Μία σημαντική συνέντευξη της καθηγήτριας Κοινωνιολογίας στο
Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και στο London School of
Economics, Σάσκια Σάσσεν, φιλοξενεί το ελληνικό online περιοδικό Χρόνος
(chronosmag.eu), με θέμα το αν η κρίση στην ευρωζώνη έχει υπονομεύσει τη
θέση της Ευρώπης στον κόσμο, αλλά και το κατά πόσον οι κοινωνικές
αναταραχές λειτουργούν ως η πολιτική φωνή των αδυνάτων.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά στο online περιοδικό EUROPP και αναδημοσιεύτηκε σε ελληνική μετάφραση της Μαριλένας Μυλωνά στο περιοδικό Χρόνος.
Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα της συνέντευξης:
— Πρόσφατα γράψατε για το ζήτημα της παρακολούθησης. Πιστεύετε ότι τα μέτρα ασφαλείας τα οποία στοχεύουν στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αποτελούν μια πιθανή απειλή για τα δικαιώματα των πολιτών τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης;
Η παρακολούθηση είναι ένα από τα ζητήματα που με απασχολούν τελευταία, αλλά το ενδιαφέρον μου δεν επικεντρώνεται στην παρακολούθηση που συμβαίνει σε μικρή κλίμακα. Δεν με απασχολεί, λ.χ., η παρακολούθηση από κάμερες κλειστού κυκλώματος ή από τις κάμερες της τροχαίας – οι οποίες είναι για μένα σχετικά ανώδυνες εφόσον βοηθούν στην αποτροπή εγκλημάτων ή στην αποφυγή θανατηφόρων ποδηλατικών ατυχημάτων. Με απασχολεί κάτι πολύ διαφορετικό: ένα διακρατικό σύστημα παρακολούθησης μέσω του οποίου συνδέονται αρκετές χώρες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο ακραία από αυτές τις χώρες και θέτει τον κανόνα για το σύστημα αυτό. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, ως μέρος του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει ένα σύστημα παρακολούθησης το οποίο αποτελείται πάνω από 10.000 ογκώδη κτίρια όπου αποθηκεύεται ένας αχανής τεχνολογικός εξοπλισμός για την παρακολούθηση και τη συλλογή στοιχείων αναφορικά με άτομα και οργανισμούς. Απασχολεί περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, οι οποίοι διαθέτουν εξουσιοδότηση πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες, και τουλάχιστον 260.000 ιδιωτικές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες προσλαμβάνουν εξειδικευμένο προσωπικό και από άλλες χώρες, γεγονός που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθώς διεθνοποιεί και αποεθνικοποιεί αυτόν τον απόρρητο κόσμο, η πρόσβαση στον οποίο απαιτεί υψηλού επιπέδου ειδική εξουσιοδότηση.
[...]
— Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η θεμελιώδης αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη;
Τρέφω μεγάλο σεβασμό και μεγάλο θαυμασμό για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο σεβασμός αυτός δεν προέρχεται από κάποια πεποίθηση που υπαγορεύει ότι θα έπρεπε να βρεθούμε όλοι μαζί και να δημιουργήσουμε ένα είδος «υπερκράτους», προέρχεται από τα θεμελιώδη στοιχεία που κατεύθυναν το ευρωπαϊκό εγχείρημα: την εμπιστοσύνη στο δίκαιο και στην αποφυγή χρήσης στρατιωτικών μέσων για την επίλυση των ζητημάτων. Υπάρχει ωστόσο και μια σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τα παραπάνω, το γεγονός ότι η ώθηση για ταχύτερη υιοθέτηση του ευρώ κατευθυνόταν από εταιρείες. Οι μεγάλοι κερδισμένοι του ευρώ ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες και να εισέλθουν πιο αποτελεσματικά στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Αυτές που επλήγησαν ήταν οι μικρότερες επιχειρήσεις που συνδέονταν με τοπικές ή περιφερειακές αγορές.
[...]
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν αφορά μόνο το πραγματικό χρήμα: αν πάρουμε, για παράδειγμα, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα, που αποτελούν τη βασική μονάδα μέτρησης της αξίας του, αυτά έχουν συνολική αξία πολλαπλάσια του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εκείνος που διαταράσσει τη λειτουργία των οικονομιών της ευρωζώνης, η έλλειψη πειθαρχίας δεν είναι μέρος του προβλήματος αυτή τη δεδομένη στιγμή. Μέρος του προβλήματος δεν είναι ούτε η έλλειψη υπευθυνότητας που επιδεικνύουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η χρηματιστικοποίηση των πάντων είναι. Η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου ξαφνικά οι χρηματαγορές άρχισαν να στοιχηματίζουν κατά της χώρας, αποτελεί για μένα εγκληματική πράξη.
— Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη, πιστεύετε πως φθίνει η σημασία που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τον υπόλοιπο κόσμο;
Πάντοτε πίστευα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούσε πιο έξυπνα θα είχε ενσωματώσει και την Τουρκία. Η Τουρκία πλέον δεν επιθυμεί να προσχωρήσει –τη στιγμή αυτή είναι μια οικονομία σαφώς πιο δυναμική από την ευρωπαϊκή–, ωστόσο θα ήταν σοφό να έχουν συμπεριληφθεί κι εκείνοι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. [Η συνέντευξη της Σ.Σ. δόθηκε λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στην Ιστανμπούλ με αφορμή το πάρκο Γκεζί. – Σ.τ.Σ.] Μια τέτοια στάση θα είχε φέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα εξαιρετικά προοδευτικό τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι Τούρκοι πανεπιστημιακοί, για παράδειγμα, κατά την άποψή μου είναι από τους πλέον αξιόλογους. Πιστεύω ότι ήταν μια χαμένη ευκαιρία που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια γέφυρα επικοινωνίας με το κομμάτι εκείνο του μουσουλμανικού κόσμου που βρίσκεται πιο κοντά στην Ευρώπη.
— Κατά την τελευταία δεκαετία έχουν εκδηλωθεί αναταραχές σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο. Πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αυτές τις πράξεις διατάραξης του δημόσιου βίου;
Όταν βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η πρώτη μου αντίδραση είναι να κάνω ένα βήμα πίσω, ξεχνώντας για λίγο τη σύγχρονη αντίληψη σχετικά με τις «αναταραχές» ή τις περιγραφές του κινήματος Occupy που ξεκίνησε από την κατάληψη της Γουώλ Στρητ – ένα κίνημα που ως επί το πλείστον θεωρείται αναποτελεσματικό ή ακόμα και καταστροφικό εφόσον δεν υποστηρίζεται από κάποιο πολιτικό κόμμα και δεν σχετίζεται με κάποιο πολιτικό πρόγραμμα. Νομίζω ότι χρειάζεται να αποφεύγουμε τις περιγραφές αυτού του είδους, για να καταλάβουμε αν κάτι που συμβαίνει έχει πραγματικά σημασία. Το καίριο ερώτημα για μένα, ως μέλος ης ακαδημαϊκής κοινότητας και ως θεωρητικό, είναι: Μπορούν άραγε να δημιουργήσουν ιστορία οι μη έχοντες εξουσία, οι κοινωνικά και πολιτικά ανίσχυροι; Και αν η απάντηση είναι θετική, τότε το ζητούμενο είναι: Δημιουργούν άραγε ιστορία ακόμη και χωρίς να κερδίσουν την εξουσία;
Αν δει κανείς πώς διαχειριζόμαστε συνήθως το ζήτημα των αδυνάτων, κατά κανόνα βλέπουμε την έλλειψη ισχύος ως μια φυσιολογική κατάσταση η οποία ανατρέπεται μόλις κάτι θετικό συμβεί και μας οδηγήσει στην απόκτησή της. Υποστηρίζω ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός αθέατων ιστοριών που αφορούν ανθρώπους οι οποίοι παρ' όλη την αδυναμία τους δημιούργησαν ιστορία, η οποία όμως παρέμεινε αφανής διότι οι άνθρωποι αυτοί δεν απέκτησαν ποτέ εξουσία. Η κοινωνική και πολιτική ενδυνάμωση καθιστά ορατή την ιστορία που δημιουργεί κανείς. Πιστεύω όμως ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες η αδυναμία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα σύνθετη και ότι αυτή ακριβώς η συνθετότητα γεννά τη δυνατότητα να δημιουργήσει κανείς ιστορία ή να επιτύχει πάντως τους πολιτικούς του στόχους με διαφορετικό τρόπο, ακόμα και χωρίς να αποκτήσει εξουσία. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι στιγμές σε μια χρονική τροχιά διάρκειας πολλών γενεών. Αρκεί να αναλογιστούμε το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που χρειάστηκε έναν αιώνα ή και παραπάνω, ή τον αγώνα των γυναικών για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου. Δεν θέλω να χάσω τέτοιες στιγμές που πιθανόν να αποτελούν το εφαλτήριο για κάτι άλλο που θα φέρει μια ουσιαστική αλλαγή.
[...]
— Δημιουργήσατε την έννοια των «παγκόσμιων πόλεων»: είναι τόποι που λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ των αναδυόμενων παγκόσμιων αγορών και των εθνικών οικονομιών. Πώς πρέπει να βλέπουμε τις παγκόσμιες πόλεις και τη σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο;
Η παγκόσμια πόλη αποτελεί ένα είδος δομικής τρύπας στον ιστό των εθνικών οικονομιών, των εθνικών κοινωνιών και των εθνικών επικρατειών. Κάθε παγκόσμια πόλη είναι εξαιρετικά διαφορετική και ιδιαίτερα εξειδικευμένη, γεγονός το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει περάσει απαρατήρητο από τους μελετητές, γιατί βλέποντας την καταναλωτική πλευρά αυτών των οικονομιών, η οποία είναι και η πιο εύκολα κατανοητή και ορατή, υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός τυποποίησης. Επιπλέον, όταν παρατηρήσει κανείς την οπτική δομή των ανακαινισμένων κέντρων των πόλεων αυτών, θα αντιληφθεί ότι τα υπερσύγχρονα οικονομικά κέντρα, τα υπερσύγχρονα αεροδρόμια και οι πολυτελείς οικιστικές και εμπορικές τους ζώνες παρουσιάζουν έναν υψηλό βαθμό τυποποίησης. Δεν έχει σημασία το πόσο ευφάνταστοι θα είναι οι αρχιτέκτονες, ούτε έχουν σημασία οι διακοσμητικές λεπτομέρειες που θα επιστρατεύσουν για να διαφοροποιήσουν τα κτίριά τους, αυτό το τυποποιημένο υπερσύγχρονο περιβάλλον μπορεί κανείς εύκολα να το αντιληφθεί.
Αυτό έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι οικονομίες των πόλεων αυτών γίνονται όλο και πιο ομογενοποιημένες. Ωστόσο τα ευρήματα από την έρευνά μου οδηγούν στο ότι η παγκοσμιοποίηση ώθησε τις πόλεις προς την εξειδίκευση, την καθεμιά προς διαφορετική κατεύθυνση και σε διαφορετικό βαθμό. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την Ευρώπη: το Λονδίνο ναι μεν αποτελεί οικονομικό κέντρο, είναι όμως πολύ διαφορετικό από το Παρίσι ή τη Φραγκφούρτη, και ακόμα πιο διαφορετικό από τη Νέα Υόρκη και τη Σανγκάη και ούτω καθεξής. Όλες αυτές οι πόλεις είναι ριζικά διαφορετικές. Αν ρίξουμε μια ματιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν δύο μείζονα παγκόσμια οικονομικά κέντρα, το Σικάγο και η Νέα Υόρκη, και αυτά έχουν ακραίες διαφορές – ανεξάρτητα από το ότι τα υπερσύγχρονα περιβάλλοντα που έχουν κατασκευαστεί και στις δύο πόλεις, παρουσιάζουν τα ίδια τεχνικά στοιχεία. Τα παραπάνω ισχύουν για όλα τα οικονομικά κέντρα αυτού του μεγέθους. Η Κίνα έχει τέσσερα μεγάλα οικονομικά κέντρα, το καθένα εντελώς διαφορετικό. Αυτό αφορά όχι μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και τις πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες – οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διεπιχειρησιακή οικονομία σε επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων. Οι εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες δημιουργικής λογιστικής επίσης τείνουν να επικεντρώνονται σε διαφορετικούς τομείς – μπορεί να απευθύνονται στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας και της διαχείρισης και οργάνωσης εμπορευμάτων στο Σικάγο και τη Σανγκάη ή στη Νέα Υόρκη και το Πεκίνο. Οπότε όσον αφορά τη λειτουργία της παγκόσμιας πόλης –αν εξαιρέσουμε το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό της περιβάλλον–, δεν μπορεί κανείς να προβεί σε γενικεύσεις σε επίπεδο ηπείρων και να κάνει διαχωρισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών παγκόσμιων πόλεων και αυτών που βρίσκονται στην Αμερική ή στην Ασία. Καθεμιά από αυτές τις πόλεις έχει μια εξειδικευμένη, μοναδική λειτουργία την οποία και προσφέρει στις διεθνείς αγορές. Καμία άλλη πόλη δεν μπορεί να επιτελέσει την ίδια λειτουργία κατά τον ίδιο τρόπο.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης, μεταφερθείτε στη σελίδα του chronosmag.eu, πατώντας εδώ.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά στο online περιοδικό EUROPP και αναδημοσιεύτηκε σε ελληνική μετάφραση της Μαριλένας Μυλωνά στο περιοδικό Χρόνος.
Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα της συνέντευξης:
— Πρόσφατα γράψατε για το ζήτημα της παρακολούθησης. Πιστεύετε ότι τα μέτρα ασφαλείας τα οποία στοχεύουν στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αποτελούν μια πιθανή απειλή για τα δικαιώματα των πολιτών τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης;
Η παρακολούθηση είναι ένα από τα ζητήματα που με απασχολούν τελευταία, αλλά το ενδιαφέρον μου δεν επικεντρώνεται στην παρακολούθηση που συμβαίνει σε μικρή κλίμακα. Δεν με απασχολεί, λ.χ., η παρακολούθηση από κάμερες κλειστού κυκλώματος ή από τις κάμερες της τροχαίας – οι οποίες είναι για μένα σχετικά ανώδυνες εφόσον βοηθούν στην αποτροπή εγκλημάτων ή στην αποφυγή θανατηφόρων ποδηλατικών ατυχημάτων. Με απασχολεί κάτι πολύ διαφορετικό: ένα διακρατικό σύστημα παρακολούθησης μέσω του οποίου συνδέονται αρκετές χώρες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο ακραία από αυτές τις χώρες και θέτει τον κανόνα για το σύστημα αυτό. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, ως μέρος του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει ένα σύστημα παρακολούθησης το οποίο αποτελείται πάνω από 10.000 ογκώδη κτίρια όπου αποθηκεύεται ένας αχανής τεχνολογικός εξοπλισμός για την παρακολούθηση και τη συλλογή στοιχείων αναφορικά με άτομα και οργανισμούς. Απασχολεί περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, οι οποίοι διαθέτουν εξουσιοδότηση πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες, και τουλάχιστον 260.000 ιδιωτικές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες προσλαμβάνουν εξειδικευμένο προσωπικό και από άλλες χώρες, γεγονός που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθώς διεθνοποιεί και αποεθνικοποιεί αυτόν τον απόρρητο κόσμο, η πρόσβαση στον οποίο απαιτεί υψηλού επιπέδου ειδική εξουσιοδότηση.
[...]
— Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η θεμελιώδης αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη;
Τρέφω μεγάλο σεβασμό και μεγάλο θαυμασμό για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο σεβασμός αυτός δεν προέρχεται από κάποια πεποίθηση που υπαγορεύει ότι θα έπρεπε να βρεθούμε όλοι μαζί και να δημιουργήσουμε ένα είδος «υπερκράτους», προέρχεται από τα θεμελιώδη στοιχεία που κατεύθυναν το ευρωπαϊκό εγχείρημα: την εμπιστοσύνη στο δίκαιο και στην αποφυγή χρήσης στρατιωτικών μέσων για την επίλυση των ζητημάτων. Υπάρχει ωστόσο και μια σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τα παραπάνω, το γεγονός ότι η ώθηση για ταχύτερη υιοθέτηση του ευρώ κατευθυνόταν από εταιρείες. Οι μεγάλοι κερδισμένοι του ευρώ ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες και να εισέλθουν πιο αποτελεσματικά στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Αυτές που επλήγησαν ήταν οι μικρότερες επιχειρήσεις που συνδέονταν με τοπικές ή περιφερειακές αγορές.
[...]
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν αφορά μόνο το πραγματικό χρήμα: αν πάρουμε, για παράδειγμα, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα, που αποτελούν τη βασική μονάδα μέτρησης της αξίας του, αυτά έχουν συνολική αξία πολλαπλάσια του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εκείνος που διαταράσσει τη λειτουργία των οικονομιών της ευρωζώνης, η έλλειψη πειθαρχίας δεν είναι μέρος του προβλήματος αυτή τη δεδομένη στιγμή. Μέρος του προβλήματος δεν είναι ούτε η έλλειψη υπευθυνότητας που επιδεικνύουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η χρηματιστικοποίηση των πάντων είναι. Η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου ξαφνικά οι χρηματαγορές άρχισαν να στοιχηματίζουν κατά της χώρας, αποτελεί για μένα εγκληματική πράξη.
— Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη, πιστεύετε πως φθίνει η σημασία που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τον υπόλοιπο κόσμο;
Πάντοτε πίστευα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούσε πιο έξυπνα θα είχε ενσωματώσει και την Τουρκία. Η Τουρκία πλέον δεν επιθυμεί να προσχωρήσει –τη στιγμή αυτή είναι μια οικονομία σαφώς πιο δυναμική από την ευρωπαϊκή–, ωστόσο θα ήταν σοφό να έχουν συμπεριληφθεί κι εκείνοι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. [Η συνέντευξη της Σ.Σ. δόθηκε λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στην Ιστανμπούλ με αφορμή το πάρκο Γκεζί. – Σ.τ.Σ.] Μια τέτοια στάση θα είχε φέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα εξαιρετικά προοδευτικό τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι Τούρκοι πανεπιστημιακοί, για παράδειγμα, κατά την άποψή μου είναι από τους πλέον αξιόλογους. Πιστεύω ότι ήταν μια χαμένη ευκαιρία που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια γέφυρα επικοινωνίας με το κομμάτι εκείνο του μουσουλμανικού κόσμου που βρίσκεται πιο κοντά στην Ευρώπη.
— Κατά την τελευταία δεκαετία έχουν εκδηλωθεί αναταραχές σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο. Πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αυτές τις πράξεις διατάραξης του δημόσιου βίου;
Όταν βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η πρώτη μου αντίδραση είναι να κάνω ένα βήμα πίσω, ξεχνώντας για λίγο τη σύγχρονη αντίληψη σχετικά με τις «αναταραχές» ή τις περιγραφές του κινήματος Occupy που ξεκίνησε από την κατάληψη της Γουώλ Στρητ – ένα κίνημα που ως επί το πλείστον θεωρείται αναποτελεσματικό ή ακόμα και καταστροφικό εφόσον δεν υποστηρίζεται από κάποιο πολιτικό κόμμα και δεν σχετίζεται με κάποιο πολιτικό πρόγραμμα. Νομίζω ότι χρειάζεται να αποφεύγουμε τις περιγραφές αυτού του είδους, για να καταλάβουμε αν κάτι που συμβαίνει έχει πραγματικά σημασία. Το καίριο ερώτημα για μένα, ως μέλος ης ακαδημαϊκής κοινότητας και ως θεωρητικό, είναι: Μπορούν άραγε να δημιουργήσουν ιστορία οι μη έχοντες εξουσία, οι κοινωνικά και πολιτικά ανίσχυροι; Και αν η απάντηση είναι θετική, τότε το ζητούμενο είναι: Δημιουργούν άραγε ιστορία ακόμη και χωρίς να κερδίσουν την εξουσία;
Αν δει κανείς πώς διαχειριζόμαστε συνήθως το ζήτημα των αδυνάτων, κατά κανόνα βλέπουμε την έλλειψη ισχύος ως μια φυσιολογική κατάσταση η οποία ανατρέπεται μόλις κάτι θετικό συμβεί και μας οδηγήσει στην απόκτησή της. Υποστηρίζω ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός αθέατων ιστοριών που αφορούν ανθρώπους οι οποίοι παρ' όλη την αδυναμία τους δημιούργησαν ιστορία, η οποία όμως παρέμεινε αφανής διότι οι άνθρωποι αυτοί δεν απέκτησαν ποτέ εξουσία. Η κοινωνική και πολιτική ενδυνάμωση καθιστά ορατή την ιστορία που δημιουργεί κανείς. Πιστεύω όμως ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες η αδυναμία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα σύνθετη και ότι αυτή ακριβώς η συνθετότητα γεννά τη δυνατότητα να δημιουργήσει κανείς ιστορία ή να επιτύχει πάντως τους πολιτικούς του στόχους με διαφορετικό τρόπο, ακόμα και χωρίς να αποκτήσει εξουσία. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι στιγμές σε μια χρονική τροχιά διάρκειας πολλών γενεών. Αρκεί να αναλογιστούμε το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που χρειάστηκε έναν αιώνα ή και παραπάνω, ή τον αγώνα των γυναικών για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου. Δεν θέλω να χάσω τέτοιες στιγμές που πιθανόν να αποτελούν το εφαλτήριο για κάτι άλλο που θα φέρει μια ουσιαστική αλλαγή.
[...]
— Δημιουργήσατε την έννοια των «παγκόσμιων πόλεων»: είναι τόποι που λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ των αναδυόμενων παγκόσμιων αγορών και των εθνικών οικονομιών. Πώς πρέπει να βλέπουμε τις παγκόσμιες πόλεις και τη σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο;
Η παγκόσμια πόλη αποτελεί ένα είδος δομικής τρύπας στον ιστό των εθνικών οικονομιών, των εθνικών κοινωνιών και των εθνικών επικρατειών. Κάθε παγκόσμια πόλη είναι εξαιρετικά διαφορετική και ιδιαίτερα εξειδικευμένη, γεγονός το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει περάσει απαρατήρητο από τους μελετητές, γιατί βλέποντας την καταναλωτική πλευρά αυτών των οικονομιών, η οποία είναι και η πιο εύκολα κατανοητή και ορατή, υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός τυποποίησης. Επιπλέον, όταν παρατηρήσει κανείς την οπτική δομή των ανακαινισμένων κέντρων των πόλεων αυτών, θα αντιληφθεί ότι τα υπερσύγχρονα οικονομικά κέντρα, τα υπερσύγχρονα αεροδρόμια και οι πολυτελείς οικιστικές και εμπορικές τους ζώνες παρουσιάζουν έναν υψηλό βαθμό τυποποίησης. Δεν έχει σημασία το πόσο ευφάνταστοι θα είναι οι αρχιτέκτονες, ούτε έχουν σημασία οι διακοσμητικές λεπτομέρειες που θα επιστρατεύσουν για να διαφοροποιήσουν τα κτίριά τους, αυτό το τυποποιημένο υπερσύγχρονο περιβάλλον μπορεί κανείς εύκολα να το αντιληφθεί.
Αυτό έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι οικονομίες των πόλεων αυτών γίνονται όλο και πιο ομογενοποιημένες. Ωστόσο τα ευρήματα από την έρευνά μου οδηγούν στο ότι η παγκοσμιοποίηση ώθησε τις πόλεις προς την εξειδίκευση, την καθεμιά προς διαφορετική κατεύθυνση και σε διαφορετικό βαθμό. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την Ευρώπη: το Λονδίνο ναι μεν αποτελεί οικονομικό κέντρο, είναι όμως πολύ διαφορετικό από το Παρίσι ή τη Φραγκφούρτη, και ακόμα πιο διαφορετικό από τη Νέα Υόρκη και τη Σανγκάη και ούτω καθεξής. Όλες αυτές οι πόλεις είναι ριζικά διαφορετικές. Αν ρίξουμε μια ματιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν δύο μείζονα παγκόσμια οικονομικά κέντρα, το Σικάγο και η Νέα Υόρκη, και αυτά έχουν ακραίες διαφορές – ανεξάρτητα από το ότι τα υπερσύγχρονα περιβάλλοντα που έχουν κατασκευαστεί και στις δύο πόλεις, παρουσιάζουν τα ίδια τεχνικά στοιχεία. Τα παραπάνω ισχύουν για όλα τα οικονομικά κέντρα αυτού του μεγέθους. Η Κίνα έχει τέσσερα μεγάλα οικονομικά κέντρα, το καθένα εντελώς διαφορετικό. Αυτό αφορά όχι μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και τις πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες – οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διεπιχειρησιακή οικονομία σε επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων. Οι εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες δημιουργικής λογιστικής επίσης τείνουν να επικεντρώνονται σε διαφορετικούς τομείς – μπορεί να απευθύνονται στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας και της διαχείρισης και οργάνωσης εμπορευμάτων στο Σικάγο και τη Σανγκάη ή στη Νέα Υόρκη και το Πεκίνο. Οπότε όσον αφορά τη λειτουργία της παγκόσμιας πόλης –αν εξαιρέσουμε το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό της περιβάλλον–, δεν μπορεί κανείς να προβεί σε γενικεύσεις σε επίπεδο ηπείρων και να κάνει διαχωρισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών παγκόσμιων πόλεων και αυτών που βρίσκονται στην Αμερική ή στην Ασία. Καθεμιά από αυτές τις πόλεις έχει μια εξειδικευμένη, μοναδική λειτουργία την οποία και προσφέρει στις διεθνείς αγορές. Καμία άλλη πόλη δεν μπορεί να επιτελέσει την ίδια λειτουργία κατά τον ίδιο τρόπο.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης, μεταφερθείτε στη σελίδα του chronosmag.eu, πατώντας εδώ.