ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 1 Μαΐου 2012

ΑΓΙΕ ΜΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ, ΤΙ ΑΥΓΗ ΜΑΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ;


 4a-kalantzopoulou
Μέρες που ’ναι, έχουμε βομβαρδιστεί επαρκώς με ποικιλώνυμα φασιστικά προεκλογικά μηνύματα και πάμπολλες προσεγγίσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς, κι εδώ κι αλλού.
Όντας γέννημα θρέμμα μιας συνοικίας-λίκνου για το σχετικό «αυγό», θέλησα να καταγράψω τις σκέψεις μου γι’ αυτή τη διαδικασία εκκόλαψης που έχει χρονικό και ποιοτικό βάθος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ενδεχομένως αντιλαμβάνονται όσοι τη γνώρισαν από τις ειδήσεις στην τηλεόραση και τον Τύπο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Το κοινωνικό προφίλ που περιγράφεται δεν είναι ασφαλώς η μοναδική ταυτότητα της περιοχής, ούτε και περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη γειτονιά. Αποτελεί όμως πραγματικό και χαρακτηριστικό υπόστρωμα για την ανάλυση ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου φαινομένου.

Ο Άγιος Παντελεήμονας, λοιπόν: μια γειτονιά που συγκατοικούνταν κάποτε από νοικοκυραίους οικογενειάρχες, εμπόρους, μορφωμένους δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες, μεροκαματιάρηδες και φοιτητές από την επαρχία, στο μοτίβο της γνωστής κατ’ όροφο κοινωνικής διαστρωμάτωσης της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Στα ισόγεια, εμπόριο γειτονιάς για κάθε μικρο-μεσοαστική ανάγκη, βιοτική ή και πολυτελείας (είδη δώρων, γκαλερί κ.ά.), η απαραίτητη για την κατοικία «μη οχλούσα» μεταποίηση, κυρίως σε ημιυπόγειους βιοτεχνικούς χώρους, και όλα τα αναγκαία μαστόρια οικιακής χρήσης (τσαγκάρηδες, μοδίστρες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.ά.). Ένας αυτάρκης μικροαστικός μικρόκοσμος δηλαδή, στα όρια του κέντρου. Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και ολοκληρώνεται εν πολλοίς η εικόνα του δομημένου χώρου που βλέπουμε και σήμερα.
Κάτι τα λεφτά που έβαλαν στην άκρη ή και το δάνειο, κάτι η αισιοδοξία που γέννησε το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης, κάτι το όραμα της «υγιεινής» ζωής στα πράσινα αναπτυσσόμενα τότε προάστια, μακριά από τη θορυβώδη και ρυπαρή Αθήνα του «νέφους» και του «κυκλοφοριακού» και, σιγά σιγά, οι λιγότερο «δεμένοι» με το κέντρο εν-κατεστημένοι κάτοικοι, αποχωρούν οικογενειακώς προς νέες μικρο-μεσοαστικές κοιτίδες, κυρίως στα βορειοανατολικά του Λεκανοπεδίου (Πεύκη, Χαλάνδρι, Χολαργός, Μελίσσια κλπ.). Το φαινόμενο εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’80. Οι υπόλοιποι παραμένουν, μεγαλώνουν και γερνάνε στην περιοχή, σταδιακά μόνοι, χωρίς τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το κενό πληρώνεται αρχικά από έναν «τράνζιτ» πληθυσμό νεαρών, ημεδαπών οπωσδήποτε, «νοικοκυριών» εργένηδων ή νεαρών ζευγαριών. Δεν είναι λίγα λοιπόν τα διαμερίσματα που μένουν κενά για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα.
Δεκαετία του ’90: τα πρώτα σημάδια
Ώσπου ξαφνικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχίζουν να εγκαθίστανται οι πρώτοι αλλοδαποί «άλλοι». Όπως και οι προηγούμενοι εσωτερικοί μετανάστες από την ελληνική επαρχία, έτσι κι αυτοί κουβαλάνε την τραχύτητα του λιγότερο εξαστισμένου πληθυσμού. Απλοϊκές συγκρούσεις στην αρχή, για τα καθημερινά της συνοίκησης. Τίποτε το ουσιαστικά διαφορετικό (εκτός από τις «μουσικές» και τις μυρωδιές που πλανώνται στον αέρα). Πάντα οι νεοεισερχόμενοι διένυαν ένα στάδιο «συμμόρφωσης» στα χρονοδιαγράμματα του καλοριφέρ, της πληρωμής των κοινοχρήστων, στη χρήση της υπόγειας αυλής ή της ταράτσας, στα ωράρια κοινής ησυχίας ή και στα καπρίτσια του διαχειριστή ή της διαχειρίστριας της πολυκατοικίας… Και, μέσα από τη βαθιά άγνοια και ακόμα βαθύτερη περιφρόνηση των «παλιών» για το όποιο πλησίασμα της πολιτιστικής διαφοράς των νεοαφιχθέντων, διαμορφώνονται οι πρώτες στερεοτυπικές εικόνες. Οι φιλήσυχοι γείτονες αναμασάνε τα ίδια: οι Πολωνοί πίνουν, οι Αλβανοί είναι αχάριστοι, οι Γεωργιανοί παλιάνθρωποι, το ίδιο ίσως και οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι κλπ. και, δυνάμει, όλοι είναι τυχοδιώκτες και απατεώνες. Tα κλισέ μοιάζουν να δικαιώνονται από τη μεμονωμένη εμπειρία του καθενός και ανακυκλώνονται με πολλαπλασιαστική δυναμική σε μια γειτονιά μεσηλίκων ή και υπερηλίκων πια (η οποία, α προπό, μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ψηφίζει αταλάντευτα Νέα Δημοκρατία σε ποσοστά άνω του 65%). Η γενική υποβάθμιση της περιοχής είναι ήδη σε εξέλιξη, αλλά δεν δημιουργείται δα και κανένα κίνημα. Ποιος νοιάζεται για τα σχολεία και τις παιδικές χαρές; Όχι πάντως οι ντόπιοι που δεν έχουν πια μικρά παιδιά. Ποιος θίγεται από τη ραγδαία αύξηση των οίκων ανοχής; Όχι πάντως οι ντόπιοι που εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς κάποτε εντός, εκτός και επί τα αυτά της διαβόητης οδού Φυλής, στην εποχή της μεγάλης της δόξας. Οι κινηματογράφοι της γειτονιάς κλείνουν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και δεν ζορίζεται κανένας, μιας και όλοι έχουν πια τηλεόραση, ενώ τα βιντεοκλάμπ ξεφυτρώνουν παντού και γνωρίζουν μεγάλες πιένες. Οι κλειστοί κινηματογράφοι αντικαθίστανται εν μέρει με σκυλάδικα για τους ημεδαπούς και ειδικά «κλαμπ» για τους ξένους. Κανένα πρόβλημα — τα διασκεδαστήρια του είδους είναι δημοκρατικό δικαίωμα και «πολιτιστικά κέντρα» στη μετά Γιαννόπουλο απενοχοποιημένη λαϊκή συνείδηση.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι ιδιοκτήτες των πιο μικρών ειδικά διαμερισμάτων, μπροστά στα κεσάτια, ρίχνουν ο ένας πίσω από τον άλλο την όποια «εθνική υπερηφάνεια» τους και νοικιάζουν τα πεπαλαιωμένα πλέον υπόγεια, γκαρσονιέρες και βιοτεχνικούς χώρους που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους (ας είν’ καλά το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» και το χρηματιστήριο) σε μεροκαματιάρηδες ή εξαθλιωμένους «ξένους», που ολοένα καταφτάνουν στην περιοχή. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις ωστόσο, δεν παύουν να νοσταλγούν το «ένδοξο» παρελθόν της γειτονιάς: την αστικότητα, ευταξία και νομιμοφροσύνη της δεκαετίας του ’60, της χούντας και των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, τότε δηλαδή που μεταξύ όλων των αρετών που ίσως όντως είχε η περιοχή (όπως και ευρύτερα η Κυψέλη), ανθούσαν οι χαρτοπαικτικές λέσχες και οι θυρωροί έκαναν καλά τη γνωστή δουλειά τους, το ίδιο και οι περιπτεράδες. Όσο για τον δημόσιο χώρο; Στις πλατείες της γειτονιάς κλείνονται στοιχήματα για κόντρες με μηχανάκια, μοιράζονται ναρκωτικά και ψωνίζεται ο αγοραίος έρωτας ήδη από την εποχή του Γαρδέλη. Κανείς όμως δεν φαίνεται να το πρόσεξε.
Μετά το 2000: δραματικές αλλαγές και το τυφλό αίτημα της «ανακατάληψης»
Στα μισά της προηγούμενης δεκαετίας περίπου, η εικόνα αλλάζει πιο δραστικά (και δραματικά). Οι πλατείες Αγ. Παντελεήμονα, Αττικής και Βικτωρίας για κάνα-δυο χρόνια πριν τους ένδοξους Ολυμπιακούς Αγώνες «φιλοξενούν», με την ανοχή της αστυνομίας, τις πιάτσες των ναρκωτικών που μέχρι τότε «σπίλωναν» το τοπίο της Ομόνοιας κυρίως. Ουδεμία σοβαρή κοινωνική αναταραχή. Ταυτόχρονα, το πλήθος των εγκατεστημένων ή νεοαφιχθέντων μεταναστών μοιάζει πια να ξεπερνά το κρίσιμο μέγεθος, καταρχάς για την υποστήριξη της ζήτησης για το τοπικό εμπόριο, κατά δεύτερον της προσφοράς κατοικίας. Οι νέοι πάμφτωχοι «πελάτες» που συνωστίζονται ανώνυμα και άτυπα, αλλά φυσικά καθόλου δωρεάν στα πιο υποβαθμισμένα ακίνητα της περιοχής, δεν είναι «καλοί»· να φύγουν. Όλοι το συζητάνε σχετικά φανερά, εκτός φυσικά από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που ίσως το ζητάνε με τη σειρά τους στις περιοχές που διαμένουν ή εργάζονται. Να φύγουν και να πάνε πού; Ή να έρθουν ποιοι; Καμιά απάντηση. Έτσι λοιπόν, με ένα δυναμικό πλην «τυφλό» αίτημα, εμφανίζεται περί τα τέλη του 2008 μια «επιτροπή κατοίκων», πρόθυμη για δράση στο πεδίο. Οι απαντήσεις που δεν δίνονται στο αίτημα της εθνικής καθαρότητας της περιοχής ή της εθνικής «επανάκτησης» ή «ανακατάληψης» του χώρου, υποδηλώνουν τη βαθιά και γνήσια αδιαφορία των «ιθαγενών» για τις όποιες μεθόδους ανθρώπινης «εκκαθάρισης». Τι θα απογίνουν αυτοί οι νέοι «άθλιοι», που εν γνώσει των πάντων συνωστίζονται στα υπόγεια, στους βιοτεχνικούς χώρους ή και στις πλατείες; Ιδανικά, ας μην υπήρχαν. Ρεαλιστικά, ας πεθάνουν, είναι μάλλον η άρρητη απάντηση. Κι αν χρειαστεί βάζουμε κι ένα χεράκι. Όχι εμείς, οι ευυπόληπτοι νοικοκυραίοι, βέβαια. Ας το κάνει το κράτος ή, έστω, τα νεοεμφανισθέντα και στρατευμένα με το μέρος μας «παιδιά».
Ήρθαν οι «προστάτες»: και «Έλληνες» και «λεβέντες»
Νεαρές ή μεσήλικες κυρίες, που αντανακλούν εμφανισιακά την κουλτούρα των πρωινάδικων, των ριάλιτι και των τηλεσειρών μακράς διαρκείας, συνασπίζονται με ομήλικούς τους «λεβέντες» ή «παλικαράδες» που, αντίστοιχα, αντανακλούν την κουλτούρα του καφενείου, του γηπέδου, του γραφείου στοιχημάτων κλπ. και ομού συνεγείρουν, με τον πατριωτικό οίστρο και «ενδιαφέρον» τους, τον γερασμένο πιο παθητικό πληθυσμό, μέρος του οποίου αναγνωρίζει σ’ αυτούς εξάλλου και τα δικά του αξέχαστα νιάτα (τα οποία συμπτωματικά συνέπεσαν με την αξέχαστη επταετία). Σιγά σιγά, αυτοί οι νέοι «προστάτες» και συνοδοιπόροι δηλώνουν ευθαρσώς και την πολιτική τους καταγωγή: Χρυσή Αυγή, λένε. Πιστώνονται έτσι, όχι μόνο ως άτομα, αλλά και ως οργάνωση, τα εύσημα για τις «υπηρεσίες» τους (πογκρόμ) στη γειτονιά. Οι φιλήσυχοι κάτοικοι ακούνε (αν δεν βλέπουν κιόλας) για τα πογκρόμ, και αντιλαμβάνονται και υλικά το εξαιρετικό τους προνόμιο να χρησιμοποιούν ως νομιμόφρονες και πάνω απ’ όλα «Έλληνες» την «άβατη» πλέον για οποιονδήποτε άλλο πλατεία. Και τι μ’ αυτό; Η Χρυσή Αυγή, η οργάνωση-ταμπού για τη δεκαετία του ’80, δεν τους είχε εξάλλου πειράξει προσωπικά, ούτε και η πρόσφατη χούντα άλλωστε. Κάποιοι σίγουρα θα φοβούνται να τους πάνε κόντρα, όπως φοβήθηκαν και παλιότερα. Κι αυτό κάτι θυμίζει, γνωστή και οικεία κατάσταση ο φόβος μη γίνεις επ’ ουδενί δυσάρεστος στους δυνατότερους.Στο μεταξύ, φυσικά, έχει καταπέσει και το μεταπολιτευτικό ταμπού. Ένας άνθρωπος που λίγα χρόνια πριν καλούσε σε μοίρασμα αξιωμάτων σε βασιλόφρονες και χουντικούς, ανάγεται πλέον σε «ρυθμιστή» των πολιτικών εξελίξεων και καθοδηγητή της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας, με κορυφαίους υπουργούς του δικομματισμού να τον συναγωνίζονται σε εθνικιστικό και ρατσιστικό παραλήρημα. Για τον σκοπό αυτό, βέβαια, χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητες σελίδες και ώρες προβολής μέσω του Τύπου και της πολύ πιο επιδραστικής τηλεόρασης. (Απ’ την οποία εξάλλου ενημερώνονται εν πολλοίς και για τα «συμβάντα» της γειτονιάς τους). Αντίστοιχα, η «δημοκρατία» και η τηλεόραση αποκατέστησαν έναν φανατικό και αμετανόητο ναζιστή και επίσημο προπαγανδιστή της χούντας (και τον γιο του), έναν τσεκουροφόρο «ακτιβιστή», έναν μανιακό τηλεπωλητή βιβλίων ασύστατου και εθνικιστικού περιεχομένου, και πάει λέγοντας. Οι όποιες (συχνά τεχνητές) ενοχές των νομοταγών κατοίκων για την ανοχή ή υποστήριξή τους στη χούντα επιτέλους εξαφανίζονται. Καιρός να ξαναεκδηλώσουν ανοιχτά την πίστη τους στο πολυθρύλητο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών.
Από τη μια, η χαρά της απενοχοποίησης (μέσα έστω στη δυστυχή αυτή συγκυρία), από την άλλη όλα τα δεινά. Οι ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι κοινωνικοί δεσμοί με τους συν-κατοίκους, η σταδιακή συρρίκνωση του τοπικού παραδοσιακού εμπορίου έναντι των κατά πολύ φθηνότερων προσφορών των πολυεθνικών, η κρίση στην κατανάλωση ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή του ευρώ, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος της γειτονιάς, φυσικού και δομημένου, η ένοχη ανοχή του κράτους στις κάθε λογής «πιάτσες» της μέρας και της νύχτας , η απουσία του σε όλα τα άλλα επίπεδα (αστικός εξοπλισμός, κοινωνικές υποδομές, περιβαλλοντικές συνθήκες, ακόμα και αστυνόμευση), η αναπόφευκτη αύξηση της παραβατικότητας και εγκληματικότητας ως εκ της συνολικής εκπτωχεύσεως εκπορευομένη, η συστηματική κατασκευή και γιγάντωση του φόβου και του μίσους από τους επαΐοντες του κυρίαρχου λόγου, όλα αυτά συμπυκνώθηκαν καταλλήλως ώστε να δαιμονοποιηθούν για όλα, όχι η κοινωνία την οποία συναποτελούν, όχι το καθεστώς που στήριξαν και στηρίζουν, αλλά οι «άλλοι». Εν προκειμένω, οι «λαθρομετανάστες».
Ο αποτρόπαιος ναζιστικός λόγος της Χρυσής Αυγής, που προσπάθησε να βγει στο προσκήνιο με το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ελάχιστα άγγιζε τότε τον μακράν της Μακεδονίας ευρισκόμενο Αγ. Παντελεήμονα, βρήκε επιτέλους τα κατάλληλα «κουμπιά», στοχεύοντας καίρια στους ξένους «εισβολείς» της περιοχής. Πάνω στο παιδαριώδες μοτίβο «ή αυτοί ή εμείς» μετέτρεψε με εγκληματική απλοϊκότητα τα εμφανή θύματα διεθνικών κυκλωμάτων εκμετάλλευσης σε ανθέλληνες θύτες — τελεία και παύλα. Κατασκευάστηκε έτσι σταδιακά, με την εντατική συνεπικουρία των ΜΜΕ, η απαραίτητη δόση δηλητηρίου και η μονοσήμαντη στόχευση των «ξένων» ως υπ’ αριθμόν ένα κινδύνου και υποστρώματος για όλα τα δεινά (οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, υγείας, παιδείας, κοινωνικής συνοχής ή και εθνικής ταυτότητας). Όλοι οι «ξένοι», πλην των εκάστοτε ίσως πολύ συγκεκριμένων που καθαρίζουν τα σπίτια μας, φροντίζουν τα υπερήλικα ή ανήλικα μέλη της οικογένειας (χωρίς ένσημα) ή δίνουν τη θέση τους στο λεωφορείο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κηλίδες εγκληματικότητας και ασχήμιας στην εικόνα αστικής συγκατοίκησης των ονείρων μας. Η εγκληματικότητα (όπως και η φτώχεια) στη γειτονιά είναι φυσικά γεγονός, κλοπές κυρίως, συχνά με απειλή όπλου. Πήρε δυστυχώς (;) τη θέση της παλιάς αθώας (;) συνθήκης των ημεδαπών επιδειξιών και βιαστών που δεν «εξυπηρετούνταν» επαρκώς στα στέκια και στα «σπίτια» της περιοχής τα παλιά καλά χρόνια…
Ο τραυματισμένος πια «Επαίτης» του Λουκά Δούκα, έργο του 1918, στο πλάι της παιδικής χαράς από το 1937, κλειστής πια, ατενίζει την τραυματισμένη πια πλατεία (η φωτογραφία από το μπλογκ του Μάνου Στεφανίδη, http://manosstefanidis.blogspot.com/2011/10/1.html)
Η πέρα χώρα τώρα, το ιδεολογικά «προοδευτικό φάσμα» δηλαδή, από την ευγενή Αριστερά έως και τον πιο «άξεστο» αριστερό ή και αναρχικό εξτρεμισμό, σε μια θαυμαστή συμπόρευση που δεν σκοτίζεται για τοπικές ιδιαιτερότητες, στο δίπολο «αυτοί» ή οι «άλλοι», μοιάζει να παίρνει μονοσήμαντα το μέρος των «άλλων», προσάπτοντας ταυτόχρονα σ’ «αυτούς» τη ρετσινιά του ρατσιστή, ενεργοποιώντας έτσι περαιτέρω τα πιο συντηρητικά τους αντανακλαστικά, που δεν είναι και λίγα. Η αγαπημένη τηλεόραση εξάλλου συμφωνεί: ο ΣΥΡΙΖΑ και οι αναρχικοί στηρίζουν τους λαθρομετανάστες, καίνε την Αθήνα κάθε τρεις και λίγο, άσε που δεν χωνεύουν και την αστυνομία. Κι «αυτοί», οι «γηγενείς», εδώ που τα λέμε, δεν είχαν ποτέ να χωρίσουν κάτι με την αστυνομία. Πάνω απ’ όλα συντάσσονται με τους, κατ’ επίφαση έστω, νομοταγείς, κι ας είναι και λούμπεν. (Τι θα πει λούμπεν εξάλλου;) Δεν τους ενδιαφέρει, λένε, το ιδεολογικό στίγμα των προστατών τους, ας ήταν ΚΚΕ να τους ψήφιζαν. Τους τρομάζει ίσως λίγο (ορισμένους) το λογότυπο της σβάστικας (ο αντιναζισμός στις γενιές τους είναι παυλοφικό αντανακλαστικό), αλλά όχι –πλέον–και η θετική επίκληση της αείμνηστης «εθνικής κυβέρνησης Παπαδόπουλου», αλώβητοι είχαν βγει εξάλλου κι από τούτη. Τι έχουν να φοβηθούν οι ίδιοι από τα «στρατόπεδα» που συζητιούνται για τους λαθραίους «άλλους»; Τι έχουν να φοβηθούν από τις απειλές για επανενεργοποίηση των «εξωτικών προορισμών του Αργοσαρωνικού»; Όλα αυτά τα έχουν εξάλλου ανεχθεί και στο παρελθόν. Τι έχουν να φοβηθούν από το τείχος ή τα ναρκοπέδια στον Έβρο; Γι’ αυτό κι ευλόγησαν ήδη με την ψήφο τους την είσοδο Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο. Τα «παιδιά» του «καθάρισαν» τις πλατείες τους, κι ας μην τις χρησιμοποιούν ποτέ οι ίδιοι εδώ και χρόνια (έχουν τηλεόραση, τι να τις κάνουν τις πλατείες;). Οι «καθαρές» πλατείες είναι ζητούμενο, το λέει εξάλλου και η αγαπημένη τηλεόραση, σχεδόν καθημερινά. Η παιδική χαρά που έκλεισε δεν τους λείπει. Αφού δεν τη χρησιμοποιούν οι ίδιοι, ας μην τη χρησιμοποιεί κανείς.
Καλό ξημέρωμα…
Πλησιάζουν οι εκλογές, η ώρα που «μιλάει ο λαός». «Κι αν χωρίς τη βουλευτική ασυλία κάναμε αυτά που κάναμε, φανταστείτε μετά πόσα θα κάνουμε!» υπόσχεται με αυτοπεποίθηση ο νέος αρχηγός, ο οποίος, δια παν ενδεχόμενο, δηλώνει και αντιμνημονιακός.
Στους προοδευτικούς ανησυχούντες: Λίγη φαντασία χρειάζεται. Στους προοδευτικούς μη ανησυχούντες (ακόμα): Καλό ξημέρωμα στις 7 Μαΐου. Και ο (σκέτος) Παντελεήμων να βάλει το χέρι του.

Ο ΝΕΟΣ ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ



Νορβηγία: Ο ναζιστής Μπρέιβικ, δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο, καθώς έχει την στήριξη κομμάτων που προωθούν την πολυπολιτισμικότητα. Έχει σκοτώσει 77 ανθρώπους, υποστηρίζοντας ότι ήταν “προδότες”. Επίσης πέρα από “υποστηρικτές των μεταναστών”, σκότωσε και “όσους έμοιαζαν με μαρξιστές”. Θέλει να καταδικαστεί με θάνατο ή να αθωωθεί, αφού όπως λέει ο ίδιος, για την περίπτωσή του δεν υπάρχει μέση λύση. Επιθυμεί ν’ αποτελέσει παράδειγμα για τους ακροδεξιούς ανά την Ευρώπη, αφού δεν είχαν πρότυπο μετά τον Β’ Παγκόσμιο. 
Γαλλία: Έκπληξη αποτελεί το ποσοστό του ακροδεξιού κόμματος της Μαρί Λεπέν, αφού συγκεντρώνει το 18% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο πατέρας της Λεπέν, είναι αυτός που έσπειρε πρώτος τον φόβο και το μίσος για τον “ξένο” στην γαλλική κοινωνία. Ο Σαρκοζί σκόρπιζε ισλαμοφοβία και δεν δίστασε να ποινικοποιήσει την μπούρκα, αλλά και να γκρεμίσει καταυλισμούς τσιγγάνων.

Ολλανδία: Το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας, συγκυβερνά την χώρα επιβάλλοντας την ξενοφοβική ατζέντα..
Ελλάδα: Κόμμα νεοναζιστών, φλερτάρει με την είσοδό του στην Βουλή, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις. Οι οργανωμένες επιθέσεις σε “ξένους” (φυλής και ιδεολογίας) δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια “ευαισθησία”, δηλαδή προσαγωγές και συλλήψεις, όπως συμβαίνει π.χ. με διαδηλωτές. Στρατόπεδα συγκέντρωσης οργανώνονται και κάθε κόμμα έχει ως κεντρικό άξονα το μεταναστευτικό.
Τι πήγε λάθος;
Όλα τα σάπια υλικά που αφήνει η κρίση, συνθέτουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη. Αφετηρία αποτελεί η απαξίωση της πολιτικής, η παρατεταμένη λιτότητα και ο ευτελισμός των θεσμών. Βέβαια, η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος, παριστάνοντας τον πολέμιο του κατεστημένου και χρησιμοποιώντας με αισχρό τρόπο τους μετανάστες, ως εξιλαστήρια θύματα και δείχνοντάς τους με το δάχτυλο ως μοναδικούς υπεύθυνους για την οικονομική κατάσταση.
Ένας ακόμη παράγοντας που χρειάζεται να επισημάνουμε, είναι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία, η οποία έφερε στο ασταθές έδαφός της πολλούς πολίτες, οι οποίοι αναζητούν ασφάλεια, σε παλιές έννοιες και σύμβολα, αλλά και αγωνιούν για την ταυτότητά τους. Και το πιο εύκολο μέσα στον χυλό, είναι να ξεχωρίσουν οι καιροσκόποι της ακροδεξιάς την εθνική ταυτότητα και να την θέσουν ως το πρώτο αιτούμενο. Μια εθνική ταυτότητα που δεν πρέπει να “μολυνθεί”, από -ποιους άλλους;- τους μετανάστες.
Το νεοφιλελεύθερο σύστημα, εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας με πλοκάμια σε οικονομικά και πολιτικά κέντρα. Κι αν τα προηγούμενα χρόνια προσπαθούσαν να πείσουν για την χρησιμότητα αυτού του μοντέλου, μέσω της “προσωπικής επιτυχίας”, σήμερα λόγω της κατάρρευσης των προσωπείων, όλοι οι λαοί, συνειδητοποιούν ότι οι ελίτ χρησιμοποιούσαν τον καταναλωτισμό και τον κοινοβουλευτισμό για να κρατήσουν τους πολίτες σε προχωρημένη κατάσταση ύπνωσης, με την βοήθεια των ΜΜΕ.
Η ακροδεξιά απειλεί την Ευρώπη και την Ελλάδα. Το μεγάλο στοίχημα είναι να μην τρομοκρατηθεί η κοινωνία από τους ελεεινούς εκβιασμούς και την βδελυρή προπαγάνδα της ακροδεξιάς. Γιατί επέζησε η ακροδεξιά στην Ελλάδα; Ο λόγος είναι οι βαθιές της ρίζες στο ίδιο το κράτος και τους μηχανισμούς του. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που μετά τον Β’ Π.Π. είχε δικτατορία. Γι’ αυτό οι ιδέες της δεν θεωρούνται ακραίες, αλλά αντιθέτως υιοθετείται η ατζέντα της από κυβερνήσεις.
Όπως αναφέρθηκε και πριν, στην ρευστότητα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η γενικότερη κρίση, έχει κάνει επιτακτική την αναζήτηση ταυτότητας. Η οποία πλέον, καθορίζεται μέσω φαντασιακών καταστάσεων και του ανήκειν σε μια ομάδα σε συνδυασμό με τον αυτόματο αποκλεισμό, όσων δεν ανήκουν σε αυτήν. Επίσης, αυτόματα οι μετανάστες συνδέονται με το έγκλημα. Ο Μεγάλος Αδελφός θα ζήλευε για την αλλοίωση των εννοιών.
Η επιλογή ακροδεξιών\ναζιστικών κομμάτων, είναι το έσχατο σημείο απελπισίας και παρακμής, από μια κοινωνία που πριν πέσει μια για πάντα στον βούρκο, θέλει να πάρει κι άλλους μαζί. Το μίσος διαχέεται και αυτό μόνο σε κοινωνική διάλυση μπορεί να οδηγήσει. Ο αυταρχισμός, η αυτοδικία και το εγκώμιο της βίας, αν αλυσοδεθεί με την κατεδάφιση κάθε εργασιακού δικαιώματος και κοινωνικού κράτους, τότε, η Ευρώπη θα ξαναπεράσει μέρες Μεσαίωνα.

Ahead of May Day, David Harvey Details Urban Uprisings From Occupy Wall Street to the Paris Commune

http://www.democracynow.org/2012/4/30/ahead_of_may_day_david_harvey

Πηγή: democracy now

On Tuesday, May 1st, known as May Day or International Workers' Day, Occupy Wall Street protesters hope to mobilize tens of thousands of people across the country under the slogan, "General Strike. No Work. No Shopping. Occupy Everywhere." Events are planned in 125 cities. We speak with leading social theorist David Harvey, distinguished professor of anthropology at the Graduate Center of the City University of New York, about how Occupy Wall Street compares to other large-scale grassroots movements throughout modern history. "It's struck a chord," Harvey says of the Occupy movement. "I hope tomorrow there will be a situation in which many more people will say, 'Look, things have got to change. Something different has to happen.'" Harvey's most recent book is "Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution."


Rush Transcript

AMY GOODMAN: Tuesday is May Day, May 1st, also known as International Workers' Day, a holiday that celebrates workers' rights and achievements of organized labor, such as the eight-hour workday. This year, the Occupy Wall Street campaign is hoping to mobilize tens of thousands of people across the country under the general slogan, "General Strike. No Work. No Shopping. Occupy Everywhere". Events are planned in 125 cities. The Occupy campaign plans to protest in 99 targets alone in Midtown Manhattan, including the offices of JPMorgan Chase and Bank of America.
Activists gathered last Thursday in New York City's Union Square to announce plans for the massive May Day protest that will include immigrant groups, workers' unions, members of Occupy Wall Street. Chris Silvera is Secretary-[Treasurer] of Teamsters Local 808.
CHRIS SILVERA: We want the immigrant community. We want Teamsters. We want laborers. We want the RSDWU. We want the United Food and Commercial Workers. This is a day that should be represented by hundreds of thousands marching like they did in 1886. We have to turn back the clock on Mr. Romney, on Mr. Obama, on the Congress, on Mario Cuomo, on Bloomberg. And the 99 percent has to get their share.
AMY GOODMAN: Well, to talk more about May Day and the Occupy campaign, we're joined by leading social theorist, David Harvey, distinguished professor of anthropology at the Graduate Center of City University of New York. He has been teaching Karl Marx's Capital for nearly 40 years, is the author of a number of books, including The Limits to Capital and A Brief History of Neoliberalism_. His most recent book is called Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution_.
Explain, David Harvey.
DAVID HARVEY: I'm trying to look at the history of urban uprisings. And actually, if you look at the situation around the world right now, you see examples in Berlin. You see them in Cairo. You see them going on with the indignados movement in Spain, and of course in Greece. And you see them in Chile. And in recent years, we've seen uprisings in places like Los Angeles 20 years ago. And so, this—and I'm interested in the sort of political significance of these movements. And I think, in some ways, Occupy Wall Street is in that tradition.
And tomorrow's actions, which are going to be decentralized all over the city, in a way is saying, "Let's take back the city and call it our city, instead of being the city that belongs to the 1 percent." And so, it's a bit like saying, "Let's have our city, and we'll make it our city." And, of course, one of the instances where that happened most emphatically was back in the Paris Commune of 1871. And so, I wanted—
AMY GOODMAN: What was the Paris Commune of 1871?
DAVID HARVEY: The Paris Commune was an uprising against the government in an attempt to create an alternative form of urban governance in Paris in 1871 under conditions of war and the like. And, of course, it was ruthlessly suppressed, as we see going on in Syria right now, in Homs, in fact, so that—so these urban movements can sometimes work, and sometimes they get savagely repressed.
AMY GOODMAN: Moving forward from the Paris Commune, you talk about the right to the city. What does that mean?
DAVID HARVEY: The right to the city means—who has the right to New York City? Who can affect things here? Who can really change life here? And when we talk about the power of the 1 percent, we're talking about an extremely powerful group that actually dominates much of investment in the city, much of rebuilding of the city. We have a billionaire mayor who allies with them. But it's hardly a city that is run by Picture the Homeless or the impoverished population. So, in claiming the right—in reclaiming the right to the city, what we're really trying to talk about is the way in which ordinary people can affect urban life and define a different kind of urban environment in which they're going to live.
AMY GOODMAN: Earlier this month, New York City Mayor Michael Bloomberg compared the city council's living wage bill to communism. The bill would raise workers' wages at city-subsidized developments. Bloomberg made the comment in an interview on WOR radio.
MAYOR MICHAEL BLOOMBERG: If you think about it, the last time you really had a big managed economy was the USSR, and that didn't work out so well. You cannot stop the tides from coming in. We need jobs in the city. It would be great if all jobs in the city paid a lot of money and had great benefits for the workers—not good for the employers—but if you force that, you will just drive businesses out of the city.
AMY GOODMAN: That was Mayor Bloomberg. David Harvey?
DAVID HARVEY: That's the usual story. But look at the situation. The top 1 percent in New York City earns—on income tax returns, earns something like $3.75 million a year. That's what the top 1 percent earns, on average. There are 34,000 households, nearly 100,000 people, who are trying to live in the city on $10,000 a year. Half of the population of New York City is trying to live on $30,000 a year. This is—the levels of inequality in the city are absolutely stunning, and they've increased immensely since the 1970s.
And then [inaudible] say, who dominates urban life? Who dominates the decisions? Well, it's the 1 percent. And so, I think what Occupy Wall Street and the rest is saying is that we only have one form of power, which is people on the streets, actions in the streets. We don't have the power to dominate the media. We don't have the power, the money power, to dominate politics. And this is the situation we are in. So Occupy Wall Street is trying to give a different mode of political expression to politics as usual.
AMY GOODMAN: The Occupy movement has faced increasingly brutal police responses. In November, Democracy Now! spoke to Stephen Graham, who wrote Cities Under Siege: The New Military Urbanism, which looks at the increasing influence of military technology on domestic police forces.
STEPHEN GRAHAM: Well, there's been a longstanding shift in North America and Europe towards paramilitarized policing, using helicopter-style systems, using infrared sensing, using really, really heavy militarized weaponry. That's been longstanding, fueled by the war on drugs and other sort of explicit campaigns. But more recently, there's been a big push since the end of the Cold War by the big defense and security and IT companies to sell things like video surveillance systems, things like geographic mapping systems, and even more recently, drone systems, that have been used in the assassination raids in Afghanistan and in Pakistan and elsewhere, as sort of a domestic policing technology.
AMY GOODMAN: That's Stephen Graham, who wrote Cities Under Siege: The New Military Urbanism. You know, we have a law, Posse Comitatus, that says soldiers can't march in the streets, but it seems the way authorities get around this is simply by militarizing the police. Professor Harvey?
DAVID HARVEY: Yes, this is—but I take this as a sign of how nervous the 1 percent is. I mean, we've gone through this crisis, and effectively, the 1 percent has done very well out of this crisis. Nobody has gone to jail for all of the things that we know went wrong. And I think the 1 percent is rather terrified that actually people will start listening to the rhetoric of Occupy Wall Street. And to some degree, people already have, because the conversation has shifted a little bit towards the question of social inequality and poverty. And I think that the repressive moves of the police are not just simply in New York City, but across the nation. It seems almost to be coordinated, seems to me to be almost a direct line of instruction from, you know, the JPMorgans of this world and all of the rich folk to kind of say, "You've got to keep these people quiet, you've got to squash it in the bud. In the bud."
AMY GOODMAN: And the police did end all of the encampments.
DAVID HARVEY: And the police have been doing it. And I think Occupy Wall Street is taking some inspiration, it seems to me, from the courage of the people in Tahrir Square or in Bahrain and all the rest of it, to say, "Look, things have to change. And we're going to try to make this change come about in a peaceful way." I mean, this is, again, one of the signal things it's about. This is a peaceful form of demonstration, and it has been ruthlessly sometimes turned into a police riot.
AMY GOODMAN: You talk about the creation of the urban commons.
DAVID HARVEY: Yes. Well, amazing thing about New York City, for example, is there are all these public spaces, but is there a public space where we can set up the equivalence of the Athenian Agora and have a political discussion? And the answer to that is no. You have to apply for, you know, all kinds of permits, and it's highly regulated. So the public space is not really open to the public. A lot of it is now, of course, turned into flower beds, and so we have a great place for the assemblage of tulips and so on, but we don't have a place where people can assemble. And so, one of the things we're going to try to do tomorrow is to set up places of assembly where we can talk about things. So there's a sort of a free university in Madison Square Park. I'm going to be participating in that. Then many other actions of that kind, one aim of which is to try to liberate spaces in the city where we can have political discussions and where we can have open political dialogue.
AMY GOODMAN: You talk about the party of Wall Street meeting its nemesis.
DAVID HARVEY: Well, I think Occupy Wall Street has really been onto something. It's struck a chord. And the big—and I talked about the repression of it, but—and I think the chord it struck is, in effect, measured by the speed and fierceness of the repressive moves that have been taken. So I think it's beginning to be listened to, and I hope tomorrow there will be a situation in which many more people will say, "Look, things have got to change. Something different has to happen."
AMY GOODMAN: Finally, the art of rent. There is a big anti-foreclosure movement all over this country. In Minneapolis, there is a protest right now—
DAVID HARVEY: Right.
AMY GOODMAN: —happening to prevent another foreclosure. Why do refer to the "art of rent"?
DAVID HARVEY: Well, one of the things that's happened is the attempt to turn cultural activities into industries to try to commodify history, and you get a sort of commodified form of history. And that allows people to claim that this is a very unique configuration. So, there's an attempt to create something very, very special, to which tourists are drawn, and then that gives you what I call "monopoly rent," that the uniqueness of cultural configuration is being commodified. But as you know, with the environmental—
AMY GOODMAN: Five seconds.
DAVID HARVEY: —commons and everything else, the tendency is for the uniqueness actually to be destroyed by commercialization.
AMY GOODMAN: Professor David Harvey, thank you for joining us.
DAVID HARVEY: Thank you.
AMY GOODMAN: We'll put part two on our website. Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution.

Anti-austerity movements gaining momentum across Europe