Ο Στάθης
Η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) είναι η συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ την οποία παράγει και αναπαράγει η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή του) και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η δήθεν δημοκρατία που στηρίζεται στις αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης

ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
Τρίτη 9 Απριλίου 2013
Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
Τι κάνουμε τώρα; (1) - Τάκης Φωτόπουλος
Ενώ
στην Ευρώπη ένα αντί-ΕΕ τσουνάμι έχει ξεσπάσει από την Βρετανία μέχρι
την Ιταλία, η μόνη χώρα όπου το θέμα της ΕΕ δεν είναι καν στην δημόσια
ατζέντα, είναι η Ελλάδα. Δηλαδή, η χώρα στην οποία έχει επιβληθεί μια
ολοκληρωτική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων από την υπερεθνική ελίτ,
ώστε να αναγκαστούν να προσφέρουν το μόχθο τους αλλά και τον κοινωνικό
πλούτο της χώρας σε τιμές ευκαιρίας. Ήδη φθάσαμε στον έσχατο ευτελισμό
να ξεπουλάμε νησιά μας στον γνωστό πειρατο-«επενδυτή» Εμίρη του Κατάρ!
Aυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο της «ανάπτυξης μέσω των επενδύσεων»
που υπόσχονται οι ελίτ, αλλά υιοθετεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την
επιχειρούμενη εξαπάτηση ότι θα... αποκλείσει τους πειρατές. Και είναι
εξαπάτηση, όταν ακόμη και η πελώρια «κομουνιστική» Κίνα δεν μπόρεσε να
τους αποκλείσει, πληρώνοντας την «ανάπτυξη» που της έφεραν οι
πολυεθνικές με την ολοκληρωτική καταστροφή του περιβάλλοντος και την
αγριότερη δυνατή εκμετάλλευση της εργασίας. Ο λαός της Χαλκιδικής όμως
έδειξε τον δρόμο! Και ο λαός στα Ιόνια δεν θα επιτρέψει να τον
εξευτελίσουν ξεπουλώντας τα νησιά του για τις παλλακίδες του Εμίρη...
Η
εξαπάτηση της κοινής γνώμης δεν γίνεται επομένως μόνο από συστημικά
κανάλια και αναλυτές, αλλά και από κόμματα και αναλυτές της «Αριστεράς».
Όλοι αυτοί συμμερίζονται την ευθύνη για τη σημερινή καταστροφή που μας
οδήγησε πίσω στη δεκαετία του ’50, στα παιδικά μας χρόνια, όταν
ζεσταινόμαστε με μαγκάλια και όποιον πάρει ο Χάρος. Το κρίσιμο πια
ερώτημα στα χείλη όλων, είναι : τι κάνουμε τώρα; Στη σειρά αυτή των
άρθρων θα προσπαθήσω να δώσω απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα,
κατατάσσοντας τις απαντήσεις, με βάση τρία κριτήρια: αίτια-προτεινόμενες
λύσεις-αποτίμηση. Ο στόχος είναι να περιληφθεί όλο το πολιτικό φάσμα
(οι κατηγοριοποιήσεις δεν είναι βεβαια στεγανές): νεοφιλελεύθεροι *
Κεϋνσιανοί * ΣΥΡΙΖΑ * εκτός Ευρώ * ΚΚΕ * «Ελευθεριακοί» * Αυτοδύναμη
οικονομία.
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
Αίτια:
η διαφθορά των προηγούμενων κυβερνήσεων και η ανικανότητά τους να
εισαγάγουν τις απαιτούμενες από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
«μεταρρυθμίσεις».
Λύσεις:
Άμεση εισαγωγή των «διαρθρωτικών» μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει η
ανταγωνιστικότητα. Δηλαδή: «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις,
«Βουλγαροποίηση» μισθών, ουσιαστική διάλυση του Κράτους-πρόνοιας και
συνακόλουθη μείωση φόρων για τους επενδυτές, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις
κ.λπ. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές θα φέρουν «ανάπτυξη» αυτού του είδους,
στον βαθμό που αρκετές πολυεθνικές θα προσελκυστούν να επενδύσουν στην
Ελλάδα.
Αποτίμηση:
αν δεχτούμε ότι η παραμονή μας στην ΕΕ και η σύνδεσή μας με την
νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι... θέλημα Θεού, τότε η παραπάνω
ανάλυση δεν είναι αβάσιμη. Όμως, η «λύση» αυτή θα μονιμοποιήσει τη
σημερινή λαϊκή καταστροφή, γεγονός που επιβάλλει την άμεση μονομερή
έξοδο από την ΕΕ.
ΚΕΫΝΣΙΑΝΟΙ
Αίτια:
ανεξάρτητα από τα ποια είναι ακριβώς τα αίτια, όπου υπάρχουν διαφορές
μεταξύ τους, όλοι τους συμφωνούν ότι η κρίση επιδεινώθηκε ραγδαία, ως
αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζει η ΕΕ, τις οποίες
χαρακτηρίζουν «μυωπικές» (ή, εναλλακτικά, ως ηγεμονικές πολιτικές της
Γερμανίας).
Λύσεις: ανατροπή
της ύφεσης με πολιτικές... Ρούζβελτ, «ξεχνώντας» ότι σε μια
παγκοσμιοποιημένη οικονομία παρόμοιες πολιτικές είναι ανέφικτες! Ακόμη
και ο Ομπάμα, που θαύμαζε ο Τσίπρας, σήμερα
εφαρμόζει «αυτόματες» πολιτικές λιτότητας, ενώ ο «σοσιαλιστής» Ολάντ,
αντιμετωπίζοντας «φυγή κεφαλαίου», ήδη άρχισε στροφή 180 μοιρών.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, οι Κευνσιανοί συνιστούν παραγωγικές
επενδύσεις για να καλυφθεί το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας
Αποτίμηση:
Το αναπάντητο ερώτημα είναι από που θα προέλθουν τα σχετικά κεφάλαια
για παρόμοιες επενδύσεις, ιδιαίτερα όταν οι περισσότεροι από αυτούς δεν
αμφισβητούν ούτε το Ευρώ, ενώ κανένας δεν αμφισβητεί την ΕΕ! Μήπως
απο... «μη πειρατές» επενδυτές; Ή μήπως απο την ΕΚΤ, με βάση κάποια
παραλλαγή του Αμερικάνικου ομοσπονδιακού συστήματος; Όμως, η Ευρώπη έχει
μικρή οικονομική, και ελάχιστη πολιτιστική, ομοιογένεια για να
εφαρμόσει παρόμοιο σύστημα που θα σήμαινε ότι ακόμη και χώρες σαν την
Γαλλία και την Ιταλία θα έχαναν σχεδόν κάθε εθνική και οικονομική
κυριαρχία.
Τι κάνουμε τώρα; (2) — Η ανάγκη για παλλαϊκό Μέτωπο
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Με
την ανεργία και τη φτώχεια να καλπάζουν, έχουμε ήδη επιτύχει, εν μέρει,
τον στόχο που έβαλε η ελίτ το 2010: να μείνουμε στην ΕΕ για να μην
γυρίσουμε στη δεκαετία του 1950. Ετσι, μείναμε μεν στην ΕΕ, αλλά
γυρίσαμε— μέσα σε τρία χρόνια— στη δεκαετία του 1950! Και αυτό δεν είναι
σχήμα λόγου. Σύμφωνα με την απογραφή του 1961, περίπου 24% του ενεργού
πληθυσμού ήταν τότε άνεργο ή υποαπασχολούμενο. Σήμερα, μόνο οι άνεργοι
φθάνουν το 27%. Μολονότι δεν υπάρχουν, από όσο γνωρίζω, ακριβή στοιχεία
για τη φτώχεια στη δεκαετία του ‘50, μπορούμε να κάνουμε κάποιες λογικές
υποθέσεις. Το 2011, στην αρχή της κρίσης, με ανεργία περίπου 18%,
σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, σχεδόν οι μισοί Έλληνες ζούσαν στο
όριο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, δηλ. δυσκολευόντουσαν να
καλύψουν βασικές ανάγκες (ενοίκιο, ηλεκτρικό, θέρμανση, διατροφή με
κρέας ή ψάρι δύο φορές την εβδομάδα, διακοπές κ.λπ.). Με την ανεργία
σήμερα αυξημένη κατά 50% σε σχέση με το 2011, μπορεί κανείς να φανταστεί
πόσοι θα είναι οι κοινωνικά αποκλεισμένοι σε σχέση με το 2011 και το
1961.
Ο
μόνος λόγος που η φτώχεια δεν είναι το ίδιο φανερή όσο το 1961 είναι
ότι, ενώ η εισοδηματική φτώχεια σήμερα θα πρέπει να είναι σημαντικά
υψηλότερη από τότε, πολλοί από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα
βρίσκονται ακόμη με περιουσιακά στοιχεία (αυτοκίνητο, ιδιόκτητο σπίτι
κ.λπ.) που απέκτησαν με τον εύκολο δανεισμό, τον καιρό της “ισχυρής
Ελλάδας” (της φούσκας). Όσο όμως παραμένουν στην ανεργία και τη
χαμηλόμισθη απασχόληση θα τα χάνουν και αυτά σταδιακά. Και αντίθετα με
τα αναίσχυντα ψεύδη των ντόπιων και ξένων ελίτ καθώς και των άθλιων ΜΜΕ
που ελέγχουν οι ίδιες, (τα οποία, όπως στα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα,
έχουν “κομμένη” κάθε συζήτηση ενάντια στην ΕΕ), τόσο η ανεργία όσο και
οι άθλιοι μισθοί θα παραμείνουν βασικά στα ίδια επίπεδα, παρά τις όποιες
στατιστικές αλχημείες. Ακόμη και να έλθουν οι ξένοι ληστο-επενδυτές,
που όπως ελπίζουν οι ελίτ θα προσελκυστούν από την Κινεζοποίηση της
εργασίας στην Ελλάδα, όσο το επίπεδο και η διάρθρωση της παραγωγής και
της απασχόλησής μας θα συνεχίζει να προσδιορίζεται από την παγκόσμια
αγορά και την ΕΕ, και όχι από εμάς τους ίδιους συλλογικά σε μια
αυτοδύναμη (όχι αυτάρκη) οικονομία που θα μας εξασφαλίζει την οικονομική
και εθνική κυριαρχία, η κατάσταση θα παραμένει βασικά η ίδια.
Δεν
χρειάζεται βέβαια να ασχοληθούμε με τους απατεώνες της «Αριστεράς», οι
οποίοι, ακόμη και μετά τα καταστροφικά μέτρα που επέβαλαν στα λαϊκά
στρώματα της Κύπρου οι ξένες και ντόπιες ελίτ συνεχίζουν την εξαπάτηση
ότι θα μπορούσαν να εφαρμόσουν λύσεις «αντιμνημονιακές» μέσα στην ΕΕ, ή
να αραδιάζουν παραμύθια για Μέτωπο του Νότου, όταν όλες οι χώρες αυτές
συμφώνησαν στην καταστροφή της Κύπρου! Και είναι εξαπάτηση, διότι οι
Ευρω-ελίτ έδειξαν, στη πράξη, πόσο εύκολα μπορούν να υποτάξουν κάθε λαό,
αρκεί να κόψουν τη ρευστότητα (που την ελέγχουν) σε μια οικονομία. Ούτε
χρειάζεται να ασχοληθούμε με τις κούφιες εκκλήσεις για «γενικό
ξεσηκωμό» κ.λπ., όταν μετά τρία χρόνια «ξεσηκωμών», απεργιών,
«αγανακτισμένων» στις πλατείες και «αυτο-οργάνωσης» στη διαχείριση της
φτώχειας μας, οι κοινοβουλευτικές Χούντες που διαδέχονται η μια την άλλη
εφαρμόζουν στο ακέραιο το πρόγραμμά τους, γράφοντας στα παλιότερα των
παπουτσιών τους κάθε παρόμοια «αντίσταση».
Η
αιτία γι’ αυτή την καταστροφική ήττα του λαϊκού κινήματος είναι βέβαια
ότι δεν υπάρχει οργανωμένο λαϊκό κίνημα με συγκροτημένο πρόγραμμα για
την έξοδο των λαϊκών στρωμάτων από την οικονομική καταστροφή. Και γι’
αυτό φέρει ακέραια την ευθύνη η Αριστερά. Διότι παρόμοια κινήματα
σχετικά με μια καταστροφική οικονομική και κοινωνική κρίση δεν μπορούν
να ανακύψουν «από κάτω», αφού προϋποθέτουν σημαντικό βαθμό
συνειδητοποίησης για τα αίτια και τους τρόπους διεξόδου από αυτήν. Δεν
μιλάμε για μια ξένη στρατιωτική κατοχή, οπότε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη
συνειδητοποίηση για να αντιληφθεί κανείς ποιος είναι ο στόχος και τι
πρέπει να κάνει. Μιλάμε για ένα σύστημα που ελέγχει όχι μόνο την
οικονομική και πολιτική ζωή αλλά και την ίδια τη σκέψη.
Και
όταν υπάρχουν τμήματα της «Αριστεράς» (τα οποία βέβαια έχει κάθε λόγο
να τα προβάλει το σύστημα) που ηθελημένα ή μη εξαπατούν τα λαϊκά
στρώματα για τους πραγματικούς στόχους και τρόπους διεξόδου από την
καταστροφή, τότε η ευθύνη της αντισυστημικής Αριστεράς είναι ακόμη
μεγαλύτερη. Και αυτό, διότι μόνο αυτή η Αριστερά μπορεί να
συνειδητοποιήσει ότι οι πραγματικοί στόχοι δεν είναι η κακιά Μερκελ, ή
οι κακοί νεοφιλελεύθεροι, ή το κακό Ευρώ, αλλά το ίδιο το σύστημα της
καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (όπως εκδηλώνεται μέσα από την ένταξή
μας στην ΕΕ) —που μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι.
Είναι
επομένως επιτακτική η ανάγκη για ένα οργανωμένο, παλλαϊκό Μέτωπο που
θα πρέπει να αγωνιστεί όχι για την ανατροπή ολόκληρου του καπιταλιστικού
συστήματος και την κατάκτηση (με αυτή την έννοια) της λαϊκής
εξουσίας—κάτι που προϋποθέτει εντελώς διαφορετικές υποκειμενικές
συνθήκες από τις σημερινές—αλλά για την άμεση μονομερή έξοδο της χώρας
μας από την ΕΕ και την αποκοπή από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Έτσι μόνο θα αποκτήσουμε οικονομική και, κατά συνέπεια, εθνική κυριαρχία
και θα μπορέσουμε να στηριχθούμε στις δικές μας παραγωγικές δυνάμεις
και όχι στις πολυεθνικές. Και γι’ αυτόν τον στόχο, που είναι και
αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε συστημική αλλαγή στο μέλλον,
υπάρχουν τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι υποκειμενικές συνθήκες. Αλλά
για τις οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις μιας παρόμοιας
στρατηγικής θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Του Γ.ΔΕΛΑΣΤΙΚ
Αποσταθεροποίησε ακόμη περισσότερο τη συγκυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου,
Κουβέλη όσον αφορά στη λαϊκή αποδοχή της, η καταλήστευση των καταθέσεων
στην Κύπρο κατ’ εντολή της Γερμανίας. Η επίσημη μετατροπή του
πολιτεύματος στις χώρες της ευρωζώνης σε …Γερμανική Λησταρχία στέρησε
τον κατάπτυστο πρωθυπουργό από το τελευταίο κοινωνικό στήριγμα που του
είχε απομείνει – τουςσυντηρητικούς εισοδηματίες με αξιόλογες καταθέσεις
που θεωρούσαν ότι τους διασφάλιζαν για το υπόλοιπο
της ζωής τους ανεξάρτητα από την ασκούμενη οικονομική πολιτική και την
καλπάζουσα φτώχεια που αυτή συνεπιφέρει. Η επισημοποίηση από τον πρόεδρο
του Γιούρογκρουπ της αρπαγής των καταθέσεων δικαίως τους πανικόβαλε.
Μαζί με αυτούς όμως αισθάνονται εξαιρετικά ανήσυχοι και οι πλούσιοι και τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ κυρίως, αλλά και της ΝΔ – ο εσμός δηλαδή των απατεώνων που πλούτισαν με εντελώς παρασιτικές δραστηριότητες λόγω των διασυνδέσεων τους με το πολιτικό σύστημα, το οποίο ταΐζουν διαρκώς μέχρι σκασμού με άφθονα χρήματα.
Όλοι αυτοί ξαφνικά διαπιστώνουν ότι όχι μόνο είναι πια πολύ δύσκολο να αυξήσουν τα πλούτη τους, αλλά επιπλέον οι Γερμανοί και η πολιτικά δοσίλογη κυβέρνηση Σαμαράκαι λοιπών πάνε να τους φάνε και όσα λεφτά έχουν μαζέψει!
Παρά τον προσεταιρισμό του Γερμανού «γκαουλάιτερ», του κατοχικού Χορστ Ράιχενμπαχ από τους Έλληνες αστούς με δοκιμασμένες και αποδοτικές μεθόδους, κανένα έργο δεν προχωράει. Όλες οι εξουσίες της κατοχικής διοίκησης έχουν περάσει στον ταμία της Μέρκελ, τον Χανς Γιόαχιμ Φούχτελ, ο οποίος έχει αποστολή την εξαγορά δημάρχων και τοπικών κοινωνιών με μικροποσά της τάξης των 500.000 ή ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Ο Φούχτελ δηλαδή στρατολογεί «γερμανοτσολιάδες» συνεργάτες των κατοχικών αρχών, όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Τα πάει πολύ καλά. Όσο περισσότερους εξαγοράζει, τόσο λιγότερος λόγος γίνεται γι’ αυτόν. Κοντεύει σχεδόν να ξεχαστεί η αδιάλειπτη παρουσία του στη χώρα μας.
Η Ελλάδα ζει μια μεγάλη πολιτική αντίφαση....................Από τη μια πλευρά, όλο και περισσότερος κόσμος που είναι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, πείθεται ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι, δεν πάει άλλο.
Από την άλλη, δεν υπάρχει καμία πολιτική δύναμη που να πείθει το λαό ότι θέλει και μπορεί να εφαρμόσει μια άλλη πολιτική. Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ όχι να εκβιάσει την άνοδο της στην εξουσία μέσω της περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης ενός θυελλώδους λαϊκού κινήματος, αλλά μέσω της απόσπασης της έγκρισης ή της ανοχής της αστικής τάξης, των ΗΠΑ και κάποιων Ευρωπαίων, έχει δύο τουλάχιστον σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Πρώτον, αδρανοποιεί τον κόσμο και δεύτερον, αφήνει σχεδόν ελεύθερο το πεδίο στην αστική τάξη να κάνει ό,τι αυτή κρίνει πως είναι προς το συμφέρον της. Με την πολιτική αυτή, αν δεν αλλάξει ριζικά, οι εργαζόμενοι και ο λαός γενικότερα θα είναι χαμένοι οπωσδήποτε όποιες και αν είναι οι εξελίξεις. Ακόμη και μια έξοδος από το ευρώ υπό αστική ηγεσία θα αποδειχθεί πολύ πιο επώδυνη για τα λαϊκά συμφέροντα και τα εργατικά στρώματα από όσο αν γινόταν με την πολιτική ηγεμονία μιας φιλολαϊκής, πόσω μάλλον αριστερής κυβέρνησης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες αστοί δεν πιέζονται. Πρώτα πρώτα βλέπουν τον προσωπικό τους πλούτο να μειώνεται κατά το τμήμα που αφορά μετοχές και χρεόγραφα και να απειλείται με κατάσχεση τμήματος του σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις τους.
Γνωρίζουν επίσης άριστα ότι πλούτος που δεν αυξάνεται, εύκολα εξανεμίζεται, αν απλώς τρώνε από τα έτοιμα. Επιπροσθέτως, οι αστοί αντιλαμβάνονται ότι με αυτή την πολιτική των μνημονίων δεν έχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής ενσωμάτωσης στο σύστημα διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, πράγμα που αντικειμενικά υποσκάπτει και κλονίζει την κυριαρχία τους, όσο και αν αυτό προσωρινά δεν εκδηλώνεται.
Το ίδιο πρόβλημα όμως, έστω και σε διαφορετικό εθνικό πλαίσιο, αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως οι αστικές τάξεις των ζωρών της ευρωζώνης. Μόνο οι Γερμανοί αστοί βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, καθώς αυτή η κρίση αξιοποιείται από την πολιτική του Βερολίνου για να αυξήσει τον πλούτο τους, να καθυποτάξει τους ανταγωνιστές τους από άλλες χώρες του ευρώ και παράλληλα να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική επικυριαρχία της Γερμανίας σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, πράγμα που συνιστά ποιοτικό άλμα για το γερμανικό καπιταλισμό.
Οι αστικές τάξεις των κρατών της ευρωζώνης πιέζονται από τις εξελίξεις να αποφασίσουν αν θα υποταχθούν από σαφώς υποδεέστερη θέση στο τέταρτο Ράιχ ή αν θα αντιταχθούν στη Γερμανία και θα αποχωρήσουν από το ευρώ για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους. Το γεγονός ότι πουθενά στην ευρωζώνη δεν έχουν σημειωθεί ακόμη κοινωνικές εξεγέρσεις ή επαναστάσεις, παρά μόνον εκλογικές ήττες όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, αφενός ενισχύει την επιθετικότητα του γερμανικού καπιταλισμού και αφετέρου ενισχύει τις τάσεις συνδιαλλαγής και υποταγής των Ευρωπαίων αστών.
Αν δεν παρέμβουν οι λαοί, αυτό δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Βρισκόμαστε στις παραμονές λήψης ούτως ή άλλως μεγάλων αποφάσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που θα ανατρέψουν εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό σε κάθε χώρα. Αν η Αριστερά δεν μπορέσει να παρέμβει τώρα, το μέλλον θα είναι ζοφερό.
*Δημοσιεύθηκε στο «Πρίν» της Κυριακής 7 Απριλίου 2013
Μαζί με αυτούς όμως αισθάνονται εξαιρετικά ανήσυχοι και οι πλούσιοι και τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ κυρίως, αλλά και της ΝΔ – ο εσμός δηλαδή των απατεώνων που πλούτισαν με εντελώς παρασιτικές δραστηριότητες λόγω των διασυνδέσεων τους με το πολιτικό σύστημα, το οποίο ταΐζουν διαρκώς μέχρι σκασμού με άφθονα χρήματα.
Όλοι αυτοί ξαφνικά διαπιστώνουν ότι όχι μόνο είναι πια πολύ δύσκολο να αυξήσουν τα πλούτη τους, αλλά επιπλέον οι Γερμανοί και η πολιτικά δοσίλογη κυβέρνηση Σαμαράκαι λοιπών πάνε να τους φάνε και όσα λεφτά έχουν μαζέψει!
Παρά τον προσεταιρισμό του Γερμανού «γκαουλάιτερ», του κατοχικού Χορστ Ράιχενμπαχ από τους Έλληνες αστούς με δοκιμασμένες και αποδοτικές μεθόδους, κανένα έργο δεν προχωράει. Όλες οι εξουσίες της κατοχικής διοίκησης έχουν περάσει στον ταμία της Μέρκελ, τον Χανς Γιόαχιμ Φούχτελ, ο οποίος έχει αποστολή την εξαγορά δημάρχων και τοπικών κοινωνιών με μικροποσά της τάξης των 500.000 ή ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Ο Φούχτελ δηλαδή στρατολογεί «γερμανοτσολιάδες» συνεργάτες των κατοχικών αρχών, όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Τα πάει πολύ καλά. Όσο περισσότερους εξαγοράζει, τόσο λιγότερος λόγος γίνεται γι’ αυτόν. Κοντεύει σχεδόν να ξεχαστεί η αδιάλειπτη παρουσία του στη χώρα μας.
Η Ελλάδα ζει μια μεγάλη πολιτική αντίφαση....................Από τη μια πλευρά, όλο και περισσότερος κόσμος που είναι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, πείθεται ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι, δεν πάει άλλο.
Από την άλλη, δεν υπάρχει καμία πολιτική δύναμη που να πείθει το λαό ότι θέλει και μπορεί να εφαρμόσει μια άλλη πολιτική. Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ όχι να εκβιάσει την άνοδο της στην εξουσία μέσω της περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης ενός θυελλώδους λαϊκού κινήματος, αλλά μέσω της απόσπασης της έγκρισης ή της ανοχής της αστικής τάξης, των ΗΠΑ και κάποιων Ευρωπαίων, έχει δύο τουλάχιστον σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Πρώτον, αδρανοποιεί τον κόσμο και δεύτερον, αφήνει σχεδόν ελεύθερο το πεδίο στην αστική τάξη να κάνει ό,τι αυτή κρίνει πως είναι προς το συμφέρον της. Με την πολιτική αυτή, αν δεν αλλάξει ριζικά, οι εργαζόμενοι και ο λαός γενικότερα θα είναι χαμένοι οπωσδήποτε όποιες και αν είναι οι εξελίξεις. Ακόμη και μια έξοδος από το ευρώ υπό αστική ηγεσία θα αποδειχθεί πολύ πιο επώδυνη για τα λαϊκά συμφέροντα και τα εργατικά στρώματα από όσο αν γινόταν με την πολιτική ηγεμονία μιας φιλολαϊκής, πόσω μάλλον αριστερής κυβέρνησης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες αστοί δεν πιέζονται. Πρώτα πρώτα βλέπουν τον προσωπικό τους πλούτο να μειώνεται κατά το τμήμα που αφορά μετοχές και χρεόγραφα και να απειλείται με κατάσχεση τμήματος του σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις τους.
Γνωρίζουν επίσης άριστα ότι πλούτος που δεν αυξάνεται, εύκολα εξανεμίζεται, αν απλώς τρώνε από τα έτοιμα. Επιπροσθέτως, οι αστοί αντιλαμβάνονται ότι με αυτή την πολιτική των μνημονίων δεν έχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής ενσωμάτωσης στο σύστημα διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, πράγμα που αντικειμενικά υποσκάπτει και κλονίζει την κυριαρχία τους, όσο και αν αυτό προσωρινά δεν εκδηλώνεται.
Το ίδιο πρόβλημα όμως, έστω και σε διαφορετικό εθνικό πλαίσιο, αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως οι αστικές τάξεις των ζωρών της ευρωζώνης. Μόνο οι Γερμανοί αστοί βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, καθώς αυτή η κρίση αξιοποιείται από την πολιτική του Βερολίνου για να αυξήσει τον πλούτο τους, να καθυποτάξει τους ανταγωνιστές τους από άλλες χώρες του ευρώ και παράλληλα να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική επικυριαρχία της Γερμανίας σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, πράγμα που συνιστά ποιοτικό άλμα για το γερμανικό καπιταλισμό.
Οι αστικές τάξεις των κρατών της ευρωζώνης πιέζονται από τις εξελίξεις να αποφασίσουν αν θα υποταχθούν από σαφώς υποδεέστερη θέση στο τέταρτο Ράιχ ή αν θα αντιταχθούν στη Γερμανία και θα αποχωρήσουν από το ευρώ για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους. Το γεγονός ότι πουθενά στην ευρωζώνη δεν έχουν σημειωθεί ακόμη κοινωνικές εξεγέρσεις ή επαναστάσεις, παρά μόνον εκλογικές ήττες όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, αφενός ενισχύει την επιθετικότητα του γερμανικού καπιταλισμού και αφετέρου ενισχύει τις τάσεις συνδιαλλαγής και υποταγής των Ευρωπαίων αστών.
Αν δεν παρέμβουν οι λαοί, αυτό δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Βρισκόμαστε στις παραμονές λήψης ούτως ή άλλως μεγάλων αποφάσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που θα ανατρέψουν εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό σε κάθε χώρα. Αν η Αριστερά δεν μπορέσει να παρέμβει τώρα, το μέλλον θα είναι ζοφερό.
*Δημοσιεύθηκε στο «Πρίν» της Κυριακής 7 Απριλίου 2013
Κυριακή 7 Απριλίου 2013
ΚΥΠΡΟΣ: Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ . Άρθρο του Γιάννη Βαρουφάκη από το Δεκέμβρη του 2012
Δημοσιεύτηκε στο blog: filoftero στις 11 Δεκεμβρίου του 2012.
Το άρθρο γράφτηκε πρίν από τις πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο και γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Λέγεται ότι η πτώχευση της Κύπρου οφείλεται στις επενδύσεις των τραπεζών της στο ελληνικό δημόσιο χρέος, του οποίου η καθίζηση (ιδίως με το PSI των αρχών του 2012) ήταν η αρχή του μεγάλου κακού. Δεν είναι όμως έτσι. Αν και, προφανώς, το κυπριακό τραπεζικό σύστημα κλονίστηκε από το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα αίτια των δεινών που βιώνει σήμερα η Κύπρος πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Και, συγκεκριμένα, πρέπει να αναζητηθούν επί κυπριακού εδάφους.
Το άρθρο γράφτηκε πρίν από τις πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο και γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Το εισαγωγικό σχόλιο στο άρθρο είναι του συντάκτη του blog filoftero
Το άρθρο αυτό, του Γιάννη Βαρουφάκη*, μου εστάλη από την Κύπρο, από φίλο που το βρηκε αναρτημένο στο facebook του διευθυντή της "Καθημερινής" Κύπρου, Ανδρέα Παράσχου. Το βρίσκω ενδιαφέρον, από την άποψη ότι η επικρατούσα άποψη εκεί είναι ότι η χώρα σύρθηκε αναγκαστικά στο Μνημόνιο εξαιτίας της έκθεσης των τραπεζών της στα ελληνικά ομόλογα. Το άρθρο, κρίνοντας από τον επίλογο, θα πρέπει να έχει γραφεί πριν από μερικές εβδομάδες, αφού ο κ. Βαρουφάκης προβλέπει, ορθά όπως αποδείχτηκε, ότι η Κύπρος θα προσφύγει, θέλει-δεν-θέλει, στον Μηχανισμό Στήριξης. (Επί τη ευκαιρία, αξίζει να επισκεφθεί κάποιος το protagon.gr, και να εντρυφήσει σον έντονο διάλογο που έχει ανοίξει μεταξύ του πολυγραφότατου και περιζήτητου κ. Βαρουφάκη, τον κ. Γιώργο Προκοπάκη, αλλά και αρκετούς αναγνώστες, σχετικά με την "θλιβερή άλγεβρα της επαναγοράς").
ΚΥΠΡΟΣ: Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
του Γιάννη Βαρουφάκη

Το 2011, σύμφωνα με επίσημα κυπριακά στοιχεία, από τους 862 χιλιάδες κατοίκους της Κυπριακής Δημοκρατίας οι 434.236 συγκαταλέγονταν στο ενεργό εργατικό δυναμικό (δηλαδή είτε εργάζονταν είτε έψαχναν για δουλειά) και μόνον 33.951 ήταν οι άνεργοι. Τρεις μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2012, ο αριθμός των ανέργων είχε ήδη αυξηθεί κατά το ήμισυ στους 48.166, δηλαδή η ανεργία είχε τιναχθεί στο 11,1%, από εκεί που πριν μερικά χρόνια κυμαινόταν κάτω του 4%. Εϊναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι μια τέτοια αύξηση δεν οφειλόταν στο PSI που χτήπησε τις τράπεζες λίγο αργότερα. Τα αίτια της Κρίσης ήταν άλλα.
Τι συνέβη λοιπόν; Αν αναλύσουμε τα στατιστικά στοιχεία ως προς την κατανομή της αυξημένης ανεργίας μεταξύ οικονομικών κλάδων, παρατηρούμε αμέσως ότι η μεγαλύτερη αύξηση προέκυψε στον κλάδο της οικοδομής, όπου η απασχόληση μειώθηκε κατά 12,5% την περίοδο 2009 με 2011. Αν επί πλέον ρίξουμε μια ματιά στον ρυθμό ανάπτυξης της οικοδομής στην Κύπρο από τότε που η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη, θα παρατηρήσουμε ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους της φούσκας στην αγορά ακινήτων της Ιρλανδίας, την περίοδο 2002-2008. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπως και στην Ιρλανδία, η οικονομική άνθηση του νησιού οφειλόταν, ως επί το πλείστον, στην εισρροή κεφαλαίων στην αγορά ακινήτων.
Αυτή η εισρροή είχε δύο αποτελέσματα: Πρώτον, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες του κλάδου της οικοδομής, και παραπλήσιων δραστηριοτήτων, είδαν τα εισοδήματά τους να φουσκώνουν. Δεύτερον, η αύξηση των τιμών των ακινήτων έδωσαν μια αίσθηση πλούτου στους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα να νιώθουν πιο «έτοιμοι» να δανειστούν από τις τράπεζες για καταναλωτικές αγορές (χρησιμοποιώντας τις αυξανόμενες αξίες των ακινήτων τους ως τραπεζικά εχέγγυα).
Όπως πάντα συμβαίνει με τις φούσκες, η μεγαλύτερη τιμωρία τους είναι η εγγύηση πως κάποια στιγμή θα σκάσουν. Όταν κατέστη φανερό ότι η Ευρωζώνη μπαίνει σε μια διαδικασία σειριακής καθίζησης αδύναμων κρατών και των τραπεζικών συστημάτων που βασίζονται πάνω τους (μια ακολουθία που ξεκίνησε από την Ελλάδα και έφτασε στην Κύπρο του Ατλαντικού – την Ιρλανδία), τα κεφάλαια που είχαν εισρρεύσει στην αγορά ακινήτων, μέσω των κυπριακών τραπεζών, εξαφανίστηκαν – εγκατέλειψαν το νησί. Που πήγαν; Ποια ήταν αυτά τα κεφάλαια; Σε ποιούς ανήκαν;
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, που είναι σχεδόν πανομοιότυπη με της Κύπρου (καθώς η ανάπτυξη βασίστηκε σε κεφάλαια που εισέρευσαν στην αγορά ακινήτων λόγω ευρώ και λόγω χαμηλού φορολογικού συντελεστή – 12,5% στην Ιρλανδία, 10% στην Κύπρο), τα κεφάλαια ήταν γερμανικά. Στην περίπτωση της Κύπρου;
Πριν απαντήσω στο ερώτημα, να σας θυμίσω ότι τον Οκτώβρη του 2010 επισκέφτηκε την Μεγαλόνησο ο Πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Το γραφείο τύπου του, πριν την επίσκεψή του, είχε σημειώσει (για να δικαιολογήσει το ταξίδι εκείνο) ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ρωσία.
Μεγαλύτερος ακόμα και από την Γερμανία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο! Είναι δυνατόν; Κι όμως, ήταν. Πράγματι, στο πρώτο εξάμηνο του 2010, ένα τσουνάμι κεφαλαίων κατευθύνθηκε από την Κύπρο προς την Ρωσία. Βέβαια, επρόκειτο για χρήματα Ρώσων τα οποία είχαν καταθέσει προηγουμένως στην Κύπρο για δύο λόγους: επειδή προσπαθούσαν να «αποδράσουν» από την Ρωσία (και τα πλοκάμια του καθεστώτος Πούτιν) και επειδή ένιωθαν ασφάλεια να τοποθετούνται σε μια χώρα της Ευρωζώνης με χαλαρό όμως εποπτικό μηχανισμό όσον αφορά τις τράπεζες (και, συγκεκριμένα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Εν συντομία, τα χρήματα των Ρώσων ολιγαρχών που είχαν βρει καταφύγιο στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα την φούσκα στην αγορά ακινήτων του νησιού, μετανάστευσαν ξανά προς την Μητέρα Ρωσία όταν οι ολιγάρχες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωζώνη. Δεδομένου ότι τα ποσά των Ρώσων ολιγαρχών, που βρίσκονταν στις τράπεζες της Κύπρου, ανέροχνταν στο 150% του ΑΕΠ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην καταρρεύσει, αρχικά, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και, σε δεύτερη φάση, το κυπριακό δημόσιο που κλήθηκε, θέλοντας και μη, να διασώσει τις άφρονες τράπεζες. Το γεγονός ότι οι ίδιες, ανόητες τράπεζες είχαν επενδύσει μαζικά σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αλλά και (αυτό έχει σημασία) σε ομόλογα και μετοχές των ανόητων ελληνικών τραπεζών, απλά μεγέθυνε το πρόβλημα.
Σήμερα, εδώ που ήρθανε τα πράγματα, η Κυπριακή Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το εξής αμείλικτο δίλημμα: Ο ένας δρόμος που μπορεί να ακολουθήσει είναι ο δρόμος του Μνημονίου α λα ελληνικά, ο οποίος διατηρεί στο ακέραιο την εξουσία των τραπεζιτών (που πέταξαν τις τράπεζές τους στα βράχια μέσα από ηλίθιες επενδυτικές επιλογές όσον αφορά τα Ρωσικά κεφάλαια και το ελληνικό, ιδιωτικό και δημόσιο, χρέος). Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος της ρήξης με τις τράπεζες. Π.χ. την υποχρέωσή τους να διαγράψουν τα μη εξυπηρετούμενα χρέη, το κλείσιμο της μιας μεγάλης και αμαρτωλής τράπεζας (που μόνο κατ’ όνομα είναι Κυπριακή), την εγγύηση ποσών από το Κυπριακό Κράτος των τραπεζικών λογαριασμών Κυπρίων και ευρωπαίων πολιτών κάτω από ένα όριο, π.χ. 150 χιλιάδων ευρώ (μετά από δανειακή συμφωνία με την Ρωσία που θα περιλαμβάνει άνοιγμα των λογαριασμών των Ρώσων πολιτών, όπως π.χ. γίνεται πλέον στην Ελβετία μετά από αίτημα άλλων ευρωπαϊκών χωρών).
Πάτε στοίχημα ότι η Κυπριακή ηγεσία θα διαλέξει τον δρόμο του Μνημονίου, όσο και να αντιστέκεται ο κ. Χριστόφιας;
Τι συνέβη λοιπόν; Αν αναλύσουμε τα στατιστικά στοιχεία ως προς την κατανομή της αυξημένης ανεργίας μεταξύ οικονομικών κλάδων, παρατηρούμε αμέσως ότι η μεγαλύτερη αύξηση προέκυψε στον κλάδο της οικοδομής, όπου η απασχόληση μειώθηκε κατά 12,5% την περίοδο 2009 με 2011. Αν επί πλέον ρίξουμε μια ματιά στον ρυθμό ανάπτυξης της οικοδομής στην Κύπρο από τότε που η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη, θα παρατηρήσουμε ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους της φούσκας στην αγορά ακινήτων της Ιρλανδίας, την περίοδο 2002-2008. Είναι ξεκάθαρο ότι, όπως και στην Ιρλανδία, η οικονομική άνθηση του νησιού οφειλόταν, ως επί το πλείστον, στην εισρροή κεφαλαίων στην αγορά ακινήτων.
Αυτή η εισρροή είχε δύο αποτελέσματα: Πρώτον, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες του κλάδου της οικοδομής, και παραπλήσιων δραστηριοτήτων, είδαν τα εισοδήματά τους να φουσκώνουν. Δεύτερον, η αύξηση των τιμών των ακινήτων έδωσαν μια αίσθηση πλούτου στους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα να νιώθουν πιο «έτοιμοι» να δανειστούν από τις τράπεζες για καταναλωτικές αγορές (χρησιμοποιώντας τις αυξανόμενες αξίες των ακινήτων τους ως τραπεζικά εχέγγυα).
Όπως πάντα συμβαίνει με τις φούσκες, η μεγαλύτερη τιμωρία τους είναι η εγγύηση πως κάποια στιγμή θα σκάσουν. Όταν κατέστη φανερό ότι η Ευρωζώνη μπαίνει σε μια διαδικασία σειριακής καθίζησης αδύναμων κρατών και των τραπεζικών συστημάτων που βασίζονται πάνω τους (μια ακολουθία που ξεκίνησε από την Ελλάδα και έφτασε στην Κύπρο του Ατλαντικού – την Ιρλανδία), τα κεφάλαια που είχαν εισρρεύσει στην αγορά ακινήτων, μέσω των κυπριακών τραπεζών, εξαφανίστηκαν – εγκατέλειψαν το νησί. Που πήγαν; Ποια ήταν αυτά τα κεφάλαια; Σε ποιούς ανήκαν;
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, που είναι σχεδόν πανομοιότυπη με της Κύπρου (καθώς η ανάπτυξη βασίστηκε σε κεφάλαια που εισέρευσαν στην αγορά ακινήτων λόγω ευρώ και λόγω χαμηλού φορολογικού συντελεστή – 12,5% στην Ιρλανδία, 10% στην Κύπρο), τα κεφάλαια ήταν γερμανικά. Στην περίπτωση της Κύπρου;
Πριν απαντήσω στο ερώτημα, να σας θυμίσω ότι τον Οκτώβρη του 2010 επισκέφτηκε την Μεγαλόνησο ο Πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Το γραφείο τύπου του, πριν την επίσκεψή του, είχε σημειώσει (για να δικαιολογήσει το ταξίδι εκείνο) ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ρωσία.
Μεγαλύτερος ακόμα και από την Γερμανία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο! Είναι δυνατόν; Κι όμως, ήταν. Πράγματι, στο πρώτο εξάμηνο του 2010, ένα τσουνάμι κεφαλαίων κατευθύνθηκε από την Κύπρο προς την Ρωσία. Βέβαια, επρόκειτο για χρήματα Ρώσων τα οποία είχαν καταθέσει προηγουμένως στην Κύπρο για δύο λόγους: επειδή προσπαθούσαν να «αποδράσουν» από την Ρωσία (και τα πλοκάμια του καθεστώτος Πούτιν) και επειδή ένιωθαν ασφάλεια να τοποθετούνται σε μια χώρα της Ευρωζώνης με χαλαρό όμως εποπτικό μηχανισμό όσον αφορά τις τράπεζες (και, συγκεκριμένα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος).
Εν συντομία, τα χρήματα των Ρώσων ολιγαρχών που είχαν βρει καταφύγιο στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα την φούσκα στην αγορά ακινήτων του νησιού, μετανάστευσαν ξανά προς την Μητέρα Ρωσία όταν οι ολιγάρχες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωζώνη. Δεδομένου ότι τα ποσά των Ρώσων ολιγαρχών, που βρίσκονταν στις τράπεζες της Κύπρου, ανέροχνταν στο 150% του ΑΕΠ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην καταρρεύσει, αρχικά, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και, σε δεύτερη φάση, το κυπριακό δημόσιο που κλήθηκε, θέλοντας και μη, να διασώσει τις άφρονες τράπεζες. Το γεγονός ότι οι ίδιες, ανόητες τράπεζες είχαν επενδύσει μαζικά σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αλλά και (αυτό έχει σημασία) σε ομόλογα και μετοχές των ανόητων ελληνικών τραπεζών, απλά μεγέθυνε το πρόβλημα.
Σήμερα, εδώ που ήρθανε τα πράγματα, η Κυπριακή Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το εξής αμείλικτο δίλημμα: Ο ένας δρόμος που μπορεί να ακολουθήσει είναι ο δρόμος του Μνημονίου α λα ελληνικά, ο οποίος διατηρεί στο ακέραιο την εξουσία των τραπεζιτών (που πέταξαν τις τράπεζές τους στα βράχια μέσα από ηλίθιες επενδυτικές επιλογές όσον αφορά τα Ρωσικά κεφάλαια και το ελληνικό, ιδιωτικό και δημόσιο, χρέος). Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος της ρήξης με τις τράπεζες. Π.χ. την υποχρέωσή τους να διαγράψουν τα μη εξυπηρετούμενα χρέη, το κλείσιμο της μιας μεγάλης και αμαρτωλής τράπεζας (που μόνο κατ’ όνομα είναι Κυπριακή), την εγγύηση ποσών από το Κυπριακό Κράτος των τραπεζικών λογαριασμών Κυπρίων και ευρωπαίων πολιτών κάτω από ένα όριο, π.χ. 150 χιλιάδων ευρώ (μετά από δανειακή συμφωνία με την Ρωσία που θα περιλαμβάνει άνοιγμα των λογαριασμών των Ρώσων πολιτών, όπως π.χ. γίνεται πλέον στην Ελβετία μετά από αίτημα άλλων ευρωπαϊκών χωρών).
Πάτε στοίχημα ότι η Κυπριακή ηγεσία θα διαλέξει τον δρόμο του Μνημονίου, όσο και να αντιστέκεται ο κ. Χριστόφιας;
Νεοφιλελευθερισμός: Μία Ιστορική Αναδρομή
Του Άγγελου Καλοδούκα
Η αρχαιολογία
του νεοφιλελευθερισμού έχει τις ρίζες της στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου
και τους θεωρητικούς της μονεταριστικής σχολής[1] τη
δεκαετία του 1970. Το ρεύμα αυτό εμπνεύστηκε από τις θέσεις τριών
οικονομολόγων, «προφητών» του νεοφιλελευθερισμού: του Τζόζεφ Σουμπέτερ
(1883-1950), του Φρίντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992) και του Μίλτον Φρίντμαν
(1912-2006). Η βασική τους θέση ήταν η απόρριψη κάθε κεντρικής,
κρατικής ρύθμισης της οικονομίας, με το πρόσχημα πως αφενός η οικονομία
είναι τόσο περίπλοκη που κάθε κρατική παρέμβαση οδηγεί σε αδιέξοδο- το
βασικό ιδεολόγημά τους ήταν η «αποτυχία του κράτους ως επιχειρηματίας».
Αφετέρου, ισχυρίζονταν, η κρατική παρέμβαση περιορίζει την «ιδιωτική
πρωτοβουλία» και επομένως την οικονομική ανάπτυξη. Με βάση τα δυο αυτά
επιχειρήματα, πρόβαλαν μια αντίληψη για ελάχιστο κράτος καθώς και την
εξάλειψη του «κράτους πρόνοιας».
Οι αντιλήψεις
αυτές αναπόφευκτα τους οδηγούσαν σε στράτευση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου
και ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Πρώτο στόχο τους έθεταν, αν ήταν
δυνατόν, τη διάλυση των συνδικάτων, ή πιο ρεαλιστικά, την πλήρη
αποδυνάμωσή τους. Στη συνέχεια, θα ήταν πολύ εύκολο να «απελευθερώσουν»
την οικονομία πραγματοποιώντας σωρεία ιδιωτικοποιήσεων. Πολύ φυσιολογικά
λοιπόν, οι εκπρόσωποι της σχολής ήταν βαθιά αντιδημοκρατικοί, και
ανοικτά διακήρυτταν τη θέση τους υπέρ μιας «περιορισμένης δημοκρατίας».

«Προσωπικά, προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτατορία, παρά μια δημοκρατική κυβέρνηση από την οποία θα απουσιάζει ο φιλελευθερισμός».[2]
Στον πρώτο
χρόνο εφαρμογής της «θεραπείας» που χορήγησαν αυτοί οι υπερφιλελεύθεροι
ζηλωτές, η οικονομία της Χιλής σημείωσε ύφεση της τάξης του 15%, ενώ ο
δείκτης ανεργίας -ο οποίος ήταν μόλις 3% υπό τη δημοκρατική κυβέρνηση
της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε- αναρριχήθηκε στο 20%! Το 1988,
μετά από δεκαπέντε χρόνια υπερφιλελεύθερων πειραμάτων, το 45% των
Χιλιανών βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας.[3]
Παρά τα
τραγικά αποτελέσματα της εφαρμογής των δογμάτων τους, η άρχουσα τάξη
εξετίμησε γρήγορα την άγρια ταξική τους θέση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου
και φρόντισε μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών να διαδώσει τις ιδέες
του νεοφιλελευθερισμού. Το 1974, ο Χάγιεκ τιμάται με το βραβείο Νόμπελ
Οικονομίας. Το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε επίσης στους πέντε
φιλελεύθερους φίλους του: τον Μίλτον Φρίντμαν (1975), τον Τζορτζ
Στίγκλερ (1982), τον Τζέιμς Μπιουκάναν (1986), τον Ρόναλντ Κόουζ (1991)
και τον Γκάρι Μπέκερ (1992).
Το 1979 οι
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι πλαισιώνουν τη Μάργκαρετ Θάτσερ στο
Ηνωμένο Βασίλειο και το 1980 τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Ουάσινγκτον.
Η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού
Κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 80, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα γίνονται το
ευαγγέλιο των καπιταλιστών σε ολόκληρο τον κόσμο: προτεραιότητα και
έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, έλεγχο του προϋπολογισμού, φορολογική
μεταρρύθμιση υπέρ του κεφαλαίου και κατά της εργασίας, μείωση των
δημοσίων δαπανών που μεταφράζεται σε αύξηση της ανεργίας, απελευθέρωση
των εμπορικών συναλλαγών και των χρηματοοικονομικών αγορών, και ασφαλώς
μαζικές ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο τομέα.
Το 1989, ο
αμερικανός Τζον Ουίλιαμσον, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προτείνει
να συνοψιστούν οι βασικές θέσεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων και
να κωδικοποιηθεί η πολιτική εφαρμογή τους σε μια λίστα δέκα προτάσεων.
Είχε κατά νου κυρίως τα μέτρα που έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να
εφαρμοστούν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτό το σύνολο μέτρων
έμελλε να γίνει γνωστό ως «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» ή ως «Δέκα
Εντολές», στις οποίες όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν από τότε υποταγή, αν
θέλουν να περάσουν το κατώφλι της «διεθνούς κοινότητας»:[4]
- Έλεγχος σε επίπεδο δημοσίου χρέους.
- Επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων σε επίπεδο δημοσίων δαπανών.
- Φορολογική μεταρρύθμιση (μείωση του φόρου εισοδήματος).
- Απελευθέρωση των επιτοκίων.
- Υιοθέτηση ανταγωνιστικών τιμών συναλλάγματος.
- Απελευθέρωση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών.
- Απελευθέρωση των άμεσων ξένων επενδύσεων.
- Ιδιωτικοποίηση των δημοσίων εταιρειών και του δημοσίου τομέα.
- Απελευθέρωση των αγορών και μείωση των φορολογικών δασμών.
- Μετοχοποίηση των τίτλων ιδιοκτησίας.
Τα διεθνή
χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ),
θα πάρουν τη σκυτάλη αυτών των θέσεων και θα γίνουν το οπλισμένο χέρι
του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού επιχειρώντας την κατάργηση κάθε
περιορισμού στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, των υπηρεσιών και του
κεφαλαίου. Ασφαλώς, όπως σε όλα τα δόγματα, υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στη
«θεωρία» και την πράξη. Ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός ουδέποτε αρνήθηκε
την κρατική παρέμβαση αν αυτή ήταν υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στους
εργαζόμενους ή υπέρ των πλούσιων και ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών. Ο
προστατευτισμός υπέρ των ισχυρών δυτικών κρατών ήταν κάτι που ποτέ δεν
απασχόλησε τον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό. Οι μεγάλες δυτικές
ιμπεριαλιστικές χώρες, που ελέγχουν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και
τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) επιβάλουν σε αναπτυσσόμενες χώρες
να ενστερνιστούν «συνταγές που οι ανεπτυγμένες χώρες δεν ήταν
διατεθειμένες να εφαρμόσουν για τον ίδιο τους τον εαυτό», όπως
παραδέχθηκε ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.[5]
Η λεγόμενη
παγκοσμιοποίηση αφορά κυρίως τον χρηματοοικονομικό τομέα. Από τη στιγμή
που η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων έγινε ολοκληρωτική, ο συγκεκριμένος
τομέας είναι μακράν ο κυρίαρχος στη σφαίρα της οικονομίας. Η ελεύθερη
διακίνηση του κεφαλαίου γίνεται ο πολιορκητικός κριός για το σφετερισμό
της δημόσιας περιουσίας από την αγορά και τους ιδιώτες καπιταλιστές. Και
μιας και τα κεφάλαια διακινούνται απολύτως ελεύθερα, σε αντίθεση με
τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι λιγότερο κινητικοί, νικητής βγαίνει το
κεφάλαιο.
Ο
νεοφιλελευθερισμός οξύνει τις αντιθέσεις προκαλώντας γενικευμένη
αντιπαλότητα: αγορά εναντίον κράτους, ιδιωτικός τομέας εναντίον
δημοσίου τομέα, άτομο εναντίον συλλογικότητας, εγωισμός εναντίον
αλληλεγγύης. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία παίρνει
τις πιο ακραίες ταξικές μορφές: διαρκής ύπαρξη μιας σχετικά μεγάλης
ανεργίας ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, μερική και
ανασφάλιστη εργασία, αποδυνάμωση των συνδικάτων, και αναπόφευκτη
πολιτική συνέπεια, αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Η κυριαρχία
του νεοφιλελευθερισμού επιστεγάζεται με τη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας
στο σοσιαλφιλελευθερισμό. Σοσιαλδημοκρατικές ήταν οι κυβερνήσεις του
Φελίπε Γκονζάλες το 1982 στην Ισπανία, του Λοράν Φαμπιούς το 1983 στη
Γαλλία, του Μπετίνο Κράξι το 1983 στην Ιταλία και του Κάρλος Αντρες
Πέρεζ το 1989 στη Βενεζουέλα που εμφύτευσαν το νεοφιλελευθερισμό στις
αντίστοιχες χώρες.
Από το 1989,
το δόγμα επεκτείνεται στο σύνολο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι
οποίες, αφού ανέτρεψαν τον κρατικό καπιταλισμό, προσηλυτίστηκαν μαζικά
στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού. Στην Πολωνία, το ηλεκτροσόκ
που εφάρμοσαν το ΔΝΤ και ο Λέσεκ Μπαλτσέροβιτς (Υπουργός Οικονομικών
της κυβέρνησης του Ταντέους Μαζοβιέσκι, ενός από τους ιστορικούς ηγέτες
του συνδικάτου Αλληλεγγύη) ήταν ιδιαίτερα σαρωτικό: εκτός από την άμεση
κατάργηση του ελέγχου των τιμών και τις περικοπές στις επιδοτήσεις,
επέβαλαν την πώληση ολόκληρου του τομέα των ορυχείων, των ναυπηγείων και
όλων των κρατικών εργοστασίων στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Το σύνολο του
βιομηχανικού δυναμικού της χώρας ξεπουλήθηκε σε ιδιωτικά κεφάλαια.
Προμηνύματα θύελλας: η κρίση του 1997,
η φούσκα των εταιρειών dot com
και το σκάνδαλο Enron
Μέχρι σχεδόν
το τέλος της δεκαετίας του ’90 επικρατούσε η αντίληψη ότι οι οικονομικές
κρίσεις θα επιλύονταν μέσω της «τεχνολογικής προόδου». Πολλοί ήταν οι
αναλυτές που προανήγγειλαν το «τέλος των οικονομικών κύκλων» γιατί πλέον
ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δήθεν «μέσω της συνεχούς τεχνολογικής
προόδου» μπορούσε να οδηγεί σε «αέναη οικονομική ανάπτυξη».
Ωστόσο η κρίση
της περιόδου 1997-1998 που ξεκίνησε από τη Νοτιοανατολική Ασία έδειξε
ξεκάθαρα ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα που είχε οικοδομηθεί από τη
νεοφιλελεύθερη θεωρία μπορούσε να γίνει επικίνδυνα εύθραυστο.[6]
Η πρώτη μεγάλη
φούσκα που θα σκάσει είναι του Internet. Τη δεκαετία του 1990 έχουμε τη
ραγδαία εξάπλωση του Διαδικτύου. Η εποχή του Internet χαρακτηρίζεται
κυρίως από τη σχεδόν στιγμιαία μεταφορά δεδομένων και τον
πολλαπλασιασμό των ηλεκτρονικών δικτύων. Πολύ γρήγορα τα χρηματιστήρια
ασπάστηκαν τις νέες τεχνολογίες. Οι συναλλαγές άρχισαν να γίνονται
ηλεκτρονικά, με την ταχύτητα του φωτός. Οι ανταλλαγές δεκαπλασιάστηκαν.
Το αποτέλεσμα; Μαζί με την κίνηση του κεφαλαίου επιταχύνθηκε και η
κερδοσκοπία.
Έτσι γεννήθηκε
αυτό που αρκετές εφημερίδες θα χαρακτήριζαν αργότερα «νέα οικονομία» ή
ακόμα και «επανάσταση της Net Economy». Μια επανάσταση που για
ορισμένους μπορούσε μόνο να συγκριθεί με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων
το 1840 και με την εμφάνιση του ηλεκτρισμού το 1870. Οι προοπτικές
ανάπτυξης φάνταζαν απεριόριστες.
Ορισμένα
στατιστικά στοιχεία ενίσχυαν αυτά τα ιδεολογήματα: για παράδειγμα, στη
Γαλλία, μεταξύ 1997 και 2000, πάνω από 10 εκατομμύρια άτομα αγόρασαν
κινητό τηλέφωνο, ενώ διπλασιάστηκε το ποσοστό των ηλεκτρονικών
υπολογιστών στον οικιακό εξοπλισμό. Υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αριθμός των
χρηστών του Διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος εκτινάχθηκε από τα
2 εκατομμύρια το 1994 στα 142 εκατομμύρια το 1998,θα ξεπερνούσε μέσα σε
λίγα χρόνια τον αριθμό των χρηστών τηλεφώνου. Η νεοφιλελεύθερη
ιδεολογία εκτιμούσε ότι με κίνητρο τις ιδιωτικοποιήσεις και τον ελεύθερο
ανταγωνισμό της αγοράς των υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, η επικείμενη
μεγάλη οικονομική μάχη θα έφερνε αντιμέτωπες τις αμερικανικές, τις
ευρωπαϊκές και τις ιαπωνικές εταιρείες, στην προσπάθεια τους να ελέγξουν
τα δίκτυα και να κυριαρχήσουν στην αγορά της εικόνας, των δεδομένων,
του ήχου, των παιχνιδομηχανών, της υψηλής ευκρίνειας κ.λπ. Με λίγα
λόγια, οι επενδύσεις θα ήταν κολοσσιαίες και τα κέρδη μυθικά.
Η πορεία των
τίτλων που σχετίζονται με το Διαδίκτυο εκτινάχθηκε. Οι εταιρείες έβλεπαν
την αξία των μετοχών τους να πολλαπλασιάζεται 100 ή 370 φορές ή ακόμη
και 800 φορές (!!) όπως η American On Line (AOL). Μόνο για το έτος 1999,
ο δείκτης Nasdaq (το χρηματιστήριο όπου γίνονται οι συναλλαγές αξιών
νέων τεχνολογιών στη Νέα Υόρκη) σημείωσε άνοδο της τάξης του 85,6%.
Ωστόσο ότι
φουσκώνει απότομα, ξεφουσκώνει το ίδιο απότομα. Τον Μάρτιο του 2001
σκάει η «φούσκα» του Διαδικτύου. Μόλις πέντε χρόνια δηλαδή από τότε που
οι επενδυτές βιάζονταν να χιμήξουν στις αξίες του τεχνολογικού κλάδου. Η
πτώση ήταν πολύ άγρια: το χρηματιστήριο του Παρισιού κατρακυλάει από
τις 6.980 μονάδες αγγίζοντας τις 2.500. Στις ΗΠΑ ο δείκτης Dow Jones
χάνει το 38% της αξίας του, ενώ ο δείκτης S&Ρ το 41%! Τα τρία
τέταρτα των εταιρειών της Net-economy εξαφανίζονται.
Μετά το κραχ
του Διαδικτύου ξεσπά η υπόθεση Enron η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό
παράδειγμα των αποτελεσμάτων της ανεξέλεγκτης «απελευθέρωσης» της αγοράς
και εφαρμογής των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα
από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα του μεταπολεμικού καπιταλισμού.
Σε ότι αφορά
το οικονομικό μοντέλο, η ENRON διόγκωνε τεχνητά τα κέρδη,
χρησιμοποιώντας πολλές εταιρείες-βιτρίνες για να καλύψει τα ελλείμματα
και παραποιώντας τους ισολογισμούς. Στόχος της ήταν να φουσκώσει τη
χρηματιστηριακή αξία της. Η ENRON επωφελήθηκε επίσης από την
ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας στην Καλιφόρνια, καθώς δεν δίστασε
να καταφύγει ακόμη και σε εσκεμμένες (δίχως τεχνικό λόγο) διακοπές
ρεύματος, ώστε να αυξήσει την τιμή της κιλοβατώρας.
Ο τύπος επί
σειρά ετών εγκωμίαζε την ENRON χαρακτηρίζοντας τη μοντέλο «θάρρους και
εκσυγχρονισμού», καθώς και μοντέλο «εταιρικής διακυβέρνησης». Ο διάσημος
οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Andersen εξέδιδε πιστοποιητικά
οικονομικής ευρωστίας. Η άνοδος της αξίας της μετοχής της ENRON ήταν
διαρκής. Οι καλύτεροι δοκιμιογράφοι και αρθρογράφοι (όχι μόνο του
αμερικανικού τύπου) υμνούσαν την εταιρεία από το Χιούστον, η οποία ήξερε
να αναγνωρίζει το συγγραφικό τους ταλέντο με υψηλές ανταμοιβές…
Η Enron δεν
περιορίστηκε μόνο στο λάδωμα του τύπου ή των οίκων πιστοληπτικής
αξιολόγησης. Η εταιρεία παράλληλα ξόδευε εκατομμύρια δολάρια σε
δραστηριότητες πολιτικού lobby. Υπήρξε ο βασικός «νονός» του Τζορτζ
Μπους και γενναίος χρηματοδότης των περισσότερων μελών της κυβέρνησης
του, μεταξύ των οποίων και του Τζον Άσκροφτ, υπουργού Δικαιοσύνης. Πάνω
από εκατό μέλη του Κογκρέσου λάμβαναν τις συνεισφορές της Enron στο
εκλογικό τους ταμείο. Ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ «Ντικ» Τσέινι είχε καλέσει
επανειλημμένα τον πρόεδρο της Enron, Κένεθ Λέι, να συμμετάσχει στην
ομάδα εργασίας για την ενέργεια, της οποίας ο Τσέινι ήταν επικεφαλής.
Μετά το
ξέσπασμα του σκανδάλου υπήρξαν (υποτίθεται) νέες νομοθετικές διατάξεις,
όπως ο νόμος Sarbanes-Oxley, με στόχο την καλύτερη εποπτεία των
διευθυντών και των ελεγκτικών εταιρειών, την εξασφάλιση «μεγαλύτερης
διαφάνειας των λογαριασμών και την προστασία των επενδυτών».
Ωστόσο, ο νέος
νόμος και οι νέοι κανονισμοί δεν εμπόδισαν, έξι χρόνια αργότερα, ούτε
τη δημιουργία της στεγαστικής φούσκας των ενυπόθηκων δανείων
(subprimes) ούτε το απόλυτο κραχ του 2008.
Η μια φούσκα φέρνει την άλλη…
Παρά το σοκ
της ασιατικής κρίσης του 1997-98, τη φούσκα του Διαδικτύου, τις
επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τη χρεοκοπία της ENRON, η παγκόσμια
ανάπτυξη ανασυντάχθηκε πολύ γρήγορα. Φαινόταν ότι το σύστημα έχει
αποκτήσει θαυμαστή ανοσία απέναντι στις οικονομικές κρίσεις και
κατόρθωνε να τις ξεπερνά με σχετική ευκολία.
Στην
πραγματικότητα οι κρίσεις δεν έπαιρναν δραματική έκταση χάρις στην
κρατική παρέμβαση (παρά και ενάντια στα νεοφιλελεύθερα δόγματα). Αλλά,
το σύστημα ξεπερνούσε μεν τις κρίσεις, συσσώρευε ωστόσο διαρκώς νέες
αντιφάσεις χωρίς να λύνει τις προηγούμενες. Στην πραγματικότητα
κερδιζόταν απλώς χρόνος και διαρκώς υπήρχε ο κίνδυνος κάθε νέα κρίση να
είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Το σύστημα δημιουργούσε τη μια
χρηματιστηριακή φούσκα μετά την άλλη με κίνδυνο κάποια στιγμή τα
πράγματα να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Ο Άλαν
Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ από το 1987 μέχρι
το 2006, εφάρμοζε μια επιθετική πολιτική (ιδιαίτερα μετά το 2001) με
πολύ χαμηλά επιτόκια που είχε ως αποτέλεσμα να καταχρεωθεί τόσο το
αμερικανικό δημόσιο όσο και τα αμερικανικά νοικοκυριά.

Μέσω μια
διαρκούς πορείας απορύθμισης της οικονομίας (δηλαδή κατάργησης των
κρατικών ελέγχων) δημιουργείται μια «χρηματοοικονομική τεχνολογία» που
οδηγείται στα άκρα. Η δημιουργικότητά της είναι αστείρευτη: εφευρίσκει
όργανα (τιτλοποίηση, subprimes, hedge funds, πιστωτικά παράγωγα) και
τεχνικές (shortselling, φαινόμενο μόχλευσης) που ήταν είτε άγνωστα μέχρι
τότε είτε από καιρό απαγορευμένα αλλά χάρις στο νεοφιλελευθερισμό
(ξανα)νομιμοποιούνται.
Δημιουργούνται
τόσο περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που ακόμα και οι
(υποτιθέμενοι ειδικοί) δεν ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται:
«[…] ένας
υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, ο οποίος υποτίθεται ότι
επιτηρούσε τις τράπεζες, ζήτησε να του εξηγήσουν, κατά τη διάρκεια ενός
δείπνου [το 2007], τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών δομών στις
οποίες συγκεντρώνονταν τα subprimes…».[7]
Η παγκόσμια
οικονομία πήρε τη μορφή μιας τεράστιας εικονικής και άυλης χάρτινης
σφαίρας. Την ώρα που ο συνολικός πλούτος που παράγει η παγκόσμια
οικονομία ετησίως είναι γύρω στα 50.000 δισ. ευρώ, η αξία των μετοχών
ακινήτων σε παγκόσμια κλίμακα είναι της τάξης των 75.000 δισ. ευρώ, η
αξία όλων των ομολόγων και μετοχών του κόσμου εκτιμάται στα 100.000 δισ.
ευρώ, η συνολική αξία των παράγωγων προϊόντων (χρηματοοικονομικών
τίτλων) ξεπερνούσε από μόνη της το ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια ευρώ
(!!!), τον Δεκέμβριο του 2007.[8] Αυτή η γιγαντιαία φούσκα δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί, κάποια στιγμή θα γινόταν η έκρηξη.
Η ώρα της
κρίσης άργησε λίγο, αλλά τελικά ήρθε. Η αφορμή ήταν η κατάρρευση της
αγοράς των subprimes (δάνεια με υποθήκευση σπιτιού σε φτωχά νοικοκυριά).
Για την
ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προαναφέραμε, ο Άλαν Γκρίνσπαν πρόεδρος
της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, αποφάσισε να ρίξει τα επιτόκια και
να προσανατολίσει την οικονομία προς τον κλάδο των ακινήτων
δημιουργώντας έτσι μια γιγαντιαία φούσκα.
Εξαιτίας της
δημογραφικής ανάπτυξης και του περιορισμένου αριθμού των ιδιοκτησιών,
πολλοί κερδοσκόποι θεώρησαν ότι η άνοδος των τιμών των ακινήτων στις
ΗΠΑ (ετήσια άνοδος γύρω στο 15%) θα συνεχιζόταν επ” αόριστον.
Με το δανεισμό
χρημάτων στις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες, οι τράπεζες δεν
είχαν καμία πρόθεση να εφαρμόσουν κοινωνικό καπιταλισμό. Ακριβώς το
αντίθετο. Είναι γνωστό πως με την εκμετάλλευση των φτωχών, οι οποίοι εξ
ορισμού υπερτερούν σε αριθμό, κλείνονται οι καλύτερες συμφωνίες. Οι
τραπεζίτες πόνταραν στην αδυναμία ορισμένων οικογενειών να αποπληρώσουν
για να διατηρήσουν τα σπίτια τους. Κι έτσι είχαν διπλό κέρδος: αφενός,
εισέπρατταν για πολλά χρόνια τις μηνιαίες πιστωτικές δόσεις και,
αφετέρου, οικειοποιούνταν ένα αγαθό (το σπίτι) του οποίου τελικά η αξία
είχε διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Όταν όμως, το
2005, υπό το φόβο του πληθωρισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ
ανεβάζει τα βασικά επιτόκια, μπλοκάρει το μηχανισμό. Το κόστος των
στεγαστικών δανείων, που συνδέεται με τα επιτόκια, τελικά
διπλασιάζεται. Έτσι εκατομμύρια οικογένειες που πιάστηκαν στο δόλωμα των
subprimes, ανίκανες πλέον να επιβιώσουν, προτιμούν να παραδώσουν τα
κλειδιά του σπιτιού τους στις τράπεζες.
Η αγορά
ξαφνικά πλημμύρισε από σπίτια που οι τράπεζες δεν μπορούσαν να
πουλήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση των τιμών και το βίαιο ξε-φούσκωμα
της «φούσκας» των ακινήτων. Τα τραπεζικά ιδρύματα πιάστηκαν δυο φορές
στην ίδια τους την παγίδα: αφενός, ένας τεράστιος όγκος πελατών έπαψε να
τους καταβάλλει χρήματα και, αφετέρου, ήταν οφθαλμοφανές ότι κατέρρεε η
αξία του γιγαντιαίου αριθμού ακινήτων που κατείχαν.
Η απειλή της
πτώχευσης για περίπου τρία εκατομμύρια νοικοκυριά, τα οποία είχαν
χρεωθεί με περίπου 200 δισ. ευρώ, έθετε σε κίνδυνο μεγάλα αμερικανικά
πιστωτικά ιδρύματα. Για να προφυλαχθούν από τον κίνδυνο, τα ιδρύματα
αυτά πούλησαν μέσω τίτλων
subprimes σε άλλες τράπεζες ένα μέρος των επισφαλών πιστώσεων τους. Οι
τράπεζες εκχώρησαν τις πιστώσεις σε κερδοσκοπικές επενδυτικές
εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους τις διασκόρπισαν σε τράπεζες σε
ολόκληρο τον κόσμο. Γι” αυτό το λόγο, το φαινόμενο συγκρίνεται με
μολυσματικό ιό και γίνεται λόγος για «νόσο», «μόλυνση», «επιδημία» ή
«τοξικότητα». Προκαλείται ένα ντόμινο που από το καλοκαίρι του 2007
προξενεί τριγμούς σε ολόκληρο το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Κοντά στην άβυσσο: το κραχ του 2008
Όταν το
καλοκαίρι του 2007 αποκαλύφθηκε η πτώση της αξίας της αμερικανικής
τράπεζας Bear Stearns, σηματοδοτήθηκε η έναρξη της κρίσης.
Εκείνη τη
στιγμή, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι το
σύνολο του τραπεζικού συστήματος έχει μολυνθεί και δηλητηριαστεί με χρέη
πολύ υψηλού ρίσκου, τα οποία έχουν διεισδύσει παντού. Γίνεται γνωστό
ότι ορισμένα από τα ισχυρότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα – Citigroup
και Merrill Lynch στις ΗΠΑ, Northern Rock στο Ηνωμένο Βασίλειο, UBS στην
Ελβετία, Societe Generale στη Γαλλία κ.λπ.- έχουν καταγράψει τεράστιες
ζημιές.
Στις 15
Σεπτεμβρίου 2008 πραγματοποιείται η χρεοκοπία της Lehman Brothers, της
τέταρτης τράπεζας επενδύσεων στον κόσμο. Μια πραγματική σεισμική δόνηση
για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στους επόμενους μήνες πάνω από
25.000 δισ. ευρώ γίνονται καπνός, επενδυτικές τράπεζες σβήστηκαν από το
χάρτη, τα πέντε ισχυρότερα ιδρύματα (και πυλώνες του συστήματος)
κατέρρευσαν: η Lehman Brothers πτώχευσε, η Bear Stearns εξαγοράστηκε (με
τη βοήθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) από τη Morgan Chase, η
Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Bank of America. Όσο για τις δύο
τελευταίες, την Goldman Sachs και την Morgan Stanley (αυτήν την
εξαγόρασε η ιαπωνική Mitsubishi UFJ), ναυάγησαν ως επενδυτικές
τράπεζες και μετατράπηκαν ξανά σε απλές εμπορικές τράπεζες, οι οποίες
υπόκεινται πλέον στον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Το σύστημα
είχε κυριολεκτικά φτάσει ένα βήμα πριν από την άβυσσο. Όδευε ολοταχώς
προς μια επανάληψη της κρίσης του 1930 (σύμφωνα με τις εκ των υστέρων
βέβαια) εκτιμήσεις των οικονομικών γκουρού του καπιταλισμού. Ο
νεοφιλελευθερισμός είχε οδηγήσει το σύστημα σε τέτοιο βαθμό απορρύθμισης
ώστε όχι μόνο οι επενδυτικές τράπεζες, αλλά και οι κεντρικές τράπεζες,
οι ρυθμιστικές αρχές, οι εμπορικές τράπεζες, τα αποταμιευτικά ταμεία,
οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οργανισμοί πιστοληπτικής αξιολόγησης
(Standard & Poors, Moody’s, Fitch), ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί
ελέγχου (Deloitte, Ernst & Young, PwC) αποδείχθηκαν πλήρως ανίκανες
όχι να προβλέψουν την έκταση της κρίσης αλλά έστω να δουν τις
εκρηκτικές υπερβολές που συσσώρευε ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Στην Ευρώπη ακόμα και τον Ιούνιο του 2008 ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλωνε:
«Το βασικό μας
σενάριο δείχνει ότι θα σημειωθεί ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης στο
δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2008, αλλά στο τέταρτο τρίμηνο θα υπάρξει
συγκρατημένη και προοδευτική οικονομική μεγέθυνση».[9]
Είναι περιττό να σχολιάσουμε πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας…
Σοσιαλισμός… αλλά για τους πλούσιους!
Όταν
αντιλαμβάνονται το μέγεθος της κρίσης οι κυβερνήσεις σπεύδουν για τη
διάσωση των καπιταλιστών. Οι Κεντρικές Τράπεζες της Αμερικής, της
Ευρώπης, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και της Ιαπωνίας αρχίζουν
να κάνουν τονωτικές ενέσεις αρχικά εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην
οικονομία και μετά τρισεκατομμυρίων, μέχρι να καταφέρνουν να
σταθεροποιήσουν κάπως την κατάσταση. Για άλλη μια φορά, δεν ήταν η
αγορά, αλλά το κράτος με τα χρήματα των φορολογουμένων που διέσωσε το
σύστημα παρά και ενάντια στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού.
Στην Ευρώπη
και τις ΗΠΑ, οι τράπεζες εκλιπαρούσαν μαζικά για κρατική παρέμβαση. Οι
μεγαλύτερες εταιρείες του στεγαστικού κλάδου στην Αμερική, η Fannie Mae
και η Freddie Mac,εθνικοποιήθηκαν.
Το ίδιο συνέβη και με τον όμιλο American International Group (AIG), τη
μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις
αρχές του 2009 οι ΗΠΑ είχαν δώσει για τη στήριξη των επιχειρήσεων 1.179
δισεκατομμυρίων ευρώ!
Τα κράτη
παρεμβαίνουν για να διασώσουν τους καπιταλιστές αλλά όχι τους
εργαζόμενους. Και όχι μόνο αυτό. Για τους εργαζόμενους αυτό που τους
επιφυλάσσουν είναι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση μισθών και
συντάξεων, διαρκής συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, μερική και
ανασφάλιστη εργασία. Και όλα αυτά την ίδια ώρα που τα δισεκατομμύρια
κατευθύνονται στη διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ορισμός της
κοινωνικής πρόκλησης…
Η διάσωση των
μεγαλοκαπιταλιστών παίρνει τη μορφή ανοικτού σκανδάλου. Παρόλο που ο
κόσμος βυθίζεται στην κρίση του αιώνα και εκατομμύρια εργαζομένων
πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων, τα στελέχη πολλών χρηματοοικονομικών
ιδρυμάτων (που ευθύνονται για την έκταση της κρίσης) εξακολουθούν να
αμείβονται με εξωφρενικούς μισθούς και πριμ. Τα αφεντικά τραπεζών ή
μεγάλων επιχειρήσεων εγκαταλείπουν τις εταιρείες τους λαμβάνοντας
μυθικά πριμ εξόδου («χρυσά αλεξίπτωτα»), ακόμα και μετά από σημαντικές
απώλειες. Έτσι, για παράδειγμα, πέντε συνεχόμενα τρίμηνα απωλειών και η
πτώση της μετοχικής αξίας κατά 70% δεν εμπόδισαν την τράπεζα Merrill
Lynch της Νέας Υόρκης, τον Δεκέμβριο του 2008, να προσφέρει στα στελέχη
της μπόνους ύψους περίπου 5,4 εκατομμυρίων ευρώ. Αντίστοιχα, η Goldman
Sachs και η Morgan Stanley που έχασαν την ιδιότητα της επενδυτικής
τράπεζας, κατέβαλαν 10,4 εκ. ευρώ στα στελέχη τους. Ορισμένοι επικεφαλής
της Lehman Brothers (παρόλο που κήρυξε πτώχευση) εισέπραξαν στα τέλη
του 2008 το ίδιο μπόνους με την προηγούμενη χρονιά!
Στο μεταξύ,
στις ΗΠΑ μόνο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία έχασαν περίπου 2.000 δισ.
δολάρια, σύμφωνα με τον Πίτερ Όρζαγκ, επικεφαλής του Γραφείου
Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, ο οποίος έκρινε ότι η κατάρρευση των
χρηματιστηριακών αξιών θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τους εργαζομένους
που η σύνταξη τους εξαρτιόταν από ιδιωτικά ταμεία και οι οποίοι
πιθανότατα «θα αναγκάζονταν να καθυστερήσουν τη συνταξιοδότηση τους».
Εξαιτίας του χρηματοοικονομικού κραχ, πολλοί εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν
ότι το ποσό της σύνταξης τους θα ήταν πολύ πιο μικρό από όσο
προβλεπόταν.
Η αποτυχία του
καπιταλιστικού μοντέλου της «ελεύθερης αγοράς» αποδεικνύεται από τις
κρατικές παρεμβάσεις, τις μεγαλύτερες όλης της οικονομικής ιστορίας, που
καταδεικνύουν ότι οι αγορές δεν μπορούν να αυτορυθμιστούν μέσω του
περίφημου, αλλά ανύπαρκτου, «αόρατου χεριού» της αγοράς. Η απληστία των
καπιταλιστών τους οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Επιπλέον, η παρέκκλιση των
αρχών από το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αποσκοπούσε στην ενίσχυση των
αποταμιευτών που έπεσαν θύματα των τραπεζιτών, αλλά, αντιθέτως, στη
διάσωση των τραπεζιτών! Και το έπραξαν εφαρμόζοντας τη γνωστή
καπιταλιστική συνταγή:
Ιδιωτικοποίηση στα κέρδη, αλλά σοσιαλισμός στις ζημιές!
Την άνοιξη του 2008, ο πρόεδρος Μπους αρνήθηκε να υπογράψει νόμο
που πρόσφερε (έναντι 6 δισ. ευρώ ετησίως) ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
σε 9 εκατομμύρια φτωχά παιδιά. Τη θεωρούσε «περιττή δαπάνη». Έξι μήνες αργότερα, όσα κι αν έδινε για να βοηθήσει τα καθάρματα της Γουόλ Στριτ, δεν του φαίνονταν αρκετά. Για το νεοφιλελευθερισμό ο κόσμος έχει αναποδογυρίσει:σοσιαλισμός για τους πλούσιους και άγριος καπιταλισμός για τους υπόλοιπους.
Σημειώσεις
[1] Ο
θεωρητικός του μονεταρισμού ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Σύμφωνα με τη
θεωρία του, αν κάποιος κατόρθωνε να ελέγξει την προσφορά χρήματος, αν
περιόριζε την αύξηση της προσφοράς χρήματος ακολουθώντας τις ανάγκες του
εμπορίου, οι τιμές θα έμεναν σταθερές και ο πληθωρισμός θα εξαφανιζόταν
(η οικονομική κρίση του 1973 είχε εκτινάξει τον πληθωρισμό στις
ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες από το 3% στο 11% σε μέσο επίπεδο).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόζουν
αυστηρές νομισματικές πολιτικές, περιορίζοντας δραστικά την έκδοση νέου
χρήματος.
Το αποτέλεσμα
κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό ήταν. Η οικονομία επιβραδύνθηκε λόγω της
στενότητας ρευστού, ενώ ο πληθωρισμός συνέχιζε να αυξάνει. Μια άλλη,
μοναδικά αποκρουστική λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων:
στασιμοπληθωρισμός.
Στο τέλος ο
πληθωρισμός νικήθηκε, αλλά όχι χάρις στις θεωρίες του Φρίντμαν, αλλά
χάρις στα υψηλά επιτόκια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα επιτόκια
έφτασαν διψήφια νούμερα για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Το
αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη της ανεργίας στο 10,7%, ενώ σημειώθηκε το
μεγαλύτερο ποσοστό χρεοκοπίας μικρών επιχειρήσεων από τη δεκαετία του
1930.
[2] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, σελ. 44.
[3] Στο ίδιο, σελ. 46-47
[4] Στο ίδιο, σελ. 51-52.
[5] Στο ίδιο, σελ. 54.
[6]Το
διεθνοποιημένου κεφαλαίου έδειξε και στην περίπτωση αυτή αγελαία
συμπεριφορά. Η Νότια Κορέα είχε μέχρι το 1996 πολύ μικρά κρατικά
ελλείμματα, μικρό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλό πληθωρισμό,
μικρή ανεργία και παρ’ όλα αυτά στη χρηματιστική κρίση του 1997 όλα αυτά
δεν την έσωσαν από την κρίση. Η κρίση ξεκίνησε τον Ιούλη 1997όταν η
Ταϊλάνδη υποτίμησε το νόμισμά της, το μπάτ, πυροδοτώντας ανάλογες
υποτιμήσεις σε Μαλαισία, Ινδονησία, Νότια Κορέα. Είχε προηγηθεί
οικονομική επιβράδυνση καθώς μειώθηκαν οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών.
Συνολικά οι εξαγωγές της Ανατολικής Ασίας αυξάνονταν με τον εκπληκτικό
ρυθμό του 27% το χρόνο τη δεκαετία του 1970, έπεσαν λίγο πάνω από το 11%
στη δεκαετία του 1980,όμως αυξήθηκαν πάλι στο 17% μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του1990. Στα 1995 η Ανατολική Ασία συγκέντρωνε το 21% των
άμεσων διεθνών επενδύσεων (53 δισ. δολάρια από σύνολο 254 δισ.).
Το πρόβλημα
δεν ήταν τόσο η επιβράδυνση των εξαγωγών, όσο η πτώση (λόγω του
αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού) σε αξία μεταφρασμένη σε δολάρια.
Έτσι ξεκίνησε μια αντιστροφή της κίνησης του διεθνούς κεφαλαίου. Μια
απλή επιβράδυνση έκανε τις ξένες (χρηματικές) επενδύσεις, με δεδομένη
την έλλειψη δυνατότητας ελέγχου της ροής τους, να αποτραβηχτούν από
αυτές τις χώρες, γιατί τα κέρδη δεν ήσαν «τα αναμενόμενα». Ένα σχετικά
μικρό πρόβλημα μετατράπηκε σε τραγωδία. Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας
από τη φυγή του κεφαλαίου μπήκαν σε πιστωτική και συναλλαγματική κρίση.
Τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται. Ενώ το 1990 τα ιδιωτικά χρέη στις
χώρες αυτές ήταν το 15% του ΑΕΠ, στα 1996 εκτινάχθηκαν στο 35%. Η κρίση
τις έπληξε σκληρά με ρυθμούς δεκαετίας του 1930: Οικονομική ανάπτυξη
–13,7% στην Ινδονησία, -7,5% στην Μαλαισία, -10% στην Ταϊλάνδη, -5,8%
στην Κορέα. Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου διέσπειρε την κρίση. Η
κρίση που ξεκίνησε από την Ταϊλάνδη επεκτάθηκε με αφάνταστη ταχύτητα. Οι
καπιταλιστές που είχαν επενδύσει στην Ασία και είχαν απώλειες,
προσπάθησαν να «ρεφάρουν» πουλώντας μετοχές σε άλλες αναδυόμενες αγορές,
με αποτέλεσμα η κρίση να επεκταθεί στην Ρωσία και στην Λατινική
Αμερική.
Τελικά η πρώτη
αυτή διεθνής κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν έλαβε δραματικές
διαστάσεις χάρις (κλασσικά) στην παρέμβαση των κρατικών κεντρικών
τραπεζών των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Άλλο η θεωρία («κακό το
κράτος») και άλλο η πράξη για τους καπιταλιστές όταν πρόκειται να
διασωθούν οι ίδιοι…
[7] Ιγνάσιο Ραμονέ, Το απόλυτο Κράχ, η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, σελ. 93-94.
[8] Στο ίδιο, σελ. 102.
[9] Στο ίδιο, σελ. 104.
Πηγή: http://www.aformi.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)