την ισότητα; Αν η ιστορική πρόκληση για τα δημοκρατικά καθεστώτα ήταν να προωθούν την ελευθερία, ενώ ταυτόχρονα να αναγνωρίζουν νομικά την αξία της ισότητας, δε θα ήταν δυνατό για τους ελευθεριακούς να προωθούν την ισότητα, υπερασπιζόμενοι παράλληλα την ελευθερία; Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε η ελευθερία να έμπαινε σε δεύτερη μοίρα σε σχέ-ση με την ισότητα, με τον ίδιο τρόπο που η ισότητα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την ελευθερία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες . Κάτι τέτοιο, όμως, αποτελεί ανάθεμα για εκείνους που πιστεύουν στην ισορροπία, η οποία, όπως και η ανοχή του Locke, αποτελεί ένα γρίφο.65

Η ισορροπία απαιτεί ίσο βάρος και στις δύο μεριές ενός υπομοχλίου, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί. Κατά συνέπεια, λογικά τουλάχιστον, η ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας εξαρτάται από την ισότητα. Αν δεν υπάρχει ισότητα, δεν υπάρχει ισορροπία και, όπως υποστηρίζουν πολλοί, αν δεν υπάρχει ισορροπία, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το ποιος ελέγχει τη θέση του υπομόχλιου αυτού; Η εξουσία. Ποιος προσδιορίζει τη δικαιοσύνη; Η εξουσία. Ποιος είναι η εξουσία; Ο δήμος.

Αν η κρατική εξουσία ή η κοινότητα καθορίζεται από μία τάξη ή ένα συμφέρον, τότε μπορεί, αλλά και μπορεί και όχι, να δρα υπέρ των μακροπρόθεσμων «συμφερόντων» των ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που αποτελούν τη raizon d’etre της δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί η δημοκρατία να εγγυηθεί ένα σωστό ή ένα ηθικό αποτέλεσμα, αφού το μόνο που θεωρεί ως δεδομένο είναι κάτι ασυνήθιστο ακόμα και για τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη, τη διακυβέρνηση από το λαό. Αυτή είναι μια πιθανότητα σίγουρα όχι ευπρόσδεκτη από έναν εξουσιαστή. Η αποδοχή των συνεπειών της δημοκρατίας είναι μια βούληση που απαιτεί μια «επανεκτίμηση των αξιών», η οποία με τη σειρά της απαιτεί το σεβασμό για την κρίση και τη μη σύνθετη ειλικρίνεια εκείνων που δεν αφέθηκαν ποτέ να εμπλακούν σ” αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, που έχει πολύ θαυ¬μαστεί, αλλά λίγο εφαρμοστεί. Μόνο μέσα από την ισότητα θα μπορέσουμε να κινηθούμε προς το δήμο και στην «αρχή όλων πάνω σ” όλους».

******************************************

Προσθήκη της σύνταξης

*) Γιατί ο αναρχισμός αποκαλείται επίσης και ελευθεριακός σοσιαλισμός; (α)

Πολλοί αναρχικοί, βλέποντας την αρνητική διάσταση του ορισμού του «αναρχισμού», έχουν χρησιμοποιήσει άλλους όρους για να δώσουν έμφαση στην δομικά θετική και εποικοδομητική πλευρά των ιδεών του. Οι πιο συνηθισμένοι όροι είναι «ελεύθερος σοσιαλισμός», «ελεύθερος κομμουνισμός», «ελευθεριακός σοσιαλισμός» και «ελευθεριακός κομμουνισμός». Για τους αναρχικούς, ο ελευθεριακός σοσιαλισμός, ο ελευθεριακός κομμουνισμός και ο αναρχισμός είναι στην ουσία εναλλακτικοί ο ένας του άλλου. Όπως το θέτει ο Βαντζέτι:
«Σε τελική ανάλυση, είμαστε σοσιαλιστές όπως οι σοσιαλδημοκράτες, οι σοσιαλιστές, και οι κομμουνιστές είναι όλοι Σοσιαλιστές. Η διαφορά – η βασική διαφορά- που μας ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους είναι ότι υποστηρίζουν την εξουσία ενώ εμείς την ελευθερία. Πιστεύουν στο Κράτος ή την Κυβέρνηση τους, εμείς πιστεύουμε στο να μην υπάρχει Κράτος ή Κυβέρνηση» (Νικόλα Σάκκο και Μπαρτολομέο Βαντζέτι, Τα γράμματα του Σάκκο και Βαντζέτι, σελ.274).

Όμως είναι σωστό αυτό; Μελετώντας ορισμούς από το Λεξικό της Αμερικανικής Κληρονομιάς, βλέπουμε ότι: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ: κάποιος που πιστεύει στην ελευθερία πράξης και σκέψης, κάποιος που πιστεύει στην ελεύθερη βούληση.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι παραγωγοί κατέχουν τόσο την πολιτική ισχύ όσο και τα μέσα παραγωγής και διανομής αγαθών.

Αν απλώς συγχωνεύσουμε αυτούς τους δύο πρώτους ορισμούς προκύπτει: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: ένα κοινωνικό σύστημα που πιστεύει στην ελευθερία πράξης και σκέψης και στην ελεύθερη βούληση, στο οποίο οι παραγωγοί κατέχουν τόσο την πολιτική ισχύ όσο και τα μέσα παραγωγής και διανομής αγαθών. (Παρόλο που πρέπει να προσθέσουμε ότι τα συνηθισμένα σχόλιά μας για την έλλειψη πολιτικής κουλτούρας των λεξικών εξακολουθούν να ισχύουν. Ο μόνος λόγος που χρησιμοποιούμε αυτούς τους ορισμούς είναι για να δείξουμε ότι με το «ελευθεριακός» δεν υποδηλώνεται ο καπιταλισμός της «ελεύθερης αγοράς» ούτε ο “σοσιαλισμός» με το κράτος ιδιοκτήτη. Άλλα λεξικά, προφανώς, θα έχουν διαφορετικούς ορισμούς – ειδικά για τον σοσιαλισμό. Εκείνοι που επιθυμούν να ερίζουν γύρω από ορισμούς λεξικών είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν αυτό το ατέρμονο και πολιτικά άχρηστο χόμπι, εμείς ωστόσο δε θα το κάνουμε).

Ωστόσο, λόγω της δημιουργίας του Ελευθεριακού Κόμματος στις ΗΠΑ (β) που δημιουργήθηκε από θιασώτες του παλιού και νέου φιλελευθερισμού , πολλοί άνθρωποι θεωρούν τώρα ότι η ιδέα του «ελευθεριακού σοσιαλισμού» είναι αντιφατική ως προς τους όρους της. Για την ακρίβεια πολλοί «Ελευθεριακοί» πιστεύουν ότι οι αναρχικοί απλώς επιχειρούν να συσχετίσουν τις «αντι ελευθεριακές» ιδέες του «σοσιαλισμού» (όπως τον αντιλαμβάνονται οι Ελευθεριακοί) με την ελευθεριακή ιδεολογία προκειμένου να κάνουν αυτές τις «σοσιαλιστικές ιδέες» πιο «αποδεκτές» – με άλλα λόγια προσπαθούν να κλέψουν την ταμπέλα του «ελευθεριακού» από τους νόμιμους ιδιοκτήτες της.

Τίποτα δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο απ’ την αλήθεια. Οι αναρχικοί χρησιμοποιούν τον όρο «ελευθεριακός» για να περιγράψουν τους εαυτούς τους και τις ιδέες τους από τη δεκαετία του 1850. Σύμφωνα με τον αναρχικό ιστορικό Μαξ Νετλώ ο επαναστάτης αναρχικός Ζόζεφ Ντεζάκ (γ) δημοσίευσε το Le Libertaire Journal du Mouvement Social, (O Ελευθεριακός, Εφημερίδα του Κοινωνικού (σοσιαλιστικού) Κινήματος) στη Νέα Υόρκη μεταξύ του 1858 και 1861 ενώ η χρήση του όρου «ελευθεριακός κομμουνισμός» χρονολογείται από το Νοέμβριο του 1880, όταν ένα γαλλικό αναρχικό συμβούλιο τον υιοθέτησε (Μαξ Νετλώ, Σύντομη Ιστορία του Αναρχισμού, σελ. 75 και σελ.145). Η χρήση του όρου «Ελευθεριακός» από τους αναρχικούς έγινε δημοφιλέστερη από τη δεκαετία του 1890 και στο εξής, αφότου χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των αντιαναρχικών νόμων και αποφυγής της αρνητικής συσχέτισης της λέξης «αναρχία» στον κοινό νου. (Σεμπάστιαν Φωρ και Λουιζ Μισέλ δημοσίευσαν την εφημερίδα Le Libertaire – ο Ελευθεριακός – στη Γαλλία το 1895 για παράδειγμα).

Από τότε, ειδικά εκτός της Αμερικής, πάντα η λέξη σχετιζόταν με τις αναρχικές ιδέες και τα κινήματα. Παίρνοντας ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, στις ΗΠΑ, οι αναρχικοί οργάνωσαν την «Ελευθεριακή Λίγκα» τον Ιούλιο του 1954, που διαπνεόταν από αναρχοσυνδικαλιστικές αρχές και κράτησε μέχρι το 1965. Από την άλλη πλευρά το «Ελευθεριακό» κόμμα με έδρα τις ΗΠΑ, υπάρχει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ οι αναρχικοί/ες χρησιμοποιούν τον όρο πάνω από 100 χρόνια, μετά την πρώτη φορά που οι αναρχικό χρησιμοποίησαν τον όρο για να περιγράψουν τις πολιτικές τους αντιλήψεις. (και 90 χρόνια αφότου υιοθετήθηκε η έκφραση «ελευθεριακός κομμουνισμός». Το κόμμα είναι, κι όχι οι αναρχικοί, αυτό που «έκλεψε» τη λέξη.

Δεδομένης της αναρχικής καταγωγής της λέξης «ελευθεριακός», λίγοι αναρχικοί είναι ευτυχείς να διαπιστώνουν ότι έχει κλαπεί μια έννοια – όρος απο μια ιδεολογία που έχει ελάχιστα κοινά με τις δικές μας αντιλήψεις. Στις ΗΠΑ, όπως σημείωσε ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, ο ίδιος ο όρος «ελευθεριακός», ασφαλώς, εγείρει ένα πρόβλημα, ειδικά, την παραπειστική ταύτιση μιας αντιεξουσιαστικής ιδεολογίας με ένα κίνημα που παλεύει για «αγνό καπιταλισμό» και «ελεύθερη αγορά». Αυτό το κίνημα δε δημιούργησε ποτέ τη λέξη, την σφετερίστηκε από το αναρχικό κίνημα του (δεκάτου ενάτου) αιώνα. Και θα πρέπει να ανακτηθεί από εκείνους τους αντιεξουσιαστές…που προσπαθούν να κάνουν λόγο για καταπιεσμένους ανθρώπους συνολικά, όχι για εγωτικά άτομα που ταυτίζουν την ελευθερία με την επιχειρηματικότητα και το κέρδος.» Γι’ αυτό οι αναρχικοί στην Αμερική θα πρέπει να «επαναφέρουν στην πράξη μια παράδοση που έχει μεταλλαχθεί από την» δεξιά της ελεύθερης αγοράς. (Η Σύγχρονη Κρίση, σελ. 154-5).

Τελειώνοντας να προσθέσουμε ότι η λογοκλοπή είναι μια αρχαία κατάσταση, δεν πρέπει και είναι λάθος εμείς οι αναρχικοί/ες να παραδινόμαστε με την έννοια ότι αφού μας κλέβουν κάποιες έννοιες εμείς παύουμε να της χρησιμοποιούμε όπως κάνουν πολλοί με το όνομα Ελευθεριακός, (δ) γιατί με αυτή την έννοια πρέπει να σταματήσουμε να λεγόμαστε και αναρχικοί/ες ή αναρχοκομμουνιστές αφού κάποιοι χρησιμοποιούν στις μέρες μας την έννοια αναρχοκαπιταλισμός – αναρχοκαπιταλιστές (ε) και είναι μια από της ποιο ακραίες εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού. Στην Ελλάδα έχει αρχίσει να χρησιμοποιείτε ο όρος ελευθεριακός κομμουνισμός και μαρξισμός από κάποιους αριστερούς κύκλους και από ένα συνονθύλευμα τροτσκιστών, σταλινικών κλπ. (ζ)

Σημειώσεις- Δείτε:

α) Το Νόημα του Αναρχισμού: Συζητώντας τη βιβλιογραφία

β) Το «Ελευθεριακό» κόμμα με έδρα τις ΗΠΑ ,  Libertarian Party (United States)

γ) Σχετικά με την ονομασία ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ

δΕλευθεριακά και φιλελεύθερα: Dr Yaron Brook

ε) Αναρχοκαπιταλισμός – αναρχικαπιταλιστές

 Σαλπάροντας για τη φιλελεύθερη Ουτοπία (“Ο καπιταλισμός είναι η πληρέστερη έκφραση του αναρχισμού και ο αναρχισμός η πληρέστερη έκφραση του καπιταλισμού”. Murray Rothbard)

ζ) Ελευθεριακός μαρξισμός ελευθεριακή φράξια, κλπ

Σημειώσεις:

**) Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Δημοκρατία και Φύση, τεύχος 1, Μάρτιος 1996.

Πρώτη ψηφιακή δημοσίευση παλιός ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 2010.

***) Ο William R. McKercher (την εποχή που δημοσιεύτηκε το δοκίμιο του) ήταν βοηθός καθηγητής και είχε έδρα στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, στο King’s College, Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο, Λονδίνο, Οντάριο, Καναδάς. Το τελευταίο του βιβλίο ήταν το Freedom and Authority (Ελευθερία και Εξουσία), Μόντρεαλ, Black Rose Books, 1989.

1) Ως αντίδοτο στον ισχυρισμό του Ρουσό, βλ. Κ.Ρ. Popper, The Poverty of Historicism, London, Routledge and Kegan Paul, 1961και The Open Society and its Enemies, London, Routledge and Kegan Paul, 1945.

2) Οι παραδοσιακοί φιλόσοφοι σπάνια διαχωρίζουν την πνευματική ελευθερία (freedom) από τη φυσική ελευθερία (liberty), κάνουν όμως διαχωρισμό μεταξύ των μορφών της ελευθερίαςβλ. I. Berlin, Two Concepts of Liberty, Oxford, Clarendon Press, 1958, σελ.12-16 και Ε. Fromm, Escape from Freedon, New York, Holt Rinehalt and Winston, 1967.

3J. Locke, Of Civil Government, IX, σελ. 123-131, στο έργο Works, 3η εκδ(3 τόμοι 1727).

4) «Οι μετανάστες που αποίκισαν τις ακτές της Αμερικής… διαχώρισαν τη δημοκρατική αρχή απ” όλες τις αρχές για τις οποίες αγωνίζονταν στις παλιές κοινότητες της Ευρώπης και τη μετέφεραν στο Νέο Κόσμο». Α. de Tocqueville, Democracy in Amerika, New York, Vintage Books, 1959, σελ. 36.

5J. Hospers, Libertarianism: A Political Philosophy for Tomorrow, Los Angeles, Nash, 1971, σελ. 417.

6) Οι καλιφορνέζικες συντηρητικές ελευθεριακές ρίζες μπορούν να ειδωθούν μέσα από την εκλεκτική συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκε ο CT. Strading, Liberty and the Great Libertarians An Anthology of Liberty, San Francisco, 1913. Αναδημοσιεύτηκε ως κομμάτι μιας σειράς με τίτλο The Right-Wing Individualist tradition in America, New York, Arno Press, 1971. Βλμια «μοντέρνα»εκτίμηση του ατομιστικού αναρχισμού στο βιβλίο του J.J Martin, Men Against the State, Decalb, 111., Adrian Allen, 1953.

7W.R. McKercher, Freedom and Authority, Montreal, Black Rose Books, 1989 σελ. 66-69.

8) Ο Karl Marx βρήκε το βιβλίο του Stirner τόσο ανησυχητικό ως προς την έκκληση για αχαλίνωτο ατομικισμό που το κατέρριψε στο βιβλίο των Κ. Marx και F. Engels, The German Ideology, μετάφραση στα αγγλικά του R. Livingstone, London, Lawrence and Wishart, 1971. Για μια θαυμάσια αναφορά βλ. P. Thomas, Karl Marx and the Anarchists, London, Routledge and Kegan Paul, 1980, σελ. 125-174.

9) Παρόλο που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς το εύρος της σκέψης και το φιλοσοφικό τους βάθος, ο von Hayek, ο Rand και ο Nozick είναι στην ουσία αντι-κομμουνιστές αντιδραστικοί. Η επιρροή τους είναι αισθητή στο μοντέρνο νεο-συντηρητικό σινάφι των δοκιμιογράφων/δημοσιογράφων όπως ο Alan Bloom, οι Irving και William Kristol, ο Charles Murray και ο David Frum.

10) Η πιο εμβριθής απάντηση του Μαρξ στους αναρχικούς ήταν η άμεση επίθεση που έκανε στο βιβλίο του Proudhon, Philosophy of Poverty (1846), με το βιβλίο του The Poverty of Philosophy (1847). Ο Μαρξ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απομάκρυνση των αντι- κρατιστών του Μπακούνιν από την Πρώτη Διεθνή το 1871.

11) Αυτή είναι η βάση του «νεο-φιλελευθερισμού», ο οποίος, μετά την έκδοση του βιβλίου του John Rawls, A Theory of Justice, London, Oxford UP, 1971, έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή κοινοτιστικής σκέψης, η οποία θέτει το ζήτημα της θέσης της ισότητας στη φιλελεύθερη σκέψη.

12) Βλ. τη βιβλιογραφία στο βιβλίο του W.R, McKercher, Freedom and Authority, ο.π., στις σελ. 279-300 για έναν εκτεταμένο κατάλογο λιγότερο γνωστών βιβλίων και φυλλαδίων που ασχολούνται με τις κοινωνικές και ηθικές θέσεις, οι οποίες έχουν διατυπωθεί από τους ελευθεριακούς, τόσο τους σοσιαλιστές όσο και τους ατομικιστές.

13P. Kropotkin, Anarchism: Its Philosophy and Ideal, Freedom Pamphlet 10, Second Issue, London, Freedom Press, 1897.

14) Βλ., για παράδειγμαΜ. Bookchin, The Ecology of Freedom, Palo Alto, Chesire, 1982 και G.C. Benello, From the Ground Up: Essays on Grassroots and Workplace Democracy, Boston, South End Press, 1992.

15) Για τον Mill, μια κοινωνία που είναι «πολιτισμένη» δεν μπορεί να διαχωριστεί από εκείνους που την κυβερνούν. J.S. Mill, On Liberty, The Utilitarians, Garden City, N.Y., Dolphin Books/Doubleday, 1961 σελ. 478.

16) Στο ίδιο, σελ. 552.

17) «Οι προτιμήσεις της κοινωνίας ή μιας ισχυρής μερίδας της… [είναι] το κύριο πράγμα που έχει πρακτικά καθορίσει τους κανόνες που τίθενται για γενική συμμόρφωση, κάτω από τις ποινές του νόμου ή της κοινής γνώμης». Στο ίδιο, σελ. 481.

18) «Θεωρώ τη χρηστικότητα ως την απώτατη έκκληση σε όλα τα ηθικά ζητήματα… που βασίζεται στα μόνιμα συμφέροντα του ανθρώπου». Στο ίδιο, σελ. 485.

19) Βλ. τα επιχειρήματα που έχουν παρουσιασθεί από το J.D. Mabbot, The State and the Citizen, 2nd ed., London, Hutchinson, 1970, σελ. 77-84.

20) Σχετικά με τις εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στο δύο φύλα, και μέσα στο γάμο, βλ. R.V. Sampson, Equality and Power, London, Heinneman, 1965, σελ. 96-97.

21J.S. Mill, ο.π., σελ. 129.

22) «Πιστεύω ότι δίκαια μπορούμε να κάνουμε την παρακάτω γενική εκτίμηση, ότι δηλαδή η νόμιμη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά ένα αρνητικό και αντικοινωνικό πράγμα και ότι, αν δεν μετριάζεται από τις ανθρώπινες σχέσεις ή αν δεν τις έχει ως αντίδοτο, τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αποβεί απολύτως επιβλαβής. Στην πραγματικότητα, όταν η κύρια απάντηση ενός ανθρώπου είναι ότι «ο νόμος το επιτρέπει», τότε μπορεί να είναι κανείς σχεδόν σίγουρος ότι πρόκειται να κάνει κάποια κατεργαριά!», Edward Carpenter, Private Property, στο England’s Ideal and Other Papers on Social Subjects, αν.εκδ., London, Swan Sonnenschein, 1895, σελ. 143.

23J.S. Mill, ο.π., σελ. 585.

24) «Σε πολλές περιπτώσεις, ένα άτομο, επιδιώκοντας ένα νόμιμο σκοπό, αναγκαστικά και συνεπώς νόμιμα προκαλεί πόνο ή απώλειες σε άλλους ή υφαρπάζει ένα αγαθό που εύλογα φαίνεται ότι θα αποκτήσουν. Τέτοιου είδους αντιθέσεις μεταξύ των ατόμων συχνά προκύπτουν από κακούς κοινωνικούς θεσμούς, αλλά είναι αναπόφευκτες όσο εξακολουθούν να υπάρχουν οι θεσμοί αυτοί και κάποιες αντιθέσεις θα ήταν αναπόφευκτες με οποιουσδήποτε θεσμούς». Στο ίδιο, σελ. 574.

25) Στο ίδιο, σελ. 532-33.

26) Στο ίδιο, σελ. 531.

27) «Η ιδέα του κράτους υποδηλώνει μια εντελώς διαφορετική ιδέα από εκείνη της διακυβέρνησης _ Υποδηλώνει νέες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινωνίας». Peter Kropotkin, The State: Its Historic Role: An Anarchist Essay, London, Freedom Press, 1898, σελ. 4.

28) Για κάποιους σύγχρονους επικριτές του Mill, η φιλελεύθερη ελευθερία, ως αγαθό ή ως κατευθυντήρια ηθική αρχή, δεν φαίνεται να αποτελεί αγαθό τόσο άξιο, ώστε να γίνει το κέντρο μιας πολιτικής θεωρίας. Ούτε φαίνεται να είναι τόσο σημαντικό ώστε οτιδήποτε άλλο έμφυτης αξίας να πρέπει να θυσιαστεί για χάρη του.», J.D. Mabbot, The State and The Citizen, ο.π., σελ. 75. Παρόλο που θα το αμφισβητούσε ο I. Berlin στο βιβλίο του Four Essays on Liberty, London, Oxford U.P., 1959, είναι γεγονός ότι οι κοινοτιστές δέχονται ότι η ελευθερία δεν είναι ένα «απόλυτο», κι έτσι την έχουν υποκαταστήσει με την «υψηλότερη» έννοια της δικαιοσύνης.

29) «Κάθε φορά που υπάρχει μια ανερχόμενη τάξη, μια μεγάλη μερίδα των ηθικών αξιών της χώρας πηγάζει από τα συμφέροντα της τάξης αυτής και από τα αισθήματα της ταξικής της ανωτερότητας». J.S. Mill, ο.π., σελ. 480. Το συμπέρασμα αυτό εξαίρεται ακόμα πιο έντονα στο Considerations on Representative Government από το On Liberty and Other Essays, Oxford, Oxford U.P., 1991, σελ. 308-19 και στο βιβλίο που εκδόθηκε μετά το θάνατό του On Socialism με εισαγωγή του L.S. Feuer, Buffalo, Prometheus Books, 1976, σελ. 63. Για μια πιο σύγχρονη αντιμετώπιση της διένεξης αυτής, βλ. Richard Ashcraft, «Class Conflict and Constitutionalism in J.S. Mill’s Thought» από το βιβλίο της Nancy L. Rosenblum, επιμ., Liberalism and the Moral Life, Cambridge, Mass, Harvard U.P., 1991, σελ. 105-26, και ακόμα βλ. Μ. Moore, Foundations of Liberalism, Oxford, Clarendon Press, 1993.

30) Βλ. George W. Reid, «The Natural Basis of Civilization», Φυλλάδιο 1, Glasgow, Proletarian Publishing Co., n.d., Edward Carpenter, Civilization: Its Cause and Cure and Other Essays, 15η εκδ>, London, Geo. Allen and Unwin, 1921 και William Morris «The Hopes of Civilization» από το Signs of Change, Seven Lectures, New York, Longmans Green, 1903.

31J.S. Mill, On Liberty, ο.π., σελ. 571.

32) Στο ίδιο, σελ. 540.

33) «Κατά συνέπεια, ot τάξεις τις οποίες το σύστημα της κοινωνίας καθιστά υποτελείς δεν έχουν λόγους να πιστέψουν οποιαδήποτε δόγματα τα οποία το ίδιο σύστημα μπορεί να έχει εγκαθιδρύσει ως αρχές». J.S. Mill, On Socialism, ο.π., σελ. 63.

34) Για μια σοσιαλιστική άποψη πάνω στα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και των μη φιλελεύθερων παραλλαγών της, βλ. CB. Macpherson, The Real World of Democracy, Montreal, CBC Publications, 1961 και στο The Life and Times of Liberal Democracy, Oxford, Oxford U.P., 1977.

35) Ένα σαφές και πολυχρησιμοποιημένο εισαγωγικό εγχειρίδιο για τη φιλελεύθερη δημοκρατία από μια καναδέζικη προοπτική είναι το βιβλίο του Η.Β. Mayo, An Introduction to Democratic Theory, New York, Oxford U.P., 1960.

36) «Αυτή καθαυτή η ιδέα της επιμεριστικής δικαιοσύνης ή οποιασδήποτε αναλογικότητας μεταξύ της επιτυχίας και της αξίας ή μεταξύ της επιτυχίας και του κόπου είναι, στην παρούσα κατάσταση της κοινωνίας, τόσο καταφανώς χιμαιρική, ώστε να συγκαταλέγεται στην περιοχή της φαντασίας», το ίδιο, σελ. 70.

37) Βλ. F.M. Coleman, Hobbes and America, Toronto, University of Toronto Press, 1977.

38) Από τις 11 αναθεωρήσεις που έχουν γίνει στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1870 και μετά, οι δύο δεν έχουν πλέον σημασία (η 18η και η 21η, που σχετίζονται με την ποτοαπαγόρευση). Από τις 9 που απομένουν, οι 6 έχουν να κάνουν με εκλογικά ζητήματα. Η 15η, η 19η, η 24η και η 26η επεκτείνουν το δικαίωμα ψήφου, ενώ η 23η περιορίζει την επιλογή εμποδίζοντας ένα άτομο να κρατήσει την προεδρία για περισσότερο από δύο εκλογικές περιόδους.

39) To 1991, το Συντηρητικό Κόμμα του John Major έγινε κυβέρνηση με το 43% της λαϊκής ψήφου. Το 1992, ο Bill Clinton έγινε πρόεδρος με το 43% της λαϊκής ψήφου. Το 1993, το Φιλελεύθερο Κόμμα του Jean Chretien στον Καναδά έλαβε το 41% της λαϊκής ψήφου. Το 1994, στις εκλογές που έγιναν στη μέση της εκλογικής περιόδου για το Κονγκρέσο, μόνο το 38% του πληθυσμού ενδιαφέρθηκε να ψηφίσει. Με την υποστήριξη λιγότερου του ενός τετάρτου από τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους, υπάρχει αυτή τη στιγμή (1995-96) μια ρεπουμπλικανική ηγεσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία εμφανίζει τα αποτελέσματα αυτά σα να πρόκειται για την υποστήριξη του εκλογικού σώματος για μια «ρεπουμπλικανική επανάσταση» (Σ.τ.μ.: εννοεί στην Αμερική.)

40) Σχετικά με τα επαινετικά σχόλια του Mill πάνω στο αναλογικό σύστημα που προτείνει ο Thomas Hare (το λεγόμενο Σύστημα Hare), βλ. to Considerations on Representative Government, ο.π., σελ. 308,19.

41) «Τέτοιοι είναι κάποιοι απ” τους κινδύνους μιας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, που προκύπτουν από μία δομή της αντιπροσώπευσης η οποία δεν εξασφαλίζει μια επαρκή ποσότητα ευφυΐας και γνώσης στη συνέλευση των αντιπροσώπων» (η έμφαση δική μου), στο ίδιο, σελ. 292.

42) Στο ίδιο, σελ. 303.

43) Πάνω στο ζήτημα της πολλαπλής ψήφου και στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κανείς προκειμένου να μπορεί να ψηφίσει έτσι, βλ. τη συζήτηση του Mill στο «The Extension of the Suffrage» («Η επέκταση του δικαιώματος ψήφου») από το Considerations. Στο ζήτημα της καταλληλότητας για ψήφο απαιτούνται «κάποιοι αποκλεισμοί»… «η οικουμενική παιδεία πρέπει να προηγηθεί της οικουμενικής παροχής πολιτικών δικαιωμάτων». «Το θεωρώ απολύτως απαράδεκτο να έχει οποιοσδήποτε το δικαίωμα της ψήφου, ακόμα και αν δεν είναι σε θέση να διαβάζει, να γράφει και… να εκτελεί μαθηματικές πράξεις»,«… η συνέλευση η οποία ψηφίζει τους φόρους… θα “πρεπε να εκλέγεται αποκλειστικά από εκείνους οι οποίοι θα πληρώσουν τους φόρους που θα επιβληθούν», «ως βασική αρχή… το να λαμβάνει κανείς οικονομική ενίσχυση από την ενορία θα “πρεπε να είναι απαγορευτικό εμπόδιο για τη συμμετοχή του στο εκλογικό σώμα». Στο ίδιο, σελ. 330-334.

44) «Το μόνο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκτίμηση της γνώμης ενός ανθρώπου ως ανώτερης από τη γνώμη κάποιου άλλου είναι η πνευματική ανωτερότητα του ατόμου αυτού…» (η έμφαση δική μου), στο ίδιο, σελ. 336,«… οι ψηφοφόροι θα πρέπει να επιλέγουν ως αντιπροσώπους ανθρώπους σοφότερους απ” τους ίδιους και θα πρέπει να συμβιβάζονται με το ότι η διακυβέρνηση θα γίνει σύμφωνα με την ανώτερη αυτή φρόνηση…», στο ίδιο, σελ. 378.

45) Βλ., για παράδειγμα, Charles Taylor, Hegel and Modern Society,

New York, Cambridge U.P., 1979 Michael Sandel, Liberalism and the Limits of Justice, New York, Cambridge U.P., 1982 Alasdair

Maclndyre, After Virtue, Notre Dame, University of Notre Dame Press, 1984 και Three Versions of Moral Inquiry, Notre Dame, University of Notre Dame Press, 1990.

46) «Ένα έθνος, επομένως, δεν μπορεί να επιλέξει τη μορφή διακυβέρνησης του. Μπορεί να επιλέξει τις απλές λεπτομέρειες και τις πρακτικές οργανωτικές μορφές – η καθολική όμως ουσία, η έδρα της ανώτατης εξουσίας, καθορίζεται αντ” αυτού από τις κοινωνικές συνθήκες». J.S. Mill, Considerations, ο.π., σελ. 213.

47) Στο ίδιοσελ. 294.

48) Στο ίδιο, σελ. 337. «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η αριθμητική πλειοψηφία έχει εδώ και καιρό γίνει κύριος ενός συλλογικού δεσποτισμού, πιθανότατα θα ήταν το ίδιο απρόθυμη να τον αποχωριστεί όσο κι ένας μοναδικός ηγεμόνας ή η αριστοκρατία» (η έμφαση δική μου), στο ίδιο, σελ. 318.

49) Βλ. Noam Chomsky, Year 501: The Conquest Continues, Boston, South End Press, 1992 (Σ.τ.μ.: το βιβλίο αυτό του Noam Chomsky κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος, με τίτλο, Έτος 501: Η Κατάκτηση Συνεχίζεται) και Η. Sklar, Trilateralism, Montreal, Black Rose Books, 1980.

50J.S. Mill, Considerations, ο.π., σελ. 316.

51) Στο ίδιο, σελ. 317.

52) Στο ίδιο, σελ. 306.

53) Ως προς την εξωτερική πολιτική των Η.ΠΑ., ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς Η Σοβιετική Ένωση δεν είχε αναγνωριστεί διπλωματικά (για 16 χρόνια) μέχρι το 1933, το ίδιο και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (για 23 χρόνια) μέχρι το 1972, η Κούβα παραμένει σε (τριακονταετές) οικονομικό εμπάργκο, όπως και η Λιβύη, το Ιράκ και, ως ένα βαθμό, το Ιράν. Την ίδια στιγμή, δίνεται δέκα φορές μεγαλύτερη υποστήριξη σε απολυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα Αν αναρωτηθεί ποτέ κανείς για το αν ταυτίζονται η δημο-κρατία με τον καπιταλισμό, αρκεί να κοιτάξει το παράδειγμα της Χιλής μετά τον Αλιέντε και των δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

54) Ένα προσφιλές θέμα των συντηρητικών και λαϊκιστικών κομμάτων στη δεκαετία του ’90 είναι η λεγόμενη «νομοθετική ανάκληση», η δυνατότητα δηλαδή να είναι ο/η αντιπρόσωπος μιας εκλογικής περιφέρειας υπόλογος/η για την περιφέρειά του/της. Αυτό εμφανίζεται ως συμπλήρωμα της απαίτησης για «όρια στη θητεία» (όπως γίνεται στην αμερικανική προεδρία) των νομοθετών. Λαϊκιστικές διαδικασίες, όπως «οι πρωτοβουλίες πολιτών» να θέσουν πολιτικά ζητήματα σε δημοψήφισμα στις Η.Π.Α., στις περισσότερες περιπτώσεις κατευθύνονται από οικονομικά ισχυρές ομάδες ειδικών συμφερόντων. Αυτές οι λαϊκά καθοδηγούμενες δημοκρατικές διαδικασίες προκαλούν ταραχή στους φιλελεύθερους. Ο Mill απέρριψε το πρώτο, αλλά δεν έθιξε το δεύτερο, το οποίο θα κατέστρεφε τη συνέχεια του βρετανικού κοινοβουλευτικού συστήματος σύμφωνα με το οποίο οι μέλλοντες πρωθυπουργοί ανέρχονται μέσω των τάξεων της νομοθετικής εξουσίας. Βλ. J.S, Mill, Considerations, ο.π., σελ. 382-383.

55) Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα κόμματα των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών έχουν κυριαρχήσει και έχουν αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της εκτελεστικής και της νομοθετικής πολιτικής (και των δικαστικών διορισμών) από το 1856 και μετά. Το ίδιο συμβαίνει και στον Καναδά από τη Συνομοσπονδιοποίηση του 1867 και μετά, όπου είτε το (Προοδευτικό) Συντηρητικό Κόμμα είτε το Φιλελεύθερο Κόμμα έχουν σχηματίσει διαδοχικές κυβερνήσεις.

56Edmund Burke, Reflections on the Revolution in France, 1790.

57) Βλιδιαίτερα P. Kropotkin, Mutual Aid και The Conquest of Bread, Montreal, Black Rose Books, 1989.

58H.H. Ellis, My Life, London, 1940 και Edward Carpenter, The Intermediate Sex: A Study of Some Transactional Types of Men and Women, London, 1908.

59Wm. Morris, The Collected Works of William Morris, 24 τόμοι, New York, Oriole

Editions, 1973.

60Mary Wollstonecraft, A Vindication of the Rights of Woman, New York, Norton, 1975 και William Godwin, An Inquiry Concerning Political Justice, 3 τόμοι, London, G.G. and J. Robinson, 1796.

61William R. McKercher, The Notion of Authority, στο Freedom and Authority, ο.π., σελ231-246.

62) Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές σε εκείνα τα αναδυόμενα έθνη τα οποία, σε διάφορες φάσεις της δημοκρατικής και καπιταλιστικής ανάπτυξης, είχαν διαλέξει έναν ευκρινώς μη αμερικανικό τρόπο, για να γίνεται η λήψη των αποφάσεων από το λαό. Κάτι τέτοιο αληθεύει ειδικά στην Ανατολική και τη Νότια Ασία και στην Κίνα, και έχει εκφραστεί με ιδιαίτερη έμφαση από τον Lee Kuan Yew της Σιγκαπούρης και από τον πρωθυπουργό της Μαλαισίας Mahathir Mohamad. Πάνω στις «Ασιατικές Αξίες», βλ. The Economist, 28 Μαΐου, 1994.

63) J.S.Mill, On Sosialism, ο.π., σελ. 55-65

64) «Καμμιά επανάσταση δεν μπορεί να γίνει μέσο απελευθέρωσης για τον άνθρωπο, αν τα ΜΕΣΑ που χρησιμοποιούνται για να την προωθήσουν δεν είναι ταυτόσημα στο πνεύμα και στην προοπτική με τους ΣΚΟΠΟΥΣ που θέλουν να επιτύχουν. Η επανάσταση -είναι πρώτα και πάνω απ” όλα τ” άλλα η ΕΠΑΝΕΚΤΙΜΗΣΗ και ο φορέας νέων αξιών. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της νέας ηθικής που εμπνέει τους ανθρώπους μ” ένα καινούριο νόημα για τη ζωή και τις εκδηλώσεις της στις κοινωνικές σχέσεις, είναι ο διανοητικός και πνευματικός αναπλαστής. Όπως παρατίθεται από τον R. Drinnon στο Rebel in Paradise, A Biography of Emma Goldman, Toronto, Beacon Press, 1970, σελ. 261.

65) Ο Locke πίστευε ότι μέσα στο κράτος δε θα έπρεπε να επιδεικνύεται η ίδια ανεκτικότητα στους μη χριστιανούς και στις διάφορες χριστιανικές σέχτεςΒλ. A Letter Concerning Toleration, 1689.