Όταν μιλάμε για ηγεμονία και ηγεμόνες, προβάλλει αναπόφευκτα το ερώτημα γιατί υπάρχουν ή πρέπει να υπάρχουν ηγεμονικές διεκδικήσεις, ηγεμόνες και ηγεμονίες. Το ερώτημα διαφέρει από το ερώτημα προς τι υπάρχουν ηγεμονικές δυνάμεις, στο οποίο εν πολλοίς απαντάμε αν παρουσιάσουμε τις λειτουργίες που επιτελούν στο παγκόσμιο οικοδόμημα οι μεγάλες και οι περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες τοποθετούνται ηγεμονικά. Το ερώτημα όμως εκ μέρους της κριτικής επιστήμης πρέπει να τίθεται ως εξής: γιατί είναι έτσι κατασκευασμένο το παγκόσμιο οικοδόμημα, ώστε να πρέπει να επιτελούνται οι λειτουργίες αυτές; — η εξασφάλιση των θαλασσίων οδών δικαίως αναφέρεται ως παράδειγμα. Υπάρχουν όμως άλλες πιθανότητες συνύπαρξης ανθρώπων και ανθρώπινων κοινοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα πιο φιλικό παγκόσμιο οικοδόμημα; Και εκεί, κατά τη γνώμη μου, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το ερώτημα που θέτουμε εμείς οι μαρξιστές, το ερώτημα για τις σχέσεις ιδιοκτησίας.
Για να προλάβω τις παρεξηγήσεις: η τυπολογία, η ιστορία, η συγκριτική ιστορική μελέτη είναι πολύτιμες. Χωρίς τη γνώση που παρέχουν αυτοί οι επιστημονικοί κλάδοι δεν μπορούν να απαντηθούν θεμελιώδη ερωτήματα, συνήθως δε δεν μπορούν καν να τεθούν. Μόνο στη βάση των αποτελεσμάτων τέτοιων ερευνών μπορεί να τεθεί η ερώτηση που θέτω. H επιστήμη δεν μπορεί να την αποφύγει, γιατί αλλιώς θα χάσει την κριτική της –δηλαδή τη χειραφετητική της– λειτουργία.
Γερμανία: ηγετική, αλλά όχι απαραιτήτως ηγεμονική δύναμη
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξετάσουμε, πιστεύω, και τη θέση της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη. Η Γερμανία είναι ηγετική δύναμη στην Ε.Ε. — αυτό δεν σημαίνει όμως απαραιτήτως ότι είναι και ηγεμονική. Με την οικονομική ισχύ της έχει επηρεάσει τις Συνθήκες περισσότερο από άλλα κράτη-μέλη, όπως και την οικονομική πολιτική της Ε.Ε.· τώρα, στην κρίση, η Γερμανία έχει τον πρώτο λόγο σε κάθε μέτρο — αν πρόκειται για μέτρα καταπολέμησης της κρίσης είναι άλλο ζήτημα. Φαίνεται ακόμη πως για τη μελλοντική δομή της Ένωσης, η θέση της Γερμανίας θα μετράει περισσότερο από τη θέση άλλων κρατών, ακόμη κι εκείνων που μπορούν να συγκριθούν μαζί της σε μέγεθος και ισχύ. Ωστόσο, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας δεν μένει αδιαμφισβήτητος, όπως δείχνουν οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής της 18ης Ιουλίου 2012, αλλά και η πολιτική του νέου προέδρου της ΕΚΤ.
Αν εξετάσουμε τους προσδιορισμούς της ηγεμονίας των δύο μεγάλων κυρίαρχων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ, θα εντοπίσουμε την ηθική ακτινοβολία που χαρακτήριζε και τις δύο. Ήταν οι απελευθερωτές από τον εθνικοσοσιαλισμό και τον φασισμό, ακόμη και στα μάτια των ανθρώπων των πρώην Δυνάμεων του Άξονα και των συμμάχων τους. Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Ιάπωνες, πόσο μάλλον οι Ρουμάνοι και οι Ούγγροι, έβλεπαν στις δύο υπερδυνάμεις –στον εκάστοτε ηγεμόνα τους, αλλά συχνά και στους δύο– τα σύμβολα ενός καινούργιου κόσμου: είτε ενός κόσμου του σκληρού ανταγωνισμού, αλλά της πλήρους ισότητας των ευκαιριών, είτε ενός κόσμου όπου η αλληλεγγύη έπαιρνε τη θέση της εκμετάλλευσης, σε κάθε περίπτωση όμως ενός κόσμου ειρηνικού και ευημερούντος. Βεβαίως και έπαιξε ρόλο η αδιανόητα μεγάλη στρατιωτική ισχύς και τα ανεξάντλητα μέσα και των δύο υπερδυνάμεων, ο τρόπος με τον οποίον αναπτύχθηκαν αμφότερα στον πόλεμο, η στρατιωτική ισχύς και οι πόροι τους· όμως η πλατιά συγκατάθεση των λαών πήγαζε ακριβώς από αυτή την ηθική ακτινοβολία.
Στην Ελλάδα τώρα, αφότου η Μεγάλη Βρετανία δήλωσε αδυναμία, έπρεπε οι ΗΠΑ να καταπνίξουν πρώτα την ένοπλη επανάσταση (1946-1949). Έπειτα από αυτό η Αμερική, της οποίας η σημαία ανέμιζε έως τότε μαζί με τη βρετανική και τη σοβιετική, ακόμα και στις εορταστικές εκδηλώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος για την απελευθέρωση, θεωρούνταν κατοχική δύναμη ανάλογη των ναζί, μολονότι δεν υπήρχε βέβαια καμία σύγκριση: οι ΗΠΑ δεν είχαν κατακτήσει την Ελλάδα και το καθεστώς, το οποίο πήρε την εξουσία με τη βοήθειά τους, ήταν μεν αυταρχικό και βίαιο, δεν μπορούσε όμως να συγκριθεί με τον εθνικοσοσιαλισμό και την κατοχική κυβέρνηση – και, εκτός αυτού, είχε την υποστήριξη μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Ωστόσο, η κηδεμονία των ΗΠΑ έβρισκε αντίθετους ακόμη και ορισμένους συντηρητικούς, οι οποίοι θεωρούσαν απαραίτητη την επέμβασή τους στον εμφύλιο, δεν μπορούσαν όμως να συμβιβαστούν με τη στρατιωτική παρουσία και την επιρροή τους στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στην Ελλάδα, όπως και αργότερα στην Κορέα, στον Λίβανο, το Βιετνάμ, τη Γρανάδα, αλλά και στην Ανατολική Γερμανία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, αποδείχτηκε ότι η ηγεμονία δεν διαχωρίζεται εύκολα από την κυριαρχία· ο ηγεμόνας πρέπει να είναι έτοιμος να υπερασπιστεί την ηγεμονία του και με «hard power» — είτε απέναντι στους ανταγωνιστές του είτε απέναντι στους λαούς στη σφαίρα της ηγεμονίας του. Η απώλεια της ηθικής ανωτερότητας μπορεί να μην ήταν καθοριστική για τη θέση των δύο υπερδυνάμεων του περασμένου αιώνα, συναρτάται όμως στενά με την αποδυνάμωσή τους.
Ελλάδα και Τουρκία: ασκήσεις ηγεμονίας
Μέχρι πρόσφατα, και η Ελλάδα έκανε απόπειρες να επιδείξει ηθική ακτινοβολία, με στόχο να καταλάβει ηγεμονική θέση στη νοτιοανατολική Ευρώπη: ως η μόνη χώρα στην περιοχή που δεν ανήκε ποτέ στο στρατόπεδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενταγμένη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, οικονομικά επιτυχημένη, που θα μπορούσε να εισαγάγει τις γείτονες χώρες σε αυτή την «ευρω-ατλαντική κοινότητα». Οι απόπειρες απέτυχαν αφενός με τον εθνικιστικό και παράλογο καβγά για την ονομασία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου όμως, και κυρίως, γιατί στην περιοχή δεν υπήρχε ανάγκη για ηγεμόνες, καθώς οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις προτιμούσαν να ασκούν απευθείας επιρροή παρά μέσω μιας περιφερειακής δύναμης, η οποία θα μπορούσε να προβάλλει αξιώσεις και δεν θα εκπροσωπούσε απαραιτήτως τα συμφέροντά τους. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ο καβγάς με την Τουρκία για την πρωτοκαθεδρία, μολονότι η προπαγάνδιση του πολιτικού Ισλάμ από το ηγετικό κόμμα αυτής της χώρας δεν έβρισκε ιδιαίτερη απήχηση στους δυτικόστροφους μουσουλμάνους των Βαλκανίων κι έτσι η Τουρκία δεν είχε εξαρχής πολλές πιθανότητες να επιβληθεί στη διένεξη αυτήν — αν και μερικές φορές τέτοιες διενέξεις στήνονται πιο πολύ για να φράξεις το δρόμο στον ανταγωνιστή σου παρά για να ισχυροποιήσεις τη δική σου θέση.
Η Τουρκία προσπαθεί τώρα, και μάλιστα με μεγαλύτερη επιτυχία, να αξιοποιήσει την ηθική ακτινοβολία μιας (ακόμη και περιορισμένα) δημοκρατικής, οικονομικά επιτυχημένης ισλαμικής χώρας, της οποίας η ηγεσία ασπάζεται στο μεταξύ ελεύθερα την κρατούσα θρησκεία, χωρίς αυτό να συνδυάζεται με περιορισμό της ελευθερίας των γυναικών ή με διακρίσεις εις βάρος των αλλοθρήσκων, για να αποκτήσει ηγετική θέση στο περιβάλλον της, τον ισλαμικό κόσμο της Εγγύς Ανατολής. Θα μπορούσαμε, υπερβάλλοντας κάπως, να πούμε ότι ο «turkish way of politics» αποτελεί πρότυπο στα αραβικά κράτη για ορισμένους ανερχόμενους φιλελεύθερους ισλαμιστές πολιτικούς, αλλά και για τον πολύ κόσμο· η αλλαγή κατεύθυνσης της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Τουρκίας σε σχέση με το παλαιστινιακό, δηλαδή η παραίτηση από το δόγμα της υποτιθέμενης εξασφάλισης της ύπαρξης του Ισραήλ, αφήνει ακόμη περισσότερο χώρο για να εξασφαλιστεί ιδεολογικά και ηθικά η επιδιωκόμενη τουρκική ηγεμονία, η οποία βρίσκεται σε ανταγωνισμό με παρόμοιες φιλοδοξίες του Ιράν και (σε ένα κάπως πιο μακρινό μέλλον) της Αιγύπτου.
Έκανα την παραπάνω παρέκβαση για να υποστηρίξω ότι η Γερμανία, όπως και η Ρωσία στην Ανατολική Ευρώπη, δεν μπορεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο, τουλάχιστον όχι με την έννοια της ηγεμονίας των υπερδυνάμεων του 20ού αιώνα. Η Γερμανία μπορεί, το πολύ, να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη βασιζόμενη στην οικονομική της δύναμη, η οποία όμως έχει περιορισμένη χρονική και αντικειμενική ισχύ. Διότι, όπως φαίνεται και στην παρούσα ευρωπαϊκή κρίση, το οικοδόμημα της Ε.Ε., το οικονομικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αξιώνει ηγετικό ρόλο η Γερμανία στην Ευρώπη, δεν είναι τόσο γερό — για τον πρόσθετο λόγο ότι η ΕΕ, ακόμη κι αν χαίρει εκτίμησης, δεν έχει ηθική και ιδεολογική ακτινοβολία. Όλο και πιο συχνά φαίνεται ότι πρόκειται μάλλον για ένωση συμφερόντων παρά για ένωση από έρωτα· η εξασφάλιση της ειρήνης, η ελευθερία, το κράτος δικαίου και η ευμάρεια σχετικοποιούνται όλο και περισσότερο και υποτάσσονται στους υποτιθέμενους καταναγκασμούς της οικονομίας και της ασφάλειας.
Η ένταξη της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη ήταν αρχικά ευλογία για όλη την Ευρώπη· γιατί η «ευρωπαϊκή Γερμανία» του Τόμας Μαν, ίσως μάλιστα ειδικά λόγω του τρόμου του πολέμου, επιδρούσε κατευναστικά στις ιμπεριαλιστικές ορέξεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας· η εξωτερική πολιτική της Ευρώπης απέκτησε σχεδόν πιο ανθρώπινο πρόσωπο από το φρόνημα του «fuck ’em all» της ατλαντικής υπερδύναμης. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ακόμη ορατά, ας πούμε στη στάση της Γερμανίας στην κρίση της Λιβύης, στη συγκρατημένη αντιμετώπιση του Ιράν, αλλά και στην παρούσα κρίση στη Συρία. Η στάση όμως αυτή εύκολα εγκαταλείπεται μόλις μπαίνουν στο παιχνίδι τα στενά γερμανικά συμφέροντα, όπως στον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία ή στην απόκτηση νέων σφαιρών επιρροής, λ.χ. στην Αφρική: οι αποφάσεις της Ε.Ε. για χερσαίες επιχειρήσεις στη Σομαλία και στρατιωτική επέμβαση στο Μαλί επηρεάστηκαν σημαντικά από τη Γερμανία, μολονότι και η Γαλλία δεν υπολειπόταν σε ζήλο.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, να διατηρήσει κανείς με συνέπεια ήπια στάση στην εξωτερική και τη στρατιωτική πολιτική, επειδή πάντοτε θα βρίσκεται κάποιος πρόθυμος να καλύψει το κενό. Όμως μια επιθετική στάση δεν μπορεί πια να δικαιολογείται με την «αντίθεση στον κομμουνισμό» –ή το αντίθετο–, όπως στην περίοδο του διπολισμού, γιατί τα γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά συμφέρονται παραείναι απροκάλυπτα – εξού και η ιδεολογική και ηθική αποτυχία του λεγόμενου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία.
Η έλλειψη πειστικού εχθρού
Η έλλειψη πειστικού εχθρού ή/και πειστικού στόχου καθιστά αδύνατη την ηγεμονία ενός κράτους μέσα σε μια κοινότητα σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, ακριβώς γιατί ο ηγεμόνας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοιος και γιατί, στην περίπτωση μικρότερων δυνάμεων, όπως η Γερμανία, εκτός από τους απόντες ιδεολογικούς και ηθικούς προσδιορισμούς, λείπει τόσο η στρατιωτική όσο και η οικονομική ισχύς: η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, όμως η απόσταση από τις επόμενες δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί αξιώσεις ηγεμονίας· η παρουσία του γερμανικού στρατού μπορεί να είναι σημαντική στο Αφγανιστάν και στο Κοσσυφοπέδιο, στρατιωτικά όμως η Γερμανία δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η Γαλλία ή η Μεγάλη Βρετανία, και η συμβολή της σε κοινές επιχειρήσεις, π.χ. στην Αφρική, δεν μπορεί να είναι μεγάλη.
Όπως δείχνει η αποτυχία συγκρότησης ευρωπαϊκών ένοπλων δυνάμεων που θα ήταν τουλάχιστον συγκρίσιμες με τις δυνάμεις των ΗΠΑ ή της Ρωσίας, δεν θα είναι εύκολο ούτε για τη Γερμανία να αυξήσει σημαντικά τη στρατιωτική της δύναμη τις επόμενες δυο τρεις δεκαετίες. Αυτό οφείλεται στο ότι οι σημερινές στρατιωτικές υπερδυνάμεις εξοπλίζονται, αναπτύσσουν όπλα και διεξάγουν πολέμους εδώ και δεκαετίες, εκκινούν δηλαδή από στάδιο πολύ υψηλότερο από τους ανταγωνιστές τους. Όποιος «νέος» προσπαθήσει να αποκτήσει ανάλογη στρατιωτική ισχύ θα κατακρημνιστεί οικονομικά και κοινωνικά, θα ρίξει δραματικά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και θα στρατιωτικοποιήσει την κοινωνία, με απρόβλεπτες συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη.
Η ηθική ακτινοβολία της Γερμανίας στους περισσότερους ανθρώπους του περίγυρού της μπορεί να μην είναι μεγάλη· η Γερμανία δεν έχει να προσφέρει ούτε «way of life» ούτε χειραφετητικούς στόχους. Τα αξιώματα όμως που κατάφεραν να καθιερώσουν οι γερμανικές κυβερνήσεις στην Ε.Ε. τα εγκρίνουν σημαντικά τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ευρωπαϊκής αστικής ελίτ· η παραίτηση του κράτους από σημαντικές λειτουργίες και η παράδοσή τους σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η οποία επιβλήθηκε βίαια από τον άνευ όρων ανταγωνισμό για την προσέλκυση επενδύσεων, σε συνδυασμό με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, τα σύμφωνα δημοσιονομικής και οικονομικής σταθερότητας, αλλά και με το σκληρό νόμισμα, καθώς και η πίεση της ΕΕ σε τρίτες χώρες για φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου, επιτρέπουν στις ευέλικτες και λιγνές επιχειρήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού (όπως περιγράφει τις γερμανικές επιχειρήσεις ο Γκέρχαρτ Σρέντερ στην αυτοβιογραφία του μετά την «Ατζέντα 2010») να αντέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές αγορές, τους ανοίγουν την πρόσβαση σε φτηνά δάνεια και διευκολύνουν τις συμμετοχές — με δυο λόγια: ενισχύουν τη δύναμη κρούσης αυτών των κεφαλαίων. Αυτό εξασφαλίζει, αν όχι στη Γερμανία, πάντως στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο συμβολίζει η Γερμανία, υψηλό κύρος και παθιασμένους υποστηρικτές – όχι μόνο στις τάξεις εκείνων που ωφελούνται άμεσα από αυτή την πολιτική λόγω ιδιοκτησίας ή λόγω ισχυρής πολιτικής θέσης, αλλά και σε πολλούς που ευνοούνται πραγματικά ή υποθετικά σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο — όπως οι νέοι που θέλουν να κάνουν καριέρα και πιστεύουν ότι οι νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα τούς εξασφαλίζουν καλύτερες προοπτικές· όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι που για πρότυπο έχουν τον πρώην συνάδελφό τους στο γραφείο, ο οποίος πούλησε σε συνταξιούχους τίτλους υψηλού ρίσκου και κέρδισε έτσι μεγάλο μπόνους. Η στάση αυτή τους οδηγεί να υποστηρίζουν την αντίστοιχη πολιτική, όχι όμως και να εγκρίνουν την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη. Ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το αντίθετο: αυτές οι αρχές τις οποίες εκπροσωπεί η Γερμανία θρέφουν των ευρω-σκεπτικισμό σε όλα τα κράτη-μέλη και υποσκάπτουν τα θεμέλια πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί, πιθανώς, μια ηγεμονία.
Η σημερινή πολυπολικότητα και η εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού
Είναι καιρός τώρα να αναρωτηθούμε τι σημαίνει τελικά η ηγεμονία για τον ηγεμόνα ή, ακριβέστερα, σε τι αποσκοπεί ο ηγεμόνας όταν αξιώνει την ηγεμονία. Στον σημερινό απολικό κόσμο –ας μου επιτραπεί η έκφραση, γιατί, όπως και να εκτιμήσει κανείς τη θέση των ΗΠΑ, μια μονοπολική κατάσταση αποκλείεται εξ ορισμού– δεν υπάρχει ο ανταγωνισμός των συστημάτων που οδήγησε τότε σε διαρκή πόλωση με μαζική απήχηση. Με αυτό το δεδομένο, το μοντέλο της πολυπολικότητας μού φαίνεται ότι αποτελεί οικοδόμημα που υπηρετεί οικονομικοπολιτικούς στόχους και, παρά τις διαφορές στις ιστορικές εποχές και στους συσχετισμούς δυνάμεων, θυμίζει περισσότερο την παγκόσμια τάξη την εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού και θα έπρεπε να μας κάνει καχύποπτους: είναι πολύ πιθανό η πολιτική επιστήμη και ο επιστημονικός κλάδος των διεθνών σχέσεων να την έχουν πατήσει. Γνωρίζουμε βέβαια ότι τέτοιες πλάνες δεν είναι προϊόντα συνωμοσίας, αλλά γεννιούνται στα μυαλά των ανθρώπων ως εξηγήσεις περίπλοκων φαινομένων και καλλιεργούνται και διαδίδονται από τη μη κριτική και θετικιστική επιστήμη — αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες.
Εννοώ ότι πιθανόν να βρισκόμαστε μπροστά σε έναν αγώνα για τη μοιρασιά του κόσμου, με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς των πρώτων αποικιοκρατικών πολέμων και από εκείνους του τέλους του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εξίσου μεγάλη ένταση αλλά μεγαλύτερους κινδύνους. Σε τέτοιους αγώνες δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε με σαφήνεια πού τελειώνουν τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα και πού αρχίζει η προληπτική εξασφάλιση της ηγεσίας ή τα συμφέροντα εξουσίας των πολιτικών ελίτ. Στη βάση αυτή, ενός αγώνα για τη μοιρασιά του κόσμου, που μόλις αρχίζει, εμφανίζονται ξανά οι θεωρίες των μεγάλων χώρων, οι οποίες έρχονται να δικαιολογήσουν φιλοδοξίες για ηγεμονία, για ηγεσία ή τέλος πάντων για πρόσκτηση μεγάλης δύναμης. Η αξίωση της Ρωσίας για ηγεμονία στη λεγόμενη Ευρασία και η δικαιολόγησή της είναι χαρακτηριστική μιας θεωρίας που φαινόταν ότι είχε θαφτεί και ξεχαστεί μαζί με τον Καρλ Σμιτ και την εποχή του.
Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Εξωτερικής Πολιτικής του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ με θέμα «Ηγεμονία και πολυπολικότητα», Πότσνταμ 11-12.10. 2012.