του
Γιώργου Αλεξάτου
Το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε με το στρατιωτικό πραξικόπημα της
21ης Απριλίου 1967 υπήρξε ταυτόχρονα τομή και συνέχεια του καθεστώτος
που επικράτησε στην Ελλάδα μετά τη νίκη του αστισμού κατά τον Εμφύλιο.
Τομή, γιατί κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό και τις –ούτως ή άλλως,
περιορισμένες- δημοκρατικές λειτουργίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Συνέχεια, γιατί βασίστηκε στους ίδιους ιδεολογικούς πυλώνες του
αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης, καθώς και στην ίδια επιδίωξη
διασφάλισης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, έναντι της μεγάλης
πλειονότητας των εργαζομένων –μισθωτών και μικροϊδιοκτητών- με την
αναπαραγωγή ακόμη και ανάλογων κοινωνικών στρωμάτων – στηριγμάτων του
κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας: τμημάτων του κρατικού γραφειοκρατικού
μηχανισμού και μέρους των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων της πόλης και της
υπαίθρου.
Εκείνη η κοινωνική τάξη που και πριν και μετά το πραξικόπημα ήταν
αποκλεισμένη, στο σύνολό της, από την όποια εύνοια του καθεστώτος ήταν,
αναμφίβολα, η εργατική τάξη, η οποία αποτελούσε και τον κύριο στόχο των
οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρυθμίσεων, για δύο λόγους: ήταν
αυτή που από την εκμετάλλευσή της διασφαλιζόταν η αναπαραγωγή του
κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, αλλά και αυτή που συνιστούσε τον κύριο
κίνδυνο αμφισβήτησης της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Ως προς τον πρώτο λόγο, είναι σαφής η διαπίστωση του προέδρου του
Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, Γεώργιου Δράκου, σε ομιλία του στις
Βρυξέλλες το 1965:
«Η εν Ελλάδι εξαιρετική απόδοσις των επενδύσεων προσδιορίζεται από
παράγοντας ιδιαζόντως ευνοϊκούς ως είναι το άφθονον εργατικόν δυναμικόν
και αι χαμηλαί αμοιβαί και εξηγούν το φαινόμενον του ύψους των ετησίων
αποσβέσεών τους, που εις πολλάς περιπτώσεις φθάνει το 20-40%»
(1).
Κατά την περίοδο 1960-73, που χαρακτηρίζεται «χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού»
(2),
με τους ρυθμούς ανάπτυξης «να βρίσκονται επικεφαλής του αντίστοιχου
ρυθμού των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της
Ισπανίας)»
(3), η κερδοφορία
του κεφαλαίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απομείωση του μεριδίου της
εργασίας. «Οι ιστορικοί παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό είναι η
συντριβή του αριστερού και λαϊκού κινήματος μετά τον πόλεμο, που είχε ως
συνέπεια την κυριαρχία του ‘’κράτους των εθνικοφρόνων’’ και τις
έκτακτες νομοθεσίες, με αποκορύφωμα την επτάχρονη στρατιωτική
δικτατορία. Μόνιμο στοιχείο της περιόδου είναι η συστηματική πάλη
ενάντια στον ελεύθερο συνδικαλισμό. Παράλληλα, η ταχύρρυθμη αγροτική
έξοδος έθετε στη διάθεση του κεφαλαίου άφθονη, φτηνή, μη συνδικαλισμένη
εργατική δύναμη»
(4).
Αυτή την περίοδο, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ακαθάριστου εθνικού
προϊόντος είναι 6,8%, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ το 4,2%
(5), με τη βιομηχανική παραγωγή να υπερεφταπλασιάζεται το 1974 σε σχέση με το 1950
(6) και τον ελληνόκτητο εμπορικό στόλο να αποτελεί το 1973 το 14,7% του παγκοσμίου, έναντι 9,5% του 1962
(7),
υπάρχει σταθερή απόκλιση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της
ανόδου των εργατικών ημερομισθίων, και κατά συνέπεια «αύξηση του βαθμού
εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης»
(8).
Έτσι, μεταξύ 1959 και 1973, οι εργατικές αποδοχές εμφανίζουν πραγματική
μείωση σε σχέση με την αυξανόμενη παραγόμενη αξία κατά 2,5%, έναντι
αντίστοιχης μείωσης 0,1% στην Ιταλία και 0,3% στη Γαλλία, και αύξησης
0,2-0,3% σε Αγγλία, Βέλγιο και Γερμανία
(9).
Χαρακτηριστική είναι η τεράστια διάσταση μεταξύ της μέσης ωριαίας
αμοιβής το 1972 στην Ελλάδα (18,4 δραχμές), έναντι της Ιταλίας (31,8
δραχμές) και της Γερμανίας (58 δραχμές)
(10).
Η εργατική τάξη ζει όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι
και αυτήν του ’70, σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από βιοτικό επίπεδο
εξαιρετικά χαμηλό, που μπορεί να βελτιώνεται σταδιακά, ως συνέπεια
διεκδικητικών αγώνων, αλλά και μέριμνας του καθεστώτος για την
αντιμετώπιση του κινδύνου μιας αποσταθεροποιητικής κοινωνικής έκρηξης,
αλλά υπολείπονται σαφώς από αυτό που απολαμβάνει η εργατική τάξη όλων
σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, εξαιρουμένων της Ισπανίας και της
Πορτογαλίας που ασφυκτιούν υπό δικτατορικά καθεστώτα.
Στα χρόνια της δικτατορίας συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ελληνική
κοινωνία. Η εγκαθίδρυσή της συνέπεσε με το ξεπέρασμα των πιο ακραίων
φαινομένων εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, λόγω της
οικονομικής υποδομής που δημιουργήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο, από
το 1950 και μετά, αλλά και εξαιτίας των προδικτατορικών εργατικών και
λαϊκών αγώνων, οι κατακτήσεις των οποίων θα ήταν δύσκολο να αναιρεθούν
πλήρως από τη Χούντα, χωρίς αυτό να προκαλέσει και την ανάπτυξη ενός
κινήματος που θα οδηγούσε στην ανατροπή της.
Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι εργαζόμενοι αλλάζουν
καταναλωτική συμπεριφορά. Η επιδίωξη αγοράς ή έστω ενοικίασης σύγχρονου
διαμερίσματος, ο εξοπλισμός του σπιτιού με ηλεκτρικά είδη, όπως ψυγείο,
κουζίνα και πλυντήριο, η αγορά ιδιωτικού αυτοκινήτου, για πρώτη φορά
αρχίζουν να αποτελούν ενδιαφέροντα τμημάτων των λαϊκών κοινωνικών
στρωμάτων. Με την ίδρυση, το 1966, του πρώτου πειραματικού σταθμού
τηλεόρασης του ΕΙΡ όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού
ενδιαφέρεται και για το νέο αυτό μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Εντούτοις, όσο κι αν οι αλλαγές αυτές είναι πραγματικές και αισθητές,
για έναν λαό που επί δεκαετίες (από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922)
ζούσε σε εξαιρετικά άσχημες οικονομικές συνθήκες, το χάσμα που χωρίζει
την Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη παραμένει τεράστιο. Το 1967, όταν στη
Δυτική Γερμανία αντιστοιχούσαν 14,9 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους, στην
Ελλάδα η αντιστοιχία ήταν 1/1.000, ενώ το 1964, όταν στη Γερμανία
υπήρχαν 308 ραδιόφωνα ανά 1.000 κατοίκους, στην Ελλάδα υπήρχαν μόλις 81.
Η οικονομική ανάπτυξη που συντελέστηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές
δεκαετίες είχε ως συνέπεια και την αύξηση των μισθωτών εργαζομένων, οι
γραμμές των οποίων πυκνώνουν λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου από
εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1971, οι
μισθωτοί εργαζόμενοι ανέρχονταν σε 1.371.660, εκ των οποίων 966.220 ήταν
εργάτες και εργάτριες. Αξιοσημείωτη είναι και η διαπίστωση ότι
εξακολουθεί να απασχολείται εργατικό δυναμικό ηλικίας ακόμη και κάτω των
15 ετών. Το 1971 εργάζεται το 11% των αγοριών και το 9,7% των κοριτσιών
(11).
Κατά την περίοδο της δικτατορίας όχι μόνο συνεχίζεται η αφαίμαξη του
ελληνικού πληθυσμού από τη μετανάστευση, αλλά φτάνει και στο αποκορύφωμά
της στα 1969 (158.675) και 1970 (163.251), έναντι 148.414 του 1966.
«Πράγμα που», όπως επισημαίνεται, «δεν εκπλήσσει, φυσικά, όσους
γνωρίζουν το μεγάλο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην
Ελλάδα απ’ το κεφάλαιο, κι ιδιαίτερα απ’ τα ξένα και τα ντόπια
μονοπώλια»
(12).
Αν και η μετανάστευση έχει ως συνέπεια την αντιμετώπιση του προβλήματος
της ανεργίας, που διατηρούνταν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα μέχρι τις
αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Έλληνες εξακολουθούν να μεταναστεύουν
κυρίως λόγω αυτής της υπερεκμετάλλευσης και των τεράστιων αποκλίσεων των
εργατικών αποδοχών από αυτές της Γερμανίας, του Βελγίου, της Σουηδίας,
της Αυστραλίας και των άλλων χωρών υποδοχής του ελληνικού
μεταναστευτικού ρεύματος.
Το πρόβλημα της ανεργίας θα ξανακάνει την εμφάνισή του στα 1973-74, ως
συνέπεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και θα πλήξει ιδιαίτερα τον
κλάδο των κατασκευών. Αν και η κρίση στην οικοδομή είχε εμφανιστεί ήδη
το 1966, πολιτικοί λόγοι υποχρέωσαν τη χούντα σε μέτρα αναθέρμανσης της
οικοδομικής δραστηριότητας. Τόσο για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων
του δυναμικού οικοδομικού κλάδου όσο και για τη διατήρηση ως
στρώματος-στηρίγματος του καθεστώτος, του εκτεταμένου μεσοαστικού και
μικροαστικού κοινωνικού στρώματος που δραστηριοποιούνταν στις
κατασκευές.
Πάντως, το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του
ΟΟΣΑ όσον αφορά στον πληθωρισμό (33,4%), ενώ από τα τέλη του 1972 μέχρι
τα μέσα του ’74 η αύξηση των εξόδων διαβίωσης κινούνταν μεταξύ 55 και
100%
(13).
Η εργατική τάξη συνιστά όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν, μεταξύ του
Εμφυλίου και της στρατιωτικής δικτατορίας, την κύρια κοινωνική δύναμη
αντίστασης προς το καθεστώς που επέβαλε ο αστισμός μετά τη νίκη του στην
ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση. Οι εργατικοί δήμοι και οι εργατογειτονιές,
έχοντας αποτελέσει κέντρα της μαζικής λαϊκής αντίστασης στα χρόνια της
εαμικής εποποιίας, παραμένουν κάστρα της ηττημένης Αριστεράς. Εκλέγουν
αριστερές δημοτικές αρχές, ακόμη και με ποσοστά που ξεπερνούν τα δύο
τρίτα των ψήφων, ενώ στις βουλευτικές εκλογές αναδεικνύουν σταθερά πρώτη
δύναμη την ΕΔΑ, αποτελώντας την κύρια δύναμη της εκλογικής της βάσης.
Όταν το 1958 η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,42%
των ψήφων, οι εργατικές συνοικίες στο λεκανοπέδιο Αττικής, τη
Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Βόλο κ.λπ., της έδωσαν ποσοστά που έφταναν
από 55 έως και 67%. Ακόμη και όταν το 1964 η εκλογική της δύναμη
περιορίστηκε στο 11,8%, στις συνοικίες αυτές προσέγγιζε ή και ξεπερνούσε
το 40%.
Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντιμετώπιζε το μετεμφυλιακό καθεστώς την
αγωνιστική-ταξική συνδικαλιστική οργάνωση και δραστηριότητα των
εργαζομένων. Με τη ΓΣΕΕ, τα Εργατικά Κέντρα και το σύνολο, σχεδόν, των
Ομοσπονδιών να ελέγχονται από συνδικαλιστές πιστούς στο καθεστώς, που
εξασφάλιζαν την προσοδοφόρα παραμονή στις διοικήσεις μέσω
αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, στησίματος σωματείων-σφραγίδων,
αποκλεισμού των οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά κ.λπ., ο αγώνας για τον
εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος αποτέλεσε ένα από τα κύρια
μέτωπα του λαϊκού κινήματος Δημοκρατικής Αντίστασης, από το 1950 έως το
1967. Καθώς αρχίζει από το 1960 η αντεπίθεση του εργατικού κινήματος,
με πρωτοπορία και δύναμη κρούσης τον μαζικό και μαχητικό κλάδο των
οικοδόμων, η εργατική τάξη της Ελλάδας φτάνει στα μέσα της δεκαετίας του
’60 να αποτελεί την πλέον κινηματικά δραστήρια εργατική τάξη σε
ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1966, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ 212,2
απεργούς ανά 1.000 εργαζόμενους, οι έλληνες απεργοί είναι 519,3/1.000
(14).
Η διάλυση του εργατικού κινήματος και η εργατική αντίσταση
Παρόλο που ήδη από χρόνια πριν και κυρίως μετά το βασιλικό πραξικόπημα
του Ιουλίου 1965, η Αριστερά αλλά και η Ένωση Κέντρου, κατήγγειλαν την
ύπαρξη χούντας στον στρατό, που απεργάζεται σχέδια αντιδημοκρατικής
εκτροπής, η εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τις
δυνάμεις του κινήματος ανέτοιμες όχι μόνο να το αντιμετωπίσουν, αλλά και
να οργανώσουν γρήγορα και αποτελεσματικά την αντίσταση κατά του
δικτατορικού καθεστώτος. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν θα αναλυθούν εδώ.
Πάντως, ανέτοιμο βρέθηκε και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι
αγωνιστικές-ταξικές εκφράσεις του οποίου αντιμετώπισαν από τις πρώτες
μέρες άγρια επίθεση. 270 συνδικαλιστικές οργανώσεις υποχρεώθηκαν να
διαλυθούν, ενώ περισσότεροι από 800 αριστεροί συνδικαλιστές εξορίστηκαν.
Η στρατιωτική κυβέρνηση διατήρησε μέχρι το 1969 στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τον
διαβόητο εργατοπατέρα Φώτη Μακρή και κατόπιν τον αντικατέστησε με τον
Γιάννη Καμπανέλλη. Σε όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαλύθηκαν,
είτε διατηρήθηκαν διοικήσεις που δήλωσαν αφοσίωση στο καθεστώς είτε
διορίστηκαν νέες, αποτελούμενες από πρόσωπα ακροδεξιάς
ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης. Οι εγκάθετοι, μάλιστα, της χούντας στη
ΓΣΕΕ πραγματοποίησαν και «Συνέδριο» το 1970 για να «νομιμοποιήσουν» τους
διορισμούς τους.
Η απεργία και κάθε άλλη μορφή μαζικής διεκδικητικής κινητοποίησης
απαγορεύτηκε, ενώ με τα διατάγματα 185 και 186 του 1969 και τον νόμο 890
του 1971, ορίστηκε ένα αυστηρό και ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των
συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για τον ασφυκτικότερο έλεγχο του
συνδικαλιστικού κινήματος ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Ειδικών
Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ), που ανέλαβε τη χρηματοδότηση και
την οικονομική στήριξη του κρατικού συνδικαλισμού.
Το συμπλεγματικό μίσος των συνταγματαρχών προς τον κόσμο της εργασίας
εκφράστηκε ακόμη και με τη μετονομασία του Υπουργείου Εργασίας σε
Υπουργείο Απασχολήσεως.
Η επιβολή της δικτατορίας δεν συνοδεύτηκε από μαζική λαϊκή ούτε και
εργατική αντίσταση. Όπως είπαμε, το κίνημα δεν ήταν προετοιμασμένο για
κάτι τέτοιο, ενώ στη συνείδηση του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου βάραινε
καταλυτικά η δεύτερη μεγάλη ήττα, μόλις δεκαοχτώ χρόνια από τη συντριβή
της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος στον Εμφύλιο, μετά, μάλιστα, και
από τις ελπίδες που είχε γεννήσει η «χαμένη άνοιξη» των προηγούμενων
χρόνων.
Η πρώτη απόπειρα ανασυγκρότησης των αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων
γίνεται κυρίως από πρώην στελέχη του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού
Κινήματος (ΔΣΚ) της ΕΔΑ, που κατάφεραν να αποφύγουν τη σύλληψη και
δρούσαν στην παρανομία, με την ίδρυση, τον Αύγουστο 1967, του
Αντιδικτατορικού Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ). Με την ίδρυσή του, το ΑΕΜ, που
συνδέεται με το παράνομο ΚΚΕ, εκδίδει διακήρυξη με την οποία καλεί σε
πανδημοκρατική εργατική αντίσταση:
«Προς όλους τους Έλληνες Εργαζόμενους.
Αδέλφια, εργάτες, εργάτριες και υπάλληλοι,
Η πατρίδα μας στενάζει κάτω από το φασιστικό ζυγό που επέβαλε η
στρατιωτική χούντα ποδοπατώντας το σύνταγμα και εξευτελίζοντας κάθε
έννοια δημοκρατίας και ελευθερίας. Ένας από τους πρώτους στόχους της
δικτατορίας υπήρξε η εργατική τάξη και οι συνδικαλιστικές της
ελευθερίες. Χιλιάδες στελέχη εκτοπίστηκαν και φυλακίστηκαν, εκατοντάδες
οργανώσεις διαλύθηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Οι σκοτεινοί
Μακρήδες αλαλάζουν τώρα από αγαλλίαση γιατί, επί τέλους, σε στενή
συνεργασία με τους στρατιωτικούς διοικητές, διώκουν και καθαιρούν τους
αιρετούς συνδικαλιστές και κυριολεκτικά οργιάζουν, σε βάρος των
κεκτημένων δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Ευεργετικοί νόμοι
κατακρεουργούνται, οι μισθοί και τα ημερομίσθια καθηλώνονται, τα κλαδικά
ταμεία συγχωνεύονται στο ετοιμόρροπο ΙΚΑ, χιλιάδες εργαζόμενοι
διώκονται από τις δουλειές τους, κεκτημένα δικαιώματα σαρώνονται.
Μπροστά σ’ αυτή τη φασιστική λαίλαπα που πάει να ξεθεμελιώσει θεσμούς
και κατακτήσεις, η εργατική τάξη καλείται στις επάλξεις του
αντιδικτατορικού αγώνα. Τιμώντας τις ηρωικές παραδόσεις της και
εκπληρώνοντας ύψιστο Εθνικό χρέος, επιβάλλεται να ενωθεί σε μια
γρανιτώδη μάζα, να οργανωθεί και να αντισταθεί μ’ όλα τα μέσα στη
φασιστική βία.
Το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο, που δημιουργήθηκε στις κρίσιμες
αυτές στιγμές από στελέχη όλων των αποχρώσεων υψώνει τη σημαία του
αντιδικτατορικού αγώνα και καλεί όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από
πολιτικά φρονήματα και ιδεολογίες, να συσπειρωθούν στις γραμμές του. Η
χούντα των μαύρων συνταγματαρχών κτυπά αδιάκοπα προς κάθε κατεύθυνση,
γι’ αυτό και ενιαία και καθολική πρέπει να είναι η Αντίσταση.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες και οι ευθύνες ιστορικές. Κάθε πόλη, κάθε
κλάδος, κάθε εργοστάσιο πρέπει να γίνει φρούριο του αντιδικτατορικού
αγώνα. Όσο πιο αποφασιστική είναι η πάλη εναντίον της δικτατορίας τόσο
γρηγορότερα αυτή θα συντριβεί. Η μεγάλη ώρα σήμανε. Εμπρός στο μεγάλο
Εθνικό Αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας, για να επικρατήσει η
ουσιαστική Δημοκρατία, για να αφεθούν ελεύθεροι οι πολιτικοί
κρατούμενοι, για να συντριβούν οριστικά οι Μακρήδες. Στον αγώνα αυτό μας
έχουμε συμπαραστάτες όλα τα συνδικάτα όλων των χωρών.
Ζήτω η Δημοκρατία
Κάτω η Δικτατορία
Ζήτω η Εργατική Τάξη»
Παρόλο που το ΑΕΜ επιδιώκει να συσπειρώσει ευρύτερες συνδικαλιστικές
αντιδικτατορικές δυνάμεις και πέραν της Αριστεράς, στην πραγματικότητα
παραμένει μια κίνηση κυρίως πρώην στελεχών της ΕΔΑ, τα οποία, πλέον,
δρουν μέσα από τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ. Με τη διάσπαση του
κόμματος, το 1968, διασπάται και το ΑΕΜ. Ενώ η πλειονότητα των στελεχών
του ακολουθεί το Γραφείο Εσωτερικού της Κ.Ε., που συγκροτεί το 1969 το
ΚΚΕ εσωτερικού, αποχωρούν εκείνα τα στελέχη που συνδέονται με το τμήμα
του κόμματος το οποίο διατήρησε τον ιστορικό τίτλο του ΚΚΕ. Με
πρωτοβουλία συνδικαλιστικών στελεχών που είχαν διαφύγει στη δυτική
Ευρώπη, ιδρύθηκε η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ),
στην οποία συμμετείχαν αρχικά και κεντροαριστεροί συνδικαλιστές. Η ΕΣΑΚ
αποτέλεσε τη συνδικαλιστική έκφραση των δυνάμεων του ΚΚΕ, ενώ στον
ναυτεργατικό κλάδο ιδρύθηκε η Ενιαία Αντιδικτατορική Συνδικαλιστική
Κίνηση Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ), που όπως και η ΕΣΑΚ συνδέθηκε με το
ΚΚΕ.
Από κεντρώους συνδικαλιστές ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Εργατικό Κίνημα
Ελλάδας (ΔΕΚΕ), το οποίο απέκτησε σχέσεις με τη Διεθνή Συνομοσπονδία
Ελεύθερων Συνδικάτων (ανταγωνιστική προς την κομμουνιστική Παγκόσμια
Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), περιορίζοντας τη δράση της σε διεθνείς
επαφές, με σκοπό την καταδίκη της χούντας και της Διοίκησης της ΓΣΕΕ.
Εντούτοις, η δράση του ΔΕΚΕ παρουσιάζει και μελανά σημεία. Ο εκ των
ηγετών του, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, γιος του αντικομμουνιστή
σοσιαλδημοκράτη συνδικαλιστή Γεώργιου Λάσκαρη και μετέπειτα υπουργός
Εργασίας των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρέμεινε μέχρι το 1969
υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων της ΓΣΕΕ και υποστήριξε, μάλιστα, τις θέσεις
της Χούντας στις συνόδους του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας το 1967 και
’68, καθώς και στον ΟΟΣΑ. Στις 30 Ιουνίου 1971 συναντήθηκε με τον
δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στον οποίο επέδωσε υπόμνημα με προτάσεις
για τα συνδικαλιστικά ζητήματα. Ζητούσε, μάλιστα, την «ηθικήν
ικανοποίησιν» και «υλικήν αποκατάστασιν», και ευχαριστούσε τον δικτάτορα
για την προσφορά του να τον διορίσει σε υπεύθυνη θέση προσωπικού του
συμβούλου
(15).
Το ΑΕΜ και η ΕΣΑΚ αναπτύσσουν κυρίως αντιδικτατορική προπαγανδιστική
δραστηριότητα, στην κατεύθυνση της οργάνωσης και κινητοποίησης των
εργαζομένων για τη διεξαγωγή διεκδικητικών αγώνων, ενώ ανάλογη παρέμβαση
έχουν και οι μικρές οργανώσεις που συγκροτούνται στ’ αριστερά των δύο
ΚΚΕ. Εντούτοις, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, καθώς η τρομοκρατία στους
χώρους εργασίας παρεμβάλλει μεγάλα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των
κομμουνιστών συνδικαλιστών και της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων.
Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στα εργοστάσια, απ’ όπου έχουν
απολυθεί όλοι εκείνοι που δραστηριοποιούνταν συνδικαλιστικά τα
προηγούμενα χρόνια, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των βιομηχανικών εργατών
αποτελείται από νέους, πρώην χωρικούς, που μόλις είχαν εγκατασταθεί στις
πόλεις και φυσικά δεν είχαν δεσμούς με αγωνιστές της προηγούμενης
περιόδου.
Μ’ όλα ταύτα, η εργατική αντίσταση εκδηλώνεται αυθόρμητα, με μορφές τις
οποίες δεν σχεδίασε καμία παράνομη αντιδικτατορική συλλογικότητα.
Χαρακτηριστική ήταν η μέθοδος που ακολουθούσαν οι βιομηχανικοί εργάτες
για την αύξηση των ημερομισθίων, πάνω από τις επίσημες συμβάσεις
εργασίας. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις πραγματοποιούνταν με τη μετακίνηση
από το ένα εργοστάσιο στο άλλο, προκαλώντας τεχνητή έλλειψη εργατικού
δυναμικού εκεί όπου τα μεροκάματα ήταν χαμηλότερα, αξιοποιώντας την
ανάγκη των βιομηχάνων για εργατική δύναμη. Ανάγκη που υποχρέωσε τη
χούντα να δεχτεί από το 1971 και μετά περίπου 50.000 μετανάστες από
χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Ανάλογες μεθόδους εφάρμοζαν και οι οικοδόμοι, οι οποίοι, περισσότερο
συγκροτημένα και οργανωμένα, επιτηρούσαν τις «πιάτσες», ελέγχοντας τις
συμφωνίες για το ύψος του μεροκάματου που καθόριζαν οι ίδιοι. Έτσι, ενώ
το 1973 σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας το μεροκάματο των τεχνιτών
οικοδόμων ήταν 250 δραχμές, το πραγματικό μεροκάματο που συμφωνούσαν με
τους εργολάβους στις πιάτσες ήταν 1.000 δραχμές. Οι πιάτσες των
οικοδόμων αποτέλεσαν στη συνέχεια και πρόσφορο έδαφος για την
αποκατάσταση των σχέσεων των παράνομων οργανωμένων αριστερών δυνάμεων με
τμήμα της εργατικής τάξης.
Μια άλλη μορφή διεκδικητικού αγώνα που δύσκολα θα μπορούσε να
αντιμετωπίσει η χούντα ήταν η περίφημη «κηδεία» που εφάρμοσαν οι
εργαζόμενοι στα τρόλεϊ της Αθήνας, από τις 20 Ιουλίου μέχρι την 1η
Νοεμβρίου 1971. Απέναντι στην άρνηση της επιχείρησης να αυξήσει τους
μισθούς τους, οι εργαζόμενοι επιβράδυναν την κίνηση των οχημάτων,
περιορίζοντας στο ελάχιστο τα πραγματοποιούμενα δρομολόγια. Αποτέλεσμα
ήταν η αποδοχή του αιτήματός τους.
Συχνά η Χούντα υποχρεώθηκε να ακυρώσει αντεργατικά μέτρα και προθέσεις,
αντιμέτωπη με την απειλή κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Αυτό συνέβη,
π.χ., το 1969, όταν αποπειράθηκε να συγχωνεύσει στο ΙΚΑ εύρωστα
ασφαλιστικά ταμεία, υποβαθμίζοντας έτσι τα ασφαλιστικά δικαιώματα πολλών
κλάδων που είχαν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες κατά το παρελθόν. Η
αναταραχή που προκλήθηκε και οι απειλές ανοιχτής αντιπαράθεσης των
εργαζομένων με το καθεστώς, υποχρέωσαν την κυβέρνηση να ματαιώσει τα
σχέδιά της.
Το 1973, όταν το καθεστώς εξήγγειλε τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησής»
του, εκδηλώνονται απεργιακές κινητοποιήσεις των τυπογράφων των
εφημερίδων (4-5 Ιουλίου, με αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους) και των
δημοσιογράφων (17-20 Ιουλίου), που λήγουν με επιτυχία.
Καθώς από τον Μάρτιο οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ είχαν πραγματοποιήσει
αρχαιρεσίες και είχαν ανατρέψει τη διορισμένη χουντική Διοίκηση του
σωματείου τους, στις 27 Αυγούστου πραγματοποίησαν απεργία. Παρά την
αστυνομική τρομοκρατία και τις συλλήψεις, και αυτή η απεργία έληξε με
επιτυχία.
Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 1973 κινητοποιούνται οι εμποροϋπάλληλοι, οι
οποίοι, σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων, επιβάλλουν
de facto το συνεχές ωράριο της Τετάρτης. Υπολογίζεται πως οι
εργαζόμενοι στα εμπορικά καταστήματα ξόδευαν καθημερινά 13,5 ώρες
εργασίας και μετακίνησης, καθώς υποχρεώνονταν να εργάζονται πρωί και
απόγευμα, με μια δίωρη διακοπή κατά το μεσημέρι
(16).
Στις 29 Οκτωβρίου απήργησαν οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, ενάντια στον νέο
κανονισμό εργασίας. Η απεργία επαναλήφθηκε στις 14 και 15 Νοεμβρίου,
λήγοντας χωρίς αποτέλεσμα, λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε με την
εξέγερση του Πολυτεχνείου και την καταστολή της. Σε κινητοποιήσεις κατά
το 1973 κατέβηκαν και οι μεταλλωρύχοι του Μαδέμ-Λάκκο στη Χαλκιδική, οι
οποίοι, μετά από απεργία ενός μήνα, υποχρέωσαν τον Μποδοσάκη να
ικανοποιήσει τα μισθολογικά και ασφαλιστικά τους αιτήματα.
Έτσι, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 είναι περίοδος έντονων
διεργασιών στον χώρο του εργατικού κινήματος. Η κατάσταση που
διαμορφώνεται επιτρέπει μια μεγαλύτερη δραστηριοποίηση και των αριστερών
συνδικαλιστών, που προσπαθούν, συνήθως επιτυχημένα, να έρθουν σε επαφή
με το ανασυγκροτούμενο εργατικό διεκδικητικό κίνημα και να συμβάλλουν
στην ανάπτυξη και την πολιτικοποίησή του. Χαρακτηριστική του κλίματος
που επικρατεί είναι και η έκδοση της «Φωνής των εργαζομένων», της πρώτης
νόμιμης αντιδικτατορικής συνδικαλιστικής εφημερίδας, από την ΕΣΑΚ, η
οποία, φυσικά, δεν εμφανίζεται δημοσίως ως υπεύθυνη του εντύπου.
Μέσα στο 1973 πραγματοποιήθηκε και νέο Συνέδριο από τους εγκάθετους της
ΓΣΕΕ, οι οποίοι επιχειρούσαν να εναρμονιστούν με την καθεστωτική
«φιλελευθεροποίηση». Όμως, ήταν ήδη πλήρως απομονωμένοι από την τεράστια
πλειονότητα των ελλήνων εργαζομένων, όπως και διεθνώς, μετά, μάλιστα,
και από τη διαγραφή της ΓΣΕΕ από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων
Συνδικάτων. Σύμφωνα με όλους τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς
διεθνείς οργανισμούς, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες όπου καταπατούνταν
βάναυσα τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Καθώς στις 14 Νοεμβρίου 1973, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους
φοιτητές, το μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του,
είναι η συμμετοχή των εργαζομένων, που μετατρέπει τη φοιτητική
κινητοποίηση σε λαϊκή εξέγερση. Τις μέρες της κατάληψης, μέσα και κυρίως
έξω από το Πολυτεχνείο, συνέρρευσαν χιλιάδες εργαζόμενοι, κυρίως νέοι,
με κορυφαία στιγμή την πορεία εκατοντάδων οικοδόμων από την «πιάτσα» της
πλατείας Κοτζιά στην Πατησίων, το απόγευμα της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου.
Στον κατειλημμένο χώρο του Πολυτεχνείου συγκροτήθηκε και εργατική
συνέλευση, με πρωτοβουλία αγωνιστών της πέραν των δύο ΚΚΕ Αριστεράς. Η
συνέλευση εξέδωσε διακήρυξη, με την οποία καλούσε σε γενική «οικονομική
και πολιτική απεργία»:
«Η Συνέλευση των εργατών του Πολυτεχνείου διακηρύχνει:
Ο χαρακτήρας του σημερινού αγώνα, που ξεκινώντας από τους φοιτητές
αγκαλιάζει τώρα όλο το λαό, είναι αγώνας, τόσο ενάντια στη στρατιωτική
δικτατορία όσο και στα ξένα και ντόπια μονοπώλια (που τη γέννησαν) και
τη στηρίζουν. Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον (εργαζόμενο)
Λαό (και όχι στους δημαγωγούς, που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται
με τα γενικά ‘’περί Δημοκρατίας’’ συνθήματά τους).
Θεωρώντας το καταληφθέν από τους φοιτητές και εργαζόμενους Πολυτεχνείο,
σαν την πραγματική βάση του αγώνα μας αυτή τη στιγμή, προτείνουμε τη
διατήρηση της κατάληψής του και ταυτόχρονα τη δημιουργία μικτών
επιτροπών φοιτητικών-εργατικών για να μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα
στους χώρους συγκέντρωσης των οικοδόμων, στα εργοστάσια, στη σημερινή
συγκέντρωση των Μεγαριτών
(17).
Οι μικτές φοιτητικές-εργατικές επιτροπές πρέπει να προπαγανδίζουν το
σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς με σκοπό τη
δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζομένων σε οικονομική
και πολιτική απεργία.
Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη 1973
Έξω οι Αμερικάνοι – Ο λαός στους δρόμους – Κάτω η Χούντα – Εργοστασιακές Επιτροπές.
Εργάτες – Αγρότες – Φοιτητές, Ενιαίο μέτωπο δράσης»
(18).
Παρά την καταστολή της εξέγερσης και την επιβολή κλίματος άγριας
τρομοκρατίας από τη νέα Χούντα του Ιωαννίδη, από τις αρχές του 1974
μέχρι την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο, πραγματοποιούνται
κινητοποιήσεις ή γίνεται σοβαρή απόπειρα πραγματοποίησής τους, στους
χώρους των εμποροϋπαλλήλων (που επιβάλλουν συνεχές ωράριο και για τη
Δευτέρα), των εργαζομένων στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθήνας-Πειραιά (που
υποχωρούν, υπό το βάρος της τρομοκρατίας), των εργαζομένων στην
Ολυμπιακή Αεροπορία, στα τρόλεϊ, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κ.λπ.
Έντονα αγωνιστικές διαθέσεις εκδηλώνονται και από τους οικοδόμους που
αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά μετά από το 1967 σοβαρό πρόβλημα ανεργίας.
Η πτώση της Χούντας, που συνεπιφέρει και την πτώση του μετεμφυλιακού
καθεστώτος των μέτρων έκτακτης ανάγκης, θα δώσει ώθηση σε ένα
πρωτόγνωρο, για τα ελληνικά μεταπολεμικά δεδομένα, εργατικό κίνημα. Η
εργατική τάξη θα αποδείξει ότι αν κατά την περίοδο της δικτατορίας,
πολιτικά απογοητευμένη και τσακισμένη από τις διώξεις και την
τρομοκρατία, δεν μπόρεσε να αναπτύξει ισχυρό κίνημα αντίστασης, δεν
επηρεάστηκε ιδεολογικά από το καθεστώς. Όπως κατά τη σύντομη περίοδο της
«φιλελευθεροποίησης» του 1973 έδειξε αγωνιστικές προθέσεις, έτσι και
μετά το 1974 θα βρεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος για
δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και κοινωνικές κατακτήσεις,
που θα συμβάλλει καθοριστικά στη σημαντική βελτίωση των όρων ζωής και
εργασίας από τη δεκαετία του 1980.
Παραπομπές
1. Ηλίας Ηλιού, Κρίση εξουσίας – Θεμέλιο 1966, σ. 132-133.
2. Γιάννης Μηλιός –
Ηλίας Ιωακείμογλου, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το
ισοζύγιο πληρωμών – Εξάντας 1990, σ. 94.
3. Στο ίδιο, σ. 95.
4. Ηλίας Ιωακείμογλου,
Κόστος εργασίας ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση του κεφαλαίου στην
Ελλάδα (19960-1992) – ΙΝΕ ΓΣΕΕ 1993, σ. 44.
5. Ξενοφών Ζολώτας, Η Ελλάς και η Ευρωπαϊκή Κοινότης – Τράπεζα της Ελλάδος 1976, σ. 11.
6. Κωνσταντίνος Δρακάτος, Ελληνικές οικονομικές στατιστικές – Παπαζήσης 1982, σ. 49.
7. Ξενοφών Ζολώτας, ό.π., σ. 53.
8. Μαρία Καραμεσίνη,
Αυταρχικό μεταπολεμικό κράτος και ιδιαιτερότητα εφαρμογής του
κεϋνσιανισμού. Μακροικονομική επέκταση χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο – στο Η
ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, Ίδρυμα Σάκη
Καράγιωργα 1994, σ. 139.
9. Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης, Εργασιακές σχέσεις. Οικονομία και θεσμοί – Οδυσσέας 1988, σ. 41.
10. Μάριος Νικολινάκος, Καπιταλισμός και μετανάστευση – Παπαζήσης 1974, σ. 170.
11. Ξανθή
Πετρινιώτη-Κώνστα, Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της γυναικείας
συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα 1961, 1971. Οικονομοτεχνική
διερεύνηση – διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1981, σ. 65.
12. Θεόδωρος Θεοδώρου, Στοιχεία για την εργατική τάξη στην Ελλάδα σήμερα – Εκδοτική Ομάδα Εργασίας 1975, σ. 21.
13. Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα – Εξάντας 1985, σ. 312-313.
14. Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, Ιουλιανά 1965. Ο «ελληνικός Μάης» - περιοδ. «Θέσεις», τ. 26, σ. 98.
15. Περιοδ.
«Προσανατολισμοί», τ. 39, Ιανουάριος 1975, σ. 14-15. Επίσης, Ματίνα
Λέτσα, Εργατικοί αγώνες στην περίοδο της δικτατορίας – Αφοί Τολίδη , σ.
91-97.
16. Τάκης Μαμάτσης, Η
αντεργατική επίθεση της Χούντας και της ολιγαρχίας και η πάλη των
εργατοϋπαλλήλων – περιοδ. «Νέος Κόσμος», Νοέμβριος 1971, σ. 5.
17. Αναφέρεται στην
κινητοποίηση των κατοίκων των Μεγάρων για την αποτροπή της απαλλοτρίωσης
των κτημάτων τους για τη δημιουργία διυλιστηρίου. Οι κάτοικοι
πραγματοποίησαν συγκέντρωση και έξω από το κατειλημμένο Πολυτεχνείο.
18. Οι λέξεις και οι
φράσεις που βρίσκονται σε παρένθεση δεν περιλήφθηκαν στο κείμενο που
δόθηκε στη δημοσιότητα από τη φοιτητική επιτροπή κατάληψης, μετά από
παρέμβαση των μελών της που ανήκαν στα δύο ΚΚΕ και το ΠΑΚ.