ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Νικόλα Σάκο- Μπαρτολομέο Βαντσέτι

15/04/1920-Οι Ιταλοί μετανάστες εργάτες Νίκολα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι κατηγορούνται ότι σκότωσαν δύο υπαλλήλους, κατά τη διάρκεια ληστείας ενός καταστήματος υποδημάτων στη Μασαχουσέτη.
Η κατηγορία ήταν σκηνοθετημένη και στόχο είχε να πλήξει το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, στο οποίο οι δύο πρωτοστατούσαν.
«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…». Μπαρτολομέο Βαντσέτι
Στις 15 του Απρίλη του 1920, δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΕΪΤΕΡ & ΜΟΡΙΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι.
save_sacco_and_vanzetti
Μαζί τους κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα του εργοστασίου – περί τις 3 μ.μ. – δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές, που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι’ αυτή τη δουλειά μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας.
Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή, δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ.
Οι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς.
Για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Οβερλαντ».
Έχοντας αυτά τα στοιχεία η αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο «Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Οβερλαντ». Οπως ήταν φυσικό, το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.
Είκοσι μέρες μετά τη ληστεία, τη νύχτα, στις 5 του Μάη του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς του πήγε στο γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο.
Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε προτίμησαν να φύγουν. Λίγο αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ’ αυτούς, τον Ορτσιάνι, τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν. Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον, συνελήφθησαν μέσα σ’ αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα.
Εκεί έδωσαν τα ονόματά τους: Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Στην ανάκριση έπεσαν σε αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Οβερλαντ». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες (1). Η θέση τους – χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τι ακριβώς τους περίμενε – ήταν αρκετά δύσκολη.
Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.
Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια καλύτερη ζωή. Ο Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνη του 1908 σε ηλικία 20 χρόνων. Την ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστόνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο, ωθούμενος από την εμπειρία ενός φίλου του πατέρα του που ζούσε στη Μασαχουσέτη. Ήταν μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα συνέχισε μόνος σε μια χώρα δύσκολη, αχανή, που υποσχόταν όμως πολλά και σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον απ’ αυτό που επιφύλασσε η πατρίδα. Η πρώτη επαφή με τις ΗΠΑ ήταν μάλλον ψυχρολουσία για τους δύο νεαρούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γεμάτοι όνειρα.
Στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός προλετάριου», ο Βαντσέτι γράφει:
«Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 του Ιούνη του 1908 αποχαιρέτησα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ’ τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ’ αυτό το πλήθος των κτιρίων που ξεπρόβαλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της γ΄ θέσης.
images (19)
Στο σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της γ΄ θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικές ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι ενθουσιασμένα απ’ την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα.
Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερι της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χτες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Το επόμενο πρωί μου φάνηκε πως ξύπνησα σε μια γη, στην οποία, για όποιον ήδη ζούσε εκεί, η γλώσσα μου δε σήμαινε τίποτα περισσότερο (στο βαθμό που είναι ζήτημα νοήματος) από τους γεμάτους παράπονο ήχους ενός άλαλου ζώου.
images (20)
Πού να πάω; Τι να κάνω; Αυτή ήταν η γη της επαγγελίας» (2).
Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του.
«Αν και περιγράφεται – γράφει ο Εγκον Αϊς (3) – συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός «φιλόσοφος του καφενείου»». Στην πραγματικότητα, ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μέσα από την ίδια του την πείρα είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες – έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής – πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί… Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή στο λατομείο».
αρχείο λήψης (1)
Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης.
Ήταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια.
Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. Με την οικογένειά του ζούσε αρμονικά και με τη γυναίκα του είχε μια πολύ όμορφη σχέση. Οι γείτονες συχνά έβλεπαν και τους δύο να επιστρέφουν πιασμένοι χέρι χέρι από τον κυριακάτικο περίπατό τους στο δάσος (4). Φαίνεται πως αυτοί οι περίπατοι ήταν από τις πιο όμορφες και πιο σημαντικές στιγμές του ζευγαριού.
Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιο του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκο γράφει (5):
«Γιε μου, αντί να κλαις, γίνε δυνατός για να μπορέσεις να παρηγορήσεις τη μητέρα σου. Κι όταν θα θέλεις να την κάνεις να ξεχνά την παγερή μοναξιά, θα σου πω τι θα κάνεις. Πήγαινέ την έναν μεγάλο περίπατο στην εξοχή, μαζέψτε αγριολούλουδα, ξεκουραστείτε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι που τραγουδά σιγανά, και κοντά στη γλυκιά ηρεμία της μάνας φύσης. Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα της δώσουν χαρά κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος».
Αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ζούσαν στον πυρετό μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και ξεπερνούσαν όλα τα άλλα κράτη στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Η μεταλλουργία των μαύρων μετάλλων και η εξόρυξη γαιάνθρακα αναπτύσσονταν τόσο πολύ γρήγορα που στα 1913 οι ΗΠΑ παρήγαγαν στους κλάδους αυτούς πιο πολλά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μαζί. Οι εργάτες που δούλευαν στην εργοστασιακή βιομηχανία αυξήθηκαν από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 1889 σε 7 εκατομμύρια το 1914.
images
Η συνολική αξία των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο αυτή υπερδιπλασιάστηκε για να φτάσει τα 24,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ την αξία των προϊόντων από την αγροτική οικονομία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτή την περίοδο ήταν η ανάπτυξη των μονοπωλίων. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, από το 1899 έως το 1902, συγκροτήθηκαν 82 τραστ με κεφάλαια 4.318 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2% των επιχειρήσεων που το κεφάλαιο της καθεμιάς ξεπερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια, είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους το 29% των κεφαλαίων όλων των μονοπωλιακών συγκροτημάτων (7).
Η ανάπτυξη αυτή συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Οι ανάγκες των αμερικανικών μονοπωλίων σε εργατικά χέρια είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε ξένους εργάτες που κυρίως έρχονταν από την Ευρώπη. Γενικά οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα μεταναστών, αλλά η οικονομική έκρηξη που δημιούργησε το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό έδωσε μία νέα ώθηση στο φαινόμενο. Έτσι, από το 1901 μέχρι το 1920 συνέρρευσαν στη χώρα 14.531.000 μετανάστες. Από την Αυστροουγγαρία έφτασαν 3.042.000, από την Ιταλία 3.155.000 και από την τσαρική Ρωσία 2.519.000. Περιττό φυσικά να πούμε πως ανάμεσα στους ξένους εργάτες που περνούσαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκονταν και πολλοί Έλληνες.
Μετά βέβαια το 1920 τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Το 1921 ψηφίστηκε ο νόμος του 3%, βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 το ποσοστό έγινε 2% βάσει της απογραφής του 1890 και πάει λέγοντας (8).
Δίπλα στην ανάπτυξη των μονοπωλίων ξεδιπλώθηκε και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το 1901 διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, στις τάξεις του οποίου, από την πρώτη στιγμή, εμφανίστηκαν δύο τάσεις: Η δεξιά οπορτουνιστική και η αριστερή επαναστατική. Επίσης, υπήρχε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, με ηγέτη τον Ντε Λεόν, που υποστήριζε τη «θεωρία του βιομηχανισμού», μια θεωρία που πρέσβευε ότι ο ηγέτης της εργατικής τάξης στον αγώνα της για κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι η πολιτική αλλά η βιομηχανική οργάνωση (9).
Στις 27 του Ιούνη του 1905 η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ίδρυσαν την Οργάνωση «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου».
Γράφει ο Ουίλιαμ Φόστερ:
getImage«Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε σαν διαμαρτυρία εναντίον της αντιδραστικής και διεφθαρμένης γραφειοκρατικής κλίκας του Γκρόμπερς (σ.σ. ηγέτης των δεξιών σοσιαλιστών). Οι γκρομπερσιστές ηγέτες ήταν προσκολλημένοι στις απαρχαιωμένες ιδέες τους για το στενό επαγγελματικό συνδικαλισμό και τη σαθρή αντίληψη της συνεργασίας των τάξεων…
Από το πρώτο κιόλας συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου υιοθετήθηκαν στο πρόγραμμα αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις».
Μάλιστα, στην πορεία αυτές οι θέσεις πήραν ευρύτερες διαστάσεις και στο 4ο Συνέδριο της Οργάνωσης, το 1908, έγινε δεκτή η αναρχοσυνδικαλιστική θέση ότι «χάρη στην οργάνωσή μας κατά βιομηχανίες συγκροτούμε τη νέα κοινωνία μέσα από το κέλυφος της παλιάς» (10).
Παρ’ όλα αυτά οι «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» οργάνωσαν πολλές από τις μαχητικότερες απεργίες στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, όπως, για παράδειγμα, η απεργία των 23.000 υφαντουργών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης, μια απεργία που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή.
Σ’ αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Ταυτόχρονα, ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό και οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές. «Γύρω από τον πυρήνα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων – γράφει ο Εγκον Αϊς (11) – σχηματίστηκαν ζώνες από κατοικίες ξένων μεταναστών. Οι εθνικές ομάδες έμεναν στενά ενωμένες γιατί έτσι δεν ένιωθαν χαμένες στην απέραντη χώρα. Έπαιρναν μαζί τους ένα μέρος της πατρίδας, διατηρώντας τους τρόπους ζωής, τα έθιμα, τη θρησκεία και προπαντός τη γλύκα της παλιάς τους χώρας. Έτσι σχηματίστηκε τελικά μια αόρατη, αλλά ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις συνοικίες του αγγλόφωνου πληθυσμού και στα «σλαμς» των ξένων μεταναστών.
Τυπικά ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί, μα Αμερικανοί δευτέρας τάξεως. Ακόμα κι ο πιο φτωχός αγγλόφωνος γιάνκης μπορούσε να κοιτάζει με συγκατάβαση ή και περιφρόνηση τους συνωστισμένους μετανάστες με τις παράξενες συνήθειες και τη γελοία προφορά. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ειρωνικά παρατσούκλια για ολόκληρες ομάδες πληθυσμού: «Κίκε» για τους Εβραίους, «Ολσεν» για τους Σκανδιναβούς και «Τζίνεϊ» ή «Ντάγκος» για τους Ιταλούς».
Αν και όλα αυτά περιγράφουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, η αιτία του ρατσισμού δε βρίσκεται εδώ.
Οι μετανάστες αποτελούσαν τη φτηνή εργατική δύναμη, το σκλαβοπάζαρο του αναπτυσσόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ που με αυτό τον τρόπο από τη μια μεριά τους ξεζούμιζε κι από την άλλη τους διαχώριζε τεχνητά από το αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό. Ο μέσος ετήσιος μισθός των ξένων εργατών το 1911 ήταν 385 δολάρια για τους άνδρες και 219 για τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους ντόπιους που κέρδιζαν 533 δολάρια οι άνδρες και 275 οι γυναίκες (12). Μ’ αυτό τον τρόπο οι μονοπωλητές των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρούσαν να αποφύγουν την ενωμένη δράση των ξένων με τους αγγλόφωνους εργάτες δηλώνοντας στους τελευταίους ότι ήταν κοινωνικά ανώτεροι από τους πρώτους.
Ο ρατσισμός είχε κοινωνικά αίτια, αναπαραγόταν συνεχώς από το κοινωνικό σύστημα.
images (1)
Στην πορεία, όταν πια οι ιθύνοντες των ΗΠΑ δεν ήθελαν τόσους πολλούς ξένους εργάτες στη χώρα κι όταν τα προβλήματα για το σύνολο της εργατικής τάξης διογκώνονταν, το δάχτυλο του καπιταλιστή ως αιτία έδειχνε τους ξένους: Αυτοί ήταν που έπαιρναν τις δουλειές και εμφανιζόταν η ανεργία, αυτοί ήταν που καρπώνονταν μέρος του παραγόμενου πλούτου και δυσκόλευε η ζωή των υπολοίπων, κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1915 επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν που αρχικά είχε ιδρυθεί το 1866.
Η αναδημιουργημένη Κου Κλουξ Κλαν είχε ως σκοπό της – όπως και η παλιά οργάνωση – να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών αλλά απέκλειε από τις τάξεις της τους αλλοδαπούς, τους Εβραίους και τους καθολικούς (13). Επίσης, ήταν ενάντια στα συνδικάτα γιατί τα θεωρούσε εκδήλωση του κομμουνισμού (14).
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατάσταση των ξένων εργατών στις ΗΠΑ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και οι επιθέσεις εναντίον τους έπαιρναν το χαρακτήρα της σταυροφορίας. «Το να είσαι ξένος – γράφει ο Τζόρτζιο Μάντζα (15) – σήμαινε ότι κινδυνεύεις, καθώς η υστερία έφτασε σταδιακά σε σημείο να θεωρούνται οι συλλήψεις και οι απελάσεις ως η σωτηρία (ολόκληρης) της Αμερικής. Όπως κάποτε διώκονταν οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, έτσι τώρα καταδίωκαν τους μετανάστες σαν τις πέρδικες στα βουνά».
Για τη δράση τους, λοιπόν, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι μπήκαν στο μάτι και στους φακέλους των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών, κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν έως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.
Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, στη σύλληψη των δύο συντρόφων.
Όλα ήταν στημένα: Οι κατηγορίες, η δίκη και η καταδίκη
Την περίοδο που συνελήφθησαν ο Σάκο και ο Βαντσέτι ο αντικομμουνισμός στην Αμερική ήταν πλατιά εξαπλωμένος. Για τους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και την άρχουσα τάξη είχε καταντήσει σχεδόν εμμονή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αδικαιολόγητο, αφού τρία χρόνια πριν, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δώσει άλλη τροπή στην παγκόσμια ταξική πάλη. Πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν σε επαναστατική κατάσταση και η εντύπωση πως η ανθρωπότητα είχε μπει στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν διάχυτη.
Έτσι η αμερικανική ιθύνουσα τάξη δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό της καταπνίγοντας το επαναστατικό κίνημα πριν εκείνο την απειλήσει. Για την ακρίβεια καταδίωκε οτιδήποτε θεωρούσε επαναστατικό χωρίς να εξετάζει ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τάσεις και χρώματα στις τάξεις των εργατών. «Οι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες – γράφει ο Εγκον Αϊς (16)– δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι’ αυτές τις λεπτές διαφορές. Γι’ αυτούς κάθε οργανωμένος εργάτης, ήταν απλούστατα «Κόκκινος», που πίστευε σε ριζοσπαστικές ξένες ιδέες.
Κάθε μέσο ήταν δικαιολογημένο – κατά την άποψή τους – για την προστασία των ιερών και των οσίων του έθνους από αυτό το ξενοφερμένο σκυλολόι».
Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψη, οι αρχές στη Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκο και Βαντσέτι, τον Ιταλό τυπογράφο Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παρανόμως για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια ήταν τραγική. Είτε από απόγνωση – είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον 14ο όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών – ιδιαίτερα των Ιταλών – έφτασε στο αποκορύφωμα. Οι Σάκο και Βαντσέτι άρχισαν να οργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι’ αυτό το ζήτημα, η οποία μάλιστα είχε οριστεί να γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μάη του 1920.
Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης (μετακινήσεις, προπαγάνδα κλπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο – για την περιφρούρηση της οργάνωσης της συγκέντρωσης – έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις προετοιμασίες που γίνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνωμοτικότητας πιθανόν δε χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τούς ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Όσο για το γεγονός ότι οπλοφορούσαν κατά τη σύλληψή τους, αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο για έναν μετανάστη εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ρατσισμός ήταν πλατιά εξαπλωμένος, η ζωή του κινδύνευε και, φυσικά είχε δικαίωμα να αμυνθεί.
Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με τη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Γι’ αυτή την τελευταία ο Σάκο μπόρεσε εύκολα να αποδείξει πως είχε άλλοθι, αλλά ο Βαντσέτι, που ήταν πλανόδιος ιχθυοπώλης, δεν μπορούσε να αποδείξει κάθε στιγμή και ώρα πού βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο ληστείες ο Ορτσιάνι, που είχε συλληφθεί μαζί τους, απέδειξε ότι δεν είχε σχέση και πως βρισκόταν στη δουλειά του.
sacvan_kentrikh (1)
Έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Ο Σάκο απαλλάχτηκε στην προανάκριση για τη ληστεία στο Μπριτζγουότερ αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι βρισκόταν στο παπουτσάδικο που δούλευε, την ημέρα της ληστείας του Σάουθ Μπρέιντρι, γιατί στις καταστάσεις της επιχείρησης φαινόταν πως είχε πάρει άδεια την 15η Απρίλη του 1920. Τέλος, ο Βαντσέτι που λόγω της δουλειάς του δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα με απόλυτη βεβαιότητα, παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε και στις δύο ληστείες. Για τη ληστεία μάλιστα του Μπριτζγουότερ οδηγήθηκε σε δίκη 49 ημέρες μετά τη σύλληψή του, χρόνος που ήταν πολύ σύντομος για μια τέτοια υπόθεση και μαρτυράει την πρόθεση των αρχών να τον καταδικάσουν πάση θυσία. Εξετάστηκαν 41 μάρτυρες και μόνο δύο ισχυρίστηκαν πως τον αναγνώρισαν ανάμεσα στους ληστές, αλλά όχι και με πολύ πειστικό τρόπο. Ο ένας δήλωνε σχεδόν βέβαιος, αλλά όχι απόλυτα βέβαιος, ο άλλος έλεγε ότι από τον τρόπο που έτρεχαν οι ληστές κατάλαβε πως ήταν ξένοι κ.ο.κ.
Τελικά, από αυτή την υπόθεση ο Μπαρτολομέο έφυγε με 15 χρόνια φυλακής στην πλάτη. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ’ αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς – αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκο και του Βαντσέτι – ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπρέιντρι.
Η αστυνομία από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να χρεώσει τη ληστεία στους δύο Ιταλούς αγωνιστές
. Κατ’ αρχήν παραβίασε όλη τη διαδικασία αναφορικά με την αναγνώρισή τους από αυτόπτες μάρτυρες. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε ότι ο ύποπτος έπρεπε να εκτίθεται στους μάρτυρες ανάμεσα σε μια σειρά από άτομα, ούτως ώστε, αν αναγνωριστεί, η αναγνώριση να έχει τη μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι οδηγήθηκαν μπροστά στους μάρτυρες μόνο οι δύο τους κι ήταν σαν να έκανε την αναγνώριση η ίδια αστυνομία λέγοντας: «Αυτοί είναι – δεν υπάρχουν άλλοι»… Ετσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο να υπάρξουν αναγνωρίσεις από τους μάρτυρες.
Οι αναγνωρίσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δύο κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν χωρίς άδεια όταν συνελήφθησαν, η αδυναμία των τελευταίων να έχουν ένα ατράνταχτο άλλοθι για τη μέρα της ληστείας στο Σάουθ Μπρέιντρι και τέλος ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως ένα από τα θύματα της ληστείας είχε χτυπηθεί από σφαίρα που πιθανόν είχε φύγει από το όπλο του Σάκο (τότε δεν υπήρχαν ακριβείς βαλλιστικές έρευνες), ήταν αρκετά «στοιχεία» για να στηθεί μια δίκη που έμελλε ως γεγονός να γραφεί ανεξίτηλα στις σελίδες της Ιστορίας.
Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς (17), «δεν έβλεπε τους «κόκκινους» σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν υποθέσουμε πως το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.
Πριν όμως πάμε στη δίκη, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στη λειτουργία του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα επακολούθησαν.
Φορέας της ανώτατης δικαστικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι ο λαός.
Στο όνομα του λαού αποδίδονται οι κατηγορίες, ο λαός φέρεται ότι είναι εναντίον του κατηγορούμενου και οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο τελευταίος πρώτα και κύρια θεωρούνται πράξεις που στέφονται κατά του λαού και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο λαός στο δικαστήριο αντιπροσωπεύεται από 12 ενόρκους που συνήθως επιλέγονται σύμφωνα με την κοινωνική τους συμπεριφορά, δηλαδή από το πώς είναι διακείμενοι απέναντι στην κοινωνική κατάσταση. Άλλωστε στο όνομα αυτής της κατάστασης δικάζουν, κι όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι πρωτίστως στρέφεται, με τις πράξεις του, κατά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι απειλεί την κοινωνική συνοχή μιας κατεστημένης πραγματικότητας.
Ο Αμερικανός δικαστής προεδρεύει και κατευθύνει την ακροαματική διαδικασία και εγγυάται – κατά το νόμο τουλάχιστον – την αμεροληψία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται τόσο από την κατηγορούσα αρχή, όσο και από την υπεράσπιση. Εγγυάται ακόμη το σεβασμό της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στο δικαστήριο και προσανατολίζει προς αυτή την κατεύθυνση τη συζήτηση. Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.
Την απόφαση περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου την παίρνουν οι ένορκοι και πρέπει να είναι ομόφωνη.
Γι’ αυτό συχνά οι ένορκοι μένουν για μέρες κλεισμένοι στις αίθουσες των συνεδριάσεων, ώσπου να αποφασίσουν με ομοφωνία για την τύχη ενός κατηγορουμένου. Στην απόφασή τους μεγάλο ρόλο παίζει ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας δηλαδή απ’ αυτούς, τον οποίο διορίζει πρόεδρο ο δικαστής. Αυτός λοιπόν «οδηγεί» τους ενόρκους ώστε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση.
Στην περίπτωση που οι ένορκοι καταλήγουν σε απόφαση ενοχής, ο δικαστής ανακοινώνει το μέγεθος της ποινής που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος. Όμως δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει την ποινή αμέσως. Όσο η υπεράσπιση ασκεί ένδικα μέσα κατά της καταδίκης ο δικαστής μπορεί να μην ορίσει το μέγεθος της ποινής. Τα ένδικα αυτά μέσα, συνήθως κρατούν πολύ κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή χωρίς να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα καταδικάστηκε. Χρόνια μπορεί να βρίσκεται κάποιος στη φυλακή χωρίς να ξέρει την ποινή του.
Θα ‘λεγε κανείς, έχοντας μια γενική εικόνα του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ότι αυτό φτιάχτηκε για να υπάρχουν εξασφαλισμένες καταδίκες των αντιπάλων του καθεστώτος στις πολιτικές δικές. Είναι αδύνατο ένας επαναστάτης που θα συρθεί στα δικαστήρια να γλιτώσει.
Στη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό.
Ο δικαστής Θάγιερ, ακραιφνής συντηρητικός, αντικομμουνιστής και γενικά εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων ήταν – όπως είπαμε – ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν ήταν του ιδίου φυράματος. Οι δύο αυτοί ευυπόληπτοι Αμερικανοί δικαστικοί λειτουργοί είχαν καταδικάσει τον Βαντσέτι στην πρώτη δίκη για τη ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Οι ένορκοι, τώρα, όπως ήταν φυσικό, επιλέχτηκαν από ανθρώπους της… κοινωνικής τάξεως και ηθικής. «Εκείνα τα πυρετώδη μεταπολεμικά χρόνια – γράφει ο Εγκον Αϊς (18) – δεν υπήρχε, για τους περισσότερους δικαστικούς και αστυνομικούς της Πολιτείας της Μασαχουσέτης καμία αμφιβολία για το ζήτημα ποιοι αντιπροσώπευαν τον πραγματικό «λαό».
Ήταν οι λευκοί, αγγλόφωνοι, θρήσκοι και αξιοσέβαστοι αστοί, οι λεγόμενοι 100% Αμερικανοί. Οι νέγροι που ήταν γεννημένοι στις Πολιτείες, οι μετανάστες, που είχαν αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα, και οι ριζοσπάστες, ακόμα κι αν προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, δεν ανήκαν απλούστατα στον αμερικανικό λαό, που αποφαίνεται κυρίαρχα και αλάνθαστα στα ζητήματα της Δικαιοσύνης!».
Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δε μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα.
Όμως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα, αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιο. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ρος. Ο Ρος ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά – πυκνά στη δίκη ο Σάκο γινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τον Βαντσέτι. Όταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ρος ο… εντιμότατος αυτός κύριος βρισκόταν στη φυλακή γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.
Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουόλτερ Ρίπλεϊ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν τελειωμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921.
Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας (19). Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα«Σας καλώ – έλεγε – να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό» (20).
unnamed (2).jpg
Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!
Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα
Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία – πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ’ ολόκληρο τον κόσμο – στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της» (21).
Στο 4ο Συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1922, η Κομμουνιστική Διεθνής πήρε μια απόφαση «Για βοήθεια στα θύματα της καπιταλιστικής καταπίεσης», που συμπεριελάμβανε και την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι.
Η απόφαση αυτή ήταν η εξής (22):
«Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4ο Συνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση, που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων».
Έτσι χάρη στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια», θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στους Σάκο και Βαντσέτι.
Στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτώβρη του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε τη γαλλική αστική τάξη να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες (23). Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ’ όλη τη διάρκεια που ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ενωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί.
«Ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς (24) -, ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Τζον Γκλασγουόρθι, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ’ αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.
Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα.
Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.
Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε – για να απορριφθεί – σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει.
Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή:
Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς (25) – έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση, διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση.
Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη».
Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η μέρα του μήνα, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικανική αστική τάξη προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Έβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, για να δείξει ότι γι’ αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε… Έχει, άραγε, τέλος η ταξική της βαρβαρότητα;
Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξένησε την είδηση ως βασικό θέμα στην πρώτη του σελίδα, όπου, στον τίτλο, έγραφε: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ – Ο ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΒΑΝΖΕΤΤΙ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ – ΑΝΤΙΚΡΥΣΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΟΥΣΑΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ – ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ – ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία.
Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους – «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι» (26). Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη.
images (21).jpg
Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.
 To τραγούδι είναι του Ε.Μορικόνε τραγουδισμένο απο την Τζόαν Μπαέζ, από την ταινία «Σάκο και Βαντσέτι
1 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 167-168.
2 Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 97-98.
3 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 169.
4 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 371-373.
5 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 29.
6 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 47-48.
7 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 631-632.
8 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 369-370.
9 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 635-636.
10 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μόρφωση», τόμος Α`, 1956, σελ. 204-205.
11 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 164.
12 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 366.
13 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.154-1.155.
14 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 367.
15 Τζόρτζιο Μάντζα: «Ιστορικο-κριτικές σημειώσεις σχετικά με τον συνδικαλισμό που γνώρισαν στην Αμερική ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι και ο Νικόλα Σάκο την περίοδο 1908-1923». Βλέπε στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 21.
16 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 166.
17 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 170.
18 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 178.
19 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.159.
20 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 375.
21 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 11.
22 «Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου», εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 106.
23 Patric Kessel, στο «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 12.
24 Τζ. Μ. Ρόμπερτς «Η νέα εποχή: Η Αμερική στη δεκαετία 1920-1930». Βλέπε στο: ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος, σελ. 1.159-1.160.
25 Τζ. Μ. Ρόμπερτς, στο ίδιο, σελ. 1.160.
26 Ολόκληρη η δήλωση Δουκάκη και τα σχετικά με αυτήν, στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 200-203.

Ταλιμπανιστήρια

Γράφει ο mitsos175.

Ταλιμπανιστήρια: Τηλεχειριζόμενα αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροπλάνα χωρίς πιλότο για την παρακολούθηση των Ταλιμπάν. (Ανέκδοτο).
Βέβαια υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες: «Τα λέω χύμα», «Είμαι πάρα πολύ εργατικός, Πυροβολημένος», «Ματάκιας» (εκ του Ταλιμπάν + μπανίζω ) κλπ. Η έννοια χρησιμοποιείται και για δείξει τον φανατικό κάθε θρησκείας - ιδεολογίας, που αμολάει κατηγορίες σε όλους κι αδιαφορεί για τις αρνητικές συνέπειες των όσων λέει.

Ταλιμπανιστήρια υπάρχουν κυρίως στη Δεξιά. Ανόητοι, που ακολουθούν πιστά την κομματική γραμμή, ακόμα κι όταν είναι ολοφάνερα λάθος, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τ’ αδικαιολόγητα.

Ο Άδωνης είναι ένα τέτοιο ταλιμανιστήρι. Προκειμένου να υπερασπιστεί το Μνημόνιο, προκαλεί αηδία, οργή, αγανάκτηση κι έτσι τελικά κάνει κακό στο κόμμα του. Ελπίζω να συνεχίσει, γιατί θεωρώ ότι ο κόσμος έχει σιχαθεί τα ταλιμπανιστήρια. Υπάρχει μια κακή νοοτροπία στα αστικά κόμματα, όπου ο «τσοπάνης» τραβάει μια γραμμή και τα «πρόβατα» ακολουθούν. Οι οπαδοί δε, θεωρούνται «αναλώσιμοι». Το ταλιμανιστήρι κάνει το «τσοπανόσκυλο», αλλά τα σκυλιά με λύσσα δεν έχουν ποτέ καλό τέλος. Ας αφήσουμε όμως την (ακρο)δεξιά να αυτοκτονεί.

Δυστυχώς όμως υπάρχουν ταλιμπανιστήρια και στην Αριστερά, ευτυχώς πολύ λιγότερα. Όταν μια άποψη μας δεν πείθει πολύ κόσμο δεν είναι κατ’ ανάγκη λάθος, αλλά ίσως χρειάζεται να την πούμε με κάποιον άλλο τρόπο. Γιατί, αν ειρωνευτείς κάποιον κι απαξιώσεις τους αγώνες του, θα σε «πληρώσει» με το ίδιο ακριβώς «νόμισμα». Κάποιος που ακούει βλακείες, συνήθως στέκεται απέναντι από αυτόν που τις ξεστομίζει. Κι αν κάνουμε το λάθος να μην έχουμε επιχειρήματα κι απλώς να κατηγορούμε τους πάντες γιατί δεν μας «προσκυνούν», πολλαπλασιάζουμε τους εχθρούς μας. Και ναι, δείχνουμε υπέρμετρη αλαζονεία.

Η άποψη «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» δεν ισχύει πάντοτε. Για μένα όποιος δεν είναι εναντίον μου είναι μαζί μου. Όταν πρόκειται για απλούς ανθρώπους λχ που αγωνίζονται με το δικό τους τρόπο, είναι τακτικό λάθος, επικοινωνιακό, αν θέλετε, να τους αποπαίρνουμε. Καλό είναι οι Αριστεροί, οι Κομμουνιστές, οι Αναρχικοί, σαν πιο σοβαροί, να θυμόμαστε ότι η Κριτική και η Αυτοκριτική είναι βασικός παράγοντας Προόδου. Γι αυτό και προσωπικά ευχαριστώ όλους για την καλόπιστη Κριτική τους. Λαμβάνω πάντα υπόψη τα όσα λέγονται, ακόμα και όταν δεν μπορώ λόγω χρόνου να απαντήσω σε όλους. Μπορούμε να πούμε μεταξύ μας κάποια πράγματα αρκεί βέβαια να τεκμηριώνουμε τα όσα λέμε, αλλιώς χάνουμε εμείς κι αυτά που πιστεύουμε.

Στην Αριστερά το να υπερασπίζεσαι σθεναρά μια θέση είναι ένδειξη συνέπειας και αυτό τιμά τον άνθρωπο που το κάνει. Όταν όμως χρησιμοποιεί κάποιος λάθος τρόπο, τότε η θέση αυτή χάνει, έστω κι αν είναι σωστή. Πολύ μεγαλύτερο σφάλμα βέβαια είναι να επιμένουμε σε ολοφάνερα λάθη, τα οποία, μοιραία, μετά από κάποιο χρόνο θα τα παραδεχθούν κάποιοι άλλοι σύστροφοί μας, που θα έρθουν μετά από μας, όπως συνέβη αρκετές φορές.

Όταν λοιπόν, Σύντροφοι, μια θέση μας δεν έχει ευρύτερη αποδοχή, όπως πχ στο Δημοψήφισμα, δεν είναι όλοι οι άλλοι λάθος, εμείς πρέπει να εξετάσουμε γιατί δεν πείσαμε. Και φυσικά οι επόμενες κινήσεις μας να είναι καλύτερες, ώστε να πείσουμε ακόμα περισσότερους. Τα λέω αυτά, γιατί πιστεύω κι ελπίζω, πως είμαστε σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή. Μια χρονική συγκυρία, όπου θα τους χρειαστούμε όλους. Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ κι αυτό θα φανεί. Στη μάχη λοιπόν που έρχεται θα χρειαστούν όλα τα «όπλα» μικρά και μεγάλα... 

http://tsak-giorgis.blogspot.gr

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Έξι χρόνια χωρίς το κόκκινο μαντήλι

http://teddygr.blogspot.gr

Ήταν μια μέρα σαν ετούτες που διανύουμε τώρα, πριν έξι χρόνια. 17 Απρίλη 2011. Κυριακή των Βαΐων. Στις παρέες συζητούσαμε ακόμα για τον Μανώλη Ρασούλη, που μας είχε αφήσει έναν μήνα νωρίτερα, όταν ήρθε το καινούργιο, χειρότερο χαμπέρι, πάλι από την Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου είχε φύγει στα 63 του χρόνια για να συναντήσει τον φίλο και συνεργάτη του.

Εκείνη την ημέρα, ο Παπάζογλου πέθανε τυπικά, για ληξιαρχικούς λόγους. Η αλήθεια είναι ότι ουσιαστικά είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα, στις 9 Μαΐου 2009, όταν οικονομικά προβλήματα τον ανάγκασαν να κλείσει το "Αγροτικόν", το στούντιο που είχε φτιάξει ο ίδιος. Ο ίδιος έκανε και τις παραγωγές, βάζοντας στα βινύλια την ένδειξη "Παραγωγή: Στρογγυλοί δίσκοι" και σήμα ένα... κουλούρι Θεσσαλονίκης. Πριν το κλείσει, πρότεινε στην πολιτεία να της το χαρίσει και να το λειτουργήσει εκείνη ως μουσικό σχολείο και ως χώρο εκπαίδευσης νέων μουσικών. Η προσφορά του απορρίφθηκε και ο Νίκος αναγκάστηκε να πετάξει τα πάντα στην ανακύκλωση. Δεν θα συνερχόταν ποτέ απ' αυτή την στενοχώρια. Λίγο καιρό αργότερα διαγνώστηκε ο καρκίνος...


Olympians, 1967: Ο τραγουδιστής τού συγκροτήματος Πασχάλης Αρβανιτίδης υπηρετεί την θητεία του
στο ναυτικό και τον αναπληρώνει για έναν ολόκληρο χρόνο ο 19χρονος Νίκος Παπάζογλου.

Ας γυρίσουμε λίγο πίσω τον χρόνο. Το 1978, ο Διονύσης Σαββόπουλος συλλαμβάνει την ιδέα να φτιάξει έναν δίσκο-αχταρμά, με πολλά ετερόκλητα στοιχεία. Ο Νιόνιος θέλει έναν δίσκο που θα εκφράζει το ιδεολογικό και πολιτιστικό κιτς τής εποχής, γι' αυτό και του δίνει τον τίτλο "Η εκδίκηση της γυφτιάς". Για να τον φτιάξει, μαζεύει τον λυρικό και εστέτ Νίκο Ξυδάκη, τον θεότρελλο Μανώλη Ρασούλη, τον αυτοδίδακτο μπουζουκτσή Νίκο Παππά (με το παρατσούκλι "Κακούργος"!), τον δικηγόρο Τάκη Σιμωτά, ο οποίος γράφει στίχους (δικό του το "Ραγίζει απόψε η καρδιά..."), τον πολύ καλό μπουζουκτσή Δημήτρη Κοντογιάννη, που έχει και καλή λαϊκή φωνή και κάμποσους άλλους ακόμη. Ανάμεσα στους άλλους είναι κι ένας τριαντάρης σαλονικιός, που έχει από χρόνια γοητεύσει τον Σαββόπουλο με την φωνή του, ως μέλος των "Μακεδονομάχων": ο Νίκος Παπάζογλου.

Όταν βλέπει την σύνθεση της ομάδας ο Ρασούλης, βάζει τα γέλια κι αρχίζει το δούλεμα του Ξυδάκη. Τόσα μπουζούκια και λαϊκές φωνές γύρω αλλά ο συνθέτης να γράφει με πιάνο; Ο Ξυδάκης πεισμώνει και κλείνεται σπίτι του όλο το βράδυ. Μέχρι να ξημερώσει, θα έχει σκαρώσει στο πιάνο την μουσική για ένα λαϊκό κομμάτι. Όταν το ακούει ο Ρασούλης, υποκλίνεται και πέφτει με τα μούτρα να γράψει τους στίχους. Έτσι γεννήθηκε η "Τρελλή κι αδέσποτη", το τραγούδι που ανοίγει την "Εκδίκηση της γυφτιάς". Σαββόπουλος και Ρασούλης συμφωνούν να το τραγουδήσει ο Παπάζογλου. Είναι η πρώτη φορά που ακούγεται σε δίσκο η φωνή τού "Παπάζη".


Όταν ο Νίκος πήγαινε σχολείο, η μητέρα του του έδινε καθημερινά ένα καθαρό, λευκό μαντήλι. Το ίδιο έκαναν οι μανάδες όλων των παιδιών. Αυτό το μαντήλι έγινε αφορμή να κάνει ο Νίκος την πρώτη του "επανάσταση", όταν κάποια στιγμή αποφάσισε πως δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν σε κοπάδι. Έτσι, βρήκε ένα κόκκινο μαντήλι και, όταν έφευγε από το σπίτι, αντικαθιστούσε με αυτό το λευκό τής μητέρας του. Αυτό το κόκκινο μαντήλι έμελλε να γίνει το "σήμα κατατεθέν" του ως το τέλος της ζωής του.

Στα μικράτα του, επειδή το σχολείο ήταν μακρυά κι έπρεπε να πάρει λεωφορείο, τον συνόδευε η αδελφή του. Ένα πρωινό που έβρεχε καταρρακτωδώς, ο οδηγός του λεωφορείου έχασε τον έλεγχο κι έπεσε στην στάση, σκοτώνοντας την αδελφή του. Όπως είναι λογικό, αυτό το περιστατικό σημάδεψε τον μικρό. Πολλά χρόνια αργότερα θα έγραφε ένα τραγούδι στην μνήμη της, που θα περιλαμβανόταν στο άλμπουμ του "Μέσω νεφών", το οποίο κυκλοφόρησε το 1986. Ήταν το "Φύσηξε ο Βαρδάρης" και ήταν αδύνατο να το τραγουδήσει δίχως να δακρύσει:
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε,
ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας.
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα.
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας.

Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα.
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα.

Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου,
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Οι θρυλικοί "Μακεδονομάχοι" της Θεσσαλονίκης. Διαλύθηκαν το 1971 με αστυνομική διαταγή. Από αριστερά:
Λεωνίδας Σταματιάδης (ντραμς), Γιάννης Καντζός, Θοδωρής Παπαντίνας (κιθάρες), Νίκος Παπάζογλου (τραγούδι).

Στις αρχές Μαΐου 1978 η Θεσσαλονίκη αρχίζει να δοκιμάζεται από έντονη σεισμική δραστηριότητα. Οι σεισμοί είναι συνεχείς και κάποιοι απ' αυτούς αρκετά ισχυροί, που φτάνουν τα 5,8 ρίχτερ. Ο κύριος σεισμός χτυπάει την πόλη στις 20 Ιουνίου, με 6,5 βαθμούς από βάθος δέκα χιλιομέτρων μόλις και είναι καταστροφικός, με 49 νεκρούς και τεράστιες ζημιές. Ο Παπάζογλου έχει γίνει ήδη χαζομπαμπάς και ανησυχεί για την κόρη του, την Αδελαΐδα. Έτσι, πείθει την γυναίκα του, την Βαρβάρα, να πάρει το μωρό και να πάει να μείνει λίγους μήνες σε κάποιους συγγενείς τους στις ΗΠΑ, ώσπου να τελειώσουν οι σεισμοί.

Με το που μπαίνει ο Αύγουστος, ο Σαββόπουλος τον καλεί να περάσει μαζί του λίγες μέρες στο Πήλιο. Ο Παπάζογλου δέχεται την πρόσκληση. Το κακό είναι ότι ο Νιόνιος έχει μεγάλη παρέα κι ανάμεσα στην παρέα βρίσκεται και μια κοπέλλα, την οποία ο Νίκος ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Το πιθανώτερο είναι πως πρόκειται για έναν ακόμη απ' αυτούς τους καλοκαιρινούς έρωτες που σβήνουν μόλις φτάσει το φθινόπωρο αλλά ο Παπάζογλου υποφέρει, καθώς δε μπορεί να βγάλει από το μυαλό του την γυναίκα του και την κόρη του. Για να γλιτώσει από το καμίνι που τον καίει, αποφασίζει να φύγει. Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη και δίνει διέξοδο στο πάθος του με τον τρόπο που ξέρει καλά: σκαρώνει στίχους.

Εκεί, πάνω στο σβήσε-γράψε, μπαίνει στο στούντιο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και τον κάνει τσακωτό. "Τραγούδι γράφεις;" - "Ναι" - "Δώσε μου να δω". Ο Χριστιανόπουλος ρίχνει μια ματιά και καρφώνει τον Παπάζογλου με το βλέμμα. "Αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι ποίημα" - "Έχω και την μουσική έτοιμη, βρε Ντίνο" - "Να μου το τραγουδήσεις τότε, να τ' ακούσω". Καθώς ο Παπάζογλου τραγουδάει, ο Χριστιανόπουλος παρακολουθεί με προσοχή. "Αν ξεφορτωθείς τις εύκολες ρίμες, σαν το 'έκταση-έξαψη', θα γίνει αριστούργημα", σχολιάζει μόλις ο Νίκος τελειώνει το τραγούδι.

1986: Μόλις έχει ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του "Πότε Βούδας, πότε Κούδας". Νίκος Παπαζόγλου,
Μανώλης Ρασούλης, Πέτρος Βαγιόπουλος και Αντώνης Βαρδής (παραγωγός) ακούνε το αποτέλεσμα.

Ο Παπαζόγλου, προβληματισμένος από το σχόλιο του Χριστιανόπουλου, θα κρατήσει το τραγούδι στο συρτάρι του και θα το δουλέψει για δυο ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το κομμάτι θα βγει στο φως μέσα από το άλμπουμ "Χαράτσι", το οποίο κυκλοφόρησε το 1984. Χαλάλι η πολύχρονη αναμονή, μιας και ο "Αύγουστος" έμελλε να γίνει η ιδανική μουσική έκφραση των ανεκπλήρωτων ερώτων:
Μα γιατί το τραγούδι να `ναι λυπητερό;
Με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε.
Φυλάξου για το τέλος, θα μου πεις

Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος.
Λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος.
"Κουράγιο, θα περάσει", θα μου πεις.

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά,
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου, χιλιάδες φιλιά,
διαμάντια, που απλόχερα μου χάριζε;
Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε;
Από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως,
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που τό 'χει δει;

Μεσ' στο βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται.
Μα, σαν πέφτει η νύχτα, πλημμυρίζει με φως,
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή.

Είσαι ό,τι αγοράζεις (;)

Στα ‘90s, όταν η κατανάλωση έγινε το κύριο στοιχείο ταυτότητας της μεγάλης πλειοψηφίας των ντόπιων, η κινηματική αντίδραση ήταν (και) αυτό το σύνθημα: είσαι ό,τι αγοράζεις.Άλλοτε με ερωτηματικό, άλλοτε χωρίς, αυτές οι τρεις λέξεις περιέγραφαν με ακρίβεια μια μαζική «οντολογική» εξέλιξη, που στην ελλάδα ήρθε με μικρή χρονική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά εκτόνωσε με πολύ μεγαλύτερη ένταση, με την ένταση του λιγούρη, τον κανιβαλισμό της επίδειξης.

Αυτό το «είμαι ό,τι αγοράζω» δεν ήταν απλά ένας μαζικός συνειδησιακός εκφυλισμός. Ήταν, επίσης, μια ανακατασκευή των δημόσιων χωροχρόνων, τόσο με την φυσική έννοια (η πολεοδομία / χωροταξία και η δημόσια τάξη της κατανάλωσης) όσο και σε σχέση με τον «διάλογο του ιδιωτικού με το δημόσιο». Το να «είμαι ό,τι αγοράζω» σήμαινε επίσης να «γίνομαι ό,τι δείχνω»: πέρα απ’ αυτήν καθ’ αυτήν την επίδειξη των εμπορευμάτων (ρούχα, οχήματα, κοσμήματα, οτιδήποτε) οι συμπεριφορές έγιναν γενικευμένες πόζες. Κι αυτή η συν-ήθεια αναμόρφωσε επίσης το τι όφειλε να είναι το «ιδιωτικό Εγώ»: προετοιμασία για την α ή β πόζα ή απολογισμός του τι απέφερε και τι όχι.

Η νεοφιλελεύθερη προτροπή ότι ο «εαυτός μας είναι το κεφάλαιό μας» (μια διεστραμμένη ιδέα που έγινε, ωστόσο, μαζικά και ευχάριστα αποδεκτή) στην μικροαστική της έκφανση έγινε «είμαι ο νταραβεριστής του εαυτού μου»: όταν δεν ποζάρω, γίνομαι ο λογιστής μου, και μετράω κέρδη και ζημιές… Συνεπώς, πίσω απ’ την βιτρίνα του «είμαι ό,τι αγοράζω» και του «είμαι ό,τι δείχνω» φώλιασε για πάντα η δυσ-τυχία: η απειλή της (κοινωνικής) απόρριψης σαν υπαρξιακή χρεωκοπία.

 www.sarajevomag.gr

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Γκάτσου

Οι «Μέρες Επιταφίου» ήταν μια παραγγελία του Μάνου Χατζιδάκι για να έγραφε εκείνος μουσική πάνω στους στίχους του Νίκου Γκάτσου και να παρουσίαζε, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ένα έργο κατάλληλο για τη Μεγάλη Εβδομάδα (1990). Κάτι που, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε.
Μεγάλη Δευτέρα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.
Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.

Μεγάλη Τρίτη

Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίον για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός που ειν΄ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Μεγάλη Τετάρτη

Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.
Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.
Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι.

Μεγάλη Πέμπτη

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!
Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Μεγάλη Παρασκευή

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό
κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ’ ακουμπώ
φίλε δακρυοπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.
Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε.
των αρίστων άριστε.
Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
των μεγίστων μέγιστε.

Μέγα Σάββατον

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.
Πίσω απ’ τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.
Μες στων καιρών την ανημποριά
διώξε το γρέγο και το βοριά
και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
με του θριάμβου σου την κραυγή.

Αμετανόητος υβριστής ο Κασιμάτης

Μπορεί, ως φαίνεται, να εξαναγκάστηκε προ ημερών ο Στέφανος Κασιμάτης να ζητήσει συγγνώμη από την Τασία Χριστοδουλοπούλου για τις απρέπειες και τις χυδαιότητες που είχε γράψει εις βάρος της στην «Καθημερινή», αλλά...
συνεχίζει απτόητος τις αθλιότητες εν είδει χιούμορ. 

Σήμερα, ειρωνεύεται τον πρωθυπουργό για την ονοματοδοσία στις σήραγγες της εθνικής Κορίνθου - Πατρών. Ως εδώ καλά. Όμως κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο όνομα μίας εξ αυτών, «Νίκος Τεμπονέρας».

Γράφει: «Καλά ο Στεφανόπουλος, καλά ο Παπανδρέου. Αλλά ο Τεμπονέρας τι προσέφερε στη χώρα, εκτός από τον θάνατό του, υπερασπιζόμενος μια μαθητική κατάληψη στην Πάτρα; Κακώς απορώ, διότι η ερώτηση περιέχει ήδη την απάντηση. Προσέφερε, διότι δολοφονήθηκε σε μια μαθητική - όχι φοιτητική - κατάληψη και οι καταλήψεις αυτές ήταν το "σχολείο", η πραγματική alma mater του πρωθυπουργού. Οι καταληψίες μας κυβερνούν. Και ποιος ξέρει; Εάν ζούσε ο μακαρίτης, μπορεί σήμερα να ήταν βουλευτής, ίσως ακόμα και υπουργός, του ΣΥΡΙΖΑ»

Τόση μικρότητα, τόση κακία, τόση βλακεία σε λίγες σειρές. Φυσικά ο καθένας έχει το δικαίωμα του αυτοεξευτελισμού και επιλέγει τον τρόπο. Όμως η σκύλευση της μνήμης ενός νεκρού, δολοφονημένου μάλιστα άνανδρα από τραμπούκους, ξεπερνάει τα εσκαμμένα. 

Ο κ. Κασιμάτης -ανιστόρητος, εμπαθής και εμμονικός- μπορεί να ανταποκρίνεται στο δημοσιογραφικό στιλ και στην απεχθή αισθητική που έχει υιοθετήσει εδώ και χρόνια το συγκρότημα Αλαφούζου, όμως όλα έχουν και ένα όριο. Η προσβολή της μνήμης νεκρού, η αμετροέπεια και οι ύβρεις δεν αποτελούν δημοσιογραφία. Αποτελούν δειλία, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται ως μέσο για να πλήξουν πολιτικά πρόσωπα. 

Δεν ξέρω εάν μας κυβερνούν «οι καταληψίες», όπως γράφει ο φαληρίσας Φαληρεύς, ξέρω όμως ότι μέρος της δημοσιογραφίας το έχουν καταλάβει άνθρωποι μικροί, άνθρωποι μίζεροι, άνθρωποι δυσκοίλιοι, «άνθρωποι» με ερωτηματικό. 

efsyn.gr

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Αφιέρωμα: 6 χρόνια εμφύλιος πόλεμος στη Συρία

Eνώ η χώρα βυθίζεται στον έβδομο χρόνο εμφύλιων συγκρούσεων, 4.9 εκατομμύρια άνθρωποι υπολογίζεται ότι έχουν διωχθεί σαν πρόσφυγες και τίποτα δεν δείχνει ότι θα υπάρξει κατάπαυση πυρός
Αν υπάρχει ένα πράγμα, αγαπητοί φίλοι, στον κόσμο που αξίζει την έκφραση “μπλέξιμο”, είναι ο πόλεμος στη Συρία. Αν προσπαθήσει κάποιος να σας πείσει ότι υπάρχει απλή εκδοχή, μην τον πιστέψετε. Αν μάλιστα προσπαθήσει να σας πείσει ότι υπάρχουν καλοί και κακοί, κάπου διώκεται για απάτη.

 To μόνο σίγουρο είναι ότι η αιματοβαμμένη σύρραξη έχει διαρκέσει περισσότερο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει κοστίσει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ίσως το 20% του πληθυσμού της χώρας έχει γίνει πρόσφυγας. Και το τέλος αυτού του πολέμου, φαίνεται πως απέχει ακόμη πολύ.

Σαν εισαγωγικές λεπτομέρειες πρέπει να σημειωθούν τα εξής σχετικά με τη Συριακή Αραβική Δημοκρατία:

Πληθυσμός: 21,96 εκατομμύρια το 2011 που ξέσπασε ο πόλεμος χωρίς να συνυπολογίζονται οι πρόσφυγες από το Ιράκ. Η τελευταία επίσημη απογραφή ήταν τη δεκαετία του ’70.

Θρήσκευμα: Οι κάτοικοι της Συρίας είναι κατά 90% και πλέον Μουσουλμάνοι (74% Σουνίτες, 13% Σιίτες εκ των οποίων το 8% ήταν Αλαουίτες και το 1% Ισμαηλίτες), 3% Δρούζοι και το υπόλοιπο 10% ήταν Χριστιανοί. Οι Αλαουίτες είχαν ειδική σημασία για τη χώρα: σε αυτούς ανήκε η οικογένεια Άσαντ, που κυβερνούσε τη χώρα από τo 1971.

Eθνοτικές ομάδες: Το 65% με 70% τουλάχιστον του πληθυσμού είναι Άραβες, το 7-10% Κούρδοι, υπάρχουν 500.000 Ασσύριοι ενώ υπάρχουν ακόμη Τουρκμένοι, Έλληνες , Kιρκάσσιοι, Αρμένιοι, ντόπιοι Τσετσένοι, και άλλοι ενώ υπήρχαν και 1 -1.5 εκατομμύρια πρόσφυγες από το Ιράκ και 550-600 χιλιάδες από την Παλαιστίνη.

Συρία: Ένα μωσαϊκό αντιθέσεων

Όπως φαίνεται η Συρία ήταν μια εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλευρη χώρα με πολλές και αιχμηρές αντιθέσεις. Πλούσιοι και φτωχοί, πόλη και ύπαιθρος, κοσμικοί και ισλαμιστές, μουσουλμάνοι και αλλόθρησκοι – οι διαμάχες μεταξύ των παραδοσιακών φυλών στην επαρχία της χώρας, σουνίτες και σιίτες, καθεστωτικοί και αντικαθεστωτικοί, φιλελεύθεροι και οπαδοί του αρκετά αυταρχικού, κοσμικού, παναραβικού, όχι ιδιαίτερα σοσιαλιστικού πλέον κόμματος Μπάαθ. Όλα συνθέτουν το ψηφιδωτό των αντιθέσεων που πυροδοτήθηκαν όταν έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, και τροφοδότησαν με τη σειρά τους τον πόλεμο.

Πριν τον εμφύλιο, το 2011 η Συρία βρισκόταν σε ένα ενδιαφέρον σταυροδρόμι.

Ήταν χώρα πιο προοδευτική και με καλύτερο βιωτικό επίπεδο από το μέσο όρο της περιοχής μεν, αλλά με μεγάλες διαφορές ανάλογα με την περιοχή και την κοινωνική τάξη δε. Από την κοσμική μητρόπολη της Δαμασκού με τα nightclub και την σχετικά φιλελεύθερη κουλτούρα στη φτωχή και συντηρητική παραμεθόριο της Νταράα, η ζωή ήταν πολύ άνιση και οι Σύροι το ένιωθαν.

Από θρησκευτικής άποψης, η εμφάνιση των τζιχαντιστών αργότερα παραπλανεί σχετικά με τις θρησκευτικές αντιλήψεις που είχαν οι Σύροι. Ακόμα στις πιο συντηρητικές περιοχές, οι σαλαφιστικές εκδοχές του Ισλάμ (όπως αυτή του ISIS) δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, παρά τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να τις κάνει δημοφιλείς, χρηματοδοτώντας τζαμιά όπου θα εκφράζονταν αυτές οι αντιλήψεις. Στη Συρία, οι αμέτρητες μεγάλες και μικρές θρησκευτικές μειονότητες ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους για πάρα πολλά χρόνια.

Μπάαθ: Από ΠΑΣΟΚ της Συρίας στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις

Οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία δε βοήθησαν την κατάσταση. Το Μπαάθ είχε εγκαταλείψει τις πολιτικές δωρεάν παιδείας και περίθαλψης, κοσμικής ισότητας απέναντι στο νόμο, εύκολης ή δωρεάν στέγασης και πλατιά απασχόλησης μέσω του μεγάλου δημόσιου τομέα που στήριζε κάποτε και εφάρμοζε νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ξεκίνησε ο πατέρας Άσαντ στα 90s και συνέχισε ο γιος του Μπάσαρ την επόμενη δεκαετία.

Η κατάργηση των δασμών χτύπησε άσχημα στη βιοτεχνία της Συρίας και ενίσχυσε την ανεργία. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις μαζί με την τρομερή ξηρασία που πέρασε ο ευρύτερος αραβικός κόσμος το 2006-2010 και μετά σάρωσαν την ύπαιθρο, με αποτέλεσμα τημαζική εσωτερική μετανάστευση προς τα προάστια των μεγάλων πόλεων (Χομς, Χαλέπι, Δαμασκός, Χάμα): κυρίως συντηρητικοί επαρχιώτες, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, οργισμένοι για την καταστροφή της ζωής τους και τον κοινωνικό αποκλεισμό την ακολούθησε.

Η Θρησκεία και το πολιτικό αδιέξοδο είναι ένα εκρηκτικό μείγμα

Στα δημοκρατικά δικαιώματα, η Συρία στην ουσία ήταν μία προεδρική δημοκρατία με ένα κόμμα, το Μπάαθ, το οποίο μέχρι το 2012 είχε ειδικό βάρος που ορίζονταν στο Σύνταγμα. Κάμποσες ισχυρές υπηρεσίες ασφαλείας (που στελεχώνονταν κυρίαρχα από Αλαουίτες) παρακολουθούσαν άγρυπνα τον πληθυσμό με πολύ κόσμο να είναι στις φυλακές, έτσι ώστε να μην υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση. Από την άλλη, ένα πλατύ δίκτυο από αξιωματούχους του κόμματος, τοπικούς παράγοντες, επιχειρηματίες και φυλάρχους εξασφάλιζε ότι όποιος θέλει να προκόψει, έπρεπε να τα έχει καλά με το Μπάαθ.


Το 2012 έγιναν κάποιες ελάχιστες μεταρρυθμίσεις: καταργήθηκε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ίσχυε δεκαετίες και τα ειδικά προνόμια του Μπάαθ, η θητεία του Προέδρου μειώθηκε στα 7 χρόνια και εγκρίθηκε νομικό πλαίσιο πολυκομματικότητας.

Αυτές όμως δεν αρκούσαν στην αντιπολίτευση, ενώ η ελίτ της Συρίας δυσκολευόταν κάνει αληθινές μεταρρυθμίσεις γιατί:

1. Θα διακινδύνευε τα προνόμια της

2. Πίστευε πως ένα πιο φιλελεύθερο καθεστώς ανοίγει το δρόμο για την ανατροπή του κοσμικού κράτους από τους ισλαμιστές

3. Οι οποίοι είχαν κάνει ήδη μια απόπειρα στη Συρία το 1982, την οποία η κυβέρνηση είχε τσακίσει με κόστος χιλιάδες νεκρούς

Ισλαμιστές είναι όσοι πιστεύουν ότι το Ισλάμ και η σαρία (η σαρία) πρέπει να είναι η βάση της πολιτικής και δημόσιας ζωής. Υπάρχουν σε πολλές αποχρώσεις στη Μέση Ανατολή, από το μετριοπαθές κόμμα που κέρδισε τις εκλογές στην Τυνησία μετά την ανατροπή του Μπεν Αλί το 2011 και τη γνωστή Μουσουλμανική Αδελφότητα μέχρι τις τζιχαντιστικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές ήταν ανέκαθεν θανάσιμοι εχθροί με τα κοσμικά στρατιωτικά καθεστώτα στη Συρία, την Αίγυπτο και αλλού.

Από την αραβική άνοιξη ως τον εμφύλιο πόλεμο

H κίνηση που άλλαξε την κατάσταση δεκαετιών σε όλη την περιοχή έγινε γνωστή ως Αραβική Άνοιξη. Βαφτίστηκε από επανάσταση ως συνωμοσία της CIA/της Νέας Τάξης Πραγμάτων, αλλά όπως και να’χει, από το Δεκέμβριο του 2010 που ξεκίνησε στην Τυνησία, απεργίες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και συγκρούσεις σε μια σειρά από χώρες ανέτρεψαν ηγέτες που κυβερνούσαν δεκαετίες, όπως τον Καντάφι στη Λιβύη, τον Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και το Μπεν Αλί στην Τυνησία.

Στις 15 Μαρτίου του 2011 λοιπόν, στη Νταράα της νοτιοδυτικής Συρίας ξεκινάνε οι πρώτες διαδηλώσεις, οι οποίες (προφανώς) αντιμετωπίζονται με συλλήψεις και ξυλοδαρμούς από την αυταρχική παράδοση του καθεστώτος. Τα συνθήματα στην αρχή είναι παρόμοια με των άλλων χωρών: Δημοκρατία, ισότητα, απελευθέρωση των κρατουμένων και μεταρρυθμίσεις.

Καθώς περνούν οι μέρες όμως, τα συνθήματα αρχίζουν να ζητούν την πτώση της κυβέρνησης, αστυνομικά τμήματα και γραφεία του Μπαάθ παίρνουν φωτιά. Σιγά σιγά, οι διαδηλώσεις αρχίζουν να μετρούν νεκρούς μαζικά και οι σποραδικές μέχρι τότε σφαίρες των δυνάμεων ασφαλείας να απαντιούνται με σφαίρες από τους διαδηλωτές.

Μέχρι τον Αύγουστο, Σουνίτες κατά βάση στρατιώτες αρχίζουν να αυτομολούν για να μην πολεμήσουν και κάποιοι για να σχηματίσουν αντικυβερνητικές ομάδες. Η κυβέρνηση μιλά για συνωμοσία και ξένη επέμβαση,η αντιπολίτευση για επανάσταση αλλά το βέβαιο είναι πως η Συρία βρίσκεται πλέον σε εμφύλιο πόλεμο.

Τα μέτωπα: (ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Τουρκία) VS (Ρωσία, Ιράν, Χεζμπολαχ)

Στα διεθνή, η Συρία από τότε που έγινε ανεξάρτητη είχε σε γενικές γραμμές κακές σχέσεις με τη Δύση (ΗΠΑ, Μ.Βρετανία, Γαλλία κλπ), παρά κάποιες πολύ περίεργες συνεργασίες τους . Ήταν παραδοσιακός, σύμμαχος με τη Ρωσία, η οποία διατηρούσε και μια βάση εκεί.

Οι καλές σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν και οι καλύτερες από παλιά σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου ξεχάστηκαν γρήγορα όταν ο πόλεμος ξεκίνησε. Πιστός σύμμαχος, ήταν το Ιράν. Παρότι η κοσμοθεωρία της Δαμασκού διέφερε πολύ από αυτή της Ισλαμικής Δημοκρατίας στην Τεχεράνη, οι ισχυροί κοινοί αντίπαλοι (οι χώρες του Κόλπου, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ) έφταναν για να ενωθούν.
Κι όμως ήταν ξένη επέμβαση: και για τις δύο πλευρές. Η Τουρκία, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία,η Ιορδανία και οι ΗΠΑ υπολόγιζαν πως οι ώρες της κυβέρνησης είναι μετρημένες και έτσι στήριξαν πολιτικά, εκπαίδευσαν και έστειλαν εκατοντάδες εκατομμύριαδολλάρια για όπλα στην αντιπολίτευση.

Στην πλευρά της κυβέρνησης, η Ρωσία δάνεισε απλόχερα λεφτά και όπλα στην κυβέρνηση και την έσωσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επανειλημμένα όποτε η στρατιωτική επέμβαση της Δύσης φαινόταν κοντά. Στο τέλος του 2015 έστειλε και τις ένοπλες δυνάμεις (αεροπορία, στρατό και ναυτικό) της να ρίξουν μερικές βόμβες .

Από την άλλη, Ιρανοί αξιωματικοί εκπαίδευσαν φιλοκυβερνητικές ομάδες και ενώ το Ιράν έβαλε και τα αεροπλάνα ώστε χιλιάδες άντρες από το Ιράν, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν να κάνουν τη διαδρομή Τεχεράνη – Δαμασκός. Έφταναν για να υπερασπιστούν τους ομόθρησκους από τους ένοπλους σουνίτες και πολλοί από αυτούς, για να κερδίσουν μια ιρανική υπηκοότητα.
Σημαντικότερη από όλους αυτούς ήταν η ισχυρή σιιτική ένοπλη Χεζμπολάχ από το γειτονικό Λίβανο, η οποία έφτασε στη Συρία το 2013. Οι έμπειροι και καλά εξοπλισμένοι μαχητές της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να σώσουν την κυβέρνηση, όταν είχε ζοριστεί πραγματικά στο πεδίο της μάχης.

Πως η επανάσταση για τη δημοκρατία έχασε από την Αλ-Κάιντα

Οι αντάρτες, κέρδισαν πολλές μάχες αλλά δεν κατάφεραν να κερδίσουν τις μεγάλες πόλεις και έχασαν πρόσφατα ακόμη και το μισό Χαλέπι το οποίο κατείχαν. Αυτό, μαζί με το συνεχή εμφύλιο μεταξύ τους για χρήματα, όπλα και επιρροή, ήταν η καταδίκη τους.

Ταυτόχρονα, πολλοί από αυτούς που απεχθάνονταν το Μπαάθ, απεχθάνονταν ακόμη περισσότερο τους υπερσυντηρητικούς γενειοφόρους με τα καλάσνικοφ. Μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού είχε συνηθίσει να ζει στη σχετικά προοδευτική Συρία και δεν επιθυμούσε να μαστιγωθεί επειδή άναψε τσιγάρο, ούτε οι γυναίκες να κλειστούν στα σπίτια τους ή ακόμη χειρότερα.

Επίσης, η εξέγερση από ένα σημείο και μετά αφορούσε μόνο τους σουνίτες άραβες: οι μειονότητες φοβόντουσαν για τη ζωή τους και οισφαγές που έγιναν πιο μετά τους δικαίωσαν. Αυτά, μαζί με τους πολύ στενούς οικονομικούς δεσμούς που είχε με πολλούς Σύριους το καθεστώς (δημόσιοι υπάλληλοι πχ), έκαναν τον κόσμο τελικά με ελαφριά ή βαριά καρδιά να διαλέξει τον Άσαντ ως το μικρότερο κακό.

Αυτό το τελευταίο ήταν η ταφόπλακα της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία.

Στην αρχή των διαδηλώσεων, κανείς δεν έδωσε σημασία στα σποραδικά συνθήματα μίσους “Οι Χριστιανοί στο Λίβανο και οι Αλαουίτες στον τάφο” και”Θάνατο στους Δρούζους“. Δυστυχώς όσο περνούσε ο καιρός, τα συντηρητικά συνθήματα των Ισλαμιστών, ενάντια τόσο στο καθεστώς όσο και στις μειονότητες που υποτίθεταιπως το στήριζαν κέρδιζαν αυτά για δημοκρατία και ελευθερία για τους εξεγερμένους Σύριους. Σήμερα οι “μετριοπαθείς” υπάρχουν αλλά είναι λίγοι και με ελάχιστη επιρροή.

Σίγουρα δεν ήταν απλό: οι αντίπαλοι του καθεστώτος είχαν γεμίσει τις φυλακές.

Η βάρβαρη αντιμετώπιση των διαδηλώσεων και των πόλεων που στήριξαν την ανατροπή της κυβέρνησης από το Συριακό Στρατό και τις υπηρεσίες ασφαλείας βοήθησαν να ενταθεί το θρησκευτικό μίσος.

Τελικά όμως, οι ισλαμιστές ήταν πιο μαχητικοί και πιο οργανωμένοι από ομάδες που συγκροτούνταν βασικά επειδή κάποιος τους πλήρωνε. Πιο ισχυρή, πιο έμπειρη, πιο μαχητική από όλες αυτές τις ισλαμιστικές οργανώσεις, ήταν αυτή που έγινε διαβόητη από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους: H Aλ-Κάιντα.

Η άνοδος του ISIS

Όταν μάλιστα βετεράνοι τζιχαντιστές με εμπειρία από το Ιράκ, τον Καύκασο, το Αφγανιστάν κ.α. αρχίζουν να συρρέουν στη Συρία για να βοηθήσουν στον “αγώνα” ενάντια στην “αιρετική” κυβέρνηση του Άσαντ, ήταν το τέλος. Το 2013 η Αλ-Κάιντα είχε φτιάξει στη Συρία μία από τις πιο ισχυρές οργανώσεις των αντικαθεστωτικών, τη Τζαμπάτ Αλ-Νούσρα.

Ταυτόχρονα μια οργάνωση που είχε γίνει γνωστή ως “Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ” είχε κάνει την παρουσία της αισθητή και στη Συρία και κέρδιζε όλο και περισσότερο χώρο τη “μετριοπαθή” αντιπολίτευση. Όταν είχε δυναμώσει αρκετά το καλοκαίρι του 2014, το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία, το γνωστό μας ISIS, άρχισε να σαρώνει ολόκληρες περιοχές της Συρίας και του Ιράκ και η κατάσταση ξέφυγε τελείως.

Παραδόξως, η άνοδος του διαβόητου ΙSIS και ο τρόμος που σκόρπισε σε ολόκληρη την περιοχή είχε μια τελείως απρόβλεπτη συνέπεια. Οι Κούρδοι της Συρίας, όντας δεκαετίες χωρίς δικαιώματα από την κυβέρνηση και με ισχυρότερη δύναμη να τους επηρεάζει το αριστερό κόμμα PYD, δεν είχαν καμιά αγάπη για την κυβέρνηση και είχαν πάρει κι αυτοί τα όπλα εναντίον της.

Μια δύναμη αλλιώτικη από τις άλλες: Οι Κούρδοι

Δεν είχαν αγάπη όμως ούτε για τoυς τζιχαντιστές. Όταν το ISIS έχοντας ανακηρύξει το χαλιφάτο του στη Μοσούλη και όντας ανίκητο μέχρι τότε προσπάθησε να τους τσακίσει, βρήκε τους Κούρδους και τις Κούρδισσες μαχήτριες πολύ σκληρά καρύδια και η ήττα του από αυτούς στην πόλη Κομπάνι, ήταν ολέθρια.

Ήταν τότε που οι ΗΠΑ, θεωρώντας μάλλον ότι μόνο οι ίδιες μπορούν να εισβάλλουν στο Ιράκ, βομβάρδιζαν το ISIS στη Συρία και το Ιράκ. Καθώς οι δικοί τους μαχητές είχαν διαλυθεί ή πιο απλά τους πουλούσαν τα όπλα που τους έδωσαν οι ΗΠΑ (η Μέση Ανατολή ξέρει από παζάρια), οι αμερικάνοι διαλέξουν τους Κούρδους για να υποστηρίξουν και η αλλόκοτη συμμαχία των καπιταλιστικών ΗΠΑ με αριστερούς αντάρτες, έγινε πράξη.

Οι Κούρδοι μαχητές εκτός από την κουρδική αυτονομία υποστηρίζουν επίσης τα δικαιώματα της γυναίκας, των μειονοτήτων, την ανεξιθρησκεία και σοσιαλιστικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και βρήκαν γρήγορα συμμάχους στο πεδίο της μάχης και της πολιτικής. Χιλιάδες Ασσύριοι, Άραβες, Γιεζίντι και άλλοι ενώθηκαν μαζί τους καθώς είδαν σε αυτούς τόσο τη σωτηρία από το κάθε ISIS, όσο και μια πολιτική πρόταση, το είδος της οποίας σπανίζει στη Μέση Ανατολή.

Κι επειδή ο πόλεμος αυτός ποτέ δεν έχει αρκετές εκπλήξεις, η άνοδος των Κούρδων έφερε άλλη μια εξέλιξη. Η Τουρκία, που διαχρονικά φοβάται ότι ένα κουρδικό κράτος θα απειλήσει τα σύνορά της, εισέβαλε στη Συρία για να το καταπνίξει, λειτουργώντας και σαν κηδεμόνας για ένα κομμάτι των ισλαμιστών.

6 χρόνια μετά, ο πόλεμος δεν έχει σταματήσει, αλλά φαίνεται να οδεύει προς κάποιο τέλος. Το ISIS θα συντριβεί, οι αντάρτες, η κυβέρνηση, οι Κούρδοι και οι συμμαχοί τους ίσως συνεχίσουν τον αλληλοσκοτωμό, ίσως αναζητήσουν κάποια πολιτική λύση.

Μέχρι τότε, οι βόμβες θα πέφτουν και πανικόβλητοι άνθρωποι θα τρέχουν πανικόβλητοι για να σωθούν από αυτές ή από το μαχαίρι κάποιων θρησκόληπτων. Και κάποιοι από αυτούς θα καταλήγουν μισοπνιγμένοι και φοβισμένοι, στις όμορφες παραλίες της χώρας που λέγεται Ελλάδα.

luben.tv