«Όταν χάνει την εξουσία ο καπιταλισμός, αντιδρά δεκαπλάσια», έγραφε ο Λένιν. Στις τελευταίες δεκαετίες ο καπιταλισμός δεν έχει χάσει πουθενά την εξουσία. Απεναντίας, μετά το 1989 προσχώρησαν στο καπιταλιστικό σύστημα και στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας. Με το μονοπώλιο πλέον της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας, εξουδετερώνει...
με διάφορα προσχήματα, όχι μόνο με καπιταλιστική οικονομική πίεση αλλά και με την πολιτική των κανονιοφόρων τους όχι πάντα για τον ίδιο λόγο ανυπότακτους στο ιμπέριουμ. Απολαμβάνει μια πελώρια ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων και υπερειδικευμένης (ιδίως πνευματικής) εργατικής δύναμης. Όχι μόνο στο διεθνές επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των εθνών – κρατών δεν αντιμετωπίζει σήμερα απειλητικούς αντιπάλους. Εύλογη φαινόταν η εσχατολογική πρόβλεψη περί «αιωνιότητας» του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Όμως «άλλαι μεν αι βουλαί των καπιταλιστών, άλλα δε η ιστορική αναγκαιότητα κελεύει». Ο καπιταλισμός απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχει εμπλακεί σε μια διαρκή δομική κρίση με αναιμικές ανόδους, διαρθρωτική ανεργία, αυξομειώσεις λιτότητας, συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Αντί του χρυσού αιώνα του καπιταλισμού, διαφαίνεται μια μακρόχρονη ιδιότυπη κρίση του Κοντράτιεφ, με κυρίαρχη τάση την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους.
Ως κύριο αντισταθμιστικό παράγοντα το κεφάλαιο έχει επιλέξει την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την αφυδάτωση των δικαιωμάτων της. Αυτή η επιλογή οδηγεί σε παροξυσμό τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, ιδίως μετά την κρίση του 2007. Οι υποκειμενικές όμως προϋποθέσεις, αν και αναπτύσσονται αγώνες και το κίνημα, απέχουν πολύ από την ωρίμανσή τους. Παρόλ’ αυτά, το αστικό κράτος, αν και δεν έχει χάσει την εξουσία, ούτε κινδυνεύει άμεσα να τη χάσει, την αντιδραστικοποιεί και πολλαπλασιάζει την αμυντική θωράκισή του. Αυτή η εξουσία είναι σύστοιχη με τον σηψαιμικό – παρασιτικό καπιταλισμό.
Κοινοβουλευτικός μανδύας
Δηλαδή, μια δημοκρατία δικτατορικής μορφής, ένα ιδιότυπο ολοκληρωτικό κράτος με κοινοβουλευτικό μανδύα, ένα κράτος, σύμφωνα με τη θεωρία του Γερμανού πολιτειολόγου Καρλ Σμιτ «έκτακτης ανάγκης». Τέτοιο είναι το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος στις πιο ακραίες μορφές του.
Εκφράζοντας τους φόβους της κυρίαρχης τάξης για εξεγερσιακή αντίδραση της συνθλιβόμενης εργατικής τάξης, χωρίς τυπικά να καταργεί το κοινοβούλιο, το σύνταγμα, γενικά το αστικό θεσμικό πλαίσιο, χωρίς δηλαδή, να εγκαθιδρύει μια φασιστικού τύπου αστική δικτατορία, επιχειρεί να ελέγξει όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες απ’ τις οποίες ανησυχεί ότι μπορεί να εκπηγάσει μια αντισυστημική πολιτική ή ακόμη στη συγκυρία και μια απλώς αντιμνημονιακή πολιτική. Είναι γνωστή εξάλλου η απέχθεια της ευρωενωσιακής γραφειοκρατίας για δημοψηφίσματα και εκλογές. Για την έγκριση του Ευρωσυντάγματος, μόνο η Δανία και η Ιρλανδία διεξήγαγαν δημοψήφισμα, ενώ απέπεμπαν κακήν κακώς τον Έλληνα υποτελή Γ. Παπανδρέου, που τόλμησε να ζητήσει διεξαγωγή δημοψηφίσματος για επικοινωνιακούς βέβαια λόγους.
Κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία
Η κοινοβουλευτικού τύπου αστική δικτατορία αντιστοιχεί στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Αποστολή αυτού του κράτους ήταν η αναζωογόνηση της οικονομίας με ευρύ πρόγραμμα δημόσιων έργων –ειδικά στη ναζιστική Γερμανία με ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας– που το διεκπεραίωσε και το ιδιοποιήθηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας, η καταπολέμηση της ανεργίας, η βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η θεοποίηση του εθνικισμού και του εθνικού συμφέροντος, η θωράκιση του κλυδωνιζόμενου συστήματος με την ενσωμάτωση των μαζών (παροχές – εθνικισμός) και την αυταρχική και βίαιη αντιμετώπιση αντισυστημικών και ταλαντευόμενων δυνάμεων (κομμουνιστές, αναρχικοί, συνδικαλιστές αριστεροί σοσιαλδημοκράτες).
Από πολιτική άποψη, ο ιμπεριαλισμός των δύο πολέμων χαρακτηρίζεται από αντίδραση σε όλα τα μέτωπα (Λένιν), από τη συρρίκνωση της αστικοδημοκρατικής μορφής διακυβέρνησης αλλά και την εγκαθίδρυση ανοιχτά δικτατορικών μορφών κυριαρχίας (φασισμός). Ο φασισμός, ιδίως από τη δεκαετία του ’30 ως τη συντριβή του ναζισμού κυριάρχησε στην Ευρώπη. Την έννοια του ισχυρού ολοκληρωτικού αστικοδημοκρατικού κράτους ανέπτυξε χαρακτηριστικά ο Καρλ Σμιτ. Θεωρεί ότι το κράτος της Βαϊμάρης αποδυναμώθηκε από την «κοινωνικοποίησή» του, τον εκδημοκρατισμό και την άσκηση σ’ αυτό επιρροής και από τις μη προνομιούχες ομάδες. Ασκεί κριτική στο κοινοβούλιο και τα συνδικάτα, γιατί μειώνουν την ισχύ του.
Το ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος του Σμιτ παρεμβαίνει σε όλες τις κοινωνικές περιοχές, δέχεται την επίδρασή τους, καταργεί όμως τη θεσμική δυνατότητα διείσδυσης οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος και στον μηχανισμό λήψης των κρατικών αποφάσεων. Αναγνωρίζει όμως ότι η οικονομία του 20ού αιώνα, επειδή χαρακτηρίζεται από έντονες μονοπωλιακές τάσεις, είναι πιο επιρρεπής στην κρίση και γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο την κρατική υποστήριξη και παρέμβαση. Η οικονομία κυριαρχεί, μεταβάλλεται σε «μοίρα», γιατί μεταβάλλεται σε «πολιτικόν». Δηλαδή, συγκαθορίζει με το κράτος τον πολιτικό Εχθρό. Θεωρεί ότι η αστική δημοκρατία στρέφεται ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Χωρίς να απαιτεί κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εστιάζει την πρότασή του για ένα ισχυρό ολοκληρωτικό κράτος στη μείωση των άρθρων του συντάγματος και στην περιβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας πρακτικά με απεριόριστες αρμοδιότητες. Τέλος, ο ορισμός του Σμιτ: «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» σε συνάρτηση με τον προσδιορισμό από το κράτος του πολιτικού εχθρού σχετίζεται με την έννοια της σύγχρονης ολοκληρωτικής δημοκρατίας και αποτελεί αντικείμενο θεωρητικών συζητήσεων.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συντριβή του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, το παράδειγμα κοινωνικής προστασίας από την ΕΣΣΔ, η απόδοση της κεϋνσιανής διαχείρισης, η ενίσχυση των κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων δημιούργησαν το πλαίσιο για την ανάταξη της αστικής δημοκρατίας. Ιδρύθηκε ο ΟΜΕ, καθιερώθηκαν ρυθμιστικοί κανόνες για τις διεθνείς σχέσεις, κατακτήθηκαν πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, διευρύνθηκε το εργατικό δίκαιο, οικοδομήθηκε, παρά τις ελλείψεις του, το κράτος πρόνοιας (ιδίως στον ευρωπαϊκό Βορρά), περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο. Οι δημοκρατικές και οικονομικές κατακτήσεις καλλιέργησαν τάσεις ενσωμάτωσης και αυταπάτες για τον χαρακτήρα και τα όρια (οικονομικά και πολιτικά) του καπιταλισμού. Έτσι, διατυπώθηκαν ουτοπικές θεωρίες και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Για τη βαθμιαία αυτόματη εξέλιξη του καπιταλισμού σ’ ένα είδος σοσιαλισμού, τη σύγκλιση των δύο συστημάτων, την ουδετερότητα της αστικής δημοκρατίας, την ταύτιση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τη συμμαχία με τα κυρίαρχα αστικά κόμματα (ιστορικός συμβιβασμός), τη διατύπωση της θεωρίας «κράτος – σχέση» (Πουλατζάς) που ανήγαγε την κρατική κυριαρχία σε ζήτημα κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Όμως οι αιθεροβάμονες που λοιδορούσαν (όπως και σήμερα) τον μαρξισμό ως αποστεωμένο δόγμα, προσγειώθηκαν. Ο καπιταλισμός δεν μετεξελίχθηκε σε σοσιαλισμό, τα δομικά στοιχεία του αναπαράχθηκαν, οι κρίσεις δεν εξέλιπαν, από τα μέσα του ’70 εκδηλώθηκαν με βίαιη μορφή (πετρελαϊκή κρίση – στασιμοπληθωρισμός). Η αστική δημοκρατία δεν μεταλλάχθηκε σε σοσιαλιστική, κανένα ευρωκομμουνιστικό κόμμα δεν κυβέρνησε. Όλα, δυστυχώς, εκφυλίστηκαν και μετά εξαερώθηκαν, αφήνοντας κάποια υπολείμματα σε κεντροαριστερά κόμματα. Οι βάρβαρες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δεν έλειψαν (Κούβα, Αλγερία, Μ. Ανατολή, Βιετνάμ κ.ά.), ενώ η πρώτη επανάσταση σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα (γαλλικός Μάης) συντρίφθηκε στις ερπύστριες των Ντεγκολικών τανκς.
Τα διδάγματα είναι δύο: Είναι ανιστόρητη η αντίληψη για τη γραμμική οικονομική και πολιτική ανέλιξη του καπιταλισμού, χωρίς παλινδρόμηση. Αποδείχτηκε και με την επέλαση του βάρβαρου ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Από την άλλη, όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την καπιταλιστική αλλοτρίωση, δεν πρέπει να ερμηνεύει τις φάσεις ανόδου του καπιταλισμού και τις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις από τη σκοπιά του καπιταλισμού, δηλαδή ως απόδειξη της δυνατότητας ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά από τη σκοπιά του κομμουνισμού, δηλαδή ως δυνατότητα πάλης σε καλύτερες συνθήκες για την κομμουνιστική χειραφέτηση.
Μετά την παρένθεση της «χρυσής τριακονταετίας» που ήταν βέβαια καπιταλισμός με τα δεινά του, σε άλλη κλίμακα και όχι κοινωνία αγγέλων, από το τέλος της δεκαετίας του ’70 έχει κυριαρχήσει ο ολοκληρωτικός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός με χρόνια κρίση, δομική ανεργία και λιτότητα, ολοκληρωτική αστική δημοκρατία. Ως άρνηση της άρνησης «επιστρέφει» σπειροειδώς στην ολοκληρωτική δημοκρατία του μεσοπολέμου. Η διαδικασία μετάλλαξης του αστικού πολιτικού συστήματος δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά οδεύει επί τα χείρω. Αντανακλά, με αυτοτέλεια και αντεπίδραση βέβαια, την εξέλιξη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Σ’ αυτής της μορφής τον καπιταλισμό η βασική αντίθεση του καπιταλισμού (κοινωνικοποιημένες – παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις, ατομική – καπιταλιστική ιδιοποίηση) έχει οξυνθεί στο έπακρο. Εκμεταλλευτικοί φραγμοί τίθενται στην πρόσβαση στη μη αγοραία πνευματική παραγωγή, ενώ συνεχώς διευρύνεται η διείσδυση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο πεδίο των δημόσιων αγαθών (ενέργεια, δίκτυα, επικοινωνίες, παιδεία, υγεία, συγκοινωνία κ.ά.). Η λιτότητα, η ανεργία, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας συνεχίζονται ή και επιδεινώνονται και στις προηγούμενες καπιταλιστικές χώρες. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, από τον χαρακτήρα του ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός κουρελιάζει κάθε έννοια «κοινωνικού συμβολαίου», αφού επιβάλλει αυτή την πολιτική χωρίς καμιά νομιμοποίηση (εκλογικό πρόγραμμα, δημοψήφισμα), παραβιάζει συστηματικά το αστικό σύνταγμα και τους νόμους, αποξενώνει τους εργαζόμενους από την οποιαδήποτε συμμετοχή και γνώμη στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας και των δημόσιων αγαθών.
Οι λαϊκές αντιδράσεις και ο φόβος κλιμάκωσης οδηγούν στον έντονο συγκεντρωτισμό και την αυταρχική θωράκιση του συστήματος. Η πολιτική γίνεται υπόθεση ενός ολιγομελούς επιτελείου με κέντρο τον Καίσαρα – πρωθυπουργό. Το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα παραπέμπει στην απόλυτη μοναρχία. Ο πρωθυπουργός είναι στεγανοποιημένος ακόμη και από την κυβέρνησή του, αφού το υπουργικό συμβούλιο σπάνια συγκαλείται. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ίδιο και μια δράκα συνεργατών, τελευταία και από την τριμερή των αρχηγών. Διορίζει το υπουργικό συμβούλιο, το ανασχηματίζει κατά βούληση, τροποποιεί τη δομή του. Τελευταία, συγκροτήθηκε ένα ανώτατο επιτελικό όργανο παρά τω πρωθυπουργώ, που ουσιαστικά υποκαθιστά την κυβέρνηση. Με νομιμοποιητική βάση υποτίθεται την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που αυθαίρετα (βλ. Καρλ Σμιτ) καθορίζει ο πρωθυπουργός, η χώρα μετά τις εκλογές κυβερνάται με πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, για τις οποίες το σύνταγμα ορίζει ότι χρησιμοποιούνται σε ειδικές και έκτακτες (κατ’ εξαίρεση) περιπτώσεις. Βασικό γνώρισμα της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι και η σχεδόν άρση της ανεξαρτησίας των δύο άλλων εξουσιών, της νομοθετικής και της δικαστικής. Η πρώτη έχει μετατραπεί σε διακοσμητικό όργανο. Οι βουλευτές λειτουργούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής, ψηφίζουν μνημόνια εκατοντάδων σελίδων με διαδικασία του κατεπείγοντος χωρίς καν να τα έχουν διαβάσει. Εξάλλου, έχουν υποκατασταθεί από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Η δικαστική εξουσία ουσιαστικά ελέγχεται από την εκτελεστική. Τα ανώτατα όργανά της διορίζονται από την κυβέρνηση με κομματικά κριτήρια, ενώ κυβερνητικοί παράγοντες επεμβαίνουν απροκάλυπτα στο έργο της ή την αγνοούν ανενδοίαστα. Πρόσφατα ο Στουρνάρας απαίτησε από τη ΔΕΗ να αγνοήσει και να μην εφαρμόσει την απόφαση του Πρωτοδικείου για το χαράτσι.
Δείγμα της αυταρχικής εκτροπής είναι και η αδιαφορία της εξουσίας και η ελαφρά τη καρδία απάθειά της στην έντονη αμφισβήτηση του νομότυπου των αποφάσεών της από έγκριτους νομικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συμβάσεις των μνημονίων δεν έχουν έρθει στη Βουλή προς ψήφιση, ενώ η κυβέρνηση παραιτήθηκε εκούσια από την ασυλία της δημόσιας περιουσίας στην περίπτωση μη αποπληρωμής των τόκων στους δανειστές!
Το εργατικό δίκαιο, καρπός πολυετών αγώνων, έχει γίνει συντρίμμια. Οι συλλογικές συμβάσεις των κοινωνικών εταίρων καταργούνται, τον κατώτατο μισθό καθορίζει η κυβέρνηση, είναι κανόνας οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, ενώ στην αγορά εργασίας κυριαρχεί η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Η αστυνομική βία ως κύρια έκφραση της καταστολής έχει αναδειχθεί σε κύρια μορφή επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής. Οι απεργίες κηρύσσονται καταχρηστικές. Οι εργαζόμενοι απειλούνται με απολύσεις, ενώ λοιδορούνται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Οι αγωνιστικές εκδηλώσεις καταστέλλονται με βίαιες επεμβάσεις της αστυνομίας και συλλήψεις. Η επίθεση κατά των διαδηλωτών γίνεται απρόκλητα και ασύμμετρα προς εκφοβισμό με διατεταγμένη υπηρεσία και παρακρατικών μηχανισμών. Το ηλεκτρονικό φακέλωμα έχει αντικαταστήσει με το παραπάνω το παραδοσιακό, τροφοδοτεί τις προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές. Αιχμή της καταστολής και της τρομοκρατίας έχει αναδειχθεί και η Χρυσή Αυγή σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΑΤ.
Συνειδητή υποταγή στην Ε.Ε.
Η σύνδεση και συμμαχία της ελληνικής ολιγαρχίας με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο από σαφώς υποβαθμισμένες θέσεις, η δανειοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αποπληρωμή των χρεών δημιουργούν σχέση κλιμακούμενης εξάρτησης απ’ αυτήν και ανισόμετρης σχέσης. Κατά συνέπεια, όχι μόνον η γενική πολιτική της χώρας καθορίζεται από τις Βρυξέλλες με τη διαμεσολάβηση των μνημονίων, αλλά και η τρέχουσα πολιτική με την Τασκ Φορς των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ, τους εμπειρογνώμονες και τελευταία τους επιτρόπους στους δημόσιους οργανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση, που θα ασκούν έλεγχο σε καθημερινή πλέον βάση. Η συνειδητή υποταγή του ελληνικού κεφαλαίου στο ευρωπαϊκό και ο ετεροκαθορισμός της ελληνικής πολιτικής αναιρεί τη δυνατότητα του ελληνικού λαού να καθορίζει σύμφωνα με τη βούλησή του την πολιτική της χώρας.
Κατ’ εξοχήν στοιχεία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας είναι η συνύφανση μιας πολιτικής και επιχειρηματικής ολιγαρχίας, που προωθεί τα συμφέροντά της μέσα από την κυβερνητική πολιτική. Η σύμπραξη επιχειρήσεων ή στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων και οργανισμών με το ελληνικό Δημόσιο και τα κόμματα δημιουργεί δεσμούς διαπλοκής παράνομης αλλά και νόμιμης, πλην συχνά αθέμιτης. Αυτή η διαπλοκή εντείνεται, αφού λόγω της υπερίσχυσης τη νεοφιλελεύθερης οικονομίας στον οικονομικό στίβο, αυξάνονται οι συμπράξεις οικονομικών παραγόντων και πολιτικών, για την αξιοποίηση προς όφελός τους των ιδιωτικοποιήσεων, τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, την επιδότηση άλλων, την αξιοποίηση κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διαπλοκή μεγάλων επιχειρήσεων με το Δημόσιο είναι διαχρονική με κυβερνήσεις διαφορετικών κομμάτων. Η διασύνδεση οικονομικών παραγόντων με τα κόμματα, αλλά και η συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις χωρίς να είναι εκλεγμένοι, εξυπηρετεί συστηματικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και υπονομεύει τον πολιτικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Πρόσφατα, το διεθνές πρακτορείο Ρόιτερς έκανε σε εκτενές ρεπορτάζ ακτινογραφία της διαπλοκής στη χώρα μας, εντοπίζοντάς την κυρίως στο τρίγωνο πολιτικών, επιχειρηματιών και ΜΜΕ.
Τέλος, η διαμόρφωση της ολοκληρωτικής αστικής δημοκρατίας, που θα κυριαρχεί σ’ όλα σχεδόν τα κοινωνικά και πολιτικά πεδία, έχει ως κύριο όπλο την καταστολή, τον συγκεντρωτισμό, τον αυταρχισμό, την ανομία, τη διαπλοκή, τη συμμαχία με τον ξένο παράγοντα, χρησιμοποιεί όμως ιδιόμορφα και τη συναίνεση. Αν και η ηγεμονία της αστικής τάξης έχει σοβαρά κλονιστεί, αφού η πολιτική της πλήττει οδυνηρά όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και τον παραδοσιακό σύμμαχο της αστικής τάξης, τα μεσαία στρώματα, επιδιώκει ωστόσο μια μορφή συναίνεσης, όχι πλέον με μεγάλη αφήγηση, αλλά με την τρομοκρατία του μείζονος κακού, της εξατομίκευσης του κακού (ανεργία, δίωξη, περιθωριοποίηση) ή έστω της αποπολιτικοποίησης και της ουτοπικής ατομικής λύσης. Παράλληλα, πίεση πολλών ατμοσφαιρών ασκείται σε αριστερά κόμματα, ώστε να ενσωματωθούν πλήρως με δέλεαρ τη νομή της εξουσίας και σ’ άλλα, ώστε να συρρικνωθούν και να περιθωριοποιηθούν.
Σύγκρουση απαιτούν ακόμη και τα στοιχειώδη. Για άλλη μια φορά μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, το ισχυρό κράτος έκτακτης ανάγκης ή η μεταδημοκρατία κατά τον Κόλιν Κράουτς είναι όροι που αποδίδουν την αυταρχική ολοκληρωτική αστική δημοκρατία, που διατηρεί τυπικά κυρίως δημοκρατικές δομές (εκλογές, κόμματα, αρχή πλειοψηφίας, σύνταγμα, ελευθερία έκφρασης κ.ά.), στην ουσία όμως οι καταστατικές αρχές της αστικής δημοκρατίας νοθεύονται ή παραβιάζονται, με αποτέλεσμα τη μετεξέλιξή της σε αυταρχικό καθεστώς που υπηρετεί και κυβερνάται από μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία ασκεί ολοκληρωτικό έλεγχο σε όλες τις βασικές πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η άρχουσα τάξη λόγω της τραυματισμένης ηγεμονίας της επιχειρεί να περιορίσει το πολιτικό διακύβευμα και να επικεντρώσει την αντιπαράθεση των κομμάτων όχι στην προβολή εναλλακτικών πολιτικών, αλλά στον τρόπο διαχείρισης και εφαρμογής της ίδιας πολιτικής σε γενικές γραμμές.
Έμφαση εστιάζεται και στο επικοινωνιακό προφίλ του ηγέτη και γενικότερα στην επικοινωνιακή (εποχή θεάματος – εικόνας) πολιτική ενός κόμματος, στην ικανότητά του να γεννά φρούδες προσδοκίες στα πλαίσια παρεμφερών κομματικών προτάσεων. Για παράδειγμα, το πρόβλημα για την Αριστερά δεν είναι η διαχείριση της λιτότητας (ανακοπή ή μικροβελτίωση), αλλά η ταξική σύγκρουση και πάλη για την υπέρβασή της, η αντιπαράθεση γύρω από εναλλακτικά προγράμματα. Ούτε αποτελεί βέβαια εναλλακτική αριστερή πρόταση η προσχώρηση της Αριστεράς σε μια αστικού τύπου αναπτυξιολογία, η οποία, ω του θαύματος, πραγματοποιείται (γι’ αυτό δεν πραγματοποιείται) με αγαστή συνεργασία των τάξεων και με τις ευλογίες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, χωρίς ταξικά επίδικα και σύγκρουση προγραμμάτων. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη θα έχει ως άξονα τις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα (έστω με «κοινοπραξίες») ή θα παραμείνουν δημόσιες και θα εθνικοποιηθούν επιπλέον μεγάλες επιχειρήσεις με εργατικό έλεγχο; Θα ωφελούνται όλοι απ’ αυτήν; Θα ωφελείται η άρχουσα τάξη και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα ή η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα; Ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ουδέτερα και τεχνοκρατικά και όχι σε συνάρτηση με τις παραγωγικές σχέσεις είναι ουτοπία ή συνειδητή απάτη και χειραγώγηση των απελπισμένων.
Στη βαρβαρότητα της συγκυρίας όντως πρωτεύει η σωτηρία του λαού από την πείνα και την ανεργία. Σ’ αυτό το πρόγραμμα «μικρής» φαινομενικά εμβέλειας θεωρείται ότι μπορούν να συμπλεύσουν προτάσεις διαχείρισης του συστήματος και προτάσεις ανατροπής του.
Όμως και αυτά τα στοιχειώδη προβλήματα δεν λύνονται με διαπραγμάτευση αλλά με σύγκρουση και ανατροπή της πολιτικής της ιθαγενούς και εξωτερικής ολιγαρχίας, που αδιαπραγμάτευτα και ανάλγητα τα επιβάλλει. Σ’ ένα σύστημα δομικής αναδιανομής εις βάρος των εργαζομένων, ολοκληρωτικής πολιτικής, παρόξυνσης των αντιθέσεων, η επαγγελία μιας αριστερής και θαυματουργής κυβέρνησης με ετερόκλητες μάλιστα συμμαχίες (μνημονιακών και εθνικιστών) που με βαθμιαίες, αβρόχοις ποσί, μεταρρυθμίσεις και κατακτήσεις θέσεων θα μας οδηγήσει στο λιμάνι της λύτρωσης και της αλλαγής, είναι ανιστόρητη και εξώφθαλμα μη ρεαλιστική. Ο κοινοβουλευτικός δρόμος εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού στην περίοδο 1945-75 είχε μιαν ευλογοφάνεια λόγω μιας πιο διευρυμένης και ανεκτικής αστικής δημοκρατίας. Στην τρέχουσα όμως συγκυρία, η αντίληψη των βαθμιαίων αλλαγών, περιέχει αντίφαση εν τοις όροις, αφού προϋποθέτει ανοχή, δημοκρατική ευαισθησία, αφέλεια, ιδιότητες δηλαδή ξένες στη συνείδηση και πολιτική της άρχουσας τάξης, που δεν ανέχεται «αθώες» διαφοροποιήσεις ούτε των δικών της πολιτικών (βλ. εκπαραθύρωση Γ. Παπανδρέου).
Βέβαια, και ο δρόμος της ρήξης και ανατροπής που προτείνουν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις δεν είναι βασιλική οδός. Αν όμως πείσουμε ευρύτερες μάζες, που αναζητούν (ακόμη και στη Χρυσή Αυγή!) μιαν εναλλακτική πρόταση, για να επενδύσουν την οργή και την προσδοκία τους, ότι η αντικαπιταλιστική πρόταση είναι η μόνη εναλλακτική λύση, τότε όλα είναι δυνατά…