ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Η ανακάλυψη της οικονομίας

Pieter Bruegel, «The Harvesters» (16ος αιώνας)

Του Κεραμά Σπύρου
«Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, το κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια, σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας […] Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978: 761-762).
«Η εργασία, αντίθετα, πρέπει να επιτελείται σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός, μια ανώτερη επιταγή. Μια τέτοια όμως στάση δεν είναι καθόλου προϊόν της φύσης. Δεν μπορεί να αφυπνισθεί μόνο με τα χαμηλά μεροκάματα ή και με τα ψηλά, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης και επίπονης αγωγής1» (Βέμπερ 1980: 48).
Οι δύο μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας, Μαρξ και Βέμπερ, δείχνουν σε αρκετά σημεία του έργου τους, ότι η ανάδυση και η κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν το αποτέλεσμα όχι μιας φυσικής οικονομικής διαδικασίας, αλλά της κινητοποίησης μη οικονομικών δυνάμεων. Τα πορίσματα της βεμπεριανής ιστορικής ανάλυσης ανατρέπουν εν πολλοίς την πλατιά διαδεδομένη άποψη (φιλελεύθερης προέλευσης) σύμφωνα με την οποία το δεδομένο οικονομικό σύστημα θεμελιώνεται πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για διαρκή αύξηση της παραγωγής και μεγιστοποίηση του κέρδους. Όπως μπορούμε να δούμε και από το παραπάνω απόσπασμα, για τον Βέμπερ, το κίνητρο μιας καλύτερης αμοιβής δεν είναι ικανό να διαμορφώσει ανθρώπους αφοσιωμένους στην εργασία.
Μια τέτοια αντίληψη συναντάται και στον Μαρξ, υπονομεύοντας έτσι την προσπάθεια των μετέπειτα μαρξιστών να συγκροτήσουν μια θεωρία της ιστορίας με σταθερή αναφορά στον ρόλο της οικονομίας ή της εργασίας. «Όπως είναι γνωστό», γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, «στην πραγματική ιστορία τον πρώτο ρόλο τον παίζουν η κατάκτηση, η υποδούλωση, ο φόνος μετά ληστείας, με δύο λόγια η βία. Στην ήπια όμως πολιτική οικονομία επικρατεί ανέκαθεν το ειδύλλιο» (Μαρξ 1978: 739).
Μπορεί οι δύο κοινωνιολόγοι να πιάνουν το νήμα της ιστορίας του καπιταλισμού από διαφορετικό σημείο – ο μεν Μαρξ ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ιστορικούς όρους συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο δε Βέμπερ για τους πολιτισμικούς όρους διαμόρφωσης του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος- ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις συναντάται μια κοινή βάση: οι δυνάμεις εκείνες που καθιστούν δυνατή την γέννηση μιας οικονομικής κοινωνίας, όπως είναι η νεωτερική, δεν είναι οικονομικές. Τόσο η προτεσταντική ηθική της εργασίας (Βέμπερ), όσο και οι μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης (Μαρξ) δεν έχουν τίποτα το «οικονομικό» ως ιστορικά φαινόμενα.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε το εξής παράδοξο: τόσο ο Μαρξ όσο και ο Βέμπερ μας καλούν να βγούμε εκτός οικονομικής ανάλυσης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την γέννηση ενός οικονομικού συστήματος, όπως αυτό του καπιταλισμού.
1.1: Η προτεσταντική ηθική της εργασίας: οι ρίζες της οικονομικής ορθολογικότητας κατά τον Βέμπερ
Ο Βέμπερ στην μελέτη του για την σχέση της προτεσταντικής ηθικής και της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού πνεύματος, δείχνει ότι η γέννηση του οικονομικού ορθολογικού πράττειν πραγματοποιήθηκε από υποκείμενα, δηλαδή τους Καλβινιστές, που δεν νοηματοδοτούσαν την δράση τους με οικονομικούς όρους. Ήταν κυρίως μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη που τους οδήγησε στην έλλογη οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Σκοπός τους ήταν μέσα από την εγκόσμια επιτυχία να αναζητήσουν σημάδια της θεϊκής εκλογής τους. Η ορθολογικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας λοιπόν, δηλαδή παραγωγή όχι στη βάση της συνήθειας και του εθίμου, αλλά υπό την κυριαρχία του υπολογιστικού πνεύματος, αποτελούσε για τους Καλβινιστές έναν ασφαλή, εγκόσμιο δρόμο προκειμένου να φτάσουν στην ηθική δικαίωση2.
O Βέμπερ καταγράφει την διαδικασία συγκρότησης ενός ορθολογικού υποδείγματος σκέψης αλλά και πρακτικής, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο εμφανίσθηκε μόνο στον Δυτικό πολιτισμό (Βέμπερ 1980: 9). Δεν κατασκευάζει, δηλαδή μια καθαρή έννοια της ορθολογικότητας, αλλά εστιάζει στο ιδιαίτερο ιστορικό της περιεχόμενο και διαπιστώνει πως τα πρωταρχικά της συστατικά έχουν πολιτισμική και θρησκευτική προέλευση. «Ο ορθολογισμός» επισημαίνει ο Βέμπερ, «είναι μια ιστορική έννοια που καλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο από διαφορετικά πράγματα (1980: 61). Το στοιχείο της ιστορικότητας καταδεικνύει και την σχετικότητα του ορθολογισμού, ο οποίος δεν αποτελεί μια οικουμενική σταθερά, αλλά μια ιδιομορφία της Δυτικής κουλτούρας3.
Η ορθολογικότητα, για τον Βέμπερ, δεν σημαίνει εξάλειψη του ανορθολογικού στοιχείου. Αντίθετα, η οικονομική ορθολογικότητα στο έσχατο όριο της αναπαράγει ένα είδος ανορθολογισμού: «Είναι απίστευτα παράλογο», υποστηρίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος, «[…] ο άνθρωπος [να] υπάρχει για χάρη της δουλειάς του, αντί να γίνεται το αντίθετο» (1980: 55) και τονίζει στην εισαγωγή της έρευνάς του, πως σκοπός του είναι να μελετήσει την προέλευση εκείνων των μη ορθολογικών στοιχείων που βρίσκονται στον πυρήνα του δυτικού ορθολογισμού, υπό την μορφή της οικονομικής ορθολογικότητας (1980: 61).
Είναι ξεκάθαρο ότι για τον Βέμπερ η οικονομική ορθολογικότητα έλκει την καταγωγή της από έναν κόσμο κατεξοχήν μη οικονομικό, και οι εγγυήσεις της παρέχονταν από διαφορετικής τάξης φαντασιακά (ηθικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά). Αυτό όμως ισχύει μόνο κατά την πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού. Με την επέκταση του εκβιομηχανισμού και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, το οικονομικό ορθολογικό πνεύμα έσπασε τα δεσμά του με την παράδοση. Δεν χρειάζεται πλέον μια εξωτερική νομιμοποιητική δύναμη, όπως είναι η θρησκεία. Η οικονομική ορθολογικότητα μετατρέπεται σε μια νομιμοποιητική δύναμη αφ’ εαυτής. Παράγει η ίδια τις αξίες που κινητοποιούν και δικαιολογούν την ανθρώπινη πρακτική.
Η συσσώρευση κεφαλαίου πλέον δεν πηγάζει από μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη, αλλά αποτελεί προϊόν ενός υπολογιστικού πνεύματος που δεν έχει ανάγκη εξωτερικές αναφορές. Σχετικά με αυτή την ιστορική εξέλιξη, γράφει ο Βέμπερ: «Πραγματικά, δεν χρειάζεται πια την υποστήριξη οποιωνδήποτε θρησκευτικών δυνάμεων, και αισθάνεται τις προσπάθειες της θρησκείας να επηρεάσει την οικονομική ζωή (στον βαθμό που τέτοιες προσπάθειες γίνονται πια καθόλου) σαν μια εξίσου αδικαιολόγητη επέμβαση όσο και η ρύθμισή της απ’ το κράτος» (1980:56).
Η αυτονόμηση της οικονομικής ορθολογικότητας από μη οικονομικές αξίες αποτελεί την αφετηρία ετούτης της εργασίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη όμως που συνοδεύεται από τους δικούς της μύθους, που προκαλεί ένα εκ νέου μάγεμα του κόσμου. Όψεις αυτής της εξέλιξης θα εξετασθούν αναλυτικά στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Προτού περάσουμε σε αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να απαντηθεί το εξής ερώτημα: αν η ερμηνεία του Βέμπερ δίνει μια απάντηση όσον αφορά τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες γέννησης του καπιταλιστικού πνεύματος, τότε τι απάντηση μπορούμε να δώσουμε στο ζήτημα της επέκτασης, της διάδοσης και της υιοθέτησής του από το σύνολο του πληθυσμού; Μέσα από ποιες διαδικασίες, ένα ολόκληρο έθνος μπορεί να αλλάξει τις βαθιά ριζωμένες εργασιακές του συνήθειες και να αναπροσανατολίσει την παραγωγική του δραστηριότητα, σύμφωνα με τους κανόνες του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος4;
Ο Βέμπερ θέτει το ζήτημα ως εξής:
«Ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί “από τη φύση του” να κερδίζει όλο και πιο πολλά, αλλά απλούστατα να ζει όπως έχει συνηθίσει, να ζει και να κερδίζει τόσα όσα χρειάζονται γι’ αυτό το σκοπό. Οπουδήποτε ο σύγχρονος καπιταλισμός άρχισε το έργο του για την αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας με την αύξηση της εντατικότητάς, συνάντησε την πεισματωδέστατη αντίσταση αυτού του κυρίαρχου χαρακτηριστικού της προκαπιταλιστικής εργασίας5» (1980: 46).
Η βεμπεριανή ανάλυση καθιστά σαφές ότι η διαδικασία μετάβασης από τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές στις νεωτερικές καπιταλιστικές κοινωνίες δεν μπορεί να εξηγηθεί στη βάση μιας θεωρίας των οικονομικών κινήτρων. Η υπαγωγή του προκαπιταλιστικού ανθρώπου στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας απαιτεί την δράση μη οικονομικών δυνάμεων, απαιτεί δηλαδή όπως προείπαμε, μια μακροχρόνια και επίπονη αγωγή προκειμένου να αρθεί η αντίσταση που προβάλλει ο άνθρωπος της παράδοσης, με τις «αντιπαραγωγικές» του συνήθειες.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Βέμπερ δεν εισέρχεται τόσο στο ζήτημα των μηχανισμών που θα αναλάβουν να ασκήσουν αυτή την αγωγή και θα επιβάλλουν αυτή τη νέα ηθική της εργασίας. Καθώς όμως η ηθική, όπως ισχυρίζεται ο Φουκώ, δεν είναι μια ιδέα που έρχεται και κάθεται στα κεφάλια των ανθρώπων, (Φουκώ 2016: 109), η ηθικοποίηση του πληθυσμού απαιτεί ένα σύνολο υλικών διαδικασιών και μηχανισμών, που δεν στοχεύουν μόνο στην μεταβολή των αντιλήψεων, που δεν ενεργούν μόνο στο επίπεδο των κατευθυντήριων ιδεών, αλλά ρυθμίζουν το ίδιο το ανθρώπινο σώμα και το εκγυμνάζουν οργανικά στις νόρμες της οικονομικής ορθολογικότητας και της βιομηχανικής εργασίας. Δεν αρκεί η ηθική εναρμόνιση με το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Ένας τέτοιος πειθαρχικός μηχανισμός απαιτεί την εναρμόνιση και των βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό το έχει δείξει πολύ καλά ο Ιταλός φιλόσοφος, Αντόνιο Γκράμσι: «[…] δεν μπορεί να αναπτυχθεί ο νέος τύπος ανθρώπου που απαιτεί η ορθολογικοποίηση της παραγωγής και της εργασίας, όσο δεν ρυθμίζεται ανάλογα το σεξουαλικό ένστικτο, έως ότου δεν ορθολογικοποιηθεί κι αυτό» (Γκράμσι 1990: 48).
1.2: Η ηθική της εργασίας ως ηθική της πειθαρχίας
Μια τέτοιου είδους ανάλυση, όπου εστιάζει στον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην οργάνωση μιας οικονομικοκεντρικής τάξης, η οποία θέτει την εργασία και την παραγωγή στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, θεωρούμε ότι ξεκινά από τον Μαρξ και την θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης, αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται από τον Πολάνυι στο μεγαλειώδες έργο του Ο μεγάλος μετασχηματισμός και κορυφώνεται με τις μελέτες του Φουκώ για την πειθαρχική κοινωνία. Και οι τρεις μελετητές περιγράφουν και αναλύουν μέσω ποιων ιστορικών διαδικασιών έπεσε τελικά εκείνο το «πέτρινο τείχος της συνήθειας» (Βέμπερ 1980: 48) στο οποίο αναφέρεται ο Βέμπερ, δηλαδή η άρνηση του προνεωτερικού ανθρώπου να υπαχθεί στην πειθαρχία της μισθωτής εργασίας6 και να θέσει την παραγωγή ως κεντρική δραστηριότητα της ζωής του.
Το φαινόμενο της πρωταρχικής συσσώρευσης, στο οποίο ο Μαρξ αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της μελέτης του, υπονομεύει κάθε προσπάθεια να ερμηνευθεί η ιστορία ως μια διαδικασία διαδοχής των τρόπων παραγωγής, την οποία διακρίνει μια εσωτερική οικονομική λογική. Όπως για τον Βέμπερ, δεν είναι κάποιο έμφυτο οικονομικό κίνητρο που οδηγεί στην εμφάνιση του καπιταλιστικού πνεύματος, έτσι και για τον Μαρξ δεν υπάρχει κάποια οικονομική αναγκαιότητα που οδηγεί στην συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο τελευταίος είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο διαφορετικών τύπων ανθρώπου:
«[…] πρέπει ν’ αντικρυστούν και ν’ άρθουν σε επαφή δύο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μία μεριά κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό της αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πουλητές εργασίας» (Μαρξ 1978: 739).
Ο δεύτερος όρος, ωστόσο, αυτής της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή η εργασία, δεν υπάρχει ως πρωταρχικό δεδομένο, άμεσα διαθέσιμο, αλλά θα πρέπει να κατασκευαστεί. Οι παραγωγοί της υπαίθρου είναι απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μετατραπούν σε βιομηχανικούς εργάτες. Θα πρέπει λοιπόν ο αγροτικός πληθυσμός να αποστερηθεί τα μέσα της ύπαρξής του και να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου θα έχει να επιλέξει ανάμεσα στην υπαγωγή του στο εργοστασιακό σύστημα και στην πείνα και την εξαθλίωση. Το δίλλημα αυτό κατέστη δυνατό χάρη σε έναν συνδυασμό νομοθετικών διατάξεων και κατασταλτικών επεμβάσεων: ο Νόμος για τις Περιφράξεις και η μετατροπή των χωραφιών σε βοσκοτόπια, συνδυάστηκε με την βίαιη εκδίωξη των αγροτών από τη γη τους (1978: 743). Η ιστορική εμβάθυνση του Μαρξ σε αυτό το σημείο είναι χαρακτηριστική: «Καταστράφηκαν και κάηκαν όλα τους τα χωριά κι όλα τα χωράφια μετατράπηκαν σε βοσκές. Βρετανοί στρατιώτες στάλθηκαν για να εκτελέσουν την απόφαση και συγκρούστηκαν με τους αυτόχθονες. Μια γριά κάηκε στις φλόγες της καλύβας της που αρνήθηκε να την εγκαταλείψει» (1978: 755).
Τα φαινόμενα αυτά θα βρεθούν στο επίκεντρο της ιστορικής ανάλυσης του Πολάνυι, σχεδόν έναν αιώνα μετά τον Μαρξ. Ο Ούγγρος ιστορικός με σπάνια θεωρητική δεξιοτεχνία, συνοδευόμενη από έναν πλούτο ανθρωπολογικού υλικού, αποδομεί ένα ένα αξιώματα του οικονομισμού, είτε φιλελεύθερων είτε μαρξιστικών καταβολών. Αποδεικνύει ότι η μετατροπή της οικονομίας σε μια ανεξάρτητη σφαίρα δραστηριοτήτων είναι ένα γεγονός που αποτελεί ιστορική ιδιομορφία της Δύσης και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την συστηματική κρατική παρέμβαση (Πολάνυι 2007: 138).
Ο Πολάνυι ασκεί και αυτός κριτική στην ιδέα ότι το οικονομικό σύστημα της αγοράς θεμελιώθηκε πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για απόκτηση κέρδους, μεγιστοποίηση της παραγωγής κ.λ.π. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η αποδοχή ενός τέτοιου συστήματος δεν θα μπορούσε να είναι παρά «το αποτέλεσμα της χορήγησης τεχνητών διεγερτικών στο κοινωνικό σώμα» (2007:59). Μια οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να εμπορευματοποιεί διαρκώς τους βασικούς συντελεστές της παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα, δημιουργώντας ξεχωριστές αγορές για το καθένα από αυτά. Ωστόσο το κρίσιμο σημείο για τον ίδιο, κατά την πορεία του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα είναι η δημιουργία μιας αγοράς εργασίας, η οποία θα τροφοδοτεί την βιομηχανική παραγωγή με φθηνό εργατικό δυναμικό.
Το πρώτο βήμα έγινε με το κίνημα των Περιφράξεων7 τον 18ο αιώνα και την δημιουργία ενός άκληρου πληθυσμού. Κανείς όμως δεν θα επέλεγε το «σατανικό εργοστάσιο» όπως το αποκαλεί ο Πολάνυι (2007: 37), αν διέθετε έστω και τους ελάχιστους πόρους για την επιβίωσή του. Το σύστημα της μισθωτής εργασίας και το δικαίωμα στην επιβίωση είναι δύο ασύμβατα μεταξύ τους φαινόμενα. Για να λειτουργήσει το πρώτο, θα έπρεπε να καταργηθεί το δεύτερο. Και αυτό ακριβώς σύμφωνα με τον Πολάνυι πραγματοποίησε η μεταρρύθμιση του νόμου της κοινωνικής πρόνοιας του 1834: κατήργησε το δικαίωμα στην επιβίωση:
«Η επιστημονική σκληρότητα αυτού του νομοθετήματος υπήρξε τόσο προκλητική στα μάτια των συγκαιρινών του, ώστε χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, όπως την αποτύπωσε η ιστορική μνήμη, παραμένουν οι βιαιότατες αναταραχές: πράγματι, πολλοί από τους φτωχότερους εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, καθώς σταμάτησε η παροχή βοηθημάτων έξω από το πτωχοκομείο. Κύρια όμως θύματα υπήρξαν οι αξιοβοήθητοι φτωχοί, άτομα αρκετά αξιοπρεπή για να εισέλθουν στο πτωχοκομείο, που είχε ήδη καταστεί χώρος αίσχους. Ίσως ποτέ στην ιστορία δεν έχει γίνει τόσο ανελέητη μεταρρύθμιση. Συνέτριψε αμέτρητες ζωές, ενώ προσποιούνταν ότι απλώς σκόπευε να προσφέρει ένα κριτήριο γνήσιας φτώχειας, δια μέσου του ελέγχου του πτωχοκομείου. Ψυχολογικά βασανιστήρια εγκρίνονταν και εφαρμόζονταν από απρόθυμους φιλάνθρωπους, ως μέσον τόνωσης της αγοράς εργασίας» (2007: 83).
Ο εγκλεισμός του πρώην αγροτικού πληθυσμού στα πρώτα καπιταλιστικά εργοστάσια δεν ήταν από μόνος του αρκετός για να διαμορφώσει υποκείμενα αφοσιωμένα στις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας. Για να καταστεί αυτό εφικτό χρειάστηκε η επινόηση και η εφαρμογή ενός κώδικα αυστηρής πειθαρχίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι ο Μαρξ σε αρκετά σημεία του έργου του περιγράφει την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας με στρατιωτικούς όρους: κάνει λόγο για πειθαρχία στρατοπέδου, που επιβάλλεται στους «φαντάρους της βιομηχανίας» από τους «υπαξιωματικούς της βιομηχανίας» (1978: 440).
Αυτές οι αναφορές του Μαρξ θα αποτελέσουν την αφορμή του Φουκώ προκειμένου να κάνει μια γενεαλογία των νεωτερικών θεσμών, ως χώρων άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας8. Ο Γάλλος φιλόσοφος θεωρεί, ότι ειδοποιό γνώρισμα της νεωτερικής κοινωνίας είναι η οργάνωση μεγάλων χώρων εγκλεισμού. Το στρατόπεδο, το εργοστάσιο, η φυλακή, το σχολείο, το νοσοκομείο, το ψυχιατρικό άσυλο αποτελούν τους κατεξοχήν νεωτερικούς θεσμούς. Φαινομενικά, μπορεί να εκφράζουν εντελώς διαφορετικούς στόχους, ωστόσο όλοι τους έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κοινό πρόβλημα: πώς να οργανώσουν, να ταξινομήσουν και να πειθαρχήσουν έναν πολυπληθή, ανομοιόμορφο και απειθάρχητο πληθυσμό, που άφησε πίσω της η αποδιάρθρωση των παραδοσιακών φεουδαλικών θεσμών9.
Τίθεται λοιπόν σε λειτουργία, στους συγκεκριμένους χώρους, μια νέα τεχνολογία της εξουσίας, η πειθαρχική εξουσία, η οποία έχει ως στόχο να κατασκευάσει σώματα «πειθήνια», αλλά και ταυτόχρονα «παραγωγικά»: «Η πειθαρχία αυξάνει τις δυνάμεις του σώματος (με οικονομικούς όρους χρησιμότητας) και συγχρόνως τις περιορίζει (με πολιτικούς όρους υπακοής)» (Φουκώ 2011: 158). Θα πρέπει ο προνεωτερικός άνθρωπος να ξεχάσει τις παραδοσιακές του εργασιακές συνήθειες (της σχόλης, της ανάπαυσης, της αυτάρκειας) και να υποταχθεί στην ηθική της εργασίας, να αφιερώσει δηλαδή όλες τις ζωτικές του δυνάμεις στην υπόθεση της παραγωγής.
Η εγκάθειρξη, σύμφωνα με τον Φουκώ, ως δεσπόζουσα πρακτική της νεωτερικής κοινωνίας, υπήρξε στενά συνυφασμένη με μια ορισμένη αντίληψη για την εργασία:
«Η εγκάθειρξη, πριν ακόμη αποκτήσει το ιατρικό νόημα της εισαγωγής σε ψυχιατρείο που της έδωσαν αργότερα, ή που τουλάχιστον μας αρέσει να της δίνουμε, είχε ελάχιστη σχέση με την φροντίδα της θεραπείας. Εκείνο που την επέβαλε ήταν η προσταγή της εργασίας10» (Φουκώ 2004: 51).
Η προσταγή αυτή απευθυνόταν σε εκείνες τις μερίδες του πληθυσμού που αποτελούσαν πραγματικές και συμβολικές ενσαρκώσεις μιας αντι – παραγωγικής, αντι – οικονομικής ζωής: οι αλήτες, οι ζητιάνοι, οι τρελοί, τα παιδιά, οι εγκληματίες, ο απαλλοτριωμένος χωρικός αποτελούσαν μια ζωντανή άρνηση της εργασίας. Αλλά και για όσους είχαν ήδη εγκλειστεί στο εργοστάσιο, δεν ήταν εύκολο να εγκαταλείψουν την παλιά τους εργασιακή ηθική. Η τεμπελιά, η αργοπορία, η εγκατάλειψη της δουλειάς, η κλοπή, το μεθύσι ήταν αρκετά συχνά φαινόμενα: «Ο κίνδυνος», λέει χαρακτηριστικά ο Φουκώ, «είναι ο εργάτης που δεν αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην εργασία» (2016: 160).
Αναπτύσσεται, εν προκειμένω, ένα σύνολο άτυπων ποινικών και τιμωρητικών πρακτικών στο εσωτερικό των χώρων εγκλεισμού, προκειμένου να καταπολεμηθούν όλες αυτές οι αρνήσεις της εργασίας. «Το ζεύγος επιτήρηση και τιμωρία εγκαθιδρύεται ως σχέση εξουσίας αναγκαία για την πρόσδεση των ατόμων στον μηχανισμό παραγωγής, για τη συγκρότηση παραγωγικών δυνάμεων, και χαρακτηρίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που μπορούμε να αποκαλέσουμε πειθαρχική» (2016: 180).
Οι μελέτες του Φουκώ καταδεικνύουν το γεγονός, ότι η συγκρότηση του καπιταλιστικού παραγωγικού μηχανισμού δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την συνέργεια και την αδιάκοπη παρουσία μιας εξουσίας, εν προκειμένω, της πειθαρχικής εξουσίας. Η τελευταία για τον Φουκώ, δεν συγκροτείται εκ των υστέρων ως εποικοδόμημα πάνω σε ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Η εξουσία είναι ήδη μέσα στην παραγωγή. Η παραγωγή είναι ήδη εξουσία. «Η εξουσία δεν είναι ένας τρόπος αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, αλλά ένας τρόπος συγκρότησής τους» (2016: 200).
1.3: Η καπιταλιστική εργασία ως εξημέρωση
«Να φτάνει πρώτος στα εργαστήρια το πρωί και να βάζει τους εργάτες στη δουλειά τους μόλις έρχονται, να ενθαρρύνει αυτούς που έρχονται στη δουλειά τακτικά στην ώρα τους, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι η συνέπειά τους αναγνωρίζεται όπως το αξίζει, και διαχωρίζοντάς τους από τους λιγότερο πειθαρχικούς συναδέλφους τους, με επανειλημμένα δείγματα επιδοκιμασίας, με δώρα, ή με οτιδήποτε άλλο ταιριάζει στην ηλικία τους[…] (Τόμσον 1994: 45).
Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται από τον μεγάλο Άγγλο ιστορικό, Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον και αναφέρεται στα καθήκοντα ενός Διευθυντή σε εργοστάσιο κεραμοποιείας περί τα μέσα του 18ου αιώνα στην Βρετανία. Η επιδοκιμασία των πιο πειθαρχημένων και ο διαχωρισμός τους από τους ανυπάκουους, ως τεχνική, παρουσιάζει προκλητικές ομοιότητες με τις τεχνικές εξημέρωσης των ζώων που εφάρμοσαν οι άνθρωποι κατά την περίοδο της αγροτικής επανάστασης. Ιδού η διαδικασία, όπως την περιγράφει ο Εβραίος ιστορικός, Yuval Noah Harari: «Τα πιο επιθετικά και ανυπάκουα πρόβατα σφάζονταν πρώτα. Τα πιο υπάκουα και πιο συμπαθητικά πρόβατα αφήνονταν να ζήσουν περισσότερο και αναπαράγονταν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοπάδι εξημερωμένα και πειθήνια πρόβατα» (Harari 2015: 104).
Η συμμόρφωση με το εργοστασιακό σύστημα, η αποδοχή της ηθικής της εργασίας και η εναρμόνιση με τις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας, αποτέλεσαν για μια ορισμένη περίοδο αναγκαίο όρο επιβίωσης για τους ανθρώπους. Το δίλημμα που κατασκευάστηκε ήταν αμείλικτο: εργασία ή αφανισμός (Μπάουμαν 2004: 45). Ωστόσο, το ζήτημα δεν ήταν μόνο να αλλάξουν οι ηθικές στάσεις των ανθρώπων σχετικά με την εργασία. Η προσαρμογή του ανθρώπου στον βιομηχανισμό κατέστη δυνατή μέσω μιας διαρκούς πάλης με το ζωώδες στοιχείο του ανθρώπου, μέσω μιας διαρκούς ορθολογικοποίησης των φυσικών ενορμήσεων (Γκράμσι 1990: 65). Όσοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα οργάνωση, απλά οδηγήθηκαν στον αφανισμό. Για τις επόμενες γενιές η αφοσίωση στην εργασία ήταν κάτι το «φυσικό».
Η «εργασιακή εξημέρωση» είχε συντελεστεί. Διαμορφώθηκε ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος, που με ενεργητικό τρόπο πλέον, συμμετέχει στην παραγωγή. Μήπως και η εξημέρωση του βοδιού ή του αλόγου, δεν έγινε και αυτή για να χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως μηχανές στην παραγωγή; Και το εξημερωμένο άλογο και ο ορθολογικοποιημένος άνθρωπος μοιράζονται μια κοινή συνθήκη: συμμετέχουν σε έναν μηχανισμό, ο σκοπός και το νόημα του οποίου, έχουν προκαθοριστεί από άλλους και όχι από τους ίδιους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Απομονώστε οποιοδήποτε κίνητρο επιθυμείτε, οργανώστε έπειτα την παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε το κίνητρο αυτό να καθίσταται η ώθηση του ατόμου για την παραγωγή, και θα έχετε δημιουργήσει μια εικόνα για τον άνθρωπο ως συνολικά απορροφημένο από αυτό το συγκεκριμένο κίνητρο» Καρλ Πολάνυι (2014: 23)
Στην αυγή της νεωτερικής εποχής η εργασία παρουσιάστηκε ως μια εγκόσμια μορφή λύτρωσης. Για όσους δεν πίστεψαν στην αξία της εργασίας, η νεωτερική κοινωνία φρόντισε να συστήσει μηχανισμούς εργασιακού σωφρονισμού: οίκοι εργασίας, εργοστάσια, άσυλα, πτωχοκομεία. Η ιστορική τους παρουσία μας προφυλάσσει από τις πλάνες ενός αφελούς οικονομισμού και μας υπενθυμίζει την ανάγκη να εξετάσουμε τον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας οικονομικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσοι στοχαστές μελέτησαν τις ιστορικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού, άφησαν στην άκρη τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας και καταπιάστηκαν με παράγοντες που δεν είχαν τίποτα το «οικονομικό».
Περισσότερο με το σπαθί, και λιγότερο με το μολύβι, η οικονομική ορθολογικότητα αποικιοποίησε το φαντασιακό του νεωτερικού ανθρώπου. Έγινε το υποκατάστατο των ιδεολογιών που έχαναν σιγά σιγά το κοινωνικό τους κύρος. Ο μύθος τώρα βρίσκεται μέσα στην ίδια την παραγωγή. Υπάρχει μια υπόσχεση στην νεωτερική οικονομία: η υπόσχεση της χειραφέτησης, της σωτηρίας. Όπως και στα παράγωγά της: σχεδόν όλες οι σημερινές ουτοπίες τοποθετούνται μέσα στον ορίζοντα της τεχνικής και της επιστήμης. Τι άλλο όμως διακρίνει μια ιδεολογία, αν όχι η διαρκής παρουσία μιας υπόσχεσης για το μέλλον;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βέμπερ Μ. (1980) Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Κάλβος
Gorz A. (1989) Critique of economic reason, London: Verso Books
Γκράμσι Α. (1990) Αμερικανισμός και φορντισμός, Αθήνα: Α/συνέχεια
Harari Y.N. (2015) Sapiens. Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Μαρξ Κ. (1978) Το Κεφάλαιο, τ. Α΄, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μπάουμαν Ζ. (2004) Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο
Πολάνυι Κ. (2007) Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Θεσσαλονίκη: Νησίδες
Πολάνυι Κ. (2014) Η απαρχαιωμένη αγοραία νοοτροπία μας, Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες
Τόμσον Ε. Π. (1994) Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός,
Θεσσαλονίκη: Νησίδες
Φουκώ Μ. (2004) Η ιστορία της τρέλας, Αθήνα: Ηριδανός
Φουκώ Μ. (2011) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Πλέθρον
Φουκώ Μ. (2013) Σκέψεις γύρω από τον μαρξισμό, τη φαινομενολογία και την εξουσία, Αθήνα: Futura
Φουκώ Μ. (2016) Η τιμωρητική κοινωνία, Αθήνα: Πλέθρον

1# Οι εμφάσεις δικές μας.
2# Όπως αναφέρει και ο Andre Gorz, αναλύοντας το έργο του Βέμπερ, η αρχική εγκράτεια των πρώτων καπιταλιστών, προϋπόθεση για την συσσώρευση κεφαλαίου και σημείο εκκίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν έχει να κάνει με τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους, αλλά καθαρά με ιδεολογικούς και πολιτισμικούς (Gorz 1989: 18).
3# «[…] καθένας από αυτούς τους τομείς μπορεί να ορθολογοποιηθεί με βάση πολύ διαφορετικές αξίες και σκοπούς, κι ό, τι είναι ορθολογικό απ’ τη μια άποψη, μπορεί κάλλιστα να είναι ανορθολογικό από μια άλλη» (1980: 20).
4# «Γιατί μόλο που η εξέλιξη του οικονομικού ορθολογισμού εξαρτάται εν μέρει από την ορθολογική τεχνική και το ορθολογικό δίκαιο, καθορίζεται ταυτόχρονα και από την δεκτικότητα και τη διάθεση των ανθρώπων να υιοθετήσουν ορισμένους τύπους πρακτικής ορθολογικής συμπεριφοράς» (1980: 21).
5# Η έμφαση δική μας.
6# «[…] η μισθωτή εργασία όχι μόνο αποτελούσε την τελευταία επιλογή των φτωχών, αλλά είχε και την ηθική περιφρόνηση των ανθρώπων της εποχής: ο Άνταμ Σμιθ περιέγραφε τον βιομηχανικό εργάτη ως διανοητικά υποδεέστερο του φτωχότερου γεωργού», μας πληροφορεί ο Πολωνός κοινωνιολόγος, Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Μπάουμαν 2007: 93).
7# Ο Πολάνυι χαρακτηρίζει τις Περιφράξεις ως «επανάσταση των πλουσίων εναντίων των φτωχών» (2007: 38).
8# Η μαρξική επιρροή στο έργο του Φουκώ δεν είναι δική μας ερμηνεία, αλλά παραδοχή του ίδιου του Γάλλου φιλοσόφου: «προσωπικά, τοποθετώ το έργο μου στη γενεαλογική γραμμή που εκκινεί από το δεύτερο Βιβλίο του Κεφαλαίου […] θα ισχυριζόμουν ότι μέσω του δεύτερου Βιβλίου, και για παράδειγμα σε ό,τι έγραψα γύρω από την πειθαρχία, το έργο μου είναι […] εγγενώς συνδεδεμένο με αυτό που γράφει ο Μαρξ» (Φουκώ 2013: 21-22).
9# «Τι το περίεργο αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, τα νοσοκομεία, που όλα μοιάζουν με φυλακές;», αναρωτιέται ο Φουκώ (2011: 258)
10# Η έμφαση δική μας.

Οι γενιές της κρίσης: Επτά χρόνια καταστροφής

Πέρασαν ήδη εφτά χρόνια από την υπογραφή της πρώτης δανειακής σύμβασης, του λεγόμενου πρώτου μνημονίου.

Ήταν 8 Μαΐου του 2010 όταν υπογράφτηκε μεταξύ της Ελλάδας και των 15 υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης η χορήγηση δανείου ύψους 80 δισ. ευρώ. Έκτοτε ακολούθησαν άλλες δύο τέτοιες συμβάσεις, ενώ βασίμως αναμένεται η σύναψη και μιας τέταρτης.


Στα λεγόμενα «μνημονιακά χρόνια», η χώρα και οι πολίτες της πέρασαν από σαράντα κύματα.
Βγήκαν στους δρόμους, πολιτικοποιήθηκαν για πρώτη φορά ή πολιτικοποιήθηκαν εκ νέου, διαδήλωσαν, φώναξαν, διεκδίκησαν, χτυπήθηκαν και δέχτηκαν τόνους χημικών από την Ελληνική Αστυνομία. Απολύθηκαν, φτωχοποιήθηκαν, λοιδορήθηκαν ως τεμπέληδες και ως εκ τούτου ενοχοποιήθηκαν ως άξιοι της μοίρας τους, αυτοκτόνησαν πιεζόμενοι από τα χρέη, είδαν να καταπατώνται ένα προς ένα τα εργασιακά τους δικαιώματα, εξανεμίστηκαν οι μισθοί τους, κόπηκαν οι συντάξεις τους, έμειναν άνεργοι, έχασαν τις περιουσίες τους ή ζουν με την καθημερινή και αδιάλειπτη αγωνία πώς να τις περισώσουν, αποχαιρέτησαν τα παιδιά τους που έφυγαν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν την ανεργία, έφυγαν οι ίδιοι αναζητώντας μια καλύτερη τύχη γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους.

Προφανώς οι μόλις 172 λέξεις που προηγήθηκαν δεν αρκούν για να περιγράψουν το βίωμα των τελευταίων επτά χρόνων. Αν όμως ζητούσαν από έναν ενήλικο πολίτη ή κάτοικο αυτής της χώρας να περιγράψει εν συντομία τη «μνημονιακή Ελλάδα», πάνω-κάτω αυτές τις λέξεις θα χρησιμοποιούσε.

Τα παιδιά δεν μπορούν να διαδηλώσουν

Υπάρχει, όμως, και μια κατηγορία όχι ακριβώς πολιτών, που υφίσταται βουβά τις επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών και των μέτρων που αυτές συνεπάγονται. Και η φωνή τους ελάχιστα ακούγεται εκεί έξω. Τα παιδιά.

«Τα παιδιά δεν μπορούν να διαδηλώσουν, δεν μπορούν να διεκδικήσουν, δεν μπορούν να καταγγείλουν. Η φωνή τους, η δική τους, η έστω και ακατέργαστη φωνή τους δεν ακούγεται ποτέ» είναι οι πρώτες κουβέντες που μας λέει η πρόεδρος της UNICEF Ελλάδας Σοφία Τζιτζίκου, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η Οργάνωση που εκπροσωπεί –και που μέχρι πρότινος την είχαμε συνδέσει με τετράδια και καμπάνιες ευαισθητοποίησης για τα παιδιά της Αφρικής ή στη χειρότερη για τα δικά μας (αλλά και πάλι όχι ακριβώς δικά μας) «παιδιά των φαναριών»– από το 2012 και μετά γύρισε τους προβολείς της στα παιδιά του απέναντι διαμερίσματος, δημοσιεύοντας εκθέσεις σαν κι αυτή που παρουσιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο με τίτλο «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2017: Τα παιδιά της κρίσης».

Για αυτά, τα κατά τα άλλα βουβά θύματα της κρίσης, ακούμε καμιά φορά σε κάποιο δελτίο ειδήσεων ότι κάηκαν ζωντανά από κάποιο μαγκάλι, ότι λιποθύμησαν απ’ την αφαγία σε κάποιο σχολείο της επικράτειας, ότι δολοφονήθηκαν από έναν πατέρα που «είχε και πριν κάποια ψυχολογικά προβλήματα αλλά με την κρίση βγήκε εκτός εαυτού», ότι πνίγηκαν μεσοπέλαγα και ξεβράστηκαν μπρούμυτα στη στάση που κοιμάται και το δικό μας μωρό – γιατί και τα «προσφυγάκια» παιδιά είναι κι αυτά αλλά όπως κι εκείνα «των φαναριών», ούτε κι αυτά ακριβώς παιδιά μας.
Τη σημασία που έχει να μεγαλώνουν τα παιδιά σε ένα περιβάλλον που να εγγυάται και τους υλικούς και τους ψυχοκοινωνικούς όρους που θα διευκολύνουν τη μελλοντική ζωή τους μας την εξηγεί ο καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Χρίστος Παπαθεοδώρου:
«Η πιο κρίσιμη περίοδος για τα μελλοντικά επιτεύγματα ενός παιδιού είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του γιατί τότε αναπτύσσονται πιο γρήγορα οι νευρωνικές συνάψεις. Κατά συνέπεια, έχει μεγάλη σημασία η φροντίδα κατά την προσχολική περίοδο, και μάλιστα σε περιβάλλον συναισθηματικής ασφάλειας, γονεϊκής ή/και προσχολικής, που τους παρέχει τα κατάλληλα γνωστικοσυγκινησιακά ερεθίσματα, τα κινητοποιεί και αυξάνει την ικανότητα αντίληψης και τις δεξιότητες». Το 2017 υπάρχουν παιδιά που έχουν περάσει όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο ή το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στην κρίση και τις επιπτώσεις της…
Κυρίαρχη η αίσθηση της απώλειας ελέγχου στη ζωή και το μέλλον

Η ωμότητα των αριθμών

Τα στοιχεία για τη φτώχεια στην Ελλάδα και την επίπτωσή της στα παιδιά είναι παραπάνω από ανησυχητικά. Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2017», που συνέταξαν για λογαριασμό της UNICEF ο κ. Παπαθεοδώρου και ο δρ Κοινωνικής Πολιτικής Στέφανος Παπαναστασίου, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας των παιδιών από 23% το 2009 αυξήθηκε σε 28,8% το 2012 και στη συνέχεια μειώθηκε ελαφρά στο 26,6% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα ζουν σε φτωχές οικογένειες. Όμως ο δείκτης της σχετικής φτώχειας εξαρτάται και από τα μέσα εισοδήματα –που στην Ελλάδα έχουν μειωθεί δραματικά παρασύροντας και τους αντίστοιχους δείκτες– και έτσι δεν αποτυπώνει πλήρως το μέγεθος της αποστέρησης. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το όριο της φτώχειας από 598 ευρώ/μήνα που ήταν το 2009 μειώνεται σε μόλις 376 ευρώ/μήνα το 2014.

Με άλλα λόγια, το όριο της φτώχειας μειώθηκε κατά 37%, γεγονός που αντανακλά την αντίστοιχη μείωση που υπέστησαν την ίδια περίοδο τα μεσαία εισοδήματα στη χώρα.

Γι’ αυτό και οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν καταλληλότερο δείκτη για την αποτύπωση της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών αυτόν που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας, όπως το όριο φτώχειας του 2007, σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς τις διαφορές στην αγοραστική τους δύναμη. Με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008), το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώθηκε στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια αυξήθηκε δραματικά και έφτασε στο 55,1% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009.

Αντίστοιχα δραματική εικόνα δίνει και ο δείκτης υλικής αποστέρησης.

Αυτός μετρά την αδυναμία των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες (αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων, όπως πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κάλυψη έκτακτων οικονομικών αναγκών, κατάλληλη διατροφή, επαρκή θέρμανση, 1 εβδομάδα διακοπές και πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει τουλάχιστον 3 από τις 9 επιλεγμένες βασικές ανάγκες και σε ακραία αποστέρηση εάν το νοικοκυριό αδυνατεί να ικανοποιήσει 4 από τις 9 αυτές ανάγκες. Σύμφωνα με την έρευνα της UNICEF, το 2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζει σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45%, η Ελλάδα είναι με μεγάλη διαφορά η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών-μελών της ΕΕ. Αντίστοιχα υψηλό (22%) είναι και το ποσοστό των παιδιών στη χώρα που ζουν σε συνθήκες ακραίας αποστέρησης.

Ενδεικτικά και τα στοιχεία για τη σχολική διαρροή.

Το 2014 διέκοψαν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση συνολικά 37.610 μαθητές/-τριες. Εξ αυτών, το 11,3% φοιτούσε στο Δημοτικό (4.247 μαθητές/-τριες), το 34,8% φοιτούσε στο Γυμνάσιο (13.075 μαθητές/-τριες), το 13,0% φοιτούσε στο Γενικό Λύκειο (4.890 μαθητές/-τριες) και το 40,9% φοιτούσε στο Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ αρμοδιότητας ΥΠΕΘ (15.398 μαθητές/-τριες). Παρότι οι γενικοί δείκτες δείχνουν γενικά χαμηλοί, είναι εμφανείς οι μεγάλες αποκλίσεις και το πώς ο κύριος όγκος της σχολικής διαρροής είναι στην τεχνική εκπαίδευση, δηλαδή όπου κατεξοχήν κατευθύνονται τα παιδιά από τις συγκριτικά φτωχότερες οικογένειες. Αντίστοιχες εικόνες έχουμε και για τους δείκτες χαμηλής επίδοσης που το 2014 ήταν 0,5% για το Δημοτικό, 10,02% για τα Γυμνάσια, 23% για τα Γενικά Λύκεια και 45,7% για τα Επαγγελματικά Λύκεια & ΕΠΑΣ.

Υπάρχουν και κάποια άλλα παιδιά

Στον ελληνικό χώρο βρίσκονται και κάποια άλλα παιδιά: τα παιδιά-πρόσφυγες. Και όπως παρατηρεί και ο Laurent Chapuis, που είναι ο συντονιστής της UNICEF για την Ανταπόκριση στο Προσφυγικό και Μεταναστευτικό, παρά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, «τα παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι λιγότερο παιδιά».

Πρόσφατα, παρουσιάστηκε μια έκθεση με τίτλο «Τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται στην Ελλάδα», που συντάχτηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη, τον Συνήγορο του Παιδιού και τη UNICEF. Η κάπως «ουδέτερη» έκφραση «μετακινούνται» ίσως δεν μπορεί να αποδώσει το τραύμα της προσφυγιάς ή την εμπειρία του να περνάς στις ελληνικές ακτές μέσα σε μια βάρκα, όμως τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι σημαντικά: οι δομές φιλοξενίας «σε αρκετές περιπτώσεις υπολείπονταν σημαντικά των προδιαγραφών αξιοπρεπούς διαβίωσης», για πολλούς μήνες τα παιδιά βρέθηκαν «χωρίς πρόσβαση σε βασικές συνθήκες υγιεινής» και «αυξημένους κινδύνους θυματοποίησης». Υπήρξαν «αδυναμίες καταγραφής και εντοπισμού των ευάλωτων ομάδων και των παιδιών», «η ολοκλήρωση της καταγραφής των αιτημάτων βρίσκεται σε εκκρεμότητα για μεγάλο διάστημα», ενώ εξακολουθεί να βρίσκεται σε «μακροχρόνια εκκρεμότητα» η αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν τα ασυνόδευτα παιδιά.

Το βίωμα της βίας…

Ακούμε καμιά φορά κάτι ακραίο, σοκαριζόμαστε για ένα 24ωρο και το επόμενο λεπτό ανεβάζουμε την ένταση της τηλεόρασης, όταν η από κάτω ουρλιάζει στο παιδί της να «πάψει» – χωρίς εκείνο να ακούγεται απαραίτητα. Γιατί, όπως λέει ο ψυχίατρος και διευθυντής της Διεύθυνσης Οικογενειακών Σχέσεων του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού Γιώργος Νικολαΐδης, «η αντίληψη ότι η οικογένεια είναι άβατο και η ιδιοκτησιακή αντίληψη για τα παιδιά είναι κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία». Αυτό πρέπει να το συνδυάσουμε με το γεγονός ότι «στην Ελλάδα δεν ξεκινούσαμε από κάποιο ρόδινο για τα παιδιά τοπίο. Ποτέ δεν υπήρξαν σοβαρές μετρήσεις για τη βία που υφίστανται. Το σημείο αφετηρίας, δηλαδή, ήταν ήδη προβληματικό. Ούτως ή άλλως, σε μια χώρα χωρίς σύστημα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας, από τις πολιτικές της Φρειδερίκης μέχρι το ΠΑΣΟΚ και τη γραφειοκρατικοποίηση μέχρι τις ΜΚΟ, ο δημόσιος τομέας πρόνοιας δεν συγκροτήθηκε ποτέ. Ξέραμε, όμως, ότι ορισμένα είδη βίας θα αυξάνονταν, καθώς η ελληνική κοινωνία έγινε πιο φτωχή και κυρίως πιο άνιση και φτιάχτηκαν στρώματα που είναι σε κατάσταση αποκλεισμού.

Τα περιστατικά βίας σε βάρος των παιδιών, τόσο από το οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και η λεγόμενη “ενδοκοινοτική βία”, δηλαδή η βία μεταξύ των παιδιών αλλά και η σεξουαλική βία και η σωματική παραμέληση, ήταν δεδομένο ότι θα αυξάνονταν. Όταν αποσαθρώνονται οι κοινωνικοί δεσμοί, όταν καταρρέουν οι κοινωνικές προσδοκίες και η κοινωνική συνοχή, επιτείνεται η ένταση του παιχνιδιού επιβολής. Εμπειρικά, και στην πρώτη γραμμή και από την επαφή με επαγγελματίες κοινοτικών δομών, σας λέω ότι τα φαινόμενα έχουν ενταθεί και έχουν γίνει πιο άγρια. Αυτό που σόκαρε τους επαγγελματίες υγείας στην αρχή της κρίσης ήταν η βία που εμφανίστηκε σε μικρότερες ηλικίες.

Ενδεικτικά αναφέρω το παράδειγμα μικροσυμμορίας στη Γ’ Δημοτικού, που έκανε ότι έπνιγε τους συμμαθητές στις τουαλέτες. Πάγια, τα ¾ των παιδιών έχουν εμπειρία σωματικής βίας, το 16% έχει υποστεί σεξουαλική βία, το 7% έχει υποστεί σεξουαλική βία και σωματική βία και το 3%, ένα στα τριάντα παιδιά, δηλαδή, έχει υποστεί βιασμό», καταλήγει ο κ. Νικολαΐδης. Ο ίδιος στηλιτεύει και το τεράστιο ψυχικό κόστος που συνεπάγεται για ένα παιδί ο τρόπος που γίνεται η ποινική διερεύνηση μιας τέτοιας υπόθεσης, «καθώς μπορεί να κληθεί 27-28 φορές να πει την ιστορία της θυματοποίησής του».

Έχει ενταθεί η οικογενειακή και η κοινοτική βία… και η βία του βιώματος

Σε αυτό το «όχι και τόσο ρόδινο» προηγούμενο τοπίο, στέκεται από μια άλλη σκοπιά ο κ. Παπαθεοδώρου, ο οποίος σε συνεργασία με τον δρα Παπαναστασίου, υλοποίησε την πρόσφατη έρευνα της UNICEF. «Η αφήγηση ότι οι Έλληνες ευημερούσαν πριν από την κρίση και απολάμβαναν ένα γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν έχει καμία αληθοφάνεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όπου έχουμε συγκρίσιμα δεδομένα, η φτώχεια στην Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη ανάμεσα στις 15 παλαιότερες χώρες-μέλη της ΕΕ, ενώ οι δαπάνες για κοινωνική προστασία ήταν αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Μπορεί να είχαμε ένα κακώς οργανωμένο και αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας. Αυτό όμως είναι εντελώς διαφορετικό από το να λέμε ότι είχαμε ένα “γενναιόδωρο σύστημα”». Ο κ. Παπαθεοδώρου κάνει ακόμα μια χρήσιμη υπόμνηση την οποία αποτυπώνει και στην έκθεση που δημοσιεύτηκε. «Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η φτώχεια των παιδιών και των ενηλίκων αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος. Η φτώχεια των παιδιών αντανακλά τη φτώχεια των νοικοκυριών στα οποία ανήκουν. Ο διαχωρισμός όμως μεταξύ φτώχειας ενηλίκων και παιδιών στον δημόσιο διάλογο και στην άσκηση πολιτικής οδηγεί σε μια υπόρρητη διάκριση μεταξύ ακούσια και εκούσια φτωχών. Η διάκριση αυτή επαναφέρει την παλιά, αλλά επικίνδυνη, ιδέα περί ατόμων που δεν τους αξίζει να είναι φτωχά (undeserving) και ατόμων που τους αξίζει να είναι φτωχά (deserving), καθώς η φτώχεια των τελευταίων θεωρείται αποτέλεσμα δικών τους επιλογών. Η φτώχεια έτσι από κοινωνικό πρόβλημα ανάγεται σε ατομικό».
Σε αυτή την ενοχοποίηση των γονιών, μέσω της δημόσιας συζήτησης, και κυρίως στην ενσωμάτωση της ενοχής και των κυρίαρχων στερεοτύπων από τα παιδιά, αναφέρεται στη συνέντευξή μας, μεταξύ άλλων, η καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Δέσποινα Σακκά, η οποία εντός του μήνα θα παρουσιάσει στο 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας στη Θεσσαλονίκη την έρευνα που πραγματοποίησε μέσω συνεντεύξεων σε παιδιά ηλικίας από 4 έως 12 ετών με τίτλο «Είναι όταν κλείνουν τα μαγαζιά; Συζητώντας με τα παιδιά για την κρίση», αναζητώντας την οπτική τους σχετικά με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα από το 2010.

«Πολλές φορές τα παιδιά διστάζουν να μιλήσουν. Είναι όμως μάρτυρες καταστάσεων, αποδίδουν νόημα σε αυτές, προσπαθούν να τις εξηγήσουν. Άλλα μπορεί να μιλήσουν με περιορισμένο τρόπο, άλλα με πιο περίπλοκο. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική κρίση φαίνεται ότι προκαλεί κάποια συναισθήματα στα παιδιά. Ανησυχία, φόβο, ακόμα κι αν δεν έχει αγγίξει τα ίδια, νιώθουν, φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα τα αγγίξει», υποστηρίζει η κυρία Σακκά. «Βρίσκω τρομακτικό παιδιά 10 χρονών να λένε “φταίμε κι εμείς”. Να αναπαράγουν δηλαδή αυτό που μας έλεγαν επί χρόνια τα ΜΜΕ και εσωτερίκευσε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Όταν, παραδείγματος χάριν, χάσουν ο μπαμπάς ή η μαμά τη δουλειά τους, αισθάνονται αισθήματα ενοχής τα οποία περνούν και στα παιδιά».

Με αυτή της την τοποθέτηση σε καμία περίπτωση δεν εννοεί ότι θα έπρεπε τα παιδιά να αποκοπούν από όσα συμβαίνουν γύρω τους.

«Η οικονομική κρίση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εμπειρίας των παιδιών – είτε τη βιώνουν άμεσα είτε έμμεσα. Δεν μπορούμε να την αρνηθούμε και να θεωρούμε ότι τα προστατεύουμε μη συζητώντας για την κρίση ή για αυτά που συμβαίνουν στην οικογένεια. Το αντίθετο. Ο στόχος θα ήταν να βοηθήσουμε τα παιδιά και μέσα από τα σχολεία να μιλήσουν και να κατανοήσουν την κατάσταση, ώστε να μειώσουμε την ανασφάλειά τους. Γιατί όταν η εικόνα δεν είναι πλήρης ή είναι διαστρεβλωμένη, το αίσθημα ανασφάλειας μπορεί να είναι μεγαλύτερο. Άρα λοιπόν η συζήτηση αφενός βοηθά στην εκτόνωση του αισθήματος ανασφάλειας και αφετέρου στην απόκτηση μιας πιο ρεαλιστικής εικόνας. Δεν είναι υπεύθυνος ο μπαμπάς ή η μαμά που έχασαν τη δουλειά τους. Δεν έχουν δουλειά λόγω της ανεργίας και όχι γιατί δεν είναι ικανοί. Να εξηγηθεί ότι αυτό που βιώνεται ως ατομική εμπειρία έχει κοινωνικά και οικονομικά αίτια».
Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που εκφράζονται αυτά τα συναισθήματα ανάλογα με την ηλικία.

«Τα μικρότερα παιδιά εκφράζονται με βάση τις συνέπειες, “δεν έχουμε να φάμε” ή “δεν μας παίρνουν πια δώρα”. Τα μεγαλύτερα παιδιά εκφράζονται με βάση τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων “κάποιοι βάλλονται, κάποιοι όχι, κάποιοι είναι φτωχοί, κάποιοι εύποροι”. Άλλες ομάδες για τις οποίες τα παιδιά μιλούν είναι κυρίως τα κράτη. Εντοπίζουν άνισες σχέσεις μεταξύ των κρατών. Η Ελλάδα τοποθετείται στη θέση της φτωχής και ανίσχυρης χώρας σε αντίθεση με άλλες που παρουσιάζονται ισχυρές και πλούσιες», εξηγεί η κυρία Σακκά και συνεχίζει: «Μιλώντας για κοινωνικά φαινόμενα, παίρνουν θέση και εκφράζουν στερεότυπα, τα οποία αναπαράγουν από την τηλεόραση και τις συζητήσεις των ενηλίκων. Ο αντιγερμανισμός, επί παραδείγματι, είναι έντονος. Η αναπαραγωγή αυτών των στερεοτύπων αυτονόητα δημιουργεί εχθρότητα και η συζήτηση με τα παιδιά ασφαλώς θα βοηθούσε και στην άμβλυνση αυτών των στερεοτύπων».

Παράλληλα με την αναπαραγωγή στερεοτύπων φαίνεται να αναπτύσσεται και η ενασχόληση με τις θεωρίες συνωμοσίας, γεγονός που έχει εντοπίσει η καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Ξένια Χρυσοχόου μέσα από το ερευνητικό της έργο. «Η ενασχόληση με τις θεωρίες συνωμοσίας δηλώνουν μια ανημπόρια.

Αυτό που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι:

“Αφού τα δοκίμασα όλα στο δικό μου πολιτικό πεδίο, βγήκα στις πλατείες την περίοδο των πρώτων μνημονίων, δέχτηκα τόνους δακρυγόνων, στη συνέχεια πείστηκα ότι μέσω της ψήφου μου μπορεί να αλλάξω κάτι και τελικά ηττήθηκα. Η τελευταία μου ελπίδα διαψεύστηκε γιατί όλοι είναι πουλημένοι. Και ποιος τους αγοράζει; Οι υπέρτερες δυνάμεις, άρα δεν μπορώ να κάνω κάτι”. Και αυτό βρίσκει έκφραση σε απόψεις όπως το “μας ψεκάζουν” μέχρι την αντίθεση στα εμβόλια και τη διόγκωση του κινήματος των αντιεμβολιαστών. Καταρρέει δηλαδή η εμπιστοσύνη ακόμα και στην επιστήμη. Οι θεωρίες συνωμοσίας σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς και στους ειδικούς είναι στοιχεία ενός εκφασισμού που θα δούμε και εδώ αλλά και διεθνώς».

Στην ερώτησή μας αν ο φασισμός είναι απότοκο της κρίσης, η κυρία Χρυσοχόου απαντά αρνητικά:

«Κάναμε μια έρευνα για τον φασισμό, και όχι, δεν πρόκειται για απότοκο της κρίσης κατά την κλασική αντίληψη. Έχει να κάνει με τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Η κρίση μπλοκάρει την κοινωνική κινητικότητα, η οποία αποτελεί βασικό ιδεολογικό μηχανισμό, γιατί αυτό που σου υπόσχεται είναι ότι με τα προσόντα σου μπορείς να γίνεις κάτι. Διατηρεί την κοινωνική συνοχή μια που το έθνος-κράτος δίνει δικαιώματα στους πολίτες και δεν σε ενδιαφέρει εάν είναι ίσα, αλλά σε νοιάζει τι δικαιούσαι. Με την κρίση αυτό μπλοκάρεται. Ο πτυχιούχος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να βρει καλύτερη δουλειά από τον μη πτυχιούχο».

Ο κ. Παπαθεοδώρου έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη φτώχεια και την αναπαραγωγή της, πολύ πριν από την κρίση.

«Με την κρίση και κυρίως με τις πολιτικές λιτότητας έχουμε περαιτέρω αποδυνάμωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας με προφανείς επιπτώσεις στη φτώχεια και την αποστέρηση. Αυτό που αποκρύπτεται, ωστόσο, στον δημόσιο διάλογο είναι ότι και πριν από την κρίση η πλειοψηφία των φτωχών –περίπου 85%– ζούσε σε νοικοκυριά με υπεύθυνους που ήταν είτε εργαζόμενοι είτε συνταξιούχοι. Άρα η φτώχεια δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της ανεργίας αλλά κυρίως των χαμηλών αποδοχών και συντάξεων. Η φτώχεια είναι άλλωστε ενδημικό φαινόμενο στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Θα πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί πώς οι καπιταλιστικές δομές αναπαράγουν τη φτώχεια και την ανισότητα.

Κομμάτια του κόσμου δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι αυτό είναι το σύστημα», λέει η κυρία Χρυσοχόου και συνεχίζει: «“Προδομένους πιστούς του συστήματος” τους χαρακτηρίζω. Τα βάζουν με αυτούς που είναι στην εξουσία και φταίνε και άρα κατηγορούν την ντόπια πολιτική ελίτ. Το επίφοβο λοιπόν είναι ένας εκφασισμός της κοινωνίας ως προς αυτό. Δεν τα σπας με το σύστημα, αλλά με την πολιτική ελίτ και την πολιτική γενικά. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το χειρότερο που έγινε με την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν συνέβαλε στην εικόνα ότι “όλοι είναι ίδιοι”. Το “όλοι είναι ίδιοι” σημαίνει δεν αξίζει να ασχοληθώ με την πολιτική, άρα μόνο η βία μένει και ως εκ τούτου “χρειαζόμαστε κάποιον τσαμπουκαλή”».

Μέσα στις τάξεις: Από τον Δεκέμβρη του ’08 στην ελπίδα που δεν ήρθε

«Τα παιδιά του Δεκέμβρη είχαν μεγαλύτερη επίγνωση της κρίσης που ερχόταν, είχαν σαφή και πολιτική αντίληψη. Ιδίως σε σχολεία μεσοστρωμάτων και λαϊκών στρωμάτων όπως στην Γκράβα και στη Φιλαδέλφεια. Τα παιδιά από την Ελευσίνα ήλπιζαν περισσότερο γιατί είχαν περιθώριο βελτίωσης. Σε πιο εύπορες περιοχές αντιμετώπιζαν πιο χαλαρά τα πράγματα. Όμως, όλα είχαν συναίσθηση σε ποια χώρα ζουν, ίσως μεγαλύτερη και από τους ενήλικες. Ήταν εντυπωσιακό πόσο πολιτικοποιημένοι ήταν. Τα πιο πολιτικοποιημένα είχαν άποψη για τα κοινά δεινά που μάχονταν (σύστημα, παγκοσμιοποίηση, ΕΕ, κατεστημένο), είχαν ξεκάθαρο αντίπαλο, κάτι που δεν έβλεπες σε άλλους, απευθύνονταν σε όλη την κοινωνία και θεωρούσαν ότι πρέπει όλη η κοινωνία να εμπλακεί. Ως εκ τούτου, ο Δεκέμβρης άφησε παρακαταθήκες και στην κοινωνία και στη γενιά. Τώρα αυτοί πρέπει να προσπαθήσουν να αποκτήσουν μέλλον», επισημαίνει η κυρία Χρυσοχόου, η οποία είχε πραγματοποιήσει μια έρευνα, σε συνεργασία με τον Δ. Μπάρκα και τη Γ. Πανίτσα, με τίτλο «Δώστε μας πίσω το μέλλον μας – Κίνητρα, αναπαραστάσεις και ταυτότητες στη συλλογική δράση των μαθητών του Δεκέμβρη».

«Ποιες είναι οι ανησυχίες σας για το μέλλον το δικό σας και της οικογένειάς σας;» ρωτήθηκαν παιδιά της Ε΄ και της ΣΤ΄ Δημοτικού σε τρία σχολεία της δυτικής Θεσσαλονίκης. Και ένας ωκεανός φόβου κατέκλυσε τις κόλλες των 12χρονων και 13χρονων μαθητών:
«Φοβόμαστε μη χειροτερέψουν τα πράγματα και δεν έχουμε ούτε σπίτι, ούτε φαΐ, ούτε τίποτα». «Οι ανησυχίες μου για το μέλλον είναι πολλές. Καταρχήν δεν νομίζω να έχουμε δουλειές φοβάμαι πολύ επίσης για το τι θα γίνει. Θα είμαστε στα παγκάκια χωρίς φαγητό και άστεγοι. Τι θα απογίνουμε;»

«Φοβάμαι ότι θα μας πάρουν το σπίτι αν χειροτερέψει η οικονομική κρίση».

«Πλέον όλοι φοβόμαστε μην χάσει ο μπαμπάς τη δουλειά του». «Φοβάμαι μην επηρεάσει η οικονομική κρίση πολύ την οικογένειά μου γιατί μπορεί να χρειαστεί να μεταναστεύσουμε σε άλλη χώρα και να χάσω τους φίλους μου». «Φοβάμαι ότι θα σταματήσω το σχολείο και οι γονείς μου τη δουλειά τους και ότι θα αναγκαστώ να δουλέψω». «Φοβάμαι μήπως ο μπαμπάς μου χάσει τη δουλειά του και η οικογένειά μου καταρρεύσει».

Περιγράφουν ένα μέλλον αβέβαιο, δυστοπικό δίχως καμία προοπτική ανάκαμψης.

Οι απαντήσεις των 12χρονων μαθητριών και μαθητών στην έρευνα που διενήργησε σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το 2014 η εκπαιδευτικός Μάτα Μαγαλιού είναι καταιγιστικές. Όπως η ίδια σημειώνει χαρακτηριστικά, «μέσα από τα κείμενά τους περιγράφουν μια κοινωνική πραγματικότητα με αυξανόμενες δυσκολίες και προβλήματα που βιώνουν τα ίδια και οι γονείς τους. Τα παιδιά μέσα από τις απαντήσεις τους δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται την κοινωνική αδικία που πλήττει τους πιο αδύναμους, βιώνουν τα ίδια εσωτερικές συγκρούσεις, νιώθουν ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά προβλήματα και παρόλο που δεν τους αναλογούν τέτοιες ευθύνες, εσωτερικεύουν συναισθήματα θλίψης και ενοχών για τους συνανθρώπους.

Μοιράζονται ψυχολογικά την κατάσταση την οποία βιώνουν, εκφράζοντας μορφές ενσυναίσθησης. Αντιμετωπίζουν με φόβο και ανησυχία το μέλλον, πιστεύουν ότι μελλοντικά θα δυσκολέψει κι άλλο η κατάσταση και ανησυχούν για ενδεχόμενη ανεργία των γονέων τους. Αυτό τους δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα, άγχος και ανησυχία για το παρόν και το μέλλον τους».

10χρονα παιδιά αναπαράγουν το «φταίμε κι εμείς»

Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα…

«Τα τελευταία πέντε χρόνια η χώρα μας περνάει δύσκολους καιρούς και λόγω της οικονομικής κρίσης άνθρωποι χάνουν τις δουλειές, δεν έχουν χρήματα για φαγητό και αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα αναζητώντας δουλειά ή ζητιανεύουν». «Υπάρχουν οικογένειες που δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τη ΔΕΗ και έτσι κόβεται το ρεύμα, μερικές οικογένειες κλέβουν ρεύμα και μερικές ζουν με κεριά». «Στο μυαλό μου έρχονται άνθρωποι να ψάχνουν στα σκουπίδια, να ζητιανεύουν για ένα πιάτο φαΐ». «Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει ιδιαίτερα το σχολείο γιατί βλέπεις παιδιά που δεν έχουν να φάνε τίποτα και στεναχωριέσαι ιδιαίτερα». «Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει το σχολείο, ένα παιδί στο σχολείο μας έκλεψε το πρωινό ενός άλλου παιδιού γιατί δεν είχε να φάει. Μπορεί το σχολείο να κάνει ένα συσσίτιο ή να μειώσει τις τιμές στα κυλικεία». «Δε μ’ αρέσει η οικονομική κρίση γιατί βλέπω τους άλλους ανθρώπους και στεναχωριέμαι γιατί δεν έχουν λεφτά να πάνε σχολείο γιατί δεν έχουν ρούχα, παπούτσια και τα πράγματα που χρειάζεται το σχολείο».

«Όταν ακούω τη λέξη οικονομική κρίση αυτό που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι τα λεφτά τελειώνουν και κάποιες οικογένειες καταρρέουν οικονομικά και στις σχέσεις τους μέσα στο σπίτι». «Έχω παρατηρήσει πως πολλοί μαθητές δυσκολεύονται κάπου, επειδή κάτι συμβαίνει στο σπίτι τους, μαλωμοί κ.α. (σ.σ.: όπως είναι στο κείμενο) Έτσι μπορεί να παθαίνουν κάτι ψυχολογικό και να είναι πιο απόμακροι από τους άλλους και πιο σκοτεινοί μέσα τους. Το σχολείο θα μπορούσε να τους εμψυχώσει και να τους εξηγήσει ότι δεν είναι κάτι σοβαρό».

Με απόλυτη ενάργεια καταγράφουν και τις επιπτώσεις της κρίσης:

«Από τότε που ήρθε η οικονομική κρίση στην οικογένειά μου μειώθηκαν πολλά πράγματα όπως: τώρα πλέον δεν πηγαίνουμε ταξίδια τα καλοκαίρια, σταματήσαμε να θέλουμε πολλά πράγματα κ.α.». «Τώρα οι γονείς μας παίρνουν παιχνίδια μόνο στις γιορτές και σε διάφορες καλές στιγμές που περνάμε».

«Η οικονομική κρίση μου σταμάτησε το καράτε επειδή δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε», «Οι σχέσεις ανάμεσα στην οικογένειά μου έχουν κατά λίγο αλλοιωθεί. Τα συναισθήματα μας έχουν παγώσει λίγο και μαλώνουν πολύ συχνά για χρήματα και για εμένα που κάποιες φορές κάτι μπορεί να θέλω και τότε νιώθω λίγο άσχημα». «Πριν από πέντε χρόνια δούλευε και ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ενώ τώρα δουλεύει μόνο ο μπαμπάς μου. Την μαμά μου την απολύσανε επειδή ήταν έγκυος». «Πλέον ο πατέρας μου δουλεύει τετραήμερο και πλέον τα πράγματα είναι “σκούρα” με τα χρήματα». Και επειδή τα παιδιά θέλουν να συνδράμουν με όποιον τρόπο μπορούν, φτάνουν να δηλώνουν ακόμη και ότι είναι αλώβητα από την κρίση: «Εμένα δε με έχει επηρεάσει πολύ η οικονομική κρίση με τον αθλητισμό που μου αρέσει τον σταμάτησα γιατί κατάλαβα πως η μαμά μου ζορίζεται λίγο κι εγώ θέλω να τη διευκολύνω, επίσης εγώ σταμάτησα και τα αγγλικά λόγω οικονομικής κρίσης».
«Εμένα λίγο με έχει επηρεάσει. Για τους γονείς μου δεν ξέρω αλλά είτε πάμε εκδρομή είτε είναι να δώσουμε λεφτά για το σχολείο ο μπαμπάς μου τα δίνει. Όταν είναι για κάτι άλλο τα δίνει σιγά – σιγά. 

Μια φορά μας πήρε ένα δώρο και χαρήκαμε πολύ με την αδερφή μου». Εντέλει η ουσία αποτυπώνεται στην ακόλουθη απάντηση: «Εμένα η οικογένειά μου δεν έχει επηρεαστεί πολύ μόνο που κάποιες φορές ο μπαμπάς μου στεναχωριέται που δεν μπορεί να μας πάει κάπου πάρα μα πάρα πολύ ακριβά, εμάς όμως δε μας πειράζει μας φτάνει μόνο να μας αγαπάει».

Παιδιά χωρίς παιδική ηλικία

Οι εκπαιδευτικοί της χώρας, οι δάσκαλοι και καθηγητές, οι κακοπληρωμένοι και εν πολλοίς διασυρμένοι, σήμερα περισσότερο από ποτέ καλούνται να καλύψουν πολλές ρωγμές, τόσο κοινωνικές όσο και οικογενειακές. «Η διεύρυνση της φτώχειας είναι δεδομένη. Αυτό καταδεικνύεται από το κολατσιό των παιδιών έως και τα τετράδιά τους που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι διαφημιστικά από τα φροντιστήρια. Το δικό μας σχολείο λαμβάνει μερίδες φαγητού από το βρεφοκομείο. Όμως αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι η κακής ποιότητας φθηνή τροφή που καταναλώνουν τα παιδιά λόγω της οικονομικής δυσπραγίας των οικογενειών. Στις δραστηριότητες εκτός σχολείου, όπως επισκέψεις σε μουσεία και θέατρα, καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια από την εκπαιδευτική κοινότητα για την συμμετοχή περισσότερων παιδιών. Ζητήσαμε από τον ΟΑΣΑ τουλάχιστον να απαλλάξει τους μαθητές από την καταβολή εισιτηρίων. Οι απαντήσεις οπότε θέσαμε το αίτημα ήταν απορριπτικές», αναφέρει η κυρία Ντίνα Ρέππα, δασκάλα στο 63ο σχολείο Κάτω Πατησίων. Στα περισσότερα σχολεία η κινητοποίηση για τη διοργάνωση συσσιτίων, για την ενίσχυση οικογενειών που βιώνουν την απόλυτη φτώχεια αποτελεί καθημερινή πρακτική. «Οι γονείς αδυνατούν να καλύψουν τις δραστηριότητες εκτός σχολείου με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να μη συμμετέχουν. Εντέλει ο αποκλεισμός που βιώνουν τα παιδιά λόγω της φτώχειας προκαλεί έλλειψη ενδιαφέροντος για τη μαθησιακή διαδικασία. Παρατηρείς το αφηρημένο τους ύφος, τις τάσεις απομόνωσης, το γεγονός ότι επιλέγουν την παρέα του εκπαιδευτικού και όχι των συμμαθητών τους, παραπονιούνται για πονοκεφάλους και πόνους στην κοιλιά. Συνολικά μια απόσυρση», επισημαίνει από την πλευρά της η κυρία Μαγαλιού στο σχολείο της οποίας στη Δ. Θεσσαλονίκη, από το σύνολο των 270 παιδιών, τα 210 ήδη σιτίζονται μέσω συσσιτίων, με προοπτική επέκτασης σε όλη τη μαθητική κοινότητα.

«Δεν ανοίγονται εύκολα. Αν επί παραδείγματι το ρεύμα στο σπίτι τους έχει κοπεί δεν θα το μάθεις από τα ίδια τα παιδιά. Αν έρθουν χωρίς φαγητό, θα σου πουν, το ξέχασα, κύριε», συμπληρώνει ο δάσκαλος σε σχολείο της Νίκαιας Ακρίτας Καλούσης.

Τα ίδια τα παιδιά, τονίζουν και οι τρεις εκπαιδευτικοί, επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη μεταξύ τους. Θα μοιραστούν το φαγητό τους, θα ανταποκριθούν αυθόρμητα, «πρωτοστατούν στη συνδρομή των πιο αδύναμων οικονομικά συμμαθητών τους», σημειώνει ο κ. Καλούσης. Είναι όμως πιο εύθικτα και εκδηλώνουν μεγαλύτερη ένταση. Δεν ακούν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα στα διαλείμματα τα παιχνίδια να ακυρώνονται και τα ίδια να υφίστανται μεγάλη ματαίωση, όπως υπογραμμίζουν.

Την ίδια συμπεριφορά επιδεικνύουν οι γονείς τους: εύθικτοι, θα τσακωθούν με ευκολία και δι’ ασήμαντον αφορμήν, θα επιρρίψουν ευθύνη στον εκπαιδευτικό. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; «Οι συγκατοικήσεις έχουν αυξηθεί δραματικά. Θείες, θείοι, παππούδες, γιαγιάδες συνωστίζονται σε ένα διαμέρισμα. Γονείς που αναγκάζονται να αναχωρήσουν για το εξωτερικό και τα παιδιά μένουν πίσω με τους παππούδες. Παράλληλα οι ίδιοι οι γονείς είναι περισσότερο βίαιοι με τα παιδιά τους, επιδεικνύουν περιορισμένη υπομονή. Μια συνολική κόπωση είναι εμφανής. Στην έκθεση που τους είχα βάλει να γράψουν πριν από δύο χρόνια για την Εργατική Πρωτομαγιά με εντυπωσίασε που έγραψαν “οι εργοδότες να μην πιέζουν τόσο τους γονείς μας. Γυρνάνε σπίτι και το μόνο που θέλουν είναι ησυχία για να κοιμηθούν”», τονίζει η κυρία Ρέππα. «Είδα μαθήτριά μου κλαμένη και τη ρώτησα τι έχει. “Δουλεύουν όλη την ημέρα οι γονείς μου. Και μου λείπουν”, απάντησε», αναφέρει ο κ. Καλούσης. Παιδιά που καθώς οι εξωσχολικές δραστηριότητες έχουν περικοπεί εν πολλοίς μεγαλώνουν μπροστά στην τηλεόραση ή στο τάμπλετ που οι γονείς θα σπεύσουν να αγοράσουν ευρώ-ευρώ για να καταπνίξουν τις ενοχές τους θεωρώντας ότι έτσι πράττουν σωστά.

Εντέλει οι μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που δεν γνώρισαν ποτέ τις εποχές της άνθησης είναι περισσότερο παθητικοποιημένοι; «Είναι αντιφατική η κατάσταση. Εκεί που δεν αντιδρούν, ξαφνικά ξεσπούν», προσθέτει ο εκπαιδευτικός από τη Νίκαια. «Κι όμως, διαβλέπω περισσότερο τσαμπουκά σε αυτήν τη γενιά. Με τον φασισμό, επί παραδείγματι, δεν αμφιταλαντεύτηκαν. Στο σχολείο μας εντάχθηκαν κανονικά στην εκπαιδευτική διαδικασία τα προσφυγόπουλα. Όταν αναχώρησαν τρία από αυτά για τη Γερμανία έγινε γιορτή. Τα παιδιά έφεραν γλυκά, τους έφτιαξαν αποχαιρετιστήριες καρτούλες. Λυπήθηκαν όλα γι’ αυτόν τον αποχωρισμό», μας λέει η κυρία Ρέππα.

Μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα ζει σε φτωχές οικογένειες
«Αυτή η χώρα είναι τελειωμένη ιστορία»

Μια αίσθηση γενικευμένης ματαιότητας επικρατεί στον μαθητικό πληθυσμό των Γυμνασίων και των Λυκείων. «Καταγράφεται μια παθητικότητα και μια υφέρπουσα οργή. Ο Οκτώβρης είναι κλασικά ο μήνας των καταλήψεων. Η ησυχία που επικράτησε φέτος ήταν εκκωφαντική. Στις ερωτήσεις που τους θέτουμε, γιατί δεν αντιδράτε, η απάντηση που παίρνουμε είναι “ε, και τι θα γίνει, κυρία, αν αντιδράσουμε; Αποτέλεσμα δεν θα έχουμε”. Ένας μαθητής μού είπε τις προάλλες: Ο πατέρας μου απολύθηκε χωρίς αποζημίωση. Τι να αντιδράσουμε;

Όταν τους λέμε για την αξία των σπουδών, απαντούν: “Και τι αντίκρισμα θα έχει αυτό; Άνεργος θα είμαι”.

Πολλά παιδιά επίσης στρέφονται στα εσπερινά λύκεια για να βοηθήσουν οικονομικά την οικογένεια. Πολλά παιδιά ονειρεύονται ότι θα φύγουν στο εξωτερικό. Εδώ θεωρούν ότι είναι τελειωμένη υπόθεση», τονίζει η Βίλμα Μενίκη, καθηγήτρια στο 1ο Γυμνάσιο Αρτέμιδας. «Έχουν απόλυτη επίγνωση των μηδενικών προοπτικών τους στην αγορά εργασίας. Γι’ αυτόν τον λόγο οι επιδόσεις τους πέφτουν και εκφράζουν αρνητισμό έναντι του σχολείου. Επιλέγουν σαφέστατα σχολές με κριτήριο την ενδεχόμενη επαγγελματική ασφάλεια που μπορεί να τους παράσχει το αντικείμενο σπουδών. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο στο εξωτερικό και είναι εντελώς αποστασιοποιημένα τα παιδιά από τη χώρα τους, αφού αυτή η πατρίδα δεν τους παρέχει όσα όφειλε να τους παρέχει», επισημαίνει ο καθηγητής Γυμνασίου Γιάννης Λαθήρας, πρόεδρος της Γ΄ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης.

«Είναι όμως», όπως προσθέτει, «εξαιρετικά ώριμα παιδιά, ενώ για τα αίτια της κρίσης αποδίδουν ολοκληρωτικά ευθύνες στους πολιτικούς».

Η αίσθηση της κοινωνικής ταυτότητας υπάρχει στους μαθητές και καταδεικνύεται από την αλληλεγγύη που επιδεικνύουν μεταξύ τους. Όμως εκτιμούν πως μετά το σχολείο καθένας θα πρέπει να πάρει τον δρόμο του. Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν μακριά από αυτή την έρημη χώρα. «Φεύγουμε από τη χώρα. Είναι τελειωμένη υπόθεση, λένε συχνά», υπογραμμίζει ο καθηγητής στο 12ο Λύκειο Αθηνών Πέτρος Φύτρος και συνεχίζει: «Υπάρχει μια διάχυτη αγωνία. Δεν θυμούνται την Ελλάδα σε άλλες εποχές καθώς τότε ήταν μικρά. Στην ερώτηση “δεν θέλετε να μείνετε να παλέψετε για τον τόπο;” η απάντηση είναι “εγώ θα το κάνω;” Και φυσικά είναι εντελώς εργαλειακή η λογική της επιλογής σπουδών, στρατιωτικές, αστυνομικές, ή έχω θείο στο εξωτερικό οπότε μπορώ να φύγω», καταλήγει ο κ. Φύτρος. «Για τις διακοπές του Πάσχα, τους ρώτησα, παιδιά, τι εύχεστε; Και μου απάντησαν: “Την υγεία μας κυρία. Πρώτα από όλα η υγεία μας”. Μα αυτή είναι συμπεριφορά γερόντων. Είναι δυνατόν 15χρονα παιδιά να σου απαντούν έτσι;» σημειώνει με ανησυχία η κυρία Μενίκη.

«Στο Ισραήλ έχουν γίνει έρευνες για το Παλαιστινιακό που δείχνουν ότι η επίκληση της ελπίδας ακυρώνει τη διάθεση ενεργού συμμετοχής. Το “η ελπίδα έρχεται”, σημαίνει ότι αφού μεταβάλλεται ο κόσμος, δεν χρειάζεται να κάνεις εσύ κάτι. Η ελπίδα είναι ανασταλτικό συναίσθημα», δηλώνει η κυρία Χρυσοχόου. Πάντως, πλάι στη θλίψη που προκαλεί η ματαιωμένη ελπίδα προστίθεται και η ενσωμάτωση της ενοχής μέσω ενός άλλου «επιτυχημένου» μηνύματος που κυριάρχησε στα χρόνια της κρίσης, αυτό του «μαζί τα φάγαμε».

Η κυρία Σακκά είχε συμμετάσχει σε μια διεθνή έρευνα για τις αντιλήψεις των παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη, καθώς και τις σύγχρονες πολεμικές συρράξεις. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι στις συνεντεύξεις για τον πόλεμο τα παιδιά μιλούσαν για συλλογικούς τρόπους αντίδρασης. Έλεγαν π.χ. “να κατέβουμε στον δρόμο”. Από την έρευνα για την κρίση προκύπτει ότι νιώθουν αβοήθητα. Η συζήτηση μέσα στις τάξεις πρέπει να αναδείξει τρόπους αντίδρασης και άλλες αξίες ατομικές (π.χ. η αλληλεγγύη) όσο και συλλογικές (π.χ. η διαμαρτυρία)».

Ενδεικτικές της κοινωνικής κρίσης και οι αλλαγές που παρατηρούνται ως προς τη χρήση ουσιών.

Όπως παρατηρεί η ψυχίατρος Έμμυ Κουτσοπούλου που εργάζεται σε θεραπευτική μονάδα του ΟΚΑΝΑ, «μέχρι στιγμής οι αλλαγές δεν αφορούν την αύξηση της χρήσης αλλά την αλλαγή του προφίλ των εξαρτημένων και του τρόπου χρήσης. Οι μεγαλύτερης ηλικίας εξαρτημένοι ανέφεραν λόγους που τους ωθούσαν στη χρήση, είτε αφορούσαν το οικογενειακό περιβάλλον είτε άλλους λόγους. Ήταν ως να ήξεραν τι έψαχναν στη χρήση. Στους σημερινούς, νεότερους εξαρτημένους, ηλικίας 15-30 ετών, κυριαρχεί η αίσθηση του κενού και της διάλυσης, αποτέλεσμα ενός διαλυμένου κοινωνικού ιστού, χωρίς να προσβλέπουν να πετύχουν κάτι με τη χρήση. Μια αίσθηση κενού ακόμη και μέσα στη χρήση, δεν υπάρχει κάποιο αίτημα πίσω από αυτήν. Δεν χρησιμοποιούν καν τη χρήση ως τρόπο κοινωνικοποίησης και ένταξης σε μια ομάδα, όπως βλέπαμε στο παρελθόν.

Χρήση απλώς για να περάσει η μέρα.

Ένας τρόπος να νιώσουν ζωντανοί “και μετά βλέπουμε”. Επιπλέον, έχουμε αλλαγές και ως προς τις ουσίες καθώς βλέπουμε να αυξάνεται η χρήση διεγερτικών (αμφεταμίνες). Αυτές οι ουσίες κατασκευάζονται εύκολα και τοπικά, είναι φτηνότερες και ταιριάζουν στην κρίση καθώς στην πρώτη φάση ο χρήστης νιώθει ότι δεν πεινάει, δεν κρυώνει, δεν νυστάζει και νιώθει ότι κάπως μπορεί να σταθεί. Είναι όμως τρομακτικά τοξικές και επικίνδυνες και για τους εξαρτημένους και για το περιβάλλον τους καθώς οδηγούν σε επιθετικές συμπεριφορές».
«Φοβάμαι ότι μπορεί να χρειαστεί να δουλέψω» (μαθητής ετών 12)

Η αγωνία των φοιτητών

«Δεν ακούς και κάποιον να σου λέει ότι κάτι θα πάει καλύτερα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πλέον δεν το ακούς από κανέναν. Δεν έρχεται να σου πει κάποιος: “Φίλε, τα πράγματα πάνε καλά”. Αυτή την απλή φράση». Με αυτά τα λόγια συνοψίζουν ο 25χρονος Χρήστος και η 23χρονη Κορίνα το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στους ανθρώπους της ηλικίας τους τα τελευταία χρόνια.
Τα δύο παιδιά σπούδασαν και σχεδίασαν το μέλλον τους μέσα στην επταετία των μνημονίων, αλλά ανήκουν στη γενιά που πρόλαβε να ακούσει και να δει για λίγο τον διαφορετικό τρόπο ζωής της προηγούμενης εποχής. Ο Χρήστος μόλις έχει τελειώσει τη Νομική, ενώ η Κορίνα βρίσκεται στο τελευταίο έτος των σπουδών της σε τμήμα Πολιτικής Επιστήμης.


«Μπήκα στο Πανεπιστήμιο το 2010. Τότε παιδιά που προέρχονταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα και πολιτικές πεποιθήσεις, είχαν τα αντανακλαστικά να πουν ότι θα πολιτικοποιηθούν, θα διεκδικήσουν κάτι», λέει ο Χρήστος. Πλέον αυτό έχει εκλείψει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η διάχυτη απογοήτευση είναι βασικός παράγοντας. «Άλλωστε αν έχεις προσπαθήσει τόσες φορές να διεκδικήσεις και βλέπεις ότι δεν παίρνεις απολύτως τίποτα, ειδικά στο ξεκίνημα της ζωής σου, καλώς ή κακώς θα απογοητευτείς. Μην ξεχνάμε ότι στο δημοψήφισμα η συμμετοχή των νέων ήταν μεγάλη και κατά κύριο λόγο υπέρ του “Όχι”. Όσα ακολούθησαν ήταν μεγάλη ήττα. Νωρίτερα, η ελπίδα που για ορισμένους ερχόταν από τον ΣΥΡΙΖΑ διαψεύστηκε. Διεκδικήσεις σε διάφορα ζητήματα κατέληγαν σε ήττες. Είμαστε μια γενιά που ως μαθητές ζήσαμε και τον Δεκέμβρη του 2008 και άλλες περιπτώσεις μαζικών διεκδικήσεων. Πλέον όμως υπάρχει η αίσθηση ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς τη γνώμη του κόσμου. Είμαστε στο τρίτο μνημόνιο και πάμε στο τέταρτο, ο βασικός μισθός είναι στα επίπεδα που είναι. Είναι λογική η απογοήτευση», εξηγεί η Κορίνα.


Οι φοιτητικές συνελεύσεις στις σχολές ορίζονται, αλλά σπανίως γίνονται, ενώ παρόμοια είναι και η εικόνα στις φοιτητικές εκλογές. Στη Νομική πριν από το 2010 ψήφιζαν μέχρι και 1.800 άτομα, ενώ φέτος o αριθμός των φοιτητών που συμμετείχαν ήταν τριψήφιος. Ακόμα και στις διεκδικήσεις για να επιλυθούν προβλήματα εντός της σχολής, κυριαρχεί η τάση του ατομισμού. Όπως μεταφέρουν οι φοιτητές, για την αντιμετώπιση διάφορων ζητημάτων, κατά κύριο λόγο ο καθένας θα απευθυνθεί προσωπικά στον καθηγητή ή στη γραμματεία, θα επιδιώξει να λύσει το πρόβλημα στον βαθμό που τον αφορά και δεν θα ασχοληθεί με τους υπόλοιπους.

«Και τι αντίκρισμα θα έχουν οι σπουδές; Άνεργος θα είμαι»

Περισσότερο άγχος, λιγότερη κοινωνικοποίηση

Από την άλλη πλευρά, αυτά τα χρόνια, σπουδές σημαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό παράλληλη εργασία. «Υπάρχουν κλάδοι που ζουν από τους φοιτητές. Επισιτισμός, φυλλάδια. Υπάρχει και το ντελίβερι, αλλά εκεί είναι λίγο πιο ταξικό το θέμα. Δύσκολα βλέπεις φοιτητή ΑΕΙ να δουλεύει ντελίβερι, κυρίως πηγαίνουν φοιτητές ΤΕΙ. Είναι και πιο άγρια δουλειά», σύμφωνα με τον Χρήστο. Παράλληλα βέβαια, η εικόνα της έλλειψης ευκαιριών και της γενικευμένης ανεργίας, που εσχάτως έχει ξεπεράσει το 44% στους νέους, οδηγεί ένα μεγάλο ποσοστό όσων τελειώνουν τις σπουδές τους αλλά δουλεύουν σε κάποιον άσχετο κλάδο να μένει εκεί. Όπως λέει η Κορίνα, «σε δουλειές όπως είναι τα μπαρ ή τα εστιατόρια, οι μισθοί κατά περίπτωση είναι ανεκτοί ή, τέλος πάντων, καλύτεροι από μια δουλειά στον τομέα που σπούδασες και που θα σου προτείνουν 300 ευρώ για αρχή, ή δοκιμαστικά χωρίς λεφτά για μια περίοδο. Οπότε δεν είναι λίγοι αυτοί που θα προτιμήσουν να μείνουν στο μπαρ και να ζουν σαν άνθρωποι».

Διαφορετική μορφή έχουν πάρει στα χρόνια της κρίσης και η ψυχαγωγία και η κοινωνικοποίηση των φοιτητών.

Τα προαύλια των σχολών, οι χώροι του πανεπιστημίου είναι πλέον διαφορετικοί. Οι φοιτητές δεν θα κοινωνικοποιηθούν στη σχολή όσο παλαιότερα. «Παλιά πήγαινες στη σχολή, καθόσουν μετά το μάθημα, έκανες πράγματα με τους συμφοιτητές σου. Δίναμε ραντεβού στη σχολή και μπορεί να περνούσαμε εκεί όλη τη μέρα μας. Τώρα αυτό εκλείπει». Οι φοιτητές πηγαίνουν για να παρακολουθήσουν το μάθημά τους, θα υπάρξει μια κοινωνικοποίηση, κυρίως για ανταλλαγή σημειώσεων για τα μαθήματα, αλλά κατά βάση οι μεταξύ τους σχέσεις είναι πολύ πιο χαλαρές και αυτό οφείλεται κυρίως στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο.

Όσον αφορά την ψυχαγωγία, «αυτό που έχει αλλάξει είναι η ιδέα που επικρατούσε ότι περνάω στο πανεπιστήμιο και κάνω αυτό που θέλω. Ότι είναι ξέγνοιαστα χρόνια. Μπορεί παλαιότερα να έλεγες ότι τώρα που πέρασα θα κάνω δεύτερη ή τρίτη γλώσσα, κάποια άλλη δραστηριότητα. Αυτό δεν υπάρχει πλέον, γιατί, πρώτον, δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα και, δεύτερον, όταν δουλεύεις παράλληλα, δεν έχεις τον ελεύθερο χρόνο να το κάνεις», εξηγεί η Κορίνα.

Η διασκέδαση μπορεί μεν να περιορίζεται εφόσον μειώνονται οι έξοδοι, ωστόσο είναι μάλλον μια διαφοροποίηση στους τρόπους και τις συνήθειες, οι οποίες προσαρμόζονται στις οικονομικές συνθήκες. «Σίγουρα κόβεται αυτό που λέμε το δεύτερο ποτό. Και επίσης αυτά που περιορίζονται σε βαθμό που να θεωρούνται αδιανόητα για έναν φοιτητή είναι το θέατρο και το σινεμά. Ψάχνουν όλοι τα τσάμπα, τις παραστάσεις που γίνονται δωρεάν. Αλλά να δώσει ένας φοιτητής 15 ευρώ για να πάει θέατρο, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ταινίες, σειρές, και μαζέματα σε σπίτια. Αυτά προτιμώνται», σύμφωνα με τον Χρήστο ο οποίος βάζει στη συζήτηση και μια στροφή στα μαλακά ναρκωτικά. «Με τα ίδια χρήματα που θα αγοράσει κάποιος δύο ποτά, θα προτιμήσει να πάρει μπάφο και να βγάλει μια βδομάδα στο σπίτι. Δεν ανακαλύφθηκε τώρα αυτό, αλλά υπάρχει μια πολύ αυξανόμενη στροφή προς αυτή τη λογική».

Η γενιά των ανθρώπων που είναι στο μεταίχμιο φοιτητή-εργαζομένου εμφανίζει πολύ μεγάλες τάσεις απομόνωσης ή και κατάθλιψης.

«Πάρα πολύ άγχος και ανασφάλεια. Μοναξιά. Έχεις μια κατάσταση που σου λέει βγάλ’ τα πέρα κάπως – 300 ευρώ ή ανεργία. Ακόμα και να μην έχεις εσύ ο ίδιος αυτήν τη συνθήκη, στοιχειωδώς ευαίσθητος να είσαι, σκέφτεσαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν δουλεύουν, βλέπεις άστεγους στον δρόμο, στο μετρό. Δεν γίνεται να μην επηρεάζεσαι από αυτό. Όλο και περισσότερα παιδιά της ηλικίας μας πάνε σε ψυχολόγους. Βέβαια το χειρότερο είναι αυτοί που θέλουν και δεν μπορούν να πάνε σε ψυχολόγους».

Το 2015, 1 στα 2 παιδιά, στην Ελλάδα, ζει σε συνθήκες υλικής αποστέρησης

Η φυγή στο εξωτερικό

Ο ανταγωνισμός εκ των πραγμάτων έχει αυξηθεί και προετοιμαζόμενοι για την αγορά εργασίας, πιεζόμενοι παράλληλα και από τους γονείς, οι φοιτητές έχουν δώσει μεγαλύτερο βάρος στην παρακολούθηση των μαθημάτων.

«Υπάρχει μαζικότερη παρακολούθηση των μαθημάτων. Κυριότερος λόγος είναι ο ανταγωνισμός. Να βγεις απ’ τη σχολή πιο γρήγορα από τον άλλον. Να βγεις καλύτερος απ’ τον άλλον», λένε οι σπουδαστές. Αυτό άλλωστε γίνεται εμφανές και στα μεταπτυχιακά. «Την τελευταία δεκαετία υπάρχει έκρηξη των μεταπτυχιακών στην Ελλάδα», όπως λέει ο Χρήστος. «Σίγουρα κι εδώ παίζει ρόλο ο ανταγωνισμός. Παλιότερα μεταπτυχιακό έκανες κυρίως για ακαδημαϊκούς λόγους. Πλέον ανοίγουν συνέχεια μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών και με πολύ υψηλά δίδακτρα». Βέβαια αυτό έχει νικητές και χαμένους. «Όποιος έχει την οικονομική δυνατότητα, θα πληρώσει. Μέσω της αριστείας, δηλαδή υποτροφιών, θα μπορέσουν και κάποιοι με χαμηλότερες οικονομικές δυνατότητες να παρακολουθήσουν προγράμματα, όμως αυτοί είναι λίγοι».

Το brain drain, η φυγή των νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό, κυριαρχεί ακόμα στις ηλικίες μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου και όχι νωρίτερα.
 
Συνολικά, σύμφωνα με έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, από το 2008 ως το 2016, οι Έλληνες όλων των ηλικιών που αποφάσισαν να φύγουν στο εξωτερικό φτάνουν τις 427.000. Πάνω από το 50% αυτών είναι νέοι άνθρωποι, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην τρίτη θέση στην Ευρώπη, πίσω από την Κύπρο και την Ισπανία στο ποσοστό νέων σε ηλικία εξερχόμενων μεταναστών. «Τα βάζεις κάτω και λες, το πτυχίο μου εδώ σημαίνει από 500 ευρώ μέχρι ανεργία. Έξω σημαίνει 1.500. Λες, μπορώ να ζήσω έξω και πας. Είναι τόσο απλό. Το θέμα είναι κατά πόσο είναι αποφασισμένος ο καθένας να φύγει», σύμφωνα με τον Χρήστο.

Πέρα από την αναζήτηση εργασίας, όμως, και η συνέχιση των σπουδών στο εξωτερικό γίνεται επιλογή ενός ολοένα αυξανόμενου αριθμού αποφοίτων. «Παλαιότερα, τελείωνες το πανεπιστήμιο και η συνήθης επιλογή για μεταπτυχιακό ήταν η Αγγλία. Οι γνωστοί και οι φίλοι μας όμως που έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια έξω, επιλέγουν τη Σκοτία, την Ολλανδία ή τη Γαλλία, που έχει κρατικά πανεπιστήμια και τα δίδακτρα είναι πολύ μικρότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί επιλέγουν να φύγουν και άνθρωποι που ανήκουν σε πιο μεσαία κοινωνικά στρώματα πλέον», όπως λέει η Κορίνα.

Αναφορικά με τις ελπίδες που έχουν για αλλαγή της κατάστασης στο άμεσο μέλλον, τα λόγια τους είναι χαρακτηριστικά:

«Η αλήθεια είναι ότι επικρατεί κατατρομοκράτηση για οποιοδήποτε σχέδιο ακύρωσης όσων υπαγορεύουν τα μνημόνια και αλλαγής των πολιτικών αυτών», λέει ο Χρήστος, που θυμάται την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου το 2012. «Εμάς στη Νομική, μαζί με το Εργατικό Δίκαιο, μας είχαν δώσει τότε και ένα ένθετο που ήταν οι αλλαγές του δεύτερου μνημονίου. Μιλάμε για ταφόπλακα. Το βλέπαμε και δεν το πιστεύαμε. Εκεί αναφέρεται ο πρώτος χρόνος της σύμβασης αορίστου χρόνου που είναι δοκιμαστικός, η κατάργηση της αρχής της εύνοιας, οι αλλαγές στον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, πλήρης ισοπέδωση. Μετά ήρθε το τρίτο και μονιμοποιήθηκε αυτή η κατάσταση».

Οι σεισμοί του μέλλοντος;

Όλες οι ενδείξεις λένε ότι άμεσος ορίζοντας βελτίωσης της κατάστασης δεν υπάρχει. Τα συνεχή μέτρα λιτότητας και η μεγάλη μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας δύσκολα μπορούν να αντιστραφούν από τις όποιες επιμέρους παρεμβάσεις ως προς τις ακραίες εκφάνσεις της φτώχειας. Ούτε η αίσθηση της απώλειας ελέγχου πάνω στη ζωή και το μέλλον που έχουν όλο και περισσότερο οι γενιές της κρίσης. Τι θα συμβεί, μένει να το δούμε. Πάντως μια πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τίτλο «Generation what», με μεγάλο δείγμα νέων ηλικίας 18-34, αναφέρει ότι το 67% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα θα έπαιρνε μέρος σε ένα μεγάλο ξεσηκωμό κατά της κυβέρνησης…

Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Ντίνα Ιωακειμίδου, Παναγιώτης Σωτήρης & Μάνος Φραγκιουδάκης – Unfollow