ΠΗΓΗ: contramee
Του Κώστα Λαπαβίτσα*
1. Κρίση και λιτότητα
Οι ρίζες της
αναταραχής στην Ευρώπη βρίσκονται στην παγκόσμια κρίση που άρχισε το
2007. Για να το θέσουμε συνοπτικά, η πτώχευση της Lehman Brothers το
Σεπτέμβρη του 2008 δημιούργησε μια τραπεζική κρίση, που οδήγησε σε
παγκόσμια ύφεση. Οι Ευρωπαϊκές οικονομίες χτυπήθηκαν από τις εξαγωγές
που κατέρρεαν και την σύναψη πιστωτικών συμβάσεων. Το χειρότερο
απεφεύχθη μέσω της κρατικής παρέμβασης, εν μέρει με τη στήριξη των
τραπεζών, εν μέρει με την διατήρηση της συνολικής ζήτησης . Αλλά η
κρατική παρέμβαση οδήγησε στο επόμενο και σοβαρότερο στάδιο της κρίσης,
αυτό του δημόσιου χρέους. Και όσο η κρίση του δημοσίου χρέους γίνονταν
βαθύτερη, τόσο απειλούσε με την αναθέρμανση της τραπεζικής κρίσης.
Δε μπορεί να μην
τονισθεί , ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και η αγριότητα της
Ευρωπαϊκής αναταραχής οφείλονται στην νομισματική ένωση . Το ευρώ
έδρασε σαν διαμεσολαβητής για την παγκόσμια κρίση στην Ευρώπη. Από την
σκοπιά της Μαρξιστικής θεωρίας, αυτό δεν είναι έκπληξη, μια και το ευρώ
είναι μια μορφή παγκόσμιου χρήματος και όχι μόνο ένα κοινό νόμισμα . Το
ευρώ είναι σχεδιασμένο να ενεργεί σαν μέσο πληρωμής και σαν απόθεμα
στην παγκόσμια αγορά , ή, στην τρέχουσα γλώσσα των επίσημων οικονομικών,
σαν εφεδρικό νόμισμα. Εξυπηρετεί τα συμφέροντα των σημαντικότερων
κρατών που το ελέγχουν, εξίσου καλά με τις ευρύτερες οικονομικές και
βιομηχανικές επιχειρήσεις που το προωθούν διεθνώς. Αλλά, με το ίδιο
σκεπτικό, το ευρώ αποκρυσταλλώνει τις τάσεις και ανισορροπίες του
Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δρώντας σαν επίκεντρο της κρίσης. Αυτό
αποτελεί κλασσικό χαρακτηριστικό του παγκόσμιου χρήματος, από τότε που
ο χρυσός έπαιζε αυτό το ρόλο και υπαγόρευε το ρυθμό της κρίσεων μέσα
απ’ το δικό του απόθεμα εισροής και εκροής κεφαλαίων.
Το ευρώ είναι
μια ασυνήθιστη μορφή παγκόσμιου χρήματος που δημιουργήθηκε εξ’ αρχής
από μια συμμαχία κρατών, με τη Γερμανία στο επίκεντρο. Αντιτίθεται
ξεκάθαρα στην κρατούσα μορφή παγκόσμιου χρήματος, το δολάριο, που
αναγορεύτηκε σε εθνικό νόμισμα με παγκόσμιο ρόλο λόγω της αυτοκρατορικής
εξουσίας του ενιαίου κράτους και της οικονομίας του. Για να μπορεί το
ευρώ να δράσει σαν παγκόσμιο χρήμα ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί
ένας θεσμικός μηχανισμός, που να αρμόζει σε μια συμμαχία
καθοδηγούμενη από τη Γερμανία, ένα κράτος έθνος αρκετά ασθενέστερο από
τις ΗΠΑ. Τρία στοιχεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό : Πρώτον, μια
ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα με πλήρη έλεγχο της νομισματικής
πολιτικής και επικεφαλής μιας ομοιογενούς αγοράς χρήματος για τις
τράπεζες. Δεύτερο, η άκαμπτη δημοσιονομική πολιτική που επιβλήθηκε μέσω
του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και , τρίτο, η ανηλεής
πίεση στους μισθούς και στις εργασιακές συνθήκες για να διασφαλισθεί η
ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ο θεσμικός
μηχανισμός του ευρώ ήταν ο καταλύτης της κρίσης στην Ευρώπη. Η πίεση
επί της εργασίας ήταν αμείλικτη στον πυρήνα της ευρωζώνης, με
αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα , πρωταρχικά για τη Γερμανία.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κέντρου και
περιφέρειας, που αντανακλά σε τρέχοντα πλεονάσματα για την το πρώτο
και ελλείμματα για τη δεύτερη. Το χάσμα γεφυρώθηκε με τεράστια κεφάλαια
που εισέρρευσαν από το κέντρο στην περιφέρεια με μορφή κυρίως
τραπεζικών δανείων. [2]Στην
περιφέρεια, επιπλέον, οι τράπεζες εξαναγκάστηκαν σε γρήγορη επέκταση ,
προσθέτοντας έτσι ακόμα περισσότερο χρέος. Στο τέλος της δεκαετίας του
2000, η περιφέρεια βρέθηκε υπερχρεωμένη – στην εγχώρια και εξωτερική
αγορά, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Όταν η παγκόσμια κρίση
έπληξε την Ευρώπη, οδηγώντας σε ύφεση και κρατική παρέμβαση, ήταν
αναπόφευκτο να μετατραπεί σε κρίση χρέους της περιφέρειας σε όλες του
τις διαστάσεις . Με τη σειρά της η κρίση χρέους απείλησε να γίνει
τραπεζική κρίση που θα μπορούσε να καταστρέψει το ευρώ.
Η απάντηση στην
κρίση από τις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις – τόσο του κέντρου όσο και
της περιφέρειας – έριξε άπλετο φως σε ολόκληρο το Ευρωπαϊκό «σχέδιο».
Το πρωταρχικό τους μέλημα είναι να σώσουν το ευρώ. Για να πετύχουν αυτό
το σκοπό, η πολιτική τους εστιάστηκε στο να σωθούν οι τράπεζες που
είναι εκτεθειμένες στο περιφερειακό χρέος. Έτσι η ΕΚΤ προχώρησε σε
άφθονη και φτηνή ρευστότητα στις τράπεζες, σε αντίθεση , με την
περιορισμένη ρευστότητα με υψηλά επιτόκια που δόθηκαν στα κράτη.
Ταυτόχρονα, άνευ
προηγουμένου λιτότητα επιβλήθηκε στις χώρες της περιφέρειας , ενώ οι
παροχές πρόνοιας κόπηκαν και οι συνθήκες εργασίας επιδεινώθηκαν. Το
κόστος της κρίσης έπεσε έτσι στους ώμους των εργαζομένων. Μέχρι τις
αρχές του 2011 η ταξική κατεύθυνση της πολιτικής για την
διάσωση του ευρώ έγινε πεντακάθαρη. Πρώτον, να υπερασπιστεί τα
συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου προστατεύοντας κατόχους
ομολόγων και άλλους δανειστές, δεύτερον, να προωθήσει τα συμφέροντα του
βιομηχανικού κεφαλαίου συντρίβοντας το κόστος εργασίας.
Αυτή η πολιτική
υπαγορεύτηκε από τη Γερμανία, που είναι αυτή που επωφελείται κυρίως από
το ευρώ. Η υπεροχή της Γερμανίας είναι τώρα ισχυρότερη από κάθε άλλη
φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ένωσης. Με το ίδιο σκεπτικό τα
ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην καρδιά της ευρωζώνης έχουν γίνει
ξεκάθαρα. Αν η τρέχουσα πολιτική διάσωσης του ευρώ πετύχει – και
υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες γι αυτό – η Γερμανία θα αναδυθεί ως
αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας της ευρωζώνης και κυρίαρχη δύναμη σε ολόκληρη
την Ευρώπη. Η περιφέρεια, εν τω μεταξύ, θα στενάζει από τους υψηλούς
δείκτες ανεργίας και την απώλεια εισοδήματος. Ακόμη κι έτσι, ένα ισχνό
στρώμα του οικονομικού και βιομηχανικού κεφαλαίου εντός της περιφέρειας
θα συνεχίσει να ευημερεί.
Η κρίση αποτελεί
βαρυσήμαντο γεγονός για την Ευρώπη. Προκάλεσε ταχύτατη κοινωνική
αλλαγή προς όφελος του κεφαλαίου και κατά της εργασίας. . Ενθάρρυνε
επίσης γεωπολιτικές αλλαγές, μετατρέποντας την ευρωζώνη σε γερμανική
αυλή . Ταυτόχρονα, κατέστρεψε τις κοντόφθαλμες ιδέες περί ευρωπαϊκής
συμμαχίας και ομοσπονδίας που παρείχαν ιδεολογική κάλυψη στην ευρωζώνη.
Η κρίση θα μπορούσε έτσι να δώσει μια ευκαιρία στην
αριστερά να ανακτήσει τον βηματισμό της προτείνοντας
αντικαπιταλιστικές λύσεις που θα οδηγήσουν την Ευρώπη σε μια
σοσιαλιστική πορεία. Δυστυχώς αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Μεγάλο μέρος
της ευρωπαϊκής Αριστεράς εξακολουθεί να βρίσκεται στο έλεος του
Ευρωπαϊσμού, και αναπτύσσει στρατηγικές που έχουν χαρακτήρα περισσότερο
ευρωπαϊκό παρά σοσιαλιστικό. Πάνω απ’ όλα, φοβάται τη διάλυση της
νομισματικής ένωσης. Το αποτέλεσμα είναι η απουσία αποτελεσματικής
αριστερής αντιπολίτευσης στην κοινωνική και ιμπεριαλιστική μεταρρύθμιση
που συντελείται στην Ευρώπη.
2. Ένα ‘καλό ευρώ’?
Η φιλοευρωπαϊκή
αριστερά είναι προσκολλημένη στην άποψη ότι η ευρωζώνη θα μπορούσε να
αναμορφωθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων, δημιουργώντας ένα «καλό
ευρώ». Οι υποστηρικτές του καλού ευρώ μπορούν να χωριστούν σε δύο
ρεύματα που κατέχουν ,και τα δύο, εξέχουσα θέση στο νεοσύστατο κόμμα
της Ευρωπαϊκής αριστεράς , αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη. [3]Το
ένα ρεύμα είναι οι ένθερμοι Ευρωπαϊστές που γενικά υποτιμούν τα
ταξικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην καρδιά της νομισματικής
ένωσης. Το άλλο ρεύμα είναι οι απρόθυμοι ευρωπαϊστές που, παρά τα
πιεστικά ταξικά συμφέροντα, δεν συνειδητοποιούν πλήρως τις συνέπειες
της δημιουργία του νέου παγκόσμιου νομίσματος. Και οι δύο
τρομοκρατούνται από τον κίνδυνο του εθνικισμού και του απομονωτισμού
που μπορεί να φέρει η κατάρρευση της ευρωζώνης . Η νομισματική ένωση
μπορεί να είναι ανεπαρκώς σχεδιασμένη , αλλά τώρα που έγινε
πραγματικότητα, δε θα ήταν συνετό να βγούμε έξω απ’ αυτή. [4] Για
τους απρόθυμους ευρωπαϊστές αυτή η θέση οδηγεί σε αυτό που
αποκαλούμε «επαναστατικό ευρωπαϊσμό», ανατροπή του καπιταλισμού στο
υποτιθέμενο προνομιούχο έδαφος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Λογικά αυτό
θα πρέπει επίσης να συνεπάγεται τη δημιουργία ενός ενιαίου (και
επαναστατικού) ευρωπαϊκού κράτους, αλλά αυτό το αίτημα δεν έχει
διατυπωθεί ρητά.
Είτε διακαείς
είτε απρόθυμες οι προτάσεις για το καλό ευρώ συγκλίνουν. Υπάρχει π.χ.
γενική συμφωνία ότι θα πρέπει να προβάλουμε ισχυρή αντίσταση στην
λιτότητα και την φιλελευθεροποίηση και ότι η Ευρώπη χρειάζεται
σημαντική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Επίσης είναι
κοινά αποδεκτό ότι μια συντονισμένη πολιτική επενδύσεων θα ήταν σκόπιμη
για να αυξηθεί η παραγωγικότητα στην περιφέρεια και να αναδιαρθρωθεί η
ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτές είναι εξαιρετικές ιδέες και πολλοί από την
αριστερά (ευρωπαϊστές και μη ) θα μπορούσαν προφανώς να συμφωνήσουν μ’
αυτές. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ασχολούνται με την επιτακτική φύση της
κρίσης.
Η πιο σοβαρή
πλευρά της κρίσης είναι το χρέος της περιφέρειας. Έγινε τελικά ,εκ των
πραγμάτων, αποδεκτό απ’ την Αριστερά ότι το φορτίο του χρέους σε μερικές
περιφερειακές χώρες πρέπει να αρθεί για να ανακάμψουν οι οικονομίες.
Πέρα απ’ αυτό το σημείο, ωστόσο, είναι δύσκολο να βρεθεί συμφωνία. Οι
ένθερμοι ευρωπαϊστές, όπως αυτοί του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς,
τείνουν σε ευνοϊκή συναινετική αναδιάρθρωση χρέους (με πρωτοβουλία του
πιστωτή) η οποία θα χαμήλωνε το επίπεδο του περιφερειακού χρέους χωρίς
να διαταραχθεί υπερβολικά ο μηχανισμός της ευρωζώνης. Το πρόβλημα είναι
ότι αυτή η αναδιάρθρωση με πρωτοβουλία του πιστωτή δε φαίνεται να
μπορεί να μειώσει σημαντικά το χρέος της περιφέρειας. Οι δανειστές είναι
γνωστό ότι δεν καλοδέχονται τις απώλειες. Οι απρόθυμοι ευρωπαϊστές
,τώρα, τείνουν να ευνοήσουν την ριζική αναδιάρθρωση του χρέους, συχνά
με πρωτοβουλία του δανειζόμενου. Ωστόσο προτείνουν την μονομερή
διαγραφή του χρέος παραμένοντας εντός της ευρωζώνης, οι κύριες
δυνάμεις της οποίας θα πρέπει να υποστούν τις απώλειες. Πως αυτό μπορεί
να επιτευχθεί, δεν έχει ακόμα εξηγηθεί.
Στο πλαίσιο
αυτό, οι ευρωπαϊστές έθεσαν μια ποικιλία συγκεκριμένων προτάσεων
αναφορικά με το χρέος. Εδώ το έδαφος γίνεται επισφαλές, διότι
προσεγγίζει την χάραξη της τρέχουσας πολιτικής των κυβερνήσεων της
Ευρώπης. Οι προτάσεις περιστρέφονται γύρω από τον δανεισμό από την
ΕΚΤ και την έκδοση ευρωομολόγων, απόψεις που εμπεριέχονται στις
τρέχουσες πρακτικές της ευρωζώνης.
Ανακεφαλαιώνοντας
και μέσα από μια ποικιλία προτάσεων , η γενική ιδέα φαίνεται να είναι
ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να επεκτείνει την τρέχουσα πρακτική της
μεταφέροντας το δημόσιο χρέος στις δευτερογενείς αγορές ( και το
δανεισμό με ενέχυρο το περιφερειακό δημόσιο χρέος ). Η ΕΚΤ θα πρέπει
να αποκτήσει ένα μεγάλο μέρος του υπάρχοντος χρέους των περιφερειακών
χωρών και θα πρέπει να χρηματοδοτήσει με νέο δανεισμό τα κράτη της
ευρωζώνης στο μέλλον. Είναι ευρέως γνωστό ότι η έκδοση των
Ευρωομολόγων – που την έχει ήδη αναλάβει η European Financial
Stabilisation Facility έχει σκοπό την απόκτηση κεφαλαίων προκειμένου να
δανείζει χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες – θα πρέπει να διευρυνθεί
για να ανταποκριθεί στις τακτικές ανάγκες δανεισμού των κρατών της
ευρωζώνης. [5] Τίποτα
δεν αποκλείει τη πολλαπλή διασταύρωση αυτών των προτάσεων,
συμπεριλαμβανομένης της άποψης ότι η ΕΚΤ πρέπει να χρηματοδοτεί
εκδίδοντας η ίδια ευρωομόλογα. Τέτοιες προτάσεις εμφανίζονται ως
ανάλογες των διαδικασιών της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ και γι αυτό
θεωρούνται ως σημαντικό βήμα προς τη δημιουργία δημοσιονομικής όσο
και νομισματικής ομοιογένειας μέσα στην ευρωζώνη.
Δυστυχώς,
υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με αυτές τις προτάσεις, που βοηθούν να
εξηγηθεί γιατί έχει δοθεί ελάχιστη σημασία από τους μηχανισμούς της
ευρωζώνης. Ένα πρόβλημα αφορά στις απώλειες από το κακό περιφερειακό
χρέος. Αν, για παράδειγμα, η ΕΚΤ αποκτούσε το υπάρχον περιφερειακό
χρέος με μεγάλη έκπτωση , το κεφάλαιο των τραπεζών θα έπρεπε να
αναπληρωθεί για να προλάβει την κατάρρευση. Αν το χρέος αποκτηθεί στην
ονομαστική του αξία , θα μπορούσε πιθανότατα να προκαλέσει σημαντικές
απώλειες για την ΕΚΤ που θάπρεπε να αναπληρώσει. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση
ανάμεσα σε πολλούς της Αριστεράς για το τι μια κεντρική τράπεζα μπορεί
να κάνει. Η ΕΚΤ πράγματι κατέχει μια τεράστια δυνατότητα να δράσει σαν
δανειστής σαν έσχατη λύση π.χ. να παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες και
κράτη. Αλλά δανειστής που αποτελεί την έσχατη λύση δε μπορεί να
διαχειριστεί επισφαλή χρέη, πχ να εξασφαλίσει φερεγγυότητα .Η εγγύηση
φερεγγυότητας είναι ένα θέμα του υπουργείου οικονομικών που πρέπει να
αντλήσει έσοδα από φόρους για να αποκαταστήσει τις ζημίες που
αποκτήθηκαν από τις επισφάλειες. Στο πλαίσιο της Ευρώπης αυτό σημαίνει
σχεδιασμό για φορολογικά έσοδα από τις χώρες του κέντρου ,δηλαδή
επιπλέον βάρη για τον εργαζόμενο λαό. Η ΕΚΤ δεν είναι αρμόδια να
επανορθώσει τον τρελό δανεισμό στον οποίο ενεπλάκησαν οι ευρωπαϊκές
τράπεζες στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Η αύξηση κεφαλαίου των
τραπεζών σημαίνει δέσμευση φορολογικών εσόδων και αυτό είναι ένα βήμα
που θα προκαλέσει σοβαρές ταξικές συνέπειες.
Επιπλέον, με
αυτή την πρόταση η ΕΚΤ θα αποκτήσει συστηματικά περιφερειακά χρέη και ,
ακόμα περισσότερο, θα έχει μια ανοιχτή δέσμευση για την χρηματοδότηση
του μελλοντικού δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης, θέτοντας έτσι σε
κίνδυνο το ευρώ ως παγκόσμιο χρήμα. Αν η ΕΚΤ , άρχιζε για
παράδειγμα να χρηματοδοτεί με τακτικό δανεισμό όλες τις χώρες της
ευρωζώνης, θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πληθωρισμού που θα μείωνε την
αξιοπιστία του ευρώ στις παγκόσμιες αγορές. Δεν υπάρχει σύγκριση με το
δολάριο ως προς αυτό. Το δολάριο είναι η επίσημη μορφή παγκόσμιου
νομίσματος που στηρίζεται στους καθιερωμένους θεσμικούς και
πελατειακούς μηχανισμούς για την αποδοχή του. Το ευρώ είναι ο
ανταγωνιστής που δεν έχει ακόμα αναπτύξει ένα σταθερό πλαίσιο αποδοχής
στην παγκόσμια αγορά. Η Γερμανική άρχουσα τάξη δεν φαίνεται να δέχεται
διευθετήσεις στο καθεστώς δανεισμού των κρατών που θα ρισκάρουν την
παγκόσμια αποδοχή του ευρώ.
Παρόμοιες
εκτιμήσεις ισχύουν για την έκδοση των ευρωομολόγων προκειμένου να
αντικατασταθεί το υπάρχον περιφερειακό χρέος. Οι δυσκολίες δανεισμού των
περιφερειακών κρατών μπορούν βεβαίως να ρυθμιστούν μέσω των
ευρωομολόγων , αν και αυτό θα ήταν μια πιο αργή μέθοδος σε σχέση με την
ΕΚΤ που παρέχει τη ρευστότητα άμεσα. Αλλά η αντιμετώπιση των πιθανών
απωλειών από τα επισφαλή χρέη είναι ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό θέμα,
το οποίο απαιτεί δέσμευση κεφαλαίων από τη φορολογία εισοδήματος. Και
αυτό χωρίς να αναφέρουμε το πρόσθετο κόστος για τις χώρες του κέντρου
που θα δανείζονται με υψηλότερο επιτόκιο, αν πρέπει να εκδίδουν
ευρωομόλογα από κοινού με τις χώρες της περιφέρειας.
Τέλος, υπάρχει
ένα ακόμα πρόβλημα που συχνά δεν εκτιμάται. Οι προτάσεις για το ‘’καλό
ευρώ’’ έχουν ως θεμελιώδη σκοπό να ξεπεραστεί η αντίφαση ανάμεσα στην
δημοσιονομική ετερογένεια και την νομισματική ομοιογένεια εντός του
θεσμικού πλαισίου της ευρωζώνης . Προφανώς, αν ένα κοινό φορολογικό
σύστημα δημιουργούνταν στην ευρωζώνη, είτε με δάνεια από το ΕΚΤ , είτε
με την έκδοση Ευρωομολόγων, η λειτουργία του ευρώ θα μπορούσε να
καταστεί ομαλότερη και οι κρίση να αντιμετωπιστεί. Αλλά το πρόβλημα
είναι ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα της ευρωζώνης δεν είναι τόσο
ομοιογενής όπως συχνά την φαντάζονται.. Υπάρχει πράγματι μια ομοιογενής
αγορά χρήματος που κανονίζει τους όρους του τραπεζικού δανεισμού στην
ευρωζώνη, , αλλά η κυριότητα των τραπεζών παραμένει ουσιαστικά εθνική.
Ομοίως, δεν υπάρχει καμία ομοιογένεια στην εποπτεία και τη ρύθμιση των
τραπεζικών δραστηριοτήτων, και οι δύο εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από
κάθε κράτος- έθνος.
Συνεπώς, αν η
τραπεζική φερεγγυότητα αποβεί προβληματική, οι τράπεζες μπορούν να
προσφύγουν για βοήθεια στο δικό τους κράτος, όπως συνέβη στην Ιρλανδία
το 2009-10 και στο Βέλγιο το 2008-9. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός
που να μπορεί να διαχειριστεί τις απώλειες που οι ευρωπαϊκές τράπεζες
αναπόφευκτα θα είχαν αν διαγράφονταν το περιφερειακό χρέος. Και ούτε
υπάρχει προφανής τρόπος για να δεχτούν οι γερμανοί και οι γάλλοι
εργαζόμενοι μεγαλύτερους φόρους για να σώσουν, ας πούμε, τις ιταλικές
τράπεζες. Κάθε κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις απώλειες των
εθνικών τραπεζών του. Το ευρώ παραμένει δημιούργημα των εθνικών κρατών
από αυτή την άποψη και οι επιπτώσεις του για τους εργαζόμενους έχουν
καθαρό εθνικό χαρακτήρα.
3. Μια ριζοσπαστική αριστερή στρατηγική
Μια ριζοσπαστική
εναλλακτική πρόταση απέναντι στις τρέχουσες πολιτικές που
υιοθετήθηκαν μέσα στην ευρωζώνη θα πρόσφερε μια επίλυση της κρίσης που
θα έγειρε τη ζυγαριά υπέρ των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας και θα
ωθούσε την Ευρώπη σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση. Για την Αριστερά το να
θέσει μια εναλλακτική πρόταση σημαίνει ότι θα έπρεπε να αμφισβητήσει
τις στρατηγικές επιλογές των ηγεμόνων της Ευρώπης και όχι απλώς να
εστιάσει την κριτική της σε θεσμικές δυσλειτουργίες . Το πρώτο βήμα
θα ήταν να αναγνωρίζει τις ταξικές και οι ιμπεριαλιστικές σχέσεις στην
καρδιά της ευρωζώνης. Οι εργαζόμενοι τόσο στο κέντρο όσο και στην
περιφέρεια δεν συμμετέχουν στην επιτυχία της Ευρωπαϊκής Νομισματικής
Ένωσης. Αντίθετα η προσπάθεια δημιουργίας ενός παγκόσμιου νομίσματος
που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου χειροτέρεψαν
τις συνθήκες εργασίας στο κέντρο και μεγάλωσαν την κρίση στην
περιφέρεια.
Μια ριζοσπαστική
εναλλακτική λύση θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η τρέχουσα πολιτική
επιβολής λιτότητας και προώθησης της Γερμανικής υπεροχής έχει μεγάλη
πιθανότητα αποτυχίας. Η κύρια αιτία είναι ότι η λιτότητα οδηγεί σε ύφεση
που επιδεινώνει το πρόβλημα του χρέους. Ακόμα χειρότερα, που η
μακρόχρονη πρόγνωση για την περιφέρεια είναι η χαμηλή ανάπτυξη. Η
Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο
να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος τους και προφανώς θα πρέπει να κάνουν
αναδιάρθρωση ή ακόμα και πτώχευση.
Οι αναπόφευκτες
απώλειες θα έχουν επιπτώσεις στις χώρες του κέντρου και τα ποσά θα
μεγαλώνουν. Η Ελλάδα , εάν θέλει να έχει αποφασιστική ανακούφιση, θα
πρέπει να απαιτήσει μείωση του δημόσιου χρέους ίσως 50% -60%, ποσό που
πλησιάζει τα € 200 δις ευρώ. Αν υλοποιηθεί αυτό το ενδεχόμενο, η
συμμετοχή της ως μέλος στην ευρωζώνη ,θα μπει στο τραπέζι, εν μέρει από
τις χώρες του κέντρου και εν μέρει από τις περιφερειακές χώρες που
είναι έτοιμες για χρεοκοπία. . Οι αδύναμες δομές της ευρωζώνης θα
βρεθούν κάτω από ισχυρή πίεση. Η Αριστερά οφείλει να προετοιμάζεται
για τέτοια τροπή των γεγονότων, αντί να την αποστρέφεται με τρόμο.
Ο διαχωρισμός
ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια συνεπάγεται ότι μια ριζοσπαστική
αριστερή εναλλακτική λύση θα διαφοροποιούσε αναγκαστικά την ευρωζώνη.
Για τους εργαζόμενους στο κέντρο, ειδικά τη Γερμανία, θα ήταν ζωτικής
σημασίας να σπάσει η αδυσώπητη πίεση επί των μισθών που επιβάλλει η
νομισματική ένωση. Αλλά είναι παραπλανητικό να σκεφτόμαστε ότι η
υψηλότεροι μισθοί αποτελούν μέτρο για την διάσωση του ευρώ , με το
επιχείρημα ότι αυτό θα εξισορροπούσε την ανταγωνιστικότητα μέσα στην
ευρωζώνη, και θα ενθάρρυνε την εγχώρια κατανάλωση στο κέντρο. Δεν
υπάρχει καπιταλιστική τάξη που θα επεδίωκε συστηματικά την αύξηση
αμοιβών των εργαζομένων , δεδομένου ότι αυτό θα έπληττε στην συνέχεια
τον ανταγωνισμό. Αν περιοριζόταν η συγκράτηση των μισθών στη
Γερμανία, η νομισματική ένωση θα γίνονταν λιγότερο ελκυστική για την
Γερμανική άρχουσα τάξη, εγείροντας η ίδια το θέμα της παραμονής της
ως μέλος του ευρώ. Εξάλλου, η Γερμανία έχει μακρά εμπειρία στη
στρατηγική προώθησης του μάρκου προκειμένου να βελτιώσει το μερίδιό της
στην παγκόσμια αγορά προϊόντων και εμπορίου.
Μια ριζοσπαστική
στρατηγική στις χώρες του κέντρου πρέπει να περιλαμβάνει περαιτέρω
βήματα που θα μπορούν να συγκρατήσουν την αντιστροφή των αμοιβών ενώ
θα προετοιμάζονται για την αποτυχία της νομισματικής ένωσης. Ένα
σημαντικό στοιχείο θα ήταν ο έλεγχος επί του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Φόροι και άλλα τέλη για να σωθούν οι τράπεζες από την
απερίσκεπτη έκθεση τους στην περιφέρεια της ευρωζώνης θάπρεπε να μας
βρουν αντίθετους. Η Αριστερά πρέπει να προτείνει την εθνικοποίηση των
τραπεζών που θα μπορούσαν να δράσουν ως μοχλός για την εξισορρόπηση της
οικονομίας του κέντρου, αν υποτεθεί ότι οι μηχανισμοί ελέγχου των
τραπεζών θα αλλάξουν ώστε να εξυπηρετούν τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα.
Πάνω απ΄όλα , το βάρος της Γερμανικής οικονομίας πρέπει να μετατοπιστεί
μακριά από τις εξαγωγές και προς τη βελτίωση της εγχώριας κατανάλωσης
,των δημοσίων παροχών και υποδομών. Γι αυτό, θα ήταν απαραίτητο να
ανακτηθεί η δυνατότητα νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και να
επιβληθούν έλεγχοι επί των κεφαλαιακών ροών.
Στην περιφέρεια,
αφ ‘ετέρου , η άμεση προσοχή σε μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση
πρέπει να δοθεί στο βάρος του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Το δημόσιο
χρέος, ιδιαίτερα , πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί στην κατεύθυνση της
παραγραφής του μεγαλύτερου μέρος του. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού
θα πρέπει να γίνει αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη η
οποία θα στηρίζεται σε ευρεία κοινωνική συμμετοχή. Θα υπάρξει βέβαια
κόστος από την αθέτηση και την μονομερή παραγραφή του χρέους,
συμπεριλαμβανομένων του αποκλεισμού από τις χρηματοπιστωτικές αγορές
για μια περίοδο και την αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον. Αλλά ακόμα και
η κυρίαρχη επίσημη αντίληψη παραδέχεται – προς έκπληξή της – ότι αυτά
τα κόστη δε φαίνονται να είναι πολύ σημαντικά. [6] Η
αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη θα ενισχυθεί με την
ίδρυση ανεξάρτητων επιτροπών ελέγχου για το δημόσιο χρέος στις χώρες της
περιφέρειας. Αυτό θα διευκόλυνε τη συμμετοχή των εργαζομένων στην
αντιμετώπιση του προβλήματος, επιτρέποντας τουλάχιστον την ανεξάρτητη
γνώση για τις αιτίες και τους όρους της δημιουργίας του χρέους. Οι
επιτροπές θα μπορούσαν να κάνουν συστάσεις για τον τρόπο
αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των χρεών που
φαίνονται να είναι παράνομα, μη –νομιμοποιημένα , απεχθή ή απλώς μη
βιώσιμα.
Η
αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη στην περιφέρεια θα
μπορούσε άμεσα να εγείρει το θέμα συμμετοχής στην ευρωζώνη, δεδομένου
ότι οι δανειστές είναι οι χώρες του κέντρου. Η έξοδος αποτελεί μια
σημαντική συνιστώσα της αριστερής ριζοσπαστικής στρατηγικής που θα
μπορούσε να ακυρώσει την λιτότητα, αναδιαρθρώνοντας τις οικονομίες προς
όφελος των εργαζομένων. Αλλά η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα
φέρει ένα μεγάλο σοκ που θα απαιτήσει ευρύ πρόγραμμα οικονομικών και
κοινωνικών αλλαγών. Το πιο σημαντικό αφορά στο πώς το νομισματικό σοκ
δεν θα μετατραπεί σε τραπεζική κρίση διότι τότε οι επιπτώσεις στην
οικονομία θα ήταν σοβαρές. Βεβαίως οι τράπεζες θα πρέπει να περάσουν
σε δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο, με την προστασία των καταθέσεων , με
την αποφυγή τραπεζικών διαρροών και την δημιουργία πλαισίου για την
αναδιάρθρωση της οικονομίας. Περιττό να ειπωθεί, ότι πρέπει να
επιβληθεί έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων.
Το νέο νόμισμα θα
επιφέρει πρόσθετη πίεση στις τράπεζες που δανείζονται από το
εξωτερικό αλλά επίσης θα άρει τους περιορισμούς από τον παραγωγικό τομέα
και θα ενισχύσει τις εξαγωγές. Επανακτώντας τον έλεγχο επί της
νομισματικής πολιτικής και εφαρμόζοντας στάση πληρωμών του χρέους θα
καταργηθεί άμεσα ο ασφυκτικός κλοιός της λιτότητας γύρω από τον
παραγωγικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των τιμών των
εισαγομένων θα ασκήσει πίεση στο εισόδημα των εργαζομένων και θα
καταστούν αναγκαία μέτρα αναδιανεμητικού χαρακτήρα μέσω της
φορολογίας και της εισοδηματικής πολιτικής. Τέλος, θα χρειαστεί η
βιομηχανική πολιτική για να επαναφέρει την παραγωγική ικανότητα στην
περιφέρεια και να τονώσει την απασχόληση. Μια συντονισμένη προσπάθεια θα
μπορούσε τότε να γίνει για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας
επιτρέποντας στις χώρες της περιφέρειας να βελτιώσουν τη θέση τους στο
διεθνή καταμερισμό εργασίας. Περιττό να πούμε , ότι μια τέτοια ριζική
μεταβολή στην ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων υπέρ της εργασίας
απαιτεί δημοκρατική αναδιάρθρωση του κράτους την βελτίωση της είσπραξης
φόρων και την αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Μια ριζοσπαστική
αριστερή στρατηγική τόσο για το κέντρο όσο και για την περιφέρεια θα
συμπεριλάμβανε μεταβατικά μέτρα με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Ο
ακριβής χαρακτήρας της θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές δυνάμεις που θα
κινητοποιηθούν για να την υποστηρίξουν και τις μορφές του αγώνα που θα
προκύψουν. Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι θα
μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων ενάντια στο κεφάλαιο,
δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες για την επίλυση των ζητημάτων της
αναδιανομής, της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Από αυτή την άποψη μια
ριζοσπαστική αριστερή εναλλακτική λύση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα
ευνοϊκό περιβάλλον για την σοσιαλιστική αλλαγή μέσω της βελτίωσης των
κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών των εργαζομένων .
Δεν είναι ανάγκη
μια τέτοια στρατηγική να οδηγήσει σε απομονωτισμό και εθνικισμό υπό
την προϋπόθεση ότι η ευρωπαϊκή αριστερά θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη
στον εαυτό της και στο ιστορικό οπλοστάσιο των σοσιαλιστικών ιδεών.
Πράγματι, ο κίνδυνος ενός εθνικιστικού πισωγυρίσματος πιθανόν να γίνει
χειρότερος όσο η αριστερά συνεχίζει να απογοητεύει τους εργαζόμενους. Οι
προτάσεις για το ‘’καλό ευρώ’’ δεν προσφέρουν καμιά δυνατότητα
κατάργησης των ανελέητων ταξικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην
ευρωζώνη. Μια στρατηγική που θα έθετε με αυτοπεποίθηση το ζήτημα της
εξόδου από το αποτυχημένο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ένωσης θα αποτελούσε
βάση για αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης. Γι αυτό, η
αριστερά θα πρέπει να εγκαταλείψει τον Ευρωπαϊσμό , την επίσημη
ιδεολογία που στοίχειωσε για πολύ καιρό το συλλογικό της φρόνημα..
REFERENCES
- ATTAC-Germany. 2011. Manifesto on the Crisis of the Euro, March,
- Husson M. 2010. ‘A European Strategy for the Left’, Socialist Resistance, December 29th, http://hussonet.free.fr/srmh10.pdf
- Juncker J.C. and Tremonti J. 2010. ‘Eurobonds would end the crisis’, Financial Times, 5 December,http://www.ft.com/cms/s/0/540d41c2-009f-11e0-aa29-00144feab49a.html#axzz1HjnL2SOR
- Research on Money and Finance. 2010. The Eurozone between Austerity and Default, C. Lapavitsas, A. Kaltenbrunner, G. Lambrinidis, D. Lindo, J. Meadway, J. Michell, J.P. Painceira, E. Pires, J. Powell, A. Stenfors, N. Teles, Occasional Report 2, September, www.researchonmoneyandfinance.org
[1] A
fuller version of this article will appear in Socialist Register, 2012,
The Crisis and the Left, in a forum discussion with Elmar Altvater and
Michel Husson.
[2] As is fully established in RMF (2010).
[3] Both
were very much in evidence at the conference ‘Public Debt and Austerity
Policies in Europe” The Response of the European Left’, held in Athens
in March 2011http://athensdebtconference.wordpress.com/about/
[4] Witness, for instance, ATTAC-Germany (2011) and Husson (2010).
[5] The
idea of systematically issuing Eurobonds gained considerable influence
when proposed by the official voices of Juncker and Tremonti (2010). But
it had already been circulating among left currents for some time.
[6] As is repeatedly noted by, for instance, Sturzenegger and Zettelmeyer (2007).
* Ο Kώστας Λαπαβίτσας είναι
οικονομολόγος-καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών
του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και συντονιστής της επιστημονικής ομάδας :
Έρευνα για το Χρήμα και τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα