ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Γιατί δε θέλουν τη νεολαία στο σχολείο: Μια σύντομη απάντηση στον υπουργό Παιδείας

Γιώργος Καλημερίδης
Το 1947, ο τότε καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων (ΧΑΝ) και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών επί χούντας, Αμίλκας Αλιβιζάτος, έγραφε σε σχέση με τα τότε προβλήματα της “εθνικής μας παιδείας” ότι: “Η δημοτική και μέση εκπαίδευσις απολύτως πανεπιστημιακά προσανατολισμένη προητοίμαζε τη μαθητιώσαν νεολαίαν αποκλειστικώς δια το Πανεπιστήμιον, και τούτο επέμεινεν η μόνη ελπίς (επαγγελματική ελπίς) δια την σπουδάζουσαν νεολαίαν μας επί δημιουργία αφορήτου πληθωρισμού επιστημόνων δευτέρας και τρίτης ποιότητος”.1
Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος, με άρθρο του στα “Νέα” (21.12.2013) με το τίτλο “Το μεγάλο στοίχημα της εκπαίδευσης”, συνεχίζει τους προβληματισμούς του Αλιβιζάτου, ενός από τους βασικούς ιδεολογικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, γράφοντας: “Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, το όνειρο σχεδόν κάθε οικογένειας ήταν η εισαγωγή των παιδιών της στο Πανεπιστήμιο, και πολλές φορές, η μετέπειτα πρόσληψη στο δημόσιο τομέα (..) Δεν μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε να «παράγουμε» ανέργους πτυχιούχους, τη στιγμή που επαγγελματικοί κλάδοι ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Η υπεραπαραγωγή επιστημόνων, το υπερτροφικό Πανεπιστήμιο, η πτώση της ποιότητάς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω μαζικοποίησής της και η έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού στη μέση εκπαίδευση είναι επιχειρήματα που καταγράφονται σε όλη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης τουλάχιστον από τα μέσα του 19ο αιώνα και μετά2. Τα συγκεκριμένα ιδεολογήματα ουδέποτε ασφαλώς αθώα και ουδέτερα ήταν. Στην πραγματικότητα το διακύβευμα τους ήταν πάντα πολιτικό και σχετιζόταν άμεσα με την προσπάθεια μετασχηματισμού ή εμπέδωσης, από την πλευρά της εκάστοτε αστικής πολιτικής εξουσίας, μιας ιδιαίτερης σχέσης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων με τη γνώση και την απασχόληση.
Πίσω από τις γενικές αναφορές στην οικονομική ανάκαμψη κρύβονταν οι ουσιαστικές πολιτικές στοχεύσεις της άρχουσας τάξης: η προώθηση μιας αριστοκρατικής αντίληψης για το σχολείο (μικρή αλλά “ποιοτική” μέση και ανώτερη εκπαίδευση), η νομιμοποίηση νέων εξεταστικών τεχνολογιών που αναπόφευκτα συνόδευαν τη σχετική συζήτηση, η επικύρωση των μορφωτικών ανισοτήτων ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των φυσικών κλίσεων και προδιαθέσεων των μεμονωμένων ατόμων και η δικαίωση του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και του διαχωρισμού διανοητικής–χειρωνακτικής εργασίας, μέσω φαινομενικά αντικειμενικών εξεταστικών δοκιμασιών ή ατομικών επιλογών. Ο σημερινός υπουργός Παιδείας είναι σε αυτό το σημείο αποκαλυπτικός, αν και ιστορικά καθόλου πρωτότυπος: “Το νέο ΕΠΑ.Λ. καλείται να αποτελέσει μια εναλλακτική εκπαιδευτική διαδρομή του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για όσους μαθητές επιθυμούν ένα διαφορετικό τύπο σχολείου, στο οποίο θα μπορούν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους”.
Θα ήταν χρήσιμο ασφαλώς να μας εξηγήσει ο υπουργός γιατί τα “παιδιά που δε θέλουν να συνεχίσουν την τυπική μεταγυμνασιακή εκπαίδευση” προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την εργατική τάξη; Ή αντίστοιχα γιατί οι γόνοι της αστικής τάξης και των διάφορων μεσοαστικών στρωμάτων δεν έχουν αυτή τη φυσική κλίση προς πιο “πρακτικές” μορφές εκπαίδευσης; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καθόλου ρητορικά, αλλά ουσιαστικά για την τρέχουσα εκπαιδευτική αντιπαράθεση. Το ζήτημα της πρόσβασης στη μόρφωση, όπως μας διδάσκει η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, ήταν πάντα και παραμένει ασφαλώς, ένα βαθύτατα ταξικό ζήτημα. Οι κλίσεις και οι προδιαθέσεις των μεμονωμένων ατόμων διαμορφώνονται μέσα στο συγκεκριμένο, κάθε φορά, πλαίσιο των αστικών σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Ας μη γελιόμαστε, επομένως, η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε μια ατελείωτη ειδική οικονομική ζώνη απαιτούν και προϋποθέτουν την ενδυνάμωση της ταξικής επιλογής στην εκπαίδευση και την επανεπικύρωση, με δυσμενέστερους για την εργατική τάξη όρους, των κοινωνικών ιεραρχήσεων στο πεδίο του σχολείου. Οι ιδεολογίες της “κοινωνίας της γνώσης” και η καθολική πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση λόγω “πληροφορικής επανάστασης” δυστυχώς μας τελείωσαν, λόγω καπιταλιστικής κρίσης, άρα πρέπει να επιστρέψουμε στην παλιά αριστοκρατική αντίληψη για την δημόσια εκπαίδευση: “κάθε κοινωνική τάξη, το σχολείο της”. Εδώ συναντιέται αναπόφευκτα ο κύριος Αρβανιτόπουλος με τον Αμίλκα Αλιβιζάτο.
Θα περίμενε κάποιος ότι ένας υπουργός που πριν μερικούς μήνες διάλυσε ουσιαστικά το υπάρχον τεχνικό-επαγγελματικό δίκτυο εκπαίδευσης, στέλνοντας στη διαθεσιμότητα 2.500 εκπαιδευτικούς να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Η νέα ωστόσο μνημονιακή ηγεσία του υπουργείο Παιδείας δεν έχει τέτοιους ενδοιασμούς και δηλώνει με τρομερή άνεση ότι υπάρχουν “επαγγελματικοί κλάδοι που ζητούν σήμερα επιτακτικά ανθρώπινο δυναμικό ή αναμένεται να ζητήσουν στα επόμενα χρόνια, στα χρόνια της ανάκαμψης”.
Ζητούν τώρα επιτακτικά ή αναμένουμε να ζητήσουν; Αφήνουμε στην άκρη τους λεκτικούς ακροβατισμούς και την έλλειψη σαφήνειας στη διατύπωση, απαράδεκτο ελάττωμα προφανώς για πρώην πανεπιστημιακό που θέλει να αξιολογήσει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και πληροφορούμε τον υπουργό Παιδείας ότι το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα πλησιάζει, αν δεν έχει ξεπεράσει το 60% και ότι σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ το 16,9% των νέων έως 24 ετών δε βρίσκεται ούτε στην απασχόληση, ούτε στην εκπαίδευση ή κατάρτιση. H Ελλάδα τοποθετείται στις πρώτες θέσεις εντός της «ΕΕ των 28» αναφορικά με τους NEETs (young people not in education, employment or training), όπου με τον όρο NEETs, περιγράφεται ο νεανικός πληθυσμός μίας χώρας, ηλικίας 15 έως 24 ετών, που απέχει από κάθε διαδικασία εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, δηλαδή είναι «απών» από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους. Η ελληνική νεολαία βιώνει συνεπώς τον καιάδα του μορφωτικού και εργασιακού αποκλεισμού.
Με αυτή την εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα θέλει, ουσιαστικά, να “παίξει” ο υπουργός Παιδείας, καλλιεργώντας τη ψευδαίσθηση ότι η νεανική ανεργία οφείλεται στην έλλειψη σύνδεσης της εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου. Διαφορετικά διατυπωμένο, η νεανική ανεργία είναι για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και των συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών , αλλά της έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από την πλευρά των ανέργων. Μόλις αποκατασταθεί αυτή η αναντιστοιχία εκπαίδευσης – καπιταλιστικής οικονομίας, η αναπτυξιακή δυναμική θα επανέλθει στο φυσικό της δυναμισμό. Το δάχτυλο της εξουσίας στοχοποιεί τα θύματα και δικαιώνει ιδεολογικά τους θύτες.
Η σημερινή προώθηση της μαθητείας δεν σχετίζεται, όμως, με το δικαίωμα στην απασχόληση. Επιδιώκει να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τη νέα γενιά των αποκλεισμένων δεκαεξάχρονων στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, χωρίς κανένα σοβαρό παιδαγωγικό πρόσχημα, τροφοδοτώντας την αγορά εργασίας με φτηνό εργατικό δυναμικό και αποσταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης και της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο ιδεολογικός έλεγχος της νέας εργατικής δύναμης είναι ο στόχος και όχι η αποκατάσταση των προ κρίσης επιπέδων απασχόλησης. Χωρίς ασφαλώς να ξεχνάμε ότι η κατάρτιση είναι πάντα και μια αξιόλογη αγορά για τις διάφορες ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις. Ο κύριος υπουργός γνωρίζει πολύ καλά τον εκπαιδευτικό όμιλο “Ακμή” και όχι μόνο .
Η ηγεσία του υπουργείο Παιδείας θέλει να πιστεύει ότι τόσο εύκολα θα τελειώσει με τη νέα γενιά της εργατικής τάξης. Εμείς εκτιμούμε ότι από εδώ θα ξεπηδήσουν οι “νεκροθάφτες της αστικής αθλιότητας” που θα ανοίξουν ένα μεγάλο παράθυρο ελπίδας για όλη την ελληνική κοινωνία. Ας μη βιάζονται επομένως, το μέλλον διαρκεί πολύ...
1. Αλέξης Δημαράς (2005) “Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε” τόμος β. Εκδ. Εστία.
2. Ενδεικτικά οι εξαιρετικές εργασίες του Χ. Νούτσου “Προτείνω την απόλυσιν” εκδ. Βιβλιόραμα και “Ιδεολογία και Εκπαιδευτική Πολιτική” εκδ. Θεμέλιο.
aristeroblog

Αυταρχικές απολήξεις του αντιαυταρχικού σχολείου

Toυ Μάκη Κουζέλη

Στο ερώτημα «τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας», η απάντησή μου, άχαρα διατυπωμένη, θα ήταν ότι δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, αν πολίτης είναι το αναγνωρισμένο ως τέτοιο υποκείμενο των διαδικασιών που διαμορφώνουν την πολιτική ύπαρξη της κοινωνίας. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, γιατί δεν εξασφαλίζει τις μορφωτικές προϋποθέσεις συγκρότησης αυτού του υποκειμένου. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες γιατί δεν καλλιεργεί κρίση, διαλεκτική, αναστοχασμό, γιατί δεν δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στη συμμετοχή, στην αμοιβαία δέσμευση, την ευθύνη, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, γιατί ο τρόπος οργάνωσής του δεν είναι συμβατός με την αρχή της αυτονομίας.

Το «θεωρητικό πλαίσιο»


Η νεωτερική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, ο καπιταλισμός, αποφεύγει πάντα –και πάντα στο όριο της αυτοαναίρεσής του– να δώσει πλήρη υπόσταση στον λαό, στον λαό που απαιτεί, έστω και ως νομιμοποιητικό μύθο, το κοινωνικό συμβόλαιο. Εδώ έγκειται άλλωστε η αντιφατική σχέση αυτής της μορφής κοινωνικής οργάνωσης με την πολιτική της προϋπόθεση, τη δημοκρατία. Ο λαός στο προσκήνιο, ο λαός κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, μόνο ως χειραγωγούμενη μάζα μπορεί να γίνει ανεκτός. Αναγκασμένη να αρνείται την πλήρη συγκρότηση του λαού σε κυρίαρχο, η νεωτερική κοινωνία αποκλείει και την άλλη, την ατομική μορφή ύπαρξής του: τον πολίτη.

Σήμερα, άλλωστε, έχουν αρθεί ή συστηματικά συρρικνωθεί οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις άσκησης της ιδιότητας του πολίτη. Έχει αδρανοποιηθεί ο δημόσιος χώρος, που αποτελεί απαραίτητο όρο πραγμάτωσής της. Ψευδο-δημοσιότητα έχει απομείνει, αλλά κι αυτός ακόμα ο υποτυπώδης δημόσιος χώρος όχι μόνο ιδιωτικοποιείται μα και υπάγεται σε πειθαρχικές ρυθμίσεις πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Αν όμως δεν υπάρχουν οι όροι για την άρθρωση της κατά Καντ στοιχειώδους ελευθερίας, που αποτελεί τον όρο ύπαρξης του διαφωτισμού, δηλαδή της δημόσιας χρήσης του λόγου, της λογικής δύναμης, τότε δεν υφίσταται και η προϋπόθεση συγκρότησης του κοινωνικού υποκειμένου πολίτης.

Πώς να διαμορφώσει, να μορφώσει επομένως τέτοια υποκείμενα το σχολείο; Πώς να καλλιεργήσει τη λογική και κριτική δύναμη όταν αυτή, για να ασκηθεί και επομένως να υπάρξει στην κοινωνία, απαιτεί συνθήκες που ποτέ δεν πληρούνται; Πώς να διδάξει τη συμμετοχή στην εξουσία, στον κυρίαρχο, όταν η ενεργοποίησή της συστηματικά αναστέλλεται, όταν συμμόρφωση και ετερονομία αποτελούν όρους κοινωνικής επιβίωσης της ατομικότητας;
***
Πολίτης, μας λέει ήδη ο Ρουσσώ, είναι η εξατομικευμένη μορφή ύπαρξης του πολιτικού υποκειμένου λαός· και πρέπει διευκρινιστικά να προσθέσουμε αυτό που υπονοείται: σε καθεστώς δημοκρατίας. Αν επομένως μιλάμε για τη συγκρότηση πολιτών από το σχολείο, αναφερόμαστε σε ιδιότητες δημοκρατικές, σε πτυχές ενός ανθρωπολογικού τύπου που ακριβώς προσδιορίζεται από τη δημοκρατική του μορφή. Αναφερόμαστε δηλαδή σε ό,τι χαρακτηρολογικά εγκαθίσταται στον αντίποδα του αυταρχικού — για να χρησιμοποιήσω ένα ζεύγος προερχόμενο από οικεία θεωρητική παράδοση. Υποστηρίζοντας ότι το σχολείο μας δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες εννοούσα πως δεν καλλιεργεί στον απαιτούμενο βαθμό δημοκρατικές ιδιότητες, πως επιβεβαιώνει και καθιστά κανονικότητα τον περιρρέοντα αυταρχισμό, πως μορφώνει προσωπικότητες ευάλωτες στην πίεση των δεδομένων, του «έτσι έχουν τα πράγματα».

Η αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου

Τι κάνει, λοιπόν, το σχολείο ώστε να μη διαμορφώνει υποκείμενα ικανά να δράσουν ως πολίτες; Αρχίζω με την αναγκαία απόρριψη της συνήθους παρερμηνείας: αν το σημερινό ελληνικό σχολείο φτιάχνει προσωπικότητες επιρρεπείς στον αυταρχισμό και σε εκδοχές ακραίου εθνοκεντρισμού, αυτό δεν οφείλεται στον αυταρχικό χαρακτήρα της παρεχόμενης αγωγής. Το σχολείο είναι, τόσο ως προς τον χαρακτήρα του μορφωτικού του προϊόντος όσο και ως προς τις κοινωνικές επιταγές που εγγράφονται στο εσωτερικό του, αυταρχικό, δίχως να χρησιμοποιεί ενεργά αυταρχικές μεθόδους — ακριβέστερα, προσδιορίζεται από μια παιδαγωγική της μη δεσμευτικότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και αντιαυταρχική.

Το σχολείο, σε σχέση με τον αυταρχισμό, λιγότερο κάνει κάτι και περισσότερο απέχει από κάτι που θα έπρεπε να κάνει. Απέχει από τον ρόλο που του αποδίδεται κοινωνικά, να καλύψει δηλαδή το κενό της γονεϊκής αυθεντίας, το κενό που επέβαλε η ριζική μεταβολή, ας την πούμε «εκσυγχρονισμό», της ελληνικής οικογένειας. Και απέχει διπλά, γιατί αφαίρεσε από τους μαθητές και την εμβληματική μορφή του δασκάλου. Με εξαιρέσεις βεβαίως, βιογραφικά πολύτιμες και ατομικά αποφασιστικές, ο σημερινός εκπαιδευτικός δεν οικοδομεί σχέσεις αυθεντίας με τους μαθητές του, σχέσεις δηλαδή έλλογα αναγνωρισμένης και επομένως αποδεκτής εξάρτησης, δεν εκπροσωπεί γι’ αυτούς μια υπέρτερη αυθεντία του σχολείου, της εκπαίδευσης ή της γνώσης.

Ξέρουμε, από τις πιο μελανές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, πόσο εύκολα η απουσία προσώπων με τα οποία μπορούν οι νέοι να συνδεθούν αυθεντικά αναπληρώνεται με την προβολική αναγνώριση δήθεν αυθεντιών, με την υπαγωγή σε φορείς απόλυτης εξουσίας, με την αναζήτηση προστασίας και αποδοχής σε κοινότητες ολοκληρωτικής υποταγής. Οτιδήποτε συνέβαλε στην απαξίωση του σχολείου τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε και σε αυτή την κατεύθυνση: από τη φροντιστηριακή διάλυση της τρίτης λυκείου έως την αδιαφοροποίητη άρνηση της αξιολόγησης.

Εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας

Τι αντιτάσσει ιδρυτικά ο θεσμός του σχολείου στην κοινωνική πίεση, στην κοινωνικά εγγενή τάση εξουδετέρωσης της διαφωτιστικής του αποστολής, της αποστολής δηλαδή μόρφωσης πολιτών; Την παιδαγωγική σχέση. Την παιδαγωγική ως αυθεντική σχέση αμοιβαίας αναγνώρισης υποκειμένων, αλλά και ως σχέση η οποία οικοδομείται πάνω στους δύο άξονες που αποτελούν την πολιτισμική προϋπόθεση της κατάκτησης της γνώσης. Κι οι άξονες αυτοί είναι –μεταφέρω από τον Χορκχάιμερ– εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας, αν όχι απόλαυση. Οι ίδιοι δυο άξονες που μπορεί η εκπαίδευση να αντιπαραθέσει στη γοητεία της αυταρχικής βαρβαρότητας, το αντίδοτο στον φθόνο που τροφοδοτείται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την άνιση ιδιοκτησία, το κυνήγι του ιδίου συμφέροντος και την εμμονή στην κατανάλωση, τον φθόνο που εύκολα επενδύεται σε μνησικακία, στην τροφή του φασισμού.

Δεν χρειάζεται νομίζω να το τεκμηριώσω: αν το σχολείο μας επιβεβαιώνει και τροφοδοτεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυταρχισμού και καλλιεργεί λειψά την ιδιότητα «πολίτης», αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί ούτε ευκαιρίες αυθεντικής εμπειρίας ούτε ευκαιρίες εκμάθησης της ευτυχίας προσφέρει, τουλάχιστον συστηματικά. Αν η κουλτούρα και το γούστο, η καλαισθητική κρίση, προέρχονται ετυμολογικά και ιστορικά από την καλλιέργεια και τη δοκιμή του κρασιού, τότε πράγματι πολύ λίγα έχουν απομείνει στο σύγχρονό μας σχολείο που να θυμίζουν τη μύηση στην απόλαυση, έστω της γνώσης.

Η παιδαγωγική σχέση οικοδομείται, όπως μας λέει όλη η διαφωτιστική παράδοση, για να αρθεί. Πρόκειται για μια έλλογη εξάρτηση που προετοιμάζει τη χειραφέτηση, τον πολίτη, ακριβώς γι’ αυτό στηρίζεται στο εύρος των εμπειριών και την ικανότητα ευτυχίας. Εδώ δεν χωρά καμιά καθυστέρηση, καμιά έκπτωση, κανένας μετριασμός. Αυτονομία είναι ο στόχος της αγωγής, αυτό σημαίνει πολίτης και δημοκρατία. Και μάλιστα αυτονομία που ορίζεται ως ικανότητα ανεξάρτητης κρίσης. Σημειώνει ο Αντόρνο σε ένα κείμενο του 1966 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αγωγή μετά το Άουσβιτς»: «Η μόνη πραγματική δύναμη ενάντια στην αρχή του Άουσβιτς θα ήταν η αυτονομία, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Καντ· η δύναμη για αναστοχασμό, για αυτοδιάθεση, για μη συμπόρευση». Μόνο η αυτονομία μπορεί να αναχαιτίσει τη δυναμική της δυσφορίας προς τον πολιτισμό, που, σε περιβάλλον κλειστών οριζόντων και λογικά μη ελέγξιμων περιορισμών, μετατρέπεται σε οργή, σε μίσος κατά του πολιτισμού. Μίσος για τον πολιτισμό, μίσος για τη δημοκρατία.

Αναστοχασμός λοιπόν κι όχι αξίες· διερεύνηση και όχι αποδοχή· αναζήτηση και όχι αναπαραγωγή· αμφιβολία και όχι συμμόρφωση: αρχές διδακτικές, αρχές επιστημολογικές αλλά και άμεσα πολιτικές, αρχές που δύσκολα συμβιβάζονται με ό,τι έγινε, με ό,τι το κάναμε το σχολείο «μας». Να σταθώ σε αυτό το «μας».

Μιλώντας για την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολικού μηχανισμού, ξεχνάμε συχνά πως η πιο κρίσιμη επιρροή δεν είναι του σχολείου επί της κοινωνίας αλλά, αντίστροφα, η διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το σχολείο βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Είναι η ιδιαίτερη χροιά των κοινωνικών σχέσεων, η ιδιαίτερη μορφή των διαδικασιών μέσω των οποίων ασκείται εξουσία (από το κράτος, αλλά ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις), οι ιδιομορφίες του λόγου που καλείται να νομιμοποιήσει το «έτσι έχουν τα πράγματα», τα γνωρίσματα της καθημερινότητας του σύγχρονου, ελληνικού, ύστερου και νεοφιλελεύθερα οργανωμένου καπιταλισμού που προσδιορίζουν τη μορφή ή μάλλον τον τρόπο των σχολικών λειτουργιών. Προσδιορίζουν ακόμα και τις σχέσεις εντός της τάξης, τους σχηματισμούς του διαλείμματος και τη συμβολική τους, τον τρόπο απεύθυνσης και πρόσληψης της σχολικά διακινούμενης γνώσης.

Όπως λοιπόν η ελληνική κοινωνία ήταν και παινευόταν πως είναι δημοκρατική, φιλόξενη και ανοικτή, το ίδιο παινευόταν και το σχολείο, αφού άλλωστε τροφοδοτήθηκε από κινήματα και τροφοδότησε αγώνες κι αφού στηριζόταν από τη μεταπολίτευση σε ύλη και «αξίες» σύγχρονες, επιστημονικά θεμελιωμένες, εμφατικά δημοκρατικές, υποστηριγμένες από δημοκράτες εκπαιδευτικούς. Κι όμως η κοινωνία, με το που φύσηξε κρίση, αποδείχτηκε απειλητικά ρατσιστική, αντισημιτική, ολοκληρωτικών νοοτροπιών, εθνοκεντρική και τελικά αυταρχική. Και, ταυτόχρονα, είδαμε ένα σχολείο πολιορκούμενο από χρυσαυγίτες, αλλά και εκτεθειμένο σε αυταρχικές αξιώσεις.

Υπερβάλλω· τραβάω τη διαπίστωση στο πιο ακραίο συμπέρασμα για να τη δω και να τη δείξω πιο καθαρά. Γιατί, βέβαια, η πραγματική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, έχει κι άλλες όψεις, αντιφάσεις, αντιστάσεις και συγκρούσεις. Έχει τους κοινωνικούς αγώνες και τους αγώνες της εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Έχει δημοκρατικές δυνάμεις και δημοκρατικές δυναμικές, και κυρίως δεν επιτρέπει μια ερμηνεία ολοκληρωμένων και ολοκληρωτικών συνθηκών. Το ερώτημά μας όμως παραμένει, καθώς από τη μεταπολίτευση οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση είχαν δημοκρατικό πρόσημο και υλοποιούνταν σε ένα πλαίσιο που έμοιαζε φιλελεύθερο: Τι μπορεί να μην πήγε καλά, τι δεν πάει καλά στο σχολείο;

Μα ακριβώς ο υπέρτερος των ατομικών προθέσεων κοινωνικός του προσδιορισμός: η κοινωνία «αναπλαισιώνει» τον λόγο που παράγει το σχολείο, τον προδιαμορφώνει και τον ανασημασιοδοτεί σύμφωνα με τις σχέσεις που τη διέπουν.

Η εδώ και καιρό υπόκωφα αυταρχική ελληνική κοινωνία στήνει ένα αυταρχικό σχολείο και καθιστά αυταρχικά τα προϊόντα του, ανεξάρτητα ή και ενάντια στο ρητό τους περιεχόμενο: το τι κάνει η κοινωνία τη σχολική ιστορία είναι το κύριο, κι όχι το τι λέει ή δεν λέει το σχολικό βιβλίο ιστορίας, λ.χ. Ότι η εκπαίδευση είναι συντηρητικός χώρος το γνωρίζουμε: ο καλύτερος τρόπος να εξουδετερώσει κανείς το ανατρεπτικό περιεχόμενο μιας θεωρίας είναι να την κάνει σχολικό μάθημα με δεσμευτικά επιβαλλόμενες ερμηνείες. Κι αυτή ακόμα η καλοπροαίρετη εμμονή στις «αξίες», με την οποία συνήθως εκδηλώνεται ο προοδευτικός παιδαγωγικός λόγος, συχνά καταλήγει, μεταλλαγμένη, να αποπνέει κακή θεολογία, να αφήνει το ίχνος «μεγάλων ιδεών» στις οποίες θέλουμε να πιστεύουμε, να ενθρονίζει συμβολικά αντικείμενα θαυμασμού και ψευδο-συλλογικότητες, να σπρώχνει ανασφαλείς βίους σε άκριτες ταυτίσεις και εχθρότητες. Εύκολο λοιπόν να καλλιεργεί αυταρχικές προσωπικότητες το σχολείο — και θυμίζω: αυταρχικός δεν είναι αυτός που πρωταρχικά ασκεί αυθαίρετη εξουσία, αλλά αυτός που εύκολα τη δέχεται.

Η «μπαναλοποίηση» της σχολικής γνώσης

Υπάρχει ένας περιεκτικός αλλά και έντονα αφοριστικός τρόπος για να συνοψίσουμε την αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου, τη δυναμική που μπορεί να αναιρεί ρητές παιδαγωγικής και διδακτικές στοχεύσεις: το σχολείο τείνει σε εξουδετέρωση του δημοκρατικού περιεχομένου ύλης, προγραμμάτων και μεθόδων –ας μου συγχωρεθεί η εσκεμμένη κακοφωνία– διά της «μπαναλοποίησης». Καθιστώντας δηλαδή το περιεχόμενο αυτό κοινότοπο, καθιστώντας τη σχολική γνώση ένα σύνολο αδιάφορων κοινών τόπων. Δεν πρόκειται για την κοινοτοπία του κακού, αλλά για το κακό του κοινότοπου. Οποιοσδήποτε έχει μελετήσει την μετα-μεταπολιτευτική ιστορία των κοινωνικών επιστημών στη σχολική εκπαίδευση έχει διαπιστώσει τον βαθμό αδρανοποίησης του κριτικού περιεχομένου των θεωριών εντός σχολικών εγχειριδίων, στα οποία σωρεύονται απίστευτες ποσότητες αδρανούς πληροφορίας, κείμενης (δηλαδή μη ενεργού) γνώσης.

Θυμίζω τη διδακτική αρχή: τίποτα δεν μπορεί να κινητοποιήσει το απαραίτητο για τη γνώση ενδιαφέρον αν δεν μεταφραστεί σε πραγματικό για τους μαθητές προς επίλυση πρόβλημα. Παραδόξως σήμερα, που η δημοκρατία έχει καταστεί κοινωνικό ζήτημα και ζητούμενο, σήμερα που η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με προβλήματα αποκλεισμού, διακρίσεων και εξουδετέρωσης του περιεχομένου της, σήμερα που η διεκδίκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων γίνεται κρίσιμο διακύβευμα, τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα εξακολουθούν να διέπονται στο σχολείο από το καθεστώς υφιστάμενων, έστω και αξιολογικά φορτισμένων, έτοιμων κανόνων προς εμπέδωση.

Το καθεστώς αυτό δεν προσδιορίζει όμως τη δημοκρατία, ούτε (δια)μορφώνει την ιδιότητα του πολίτη. Το έλλειμμα εστιάζεται επομένως στην ενεργητική πλευρά, στο να μάθουμε (να μάθουμε εμείς και να μάθουμε τους άλλους) συμμετοχή, εξασφάλιση όρων, διαμόρφωση συνθηκών, αντιπαράθεση και κυρίως παραγωγή γνώσης κι επίγνωσης. Να μάθουμε αυτονομία και αναστοχασμό.


Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. To άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο Κρίση-μο Σεμινάριο «Τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας;», που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (Αθήνα, 15.10.2013).

[α] Πάμπλο Πικάσο, «Γυναίκα που διαβάζει», 1932

[β] Πωλ Σεζάν, «Λουόμενοι», 1906

ΘΕΩΡΗΜΑ

“Το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών...”
   Το Πυθαγόρειο αντηχούσε στ’ αυτιά του Ι. τη στιγμή που ξυπνούσε με τον ήχο του συνεπέστατου ξυπνητηριού στις 7 το πρωί. “Εντάξει, είναι λογικό μετά από μια σκατένια μέρα να βλέπεις περίεργα όνειρα. Αλλά να σου σκάει μύτη από το πουθενά ο μαθηματικός, ο κύριος Τρακλαπής και να σου απαγγέλει το Πυθαγόρειο θεώρημα πάει πολύ. Στο κάτω - κάτω έχουν περάσει γύρω στα δεκαπέντε χρόνια.”
   Αυτά σκεφτόταν Ο Ι. στο δρόμο για το μπάνιο προς αποπεράτωση των παγκοσμίως κοινών εργασιών που κάνει κανείς στο χώρο με τις δεκάδες ονομασίες. Στην πόρτα λοιπόν του καμπινέ (για να χρησιμοποιήσουμε αναγνώστη μια από τις ονομασίες) συνάντησε τον αγουροξυπνημένο συγκάτοικό του.


- Τσίου.
- Θυμάσαι τον Τρακλαπή;
 -΄Ασε μας ρε καημένε πρωινιάτικα. Πού τον θυμήθηκες το μαλάκα;
- Τον είδα στον ύπνο μου.
- Περαστικά!
   Το τελευταίο ακούστηκε ενώ ο συγκάτοικος είχε ήδη ξεκινήσει το θεάρεστο έργο του κι ενώ ο Ι. ακουμπούσε με τον δεξί ώμο της αναμονής στον τοίχο, φέρνοντας στο νου του την εικόνα του μαθηματικού: Ευθυτενής, λιγνός, ντυμένος πάντα στην τρίχα, αγέλαστος, οπαδός της σαφήνειας, της ευταξίας και πάνω απ’ όλα, υπέρμαχος φανατικός της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. “Πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι” επαναλάμβανε κάθε τόσο και απαιτούσε από τους μαθητές και τις μαθήτριες να μη σηκώνουν άτακτα το χέρι στον αέρα για να πάρουν το λόγο αλλά να ακουμπάνε τον δεξί αγ στο θρανίο και σχηματίζοντας ορθή  γωνία με το χέρι να τείνουν το δάχτυλο προς το ταβάνι. Στην περί δαχτύλου απαίτηση δεν συνάντησε ποτέ πρόβλημα διότι οι μαθητές και οι μαθήτριες που είχαν να πουν κάτι στο μάθημά του ήταν έξι συγκεκριμένα άτομα, μελετηρά και πρόθυμα “εξευρωπαϊσμένα”. Στους έξι συγκαταλεγόταν κι ο Ι. Το υπόλοιπο σώμα της αίθουσας χωριζόταν - σύμφωνα με τον καθηγητή - στους αδύναμους με ελπίδες, στους αδιάφορους και στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, δηλαδή στον ζωηρό και κατά γενική ομολογία έξυπνο συμμαθητή Στέλιο.
   Ο προφέσορας είχε βάλει πραγματικά στο μάτι τον Στέλιο και ήθελε να το καταστήσει σαφές. Εξού και η φοβερή διαπίστωση και δημόσια δήλωση κάποια μέρα ότι ο τελευταίος ανήκει στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Οι λόγοι αυτής της συμπεριφοράς του μας παρέμεναν άγνωστοι και έχρηζαν επισταμένης επιστημονικής έρευνας, αλλά ας αφήσουμε αυτό το ζήτημα προς το παρόν. Σημειώνεται πάντως ότι σ’ ένα από τα διαλείμματα της ίδιας μέρας ο Στέλιος πέρασε μπροστά από τον Τρακλαπή τραγουδώντας τη διαχρονική λαϊκή επιτυχία “αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου αμοιβαία τα αισθήματα” κλείνοντάς του το μάτι.
   Δυο - τρεις μέρες μετά, ο μέγας ατάραχος, ευθυτενής, ανέκφραστος κύριος Τρακλαπής έθεσε κάποιο ερώτημα στην τάξη. Αυτή τη φορά όμως δεν ακολούθησαν μόνο έξι άτομα την οδηγία δεξί χέρι-αγκώνας-θρανίο-ορθή γωνία-δάχτυλο-ταβάνι. Όχι. Παρών δήλωσε κι ο Στέλιος ο οποίος τη μία και μοναδική φορά που αποφάσισε να διεκδικήσει το λόγο στα μαθηματικά, έτεινε μειδιάζοντας το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού. Απλό, απλούστατο κι όμως αυτό ήταν: Αυτή η μικρή κίνηση κλόνισε σε τέτοιο βαθμό τον κόσμο του καθηγητή ώστε βάζοντας σχεδόν τα κλάματα άρχισε να ουρλιάζει κόκκινος σαν το παντζάρι “ουστ βρωμόσκυλο!”, “έξω τσογλάνι!”... Ήταν απίστευτο. Έτρεμε σύγκορμος (προς στιγμήν η τάξη τρόμαξε για την υγεία του), του έπεσε η κιμωλία απ’ το χέρι, χλώμιασε λες κι έβλεπε φάντασμα. Ο πάτος της κοινωνικής πυραμίδας αποχωρούσε από την τάξη συμβουλεύοντας τον κύριο Τρακλαπή:
“Ας είστε πιο σαφής την επόμενη φορά. Ενημερώστε ποιό δάχτυλο θέλετε σηκωμένο και αν αποκλείονται οι αριστερόχειρες. Κι ας είμαστε πιο ευπρεπείς. Θα μπορούσατε απλώς να τείνετε τον δείκτη του δεξιού σας χεριού δείχνοντας την πόρτα για να μου υποδείξετε την έξοδο. Πότε θα γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι;”
   Η παράσταση έληξε με τα χάχανα των μαθητών και μαθητριών. Η χαριστική βολή όμως ήρθε όταν το συμβούλιο καθηγητών  αντέτεινε πως ήταν υπερβολική η αξίωση του Τρακλαπή για δια παντός αποβολή του άτακτου. “Μια τριήμερη και το θέμα θεωρείται λήξαν κύριε συνάδελφε.”  Την επόμενη χρονιά ο μαθηματικός φρόντισε να μην αναλάβει το τμήμα στο οποίο βρισκόταν κι ο Στέλιος.
   Είχαν περάσει γύρω στα δέκα λεπτά. Ο συγκάτοικος βγήκε από το μέρος, ο Ι. μπήκε, τελείωσε, βγήκε από το σπίτι, έβαλε μπροστά το μηχανάκι, οδήγησε μέχρι την εταιρεία, άνοιξε την πόρτα, καλημέρισε βαριεστημένα, χάζεψε το λόφο φακέλων που τον περίμεναν για διανομή και ξαναφέρνονατς στο νου του τον Στέλιο, τον Τρακλαπή και τα θεωρήματα μουρμούρισε:

  
“το σύνολο των μηνιαίων  αποδοχών μου ισούται με το ποσό που δαπανά ο γιος του αφεντικού μου σε δύο βραδινές του εξόδους.”

από την αυτοέκδοση "συρτάρι" του π.κ. (άνοιξη 2012)
 epipros.blogspot

Θερμαινόμενες πισίνες

Τούτη δω η κυβέρνηση είναι ασταμάτητη.
Αφού πέτυχε ένα μέρος της κοινής γνώμης να αποδεχθεί ότι άνεργος  σημαίνει και φοροφυγάς συνεχίζει ακάθεκτη.
Έτσι λοιπόν μάθαμε ότι αν κάποιος ψαχουλεύει τον τραπεζικό σου λογαριασμό, σε ποιο ξενοδοχείο κοιμήθηκες, τι ποτό ήπιες, τι δώρο έκανες στον ανιψιό σου και αυτός είναι ο έφορος ή ο ρουφιάνος της γειτονιάς σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε, φτάνει φυσικά να είσαι νόμιμος.
Μετά ήλθαν στο φως χιλιάδες νέα στοιχεία για την κατ’ οίκον θέρμανση.
Πρώτα από όλα, μετά το κάπνισμα και το τζάκι βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Αλήθεια το Υπουργείο έχει να προτείνει κάτι για τις εγκύους που χρησιμοποιούν τζάκι, ή για τα γερόντια που αναζητούν λίγη ζεστασιά δίπλα στην φωτιά;
Αλλά τελικά το μυστήριο λύθηκε.
Οι Έλληνες έχουν πετρέλαιο φυλαγμένο από προηγούμενα χρόνια. Το αφήνουν να παλαιώσει, όπως το καλό κρασί, και μόνο από μαζοχισμό πήραν τα βουνά για να κόψουν ξύλα.
Και σε τελική ανάλυση το Υπουργείο δεν είχε στον στόχο του τον καθημερινό πολίτη. Την κατανάλωση στις θερμαινόμενες πισίνες στόχευε.
Τους πλούσιους ήθελε να τιμωρήσει ο κ. Υπουργός. Οι υπόλοιποι είμαστε παράπλευρες απώλειες.
Έτσι λοιπόν, αντί των παραδοσιακών ευχών, η κυβέρνηση Σαμαρά δια στόματος  κ. Στουρνάρα εντόπισε τον πραγματικό εχθρό των Χριστουγέννων και του λαού: Οι θερμαινόμενες πισίνες που μαζί με:
Τους φοροφυγάδες,  τους λαθρέμπορους,  τους ταξιτζήδες, τους καθηγητές Μ.Ε, τους ναυτικούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους φορτηγατζήδες, τους  γιατρούς,  τους δασκάλους, τους διοικητικούς ΑΕΙ, τους πρώην εργαζόμενους στην ΕΡΤ, τους πρώην σχολικούς φύλακες,  τους εργαζομένους στο ΜΕΤΡΟ, τους δημοτικούς αστυνομικούς κλπ αποτελούν εμπόδια στην κυβέρνηση για την ολοκλήρωση ενός ακόμα success story
Και άφησε τα παπαγαλάκια να αποδείξουν την αλήθεια των όσων ελέχθησαν, με κάποιους από αυτούς να εκφράζουν την ιερή τους αγανάκτηση για το ….ταξίδι  του  ξάδελφου Λιάπη στην Μαλαισία.
Άλλος ένας (μνημονιακός) χειμώνας πλησιάζει στο τέλος του.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε και την αλλαγή του χρόνου.
Και όμως ακόμα τους πιστεύουμε ή έστω τους ανεχόμαστε.
Κάποιοι μάλιστα είναι και σίγουροι πως παραμένοντας πρόβατα θα τους προσπεράσει ο χασάπης.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν να είμαστε ευτυχισμένοι, μέσω του μνημονίου και το 2014.
 toufekiastoskotadi

Των πισινών ημών κατεψυγμένων !!!


Θέλει θερμαινόμενη πισίνα ο καπιταλιστής; Θα πληρώσει!

Απολύτως επιτυχημένο βρίσκει ο Γιάννης Στουρνάρας τον φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης. Κλείνει την πόρτα στο λαθρεμπόριο καυσίμων, εξασφαλίζει μεγαλύτερα έσοδα στο κράτος και δεν…

επιτρέπει στους κατόχους θερμαινόμενων πισινών να ζεσταίνουν το νερό με φθηνότερο πετρέλαιο -αυτά μας είπε. Το τελευταίο ειδικά, που δεν το είχαμε ξανακούσει, αποκαλύπτει τον σχεδόν κομμουνιστικό χαρακτήρα του μέτρου. Θέλει θερμαινόμενη πισίνα ο καπιταλιστής; Θα πληρώσει!

by…Θανάσης Καρτερός

Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από τις γιορτινές αυτές δηλώσεις, είναι το εξής: Ο καυστήρας μπορεί λόγω φόρου να μη δουλεύει, αλλά ο Στουρνάρας μπορεί μετά φόρου να μας δουλεύει. Διότι, όσο κι αν ανησυχούμε για την τύχη των θερμαινόμενων πισινών, την τύχη των εσόδων του Δημοσίου και του λαθρεμπορίου καυσίμων τη γνωρίζουμε. Και τα μεν έσοδα πάνε κατά διαόλου, το δε λαθρεμπόριο κατ’ ευχήν. Άσε που υπάρχει η υποψία ότι δεν τρέχει δα και κρύο νερό στις βίλες μετά πισινών.

Τι μένει; Τα επιδόματα θέρμανσης και ο Άδωνις των μέτρων υπέρ των θυμάτων της αιθαλομίχλης. Τον του περιβάλλοντος Μανιάτη μην τον λογαριάζετε, γιατί αυτός μιλάει για καθαρά καύσιμα σε μια χώρα που καίει τα παιδιά της -και όχι πάντα ως σχήμα λόγου. Αφαιρουμένων λοιπόν του λαθρεμπορίου, των εσόδων και των πισινών δεν έχουμε παρά ξεπάγιασμα, απόγνωση, ρύπανση και σε ορισμένες περιπτώσεις θάνατο. Έννοιες, κατηγορίες και καταστάσεις δυσάρεστες μεν, αλλά ασφαλώς όχι και τόσο σημαντικές για τον υπουργό Οικονομικών.

Δηλαδή, για να το μεταφράσουμε λαϊκίστικα: Για τον Στουρνάρα ο κόσμος των λαθρεμπόρων και των θερμαινόμενων πισινών και ο κόσμος που ξεπαγιάζει ο κώλος του είναι στον ίδιο παρονομαστή. Και εφόσον κατά την κρίση του -και κατά την κρίση του Άδωνι βεβαίως- αν μειώσουν τον φόρο θα μειωθούν μεν τα βάσανα του ψύχους για μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά θα αυξηθούν τα κέρδη για μερικές χιλιάδες, μένουν στα ίδια. Στουρναρο-κομμουνισμός των πισινών!

Αν αυτό δεν είναι δούλεμα, αθλιότητα, προπαγάνδα για ξεπαγιασμένους ηλίθιους, τότε τι είναι; Από την άλλη υπάρχει και χειρότερη εκδοχή: Ο κόσμος της θαλπωρής, της ζεστασιάς, του Στουρνάρα, να τις πιστεύει αυτές τις μπούρδες. Σύνδρομο θερμαινόμενων πισινών, κατά το σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας -απίθανο το έχετε; Σε έναν κόσμο πισινών γιατί να μην υπάρχουν και αισθήματα και πολιτική και λογική πισινών;

«Ε, όχι και να εφαρμόσουμε τον κομμουνισμό σε συνθήκες καπιταλισμού!»

«Η δυνατότητα για απεριόριστο πλουτισμό νομιμοποιείται στον καπιταλισμό, πράγμα που δεν ίσχυε σε κανέναν προηγούμενο τρόπο παραγωγής[…] Αλλά σε μια κοινωνία με καπιταλιστικό ήθος, στην οποία κυριαρχεί η…

ιδιοτέλεια, οι νομοθέτες και οι εμπνευστές των θεσμών είναι αναγκασμένοι να λάβουν υπόψη τους ότι όλα τα άτομα θα τείνουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα όρια με κυνισμό και πονηριά[…]

Copy-paste by Γιάννης Γκλαρνέτατζης

Η περιβόητη φράση του Γιώργου Βουλγαράκη “ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό” ταιριάζει απολύτως με το ήθος της εποχής παρά τις μάλλον υποκριτικές αντιδράσεις που προκάλεσε. Βεβαίως […] δεν έχουν όλα τα άτομα ή όλες οι κοινωνικές ομάδες τις ίδιες δυνατότητες και τους ίδιους πόρους για να αμφισβητήσουν τα όρια και τους περιορισμούς με επιτυχία –για παράδειγμα, δεν μπορούμε όλοι κι όλες να εκμεταλλευτούμε τους καλύτερους δικηγόρους και τους πιο “δημιουργικούς” λογιστές».

Ευκλείδης Τσακαλώτος – Χρήστος Λάσκος, «Χωρίς Επιστροφή – Από τον Κέυνς στη Θάτσερ: Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός», ΚΨΜ, Αθήνα 2011, σ. 69.

«Ώσπου μια μέρα –ήμαστε τρελά χαρμάνια, δεν είχαμε ούτε τριτάκι να φουμάρουμε, μας μίλαγε ένας από την καθοδήγηση, πάλι σε απεργία πείνας ή κάτι τέτοιο κατεβαίναμε– τέλος, τραβάει που λες ο τύπος κι ανάβει ένα δοκάρι, ολόκληρο τσιγάρο, σου λέω… Γλάρωσαν τα μάτια μας. Γυρίζει ο Νικόλας και του λέει, δηλαδή, ρε συναγωνιστή, στον αγώνα ενωμένοι, στο τσιγάρο χωριστά; το ‘πε έτσι, για να τον καρφώσει, ξέρεις πόσο περήφανος ήταν. Τέλος, τι του απαντάει, που λες, το κωλόπαιδο: “Τι να γίνει, συναγωνιστή, στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον κομμουνισμό”».

Χρόνης Μίσσιος, «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα, 24η έκδ., Αθήνα 1985, σ. 9.

ΥΓ. Τι να πω; Άλλη φορά όταν θα εμπλέκομαι σε βιβλιοπαρουσίαση (12.12.2011) θα ζητάω αντίγραφο φορολογικής δήλωσης πρώτα. Γηράσκω, σίγουρα, αεί διδασκόμενος, ελπίζω.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

THE BEST WISHES FOR OUR NEW YEAR

Ευχές ενώ το ρολόι ξαναπλησιάζει μεσάνυχτα !!!

Διότι ἡ δύναμίς μου ἐν ἀδυναμία δεικνύεται τελεία

Β΄ Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους (12:9-10)

Οι ευχές για τη χρονιά που πέρασε έπεσαν στο κενό, υποχρεώνοντας τις προσδοκίες για τη νέα χρονιά σε ακόμα χαμηλότερες…

πτήσεις. Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει η επανάληψη του ίδιου: ο μολυσμένος και φέτος αέρας από την απόγνωση· η στοχοπροσήλωση στην υποτίμηση της ζωής και η επιταγή «υποφέρετε χωρίς να ενοχλείτε»· το άνευ ορίων τσάκισμα της «ραχοκοκαλιάς» της οικονομίας και, σε αντιστάθμισμα υποτίθεται, η άνευ όρων πολιτικοποίηση «του κράνους και της ασπίδας της δημοκρατίας», που νομιμοποιεί βασανιστήρια ή αφαιρεί ζωές.

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Σε μιαν άλλη εποχή, καταγγέλλοντας τις ψευδαισθήσεις περί προόδου, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν θα εξηγούσε ότι η πάλη των τάξεων «είναι μια πάλη για τα χοντροκομμένα και υλικά πράγματα, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει τίποτα το εκλεπτυσμένο και το πνευματικό». «Όμως», θα συμπλήρωνε ο ίδιος, «στην πάλη των τάξεων, αυτό το πνευματικό κάνει την εμφάνισή του [...] ως εμπιστοσύνη, ως θάρρος, ως χιούμορ, ως αδιάσειστη πεποίθηση, τα οποία ισχύουν και επενεργούν αναδρομικά σε βάθος χρόνου».

Μπροστά στις προαναφερθείσες απώλειες, κι ενώ οι πιστοί της πραγματικότητας σκληραίνουν καθώς λιγοστεύουν, αυτοί που συντρίβονται από την πραγματικότητα χάνουν ό,τι απέμεινε από το θάρρος, το χιούμορ και, κυρίως, την εμπιστοσύνη τους. Έπειτα από τόσες διαψεύσεις, το «επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» βρίσκει κλονισμένες τις παλιές αδιάσειστες πεποιθήσεις τους και αναγγέλλει τον ερχομό ενός Μεσσία ανάξιου του ονόματός του. Κάπως έτσι, η πάλη μεταφέρεται προς τα μέσα, δοκιμάζοντας την ισχύ του εορταστικού μηνύματος της Αγάπης και, από άλλη σκοπιά, τη «λαϊκή ενότητα». Άλλοτε γίνεται αδιαφορία (στο όνομα των εύλογων πολιτικών ιεραρχήσεων…) για όσους καθηλώθηκαν στη βάση της πυραμίδας· κι άλλοτε απαίτηση, που ρωτά βλοσυρά «πόθεν έσχες;», και εννοεί την εξίσωση όλων προς τα κάτω ως μόνη «ορατή» διαδρομή για την επίτευξη της ισότητας.

***

Η πάλη των τάξεων μπορεί να είναι ένας αγώνας «για τα χοντροκομμένα και υλικά». Όμως ο αγώνας αυτός εμψυχώνεται ή λιγοψυχάει από ηθικές ποιότητες και πνευματικά κίνητρα. Οι μικρές και μεγάλες, οι προσωπικές και οι συλλογικές ήττες, δεν οδηγούν από μόνες τους στην «οργάνωση της απαισιοδοξίας» όπως την εννοεί ο Μπένγιαμιν – στο τράβηγμα, τελικά, του φρένου που αποτρέπει την καταστροφή. Ευτυχώς, το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: η καθήλωση, η απόσυρση και η ηθική εξαχρείωση δεν είναι τα μόνα δυνατά δρομολόγια για τους προσωρινά ηττημένους. Το υπενθύμισε πρόσφατα ο Γιάννης Δραγασάκης, ανατρέχοντας σε άλλους, πολύ διαφορετικούς καιρούς, στην τελευταία παν-κινητοποίηση για την αποτροπή της καταστροφής: «Ο ελληνικός λαός στην Κατοχή δεν είχε ούτε τρόφιμα, ούτε καύσιμα, ούτε φάρμακα, ούτε όπλα, και όμως κέρδισε το φασισμό. Και τον κέρδισε διότι διέθετε φρόνημα αγωνιστικό, πνεύμα συλλογικότητας και αλληλεγγύης».

***

Η επανάληψη και φέτος του ίδιου, δεν προμηνύει την έλευση του Μεσσία, ό,τι και να δείχνει το ημερολόγιο. Για την ακρίβεια, όσο οι επώδυνες θυσίες και οι αιματηρές συντριβές, ατομικές και συλλογικές, αποδεικνύονται χωρίς νόημα, κι όσο το ρολόι του κόσμου πλησιάζει μεσάνυχτα, το κύριο πρόβλημα θα είναι ακριβώς η αναμονή της «έλευσης» του Μεσσία: πρόβλημα, στο βαθμό που αυτός ο τελευταίος είναι ήδη εδώ [1].

Στις «Θέσεις» του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, ο Μπένγιαμιν εξηγεί ότι ένας καμπούρης νάνος, δεξιοτέχνης στο σκάκι, είναι κρυμμένος πίσω από τη φιγούρα του αυτόματου σκακιστή (δάνειο από τον Πόε), που οφείλει πάντα να κερδίζει στις παρτίδες. Χωρίς το νάνο να εμψυχώνει τον αυτόματο σκακιστή, η νίκη του τελευταίου στην παρτίδα, λέει ο Μπένγιαμιν, είναι απίθανη. Στον απαισιόδοξο, μεσσιανικό μαρξισμό του, ο νάνος αυτός είναι η θεολογία.

Τι νόημα έχει άραγε αυτός ο καμπουράκος της θεολογίας σε μια ορθολογιστική εποχή χωρίς πίστη; Ακριβώς στην εποχή της απομάγευσης, ο νάνος της ιστορίας μας τίθεται στην υπηρεσία των καταπιεσμένων: αφενός, ορίζοντας ως καθήκον τη μνήμη των λησμονημένων και αναβάλλοντας την «τελική» κρίση της ιστορίας γι΄ αυτούς· αφετέρου, δείχνοντάς μας ως δυνατότητα τη λύτρωση, την αποτροπή της καταστροφής, χάρη στην οποία αποκαθίστανται και αποκτούν νόημα εκ των υστέρων όλες οι ήττες, όλες οι άκαιρες προσπάθειες, όλες οι στιγμές για τις οποίες δεν μιλά πια κανείς: οι χαμένες «ουτοπίες» του παρελθόντος και οι δυνατότητες που, εφ΄ όσον υπήρξαν, θα μπορούσαν να είχαν επικρατήσει.

Ο νάνος της ιστορίας μας είναι ήδη τώρα παρών, αν και αφανής. Δουλεύει «από κάτω», κρυφά, δικαιώνοντας το παρελθόν μας, απαλύνοντας το δριμύ ψύχος των απωλειών και μετριάζοντας τη μοναξιά των θνησκόντων. Δίνοντας νόημα στις συζητήσεις για το μέλλον και αποκαθιστώντας τη συκοφαντημένη απ΄ τους «ειδωλολάτρες της πραγματικότητας» ουτοπία. «Η απέχθεια για την ουτοπία», εξηγεί ο Μιγκέλ Αμπενσούρ, «είναι το επαναλαμβανόμενο σύμπτωμα, που από γενιά σε γενιά βασανίζει τους υπερασπιστές της υπάρχουσας τάξης με τον φόβο της αλλαγής». Κι είναι η απουσία της ουτοπίας, η ψευδαίσθηση δηλαδή της εκπλήρωσης, που εγκυμονεί ολοκληρωτισμούς – σε αντίθεση με όσα μετριοπαθή πρεσβεύει ο πάντοτε à la mode αντιολοκληρωτισμός.

***

Τα κείμενα και οι ουτοπίες μας μοιάζουν, εκτός από απρόσιτα, εντελώς άχρηστα για όποιον πεινά ή κρυώνει: η σκέψη μας δεν τον σώζει, και σε αντίθεση με μια απαρχαιωμένη σκέψη, τα βάσανά του δεν οδηγούν από μόνα τους στην κάθαρση. Αν επιμένουμε, είναι γιατί τα άψυχα «αυτόματα» μας είναι ξένα. Γιατί το είδος τους εξουσιάζει ακόμα, κατεβάζοντας τον πήχυ των προσδοκιών μας στα χοντροκομμένα, στα όρια της επιβίωσης, πείθοντας ταυτόχρονα πως η εξάλειψη όσων απειλούν την επιβίωση, της πείνας και του κρύου, είναι κάτι «ουτοπικό». Θεού απόντος, η διάψευσή τους στην πράξη –το μεσσιανικό έργο– ήταν και είναι έργο ανθρώπινο: δικό μας.

Το έργο αυτό παραμένει μετέωρο απ΄ το Δεκέμβρη του 2008. Αν δεν ολοκληρωθεί, ως λύτρωση των προσωρινά ηττημένων και μαζί συντριβή των προσωρινά νικητών (ο λυτρωτής, λέει ο Μπένγιαμιν, είναι αυτός που συντρίβει τον Αντίχριστο), αυτοί οι τελευταίοι θα επιβάλουν τη λήθη, αθροίζοντάς μας κι εμάς στις παράπλευρες απώλειες της αστικής προόδου. Τώρα, την ώρα της αδυναμίας, είναι η ώρα που μετριούνται η πίστη και το νόημα των όποιων ευχών.

Τα παραθέματα και ορισμένες από τις παραπάνω σκέψεις οφείλονται στο βιβλίο του Μικαέλ Λεβί «Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των Θέσεων ΄Για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας΄».

______________

[1] Γράφει ο Γκέρσομ Σόλεμ, γερμανο-εβραίος ιστορικός και φίλος του Μπένγιαμιν, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του εβραϊκού μεσσιανισμού: «Ο μεσσιανικός χρόνος ως αιώνιο παρόν και η δικαιοσύνη του Είναι-εκεί, του ουσιώδους, βρίσκονται σε αντιστοιχία. Αν η δικαιοσύνη δεν ήταν εκεί, το μεσσιανικό βασίλειο δεν θα ήταν ούτε εκείνο εκεί, αλλά θα ήταν αδύνατο». Παρατίθεται στο: Michael Löwy, «O ετερόδοξος μεσσιανισμός στο νεανικός έργο του Γκέρσομ Σόλεμ»,Σημειώσεις τ. 74Δεκέμβριος 2011.

Καλή χρονιά! – πλάκα μας κάνεις

Ο Άδωνις Γεωργιάδης θεωρείται από τους αποτελεσματικότερους υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης. Έχει τόσο παθιασμένους υποστηρικτές, που αν σε ακούσουν να τον χαρακτηρίζεις «τηλεβιβλιοπώλη» θα σε φάνε ζωντανό ουρλιάζοντας ότι δεν είναι ντροπή η συγκεκριμένη δουλειά, ότι είναι άνθρωπος της αγοράς κι ότι έχει…

ένσημα.

by…kartesios

Ωραία, τότε γιατί δεν κάναμε υπουργό Υγείας τον Ανδρέα Φικιώρη που σκαμπάζει και πέντε πράγματα από ιατρική; Που έκανε και μια λιποαναρρόφηση στον Κοσκωτά; Που πιστεύει στο γνήσιο και όχι στο γενόσημο όζον; Που τον «θέλει» το γυαλί; Και που, το κυριότερο προσόν για τη σημερινή κυβέρνηση, δηλώνει δημόσια ότιέχει μεγάλα αρχίδια!

Δεν είναι άνθρωπος της αγοράς ο Φικιώρης; Δεν είναι σπουδαγμένος; Δεν έχει ένσημα; Γιατί, λοιπόν, τον Άδωνη Γεωργιάδη και όχι τον Φικιώρη; Εντάξει, δεν ξέρω αν ο Φικιώρης είναι Νέα Δημοκρατία, αλλά μήπως ήταν ο Γεωργιάδης; Πρώτα έγινε υπουργός και μετά Νέα Δημοκρατία.

Κι αν οι επιτυχημένες πωλήσεις στην τηλεόραση σε κάνουν πετυχημένο πολιτικό, γιατί δεν κάνουν υπουργό Ανάπτυξης τον Έξυπνο Σήτα κι έχουν το κρανίο του Κωστή Χατζηδάκη;  Αυτός κι αν έχει ταλέντο στις πωλήσεις. Από τη στιγμή που στην Ελλάδα ο όρος «ανάπτυξη» έχει ταυτιστεί με τις πωλήσεις, τότε δεν υπάρχει καταλληλότερος από τον Έξυπνη Σήτα. Γέμισαν τα ΚΑΠΗ με pretty bra και pretty pants. Το καλοκαίρι, οι μισές γριές με λουλακί μαλλί στη θάλασσα τα φορούσαν σαν μαγιό. Γιατί να χάνονται τέτοια ταλέντα;

Αυτή η κυβέρνηση μόνο μία πιθανότητα έχει να μη μείνει ως η πλέον αποτυχημένη στην Ιστορία. Να μην τη θέλει η Ιστορία. Να ντρέπεται να την εκλάβει ως γεγονός. Αυτή η κυβέρνηση έχει υπουργό Οικονομικών τον Στουρνάρα. Τον μόνο άνθρωπο που αν τον ρωτήσεις την Κυριακή σε πόσες μέρες έχουμε Τρίτη θα πέσει έξω στην πρόβλεψη.  Κι όμως, συνεχίζει να είναι ο ισχυρότερος υπουργός.

Αυτή η κυβέρνηση έχει υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τον Βρούτση που όταν του λέει η Τρόικα να βγαίνουν στα 65 όλοι οι Έλληνες στη σύνταξη, αυτός για να το παίξει χρήσιμος λέει στα 67 και λίγα είναι. Αυτή η κυβέρνηση έχει υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης τον Κούλη του Μητσοτάκη ο οποίος το βράδυ λέει σε τηλεοπτική εκπομπή ότι το κέρδος από τη μείωση του Δημοσίου είναι 5 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής και το επόμενο πρωί σε ραδιοφωνική του συνέντευξη λέει ότι δεν υπάρχει κανένα κέρδος από τις απολύσεις στο Δημόσιο κι ότι αυτές γίνονται… για φρεσκάρισμα του προσωπικού.

Αυτή η κυβέρνηση έχει υπουργό Ναυτιλίας τον Μιλτιάδη του τζακιού – η λειτουργία αυτών των τζακιών δε συμπεριλαμβάνεται στη σχετική απαγόρευση – του οποίου οι δραστηριότητες βρίσκουν χώρο μόνο στις παραπολιτικές στήλες και τα κουτσομπολίστικα περιοδικά, το καλοκαίρι για τη Μύκονο και το χειμώνα για την Πάολα. Τόσο, που έχω αρχίσει να ψυλλιάζομαι  ότι έγινε ο παπαράτσι του εαυτού του για να βρίσκεται στη δημοσιότητα καθώς είναι ο μόνος τρόπος να μας θυμίζει ότι είναι υπουργός.

Αυτή η κυβέρνηση έχει υπουργούς τον Χρυσοχοΐδη, τον Αρβανιτόπουλο, τον Καψή τον Πάνο Παναγιωτόπουλο! Έχει αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Βενιζέλο που κατάφερε να τον βρίζει μέχρι και ο καφετζής της Χαριλάου Τρικούπη. Όμως το χειρότερο είναι ότι έχει πρόεδρο τον Αντώνη Σαμαρά. Αυτόν που μέχρι και σήμερα δηλώνει ότι τα καλύτερα είναι μπροστά μας. Ότι δηλαδή και μέχρι τώρα καλά περνούσαμε, αλλά τα καλύτερα έρχονται.

Με αυτούς τους ανθρώπους, με αυτή την κυβέρνηση θα μπούμε στο 2014. Αυτοί θα είναι υπουργοί και αυτός πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 2014. Μόνο που το σκέφτεσαι κωλώνεις να ευχηθείς οτιδήποτε. Σου εύχονται «καλή χρονιά» κι απαντάς «άσε την πλάκα ρε φιλαράκι». Ένα πράγμα μόνο: Την υγειά μας! Οι υπόλοιπες ευχές μοιάζουν λίγο σαν κοροϊδία.

Οι ευχές των τελειωμένων: Ονειρεύονται και μας εμπαίζουν…

Πέρασε και το 2013 με το αιμοσταγές ρύγχος των τοκογλύφων να κατασπαράζει πιο βαθιά το σώμα της ελληνικής κοινωνίας… Οι ευρω-δήμιοι και τα εκτελεστικά τους όργανα (τα κυβερνητικά ανδρείκελα) συνέχισαν και το 2013, με την κτηνώδη βουλιμία του άγριου και πεινασμένου θηρίου, να κατασπαράζουν το σώμα της ελληνικής κοινωνίας και να ρουφούν και τις τελευταίες σταγόνες αίματος του ελληνικού λαού…
ΤΩΡΑ μας εύχονται «καλή χρονιά»!
Οι «ευχές» τους είναι υποσχέσεις νέων…

συμφορών.

Τα προμηνύματα των νέων χαριστικών βολών, για το 2014, είναι καθαρά:

by…resaltomag

• Χαριστικές βολές στα ακίνητα: Το 2014 θα αρπάξουν και τα σπίτια…
• Θα προεκτείνουν και θα εντατικοποιήσουν την καταλήστευση του ελληνικού λαού και το ξεπούλημα του δημοσίου και εθνικού πλούτου της χώρας…
• Θα στείλουν χιλιάδες ανθρώπους στις φυλακές για χρέη και δεκάδες χιλιάδες στην ανεργία…
• Θα δεκαπλασιάσουν τις αυτοκτονίες των απελπισμένων και τους θανάτους της κτηνώδους πολιτικής τους…
• Θα δώσουν τις χαριστικές βολές στην Υγεία και στην Παιδεία: Θα τις μετατρέψουν σε χωματερές σκελετών…
• Θα σφυρηλατήσουν περεταίρω τα χαλύβδινα λέπια του φασισμού τους: Νέους τρόμο-νόμους («αντιρατσιστικά» νομοσχέδια κ.λπ) τα οποία θα ποινικοποιούν τα λαϊκά κινήματα, την αντιστασιακή δράση, αλλά και τη Βούληση και τη Σκέψη: ΟΛΙΚΟΣ ΓΥΨΟΣ…

Αυτά είναι τα πιο βασικά (υπάρχουν και άλλα) από τα εφιαλτικά τους σχέδια για το 2014!!!

Και όμως μας εύχονται και φέτος «Καλή χρονιά», την ίδια ώρα που μας έχουν σαβανώσει στο φέρετρο και ετοιμάζονται να μας κηδεύσουν το 2014!!!

ΟΛΗ αυτή η «φάρα» των δημίων μας, των ευτελών καιροσκόπων, των πολιτικών απατεώνων και των «ιερατείων» της μαύρης προπαγάνδας, θα εντείνει αυτές τις μέρες τις τελετουργικές φιέστες των «ευχών» τους: Φιέστες θηριώδους κυνισμού και υποκρισίας και φρενοβλαβούς ΕΜΠΑΙΓΜΟΥ μας…

Η μακάβρια κωμωδία του εμπαιγμού μας που παίζεται φέτος με κραυγές και βρυχηθμούς κοροϊδίας είναι τούτη: Ότι το 2014 τελειώνουν τα βάσανά μας και αρχίζει η «ανάκαμψη»!!!

Έχουν οπλίσει για να μας ρίξουν τις τελευταίες χαριστικές βολές και μας λένε ότι ο θάνατός μας σημαίνει …καλυτέρευση και «ανάκαμψη»!!!

Το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Σαμαρά καταγράφει το σενάριο αυτής της μακάβριας κωμωδίας…

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν όλα τα κυβερνητικά ανδρείκελα και ο πολιτικός «υπόκοσμος» του δωσιλογισμού: Ο «υπόκοσμος» του 4ου Ράιχ…

Φυσικά κάθε τέλος του χρόνου (σε όλα τα κατοχικά χρόνια) οι «ευχές» τους μιλούσαν για «ανάκαμψη» τον επόμενο χρόνο…

Και ο επόμενος χρόνος ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο…

Πάντα κάθε πρωτοχρονιά βιώνουμε πιο κυνικά τη φρίκη του εμπαιγμού μας: Τις ευχές του κατεστημένου και των πολύχρωμων πολιτικών μασκαράδων…

Φέτος το κακό παράγινε. Παίρνει κακουργηματικές και υστερικές μορφές. Φέτος έχει επινοηθεί και το «πρωτογενές πλεόνασμα»: Το πλεόνασμα της εξαθλίωσής μας και της ΦΡΙΚΗΣ του εμπαιγμού μας…

Αυτή, ωστόσο, η μακάβρια κωμωδία που παίζουν είναι και η τελευταία τους: Είναι οι επιθανάτιοι σπασμοί τους…

Τα ανδρείκελα μπορεί να θέλουν να δούνε ρόδινα όνειρα, αλλά νιώθουν την παγερή πνοή του δικού τους ΤΕΛΟΥΣ… 


Αυτό που δεν μπορούν να διακρίνουν, μέσα στα όνειρά τους και τους εναγώνιους επιθανάτιους σπασμούς τους είναι οι κρεμάλες της λαϊκής ΟΡΓΗΣ…

Αυτή η ΟΡΓΗ δεν μπορεί άλλο να περιμένει. Θα ξεσπάσει και θα στήσει τις κρεμάλες: Η Ιστορία τις έχει ήδη στήσει…

Αυτή είναι και η δική μας λιτή και «πεζή» ευχή: Να στηθούν το 2014 οι κρεμάλες της λαϊκής ΟΡΓΗΣ…

ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ στους δημίους-εκτελεστές μας και στα προσκυνημένα ανδρείκελά τους…

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η ραγδαία εξέλιξη του μαλάκα !!!


Εικόνα Μαλάκας


Όχι και να επαναστατεί η συνείδησή μας με τον Τομπούλογλου! Όχι και να επαναστατεί!!! Με τον Τομπούλογλου, ή τον Κάντα, και τον κάθε Κάντα… Όχι και να μας θλίβουν ο Άκης, η Βίκυ, ο Γιάννος και η κυρία του! Όχι! Πάνε πάρα, πάρα πολλά χρόνια από τότε που «ηθικός και ακέραιος άνθρωπος» στη χώρα μας σημαίνει «μαλάκας». Έχω λάθος; Δεν έχω.
Ωστόσο, πολύ γρήγορα εξελίχθηκε αυτό το «μαλάκας». Βέβαια –τα πάντα ρει. Κι έτσι, πάνε ήδη πολλά χρόνια και από τότε που «μαλάκας» έπαψε πια να σημαίνει ότι δεν τα πήρε. Ναι, «μαλάκας» έγινε εκείνος που, μολονότι δεν ήταν τόσο μαλάκας ώστε να μην τα πάρει, ήτανε πάντως αρκετά μαλάκας ώστε να τον βρουν και να τον τσιμπήσουν. Τον μαλάκα!..
Με τη ραγδαία αυτή εξέλιξη της έννοιας «μαλάκας», άλλαξε και το θυμικό μας. Να, ας πούμε, εκείνο το παλιό, το περίφημο «μωρέ, να ’μουνα εγώ Πρωθυπουργός» αντικαταστάθηκε κάποια στιγμή από το «εμένα σιγά να μη με βρίσκανε». Και δεν είναι αβάσιμο που άλλαξε. Διότι κρύβονται τα άτιμα, πιστέψτε με… Κι είναι μαλάκας όποιος τον τσιμπάνε. Που πας, ρε μαλάκα; Τα πήρες και δεν ξέρεις να τα κρύψεις; Ε, λοιπόν, καλά σου έκαναν και σε τσίμπησαν. Μαλάκα! (Για όποιον δεν με πιστεύει ότι κρύβονται κι έχει ανάγκη από αποδείξεις ή οδηγίες, δόξα τω Θεώ υπάρχει email στο κάτω μέρος της σελίδας, κι ευχαρίστως να του τις παράσχω –με το αζημίωτο, συμπληρώνω, μην τυχόν με πείτε κι εμένα μαλάκα…)
Κακώς άλλαξε βέβαια εκείνο το «να ‘μουνα Πρωθυπουργός» και αντικαταστάθηκε. Διότι ως Πρωθυπουργός κρύβεσαι στα σίγουρα τελικά. Δεν σε λένε και μαλάκα. Τι Κάντας, Τομπούλογλου και μαλακίες… Άμα είσαι Πρωθυπουργός, την ώρα που ψοφάνε άνθρωποι στο δρόμο επειδή δεν υπάρχει ασθενοφόρο, στέλνεις εσύ δέκα εκατομμύρια από τον Προϋπολογισμό στο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, όπου κάνει κουμάντο ο αδελφός σου. Καλό; Δεν στοιχειοθετείται και ότι τα πήρες κιόλας! Ή λες να δανείσει τον Ψυχάρη και τον Μπόμπολα η τράπεζα, που χωρίς δικό σου τηλεφώνημα δεν δίνει της μάνας της νερό. Καλύτερο; Πσς… Φυσάει! Ή δίνεις, ας πούμε, στον Σάλλα την Αγροτική Τράπεζα, στο κάτω-κάτω.   Τ η ν   Α γ ρ ο τ ι κ ή   Τ ρ ά π ε ζ α ,   ρ ε   μ α λ ά κ α   μ ο υ !   Πολιτική επιλογή για τη σωτηρία της χώρας, όχι μαλακίες. Σε ψηφίζει κιόλας ο μαλάκας για Πρωθυπουργό, και δεν νιώθει μαλάκας.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά του μαλάκα. Εκείνου που δεν τα πήρε μεν, μόνο και μόνο όμως επειδή απλώς δεν συνέβη να περάσουν από μπροστά του. Αλλά… Έλα, μωρέ τώρα! Ποιος ασχολείται με αυτόν… Μια ζωή μαλάκας! Τόσο, μα τόσο μαλάκας, που ακόμα επαναστατεί με τη συνείδησή του. Μέχρις εκεί, όμως. Όχι παραπέρα. Ο μαλάκας! O μεγάααλος μαλάκας.
sotosblog

Το τέλειο βιογραφικό

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Γεννήθηκα στις 13-3-1988 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από το ΤΕΙ γραφιστικής το 2011. Γνωρίζω άριστα photoshop/illustrator/indesign/premiere/after effects/flash/dreamweaver/corel draw/3d max/maya/html/web design/java/c+/. Επίσης μπορώ να κρατάω τα λογιστικά βιβλία και να σκουπίζω/σφουγγαρίζω το γραφείο ώστε να μη χρειάζεστε επιπλέον προσωπικό γι’ αυτές τις εργασίες. Ακόμη γνωρίζω παραγωγή πολλών ειδών καφέ, όπως capuccino/esspresso/φραπέ/νες (χτυπημένο στο χέρι, να κάνει τον κατάλληλο αφρό). Έχω εκπληρωμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μπορώ να εργάζομαι αδιάκοπα για πάνω από 12 ώρες συνεχόμενες αδιαμαρτύρητα. Επίσης, δεν έχω προσωπική ζωή, δεν έχω φίλους, δεν έχω κοπέλα, δεν σκοπεύω να κάνω οικογένεια ποτέ (οπότε δεν έχω αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις), δεν έχω όνειρα πέρα από το καλό της εταιρείας.

Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω, δεν χρειάζομαι ποτέ διάλειμμα. Δεν γνωρίζω τι σημαίνει υπερωρία. Μπορώ να μην κοιμάμαι για πάνω από τρεις μέρες για να ικανοποιήσω και τα πιο παράλογα χρονοδιαγράμματα που έχει συμφωνήσει ο εργοδότης μου με τον πελάτη του (…). Τέλος, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω πως δεν ζητάω πάνω από 300 ευρώ το μήνα, μπορώ δε να πληρώνομαι και με καθυστέρηση 5-6 μηνών, καθώς δεν τρέχουν τα νοίκια (μένω με τους γονείς μου)… Δέχομαι ακόμα και να εργαστώ δωρεάν, καθώς θα έχω την τιμή να δω δουλειά μου δημοσιευμένη.


Οσονούπω μετανάστης, «Το τέλειο βιογραφικό» (από το «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», www.imerologioanergou.gr)

Μέσα και σκοποί

«…Καμιά επανάσταση δε μπορεί να γίνει μέσο απελευθέρωσης για τον άνθρωπο, αν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να την προωθήσουν δεν είναι ταυτόσημα στο πνεύμα και στην προοπτική με τους σκοπούς που θέλουν να επιτύχουν. Η επανάσταση… είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα τ’ άλλα η επανεκτίμηση και ο φορέας νέων αξιών. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της νέας ηθικής, που εμπνέει τους ανθρώπους μ’ ένα καινούργιο νόημα για τη ζωή και τις εκδηλώσεις της, ενώ στις κοινωνικές σχέσεις, είναι ο διανοητικός και πνευματικός αναπλάστης…». Έμμα Γκόλντμαν

 

1. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα » μια σύντομη  ιστοριογραφική προσέγγιση.

 Ιησουιτισμός

Οι Ιησουίτες θεωρούνται πολύ αυστηρό  θρησκευτικό τάγμα τα μέλη του οποίου ορκίζονται πενία, αγνότητα και υπακοή με έμβλημα την φράση “Ad Majorem Dei Gloriam», δηλαδή « Για τη Μεγαλύτερη Δόξα του  Θεού». Το τάγμα ιδρύθηκε από τον ισπανό ιππότη Ιγνάτιο Λογιόλα το 1539 και τον επόμενο χρόνο έλαβε την παπική έγκριση. Σχεδόν εξαρχής απέκτησε τεράστια επιρροή, καθώς τα μέλη του επενέβαιναν σημαντικά στην ευρωπαϊκή πολιτική. Οι Ιησουίτες είχαν εμπλακεί σε αρκετές  συνομωσίες.

Οι Ιησουίτες κήρυτταν με φανατισμό  πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και γι αυτό  το τάγμα πρωτοστάτησε στην  Ιερά Εξέταση σε μια μαύρη περίοδο στην ιστορία της Εκκλησίας –  η οποία συστάθηκε το 1480, δηλαδή 60 χρόνια πριν από το Τάγμα του Ιησού λάβει την παπική βούλα. Η Ιερά Εξέταση αρχικά ήταν πόνημα του Δομινικανού Τάγματος, αλλά αργότερα οι Ιησουίτες την υποστήριξαν με μεγάλο ζήλο.  

 

Η οργάνωση προσπαθούσε να εξυγιάνει την Καθολική Εκκλησία από τις αιρέσεις και να τιμωρήσει τις παρεκκλίσεις από την πίστη προχωρώντας σε πραγματικό κυνήγι ανθρώπων. Οι αθωώσεις όσων έφταναν να περάσουν από Ιερά Εξέταση ήταν από σπάνιες ως μηδαμινές, καθώς υπό την πίεση φρικτών βασανιστηρίων, σωματικών και ψυχολογικών, οι «αιρετικοί» σχεδόν πάντα ομολογούσαν όποιο θρησκευτικό έγκλημα και αν τους είχαν προσάψει, μόνο και μόνο για να λυτρωθούν μια ώρα αρχύτερα ψυχή τε και σώματι στην πυρά.  Οι Ιησουίτες κήρυτταν πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και στην διάδοση με κάθε μέσο και με τη βία  του χριστιανισμού στις αποικίες του νέο ανακαλυφθέντα  κόσμου από τους ευρωπαίους  ενάντια στις θρησκευτικές  αντιλήψεις των  ιθαγενών λαών.  Ισχυρίζονταν ότι αφού ο σκοπός είναι να  διαδώσουμε σε όλον το κόσμο τον αληθινό θεό και το μήνυμα του, και αφού ο σκοπός είναι ιερός όλα τα πρόσφορα μέσα είναι και αυτά ιερά και άγια.

Μακιαβελισμός

Νικολο Μακιαβέλι  (1469 – 1527) o Μακιαβέλι χρησιμοποίησε πρώτος  το δόγμα “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και  είναι  από τους πρώτους που εντάσσει τον αμοραλισμό στην πολιτική σκέψη μέσα από την πραγματεία του ο «Ηγεμόνας» .

Για το αν η ζωή η ίδια, ιδίως η κοινωνική, είναι σκληρή και ανήθικη, δεν μπορεί, ασφαλώς, να κατηγορηθεί  μόνο ο Μακιαβέλι. Αντιθέτως, ο ίδιος επιμένει πως είναι αναγκαίο ο ηγέτης και να είναι και να παραμένει ενάρετος.  Ισχυρίστηκε όμως, ότι ο ηγεμόνας αν δεν έχει τη δυνατότητα να απομακρύνεται περιστασιακά από τις αρετές δεν θα παραμείνει για πολύ ηγέτης και τη θέση του θα καταλάβει ένας άλλος, ενδεχομένως καθόλου ενάρετος, για αυτό του συνιστά να μάθει να γίνεται άμα χρειασθεί και λέων και αλεπού.

Κι αυτό, επειδή στόχος του ηγεμόνα δεν είναι να σώσει την ψυχή του, αλλά το κράτος του και την ευημερία των υπηκόων του. Ο Μακιαβέλι θεωρεί πως το να συνδέεις πολιτική και ηθική, αποτελεί είτε ανικανότητα, είτε υποκρισία.  Καταγράφει για τον ηγέτη, μια δική του, ξεχωριστή από των πολλών ανθρώπων, ηθική , ενάντια στης επιταγές του Ουμανισμού της εποχής του. ο Μακιαβέλι  είχε αντίρρηση για την εκδοχή του μοραλιστή  ηγεμόνα, αφού ενστερνίστηκε με πάθος στον «Ηγεμόνα»,  του ότι  «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» .

Έκτοτε όλα τα πολιτικά ρεύματα που αποσκοπούν στην κυριαρχία ενστερνίστηκαν αυτό το δόγμα από τους Ιακωβίνους μέχρι τους μπολσεβίκους, τους φασίστες και τους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και πολλά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας πήγασαν από μια αντίληψη που ιεροποιούσε τον σκοπό και κατά αντανάκλαση και τα μέσα.

Νετσαγεφισμός

Αυτός όμως που εισήγαγε το δόγμα αυτό  στους επαναστατικούς προλεταριακούς κύκλους είναι ο Νετσάγιεφ . Την άνοιξη του 1869, ο Νετσάγιεφ γράφει την «Κατήχηση του Επαναστάτη» {1}, ένα πρόγραμμα για την «αμείλικτη καταστροφή» του κράτους και της κοινωνίας. Η θεμελιώδης αρχή της μπροσούρας είναι η ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της επαναστατικής σταδιοδρομίας του Νετσάγιεφ, ο οποίος πιστεύει πως ο επαναστάτης πρέπει να έχει «στα έσχατα βάθη της ύπαρξής του» την εξέγερση, να είναι «αμείλικτος εχθρός αυτού του κόσμου» και να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο του δοθεί για να τα καταφέρει, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της βίας.

Την ίδια χρονιά, ο Νετσάγιεφ επιστρέφει στη Ρωσία και τη Μόσχα αποφασισμένος να ξεκινήσει την επανάσταση τον επόμενο χρόνο και ιδρύει την οργάνωση «Λαϊκή Εκδίκηση» με τα χρήματα που έχει μαζέψει στη Γενεύη. Μιλάει παθιασμένα για τον σκοπό του και στρατολογεί μέλη για την οργάνωση, στα οποία επιβάλει την απόλυτη υποταγή στις αρχές της «Κατήχησης» και στον αρχηγό, δηλαδή τον ίδιο.

Οι μηδενιστικές του πρακτικές θα ξεφύγουν από τον έλεγχο, όταν ο Ιβάν Ιβάνοφ, φοιτητής και μέλος της «Λαϊκής Εκδίκησης», θα αντιδράσει στον αυταρχισμό του Νετσάγιεφ, με τον δεύτερο να τον κατηγορεί ως προδότη και να τον εκτελεί βάναυσα με τη βοήθεια των υπόλοιπων μελών στις 21 Νοεμβρίου του 1869. Συγκεκριμένα, ο Ιβάνοφ ξυλοκοπείται, στραγγαλίζεται, πυροβολείται και το πτώμα του πετιέται σε μια παγωμένη λίμνη της Μόσχας. Από το περιστατικό αυτό θα εμπνευστεί και το πολιτικό μυθιστόρημα του ο Ντοστογιέφσκι «Οι Δαιμονισμένοι», το οποίο εκδίδεται τρία χρόνια αργότερα και αναφέρεται στο Νετσάγιεφ μέσα από τον πρωταγωνιστή, Πιότρ Βερχοβένσκι.

Η σκέψη του Νετσάγιεφ  παραμείνει ζωντανή μέχρι και τις μέρες μας και ο «νετσαγεφισμός» θα εκφραστεί μέσα από πολλές ιστορικές συγκυρίες. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο   πως οι Λένιν και Στάλιν ουσιαστικά άσκησαν την εξουσία τους μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ακόμα  και  οι Μαύροι Πάνθηρες επανεξέδωσαν την «Κατήχηση του Επαναστάτη» το 1969, εκατό χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση της μπροσούρας, και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες που ξεκίνησαν τη δράση τους τον ίδιο χρόνο, επηρεάστηκαν έντονα από το έργο του Σεργκέι Νετσάγιεφ.

2. Οι αστοί υποστηρίζουν ότι η ηθική είναι μια αυτόνομη κατάσταση και ότι αφορά ως επί το πλείστον τις ιδιωτικές σχέσεις των ανθρώπων και όχι την πολιτική και οικονομική  ζωή,  συνεπείς προς τον μακιαβελισμό υποστηρίζουν την άποψη   του ότι είναι «νόμιμο είναι και ηθικό»  χωρίς φυσικά να μας λένε από πού εκπηγάζει αυτό το δίκαιο και οι νόμοι και ποιους ωφελούν. Ο σύγχρονος καπιταλισμός{2} έχει σαν αξιακή προμετωπίδα  και σκοπό την ελεύθερη αγορά, το επιχειρείν, τον ανταγωνισμό και το ατομικό κέρδος μπροστά σε αυτές της ελευθερίες η υπόλοιπες είναι μη πραγματικές είναι τυπικές και μερικές. Οι κοινωνική ζούγκλα, ο πόλεμος όλων εναντίων όλων{3} είναι το μέσο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η κερδοφορία και η κυριαρχία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι φανατικά αμοραλιστής και αυτόν τον αμοραλισμό τον επιβάλει σε όλες τις έκφρασης της κοινωνικής ζωής, τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία είναι το καλλυντικό της ευπρέπειας του γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο σκάνδαλο από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Μόνο οι αναρχικοί και κύρια το ρεύμα που αναφέρετε στην κοινωνική αναρχία όχι μόνο αποστασιοποιήθηκε από αυτό το δόγμα αλλά άσκησε και έντονη κριτική σε όλες της πολιτικές που εκπορεύονταν από αυτό, τόσο  για την προπαγάνδα μέσα από την δράση (έμπρακτη προπαγάνδα) όσο και στην αντίληψη των μαρξιστών που έλεγαν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου το προσωρινό εργατικό κράτος  είναι το μέσω για να φτάσουμε στον  επιδιωκόμενο σκοπό, τον κομμουνισμό.

Ο αναρχισμός εκτός από ένα πολιτικό ρεύμα είναι και ένα ρεύμα ηθικής {4} μόνο που αντιλαμβάνεται αυτή την ηθική όχι σαν αυτόφωτη αλλά σαν ετερόφωτη (σαν την σελήνη που φωτίζεται από τον ήλιο), με αυτό θέλουμε να πούμε ότι η ηθική μας εκπηγάζει από τον αξιακό μας κόσμο και όχι το αντίθετο, φερ’ ειπείν η κατάργηση της εκμετάλλευσης από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν είναι μόνο ένα πολιτικό  αξιακό αίτημα αλλά εμπεριέχει και το στοιχείο της ηθικής.

Ο σύντροφος  Νίκο Μπέρτι γράφει σχετικά:  

«…Ο αναρχισμός, σαν μια επαναστατική κριτική του υπάρχοντος συστήματος, είναι το ριζοσπαστικό αποτέλεσμα της κοινωνικής πορείας για εξέλιξη. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια επαναστατική απάντηση στην αποσύνθεση των εννοιών που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη. Αυτή η απάντηση είναι σαφής όταν προτείνει μια ελευθεριακή κοινωνία σαν τη μοναδική λύση, που είναι ικανή να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ανθρώπινη κοινωνία. Σαν τελικό σημείο της λογικής της κοινωνικής εξέλιξης, ο αναρχισμός περιέχει τα στοιχεία της φιλελεύθερης παράδοσης του διαφωτισμού, ενώ σαν απάντηση στη λογική που θέλει να εξαφανίσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, έχει γνήσια σοσιαλιστική καταγωγή. Αυτό εξηγεί τη μοναδικότητα του αναρχικού κινήματος, και τους ιδιαιτέρους ουσιαστικούς δεσμούς του με τα πλατύτερα σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα…

Απ’ όλα αυτά, είναι δυνατό να στηρίξουμε μια υπόθεση για τη φύση του αναρχικού κινήματος, το οποίο μπορεί να οριστεί ως εξής: είναι ένα ηθικό κίνημα που δρα με μια πολιτιστική κατεύθυνση, μέσα στην κοινωνία. Αυτή η διχοτόμηση-αντίθεση, ανάμεσα στο ηθικά ακράδαντο ιδανικό του αναρχισμού που το κάνει εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλο πολιτικό κίνημα, και στις πιεστικές πολιτικές απαιτήσεις να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα, έχει σημαδέψει ολόκληρη την ιστορία του κινήματος…

Ο αναρχισμός, έχει αποδείξει ότι η ελευθερία δεν μπορεί να έρθει μέσα από τους δρόμους που προτείνουν ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός. Έτσι, μετά από 100 χρόνια ο αναρχισμός παραμένει η μονή εναλλακτική πρόταση για εκείνους που πραγματικά επιθυμούν την ελευθερία και την ισότητα, γενικευμένες στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό…

Ο αναρχισμός, επιπλήττει τον φιλελευθερισμό ως ένα μερικό δόγμα της ελευθερίας και τον σοσιαλισμό ως ένα μερικό δόγμα της ισότητας. Η μερικότητα συνίσταται στο ότι αυτά τα δύο δόγματα προτίθενται να πραγματώσουν τις αρχές τους μέσω της προσωρινής εξάρτησης των δύο αξιών, με την έννοια ότι πρώτα πραγματώνεται η μία και μετά η άλλη, ενώ ο αναρχισμός θεωρεί ότι μόνο στην ταυτόχρονη πραγμάτωση τους έγκειται η επιτυχία τους…»     

3. Οι αναρχικοί συνεπείς με την άποψη που εξέφρασε το προλεταριάτο στην Πρώτη Διεθνή ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας»,  πάλεψαν οποιαδήποτε αντίληψη του απελευθερωτή της τάξης και κατέδειξαν μέσα από θέσεις ότι όποιος  επιδιώκει να ανυψωθεί πάνω από την τάξη και να το παίξει απελευθερωτής δεν θα κάνει τίποτε περισσότερο από το να δημιουργήσει νέα πιο δυσβάστακτα δεσμά με την έννοια ότι αυτός θα ορίσει τι είναι ελευθερία και τι δεν είναι, υπάρχει όμως  και ένας άλλος λόγος το ίδιο σημαντικός που ισχυρίζεται   ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται αλλά κατακτάται και κερδίζεται, η ελευθερία που χαρίζεται είναι μισή ελευθερία. Το ότι επιβεβαιώθηκαν  ιστορικά  με έναν τραγικό τρόπο  οι αναρχικοί μαζί με τους εργάτες της Πρώτης Διεθνούς αναδείχτηκε από την τροπή που πήρε ο σοσιαλισμός σε διεθνές επίπεδο.

Ο αναρχισμός θεωρεί ως μία από τις πρώτιστες αρχές του τη  θέση βάσει της όποιας μόνον ελευθεριακά μέσα {5} μπορούν να χρησιμοποιηθούν (και όχι απλώς «θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν»), για να οικοδομηθεί με επιτυχία μια ελευθεριακή  κομουνιστική κοινωνία. Αυτή είναι  και η σημασία της άποψης του Μπακούνιν (η οποία θεωρήθηκε σαν ένας παραλογισμός από μερικούς αντιπάλους του), όταν υποστήριζε  ότι «η ελευθερία μπορεί να δημιουργηθεί μόνον από την ελευθερία». Αντιτίθεται στο ιακωβίνικο δόγμα ότι «όποιος δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος θα αναγκαστεί να ζήσει» δεν πιστεύει σε ένα ιερό σκοπό και μια ιδέα όχι μόνο γιατί  αυτή  η πίστη εργαλειοποιεί τους ανθρώπους αλλά όπως έλεγε και ο σύντροφος Λαντάουερ « Ο σοσιαλισμός κάθε εποχή είναι και εφικτός και ανέφικτος.

Είναι εφικτός όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι άνθρωποι που να τον θέλουν και να τον πραγματοποιήσουν, και ανέφικτος όταν οι άνθρωποι είτε δεν τον θέλουν ή απλώς φαντάζονται ότι τον θέλουν, δεν είναι όμως ικα­νοί να τον πραγματοποιήσουν». Επομένως κανένας ιερός σκοπός δεν καθαγιάζει τα μέσα γιατί πέραν από την ηθικότητα αντιλαμβανόμαστε μακριά  από κάθε ντετερμινισμό ότι  κάθε ανθρώπινη ιδέα που αναφέρεται στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών είναι πρωτίστως μία επιθυ­μία που στηρίζεται μόνο στην πιθανότητα.  Δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι καταπιεζόμενοι  εκμεταλλευόμενοι της σημερινής εποχής, θα ακολουθήσουν τον έναν  ή τον άλλο δρόμο. Εκείνο, όμως, που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι, ότι χωρίς πλατιές μαζικές ελευθεριακές, αντιιεραρχικές, αντισυγκεντρωτικές  οργανώσεις, χωρίς λαϊκά αντιθεσμικά όργανα, χωρίς συνοχή θεωρίας και πράξης δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο αγώνας. Ή που θα είναι αγώνας απελευθερωτικός ή που δε θα είναι!

4.  Επανερχόμενοι στο ζήτημα των  μέσων και σκοπών ένας αναρχικός δεν μπορεί να βάλει  βόμβα στο μετρό ή σε μια πλατεία που θα έχει σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν εκατοντάδες ανυποψίαστοι άνθρωποι, ένας αναρχικός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει βασανιστήρια για να αποσπάσει πληροφορίες από τον εχθρό, μια αναρχική/αναρχικός δεν μπορεί να συμμετέχει στον πλειστηριασμό ενός σπιτιού από κατάσχεση όπως και δεν μπορεί να είναι εργοδότες κλπ .  Οπως λέει ο σύντροφος  Στιούαρτ Κρίστι*

« Ένας αναρχικός δεν μπορεί να εγκληματεί ενάντια στην κοινωνία. Αυτό μπορεί να το ισχυρισθεί κανείς με δογματική βεβαιότητα διότι ένας άνθρωπος ένοχος για βιασμό, αντικοινωνικό φόνο, εκμετάλ­λευση, πάθος να κυβερνά, ή για άσκηση εξωτερικού καταναγκασμού πάνω σε άλλους ανθρώπους, αυτομάτως δεν μπορεί πλέον να είναι αναρχικός, όπως δεν μπορεί να είναι χορτοφάγος αυτός που τρώει χοιρινές μπριζόλες, ροστ-μπιφ ή κοκκινιστό αρνί. Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ένα άτομο κατανοεί την τάδε ή την δείνα ιδεολογία, ή υποστηρίζει την τάδε ή την δείνα οργάνωση, αλλά κατά πόσο είναι αυτό που πρεσβεύει ότι είναι. Να προσθέσουμε ότι τα διαχωριστικά όρια μεταξύ εξουσιαστή και ελευθεριακού πουθενά δεν διακρίνονται καθαρότερα απ’ ό,τι στο έγκλημα.

Ένας αναρχικός συχνότατα στιγματίζεται σαν εγκληματίας από το κράτος, ή μπορεί να αναμειχθεί σε δραστηριότητες που αντιστρα­τεύονται τα συμφέροντα του κράτους. Η αναρχική φιλοσοφία είναι από την φύση της εχθρός του κράτους. Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό ένας αναρχικός να αναμειχθεί σε παράνομες δραστηριότητες, ποτέ όμως σε αντικοινωνικές» .

 

Σχετικά

Ι.  «… Δεν αρκεί όμως να επιθυμεί κανείς κάτι και να το θέλει πραγματικά, πρέπει να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα για την πραγμάτωσή του. Και τα μέσα αυτά δεν είναι αυθαίρετα:  απορρέουν υποχρεωτικά απ’ τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε κι απ’ τις συνθήκες στις οποίες αγωνιζόμαστε.

Γιατί αν αγνοήσουμε την επιλογή των κατάλληλων μέσων θα πραγματώσουμε άλλους σκοπούς, ίσως μάλιστα εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς στους οποίους αποβλέπουμε, και κάτι τέτοιο θα έχει ολοφάνερη και αναπόφευκτη συνέπεια των μέσων που επιλέξαμε. Όποιος ακολουθήσει λάθος δρόμο δεν θα πάει εκεί που θέλει αλλά εκεί που θα τον οδηγήσει ο δρόμος. Είναι λοιπόν, αναγκαίο να δηλώσουμε ποια είναι τα μέσα που, κατά τη γνώμη μας, οδηγούν στην πραγμάτωση των επιθυμούμενων σκοπών και τα οποία προτείνουμε να χρησιμοποιηθούν.

Το ιδανικό μας δεν ανήκει στην κατηγορία των ιδανικών που η πραγμάτωσή τους εξαρτάται από τα μεμονωμένα άτομα. Το ζήτημα είναι ν’ αλλάξουμε τον τρόπο ζωής  μας και όλης της κοινωνίας:  να συνδιαμορφώσουμε μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις που θα βασίζονται στην αγάπη και την αλληλεγγύη να επιτύχουμε την πλήρη υλική, ηθική και πνευματική ανάπτυξη όχι μόνο των μεμονωμένων ατόμων, όχι των μελών μιας συγκεκριμένης τάξης ή ενός πολιτικού κόμματος, αλλά όλης της ανθρωπότητας. Αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί με τη βία πρέπει να ξεπηδήσει απ’ τη φωτισμένη συνείδηση καθενός από μας και να επιτευχθεί με την ελεύθερη συναίνεση όλων.

Το πρώτο μας καθήκον, επομένως, πρέπει να είναι το να πείσουμε τους ανθρώπους. Είναι εντελώς γελοίο και διαμετρικά αντίθετο με το σκοπό μας να επιδιώξουμε να επιβάλλουμε με τη βία την ελευθερία, την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και την πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων. Πρέπει, λοιπόν, να βασιζόμαστε στην ελεύθερη θέληση των άλλων και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προκαλέσουμε την ανάπτυξη και την έκφραση αυτής της θέλησης.

Είναι, όμως, εξίσου γελοίο και αντίθετο με το σκοπό μας ότι όσοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις μας έχουν το δικαίωμα να μας εμποδίζουν όσον αφορά την έκφραση της θέλησής μας –εφόσον βέβαια, δεν τους αρνούμαστε το δικαίωμα στην ίδια την ελευθερία που απολαμβάνουμε εμείς. Ελευθερία, επομένως, για όλους. Ελευθερία να προπαγανδίζουν στην πράξη τις ιδέες τους, χωρίς κανέναν περιορισμό πέρα απ’ το πολύ φυσικό γεγονός ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ελευθερία για όλους. 

Σ’ όλα αυτά, όμως, αντιτίθενται –και μάλιστα με κτηνώδη βία -  εκείνοι που επωφελούνται από τα υφιστάμενα προνόμια, εκείνοι που σήμερα κυριαρχούν κι επιβάλλουν το έλεγχό τους σ’ όλη την κοινωνία. Αντίσταση λοιπόν! Και ώσπου να έρθει η ημέρα που θα καταστεί εφικτή η πραγμάτωση αυτών του σκοπών θα παλεύουμε με τη συνεχή  προπαγάνδιση των ιδεών μας. Οργάνωση των λαϊκών δυνάμεων.  Αδιάκοπος αγώνας, βίαιος ή μη βίαιος ανάλογα με τις συνθήκες, ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στην τάξη των αφεντικών για να κατακτήσουμε όσο γίνεται περισσότερη ελευθερία και ευημερία για όλους…».  Ερρίκο Μαλατέστα,1923

 

ΙΙ.  «… Μια θεωρία της αναρχικής δράσης πρέπει να συμβαδίζει είτε μ’ ένα ορθολογικό, είτε ένα ηθικό αίτημα, χωρίς αυτά τα δύο να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Έτσι θα μπορέσουμε ν’ αποφύγουμε το πολύ πι­θανό «παράδοξο των συνεπειών», ή, για να το πούμε αλλιώς, τα αθέλητα αποτελέσματα ηθελημένων ενεργειών. Κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μέσα από την αναγκαία συμφωνία σκοπών και μέσων, με την έννοια ότι τα μεν πρέπει να εξαρτώνται από τους δε. Κατά συνέπεια, ο αγώνας για την ελευθερία και την ισότητα πρέπει να διεξάγεται με ελευθεριακά και εξισωτικά εργαλεία, γιατί διαφορετικά θα καταστούν μάταιοι, υλικά και ηθικά, οι ίδιοι οι σκοποί της δράσης, οδηγώντας σε αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό.

Αν λάβουμε υπόψη ότι η ιστο­ρία, μην έχοντας έμφυτους ηθικούς σκοπούς, υπακούει κυ­ρίως στη λογική της δύναμης, προκύπτει σαφώς η αναγκαιό­τητα μιας δυναμικής δράσης. Το πρόβλημα της χρήσης της δύναμης είναι, σε τελική ανάλυση, πρόβλημα της χρήσης της βίας. Η αναγκαιότητα της την καθιστά υποχρεωτική για την αναρχική δράση, ταυτοχρόνως όμως την εξαναγκάζει να μην υπερβαίνει τα όρια της «νόμιμης» άμυνας, αφού οφείλει να σέ­βεται τα μεθοδολογικά κριτήρια της συνάφειας μέσων και σκοπών. Ανοίγει έτσι μια σειρά αντιφατικών ζητημάτων, ευρι­σκομένων σε λανθάνουσα κατάσταση.

Πράγματι, αν η αναρ­χία σημαίνει αξιακά μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άν­θρωπο, πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το μέσο της βίας, χω­ρίς ν’ αρνούμαστε τη λογική της; Πού ξεκινά και πού τελειώ­νει η αναγκαιότητα της; Και ποιος έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί; H   δύναμη και στη συγκε­κριμένη περίπτωση η βία, δεν μπορεί να ξεπερνά τα όρια της αρνητικής της λειτουργίας, τα οποία προκύπτουν απ’ το ότι συνιστά ένα εργαλείο του αναρχισμού και σαφώς όχι ένα συν­τακτικό στοιχείο της αναρχίας.  Με αυτά τα δεδομένα, η επαναστατική βία πρέπει να γίνει κατανοητή μόνο ως μια σκληρή αναγκαιότητα, προκειμένου να αποφύγουμε, ακριβώς, το μέσο να γίνει σκοπός.

Η αναρχική δράση προβλέπει τη βία ως αναγκαιότητα για την απελευθέρωση από τη βία των κυβερνώντων και των αφεντικών, όχι όμως για την οικοδόμηση της αναρχίας. Για τον αναρχισμό η βία αποτελεί μέσο και δεν απορρίπτεται a priori αφού, αν η μη βία είναι μια συντακτική αξία της αναρχίας, αυτή, ωστόσο, δίνει προτεραιότητα σε μεγαλύτερες αξίες, όπως είναι η ελευθερία, η ισότητα και η ίδια η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η αναγκαιότητα της βίας, ωστόσο, δικαιολογείται ως extrema ratio, σχεδόν σαν απρόθυμη αποδοχή της αδυναμίας να πράξουμε διαφορετικά.  Αναμφίβολα, η βία γίνεται μια ηθική επιταγή όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου πρέπει να δράσουμε ενεργά προκειμένου να εμποδίσουμε την περαιτέρω διατήρηση της καταπίεσης…» Νίκο Μπέρτι,1998

 

Προσθήκες στο βασικό κείμενο

 

1.  Νετσάγιεφ και Μπακούνιν και την αυτοκριτική του Μπακούνιν δείτε εδώ:

Σεργκέι Νετσάγιεφ και Νετσαγιεφισμός | κουλτούρα κ’ επανάσταση

Επισης  Γένεση του Ολοκληρωτισμού

 

2 . Ο Καστοριάδης λέει σχετικά:

«…Αν ο καπιταλισμός μπόρεσε να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί στο παρελθόν, αυτό έγινε επειδή κληρονόμησε μια σειρά ανθρωπολογικών τύπων τους οποίους δεν δημιούργησε ο ίδιος: αδιάφθορους δικαστές, ακέραιους δημόσιους υπαλλήλους ικανούς να υπηρετούν το κοινό καλό, εκπαιδευτικούς αφοσιωμένους στο καθήκον τους, εργάτες για τους οποίους η δουλειά ήταν –παρά τις σκληρές συνθήκες- πηγή αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας κλπ. Αυτοί οι ανθρωπολογικοί τύποι δεν αναδύθηκαν από μόνοι τους, αλλά δημιουργήθηκαν σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους με αναφορές σε αξίες που ήσαν τότε καθιερωμένες: την εντιμότητα, την ανιδιοτελή προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο, τη μετάδοση της γνώσης, την εργασία που παράγει ωφέλιμο έργο  κλπ.

Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτές οι αξίες δεν έχουν πέραση, αφού το μόνο που μετράει πλέον είναι το ΧΡΗΜΑ. Οι ανθρωπολογικοί τύποι που ενσαρκώνουν την εντιμότητα, την ηθική ακεραιότητα, την ανιδιοτέλεια γίνονται σχεδόν αδιανόητοι στη σύγχρονη εποχή. Δεν υπάρχουν επομένως καθιερωμένες αξίες ικανές να λειτουργήσουν ως φραγμός στη διάδοση της διαφθοράς. Ακόμη και ο ανθρωπολογικός τύπος που αποτέλεσε ιστορικό δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού, ο τύπος του επιχειρηματία –που συνδύαζε την τεχνική επινοητικότητα, την ικανότητα να δημιουργεί αγορές- είναι και αυτός προς εξαφάνιση. Αντικαθίσταται από διευθυντικές γραφειοκρατίες και από κερδοσκόπους, που εγκαταλείπουν τις παραγωγικές δραστηριότητες για να στραφούν προς το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΕΡΔΟΣ. Το ίδιο το σύστημα καταστρέφει βαθμιαία όλους τους ανθρωπολογικούς τύπους που είναι αναγκαίοι για την ύπαρξη και λειτουργιά του…»

 

3. Δεν  υποστηρίζουμε  την επαναφορά παλιών ξεχασμένων αξιών, αλλά σαν ένδειξη της καταστάσεις, δείτε επίσης την μελέτη του  Κροπότκιν για τις πόλεις στην αναγέννηση στα βιβλία του «Αλληλοβοήθεια ένας παράγοντας της εξέλιξης» και  «Η κατάκτηση του ψωμιού» που επηρέασαν πολλούς διανοητές και επηρεάζουν μέχρι σήμερα, αντίθετα λέω οτι ο νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζεται, ότι έκτος από ιδεολογία ή οικονομική πολιτική είναι  πρώτα απ’ όλα και κυρίως, ένας τύπος κυβερνητικής ορθολογικότητας. Ο Φουκό, ορίζει την κυβερνητική ορθολογικότητα ως μια κανονιστική λογική που διέπει τη δραστηριότητα της διακυβέρνησης, με τη έννοια όχι μόνο της άμεσης αλλά και της έμμεσης καθοδήγησης των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να οδηγούνται και να συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο.

Η «ορθολογικότητα» αυτή δεν εφαρμόζεται με την άσκηση   ενός άμεσου αλλά περισσότερο ενός έμμεσου (συγκαλυμμένου)  καταναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, η κριτική ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν θα ‘πρεπε να περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων)  ούτε σε ένα ορισμένα σύνολο θεωρητικών ιδεών (Φρίντμαν, Χάγεκ)  ούτε στους  πολιτικούς που στράφηκαν σε αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Ρέιγκαν, Θάτσερ κλπ). Η νεοφιλελεύθερη «ορθολογικότητα» έχει μιαν ευρύτερη εμβέλεια και μπορεί να προωθείται ακόμα και από κυβερνήσεις που αναφέρονται στην αριστερά. Αυτό που ορίζει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα είναι το ότι οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν με βάση το υπόδειγμα του ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τα άτομα να προσπαθούν να μεγιστοποιηθούν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, παραμερίζοντας κάθε ηθική αναστολή.

Στο ίδιο μότο διαπλάθεται και το «νεοφιλελεύθερο υποκείμενο»  με την παρόξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων (πόλεμος όλων εναντίων όλων), με τις τεχνικές αξιολόγησης, με την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, με την παρακίνηση να μετατραπούν τα υποκείμενα σε «ανθρώπινο κεφάλαιο», μέσω της καταναλωτικής ζήτησης. Το άτομο πλέον πρέπει να φροντίζει να συσσωρεύει, να επιδιώκει την επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνο (και επομένως ένοχο), για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο συγχέει την ελευθερία και την αυτονομία με τον ανταγωνισμό.

 Επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει με κάθε τίμημα την απόδοση του ατόμου σε όλα τα πεδία, ο νεοφιλελευθερισμός καταλήγει να αναγορεύει σε κανόνα την έλλειψη κάθε περιορισμού. Αυτή η έλλειψη περιορισμού συγκαλύπτει όμως το γεγονός ότι  στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία και αυτό το όριο το καθορίζουν το κεφάλαιο και η επιχείρηση. Οι συντηρητικοί και οι θιασώτες του «εκσυγχρονισμού» βλέπουν στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα ον απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αλλά η έλλειψη κάθε περιορισμού, που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ελευθερία. Ο μηχανισμός της «απόδοσης – απόλαυσης», που καθιερώνει ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί σαν ψευδαίσθηση της ελευθερίας του ατόμου, γιατί παραμένει στην ουσία ένας τρόπος κοινωνικής χειραγώγησης και πειθάρχησης … Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

 

4. Δείτε επίσης  και το: Οι αναρχικοι και η ηθικη

Περί ηθικής (Πιοτρ Κροπότκιν)

 

5. Για την  έμπρακτη προπαγάνδα. (Μικρή Ιστοριογραφία)

Κύριος θεωρητικός του εξεγερσιακού αναρχισμού και υπερασπιστής της έμπρακτης προπαγάνδας ήταν  ο Luigi Galleani (1861-1931) μετέπειτα ατομικιστής, ο Γκαλεάνι πίστευε ότι κάθε μεταρρυθμιστική κίνηση, των κοινωνικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων συμπεριλαμβανόμενων, είναι μάταια και πως η «προπαγάνδα δια του παραδείγματος» – οι βίαιες δράσεις, όπως οι εκτελέσεις – είναι απαραίτητη για την αφύπνιση των λαϊκών τάξεων και την κοινωνική επανάσταση. Αυτή η πιουριστική θέση περί καταλυτικής δράσης απορρίφθηκε από τους αναρχικούς των μαζών.

Από τη στιγμή που η επιχειρηματολογία αυτή θεωρεί πως οι αγώνες για άμεσες διεκδικήσεις είναι μάταιοι, η συμμετοχή στα σωματεία είναι πιθανή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αντιτίθεται κάθετα στην πραγματική τους δουλειά και πως οι επίσημες οργανώσεις, όπως αυτά, αποτελούν ανάχωμα στην ελευθερία, την πρωτοβουλία και την εξέγερση, δεν μένουν παρά ελάχιστα πεδία αναρχικής δραστηριότητας. Το ένα από αυτά είναι η θεωρητική προπαγάνδα υπέρ του αναρχισμού. Αλλά για πολλούς άλλους εμφανίστηκε ένα άλλο μονοπάτι: η εξεγερσιακή δράση, που είναι συχνά βίαιη και αναλαμβάνεται από αναρχικά άτομα και ομάδες και είναι γνωστή ως «προπαγάνδα δια του παραδείγματος», σε αντίθεση με την «προπαγάνδα δια του λόγου», δηλαδή τα κείμενα και τις ομιλίες. Αρχικά, η φράση «προπαγάνδα δια του παραδείγματος» αναφερόταν σε κάθε προσπάθεια πρακτικής προώθησης της δυνατότητας και επιθυμίας για επανάσταση. Όμως, από τη δεκαετία του 1880 κι έπειτα, η προπαγάνδα δια του παραδείγματος κατέληξε να ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με με δράσεις ατομικής τρομοκρατίας, εκτελέσεων ή με τις επαναστατικές απόπειρες, τις οποίες έκαναν αναρχικοί.

Υπάρχουν ορισμένες βασικές ιδέες πίσω από την προπαγάνδα δια του παραδείγματος: η ανάγκη για εκδίκηση συγκεκριμένων αντιπροσωπευτικών μελών της άρχουσας τάξης, η πίστη ότι αυτές οι δράσεις υπονομεύουν την εξουσία κι εκφράζουν την ατομικότητα και η ελπίδα ότι θα εμπνεύσουν την εξέγερση στην εργατική τάξη και τους αγρότες, προκειμένου αυτοί να αναλάβουν παρόμοιες δράσεις εξέγερσης και ανυπακοής, με κατάληξη μια γενικευμένη εξέγερση ή επανάσταση. Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει απαλλοτριώσεις χρημάτων από την άρχουσα τάση με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της επαναστατικής υπόθεσης· όμως δεν μπορούσε να περιλαμβάνει μεταρρυθμιστικούς αγώνες ή δράσεις που θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να γίνουν αντιληπτές ως συμβιβαστικές με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος παίζει εντελώς καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη του Γκαλεάνι. Απορρέει από τις αφόρητες συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας: «η τρομερή ευθύνη για την εξεγερσιακή δράση» πρέπει «να επιστρέψει πίσω στα μούτρα των εκμεταλλευτών που ρουφάνε μέχρι και την τελευταία σταγόνα από τον ιδρώτα και το αίμα των απλών ανθρώπων, πίσω στα μούτρα των μπάτσων που προστατεύουν τους απατεώνες» και «στους δικαστές που κλείνουν τρυφερά το μάτι στους καταπιεστές, τους εκμεταλλευτές και τους διεφθαρμένους και συνεργούν στην ατιμωρησία τους». Με λίγα λόγια, αυτό που είναι ανήθικο δεν είναι η ατομική εξέγερση αλλά η κοινωνία που την προκαλεί. Αυτές οι εξεγέρσεις είναι αναπόφευκτες – «Τι αξία έχει η αποκύρηξή τους;» – και δίκαιες – «η αστική τάξη και οι κακοτυχίες της δεν μας συγκινούν καθόλου». Η «ατομική εξεγερσιακή δράση» αποτελεί την πρώτη φάση τής επαναστατικής διαδικασίας και δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ αυτήν: «Το ιδανικό … είναι ενσωματωμένο στα μαρτύρια των προαγγέλων του και συντηρείται με το αίμα των πιστών του». Η ατομική εξέγερση και θυσία αποτελούν αναπόφευκτο και απαραίτητο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο αυθεντικό ιδανικό και το εξεγερσιακό κίνημα, που κορυφώνεται με την επανάσταση. Η «θυσία … ανυψώνεται σε ιερό πρότυπο», που εμπνέει νέες εξεγέρσεις μέχρι τελικά να «μην υπάρχουν φυλακές αρκετά μεγάλες για να εγκλωβίσουν την εξέγερση που απλώνεται».Ο χείμαρρος της επανάστασης, «η τελική απεγνωσμένη κατάκτηση», υπερνικά τα πάντα.

Ο εξεγερσιακός αναρχισμός και η προπαγάνδα δια του παραδείγματος στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν κατά την περίοδο της Πρώτης Διεθνούς και δεν αποτέλεσαν τμήμα της σκέψης του Μπακούνιν. Οι ιδέες αυτές ήρθαν στο προσκήνιο μετά τη διάλυση της αναρχικής Πρώτης Διεθνούς το 1877 και κυριάρχησαν για μία μικρή περίοδο κατά τη δεκαετία του 1880. Πρέπει να σημειωθεί ότι η στροφή προς τις βίαιες εξεγερσιακές δράσεις δεν περιοριζόταν στους αναρχικούς της εποχής. Ένα τμήμα του ναροτνικού κινήματος της Ρωσίας υιοθέτησε κατά τη δεκαετία του 1870 ως κεντρικές πτυχές της στρατηγικής του τις εκτελέσεις και τις ληστείες για το σκοπό της υπόθεσης, οδηγώντας στην εκτέλεση του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ το 1881 από τον Ιγκνάτι Γκρινεβίτσκι51. Η προσέγγιση αυτή διαδόθηκε και δραματοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη μέσα από βιβλία όπως το Υπόγεια Ρωσία του Στεπνιάκ, που εκδόθηκε το 1883. Το Στεπνιάκ ήταν ψευδώνυμο του Ρώσου αναρχικού Σεργκέι Κραβτσίνσκι (1852-1895), ο οποίος ενεπλάκη στη δολοφονία του αρχηγού της τσαρικής αστυνομίας, του Στρατηγού Νικολάι Μεζέντσεφ. Η τρομοκρατία αυτού του είδους παρέμεινε θεμελιώδες στοιχείο των επιγόνων των ναροτνικών, του S.R., αν και τα περισσότερα μέλη του S.R. δεν ήταν αναρχικοί.

Η στροφή προς την εξερσιακότητα ήταν μεγάλη και στην Ιταλία. Το 1877, ο νεαρός Μαλατέστα και μια ένοπλη ομάδα 25 περίπου αναρχικών επιχείρησαν να προκαλέσουν μια αγροτική εξέγερση, χωρίς επιτυχία· ο Στεπνιάκ είχε εμπλακεί στους σχεδιασμούς αυτής της προκαθορισμένης εξέγερσης. Μια ακόμα σημαντική στιγμή της ανόδου της προπαγάνδας δια του παραδείγματος ήταν η ίδρυση της Αντιεξουσιαστικής Διεθνούς – που είναι περισσότερο γνωστή ως Μαύρη Διεθνής – την 14ή Ιουλιού 1881 στο Λονδίνο, μετά από το Διεθνές Σοσιαλ-Επαναστατικό Συνέδριο που οργανώθηκε από εξέχουσες προσωπικότητες όπως οι Κροπότκιν, Μοστ και Μαλατέστα. Αντίθετα με την Πρώτη Διεθνή, που χαρατηριζόταν από πολιτική ποικιλομορφία κι εστίαζε στους άμεσους εργατικούς αγώνες, η Μαύρη Διεθνής ήταν «αναρχική, κομμουνιστική, αντιθρησκευτική, αντικοινοβουλευτική κι επαναστατική, όλα αυτά ταυτόχρονα». Αποδείχτηκε ιδιαίτερα εκλυστική για τους εξεγερσιακούς αναρχικούς και το μανιφέστο της διακύρυττε ότι «μια έμπρακτη ενέργεια που διεξάγεται ενάντια στους κατεστημένους θεσμούς έλκει τις μάζες πολύ περισσότερο από χιλιάδες φυλλάδια και χειμάρρους λέξεων».

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1880 είχαν ξεσπάσει ευρύτατες αντιδράσεις στους κύκλους των αναρχικών απέναντι στην προπαγάνδα δια του παραδείγματος. Πολλοί απ’ αυτούς που την υποστήριξαν στο παρελθόν, όπως ο Κροπότκιν, ο Μπέργκμαν, η Γκόλντμαν, ο Μαλατέστα και ο Μοστ, άρχισαν να εντοπίσουν τα μειονεκτήματά της.

Σύμφωνα με τους περισσότερους αναρχικούς, η προπαγάνδα δια του παραδείγματος αποδείχθηκε αναποτελεσματική και εντελώς καταστροφική για τον αναρχισμό. Προκάλεσε τεράστια καταστολή, ακρωτηριάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες σχηματισμού ενός μαζικού αναρχικού κινήματος. Η εξεγερσιακότητα αποδεδειγμένα δεν αποδυνάμωσε ούτε τον καπιταλισμό ούτε το κράτος. Όπως σχολίαζε ο Μαλατέστα, «Γνωρίζουμε ότι αυτές οι επαναστατικές απόπειρες, για τις οποίες ο λαός δεν είναι αρκετά προετοιμασμένος, είναι στείρες, συχνά προξενούν μεγάλη οδύνη, επειδή προκαλούν ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, και βλάπτουν τον ίδιο το σκοπό που υπηρετούν». Αυτό που είναι ουσιαστικό και αναμφισβήτητα ωφέλιμο «δεν είναι να σκοτώσουμε το βασιλιά σαν άτομο, αλλά να σκοτώσουμε όλους τους βασιλιάδες – των παλατιών ή των κοινοβουλίων και των εργοστασίων – μέσα στην καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων. Να ξεριζώσουμε δηλαδή την πίστη στην αρχή της εξουσίας, πίστη που εξακολουθεί να έχει ένα μεγάλο μέρος του λαού».

Ο Κροπότκιν έβλεπε με συμπάθεια τον συνδικαλισμό τής Πρώτης Διεθνούς, αλλά κατά την περίοδο της Μαύρης Διεθνούς ήταν αρκετά εχθρικός προς τα σωματεία. Κατά τη δεκαετία του 1890 όμως, καλούσε για επιστροφή στον συνδικαλισμό του Μπακούνιν και της Πρώτης Διεθνούς, το έκανε όμως «δέκα φορές πιο δυνατά»: «Γιγάντια σωματεία να αγκαλιάζουν εκατομμύρια προλετάριους». Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 η Μισέλ  έβλεπε το δρόμο για την επανάσταση να περνά μέσα από την επαναστατική γενική απεργία, αν και διατηρούσε κάποια συμπάθεια προς την προπαγάνδα δια του παραδείγματος.

Η ίδια η φύση της εξεγερσιακής δράσης γινόταν ολοένα και περισσότερο αντιληπτή ως ελιτίστικη· αντί να ενθαρρύνει την εργατική τάξη και τους εργάτες να δράσουν, στην καλύτερη περίπτωση ενίσχυε την παθητική εμπιστοσύνη του λαού σε ηγέτες και σωτήρες από τα πάνω, δημιουργώντας μια αυτοδιοριζόμενη πρωτοπορία των λαϊκών τάξεων. Το ίδιο πράγμα αντανακλούσε και η απόρριψη των άμεσων διεκδικήσεων, όπως οι αυξήσεις μισθών. Ο αναρχισμός μετατράπηκε σε δόγμα μιας επίλεκτης ελίτ που δεν ασχολείται με τις καθημερινά προβλήματα των λαϊκών τάξεων, απορρίπτει τα σωματεία και λειτουργεί στην ουσία καταστροφικά για τα λαϊκά κινήματα. Η προπαγάνδα δια του παραδείγματος δεν έκανε πολλά για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών, εκτός από το να συνδέσει τον αναρχισμό με τη βία και τις βομβιστικές επιθέσεις στα μάτια της κοινής γνώμης και να απομονώσει τον αναρχισμό απ’ τις μάζες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1890, ο εξεγερσιακός αναρχισμός αποτελούσε εν πολλοίς μειοψηφικό ρεύμα.

Αυτές οι κριτικές βασίζονταν στην παράδοση των αναρχικών της Πρώτης Διεθνούς, που ενστερνίζονταν αυτό που εμείς ορίζουμε ως αναρχισμό των μαζών. Σύμφωνα με τον Μπακούνιν και τη Συμμαχία, το κεντρικό σημείο της στρατηγικής είναι η εμφύτευση του αναρχισμού μέσα στα λαϊκά κοινωνικά κινήματα προκειμένου αυτά να ριζοσπαστικοποιηθούν, η εξάπλωση των αναρχικών ιδεών και στόχων και η προώθηση μιας κουλτούρας αυτοδιαχείρισης και άμεσης δράσης, με την ελπίδα ότι τα κινήματα αυτά θα συνεισφέρουν στην κοινωνική επανάσταση.  “Μαύρη Φλόγα” (υπό έκδοση)

Σημείωση της σύνταξης

Ιστορικά η έμπρακτη προπαγάνδα ήρθε να απαντήσει στην τεραστία καταστολή που εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα μετά από την συντριβή της Κομμούνας . Ήταν το καμπανάκι που κτύπησε για να βγάλει το προλεταριάτο από την ήττα , πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι σύντροφοι εκείνης της εποχής είχαν να αντιμετωπίσουν συλλήψεις , βασανιστήρια ακόμη και εκτελέσεις για συγκεντρώσεις , μοίρασμα προκηρύξεων κλπ και ήταν αναγκασμένοι να δρουν σε πλήρη παρανομία. Αργότερα αν η έμπρακτη προπαγάνδα πήρε μονοδιάστατη μορφή, αυτό έφερε και τον εκφυλισμό της.

Σαν συμπέρασμα

{…} Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της αυτό-διεύθυνσης των υπο­θέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει.  Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλα­κτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινω­νική και υπαρξιακή ελευθερία.

Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δι­κή μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμι­στών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμ­ποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκει­μένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει. Αλλά η ε­ξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβό­λως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής.

Ε­ξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα ε­ξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί ερα­στές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτο-κυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πά­νω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε ό­μως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη δι­δαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργι­κοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά συνδικάτα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κά­τω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πει­ραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντι­προσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε.

Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν ενώ διαδίδεται δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δι­καίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από ο­ποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια. {…}  Ανδρέας Πάπι, 1986

 

Σημείωση

* Ο Στιούαρτ Κρίστι είναι Σκωτσέζος αναρχικός δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννημένος το 1946, είναι ενεργός στο κίνημα από την ηλικία των δεκαέξι ετών. Ενώ είχε περάσει με ωτοστόπ στην Ισπανία το 1964, με πρόθεση την εκτέλεση του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο, ο Κρίστι και ο συνεργάτης του, Φερνάντο Καρμπάγιο Μπλάνκο, συνελήφθησαν. Στην κατοχή του Κρίστι βρέθηκαν εκρηκτικά και αντιμετώπισε τον κίνδυνο καταδίκης σε θάνατο δια στραγγαλισμού, όμως τρία χρόνια αργότερα αφέθηκε ελεύθερος μετά από μια διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωσή του, με τη στήριξη του Ζαν Πωλ Σαρτρ. Μετά την επιστροφή του στη Βρετανία, βοήθησε στην επανασύσταση του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού για τη στήριξη πολιτικών κρατουμένων στην Ισπανία και αλλού, αλλά και στην έκδοση του περιοδικού Black Flag. Το 1972 αθωώθηκε από τις κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί για συμμετοχή στη σειρά επιθέσεων σαμποτάζ της Οργισμένης Ταξιαρχίας, μετά από μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια δίκες στην ιστορία της Βρετανίας. Συνέχισε τη δραστηριότητά του ιδρύοντας τις εκδόσεις Cienfuegos Press, αργότερα Christie Books, και παραμένει ένας ενεργός αγωνιστής με συνεισφορά στο ευρύτερο αναρχικό κίνημα.

Πηγή:

http://eleftheriakos.gr/mesa-kai-skopoi