Άρθρο του Παύλου Φράγκου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Για μία ακόμη χρονιά είμαστε μάρτυρες των μαζικών αγροτικών κινητοποιήσεων οι οποίες απασχολούν όλους μας. Κινητοποιήσεις οι οποίες έρχονται σαν συνέχεια προηγουμένων κινητοποιήσεων, αφού στην ουσία τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου της χώρας παραμένουν άλυτα. Οι εξεγέρσεις όμως αυτές δεν αφορούν απλώς τα αιτήματα των αγροτών για πρόσκαιρη βελτίωση των αγροτικών εισοδημάτων. Το πρόβλημα είναι πέρα από τα μπλόκα και τις διεκδικήσεις για 300 ή 600 δις που ορισμένοι βολεμένοι τεχνοκράτες καριέρας προσπαθούν να μας πείσουν. Επίσης το πρόβλημα είναι πέρα από το «δικαίωμα του οικογενειάρχη να πάει εκδρομή» όπως έντεχνα τα ΜΜΕ προσπαθούν να βγάλουν προς τα έξω. Το πρόβλημα ξεπερνά τους αγρότες, ξεπερνά την συγκεκριμένη οικονομική κοινωνική τάξη και μας αφορά όλους.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτών αλλά και οι αντίστοιχες κινητοποιήσεις των επαγγελματοβιοτεχνών, των μισθωτών, των συνταξιούχων και των εργατών δεν είναι ούτε παροδικές, ούτε άσχετες μεταξύ τους. Αποτελούν στην ουσία τμήμα της βαθιάς κρίσης του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, η κρίση αυτή αφορά στην βαθμιαία καταστροφή της παραγωγικής δομής μας, εφόσον, μετά την δραστική αποβιομηχάνιση της χώρας, η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φέρνει σήμερα την αποσύνθεση και του αγροτικού τομέα. Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησαν κατά κόρον τόσο οι διάφοροι «εκσυγχρονιστές» όσο και οι συμπαθούντες «προοδευτικοί» διανοούμενοι συνοψίσθηκε από τον Υπ. Γεωργίας, που με μία συνειδητή απόπειρα συσκότισης της πραγματικότητας, δήλωσε ότι η Ελλάδα ωφελείται καθοριστικά από την Κοινοτική πολιτική, είναι χώρα που μόνο λαμβάνει στον γεωργικό τομέα. Όμως, οι Κοινοτικές επιδοτήσεις είναι μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη πλευρά –η σημαντικότερη– είναι η μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ παράλληλη αποσύνθεση του αγροτικού τομέα. Πρώτα, στα χέρια της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που ανέκαθεν καθοριζόταν με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών «Βορείων» εταίρων μας, και σήμερα, στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς που, μέσω της GATT, οδηγεί στη σταδιακή εξαφάνιση κάθε προστασίας της αγροτικής παραγωγής, είτε σε εθνικό είτε σε Κοινοτικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι η ΚΑΠ πνέει τα λοίσθια και η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ενσωματώνεται σταδιακά στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Οι μεταβιβάσεις επομένως από την ΕΕ προς τον αγροτικό τομέα (επιδοτήσεις κ.λπ.), για τις οποίες καμαρώνουν οι «εκσυγχρονιστές» και οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, έπαιξαν κατ’ αρχήν τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζουν γενικότερα οι μεταβιβάσεις της ΕΕ σε σχέση με την ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, συγκαλύπτουν την προϊούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής δημιουργώντας μία τεχνητή ευμάρεια μέσω της παροδικής αύξησης των εισοδημάτων. Στην πραγματικότητα όμως οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της ΚΑΠ και των περιορισμών που επέβαλε στο τι παράγουμε και πόσο παράγουμε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διαστρέβλωσης της παραγωγικής δομής μας που επέφερε η Κοινοτική πολιτική. Διότι σήμερα το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των «Βορείων» εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα. Γενικά, η ΚΑΠ θέτει συνεχή όρια για τη φυτική και ζωική παραγωγή, για τη συνεχή μείωση εκτάσεων και αγροκαλλιεργειών, όχι μόνο για πλεονασματικά, αλλά ακόμη και για ελλειμματικά προϊόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι. Έτσι οι επιδοτήσεις, με τη βοήθεια του άνισου σε βάρος των αγροτών μας ανταγωνισμού από τις ανταγωνιστικότερες μονάδες του Βορρά, «έπεισαν» τους αγρότες μας να ξεριζώσουν δεκάδες χιλιάδες σταφίδες και αμπέλια στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, να συρρικνώσουν την παραγωγή και ποσότητα εξαγωγών καπνού, να μειώσουν την παραγωγή σκληρού σταριού, να παράγουν οπωροκηπευτικά για τις χωματερές κ.λπ.
Η φιλολογία υπέρ του ελευθέρου εμπορίου (δηλ. της αγοραιοποίησης της γεωργίας, είτε στο πλαίσιο της ΕΕ είτε στο παγκόσμιο επίπεδο) βασίζεται στη θεωρία ότι οι εισαγωγές από πιο ανταγωνιστικές χώρες θα κρατήσουν τις τιμές χαμηλές προς όφελος των καταναλωτών, ενώ οι ανταγωνιστικές εξαγωγές μας θα ωφεληθούν αντίστοιχα, σύμφωνα με την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Στην πραγματικότητα, όμως όσον αφορά στα αγροτικά προϊόντα, το εμπόριο διαμορφώνεται όχι με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά τη συγκριτική επιδότηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι παραγωγοί των πλούσιων χωρών του Βορρά διαθέτουν ένα απόλυτο πλεονέκτημα έναντι των λοιπών. Οι παγκόσμιες τιμές είναι αυτές των βαριά επιδοτούμενων προϊόντων του πλούσιου Βορρά που εκτοπίζουν τους ανεξάρτητους μικροπαραγωγούς του Νότου καταστρέφοντας την οικονομική αυτοδυναμία τους και δημιουργώντας νέες μορφές εξάρτησης από τον Βορρά. Ακόμη, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τους διεθνείς οργανισμούς, η διεθνοποίηση των προϊόντων διατροφής δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της φτώχειας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα αποτελέσματα της διεθνοποίησης αυτής είναι η καταδίκη ενός τέταρτου του παγκόσμιου πληθυσμού σε πείνα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το World Food Programme του ΟΗΕ υπάρχουν τρόφιμα για να θρέψουν μιάμιση φορά τον πληθυσμό της γης!
Όμως, η ΚΑΠ απλώς συνέβαλε στη διαστρέβλωση της αγροτικής μας δομής, με τη μεταβίβαση του ελέγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στην πρόωρη αποσύνθεση του αγροτικού τομέα είναι η μετά την ένταξή μας αγοραιοποίηση του αγροτικού τομέα, δηλαδή η ανάθεση βασικά της τύχης του στις δυνάμεις της αγοράς, διαδικασία που θα ενταθεί τα προσεχή χρόνια και θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του αγροτικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής και της παράλληλης μείωσης των επιδοτήσεων. Η αγοραιοποίηση αυτή σημαίνει ότι οι μόνοι που θα επιβιώσουν στον ανταγωνισμό είναι οι οικονομικά ισχυρότεροι, δηλαδή οι τεράστιες αγρο-επιχειρήσεις που εξαπλώνονται σήμερα παντού στον Βορρά και οι οποίες με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και καλλιεργούμενων εκτάσεων που διαθέτουν είναι ασυναγώνιστες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η αγοραιοποίηση της γεωργίας που εισάγει η GATT στην πραγματικότητα δεν εμποδίζει τη συνέχιση της υψηλής επιδότησης των αγροτικών προϊόντων του Βορρά, όπου οι έμμεσες επιδοτήσεις με βάση τις τιμές απλώς αντικατεστάθησαν από τις άμεσες επιδοτήσεις στον παραγωγό οι οποίες εξαιρούνται από τις διατάξεις για τη μείωση των επιδοτήσεων. Έτσι, όποιος έχει την οικονομική δύναμη να πληρώνει τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις επιπλέει στον αγροτικό ανταγωνισμό. Αν προσθέσουμε λοιπόν στις αυξημένες Κοινοτικές επιδοτήσεις υπέρ του Βορρά, σε σχέση με τον Μεσογειακό Νότο, τις υψηλότερες εθνικές επιδοτήσεις τις οποίες οι πλούσιες χώρες έχουν την δυνατότητα να πληρώνουν στους αγρότες τους, τότε μπορούμε ν αντιληφθούμε σε τι είδους ελεύθερο ανταγωνισμό ρίχνεται η ελληνική γεωργία όταν για τα προϊόντα του Βορρά η συνολική στήριξη φθάνει σχεδόν τα δυο τρίτα της αξίας παραγωγής (25% Κοινοτικής στήριξης συν 40% εθνικής στήριξης) –και αντίστοιχη είναι η στήριξη των προϊόντων των ΗΠΑ– ενώ για τα ελληνικά προϊόντα η συνολική στήριξη μόλις ξεπερνά το ένα τρίτο της αξίας παραγωγής (20% Κοινοτική συν... 17% εθνική).
Η μόνη «επιλογή» επομένως που έχουν οι μικρομεσαίοι αγρότες μας, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, είναι να αφεθούν στις δυνάμεις της αγοράς που θα οδηγήσουν στην αναπόφευκτη συγκέντρωση όσον αφορά στο μέγεθος αγροτικών εκμεταλλεύσεων και οι ίδιοι, εγκαταλείποντας τη γη τους, να προστεθούν στους χιλιάδες ανέργους των πόλεων. Και είναι αυτή η επιλογή, στην οποία καταδικάζονται οι αγρότες μας, που τους έχει φέρει σε απόγνωση και στις μαζικές κινητοποιήσεις, υπερασπίζοντας ουσιαστικά το πραγματικό συμφέρον της χώρας.
Είναι επομένως φανερό ότι η βαθιά αυτή κρίση είναι συστημική και αφορά στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί με μέτρα όπως πλασματικές αυξήσεις της παραγωγής με σκοπό τις πρόσκαιρες αυξήσεις στην «Ευρωπαϊκή Ελεημοσύνη» που λέγεται επιδότηση. Μόνο μέσα σ’ ένα σύστημα όπου οι ίδιοι οι πολίτες, ως παραγωγοί και καταναλωτές, θα αναλάβουν άμεσα τον έλεγχο της παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης με βάση τις δικές τους επιλογές, τις ανάγκες και τις προτεραιότητες και όχι με βάση τις «επιταγές» της αγοράς (δηλαδή των οικονομικών ελίτ που την ελέγχουν, όπως σήμερα), πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας – ενός συστήματος ριζοσπαστικής οργάνωσης της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας θα παράγονται προϊόντα όχι για τα τεράστια κέρδη που θα αποφέρουν στις οικονομικές ελίτ, αλλά για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων, όπως οι ίδιοι τις καθορίζουν.
Στο ενδιάμεσο στάδιο οι αγρότες μας θα πρέπει να οργανωθούν σε ένα αδέσμευτο από κόμματα μαζικό κίνημα που θα επιδιώξει την εξασφάλιση της επιβίωσης του αγροτικού μας τομέα μέσω της στροφής του προς την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών και όχι της εξωτερικής αγοράς με βάση τις ποσοστώσεις της ΕΕ όπως σήμερα. Όπως έδειξαν και οι τελευταίες κινητοποιήσεις, το γεγονός ότι το αγροτικό κίνημα είναι απόλυτα εξαρτημένο από τα κόμματα εξουσίας ήδη οδήγησε στην αποτελμάτωση των αγώνων τους. Η ανάπτυξη επομένως ενός ανεξάρτητου αγροτικού κινήματος με απώτερο στόχο την Περιεκτική Δημοκρατία είναι επιτακτική ανάγκη για την ίδια την επιβίωση των αγροτών μας και το σταμάτημα του μαρασμού του αγροτικού τομέα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΛΕΜΠΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΛΕΜΠΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
Για τις κινητοποιήσεις των αγροτών: Διέξοδος η «Αγροτική γεωργία»!
του Γιώργου ΚολέμπαΓια άλλη μια φορά οι αγρότες είναι στους δρόμους. Ποιοι αγρότες; Όχι βέβαια των φθινουσών περιοχών και οι μικροί αγρότες. Κινητοποιούνται ιδίως οι μεγαλοαγρότες της Θεσσαλίας που ήταν και οι ευνοημένοι μέχρι τώρα, στα πλαίσια της ΚΑΠ(Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε). Όμως μέσω των επιδοτήσεων της ΚΑΠ κατέληξαν σε επιλεγμένες καλλιέργειες-υποτίθεται ανταγωνιστικές στο παγκόσμιο εμπόριο γεωργικών προϊόντων- πράγμα που οδήγησε σε εισαγωγές των περισσότερων προϊόντων διατροφής που χρειάζεται η χώρα. Όχι μόνο το είδος των καλλιεργειών, αλλά και οι καλλιεργητικές πρακτικές(μεγάλες εισροές, μεγάλες μηχανές και κατανάλωση ενέργειας κ.λπ) τους οδήγησαν με το χρόνο σε αδιέξοδο και τώρα λένε ότι δεν είναι σε θέση να καλλιεργήσουν πια σαν ανεξάρτητοι αγρότες.
Τα μέχρι τώρα αδιέξοδα:
- Η ελληνική γεωργία παγκοσμιοποιήθηκε μέσω της Ε.Ε. και της ΚΑΠ. Χαρακτηριστικό της ΚΑΠ: τα εθνικά κράτη στρέφονταν πάντα προς τις άμεσες επιδοτήσεις(εξολοκλήρου από Ε.Ε.), και όχι προς ενισχύσεις για την αναζωογόνηση της υπαίθρου(όπου υπήρχε συγχρηματοδότηση)
- Στη χώρα είχαμε παρακμή της υπαίθρου, απώλεια της αυτάρκειας στη διατροφή του πληθυσμού, γήρανση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού(από 31% το 1981 στο 9,5% το 2009, λόγω της κρίσης το 2009-2010 αυξήθηκαν οι νέοι αγρότες κατά 40.000)
- Είχαμε μεγάλη διαφορά εισοδημάτων μεταξύ μιας μειοψηφίας μεγαλοαγροτών και της πλειοψηφίας των μικρών.
- Ο έλληνας αγρότης από παραγωγός γεωργικών προϊόντων, έχει μετατραπεί σε παραγωγό πρώτων υλών για τη βιομηχανία τροφίμων
- Μέσω επιδοτήσεων της ΚΑΠ ευνοήθηκαν οι επιλέξιμες μεγάλες μονοκαλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η παραγωγή: καθορίσθηκε από το κυνήγι των επιδοτήσεων και όχι για να ικανοποιεί τη ζήτηση και την κατανάλωση, στη χώρα. Έτσι είχαμε εξάρτηση και των μεγαλοαγροτών από τις αγροβιομηχανίες, ανύπαρκτη ευελιξία στην επιλογή καλλιεργειών και συχνά εγκατάλειψη της παραγωγής, αφού επιδοτούνταν άσχετα με το εάν παράγουν ή όχι. Ταυτόχρονα σχεδόν το 70% της αγροτικής γης-σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα-είναι υποθηκευμένη στην αγροτική τράπεζα και μέσω της εξαγοράς της στην ιδιωτική τράπεζα Πειραιώς.
- Επίσης είχαμε κάθετη μείωση των ιχθυαποθεμάτων και οικονομικό μαρασμό παράκτιας αλιείας. Το οικοσύστημα του Αιγαίου βρίσκεται ήδη υπό κατάρρευση.
- Δόθηκε τέλος στην τοπική παραγωγή διαφορετικών σοδειών και ζώων προσαρμοσμένων στο κλίμα και το έδαφος των περιοχών. Έχουμε εκτόπισμά τους από λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια , που θέλουν πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα (π.χ. μέχρι 1950: 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού σταριού, 139 σκληρού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού, 39 βρώμης. Τώρα έχουν διασωθεί 2-3% αυτών). Η δε ΕΕ θέλει να προωθήσει και τις μεταλλαγμένες ποικιλίες.
- Ταυτόχρονα εισάγουμε: κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια- πορτοκάλια από την Ν. Αφρική. δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες- φασολάκια- πατάτες από την Αίγυπτο-εκτός εποχής.
- Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων… για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη το χρόνο. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανάμε 250 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
- Σε 30 χρόνια η Ελλάδα από θετικό εμπορικό ισοζύγιο που είχε μέχρι το 1982, έχει σήμερα αρνητικό ετήσιο ισοζύγιο (μέχρι 4,5 δις Ε πριν τη κρίση), που συμβάλλει και στην διόγκωση του χρέους.
- Έχουμε ταυτόχρονα υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών, μόλυνση και ρύπανση των επιφανειακών και των υπογείων νερών (π.χ. το επίπεδο των νιτρικών αλάτων στο 25% των υπογείων νερών ξεπέρασε τα 50 mg/l ενώ το φυσιολογικό είναι τα 5 mg/l). Έχουμε ρύπανση της ατμόσφαιρας (π.χ. το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου που προέρχονται απ’ τα αζωτούχα λιπάσματα συμμετέχουν στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου»(Το 15% των αερίων του «θερμοκηπίου» οφείλονται στη Γεωργία σε παγκόσμιο επίπεδο).Έχουμε έλλειψη νερού (π.χ. η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία έχει εξαντλήσει τα νερά: μέχρι και 400 μ. οι γεωτρήσεις για αυτό και ένα από τα αιτήματά τους είναι και η εκτροπή του Αχελώου).
- Το τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος μαζί με το κοινωνικό κόστος απ’ την παρακμή της υπαίθρου και της δημόσιας υγείας, κάνουν την ελληνική γεωργία να είναι αντιπαραγωγική (μεγάλο εξωτερικό κόστος, που το πληρώνει η κοινωνία).
Τιμές:
Οι αγρότες είναι αποδέκτες τιμών που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης και διατροφής.
Οι καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί. Και αυτό γιατί τα 2/3 των πρωτοβάθμιων αγροτικών συνεταιρισμών δεν ασκούν καμία δραστηριότητα, πέραν της εκλογής της συνδικαλιστικής ηγεσίας, ενώ μια σειρά από συνεταιριστικές βιομηχανίες όπως η ΑΓΝΟ, η ΟΛΥΜΠΟΣ, η ΡΟΔΟΠΗ, ΔΩΔΩΝΗ χρεοκόπησαν ή πουλήθηκαν σε ιδιώτες.
Η Αναδιάρθρωση:
Για τα επόμενα χρόνια (μετά το 2013 που τελειώνουν οι σημερινές επιδοτήσεις) η ΕΕ βάζει ως στόχο την ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, που δεν θα βασίζεται ούτε στον ατομικό αγρότη, ούτε στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, στην οποία οι κάτοχοι του κλήρου δεν θα είναι πλέον ανεξάρτητοι ή συνεταιρισμένοι παραγωγοί αλλά μέτοχοι-μοντέρνοι κολλήγοι.
Οι επενδύσεις του αγροτικού προϋπολογισμού της ΕΕ, θα στραφούν μάλλον προς τις μεγάλες βιομηχανοποιημένες αγροτικές εταιρείες, σε βάρος των μικρομεσαίων παραγωγών και θα στηριχθούν σε τραπεζική χρηματοδότηση με νέα «ευέλικτα χρηματοπιστωτικά εργαλεία».
Μια τέτοιου τύπου αναδιάρθρωση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση γύρω από την τροφή (ήδη σήμερα 7 μύλοι διακινούν το 70% των αλεύρων στην χώρα) και την εξάρτηση της διατροφής του πληθυσμού από τις εταιρίες.
Β) Ποια θα μπορούσε να είναι η διέξοδος όσον αφορά στον αγροδιατροφικό τομέα;
Ζ.Μποβέ: «απορρίπτουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο που επιβάλλουν οι πολυεθνικές. Ας επιστρέψουμε στη γεωργία… Η γεωργία δεν πρέπει να συρρικνωθεί σε απλή εμπορική διαδικασία. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους και να πάρουν τα προληπτικά μέτρα που θεωρούν κατάλληλα για τη τροφή τους.»
Πραγματικά η «Αγροτική» γεωργία, και η οικο-γεωργία( το οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου»), που θα μπορούσε να ικανοποιεί τις βιοτικές ανάγκες της αλυσίδας:
Αγρότης-κοινότητα-περιοχή-χώρα, θα ήταν η διέξοδος και για τους έλληνες αγρότες και για τη χώρα. Αρκεί να στηριχθεί στα παρακάτω βήματα.
Το κίνημα των αγροτών να απαιτήσει σε σχέση με την ΚΑΠ:
- σύνδεση ενισχύσεων με κοινωνικές δράσεις και κριτήρια κοινωνικής-περιβαλλοντικής-κλιματικής προστασίας.
- διατήρηση βιοποικιλότητας και στήριξη μικρών ολοκληρωμένων αγροτικών μονάδων.
- Απαγόρευση καλλιέργειας Γ.Τ.Ο. Όχι πατεντοποίηση του γενετικού υλικού
- Ανάπτυξη υπαίθρου σαν ποιοτικού χώρου διαμονής-εργασίας.
- Παραγωγή ποιοτικών υγιεινών προϊόντων. Σύνδεση παραγωγών καταναλωτών στα πλαίσια τοπικής αγοράς
- Αγροτική γεωργία και όχι αγροβιομηχανία!
Σε σχέση με το εσωτερικό να στηριχθεί:
- Στον «πολυλειτουργικό» αγρότη με ολοκληρωμένα αγροκτήματα με πολλά διαφορετικά είδη ζωντανών-ζωϊκών,φυτικών, με βελτιωμένο έδαφος και περιβάλλον, με ντόπια βιοποικιλότητα, με μεταποίηση-διάθεση προϊόντων με κοινοτίστικη αντίληψη για αναζωογόνηση της υπαίθρου και όχι για τις επιδοτήσεις
- Στη μετατροπή της χώρας σε ζώνη βιο-καλλιέργειας, ελεύθερης από μεταλλαγμένα, με πέρασμα από το χημικό τρόπο παραγωγής σε βιολογικό, βιοδυναμικό ή φυσικό, πράγμα που θα έδινε και συγκριτικά πλεονεκτήματα σε όσα προϊόντα θα εξάγονταν. Αυτό-σε συνδυασμό με την επιλογή των πλούσιων ενδημικών προϊόντων της ελληνικής γης-θα μετέτρεπε τη χώρα από «ψωροκώσταινα» σε μεγάλη διατροφική δύναμη.
- Στη λογική της υγιεινής τροφής και παραγωγή της και για τον ίδιο τον αγρότη και για την τοπική αγορά και όχι μόνο για την απρόσωπη αγορά.
- Στην αποφυγή των μεσαζόντων- σωστές και δίκαιες τιμές, με βιώσιμη παραγωγή της εγγύτητας για ικανοποίηση βιοτικών αναγκών μέσω της διανομής της εγγύτητας(μικρές διαδρομές από την παραγωγή στην κατανάλωση).
- Στην αναδιάρθρωση των αναγκών, στον αντικαταναλωτισμό, στη μείωση εξωτερικών εισροών-ανθεκτικές ντόπιες ποικιλίες και ράτσες(ΠΟΠ, ΠΓΕ, κ.λ.π.). Στην αποκατάσταση του μεσογειακού διατροφικού μοντέλου με μείωση της κατανάλωσης κρέατος
- Στη μεταποίηση των γεωργικών σε προϊόντα διατροφής και ένδυσης(π.χ. ανασύσταση υφαντουργείων, που σήμερα έχουν μετακομίσει σε γειτονικές χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ανασύσταση της βιομηχανίες ζάχαρης)
- Στην εξοικονόμιση και αυτοπαραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ εγκαθιστώντας στα υπόστεγα, στις αποθήκες, στα σπίτια κ.λπ. μικρά αποκεντρωμένα συστήματα
- Στον αγροτουρισμό(ταυτόχρονα ξενοδόχοι, μάγειροι, κ.λ.π), που εκτός από καταλύματα φυσικής –βιοκλιματικής δόμησης, θα προσφέρει στους επισκέπτες και γνήσια, φρέσκα και νόστιμα εδέσματα από υλικά αυτοπαραγωγής ή ντόπιας παραγωγής.
- Στην κατάργηση της λεηλασίας της θάλασσας από τα μεγάλα αλιευτικά και στην αναζωογόνηση της παράκτιας αλιείας και των νησιών.
- Στην αναβλάστηση των δασών, στο σταμάτημα ερημοποίησης, στην αποκατατάσταση της άγριας φύσης, των ποταμών- λιμνών- παραλιών, στην αναζωογόνηση των εδαφών, αποκαθιστώντας την οργανική ύλη και τον εδαφολογικό άνθρακα, ώστε να απορροφήσουμε τα επόμενα χρόνια τη περίσσια του διοξειδίου του άνθρακα της ατμόσφαιρας(αιτία για τη κλιματική αλλαγή-καταστροφή που έρχεται αν δεν το κάνουμε).
- Στις ομάδες παραγωγών και στους συνεταιρισμούς νέας μορφής(που αποφασίζει η συνέλευση και όχι τα Δ.Σ.), στις συλλογικές δομές αγροτικής παραγωγής, στις «διευρυμένες» οικογένειες (με κοινό ταμείο), στα εναλλακτικά δίκτυα διανομής, σε συνεταιρισμούς παραγωγοκαταναλωτών, σε «καλάθια» και μικρά συνεταιριστικά μαγαζιά, στη συνεργασία με κινήματα καταναλωτών για μια «κοινωνικά στηριζόμενη γεωργία». Στα δίκτυα διανομής και ανταλλαγής προϊόντων-υπηρεσιών με τοπικά νομίσματα ή αχρήματα.
- Στη διαχείριση της κρατικής και εκκλησιαστικής γης από κινήματα ανέργων σε μια προσπάθεια αυτοαξιοποίησης της παραγωγικής τους δυνατότητας. Σε εγκαταστάσεις νέων σε παρατημένα χωριά. Σε εσωτερική αντίστροφη μετανάστευση(όχι εξωτερική στην οποία στρέφονται πολλοί άνεργοι νέοι σήμερα) με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης
- Στην καλλιέργεια αστικής και περιαστικής δημοτικής γης, στους δημοτικούς λαχανόκηπους από κινήματα γειτονιάς, από συνταξιούχους ή «καλλιεργητές του σαβατοκύριακου» και του «ελεύθερου χρόνου».
Το σημερινό 9-10% των ελλήνων αγροτών δεν μπορούν να θρέψουν το υπόλοιπο 90% με υγιεινά προϊόντα διατροφής. Για την αυτοδυναμία(όχι οπωσδήποτε αυτάρκεια) θα χρειασθεί να ασχοληθούν περισσότεροι με τη γεωργία.
Ο αγροτικός τομέας είναι ο μόνος που δεν συρρικνώθηκε μετά το 2008. Από 6,8 δις. προστιθέμενη αξία το 2008, στο 7,79 δις. το 2010, μία αύξηση περίπου 14,7%, ενώ στις κατασκευές το ίδιο διάστημα είχαμε μείωση 18% και στη μεταποίηση μείωση 11.8%.
Μεταξύ 2008-2011 είχαμε 60.000 νέες θέσεις εργασίας στον τομέα, ενώ το έλλειμμα στις εξαγωγές-εισαγωγές μειώθηκε από 3 δις. το 2007 στο 1,8 δις. το 2010(είχαμε φυσικά μεγάλη μείωση εισαγωγών, αλλά και αύξηση εξαγωγών κατά 725 εκατομ. Ευρώ).
Ο αγροτικός τομέας μπορεί να αποδειχθεί ο εφαλτήρας για τη διέξοδο της χώρας από τη κρίση( το πιστεύει αυτό και το 71% των ερωτηθέντων σε μια έρευνα της Kapa Recearch), αρκεί να στηριχθούμε στις αγροτικές κοινότητες, στον πολυλειτουργικό αγρότη και την αγροτική γεωργία για ποιοτικά προϊόντα, στο ξεπέρασμα των μεσαζόντων και στη σύνδεση με τα εγχειρήματα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Αρκεί να στραφούμε προς την κοινωνικοποίηση –τοπικοποίηση του αγροτοδιατροφικού τομέα.