ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Γιώργος Μπόμπολας: ο άνθρωπος που πιθανότατα ελέγχει μέχρι και τη μάνα σου



Εδώ και αρκετό καιρό, κάτι με τις τηλεοπτικές άδειες, κάτι με τα ορυχεία, ένα σκοτεινό, υποβλητικό όνομα παραμένει διαρκώς στο προσκήνιο: Μπόμπολας.
Σήμερα, εκατοντάδες μεταλλωρύχοι, εργαζόμενοι στα ορυχεία των Σκουριών Χαλκιδικής, πραγματοποίησαν πορεία έξω από τα γραφεία του Mega στη Μεσογείων – Μπόμπολας στο τετράγωνο. 

06_16_20150416085617_img_82811429171788
Τα σκαλάκια είναι κυριολεκτικά η είσοδος του Mega!

10930072_369354986599497_7085523670031521982_n
Και ο Νίκος Κατέλης έδωσε το παρών
Ποιος είναι τελοσπάντων αυτός ο δαίμονας, τον οποίο κάθε κυβέρνηση από το 2004 και μετά, έχει ορκιστεί να τσακίσει, άλλα τελικά καταλήγει να χαριεντίζεται μαζί του; Ποιος είναι ο άνθρωπος που υποτίθεται πως ελέγχει κάθε τομέα της οικονομικής ζωής του τόπου όπου παίζουν γερά φράγκα – και που, η αναφορά του ονόματός του και είναι το ταμπού της σύγχρονης πολιτικής ζωής;
Αυτή είναι η η ιστορία του.
Ο Γιώργος Μπόμπολας, γεννήθηκε το 1928 στον Πειραιά και έχει καταγωγή από τη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Ο πατέρας του πολέμησε με τον ΕΛΑΣ και ο ίδιος συνελήφθη από τους Γερμανούς σε ηλικία 14 ετών επειδή έγραφε σε τοίχους συνθήματα υπέρ της αντίστασης.
Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο και αναζήτησε δουλειά στο υπουργείο Δημοσίων Έργων, όμως καθώς ήταν φακελωμένος σαν «κομμουνιστής», έφαγε άκυρο, αν και αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση το τέλος στις σχέσεις του με το δημόσιο. Το 1977 ίδρυσε την κατασκευαστική εταιρεία «Άκτωρ» και σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό Sternκατάφερε να πάρει την πρώτη κρατική ανάθεση έργου ενώ η εταιρεία του δεν είχε ακόμα ούτε μπουλντόζα.
Την ίδια περίπου περίοδο, εκδίδει στη χώρα μας (μαζί με τον Γιάννη Γιαννίκο) τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια.

Το 1981 με την έκδοση του πρωτοποριακού τότε «Έθνους» σε σχήμα πολύχρωμου ταμπλόιντ, ο Μπόμπολας αλλάζει τη πορεία του ελληνικού Τύπου. Χάρη στις τέλειες εγκαταστάσεις, την άψογη μηχανοργάνωση, τη μοντέρνα σελιδοποίηση, τους εξαιρετικούς συνεργάτες και τη σύνδεση της ελκυστικής θεματολογίας της με το επερχόμενο ρεύμα της Αλλαγής, η εφημερίδα κερδίζει την πρώτη θέση της κυκλοφορίας. Η εφημερίδα αναγνωρίζεται ως αποφασιστικός επικοινωνιακά μοχλός για την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία. (πηγή)

Οι αγαστές σχέσεις Μπομπολισμού-Σοσιαλισμού, θα στραβώσουν ανεπανόρθωτα με την εμφάνιση του Κοσκωτά στο προσκήνιο του ελληνικού τύπου – και το ότι δημιουργήθηκε ένας εκδότης-αγαπάκι του ΠΑΣΟΚ ακόμα πιο εξελιγμένο μοντέλο.
Στις εκλογές του 1989, καθώς ο άρρωστος και κατηγορούμενος σε δίκες Παπανδρέου καταρρέει, το Έθνος θα κυκλοφορήσει με το παρακάτω ιστορικό εξώφυλλο:

ekloges_loynioy_1989

Μόλις 15 μέρες μετά απο αυτό το πρωτοσέλιδο, η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού που προέκυψε στις εκλογές δίνει «προσωρινή άδεια δοκιμής τοπικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού» στο Mega Channel. Η ιδιοκτησία του καναλιού μοιράστηκε (από 20% έκαστος) αποκλειστικά και συνειδητά σε εκδότες ΜΜΕ: τους Χρήστο Τεγόπουλο(ιδιοκτήτη της Ελευθεροτυπίας), Βαρδή Βαρδινογιάννη (Μεσημβρινή), Αριστείδη Αλαφούζο (Καθημερινή), Χρήστο Λαμπράκη (Βημα, Νέα) και Γιώργο Μπόμπολα.
Η δημιουργία του Mega είναι το σημείο μηδέν αυτού που τα επόμενα χρόνια επρόκειτο να γίνει πάρα πολύ γνωστό ως «Διαπλοκή»: με απλά λόγια, οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ άρχισαν να παίρνουνδουλειές από την κυβέρνηση, με αντάλλαγμα την μιντιακή προστασία της κυβέρνησης.
Μα τότε δεν φαινόταν και τίποτα φοβερό. Εξάλλου, τι σόι δουλειές μπορεί να πάρει από το κράτος ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας; ΟΚ, το κράτος είχε μια άδεια τηλεόρασης και του την έδωσε: ιδιοκτήτης μέσων επικοινωνίας απέκτησε ακόμα ένα, αυτό είναι το αντικείμενο του, δεν έχει να πάει παραπέρα η μπίζνα.
Διαπλοκή σε φουλ ξεδίπλωμα θα ήταν αν βρισκόταν ένας Πρωθυπουργός που να άρχιζε πχ έργα σε όλη την Ελλάδα, για να έχει να τα δώσει σε κάποιον ιδιοκτήτη ΜΜΕ που έχει και μπουλντόζες…
cf83ceb7cebcceb9cf84ceb7cf82
«Μιεχ μιεχ μιεχ»

Η εκτόξευση του Μπομπ(ολα) του Μάστορα θα έρθει τη δεκαετία του 1990, επί των κυβερνήσεων Σημίτη. Με τεράστια «αναπτυξιακά» πακέτα στα χέρια της κυβέρνησης από την Ευρώπη και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, οι κρατικές αναθέσεις έργων στην εταιρία «Άκτωρ» πέφτουν βροχή και το Mega στηρίζει με κέφι και πάθος τον «εκσυγχρονισμό».
Ο ερχομός της κυβέρνησης Καραμανλή το 2004, συνοδεύεται από υποσχέσεις του τότε αρχηγού της ΝΔ σε σουβλατζίδικο, οτι «θα τσακίσει τους νταβατζήδες». Τελικά το μόνο που τσάκισε ο Καραμανλής ήταν εντυπωσιακές ποσότητες κοψιδιών, ενώ από τον Μπόμπολα ούτως ή άλλως δεν έλειψαν ποτέ οι πανίσχυροι φίλοι και εντός της ΝΔ:

≈–…” ≈ÿ« ‘œ’ ’–œ’—√œ’ –≈◊Ÿƒ≈ √…Ÿ—√œ’ ”œ’÷À…¡ ”‘«Õ ≈√Õ¡‘…¡ œƒœ ”‘œ’” ՜Ü’” …Ÿ¡ÕÕ…ÕŸÕ  ¡… ‘—… ¡ÀŸÕ / √À≈Õ‘… ”‘œ
Από αριστερά: Υπουργός που εγκρίνει δημόσια έργα (ΥΠΕΧΩΔΕ), ανώνυμος καραφλομουσάτος, Υπουργός που χτίζει τροπολογίες (Δικαιοσύνης)


Η κυβέρνηση Παπανδρέου (2009-2011) θα πέσει όταν αποσύρει την εμπιστοσύνη του σε αυτή το Mega, ενώ οι κυβερνήσεις Παπαδήμου και Σαμαρά θα στηριχτούν με ιερή μανία από τον μέγα Δον.

aaa

Ας μπούμε για λίγο νοερά στη καρδιά του σκότους:

Το ευρύχωρο γραφείο του «κυρίου Γιώργου», όπως τον αποκαλούν υπάλληλοι και συνεργάτες στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου είναι αρμονικά διακοσμημένο με μοντέρνα έπιπλα και πρωτοποριακά έργα τέχνης. Τους καλεσμένους του τους υποδέχεται πάντα καθιστός πίσω από το γραφείο του, απέναντι από το οποίο δεσπόζειμια τηλεόραση σταθερά συντονισμένη στο MEGA, κανάλι για το οποίο επαίρεται ότι αυτός ίδρυσε και κυρίως έστησε λειτουργικά. Στο πλάι της τηλεοπτικής οθόνης ένα παράθυρο προσφέρει άπλετη θέα προς την Αττική οδό, την οποία αποδεδειγμένα ο ίδιος κατασκεύασε. (πηγή)

bobolas420-6221239

Ποιο είναι όμως το πεδίο δράσης της αυτοκρατορίας Μπόμπολα; Έχουμε και λέμε:

bobolas2


tsekoyras mpomplas

- H ΕΛΛΑΚΤΩΡ διαχειρίζεται το μεγαλύτερο κομμάτι του δικτύου εθνικών οδών της χώρας. Δικά της έργα είναι μεταξύ πολλών άλλων η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, η Αττική Οδός, η Εγνατία, όλος ο δρόμος από την Πάτρα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, το Μετρό, ο Προαστιακός – πρακτικά, όπου πληρώνεις διόδια ή εισιτήριο.
- Η ΗΛΕΚΤΩΡ κυριαρχεί στον αναδυόμενο τομέα της διαχείρισης απορριμάτων (βλέπε Κερατέα, Γραμματικό κλπ), ενώ έντονο ενδιαφέρον υπάρχει για την Εταιρία Υδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ), τα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας και γενικά για κρατικά ακίνητα σε τιμή ευκαιρίας.
- Παράλληλα διάφορες άλλες εταιρίες του ομίλου που ελέγχει ο Γιώργος Μπόμπολας (χωρίς αμφιβολία όλες με κατάληξη «-ΚΤΩΡ») κατασκευάζουν τούνελ στην Αλβανία, ψάχνουν κρατικές αναθέσεις έργων στη Σαουδική Αραβία και επενδυτές από το Κατάρ, ενώ έχουν πάρει ήδη προτεραιότητα για μια ακόμα μεγάλη μπίζνα για το στήσιμο και την εκμετάλλευση της οποίας σφάζονται αυτή τη στιγμή οι διάφοροι μπομπολοκοκκαλολάτσηδες: το «ηλεκτρονικό εισιτήριο» που πρόκειται να εφαρμοστεί στο άμεσο μέλλον στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Στο τομέα των ΜΜΕ, ναυαρχίδες του Μπομπολισμού ήταν και παραμένουν το Mega και το Έθνος, ενώ επίσης υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του πάδρε, είναι επίσης μεγάλα ηλεκτρονικά µέσα, εφηµερίδες, περιοδικά, τυπογραφεία και πρακτορεία διανοµής. Για να γίνει κατανοητό το πόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα ανήκουν στον Μπομπολίτο, αρκεί να πούμε οτι μέχρι και το «Ρόδον», που πηγαίναμε βλέπαμε Ramones και νιώθαμε αντισυστημικοί, ήταν δικό του.

BOBO420_1172862
Με τον ιδρώτα του Τζόι Ραμόν έχουν βγει αυτά τα φορέματα


Φυσικά, όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο η κορυφή του παγόβουνου, ή μάλλον, το κομμάτι της κορυφής του παγόβουνου, που ο Μπόμπολας μας επιτρέπει να δούμε. Το πραγματικό εύρος των δραστηριοτήτων του καθώς και το αληθινό μέγεθος της δύναμης και επιρροής του, τα γνωρίζει μόνο ο ίδιος και σιγά μην τα μοιραστεί με τους εριστικούς φτωχομπινέδες τη συντακτική ομάδα του luben.tv.
Πιθανότατα ποτέ δεν θα μάθουμε αν όντως αγόρασε ένα βουνό γεμάτο χρυσάφι αξίας πάρα πολλών δις στη Χαλκιδική για 10 εκατομμύρια ευρώ, αν το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη είναι το δεύτερο δημιούργημα του για το οποίο είναι περήφανος (το πρώτο είναι σίγουρα το Mega), ή αν όντως τα βράδια ο Άδωνις Γεωργιάδης κοιμάται κουλουριασμένος στο χαλάκι μπροστά στη τεθωρακισμένη εξώπορτα του σπιτιού του.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια φτωχή πόρνη της οποίας ο νταβατζής είναι ζάμπλουτος και πανίσχυρος, είναι ή πολύ καλή, ή πανηλιθία, ή και τα δυο μαζί.
luben.tv

Τρομοκράτης με ολική αναπηρία



Εσείς που λέτε ότι ο Ξηρός επειδή είναι ανάπηρος δεν μπορεί να οργανώσει εκ νέου την τρομοκρατία...δείτε τον ανάπηρο αρχιτρομοκράτη Σόι-μπλε πόσο καλά την ενορχηστρώνει


Από Τα κουρέλια τραγουδάμε...ακόμα


Ως βαθιά μη φιλική ενέργεια χαρακτήρισε ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Ντέιβιντ Πιρς, την ψήφιση του νόμου από την κυβέρνηση, που επιτρέπει την πρόωρη αποφυλάκιση τρομοκρατών, όπως ο Σάββας Ξηρός, για ιατρικούς λόγους. Οι πρέσβεις των υπολοίπων χωρών δεν εξέφρασαν κάποια αντίρρηση.

Ο αμερικάνος πρέσβης θεωρεί ότι αν ο Σάββας Ξηρός ή οποιοσδήποτε άλλος έχει βάψει τα χέρια του με αίμα αμερικανών διπλωματών ή μελών της αμερικανικής αποστολής αποφυλακιστεί, θα επηρεάσει τις σχέσεις Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών. Γιατί μπορεί η αμερικάνικη κυβέρνηση να στηρίζει την ελληνική στο θέμα της οικονομικής κρίσης λέγοντας καμιά καλή κουβέντα στους υπόλοιπους ευρωπαίους για να περνάει η ώρα, αλλά αν απελευθερωθεί ο Σάββας Ξηρός, τότε θα κοπούν τα γλυκόλογα και οι αγκαλίτσες. Γιατί, σύμφωνα με τον αμερικανό πρέσβη, οι καταδικασθέντες τρομοκράτες πρέπει να εκτίουν τις πλήρεις ποινές τους στη φυλακή. Όχι στην άνεση των σπιτιών τους, περιτριγυρισμένοι από τους φίλους, τις οικογένειες και τους συνεργάτες τους.

Από την μεριά του Σάββα Ξηρού, πληροφορίες αναφέρουν ότι ήδη έχει δηλώσει στις ελληνικές αρχές ως διεύθυνση κατοικίας ένα διαμέρισμα απέναντι από την αμερικάνικη πρεσβεία όπου, όπως τόνισε, έχει πολύ καλή θέα την οποία θα μπορεί να απολαμβάνει στην άνεση του σπιτιού του, περιτριγυρισμένος από τους φίλους, την οικογένεια και τους συνεργάτες του.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

21η Απριλίου. Κάτω η Χούντα. Μην ξεχάσει κανείς να "κεράσει" τους σημερινούς της επίγονους



       ΥΓ: Τι σχέση είχε το συγκρότημα Λαμπράκη με τον Γκέμπελς; 

 http://dakrygono-a.blogspot.gr

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου και η εργατική τάξη

του Γιώργου Αλεξάτου
Το δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε ταυτόχρονα τομή και συνέχεια του καθεστώτος που επικράτησε στην Ελλάδα μετά τη νίκη του αστισμού κατά τον Εμφύλιο.
Τομή, γιατί κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό και τις –ούτως ή άλλως, περιορισμένες- δημοκρατικές λειτουργίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Συνέχεια, γιατί βασίστηκε στους ίδιους ιδεολογικούς πυλώνες του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης, καθώς και στην ίδια επιδίωξη διασφάλισης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, έναντι της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων –μισθωτών και μικροϊδιοκτητών- με την αναπαραγωγή ακόμη και ανάλογων κοινωνικών στρωμάτων – στηριγμάτων του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας: τμημάτων του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού και μέρους των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.

Εκείνη η κοινωνική τάξη που και πριν και μετά το πραξικόπημα ήταν αποκλεισμένη, στο σύνολό της, από την όποια εύνοια του καθεστώτος ήταν, αναμφίβολα, η εργατική τάξη, η οποία αποτελούσε και τον κύριο στόχο των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρυθμίσεων, για δύο λόγους: ήταν αυτή που από την εκμετάλλευσή της διασφαλιζόταν η αναπαραγωγή του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, αλλά και αυτή που συνιστούσε τον κύριο κίνδυνο αμφισβήτησης της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Ως προς τον πρώτο λόγο, είναι σαφής η διαπίστωση του προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, Γεώργιου Δράκου, σε ομιλία του στις Βρυξέλλες το 1965:
«Η εν Ελλάδι εξαιρετική απόδοσις των επενδύσεων προσδιορίζεται από παράγοντας ιδιαζόντως ευνοϊκούς ως είναι το άφθονον εργατικόν δυναμικόν και αι χαμηλαί αμοιβαί και εξηγούν το φαινόμενον του ύψους των ετησίων αποσβέσεών τους, που εις πολλάς περιπτώσεις φθάνει το 20-40%» (1).

Κατά την περίοδο 1960-73, που χαρακτηρίζεται «χρυσή εποχή του ελληνικού καπιταλισμού» (2), με τους ρυθμούς ανάπτυξης «να βρίσκονται επικεφαλής του αντίστοιχου ρυθμού των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας)» (3), η κερδοφορία του κεφαλαίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απομείωση του μεριδίου της εργασίας. «Οι ιστορικοί παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό είναι η συντριβή του αριστερού και λαϊκού κινήματος μετά τον πόλεμο, που είχε ως συνέπεια την κυριαρχία του ‘’κράτους των εθνικοφρόνων’’ και τις έκτακτες νομοθεσίες, με αποκορύφωμα την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Μόνιμο στοιχείο της περιόδου είναι η συστηματική πάλη ενάντια στον ελεύθερο συνδικαλισμό. Παράλληλα, η ταχύρρυθμη αγροτική έξοδος έθετε στη διάθεση του κεφαλαίου άφθονη, φτηνή, μη συνδικαλισμένη εργατική δύναμη» (4).

Αυτή την περίοδο, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος είναι 6,8%, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ το 4,2% (5), με τη βιομηχανική παραγωγή να υπερεφταπλασιάζεται το 1974 σε σχέση με το 1950 (6) και τον ελληνόκτητο εμπορικό στόλο να αποτελεί το 1973 το 14,7% του παγκοσμίου, έναντι 9,5% του 1962 (7), υπάρχει σταθερή απόκλιση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανόδου των εργατικών ημερομισθίων, και κατά συνέπεια «αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης» (8).

Έτσι, μεταξύ 1959 και 1973, οι εργατικές αποδοχές εμφανίζουν πραγματική μείωση σε σχέση με την αυξανόμενη παραγόμενη αξία κατά 2,5%, έναντι αντίστοιχης μείωσης 0,1% στην Ιταλία και 0,3% στη Γαλλία, και αύξησης 0,2-0,3% σε Αγγλία, Βέλγιο και Γερμανία (9). Χαρακτηριστική είναι η τεράστια διάσταση μεταξύ της μέσης ωριαίας αμοιβής το 1972 στην Ελλάδα (18,4 δραχμές), έναντι της Ιταλίας (31,8 δραχμές) και της Γερμανίας (58 δραχμές) (10).

Η εργατική τάξη ζει όλα αυτά τα χρόνια, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και αυτήν του ’70, σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, που μπορεί να βελτιώνεται σταδιακά, ως συνέπεια διεκδικητικών αγώνων, αλλά και μέριμνας του καθεστώτος για την αντιμετώπιση του κινδύνου μιας αποσταθεροποιητικής κοινωνικής έκρηξης, αλλά υπολείπονται σαφώς από αυτό που απολαμβάνει η εργατική τάξη όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, εξαιρουμένων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που ασφυκτιούν υπό δικτατορικά καθεστώτα.

Στα χρόνια της δικτατορίας συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Η εγκαθίδρυσή της συνέπεσε με το ξεπέρασμα των πιο ακραίων φαινομένων εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, λόγω της οικονομικής υποδομής που δημιουργήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο, από το 1950 και μετά, αλλά και εξαιτίας των προδικτατορικών εργατικών και λαϊκών αγώνων, οι κατακτήσεις των οποίων θα ήταν δύσκολο να αναιρεθούν πλήρως από τη Χούντα, χωρίς αυτό να προκαλέσει και την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα οδηγούσε στην ανατροπή της.

Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι εργαζόμενοι αλλάζουν καταναλωτική συμπεριφορά. Η επιδίωξη αγοράς ή έστω ενοικίασης σύγχρονου διαμερίσματος, ο εξοπλισμός του σπιτιού με ηλεκτρικά είδη, όπως ψυγείο, κουζίνα και πλυντήριο, η αγορά ιδιωτικού αυτοκινήτου, για πρώτη φορά αρχίζουν να αποτελούν ενδιαφέροντα τμημάτων των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Με την ίδρυση, το 1966, του πρώτου πειραματικού σταθμού τηλεόρασης του ΕΙΡ όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού ενδιαφέρεται και για το νέο αυτό μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Εντούτοις, όσο κι αν οι αλλαγές αυτές είναι πραγματικές και αισθητές, για έναν λαό που επί δεκαετίες (από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922) ζούσε σε εξαιρετικά άσχημες οικονομικές συνθήκες, το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη παραμένει τεράστιο. Το 1967, όταν στη Δυτική Γερμανία αντιστοιχούσαν 14,9 αυτοκίνητα ανά 1.000 κατοίκους, στην Ελλάδα η αντιστοιχία ήταν 1/1.000, ενώ το 1964, όταν στη Γερμανία υπήρχαν 308 ραδιόφωνα ανά 1.000 κατοίκους, στην Ελλάδα υπήρχαν μόλις 81.

Η οικονομική ανάπτυξη που συντελέστηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είχε ως συνέπεια και την αύξηση των μισθωτών εργαζομένων, οι γραμμές των οποίων πυκνώνουν λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου από εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1971, οι μισθωτοί εργαζόμενοι ανέρχονταν σε 1.371.660, εκ των οποίων 966.220 ήταν εργάτες και εργάτριες. Αξιοσημείωτη είναι και η διαπίστωση ότι εξακολουθεί να απασχολείται εργατικό δυναμικό ηλικίας ακόμη και κάτω των 15 ετών. Το 1971 εργάζεται το 11% των αγοριών και το 9,7% των κοριτσιών (11).

Κατά την περίοδο της δικτατορίας όχι μόνο συνεχίζεται η αφαίμαξη του ελληνικού πληθυσμού από τη μετανάστευση, αλλά φτάνει και στο αποκορύφωμά της στα 1969 (158.675) και 1970 (163.251), έναντι 148.414 του 1966. «Πράγμα που», όπως επισημαίνεται, «δεν εκπλήσσει, φυσικά, όσους γνωρίζουν το μεγάλο βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα απ’ το κεφάλαιο, κι ιδιαίτερα απ’ τα ξένα και τα ντόπια μονοπώλια» (12).

Αν και η μετανάστευση έχει ως συνέπεια την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, που διατηρούνταν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Έλληνες εξακολουθούν να μεταναστεύουν κυρίως λόγω αυτής της υπερεκμετάλλευσης και των τεράστιων αποκλίσεων των εργατικών αποδοχών από αυτές της Γερμανίας, του Βελγίου, της Σουηδίας, της Αυστραλίας και των άλλων χωρών υποδοχής του ελληνικού μεταναστευτικού ρεύματος.

Το πρόβλημα της ανεργίας θα ξανακάνει την εμφάνισή του στα 1973-74, ως συνέπεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και θα πλήξει ιδιαίτερα τον κλάδο των κατασκευών. Αν και η κρίση στην οικοδομή είχε εμφανιστεί ήδη το 1966, πολιτικοί λόγοι υποχρέωσαν τη χούντα σε μέτρα αναθέρμανσης της οικοδομικής δραστηριότητας. Τόσο για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων του δυναμικού οικοδομικού κλάδου όσο και για τη διατήρηση ως στρώματος-στηρίγματος του καθεστώτος, του εκτεταμένου μεσοαστικού και μικροαστικού κοινωνικού στρώματος που δραστηριοποιούνταν στις κατασκευές.

Πάντως, το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στον πληθωρισμό (33,4%), ενώ από τα τέλη του 1972 μέχρι τα μέσα του ’74 η αύξηση των εξόδων διαβίωσης κινούνταν μεταξύ 55 και 100% (13).

Η εργατική τάξη συνιστά όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν, μεταξύ του Εμφυλίου και της στρατιωτικής δικτατορίας, την κύρια κοινωνική δύναμη αντίστασης προς το καθεστώς που επέβαλε ο αστισμός μετά τη νίκη του στην ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση. Οι εργατικοί δήμοι και οι εργατογειτονιές, έχοντας αποτελέσει κέντρα της μαζικής λαϊκής αντίστασης στα χρόνια της εαμικής εποποιίας, παραμένουν κάστρα της ηττημένης Αριστεράς. Εκλέγουν αριστερές δημοτικές αρχές, ακόμη και με ποσοστά που ξεπερνούν τα δύο τρίτα των ψήφων, ενώ στις βουλευτικές εκλογές αναδεικνύουν σταθερά πρώτη δύναμη την ΕΔΑ, αποτελώντας την κύρια δύναμη της εκλογικής της βάσης.

Όταν το 1958 η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,42% των ψήφων, οι εργατικές συνοικίες στο λεκανοπέδιο Αττικής, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Βόλο κ.λπ., της έδωσαν ποσοστά που έφταναν από 55 έως και 67%. Ακόμη και όταν το 1964 η εκλογική της δύναμη περιορίστηκε στο 11,8%, στις συνοικίες αυτές προσέγγιζε ή και ξεπερνούσε το 40%.

Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντιμετώπιζε το μετεμφυλιακό καθεστώς την αγωνιστική-ταξική συνδικαλιστική οργάνωση και δραστηριότητα των εργαζομένων. Με τη ΓΣΕΕ, τα Εργατικά Κέντρα και το σύνολο, σχεδόν, των Ομοσπονδιών να ελέγχονται από συνδικαλιστές πιστούς στο καθεστώς, που εξασφάλιζαν την προσοδοφόρα παραμονή στις διοικήσεις μέσω αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, στησίματος σωματείων-σφραγίδων, αποκλεισμού των οργανώσεων που έλεγχε η Αριστερά κ.λπ., ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος αποτέλεσε ένα από τα κύρια μέτωπα του λαϊκού κινήματος Δημοκρατικής Αντίστασης, από το 1950 έως το 1967. Καθώς αρχίζει από το 1960 η αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, με πρωτοπορία και δύναμη κρούσης τον μαζικό και μαχητικό κλάδο των οικοδόμων, η εργατική τάξη της Ελλάδας φτάνει στα μέσα της δεκαετίας του ’60 να αποτελεί την πλέον κινηματικά δραστήρια εργατική τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1966, με μέσο όρο στις χώρες της ΕΟΚ 212,2 απεργούς ανά 1.000 εργαζόμενους, οι έλληνες απεργοί είναι 519,3/1.000 (14).

 Η διάλυση του εργατικού κινήματος και η εργατική αντίσταση

Παρόλο που ήδη από χρόνια πριν και κυρίως μετά το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965, η Αριστερά αλλά και η Ένωση Κέντρου, κατήγγειλαν την ύπαρξη χούντας στον στρατό, που απεργάζεται σχέδια αντιδημοκρατικής εκτροπής, η εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τις δυνάμεις του κινήματος ανέτοιμες όχι μόνο να το αντιμετωπίσουν, αλλά και να οργανώσουν γρήγορα και αποτελεσματικά την αντίσταση κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν θα αναλυθούν εδώ. Πάντως, ανέτοιμο βρέθηκε και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι αγωνιστικές-ταξικές εκφράσεις του οποίου αντιμετώπισαν από τις πρώτες μέρες άγρια επίθεση. 270 συνδικαλιστικές οργανώσεις υποχρεώθηκαν να διαλυθούν, ενώ περισσότεροι από 800 αριστεροί συνδικαλιστές εξορίστηκαν.

Η στρατιωτική κυβέρνηση διατήρησε μέχρι το 1969 στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τον διαβόητο εργατοπατέρα Φώτη Μακρή και κατόπιν τον αντικατέστησε με τον Γιάννη Καμπανέλλη. Σε όσες συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαλύθηκαν, είτε διατηρήθηκαν διοικήσεις που δήλωσαν αφοσίωση στο καθεστώς είτε διορίστηκαν νέες, αποτελούμενες από πρόσωπα ακροδεξιάς ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης. Οι εγκάθετοι, μάλιστα, της χούντας στη ΓΣΕΕ πραγματοποίησαν και «Συνέδριο» το 1970 για να «νομιμοποιήσουν» τους διορισμούς τους.

Η απεργία και κάθε άλλη μορφή μαζικής διεκδικητικής κινητοποίησης απαγορεύτηκε, ενώ με τα διατάγματα 185 και 186 του 1969 και τον νόμο 890 του 1971, ορίστηκε ένα αυστηρό και ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για τον ασφυκτικότερο έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος ιδρύθηκε ο Οργανισμός Διαχείρισης Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ), που ανέλαβε τη χρηματοδότηση και την οικονομική στήριξη του κρατικού συνδικαλισμού.
Το συμπλεγματικό μίσος των συνταγματαρχών προς τον κόσμο της εργασίας εκφράστηκε ακόμη και με τη μετονομασία του Υπουργείου Εργασίας σε Υπουργείο Απασχολήσεως.

Η επιβολή της δικτατορίας δεν συνοδεύτηκε από μαζική λαϊκή ούτε και εργατική αντίσταση. Όπως είπαμε, το κίνημα δεν ήταν προετοιμασμένο για κάτι τέτοιο, ενώ στη συνείδηση του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου βάραινε καταλυτικά η δεύτερη μεγάλη ήττα, μόλις δεκαοχτώ χρόνια από τη συντριβή της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος στον Εμφύλιο, μετά, μάλιστα, και από τις ελπίδες που είχε γεννήσει η «χαμένη άνοιξη» των προηγούμενων χρόνων.

Η πρώτη απόπειρα ανασυγκρότησης των αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων γίνεται κυρίως από πρώην στελέχη του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (ΔΣΚ) της ΕΔΑ, που κατάφεραν να αποφύγουν τη σύλληψη και δρούσαν στην παρανομία, με την ίδρυση, τον Αύγουστο 1967, του Αντιδικτατορικού Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ). Με την ίδρυσή του, το ΑΕΜ, που συνδέεται με το παράνομο ΚΚΕ, εκδίδει διακήρυξη με την οποία καλεί σε πανδημοκρατική εργατική αντίσταση:

«Προς όλους τους Έλληνες Εργαζόμενους.

Αδέλφια, εργάτες, εργάτριες και υπάλληλοι,

Η πατρίδα μας στενάζει κάτω από το φασιστικό ζυγό που επέβαλε η στρατιωτική χούντα ποδοπατώντας το σύνταγμα και εξευτελίζοντας κάθε έννοια δημοκρατίας και ελευθερίας. Ένας από τους πρώτους στόχους της δικτατορίας υπήρξε η εργατική τάξη και οι συνδικαλιστικές της ελευθερίες. Χιλιάδες στελέχη εκτοπίστηκαν και φυλακίστηκαν, εκατοντάδες οργανώσεις διαλύθηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Οι σκοτεινοί Μακρήδες αλαλάζουν τώρα από αγαλλίαση γιατί, επί τέλους, σε στενή συνεργασία με τους στρατιωτικούς διοικητές, διώκουν και καθαιρούν τους αιρετούς συνδικαλιστές και κυριολεκτικά οργιάζουν, σε βάρος των κεκτημένων δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Ευεργετικοί νόμοι κατακρεουργούνται, οι μισθοί και τα ημερομίσθια καθηλώνονται, τα κλαδικά ταμεία συγχωνεύονται στο ετοιμόρροπο ΙΚΑ, χιλιάδες εργαζόμενοι διώκονται από τις δουλειές τους, κεκτημένα δικαιώματα σαρώνονται.

Μπροστά σ’ αυτή τη φασιστική λαίλαπα που πάει να ξεθεμελιώσει θεσμούς και κατακτήσεις, η εργατική τάξη καλείται στις επάλξεις του αντιδικτατορικού αγώνα. Τιμώντας τις ηρωικές παραδόσεις της και εκπληρώνοντας ύψιστο Εθνικό χρέος, επιβάλλεται να ενωθεί σε μια γρανιτώδη μάζα, να οργανωθεί και να αντισταθεί μ’ όλα τα μέσα στη φασιστική βία.

Το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο, που δημιουργήθηκε στις κρίσιμες αυτές στιγμές από στελέχη όλων των αποχρώσεων υψώνει τη σημαία του αντιδικτατορικού αγώνα και καλεί όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από πολιτικά φρονήματα και ιδεολογίες, να συσπειρωθούν στις γραμμές του. Η χούντα των μαύρων συνταγματαρχών κτυπά αδιάκοπα προς κάθε κατεύθυνση, γι’ αυτό και ενιαία και καθολική πρέπει να είναι η Αντίσταση.

Οι στιγμές είναι κρίσιμες και οι ευθύνες ιστορικές. Κάθε πόλη, κάθε κλάδος, κάθε εργοστάσιο πρέπει να γίνει φρούριο του αντιδικτατορικού αγώνα. Όσο πιο αποφασιστική είναι η πάλη εναντίον της δικτατορίας τόσο γρηγορότερα αυτή θα συντριβεί. Η μεγάλη ώρα σήμανε. Εμπρός στο μεγάλο Εθνικό Αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας, για να επικρατήσει η ουσιαστική Δημοκρατία, για να αφεθούν ελεύθεροι οι πολιτικοί κρατούμενοι, για να συντριβούν οριστικά οι Μακρήδες. Στον αγώνα αυτό μας έχουμε συμπαραστάτες όλα τα συνδικάτα όλων των χωρών.

Ζήτω η Δημοκρατία

Κάτω η Δικτατορία

Ζήτω η Εργατική Τάξη»

Παρόλο που το ΑΕΜ επιδιώκει να συσπειρώσει ευρύτερες συνδικαλιστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις και πέραν της Αριστεράς, στην πραγματικότητα παραμένει μια κίνηση κυρίως πρώην στελεχών της ΕΔΑ, τα οποία, πλέον, δρουν μέσα από τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ. Με τη διάσπαση του κόμματος, το 1968, διασπάται και το ΑΕΜ. Ενώ η πλειονότητα των στελεχών του ακολουθεί το Γραφείο Εσωτερικού της Κ.Ε., που συγκροτεί το 1969 το ΚΚΕ εσωτερικού, αποχωρούν εκείνα τα στελέχη που συνδέονται με το τμήμα του κόμματος το οποίο διατήρησε τον ιστορικό τίτλο του ΚΚΕ. Με πρωτοβουλία συνδικαλιστικών στελεχών που είχαν διαφύγει στη δυτική Ευρώπη, ιδρύθηκε η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), στην οποία συμμετείχαν αρχικά και κεντροαριστεροί συνδικαλιστές. Η ΕΣΑΚ αποτέλεσε τη συνδικαλιστική έκφραση των δυνάμεων του ΚΚΕ, ενώ στον ναυτεργατικό κλάδο ιδρύθηκε η Ενιαία Αντιδικτατορική Συνδικαλιστική Κίνηση Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ), που όπως και η ΕΣΑΚ συνδέθηκε με το ΚΚΕ.

Από κεντρώους συνδικαλιστές ιδρύθηκε το Δημοκρατικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδας (ΔΕΚΕ), το οποίο απέκτησε σχέσεις με τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων (ανταγωνιστική προς την κομμουνιστική Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), περιορίζοντας τη δράση της σε διεθνείς επαφές, με σκοπό την καταδίκη της χούντας και της Διοίκησης της ΓΣΕΕ.

Εντούτοις, η δράση του ΔΕΚΕ παρουσιάζει και μελανά σημεία. Ο εκ των ηγετών του, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, γιος του αντικομμουνιστή σοσιαλδημοκράτη συνδικαλιστή Γεώργιου Λάσκαρη και μετέπειτα υπουργός Εργασίας των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρέμεινε μέχρι το 1969 υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων της ΓΣΕΕ και υποστήριξε, μάλιστα, τις θέσεις της Χούντας στις συνόδους του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας το 1967 και ’68, καθώς και στον ΟΟΣΑ. Στις 30 Ιουνίου 1971 συναντήθηκε με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στον οποίο επέδωσε υπόμνημα με προτάσεις για τα συνδικαλιστικά ζητήματα. Ζητούσε, μάλιστα, την «ηθικήν ικανοποίησιν» και «υλικήν αποκατάστασιν», και ευχαριστούσε τον δικτάτορα για την προσφορά του να τον διορίσει σε υπεύθυνη θέση προσωπικού του συμβούλου (15).

Το ΑΕΜ και η ΕΣΑΚ αναπτύσσουν κυρίως αντιδικτατορική προπαγανδιστική δραστηριότητα, στην κατεύθυνση της οργάνωσης και κινητοποίησης των εργαζομένων για τη διεξαγωγή διεκδικητικών αγώνων, ενώ ανάλογη παρέμβαση έχουν και οι μικρές οργανώσεις που συγκροτούνται στ’ αριστερά των δύο ΚΚΕ. Εντούτοις, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, καθώς η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας παρεμβάλλει μεγάλα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των κομμουνιστών συνδικαλιστών και της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων. Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στα εργοστάσια, απ’ όπου έχουν απολυθεί όλοι εκείνοι που δραστηριοποιούνταν συνδικαλιστικά τα προηγούμενα χρόνια, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των βιομηχανικών εργατών αποτελείται από νέους, πρώην χωρικούς, που μόλις είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις και φυσικά δεν είχαν δεσμούς με αγωνιστές της προηγούμενης περιόδου.

Μ’ όλα ταύτα, η εργατική αντίσταση εκδηλώνεται αυθόρμητα, με μορφές τις οποίες δεν σχεδίασε καμία παράνομη αντιδικτατορική συλλογικότητα. Χαρακτηριστική ήταν η μέθοδος που ακολουθούσαν οι βιομηχανικοί εργάτες για την αύξηση των ημερομισθίων, πάνω από τις επίσημες συμβάσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις πραγματοποιούνταν με τη μετακίνηση από το ένα εργοστάσιο στο άλλο, προκαλώντας τεχνητή έλλειψη εργατικού δυναμικού εκεί όπου τα μεροκάματα ήταν χαμηλότερα, αξιοποιώντας την ανάγκη των βιομηχάνων για εργατική δύναμη. Ανάγκη που υποχρέωσε τη χούντα να δεχτεί από το 1971 και μετά περίπου 50.000 μετανάστες από χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Ανάλογες μεθόδους εφάρμοζαν και οι οικοδόμοι, οι οποίοι, περισσότερο συγκροτημένα και οργανωμένα, επιτηρούσαν τις «πιάτσες», ελέγχοντας τις συμφωνίες για το ύψος του μεροκάματου που καθόριζαν οι ίδιοι. Έτσι, ενώ το 1973 σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας το μεροκάματο των τεχνιτών οικοδόμων ήταν 250 δραχμές, το πραγματικό μεροκάματο που συμφωνούσαν με τους εργολάβους στις πιάτσες ήταν 1.000 δραχμές. Οι πιάτσες των οικοδόμων αποτέλεσαν στη συνέχεια και πρόσφορο έδαφος για την αποκατάσταση των σχέσεων των παράνομων οργανωμένων αριστερών δυνάμεων με τμήμα της εργατικής τάξης.

Μια άλλη μορφή διεκδικητικού αγώνα που δύσκολα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η χούντα ήταν η περίφημη «κηδεία» που εφάρμοσαν οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ της Αθήνας, από τις 20 Ιουλίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1971. Απέναντι στην άρνηση της επιχείρησης να αυξήσει τους μισθούς τους, οι εργαζόμενοι επιβράδυναν την κίνηση των οχημάτων, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα πραγματοποιούμενα δρομολόγια. Αποτέλεσμα ήταν η αποδοχή του αιτήματός τους.

Συχνά η Χούντα υποχρεώθηκε να ακυρώσει αντεργατικά μέτρα και προθέσεις, αντιμέτωπη με την απειλή κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Αυτό συνέβη, π.χ., το 1969, όταν αποπειράθηκε να συγχωνεύσει στο ΙΚΑ εύρωστα ασφαλιστικά ταμεία, υποβαθμίζοντας έτσι τα ασφαλιστικά δικαιώματα πολλών κλάδων που είχαν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες κατά το παρελθόν. Η αναταραχή που προκλήθηκε και οι απειλές ανοιχτής αντιπαράθεσης των εργαζομένων με το καθεστώς, υποχρέωσαν την κυβέρνηση να ματαιώσει τα σχέδιά της.

Το 1973, όταν το καθεστώς εξήγγειλε τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησής» του, εκδηλώνονται απεργιακές κινητοποιήσεις των τυπογράφων των εφημερίδων (4-5 Ιουλίου, με αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους) και των δημοσιογράφων (17-20 Ιουλίου), που λήγουν με επιτυχία.
Καθώς από τον Μάρτιο οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ είχαν πραγματοποιήσει αρχαιρεσίες και είχαν ανατρέψει τη διορισμένη χουντική Διοίκηση του σωματείου τους, στις 27 Αυγούστου πραγματοποίησαν απεργία. Παρά την αστυνομική τρομοκρατία και τις συλλήψεις, και αυτή η απεργία έληξε με επιτυχία.

Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 1973 κινητοποιούνται οι εμποροϋπάλληλοι, οι οποίοι, σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων, επιβάλλουν de facto το συνεχές ωράριο της Τετάρτης. Υπολογίζεται πως οι εργαζόμενοι στα εμπορικά καταστήματα ξόδευαν καθημερινά 13,5 ώρες εργασίας και μετακίνησης, καθώς υποχρεώνονταν να εργάζονται πρωί και απόγευμα, με μια δίωρη διακοπή κατά το μεσημέρι (16).

Στις 29 Οκτωβρίου απήργησαν οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, ενάντια στον νέο κανονισμό εργασίας. Η απεργία επαναλήφθηκε στις 14 και 15 Νοεμβρίου, λήγοντας χωρίς αποτέλεσμα, λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την καταστολή της. Σε κινητοποιήσεις κατά το 1973 κατέβηκαν και οι μεταλλωρύχοι του Μαδέμ-Λάκκο στη Χαλκιδική, οι οποίοι, μετά από απεργία ενός μήνα, υποχρέωσαν τον Μποδοσάκη να ικανοποιήσει τα μισθολογικά και ασφαλιστικά τους αιτήματα.

Έτσι, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 είναι περίοδος έντονων διεργασιών στον χώρο του εργατικού κινήματος. Η κατάσταση που διαμορφώνεται επιτρέπει μια μεγαλύτερη δραστηριοποίηση και των αριστερών συνδικαλιστών, που προσπαθούν, συνήθως επιτυχημένα, να έρθουν σε επαφή με το ανασυγκροτούμενο εργατικό διεκδικητικό κίνημα και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την πολιτικοποίησή του. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί είναι και η έκδοση της «Φωνής των εργαζομένων», της πρώτης νόμιμης αντιδικτατορικής συνδικαλιστικής εφημερίδας, από την ΕΣΑΚ, η οποία, φυσικά, δεν εμφανίζεται δημοσίως ως υπεύθυνη του εντύπου.

Μέσα στο 1973 πραγματοποιήθηκε και νέο Συνέδριο από τους εγκάθετους της ΓΣΕΕ, οι οποίοι επιχειρούσαν να εναρμονιστούν με την καθεστωτική «φιλελευθεροποίηση». Όμως, ήταν ήδη πλήρως απομονωμένοι από την τεράστια πλειονότητα των ελλήνων εργαζομένων, όπως και διεθνώς, μετά, μάλιστα, και από τη διαγραφή της ΓΣΕΕ από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων. Σύμφωνα με όλους τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς διεθνείς οργανισμούς, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες όπου καταπατούνταν βάναυσα τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Καθώς στις 14 Νοεμβρίου 1973, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές, το μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του, είναι η συμμετοχή των εργαζομένων, που μετατρέπει τη φοιτητική κινητοποίηση σε λαϊκή εξέγερση. Τις μέρες της κατάληψης, μέσα και κυρίως έξω από το Πολυτεχνείο, συνέρρευσαν χιλιάδες εργαζόμενοι, κυρίως νέοι, με κορυφαία στιγμή την πορεία εκατοντάδων οικοδόμων από την «πιάτσα» της πλατείας Κοτζιά στην Πατησίων, το απόγευμα της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου.

Στον κατειλημμένο χώρο του Πολυτεχνείου συγκροτήθηκε και εργατική συνέλευση, με πρωτοβουλία αγωνιστών της πέραν των δύο ΚΚΕ Αριστεράς. Η συνέλευση εξέδωσε διακήρυξη, με την οποία καλούσε σε γενική «οικονομική και πολιτική απεργία»:

«Η Συνέλευση των εργατών του Πολυτεχνείου διακηρύχνει:

Ο χαρακτήρας του σημερινού αγώνα, που ξεκινώντας από τους φοιτητές αγκαλιάζει τώρα όλο το λαό, είναι αγώνας, τόσο ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία όσο και στα ξένα και ντόπια μονοπώλια (που τη γέννησαν) και τη στηρίζουν. Είναι αγώνας για το πέρασμα της εξουσίας στον (εργαζόμενο) Λαό (και όχι στους δημαγωγούς, που επί δεκάδες χρόνια τον καπηλεύονται με τα γενικά ‘’περί Δημοκρατίας’’ συνθήματά τους).

Θεωρώντας το καταληφθέν από τους φοιτητές και εργαζόμενους Πολυτεχνείο, σαν την πραγματική βάση του αγώνα μας αυτή τη στιγμή, προτείνουμε τη διατήρηση της κατάληψής του και ταυτόχρονα τη δημιουργία μικτών επιτροπών φοιτητικών-εργατικών για να μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα στους χώρους συγκέντρωσης των οικοδόμων, στα εργοστάσια, στη σημερινή συγκέντρωση των Μεγαριτών (17).

Οι μικτές φοιτητικές-εργατικές επιτροπές πρέπει να προπαγανδίζουν το σύνθημα της δημιουργίας επιτροπών στους τόπους δουλειάς με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για το κατέβασμα των εργαζομένων σε οικονομική και πολιτική απεργία.

Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη 1973

Έξω οι Αμερικάνοι – Ο λαός στους δρόμους – Κάτω η Χούντα – Εργοστασιακές Επιτροπές.

Εργάτες – Αγρότες – Φοιτητές, Ενιαίο μέτωπο δράσης»(18).

Παρά την καταστολή της εξέγερσης και την επιβολή κλίματος άγριας τρομοκρατίας από τη νέα Χούντα του Ιωαννίδη, από τις αρχές του 1974 μέχρι την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο, πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις ή γίνεται σοβαρή απόπειρα πραγματοποίησής τους, στους χώρους των εμποροϋπαλλήλων (που επιβάλλουν συνεχές ωράριο και για τη Δευτέρα), των εργαζομένων στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Αθήνας-Πειραιά (που υποχωρούν, υπό το βάρος της τρομοκρατίας), των εργαζομένων στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στα τρόλεϊ, στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κ.λπ. Έντονα αγωνιστικές διαθέσεις εκδηλώνονται και από τους οικοδόμους που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά μετά από το 1967 σοβαρό πρόβλημα ανεργίας.

Η πτώση της Χούντας, που συνεπιφέρει και την πτώση του μετεμφυλιακού καθεστώτος των μέτρων έκτακτης ανάγκης, θα δώσει ώθηση σε ένα πρωτόγνωρο, για τα ελληνικά μεταπολεμικά δεδομένα, εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη θα αποδείξει ότι αν κατά την περίοδο της δικτατορίας, πολιτικά απογοητευμένη και τσακισμένη από τις διώξεις και την τρομοκρατία, δεν μπόρεσε να αναπτύξει ισχυρό κίνημα αντίστασης, δεν επηρεάστηκε ιδεολογικά από το καθεστώς. Όπως κατά τη σύντομη περίοδο της «φιλελευθεροποίησης» του 1973 έδειξε αγωνιστικές προθέσεις, έτσι και μετά το 1974 θα βρεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου λαϊκού κινήματος για δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και κοινωνικές κατακτήσεις, που θα συμβάλλει καθοριστικά στη σημαντική βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας από τη δεκαετία του 1980.

Παραπομπές

1.       Ηλίας Ηλιού, Κρίση εξουσίας – Θεμέλιο 1966, σ. 132-133.
2.      Γιάννης Μηλιός – Ηλίας Ιωακείμογλου, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών – Εξάντας 1990, σ. 94.
3.      Στο ίδιο, σ. 95.
4.      Ηλίας Ιωακείμογλου, Κόστος εργασίας ανταγωνιστικότητα και συσσώρευση του κεφαλαίου στην Ελλάδα (19960-1992) – ΙΝΕ ΓΣΕΕ 1993, σ. 44.
5.      Ξενοφών Ζολώτας, Η Ελλάς και η Ευρωπαϊκή Κοινότης – Τράπεζα της Ελλάδος 1976, σ. 11.
6.      Κωνσταντίνος Δρακάτος, Ελληνικές οικονομικές στατιστικές – Παπαζήσης 1982, σ. 49.
7.      Ξενοφών Ζολώτας, ό.π., σ. 53.
8.     Μαρία Καραμεσίνη, Αυταρχικό μεταπολεμικό κράτος και ιδιαιτερότητα εφαρμογής του κεϋνσιανισμού. Μακροικονομική επέκταση χωρίς κοινωνικό συμβόλαιο – στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα 1994,  σ. 139.
9.      Ντάντης-Λάζαρος Δουκάκης, Εργασιακές σχέσεις. Οικονομία και θεσμοί – Οδυσσέας 1988, σ. 41.
10.  Μάριος Νικολινάκος, Καπιταλισμός και μετανάστευση – Παπαζήσης 1974, σ. 170.
11.   Ξανθή Πετρινιώτη-Κώνστα, Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα 1961, 1971. Οικονομοτεχνική διερεύνηση – διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1981, σ. 65.
12.  Θεόδωρος Θεοδώρου, Στοιχεία για την εργατική τάξη στην Ελλάδα σήμερα – Εκδοτική Ομάδα Εργασίας 1975, σ. 21.
13.  Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα – Εξάντας 1985, σ. 312-313.
14.  Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, Ιουλιανά 1965. Ο «ελληνικός Μάης» - περιοδ. «Θέσεις», τ. 26, σ. 98.
15.   Περιοδ. «Προσανατολισμοί», τ. 39, Ιανουάριος 1975, σ. 14-15. Επίσης, Ματίνα Λέτσα, Εργατικοί αγώνες στην περίοδο της δικτατορίας – Αφοί Τολίδη , σ. 91-97.
16.  Τάκης Μαμάτσης, Η αντεργατική επίθεση της Χούντας και της ολιγαρχίας και η πάλη των εργατοϋπαλλήλων – περιοδ. «Νέος Κόσμος», Νοέμβριος 1971, σ. 5.
17.   Αναφέρεται στην κινητοποίηση των κατοίκων των Μεγάρων για την αποτροπή της απαλλοτρίωσης των κτημάτων τους για τη δημιουργία διυλιστηρίου. Οι κάτοικοι πραγματοποίησαν συγκέντρωση και έξω από το κατειλημμένο Πολυτεχνείο.
18.  Οι λέξεις και οι φράσεις που βρίσκονται σε παρένθεση δεν περιλήφθηκαν στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα από τη φοιτητική επιτροπή κατάληψης, μετά από παρέμβαση των μελών της που ανήκαν στα δύο ΚΚΕ και το ΠΑΚ.
 
 http://tsak-giorgis.blogspot.gr

Τα σκάνδαλα της Χούντας (7 χρόνια αρπαχτή)

Ο Τύπος δεν ασχολούνταν με σκάνδαλα, ούτε σκανδαλιζόταν από τις σχέσεις των κρατούντων με τους μεγιστάνες του πλούτου. Είχε έρθει άλλωστε το πλήρωμα του χρόνου για να εκπληρωθεί το Τάμα του Έθνους. Στους έντονα αντικοινοβουλευτικούς καιρούς μας, ένα δόλιο φάντασμα πλανιέται στον αέρα: ο ισχυρισμός περί «τιμιότητας» των δικτατόρων που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1967 για να την επιστρέψουν πριν από 38 χρόνια, σαν βρεγμένες γάτες, «στους πολιτικούς». Πρόκειται βέβαια για μύθο, θεμελιωμένο στη μίζερη εικόνα των επιζώντων «πρωταιτίων» – αφού πρώτα έχασαν την εξουσία, στερήθηκαν όσα είχαν παράνομα καρπωθεί και υπέστησαν τις οικονομικές συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσής τους. Ακόμη κι αυτή η εικόνα δεν αφορά, ωστόσο, παρά ελάχιστους πρωτεργάτες της δικτατορίας. Αγνοεί την οικονομική ευμάρεια πάμπολλων μεσαίων ή «πολιτικών» στελεχών της, που η νομική κατασκευή περί «στιγμιαίου αδικήματος» άφησε παντελώς ατιμώρητα ν’ απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους.
Την επιβίωση του μύθου διευκολύνει η χαώδης διαφορά του τότε με το σήμερα, όσον αφορά τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης για παρόμοια ζητήματα. Επί χούντας η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική (κι αυστηρά προπαγανδιστική), ενώ ο Τύπος περνούσε από δρακόντεια λογοκρισία. Οποιαδήποτε έρευνα ή ακόμη και νύξη για κρατικά σκάνδαλα ήταν απλά αδιανόητη. χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» (24.5.74), όταν η δικτατορία Ιωαννίδη δημοσιοποίησε το (παπαδοπουλικό) «σκάνδαλο των κρεάτων»: «Δεν είναι καινούρια η υπόθεση. Μήνες ολόκληρους οι φήμες οργίαζαν. Κι όμως κανείς δεν τολμούσε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλη τον ψίθυρο σε καταγγελία. Κι όσο οι φήμες απλώνονταν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους υπεύθυνους και μη, τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μήπως θίξουμε τα κακώς κείμενα. Ηταν μια ‘συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής’, χάρη και στη δρακόντεια νομοθεσία που ρυθμίζει -και συμπιέζει- την ενάσκηση του λειτουργήματός μας». Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Τύπος ξεχείλισε βέβαια από πληροφορίες για σκάνδαλα της χουντικής επταετίας. Ομως αυτά θεωρούνταν τότε -και σωστά- απλές παρωνυχίδες μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας.

Απολαβές και «ασυλία»
Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι ηγέτες της χούντας, ήταν να αυγατίσουν τα εισοδήματά τους –σε σχέση όχι μόνο με τους ώς τότε δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς τους, αλλά και με τις απολαβές της ανατραπείσας κοινοβουλευτικής «φαυλοκρατίας». Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5.10.73). Ακολούθησαν κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8.2.75). Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους, με ρυθμίσεις που κάνουν τα σημερινά κουκουλώματα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30.12.1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των …συναδέλφων τους. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής, θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα! Προϋπόθεση για την ατιμωρησία συνιστούσε, φυσικά, η επιτυχία της ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό «αλά τουρκικά». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε όμως το εγχείρημα στον αέρα, με αποτέλεσμα τον κάθετο θεσμικό διαχωρισμό της Μεταπολίτευσης απ’ το προηγούμενο καθεστώς.
Τα μαύρα κρέατα
Το μόνο σκάνδαλο που εκκαθαρίστηκε δικαστικά επί χούντας, αποκαλύφθηκε για λόγους προπαγανδιστικής «νομιμοποίησης» της ανατροπής του Παπαδόπουλου απ’ τον Ιωαννίδη. Πρόκειται για την (κυριολεκτικά δύσοσμη) «υπόθεση των κρεάτων», με βασικούς κατηγορούμενους τον πρώην υφυπουργό Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλο και το Γεν. Διευθυντή του Υπουργείου (και διορισμένο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ) Ζαφείριο Παπαμιχαλόπουλο. Το κατηγορητήριο αφορούσε ποικίλες παρανομίες, με κυριότερη τη «δωροληψία κατά συρροήν» από μεγαλεμπόρους για τη μονοπωλιακή εξασφάλιση αδειών εισαγωγής κρέατος –με αποτέλεσμα παράνομες ανατιμήσεις («καπέλα») σε βάρος των καταναλωτών. Επιμέρους πτυχή του σκανδάλου συνιστούσε η απαγόρευση διάθεσης ντόπιων ζώων, ώστε να πουληθούν τα προβληματικά κρέατα Αργεντινής που «μαύριζαν» και «δεν τάθελε ο κόσμος». Στη δίκη πρόκυψε ανάμιξη του Παττακού – αναγνώστηκε, μάλιστα, και διαταγή του (21.9.72) «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα επίμαχα προϊόντα. Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, ποινή που το 1976 μειώθηκε σε 14 μήνες. Δεν διώχθηκε, αντίθετα, για την επίδοση που τον έκανε ευρύτερα διάσημο: το «μπαλόσημο» που (φέρεται να) εισέπραττε ως γραμματέας του ΕΟΤ, με το παρατσούκλι «ο κύριος 10%». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη, γαμπρού του Μαρκεζίνη. «Φαίνεται πως συνελήφθη ο Μπαλόπουλος, πρώην του Τουρισμού, για οικονομικά σκάνδαλα και καταδιώκεται ο Παύλου, γαμπρός του Παττακού, επίσης για οικονομικά σκάνδαλα (υπόθεσις κρεάτων)», σημειώνει στις 21.1.74, για να συμπληρώσει στις 5.2: «Για τα σκάνδαλα, πιστεύει ο Μομφεράτος ότι τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσουν, διότι φοβούνται να έλθουν εις αντιθέσεις και, άλλωστε, δεν έχουν μάρτυρες να καταθέσουν». Με τη δημοσιοποίηση της δίωξης, εκτιμά τέλος «ότι κατά την δίκη θα προκύψουν και στοιχεία για άλλες υποθέσεις (ίσως σκάνδαλα στον τουρισμό κά)» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ.123, 129 & 161).
Η «νέα φαυλοκρατία»

Η δυσοσμία δεν περιοριζόταν ωστόσο στα κρέατα. Επτά μήνες μετά το πραξικόπημα, ο εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου» (και κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας) Σάββας Κωσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κοκ)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος, σ.50). Παρά τη στενή σχέση του με το καθεστώς, ο Κωσταντόπουλος διατήρησε την ίδια γνώμη μέχρι τέλους. Αναλύοντας το Δεκέμβριο του 1973 στον Καραμανλή την ανατροπή του Παπαδόπουλου, τονίζει πως «είχε υποστεί το καθεστώς και αυτός προσωπικώς ηθικήν φθοράν εις την συνείδησιν των Ενόπλων Δυνάμεων. Μεγάλην ζημίαν του έκαμε η σύζυγός του και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης, τον οποίον είχε τοποθετήσει εις την ΚΥΠ. Εκαμαν προκλητικάς ενεργείας (εντυπωσιακοί γάμοι, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημόσιαι εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξις πλούτου κλπ). Μοιραίον ρόλον έπαιξαν και οι γαμβροί ωρισμένων παραγόντων του καθεστώτος (του κ. Σ. Παττακού και άλλων). Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» (όπ.π., σ.203-5). Παρόμοια αίσθηση αναδύουν κι οι επιστολές του «γεφυροποιού» Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Καραμανλή: «κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα)» (14.10.68), «ανησυχία» του Παπαδόπουλου για «τα γύρω του σκάνδαλα, το ξεχαρβάλωμα της Διοικήσεως» (28.10.72). Ιδια γεύση και στη συνομιλία του νεαρού -τότε- πολιτικού επιστήμονα Θεόδωρου Κουλουμπή με τον παλαίμαχο μεταξικό υπουργό Ασφαλείας, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (27.8.71): «Και για το στρατό; τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν να τρίψει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπονοώντας ότι δωροδοκούνται» («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», σ.116-7). Ειδική πτυχή της «νεοφαυλοκρατίας» αποτέλεσε η ποικιλότροπη «τακτοποίηση» του συγγενικού περιβάλλοντος των δικτατόρων: * Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου. * Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών. * Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων –από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ. * Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει Γ.Γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν ‘μπον φιλέ’ γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.118). Ειδική κατηγορία σκανδάλων συνιστούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις «ημετέρων». Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δυο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29.8 και 12.9.74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ. Ενδιαφέρουσα και η εμπιστευτική ενημέρωση του Χαρίλαου Χατζηγιάννη, προσωπικού φίλου του δικτάτορα, προς τον αυλάρχη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου (25.11.70): «Αυξάνεται η επιρροή της Δέσποινας [Παπαδοπούλου], του Ρουφογάλη και του Φραγκίστα. Η Δέσποινα ανακατεύεται σε όλα και, αναμφισβήτητα, επηρεάζει τον άντρα της. Ακόμη και η κόρη της παίζει ρόλο. Μιλούν και για οικονομικά συμφέροντα. Ο Λαδάς φώναξε τον Χατζηγιάννη και του συνέστησε, φιλικά, να διαφωτίσει τον Παπαδόπουλο» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ.296).
Η Ντόλτσε Βίτα

Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε το διοικητή της ΚΥΠ: «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους κανούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6). Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89). Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες»,όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88). Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ.95). Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87). Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100). Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας: «Ενα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. ‘Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν’. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ.98).
Οι συμβάσεις
Το φιλέτο των σκανδάλων της «επταετίας» υπήρξαν ωστόσο οι μεγάλες «αναπτυξιακές» συμβάσεις της περιόδου. * Η πρώτη υπογράφηκε με την αμερικανική πολυεθνική Litton (15.5.67), για «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» (ΦΕΚ 1972/Α/88). Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει. Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε «βοηθώντας» το δημόσιο (συν κέρδος 11%) και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων (ή των δανείων) που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων. Ως «προκαταβολή», το δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια. Στην πράξη, η εταιρεία αρκέστηκε να ξεκοκκαλίζει τα ποσοστά επί των …εξόδων της: «Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο», παραδεχόταν (στις ΗΠΑ) ο υπεύθυνος του προγράμματος, «επειδή δεν έχουμε κάνει βασική επένδυση. Η επένδυση είναι το καλό μας όνομα». Τελικά η σύμβαση λύθηκε στις 15.10.69, με καταβολή από το κράτος των δαπανών της εταιρείας -συν 11%- ακόμη και κατά την …«περίοδο τερματισμού» (ΦΕΚ 1969/Α/268). Επίσημη δικαιολογία: «αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν» (Βήμα, 16.10.69). * Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας, που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) – τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει γι’ άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δε βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το δημόσιο επιβαρύνθημε με 1 ½ δις δρχ. * Ο ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διϋλιστήριο της ESSO στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972, η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201). Θερμός υποστηρικτής της χούντας, ο Πάππας πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον απ’ τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ. * Μητέρα όλων των μαχών υπήρξε ωστόσο το ντέρμπι των μεγιστάνων (Ωνάσης, Νιάρχος, Βαρδινογιάννης, Ανδρεάδης, Λάτσης κ.ά) για το 3ο διϋλιστήριο της χώρας. Ο Παπαδόπουλος τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του Ωνάση, σε βίλα του οποίου (στο Λαγονήσι) έμενε αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο Μακαρέζος υπέρ του Νιάρχου. Η σύγκρουση έφτασε στα άκρα, με απόπειρες πραξικοπημάτων κι έκτακτους ανασχηματισμούς. Τελικά ο Ωνάσης τα παράτησε, ακυρώνοντας τη «μεγαλειώδη» σύμβαση που είχε υπογράψει και παίρνοντας πίσω την εγγύησή του, το 3ο διϋλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα 4ο παραχωρήθηκε στο Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181). Μια λεπτομέρεια αυτής της τιτανομαχίας, από την εμπιστευτική ενημέρωση Χατζηγιάννη προς τον Παπάγο (25.11.70), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με βάση τα σημερινά δεδομένα: «Σε άλλο υπουργικό συμβούλιο, παραβρισκόταν ο Καρδαμάκης, ο οποίος εισηγήθηκε την αγορά μηχανημάτων από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στο πρόγραμμά της, που καθυστερούσε λόγω των δυσκολιών εκτέλεσης των συμφωνιών Ωνάση. Ο Παπαδόπουλος έλυσε μόνος του το θέμα, αποδεχόμενος την αγορά από τη μια εταιρεία».
Το «Τάμα του Εθνους»
Υπήρξε ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας: ο τέλειος συνδυασμός της επαγγελίας μιας «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων. Στις 14 Δεκεμβρίου 1968 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια –ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς το Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σύμφωνα άλλωστε με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821. Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.69 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. Για την επίβλεψή του συστήθηκε το Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Πατττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, το δήμαρχο Αθηναίων, το Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος. Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.73): «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό». Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι – μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.74). Ακόμη κι έτσι, 3.650.000 δρχ διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους». Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων. Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία» 19.1.1974), το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές, κλπ» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού δια του υπουργού Προεδρίας» («Νέα» 31.12.68). Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»! «Φαίνεται ότι ο Ναός του Σωτήρος, που πρόκειται να ανεγερθή πάνω στα Τουρκοβούνια, θα είναι απ’ τους πιο θαυματουργούς στη χώρα μας», σχολίαζαν τις επόμενες μέρες τα «Νέα» (26.1.74). «Γιατί, πριν ακόμα κτισθή, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, δαπανήθηκαν -λες από θαύμα- τα 406 εκατομμύρια δραχμές από τα 453 εκατομμύρια που είχαν τελικά συγκεντρωθεί. Πάντως κι οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. [...] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πιά, αφού ούτε καν τα σχέδια του ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξη εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθή».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Jean Meynaud «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (Αθήνα 2002, εκδ. Σαββάλας) Η σφαιρικότερη ανάλυση της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής κατά τη δεκαετία του ’60. Ο 2ος τόμος είναι αφιερωμένος στα Ιουλιανά και τη δικτατορία.
Σταύρος Ζορμπαλάς «Ο νεοφασισμός στην Ελλάδα (1967-1974)» (Αθήνα 1978, εκδ. Σύγχρονη Εποχή) Ανάλυση του δικτατορικού καθεστώτος, με έμφαση στη διαπλοκή του με το μεγάλο κεφάλαιο και τον ξένο παράγοντα. Ενδιαφέρουσα πρωτογενής τεκμηρίωση.
Δ. Μπενάς «Η εισβολή του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα» (Αθήνα 1976, εκδ. Παπαζήση) Εκτενής παρουσίαση των αμαρτωλών συμβάσεων της χούντας κι ακτινογραφία της διαπλοκής ντόπιου και ξένου κεφαλαίου κατά τη δεκαετία του ’70.
Γιώργης Κρεμμυδάς «Οι άνθρωποι της χούντας μετά τη Δικτατορία» (Αθήνα 1985, εκδ. Εξάντας) Δημοσιογραφική καταγραφή προσώπων και πραγμάτων, αποτυπώνει τις πολλαπλές ταχύτητες (και, συχνά, την πλήρη απουσία) «κάθαρσης» των συνεργατών της δικτατορίας.
Ευάγγελος Κουλουμπής «…71 …74: Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού» (Αθήνα 2002, εκδ. Πατάκη) Ημερολογιακή καταγραφή συνομιλιών και συναντήσεων του -εξ Αμερικής ορμώμενου- συγγραφέα με στελέχη, οπαδούς και αντιπάλους του καθεστώτος κατά την τελευταία τριετία του.
Ντέλλα Ρουφογάλη-Ρούνικ «Να γιατί…» (Αθήνα 2002, εκδ. Φερενίκη) Γλαφυρή αυτοβιογραφία της πάλαι ποτέ συζύγου του χουντικού αρχηγού της ΚΥΠ. Αποκαλυπτική για τον τρόπο ζωής του ηγετικού πυρήνα της χούντας, αλλά και για τη στενή διαπλοκή του με μικρούς και (κυρίως) μεγάλους καπιταλιστές.
ΠΗΓΗ: iospress.gr
periodista.gr

ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ


Πώς και γιατί έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Με συνεντεύξεις πρωταγωνιστών του και Αμερικανών παραγόντων.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ
LA DICTATURE DES COLONELES GRECS Ντοκιμαντέρ, Έγχρ., Διάρκεια: 55'
Παραγωγή: Γαλλία - Ελλάδα Σκηνοθεσία: Ροβήρος Μανθούλης
Ντοκιμαντέρ 1998

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Μονόδρομος η σύγκρουση με τους καναλάρχες

Του Ζαχαρία Ρουστάνη


Κορυφαίο «στοίχημα» για μια κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της και τη δημοκρατία

Την αποφασιστικότητά της δείχνει η κυβέρνηση, παράλληλα με το νομοσχέδιο για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, να ανοίξει συνολικά, από μηδενική βάση, τα ζητήματα των ιδιωτικών ΜΜΕ, των συσσωρευμένων οφειλών τους, των συχνοτήτων, του βασικού μετόχου, της Digea, του αριθμού των αδειών κ.ά. Η σύγκρουση για την πάταξη της διαπλοκής και την υπεράσπιση της ενημέρωσης προοιωνίζεται σκληρή και πολυμέτωπη, αλλά ως φαίνεται μονόδρομος, για μια κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της και τους βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας.

ΕΡΤ ανεξάρτητη από κράτος, κόμματα


Λίγο μετά το Πάσχα, θα εισαχθεί προς ψήφιση στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου το νομοσχέδιο για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, που «αποκαθιστά τους 2.500 απολυμένους, οι οποίοι εν μία νυκτί είδαν τα κεφάλια τους να προσφέρονται στο πιάτο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τρόικας», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Αγλαΐα Κυρίτση.

Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή υπακούει στην κεντρική απαίτηση της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας για μια δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση ανεξάρτητη από το κράτος, από τα κόμματα και άλλα κέντρα δημόσιας ή οικονομικής εξουσίας, ήδη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής έχουν ταχθεί κατά η Ν.Δ., η Χ.Α. και το ΠΑΣΟΚ, ενώ επιφυλάξεις διατύπωσαν το Ποτάμι και το ΚΚΕ.

Όπως ανέφερε η κυρία Κυρίτση, η ΕΡΤ θα υποβάλλει το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους έκθεση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στο ΕΣΡ και, επιπλέον, μέσα σε ένα τρίμηνο από τη λειτουργία της θα αποφασιστεί η «Συμφωνία Αρχών» μεταξύ Δημοσίου και ΕΡΤ, και θα συγκροτηθούν τα Συμβούλια Κοινωνικού Ελέγχου του προγράμματος σε κάθε διοικητική περιφέρεια, μέσω των οποίων η κοινωνία θα μπορεί να παρεμβαίνει.

Ο υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς, ανέφερε επίσης ότι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, προς συμμόρφωση με το άρθρο 15 παρ.2 του Συντάγματος, επιδιώκεται η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, η εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.

Θαλασσοδάνεια και διαφθορά


Παράλληλα, η κυβέρνηση δείχνει την πρόθεση να ανοίξει συνολικά, από μηδενική βάση, τα ζητήματα των ιδιωτικών ΜΜΕ, των συσσωρευμένων οφειλών τους, των συχνοτήτων, του βασικού μετόχου, της Digea, του αριθμού των αδειών.

Την περασμένη βδομάδα, ο υπουργός Επικρατείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, Παναγιώτης Νικολούδης, διαβίβασε στη Βουλή έγγραφο-«φωτιά» του αντεισαγγελέα Εφετών Παναγιώτη Αθανασίου, προς τον αναπληρωτή εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, Γαληνό Μπρη, για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με την παράνομη τραπεζική χρηματοδότηση ορισμένων ιδιοκτητών ΜΜΕ, για «τη διακρίβωση τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων οικονομικής φύσεως».

Πρόκειται για τα νέα υψηλά δάνεια, που άγγιξαν τα 150 εκατ. ευρώ και ως επί το πλείστον χορηγήθηκαν με ελάχιστες εγγυήσεις, με τα οποία «φιλοδώρησαν» οι ελληνικές τράπεζες τους τέσσερις μεγάλους ομίλους ΜΜΕ την τελευταία εξαετία της κρίσης, μη εξυπηρετούμενα. Ήδη ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης έχει δεσμευτεί ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει στον έλεγχο όλων των δανειακών συμβάσεων με υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενημέρωσης, παρά τη σκανδαλώδη επίσης άρνηση της Τράπεζας της Ελλάδος να διαβιβάσει στη Βουλή οποιαδήποτε ουσιαστική πληροφόρηση για αυτό το θέμα επικαλούμενη το «υπηρεσιακό-επαγγελματικό απόρρητο».

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και τη διαφθορά, καθώς και να σταματήσει την προνομιακή αντιμετώπιση -εκ μέρους των τραπεζών- των επιχειρήσεων στο χώρο της ενημέρωσης» και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει κατευθυντήρια οδηγία της κυβέρνησης προς τις τράπεζες να μη δίνονται πλέον δάνεια σε επιχειρήσεις ΜΜΕ άνευ προϋποθέσεων και εξασφαλίσεων». Μόνο οι τέσσερις όμιλοι, ΔΟΛ, Πήγασος, Τηλέτυπος και Καθημερινή, χρωστούν πάνω 517 εκατ. ευρώ στις τράπεζες, εισπράττοντας τα περισσότερα νέα δάνεια κατά τη διάρκεια του μνημονίου, ενώ στο μεσοδιάστημα προχωρούσαν σε μαζικές απολύσεις (συνολικά 2.220 εργαζόμενοι) και παρουσίαζαν 500 εκατ. ευρώ απώλειες εσόδων.

Η διαπλοκή και τα οφειλόμενα


Την περασμένη βδομάδα δημοσιεύθηκε στη Διαύγεια η απόφαση του υπουργού Επικρατείας, Νίκου Παππά, με την οποία καλεί τα κανάλια εθνικής εμβέλειας να καταβάλουν τα ποσά που χρωστάνε για τη χρήση των συχνοτήτων. Το συνολικό οφειλόμενο ποσό φτάνει τα 40 εκατ. ευρώ και είναι άμεσα απαιτητό από τα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, αλλά και τα συνδρομητικά κανάλια. Πρόκειται για το τέλος του 2% που έπρεπε να καταβάλουν με βάση τον τζίρο τους από το 2010 ώς σήμερα τα κανάλια, αλλά οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν έκαναν απαιτητά. Από τα οφειλόμενα 40 εκατ., τα 24 είναι των καναλιών, ενώ τα υπόλοιπα 16 των OTE TV και Forthnet.

Επίσης, μιλώντας στη Βουλή την Τρίτη ο υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Βούτσης, κατέστησε σαφές ότι το κεφάλαιο «νέο ψηφιακό τοπίο» ανοίγει, καθώς πεποίθηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι πως την προηγούμενη πενταετία «στήθηκε η πιο χοντρή διαπλοκή για να παγιωθεί το νέο μιντιακό τοπίο» και συμπλήρωσε ότι αναφερόμαστε σε «ένα διάλογο που δεν έγινε ποτέ. Και όποτε έγινε, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα της διαπλοκής και ως εκ τούτου δεν εφαρμόστηκε τίποτα».

Ο υπουργός υπογράμμισε, επίσης, ότι θα πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις και τι θα γίνει με την Digea, γιατί «υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της προηγούμενης περιόδου. Σκάνδαλο πατεντάτο. Έχει το βασικό ασυμβίβαστο. Διότι ο πάροχος προγράμματος είναι και αυτός που κάνει το κουμάντο σε σχέση με αυτόν που δίνει και μοιράζει τις συχνότητες. Είναι ίδιοι. Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει».

Ο κ. Βούτσης κάλεσε μάλιστα όλες τις πλευρές να αναρωτηθούν γιατί το ΕΣΡ έμεινε το ίδιο και σε πλήρη αδυναμία επί σειρά ετών να παρέμβει. Την εποχή, δηλαδή, «που παιζόταν το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη. Αυτή η υπόθεση είναι ένα από τα βασικά σημεία που στήθηκε η χοντρή διαπλοκή για να περάσει η νέα μιντιακή εποχή την προηγούμενη πενταετία». Παράλληλα, ο ίδιος υπογράμμισε ότι ακόμα και το «μαύρο» της ΕΡΤ, «ήταν ένα μεγάλο δώρο, ένα μέρος ενός deal που έγινε με τα ιδιωτικά κανάλια. Διότι τότε αποσαφηνιζόταν το ψηφιακό τοπίο και η ΕΡΤ είχε, με δαπανηρότατες εγκαταστάσεις, αποκτήσει πολύ καλό εξοπλισμό και για το HD και για να μπορέσει να μπει ως πάροχος σε αυτή τη νέα εποχή».

Οι σχέσεις συναλλαγής της πολιτικής εξουσίας με τα συστημικά ΜΜΕ είναι, στη συνείδηση του ελληνικού λαού, «φως φανάρι». Ο ίδιος αυτός λαός έχει γίνει αποδέκτης πολλών μηνυμάτων για το «τέλος της διαπλοκής», και θυμάται πολύ καθαρά εκείνη την καραμανλική δήθεν σύγκρουση με τους «νταβατζήδες». Αυτός είναι και ο λόγος που περιμένει έργα και όχι λόγια από τη σημερινή κυβέρνηση. Μέχρι να τα δει, είναι προφανές ότι θα στέκεται επιφυλακτικός. Τα μηνύματα και οι πράξεις πρέπει να είναι άμεσα. Το ίδιο και η κυβερνητική πρόσκληση προς την κοινωνία να υποστηρίξει ενεργά, προς όφελος της δημοκρατίας, αυτή την τόσο αναγκαία σύγκρουση.

  Από τον Δρόμο της Αριστεράς

Ιγνατίου: Στόχος ζωής του Σόιμπλε το κυνηγητό του ελληνικού λαού

Τα κάθε άλλο παρά… κολακευτικά συμπεράσματά του για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε καταγράφει ο Μιχάλης Ιγνατίου με το σημερινό άρθρο του στο “Έθνος της Κυριακής”.

Ο καλός δημοσιογράφος αναφέρεται στις ομιλίες του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών καθώς και τις συνεντεύξεις του σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων τα εξής:
“Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών δεν θα επιτρέψει καμία συμφωνία με την Ελλάδα, που δεν θα ταπεινώνει την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά ο ο Σόιμπλε έχει θέσει στόχο ζωής το κυνηγητό εναντίον της χώρας μας και του λαού της”.
πηγή: ysterografa

Υπό αμφισβήτηση η παραχώρηση τηλεοπτικών συχνοτήτων στην Digea



Από το TVXS

Τη νομιμότητα της διαδικασίας κάτω από την οποία παραχωρήθηκαν οι τηλεοπτικές συχνότητες στην Digea αμφισβητεί η κυβέρνηση, με επιστολή που απέστειλε στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) ο υπουργός αναπληρωτής Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων Χρήστος Σπίρτζης.

Στην επιστολή ο Χρήστος Σπίρτζης ζητά εξηγήσεις για τη χορήγηση Δικαιωμάτων Χρήσης Ραδιοσυχνοτήτων Επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής, θέτοντας 13 ερωτήματα. Μεταξύ άλλων ζητά να απαντήσεις γιατί δεν αποκλείστηκε η Digea που είναι και πάροχος περιεχομένου,γιατί δεν κατέπεσε ο διαγωνισμός αφού μετείχε μόνο μια εταιρεία, γιατί έγινε αναθεώρηση του τεχνοοικονομικού μοντέλου της προκήρυξης μετά την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης των συχνοτήτων στη Digea, βάσει ποιού χάρτη προκηρύχθηκαν οι ψηφιακές συχνότητες και γιατί αναθεωρήθηκε η αρχική μελέτη.

Τα βασικότερα ερωτήματα είναι τα εξής:

- Ερώτηση με αριθμό 1: Για ποιο λόγο, βάσει ποια απόφασης και με ποιο αιτιολογικό υπήρξε πρόοδος της διαγωνιστικήςδιαδικασίας και ολοκλήρωση αυτής με κατακυρωτική απόφαση (ΑΠ 706/4/6-2-2014) παρά το γεγονός της συμμετοχής μιας και μόνο διαγωνιζόμενης εταιρείας στο συγκεκριμένο διαγωνισμό.

- Ερώτηση με αριθμό 2: Για ποιους λόγους δεν έγινε χρήση του άρθρου 6.2.3 της Προκήρυξης (προεπιλογή) για αποκλεισμό συμμετοχής της συγκεκριμένης διαγωνιζόμενης με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την εθνική ασφάλεια με δεδομένο ότι το άρθρο 80 παρ. 1 εδαφ. στ του ν.4070/2012 «απαγορεύει» ο πάροχος δικτύου να είναι και πάροχος περιεχομένου.

- Ερώτηση με αριθμό 5: Με ποια διάταξη νόμου, κανονιστικής ή άλλης πράξεως κ.λ.π. προβλεπόταν η αρμοδιότητά σας, μετά την κατακύρωση και υπογραφή της από 7-2-2014 σύμβασης να εκδώσετε κατά σειρά τις με αρ. 716-007/17-6-2014 (ΦΕΚ Β΄1587/2014) αρ.716-003/25-6-2014 (ΦΕΚΒ/1693/2014) και 707/2/24-6-2014 (ΦΕΚ Β ΄1676/2014) αποφάσεις σας, με τις οποίες δεν καθορίζατε μόνο τα ΑΟΤ (ανώτατα όρια τιμών) σύμφωνα με το άρθρο 9 της Προκήρυξης αλλά αναθεωρήσατε το τεχνοοικονομικό μοντέλο του παραρτήματος Ε4 αυτής;

- Ερώτηση με αριθμό 7: Κατά πόσον οι χρόνοι υλοποίησης του χρονοδιαγράμματος της προκηρυσσόμενης υπηρεσίας αποτελούσαν εύλογους χρόνους για τη διασφάλιση επαρκούς ανταγωνισμού και διαφάνειας της διαδικασίας, κατά θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου για την ισοδύναμη πρόσβαση όλων των διαγωνιζόμενων στις διαγωνιστικές διαδικασίες, αποφυγή όρων αποτρεπτικών συμμετοχής και άνισης/διακριτικής μεταχείρισης μη λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας;

- Ερώτηση με αριθμό 9: Τους λόγους για τους οποίους προχωρήσατε στη διαγωνιστική διαδικασία βάσει της ΚΥΑ με αρ. 42008/5-10-2012 «Χάρτης Συχνοτήτων Επίγειας Ψηφιακής ευρυεκπομπής τηλεοπτικού σήματος» ΦΕΚ 2704/Β/5-10-2012, για καθολική κάλυψη 95% του πληθυσμού, όταν εκ των όρων του διαγωνισμού ζητείτο κάλυψη 98% δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο «λευκές» περιοχές που έπρεπε να καλυφθούν επιβαρύνοντας υποχρεωτικά τους ΟΤΑ;

- Ερώτηση με αριθμό 10: Βάσει ποιου χάρτη συχνοτήτων προκηρύχθηκε η συγκεκριμένη δημοπρασία; Σε ποια μελέτη στηρίχθηκε ο χάρτης συχνοτήτων, πότε ανατέθηκε και εκπονήθηκε η συγκεκριμένη μελέτη, από ποιόν μελετητή και με ποια διαδικασία ανατέθηκε η μελέτη αυτή;

«Ας αφήσουμε το λαϊκισμό και τη δημαγωγία. Για ανθρώπινες ζωές μιλάμε...»

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει άμεσα να αναλάβει τις ευθύνες της, απέναντι -κυρίως- στα κύματα των απεγνωσμένων προσφύγων,αλλά και απέναντι στις Ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου που τους υποδέχονται». Αυτό αναφέρει σε δήλωσή του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης σχετικά με την νέα πολύνεκρη τραγωδία στη Μεσόγειο όταν αλιευτικό σκάφος που μετέφερε περίπου 700 ανθρώπους ανετράπη τη νύχτα του Σαββάτου στα ανοιχτά της Λιβύης.
«Η νέα εκατόμβη προσφύγων στα ανοιχτά της Λαμπεντούζα», προσέθεσε ο εκπροσωπος, «μας συγκλονίζει όλους. Η Μεσόγειος, από θάλασσα-δίαυλος των πολιτισμών, έχει μετατραπεί σε υγρό τάφο για χιλιάδες ψυχές που επιχειρούν να ξεφύγουν από τις φλόγες του πολέμου. Αυτές τις κρίσιμες ώρες, που μαζί με τις ζωές κινδυνεύει να χαθεί και η ανθρωπιά μας, απαιτούνται πράξεις και όχι ωραία λόγια».
Στη δηλωσή του ο Σακελλαρίδης καταλήγει: «Η νέα τραγωδία της Λαμπεντούζα εκθέτει ανεπανόρθωτα τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που διατύπωσαν τον απαράδεκτο ισχυρισμό ότι υπεύθυνη για το.. 
προσφυγικό κύμα είναι η ελληνική κυβέρνηση. Το προσφυγικό είναι διεθνές ανθρωπιστικό ζήτημα που δεν μπορεί να επιλυθεί με κραυγές. Ας αφήσουμε λοιπόν το λαϊκισμό και τη δημαγωγία. Για ανθρώπινες ζωές μιλάμε».



zoornalistas