Αυτές τις μέρες κλείνει ένας χρόνος από τη διεξαγωγή των εκλογών της 6ης Μαΐου και των επαναληπτικών της 17ης Ιουνίου. Πρόκειται για μια, ίσως, από τις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, καθώς το αποτέλεσμα των αναμετρήσεων επέφερε ριζικές αλλαγές στον κοινοβουλευτικό χάρτη, κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλά έναν όχι και τόσο ιδιόμορφο μετασχηματισμό που υπέστη η ελληνική κοινωνία κάτω από την επέλαση της κρίσης. Εκ πρώτης όψεως βλέπουμε την (αναμενόμενη) συντριβή α) του ΠΑ.ΣΟ.Κ (και την αντικατάστασή του από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α ο οποίος σκαρφάλωσε στη δεύτερη θέση, στην άνοδο του οποίου οφείλεται και η πτώση των ποσοστών του Κ.Κ.Ε λόγω διαρροής ψήφων προς τον πρώτο), και β) του ΛΑ.Ο.Σ (που την θέση του αναπλήρωσε η Χρυσή Αυγή). Ταυτόχρονα, η είσοδος του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων φανερώνει την πολιτική εκπροσώπηση ενός νέου ρεύματος της δεξιάς, ενώ η Δημοκρατική Αριστερά, προσπαθεί να ισορροπήσει το σχοινί μεταξύ ΣΥ.ΡΙΖ.Α και ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ένα χρόνο μετά, τα συναισθήματα παραμένουν ανάμικτα. Ποιά είναι η σημασία της «λαϊκής ετυμηγορίας» και ποιό το πραγματικό νόημα όλων αυτών των εξελίξεων; Τί είδους συμπεράσματα αποκομίζουμε έπειτα από το κλείσιμο ενός δωδεκάμηνου κύκλου; Κάποια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής, λαμβάνοντας ως δεδομένο την τάση κάθε πολιτικού χώρου να ερμηνεύει το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι αυστηρά με βάση τη δική του στρατηγική και ιδεολογική ατζέντα.
Μνημόνιο, τεχνοκρατισμός, Ευρωπαϊκή προοπτική και απατηλές ψευδαισθήσεις
Αρχικά, ο προεκλογικός μηχανισμός ψυχολογικής τρομοκρατίας και προπαγάνδας των Μέσων Ενημέρωσης έκανε πολλούς να αναρωτιούνται αν «θα έρθει η συντέλεια του κόσμου αν βγούμε από το ενιαίο νόμισμα» ή αν «υπάρχει ζωή μετά το ευρώ». Η πύρρειος νίκη της μνημονιακής παράταξης της Ν.Δ αντανακλά μέρος
της εξάρτησης μας στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες, στον, λεγόμενο «ευρωπαϊκό μονόδρομο». Πρόκειται για μια από τις πιο έντονες μορφές ετερονομίας που έχει για τα καλά ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία: την αδυναμία να φανταστούμε ότι σαν λαός μπορούμε να ορθοποδίσουμε δίχως την καθοδήγηση των «ειδικών (σε θέματα κοινωνικής ευημερίας) της ΕΕ», δίχως την ασφάλεια και την δήθεν εγγύηση που εμπνέει η σφραγίδα της Δύσης. Έτσι, για μια ακόμη φορά επικράτησε η ψευδαίσθηση ότι επιλέγοντας τον «σίγουρο» δρόμο του Ευρωπαϊσμού, μια νέα ευνοϊκή ευκαιρία ανοίγεται μπροστά μας, για την υπέρβαση των «αρχαϊσμών», της «ελληνικής τσαπατσουλιάς» και της «λογικής της λαμογιάς», που θα μας επιτρέψει να ολοκληρώσουμε τη πολυπόθητή μας πορεία προς τη δυτικοποίηση.
Στο μεταξύ, η επέλαση της φτώχειας και το οικονομικό ναυάγιο της χώρας συνεχίζεται, παρά τις υποσχέσεις του Α. Σαμαρά και των τεχνοκρατών για «ανάπτυξη» (τί εννοούν βέβαια ανάπτυξη ακόμα δεν μας έχουν ξεκαθαρίσει). Η αποτυχία δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού (που ανέκαθεν ήταν ανορθολογικός ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια) τον καθιστά καθημερινά όλο πιο και βάρβαρο και αντικοινωνικό, ενώ, ταυτόχρονα, παραμένει αντιπαραγωγικός (με μια έμφυτη μανία αποθησαύρισης και όχι «επενδυτικός»), στρεβλός, μαφιόζικος και υπό σιδηρά κρατική προστασία σε βαθμό που να αποτελεί τον ορισμό της διαπλοκής.
Η επικράτηση του λαϊκισμού
Από την άκρα δεξιά και τους νεοναζί, μέχρι και την αριστερά αλλά και κομμάτι του αναρχικού χώρου, ο λαϊκισμός ευδοκιμεί σε κάθε πολιτική συζήτηση. Αν και στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός ανέκαθεν αποτελούσε κομμάτι του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα (και όχι μόνο), τα τελευταία δύο χρόνια κυριαρχεί σχεδόν σε όλα τα τμήματα του αντι-μνημονιακού μπλοκ. Ο σημερινός λαϊκισμός, όμως, δεν αφορά μονάχα την απλή κολακεία του λαού ή την αντίληψη ότι μυστικές συνωμοσίες σε διάφορα μέρη της γης έχουν βάλει στον στόχο τους τον περιούσιο λαό, τους Έλληνες που «δεν φταίνε σε τίποτα», όπως υποστηρίζει η λαϊκή δεξιά του Καμμένου, οι φασίστες της Χρυσής Αυγής, διάφοροι εθνικιστές και όλοι όσοι αναπαράγουν αλόγιστα τα γνωστά συνθήματα περί «χούντας» και «νέας Κατοχής» – είτε αναλώνονται σε αφηγήσεις περί «γεωπολιτικής» ανεξαρτησίας (κάτι που αποτελεί βασική αντανάκλαση του νεοελληνικού φαντασιακού που λόγω ιστορικών συγκυριών επιλέγει πάντα να μιλά με μια θυματική γλώσσα, υποστηρίζοντας ότι ισχυρά κέντρα εξουσίας επιβουλεύονται την ευημερία του έθνους). Ο λαϊκισμός έχει να κάνει κυρίως και με την απουσία κριτικής στις καταναλωτικές μας συνήθειες και στην απλοϊκότητα με την οποία επιχειρούν οι πολιτικοί αυτοί χώροι να προσεγγίσουν τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού συγκαλύπτοντας παράλληλα τις δικές μας ευθύνες αναφορικά με την αποδοχή και στήριξη του σάπιου πολιτικού συστήματος για πολλές δεκαετίες. Οι αφηγήσεις αυτές επισκιάζουν τη συναίνεσή μας όλα αυτά τα χρόνια στην σύμπλευση της κοινωνίας μας με αξίες του κομφορμισμού, του κέρδους και της κατανάλωσης που μας οδήγησαν σε αυτό το αδιέξοδο, ενώ το αίτημα της αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης ταυτίζεται μονομερώς με την επιστροφή στην προ-μνημονιακή καταναλωτική ευημερία, ενώ προτάσσοντας τον πατριωτισμό ή τον αντιιμπεριαλισμό ως αντίδοτο σε όλα αυτά τα προβλήματα εξοβελίζουμε την κοινωνική και «ταξική» κατανόηση των γεγονότων.
Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι αναλύσεις ολόκληρου του μνημονιακού μπλοκ («σοβαρές» εφημερίδες και πρετεντερικές εκπομπές). Ενώ παρουσιάζονται ως οι «υπεύθυνες φωνές εθνοσωτήριων» συνταγών, περιστρεφόμενοι γύρω από το δίπολο: σοβαρότητα ή λαϊκισμός, τεχνοκρατισμός ή πελατειοκρατία, «διαρθρωτικές αλλαγές» ή επαρχιωτισμός και οπισθοδρόμηση, προωθώντας, ταυτόχρονα, το δόγμα της μετριοπάθειας και του κέντρου ως τη μόνη εγγύηση κοινωνικής ευημερίας, «καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται», και κρατώντας «ίσες αποστάσεις» τόσο από την άκρα δεξιά όσο και από την αριστερά και τον αναρχικό χώρο, επενδύουν πάνω στη λογική του φόβου και στον επιστημονισμό που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του τεχνοκρατικού φαντασιακού. Όπως οι αριστεροί και δεξιοί λαϊκιστές επιλέγουν με τον δημαγωγικό τους λόγο να χαϊδεύουν αυτιά, έτσι και οι τεχνοκράτες, μέσω της ηθικής της ενοχής που εσκεμμένα καλλιεργούν, χτυπούν πάνω στη βασικότερη δομή του ανθρώπινου όντος, την ψυχή, διαχειρίζοντας (κυρίως) τον φόβο («τί θα γίνει σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ;»), την φαντασία, και όλα τα καταπιεσμένα πανομοιότυπα συναισθήματα που φωλιάζουν στο υπερ-εγώ, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μέσος απο-πολιτικοποιημένος άνθρωπος να ακολουθήσει τις αληθοφανείς τους προβλέψεις. Ως εκ τούτου, ο κυνισμός και η απάθεια αναδύονται μέσα από την γενικευμένη ανασφάλεια και το καθεστώς φόβου, καθιστώντας έτσι την ίδια την κοινωνία αδύναμη να λειτουργήσει εκτός και αν τα επιτακτικά νέα μέτρα που παρουσιάζονται ως «σανίδα σωτηρίας» εφαρμοστούν. Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας από τους βασικότερους λόγους (μαζί με την άνοδο των αριστερών γραφειοκρατιών για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω) που εδώ και ένα εξάμηνο κάθε κινηματική δράση έχει παραλύσει, ενώ την ίδια στιγμή κάθε κοινωνική αντίδραση βαφτίζεται ως τρομοκρατία, εστία ανομίας, αμετροέπεια και αντικοινωνική συμπεριφορά, ταυτίζοντας τις συνελεύσεις, τις καταλήψεις και κάθε συλλογική δράση με τις δολοφονικές επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και λοιπών φασιστοειδών. Έτσι επιχειρείται παράλληλα η συγκάλυψη των βασανισμών στα αστυνομικά τμήματα, αλλά και οι επιθέσεις σε καταλήψεις (με τη βοήθεια διαφόρων ακροδεξιών που σε τέτοιες περιπτώσεις απολαμβάνουν μιντιακής ασυλίας).
Τί σημαίνει η άνοδος της αριστεράς;
Για πολλούς οι εκλογές του 2012 σηματοδοτούν την επανεμφάνιση της αριστεράς έπειτα από περιθωριοποίηση πολλών δεκαετιών, (παρά την τελική της ήττα λόγω της προ-εκλογικής καμπάνιας τρόμου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που με κάθε μέσο προσπάθησαν να υπερασπιστούν τις πολιτικές του μνημονίου). Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτή στερείται βάθους, λόγω του ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν είναι ούτε συνειδητοποιημένοι αριστεροί ούτε ενστερνίζονται πολλές από τις βασικές του θέσεις. Αρκετοί από αυτούς (κατά πάσα πιθανότητα η συντριπτική πλειοψηφία) θα απέρριπταν δίχως αντίρρηση την αναγνώριση της Π.Γ.Δ.Μ με το όνομα Μακεδονία, τις μαζικές νομιμοποιήσεις μεταναστών, το δικαίωμα γάμου στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια… Όμως είδαν στο πρόσωπό του Α.Τσίπρα μια πολιτική αμφισβήτησης της λιτότητας, των εντολών της Ε.Ε και, κατά κάποιον τρόπο, την αποκατάσταση μέρους της εθνικής κυριαρχίας. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει πως δεν πρόκειται για κάποιο κόμμα που εκφράζει μια καθολική τάση για ριζική μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών θεσμών και του συστήματος, αλλά απεναντίας μια γενικευμένη έκφραση αγανάκτησης προς τις πολιτικές λιτότητας. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ριζοσπαστικοποιήθηκε ως ένα βαθμό, δεδομένου ότι ένα χρόνο πριν τις εκλογές, το κίνημα των πλατειών έδωσε αφορμή σε μεγάλο αριθμό πολιτών να έρθει εν μέρη σ’ επαφή με πολιτικό διάλογο, όπου όμως κυριαρχούσε ο αντιμνημονιακός λόγος της αριστεράς: ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α αφότου πέτυχε να ηγεμονεύσει ιδεολογικά με τον αντιμνημονιακό του λόγο στις συνελεύσεις της πλατείας Συντάγματος, όπου και διάφορα μέλη του μαζί με την βοήθεια πολλών άλλων αριστερών οργανώσεων, κομμάτων και συνδικάτων, με μακιαβελικό τρόπο επένδυσαν στη λογική του ψαρέματος συνειδήσεων, εκμηδένισε κάθε ίχνος αυθορμητισμού, κατευθύνοντας μέρος των συμμετεχόντων υπέρ της πολιτικής του ατζέντας.
Τέλος, η κατασυκοφάντηση της αριστεράς από τα Μ.Μ.Έ, πως δήθεν πίσω από κάθε ταραχή και βίαιη σύγκρουση κρύβονται δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, πως τα «μπάχαλα του Συντάγματος» είναι αποτέλεσμα της δημαγωγικής του πολιτικής, λειτούργησε αντίθετα από αυτό που επεδίωκαν οι προπαγανδιστές του μνημονίου και της «νομιμότητας». Όταν τα δελτία ειδήσεων έκαναν λόγο για καταδίκη της αριστερής βίας, για αναγκαιότητα της εφαρμογής των μέτρων, όταν ο πρώην αντί-πρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος εξύβριζε με απίστευτη χυδαιότητα ολόκληρο τον Ελληνικό λαό ως τεμπέλη και χαραμοφάη, τόσο στα κανάλια όσο και σε διάφορες διαλέξεις του στο εξωτερικό, όλα αυτά όξυναν σταδιακά την κοινωνική οργή, τη στιγμή που ο κρατικός αυταρχισμός με κάθε μέσο προσπαθούσε να συντηρήσει την αδικία καλώντας τους πολίτες να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση, τη στιγμή που σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης παιζόταν το σενάριο του «τεμπέλη Έλληνα που προτιμά να διαδηλώνει και να προκαλεί ταραχές αντί να εργάζεται». Επιπλέον, από τη μια το δόγμα της υποταγής και του αποκλεισμού από τα τηλεοπτικά παράθυρα κάθε γνώμης που στρέφεται ενάντια στις πολιτικές λιτότητας λειτούργησε αντίθετα από αυτό που οι περισσότεροι θα περίμεναν, και από την άλλη, η ιδεολογική χρεωκοπία του ΠΑ.ΣΟ.Κ ως κόμμα που έχει μετατραπεί σε φορέας συντηρητικών ιδεολογιών, ωθεί πολλούς από τους πρώην ψηφοφόρους του σε εναλλακτικές λύσεις. Αλλά εκεί που ως επί το πλείστο βασίστηκε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι το κίνημα των πλατειών: η ιδεολογική καθοδήγηση των συνελευσιαζόμενων, και η γραφειοκρατικοποίηση κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας στο βαθμό που κουτσά στραβά (άθελά του ή και ίσως ηθελημένα), μαζί με τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, απομάκρυνε τους πολίτες από τους δρόμους, αφήνοντάς τους ομήρους στα χέρια μιας ηγεσίας που «όταν θα έρθει η στιγμή θα αναλάβει το τιμόνι της χώρας». Έτσι η μοναδική ευκαιρία για την εξάπλωση ενός οριζόντιου κινήματος με πραγματικά δημοκρατικά προτάγματα και σχέδια έσβησε κάτω από την καθοδήγηση των διαφόρων κομματικών συντεχνιών, οι οποίες μόνο κέρδος είχαν να αποτιμήσουν από τη συγκεκριμένη διαδικασία, ευνουχίζοντας κάθε κινηματική δυναμική και σπρώχνοντας μεγάλο μέρος ενεργών πολιτών και πάλι στην απάθεια. Αυτός είναι, άλλωστε, ένας από τους μεγαλύτερους λόγους που τον τελευταίο χρόνο οι πολιτικές δράσεις έχουν μειωθεί, σε σύγκριση με δύο ή και τρία χρόνια πριν.
Χρυσή Αυγή και ακροδεξιά
Η άνοδος της Χ.Α. δίνει σε πολλούς την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι ένας ρατσιστικός «βόρθος», γεμάτος μισάνθρωπους, σεξιστές και ομοφοβικούς που μισούν οτιδήποτε έρχεται εκτός συνόρων ή δεν είναι δυτικόφερτο. Αναμφισβήτητα η ελληνική κοινωνία ουδέποτε κατάφερε να απογαλακτιστεί από το φαντασιακό της Μεγάλης Ιδέας πάνω στην οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, μήτε να αποτινάξει από πάνω της τον Χριστιανικό φονταμενταλισμό και να διαχωρίσει την εκκλησία από το κράτος, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες κοσμικές χώρες. Αναμφισβήτητα το πρόβλημα υφίσταται και είναι αρκετά ανησυχητικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι στρέφονται στην συνωμοσιολογία, το λαϊκισμό, την λογική του όχλου και τον αντισημιτισμό. Ωστόσο, με μια πιο ψύχραιμη ματιά αυτό που βλέπουμε είναι ότι η Ελλάδα δεν παρουσιάζει κάποιο ρεκόρ ρατσιστικής έξαρσης σε σύγκριση με τις χώρες της Δύσης – ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε την οξύτητα της Ελληνικής κρίσης σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., την τεράστια εισροή μεταναστών στην Ελληνική επικράτεια και την απουσία της κρατικής πρόνοιας με σκοπό την βελτίωση της κατάστασης (κάτι που συνεπάγεται λουμπενοποίηση των περιοχών της κεντρικής Αθήνας, πορνεία, μαστροπεία, διακίνηση ναρκωτικών) – τα αντανακλαστικά εσωστρέφειας παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά. Την ίδια στιγμή που στην Βρετανία το ακροδεξιό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Nigel Farage έρχεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις (σε μια χώρα όπου η ανεργία είναι 5 φορές χαμηλότερη από ότι στην ελληνική περίπτωση) όπως και αντίστοιχα το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, ενώ στην Σουηδία οι Σουηδοί Δημοκράτες πλέον αγγίζουν την τρίτη θέση.
Ο ναζισμός ουδέποτε αποτελούσε πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Απεναντίας, της προκαλεί απέχθεια όταν αποκαλύπτεται, κάτι που μπορεί να μην συμβαίνει στις χώρες της Ευρώπης. Έτσι, το πρόβλημα που παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ως μια μορφή επιθετικής ξενοφοβίας που συνοδεύεται από μια έντονη λαϊκό-εθνικιστική τάση, δίχως, όμως, να πρόκειται για κάποιου είδους γενικευμένο αποικιοκρατικό ρατσιστικό φαντασιακό που για πολλά χρόνια έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και την ιστορία. Οι περισσότεροι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με φόβο, δεδομένου της εξαθλίωσής τους αλλά και της μη επαφής με οτιδήποτε έρχεται από εκτός Ευρώπης (η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε πολυπολιτισμική κοινωνία). Τα έκτροπα έξω από το χυτήριο, οι βανδαλισμοί πάγκων πλανόδιων πωλητών, τα μαχαιρώματα και ο συμμοριτοπόλεμος των Χρυσαυγητών οργανώνονται από μια μικρή κλίκα ανθρώπων (σε αντίθεση με την περίοδο του μεσοπολέμου όπου υπήρχε μαζική κινητοποίηση πολιτών υπέρ των ολοκληρωτικών φασιστικών κινημάτων). Τα χαστούκια στην Λ. Κανέλη δεν δηλώνουν κάποια κρυφή συνωμοσία μεταξύ καπιταλιστών και νεοναζί με σκοπό να τρομοκρατηθεί ο μέσος πολίτης ώστε να μην διαδηλώνει (την απομάκρυνση των πολιτών από τους δρόμους και τις πλατείες, άλλωστε, την πέτυχαν οι αριστερές γραφειοκρατίες), όπως λένε οι αριστεροί. Απεναντίας, οι πολίτες βλέπουν την Χρυσή Αυγή ως μια δύναμη που δεν ήρθε για να τρομοκρατήσει τους ίδιους, αλλά το αποτυχημένο κράτος που πλέον έχει φανεί πλήρως ανίκανο να σταματήσει την διάλυση της κοινωνίας συντηρώντας την διαπλοκή, την διαφθορά και την αναξιοκρατία. Μέσα από τους εκσφενδονισμούς αντικειμένων ενάντια σε πολιτικούς, μέσα από τον ξυλοδαρμό βουλευτών, οι πολίτες αισθάνονται ότι τιμωρούν όλους αυτούς που θεωρητικά είναι υπαίτιοι για τον κοινωνικό μας ξεπεσμό. Συνεπώς, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ευνοεί την άνοδο της Χ.Α είναι ο λουμπενισμός στον οποίο τα μέλη της επιδίδονται, πράγμα που σημαίνει ότι το βασικό πρόβλημα αντανακλά την γενικευμένη απάθεια που μαστίζει την ελληνική (και κάθε) κοινωνία, την έλλειψη καθολικών δημοκρατικών προταγμάτων που θα στοχεύουν στην διεκδίκηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, μέσω της κοινωνικής μεταστροφής.
Δημοκρατικός αντιρατσισμός ή εθελοτυφλία
Αναμφισβήτητα η ξενοφοβία δεν είναι κάτι που κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί όταν περάσει η μπόρα,
ούτε πρόκειται να εξαφανιστεί με αντι-ρατσιστικούς νόμους. Είναι σαφέστατα μια ορατή απειλή που διαβρώνει αργά και σταθερά το κοινωνικό
πράττειν, και μετατοπίζει το μίσος που ο μέσος πολίτης νιώθει για τους πολιτικούς και το σάπιο σύστημα προς κάποιον εύκολο στόχο. Όσο τα διάφορα φοβικά σύνδρομα απέναντι στους «διαφορετικούς» εσωτερικεύονται από μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και μετατρέπονται σε «κοινή λογική» και όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι αποδιοπομπαίοι τράγοι θα βρίσκονται στο στόχαστρο του κράτους εξαίρεσης και της αρνητικής κοινής γνώμης, πράγμα που επιβεβαιώνει η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης για μετανάστες. Η ξενοφοβία δεν είναι ούτε δικαιολογημένη ούτε αθώα και θα πρέπει να πολεμηθεί. Διότι οι κοινωνικές τάσεις μετασχηματίζονται εύκολα όταν η οργή και η αγανάκτηση κυριαρχήσει έναντι της λογικής, ακόμη και αν ο γενικευμένος και αδιάκριτος ρατσισμός δεν αποτελεί κυρίαρχο δόγμα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, απαιτεί μια πιο ολιστική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα του ρατσισμού.
Η πολυδιάστατη φύση του φαινομένου αυτού μας επιβάλει επαναθεώρηση πολλών από τις θέσεις που μέχρι στιγμής υιοθετούσαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η αριστερά, εδώ και πολλά χρόνια, αναζητά το νέο προλεταριάτο που «νομοτελειακά θα οδηγήσει το σύστημα σε ανατροπή» και αυτό το βλέπει στους εξαθλιωμένους μετανάστες, αγιοποιοώντας τους και κλείνοντας τα μάτια στην πιθανότητα πολλοί από τους ίδιους να είναι εξίσου ρατσιστές, ομοφοβικοί, φορείς ρατσιστικών ιδεών και υποστηρικτές αυταρχικών ιδεολογιών ενώ, την ίδια στιγμή, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς δεν ενδιαφέρεται να ανατρέψει το σύστημα. Απεναντίας, προσπαθεί να ενσωματωθεί μέσα σε αυτό (πράγμα που φαντάζει λογικό). Οι αντιρατσιστικές διαμαρτυρίες, όσο και αν προβάλουν ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, δεν αρκούν ούτε για να αφυπνίσουν μήτε καταφέρνουν ν’ αλλάξουν τον κοινωνικό προσανατολισμό ο οποίος οδεύει όλο και πιο δεξιά (κάτι που επιβεβαιώνει ο διπλασιασμός των ποσοστών της Χ.Α από πέρυσι). Η άρνηση του αντιρατσιστικου κινήματος να βρει απαντήσεις αναφορικά με τις εγγενείς αδυναμίες του μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας συμβάλλει όλο και περισσότερο στην αποδυνάμωσή του.
Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων υπάρχει, ωστόσο, και θα πρέπει να προωθηθεί ως μια εναλλακτική απάντηση τόσο στην φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, όσο και στον πολιτισμικό απομονωτισμό των ακροδεξιών. Διαπολιτισμικότητα σημαίνει υπέρβαση της απλής παθητικής (και συχνά επιβαλλόμενης) αποδοχής (από το σύνολο) μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας πολλαπλών στοιχείων και ταυτοτήτων που υπάρχουν σε μια κοινωνία προάγοντας το διάλογο και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η διαπολιτισμική επικοινωνία στοχεύει στην αντιμετώπιση κάθε είδους τάσης αυτο-διαχωρισμού όχι μόνο μεταξύ μιας πλειοψηφικής ομάδας και μειονοτήτων, αλλά και εντός των ίδιων των μειονοτήτων.
Εν κατακλείδι
Είναι καιρός να τελειώνουμε με την απάθεια. Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές, τα κομματικά πανηγύρια, ο λουμπενισμός, ο λαϊκισμός και κάθε είδους στρουθοκαμηλισμός δεν βοηθά κανέναν από εμάς. Ας αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική κοινωνία όσο και αν έχει αλλοτριωθεί από μισαλλόδοξες αξίες, εξακολουθεί να παραμένει ευμετάβλητη, πράγμα που θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε από τη μια με σκοπό είτε να αποφύγουμε υστερικές αναλύσεις (του τύπου: «παντού φασίστες!!!») που τον μόνο που ενισχύουν είναι η Χ.Α, αλλά ούτε και να αγνοήσουμε τους διάφορους φανατισμένους ακόλουθούς της ως «γραφικούς», και «ακίνδυνους». Όμως, ο αγώνας ενάντια στην Χ.Α, στην ξενοφοβία και τον λαϊκισμό θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των προσπαθειών μας για να μπει ένα τέλος στη λογική της «φιλήσυχης» ζωής, όπου η αδιαφορία για την πολιτική θα παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι καιρός, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη με το φαντασιακό του ατομικισμού: μια ρήξη που θα αποτελέσει το έναυσμα για ένα ριζικό κοινωνικό αυτο-μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας για την πραγματική κοινωνική, πολιτική, και οικονομική δημοκρατία, για την εγκαθίδρυση αμεσοδημοκρατικών κοινωνικών δομών, ικανών να προωθήσουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισότητα. Μόνο μέσα από μια τέτοια προοπτική θα μπορέσει να αποτραπεί η ανθρωπολογική και αξιακή κατάπτωση του μαζάνθρωπου που χαρακτηρίζει την εποχή μας και να καταστεί δυνατή η δημιουργία αυτόνομων θεσμών που θα επιτρέπουν στα άτομα την αυτο-πραγμάτωση και επανοικειοποίηση των δημιουργικών τους δυνατοτήτων και, κατ’ επέκταση, τη ανάδειξη ενός νέου, πιο ελεύθερου, υπεύθυνου και σκεπτόμενου, ανθρώπου.