Η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) είναι η συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ την οποία παράγει και αναπαράγει η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή του) και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η δήθεν δημοκρατία που στηρίζεται στις αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης
ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
Τρίτη 12 Ιουνίου 2012
Όταν θα ξυπνήσετε θα είναι αργά...
http://swell-swell.blogspot.gr
Απευθύνομαι στους δικαστές. Που παρακολουθούν ατάραχοι, κάτι σαν τον
Πάκη, αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες βδομάδες με τους επίδοξους
δολοφόνους της Χρυσής Αυγής. Αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου και
την είσοδο της Χ.Α. στη Βουλή, άρχισε ένα πογκρόμ κατά των μεταναστών,
με επιθέσεις στο δρόμο, σε πάρκα και πλατείες, αλλά και εισβολές σε
σπίτια. Τα ξημερώματα μπήκαν 20 Χρυσαυγίτες σε σπίτι που έμεναν 5
Αιγύπτιοι ψαράδες στο Κερατσίνι. Οι 4 κατάφεραν να ξεφύγουν. Ο πέμπτος,
που κοιμόταν στην ταράτσα της μονοκατοικίας, δεν άκουσε τους Χρυσαυγίτες
και μετά την "περιποίηση" που του πρόσφεραν, νοσηλεύεται σε σοβαρή
κατάσταση στο Τζάνειο.
Το περιστατικό αυτό έρχεται να προστεθεί στα δεκάδες παρόμοια
περιστατικά του τελευταίου μήνα. Και η δικαιοσύνη την έχει δει "Πάκης"
και παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά τα τεκταινόμενα. Δύο τινά μπορούν να
συμβαίνουν. Ή η δικαισύνη θεωρεί ότι κάποια στιγμή οι Χρυσαυγίτες θα
εκτονωθούν και θα σταματήσουν αυτά τα φαινόμενα, ή αφήνει τους
Χρυσαυγίτες να κάνουν αυτό που θέλουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν τα δύο
πρώην μεγάλα κόμματα. Να "καθαρίσουν" τον τόπο από τους μετανάστες. Για
τη ΝΔ, αυτό το θεωρώ πολύ πιθανό αφού έχει εντάξει στο κόμμα, θιασώτες
έργω και λόγω, της πολιτικής της Χ.Α, όπως ο Γεωργιάδης και ο Βορίδης.
Για τον τελευταίο, μάλιστα, κυκλοφορεί η πληροφορία ότι ήταν δάσκαλος
του "άντρακλα" Κασιδιάρη.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχολόγος, για να καταλάβει το ποιόν και
το ηθικό "μεγαλείο" των ανθρώπων που συνόδευσαν χθες τον Κασιδιάρη στην
Εισαγγελία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης, για να προβλέψει
ότι αυτή η κατάσταση σύντομα θα βρει την απάντησή της με το ίδιο
"νόμισμα"... Αλλά τότε θα είναι ήδη πολύ αργά για τη δικαιοσύνη και την
έννομη τάξη...
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012
Κον-Μπεντίτ.Ο οικολόγος του ΝΑΤΟ, των πυρηνικών και της Ε.Ε
ΠΗΓΗ: http://contramee.wordpress.com
“Ταμείο κατά της Αγριότητας” για τους φτωχούς Έλληνες ιθαγενείς προτείνει ο Κον-Μπεντίτ
Πηγή: mediaoasis
Ψίχουλα φιλανθρωπίας προτείνει ο
Κον-Μπεντίτ για τους Έλληνες: 50 ευρώ το μήνα για κάθε παιδί που η
οικογένειά του ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή ενάμισι ευρώ
την ημέρα, δηλαδή ένα τζίζμπουργκερ (απ’τα McDonalds γιατί στα Goody’s
κάνει δύο ευρώ) και μισό ποτήρι γάλα (γιατί ένα γεμάτο ποτήρι θα ήταν
εξτρεμισμός).
Όχι μόνο αντιδραστική αλλά παιδαριώδης
αποκαλύπτεται η πολιτική σκέψη του ηγέτη των Ευρωπαίων Πρασίνων στη
συνέντευξη που παραχώρησε στο “Βήμα” αυτή την Κυριακή. Ο ίδιος
χαρακτηρίζει τη θέση του “τρίτο δρόμο… ανάμεσα σε αυτούς που
υποστηρίζουν τυφλά το μνημόνιο και εκείνους που το απορρίπτουν τελείως”
και αυτό το δρόμο συνιστά να ακολουθήσουν οι Έλληνες Πράσινοι ώστε να
απαλυνθεί “το κοινωνικό σοκ” που προκάλεσε το μνημόνιο. Έτσι, ζητά να
ιδρυθεί, με χρηματοδότηση από την ΕΕ, ένα “ταμείο κατά των αγριοτήτων”
για τους πάμπτωχους.
Ο άλλοτε “Κόκκινος Ντάνι” δεν διστάζει να
παίξει το χαρτί της τρομοκράτησης του ελληνικού λαού: αν ο ΣΥΡΙΖΑ
προχωρήσει σε μονομερή καταγγελία του μνημονίου, λέει, ότι θα προκύψει
χάος και “μια δυνατή διέξοδος από αυτό θα ήταν η επιβολή στρατιωτικής
δικτατορίας”.
“Στα μάτια των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ δεν
είμαι καν αριστερός”, συνεχίζει ο Κον-Μπεντίτ και εξηγεί ότι οι σχέσεις
του με την ελληνική Αριστερά ήταν από καιρό τεταμένες: “Εγώ ήμουν κατά
του Μιλόσεβιτς και της Σερβίας, οι Έλληνες αριστεροί υπέρ. Τότε
τουλάχιστον ήταν πολύ εθνικιστές”. Άλλη μια
βλακώδης υπεραπλούστευση του Ντάνι, που ταυτίζει την αντίθεση στη φονική
πολεμική επιδρομή του ΝΑΤΟ με τον… εθνικισμό και τη στήριξη στον
Μιλόσεβιτς. Φυσικά και δεν είναι αριστερός ο Μπεντίτ. Ούτε φυσικά
οικολόγος είναι. Θέλει πολύ θράσος να μιλάς για οικολογία στην Ελλάδα
όταν είσαι ο ιδεολογικός υπεύθυνος του βομβαρδισμού της Σερβίας με απεμπλουτισμένο ουράνιο.
Κυριακή 10 Ιουνίου 2012
Η (ασπρόμαυρη) Αθήνα του μέλλοντος μας;
http://www.theinsider.gr
Εκπληκτικές φωτογραφίες από την Αθήνα δημοσιεύει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Τίμοθι Φάντεκ με τίτλο "Κάτι βρωμάει
στην Αθήνα- Εικόνες μιας αποτυχημένης οικονομίας" παρουσιάζουν μια Αθήνα
παρακμιακή, μια Αθήνα που καταρρέει υπό το βάρος της φτώχειας και της
εγκληματικότητας.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θοδωρής Γεωργακόπουλος που "ανακάλυψε" τις φωτογραφίες στο site του αμερικανικού περιοδικού σχολιάσε: Δεν
έχουμε φτάσει ακόμα σε σημείο οι εικόνες αυτές του φωτογράφου Τίμοθι
Φάντεκ να περιγράφουν αντικειμενικά και πλήρως ολόκληρη την κοινωνία
μας, ή έστω και το κέντρο της Αθήνας από μόνο του. Αλλά προς τα εκεί
οδεύουμε, και πλέον γίνεται σαφές ότι έχουμε ξεπεράσει και τα τελευταία
σημεία επιστροφής, έχουμε σπαταλήσει και τις τελευταίες ευκαιρίες
σωτηρίας, και δεν έχουμε καμία ελπίδα πια. Φοβάμαι πως δυστυχώς η χώρα
αυτή τελείωσε. Πολύ σύντομα, ολόκληρη θα είναι περίπου έτσι..
Προοπτικές και κίνδυνοι για μια αριστερή κυβέρνηση-Κώστας Λαπαβίτσας
ΠΗΓΗ : http://contramee.wordpress.com
Προοπτικές και κίνδυνοι για μια αριστερή κυβέρνηση-Κώστας Λαπαβίτσας
Εφημ.ΑΥΓΗ
Είναι απολύτως απαραίτητο να μην ενδώσει
μια αριστερή κυβέρνηση στις πιέσεις, αν πραγματικά νοιάζεται την Ελλάδα
και τον λαό της. Διότι η υποχώρηση θα σημάνει καταστροφή – πολιτική,
κοινωνική και οικονομική. Για να το πετύχει όμως αυτό θα χρειαστεί
γενική και αποφασιστική λαϊκή κινητοποίηση
Η εκλογική άνοδος του
ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο αισιόδοξη πολιτική εξέλιξη από την αρχή της
γιγαντιαίας κρίσης της Ευρωζώνης. Το δίλημμα των εκλογών της 17ης
Ιουνίου είναι ξεκάθαρο. Αν σχηματιστεί αριστερή κυβέρνηση που θα
εφαρμόσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει η δυνατότητα
αφενός να βγει η Ελλάδα από την κρίση και αφετέρου να δρομολογηθεί νέα
πορεία για την υπόλοιπη Ευρώπη. Αν σχηματίσει κυβέρνηση ο μετριότατος κ.
Σαμαράς, η χώρα θα συνεχίσει ακάθεκτη προς την κατάρρευση, που όλα
δείχνουν πως δεν θα αργήσει.
Τις τελευταίες μέρες
έγινε ξεκάθαρο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους ότι η κρίση είναι
πανευρωπαϊκή και όχι απλώς ελληνική. Δεν ευθύνεται ο ελληνικός δημόσιος
τομέας ούτε η ελληνική διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις για την
τεράστια αναταραχή. Το πρόβλημα έχει να κάνει, πρώτον, με την παγκόσμια
κρίση που ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ και, δεύτερον, με τους μηχανισμούς
του ευρώ που διαμεσολάβησαν και επέτειναν την κρίση στην Ευρώπη. Μετά
από δύο χρόνια συνεχούς άρνησης και θεωρητικών ακροβασιών -από τα δεξιά,
αλλά δυστυχώς και από τα αριστερά- η σκληρή πραγματικότητα σταδιακά
γίνεται αποδεκτή από όλους. Ο λόγος είναι απλός. Τη στιγμή αυτή η
Ισπανία χρειάζεται ίσως 250-300 δισ. ευρώ τα οποία δεν θα μπορέσει να
βρει στις ανοιχτές αγορές και άρα μάλλον θα μπει στο πρόγραμμα
“διάσωσης”.
Θα ακολουθήσει βίαιη
γενίκευση της κρίσης του ευρώ που θα φέρει νέα δεδομένα στην Ευρώπη. Δύο
παράγοντες έχουν καταλυτική σημασία. Ο πρώτος είναι τα συμφέροντα του
χρηματοπιστωτικού τομέα και κυρίως των τραπεζών. Στην ουσία το τραπεζικό
σύστημα της Ισπανίας είναι χρεωκοπημένο, αλλά και της Γερμανίας είναι
κάθε άλλο παρά υγιές.
Οι δυνατότητες για τους κυβερνώντες δεν
είναι πολύ μεγάλες. Η παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ, την οποία πολλοί
θεωρούν ως ένα είδος μαγικού ραβδιού, δεν μπορεί βέβαια να λύσει το
πρόβλημα της φερεγγυότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών. Το μόνο που μπορεί
να κάνει είναι να επιτρέψει την τεχνητή αναπνοή, όπως ήδη γίνεται με τις
ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες χρειάζονται νέα κεφάλαια για να
διορθώσουν τους ισολογισμούς τους και αυτά μπορούν να προέλθουν μόνο από
το κράτος, δηλαδή από τη φορολογία.
Εδώ όμως εμφανίζεται
αμέσως ο δεύτερος παράγοντας, δηλαδή η έλλειψη πανευρωπαϊκού κράτους.
Ποια χώρα θα δεχτεί να χρηματοδοτήσει με τα λεφτά των φορολογουμένων της
τις τράπεζες μιας άλλης, χωρίς σκληρό αντάλλαγμα; Και ποια χώρα θα
δεχτεί αδιαμαρτύρητα την άφιξη κάποιου ξένου γραφειοκράτη, ο οποίος θα
κομίζει εντολές για το κλείσιμο τραπεζών;
Όποιος νομίζει ότι μπορεί να φτιαχτεί
ένας τέτοιος μηχανισμός στα γρήγορα, ώστε να δημιουργηθούν γεγονότα επί
του εδάφους τα οποία θα ωθήσουν την Ευρώπη προς την ενοποίηση, απλώς
δείχνει πόσο άσκεφτος ή πανικόβλητος είναι. Αυτός ο τυχοδιωκτισμός
έστησε και το τερατούργημα της νομισματικής ένωσης που έχει φέρει την
Ευρώπη στα πρόθυρα της καταστροφής. Διότι η βασική αιτία της έλλειψης
ενιαίου ευρωπαϊκού κράτους είναι η έλλειψη ενιαίου ευρωπαϊκού έθνους.
Οι λαοί της Ευρώπης δεν
θέλουν τη δημιουργία ενιαίου έθνους, ή ενιαίου “δήμου”, ενώ βεβαίως
επιθυμούν τη συνεργασία ή και τη συναδέλφωση. Ούτε και μπορούν τα έθνη
να δημιουργηθούν στα κρυφά ή στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των Βρυξελλών.
Αν το επόμενο διάστημα ληφθούν βεβιασμένες αποφάσεις που θα προδικάζουν
την ταχεία εμφάνιση δημοσιονομικής ένωσης, η Ευρώπη θα μπει σε
εξαιρετικά επικίνδυνη πορεία που κάλλιστα μπορεί να περιλαμβάνει
πολιτική, διπλωματική, ακόμη και στρατιωτική ένταση. Ο λόγος είναι,
φυσικά, ότι ο τελικός λογαριασμός θα καταλήξει στη Γερμανία, είτε λόγω
διάσωσης των τραπεζών είτε λόγω αθέτησης πληρωμών από πλευράς των χωρών
της περιφέρειας.
Δεδομένων αυτών των
συνθηκών, η Γερμανία, που είναι η πραγματική πηγή ισχύος στην ΟΝΕ,
βρίσκεται ενώπιον μέγιστου προβλήματος. Η οικονομία της παρουσιάζει
μέτρια εγχώρια απόδοση, αλλά μεγάλη εξαγωγική επιτυχία, κυρίως προς τις
χώρες της Ασίας, τα τελευταία τρία χρόνια. Το τραπεζικό της σύστημα
παραμένει εξαιρετικά επισφαλές. Η έκθεση της χώρας στο χρέος της
περιφέρειας της ΟΝΕ είναι ήδη τεράστια, αν συνυπολογίσουμε τον δανεισμό
της Μπούντεσμπανκ προς τις άλλες κρατικές τράπεζες. Όσο κι αν ξαφνιάζει
πολλούς στην Ελλάδα, υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης της γερμανικής
φερεγγυότητας, αν συνεχιστεί η μεγέθυνση της έκθεσης σε προβληματικό
χρέος άλλων.
Συνεπώς καμία λύση της
κρίσης που θα περιλαμβάνει νέες δαπάνες ή γενναιόδωρο δανεισμό σε
πανευρωπαϊκή βάση δεν πρόκειται να γίνει εύκολα αποδεκτή από γερμανικής
πλευράς. Η γερμανική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται πολύ καλά το πιθανό
κόστος για την ίδια. Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, ότι θα συνεχίσει να
επιμένει στην πολιτική της λιτότητας που μετακυλίει το κόστος στους
άλλους.
Με την πολιτική αυτή διακινδυνεύει φυσικά
την κατάρρευση της ΟΝΕ ή την έξοδο μιας ή περισσοτέρων χωρών. Το
πιθανότερο όμως είναι ότι η γερμανική άρχουσα τάξη θα το ρισκάρει και,
αν όντως προκύψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα επιχειρήσει να
ελαχιστοποιήσει το κόστος για την ίδια στις νέες συνθήκες. Δεν είναι
ασυνήθιστο για μια άρχουσα τάξη να αντιδρά με τέτοιο τρόπο. Στο
κάτω-κάτω αυτό έκανε και η ελληνική, όταν το 2010 αρνήθηκε διαρρήδην να
δεχτεί την προοπτική της εξόδου, προτίμησε να ρισκάρει εντός της ΟΝΕ κι
έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Με αυτά τα δεδομένα, μιά
αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, που θα προχωρήσει, ως οφείλει, στην
κοινοβουλευτική ακύρωση των Μνημονίων και στη σταδιακή διαγραφή του
χρέους, θα αποτελέσει τρομακτική πρόκληση για τη γερμανική πλευρά. Το
τελεσίγραφο που θα κηρύσσει αδυσώπητο πόλεμο θα φτάσει αμέσως, πιθανώς
την άλλη μέρα. Άρα τι μέλλει γενέσθαι;
Είναι απολύτως
απαραίτητο να μην ενδώσει μια αριστερή κυβέρνηση στις πιέσεις, αν
πραγματικά νοιάζεται την Ελλάδα και τον λαό της. Διότι η υποχώρηση θα
σημάνει καταστροφή – πολιτική, κοινωνική και οικονομική. Για να το
πετύχει όμως αυτό θα χρειαστεί γενική και αποφασιστική λαϊκή
κινητοποίηση. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν οι
πιέσεις. Θα χρειαστεί επίσης εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο θα πρέπει να
περιλαμβάνει την έξοδο από το ευρώ, που μπορεί να επιβληθεί εκ των
πραγμάτων. Η έξοδος δεν εμπίπτει βέβαια στην τρέχουσα στρατηγική του
ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα πρόκειται για το άκρον άωτον της ανευθυνότητας να μην
υπάρξει πρόβλεψη για λειτουργικό εναλλακτικό σχέδιο. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ
οφείλει να προετοιμάζεται η ίδια, όπως και να προετοιμάζει τον ελληνικό
λαό. Μπροστά μας έχουμε βαρομετρικό χαμηλό.
Το θετικό είναι ότι
υπάρχει η γνώση, η εμπειρία και η θέληση διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας,
ώστε να αντιμετωπιστεί και αυτό το ενδεχόμενο. Ό,τι και να λέει η
τρομοκρατία των ΜΜΕ, όσα προχειρογραμμένα σκαριφήματα περί κόλασης της
δραχμής και να δημοσιεύσουν οι οικονομολόγοι της Εθνικής Τράπεζας, η
πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει
την καταιγίδα, αρκεί να υπάρξει κοινωνική συσπείρωση και αποτελεσματική
αριστερή ηγεσία.
Δεν πρόκειται ο ελληνικός λαός να μείνει
ξεκρέμαστος, όσο κι αν ωρύονται αυτοί που μας έφεραν εδώ. Οι εκλογές της
17ης μπορούν να μας γλιτώσουν από την καταστροφή και να ανοίξουν
καινούργιο δρόμο για τα λαϊκά στρώματα.
Με το μελλον το δικο μας ΔΕΝ ΠΑΙΖΟΥΜΕ!!!
"Με το μελλον των παιδιων τους δεν παιζουνε"...ΟΥΤΕ ΕΜΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ !!!
Σάββατο 9 Ιουνίου 2012
Étienne Balibar: Europe is a dead political project/ H Ευρώπη είναι ένα νεκρό πολιτικό σχέδιο
http://www.guardian.co.uk
This is the beginning of the end for the EU unless it can find the capacity to start again on radically new bases
This is the beginning of the end for the EU unless it can find the capacity to start again on radically new bases
Within a single month, we have witnessed Prime Minister George Papandreou of Greece announcing his country's
possible default, an expansive European rescue loan offered to him on
the condition of devastating budget cuts, soon followed by the
"downgraded rating" of the Portuguese and Spanish debts,
a threat on the value and the very existence of the euro, the creation
(under strong US pressure) of a European security fund worth €750bn, the
Central European Bank's decision (against its rules) to redeem
sovereign debts, and the announcement of budget austerity measures in
several member states.
Clearly, this is only the beginning of the crisis. The euro is the weak link in the chain, and so is Europe itself. There can be little doubt that catastrophic consequences are coming.
In response, the Greek protests have been fully justified. First, we have been witnessing a denunciation of the whole Greek people. Second, once again the government has betrayed its electoral promises, without any form of democratic debate. Lastly, Europe did not display any real solidarity towards one of its member states, but imposed on it the coercive rules of the IMF, which protect not the nations, but the banks.
The Greeks were the first victims, but they will hardly be the last, of a politics of "rescuing the European currency" – measures which all citizens ought to be allowed to debate, because all of them will be affected by the outcome. However, to the extent that it exists, the discussion is deeply biased, because essential determinations are hidden or dismissed.
In its current form, under the influence of the dominant social forces, the European construction may have produced some degree of institutional harmonisation, and generalised some fundamental rights, which is not negligible, but, contrary to the stated goals, it has not produced a convergent evolution of national economies, a zone of shared prosperity. Some countries are dominant, others are dominated. The peoples of Europe may not have antagonistic interests, but the nations increasingly do.
Second, any Keynesian strategy to generate public "trust" in the economy rests on three interdependent pillars: a stable currency, a rational system of taxes, but also a social policy, aiming at full employment. This third aspect is systematically ignored in most current commentaries.
Furthermore, all this debate concerning the euro monetary system and the future of Europe will remain entirely abstract unless it is articulated to the real trends of globalisation, which the financial crisis will powerfully accelerate, unless they are politically addressed by the peoples which they affect and their leaders.
We are witnessing a transition from one form of international competition to another: no longer (mainly) a competition among productive capitals, but a competition among national territories, which use tax exemptions and pressure on the wages of labour to attract more floating capital than their neighbours.
Now, clearly, whether Europe works as an effective system of solidarity among its members to protect them from "systemic risks", or simply sets a juridical framework to promote a greater degree of competition among them, will determine the future of Europe politically, socially, and culturally.
But there is a second tendency: a transformation of the international division of labour, which radically destabilises the distribution of employment in the world. This is a new global structure where north and south, east and west are now exchanging their places. Europe, or most of it, will experience a brutal increase of inequalities: a collapsing of the middle classes, a shrinking of skilled jobs, a displacement of "volatile" productive industries, a regression of welfare and social rights, and a destruction of cultural industries and general public services. This will precipitate a return to the ethnic conflicts which the European construction wanted to overcome forever.
We cannot, accordingly, but ask the question: is this the beginning of the end for the EU, a construction that started 50 years ago on the basis of an age-old utopia, but now proves unable to fulfil its promises? The answer, unfortunately, is yes: sooner or later, this will be inevitable, and possibly not without some violent turmoil. Unless it finds the capacity to start again on radically new bases, Europe is a dead political project.
But the breaking of the EU would inevitably abandon its peoples to the hazards of globalisation to an even greater degree. Conversely, a new foundation of Europe does not guarantee any success, but at least it gives her a chance of gaining some geopolitical leverage. With one condition, however: that all the challenges involved in the idea of an original form of post-national federation are seriously and courageously met. These involve setting up a common public authority, which is neither a state nor a simple "governance" of politicians and experts; securing genuine equality among the nations, thus fighting against reactionary nationalisms; and above all reviving democracy in the European space, thus resisting the current processes of "de-democratisation" or "statism without a State", produced by neoliberalism.
Something obvious should have been long acknowledged: there will be no progress towards federalism in Europe (the one that is now advocated by some, and rightly so) if democracy itself does not progress beyond the existing forms, allowing an increased influence for the people(s) in the supranational institutions. Does this mean that, in order to reverse the course of recent history, to shake the lethargy of a decaying political construction, we need something like a European populism, a simultaneous movement or a peaceful insurrection of popular masses who will be voicing their anger as victims of the crisis against its authors and beneficiaries, and calling for a control "from below" over the secret bargainings and deals made by markets, banks, and states? Yes indeed. I agree that it can lead to other catastrophes. But the risk is greater if nationalism prevails in whichever form.
In this part of the world, such forces were traditionally called "the left". But the European left is also now bankrupt. In the broader political space, stretching across borders, that is now relevant, it has lost every capacity to express social struggles or launch emancipatory movements. It has surrendered to the dogmas and rationales of neoliberalism. Consequently it has been ideologically disintegrated. Deprived of any strong popular support, those parties which represent it nominally are now powerless spectators of the crisis, for which they offer no specific or collective response.
We may well wonder, in these conditions, what is going to happen when the crisis enters its next phases? There will be protest movements, almost certainly, but they will find themselves isolated, and possibly they will become deviated towards violence, or recuperated by racism and xenophobia (which are already surging all around us). But the question also concerns intellectuals: what should and could be a democratically elaborated political action against the crisis at the European level? It is the task of progressive intellectuals, whether they see themselves as reformists or revolutionaries, to discuss this subject and take risks. If they fail to do it, they will have no excuse.
• This is an edited version of an article which will be published in full in the June issue of the online journal Theory and Event (Johns Hopkins University Press)
Clearly, this is only the beginning of the crisis. The euro is the weak link in the chain, and so is Europe itself. There can be little doubt that catastrophic consequences are coming.
In response, the Greek protests have been fully justified. First, we have been witnessing a denunciation of the whole Greek people. Second, once again the government has betrayed its electoral promises, without any form of democratic debate. Lastly, Europe did not display any real solidarity towards one of its member states, but imposed on it the coercive rules of the IMF, which protect not the nations, but the banks.
The Greeks were the first victims, but they will hardly be the last, of a politics of "rescuing the European currency" – measures which all citizens ought to be allowed to debate, because all of them will be affected by the outcome. However, to the extent that it exists, the discussion is deeply biased, because essential determinations are hidden or dismissed.
In its current form, under the influence of the dominant social forces, the European construction may have produced some degree of institutional harmonisation, and generalised some fundamental rights, which is not negligible, but, contrary to the stated goals, it has not produced a convergent evolution of national economies, a zone of shared prosperity. Some countries are dominant, others are dominated. The peoples of Europe may not have antagonistic interests, but the nations increasingly do.
Second, any Keynesian strategy to generate public "trust" in the economy rests on three interdependent pillars: a stable currency, a rational system of taxes, but also a social policy, aiming at full employment. This third aspect is systematically ignored in most current commentaries.
Furthermore, all this debate concerning the euro monetary system and the future of Europe will remain entirely abstract unless it is articulated to the real trends of globalisation, which the financial crisis will powerfully accelerate, unless they are politically addressed by the peoples which they affect and their leaders.
We are witnessing a transition from one form of international competition to another: no longer (mainly) a competition among productive capitals, but a competition among national territories, which use tax exemptions and pressure on the wages of labour to attract more floating capital than their neighbours.
Now, clearly, whether Europe works as an effective system of solidarity among its members to protect them from "systemic risks", or simply sets a juridical framework to promote a greater degree of competition among them, will determine the future of Europe politically, socially, and culturally.
But there is a second tendency: a transformation of the international division of labour, which radically destabilises the distribution of employment in the world. This is a new global structure where north and south, east and west are now exchanging their places. Europe, or most of it, will experience a brutal increase of inequalities: a collapsing of the middle classes, a shrinking of skilled jobs, a displacement of "volatile" productive industries, a regression of welfare and social rights, and a destruction of cultural industries and general public services. This will precipitate a return to the ethnic conflicts which the European construction wanted to overcome forever.
We cannot, accordingly, but ask the question: is this the beginning of the end for the EU, a construction that started 50 years ago on the basis of an age-old utopia, but now proves unable to fulfil its promises? The answer, unfortunately, is yes: sooner or later, this will be inevitable, and possibly not without some violent turmoil. Unless it finds the capacity to start again on radically new bases, Europe is a dead political project.
But the breaking of the EU would inevitably abandon its peoples to the hazards of globalisation to an even greater degree. Conversely, a new foundation of Europe does not guarantee any success, but at least it gives her a chance of gaining some geopolitical leverage. With one condition, however: that all the challenges involved in the idea of an original form of post-national federation are seriously and courageously met. These involve setting up a common public authority, which is neither a state nor a simple "governance" of politicians and experts; securing genuine equality among the nations, thus fighting against reactionary nationalisms; and above all reviving democracy in the European space, thus resisting the current processes of "de-democratisation" or "statism without a State", produced by neoliberalism.
Something obvious should have been long acknowledged: there will be no progress towards federalism in Europe (the one that is now advocated by some, and rightly so) if democracy itself does not progress beyond the existing forms, allowing an increased influence for the people(s) in the supranational institutions. Does this mean that, in order to reverse the course of recent history, to shake the lethargy of a decaying political construction, we need something like a European populism, a simultaneous movement or a peaceful insurrection of popular masses who will be voicing their anger as victims of the crisis against its authors and beneficiaries, and calling for a control "from below" over the secret bargainings and deals made by markets, banks, and states? Yes indeed. I agree that it can lead to other catastrophes. But the risk is greater if nationalism prevails in whichever form.
In this part of the world, such forces were traditionally called "the left". But the European left is also now bankrupt. In the broader political space, stretching across borders, that is now relevant, it has lost every capacity to express social struggles or launch emancipatory movements. It has surrendered to the dogmas and rationales of neoliberalism. Consequently it has been ideologically disintegrated. Deprived of any strong popular support, those parties which represent it nominally are now powerless spectators of the crisis, for which they offer no specific or collective response.
We may well wonder, in these conditions, what is going to happen when the crisis enters its next phases? There will be protest movements, almost certainly, but they will find themselves isolated, and possibly they will become deviated towards violence, or recuperated by racism and xenophobia (which are already surging all around us). But the question also concerns intellectuals: what should and could be a democratically elaborated political action against the crisis at the European level? It is the task of progressive intellectuals, whether they see themselves as reformists or revolutionaries, to discuss this subject and take risks. If they fail to do it, they will have no excuse.
• This is an edited version of an article which will be published in full in the June issue of the online journal Theory and Event (Johns Hopkins University Press)
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012
Αντιμέτωποι με την κρίση: ο Γκράμσι και η πολιτική της ηγεμονίας σήμερα
http://aristeroextreme.blogspot.gr
του Peter Thomas / Μετάφραση Παναγιώτης Σωτήρης
Σε μια εποχή κρίσης, στο μεσοδιάστημα
όπου ένας παλιός κόσμος πεθαίνει και ένας νέος κόσμος παλεύει να
γεννηθεί, χρειαζόμαστε το θεωρητικό στοχασμό που θα μπορέσει να μας
βοηθήσει να κατανοήσουμε την κοινωνική και πολιτική συγκυρία.
Χρειαζόμαστε τη θεωρία για να μπορέσουμε αποσαφηνίσουμε τα συγκεκριμένα
πολιτικά καθήκοντα που είναι μπροστά μας σήμερα και να διαμορφώσουμε ένα
μακροπρόθεσμο σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού. Αυτό που θέλω να
προτείνω απόψε, είναι ότι η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι αποτελεί
μια πολύτιμη θεωρητική πηγή μέσα στην επαναστατική μαρξιστική παράδοση
που μπορεί να μας βοηθήσει τόσο να αποσαφηνίσουμε τη φύση της τρέχουσας
κρίσης όσο και να την αντιμετωπίσουμε πολιτικά. Είναι μια κρίση που
διαπερνά πολλές χώρες και εκφράζεται με πολλές διαφορετικές εθνικές
μορφές, όμως κατά βάθος είναι μια κρίση όχι απλώς κυβερνήσεων ή
ιδεολογιών, αλλά του ίδιου του διεθνούς καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
και της αρχής γύρω από την οποία είναι οργανωμένος: είναι η ιστορική
κρίση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, ή των
εργατικών τάξεων, ως του θεμελίου των σύγχρονων κοινωνιών.
Πρώτον, ο Γκράμσι κληρονόμησε την έννοια
της ηγεμονίας ως κοινωνικής και πολιτικής ηγεσίας απευθείας από τις
συζητήσεις της Ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας και ιδίως τις παρεμβάσεις του
ίδιου του Λένιν. Σε εκείνο το πλαίσιο η ηγεμονία σήμαινε την ικανότητα
της εργατικής τάξης να παρέχει ηγεσία σε όλες τις άλλες κοινωνικές
τάξεις στη Ρωσία. Ως ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο
Γκράμσι εργάστηκε για να μεταφράσει αυτή την οπτική στη δική του
πολιτική του πραγματικότητα, ως μια πολιτική ηγεσία των εργατικών τάξεων
που αποσκοπούσε στο να επιλύσει τα θεμελιώδη κοινωνικοοικονομικά και
πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ιταλικός λαός. Ύστερα από τη
φυλάκισή του από το φασιστικό καθεστώς, στα Τετράδια της Φυλακής ο
Γκράμσι προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη ρωσική έννοια της ηγεμονίας ως
ένα αναλυτικό εργαλείο για να μπορέσει να καταλάβει τους τρόπους που οι
Ιταλικές και Ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις εγκαθίδρυσαν ιστορικά την
πολιτική τους εξουσία. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να στοχαστεί τα μαθήματα
που θα μπορούσαν να αντληθούν από αυτή την ιστορία για τις αριστερές
δυνάμεις που επεδίωκαν να κατοχυρώσουν τη δική τους ηγεμονία. Το
καθοριστικό για τον Γκράμσι ήταν να κατανοήσει την πολιτική όχι ως
πρακτική διαχείρισης ή διακυβέρνησης, αλλά ως πρακτική ηγεσίας. Διέκρινε
τουλάχιστον δύο είδη ηγεσίας. Στην περίπτωση της αστικής πολιτικής,
έχουμε το είδος της ηγεσίας που διατηρεί μια απόσταση ανάμεσα στους
ηγέτες και αυτούς που τους ακολουθούν. Στην περίπτωση της προλεταριακής
πολιτικής έχουμε το είδος της ηγεσίας που επιδιώκει να βοηθήσει τις
μάζες να εκφράσουν, εμβαθύνουν και δυναμώσουν την αυτόβουλη στράτευσή
τους στον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό τους. Το κρίσιμο είναι
ότι αυτό το είδος ηγεσίας για το Γκράμσι σήμαινε επίσης ότι οι ηγέτες
μαθαίνουν από τις ίδιες τις μάζες, σε μια διαρκή διαδικασία, στην οποία
οι ίδιοι εκπαιδευτές εκπαιδεύονται, για να χρησιμοποιήσουμε τη γεμάτη
νόημα φράση από τις Θέσεις για το Φόιερμπαχ του Μαρξ. Σήμερα, η ηγεμονία
ως πολιτική ηγεσία σημαίνει την ανάγκη να ακούσουμε, να μάθουμε και να
ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του πραγματικού ιστορικού κινήματος των
μαζών.
Είναι στο πλαίσιο αυτής της σύλληψης της
διακριτής φύσης της προλεταριακής ηγεμονίας που ο Γκράμσι εξελίσσει το
δεύτερο αποφασιστικό στοιχείο της θεωρίας του: την ηγεμονία ως ηγεμονικό
σχέδιο. Για τον Γκράμσι, ένα αυθεντικό ηγεμονικό σχέδιο δεν είναι απλώς
ένα σχέδιο για την επιρροή ή την προπαγάνδα. Αντίθετα, περιλαμβάνει τη
διαρκή κινητοποίηση και οργάνωση, στο πιο μεγάλο εύρος μετώπων, από το
ρητά πολιτικό, στο κοινωνικό, στους καθημερινούς τρόπους που σκεφτόμαστε
και βλέπουμε. Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσε ο Γκράμσι ήταν πώς
μπορούσε ένα ηγεμονικό σχέδιο να διαμορφωθεί μέσα από τον τεράστιο
πλούτο όλων των διαφορετικών ομάδων συμφερόντων – συχνά ακόμη και
αντιτιθέμενων ομάδων συμφερόντων – που συγκροτούσαν αυτό που αναφέρει ως
«οι υποτελείς κοινωνικές ομάδες», ή τις λαϊκές τάξεις με την πιο ευρεία
έννοια, δηλαδή όλες τις ομάδες ή τάξεις τις οποίες καταπιέζει και
εκμεταλλεύεται η τρέχουσα οργάνωση της κοινωνίας. Καθώς εξελίσσει αυτή
τη γραμμή έρευνας ο Γκράμσι ολοένα και περισσότερο υπογραμμίζει ότι η
ηγεμονία ως σχέδιο περιλαμβάνει κάτι που θυμίζει τις πιο αυστηρές μορφές
της σύγχρονης επιστημονικής πειραματικής πρακτικής. Η ηγεμονία, έτσι,
αντιπροσωπεύει ένα ερευνητικό σχέδιο για τη δημιουργία μιας νέας
προλεταριακής γνώσης. Οι δρώντες πολιτικοί φορείς που επιδιώκουν να
οικοδομήσουν μια ηγεμονική πρακτική πρέπει συνεχώς να κάνουν προτάσεις,
να τις δοκιμάζουν στην πράξη, να τις διορθώνουν και τις αναθεωρούν και
να δοκιμάζουν ξανά τις τροποποιημένες θέσεις τους σε χειροπιαστούς
πολιτικούς αγώνες. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μια συνεχή διαλεκτική
ανταλλαγή και αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πολιτική συγκυρία και τις
προσπάθειες να τη μετασχηματίσουν και, που είναι ακόμη πιο κρίσιμο,
ανάμεσα στους ηγέτες ενός πολιτικού κινήματος και αυτούς που συμμετέχουν
σε αυτό. Ένα τέτοιο επεκτεινόμενο πολιτικό σχέδιο συμπυκνώνεται για τον
Γκράμσι στη σύλληψή του για ένα νέο είδος πολιτικού κόμματος: το
«σύγχρονο Ηγεμόνα», ως μια ενεργητική αναμέτρηση με τον κόσμο, με σκοπό
τον μετασχηματισμό του και, ως ένα παιδαγωγικό εργαστήρι για την
ανάπτυξη νέων μορφών μιας δημοκρατικής και χειραφετητικής πολιτικής
πρακτικής. Ο «σύγχρονος Ηγεμόνας» για τον Γκράμσι είναι η μορφή της
πολιτικής ενός διαρκούς Ενιαίου Μετώπου των λαϊκών τάξεων, στο οποίο η
ενότητα επιτυγχάνεται ενεργητικά μέσα στον αγώνα, ακόμη – και ιδίως – σε
παραγωγικές συγκρούσεις. Σήμερα, η ηγεμονία ως ένα πολιτικό σχέδιο
σημαίνει να εργαστούμε προς το Ενιαίο Μέτωπο αυτών που το κίνημα Occupy
εμπνευσμένα ονόμασε το 99%, αναγνωρίζοντας ότι η μόνη ιστορικά
παραγωγική μορφή πολιτικής είναι μια μαζική πολιτική ικανή να στρατεύσει
και να οδηγήσει στην πολιτική δράση πλατιά στρώματα των λαϊκών τάξεων.
Όμως, ο Γκράμσι προχώρησε παραπέρα και
υποστήριξε ότι δεν είναι αρκετό να σκεφτόμαστε την ηγεσία γενικά ούτε να
σκεφτόμαστε το πολιτικό σχέδιο με αφηρημένους όρους. Αντίθετα, είναι να
αναγκαίο να φτιάξουμε τους συγκεκριμένους θεσμούς ενός ηγεμονικού
σχεδίου. Αυτό είναι το τρίτο κεντρικό στοιχείο της έννοιας της
ηγεμονίας. Για τον Γκράμσι αυθεντική πολιτική ηγεσία σημαίνει την
ανάληψη της ευθύνης να σφυρηλατήσουμε θεσμούς που είναι ικανοί να
συμπυκνώνουν και να εκφράζουν ένα πολιτικό σχέδιο σε όλα τα επίπεδα της
καθημερινής ζωής και σε μαζική βάση. Αυτή η οπτική συμπεριλάμβανε την
παραπέρα ανάπτυξη της έννοιας της ηγεμονίας που ο Γκράμσι είχε
κληρονομήσει από τις συζητήσεις στη Ρωσία και τη μετάφρασή της στη δική
του νέα έννοια του «ηγεμονικού μηχανισμού». Με αυτή τη στρατηγικά
αποφασιστική έννοια, ο Γκράμσι αναφέρεται σε μια σειρά από δομημένους
θεσμούς και οργανωτικές μορφές που μπορούν να επιτρέψουν σε μια
κοινωνική τάξη που έχει εμπιστοσύνη στο εφικτό των αιτημάτων και των
αξιών της να προσφέρει ευκαιρίες για δημοκρατική συμμετοχή στο σχέδιό
της σε όλο το εύρος της κοινωνίας. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει όχι απλώς
εμφανώς πολιτικές μορφές όπως είναι π.χ. ένα εκλογικό πρόγραμμα, αλλά
ακόμη και την άρθρωση αυτών των αιτημάτων με το πλήρες φάσμα της
κοινωνικής ζωής, από την καθημερινή ταξική πάλη στην παραγωγή, μέχρι τις
πολιτιστικές πρακτικές που μας κρατάνε και δίνουν νόημα στη ζωή, στις
μικρές ανώνυμες πράξης φιλοξενίας προς τον ξένο που συνιστούν την πιο
ευγενική παράδοση του διεθνούς εργατικού κινήματος. Μέσα από τις
ιστορικές μελέτες του ο Γκράμσι είχε παρατηρήσει τους σύνθετους τρόπους
με τους οποίους η αστική τάξη αναδύθηκε από την υποτελή συνθήκη της στη
φεουδαρχία, για να γίνει μια κοινωνική ομάδα ικανή να προσφέρει ηγεσία
στην κοινωνία ως σύνολο, δημιουργώντας τις νέες μορφές μέσω των οποίων
έγινε ικανή να κερδίσει στο δικό της σκοπό και αίτημα πολλές άλλες
κοινωνικές ομάδες που ήταν αποκλεισμένες από προηγούμενες μορφές
κατανομής της εξουσίας. Ο Γκράμσι είδε αυτή την ιστορική διαμόρφωση ενός
αστικού ηγεμονικού μηχανισμού σε πρωτοβουλίες όπως ήταν οι εφημερίδες,
οι εκδοτικοί οίκοι, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί, τα κοινωνικά σωματεία, οι
αθλητικές ομάδες και τα πολιτιστικά δίκτυα, κοντολογίς τη μεγάλη
ποικιλία των δραστηριοτήτων που δομούν και οργανώνουν τις σύγχρονες
κοινωνίες στην συνθετότητά τους «ως μια οργάνωση – από τα πάνω – ενώσεων
– από τα κάτω». Το ερώτημα που έθεσε ο Γκράμσι ήταν πώς μπορούμε
συγκεκριμένα να στοχαστούμε τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού δικτύου
προλεταριακών ηγεμονικών μηχανισμών, που δεν θα είναι αφιερωμένοι στην
υποστήριξη της τρέχουσας οργάνωσης της κοινωνίας με τις ανισότητές της,
αλλά αντίθετα θα άνοιγαν το δρόμο προς την κατάργηση των εκμεταλλευτικών
και καταπιεστικών κοινωνικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, τα λόγια των δικών
μας καιρών, πώς μπορεί ένας άλλος κόσμος να είναι όχι μόνο δυνατός αλλά
και εφικτός; Ποιοι είναι οι θεσμοί που απαιτούνται όχι μόνο για να
αντισταθούμε τώρα στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων ελπίζοντας να την
επαναστατικοποιήσουμε αύριο, αλλά και για πραγματώσουμε μια θεμελιώδη
αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας, σε μια διαδικασία διαρκούς επανάστασης
που πρέπει να αρχίσει ήδη από σήμερα; Σήμερα η διαμόρφωση ενός
ηγεμονικού μηχανισμού σημαίνει να οικοδομήσουμε μια τέτοια ισχυρή
σύνθεση του πολιτικού, του κοινωνικού, του πολιτιστικού και του
οικονομικού, έτσι που κάθε στοιχείο της πολιτικής μας πρακτικής να
ενισχύει και τα υποστηρίζει τα υπόλοιπα.
Καθώς ο Γκράμσι αναπτύσσει αυτή την
ανάλυση των θεσμικών μορφών προηγούμενων και πιθανών μελλοντικών μορφών
ηγεμονίας, η έννοια της ηγεμονίας του εργατικού κινήματος – το τέταρτο
θεμελιώδες στοιχείο της ολοκληρωμένης έννοιας της ηγεμονίας – παρέμεινε η
θεμελιώδης προοπτική του. Όντως, καθώς οι έρευνές του προχωρούν,
επιχειρηματολογεί όλο και πιο επιτακτικά υπέρ της ηγεμονίας του
εργατικού κινήματος. Με άλλα λόγια, για τον Γκράμσι δεν ήταν αρκετό να
οικοδομήσουμε ένα σχέδιο ηγεμονικής ηγεσίας που να αποτυπώνεται στους
συγκεκριμένους θεσμούς ενός ηγεμονικού μηχανισμού. Έπρεπε ακόμη αυτό να
είναι ριζωμένο μέσα στον κόσμο της εργασίας. Γιατί το έκανε αυτό; Σε
όλες τις έρευνές του ο Γκράμσι συνέχεια σημειώνει ότι ο νεωτερικός
κόσμος, με όλες τις νέες μορφές ελευθερίας και ανελευθερίας, διακρίνεται
θεμελιωδώς από όλους τους άλλους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς
επειδή είναι μια οργάνωση για την παραγωγή, συσσώρευση και επέκταση
τεραστίων ποσοτήτων κοινωνικού πλούτου και νέων μορφών κοινωνικού
πλούτου. Το πιο κρίσιμο είναι ότι ο Γκράμσι υπογραμμίζει τον
αποφασιστικό ρόλο που η εργασία παίζει σε αυτή την οργάνωση. Δεν είναι
απλώς ένα στοιχείο ή ένα συστατικό μέρος, ούτε απλώς η δραστηριότητα
μιας τάξης ή μιας μερίδας τάξης (της υποτιθέμενα «παραδοσιακής»
βιομηχανικής εργατικής τάξης του φορντισμού). Αντίθετα, η εργασία για
τον Γκράμσι, όπως και για τον Μαρξ, είναι μια κοινωνική σχέση που
καθορίζει – και επικαθορίζεται από – όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις
στις κοινωνίες μας. Επομένως, η εργασία, φαντάζει στον Γκράμσι ως ένα
από τα κεντρικά κομβικά σημεία στα οποία συμπυκνώνονται και εκφράζονται
οι δομές και οι αντιφάσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Η σύγχρονη
καπιταλιστική κοινωνία, από τις καθημερινές δραστηριότητες που αποτελούν
το «περιεχόμενό» της, στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις επιβολής
που επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως η «μορφή» τους, είναι αφιερωμένη στη
συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής
από μία τάξη, δηλαδή την πετυχημένη διεκδίκηση από την αστική τάξη του
νομικού δικαιώματος να προσπορίζεται την υπεραξία που παράγεται μέσα
στην χαρακτηριστική «άνιση ισότητα» της σχέσης ανάμεσα σε μισθωτή
εργασία και κεφάλαιο. Οποιοδήποτε κίνημα θέλει να μετασχηματίσει αυτή
την κοινωνία πρέπει να αναμετρηθεί με αυτή την θεμελιώδη οργανωτική
αρχή. Κατά πρώτον – και όχι σε τελική ανάλυση – πρέπει να αμφισβητήσει
την κυριαρχία μιας μειοψηφικής τάξης, στη βάση των συμφερόντων όλων των
άλλων τάξεων στην κοινωνία, με το να αντιμετωπίσει άμεσα και με
αποφασιστικότητα, αυτό που στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρεται ως το
«ζήτημα της ιδιοκτησίας». Σήμερα, η ηγεμονία του κινήματος της εργατικής
τάξης σημαίνει όχι μόνο τον αντινεοφιλελευθερισμό και τις πολιτικές της
αντίθεσης στη λιτότητα, ούτε ακόμη μόνο μια πολιτική εθνικοποιήσεων σε
ρήξη με την αγορά. Αυτό που θεμελιωδώς σημαίνει είναι να δώσουμε έμφαση
στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, να επιμείνουμε ότι μόνο μέσα από την
αναδιοργάνωση του κόσμου της παραγωγής, στη βάση του ελέγχου και της
ιδιοκτησίας από τους εργάτες, θα μπορέσουμε να προσφέρουμε εφικτές και
διαρκείς λύσεις στις εγγενείς κρισιακές τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής.
Πώς μπορούν αυτές οι οπτικές – η
ηγεμονία ως ηγεσία, η ηγεμονία ως σχέδιο, η ηγεμονία ως συγκεκριμένοι
θεσμοί και η ηγεμονία του εργατικού κινήματος – να επιτρέψουν να
αναμετρηθούμε με την τρέχουσα κρίση; Όπως έχουν δείξει τα διεθνή
γεγονότα των τελευταίων χρόνων, οι κοινωνίες μας παραμένουν θεμελιωδώς
στηριγμένες στη συσσώρευση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια στην
εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Οι ρίζες της τρέχουσας κρίσης δεν
είναι μόνο οι αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού και των διεφθαρμένων
εθνικών και διεθνών θεσμών του, αλλά μια περισσότερο θεμελιώδης αντίφαση
της διαίρεσης του σύγχρονου κόσμου σε μια κοινωνική και οικονομική
επικράτεια από τη μια και μια πολιτική επικράτεια από την άλλη, μια
ανισορροπία στις μορφές της ισότητας, ή μια ισότητα που τείνει να είναι
«άνιση». Αυτοί που έχουν ιδιοκτησία, προσπορίζονται πλούτο και
αποφασίζουν. Αυτοί που εργάζονται παραμένουν αποκλεισμένοι από τις
διαδικασίες απόφασης και διαβούλευσης για τις κοινές χρήσεις του πλούτου
που η δική τους εργασία παρήγαγε. Η έμφαση του Γκράμσι σε ένα
συγκεκριμένο ηγεμονικό σχέδιο και μηχανισμό του εργατικού κινήματος μας
δίνει έναν τρόπο να απαντήσουμε όχι μόνο στα άμεσα γεγονότα της
τρέχουσας κρίσης, αλλά και ακόμη στην πιο θεμελιώδη κρίση που είναι η
ίδια η δομούσα αρχή των κοινωνιών μας, μια αρχή που εξακολουθεί να
παράγει κρίσεις, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ο ίδιος
μια κοινωνικοπολιτική μορφή σε κρίση.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι
απλώς πειστικά εκλογικά προγράμματα, όσο σημαντικά και εάν είναι για να
κινητοποιηθούν οι μάζες στην πολιτική δράση, αλλά ένα ηγεμονικό σχέδιο
του εργατικού κινήματος που να απαντά στα θεμελιώδη αίτια αυτής της
κρίσης. Αυτό σημαίνει να αναπτύξουμε ένα σχέδιο για ένα εναλλακτικό
σύστημα οργάνωσης της παραγωγής και αναπαραγωγής: την ενεργό κατάργηση
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής μέσα από κατάληψη και
κατάσχεση των κεντρικών παραγωγικών μονάδων από εργατικά συμβούλια και
συνεταιρισμούς και στη συνέχεια την υπεράσπισή τους. Σημαίνει ένα σχέδιο
για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς το συμφέρον της μεγάλης
πλειοψηφίας της κοινωνίας: την εθνικοποίηση υπό εργατικό έλεγχο των
κέντρων παραγωγής και διανομής του κοινωνικού πλούτου στις κοινωνίες
μας, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού συστήματος. Σημαίνει να δείξουμε
πώς τέτοιες προτάσεις μπορούν με έναν απτό τρόπο να απαντήσουν και να
επιλύσουν στα θεμελιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειοψηφία
της κοινωνίας: την ανάδειξη της αλληλεγγύης στη θεμελιώδη οργανωτική
αρχή μιας νέας κοινωνίας. Με άλλα λόγια, σημαίνει ένα σχέδιο που
υλοποιείται «από τα κάτω», από την οπτική αλλά και με τη συμμετοχή όλων
όσοι σήμερα αποκλείονται από την τρέχουσα κατανομή της εξουσίας, την
ενεργητική συμμετοχή του 99%, δηλαδή της σύγχρονης εργατικής τάξης στην
πιο πλατιά έννοια.
Η βαθύτερη δομική κρίση των κοινωνιών
μας δεν θα επιλυθεί από κινήματα απλής αντίστασης ή διαμαρτυρίας, όσο
αποφασιστικά και εάν είναι για τη μακροπρόθεσμη επαναστατική διαδικασία.
Τέτοια κινήματα είναι απλώς η αναγκαία βάση για να ξεκινήσουμε να
πηγαίνουμε παραπέρα, προς την διαμόρφωση μιας άλλης μορφής κοινωνικής
οργάνωσης. Η δύναμη της μεγάλης «διαλεκτικής αλυσίδας» της ηγεμονικής
πολιτικής κατά τον Γκράμσι – από την ηγεσία στο σχέδιο στους θεσμούς
στην εργατική τάξη και πίσω πάλι, με κάθε στοιχείο να ενισχύει τα
υπόλοιπα – είναι το γεγονός ότι μας προσφέρει όχι μόνο έναν τρόπο να
αντιδράσουμε στην τρέχουσα κρίση, αλλά και μας βοηθά να επικεντρώσουμε
στις βαθύτερες προοπτικές που είναι αναγκαίες για αντιμετωπίσουμε τα
αίτιά της. Το να αναπτύξουμε ένα ηγεμονικό σχέδιο και μηχανισμό του
εργατικού κινήματος, ως μια νέα μορφή προλεταριακής ηγεσίας μέσα στην
κοινωνία, είναι σήμερα το θεμελιώδες πολιτικό καθήκον για την
προετοιμασία του επαναστατικού μετασχηματισμού – και η θεμελιώδης μορφή
μέσα στην οποία μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση όχι μόνο του
νεοφιλελευθερισμού αλλά και τη βαθύτερη καθημερινή κρίση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ο Peter Thomas είναι ένας από τους
πιο σημαντικούς στοχαστές στη νέα γενιά μαρξιστών στον αγγλοσαξονικό
χώρο. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Historical
Materialism, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του Γκράμσι. Στο βιβλίο
του The Gramscian Moment. Philosophy, Hegemony and Marxism (Brill 2009 /
Haymarket 2011), προσφέρει μια καινοτόμα ανάγνωση του Γκράμσι. Αυτή
απέχει από την παραδοσιακή ανάγνωση του Γκράμσι ως ενός στοχαστή του
εποικοδομήματος. Αντίθετα, για τον Thomas το έργο του Γκράμσι και η
αναμέτρηση του με την έννοια της ηγεμονίας είναι μια προσπάθεια για μια
καινοτόμα θεώρηση του κράτους και της πολιτικής, τόσο στην αστική εκδοχή
όσο και στην προλεταριακή. Επιπλέον, για τον Thomas έννοιες του Γκράμσι
όπως φιλοσοφία της πράξης, απόλυτος ιστορικισμός, απόλυτη εμμένεια,
απόλυτος ανθρωπισμός, δεν αποτελούν ούτε απλές μεταφράσεις όρων του
κλασικού μαρξισμού, ούτε μορφές ιδεαλισμού, αλλά πλευρές μιας νέας
πρακτικής της φιλοσοφίας, ενός πραγματικού ιστορικού υλισμού. Το κείμενό
αυτό είναι η μετάφραση της εισήγησής του στην εκδήλωση με θέμα
Αριστερά, Ηγεμονία, Κρίση, στην οποία συμμετείχε μαζί με τους Leo
Panitch, Παναγιώτη Σωτήρη, Αλέξανδρο Χρύση και Κώστα Γούση, την Κυριακή 3
Ιούνη 2012 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Αναιρέσεις2012», που διοργάνωσε η
Νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση και το Νέο Αριστερό Ρεύμα, στη
Γεωπονική.
Τρίτη 5 Ιουνίου 2012
Η ΕΕ στα κόμματα εξουσίας...αλλά και στην κυβέρνηση της Αριστεράς!
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos
Είναι πια σχεδόν
προδιαγεγραμμένο το ουσιαστικό αποτέλεσμα των νέων εκλογών στις 18 Ιούνη,
ανεξάρτητα από το εάν θα νικήσει η «μνημονιακή» συμμαχία με κορμό την ΝΔ και
ΠΑΣΟΚ, ή η «αντιμνημονιακή» συμμαχία με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Και στις δυο
περιπτώσεις θα έχουμε μια βαριά ήττα του λαϊκού κινήματος που κατά τη γνώμη
μου θα οδηγήσει στο τέλος της παραδοσιακής Αριστεράς, όπως άλλωστε έχει ήδη
ακριβώς γίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Έτσι, στην
πρώτη περίπτωση, η νίκη της μνημονιακής παράταξης, που φαίνεται και η
πιθανότερη, εφόσον η εκστρατεία των ξένων και ντόπιων ελίτ να παγιδεύσει την
αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων φαίνεται ότι στέφεται από επιτυχία, θα
σημάνει την τελική εκ των υστέρων νομιμοποίηση του συστημικού εγκλήματος που
διαπράχθηκε με τα Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Αυτό θα έχει
αποτέλεσμα τη μόνιμη
φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού και την κατάργηση κάθε εθνικής και
οικονομικής κυριαρχίας, καθώς και το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της
χώρας. Θα σημαίνει όμως ακόμη ότι, παρά τις μεγαλόστομες «ταξικές» αναλύσεις
για δήθεν μετατόπιση στις
προηγούμενες εκλογές εργατικών και λαϊκών στρωμάτων προς την Αριστερά, στην
πραγματικότητα αυτό που φαίνεται συνέβη ήταν μια πρόσκαιρη μετατόπιση
ψηφοφόρων από τα κόμματα εξουσίας (του ΠΑΣΟΚ κυρίως) που αποτελούνται από
νοικοκυραίους οι οποίοι ήθελαν μεν να «τιμωρήσουν» το ΠΑΣΟΚ για την απώλεια
σημαντικού τμήματος της ευημερίας τους αλλά όχι να υποστούν και οποιαδήποτε
σημαντική θυσία για μια πραγματική αλλαγή. Επομένως, μόλις οι ελίτ τους
τρομοκρατήσαν αρκούντως επανέρχονται στη «στρούγκα» τους. Έτσι μπορεί να
εξηγηθεί και η γελοιότητα η Ελλάδα να έχει υψηλότερο ποσοστό πίστης στο Ευρώ
από άλλες χώρες ακόμη και στα μητροπολιτικά κέντρα, των οποίων οι λαοί
σίγουρα έχουν ωφεληθεί από το Ευρώ και την ΕΕ
πολύ περισσότερο σε σχέση με τον Ελληνικό λαό ο οποίος μόνο κάποια
πρόσκαιρα ωφελήματα είχε!
Στην
περίπτωση αυτή, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, πιθανώς και με τη βοήθεια κάποιου από τα «Ευρωπαϊστικά»
συστημικά δεκανίκια (ΔΗΜΑΡ, Οικολόγοι-Πράσινοι, κ.λπ.), κατά πάσα πιθανότητα
θα έχουν τη δυνατότητα να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση να συνεχίσουν το
«έργο» τους, με τη δέσμευση ότι θα υιοθετήσουν σημαντικές «τροποποιήσεις»
των αποικιοκρατικών όρων που επέβαλλαν τα Μνημόνια, οι δανειακές συνθήκες
και οι εφαρμοστικοί νόμοι, καθώς
και μια «ανάπτυξη» που θα στηρίζεται βασικά στις ιδιωτικές επενδύσεις
και επομένως στην ακόμη μεγαλύτερη «ελαστικοποίηση» της εργασίας, και ίσως
και σε κάποια έργα υποδομής. Φυσικά, όλες οι θεσμικές ρυθμίσεις που
εισάχθηκαν τα τελευταία δύο
χρόνια και ενσωματώνουν πλήρως τη χώρα στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση
(και όχι απλά τα «νεοφιλελεύθερα δόγματα» στα οποία ανάγουν κάποιοι
«Μαρξιστές» την δομική αλλαγή του συστήματος που αποτελεί η παγκοσμιοποίηση
αυτή), θα μείνουν ανέγγιχτες, αφού άλλωστε επιβάλλονται από τη συνθήκη
Μάαστριχτ και τις συνθήκες που την ακολούθησαν σαν αποτέλεσμα της ένταξής
μας στην ΕΕ. Δηλαδή, τα μνημόνια, με την ευκαιρία της κρίσης, απλά εισήγαγαν
τα μέτρα αυτά και στην Ελλάδα.
Όμως ακόμη
και αν δεχθούμε τη δεύτερη περίπτωση και νικήσει στις εκλογές η
αντιμνημονιακή παράταξη, η ήττα θα είναι το ίδιο σημαντική, αν όχι και
βαρύτερη, γιατί ο αποπροσανατολισμός της ρεφορμιστικής αριστεράς για την ΕΕ
και το Ευρώ θα έχει παρασύρει και σημαντικά λαϊκά τμήματα που στις
προηγούμενες εκλογές, παρά την ιδεολογική τρομοκρατία των ελίτ, αποφάσισαν
να στραφούν συνειδητά στην Αριστερά, και όχι απλά να ρίξουν ψήφο
διαμαρτυρίας και αγανάκτησης, όπως στην πρώτη περίπτωση, —και παρέμειναν
στην Αριστερά. Η ευθύνη για την βαριά αυτή ήττα θα ανήκει κατ’ αρχήν στη
λαϊκιστική ρεφορμιστική Αριστερά που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην
Αριστερά γενικότερα. Έτσι τη
στιγμή που οι ντόπιες και ξένες ελίτ θρασύτατα τρομοκρατούν τον λαό
απειλώντας ...να μας πάρουν το
Ευρώ, (δηλαδή το κατ’ εξοχήν όργανο υποδούλωσης του Ελληνικού λαού όχι μόνο
στις ντόπιες ελίτ, όπως συνέβαινε με τη δραχμή, αλλά και στις ξένες!), ο
ΣΥΡΙΖΑ, αντί να χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία αυτή σαν μοναδική ευκαιρία
για να συνειδητοποιήσει ο Ελληνικός λαός το τι πραγματικά σημαίνει η ένταξή
μας στην ΕΕ, ιδιαίτερα σε σχέση με την καταστροφή της παραγωγικής δομής μας
που είναι η απώτερη αιτία της σημερινής κρίσης, και να διαμορφώσει ένα
πρόγραμμα άμεσης εξόδου από την ΕΕ και θεμελίωσης των βάσεων μιας
αυτοδύναμης οικονομίας, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, αυτό ακριβώς που
επιθυμούσαν οι ξένες ελίτ, παρά τους θεατρινισμούς τους: μια απόπειρα
εξαπάτησης του Ελληνικού λαού ότι θα καταγγείλει, αν εκλεγεί, το Μνημόνιο
και τις δανειακές συμβάσεις και θα ακυρώσει τους εφαρμοστικούς Νόμους, ενώ
όπως αποκαλύπτεται τώρα, ο στόχος του δεν είναι καν αυτός (που βέβαια είναι
τόσο ανέφικτος όσο και ανεπιθύμητος μέσα στην ΕΕ, στην οποία ορκίζεται
πίστη!) αλλά απλά η επαναδιαπραγμάτευση κάποιων όρων του Μνημονίου. Δηλαδή,
η σύναψη ενός νέου «προοδευτικού» Μνημονίου, το οποίο δεν θα περιέχει καν
πολλά από αυτά που υπόσχεται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον
θα μπορούν εύκολα οι συνδιαπραγματευτές του να του δείξουν γιατί αντίκεινται
προς τις θεμελιακές συμβάσεις της ΕΕ και Ευρωζώνης που δεσμεύουν όλα τα μέλη
(και επομένως και την Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ!), τις οποίες όμως φαίνεται κανένας
από τους «ειδικούς» οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ δεν
μπήκε στον κόπο να διαβάσει! Και αυτό γιατί παρόλο
που το επικαιροποιημένο πρόγραμμα που ανακοίνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ περιέχει και
πολλές «διαρθρωτικές» αλλαγές σοσιαλφιλελεύθερου χαρακτήρα για τις οποίες
δεν θα είχαν σοβαρές αντιρρήσεις οι εταίροι μας, αφού και αυτοί πρότειναν
παρόμοιες, έχει συγχρόνως και κάποιες άλλες που διαπνέονται από την
‘κρατικιστική’ λογική της περιόδου της σοσιαλδημοκρατίας και όχι από την
λογική της ανταγωνιστικότητας που εκφράζουν οι Κοινοτικές συνθήκες μετά την
συνθήκη Μάαστριχτ, όταν ολοκληρώθηκε η προσχώρηση της ΕΕ στη νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση.
Έτσι, τυχόν σχηματισμός
κυβέρνησης με βάση την αντιμνημονιακή παράταξη θα έχει να αντιμετωπίσει το
έξης άμεσο δίλημμα:
- είτε να δεχτεί το «προοδευτικό» Μνημόνιο που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των εταίρων που απορρέουν από τις Κοινοτικές συνθήκες για να αποφευχθεί η ρήξη με την ΕΕ, οπότε όμως θα ήταν θέμα χρόνου να αντιληφθούν τα λαϊκά στρώματα την εξαπάτησή τους όταν θα έβλεπαν ότι η οικονομική κατάσταση τους θα βελτιωνόταν ελάχιστα ή καθόλου με το προοδευτικό Μνημόνιο και θα έστρεφαν οριστικά την πλάτη στην Αριστερά, στρεφόμενα σε κάποιον Έλληνα Μπερλουσκόνι.
- είτε θα αναγκαζόταν να έπαιρνε μέτρα για την «εκούσια» έξοδο από την Ευρωζώνη, ‘σαν λύση ανάγκης’ όμως, και όχι σαν προγραμματική επιλογή σε συνοδεία με άλλα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή μιας κρίσης πιθανώς μεγαλύτερης από τη σημερινή, όπως τα περιγράφω παρακάτω. Δηλαδή τα μέτρα που θα έπαιρνε η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα απέβλεπαν στην αποδέσμευση από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και τη δημιουργία των βάσεων αυτοδύναμης οικονομίας, και η οικονομία θα εξακολουθούσε κατά συνέπεια να κυβερνάται από την αρχή της ανταγωνιστικότητας, έστω και αν ήταν έξω από την ΕΕ, με καταστροφικές συνέπειες για την παραγωγική δομή της, πέρα από τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες εξόδου από το Ευρώ!
Παράλληλα, η ανάδειξη
αυτοδύναμης κυβέρνησης της αντιμνημονιακής (ή ρεφορμιστικής) Αριστεράς
θα διέγραφε μια σημαντική ήττα των πραγματικά αντισυστημικών δυνάμεων
της αριστεράς (αυτών που οι «αντιεξουσιαστές» μας που ...ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ δεν
κατατάσσουν στην Αριστερά!), οι οποίες με συνέπεια από τον καιρό της ένταξης
της χώρας στην ΕΕ πάλευαν εναντίον της. Και αυτό,
γιατί γνώριζαν βέβαια πολύ καλά ότι αποτελεί εγκληματικό αποπροσανατολισμό,
στην καλύτερη περίπτωση, η πάλη για μια «Ευρώπη των Λαών» ή μια Ένωση
σοσιαλιστικών δημοκρατιών, μέσα στην ΕΕ του Μάαστριχτ, που οικοδομήθηκε από
την αρχή για την εξυπηρέτηση των αναγκών των Ευρωπαϊκών ελίτ και ιδιαίτερα
του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην αναδυόμενη τότε παγκοσμιοποιημένη οικονομία
της αγοράς, και όχι βέβαια για τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, η
ΕΕ ισχυροποιούσε τη δύναμη της κάθε ντόπιας ελίτ με την οικονομική, πολιτική
και, σε τελική ανάλυση, ακόμη και στρατιωτική βοήθεια που θα μπορούσαν να
διαθέσουν οι άλλες ελίτ μέσα στην ΕΕ για να καταπνίξουν κάθε αντισυστημικό
κίνημα εν τη γενέσει του.
Η δημιουργία άλλωστε
ανυπέρβατων ανισοτήτων μέσα σε μια οικονομική ένωση όπως η ΕΕ μπορεί να
θεμελιωθεί όχι μόνο στη ριζοσπαστική αλλά ακόμη και στην ορθόδοξη οικονομική
θεωρία, εφόσον, σε συνθήκες ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, οι
οικονομικά παραγωγικότερες και αποτελεσματικότερες χώρες θα επικρατήσουν σε
σχέση με τις ασθενέστερες και οι διαφορές θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες, εκτός
αν υπάρχει μια αντίστροφη ισοδύναμη προσπάθεια μεταφοράς οικονομικής δύναμης
από από το κέντρο της ένωσης για την ανατροπή αυτών των τάσεων στην
περιφέρεια, που βέβαια δεν υπάρχει μέσα στην ΕΕ, ούτε στις ΗΠΑ, ή
οποιοδήποτε άλλο καπιταλιστικό κράτος. Αντίθετα ! Και είναι βέβαια γνωστό
ότι οι λαοί των χωρών που μετέχουν στην ΕΕ βρίσκονται σε πολύ διαφορετικά
επίπεδα οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, με διαφορετικές ιστορικές
παραδόσεις λαϊκών αγώνων κατά των ελίτ. Εάν είναι επομένως μια φορά δύσκολο
να ενωθούν τα λαϊκά στρώματα, στο πλαίσιο μιας χώρας, παρά το γεγονός ότι
έχουν κοινό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και κοινή ιστορική παράδοση αγώνων
κατά των ντόπιων ελίτ, πέρα από την κοινότητα οικονομικών (και όχι μόνο!)
συμφερόντων, προφανώς είναι πολλαπλάσια δύσκολο να ενωθούν τα λαϊκά στρώματα
πολλών χωρών με σημαντικές διαφορές στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης,
διαφορετικές αγωνιστικές παραδόσεις κ.λπ., παρά την παρόμοια κοινότητα
συμφερόντων τους στο αφαιρετικό επίπεδο της κατηγορίας «εργασία». Ο μέσος
Γερμανός εργαζόμενος, στη πράξη, κάθε άλλο παρά ταυτίζει τα συμφέροντα του
με αυτά του Έλληνα, ή ο Βορειοαμερικανός με αυτά του Λατινοαμερικανού!
Ενώ
δηλαδή στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι τέτοια η
αντικειμενική αλληλεξάρτηση των συμφερόντων των ελίτ στο κέντρο της
οικονομίας αυτής (χοντρικά η G7),
ώστε σήμερα είναι αδιανόητοι οι πόλεμοι μεταξύ τους, όπως οι παγκόσμιοι
πόλεμοι για το «μοίρασμα των αγορών» πριν την έλευση της Νέας Τάξης που
καθιέρωσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (παρά τις «Μαρξιστικές» ανοησίες
περί του αντιθέτου που μιλούν για μελλοντικούς γαλλογερμανικούς πολέμους και
άλλα παραμύθια), η αντικειμενική αλληλεξάρτηση των λαϊκών στρωμάτων, ακόμη
και αν στο αφαιρετικό επίπεδο της «εργασίας» είναι φανερή, στο υποκειμενικό
επίπεδο, η αλληλεξάρτηση αυτή είναι σχεδόν μηδαμινή. Γι’ αυτό και οι
προσπάθειες για κοινούς αγώνες των λαών στην ΕΕ (ακόμη και των εργατικών
συνδικάτων!) για να αντιμετωπίσουν τη σημερινή γενικευμένη επίθεση των ελίτ
με στόχο να ισοπεδώσουν τις εργασιακές σχέσεις μέσα στη διεθνοποιημένη
οικονομία, με ελάχιστο κοινό παρονομαστή τις άθλιες εργασιακές σχέσεις στην
Άπω Ανατολή, την Ινδία κ.λπ., έχουν πέσει στο κενό.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει
ότι είναι αδύνατοι οι κοινοί αγώνες των λαών κατά των ελίτ τους. Όμως αυτοί
οι αγώνες πρέπει να ξεκινούν «από κάτω», από τον λαό της κάθε χώρας χωριστά
και όχι στο πλαίσιο μιας ένωσης όπως η ΕΕ--όπως εξαπατά για παράδειγμα ο
ΣΥΡΙΖΑ-- όπου οι ελίτ έχουν πολλά μέσα να τους
εξουδετερώσουν,. Ούτε καν μέσα από πανευρωπαϊκά οργανωμένα
σοσιαλιστικά κόμματα ή συνδικάτα, όπως προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και διάφορα
Τροτσκιστικά «κόμματα», πράγμα που επίσης καταντά άλλη μια προσπάθεια «από
πάνω», με βάση τις παραπάνω διαφορές μεταξύ των λαών αλλά και με δεδομένες
τις ιεραρχικές σχέσεις, γεγονός
που επίσης οδήγησε στην ιστορική αποτυχία όλων αυτών των προσπαθειών. Δεν
είναι άλλωστε τυχαίο ότι προσκεκλημένος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πριν λίγες μέρες, ο
«αντικαπιταλιστής» Τάρικ Αλί, ο οποίος έχει σήμερα τόση σχέση με τον
αντικαπιταλιστικό αγώνα όση περίπου και ο...Κον Μπεντίτ (είναι γνωστή π.χ. η
έμμεση στήριξη του στη ΝΑΤΟϊκή εκστρατεία ενάντια στον λαό της Λιβύης)
μίλησε για την ανάγκη να νικήσει η Αριστερά στις εκλογές (δηλ. ο ΣΥΡΙΖΑ) η
οποία, όπως είπε, θα πρέπει να προχωρήσει στην εθνικοποίηση των Τραπεζών και
στην αθέτηση πληρωμής του Χρέους --όλα αυτά μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη,
που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, για τις οποίες ο Τ. Αλί δεν
είπε λέξη! Ούτε είναι συμπτωματικό ότι, στο ίδιο μήκος κύματος, και ο
μεταμοντέρνος «Μαρξιστής» Ζίζεκ που (φυσικά ήταν ενθουσιώδης για την
«ροζ επανάσταση» του Ιράν, η οποία ήταν πρόδρομος των σημερινών Αραβικών
«επαναστάσεων»), παρομοιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ με τη «φωνή
της λογικής που ορθώνει το ανάστημά
της ενάντια στην τρέλα της ιδεολογίας της αγοράς», την οποία προφανώς
εκπροσωπούν κάποιοι κακοί Τραπεζίτες και πολιτικοί με τους οποίους, φυσικά,
ουδεμία σχέση έχει η ΕΕ και η Ευρωζώνη --για τις οποίες, επίσης, δεν
αρθρώνει λέξη…
Και όταν μιλώ για αγώνες
που πρέπει να ξεκινούν «από κάτω», από τον λαό της κάθε χώρας χωριστά,
εννοώ, στην ιδανική περίπτωση,
τη συγκρότηση από κάθε λαό
οργάνων για την αυτό-οργάνωσή του, σαν αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία
των βάσεων της οικονομικής και πολιτικής αυτοδυναμίας του. Δεν εννοώ δηλαδή
την παρωδία άμεσης δημοκρατίας στις πλατείες, από την Ταχρίρ μέχρι το
Σύνταγμα, και από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Λονδίνο, εφόσον πραγματική άμεση
δημοκρατία σημαίνει θεσπισμένα (όργανα) άμεσης πολιτικής και οικονομικής
δημοκρατίας των πολιτών στον τόπο διαμονής τους και αντίστοιχα όργανα στους
τόπους δουλειάς, εκπαίδευσης κ.λπ. που θα συνομοσπονδιοποιούνται στο τοπικό,
το περιφερειακό, το εθνικό και αργότερα στο ηπειρωτικό επίπεδο.
Όμως,
δεδομένου ότι ο άμεσος στόχος ενός παρόμοιου Μετώπου θα ήταν η πραγματική
και μόνιμη έξοδος από την
κρίση, η οποία είναι αδύνατη χωρίς την δημιουργία των βάσεων για μια
αυτοδύναμη οικονομία, ενώ η αποδέσμευση από την νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση γενικότερα είναι μακροπρόθεσμος στόχος, το Μέτωπο αυτό θα
μπορούσε αρχικά να προκύψει, (πάντα σε μια χώρα), από δυνάμεις που
δεσμεύονται προγραμματικά για την έξοδο από ΕΕ και Ευρώ και τη δημιουργία
των βάσεων μιας αυτοδύναμης οικονομίας, είτε οι δυνάμεις αυτές αποτελούνται
από λαϊκά στρώματα που πιστεύουν σε κάποιο τύπο κρατικού σοσιαλισμού, είτε
σε μια αμεσοδημοκρατική κοινωνία σαν αυτή που περιέγραψα σύντομα, ενώ το
θέμα της μορφής συστημικής αλλαγής, θα αφεθεί να αποφασιστεί με δημοκρατικές
διαδικασίες, αφού έχει επιτευχθεί πρώτα η οικονομική αυτοδυναμία.
Η ευθύνη όμως για την μη
ανάπτυξη ενός αγώνα με βασικό αίτημα την μονομερή έξοδο από την ΕΕ σαν
βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία
μιας αυτοδύναμης οικονομίας ανήκει μεν πρωταρχικά στην αντιμνημονιακή
αριστερά, αλλά δεν είναι άμοιρη ευθύνης και η υπόλοιπη Αριστερά,
αντισυστημική και μη, που δεν έβαλε την μονομερή έξοδο από την ΕΕ σαν βασική
προϋπόθεση διεξόδου από την κρίση (χωρίς υπεκφυγές που παραπέμπουν στη
...Δευτέρα Παρουσία, δηλαδή στην πανευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική και
σοσιαλιστική επανάσταση, ή την γενική καπιταλιστική «ρήξη» κ.λπ.). Μέρος
αυτής της ευθύνης φέρνει ακόμη και η αντισυστημική Αριστερά (ΚΚΕ) που ενώ
έβαζε πάντα με συνέπεια το θέμα της μονομερούς εξόδου από την ΕΕ και είναι η
μόνη που αγωνίζεται και σήμερα για να βοηθήσει στη σχετική συνειδητοποίηση
των λαϊκών στρωμάτων, εντούτοις,
δεν προσπάθησε να συμβάλλει στη σύμπηξη ενός Λαϊκού Μετώπου με βάση
ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να συνενώσει όλα τα λαϊκά στρώματα
που αποτελούν τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και σήμερα
μάχονται κυριολεκτικά για την επιβίωσή τους. Δηλαδή, ένα Μέτωπο, με βασικό
στόχο την έξοδο από την ΕΕ, η οποία θα έκανε άμεσα εφικτούς και τους
παρακάτω στόχους:
- την άμεση στάση πληρωμών και την μη αναγνώριση του Χρέους, όχι γιατί θα το πιστοποιούσε μια ...Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου αλλά απλά γιατί δεν ρωτήθηκε ποτέ ο Λαός γι’ αυτό!
- την πραγματική καταγγελία Μνημονίου και δανειακών συμβάσεων και ακύρωση των σχετικών εφαρμοστικών νόμων, χωρίς καμιά αναδιαπραγμάτευση για τη δημιουργία ενός «προοδευτικού» Μνημονίου μέσα στην ΕΕ
- την επανακοινωνικοποίηση του εθνικού πλούτου που ξεπουλήθηκε ή είναι για ξεπούλημα
- τη ΜΟΝΙΜΗ εισαγωγή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων στις αγορές
- την ανάθεση στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της αποκλειστικής διαχείρισης της οικονομίας, μέχρις ότου να δημιουργηθεί μια άλλη οικονομία που θα ελέγχεται από τον ίδιο τον Λαό, ανάλογα με τη μορφή συστημικής αλλαγής που θα επιλέξει
- την δραστική φορολόγηση της περιουσίας και των υψηλών εισοδημάτων, βραχυπρόθεσμα, για τη κάλυψη των αναγκών για τις κοινωνικές επενδύσεις (όχι τις ιδιωτικές στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ!) στην αυτοδύναμη παραγωγική δομή, και, μακροπρόθεσμα, για τη κοινωνική κάλυψη βασικών αναγκών όπως η Υγεία και η Εκπαίδευση.
Θα πρέπει τέλος να
σημειωθεί εδώ ότι η τρομοκρατική προπαγάνδα των ελίτ στην εκστρατεία να
παγιδεύσουν τον Λαό να εκλέξει είτε φίλο-ΕΕ κόμματα εξουσίας, αλλά και
φίλο-ΕΕ ...αξιωματική αντιπολίτευση (που θα «μάχεται» για την τιμή των
όπλων, όπως για παράδειγμα η ΓΣΕΕ!), είτε φίλο-ΕΕ «κυβέρνηση της Αριστεράς»
έχει πράγματι κάποια βάση, αλλά ακριβώς μόνο γιατί παίρνει κατά γράμμα το
αντιφατικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, πράγματι
η επιδίωξη ακόμη και των στόχων που διακηρύσσει, μέσα στην ΕΕ, (ακόμη
και μετά την «εκούσια» έξοδο από την Ευρωζώνη στην οποία μπορεί να μας
εξανάγκαζαν οι «εταίροι» μας), θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό,
απώλεια καταθέσεων, αδυναμία πληρωμής μισθών και συντάξεων κ.λπ., εφόσον η
έξοδος από το Ευρώ δεν θα συνοδευόταν από σειρά συμπληρωματικών μέτρων όπως
τα παραπάνω που θα έδιναν πραγματικά τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης
στον Ελληνικό Λαό.
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τα «εθνικά θέματα» για
τα οποία ανησυχεί η «πατριωτική» Αριστερά και Δεξιά. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ
και τον πολιτικοστρατιωτικό της εγκληματικό οργανισμό, το ΝΑΤΟ, απλά μας
ενέπλεξε σε εγκλήματα όπως αυτό τελευταία κατά του λαού της Λιβύης και αύριο
στα προετοιμαζόμενα εγκλήματα κατά των λαών της Συρίας και του Ιράν. Δεν μας
‘έσωσε’ όμως από την εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου, αλλά αντίθετα μας
εξανάγκασε να ξοδεύουμε τεράστια ποσά κάθε χρόνο για να πλουτίζουμε τις
δυτικές πολεμικές βιομηχανίες, ενώ θα αρκούσε μια επίσημη δέσμευση της ΕΕ
και του ΝΑΤΟ ότι εγγυάται τα σύνορά μας σαν σύνορα της ΕΕ που θα έκανε
περιττές τις δαπάνες αυτές![1]
Η έξοδος όμως από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα μας έδινε τη δυνατότητα να κάνουμε,
βραχυπρόθεσμα, νέες συμμαχίες με χώρες που αντικειμενικά δεν έχουν σήμερα τα
ίδια συμφέροντα με αυτά της υπερεθνικής ελίτ (π.χ. τη Ρωσία) για την
προστασία των συνόρων μας (που δεν κινδυνεύουν τόσο από γειτονικούς λαούς
όσο από την υπερεθνική ελίτ που τους υποκινεί) και των ανταλλαγών μας (σε
σχέση με ενέργεια κ.λπ.) και, μακροπρόθεσμα με τις συνομοσπονδίες άμεσης
πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας των λαών που ελπίζουμε να σχηματισθούν
στο μέλλον, μετά την πιθανή κατάρρευση της περιφερειακής Ευρωζώνης (δηλ.,
των περιφερειακών χωρών του Νότου που αδυνατούν να επιβιώσουν στον
ανταγωνισμό με αυτές του Βορρά).
Εάν λοιπόν τελικά επιτύχει το φανερό σχέδιο των
ντόπιων και ξένων ελίτ να βάλουν την ΕΕ τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην
αξιωματική αντιπολίτευση, (σε περίπτωση που η αντιμνημονιακή αριστερά
αποτύχει στον σχηματισμό κυβέρνησης), μετατρέποντας την Ελλάδα και σε τυπικό
προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, τότε το μόνο που θα απομένει είναι να
δημιουργηθούν στο μέλλον οι δυνάμεις για ένα Μέτωπο[2]
της πραγματικής αντισυστημικής Αριστεράς, με στόχο την άμεση μονομερή έξοδο
από την ΕΕ και την οικονομική αυτοδυναμία (και κατά συνέπεια
και την εθνική) που θα θέσει και τις βάσεις για μια οικονομία
πραγματικά ελεγχόμενη από τον Λαό και όχι από τις ελίτ, ώστε να μην
εμπεδωθεί η οριστική οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που θα
σημάνει η νομιμοποίηση του συστημικού εγκλήματος.
[1]
Τ. Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως
Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ (Γόρδιος, Νοέμβρης 2010), κεφ.
13
[2]
Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία,
Έκκληση για ένα νεο Μέτωπο
Κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης, (Φλεβάρης 2012)
http://inclusivedemocracy.org/brochures/2012.04.19__metopo_koinonikis_ethnikis_apeleytherosis.htmlΔευτέρα 4 Ιουνίου 2012
αναρχογατουλης: Τι έκανες στο Νίγηρα Κριστίν;
αναρχογατουλης: Τι έκανες στο Νίγηρα Κριστίν;: Παραφράζοντας τον τίτλο της κινηματογραφικής ταινίας «Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;», θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει την σιδηρά κυρία τ...
Σάββατο 2 Ιουνίου 2012
Η τυχοδιωκτική εξίσωση «ευρώ ίσον Μνημόνιο»
Πηγή: καθημερινή 1/6/2012
Tου Σταυρου Λυγερου
Η
συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων επιθυμεί και την παραμονή στην
Ευρωζώνη και τον απεγκλωβισμό από το Μνημόνιο. Μετά το αποτέλεσμα της
6ης Μαΐου, όμως, η τρόικα δηλώνει ότι η μη εφαρμογή του Μνημονίου θα
προκαλέσει παύση της χρηματοδότησης και έξοδο από την Ευρωζώνη.
Μία
προκαταρκτική παρατήρηση: Το ευρώ δεν είναι θρησκεία. Το θέλουμε ως
θεσμό ευημερίας που προωθεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οφείλουμε να το
προσεγγίζουμε ορθολογικά και όχι σαν εικόνισμα. Αναμφίβολα, η επιστροφή
στη δραχμή θα είχε -τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα- βαρύτατες
επιπτώσεις. Από την άλλη, όμως, κανείς δεν θα ήθελε την παραμονή στο
ευρώ εάν επέβαλαν ως αντίτιμο την εξαθλίωση. Τότε, ο ορθολογισμός
υπαγορεύει να επιλέξουμε τη λιγότερο καταστροφική οδό.
Οι
εγχώριοι και οι ξένοι που ταυτίζουν το Μνημόνιο με την παραμονή στην
Ευρωζώνη λειτουργούν τυχοδιωκτικά: Πρώτον, εκμεταλλεύονται - σπαταλούν
τον ευρωπαϊσμό των Ελλήνων για να προωθήσουν ιδεοληψίες και εκλογικές
σκοπιμότητες. Δεύτερον, στρώνουν τον δρόμο για την έξοδο από την
Ευρωζώνη. Το Μνημόνιο εκτός από κοινωνικά επώδυνο είναι και οικονομικά
βλαβερό. Η εφαρμογή του πιθανότατα θα οδηγήσει τη χώρα σε κατάρρευση, η
οποία αναπόφευκτα θα δημιουργήσει ανεξέλεγκτες δυναμικές.
Η
Ευρωζώνη έχει δίκιο να απαιτεί δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν έχει δίκιο,
όμως, να εμμένει δογματικά σε μία συνταγή η οποία, αποδεδειγμένα πια,
αντί να γιατρεύει σκοτώνει τον ασθενή. Η τρόικα ισχυρίζεται ότι η
αποτυχία οφείλεται όχι στη συνταγή της, αλλά στη λάθος εφαρμογή. Η
αποτυχία αυτής της πολιτικής σε Πορτογαλία και Ισπανία, όμως,
αποδεικνύει ότι ο ισχυρισμός είναι διάτρητος. Γι’ αυτό και η τρόικα όχι
μόνο δεν έχει καταγγείλει αυτούς που δεν εφάρμοσαν σωστά το Μνημόνιο,
αλλά και, αντιθέτως, εν όψει εκλογών, παρεμβαίνει ωμά υπέρ τους.
Προφανώς, βολεύεται με τα εύκολα «ναι» τους και απεχθάνεται όσους
αμφισβητούν τις ιδεοληψίες της.
Για
να αποτραπεί η διαφαινόμενη κατάρρευση, η Ελλάδα πρέπει να
απεγκλωβισθεί από το Μνημόνιο και να διαπραγματευθεί με την Ευρωζώνη όχι
απλώς τη χαλάρωση της θηλιάς, αλλά ένα εναλλακτικό πρόγραμμα ανάταξης.
Πιθανότατα η τρόικα θα αρνηθεί, απειλώντας με παύση της χρηματοδότησης.
Το διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας είναι ότι συνιστά συστημικό
κίνδυνο. Η έξοδός της όχι μόνο θα είχε τεράστιο οικονομικό κόστος, αλλά
και θα προκαλούσε καταστροφικό ντόμινο.
Προϋπόθεση
για να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά και όχι τυχοδιωκτικά αυτό το όπλο,
αλλά και για να αξιοποιηθούν τα ρήγματα που έχει υποστεί η
νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία στην Ευρωζώνη, είναι η Ελλάδα να επεξεργασθεί
ένα αξιόπιστο ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο που θα δίνει στοχευμένα λύσεις με
ιθαγένεια. Ενα σχέδιο που να συνδυάζει την ανασυγκρότηση των θεσμών, τη
ριζική δημοσιονομική εξυγίανση και την εκμετάλλευση των λιμναζουσών
αναπτυξιακών δυνατοτήτων.
Δυστυχώς,
οι άρχουσες ελίτ συμπεριφέρονται τριτοκοσμικά. Αντί να αγωνισθούν για
τη σωτηρία της κοινωνίας και του εαυτού τους, έχουν αταβιστικά καταφύγει
στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων, τους οποίους και χρησιμοποιούν για
εκκαθάριση εσωτερικών λογαριασμών. Ετσι, βουλιάζουν στο αδιέξοδο και
πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες μιας τυφλής κοινωνικής έκρηξης. Μωραίνει
Κύριος ον βούλεται απολέσαι.
Αριστερή Διέξοδος: Η ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΕΚΒΙΑΖΕΙ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΜΕ ΕΚΘΕΣΗ-ΤΕΛΕΣΙΓΡ...
Αριστερή Διέξοδος: Η ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΕΚΒΙΑΖΕΙ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΜΕ ΕΚΘΕΣΗ-ΤΕΛΕΣΙΓΡ...: Πηγή: iskra.gr ΑΞΙΩΝΕΙ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ, ΑΛΛΙΩΣ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙ ΤΗΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ! ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΔΩ . ...
Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012
Από την αποτυχία της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας στην άμεση δημοκρατία
http://efimeridadrasi.blogspot.com/
Του Γιώργου Ν. Οικονόμου*
H νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται στα πρόθυρα πλήρους καταρρεύσεως. Έχει καταστεί πλέον εμφανής η αδυναμία του κομματικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του να αποτρέψει την χρεοκοπία. Όχι μόνο διότι αυτό οδήγησε στη σημερινή απελπιστική κατάσταση, αλλά και διότι αυτό οδηγεί σε χειρότερη με την υποδούλωση στο ΔΝΤ και τα «Μνημόνια». Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες επιβάλλεται να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος. Για να υπάρξει όμως αυτός πρέπει πρωτίστως να κατανοηθεί στην ουσία της η χρεοκοπία και κυρίως τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν, διότι η κατανόηση αυτή αποτελεί μέρος του ορθού δρόμου προς την έξοδο.
Η ελληνική κρίση είναι βεβαίως οικονομική και έχει διεθνή εξάρτηση (ιδίως ευρωπαϊκή) από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διανομής, από τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών-τραπεζών και από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Χωρίς να υποτιμούμε τον διεθνή ορίζοντα της ελληνικής κρίσεως και χωρίς να επιμένουμε αποκλειστικώς στις ελληνικές παθογένειες, θα εξετάσουμε εδώ κυρίως τις εσωτερικές αιτίες στις οποίες αυτή οφείλεται, καθώς και τις δυνατότητες που υπάρχουν για πολιτικές δράσεις.
Η πολιτική και κοινωνική παρακμή
Η ελληνική κρίση που έλαβε διαστάσεις χρεοκοπίας, προϋπάρχει της παγκόσμιας. Έχει ξεκινήσει πολύ πριν από το 2008, με πρώτα σημάδια στη δεκαετία του ’80. Το 1985 ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δ. Χαλικιάς προειδοποίησε τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου πως η χώρα κινδύνευε με στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πάρει δάνειο από την τότε ΕΟΚ. Από το 1992 η κατάσταση του χρέους και των ελλειμμάτων εμφανίζεται προβληματική και το ΔΝΤ προειδοποιεί δημοσίως την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό επιβεβαιώνεται με την ομολογία του οικονομολόγου και πρώην πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου (από τους βασικούς υπεύθυνους της καταστροφής) ότι «αν δεν αφανίσουμε την υπερχρέωση της χώρας θα μας αφανίσει αυτή». Εν συνεχεία, με την εξωπραγματική και παράλογη ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων το 1997 η χώρα εγκλωβίζεται στην αύξηση του δανεισμού και του χρέους. Από το 2001, με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη και το ευρώ με ψευδή στοιχεία, τα οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται συνεχώς με κορύφωση την περίοδο 2004-2009 της ολέθριας διακυβέρνησης Καραμανλή Β΄. Τον Ιούνιο του 2009, ο αρμόδιος επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Χοακίμ Αλμούνια ανακοίνωσε ενώπιον των υπουργών της Ε.Ε., και προειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, ότι το έλλειμμα της Ελλάδας στο τέλος του έτους θα υπερέβαινε το 10%, άρα η χώρα βάδιζε προς την πτώχευση.
Η απελπιστική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν λοιπόν γνωστή στην ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη από τη δεκαετία ‘90. Όμως, το κομματοκρατικό σύστημα όχι μόνο δεν μπόρεσε να χειρισθεί την κρίση, αλλά την επιδείνωσε με τη διαφθορά και τις ασυλλόγιστες δαπάνες για τις συντεχνίες, με τις παροχές για τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος, με τους ασύστολους διορισμούς στο δημόσιο, τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, την αδυναμία για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κ.ά. Η κρίση λοιπόν εκτός από οικονομική, είναι πολιτική και εσωτερική. Την πορεία προς την χρεοκοπία απεργάσθηκαν η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την επέβαλε η Γερμανία, η Γαλλία ούτε οι ΗΠΑ, αλλά τα δύο μεγάλα κόμματα και η άρχουσα οικονομική τάξη. Είναι γνωστό ότι ο Κ. Καραμανλής Α΄ πίεζε προς όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να κάμψει αρνήσεις και δυσπιστίες. Επί πλέον, η πολιτική και οικονομική ιθύνουσα τάξη θέλησαν και επεδίωξαν από τη δεκαετία του ’90 την είσοδο στην Ευρωζώνη και στο ευρώ - δεν τους εξεβίασε κανείς Ευρωπαίος. Οι ίδιες επίσης ιθύνουσες τάξεις, χωρίς να τις υποχρεώσει κανείς, επέλεξαν από το 1988 ήδη να αναλάβουν την μεγαλομανή και καταστρεπτική Ολυμπιάδα του 2004. Τις επιλογές αυτές στήριξαν επί τριάντα πέντε έτη τα παντοδύναμα ΜΜΕ, η συντριπτική πλειονότητα των διανοουμένων, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και το 80–85% των ψηφοφόρων, πράγμα που σημαίνει κοινωνική συναίνεση και καθιστά την κρίση κοινωνική.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι ολιγαρχία, όχι δημοκρατία
Η χρεοκοπία έχει επομένως συγκεκριμένους ενόχους, είναι τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία επί τριάντα πέντε έτη, είναι οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί, oι βουλευτές και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι που έλαβαν τις αποφάσεις, που θέσπισαν νόμους, που χειρίσθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή που προέβησαν στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, στη λεηλασία του δημοσίου χώρου, στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κυρίως είναι οι θεσμοί και η δομή του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος που επέτρεψαν την άφρονα πολιτική. Η δομή του είναι αυστηρώς ολιγαρχική: οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν την εξουσία προς όφελος δικό τους και των ολίγων ισχυρών επιχειρηματιών, των τραπεζών και των ΜΜΕ. Το κομματοκρατικό σύστημα κακώς αποκαλείται δημοκρατία, είναι μία καθαρότατη ολιγαρχία. Ιδίως εν Ελλάδι έλαβε τη μορφή της οικογενειοκρατίας, της φαυλοκρατίας, της μιντιοκρατίας και της κλεπτοκρατίας.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή επειδή η οικονομική ελίτ δεν ελέγχεται από την πολιτική εξουσία και η τελευταία δεν ελέγχεται από κανέναν, ούτε καν από τη δικαστική εξουσία. Οι βουλευτές και οι υπουργοί φρόντισαν, εκτός των άλλων προνομίων τους, να εξασφαλίσουν νομοθετικώς και συνταγματικώς την ατιμωρησία τους για την ανομία, την διαφθορά και την ανικανότητά τους. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ουδείς κοινωνικός έλεγχος, η κοινωνία απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική σκηνή.
Τα αδιέξοδα της Αριστεράς και του οικονομισμού
Στη λογική του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, του κρατισμού και του λαϊκισμού κινήθηκε και η Αριστερά. Συνετέλεσε με τον τρόπο της στην απαξίωση και λεηλάτηση του δημοσίου χώρου, υποστηρίζοντας όλες τις διεκδικήσεις κάθε συντεχνίας, από τους υπαλλήλους της βουλής και των ΔΕΚΟ μέχρι τα μπλόκα των αγροτών και των φορτηγατζήδων. Αντί για τον πολιτικό και ταξικό αγώνα η Αριστερά έθεσε ως ανομολόγητο στόχο της τον αντικρατικό αγώνα, την ιδιοποίηση δηλαδή του δημοσίου χρήματος από τις προνομιούχες συντεχνίες, μέσω του κομματικού συνδικαλισμού. Υποκατέστησε το κεφάλαιο και την ολιγαρχία με το κράτος, με μία πτυχή του κράτους, το δημόσιο ταμείο. Από την άλλη όμως ευνόησε την κρατική διόγκωση και τον κρατισμό, αφού στοιχεία της αριστερής ιδεολογίας είναι οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις, οι οποίες στη λογική της είναι «σοσιαλιστικές» και «αντικαπιταλιστικές» πρακτικές. Ο διεφθαρμένος, παρασιτικός και αποτυχημένος γραφειοκρατικός καπιταλισμός των πρώην κομμουνιστικών κρατών δεν έχει διδάξει τίποτε στην Αριστερά, η οποία παραμένει δέσμια των αφερέγγυων και παρωχημένων ιδεολογιών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Από την άλλη, στο επείγον και φλέγον ερώτημα «τι κάνουμε;», η Αριστερά προτείνει για την έξοδο από την παρακμή την κατάργηση του Μνημονίου, τη στάση πληρωμών, την αναδιάρθρωση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ριζικές αλλαγές χωρίς να εξηγεί ποιος θα τις χειρισθεί. Παραμένει δηλαδή δέσμια του οικονομισμού, ο οποίος έχει αποτύχει παντού όπου εφαρμόσθηκε. Οι οικονομίστικες λύσεις αποκομμένες από την πολιτική, από την ενημέρωση και τη συμμετοχή της κοινωνίας οδηγούν στην αποτυχία. Η Αριστερά προβάλλει επίσης ως πανάκεια την προσφυγή στις εκλογές, τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι αυτές όχι μόνο δεν λύνουν τα προβλήματα, αλλά επιπλέον τα συγκαλύπτουν και τα επιδεινώνουν.
Η αποτυχία του εθνικισμού
Από τα ΜΜΕ και από συντηρητικές, θεολογικές, εθνικιστικές πλευρές γίνονται εκκλήσεις στο πατριωτικό και εθνικό συναίσθημα, προτείνονται κινήσεις και κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» για «απελευθέρωση» από τους ξένους (την Τρόικα, τους Γερμανούς κ.ά). Ο εθνικισμός έχει οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδα και καταστροφές. Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό, αλλά πολιτικό και ταξικό. Δεν πλήττονται όλοι οι Έλληνες από τα μέτρα, παρά μόνο τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα, ενώ τα ανώτερα ευνοούνται σκανδαλωδώς, λ.χ. οι τράπεζες με τις κολοσσιαίες κρατικές ενισχύσεις, η εργοδοσία με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που, ακόμη μία φορά, δεν φορολογείται. Δεν υπάρχει «κατοχή» της χώρας από ξένες δυνάμεις, όπως διαδίδεται από τις πλευρές αυτές. Η κατοχή οφείλεται στην εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία. Η αντίθεση δεν είναι ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, ανάμεσα στις «δυνάμεις του έθνους» και τους ξένους που «μας επιβάλλουν τα μέτρα», αλλά ανάμεσα στην κοινωνία από τη μια και την εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στα κατώτερα-μεσαία στρώματα από τη μια και την πολιτικο-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη.
Επανεφεύρεση της πολιτικής
Κανένα κόμμα, καμία προσωπικότητα, καμία κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών και οικονομολόγων δεν μπορεί να δώσει λύση. Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές. Εφόσον η χρεοκοπία οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, η λύση πρέπει να είναι κυρίως πολιτική. Πρέπει η πολιτική να επανέλθει στο προσκήνιο, να αποκτήσει προτεραιότητα. Πολιτική όχι με την έννοια των εκλογών και των κομμάτων - οι εκλογές δεν μπορούν να φέρουν την αλλαγή του πολιτικού συστήματος που χρειάζεται η κοινωνία, αλλά επιβάλλουν την εναλλαγή στην εξουσία των διεφθαρμένων και ανίκανων να λύσουν τα προβλήματα κομμάτων.
Η πολιτική εννοείται εδώ με την ουσιαστική έννοια, την αμφισβήτηση από την ίδια την κοινωνία των χρεοκοπημένων εξουσιών, των εγκαθιδρυμένων θεσμών, κανόνων και σημασιών. Η πολιτική έχει σχέση με τους πολίτες και όχι με τους επαγγελματίες πολιτικούς, παράγεται από την κινητοποίηση των ανθρώπων που θέλουν να γίνουν πολίτες, δηλαδή να μην είναι ψηφοφόροι, ακροατές, οπαδοί και υπήκοοι, αλλά να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Αυτή είναι και η ουσία της (άμεσης) δημοκρατίας: η συμμετοχή των πολλών στην άσκηση της εξουσίας - ουσία που έχει αλλοιωθεί από την αντιπροσώπευση, τα κόμματα και τους «ειδικούς». Εφόσον οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν όλη την κοινωνία πρέπει να λαμβάνονται από όλη την κοινωνία. εφόσον οι νόμοι αφορούν όλους πρέπει να θεσπίζονται από όλους. Δηλαδή, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες και όχι από τους πολιτικούς. οι νόμοι να θεσπίζονται από το σύνολο και όχι (απλώς) για το σύνολο. Η δημοκρατική αντίληψη που υποβαστάζει όλα αυτά είναι ότι στα πολιτικά ζητήματα δεν υπάρχουν «ειδικοί» και «επαΐοντες», αλλά όλοι είναι ικανοί και όλοι πρέπει να συμμετέχουν στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της. Μόνο η πολιτική με αυτή την έννοια μπορεί να αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο, προς μία άλλη πορεία προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Αυτοοργάνωση και αυτοπροσδιορισμός
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες από τα κάτω, συμμετοχή της κοινωνίας και ανεξαρτησία από τις παραδοσιακές μορφές των αποτυχημένων κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Η κύρια μορφή και ο βασικός σκοπός των πρωτοβουλιών θα είναι ο αυτοπροδιορισμός από τη βάση και η συλλογική αυτοοργάνωση, που αντιτίθενται και συγκρούονται διαρκώς με τη γραφειοκρατικοποίηση, τους ηγέτες και τα κόμματα. Αυτό δηλαδή που έγινε από τις 25 Μαΐου 2011 στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες πλατείες της χώρας.
Οι συνελεύσεις και οι συζητήσεις στις πλατείες ανέδειξαν μία νέα αντίληψη για την πολιτική, στον αντίποδα της επικρατούσας, και διαμόρφωσαν τα βασικά σημεία της. Οι στόχοι που τέθηκαν εμπράκτως ήταν οι τοπικές και ευρύτερες συνελεύσεις - στις οποίες συζητούνται όλα τα προβλήματα, και εξασφαλίζουν τη γνωριμία και την αλληλεγγύη. επίσης η επαφή και η συνεργασία με άλλες ομάδες και συνελεύσεις. τα τοπικά και ευρύτερα ουσιαστικά δημοψηφίσματα από τα κάτω. Όταν χρειάζεται ορίζονται αιρετές ή κληρωτές επιτροπές, οι οποίες εκφράζουν και εφαρμόζουν τις αποφάσεις της συνέλευσης, είναι υπόλογες στη συνέλευση και ανά πάσα στιγμή ανακλητές από αυτήν. Εφαρμόζεται η κυκλικότητα, η εναλλαγή των ατόμων και η μικρή διάρκεια στη θητεία τους. Οι στόχοι αυτοί αφορούν και στην γενική πολιτική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, και απαιτούν γενναία συνταγματική αλλαγή. Τη στιγμή που, υπό την πίεση της κοινωνικής αντίδρασης και του κινήματος στις πλατείες, το ίδιο το σύστημα προτείνει για τον εξωραϊσμό του μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μέχρι σήμερα θεωρούσε αδύνατες, η κοινωνία πρέπει να απαιτήσει τη ριζική και ουσιαστική αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχής όλων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα έννοιες όπως «ελευθερία», «ισότητα», «δικαιοσύνη», «συμμετοχή», «κοινωνικός έλεγχος», «κοινό συμφέρον». Μόνο έτσι θα γλιτώσει η κοινωνία από τους καταστροφείς της. Εάν η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να σωθεί από μόνη της δεν μπορεί να τη σώσει κανείς.
Η απουσία της κοινωνίας από την πολιτική συνετέλεσε στην παρακμή και στη χρεοκοπία, διότι άφησε ανεξέλεγκτη την εξουσία. Υπήρχε η εντύπωση πως η αποκλειστική ασχολία με τις ιδιωτικές υποθέσεις και το προσωπικό συμφέρον δεν δημιουργούσε προβλήματα. Η πραγματικότητα απέδειξε το αντίθετο. Μπορεί εμείς να μην ασχολούμαστε με την πολιτική εξουσία, αυτή όμως είναι εκεί, ασχολείται με εμάς. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαταλείψουμε τον παλιό κομματικό ή αδιάφορο και α-πολιτικό εαυτό μας και να δράσουμε. Χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας τον παλιό ανίκανο και διεφθαρμένο κομματοκρατικό κόσμο, να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο ολιγαρχικό σύστημα. Για να επιτευχθεί η ουσιαστική συμμετοχή, η άμεση δημοκρατία, χρειάζονται επειγόντως νέες αντιλήψεις και ιδέες, νέοι θεσμοί και νόμοι, νέες διαδικασίες και αξίες. «Σε εποχές αλλαγών, όπως η σημερινή, ό, τι δεν είναι νέο είναι ολέθριο».
Του Γιώργου Ν. Οικονόμου*
H νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται στα πρόθυρα πλήρους καταρρεύσεως. Έχει καταστεί πλέον εμφανής η αδυναμία του κομματικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του να αποτρέψει την χρεοκοπία. Όχι μόνο διότι αυτό οδήγησε στη σημερινή απελπιστική κατάσταση, αλλά και διότι αυτό οδηγεί σε χειρότερη με την υποδούλωση στο ΔΝΤ και τα «Μνημόνια». Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες επιβάλλεται να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος. Για να υπάρξει όμως αυτός πρέπει πρωτίστως να κατανοηθεί στην ουσία της η χρεοκοπία και κυρίως τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν, διότι η κατανόηση αυτή αποτελεί μέρος του ορθού δρόμου προς την έξοδο.
Η ελληνική κρίση είναι βεβαίως οικονομική και έχει διεθνή εξάρτηση (ιδίως ευρωπαϊκή) από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και διανομής, από τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών-τραπεζών και από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Χωρίς να υποτιμούμε τον διεθνή ορίζοντα της ελληνικής κρίσεως και χωρίς να επιμένουμε αποκλειστικώς στις ελληνικές παθογένειες, θα εξετάσουμε εδώ κυρίως τις εσωτερικές αιτίες στις οποίες αυτή οφείλεται, καθώς και τις δυνατότητες που υπάρχουν για πολιτικές δράσεις.
Η πολιτική και κοινωνική παρακμή
Η ελληνική κρίση που έλαβε διαστάσεις χρεοκοπίας, προϋπάρχει της παγκόσμιας. Έχει ξεκινήσει πολύ πριν από το 2008, με πρώτα σημάδια στη δεκαετία του ’80. Το 1985 ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δ. Χαλικιάς προειδοποίησε τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου πως η χώρα κινδύνευε με στάση πληρωμών και η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πάρει δάνειο από την τότε ΕΟΚ. Από το 1992 η κατάσταση του χρέους και των ελλειμμάτων εμφανίζεται προβληματική και το ΔΝΤ προειδοποιεί δημοσίως την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό επιβεβαιώνεται με την ομολογία του οικονομολόγου και πρώην πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου (από τους βασικούς υπεύθυνους της καταστροφής) ότι «αν δεν αφανίσουμε την υπερχρέωση της χώρας θα μας αφανίσει αυτή». Εν συνεχεία, με την εξωπραγματική και παράλογη ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων το 1997 η χώρα εγκλωβίζεται στην αύξηση του δανεισμού και του χρέους. Από το 2001, με την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη και το ευρώ με ψευδή στοιχεία, τα οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται συνεχώς με κορύφωση την περίοδο 2004-2009 της ολέθριας διακυβέρνησης Καραμανλή Β΄. Τον Ιούνιο του 2009, ο αρμόδιος επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Χοακίμ Αλμούνια ανακοίνωσε ενώπιον των υπουργών της Ε.Ε., και προειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, ότι το έλλειμμα της Ελλάδας στο τέλος του έτους θα υπερέβαινε το 10%, άρα η χώρα βάδιζε προς την πτώχευση.
Η απελπιστική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν λοιπόν γνωστή στην ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη από τη δεκαετία ‘90. Όμως, το κομματοκρατικό σύστημα όχι μόνο δεν μπόρεσε να χειρισθεί την κρίση, αλλά την επιδείνωσε με τη διαφθορά και τις ασυλλόγιστες δαπάνες για τις συντεχνίες, με τις παροχές για τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος, με τους ασύστολους διορισμούς στο δημόσιο, τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, την αδυναμία για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής κ.ά. Η κρίση λοιπόν εκτός από οικονομική, είναι πολιτική και εσωτερική. Την πορεία προς την χρεοκοπία απεργάσθηκαν η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν την επέβαλε η Γερμανία, η Γαλλία ούτε οι ΗΠΑ, αλλά τα δύο μεγάλα κόμματα και η άρχουσα οικονομική τάξη. Είναι γνωστό ότι ο Κ. Καραμανλής Α΄ πίεζε προς όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να κάμψει αρνήσεις και δυσπιστίες. Επί πλέον, η πολιτική και οικονομική ιθύνουσα τάξη θέλησαν και επεδίωξαν από τη δεκαετία του ’90 την είσοδο στην Ευρωζώνη και στο ευρώ - δεν τους εξεβίασε κανείς Ευρωπαίος. Οι ίδιες επίσης ιθύνουσες τάξεις, χωρίς να τις υποχρεώσει κανείς, επέλεξαν από το 1988 ήδη να αναλάβουν την μεγαλομανή και καταστρεπτική Ολυμπιάδα του 2004. Τις επιλογές αυτές στήριξαν επί τριάντα πέντε έτη τα παντοδύναμα ΜΜΕ, η συντριπτική πλειονότητα των διανοουμένων, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και το 80–85% των ψηφοφόρων, πράγμα που σημαίνει κοινωνική συναίνεση και καθιστά την κρίση κοινωνική.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι ολιγαρχία, όχι δημοκρατία
Η χρεοκοπία έχει επομένως συγκεκριμένους ενόχους, είναι τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία επί τριάντα πέντε έτη, είναι οι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί, oι βουλευτές και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι που έλαβαν τις αποφάσεις, που θέσπισαν νόμους, που χειρίσθηκαν τα χρήματα των φορολογουμένων, δηλαδή που προέβησαν στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, στη λεηλασία του δημοσίου χώρου, στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κυρίως είναι οι θεσμοί και η δομή του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος που επέτρεψαν την άφρονα πολιτική. Η δομή του είναι αυστηρώς ολιγαρχική: οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, θεσπίζουν τους νόμους, ασκούν την εξουσία προς όφελος δικό τους και των ολίγων ισχυρών επιχειρηματιών, των τραπεζών και των ΜΜΕ. Το κομματοκρατικό σύστημα κακώς αποκαλείται δημοκρατία, είναι μία καθαρότατη ολιγαρχία. Ιδίως εν Ελλάδι έλαβε τη μορφή της οικογενειοκρατίας, της φαυλοκρατίας, της μιντιοκρατίας και της κλεπτοκρατίας.
Η κατάσταση αυτή έγινε δυνατή επειδή η οικονομική ελίτ δεν ελέγχεται από την πολιτική εξουσία και η τελευταία δεν ελέγχεται από κανέναν, ούτε καν από τη δικαστική εξουσία. Οι βουλευτές και οι υπουργοί φρόντισαν, εκτός των άλλων προνομίων τους, να εξασφαλίσουν νομοθετικώς και συνταγματικώς την ατιμωρησία τους για την ανομία, την διαφθορά και την ανικανότητά τους. Δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ ουδείς κοινωνικός έλεγχος, η κοινωνία απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική σκηνή.
Τα αδιέξοδα της Αριστεράς και του οικονομισμού
Στη λογική του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, του κρατισμού και του λαϊκισμού κινήθηκε και η Αριστερά. Συνετέλεσε με τον τρόπο της στην απαξίωση και λεηλάτηση του δημοσίου χώρου, υποστηρίζοντας όλες τις διεκδικήσεις κάθε συντεχνίας, από τους υπαλλήλους της βουλής και των ΔΕΚΟ μέχρι τα μπλόκα των αγροτών και των φορτηγατζήδων. Αντί για τον πολιτικό και ταξικό αγώνα η Αριστερά έθεσε ως ανομολόγητο στόχο της τον αντικρατικό αγώνα, την ιδιοποίηση δηλαδή του δημοσίου χρήματος από τις προνομιούχες συντεχνίες, μέσω του κομματικού συνδικαλισμού. Υποκατέστησε το κεφάλαιο και την ολιγαρχία με το κράτος, με μία πτυχή του κράτους, το δημόσιο ταμείο. Από την άλλη όμως ευνόησε την κρατική διόγκωση και τον κρατισμό, αφού στοιχεία της αριστερής ιδεολογίας είναι οι κρατικοποιήσεις και οι εθνικοποιήσεις, οι οποίες στη λογική της είναι «σοσιαλιστικές» και «αντικαπιταλιστικές» πρακτικές. Ο διεφθαρμένος, παρασιτικός και αποτυχημένος γραφειοκρατικός καπιταλισμός των πρώην κομμουνιστικών κρατών δεν έχει διδάξει τίποτε στην Αριστερά, η οποία παραμένει δέσμια των αφερέγγυων και παρωχημένων ιδεολογιών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Από την άλλη, στο επείγον και φλέγον ερώτημα «τι κάνουμε;», η Αριστερά προτείνει για την έξοδο από την παρακμή την κατάργηση του Μνημονίου, τη στάση πληρωμών, την αναδιάρθρωση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ριζικές αλλαγές χωρίς να εξηγεί ποιος θα τις χειρισθεί. Παραμένει δηλαδή δέσμια του οικονομισμού, ο οποίος έχει αποτύχει παντού όπου εφαρμόσθηκε. Οι οικονομίστικες λύσεις αποκομμένες από την πολιτική, από την ενημέρωση και τη συμμετοχή της κοινωνίας οδηγούν στην αποτυχία. Η Αριστερά προβάλλει επίσης ως πανάκεια την προσφυγή στις εκλογές, τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι αυτές όχι μόνο δεν λύνουν τα προβλήματα, αλλά επιπλέον τα συγκαλύπτουν και τα επιδεινώνουν.
Η αποτυχία του εθνικισμού
Από τα ΜΜΕ και από συντηρητικές, θεολογικές, εθνικιστικές πλευρές γίνονται εκκλήσεις στο πατριωτικό και εθνικό συναίσθημα, προτείνονται κινήσεις και κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» για «απελευθέρωση» από τους ξένους (την Τρόικα, τους Γερμανούς κ.ά). Ο εθνικισμός έχει οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδα και καταστροφές. Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό, αλλά πολιτικό και ταξικό. Δεν πλήττονται όλοι οι Έλληνες από τα μέτρα, παρά μόνο τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα, ενώ τα ανώτερα ευνοούνται σκανδαλωδώς, λ.χ. οι τράπεζες με τις κολοσσιαίες κρατικές ενισχύσεις, η εργοδοσία με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που, ακόμη μία φορά, δεν φορολογείται. Δεν υπάρχει «κατοχή» της χώρας από ξένες δυνάμεις, όπως διαδίδεται από τις πλευρές αυτές. Η κατοχή οφείλεται στην εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία. Η αντίθεση δεν είναι ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, ανάμεσα στις «δυνάμεις του έθνους» και τους ξένους που «μας επιβάλλουν τα μέτρα», αλλά ανάμεσα στην κοινωνία από τη μια και την εγχώρια πολιτική-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στα κατώτερα-μεσαία στρώματα από τη μια και την πολιτικο-οικονομική ολιγαρχία από την άλλη.
Επανεφεύρεση της πολιτικής
Κανένα κόμμα, καμία προσωπικότητα, καμία κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών και οικονομολόγων δεν μπορεί να δώσει λύση. Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου οι λύσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές. Εφόσον η χρεοκοπία οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, η λύση πρέπει να είναι κυρίως πολιτική. Πρέπει η πολιτική να επανέλθει στο προσκήνιο, να αποκτήσει προτεραιότητα. Πολιτική όχι με την έννοια των εκλογών και των κομμάτων - οι εκλογές δεν μπορούν να φέρουν την αλλαγή του πολιτικού συστήματος που χρειάζεται η κοινωνία, αλλά επιβάλλουν την εναλλαγή στην εξουσία των διεφθαρμένων και ανίκανων να λύσουν τα προβλήματα κομμάτων.
Η πολιτική εννοείται εδώ με την ουσιαστική έννοια, την αμφισβήτηση από την ίδια την κοινωνία των χρεοκοπημένων εξουσιών, των εγκαθιδρυμένων θεσμών, κανόνων και σημασιών. Η πολιτική έχει σχέση με τους πολίτες και όχι με τους επαγγελματίες πολιτικούς, παράγεται από την κινητοποίηση των ανθρώπων που θέλουν να γίνουν πολίτες, δηλαδή να μην είναι ψηφοφόροι, ακροατές, οπαδοί και υπήκοοι, αλλά να συμμετέχουν άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Αυτή είναι και η ουσία της (άμεσης) δημοκρατίας: η συμμετοχή των πολλών στην άσκηση της εξουσίας - ουσία που έχει αλλοιωθεί από την αντιπροσώπευση, τα κόμματα και τους «ειδικούς». Εφόσον οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν όλη την κοινωνία πρέπει να λαμβάνονται από όλη την κοινωνία. εφόσον οι νόμοι αφορούν όλους πρέπει να θεσπίζονται από όλους. Δηλαδή, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους πολίτες και όχι από τους πολιτικούς. οι νόμοι να θεσπίζονται από το σύνολο και όχι (απλώς) για το σύνολο. Η δημοκρατική αντίληψη που υποβαστάζει όλα αυτά είναι ότι στα πολιτικά ζητήματα δεν υπάρχουν «ειδικοί» και «επαΐοντες», αλλά όλοι είναι ικανοί και όλοι πρέπει να συμμετέχουν στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της. Μόνο η πολιτική με αυτή την έννοια μπορεί να αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο, προς μία άλλη πορεία προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Αυτοοργάνωση και αυτοπροσδιορισμός
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες από τα κάτω, συμμετοχή της κοινωνίας και ανεξαρτησία από τις παραδοσιακές μορφές των αποτυχημένων κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Η κύρια μορφή και ο βασικός σκοπός των πρωτοβουλιών θα είναι ο αυτοπροδιορισμός από τη βάση και η συλλογική αυτοοργάνωση, που αντιτίθενται και συγκρούονται διαρκώς με τη γραφειοκρατικοποίηση, τους ηγέτες και τα κόμματα. Αυτό δηλαδή που έγινε από τις 25 Μαΐου 2011 στην πλατεία Συντάγματος και στις άλλες πλατείες της χώρας.
Οι συνελεύσεις και οι συζητήσεις στις πλατείες ανέδειξαν μία νέα αντίληψη για την πολιτική, στον αντίποδα της επικρατούσας, και διαμόρφωσαν τα βασικά σημεία της. Οι στόχοι που τέθηκαν εμπράκτως ήταν οι τοπικές και ευρύτερες συνελεύσεις - στις οποίες συζητούνται όλα τα προβλήματα, και εξασφαλίζουν τη γνωριμία και την αλληλεγγύη. επίσης η επαφή και η συνεργασία με άλλες ομάδες και συνελεύσεις. τα τοπικά και ευρύτερα ουσιαστικά δημοψηφίσματα από τα κάτω. Όταν χρειάζεται ορίζονται αιρετές ή κληρωτές επιτροπές, οι οποίες εκφράζουν και εφαρμόζουν τις αποφάσεις της συνέλευσης, είναι υπόλογες στη συνέλευση και ανά πάσα στιγμή ανακλητές από αυτήν. Εφαρμόζεται η κυκλικότητα, η εναλλαγή των ατόμων και η μικρή διάρκεια στη θητεία τους. Οι στόχοι αυτοί αφορούν και στην γενική πολιτική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, και απαιτούν γενναία συνταγματική αλλαγή. Τη στιγμή που, υπό την πίεση της κοινωνικής αντίδρασης και του κινήματος στις πλατείες, το ίδιο το σύστημα προτείνει για τον εξωραϊσμό του μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μέχρι σήμερα θεωρούσε αδύνατες, η κοινωνία πρέπει να απαιτήσει τη ριζική και ουσιαστική αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχής όλων στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα έννοιες όπως «ελευθερία», «ισότητα», «δικαιοσύνη», «συμμετοχή», «κοινωνικός έλεγχος», «κοινό συμφέρον». Μόνο έτσι θα γλιτώσει η κοινωνία από τους καταστροφείς της. Εάν η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να σωθεί από μόνη της δεν μπορεί να τη σώσει κανείς.
Η απουσία της κοινωνίας από την πολιτική συνετέλεσε στην παρακμή και στη χρεοκοπία, διότι άφησε ανεξέλεγκτη την εξουσία. Υπήρχε η εντύπωση πως η αποκλειστική ασχολία με τις ιδιωτικές υποθέσεις και το προσωπικό συμφέρον δεν δημιουργούσε προβλήματα. Η πραγματικότητα απέδειξε το αντίθετο. Μπορεί εμείς να μην ασχολούμαστε με την πολιτική εξουσία, αυτή όμως είναι εκεί, ασχολείται με εμάς. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαταλείψουμε τον παλιό κομματικό ή αδιάφορο και α-πολιτικό εαυτό μας και να δράσουμε. Χρειάζεται να αφήσουμε πίσω μας τον παλιό ανίκανο και διεφθαρμένο κομματοκρατικό κόσμο, να εγκαταλείψουμε το αποτυχημένο ολιγαρχικό σύστημα. Για να επιτευχθεί η ουσιαστική συμμετοχή, η άμεση δημοκρατία, χρειάζονται επειγόντως νέες αντιλήψεις και ιδέες, νέοι θεσμοί και νόμοι, νέες διαδικασίες και αξίες. «Σε εποχές αλλαγών, όπως η σημερινή, ό, τι δεν είναι νέο είναι ολέθριο».
*Δρ Φιλοσοφίας
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 34
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολίτες, αρ. 34
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)