του
Άρη Χατζηστεφάνου
Ποια
ήταν η εξέλιξη που σημειώθηκε την
τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και
εξασφάλισε την απόλυτη κυριαρχία των
νεοφιλελεύθερων δογμάτων του καπιταλισμού
σε ολόκληρο τον πλανήτη; Αν η πρώτη σας
απάντηση είναι η κατάρρευση της πρώην
ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ, ξανασκεφτείτε
το. Πίσω από τις γιορτές και τις παράτες
για την υποτιθέμενη κυριαρχία της
φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας
σημειώθηκε μια από τις μεγαλύτερες
επιθέσεις στο δικαίωμα των λαών να
ελέγχουν έστω και ψευδεπίγραφα, μέσω
αντιπροσώπων, την οικονομία της χώρας
τους.
Πριονίζοντας
το κλαδί επάνω στο οποίο καθόταν, το
πολιτικό κατεστημένο σε όλο τον κόσμο
άρχισε να προσφέρει διαφορετικά επίπεδα
ανεξαρτησίας στις κεντρικές τράπεζες.
Υπάκουσαν έτσι στην κυρίαρχη άποψη των
αγορών ότι οι πολιτικοί με τις προεκλογικές
τους παροχές προκαλούν ακραίες κυκλικές
διακυμάνσεις στην οικονομία, τις οποίες
μόνο ένας ανεξάρτητος κεντρικός
τραπεζίτης θα μπορούσε να εξισορροπεί.
Στην πραγματικότητα οι πολιτικοί εκτός
από το κλαδί στο οποίο κάθονταν είχαν
μόλις πριονίσει και το δέντρο της
δημοκρατίας. «Η ανεξαρτησία των κεντρικών
τραπεζών» μου εξηγούσε πριν από μερικά
χρόνια η Ναόμι Κλάιν «είναι ο μηχανισμός
με τον οποίο οι αγορές εξηγούν στους
πολιτικούς ότι δεν μπορούν να παίζουν
με τα παιχνίδια τους. Είναι η βασικότερη
απόδειξη ότι οι αγορές βρίσκονται σε
ανοιχτό πόλεμο με τη δημοκρατία».
Η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα όχι μόνο δεν θα μπορούσε
να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτή την
κατάσταση αλλά σύντομα μετατράπηκε
στον πιο αδίστακτο «οικονομικό δολοφόνο»
που δρούσε για λογαριασμό εμπορικών
τραπεζών χωρών όπως η Γερμανία.
Χρησιμοποιώντας του κεντρικούς τραπεζίτες
των χωρών μελών σαν πέμπτη φάλαγγα
κατάφερνε να επιβάλλει τις θέσεις της
στα κοινοβούλια των αδύναμων χωρών και
όταν χρειαζόταν να ανατρέπει τις
κυβερνήσεις που δεν συνεργάζονταν μαζί
της.
Το γεγονός
ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει
μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου τέτοιου
είδους θεσμών καθιστά τη δράση της
ολοκληρωτικά ανεξέλεγκτη. Στις ΗΠΑ,
όπου η FED απολαμβάνει την ίδια «ανεξαρτησία»
θα θεωρούνταν αδιανόητο για τον κεντρικό
τραπεζίτη να έρθει σε σύγκρουση με τα
συμφέροντα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης,
αρνούμενος λόγου χάρη να αγοράσει
ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου
προκειμένου να βοηθήσει την εθνική
οικονομία να εξέλθει από μια κρίση.
Αντίθετα στην Ευρώπη η ΕΚΤ έχει αρνηθεί
αρκετές φορές να εισακούσει τις επιθυμίες
ακόμη και του Eurogroup δηλώνοντας υποταγή
μόνο στο Βερολίνο ή σε συγκεκριμένα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Όπως
αποκάλυψε στην Επιτροπή Αλήθειας
Δημοσίου χρέους ο πρώην σύμβουλος του
Μπαρόζο, Φιλίπ Λεγκρέν, η άρνηση του
προηγούμενου προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ
Τρισέ να εξετάσει κάθε ενδεχόμενο
αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου
χρέους το 2010, είχε ως μοναδικό στόχο τη
διάσωση συγκεκριμένων γαλλικών και
γερμανικών τραπεζών, που ήταν ιδιαίτερα
εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος.
Όσο
βάθαινε η κρίση χρέους, που οδηγούσε
τις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας
σε ομηρεία του εκάστοτε κεντρικού
τραπεζίτη της ευρωζώνης, τόσο η ΕΚΤ
έπαιρνε ξεκάθαρα το ρόλο του «οικονομικού
δολοφόνου». Εάν η Ουάσιγκτον έπρεπε να
προσφεύγει τις προηγούμενες δεκαετίες
στη CIA για να εξασφαλίζει την κυριαρχία
της στη Νότια Αμερική, το Βερολίνο άρχισε
από το 2008 να αναθέτει τις επιχειρήσεις
«αποσταθεροποίησης» στην ΕΚΤ. Η πρόβα
τζενεράλε, έγινε στην Ιρλανδία το 2010
όταν ο Τρισέ απείλησε ανοιχτά την
κυβέρνηση της χώρας ότι θα διέκοπτε την
χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος
ωθώντας την Ιρλανδία σε αναγκαστική
έξοδο από την ευρωζώνη, εάν δεν δεχόταν
την «προσφορά» δανείων από την ΕΕ και
το ΔΝΤ και την επιβολή σκληρών μέτρων
λιτότητας. Ο τελικός λογαριασμός που
κλήθηκαν να πληρώσουν οι Ιρλανδοί
φορολογούμενοι από αυτή τη συμφωνία
ανήλθε σε 64 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή
περίπου 14.000 ευρώ ανά Ιρλανδό πολίτη.
Το σιωπηρό
αυτό «πραξικόπημα» επαναλήφθηκε με
επιτυχία στην Κύπρο όταν το Βερολίνο
αποφάσισε να ξεμπερδεύει με τους
περιφερειακούς οικονομικούς παραδείσους
και να συγκεντρώσει τον έλεγχο του
μαύρου χρήματος σε πιο ελεγχόμενες από
αυτό περιοχές της Ευρώπης. Και φυσικά
οι ίδιες απειλές από την ΕΚΤ επαναλήφθηκαν
αρκετές φορές στην Ελλάδα κάθε φορά που
έπρεπε να καθοριστούν οι όροι των νέων
δανειακών συμβάσεων.
Ο
Μηχανισμός της ΕΚΤ, σε αγαστή συνεργασία
με τους κεντρικούς τραπεζίτες των χωρών
μελών της ευρωζώνης, βρισκόταν πλέον
ολοκληρωτικά εκτός ελέγχου παρεμβαίνοντας
στην εσωτερική πολιτική ζωή κυρίαρχων
κρατών. Το επόμενο βήμα, δηλαδή η ανατροπή
ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού, ήταν
απλώς θέμα χρόνου να συμβεί και δοκιμάστηκε
για πρώτη φορά στην Ιταλία.
Το
καλοκαίρι του 2011 με κοινή επιστολή-
τελεσίγραφο προς τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι
ο Τρισέ και ο Ντράγκι ζήτησαν την επιβολή
σκληρών μέτρων λιτότητας προκειμένου
η ΕΚΤ να αγοράσει ομόλογα του Ιταλικού
δημοσίου και να σώσει τη χώρα από
επερχόμενη χρεοκοπία. Εξυπηρετώντας
συγκεκριμένα τμήματα της αστικής τάξης
της Ιταλίας, που ασφυκτιούσαν με τη
νομισματική πολιτική του Βερολίνου, ο
Μπερλουσκόνι μιλούσε πλέον ανοιχτά για
το ενδεχόμενο εξόδου της Ιταλίας από
την ευρωζώνη και αρκετοί τραπεζίτες
εντός και εκτός της Ιταλίας ζητούσαν
πλέον την κεφαλή του επί πίνακι.
Όπως
αποκάλυψαν πέρυσι οι Financial Times, το ίδιο
καλοκαίρι του 2011 ο Ιταλός πρόεδρος
Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, κάλεσε στο γραφείο
του τον τεχνοκράτη πρώην υπάλληλο της
Goldman Sachs Μάριο Μόντι και σε καθεστώς
απόλυτης μυστικότητας τον ρώτησε εάν
θα ήταν έτοιμος να αντικαταστήσει τον
εκλεγμένο πρωθυπουργό. Σύμφωνα με τους
Financial Times, το μήνυμα που δόθηκε στον Μόντι
ήταν ότι θα κληθεί να κυβερνήσει μόλις
τα spread των ιταλικών ομολόγων, που εκείνη
την περίοδο κυμαίνονταν στις 200 μονάδες,
θα ξεπερνούσαν τις 300. Την εκτίναξη των
Spread και την καταβύθιση των ιταλικών
ομολόγων ανέλαβε με μια σειρά καλά
μελετημένων κινήσεων ο ίδιος ο πρόεδρος
της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι (συμπτωματικά η
όχι ένα ακόμη πρώην στέλεχος της Goldman
Sachs).
Η ΕΚΤ
έστελνε πλέον ένα σαφές μήνυμα ότι όσες
κυβερνήσεις δεν ακολουθήσουν τις εντολές
της κινδυνεύουν να περάσουν σε διάστημα
λίγων εβδομάδων στο χρονοντούλαπο της
ιστορίας (συμπτωματικά μαζί με το γιό
του εμπνευστή της συγκεκριμένης φράσης,
Γιώργο Παπανδρέου).
Το έργο
της ΕΚΤ δεν θα μπορούσε φυσικά να
σημειώνει τέτοια επιτυχία χωρίς την
ενεργό στήριξη των κεντρικών τραπεζιτών
των χωρών μελών της Ε.Ε, οι οποίοι στις
περισσότερες περιπτώσεις λειτουργούν
σαν εντολοδόχοι των αποφάσεων που
λαμβάνονται στα κεντρικά της Φρανκφούρτης.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποια μορφή
προσωπικού δοσιλογισμού αλλά για
αντανάκλαση των ισορροπιών που επικρατούν
ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ των χωρών
μελών της ευρωζώνης με τα ισχυρά
οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Όσο πιο
εξαρτημένη και παρασιτική είναι η αστική
τάξη μιας χώρας της ευρωζώνης τόσο και
ο άνθρωπος τον οποίο τοποθετεί ως
κεντρικό τραπεζίτη θα εκφράζει την
υποταγή του στην ΕΚΤ. Η περίφημη
«ανεξαρτησία» του, ουσιαστικά εξασφαλίζει
ότι δεν λογοδοτεί σε κανένα δημοκρατικά
εκλεγμένο θεσμό και συνεπώς προσαρτάται
στο ισχυρότερο (και πιο προσοδοφόρο)
κάθε φορά κομμάτι της οικονομικής ελίτ.
Δεν ήταν
φυσικά λίγες οι φορές που η κυβέρνηση
μιας χώρας, η οποία για διάφορους λόγους
αποφάσισε να παρεκκλίνει από τις εντολές
της ΕΚΤ, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον τοπικό
κεντρικό τραπεζίτη. Η δεξιά κυβέρνηση
της Ουγγαρίας έδινε μάχη για μήνες
προκειμένου να αναγκάσει τον διοικητή
της κεντρικής τράπεζας Αντράς Σιμόρ να
αποχωρήσει από τη θέση του, μέσω της
οποίας λειτουργούσε ουσιαστικά σαν
εκπρόσωπος των πιστωτών της χώρας. Η
Ε.Ε και η ΕΚΤ χρησιμοποιήσαν όλο το
οπλοστάσιό τους για να αποτρέψουν την
απομάκρυνση του Σιμόρ, φτάνοντας στο
σημείο να απειλήσουν την Ουγγαρία ακόμη
και με αναστολή ψήφου σε όλα τα θεσμικά
όργανα. Ήταν η εποχή που θυμήθηκαν και
τις (απαράδεκτες χωρίς αμφιβολία)
παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην ελευθερία
του Τύπου, που μέχρι τότε δεν είχαν
απασχολήσει κανέναν στους διαδρόμους
των Βρυξελλών.
Από την
πλευρά της η ουγγρική κυβέρνηση,
προκειμένου να αναγκάσει τον Σιμόρ σε
παραίτηση έφτασε να του κόψει το μισθό
κατά 75% και να τοποθετήσει δικούς της
ανθρώπους σε όσα πόστα της κεντρικής
τράπεζας που μπορούσε να καλύψει. Μάταιος
κόπος. Ο Κεντρικός τραπεζίτης αποχώρησε
τελικά μόνο όταν έληξε η θητεία του αφού
η «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας
του έδινε τη δυνατότητα να μάχεται τα
συμφέροντα της ίδιας του της χώρας σε
ένα από τα πιο κρίσιμα πόστα της ουγγρικής
οικονομίας.
Σε ανοιχτό
πόλεμο με τον κεντρικό τραπεζίτη της
είχε βρεθεί όμως και η κυβέρνηση της
Κύπρου. Με το ξέσπασμα της κρίσης το
2012 οι σχέσεις ψυχρότητας μεταξύ του
προέδρου Χριστόφια και του κεντρικού
τραπεζίτη Θ.Ορφανίδη εξελίχθηκαν σε
ανοιχτό πόλεμο καθώς ο πρώτος
συνειδητοποιούσε αίφνης ότι δεν έχει
τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος
της χώρας και σε μια από τις κρίσιμες
στιγμές της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.
Για άλλη μια φορά βέβαια η Φρανκφούρτη
τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό του δικού
της ανθρώπου που ασκούσε πιέσεις για
την επιβολή νέων μέτρων λιτότητας. Ο
Χριστόφιας χρειάστηκε να τον παραπέμψει
ακόμη και στο γενικό εισαγγελέα (με την
κατηγορία της αλλοίωσης επίσημων
στοιχείων) για να πετύχει την απομάκρυνσή
του όταν ήταν πλέον αργά.
Το ερώτημα
που φυσικά προκύπτει είναι: η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καταλάβει τίποτα από
αυτά όταν άφηνε τον Στουρνάρα στο
πραγματικό πηδάλιο της ελληνικής
οικονομίας;
Πηγή: