ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Η πολιτική ως συμμετοχή και η άμεση δημοκρατία

Του Γιώργου Ν. Οικονόμου
Το Πολυτεχνείο 1973 συνιστά πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα πολιτικό γεγονός και ως τέτοιο άφησε σημαντική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, όπως φάνηκε από την πολιτική δυναμική και τις εντάσεις που δημιουργούσε επί δεκαετίες κάθε χρόνο στην επέτειο. H κατάληψη-εξέγερση τον Νοέμβριο 1973 έχει τα χαρακτηριστικά ενός αυτόνομου κινήματος, με πολιτικό περιεχόμενο και πολιτικούς στόχους, ανεξάρτητο από κόμματα, ηγέτες, ιδεολογίες και γραφειοκρατίες.
Ένας από τους κύριους στόχους του Πολυτεχνείου 1973 ήταν η Δημοκρατία. Όχι φυσικά κάποια αποκατάσταση του προηγουμένου διεφθαρμένου και αποτυχημένου κοινοβουλευτισμού ή κάποια βελτιωμένη εκδοχή του, αλλά ένα πολίτευμα στο οποίο ο δήμος θα είναι ουσιαστικά κυρίαρχος, θα υπάρχει «λαϊκή κυριαρχία» ή «λαϊκή εξουσία» (χρησιμοποιώ εδώ τους όρους που υπήρχαν στα συνθήματα των εξεγερμένων και στην Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής). Οι όροι αυτοί δεν είχαν τις σημασίες που έχουν συνήθως στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και συντάγματα, και ισοδυναμούν με την απουσία λαϊκής κυριαρχίας – «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τους αντιπροσώπους». Υπήρχε σαφής εκφρασμένη απόρριψη του προδικτατορικού καθεστώτος, όχι μόνο της μοναρχίας, αλλά και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που είχε καταντήσει έρμαιο των δημαγωγών, του παρακράτους, του Στρατού και των επεμβάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το προδικτατορικό καθεστώς για τους συμμετέχοντες σε καμία περίπτωση δεν ήταν δημοκρατικό, εν αντιθέσει με την κυρίαρχη ιδεολογία της Μεταπολίτευσης ότι με το τέλος της δικτατορίας το 1974 «αποκαταστάθηκε η δημοκρατία»!
Μία σαφής ένδειξη για την ιδέα της δημοκρατίας που είχαν κατά νου οι συμμετέχοντες, ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους, ήταν η εσωτερική αυτοοργάνωση και ο αυτοκαθορισμός της κατάληψης. Η δυναμική και η λειτουργία της στηριζόταν στην αυτοδιεύθυνση: συγκρότηση επιτροπών για τη σίτιση, την περιφρούρηση, για τις πρώτες βοήθειες και το φαρμακείο, τον έρανο κ.ά. Διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή ατόμων για τη συγκρότηση Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία, η οποία εκτελούσε τις αποφάσεις των συνελεύσεων και συντόνιζε τον αγώνα. Το κυρίαρχο όργανο ήταν οι γενικές συνελεύσεις οι οποίες ελάμβαναν όλες τις καθοριστικές αποφάσεις για το πολιτικό περιεχόμενο και την πορεία της κατάληψης. Οι αποφάσεις εκφράζονταν άλλωστε από τα μεγάφωνα, τους πολυγράφους και τον ραδιοφωνικό σταθμό. Έτσι διασφαλιζόταν η διαφάνεια, η πληροφόρηση, η βούληση και η θέληση των συμμετεχόντων. Δεν καθοδηγούσε καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγούσε ουδείς «ηγέτης», δεν κινούσε τα νήματα καμία έξωθεν εξουσία. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία ως έμπρακτη πρόταση.
Η πρόταση αυτή είναι ένα το καινούριο που κομίζει το Πολυτεχνείο στην πολιτική πράξη, συνδεδεμένο με μία άλλη αντίληψη περί πολιτικής, η οποία συγκαλύπτεται σκοπίμως από τις κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος (ιδεολογίες, κόμματα, πολιτικούς, ΜΜΕ). Αυτή η έννοια της πολιτικής στηρίζεται στην ιδέα πως αυτό που δημιουργεί τις ουσιαστικές αλλαγές και τους θεσμούς είναι το ανθρώπινο πράττειν, το σκεπτόμενο πράττειν της ανώνυμης συλλογικότητας, χωρίς προκατασκευσμένες οδηγίες, ιδεολογικά δόγματα και κομματικές συνταγές. Πολιτική δεν είναι η εφαρμογή κάποιας θεωρίας ούτε η χειραγώγηση των ανθρώπων από κάποιους υποτιθέμενους ειδικούς, κομματικούς διανοουμένους, επαγγελματίες πολιτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Η πολιτική είναι υπόθεση της κοινωνίας, των δρώντων υποκειμένων που βασίζονται στην αυτοοργάνωση, στην αυτόνομη θέλησή τους και δεν εκποιούν την επιθυμία και τη δύναμη τους στους ολίγους, στα κόμματα, στους «αντιπροσώπους», δηλαδή δεν αλλοτριώνονται πολιτικώς. Η άμεση πολιτική συμμετοχή στις συλλογικές διαβουλεύσεις και αποφάσεις, λειτουργεί και ως σχολείο αυτοσυνείδησης και αυτομόρφωσης των πολλών.
Η πολιτική ανακτά έτσι το γνήσιο νόημά της: την άμεση ενασχόληση με τα κοινά, τη συμμετοχή μαζί με άλλους σε οριζόντια αντιιεραρχική, αντιγραφειοκρατική δράση. την υπέρβαση της παραίτησης, της ιδιώτευσης και της ανάθεσης των κοινών σε αντιπροσώπους. Η δημοκρατική πολιτική συνεπάγεται την άμεση ψυχοσωματική επένδυση στην ενεργό πολιτική δράση. Ενώ το βασικό χαρακτηριστικό των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού είναι η λήψη των αποφάσεων από τις γραφειοκρατικές ηγεσίες «πριν από εμάς για εμάς», η πολιτική που ανέδειξε το Πολυτεχνείο είναι «εμείς οι ίδιοι για εμάς τους ίδιους», άμεσα, χωρίς μεσολαβητές, «ειδικούς» και γραφειοκράτες. Στην αντίληψη αυτή για να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιαστική θεσμική αλλαγή χρειάζεται κοινωνική συλλογική δράση, ρητή και διαυγής, στη μορφή της και στους στόχους. Χρειάζεται μία πολιτική συλλογικότητα που να αγωνίζεται και να δρα, έξω (και μη εξαρτώμενη) από κόμματα, εκλογές, κοινοβούλια, αντιπροσώπους και κράτος. Οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές δεν προήλθαν από αυτούς. Το πεδίο της πολιτικής δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται παντού, είναι η ίδια η κοινωνία.

Οι δύο μορφές της πολιτικής ετερονομίας σήμερα

Της Πολιτικής Ομάδας για την Αυτονομία.
Απόσπασμα του άρθρου: Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει, από το Τέταρτο Τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα, (Ιούνιος 2012, σ.122-127)


keep-calm-and-carry-on-2_l
 Ο εκσυγχρονιστικός τεχνοκρατισμός
Οι πιέσεις από το πολιτικό και το τραπεζικό σύστημα για απότομες και σαρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα συνδυάζονται με την εξάπλωση ενός νέου ρεύματος τεχνοκρατισμού, ο οποίος αυτοανακηρύσσεται ως ο μοναδικός δρόμος, ικανός να μας βγάλει από την οικονομική κρίση. Ο τεχνοκρατισμός αυτός προπαγανδίζεται έντεχνα ως η ιδεολογική και πρακτική απάντηση που έρχεται να καλύψει το κενό της υποχώρησης της «αντιπροσώπευσης» της κοινωνίας μέσω των πολιτικών θεσμών. Το έργο των κομματικών μηχανισμών, οι οποίοι καθίστανται αναποτελεσματικοί πλέον να λειτουργήσουν ως εκφραστές της λαϊκής βούλησης, θα αντικατασταθεί από την γνώση και την αποτελεσματική διαχείριση τραπεζιτών, ειδημόνων και διακομματικών μορφωμάτων χωρίς καν την ανάγκη εκλογικής νομιμοποίησης. Για το κομμάτι της ολιγαρχίας που υποστηρίζει αυτές τις θέσεις, «το Μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο», επειδή μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος πάντοτε σκόνταφτε σε κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες. Σήμερα όμως, με τη δυναμική που δημιουργείται από την πίεση της Τρόικας, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι δημιουργείται μια ευνοϊκή ευκαιρία για την υπέρβαση αυτών των «στρεβλώσεων» και των «αρχαϊσμών», η οποία θα μας επιτρέψει -επιτέλους!- να ολοκληρώσουμε τη μαρτυρική μας πορεία προς τη δυτικοποίηση.
…Όλες οι τάσεις του μανδραβελισμού[1] συνειδητοποιούν ότι στο νέο καθεστώς φτωχοποίησης και αυταρχικής λιτότητας σπάει το συμβόλαιο συναίνεσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και η μόνη λύση είναι η στροφή σε μια πιο ολιγαρχική αντίληψη περί της άσκησης εξουσίας. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν το κοινωνικό φαντασιακό ευνοούσε και επέτρεπε την ανάδειξη κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων γραφειοκρατικών μηχανισμών κατάλληλων για τη διαχείριση των κοινών, τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και την επίτευξη «εθνικών» στόχων (είσοδος και καθιέρωση στην Ευρωπαϊκή Αγορά, Ολυμπιακοί Αγώνες). Σήμερα αλλάζουν και μετασχηματίζονται ορισμένες ουσιώδεις πτυχές αυτής της μεταμοντέρνας αντίληψης για τη δημόσια ζωή. Ο κυνισμός και η αδιαφορία για την πολιτική δίνουν τη θέση τους στη γενικευμένη ανασφάλεια και ένα καθεστώς φόβου. Ως εκ τούτου, μια κοινωνία φόβου δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά υπό την απειλή των επιτακτικών διλημμάτων που τίθενται από τη ψήφιση των κάθε μέτρων. Κι έτσι, πολύ εύκολα βιώνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις ως προσπάθεια απάντησης σε υπαρξιακά ερωτήματα: ποιος θα κυβερνήσει πέρα από τις μοναδικές «σώφρονες» δυνάμεις του μνημονιακού τόξου; Υπάρχει ζωή χωρίς αυτοδυναμία; Δε θα διαλυθεί η χώρα αν αλλάξουμε νόμισμα;
Η πολιτική θεσμοποίηση που απαντά στη νέα κατάσταση είναι οι συνταγές των «ειδικών» από οικονομικοτεχνικούς ή διακρατικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο για ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο σιδηράς πειθαρχίας και κυρώσεων που ίσως ενταχθεί ως κομμάτι πλέον του Συντάγματος από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και το οποίο θα τις δεσμεύει να επιβάλλουν πολύ σφιχτή οικονομική πολιτική, ανεξαρτήτως των πολιτικών ηγεσιών και των κυβερνήσεων που θα ασκούν την εξουσία. Στο νέο, πιο αυταρχικό τεχνοκρατισμό η εξουσιοδότηση των από τα κάτω περνά από τα χέρια του ικανότερου για διαχείριση της εξουσίας μονόδρομου που έχουν επιλέξει οι οικονομικές ολιγαρχίες. Πριν μερικές δεκαετίες περάσαμε από την «επιλογή» των συνταγών πολιτικής στην «επιλογή» των καλύτερων ή αποτελεσματικότερων «ειδικών». Σήμερα φαίνεται να περνάει η (καθεστηκυία) πολιτική από τον έλεγχο των καλύτερων επαγγελματικών στα χέρια των -δίχως καμία εναλλακτική- «συνταγών σωτηρίας».
Και βέβαια, οι δημοσιογραφικοί και π(ολιτ)ικάντικοι εκβιασμοί πατούν πάνω στην προπαγάνδιση της συλλογικής ενοχοποίησης της κοινωνίας που ζούσε πάνω από τις ανάγκες της. Η συγκεκριμένη κιτρική του καταναλωτικού μοντέλου δε γίνεται από δημοκρατική σκοπιά, αλλά απλά και μόνο για να ηθικοποιήσει περαιτέρω το περιεχόμενο της πολιτικής. Οι διαφημιστές του τεχνοκρατισμού επιδιώκουν το κοινωνικό αυτομαστίγωμα ως εξιλέωση για τις «αμαρτίες του παρελθόντος». Αυτό που προτάσσουν είναι η υπέρβαση της ανευθυνότητας του καταναλωτισμού με μια στροφή στη δήθεν σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και τη φωνή της λογικής[2]. Η διάδοση αυτής της οπτικής αποκτά χαρακτηριστικά μιας ηθικής προσταγής ή μιας ηθικής υποχρέωσης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μην κοιτάζουμε πίσω, να υποτασσόμαστε «υπεύθυνα»  στους νόμους της οικονομίας, να ξεπερνάμε πάντα τις παλιές αμαρτίες του παρελθόντος. Οι αναλύσεις ολόκληρου του τεχνοκρατικού μπλοκ («σοβαρές» εφημερίδες, free press έντυπα, μερίδα διανοούμενων και καλλιτεχνών κ.λπ[3]) περιστρέφονται γύρω από τον άξονα σοβαρότητα ή λαικιστική ανευθυνότητα, τεχνοκρατισμός ή πελατειοκρατία, «υπεύθυνες διαρθρωτικές αλλαγές» ή προσκόλληση στα παλιά. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε κοινωνική αντίδραση ή εκδήλωση πολιτικών κινημάτων βαφτίζεται ως αμετροέπεια, πολιτικός αρχαϊσμός ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Η μόνη υπεύθυνη λύση βρίσκεται στην προώθηση μνημονιακών -και αντιστοίχων «εθνοσωτήριων»- συναινέσεων και στην αποδοχή μιας διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αν αυτός ο λόγος καταφέρνει να έχει την απήχηση που έχει στο δημόσιο λόγο, σε αυτήν την εξέλιξη έχει πολύ μεγάλη ευθύνη και η αριστερά. Όχι μόνο διότι με τις πρακτικές της (κομματισμός, λατρεία του κράτους και προσκόλληση σε ένα παλαιοπασοκικό σοσιαλδημοκρατικό φαντασιακό) συντείνει στο να θεωρούνται ορισμένες ιδέες ως δείγματα μιας αρτηριοσκληρωτικής λογικής που όντως, το μόνο που θέλει είναι να προστατέψει τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις· αλλά και επειδή ποτέ δεν έχει το θάρρος να παραδεχτεί ότι η κριτική των εκσυγχρονιστών και του τεχνοκρατικού μπλοκ βασίζεται σε υπαρκτά προβλήματα, ασχέτως του αν είναι προσχηματική και λαϊκιστική (διογκώνοντάς τα, εξυμνώντας αφελώς τη Δύση ως την ενσάρκωση της «ορθολογικότητας» και της δημοκρατίας κ.λπ). Έτσι οδηγείται σε γελοίες καταστάσεις, δικαιώνοντας τη διαπίστωση ότι «ιδιαίτερα ιλαροτραγική παρουσιάζεται η θέση της “αριστεράς”, η οποία όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα “λαϊκά” αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός”»[4]
Ο γενικευμένος λαϊκισμός
Ο δεύτερος πυλώνας της ετερόνομης σκέψης -που, ενώ υποτίθεται ότι συνιστά το πλήρες αντίθετο του εκσυγχρονιστικού-τεχνοκρατικού λόγου, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η πίσω όψη του- είναι ο γενικευμένος λαϊκισμός που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Πρόκειται για την ανάδυση μιας φωνής αντίδρασης σε όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα καθώς και στον έλεγχο υπό τον οποίο έχει περάσει η άσκηση πολιτικής στην Ελλάδα από άλλες κυβερνήσεις και ελίτ. Η οπτική αυτής της τάσης είναι να επικεντρώνεται σε πατριωτικού τύπου επιχειρήματα: οι ξένες δυνάμεις ελέγχουν τα πάντα, η «νέα τάξη πραγμάτων» επιβάλλει τα μέτρα στη μικρή Ελλάδα, χάνουμε την εθνική μας κυριαρχία κ.λπ. Έτσι, για όλα φταίνε οι ξένοι (Μέρκελ, Τρόικα κ.λπ), άντε και οι δικοί μας ηγέτες που συμπεριφέρονται ως προδότες και δωσίλογοι.
Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούριο. Η τάση αυτής της «γεωπολιτικής» ή «πατριωτικής» ματιάς έχει αναφορές σε ένα γενικότερο και διαχρονικό στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα, που βάσει και των ιστορικών εμπειριών της διαρκούς γεωπολιτικής εξάρτησης, του μετεμφυλιακού κράτους και της δικτατορίας, υποστηρίζει ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις πάντα τον επιβουλεύονται και τον εκμεταλλεύονται, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη δόμηση της εθνικής μας ταυτότητας γύρω από έναν «θυματικό εθνικισμό»[5], που παρουσιάζει τον λαό μας ως διαρκώς κατατρεγμένο και «βασανισμένο» (που δεν πρέπει να ξεχνά τον Ωρωπό). Έτσι, η δυσμενής γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ιδεολογικοποιείται και μετατρέπεται σε αντιδυτικό σύνδρομο. Αυτό το πατριωτικό φαντασιακό -που, για λόγους αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, ενστερνίζεται το σύνολο της Αριστεράς- προσπαθεί να στήσει, εκ των υστέρων, στα πόδια της μια εθνική οντότητα στη βάση ενός αγώνα ενάντια σε ξένες δυνάμεις που τη δυναστεύουν[6].
Φυσικά, η λαϊκιστική ρητορική δεν ορίζεται -ή τουλάχιστον όχι μόνο- από την υπεράσπιση συντεχνιών, την προστασία της πελατειοκρατίας του ελληνικού συστήματος κ.λπ., όπως μέρα νύχτα προσπαθούν να μας πείσουν ο Μπάμπης και οι λοιποί αστέρες του εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Το πρόβλημα με το λαϊκισμό είναι βαθύτατο και κατά κάποιον τρόπο διττό: αφορά τόσο στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η πολιτική και η ευθύνη του λαού στις εκάστοτε κοινωνικές εξελίξεις, όσο και στο πρόταγμα που προτάσσει και οραματίζεται για το μέλλον. Για εμάς ο σημερινός λαϊκισμός υπερβαίνει κατά πολύ την απλή κολακεία του λαού -ή, αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από την αντίστροφη οπτική, αυτή η κολακεία του λαού παίρνει σήμερα την εξής μορφή: μετατρέπεται σε μια άρνηση -με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου- του γεγονότος ότι η κοινωνία της αφθονίας έχει τελειώσει κι ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία επιστροφή στη θαλπωρή της κεϊνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής ευημερίας. Έτσι αρνείται να κάνει οποιαδήποτε κριτική στις καταναλωτικές συνήθειες του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα ουσιαστικά ταυτίζεται με μια επιστροφή στην προ κρίσης εγγύηση της καταναλωτικής μας ευημερίας.
Ο γενικευμένος λαϊκισμός που έχει αναπτυχθεί στις συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης αντιμετωπίζει με απλοϊκότητα τις εξελίξεις, τονίζοντας τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση του λαού, αποκρύβοντας παράλληλα τις μεγάλες ευθύνες σημαντικών κομματιών του (ευθύνες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή και στήριξη ενός φαύλου και ετερόνομου πολιτικού συστήματος για δεκαετίες). Γι’ αυτό και αναπαράγει τόσο αλόγιστα ως συνθήματα τα περί «Χούντας» ή περί «νέας Κατοχής». Η εικόνα του καλού λαού που απλά καταπιέζεται και καταδυναστεύεται από την Τρόικα δεν εξηγεί καθόλου τη συναίνεση που παρείχε ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια στο πολιτικό σύστημα και την σύμπλευσή του με τις κυρίαρχες αξίες του κομφορμισμού και της κατανάλωσης (πλην των φτωχότερων στρωμάτων). Κι εδώ, δεν προσπαθούμε να αναπαράγουμε την αντιμικροαστική ρητορεία ορισμένων επαναστατικών κύκλων αλλά να αναδείξουμε το εξής στοιχείο: αν οι άνθρωποι δεν κάτσουν να κάνουν και λίγο την αυτοκριτική τους, αν δε δουν ότι πρέπει να απεγκλωβιστούν από το σύγχρονο φαντασιακό, τότε δε θα μπορέσουν ποτέ να προτάξουν κάτι καινούριο ως απάντηση σε όσα τους συμβαίνουν. Η ταυτοποίηση των εχθρών (τράπεζες, αφεντικά, κυβέρνηση) δεν αρκεί αν δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια εικόνα για μια μελλοντική κοινωνία που θες να χτίσεις. Έτσι, θα ζητάς μόνο επιστροφή στα παλιά και θα περιορίζεις την πολιτική συζήτηση γύρω από την άρνηση των Μνημονίων.
Γιατί ακριβώς εκεί οδηγεί αυτός ο λαϊκισμός, που είναι ίδιον τόσο της αριστεράς όσο και της λαϊκής δεξιάς. Προτάσσουμε το αντιμνημονιακό αγώνα, εκφράζοντας τον πατριωτισμό ή τον αντιιμπεριαλισμό -συχνά με ενθοποδοσφαιρικό, οπαδικό στυλ-, αλλά κρύβουμε κάτω από το χαλί την κοινωνική και «ταξική» διάσταση των γεγονότων. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα δήθεν ολοκληρωμένα σχέδια των οικονομολόγων, που διαφημίζονται ως «σανίδα σωτηρίας», ενώ επί της ουσίας περιορίζουν την πολιτική τους πρόταση στον απεγκλωβισμό από τα Μνημόνια και την επιστροφή στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω του λιγότερο αυταρχικού δρόμου. Το θέμα δεν είναι να γυρίσουμε απλά σελίδα ως προς την αποδοχή από τη χώρα των μνημονίων, ούτε να υιοθετήσουμε κάποιο οικονομικό σχεδιασμό ως θέσφατο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι στις νέες συνθήκες του εύθραυστου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των οικολογικού τοίχου τοίχου προς τον οποίο οδεύουμε, καθίσταται ανεπαρκής και αδιέξοδη η επιστροφή στην κοινωνία της καταναλωτικής μανίας και της διαρκούς ανάπτυξης. Με βάση αυτή τη διαπίστωση θα χρειαστεί να βρούμε νέες και μακροπρόθεσμες λύσεις.
[1] Ιστορικό ρεύμα στρατευμένης δημοσιογραφίας και καθεστωτικής προπαγάνδας, που μάχεται για τη συντριβή των «παλαβών» Ελλήνων και την υπεράσπιση κάθε έννοιας φιλελευθερισμού.
[2] Όπως διακηρύσσει ο ηγέτης του τεχνοκρατικού αντάρτικου Άρης (ο αρχηγός των ατάκτων φιλελεύθερων): «Να επιδείξουμε σοβαρότητα, σύνεση, ψυχραιμία, λογική σε πρώτη φάση. Να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να μπορεί να σηκώσει τα βάρη χωρίς να κλατάρει πάνω στο μήνα. Για να αντέξει την πολύ σοβαρή και δύσκολη δουλειά…»
[3] Βλ. για τα ιδεολογικοποιημένα χαρακτηριστικά αυτού του χώρου το άρθρο του Ν. Σεβαστάκη, «Οι νέοι φιλελεύθεροι», Ελευθεροτυπία, 19/6/2010.
[4] Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία (1991), Αθήνα, Θεμέλιο, 2011, σ.63. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης ήταν η στάση της αριστεράς απέναντι στις κοινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ταξί, το περασμένο φθινόπωρο, αλλά και η αποδοχή πολλών πρώην παλιοπασοκικών στελεχών (όπως, π.χ., ο Α. Κοτσακάς) από τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα.
[5] Κατά την έκφραση του Α. Γαβριηλίδη, Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος, Αθήνα, Futura, 2007, σ. 182
[6] Για το σημερινό πατριωτικό φαντασιακό βλ. το κείμενό μας «Το κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα τ. 3, Δεκέμβριος 2011.

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΕΜΙΣΕ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚ*
Ανατριχιαστικά είναι τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ηΕλληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) και αφορούν στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις πρωτίστως τουΓιώργου Παπανδρέου και δευτερευόντως του Λουκά Παπαδήμου.
Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο, αποκαλυπτικό της δραματικήςεπιδείνωσης...
της κατάστασης των ελληνικών νοικοκυριών είναι ότι το 2011 βρέθηκαν κάτω από το επίσημα αναγνωριζόμενο από την ΕΕ επίπεδο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού 400.000 περισσότεροι Ελληνες από το 2010, όταν και πάλι είχαν αυξηθεί υπέρμετρα. Αυτό σημαίνει ότι το 2011 οι επισήμως αναγνωριζόμενοι ως φτωχοί στην Ελλάδα (όσοι δηλαδή είχαν εισόδημα μικρότερο από τις 5.950 ευρώ) ανήλθαν στον εφιαλτικό αριθμό των 3.403.000 ανθρώπων! Το ένα τρίτο του ελληνικού πληθυσμού δηλαδή είναι πλέον... φτωχοί με τη βούλα της ΕΕ και του επίσημου κράτους! Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το όριο της φτώχειας δεν μένει αμετάβλητο. Αλλάζει κάθε χρόνο και είναι ποσοστό (60%) του μέσου εισοδήματος της χώρας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όταν μειώνεται το εισόδημα του πληθυσμού συνολικά, όπως συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία κ.λπ. εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πέφτει χαμηλότερα και το όριο της φτώχειας, τη στιγμή βεβαίως που κάθε άλλο παρά μειώνονται οι ανάγκες ή πέφτουν οι τιμές.
Ετσι η ζωή γίνεται ακόμη πιο δύσκολη για τους φτωχούς. Για να καταλάβουμε συγκεκριμένα τι εννοούμε, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2010 το όριο της φτώχειας ήταν 7.178 ευρώ - δηλαδή1.270 ευρώ περισσότερο εισόδημα! Η κατάσταση είναι τραγική σε εκείνες τις οικογένειες που έχουν μόνον έναν ενήλικα και παιδιά που εξαρτώνται από αυτόν. Στις οικογένειες αυτές το ποσοστό της φτώχειας ανήλθε το 2011 στο δραματικό ύψος του 43,2%. Αυξήθηκε δηλαδή λόγω της μνημονιακής πολιτικής μέσα σε έναν και μόνο χρόνο κατά δέκα (!) εκατοστιαίες μονάδες από το ήδη υψηλότατο 33,4% που βρισκόταν το 2010. Μια σειρά ακόμη από «μαύρα μαντάτα» έρχεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) για τη χώρα μας στους τομείς τόσο της ανεργίας όσο και της απώλειας διαθέσιμου εισοδήματος. Η ανεργία έχει εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη-ρεκόρ από τη δημιουργία της Ευρωζώνης φτάνοντας το 11,8%, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο στις17 χώρες της Ευρωζώνης οι άνεργοι ανήλθαν τον Νοέμβριο του 2012 σε 18,8 εκατομμύρια άτομα. Αυξήθηκαν δηλαδή οι άνεργοι κατά 2 ολόκληρα εκατομμύρια ανθρώπους σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2011.
Σε αυτή την ανελέητη κοινωνική σφαγή, η Ισπανία με 26,6% και η Ελλάδα με 26% κατέχουν τις δύο πρώτες θλιβερές θέσεις. Στον αντίποδα βρίσκονται η Αυστρία, όπου τον Νοέμβριο η ανεργία βρισκόταν μόλις στο 4,5%, το Λουξεμβούργο με 5,1% και η Γερμανία με 5,4%. Ούτε μία ούτε δύο, αλλά είκοσι (!) και πλέον εκατοστιαίες μονάδες χώριζαν τους δείκτες ανεργίας της Ελλάδα από εκείνους των «γερμανικών» κρατών. Και σε επίπεδο συνολικά της ΕΕ, η ανεργία έσπασε ρεκόρ εικοσαετίας. Φτάσαμε ήδη δηλαδή στα επίπεδα της «κοινωνικής ερήμου» που ακολούθησε την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε δηλαδή που έγινε και η γερμανική επανένωση, με τη Δυτική Γερμανία να διαλύει κυριολεκτικά όλες τις επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας, για να εκλείψει οανταγωνισμός προς τις δυτικογερμανικές, αφήνοντας πολλά εκατομμύρια Ανατολικογερμανούς εργαζόμενους άνεργους, θύματα στον βωμό των συμφερόντων των νικητών Δυτικογερμανών.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια αργότερα βλέπουμε να αναβιώνει ο φρικτός χορός των κοινωνικών ερειπίων εκείνης της εποχής μέσα στους κόλπους της ίδιας της ΕΕ των 27 χωρών-μελών, αλλά και της Ευρωζώνης με τα 17 κράτη που τη συναπαρτίζουν. Τα μνημόνια πάντως δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, από το 2009 έως και το 2011 συμπεριλαμβανόμενο, η Ελλάδα υπέστη την πιο βίαιη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η μείωση αυτή ήταν υπερδιπλάσια των αντίστοιχων απωλειών της δεύτερηςΙσπανίας: Τα ελληνικά νοικοκυριά έχασαν το 17% του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός τους κατά μέσο όρο, ενώ τα ισπανικά το 8%, τα κυπριακά το 7% και τα ιρλανδικά το 5%. Την ίδια ώρα, τα νοικοκυριά της Γερμανίας και της Γαλλίας είδαν το διαθέσιμο εισόδημά τους νααυξάνεταιέστω και οριακά. Και μιλάμε για μέχρι και το 2011, όχι ακόμη για το 2012, όπου επήλθε πολύ μεγαλύτερη εισοδηματική κατάρρευση. Ρήμαξε τα πάντα τελικά η μνημονιακή πολιτική.

*Δημοσιεύθηκε στο «Έθνος» την Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013.

Αστική ολοκληρωτική δημοκρατία

«Όταν χάνει την εξουσία ο καπιταλισμός, αντιδρά δεκαπλάσια», έγραφε ο Λένιν. Στις τελευταίες δεκαετίες ο καπιταλισμός δεν έχει χάσει πουθενά την εξουσία. Απεναντίας, μετά το 1989 προσχώρησαν στο καπιταλιστικό σύστημα και στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας. Με το μονοπώλιο πλέον της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας, εξουδετερώνει...
με διάφορα προσχήματα, όχι μόνο με καπιταλιστική οικονομική πίεση αλλά και με την πολιτική των κανονιοφόρων τους όχι πάντα για τον ίδιο λόγο ανυπότακτους στο ιμπέριουμ. Απολαμβάνει μια πελώρια ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων και υπερειδικευμένης (ιδίως πνευματικής) εργατικής δύναμης. Όχι μόνο στο διεθνές επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των εθνών – κρατών δεν αντιμετωπίζει σήμερα απειλητικούς αντιπάλους. Εύλογη φαινόταν η εσχατολογική πρόβλεψη περί «αιωνιότητας» του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Όμως «άλλαι μεν αι βουλαί των καπιταλιστών, άλλα δε η ιστορική αναγκαιότητα κελεύει». Ο καπιταλισμός απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχει εμπλακεί σε μια διαρκή δομική κρίση με αναιμικές ανόδους, διαρθρωτική ανεργία, αυξομειώσεις λιτότητας, συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Αντί του χρυσού αιώνα του καπιταλισμού, διαφαίνεται μια μακρόχρονη ιδιότυπη κρίση του Κοντράτιεφ, με κυρίαρχη τάση την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.

Ως κύριο αντισταθμιστικό παράγοντα το κεφάλαιο έχει επιλέξει την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την αφυδάτωση των δικαιωμάτων της. Αυτή η επιλογή οδηγεί σε παροξυσμό τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, ιδίως μετά την κρίση του 2007. Οι υποκειμενικές όμως προϋποθέσεις, αν και αναπτύσσονται αγώνες και το κίνημα, απέχουν πολύ από την ωρίμανσή τους. Παρόλ’ αυτά, το αστικό κράτος, αν και δεν έχει χάσει την εξουσία, ούτε κινδυνεύει άμεσα να τη χάσει, την αντιδραστικοποιεί και πολλαπλασιάζει την αμυντική θωράκισή του. Αυτή η εξουσία είναι σύστοιχη με τον σηψαιμικό – παρασιτικό καπιταλισμό.
Κοινοβουλευτικός μανδύας
Δηλαδή, μια δημοκρατία δικτατορικής μορφής, ένα ιδιότυπο ολοκληρωτικό κράτος με κοινοβουλευτικό μανδύα, ένα κράτος, σύμφωνα με τη θεωρία του Γερμανού πολιτειολόγου Καρλ Σμιτ «έκτακτης ανάγκης». Τέτοιο είναι το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος στις πιο ακραίες μορφές του.
Εκφράζοντας τους φόβους της κυρίαρχης τάξης για εξεγερσιακή αντίδραση της συνθλιβόμενης εργατικής τάξης, χωρίς τυπικά να καταργεί το κοινοβούλιο, το σύνταγμα, γενικά το αστικό θεσμικό πλαίσιο, χωρίς δηλαδή, να εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου αστική δικτατορία, επιχειρεί να ελέγξει όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες απ’ τις οποίες ανησυχεί ότι μπορεί να εκπηγάσει μια αντισυστημική πολιτική ή ακόμη στη συγκυρία και μια απλώς αντιμνημονιακή πολιτική. Είναι γνωστή εξάλλου η απέχθεια της ευρωενωσιακής γραφειοκρατίας για δημοψηφίσματα και εκλογές. Για την έγκριση του Ευρωσυντάγματος, μόνο η Δανία και η Ιρλανδία διεξήγαγαν δημοψήφισμα, ενώ απέπεμπαν κακήν κακώς τον Έλληνα υποτελή Γ. Παπανδρέου, που τόλμησε να ζητήσει διεξαγωγή δημοψηφίσματος για επικοινωνιακούς βέβαια λόγους.
Κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία
Η κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία αντιστοιχεί στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Αποστολή αυτού του κράτους ήταν η αναζωογόνηση της οικονομίας με ευρύ πρόγραμμα δημόσιων έργων –ειδικά στη ναζιστική Γερμανία με ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας– που το διεκπεραίωσε και το ιδιοποιήθηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας, η καταπολέμηση της ανεργίας, η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η θεοποίηση του εθνικισμού και του εθνικού συμφέροντος, η θωράκιση του κλυδωνιζόμενου συστήματος με την ενσωμάτωση των μαζών (παροχές – εθνικισμός) και την αυταρχική και βίαιη αντιμετώπιση αντισυστημικών και ταλαντευόμενων δυνάμεων (κομμουνιστές, αναρχικοί, συνδικαλιστές αριστεροί σοσιαλδημοκράτες).
Από πολιτική άποψη, ο ιμπεριαλισμός των δύο πολέμων χαρακτηρίζεται από αντίδραση σε όλα τα μέτωπα (Λένιν), από τη συρρίκνωση της αστικοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης αλλά και την εγκαθίδρυση ανοιχτά δικτατορικών μορφών κυριαρχίας (φασισμός). Ο φασισμός, ιδίως από τη δεκαετία του ’30 ως τη συντριβή του ναζισμού κυριάρχησε στην Ευρώπη. Την έννοια του ισχυρού ολοκληρωτικού αστικοδημοκρατικού κράτους ανέπτυξε χαρακτηριστικά ο Καρλ Σμιτ. Θεωρεί ότι το κράτος της Βαϊμάρης αποδυναμώθηκε από την «κοινωνικοποίησή» του, τον εκδημοκρατισμό και την άσκηση σ’ αυτό επιρροής και από τις μη προνομιούχες ομάδες. Ασκεί κριτική στο κοινοβούλιο και τα συνδικάτα, γιατί μειώνουν την ισχύ του.
Το ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος του Σμιτ παρεμβαίνει σε όλες τις κοινωνικές περιοχές, δέχεται την επίδρασή τους, καταργεί όμως τη θεσμική δυνατότητα διείσδυσης οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος και στον μηχανισμό λήψης των κρατικών αποφάσεων. Αναγνωρίζει όμως ότι η οικονομία του 20ού αιώνα, επειδή χαρακτηρίζεται από έντονες μονοπωλιακές τάσεις, είναι πιο επιρρεπής στην κρίση και γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο την κρατική υποστήριξη και παρέμβαση. Η οικονομία κυριαρχεί, μεταβάλλεται σε «μοίρα», γιατί μεταβάλλεται σε «πολιτικόν». Δηλαδή, συγκαθορίζει με το κράτος τον πολιτικό Εχθρό. Θεωρεί ότι η αστική δημοκρατία στρέφεται ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Χωρίς να απαιτεί κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εστιάζει την πρότασή του για ένα ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος στη μείωση των άρθρων του συντάγματος και στην περιβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας πρακτικά με απεριόριστες αρμοδιότητες. Τέλος, ο ορισμός του Σμιτ: «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» σε συνάρτηση με τον προσδιορισμό από το κράτος του πολιτικού εχθρού σχετίζεται με την έννοια της σύγχρονης ολοκληρωτικής δημοκρατίας και αποτελεί αντικείμενο θεωρητικών συζητήσεων.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συντριβή του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, το παράδειγμα κοινωνικής προστασίας από την ΕΣΣΔ, η απόδοση της κεϋνσιανής διαχείρισης, η ενίσχυση των κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων δημιούργησαν το πλαίσιο για την ανάταξη της αστικής δημοκρατίας. Ιδρύθηκε ο ΟΜΕ, καθιερώθηκαν ρυθμιστικοί κανόνες για τις διεθνείς σχέσεις, κατακτήθηκαν πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, διευρύνθηκε το εργατικό δίκαιο, οικοδομήθηκε, παρά τις ελλείψεις του, το κράτος πρόνοιας (ιδίως στον ευρωπαϊκό Βορρά), περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο. Οι δημοκρατικές και οικονομικές κατακτήσεις καλλιέργησαν τάσεις ενσωμάτωσης και αυταπάτες για τον χαρακτήρα και τα όρια (οικονομικά και πολιτικά) του καπιταλισμού. Έτσι, διατυπώθηκαν ουτοπικές θεωρίες και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Για τη βαθμιαία αυτόματη εξέλιξη του καπιταλισμού σ’ ένα είδος σοσιαλισμού, τη σύγκλιση των δύο συστημάτων, την ουδετερότητα της αστικής δημοκρατίας, την ταύτιση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τη συμμαχία με τα κυρίαρχα αστικά κόμματα (ιστορικός συμβιβασμός), τη διατύπωση της θεωρίας «κράτος – σχέση» (Πουλατζάς) που ανήγαγε την κρατική κυριαρχία σε ζήτημα κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Όμως οι αιθεροβάμονες που λοιδορούσαν (όπως και σήμερα) τον μαρξισμό ως αποστεωμένο δόγμα, προσγειώθηκαν. Ο καπιταλισμός δεν μετεξελίχθηκε σε σοσιαλισμό, τα δομικά στοιχεία του αναπαράχθηκαν, οι κρίσεις δεν εξέλιπαν, από τα μέσα του ’70 εκδηλώθηκαν με βίαιη μορφή (πετρελαϊκή κρίση – στασιμοπληθωρισμός). Η αστική δημοκρατία δεν μεταλλάχθηκε σε σοσιαλιστική, κανένα ευρωκομμουνιστικό κόμμα δεν κυβέρνησε. Όλα, δυστυχώς, εκφυλίστηκαν και μετά εξαερώθηκαν, αφήνοντας κάποια υπολείμματα σε κεντροαριστερά κόμματα. Οι βάρβαρες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έλειψαν (Κούβα, Αλγερία, Μ. Ανατολή, Βιετνάμ κ.ά.), ενώ η πρώτη επανάσταση σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα (γαλλικός Μάης) συντρίφθηκε στις ερπύστριες των Ντεγκολικών τανκς.
Τα διδάγματα είναι δύο: Είναι ανιστόρητη η αντίληψη για τη γραμμική οικονομική και πολιτική ανέλιξη του καπιταλισμού, χωρίς παλινδρόμηση. Αποδείχτηκε και με την επέλαση του βάρβαρου ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Από την άλλη, όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την καπιταλιστική αλλοτρίωση, δεν πρέπει να ερμηνεύει τις φάσεις ανόδου του καπιταλισμού και τις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις από τη σκοπιά του καπιταλισμού, δηλαδή ως απόδειξη της δυνατότητας ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά από τη σκοπιά του κομμουνισμού, δηλαδή ως δυνατότητα πάλης σε καλύτερες συνθήκες για την κομμουνιστική χειραφέτηση.
Μετά την παρένθεση της «χρυσής τριακονταετίας» που ήταν βέβαια καπιταλισμός με τα δεινά του, σε άλλη κλίμακα και όχι κοινωνία αγγέλων, από το τέλος της δεκαετίας του ’70 έχει κυριαρχήσει ο ολοκληρωτικός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός με χρόνια κρίση, δομική ανεργία και λιτότητα, ολοκληρωτική αστική δημοκρατία. Ως άρνηση της άρνησης «επιστρέφει» σπειροειδώς στην ολοκληρωτική δημοκρατία του μεσοπολέμου. Η διαδικασία μετάλλαξης του αστικού πολιτικού συστήματος δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά οδεύει επί τα χείρω. Αντανακλά, με αυτοτέλεια και αντεπίδραση βέβαια, την εξέλιξη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Σ’ αυτής της μορφής τον καπιταλισμό η βασική αντίθεση του καπιταλισμού (κοινωνικοποιημένες – παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις, ατομική – καπιταλιστική ιδιοποίηση) έχει οξυνθεί στο έπακρο. Εκμεταλλευτικοί φραγμοί τίθενται στην πρόσβαση στη μη αγοραία πνευματική παραγωγή, ενώ συνεχώς διευρύνεται η διείσδυση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο πεδίο των δημόσιων αγαθών (ενέργεια, δίκτυα, επικοινωνίες, παιδεία, υγεία, συγκοινωνία κ.ά.). Η λιτότητα, η ανεργία, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας συνεχίζονται ή και επιδεινώνονται και στις προηγούμενες καπιταλιστικές χώρες. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, από τον χαρακτήρα του ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός κουρελιάζει κάθε έννοια «κοινωνικού συμβολαίου», αφού επιβάλλει αυτή την πολιτική χωρίς καμιά νομιμοποίηση (εκλογικό πρόγραμμα, δημοψήφισμα), παραβιάζει συστηματικά το αστικό σύνταγμα και τους νόμους, αποξενώνει τους εργαζόμενους από την οποιαδήποτε συμμετοχή και γνώμη στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας και των δημόσιων αγαθών.
Οι λαϊκές αντιδράσεις και ο φόβος κλιμάκωσης οδηγούν στον έντονο συγκεντρωτισμό και την αυταρχική θωράκιση του συστήματος. Η πολιτική γίνεται υπόθεση ενός ολιγομελούς επιτελείου με κέντρο τον Καίσαρα – πρωθυπουργό. Το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα παραπέμπει στην απόλυτη μοναρχία. Ο πρωθυπουργός είναι στεγανοποιημένος ακόμη και από την κυβέρνησή του, αφού το υπουργικό συμβούλιο σπάνια συγκαλείται. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ίδιο και μια δράκα συνεργατών, τελευταία και από την τριμερή των αρχηγών. Διορίζει το υπουργικό συμβούλιο, το ανασχηματίζει κατά βούληση, τροποποιεί τη δομή του. Τελευταία, συγκροτήθηκε ένα ανώτατο επιτελικό όργανο παρά τω πρωθυπουργώ, που ουσιαστικά υποκαθιστά την κυβέρνηση. Με νομιμοποιητική βάση υποτίθεται την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που αυθαίρετα (βλ. Καρλ Σμιτ) καθορίζει ο πρωθυπουργός, η χώρα μετά τις εκλογές κυβερνάται με πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, για τις οποίες το σύνταγμα ορίζει ότι χρησιμοποιούνται σε ειδικές και έκτακτες (κατ’ εξαίρεση) περιπτώσεις. Βασικό γνώρισμα της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι και η σχεδόν άρση της ανεξαρτησίας των δύο άλλων εξουσιών, της νομοθετικής και της δικαστικής. Η πρώτη έχει μετατραπεί σε διακοσμητικό όργανο. Οι βουλευτές λειτουργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής, ψηφίζουν μνημόνια εκατοντάδων σελίδων με διαδικασία του κατεπείγοντος χωρίς καν να τα έχουν διαβάσει. Εξάλλου, έχουν υποκατασταθεί από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Η δικαστική εξουσία ουσιαστικά ελέγχεται από την εκτελεστική. Τα ανώτατα όργανά της διορίζονται από την κυβέρνηση με κομματικά κριτήρια, ενώ κυβερνητικοί παράγοντες επεμβαίνουν απροκάλυπτα στο έργο της ή την αγνοούν ανενδοίαστα. Πρόσφατα ο Στουρνάρας απαίτησε από τη ΔΕΗ να αγνοήσει και να μην εφαρμόσει την απόφαση του Πρωτοδικείου για το χαράτσι.
Δείγμα της αυταρχικής εκτροπής είναι και η αδιαφορία της εξουσίας και η ελαφρά τη καρδία απάθειά της στην έντονη αμφισβήτηση του νομότυπου των αποφάσεών της από έγκριτους νομικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συμβάσεις των μνημονίων δεν έχουν έρθει στη Βουλή προς ψήφιση, ενώ η κυβέρνηση παραιτήθηκε εκούσια από την ασυλία της δημόσιας περιουσίας στην περίπτωση μη αποπληρωμής των τόκων στους δανειστές!
Το εργατικό δίκαιο, καρπός πολυετών αγώνων, έχει γίνει συντρίμμια. Οι συλλογικές συμβάσεις των κοινωνικών εταίρων καταργούνται, τον κατώτατο μισθό καθορίζει η κυβέρνηση, είναι κανόνας οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, ενώ στην αγορά εργασίας κυριαρχεί η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Η αστυνομική βία ως κύρια έκφραση της καταστολής έχει αναδειχθεί σε κύρια μορφή επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής. Οι απεργίες κηρύσσονται καταχρηστικές. Οι εργαζόμενοι απειλούνται με απολύσεις, ενώ λοιδορούνται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Οι αγωνιστικές εκδηλώσεις καταστέλλονται με βίαιες επεμβάσεις της αστυνομίας και συλλήψεις. Η επίθεση κατά των διαδηλωτών γίνεται απρόκλητα και ασύμμετρα προς εκφοβισμό με διατεταγμένη υπηρεσία και παρακρατικών μηχανισμών. Το ηλεκτρονικό φακέλωμα έχει αντικαταστήσει με το παραπάνω το παραδοσιακό, τροφοδοτεί τις προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές. Αιχμή της καταστολής και της τρομοκρατίας έχει αναδειχθεί και η Χρυσή Αυγή σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΑΤ.
Συνειδητή υποταγή στην Ε.Ε.
Η σύνδεση και συμμαχία της ελληνικής ολιγαρχίας με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο από σαφώς υποβαθμισμένες θέσεις, η δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αποπληρωμή των χρεών δημιουργούν σχέση κλιμακούμενης εξάρτησης απ’ αυτήν και ανισόμετρης σχέσης. Κατά συνέπεια, όχι μόνον η γενική πολιτική της χώρας καθορίζεται από τις Βρυξέλλες με τη διαμεσολάβηση των μνημονίων, αλλά και η τρέχουσα πολιτική με την Τασκ Φορς των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ, τους εμπειρογνώμονες και τελευταία τους επιτρόπους στους δημόσιους οργανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση, που θα ασκούν έλεγχο σε καθημερινή πλέον βάση. Η συνειδητή υποταγή του ελληνικού κεφαλαίου στο ευρωπαϊκό και ο ετεροκαθορισμός της ελληνικής πολιτικής αναιρεί τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να καθορίζει σύμφωνα με τη βούλησή του την πολιτική της χώρας.
Κατ’ εξοχήν στοιχεία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι η συνύφανση μιας πολιτικής και επιχειρηματικής ολιγαρχίας, που προωθεί τα συμφέροντά της μέσα από την κυβερνητική πολιτική. Η σύμπραξη επιχειρήσεων ή στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων και οργανισμών με το ελληνικό Δημόσιο και τα κόμματα δημιουργεί δεσμούς διαπλοκής παράνομης αλλά και νόμιμης, πλην συχνά αθέμιτης. Αυτή η διαπλοκή εντείνεται, αφού λόγω της υπερίσχυσης τη νεοφιλελεύθερης οικονομίας στον οικονομικό στίβο, αυξάνονται οι συμπράξεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών, για την αξιοποίηση προς όφελός τους των ιδιωτικοποιήσεων, τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, την επιδότηση άλλων, την αξιοποίηση κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διαπλοκή μεγάλων επιχειρήσεων με το Δημόσιο είναι διαχρονική με κυβερνήσεις διαφορετικών κομμάτων. Η διασύνδεση οικονομικών παραγόντων με τα κόμματα, αλλά και η συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις χωρίς να είναι εκλεγμένοι, εξυπηρετεί συστηματικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και υπονομεύει τον πολιτικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Πρόσφατα, το διεθνές πρακτορείο Ρόιτερς έκανε σε εκτενές ρεπορτάζ ακτινογραφία της διαπλοκής στη χώρα μας, εντοπίζοντάς την κυρίως στο τρίγωνο πολιτικών, επιχειρηματιών και ΜΜΕ.
Τέλος, η διαμόρφωση της ολοκληρωτικής αστικής δημοκρατίας, που θα κυριαρχεί σ’ όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτικά πεδία, έχει ως κύριο όπλο την καταστολή, τον συγκεντρωτισμό, τον αυταρχισμό, την ανομία, τη διαπλοκή, τη συμμαχία με τον ξένο παράγοντα, χρησιμοποιεί όμως ιδιόμορφα και τη συναίνεση. Αν και η ηγεμονία της αστικής τάξης έχει σοβαρά κλονιστεί, αφού η πολιτική της πλήττει οδυνηρά όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και τον παραδοσιακό σύμμαχο της αστικής τάξης, τα μεσαία στρώματα, επιδιώκει ωστόσο μια μορφή συναίνεσης, όχι πλέον με μεγάλη αφήγηση, αλλά με την τρομοκρατία του μείζονος κακού, της εξατομίκευσης του κακού (ανεργία, δίωξη, περιθωριοποίηση) ή έστω της αποπολιτικοποίησης και της ουτοπικής ατομικής λύσης. Παράλληλα, πίεση πολλών ατμοσφαιρών ασκείται σε αριστερά κόμματα, ώστε να ενσωματωθούν πλήρως με δέλεαρ τη νομή της εξουσίας και σ’ άλλα, ώστε να συρρικνωθούν και να περιθωριοποιηθούν.
Σύγκρουση απαιτούν ακόμη και τα στοιχειώδη. Για άλλη μια φορά μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, το ισχυρό κράτος έκτακτης ανάγκης ή η μεταδημοκρατία κατά τον Κόλιν Κράουτς είναι όροι που αποδίδουν την αυταρχική ολοκληρωτική αστική δημοκρατία, που διατηρεί τυπικά κυρίως δημοκρατικές δομές (εκλογές, κόμματα, αρχή πλειοψηφίας, σύνταγμα, ελευθερία έκφρασης κ.ά.), στην ουσία όμως οι καταστατικές αρχές της αστικής δημοκρατίας νοθεύονται ή παραβιάζονται, με αποτέλεσμα τη μετεξέλιξή της σε αυταρχικό καθεστώς που υπηρετεί και κυβερνάται από μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία ασκεί ολοκληρωτικό έλεγχο σε όλες τις βασικές πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η άρχουσα τάξη λόγω της τραυματισμένης ηγεμονίας της επιχειρεί να περιορίσει το πολιτικό διακύβευμα και να επικεντρώσει την αντιπαράθεση των κομμάτων όχι στην προβολή εναλλακτικών πολιτικών, αλλά στον τρόπο διαχείρισης και εφαρμογής της ίδιας πολιτικής σε γενικές γραμμές.
Έμφαση εστιάζεται και στο επικοινωνιακό προφίλ του ηγέτη και γενικότερα στην επικοινωνιακή (εποχή θεάματος – εικόνας) πολιτική ενός κόμματος, στην ικανότητά του να γεννά φρούδες προσδοκίες στα πλαίσια παρεμφερών κομματικών προτάσεων. Για παράδειγμα, το πρόβλημα για την Αριστερά δεν είναι η διαχείριση της λιτότητας (ανακοπή ή μικροβελτίωση), αλλά η ταξική σύγκρουση και πάλη για την υπέρβασή της, η αντιπαράθεση γύρω από εναλλακτικά προγράμματα. Ούτε αποτελεί βέβαια εναλλακτική αριστερή πρόταση η προσχώρηση της Αριστεράς σε μια αστικού τύπου αναπτυξιολογία, η οποία, ω του θαύματος, πραγματοποιείται (γι’ αυτό δεν πραγματοποιείται) με αγαστή συνεργασία των τάξεων και με τις ευλογίες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, χωρίς ταξικά επίδικα και σύγκρουση προγραμμάτων. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη θα έχει ως άξονα τις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα (έστω με «κοινοπραξίες») ή θα παραμείνουν δημόσιες και θα εθνικοποιηθούν επιπλέον μεγάλες επιχειρήσεις με εργατικό έλεγχο; Θα ωφελούνται όλοι απ’ αυτήν; Θα ωφελείται η άρχουσα τάξη και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα ή η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα; Ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ουδέτερα και τεχνοκρατικά και όχι σε συνάρτηση με τις παραγωγικές σχέσεις είναι ουτοπία ή συνειδητή απάτη και χειραγώγηση των απελπισμένων.
Στη βαρβαρότητα της συγκυρίας όντως πρωτεύει η σωτηρία του λαού από την πείνα και την ανεργία. Σ’ αυτό το πρόγραμμα «μικρής» φαινομενικά εμβέλειας θεωρείται ότι μπορούν να συμπλεύσουν προτάσεις διαχείρισης του συστήματος και προτάσεις ανατροπής του.
Όμως και αυτά τα στοιχειώδη προβλήματα δεν λύνονται με διαπραγμάτευση αλλά με σύγκρουση και ανατροπή της πολιτικής της ιθαγενούς και εξωτερικής ολιγαρχίας, που αδιαπραγμάτευτα και ανάλγητα τα επιβάλλει. Σ’ ένα σύστημα δομικής αναδιανομής εις βάρος των εργαζομένων, ολοκληρωτικής πολιτικής, παρόξυνσης των αντιθέσεων, η επαγγελία μιας αριστερής και θαυματουργής κυβέρνησης με ετερόκλητες μάλιστα συμμαχίες (μνημονιακών και εθνικιστών) που με βαθμιαίες, αβρόχοις ποσί, μεταρρυθμίσεις και κατακτήσεις θέσεων θα μας οδηγήσει στο λιμάνι της λύτρωσης και της αλλαγής, είναι ανιστόρητη και εξώφθαλμα μη ρεαλιστική. Ο κοινοβουλευτικός δρόμος εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού στην περίοδο 1945-75 είχε μιαν ευλογοφάνεια λόγω μιας πιο διευρυμένης και ανεκτικής αστικής δημοκρατίας. Στην τρέχουσα όμως συγκυρία, η αντίληψη των βαθμιαίων αλλαγών, περιέχει αντίφαση εν τοις όροις, αφού προϋποθέτει ανοχή, δημοκρατική ευαισθησία, αφέλεια, ιδιότητες δηλαδή ξένες στη συνείδηση και πολιτική της άρχουσας τάξης, που δεν ανέχεται «αθώες» διαφοροποιήσεις ούτε των δικών της πολιτικών (βλ. εκπαραθύρωση Γ. Παπανδρέου).
Βέβαια, και ο δρόμος της ρήξης και ανατροπής που προτείνουν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις δεν είναι βασιλική οδός. Αν όμως πείσουμε ευρύτερες μάζες, που αναζητούν (ακόμη και στη Χρυσή Αυγή!) μιαν εναλλακτική πρόταση, για να επενδύσουν την οργή και την προσδοκία τους, ότι η αντικαπιταλιστική πρόταση είναι η μόνη εναλλακτική λύση, τότε όλα είναι δυνατά…
Δημήτρης Γρηγορόπουλος, εφημερίδα ΠΡΙΝ 6/1/2013                    Νέο Αριστερό Ρεύμα 

Τα κοινά ως ένα όραμα μετασχηματισμού - Πέρα από την αγορά και το κράτος


Των David Bollier και Silke Helfric

Εδώ και γενιές το κράτος και η αγορά έχουν αναπτύξει μια τόσο στενή σχέση συμβίωσης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί το δυοπώλιο της αγοράς και του κράτους. Και τα δυο τους είναι έντονα προσηλωμένα σε ένα κοινό όραμα τεχνολογικής προόδου και ανταγωνισμού της αγοράς, μέσα στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου και κατ’ όνομα δημοκρατικού πολιτεύματος που περιστρέφεται γύρω από την ελευθερία και τα δικαιώματα του ατόμου. Αγορά και κράτος συνεργάζονται στενά και έχουν χτίσει από κοινού μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία -στην πραγματικότητα, μια πολιτική φιλοσοφία και πολιτισμική επιστημολογία- με το κάθε μέρος να παίζει συμπληρωματικό ρόλο για τη θέσπιση των κοινών τους ουτοπικών ιδεωδών της ατέρμονης ανάπτυξης και της ικανοποίησης των καταναλωτών.
Η αγορά χρησιμοποιεί το σύστημα τιμών και την ιδιωτική διαχείριση ανθρώπων, κεφαλαίων και πόρων για την παραγωγή υλικού πλούτου. Και το κράτος αντιπροσωπεύει τη λαϊκή θέληση και παράλληλα διευκολύνει τη δίκαιη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς». Ή τουλάχιστον έτσι λέει η θεωρία. Λένε ότι το ιδεώδες αυτό του «δημοκρατικού καπιταλισμού» μεγιστοποιεί την ευχαρίστηση των καταναλωτών και ταυτόχρονα διευρύνει τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του ατόμου. Αυτό στην πραγματικότητα είναι η ουσία του σύγχρονου δόγματος της «προόδου».
Ιστορικά η σύμπραξη αγοράς και κράτους υπήρξε εποικοδομητική και για τα δύο μέρη. Οι αγορές έχουν ευδοκιμήσει λόγω της κρατικής παροχής των υποδομών και της εποπτείας των επενδύσεων και της δραστηριότητας των αγορών. Οι αγορές έχουν επίσης επωφεληθεί από την κρατική παροχή πρόσβασης, ελεύθερης ή με μειωμένη τιμή, σε δημόσια δάση, ορυκτά, ραδιοκύματα, έρευνα και άλλους δημόσιους πόρους. Από την πλευρά του, το κράτος, όπως έχει σχεδιαστεί σήμερα, εξαρτάται από την ανάπτυξη της αγοράς ως ζωτικής πηγής φορολογικών εσόδων και θέσεων εργασίας για τους ανθρώπους, καθώς και ως τρόπου αποφυγής της αντιμετώπισης των ανισοτήτων στον τομέα του πλούτου και των κοινωνικών ευκαιριών, που είναι δύο πολιτικά εκρηκτικές προκλήσεις.
Η χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2007-2008 αποκάλυψε ότι η κλασική εξιδανίκευση του δημοκρατικού καπιταλισμού είναι κατά μεγάλο μέρος απάτη. Η «ελεύθερη αγορά» δεν είναι στην πραγματικότητα αυτορυθμιζόμενη και ιδιωτική, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από δημόσιες παρεμβάσεις, επιδοτήσεις, άμβλυνση του κινδύνου και νομικά προνόμια. Το κράτος, στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη λαϊκή βούληση και ούτε η αγορά υλοποιεί τις αυτόνομες προτιμήσεις των μικρών επενδυτών και καταναλωτών. Αντίθετα, το σύστημα είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, το κλειστό ολιγοπώλιο μιας ελίτ μυημένων. Οι πολιτικές και προσωπικές συνδέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών και της κυβέρνησης είναι τόσο εκτεταμένες, ώστε να ισοδυναμούν με συμπαιγνία. Η διαφάνεια είναι ελάχιστη, η ρύθμιση της αγοράς έχει διαφθαρεί από τα συμφέροντα των βιομηχανιών, η λογοδοσία είναι ένα σόου που χειραγωγείται πολιτικά και η αυτοδιάθεση των πολιτών, ως επί το πλείστον, περιορίζεται στην επιλογή του «Γιάννη» ή του «Γιαννάκη» την ώρα της εκλογικής αναμέτρησης.

Το κράτος σε πολλές χώρες ισοδυναμεί με συνεργάτη φυλετικών ομάδων, μαφιόζικων δομών ή κυρίαρχων εθνοτήτων. Σε άλλες χώρες ισοδυναμεί με τον κατώτερο εταίρο στο έργο των φονταμενταλιστών της εσωτερικής αγοράς. Του καταλογίζουν την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης, των περικοπών του προϋπολογισμού, επεκτατικών δικαιωμάτων επί της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της απρόσκοπτης επένδυσης κεφαλαίων. Το κράτος παρέχει τη χρήσιμη βιτρίνα νομιμότητας και δέουσας διαδικασίας για την ατζέντα της αγοράς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο έχει καταπνίξει τα δημοκρατικά συμφέροντα που δε σχετίζονται με τις αγορές. Η κρατική παρέμβαση για τον περιορισμό των υπερβολών της αγοράς είναι γενικά αναποτελεσματική και κατευναστική. Εξάλλου, δεν έρχεται σε επαφή με το βαθύτερο πρόβλημα. Ενεργεί μάλλον για να νομιμοποιήσει τις διαδικασίες και τις αρχές της αγοράς. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις της αγοράς κυριαρχούν στις περισσότερες ημερήσιες διατάξεις. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες έχουν αναγνωριστεί ακόμη και ως νομικά «πρόσωπα» που δικαιούνται να δίνουν απεριόριστα ποσά χρημάτων στους πολιτικούς υποψηφίους.
Η υπόθεση ότι το κράτος μπορεί να παρεμβαίνει και θα παρεμβαίνει, για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πολιτών δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Το κράτος, ανίκανο να κυβερνά μακροχρόνια, αιχμαλωτισμένο από εμπορικά συμφέροντα και μπλοκαρισμένο από δυσκίνητες γραφειοκρατικές δομές στην εποχή των γρήγορων ηλεκτρονικών δικτύων, είναι αναμφισβήτητα ανήμπορο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών στο σύνολό τους. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αποτελούν πλέον αξιόπιστο όχημα για την αλλαγή που χρειαζόμαστε. Ο συμβατικός πολιτικός λόγος, από τη στιγμή που και ο ίδιος είναι ένα γερασμένο δημιούργημα μιας άλλης εποχής, αδυνατεί να κατονομάσει τα προβλήματά μας, να φανταστεί εναλλακτικές λύσεις και να αναμορφώσει τον εαυτό του.

Αυτή είναι πραγματικά η αιτία που τα κοινά αγαθά (ή απλώς τα κοινά) έχουν αυτόν το δυνητικά μετασχηματιστικό ρόλο να παίξουν. Πρόκειται για λόγο (δηλαδή, γλώσσα) που ξεπερνά και ανακατασκευάζει τις κατηγορίες της επικρατούσας πολιτικής και οικονομικής τάξης. Μας προσφέρει μια νέα κοινωνικά κατασκευασμένη τάξη εμπειρίας, μια στοιχειώδη πολιτική κοσμοθεωρία και μια πειστική θεωρία. Τα κοινά προσδιορίζουν τις σχέσεις που πρέπει να έχουν σημασία και παραθέτουν μια διαφορετική λειτουργική λογική. Επικυρώνουν καινούργια συστήματα ανθρώπινων σχέσεων, παραγωγής και διακυβέρνησης. Θα μπορούσε να δοθεί η ονομασία «κοινοκυβέρνηση» ή η διακυβέρνηση των κοινών.

Τα κοινά μάς παρέχουν τη δυνατότητα να κατονομάσουμε μια νέα τάξη πραγμάτων και στη συνέχεια να βοηθήσουμε στη δημιουργία της. Χρειαζόμαστε μια καινούργια γλώσσα που δεν αναπαράγει ύπουλα τις παραπλανητικές μυθοπλασίες της παλιάς τάξης, όπως, για παράδειγμα, ότι η ανάπτυξη της αγοράς θα επιλύσει τελικά τα κοινωνικά μας δεινά ή ότι η ρύθμιση της αγοράς θα περιορίσει τις πολλαπλασιαζόμενες οικολογικές ζημίες του κόσμου. Χρειαζόμαστε νέο λόγο και νέες κοινωνικές πρακτικές που θα στηρίζουν μια νέα μεγάλη θεωρία, ένα διαφορετικό σύνολο από λειτουργικές αρχές και μια αποτελεσματικότερη τάξη διακυβέρνησης. Η αναζήτηση τέτοιου λόγου δεν είναι φαντασιόπληκτη ιδιοτροπία˙ είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Και, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για τη δημιουργία νέας τάξης. Οι λέξεις διαμορφώνουν τον κόσμο. Με τη χρήση μιας καινούργιας γλώσσας, της γλώσσας των κοινών, αρχίζουμε αμέσως να δημιουργούμε καινούργιο πολιτισμό. Μπορούμε να διεκδικήσουμε μια νέα τάξη σχεδιασμού και διαχείρισης των πόρων, σωστού τρόπου ζωής, κοινωνικών προτεραιοτήτων και συλλογικού εγχειρήματος.

Η μετασχηματιστική γλώσσα των κοινών
Η καινούργια αυτή γλώσσα μάς διορίζει διαδραστικούς παράγοντες μεγαλύτερων συλλογικοτήτων. Η συμμετοχή μας σε αυτά τα μεγαλύτερα σύνολα (τοπικές κοινότητες, ομάδες συνάφειας σε άμεση σύνδεση [online], διαγενεακές παραδόσεις [δηλαδή, παραδόσεις στις οποίες εμπλέκονται διαφορετικές γενιές ανθρώπων]) δεν εξαφανίζει την ατομικότητά μας, αλλά σίγουρα διαμορφώνει τις προτιμήσεις, τις αντιλήψεις, τις αξίες και τη συμπεριφορά μας: ποιοι είμαστε. Μια βασική αποκάλυψη του τρόπου σκέψης που βασίζεται στα κοινά είναι ότι εμείς, η ανθρωπότητα, στην πραγματικότητα δεν είμαστε απομονωμένα, χωριστά άτομα˙ δεν είμαστε αμοιβάδες χωρίς ανθρώπινη επενέργεια πέρα από ηδονιστικές «προτιμήσεις για χρήσιμα πράγματα» που βρίσκουν έκφραση στην αγορά.

Όχι. Είμαστε «χρήστες κοινών αγαθών»: δημιουργικά, ξεχωριστά άτομα που εντασσόμαστε σε μεγαλύτερα σύνολα. Μπορεί ο καθένας μας να έχει πολλά απωθητικά ανθρώπινα γνωρίσματα που τροφοδοτούνται από τους φόβους και το εγώ του, αλλά είμαστε και πλάσματα με πλήρη ικανότητα για αυτοοργάνωση και συνεργασία, με ενδιαφέρον για εντιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και με τη θέληση να προβούμε σε θυσίες για το μεγαλύτερο καλό και για τις μελλοντικές γενιές.

Μιας και έχει ενταθεί η διαφθορά του δυοπώλιου αγοράς και κράτους, διακυβεύεται η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για τον εντοπισμό προβλημάτων και για τον οραματισμό λύσεων. Οι παγίδες και οι απάτες που διαπλέκονται μέσα στην επικρατούσα πολιτική μας γλώσσα έχουν βαθιές ρίζες. Παραδείγματος χάριν, δυϊσμοί όπως «δημόσιος» και «ιδιωτικός», «κράτος» και «αγορά», «φύση» και «πολιτισμός» θεωρούνται αυτονόητοι. Καθώς είμαστε κληρονόμοι του Καρτέσιου, έχουμε συνηθίσει να διαφοροποιούμε το «υποκειμενικό» από το «αντικειμενικό» και το «ατομικό» από το «συλλογικό» ως έννοιες διαμετρικά αντίθετες. Αλλά αυτές οι διαμετρικά αντίθετες έννοιες είναι λεξιλογικές κληρονομιές που είναι όλο και πιο ακατάλληλες, γιατί στην πραγματικότητα τα δύο άκρα της διαμέτρου καθίστανται δυσδιάκριτα, καθώς εισχωρεί και μπλέκεται το ένα στο άλλο. Κι όμως εξακολουθούν να επιδρούν βαθιά στον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα σύγχρονα προβλήματα και στο φάσμα των λύσεων που θεωρούμε αξιόπιστες.

Αυτές οι κατηγορίες του «είτε το ένα, είτε το άλλο» και οι αντίστοιχες λέξεις που χρησιμοποιούμε έχουν εκτελεστική δύναμη: δημιουργούν τον κόσμο. Την ίδια στιγμή που σταματάμε να μιλάμε για επιχειρησιακά μοντέλα, για αποτελεσματικότητα και για κερδοφορία σαν να είναι κορυφαίες προτεραιότητες, σταματάμε και να βλέπουμε τον εαυτό μας ως τον «homo economicus» και ως αντικείμενα που τα χειρίζονται κάποια λογιστικά φύλλα του υπολογιστή. Αρχίζουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ως χρήστες κοινών αγαθών σε σχέση με τους άλλους, με κοινή ιστορία και κοινό μέλλον. Αρχίζουμε να δημιουργούμε έναν πολιτισμό σχεδιασμού, διαχείρισης και συνυπευθυνότητας των πόρων για τα κοινά μας αγαθά, ενώ την ίδια στιγμή υπερασπίζουμε και τα μέσα για τη συντήρησή μας.

Τα κοινά μάς βοηθούν να αναγνωρίσουμε, να εκμαιεύσουμε και να ενισχύσουμε τις τάσεις αυτές. Μας προκαλούν να ξεπεράσουμε τους παρωχημένους δυϊσμούς και τις πεπαλαιωμένες μηχανιστικές νοοτροπίες. Μας ζητούν να σκεφτούμε τον κόσμο με πιο φυσικούς, ολιστικούς και μακροπρόθεσμους τρόπους. Ο καθένας μας βλέπει ότι η προσωπική του ανέλιξη εξαρτάται από την ανέλιξη των άλλων και η δική τους από τη δική του. Βλέπουμε ότι επηρεάζουμε και βοηθάμε αμοιβαία ο ένας τον άλλον ως μέρος ενός μεγαλύτερου ολιστικού και κοινωνικού οργανισμού. Η θεωρία της πολυπλοκότητας έχει προσδιορίσει απλές αρχές που διέπουν τη συνεξέλιξη των ειδών μέσα σε σύνθετα οικοσυστήματα. Τα κοινά παίρνουν αυτά τα μαθήματα στα σοβαρά και ισχυρίζονται ότι εμείς, οι άνθρωποι, εξελισσόμαστε ο ένας μαζί με τον άλλον και παράγουμε ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχουμε σε κατάσταση μεγάλης απομόνωσης από τους συνανθρώπους μας και τη φύση. Ο μύθος του «αυτοδημιούργητου ανθρώπου» που υμνολογεί η κουλτούρα της αγοράς είναι γελοίος, μια αυταπάτη με την οποία συγχαίρουμε τον εαυτό μας και η οποία αρνείται τον κρίσιμο ρόλο που παίζει η οικογένεια, η κοινότητα, τα δίκτυα, οι θεσμοί και η φύση στο χτίσιμο του κόσμου μας.
Πολλές από τις παθολογίες της σύγχρονης οικονομίας είναι χτισμένες πάνω σε αυτό το βαθύ υπόστρωμα της λανθασμένης γλώσσας. Ή ακριβέστερα οι ελιτιστές φύλακες της αγοράς και του κράτους το βρίσκουν χρήσιμο να χρησιμοποιούν τέτοιες παραπλανητικές κατηγορίες. Η ανώνυμη εταιρεία στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες, για παράδειγμα, αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό της ως «ιδιωτικό» πρόσωπο που περιφέρεται πάνω από ένα μεγάλο μέρος του πραγματικού κόσμου και των προβλημάτων του. Ο σκοπός της είναι απλώς η ελαχιστοποίηση των εξόδων της, η μεγιστοποίηση των πωλήσεών της, και επομένως, η απόκτηση κερδών για τους επενδυτές της. Αυτό είναι το θεσμικό της DNA. Έχει σχεδιαστεί να αγνοεί τις αμέτρητες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ζημίες (οι οποίες περιγράφονται από τους οικονομολόγους με τον ευπρεπή όρο «εξωτερικοί παράγοντες») και να επιδιώκει αδυσώπητα την αιώνια ανάπτυξη.
Κι έτσι, η γλώσσα του καπιταλισμού επικυρώνει ένα ορισμένο σύνολο από σκοπούς και σχέσεις εξουσίας και το προβάλλει στο θέατρο του νου μας. Οι αυταπάτες της ατέλειωτης ανάπτυξης και κατανάλωσης κωδικοποιούνται μέσα στην ίδια την επιστημολογία της γλώσσας μας και εσωτερικεύονται από τους ανθρώπους. Μόλις πρόσφατα κατάλαβαν οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων τις ανησυχητικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο αυτού του πολιτισμικού μοντέλου και τρόπου σκέψης: μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφιερωμένη στην πρόταση ότι οι άνθρωποι πρέπει επ’ αόριστον να εκμεταλλεύονται, να μετατρέπουν σε χρήμα και να αφαιρούν ένα πεπερασμένο σύνολο φυσικών πόρων (πετρέλαιο, ορυκτά, δάση, αλιεία, νερό). Η αύξηση του «peak oil» (δηλαδή, η κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου έπειτα από την οποία η παραγωγή θα μειωθεί) και η υπερθέρμανση του πλανήτη (για να μην αναφέρουμε άλλες πτωτικές τάσεις σε οικοσυστήματα) δείχνουν ότι το όραμα αυτό είναι μια φαντασίωση με χρονικούς περιορισμούς. Η φύση έχει πραγματικά όρια. Το δράμα της επόμενης δεκαετίας θα περιστρέφεται γύρω από το αν είναι σε θέση ο καπιταλισμός να αρχίσει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα εγγενή αυτά όρια.

Η συλλογιστική βάση του «δημοκρατικού καπιταλισμού» επεκτείνεται στις πληροφορίες καθώς και στον πολιτισμό. Αλλά εδώ, προκειμένου να αποσπάσει το μέγιστο κέρδος από άυλα στοιχεία (λέξεις, μουσική, εικόνες), η λογική έχει αντιστραφεί. Στη θέση της μεταχείρισης ενός πεπερασμένου πόρου (της φύσης) ως αιώνιου και χωρίς τιμή, εδώ η ανώνυμη εταιρεία απαιτεί να γίνει πεπερασμένος και σπάνιος ένας ουσιαστικά ανεξάντλητος πόρος (ο πολιτισμός και οι πληροφορίες). Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής και των όρων των πνευματικών δικαιωμάτων και του δικαίου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας: να καταστήσει τις πληροφορίες και τον πολιτισμό τεχνηέντως σπάνια, έτσι ώστε να μπορεί στη συνέχεια να τα αντιμετωπίζει ως ιδιωτική ιδιοκτησία και να τα πουλά. Η επιτακτική αυτή ανάγκη έχει γίνει περισσότερο έντονη τώρα που οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν κάνει την αναπαραγωγή των πληροφοριών και των δημιουργικών έργων εύκολη και στην ουσία ελεύθερη (δωρεάν) και με τον τρόπο αυτόν έχουν υπονομεύσει τα συνήθη επιχειρησιακά μοντέλα που έχουν κάνει τα βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική τεχνηέντως σπάνια.
Τα κοινά –ένα όχημα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του καθενός με πάνω-κάτω δίκαιο τρόπο– τα οικειοποιούνται και τα αποσυναρμολογούν, για να εξυπηρετήσουν μια μηχανή παγκόσμιας αγοράς η οποία αντιμετωπίζει τη φύση σαν άλογο εμπόρευμα. Οι χρήστες των κοινών αγαθών γίνονται απομονωμένα άτομα. Οι κοινότητες των χρηστών αυτών κατακερματίζονται και αναδιαμορφώνονται ως στρατιές καταναλωτών και εργαζομένων. Οι πόροι των κοινών, τα οποία δεν ανήκουν σε κανέναν, γίνονται πρώτες ύλες για παραγωγή και πώληση στην αγορά και, αφού έχει μετατραπεί σε χρήμα μέχρι και η τελευταία σταγόνα τους, τα αναπόφευκτα απόβλητα της αγοράς τα πετάνε πίσω στα κοινά. Την κυβέρνηση τη στέλνουν για να «καθαρίσει» τους «εξωτερικούς παράγοντες», έργο που εκτελείται μόνο παράτυπα, γιατί έτσι υποβοηθούνται οι νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες.
Η κανονική λειτουργία Της Οικονομίας απαιτεί τη διαρκή, αν όχι την επεκτεινόμενη, οικειοποίηση των πόρων που ηθικά ή νομικά ανήκουν σε όλους. Η Οικονομία απαιτεί τη μετατροπή όλων των πόρων σε εμπορεύσιμα αγαθά. Η περίφραξη των κοινόχρηστων γεωργικών και κτηνοτροφικών χώρων είναι μια ευγενώς ύπουλη διεργασία. Κατά κάποιον τρόπο πρέπει μια πράξη απαλλοτρίωσης και λεηλασίας να τεθεί σε νέο πλαίσιο ως νόμιμη πρωτοβουλία κοινής λογικής για την προώθηση της ανθρώπινης προόδου. Για παράδειγμα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι προωθεί την ανάπτυξη του ανθρώπου μέσω του ελεύθερου εμπορίου, είναι ουσιαστικά ένα σύστημα για την κατάσχεση μη αγοραίων πόρων από τις κοινότητες, τη λήστευση ανθρώπων και την εκμετάλλευση εύθραυστων οικοσυστημάτων, με την πλήρη συγκατάθεση του διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Το επίτευγμα αυτό απαιτεί έναν εξαιρετικά περίπλοκο νομικό και τεχνικό μηχανισμό, μαζί με διανοουμενίστικες δικαιολογίες και πολιτική στήριξη. Η διεργασία της περίφραξης των χώρων αυτών πρέπει να γίνει περίπλοκη και μυστηριώδης μέσω κάθε είδους προπαγάνδας, δημόσιων σχέσεων και αφομοίωσης των διαφωνούντων. Η διεργασία έχει κρίσιμη σημασία για την προσπάθεια της ιδιωτικοποίησης των μορφών της ζωής, της αντικατάστασης με μονοκαλλιέργειες των εδαφών αυτών όπου υπάρχει βιοποικιλότητα, της λογοκρισίας και του ελέγχου διαδικτυακού περιεχομένου, της κατάσχεσης υπόγειων υδάτων για τη δημιουργία ιδιόκτητου εμφιαλωμένου νερού, της οικειοποίησης της γνώσης και του πολιτισμού ιθαγενών λαών, και της μετατροπής αυτοαναπαραγόμενων γεωργικών καλλιεργειών σε στείρους ιδιόκτητους σπόρους που πρέπει να τους αγοράζει κανείς ξανά και ξανά.
Μέσα από τέτοιες διεργασίες έχει κατασκευαστεί η ιδέα «Της Οικονομίας», πλήρης δυϊσμών σχετικά με το τι έχει σημασία (πράγματα που έχουν κάποια τιμή ή επηρεάζουν τις τιμές) και τι δεν έχει σημασία (πράγματα που έχουν εγγενή, ποιοτική, ηθική ή υποκειμενική αξία). Με την πάροδο του χρόνου, Η Οικονομία έχει φτάσει να θεωρείται παγκόσμιο, ανιστορικό (δηλαδή, άσχετο με την ιστορία, την ιστορική εξέλιξη ή την παράδοση), εντελώς φυσικό φαινόμενο, ένας τρομακτικός Μολώχ που κατά κάποιον τρόπο προϋπάρχει της ανθρωπότητας και υπάρχει πέρα από τον έλεγχο του καθενός. Αυτή η εικόνα αρχίζει να εκφράζει τον εφιάλτη της περίφραξης των κοινόχρηστων γεωργικών και κτηνοτροφικών χώρων που ταλανίζει τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου, ενός κόσμου όπου οι φυσικές οικολογικές διεργασίες, οι κοινότητες και η λαϊκή κουλτούρα δεν τυγχάνουν καμίας νομικής προστασίας ή πολιτισμικού σεβασμού.
Τα κοινά αγαθά ως γενεσιουργό υπόδειγμα
Ένας σημαντικός σκοπός των κοινών, λοιπόν, είναι να μας βοηθήσει τόσο να «ξεφύγουμε» από τον κυρίαρχο λόγο (γλώσσα) της οικονομίας της αγοράς, όσο και να αντιπροσωπεύσουμε διαφορετικούς, πιο υγιεινούς τρόπους ύπαρξης. Μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια την αξία του «ανεκχώρητου», της προστασίας από την εμπορευματοποίηση των πάντων. Οι σχέσεις με τη φύση δεν είναι απαραίτητο να βασίζονται στην οικονομία ούτε στην εξόρυξη και εκμετάλλευση αγαθών˙ μπορούν να είναι εποικοδομητικές και αρμονικές. Για τους ανθρώπους του παγκόσμιου Νότου (δηλαδή, των λαών της Αφρικής, της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής καθώς και του μεγαλύτερου μέρους της Ασίας), για τους οποίους τα κοινά είθισται να είναι μάλλον μια ζωντανή καθημερινή πραγματικότητα παρά μια μεταφορά, η γλώσσα των κοινών αποτελεί τη βάση ενός νέου οράματος «ανάπτυξης».
Αυτόν το ρόλο μπορούν να τον παίξουν τα κοινά, γιατί περιγράφουν μια ισχυρή πρόταση αξιών που την αγνοεί η οικονομία της αγοράς. Ιστορικά, τα κοινά έχουν συχνά θεωρηθεί έρημη γη, «res nullius» (κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν), τόπος που δεν έχει κανένα ιδιοκτήτη και καμία αξία. Παρά τη μακρόχρονη κηλίδα της «τραγωδίας» που κουβαλούν πάνω τους τα κοινά, είναι στην πραγματικότητα –εφόσον κατανοούνται σωστά– ιδιαίτερα γενεσιουργά στοιχεία. Δημιουργούν τεράστια αποθέματα αξίας. Το «πρόβλημα» είναι ότι η αξία αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί σε ενιαία κλίμακα ισόμετρης εμπορεύσιμης αξίας (δηλαδή, τιμής) και αυτό συμβαίνει μέσα από διαδικασίες που είναι πάρα πολύ διακριτικές, ποιοτικές και μακροπρόθεσμες, ώστε να μπορέσουν να τις καταμετρήσουν οι «μανδαρίνοι» της αγοράς. Τα κοινά τείνουν να εκφράζουν τη γενναιοδωρία τους μέσα από ζώσες ροές κοινωνικής και οικολογικής δραστηριότητας και όχι μέσω πάγιων, μετρήσιμων αποθεμάτων κεφαλαίου και απογραφέντων στοιχείων.
Επομένως, το γενεσιουργό στοιχείο του σχεδιασμού και της διαχείρισης των κοινών δεν επικεντρώνεται στην κατασκευή πραγμάτων ή την απόκτηση επενδυτικών αποδόσεων, αλλά μάλλον στην εξασφάλιση της επιβίωσή μας, στην ακεραιότητα της κοινότητας, στις συνεχιζόμενες ροές της δημιουργίας αξίας, καθώς και στη δίκαιη διανομή και την υπεύθυνη χρήση αυτών. Οι χρήστες των κοινών αγαθών είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον και δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς να συμφωνήσουν με έναν κοινό στόχο ή να τον πετύχουν. Η μόνη πρακτική απάντηση, επομένως, είναι να ανοίξει ο χώρος για έντονο διάλογο και πειραματισμό. Πρέπει να υπάρχει χώρος για δημιουργία κοινών αγαθών, δηλαδή, για κοινωνικές πρακτικές και παραδόσεις που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ανακαλύψουν, να καινοτομήσουν και να διαπραγματευτούν νέους τρόπους να κάνουν πράγματα για τον εαυτό τους. Για να εκδηλωθεί το γενεσιουργό στοιχείο των κοινών, χρειάζεται τους «ανοιχτούς χώρους» για την εμφάνιση πρωτοβουλιών από κάτω σε αλληλεπίδραση με τους διαθέσιμους πόρους. Με τον τρόπο αυτόν ο πολίτης και η διακυβέρνηση αναμειγνύονται αρμονικά και αναδιαμορφώνονται.

Μετάφραση: Γιώργος Παντελαίος

Από την εισαγωγή του βιβλίου 
The Wealth of theCommons - A World Beyond Market &State

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Πως Κατανέμεται Όλος ο Πλούτος του Πλανήτη μας

Toυ Γ.ΔΕΛΑΣΤΙΚ*

Αιώνιο το ερώτημα, με διαρκώς διαφορετικές απαντήσεις σε κάθε εποχή, ακόμη και κάθε χρόνο: Πόσοι είναι οι πλούσιοι; Πόσοι οι φτωχοί; Πόσο πλούσιοι είναι οι πλούσιοι και πόσο φτωχοί οι φτωχοί; Πάντα κινεί το ενδιαφέρον αυτό το θέμα και η έκθεση για τον Παγκόσμιο Πλούτο του 2012 της ελβετικής τράπεζας Κρφντί Σουίς μάς δίνει τις τρέχουσες απαντήσεις. Ας αρχίσουμε από την κορυφή της πυραμίδας. Πόσοι είναι λοιπόν αυτοί που έχουν προσωπική περιουσία πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια σε όλον τον κόσμο;

Είναι 29 εκατομμύρια άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 0,6% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη. Αυτό το 0,6% λοιπόν κατέχει συνολικά περιουσία αξίας 87,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία αντιστοιχεί στο 39,3% του παγκόσμιου πλούτου! Η αντιστοίχιση των αριθμών είναι εντυπωσιακή - το 0,6% του πληθυσμού κατέχει το 39,3% του πλούτου.


Η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν στους εκατομμυριούχους προσθέσουμε τους εύπορους και του απλώς πλούσιους, αυτούς δηλαδή που έχουν περιουσία από 100.000 μέχρι 1 εκατομμύριο δολάρια. Αυτοί είναι αρκετοί. Ανέρχονται σε 344 εκατομμύρια ανθρώπους, ποσοστό 7,5% του ενήλικου πληθυσμού της Γης.

Αυτοί οι εύποροι έχουν συνολική περιουσία 95,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 43,1% του συνολικού πλούτου του πλανήτη μας. Προσθέτοντας αυτές τις δύο κατηγορίες εύπορων και εκατομμυριούχων, παθαίνει κανείς σοκ: Το 8,1% του πληθυσμού κατέχει το... 82,4% (!) του παγκόσμιου πλούτου.

Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 92% του πληθυσμού της Γης -δηλαδή 4,2 δισεκατομμύρια συνολικά άτομα- δεν κατέχει ούτε καν το 18% του παγκόσμιου πλούτου! Καλή έως υποφερτή στη χειρότερη περίπτωση είναι η κατάσταση ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων (1,035 δισ. για την ακρίβεια, αριθμός που αντιστοιχεί στο 22,5% του ενήλικου πληθυσμού) που έχουν περιουσία από 10.000 έως 100.000 δολάρια.

Αυτοί έχουν συνολική περιουσία 32,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία αντιστοιχεί στο 14,4% του πλούτου του πλανήτη μας. Τα τελευταία νούμερα όμως είναι ανατριχιαστικά, καθώς περνάμε πλέον στους φτωχούς, αυτούς δηλαδή που έχουν περιουσία κάτω από 10.000 δολάρια. Μιλάμε για πάνω από 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους - 3,184 δισ. όπως αναφέρει η έκθεση. Αυτοί αποτελούν το 69,3% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη και η συνολική περιουσία τους ανέρχεται σε μόλις 7,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο... 3,3% του παγκόσμιου πλούτου!

Είναι εφιαλτικό, στο 70% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιστοιχεί κάτι περισσότερο από το 3% του παγκόσμιου πλούτου! Σε καμιά εποχή της ανθρωπότητας η ανισοκατανομή των εισοδημάτων δεν ήταν τόσο μεγάλη, τόσο απερίγραπτα κραυγαλέα.

Οπως ίσως θα το περίμενε κανείς, ακόμη και στους κόλπους της προνομιούχου ομάδας των 29 εκατομμυρίων εκατομμυριούχων υφίσταται εντυπωσιακή ανισομέρεια στην εθνική προέλευση αυτών των εκατομμυριούχων. Ολοι γνωρίζουν ή υποθέτουν ότι οι ΗΠΑ είναι η χώρα που γεννάει εκατομμυριούχους.

Οντως 11.023.000 εκατομμυριούχοι (το 39% του συνόλου) είναι Αμερικανοί. Δεύτερη χώρα παραγωγής εκατομμυριούχων είναι η Ιαπωνία, με 3.581.000 "μέλη" αυτού του εκλεκτού κλαμπ. Η τρίτη χώρα εκατομμυριούχων συνιστά έκπληξη. Δεν είναι η Γερμανία, όπως ίσως περίμενε κανείς.

Είναι η Γαλλία, μία χώρα της οποίας η ελίτ αποφεύγει συστηματικά να επιδεικνύει τον πλούτο της. Μία χώρα επίσης όπου υπάρχει ένα διάχυτο κλίμα κοινωνικής εχθρότητας προς τον υπερβολικό πλούτο. Και όμως στη χώρα αυτή υπάρχουν 2.284.000 εκατομμυριούχοι - πολύ περισσότεροι δηλαδή από όσους υπάρχουν στη Βρετανία και οι οποίοι ανέρχονται σε 1.582.000 "μόνο", ενώ υπερβαίνουν το 1.100.000 και οι εκατομμυριούχοι της Ιταλίας.

Απροσδόκητα χαμηλός σε σχέση με τα προαναφερθέντα νούμερα είναι ο αριθμός εκατομμυριούχων που προέρχονται από τη Γερμανία - 1.463.000, δηλαδή κάπου 800.000 Γερμανοί εκατομμυριούχοι λιγότεροι από τους εκατομμυριούχους της Γαλλίας, την οποία η Γερμανία πάνω από μισό αιώνα τώρα ενισχύει οικονομικά μέσω της ΕΟΚ και της ΕΕ!

Εντυπωσιακό, ομολογουμένως. Εννοείται, βεβαίως, ότι στον τομέα των εκατομμυριούχων δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Η ζάπλουτη Ελβετία των 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων για παράδειγμα έχει 562.000 εκατομμυριούχους, σχεδόν 4 φορές περισσότερους από τους 158.000 εκατομμυριούχους της Ινδίας, που έχει πληθυσμό 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ή τους μισούς από το 1.054.000 της Κίνας με το 1,3 δισ. κατοίκους.



*Δημοσιεύθηκε στο "ΕΘΝΟΣ" την Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Οι ρίζες του Ναζισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό

Γραμμή παραγωγής φόνων
Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου κατέληξε να συμβολίζει τη θηριωδία των ναζί, και τον περασμένο μήνα έγιναν επιμνημόσυνες εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο για την 60ή επέτειο της απελευθέρωσής του. Ωστόσο, οι ιστορικοί είναι ακόμα διχασμένοι σχετικά με το μήνυμα του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο της εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού.
του Enzo Traverso*
Η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης αποτέλεσε την επιτομή του απόλυτου Κακού κατά την άποψή μας σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος έγινε μια νέα πολιτική θρησκεία του δυτικού κόσμου, εκ του αντιθέτου μέτρο αξιολόγησης της νομιμότητας των δημοκρατικών θεσμών μας.
Ο καθένας θα συμφωνήσει ότι το Ολοκαύτωμα είναι μία μεγάλη, ανθρωπολογική και ηθική τομή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ερμηνεία του φαινομένου. Ορισμένοι ιστορικοί τοποθετούν τη γένεσή του στον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του Χίτλερ, άλλοι στο πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και μερικοί στο πολύπλοκο, πολυκεντρικό και χαρισματικό σύστημα εξουσίας του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρξε έντονη η τάση να αποκηρυχθεί ο Ναζισμός ως μία εκτροπή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, μία διαμετρική αντίθεση προς τις αξίες του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή η καθησυχαστική διάγνωση ήταν η βάση της κουλτούρας της Αντίστασης. Έτσι την είδαν κοινωνιολόγοι όπως ο Νόρμπερτ Ελίας, που θεώρησε την βία των ναζί ως σύμπτωμα μιας διαδικασίας κρίσης του πολιτισμού και φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριξε ότι η Γερμανία εντάχθηκε στη Δύση μόνο μετά το Άουσβιτς (1).
Αυτή τη διάγνωση την επεξεργάστηκε και ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φυρέ ερμήνευσε το ναζισμό και τον κομμουνισμό ως συμμετρικές μορφές αντίδρασης ενάντια στην αναπόφευκτη έλευση μιας φιλελεύθερης πολιτικής τάξης (2). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι διαμετρικά αντίθετος προς την ναζιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει σημείο επαφής, προσέγγισης ούτε και συνέχεια μεταξύ των δύο.
Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι ο Ναζισμός έβαλε στόχο την καταστροφή της οικουμενικής έννοιας της ανθρωπότητας, που είχε προωθήσει ο Διαφωτισμός και είχε εκδηλωθεί με την Γαλλική Επανάσταση, και είναι επίσης αλήθεια ότι η έννοια αυτή διατηρήθηκε και διευρύνθηκε από τις σύγχρονες δημοκρατίες της Δύσης. (Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν σχετικά με τον τρόπο που αυτές διατήρησαν και διεύρυναν την έννοια αυτή, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου.)
Αυτή όμως είναι η μία όψη του προβλήματος. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που συνδέουν την ιδεολογία του Ναζισμού και των μεθόδων του (κυριαρχία και εξόντωση) με την ιστορία της Δύσης. Παρά τις παθολογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελούν ωστόσο μέρος της ιστορικής ανάπτυξης της Δύσης.
Η πρώτη σύνδεση είναι ιδεολογική. Ο ναζισμός ανέτειλε στο κοινωνικοπολιτικό στερέωμα του γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος διασταυρώθηκε με ιδεολογικά ρεύματα, που είχαν συνολικά ισχυρή παρουσία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού : τη Φυλετική Ανθρωπολογία, που πρέσβευε την  ιεράρχηση των ανθρωπίνων ομάδων με κυρίαρχους τους Αρίους, τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, που περιείχε την ιδέα της φυσικής επιλογής του ικανότερου και την Ευγονική, με την αντιδραστική ουτοπία της, ενός τεχνητά δημιουργημένου ανθρώπινου είδους.
Ο σωτηριολογικός αντισημιτισμός του ναζισμού είδε την πάλη κατά των Εβραίων ως μία σταυροφορία ενάντια στο Κακό, που θα έδινε τη δυνατότητα στο γερμανικό έθνος να ελευθερωθεί από τον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη ριζοσπαστική έκφραση μιας ιδεολογίας και ευρέως διαδεδομένων μορφών κοινωνικής διάκρισης και δίωξης, που δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση γερμανικό μονοπώλιο πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Φυλετική Ανθρωπολογία αντιπροσωπευόταν σταθερά στην Ιταλία με τον Τσέζαρε Λομπρόζο, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός στην Αγγλία με τον Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, η Ευγονική στις ΗΠΑ με τον Φράνσις Γκάλτον και ο αντισημιτισμός στη Γαλλία με τους Εντουάρ Ντρυμόν, Μορίς Μπαρές, Ζορζ Βασέρ ντε Λαπούζ και πολλούς άλλους.
Επιπλέον, ο παρωξυμένος εθνικισμός και ο βιολογικός ρατσισμός των ναζί ήταν στενά συνδεμένος με την κουλτούρα και την πρακτική του ιμπεριαλισμού, που είχε χαρακτηρίσει την Ευρώπη συνολικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η Γερμανία δεν είχε παίξει ηγετικό ρόλο σ’ αυτή την ανάπτυξη. Αντίθετα, υπήρξε όψιμος οπαδός, ενθουσιώδης μαθητής που ακολούθησε τις δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, τη Γαλλία και την Βρετανία. Η φυσική ανωτερότητα της λευκής φυλής και τα επίχειρά της, η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης στην Αφρική και την Ασία, η θεώρηση του πλανήτη πέραν της Ευρώπης ως μιας τεράστιας έκτασης που θα μπορούσε να αποικιστεί, η αντιμετώπιση των αποικιοκρατικών πολέμων ως συγκρούσεων, όπου ο εχθρός ήταν ο ντόπιος πληθυσμός και όχι ο στρατός των χωρών που ήταν να κατακτηθούν, η θεωρία ότι η εξόντωση κατώτερων φυλών ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της προόδου, όλα αυτά τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας αποτελούσαν κοινούς τόπους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.
Ο στόχος των ναζί να κατακτήσουν το Lebensraum (ζωτικό χώρο) για τη γερμανική φυλή  στα ευρύτερα σλαβικά εδάφη της ανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά μια μετάθεση στον Παλαιό Κόσμο του μοντέλου της αποικιοκρατικής κυριαρχίας, που είχαν προωθήσει άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Αφρική και την Ασία για πάνω από ένα αιώνα. Από τη στιγμή που οι ναζί θεωρούσαν τους Εβραίους εχθρική φυλή, θερμοκήπιο του κομμουνισμού και ιθύνοντες του σοβιετικού κράτους, μια σταυροφορία εναντίον τους ταίριαζε, κατά τρόπο φυσικό με έναν κατακτητικό πόλεμο εξόντωσης στην Ανατολή. Στο πλαίσιο του μεγάλου σχεδίου του Χίτλερ, η κατάκτηση του Lebensraum, η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και η εξόντωση των Εβραίων ήταν συμπληρωματικοί μεταξύ τους στόχοι, που συνέκλιναν σε ένα ενιαίο πόλεμο (3).
Ο Ναζισμός ήταν επίσης προϊόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του απόλυτου πολέμου,  που αποτέλεσε πράγματι την εμπειρία-θεμέλιο του 20ού αιώνα. Σ’ αυτόν βρίσκονται οι ρίζες της βιομηχανικής εξόντωσης , ο  θάνατος εκατομμυρίων ανωνύμων και η αυταρχικός μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως κατέδειξε πειστικά ο Τζορτζ Μόσε, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος ήταν η αρχή μιας εξαχρείωσης της πολιτικής ζωής με αποκορύφωση τον Ναζισμό (4). Στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων και των εξεγέρσεων που συντάραξαν τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός πρόβαλε σαν ένα τυπικά αντιδραστικό, εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια, ήταν πραγματικά απότοκος της αντεπανάστασης που επιχειρήθηκε στη διάρκεια του «μακρύ» 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη συμμαχία των Αντι-Ιακωβίνων του 1793 και φτάνοντας στις σφαγές που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1872.
Η αντεπανάσταση, όμως, του 20ού αιώνα δεν ήταν ούτε συντηρητική ούτε αμιγώς  αντιδραστική. Μάλλον κατανοούσε τον εαυτό της ως επανάσταση ενάντια στην επανάσταση. Οι φασίστες δεν κοίταζαν προς το παρελθόν : επιδίωκαν την οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Βρήκαν τρόπους να συνεργαστούν με τις πρώην ηγετικές ελίτ, μόνο τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας. Οι ηγέτες τους δεν προέρχονταν από τις ελίτ εκείνες αλλά από τον κοινωνικό απόπατο ενός κόσμου που είχε περιπέσει σε σύγχυση. Ήταν εθνικιστές δημαγωγοί που είχαν αποστατήσει προς τα αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή λούμπεν προλετάριοι, όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το δημαγωγικό ταλέντο τους μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργήσει η γερμανική Ήττα. Απευθύνθηκαν στις μάζες, τις οποίες κινητοποίησαν με επίκεντρο οπισθοδρομικούς μύθους περί έθνους, φυλετικής και πολεμικής κοινότητας και εσχατολογικών υποσχέσεων, όπως ο μύθος περί του Χιλιετούς Ράιχ.
Η εμπειρία του πολέμου δίδαξε στους Ναζί την ανάγκη να συνδυάσουν ορισμένες αξίες που είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας, όπως τον αγώνα κατά τον 19ο αιώνα ενάντια  στον Διαφωτισμό με τον σύγχρονο ρατσισμό (επιστημονικό και βιολογικό), τη  λατρεία της τεχνολογίας και την καλλιέργεια της δύναμης και της εργατικότητας. Ωστόσο, όπως έχει με έμφαση τονιστεί από μια πλατιά κοινωνιολογική φιλολογία τα τελευταία χρόνια, το νεωτερικό πνεύμα του ναζισμού έγκειται  πάνω απ’ όλα στην πρακτική  της εξόντωσης. Η γενοκτονία που επέβαλαν οι ναζί, είχε στηριχθεί στο κρατικό μονοπώλιο βίας, το οποίο ο Νόρμπερτ Ελίας, ακολουθώντας την ερμηνεία Τόμας Χομπς, είχε ερμηνεύσει μονόπλευρα ως κινητήρια δύναμη για την κοινωνική ειρήνευση και κατά συνέπεια για τον εκπολιτισμό. Πράγματι, το μονοπώλιο της ισχύος στις απαρχές του σύγχρονου κράτους ήταν εκ των ων ουκ άνευ  όρος για τις ολοκληρωτικές γενοκτονίες και τη βία του 20ού αιώνα – κατά το το χομπσιανό τους υπόδειγμα.
Μια ανάλυση της λειτουργίας των στρατοπέδων θανάτου των ναζί αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη δυτική νεωτερικότητα. Το Άουσβιτς σχεδιάστηκε με βάση την αρχή περί παραγωγικού ορθολογισμού του Τέιλορ, με το θάνατο ως τελικό προϊόν μιας «ορθολογιστικής» επεξεργασίας της πρώτης ύλης – τους εκτοπισμένους Εβραίους. Ήταν ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής πτωμάτων, όπου η αλυσίδα παραγωγής ήταν: άφιξη των οχημάτων μεταφοράς, επιλογή, κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων, απέκδυση, θάλαμος αερίων και κρεματόριο.
Αναπόφευκτα, τα στρατόπεδα εξόντωσης ενσωμάτωσαν την διοικητική ορθολογικότητα που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Οικονομία και Κοινωνία : καταμερισμός εργασίας , ιεραρχική λήψη αποφάσεων, διαχωρισμός της διαμόρφωσης ιδεών από την πραγμάτωσή τους, γραφειοκρατική διοίκηση και απέκδυση κάθε ευθύνης.
Όπως ο Μορίς Παπόν στη δίκη του στο Μπορντό, κανείς από τους κατηγορούμενους της Νυρεμβέργης δεν δέχτηκε ότι ήταν ένοχος : όλοι είχαν απλώς ακολουθήσει εντολές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρμοδιότητές τους πήραν εγκληματική χροιά μόνο στο τέλος μιας πολύπλοκης ακολουθίας δραστηριοτήτων που, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν γνώριζαν ή εύκολα είχαν αγνοήσει. Η Χάννα Άρεντ σημειώνει ότι ο ναζισμός γέννησε ένα νέο τύπο εκτελεστή, το γραφειοκράτη στην καρέκλα του, που σκότωνε συμπληρώνοντας έντυπα (5). Τελικά, η γενοκτονική γραμμή παραγωγής απαιτούσε από μέρους των πολλών εκτελεστών που ενέχονταν σ’ αυτήν αυτοέλεγχο των ενστίκτων όπως αυτά τα καθόρισε ο Φρόυντ και στη συνέχεια ο Ελίας τα ενέταξε στην ανάλυσή του για την διαδικασία εκπολιτισμού.
Η ιστορία του Ολοκαυτώματος έχει κι αυτή το μερίδιο της σε φανατισμό, μίσος και αχαλίνωτη βία, ειδικά σε σχέση με τις σφαγές από τους SS κομάντος και τα τάγματα αστυνομικών της Βέρμαχτ. Όμως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση  των Εβραίων στους θαλάμους αερίων είχε συλληφθεί ως μια διαδικασία που θα μπορούσε να πραγματωθεί χωρίς μίσος. Στηρίζεται περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα, χωρίς να αφήνει τα συναισθήματά του να παρέμβουν και  αποφεύγει σχολαστικά οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με τον τελικό σκοπό  της δουλειάς του.
Η σχέση του ναζισμού λοιπόν με το δυτικό νεωτερικό κόσμο είναι ουσιαστική για την κατανόηση της προέλευσής του ναζισμού και της ιστορίας της ναζιστικής βίας. Η φιλελεύθερη Ευρώπη του 19ου αιώνα -  το επίκεντρο του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και του αποικιοκρατικού πολέμου – ήταν το πολιτιστικό και ιδεολογικό εργαστήρι μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο ναζισμός. Αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη, τη στιγμή που χρειάστηκαν διάφορα ενδιάμεσα στάδια, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την κρίση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Υπάρχει όμως μια καθαρή γραμμή καταγωγής. Ταυτόχρονα το Ολοκαύτωμα, καθώς έχουν τονίσει οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο, μαρτυρεί ταυτόχρονα μια αρνητική διαλεκτική, όπου μια τεχνική και υλική πρόοδος  μετασχηματίστηκε σε ανθρώπινη και κοινωνική οπισθοδρόμηση.
Το Άουσβιτς θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ ένα πλατύτερο ιστορικό πλαίσιο από αυτό του ναζισμού, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Δεν ήταν τόσο ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο, όσο μια μοναδική σύνθεση στοιχείων δρώντων στον πολιτισμό μας. Παρ’ όλη την παθολογία των εκδηλώσεών του, ο ναζισμός είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία του νεωτερικού κόσμου, και στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης, παραγωγής και κυριαρχίας.
—————————————————————————–
(1) Norbert Elias, The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the 19th and 20th Centuries, Polity Press, Cambridge, 1996; Jürgen Habermas, “Eine Art Schadensabwicklung” (A way of diminishing the damage), Die Zeit, Hamburg, 11 July 1986.
(2) François Furet, The Passing of an Illusion: the Idea of Communism in the 20th Century, University of Chicago Press, Chicago, 1999.
(3) Arno J Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?: the Final Solution in History, Pantheon, New York, 1988.
(4) George L Mosse, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars, Oxford University Press, Oxford, 1990.
(5) Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: a Report on the Banality of Evil, Faber, London, 1963.
*Ο Enzo Traverso είναι Ιταλός ιστορικός, ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Γαλλία. Διδάσκει στο τμήμα πολιτικών επιστήμων του πανεπιστημίου Jules Verne στο Picardy της Γαλλίας. Έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και του ολοκληρωτισμού. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία ανάμεσα στα οποία τα The Origins of Nazi Violence, New Press, Νέα Υόρκη 2003 και Understanding the Nazi Genocide: Marxism after Auschwitz, Pluto Press, Λονδίνο, 1999. Δυστυχώς στα ελληνικά παραμένει αμετάφραστος.
Μετάφραση: Γιάννης Κ.