ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η νεοκλασική θεωρία και ο καπιταλισμός καζίνο

Ούτε η εξυπνάδα, ούτε η εργατικότητα επεξηγούν το γιατί κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός – αλλά, αντίθετα, η κληρονομική προέλευση, γεγονός που σημαίνει πως τα παιδιά των φτωχών εργαζομένων έχουν πολύ σπάνια ευκαιρίες για να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
.http://www.analyst.gr
Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα δύσκολα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον τρόπο που θέλουμε να τα δούμε…. Η καπιταλιστική «ανάπτυξη» δεν είναι σύμφυτη στον ίδιο τον καπιταλισμό (ο καπιταλισμός δεν είναι συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς).
Είναι η δυναμική της κοινωνίας, στα χέρια μίας καπιταλιστικής ελίτ – μίας ομάδας δηλαδή, στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού.
Έτσι η ιστορία – για την ακρίβεια, η ιστορία ως μέσο καταγραφής των αλλαγών και των εξελίξεων – είναι η ιστορία της επίδρασης των ελίτ, επάνω στην αδρανή μάζα της κοινωνίας” (J. Schumpeter).
.

Άρθρο

Στην οικονομία, η οποία ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική, έχει επικρατήσει η σχολή που πρεσβεύει τη νεοκλασική θεωρία, γνωστή στους περισσότερους ως η οικονομία της δήθεν ελεύθερης αγοράς ή δήθεν φιλελευθερισμός – η βασική διαφορά του οποίου με το νεοφιλελευθερισμό δεν είναι άλλη, από την πλήρη κυριαρχία στο δεύτερο των χρηματοπιστωτικών αγορών, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.

Η νεοκλασική, φιλελεύθερη αυτή σχολή έχει κατασκευάσει τις θεωρίες της σαν να βρισκόμαστε σε ένα είδος Μεσαίωνα – καθώς επίσης σαν να μην έχει μεσολαβήσει ποτέ η βιομηχανική επανάσταση. Παραστατικά λειτουργεί με το μοντέλο ενός ουτοπικού κόσμου, στον οποίο υπάρχουν μόνο λαϊκές αγορές – ενώ οι συναλλαγές αφορούν μόνο πορτοκάλια και μήλα.
Φαίνεται βέβαια παράδοξο, αλλά οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι δεν κατανοούν καν τι σημαίνει να ζει κανείς στο σημερινό σύστημα του εντελώς «ώριμου» καπιταλισμού – όπου κυριαρχούν οι μεγάλοι (too big to fail) πολυεθνικοί όμιλοι, ενώ η κερδοσκοπία είναι αχαλίνωτη. Ακόμη χειρότερα, στη νεοκλασική θεωρία που έχει επικρατήσει τόσο οι επενδύσεις, όσο και οι πιστώσεις (δάνεια), δεν διαδραματίζουν κανέναν κεντρικό ρόλο – ούτε τα χρήματα, ούτε καν τα κέρδη!

Περαιτέρω, μόνο η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση (2008) έχει κοστίσει πολλά τρισεκατομμύρια σε παγκόσμιο επίπεδο – ενώ έχει καταστρέψει (υπερχρεώσει) ολοσχερώς κάποιες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία. Το κραχ αυτό συνέβη επειδή η νεοκλασική θεωρία δεν προβλέπει τέτοιες παγκόσμιες κρίσεις. Αντίθετα, ισχυρίζεται πως οι χρηματαγορές τείνουν να είναι ορθολογικές και αποτελεσματικές – οπότε δεν είναι δυνατόν να προκαλούν κραχ.
Τα νεοκλασικά μοντέλα δε είναι ακόμη πιο εξτρεμιστικά, αφού υποθέτουν ουσιαστικά πως οι άνθρωποι είναι αθάνατοι και παντογνώστες – επίσης, πως υπάρχει στον πλανήτη ένας και μοναδικός καταναλωτής, ο οποίος καταναλώνει ένα και μοναδικό προϊόν! Ως εκ τούτου θυμίζουν το μυθιστόρημα Ροβινσώνα Κρούσου – του μοναχικού καταναλωτή που ζει σε ένα νησί μόνος του, που δεν πεθαίνει, που παράγει ένα προϊόν στη μοναδική εταιρεία που υπάρχει και ανήκει στον ίδιο, ενώ είναι ο μοναδικός της εργαζόμενος.

Τράπεζες, χρήματα και πιστώσεις θεωρούνται περιττά σε αυτό το μοντέλο – όπου, σύμφωνα με τον κάτοχο του Νομπέλ Ronald Coase, «Η νεοκλασική θεωρία είναι μόνο σε θέση να αναλύσει μοναχικούς ανθρώπους, οι οποίοι στην άκρη ενός δάσους συναλλάσσονται με μούρα και καρύδια». Η ανοησία αυτή θα μας προκαλούσε ίσως εύθυμη διάθεση, εάν οι πολιτικές της συνέπειες δεν ήταν τόσο καταστροφικές – κυρίως επειδή ένας από τους βασικότερους ισχυρισμούς της είναι το ότι, η οικονομία τείνει πάντοτε στην ισορροπία, παρά το ότι έχει τεκμηριωθεί πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ποτέ (ανάλυση).

Η έννοια της οικονομικής δύναμης δεν παίζει κανένα ρόλο στη νεοκλασική θεωρία, ούτε η διαφθορά και η διαπλοκή των ισχυρών, ενώ δεν αναρωτιέται καν γιατί υπάρχουν ελάχιστοι πλούσιοι και πολλοί φτωχοί – επειδή, κατά την ίδια, ο καθένας εισπράττει αυτά ακριβώς που προσφέρει! Με το συγκεκριμένο τρόπο, προφανώς δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα στους εκάστοτε προνομιούχους – οπότε είναι πολύ φυσικό να την πιστεύουν, κυρίως όμως να τη διαδίδουν/επιβάλλουν όπου και όπως μπορούν.

Συμπερασματικά λοιπόν η σημερινή, η κυριαρχούσα καλύτερα Οικονομία, δεν έχει καμία σχέση με επιστήμη – αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για Θρησκεία. Με απλά λόγια, όποιος δεν πιστεύει στο αξίωμα της Ισορροπίας, είναι αδύνατον να κάνει καριέρα σε κάποιο σημαντικό Πανεπιστήμιο – αφού όλες οι έδρες κατέχονται από τους πιστούς της νεοκλασικής θεωρίας.
Περαιτέρω, το βασικό δόγμα των καθιερωμένων (mainstream) οικονομολόγων είναι η απόρριψη όλων των μεγάλων θεωρητικών του κλάδου τους, αφού ο Adam Smith, ο Karl Marx και ο J.M. Keynes  διδάσκονται σπάνια, διαστρεβλωμένα ή καθόλου στα Πανεπιστήμια – παρά το ότι έχουν τεκμηριώσει και κυκλοφορήσει παντού τις θεωρίες τους, ενώ χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε καθόλου η σύγχρονη Οικονομία.

Ακόμη χειρότερα, οι καθιερωμένοι οικονομολόγοι προσποιούνται πως οι τρεις παραπάνω μεγάλοι θεωρητικοί είναι πλέον ξεπερασμένοι – φαντάσματα της ιστορίας. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούν το αγαπημένο τους τέχνασμα, σύμφωνα με το οποίο ως «σύγχρονο» χαρακτηρίζεται αυτόματα ότι γράφεται στο παρόν – παρά το ότι η ίδια η νεοκλασική θεωρία προέρχεται από το 19ο αιώνα.

Το πλέον παράδοξο όλων δε είναι το ότι, ενώ προβλέπονται νέες και μεγαλύτερες κρίσεις, οι καθιερωμένοι οικονομολόγοι παραμένουν ακόμη στο μοντέλο της λαϊκής αγοράς – οπότε δεν φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη λύση, εκτός από το να μάθουν οι Πολίτες όσο περισσότερα μπορούν για την Οικονομία. Απλούστερα, οι Πολίτες-εκλογείς δεν επιτρέπεται πλέον να παίρνουν το ρίσκο να αφήνουν την οικονομική σκέψη σε άλλους, αφού τότε θα υποδουλωθούν, θα μετατραπούν σε σκλάβους χρέους και θα καταστραφούν ολοσχερώς.

Στα πλαίσια αυτά, οι στρεβλώσεις και η αστάθεια των καθιερωμένων οικονομολόγων, τους οποίους χρησιμοποιούν τα εκλόγιμα κόμματα για να χαράξουν πολιτική, γίνεται περισσότερο κατανοητή εάν γνωρίζει κανείς τις εναλλακτικές προτάσεις. Δηλαδή, τον Adam Smith, τον Karl Marx και τον J.M. Keynes, οι οποίοι βίωναν την καθημερινότητα όπως όλοι οι υπόλοιποι Πολίτες – ενώ δεν ήταν κλεισμένοι σε γυάλα ή δεν εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα των προνομιούχων, όπως οι σημερινοί τους συνάδελφοι.

Για παράδειγμα, ο Adam Smith είχε διαπιστώσει πριν από περίπου 240 χρόνια πως ούτε η εξυπνάδα, ούτε η εργατικότητα/παραγωγικότητα επεξηγούν το γιατί κάποιος είναι πλούσιος ή φτωχός – αλλά, αντίθετα, η κληρονομική προέλευση, γεγονός που σημαίνει πως τα παιδιά των φτωχών εργαζομένων έχουν πολύ σπάνια ευκαιρίες για να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.

Από την άλλη πλευρά, αρκετοί θεωρούν πως ο Karl Marx είναι ξεπερασμένος, επειδή οι «μάζες» δεν έχουν εξαθλιωθεί εντελώς, όπως είχε προβλέψει. Εν τούτοις, παραβλέπεται το γεγονός πως ήταν ο πρώτος που περιέγραψε σωστά το ρόλο που διαδραματίζει η τεχνολογία στον καπιταλισμό. Επίσης, ήταν ο πρώτος που διέκρινε ότι οι επιχειρήσεις θα γινόντουσαν διαρκώς μεγαλύτερες, έως ότου πάψει εντελώς να υπάρχει ανταγωνισμός – οπότε θα κυριαρχούσαν οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι.

Αυτό φαίνεται πλέον καθαρά σήμερα, με ένα από τα δυσμενή αποτελέσματα του να είναι η τεράστια αποφυγή πληρωμής φόρων εκ μέρους των πολυεθνικών, μέσω της χρήσης των φορολογικών παραδείσων – τους οπαίους έχουν δημιουργήσει οι εξαγορασμένοι από τους ίδιους πολιτικοί. Ως εκ τούτου, όλοι οι υπόλοιποι Πολίτες είναι αναγκασμένοι να συμπληρώνουν οι ίδιοι τα φορολογικά έσοδα, τα οποία διαφεύγουν – με υψηλότερους φόρους και εις βάρος των εισοδημάτων τους.
Τέλος ο J.M. Keynes χαρακτηρίζεται σκόπιμα ως «αριστερός ανόητος», παρά το ότι ήταν φανατικός συντηρητικός – αφού καταγόταν από τη βρετανική ελίτ, κυκλοφορούσε στα σαλόνια των ευγενών και συνομιλούσε με τους πρωθυπουργούς πολλών κρατών. Εκτός αυτού, ήταν επαγγελματίας κερδοσκόπος – επενδύοντας σε συνάλλαγμα, σε εμπορεύματα και σε μετοχές, ενώ χρησιμοποιούσε παράγωγα προϊόντα και δάνεια.

Ήταν δε τόσο επιτυχημένος, ώστε να αφήσει μία περιουσία που υπερέβαινε σε σημερινές τιμές τα 20 εκ. €. Εν τούτοις, επειδή ακριβώς ζούσε από την κερδοσκοπία, γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε να απαγορευθεί – ενώ, όπως είχε πει ο ίδιος, θα έπρεπε να κλείσει εντελώς το χρηματοπιστωτικό καζίνο.

Όμως, επειδή με βάση την οικονομική του πολιτική το κράτος θα πρέπει να επενδύει σε περιόδους ύφεσης (θεωρία της ζήτησης), λόγω του ότι διαφορετικά δεν μπορεί να καταπολεμηθεί καμία οικονομική κρίση, «κατηγορήθηκε» από τους πιστούς της θεωρίας της προσφοράς και της λιτότητας, όπως η Γερμανία σήμερα, ως αριστερός – απλά και μόνο επειδή η τοποθέτηση του ωφελεί τις «μάζες» (πηγή: U. Herrmann)».

Ολοκληρώνοντας, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη λύση, εκτός από το να μάθουν οι Πολίτες όσα περισσότερα μπορούν για την Οικονομία – ειδικά οι Έλληνες, οι οποίοι βιώνουν πρώτοι μία πρωτοφανή επίθεση των αχόρταγων αγορών, χωρίς να υποτιμούμε τις δικές τους ευθύνες.

 http://www.analyst.gr

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Το Ευγνώμον κράτος στους Ταγματασφαλίτες: Επάνοδος στο στράτευμα, προαγωγές μέχρι τον βαθμό του ταξίαρχου και ανάδειξη σε βουλευτές και υπουργούς.


Ο Ιωάννης Ράλλης συνρώγει με Γερμανό αξιωματικό έχοντας δίπλα του τον Πλυτζανόπουλο
Η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, των ένοπλων δωσιλογικών τμημάτων, το 1943, εντάσσεται στην αναδιοργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών -ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943- από τις γερμανικές αρχές κατοχής, ως αντίβαρο προς τη ραγδαία ανάπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε διάφορες περιοχές της χώρας. Αλλωστε, η συγκρότηση αυτών των ένοπλων σωμάτων υπήρξε ένας από τους όρους που είχε θέσει ο Ιωάννης Ράλλης, προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία τον Απρίλιο του1943. 1

Τα πρώτα τέσσερα ευζωνικά τάγματα ιδρύθηκαν με νόμο από την κυβέρνηση Ράλλη τον Ιούνιο του 1943. Τα Τάγματα Ασφαλείας όμως αναπτύχθηκαν ραγδαία από το φθινόπωρο του 1943, όταν άρχισε να διαφαίνεται η ήττα του Αξονα, και ιδιαίτερα από τις αρχές του 1944, οπότε ακολούθησε νομοθετική πρόβλεψη επέκτασης των Ταγμάτων Ασφαλείας και στην επαρχία.

Εμπνευστές των Ταγμάτων φέρονται να είναι αντιμοναρχικοί αξιωματικοί και συγκεκριμένα ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο βενιζελικός, απότακτος του κινήματος του 1935 Στυλιανός Γονατάς, σε συνεννόηση με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες του καθεστώτος, όπως ο Ιωάννης Βουλπιώτης. 2
Ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αρχικά ιδέα βενιζελικών αξιωματικών, στην πορεία έγιναν υπόθεση ακραίων φιλοβασιλικών.

Αυτή η συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας τόσο βενιζελικών όσο και αντιβενιζελικών αξιωματικών δείχνει ενδεχομένως και τα όρια του παλαιού Εθνικού Διχασμού του αστικού κόσμου, που κρατούσε από την εποχή του Α Π.Π. και που διατηρήθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, γύρω από το πολιτειακό ζήτημα.
Αποτυπωνόταν έτσι, στο πλαίσιο του στρατεύματος, μια πρόωρη σύγκλιση όλου του αντι-ΕΑΜικού κόσμου, περιχαρακωμένη στο αφήγημα του αντικομμουνισμού, που προκλήθηκε, όπως είναι λογικό, από τον φόβο τους για κατάληψη της εξουσίας στη μεταπολεμική περίοδο από το ΕΑΜ, το οποίο πλέον είχε δυνατές κοινωνικές ρίζες.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που σχηματίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας κατά το 1943-44, με καθοδήγηση και εξοπλισμό των γερμανικών αρχών κατοχής: η υποκίνηση των εμφύλιων συγκρούσεων, προκειμένου να αυξηθούν τα αντίποινα στο ΕΑΜ, καθώς ο αντικομμουνισμός ήταν έντονα ριζωμένος τόσο στους ναζί όσο και σε όλο το ελληνικό πλέγμα εξουσίας (πλην φυσικά του ΕΑΜ) και το «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τόσο απλά, τόσο κυνικά.

Εξάλλου, στο πνεύμα ότι τα Τάγματα Ασφαλείας «είναι ένα πολιτικό μέσο στην καταπολέμηση του κομμουνισμού» διατυπώθηκε και η ρήση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας στρατηγού Alexander Lohr στις 24/1/1944, ότι πρέπει «να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας»4
Επομένως τα Τάγματα Ασφαλείας, περισσότερο από στρατιωτική βοήθεια σε μπλόκα και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της γερμανικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας, καλούνταν να συμβάλουν στη διεύρυνση του πολιτικού χάσματος 5 και στην ανεπανόρθωτη διαίρεση μεταξύ αφενός του ΕΑΜικού χώρου και αφετέρου όλων των υπόλοιπων που τοποθετούνταν ιδεολογικά απέναντι του.

Οι αγαστές άλλωστε σχέσεις Γερμανών και ταγματασφαλιτών εγγράφονται και στο τηλεγράφημα (2/8/1944) του Heinrich Himmler προς τον ανώτερο αρχηγό των SS και της Αστυνομίας στην Ελλάδα αντιστράτηγο Walter Schimana και μέσω αυτού στον Διονύσιο Παπαδόγγονα των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, όπου χαρακτήριζε τα τελευταία «πιστά και γενναία τμήματα Ελλήνων εθελοντών». 

Οι περιοχές δράσης των Ταγμάτων αυτών, πέρα από τις υπόλοιπες ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις που ενεργούσαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας (ΠΑΟ, ΕΑΣΑΔ κ.ά.), ήταν, εκτός από την Αθήνα κυρίως η Πελοπόννησος (Σπάρτη, Πύργος, Καλαμάτα, Τρίπολη, Πάτρα κ.ά.) και η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο, Χαλκίδα). Στο τέλος της Κατοχής δρούσαν δέκα Τάγματα στην Πελοπόννησο, πέντε στην Αθήνα και από τρία στην Εύβοια και την Αιτωλοακαρνανία. Οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους χιλιάδες άνδρες εντάχθηκαν, εθελοντικά ή μη, στα Τάγματα συνοψίζονται στους εξής: για βιοποριστικούς λόγους ή για πλιάτσικο, ενώ άλλοι ήταν απλώς αντικομμουνιστές ή ανήκαν σε εθνικιστικές οργανώσεις που διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ.

Τα Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου, από την αρχή του 1944, επιδόθηκαν σε άγρια εγκλήματα κατά του πληθυσμού (μπλόκα, συλλήψεις, εκτελέσεις, λεηλασίες χωριών κ,ά), όλα στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου» 7.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι όταν το Τάγμα του Λεωνίδα Βρεττάκου εισέβαλε στην Καλαμάτα (Ιανουάριος 1944), για να «απελευθερώσει την πόλη από το ΕΑΜ», προέβη σε συλλήψεις 200 ατόμων, εκ των οποίων οι περισσότεροι τουφεκίστηκαν. 

Ορισμένα από τα γνωστότερα ονόματα αξιωματικών, επικεφαλής των Ταγμάτων, που έδρασαν σε όλες τις προαναφερθείσες περιοχές είναι τα εξής: Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, Βασίλειος Ντερτιλής, Διονύσιος Παπαδόγγονας, Λεωνίδας Βρεττάκος, Παναγιώτης Στούπας και Νικόλαος Κουρκουλάκος.

Προς το τέλος της Κατοχής, ΕΑΜικές πηγές υπολόγιζαν τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου και της Στερεός σε περίπου 11.000 (αν και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να θεωρείται απόλυτα ασφαλής), εκ των οποίων οι 1.500 βρίσκονταν στην Αθήνα. 8

Κατά τις μέρες πριν από την Απελευθέρωση, όταν οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούσαν από τη νότια Ελλάδα, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ ενάντια στα Τάγματα Ασφαλείας της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη πολλών. Αιματηρές υπήρξαν οι μάχες σε διάφορες περιοχές όπου είχαν περιχαρακωθεί ταγματασφαλίτες (Πύργος, Γαργαλιάνοι, Αχλαδόκαμπος, Μυστράς κ,ά.) 9.

Στον Μελιγαλά, όπου είχε καταφύγει η πλειονότητα των ταγματασφαλιτών Μεσσηνίας, ύστερα από διήμερη σκληρή μάχη (13- 15 Σεπτεμβρίου 1944), το επίσημο ανακοινωθέν του Γ.Σ του ΕΛΑΣ ανέφερε ότι σκοτώθηκαν συνολικά 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες».10

Η λεγόμενη "τελετή της σημαίας". Ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης την έχει παραδώσει στον διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Ιωάννη Πλυτζανόπουλο. Δεξιά από τον τσολιά ο υπουργός Παιδείας Νικόλαος Λούβαρις.

Πέρα όμως από τα ανταρτοδικεία που συγκροτούσε πολλές φορές ο ΕΛΑΣ και όπου εκτελούνταν ταγματασφαλίτες, ήταν πολύ συχνό το φαινόμενο τα μαινόμενα πλήθη των περιοχών που απελευθερώνονταν να επιχειρούν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να σκοτώσουν οι ίδιοι τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών. 
Βέβαια υπήρξαν και αρκετά Τάγματα (όπως της Ναυπάκτου, της Τρίπολης, της Πάτρας, του Γυθείου, του Ναυπλίου, της Κορίνθου κ.ά.) που, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς, με κυβερνητικούς παράγοντες, με στελέχη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ακόμη και με μέλη της τοπικής ΕΑΜικής ηγεσίας, παραδόθηκαν. 11

Κατά την ίδια περίοδο (Σεπτέμβριος - αρχές Οκτωβρίου 1944), στους δρόμους της Αθήνας λάμβαναν χώρα ολοένα και συχνότερες συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας.12 

Ο στόχος του ΕΑΜ, μετά την τελική αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη (12 Οκτωβρίου), ήταν η σύλληψη των μελών τους. Ξεχωρίζει η απόπειρα σύλληψης του Θεόδωρου Πάγκαλου, εμπνευστή όπως είδαμε των Ταγμάτων Ασφαλείας, και του ανιψιού του προαναφερθέντος Διονύσιου Παπαδόγγονα, ταγματάρχη των Ταγμάτων της Αθήνας Θ. Παπαδόγγονα, που όταν στις 27 Οκτωβρίου εθεάθη έξω από το κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων, απόσπασμα της Εθνικής Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ επιχείρησε να τον συλλάβει και αυτός «εξαγαγών αστραπιαίως και στραφείς, επυροβόλησε τον επιχειρήσαντα να τον συλλάβη Γ. Κιάμο, ετών 18, τον οποίον και ετραυμάτισε θανασίμως».13 

Από την άλλη πλευρά, από τις 12 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου δολοφονήθηκαν στην Αθήνα από την Εθνική Πολιτοφυλακή και τον ΕΛΑΣ 9 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. 14

Μια σπάνια φωτογραφία από το λιντσάρισμα 18 ταγματασφαλιτών στον Μελιγαλά από πολίτες στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας στις 17 Σεπτεμβρίου 1944

Το γεγονός αυτό προφανώς επέδρασε στην περαιτέρω καλλιέργεια πνεύματος αντεκδίκησης από τη μεριά των ταγματασφαλιτών, όπως θα δούμε παρακάτω. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσουν την οργή του κόσμου αλλά και την τιμωρία του ΕΛΑΣ, παρατηρήθηκε μεγάλη προσχώρηση μελών των ευζωνικών ταγμάτων της πρωτεύουσας είτε στον ΕΔΕΣ είτε σε εθνικιστικές ομάδες, όπως για παράδειγμα στη «X», που τότε μαζικοποιήθηκε ιδιαίτερα.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις 11 Οκτωβρίου από τους περίπου 4.200 άνδρες των ευζωνικών ταγμάτων παρέμειναν έγκλειστοι στο στρατόπεδο της Σχολής Χωροφυλάκων στου Γουδή μόνο 903, «εν αυστηρά επιφυλακή» και «εν αναμονή διαταγών» του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, στρατιωτικού διοικητή τότε της Αθήνας, που είχε δώσει και τη σχετική εντολή. Ανάμεσα στους φυλακισμένους ταγματασφαλίτες της Αθήνας βρισκόταν και ο διοικητής τους Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.

Ας σημειωθεί εδώ ότι η μεταστροφή στην αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας από το επίσημο κράτος, ήδη από την επόμενη περίοδο, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, αποτυπώνεται και στο κλίμα κράτησης των ταγματασφαλιτών στο στρατόπεδο στου Γουδή, οι οποίοι θα λέγαμε παρέμεναν εκεί χωρίς να έχουν αφοπλιστεί πλήρως. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγάμενα του ταγματασφαλίτη και μετέπειτα αντισυνταγματάρχη πεζικού Παναγιώτη Κυριακού, στου Γουδή «απήλαυνον τον καθαρό αέρα της ελευθερίας», αναλαμβάνοντας δράση ενάντια στους «παρελαύνοντες αλήτες» του ΕΛΑΣ όποτε τους δινόταν η ευκαιρία. 15

Εξάλλου, και αυτό αποτελεί μια ακόμη ελληνική πρωτοτυπία κατά την απελευθερωμένη Ευρώπη, κυκλοφορούσαν στην Αθήνα εφημερίδες που κάθε άλλο παρά κριτική έκαναν στους δωσίλογους της Κατοχής και συγκεκριμένα στα Τάγματα Ασφαλείας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «Μεγάλη Ελλάς», «Επίσημον Οργανον της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνικής Δημοκρατικής Ενώσεως Ελληνοπαίδων (ΕΔΕΕ)» με υπεύθυνο έκδοσης τον I. Ιπποκράτη και κύριο αρθρογράφο τον παλαιό δημοσιογράφο και πολιτικό Ευστράτιο Κουλουμβάκη. 16

Η δίκη στο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ του κατοχικού δημάρχου Καλαμάτας Ηλία Καρατζά κατηγορούμενου για προδοσία στις 13 Σεπτεμβρίου 1944.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό του αντι-ΕΑΜισμού, ενδεικτικά αναφέρουμε πως, σύμφωνα με τον Κουλουμβάκη, μπροστά στα εγκλήματα που διέπραξε στην Κατοχή το ΕΑΜ ενάντια στην αστική τάξη, «οι παρεκτροπές ή μάλλον υπερβολές» των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν πταίσματα που συμβαίνουν «εις παντός είδους και εθνικότητος στρατιωτικόν τμήμα (…) αλλά το σύνολον ήτο άξιον της Πατρίδος. Και αν δεν υπήρχαν τα τάγματα εκείνα η σφαγή θα ήτο μέχρις ίσως εθνικού εξαφανισμού μας. Διά τούτο εγώ τα αποκαλώ τάγματα Εθνικής Σωτηρίας». 17

Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε καλύτερα τη μεταπολεμική πορεία ανδρών, είτε «επωνύμων» είτε όχι, των Ταγμάτων Ασφαλείας, καλό θα ήταν να σημειώσουμε ένα φαινομενικά παράδοξο γεγονός: τη διαφορετική στάση του πλέγματος εξουσίας (εξόριστη κυβέρνηση και Βρετανοί) προς τους συμμετέχοντες στα Τάγματα Ασφαλείας μετά τον Πόλεμο, σε σχέση με τη ρητορική τους κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής. Αυτή η αλλαγή βέβαια, καθώς ήταν ακόμη πολύ νωπές οι μνήμες από τις θηριωδίες, τις οποίες διέπραξαν μαζί με τους Γερμανούς ή και δρώντας αυτόνομα, θα έπρεπε να γίνει σταδιακά και με σχέδιο.

Τον Φεβρουάριο του 1944 στην κοινή σύσκεψη των ανταρτών Μυροφύλλου-Πλάκας, όπου συναντήθηκαν εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, παρουσία αντιπροσώπων της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής, οι «πρόθυμοι ένοπλοι Ελληνες συνεργάτες» των Γερμανών, δηλαδή τα Τάγματα Ασφαλείας, χαρακτηρίστηκαν όχι μόνο κοινός εχθρός όλων, αλλά και «εχθροί του έθνους, εγκληματίαι πολέμου, υπόλογοι εις αυτό διά πράξεις προδοσίας». 

Είχε προηγηθεί άλλωστε ραδιοφωνικό μήνυμα (6/1/1944) της κυβέρνησης Τσουδερού που χαρακτήριζε τα Τάγματα «προδότες» και ακολούθησε η Νομ. Πράξη υπ’ αριθ. 8 της ΠΕΕΑ (24/4/1944), που τους θεωρούσε «εχθρούς της πατρίδας, ενόχους εσχάτης προδοσίας», καθώς και ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου (6/9/1944) που τους ονόμαζε «ένοπλα σώματα εις την υπηρεσίαν του εχθρού» και «έγκλημα κατά της πατρίδος», ενώ και σύμφωνα με τη συμφωνία της Καζέρτας θεωρήθηκαν «όργανα του εχθρού» και «εχθρικοί σχηματισμοί».

Ετσι, ενώ υπήρξαν όλες αυτές και άλλες καταδίκες στη διάρκεια της Κατοχής από όλους τους φορείς εξουσίας (τόσο εντός όσο και εκτός ελλαδικού χώρου), ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε αποχωρούσαν τα γερμανικά στρατεύματα από τη νότια Ελλάδα άρχισε να αναπροσαρμόζεται η αντιμετώπιση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας προς τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς θα αποτελούσαν τη «χρυσή εφεδρεία» για τη διατήρηση της εξουσίας ενάντια σε ένα ενδεχόμενο σχέδιο επίθεσης από την πλευρά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Παρέλαση ΕΛΑΣιτών μετά τις μάχες τους κατά των ταγματασφαλιτών στην Καλαμάτα στις 11 Σεπτεμβρίου 1944. Χαιρετισμός από τον επίσκοπο Γυθείου Χρυσόστομο Δασκαλάκη.

Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι  οι περισσότερες από τις παραπάνω καταγγελίες και καταδίκες της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν σχετικά ασαφείς, χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριμένες οδηγίες, δίνοντας την εντύπωση, ιδιαίτερα προς το τέλος της Κατοχής, ότι γίνονταν πιο πολύ για να προειδοποιήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας να παραδοθούν στους Βρετανούς, όπως θα δούμε και παρακάτω, και ουσιαστικά να σωθούν.

Ενδεικτικό είναι το προαναφερθέν τηλεγράφημα του Παπανδρέου, ύστερα από πιέσεις του Foreign Office (που αναγνώριζε τη σημασία εισόδου του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας), με το οποίο αποκήρυσσε μεν τα Τάγματα Ασφαλείας και καλούσε τους άνδρες τους να περάσουν στη συμμαχική πλευρά, αλλά δεν συνοδευόταν από συγκεκριμένες  εντολές, αντικατοπτρίζοντας την πεποίθηση των περισσότερων υπουργών της κυβέρνησης, που θεωρούσαν τα Τάγματα αποτελεσματικό αντίβαρο στο ΕΑΜ. Επίσης το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο στην Ιταλία σχολίασε ότι θα προτιμούσε τα Τάγματα Ασφαλείας «να παραμείνουν οπλισμένα σε στρατιωτικούς καταυλισμούς».18

Η μόνη σαφής και αρκετά αυστηρή τοποθέτηση-καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε στην προαναφερθείσα Νομ. Πράξη αριθ. 8 της ΠΕΕΑ, όπου αναφέρεται σχετικά: «Οποιος συνεργάζεται με τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους κατακτητές στην καταπολέμηση του εθνικού αγώνα και την καταπίεση του ελληνικού λαού είτε με τη συμμετοχή στη δήθεν κυβέρνηση που αυτοί εγκαθίδρυσαν, είτε με την κατάταξή του στα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρότησαν, είτε με την υποστήριξή του σε αυτά τα όργανα των κατακτητών είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κηρύσσεται εχθρός της Πατρίδας, ένοχος εσχάτης προδοσίας και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και με δήμευση της περιουσίας του». 

Στο ίδιο πνεύμα, ο στρατηγός Σαράφης, μιλώντας εκ μέρους του ΕΛΑΣ, σε μια προκήρυξή του (3/9/1944), μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Οι στρατιώτες των ταγμάτων θα σώσουν τη ζωή τους, εφόσον παραδοθούν με τον οπλισμό τους».

Από την άλλη πλευρά προκειμένου να αντιληφθούμε το σκεπτικό της πλειονότητας της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας σχετικά με τη μεταπολεμική τύχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τη βασική στόχευση του εκτελούντος εκείνες τις κρίσιμες εβδομάδες χρέη γενικού διευθυντή στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, στρατιωτικού διοικητή Αθηνών και υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου σχετικά με τη διατήρηση των Ταγμάτων ως εφεδρείας για την επικείμενη αναμέτρηση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως αποκαλύπτει ο επιτελάρχης του, αντιστράτηγος Θεόδωρος Γρηγορόπουλος: «Εκρίθη συμφερώτερον όπως τα Τάγματα ασφαλείας μη εξωθηθούν παρ’ ημών εις διάλυσιν, αλλ' αφεθούν να παραμείνουν εν λειτουργία άνευ δράσεως», για να συμπληρώσει πως «εννοείται ότι αι ανωτέρω σκέψεις δεν είχον ανακοινωθή παρά εις ελάχιστους εκ των άμεσων συνεργατών μας, η δε έναντι των ταγμάτων ασφαλείας επίσημος στάσις του Στρατιωτικού Διοικητού ελήφθη πρόνοια να παρουσιάζεται σύμφωνος προς την θέσιν την οποίαν έναντι αυτών είχε λάβει η Κυβέρνησις Καΐρου».19

Ταγματασφαλίτες, προσωρινά κρατούμενοι των Βρετανών, πριν αξιοποιηθούν για την αντιμετώπιση του ΕΑΜικού κινήματος.

Είναι ενδιαφέρον όμως να δούμε και την επαμφοτερίζουσα στάση των Βρετανών απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας. Ενώ την άνοιξη του 1944 οι Βρετανοί τα καταδίκαζαν, στις 4 Ιουνίου, έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι αγγλικές υπηρεσίες διέκοψαν τη ρίψη προκηρύξεων στην κατεχόμενη Ελλάδα οι οποίες κατήγγελλαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Επίσης η ελληνική υπηρεσία του BBC στις εκπομπές της προς την Ελλάδα διέκοψε όλες τις άμεσες καταγγελίες κατά των Ταγμάτων, έπειτα από εντολή του Foreign Office, το οποίο προφανώς αντιμετώπιζε θετικά το ενδεχόμενο ένταξης αυτών των σωμάτων στον εθνικό στρατό, που σχεδίαζαν οι αρμόδιες υπηρεσίες στο Κάιρο.20

Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο, πολλά Τάγματα της Πελοποννήσου (όπως της Κορίνθου, της Πάτρας, του Ναυπλίου και της Τρίπολης) 21 με τα οποία δεν είχε δώσει μάχη ο ΕΛΑΣ, έπειτα από παρέμβαση υπουργών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 22 και των Βρετανών, δέχονταν να παραδοθούν μόνο στους τελευταίους, με τους οποίους, όπως πίστευαν και οι Αμερικανού είχαν μυστικά καλές σχέσεις.
Οι ταγματασφαλίτες που παραδόθηκαν στους Βρετανούς και αφοπλίστηκαν, φυλακίστηκαν, αρχικά στο Ναύπλιο, την Ιταλία και τον Αραξο, για να μεταφερθούν μέχρι τις 18 Οκτωβρίου στις Σπέτσες, όπου «δεν είχε πατήσει το πόδι του» ο ΕΛΑΣ.23

Ουσιαστικά φυλάσσονταν εκεί για προστασία από το οργισμένο πλήθος και τον ΕΛΑΣ και στις 31 Οκτωβρίου θα επαναφυλακίζονταν και αυτοί με τους υπόλοιπους «συναδέλφους» τους της Αθήνας στο στρατόπεδο στου Γουδή. Ενδεικτικό όλων των παραπάνω είναι ότι το Τάγμα Ασφαλείας Κορίνθου φόρεσε καινούργιες στολές αγγλικού τύπου και στη συνέχεια, στις 10 Οκτωβρίου, μετονομάστηκε σε «Εθνικήν Οργάνωσιν Εσωτερικής Αντιστάσεως του ΕΔΕΣ»24 

Πρώτο στάδιο για τη διαδικασία της de facto ενσωμάτωσής τους στον εθνικό κορμό είναι η συμμετοχή των περισσότερων κρατούμενων ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, ενάντια φυσικά στον ΕΛΑΣ. 

Ηδη πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες των Δεκεμβριανών, ενδεικτική των προθέσεων της κυβέρνησης σχετικά με τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν η δημοσίευση από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ενός καταλόγου αξιωματικών που θα αναλάμβαναν να οργανώσουν την Εθνοφυλακή, η οποία θα αντικαθιστούσε την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ από την 1η Δεκεμβρίου: οκτώ από τους δεκατέσσερις αξιωματικούς αυτής της λίστας είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας.25

Αλλωστε, πιο πριν, στα μέσα Νοεμβρίου, έγινε γνωστό ότι ο υφυπουργός Στρατιωτικών Λάμπρος Λαμπριανίδης διόρισε περισσότερους από 100 αξιωματικούς των Ταγμάτων στα υπό συγκρότηση τμήματα Εθνοφυλακής, αλλά όταν στις 25 του ίδιου μήνα έγινε γνωστό αυτό, ο Λαμπριανίδης αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Πτολεμαίο Σαρηγιάννη, κάτι που ερμηνεύτηκε, λανθασμένα θεωρούμε, ως υποχώρηση του Παπανδρέου απέναντι στο ΕΑΜ.26

Το πώς εντάχθηκαν οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κυβερνητικό στρατό κατά τα Δεκεμβριανά, όταν τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν περικυκλώσει μέλη της «X» στο Θησείο, αποκαλύπτει με άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» (4/12/1978) ο παλιός βενιζελικός, τότε υφυπουργός των Στρατιωτικών, συνταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής: «Στις 12 Δεκεμβρίου [...] αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου. (…) Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποίησαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε -αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων [...] Δημιουργήθηκαν νέα Τάγματα Εθνοφυλακής και έτσι κατορθώθηκε μια ισορροπία δυνάμεων. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου από όσους είχαν συλληφθή και αυτή είναι η αλήθεια [...]  Οπως ακόμα, ότι στα Δεκεμβριανά δεν πολέμησαν ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Μακαρέζος. Ο πρώτος ήταν υπασπιστής του Παυσανία Κατσώτα, τότε στρατιωτικού διοικητού Αθηνών. Ο δεύτερος ήταν γραμματέας στο υπασπιστήριό μου, ως υφυπουργού Στρατιωτικών».27

Η σχετική εισήγηση χρησιμοποίησης των ταγματασφαλιτών στις μάχες είχε γίνει στις 9 Δεκεμβρίου από τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο. 28 Αλλωστε, από τις 7 Δεκεμβρίου,1.200 περίπου άνδρες των Ταγμάτων, εξοπλισμένοι από την Ορεινή Ταξιαρχία, υπερασπίζονταν ήδη τους στρατώνες στου Γουδή, μέχρι την άφιξη περισσότερων βρετανικών στρατευμάτων, 20 μέρες αργότερα.29

Οπως γίνεται προφανές, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και κάθε λογής ακροδεξιά, φιλομοναρχικά στοιχεία και δωσίλογοι της Κατοχής που βρίσκονταν υπό δικαστικό έλεγχο, επιχείρησαν να ενταχθούν στο στρατόπεδο των μηχανισμών της εθνικοφροσύνης, μέσω των υπηρεσιών τους στον ακραίο αντικομμουνισμό.

Η πρώτη σελίδα του "Εμπρός" (22 Φεβρουαρίου 1945) με τη δίκη των δωσίλογων τέως πρωθυπουργών και υπουργών. Αριστερά Ιω. Ράλλης και δεξιά ο Κων. Τσολάκογλου με τον κατοχικό υπουργό Νικ. Λούβαρι μετέπειτα ακαδημαϊκό.

Αυτή η επιχείρηση ταύτισης των Ταγμάτων Ασφαλείας με τον πατριωτισμό, συνδέοντάς τον άμεσα με την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού εγκλήματος» τόσο κατά την Κατοχή όσο και μετά την Απελευθέρωση, ιδιαίτερα στα Δεκεμβριανά, τους πρόσφερε μια πολιτική αναβάπτιση και την ταυτόχρονη απόσειση των ευθυνών τους σε σχέση με τα δεινά που προκάλεσαν στη χώρα την κατοχική περίοδο. 30

Επόμενο των παραπάνω ήταν το δεύτερο σημαντικό βήμα για την περαιτέρω ενσωμάτωση, de jure αυτήν τη φορά, των ταγματασφαλιτών στο εθνικό, αντικομμουνιστικό αφήγημα: οι λεγόμενες δίκες των δωσίλογων της Κατοχής. Επρόκειτο ουσιαστικά για παρωδία δικών, καθώς σε αλλεπάλληλες δίκες αθωώθηκαν σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί των Ταγμάτων.31

Στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Αθήνας (κτίριο της οδού Σανταρόζα) η πρώτη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και ο Ράλλης, στη θητεία του οποίου ιδρύθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, ξεκίνησε στις 21/2/1945 και διήρκεσε έως τις 31/5/1945.
Να σημειωθεί ότι κλήθηκαν από τον πρόεδρο αρκετοί μάρτυρες κατηγορίας από τη δημόσια ζωή (πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.), που καταδίκασαν έστω χλιαρά την ίδρυση και δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Παπανδρέου, μεταξύ άλλων, κατέθεσε: «Επανειλημμένως η βρετανική κυβέρνηση μου συνέστησε να καταγγείλω τα Τάγματα. Οι σύμμαχοι σαφώς τα αντεπάθουν και ήθελαν την διάλυσίν των». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε: «Είναι αφάνταστος η ζημία που έγινε εις το εξωτερικόν με την ίδρυσιν των Ταγμάτων», για να προσθέσει ότι στην Τρίπολη ο Παπαδόγγονας εσκότωσε, εκρέμασε, εδήωσε και το αποτέλεσμα ήταν να πενταπλασιασθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες η δύναμη του ΕΛΑΣ, καθώς και ότι ο Κουρκουλάκος και ο Παπαδόγγονας είχαν επιστρατεύσει μερικούς αλήτες.32 

Αρκετοί από αυτούς με τις καταθέσεις τους ουσιαστικά μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης. Χαρακτηριστικά, ο πρώην και μετέπειτα πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης κατέθεσε, μεταξύ άλλων: «Είναι γνωστός ο σκοπός των ταγμάτων. Εγιναν διά να χτυπήσουν τα δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις θέλησε να διασφάλιση την δημοσίαν τάξιν». Ο τέως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος ανέφερε: «Τα Τάγματα Ασφαλείας δι’ όλους ημάς υπήρξαν χρησιμώτατα Εις την ύπαιθρον παρέσχον μεγάλην συνδρομήν. Ο λαός ανέπνεε μόλις έβλεπε τα Τάγματα», ενώ ο πρώην υπουργός Γεώργιος Στράτος κατέθεσε πως τα Τάγματα προκαλούσαν τον ενθουσιασμό και θεωρούνταν σωτήρες του λαού.33 

Ο εγκληματίας πολέμου διοικητής των SS στην Ελλάδα, Βάλτερ Σιμάνα, επιβλέπει την εκπαίδευση των γερμανοτσολιάδων με την συνδρομή Ελληνα επίσημου, πιθανότατα του Νικόλαου Λούβαρι, υπουργού Παιδείας και καθηγητή Θεολογίας.

Η δικαστική απόφαση 49/1945 για την ευθύνη του Ράλλη αναφορικά με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε αθωωτική. Τμήμα του αιτιολογικού είναι το εξής: «Εν προκειμένω, ως απεδείχθη εκ της αποδεικτικής διαδικασίας, η υπό του κατηγορουμένου I. Ράλλη και υπό την προεδρίαν της κυβερνήσεώς του συγκρότησις Ταγμάτων Ευζώνων (Τάγματα Ασφαλείας) δεν αποσκόπησεν ούτε εις την άσκησιν βίας καθ’ Ελλήνων ένεκα της δράσεως αυτών κατά των Γερμανών ή Ιταλών, ουδέ ως την διέγερσιν εμφυλίου πολέμου, αλλά κατά την βούλησιν των συγκροτησάντων αυτά, εις την αποκατάστασην της δημοσίας τάξεως εν τη υπαίθρω και εις τας_πόλεις, ήτις είχε επικινδύνως από του θέρους 1942 διασαλευθή ως εκ της δράσεως κακοποιών στοιχείων». 34

Αντίστοιχα, στο νομολογιακό πνεύμα της προηγούμενης δικαστικής απόφασης, κατά το 1945-46 εκδόθηκε μια σειρά απαλλακτικών βουλευμάτων για πρώην ταγματασφαλίτες -στην πλειονότητά τους 18 έως 22 χρόνων και ήδη ενταγμένους στην Εθνοφυλακή-μολονότι είχαν συμμετάσχει σε ναζιστικά αντίποινα και δολοφονίες αντιστασιακών.

Λίγοι μόνο ταγματασφαλίτες παραπέμφθηκαν σε δίκη, 35 για καθαρά «ποινικές υποθέσεις», κυρίως για περιπτώσεις εκβιασμών ή/και καταδόσεις πατριωτών στις δυνάμεις Κατοχής. Ορισμένοι αξιωματικοί της συνωμοτικής ομάδας ΙΔΕΑ, προκειμένου να καταλάβουν καίριες θέσεις στους κόλπους του στρατού, παρουσιάζονταν στις δίκες ταγματασφαλιτών ως μάρτυρες υπεράσπισης, χαρακτηρίζοντας μάλιστα πολλές φορές τα Τάγματα «σήμα κατατεθέν» του έθνους. 36 Ορισμένες φορές μάλιστα όχι μόνο αθωώνονταν κατηγορούμενοι ταγματασφαλίτες, αλλά δικαιώνονταν και νεκροί. 
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη Διον. Παπαδόγγονα, εκ των επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου και γνωστού τόσο για εγκλήματα που είχε διαπράξει όσο και για τις αγαστές σχέσεις του με τους ναζί, που σκοτώθηκε από σφαίρα στα Δεκεμβριανά και προάχθηκε, κατ’ εφαρμογή ενός κατοχικού νόμου, τον Αύγουστο του 1945, μετά θάνατον δηλαδή. Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε σε τέτοιο βαθμό το δημόσιο αίσθημα, ώστε λίγες μέρες μετά η προαγωγή ακυρώθηκε. 37

Συμπερασματικά, η ανακήρυξη του αντικομμουνισμού σε επίσημη κρατική ιδεολογία επέτρεψε στους κατηγορουμένους να χρησιμοποιήσουν την ένταξή τους στα Τάγματα Ασφαλείας ως αντικομμουνιστική περγαμηνή, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να δέχονται τη συμμετοχή τους σε αυτά ως ελαφρυντική περίσταση.
Η αποδοχή από τα δικαστήρια των Ταγμάτων Ασφαλείας ως νόμιμων οργάνων τήρησης της δημόσιας τάξης ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αντιμετώπιση από τα δικαστήρια αυτά μελών του ΕΑΜ, που πολλές φορές μετατρέπονταν από μάρτυρες κατηγορίας σε κατηγορούμενους.

Ενα τρίτο στάδιο όπου αντικατοπτρίζεται η ενσωμάτωση των πρώην αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον εθνικό κορμό αφορά την επανένταξη των περισσότερων από αυτούς στο στράτευμα, καθώς λόγω του αντι-ΕΑΜισμού τους θεωρήθηκαν αξιόπιστοι και σε πρακτικό επίπεδο ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη διεξαγωγή του επερχόμενου εμφύλιου πολέμου. 

Μέσα στο 1945, στο σώμα αξιωματικών του στρατεύματος είχαν προσχωρήσει 228 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων παρακρατικών οργανώσεων. 

Ηδη τον Ιούνιο, η «Λευκή Βίβλος» του ΕΑΜ κατέγραψε τα ονόματα 59 αξιωματικών που είχαν επανενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας (αρχικά στην Εθνοφυλακή και σταδιακά στη Χωροφυλακή και την Αστυνομία), ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου έγινε γνωστό ότι 117 βαθμοφόροι των Ταγμάτων είχαν εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων για να εξελιχθούν σε στρατιωτικούς καριέρας. 
Από τα μέσα μάλιστα του 1946, όταν μετά τις εκλογές ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία το Λαϊκό Κόμμα, τα πρώην στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας ενσωματώνονταν μαζικά στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Υπολογίζονται σε περίπου 1.300 αξιωματικούς. 

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιους από τους αξιωματικούς των Ταγμάτων που επανεντάχθηκαν και προήχθησαν σε ψηλούς βαθμούς της ιεραρχίας: ο διοικητής του Τάγματος Καλαμάτας Διονύσιος Παπαδόπουλος υπηρετούσε το φθινόπωρο του 1945 ως διοικητής τάγματος του ελληνικού στρατού στο Κάτω Νευροκόπι κι αργότερα έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κωστόπουλος προήχθη σε υποστράτηγο και φρούραρχο Αθήνας, ενώ ο διοικητής του Τάγματος Ναυπλίου Παναγιώτης Δεμέστιχας έφτασε στον βαθμό του ταξιάρχου.

Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση υπήρξε ωστόσο αυτή του υποδιοικητή των ταγματασφαλιτών της Χαλκίδας συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη, που λίγο μετά τη Βάρκιζα διορίστηκε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων. Ο διοικητής του A' Ευζωνικού Τάγματος Γ. Σγούρος τοποθετήθηκε το 1948 διοικητής του A' Τάγματος στη Μακρόνησο. 38

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαχείριση της μνήμης των Ταγμάτων Ασφαλείας μέσα από τον πολιτικό λόγο ορισμένων βουλευτών στο εμφυλιοπολεμικό Κοινοβούλιο, μετά τις εκλογές του 1946. Συνεπέστεροι εκφραστές της αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών αναδείχθηκαν οι βουλευτές Αρκαδίας Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Αθηνών Ευστράτιος Κουλουμβάκης και Λακωνίας Νικόλαος Καράμπελας. Η δυναμικότερη παρέμβαση αυτών και κάποιων ακόμη βουλευτών έγινε στις 27 Οκτωβρίου 1948, κατά τη συζήτηση του νόμου 844 για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (εννοείται όχι της ΕΑΜικής), όπου ζήτησαν να ταυτιστούν οι ταγματασφαλίτες με τους εθνικόφρονες αντιστασιακούς (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά), αιτούμενοι ουσιαστικά αμνηστία, κάτι που δεν επιτεύχθηκε τότε θεσμικά.

Ο φούρνος του Γκουραμάνη, ο φούρνος -τάφος όπου κάηκαν ζωντανά ύστερα από βασανιστήρια, από τους ταγματασφαλήτες εβδομήντα γυναικόπαιδα του Χοριάτη (φωτογραφία και λεζάντα από τη "Λαϊκή Φωνή" όργανο του Γ.Π Μακεδονίας του ΚΚΕ 11 Δεκεμβρίου 1944)

Ας δούμε και κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις μετεμφυλιακής «καριέρας» ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας σε άλλα πεδία της δημόσιας σφαίρας. Ο Χρήστος Γερακίνης, που συναντήσαμε και νωρίτερα, εκλέχτηκε βουλευτής Χαλκίδας με τον Ελληνικό Συναγερμό και το 1954 διορίστηκε υφυπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Παπάγου. Ο προαναφερθείς βουλευτής Γυθείου από το 1946 Νικόλαος Καράμπελας με το Λαϊκό Κόμμα, ο οποίος ήταν στέλεχος του εκεί Τάγματος Ασφαλείας.

Αναφορικά με τον πρώην δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ενώ έχουν ακουστεί πολλά για ανάμειξή του στα Τάγματα Ασφαλείας (ακόμη και σε έρευνες δημοσιευμένες στο εξωτερικό), το πιθανότερο, αλλά όχι βέβαιο, σύμφωνα με τον ιστορικό Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, είναι ότι δεν συμμετείχε άμεσα σε αυτά. 39 
Ωστόσο, επί χούντας- και μάλιστα όπως φαίνεται με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου- ένα άλλο διαβόητο στέλεχος των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο Νικόλαος Κουρκουλάκος, έκανε καριέρα ως διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας, καθώς διορίστηκε στο πόστο αυτό στις13/2/1969.

Ο στρατηγός Πατίλης, πρώην στέλεχος του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου, διετέλεσε υπουργός Β. Ελλάδας (1967-68) και β' αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (1968-70).

Η χούντα επιχείρησε να εντάξει «φωτογραφικά» τα Τάγματα Ασφαλείας σας αντιστασιακές οργανώσεις με το ΝΔ179/1969, αλλά ακόμη και αυτή αποδείχθηκε σχετικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ανοιχτά την «προσφορά» των Ταγμάτων, καθώς προφανώς έκρινε ότι θα προκαλούσε περαιτέρω ζημιά στην ήδη πληγωμένη δημόσια εικόνα της εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας.

Τέλος, όπως εύστοχα σημειώνει ο Τάσος Κωστόπουλος, η μνήμη των πρώην ταγματασφαλιτών πολλές φορές αυτολογοκρινόταν, καθώς οι δωσιλογικές πράξεις τους δεν μπορούσαν εύκολα να γίνουν δημόσια αποδεκτές.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του '50, όταν η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ζήτησε από πολλούς αξιωματικούς των πρώην Ταγμάτων Ασφαλείας να συντάξουν «λεπτομερή έκθεσιν» της δράσης τους στην Κατοχή, προκειμένου να γραφτεί η επίσημη «συγγραφή της ιστορίας Εθνικής Αντιστάσεως διά την χρονικήν  περίοδον 1941-44, με θέμα την συγκρότησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας [και] τας διεξαχθείσας υπό τούτων επιχειρήσεις», πολλοί από αυτούς δεν απάντησαν, προτιμώντας τη σιωπή. Ανάμεσα σε αυτούς που δεν απάντησαν ήταν και τα σημαντικότερα στελέχη τους: Πλυτζανόπουλος (Αθήνα), Κουρκουλάκος (Πάτρα), Ταβουλάρης (Τρίπολη), Γερακίνης (Εύβοια), Μουστακόπουλος (Ναύπλιο), κ.ά., ενώ αυτοί που προθυμοποιήθηκαν περισσότερο να απαντήσουν στο αίτημα της ΔΙΣ ήταν τα μέλη των μονάδων που βρίσκονταν στη νότια Πελοπόννησο και που έδωσαν τις σκληρότερες μάχες με τον ΕΛΑΣ το φθινόπωρο του 1944. 40

Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό της στρατηγικής της λήθης της κατοχικής δράσης τους, πρώην μέλη των Ταγμάτων συμμετείχαν επίσης σε διάφορες συνωμοτικές ομάδες, όπως ο ΙΔΕΑ, αλλά και σε παραστρατιωτικές και παρακρατικές οργανώσεις, δεδομένου ότι από τη φύση τους στην Κατοχή ήταν ημιστρατιωτικές ομάδες που δρούσαν με τη δομή των Ταγμάτων Εφόδου. Οι πρώην ταγματασφαλίτες αποτελούσαν τον κατεξοχήν μηχανισμό που καθόρισε τη συγκρότηση και τη μορφή των δυνάμεων του παρακράτους μεταπολεμικά και είχαν κάθε λόγο να επιδίδονται σε εθνικιστική πλειοδοσία, καθώς επιχειρούσαν, όπως είδαμε και προηγουμένως, να αποφύγουν να λογοδοτήσουν δικαστικά για τον δωσιλογισμό τους. 41

Συμπερασματικά, σε όλη τη μεταπολεμική και ιδιαίτερα τη μετεμφυλιακή περίοδο, καθώς δεν ήταν εύκολο οι «πρόθυμοι συνεργάτες» των Γερμανών να μετατραπούν αυτόματα σε «ήρωες», τους επιφυλάχθηκε σιωπηρά, αλλά μεθοδευμένα, η θέση των «θυμάτων του ΕΛΑΣ», στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού εθνικού αντικομμουνιστικού αφηγήματος. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι παρατηρήθηκε μια άνευ θορύβου ένταξη των ανδρών και των αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό (στρατός, δημόσιες υπηρεσίες, πολιτική σφαίρα) ή η δραστηριοποίησή τους σε ποικίλες παρακρατικές οργανώσεις, επιτρέποντας τη σιωπηλή αποκατάστασή τους.

Παραπομπές

1 Ο πραγματικός λόγος δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας καταγράφεται και σε επιστολή του δωσίλογου πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη προς τον στρατηγό των ναζί Hans Speidel στις 20 Δεκεμβρίου 1943, βλ. Μ. Χαραλαμπίδης, «Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους. Η αιχμή του αντικομμουνιστικού αγώνα της κυβέρνησης Ράλλη στην κατοχική Αθήνα», στο Π. Βόγλης, Φ. Τσίλαγα, I. Χανδρινός, Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 169: «Γνωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού κινήματος. Οι συνεχείς προσπάθειες μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές [...] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων [...]».

2 0 επιχειρηματίας και συνεργάτης των Γερμανών Ιωάννης βουλπιώτης ήταν στην περίοδο της Κατοχής αντιπρόσωπος της Siemens Ελλάδας, βλ.Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Πόλις, Αθήνα, 2014, σ. 60, Σπύρος Γασπαρινάτος, 0ι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις. Δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εστία, Αθήνα, 2015, σ. 98,105, Ιζαμπέλλα Παλάσκα, Αγγελος ή δαίμων. 0 αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Λιβάνης, Αθήνα, 2012, σ. 317-323. Αναφορικά με τους Πάγκαλο και Γονατά, η συμβολή τους στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας επικεντρώθηκε -εκτός των άλλων- και στην προσέλκυση έμπειρων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, κυρίως από τον ΕΔΕΣ Αθήνας, για τη στελέχωση των Ταγμάτων. Σημειωτέον δε ότι οι διεργασίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του ΕΔΕΣ Αθήνας, ανάμεσα στο αντιστασιακό-δημοκρατικό τμήμα του και σε αυτό που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, γνωστό και ως «προδοτικός» ΕΔΕΣ. Βλ. Χαραλαμπίδης, «Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας...», ό.π., α. 170-171.

3 Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ, Αθήνα, 2005, σ. 27.

4 Hagen Fleischer, «Νέα στοιχεία για τη σχέση γερμανικών αρχών Κατοχής και Ταγμάτων Ασφαλείας», Μνήμων, τομ. 8,1980-1 σ.193

5 Η δράση των Ταγμάτων προετοίμαζε το έδαφος γι’ αυτό που οι ναζιστικές υπηρεσίες ονόμαζαν «θέση του χάους», δυναμικές, βίαιες ενέργειες (π.χ. ανατίναξη λιμανιών και εργοστασίων, σύλληψη πολιτικών, μαζικές εκτοπίσεις στη Γερμανία, αιματηρές επιχειρήσεις κατά της Αντίστασης κ.ά.), προκειμένου, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, η χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης και αναρχίας, βλ. Πολυμερής Βόγλης. Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010, σ. 130.

6 Mark Mazower, Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994, σ. 355, Στρατός Δορδανάς, «Τάγματα Ασφαλείας και αυτόνομες μονάδες», Καθημερινή, 31/12/2010.

7 Ανάμεσα στα άλλα δεινά που προκάλεσαν, καλό είναι να σημειωθούν και οι κατασχέσεις από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας ειδών που πρόσφερε ως βοήθεια ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε διάφορες περιοχές της χώρας το 1944, βλ. Γιάννης Σκαλιδάκης, «Η διανομή της ξένης βοήθειας στην επαρχία την περίοδο της κατοχής. Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις», στο Πολυμερής Βόγλης, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός, Μενέλαος Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 41-42.

8 Σύμφωνα με το Δελτίο Πληροφοριών του ΕΛΑΣ της 1ης Οκτωβρίου 1944, στην ύπαιθρο οι ταγματασφαλίτες ήταν 13.880, ήτοι 7.600 στην Πελοπόννησο, 1.990 στην Εύβοια, 1.200 στη Στερεά, 300 στην Ηπειρο και 2.590 στη Μακεδονία, βλ. Ν. Αναγνωστόπουλος, Παράνομος Τύπος, Αθήνα, 1960, σ. 208-212 και Μιχάλης Λύμπεράτος, Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, σ. 274,291.

9 Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση..., ό.π., σ. 72.

10 0 Μελιγαλάς θα αναδεικνυόταν όλα τα επόμενα χρόνια από την επίσημη προπαγάνδα σε σύμβολο της «κομμουνιστικής βαρβαρότητας», ανεβάζοντας σε υπερβολικά νούμερα τον αριθμό των θυμάτων και μυθοποιώντας, μέσα από το αντικομμουνιστικό αφήγημα (επενδυμένο για χρόνια και τελετουργικά), τις «θηριωδίες του ΕΛΑΣ», βλ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 66-67, Κουσουρής, ό.π., σ. 110-111.

11 Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 68-69. Ακόμη και ο ίδιος ο Αρης Βελουχιώτης, καπετάνιος του Γ.Σ του ΕΛΑΣ, που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στην Πελοπόννησο, έδωσε ρητές εντολές στην 3η Μεραρχία του ΕΛΑΣ να αποτραπεί το πλήθος από το να λιντσάρει τους άνδρες ίων Ταγμάτων, βλ. Λυμπεράτος, «Τα γερμανικά αντίποινα...», ό.π„ σ. 95.

12 Κουσουρής, ό.π., ο. 115.

13 Ελευθερία, 28/10/1944 και Κουσουρής, ό.π., σ. 120.

14 Μ Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944. Η Μάχη της Αθήνας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2014, σ.45.

15 Πρόκειται για σχετική αναφορά του Παναγιώτη Κυριακού το 1957 προς το ΓΕΣ για τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως παρατίθεται στο Κουσουρής, ό.π., σ. 139-140.

16 Τον Κουλουμβάκη τον συναντάμε και παρακάτω, ως βουλευτή-υμνητή των Ταγμάτων Ασφαλείας.

17 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Δεκέμβρης 1944, τέλος και αρχή», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκοπής Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση 1940-1945, τ. Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σ. 382-383.

18 Mark Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής δικαιοσύνης: Ελλάδα, 1944-45», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σ. 37

19 Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, Από την κορυφήν του λόφου, Αθήναι, 1966, σ. 267-268.

20 Παπαστράτης, ό.π„ σ. 38.

21 Κανελλόπουλος, ό.π., σ. 650-659.

22 Ενδεικτικό της μεταπολεμικής αντιμετώπισης των Ταγμάτων Ασφαλείας από φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς είναι ότι στις αρχές Οκτωβρίου 1944 ο Π. Κανελλόπουλος, σύμφωνα με δικά του λεγόμενα, κατά την παράδοση του Τάγματος Ασφαλείας Τρίπολης (υπό τη διοίκηση του Διον. Παπαδόγγονα) ξαναβρίσκει «τους παλιούς πολιτικούς του φίλους» και αναφέρεται στους αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας ως «πατριώτες αξιωματικούς», βλ. Κανελλόπουλος, ό.π., σ. 654-663.

23 Κουσουρής, ό.π., σ. 109,123, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 69-70.

24 Κουσουρής, ό.π., σ. 100.

25 Κουσουρής, ό.π., σ. 154, Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 89.

26 Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 58.

27 Πέτρος Ρούσος, Η μεγάλη πενταετία, τ. β ’, Αθήνα, 1986, σ. 358-359.

28 Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Τυπογραφεία «Ακροπόλεως», Αθήναι, i960, σ. 598, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 71.

29 Η συμμετοχή των στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες των Δεκεμβριανών πιστοποιείται και από τις εκθέσεις της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στις οποίες καταγράφονται νεκροί άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας Πατρών, Τριπόλεως, Γυθείου και Χαλκίδας, βλ. Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών, Εκταφές, 1945 και Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 129,285. Παρ’ όλα αυτά ο Γ. Παπανδρέου, εξεταζόμενος ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δωσίλογων, αρνήθηκε ότι κατά τα Δεκεμβριανά χρησιμοποιήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, βλ. Θεμιστοκλής Τσάτσος, Ο Δεκέμβριος 1944, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήναι, 1945, σ. 56-57, Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 133.

30 Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 268.

31 Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 326.

32 Βλ. Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 212-213,216.

33 Βλ. Κουσουρής, ό.π., σ. 286.

34 Γασπαρινάτος, ό.π., 300-301, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 76-77.

35 Ενας από αυτούς ήταν ο πρώην διοικητής των ευζωνικών ταγμάτων Αθήνας Πλυτζανόπουλος (23/10/1946), για τον οποίο κατέθεσε ως μάρτυράς υπεράσπισης ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Μ. Καρζής τα εξής: «Εις τον Πλυντζανόπουλον και τα τάγματα αξίζει εθνική ευγνωμοσύνη», για να συμπληρώσει «αν δεν ήτο αυτός, κ. πρόεδρε, ούτε σεις θα είσαστε εις την έδραν που κατέχετε, ούτε εγώ μάρτυς». Η δίκη αναβλήθηκε και η απόφαση στις 28/3/1947 ήταν αθωωτική τόσο για τον Πλυτζανόπουλο όσο και όλους τους συγκατηγορούμενούς του για το σύνολο των κατηγοριών, βλ. Κωστόπουλος, ό.π., 77-78.

36 Βλ. Κουσουρής, ό.π., σ. 436-437.

37 Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής...», ό.π., 45, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 90, Κουσουρής, ό.π,, σ. 437.

38 https://xvzcontagion.wordpress.com/2016/08/16/

39 Για μια ενδελεχή έρευνα σχετικά με την οποιαδήποτε ανάμειξη ή όχι του Παπαδόπουλου στα Τάγματα Ασφαλείας, βλ. Καλλιβρετάκης, «Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και “X”: Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού», Αρχειοτάξιο, τ. 8, 2006, σ. 109-147.

40 Κωστόπουλος, ό.π., σ. 12,64,88, 113-114.  Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 274.

41 Λυμπεράτος. Στα πρόθυρα ... ο.π. σ 274

Πηγή: Του Νίκου Τσικρίκη, υποψήφιου διδάκτορα Ιστορίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας- History HOT DOC

Λευκή Τρομοκρατία. Το οργανωμένο έγκλημα πρελούδιο του Εμφυλίου.

Το όργιο αίματος με τη συνεργασία των κρατικών αρχών και την ανοχή των Βρετανών.

Τον Φεβρουάριο 1945, η Συμφωνία της Βάρκιζας σηματοδότησε σε πολιτικό επίπεδο αυτό που είχε συντελεστεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα στο στρατιωτικό: την ήττα του ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά και την υπερίσχυση με τα βρετανικά όπλα των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Διακηρυγμένος σκοπός της Συμφωνίας ήταν να τεθούν το πλαίσιο και οι προϋποθέσεις για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, την ισοτιμία, τη δημοκρατία, την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και την κατάργηση κάθε ανελεύθερου μέτρου.
Πριν ωστόσο ακόμη στεγνώσει το μελάνι από την υπογραφή της, η Συμφωνία καταπατήθηκε, παρόλο που το ΕΑΜ τήρησε τις δεσμεύσεις του και παρέδωσε τον αριθμό των όπλων που είχε συμφωνηθεί.

Οι παραβιάσεις δεν αφορούσαν μόνο το ζήτημα της αμνηστίας, αλλά επεκτάθηκαν σε όλα τα σημεία: ενεργοποίηση ενός αντικομουνιστικού νομοθετικού οπλοστασίου, όπως το Ιδιώνυμο 1, καταστροφή των τυπογραφείων και περιορισμοί στην κυκλοφορία του αριστερού Τύπου, παρεμβάσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, παρωδία της δίκης των δωσίλογων, δικαιολόγηση της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας και εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από κάθε ΕΑΜικό στοιχείο.

Το ζητούμενο για τους νικητές των Δεκεμβριανών και τους Βρετανούς πάτρονές τους ήταν η ανασύνθεση των αστικών πολιτικών σχέσεων που είχαν διαρραγεί στην Κατοχή. Καθώς τα παραδοσιακά αστικά κόμματα δεν είχαν προλάβει να ανασυγκροτηθούν ούτε μπορούσαν να αρθρώσουν επαρκή ιδεολογικό λόγο, εναλλακτικό στο ΕΑΜ, αναζητήθηκαν άλλα, μη πολιτικά μέσα, τα οποία θα οδηγούσαν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: την παλινόρθωση του προπολεμικού στάτους κβο και την εξουδετέρωση της ΕΑΜικής επιρροής.

Την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ ακολούθησε μια αιματηρή καταστολή με χαρακτηριστικά τρομοκρατίας, που έμεινε γνωστή ως Λευκή Τρομοκρατία. Στο στόχαστρο τέθηκαν όσοι είχαν μετάσχει στην ΕΑΜική αντίσταση και στήριζαν πολιτικά το ΕΑΜ και τις οργανώσεις του. Σκοπός ήταν η αλλαγή του πολιτικού τους φρονήματος καθώς το ΕΑΜ, αν και είχε ηττηθεί στρατιωτικά στη μάχη της Αθήνας, διατηρούσε ακμαίες τις πολιτικές του δυνάμεις.

Οι παρακρατικές συμμορίες που συγκροτήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια ανέλαβαν αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως βρόμικη δουλειά. Στην ουσία έκαναν αυτό που δεν μπορούσαν να κάνουν φανερά εξαιτίας των δεσμεύσεων της Βάρκιζας, των βρετανικών περιορισμών και της κατακραυγής της διεθνούς κοινής γνώμης οι επίσημες κρατικές αρχές οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να διατηρήσουν μια επίφαση νομιμότητας. Λειτούργησαν ως μηχανισμός αναδιανομής της πολιτικής εξουσίας, υποκαθιστώντας την επίσημη κρατική εξουσία χωρίς να υπόκεινται σε κανένα περιορισμό και έλεγχο.

Το αντιΕΑΜικό μέτωπο συγκροτούσαν όσοι είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές ή είχαν επωφεληθεί οικονομικά από τις κατοχικές συνθήκες: μαυραγορίτες και δωσίλογοι που εξαρτούσαν την κοινωνική τους επιβίωση από την ατιμωρησία που τους εξασφάλιζαν οι μετακατοχικές κυβερνήσεις, πάσης φύσεως ακροδεξιά και φιλομοναρχικά στοιχεία, πρώην μέλη Ταγμάτων Ασφαλείας, ακόμα και κοινοί ληστές. Μαζί τους ήταν όσοι συγκρούστηκαν με το ΕΑΜ για διάφορες αιτίες κατά τη διάρκεια της Κατοχής καθώς και συγκροτημένα κέντρα παραεξουσίας στους κόλπους του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Μια σειρά από φιλομοναρχικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και τις επαρχιακές πόλεις, όπως η X και η ΕΒΕΝ, οι οποίες αποτέλεσαν εκτός από φορείς προπαγάνδας και τις ομάδες κρούσης. 2
https://lefterianews.files.wordpress.com/2016/12/image017.jpg




Στην ύπαιθρο το Γενικό Επιτελείο Στρατού κατέγραφε πολυπληθείς παρακρατικές συμμορίες:

Α) Στην Πελοπόννησο: Στην Καλαμάτα ο Μαγγανάς, στη Λακωνία ο Κατσαρέας και μετά τον θάνατό του ο Γερακάρης και ο Καμαρινέας.

Β) Στη Στερεά Ελλάδα και στη Θεσσαλία, ο Σούρλας (Ανατολική Θεσσαλία), οι Καλαμπαλίκης, Βελέτζας, Ταμπούρος, Τσαντούλας(Δυτική Θεσσαλία). Οι Κουμουμτζής, Μαϊμάνης και Μπίζης(Καλαμπάκα, Τρίκαλα και Κόζιακας) και ο Βουρλάκης (Λαμία).

Γ) Στην Ηπειρο και Λάκκα Σούλι: οι Κολιοδημήτρης, Μπαλούμπας, Κάτσιος, Πανταλέων (Θεσπρωτία).

Δ) Στη Μακεδονία: ο Τσαούς-Αντών (Δράμα), οι Κάπας και Βαγγέλης(Χρυσούπολη – Καβάλα).

Η μη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, η στελέχωσή του από αδιάλλακτους θιασώτες του αντικομμουνισμού, καθώς και η αδυναμία ελέγχου των κατώτερων κλιμακίων του κράτους επιδείνωναν την κατάσταση. Οι κρατικές αρχές απουσίαζαν από μεγάλα τμήματα της ελληνικής υπαίθρου· ανεύθυνες, ανεξέλεγκτες ομάδες πρόβαλαν τον κοινωνικό τους ρόλο ως απόλυτα αναγκαίο ώστε να αντιμετωπιστεί η κομμουνιστική ανταρσία και να αποκοπεί η Αριστερά από την κοινωνική της βάση.

Επρόκειτο κατ’ ουσίαν για πρόσκαιρες στρατιωτικές μονάδες ασύντακτες, χωρίς πειθαρχία και συνοχή. Σύμφωνα με τον στρατηγό Δ. Ζαφειρόπουλο «απέφευγον τον αγώνα κατά των συμμοριακών μονάδων και κυρίως η δράσις των εστράφη κατά των οπαδών του ΕΑΜ. Ο απολογισμός του έργου των κατά πλειονότητα είναι αυθαιρεσίαι εις βάρος της τάξεως και αντιποίησις της εξουσίας των οργάνων της τάξεως» 3.

Το νήμα που ένωνε τις παρακρατικές αυτές οργανώσεις ήταν η επίκληση του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης, καθώς και η σχέση συνέχειας με τις αντικομμουνιστικές οργανώσεις της Κατοχής. Πίσω από την επίκληση της εθνικοφροσύνης και την προσπάθεια αποφυγής της μεταπολεμικής τιμωρίας υπήρχαν και πιο ταπεινά κίνητρα. Η συμμετοχή σε παρακρατική οργάνωση αποτελούσε ένα μέσο πλουτισμού μέσω της αρπαγής και της λεηλασίας της περιουσίας του αντιπάλου, αν και επεκτάθηκε και στο σύνολο του πληθυσμού.

Η επίδειξη αντικομμουνιστικού ζήλου περιλάμβανε πρακτικές όπως η διαπόμπευση, ο ξυλοδαρμός ή ο βιασμός, ακόμη και αποκεφαλισμό και περιφορά των κομμένων κεφαλών για παραδειγματισμό, αλλά και για να εισπραχθούν τα χρήματα από επικηρύξεις. Λόχοι κυνηγών (κατά το κυνηγοί κεφαλών) σχηματίστηκαν σε όλη την επικράτεια, όπως αυτός του ταγματάρχη Αριστείδη Κρανιά, πρώην διοικητή του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ, ή του Γεωργίου Τολιόπουλου, διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Αγρίνιου.

Η τρομοκρατική δράση των συμμοριών δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της Αριστεράς και των οπαδών της αλλά και οποιοσδήποτε επιθυμούσε μια δημοκρατική και ειρηνική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Υπόμνημα πέντε ηγετικών προσωπικοτήτων των Φιλελευθέρων (Θεμ. Σοφούλη, Γ. Καφαντάρη, Εμμ. Τσουδερού, Νικ. Πλαστήρα και Αλεξ. Μυλωνά) στις 5 Ιουνίου 1945 συνόψιζε εύγλωττα την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί:

«Αι τρομοκρατικοί οργανώσεις της άκρας δεξιάς, ίων οποίων αι κυριώτεραι είχον οπλισθή εν μέρει υπό των Γερμανών και παντοιοτρόπως συνειργάσθησαν μετ’ αυτών, όχι μόνον δεν αφωπλίσθησαν, όχι μόνον δεν διώκονται, αλλά αναφανδόν συμπράττουν με τα όργανα της τάξεως, προς τελείαν, κάθε δημοκρατικής φωνής, κατάπνιξιν. Ετσι ο μηχανισμός του κράτους ετέθη κατ’ ουσίαν εις την υπηρεσίαν της ωργανωμένης τρομοκρατίας της δεξιάς, (…) Δεν είναι είναι ανάγκη να τονίσωμεν εις ποιον βάραθρον οδηγεί τον τόπον η παράτασις της καταστάσεως αυτής» 4.

Παρά τον κοινό στόχο Λαϊκών και Φιλελευθέρων της αποδυνάμωσης της Αριστερός, υπήρχαν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορούσε να επιτευχθεί. Προϊούσης της σύγκρουσης, ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο παρατάξεις ελαχιστοποιήθηκανκαι οι διώξεις της Αριστερός και των οπαδών της θεσμοποιήθηκαν μέσω των δικαστικών διώξεων και της λειτουργίας των έκτακτων στρατοδικείων 5.

Οι παραδοσιακές αστικές δυνάμεις επέδειξαν ανοχή έναντι των παρακρατικών, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την περιστολή του φαινομένου παρά τις διαμαρτυρίες σε εγχώριο και σε διεθνές επίπεδο για την καταστρατήγηση κάθε έννοιας νομιμότητας και την προσπάθεια όχι μόνο πολιτικής αλλά και βιολογικής εξόντωσης της Αριστεράς.

Σε πολλές περιπτώσεις η ανοχή αυτή μετατράπηκε σε οικονομική στήριξη και πολιτική κάλυψη, όπως τεκμηριώνουν νέα στοιχεία που πρόσφατα ήρθαν στην επιφάνεια 6.
Η συμβολή της τρομοκρατικής δράσης των συμμοριών στη νίκη των Λαϊκών στις εκλογές του Μαρτίου 1946 οδήγησε στην επαναχρησιμοποίησή τους, αυτήν τη φορά στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά.Σημείωμα του βουλευτή της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων (στην οποία μετείχε το Λαϊκό Κόμμα) Χρήστου Ζαλοκώστα, ανθρώπου με στενότατους δεσμούς με το παλάτι, υποδείκνυε τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλιζόταν η επάνοδος του Γεωργίου Β:

«Με τα χρήματα αυτά θα οργανωθούν εικοσαμελείς συμμορίαι από εθνικόφρονας εντίμους πολίτας υπό αξιωματικόν με πολιτικήν περιβολήν, σκοπόν έχουσαι αφ’ ενός την εξόντωσιν ελάχιστων μεν πλην αρχηγετικών στελεχών των κομμουνιστών δια να παράλυση η όλη αναρχική οργάνωσις δια του αποκεφαλισμού των αρχηγών, αψ’ ετέρου δε την καταδίωξιν των αναρχικών ομάδων της περιφέρειας. Κατά τας εκλογάς απεδείχθη ότι όπου υπήρχε εθνικόφρων ομάς (Σούρλας εις Δομοκόν, Καλαμπαλίκης εις Φάρσαλα, Τσαντούλας εις Καρδίτσαν, Ιωάννου εις Λαμίαν, Μαγγανάς εις Μεσσηνίαν) ο κόσμος εφήφισεν αθρόως το Λαϊκόν Κόμμα, όπου όμως αντιθέτως επεκράτουν κομμουνιστικοί συμμορίας ως εις Τύρναβον, Γρεβενά, Νάουσαν, Πέλλην, Σερβία, ουδείς ετόλμα να ψηφίση και η αποχή ήτο μεγίστη. Προκειμένου του Δημοψηφίσματος είναι προφανής η ανάγκη υπάρξεως ιδικών μας συμμοριών»7.

Οι Βρετανοί, οι οποίοι την περίοδο εκείνη διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ταλαντεύονταν ανάμεσα στην αναγκαιότητα της βίαιης αντιμετώπισης της Αριστεράς και της ανοχής της άκρας δεξιάς ως ένα ειδεχθές αλλά αναγκαίο μέτρο αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου και από την άλλη της στήριξης μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων προς αποτροπή του χάους που θα προκαλούσαν τα ακραία στοιχεία 8.

Παρά τη φαινομενική ευαισθησία τους στις διακηρύξεις στις οποίες προέβαιναν για την καταστολή της τρομοκρατίας, στην πράξη δεν άσκησαν καμία ουσιαστική πίεση για την περιστολή του
φαινομένου.
Υπόμνημα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας προς την Εξεταστική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών τον Μάρτιο 1947 κατέγραφε τον θλιβερό απολογισμό της τρομοκρατίας που ασκήθηκε από τη δράση συνολικά 32 συμμοριών της Δεξιάς -4 στο Πήλιο, 9 στην περιοχή Ολύμπου και Οσσας, 8 στην περιοχή των Χασίων και Κόζιακα και 11 στα Αγραφα- από τις αρχές του 1945 έως τα τέλη του 1946: επιδρομές και λεηλασίες σε 16 πόλεις και 624 χωριά. 1.059 άντρες και γυναίκες δολοφονήθηκαν και 9.809 βασανίστηκαν. Πάνω από 10.000 φυλακίστηκαν. 2.426 εξορίστηκαν, 474 αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και 211 γυναίκες βιάστηκαν 9.
Η ανοχή και η συνέργεια των κρατικών αρχών

Οι παρακρατικές συμμορίες δρούσαν με την ανοχή της Εθνοφυλακής και της Χωροφυλακής. Η τρομοκρατική τους δράση βασιζόταν όχι μόνο στη δύναμη που τους έδιναν τα όπλα -το μόνο που αφθονούσε στην ύπαιθρο εκείνη την εποχή- αλλά και στην επίγνωση πως όποια παρανομία και
αν διέπρατταν θα παρέμενε ατιμώρητη.
Οπως σημείωνε ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος. «αι παρακρατικοί οργανώσεις εξήσκουν επιρροήν επί των οργάνων της τάξεως και οικειοποιούντο την εξουσία των»10.

Εκθεση του συνταγματάρχη τότε Πεζικού Νικολάου Παπαδόπουλου, διοικητή της ΙΠ Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι), για τις παράνομες ενέργειες του Μαγγανά στην Καλαμάτα τον Ιανουάριο 1946 σημείωνε «πρέπει να αντικατασταθούν οι δυνάμεις της Χωροφυλακής διότι τα μέλη των Εθνικών οργανώσεων προβαίνουν εις εκνόμους ενέργειας ελαφράς μορφής (sic!) εναντίον εαμικών αφενός δια λόγους αντεκδικήσεως αφετέρου λόγω ανεκτικότητος των κατωτέρων οργάνων της Χωροφυλακής, και τούτο διότι ταύτα έχουν συνδεθή με μέλη των εθνικών οργανώσεων». Ο στρατηγός Γεώργιος Στανωτάς, στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου, κατέληγε σε παρόμοια συμπεράσματα 11.

Δημοσίευμα της κεντρώας εφημερίδας «Βήμα» (12 Μαΐου 1945) κατέγραφε το δίκτυο της τρομοκρατίας λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα και τις σχέσεις όσων ασκούσαν την τρομοκρατία με τον κρατικό μηχανισμό: «Από Κακοσάλεσι μέχρι Σχηματαρίου δρα ο ανθυπολοχαγός Στέφος Χαράλαμπος, ο οποίος ήτο υπενωμοτάρχης. Διωκόμενος υπό του ΕΑΜ κατετάγη εις τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργασθείς στενότατα μετά των Γερμανών, οδηγών τούτους εις κρυσφύγετα των ανταρτών. Προήχθη, άγνωστον πώς εις ανθυπολοχαγόν, τώρα δε υπηρετών εις την Εθνοφυλακήν, συγκροτεί εις τα χωρία μαχητικούς πυρήνας της οργανώσεως X. Εις το Σχηματάρι ώπλισε δεκαπέντε άντρας του ιατρού κ. Παπανδρέου, ούτε δε προβαίνουν εις διώξεις και συλλήψεις πολιτών. Εις Αράχωβαν Βοιωτίας ο οργανωτής της Ε.Ο.Ν. ενωμοτάρχης Μέγας Κόνιτσας, συνεκρότησεν ομάδαν της Βασιλικής Νεολαίας την οποία ώπλισε και η οποία προβαίνει εις συλλήψεις και διώξεις δημοκρατικών πολιτών. Δια τας παρανομίας των ταύτας διεμαρτυρήθη προ μηνάς εις τον Ταξίαρχον κ. Στεργιόπουλον, μεταβάντα εκεί, ο Ταγματάρχης εν τιμητική διαθεσιμότητι κ. Κορίνης Ανδρέας, άνευ όμως ουδενός αποτελέσματος. Εις Αγιον Βλάσιον Λειβαδιάς συνεκροτήθη υπό ενός Ανθ/γου υπηρετούντος εις Λειβαδίαν, ομάς εξ εντοπίων ήτις και ωπλίσθη. Ανήκει δε εις την οργάνωσιν ΠΕΑΝ.

Εις Αντίκυραν Λειβαδείας συνεκροτήθη ομάς υπό τον Παν. Σάρκον ήτις οπλισθείσα δια πιστολίων, άτινα αφήρεσαν από τους αποστρατευθέντας ελασίτας, αντικαθιστά τας αρχάς, προβαίνουσα εις συλλήψεις εντοπίων και διερχομένων ξένων, ους οδηγεί εις την αστυνομίαν Διστόμου. Ας σημειωθεί ότι δεν πρόκειται περί μεμονωμένων περιπτώσεων. Και από άλλας περιφέρειας αι πληροφορίαι παρουσιάζουν ομοίαν την κρατούσαν εις αυτός κατάστασιν, την οποίαν αναγνωρίζει και η ιδία η κυβέρνησις και ιδιαιτέρως ο Υπουργός των Εσωτερικών, και εις τας δηλώσεις των και εις τας ανακοινώσεις των…»

Ο Βρετανός συνταγματάρχης Κ.Μ. Γουντχάουζ, αρχηγός της βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα την Κατοχή, συμπέραινε με τη σειρά του ότι οι άντρες της Εθνοφυλακής ήταν αντικομμουνιστές και αγνοούσαν τους νόμους. Οι περισσότεροι αμελούσαν ή και παραβίαζαν τις πολιτικές ελευθερίες τις οποίες είχε θεσπίσει η Συμφωνία της Βάρκιζας και εκτός των περιπτώσεων όπου παρευρισκόταν κάποιος Βρετανός αξιωματικός, δρούσαν με πολιτικό φανατισμό και συναινούσαν, αν δεν συμμετείχαν, στην τρομοκρατία. Σε πολλές περιπτώσεις υπαξιωματικοί και άντρες της Εθνοφυλακής έκαναν κατάχρηση του αξιώματος τους για να ρυθμίσουν τις προσωπικές τους διαφορές, ενώ οι αξιωματικοί δεν επεδείκνυαν τον κατάλληλο ζήλο ή δεν είχαν τη δυνατότητα να τους ελέγξουν 12.

Αυτό βέβαια που παραλείπουν οι Βρετανοί στις εκθέσεις τους ήταν ότι είχαν πλήρη γνώση της μονόπλευρης δράσης της Εθνοφυλακής καθώς σε κάθε Τάγμα υπήρχε μονάδα Βρετανών συνδέσμων (British Liaison Unit) αφού οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι οι ελληνικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί ήταν αδύνατο να λειτουργήσουν πριν περάσει μια χρονική περίοδος συμβουλών και καθοδήγησης 13.

Η μονόπλευρη τακτική της Εθνοφυλακής απέναντι στο ΕΑΜ έπαιρνε διάφορες μορφές: συλλήψεις μελών και στελεχών με στερεότυπες κατηγορίες ή χωρίς ένταλμα, παρακώλυση της λειτουργίας των ΕΑΜικών οργανώσεων, επιθέσεις εναντίον του ΕΑΜικού Τύπου και συγκέντρωση πληροφοριών για όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στην ΕΑΜική Αντίσταση. Μόλις η Εθνοφυλακή προωθούνταν σε ένα χωριό έκανε, κατά την πρακτική των Γερμανών, μπλόκο καλώντας όλους τους κατοίκους στην πλατεία, όπου οι επονομαζόμενοι εθνικιστές υποδείκνυαν όλους όσοι υπήρξαν μέλη ή είχαν συνεργαστεί με το ΕΑΜ, ενώ ακολουθούσαν συλλήψεις και ξυλοδαρμοί 14.

Από τον Ιούνιο 1945, αρμόδια για την «εμπέδωση της ασφάλειας και της τάξης» σταδιακά κατέστη η Χωροφυλακή. Κατά την εκτίμησή της «αι πλείσται των λαμβανουσών χώραν επιθέσεις κατά κομμουνιστών είναι έργα αυτών των ιδίων, συνιστάμενα εις το να παρουσιάσωσι την Χώραν ως αναρχούμενην, τας Εθνικιστικάς οργανώσεις ως τρομοκρατικάς και τας αρχάς ως ευνοούσας τας πράξεις των» 15. Με άλλα λόγια οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που και σκηνοθετούσαν τις επιθέσεις και υφίσταντο τις συνέπειες τους (sic!).
Βίος και πολιτεία Γρηγόρη Σούρλα

Η πιο γνωστή παρακρατική συμμορία ήταν αυτή του Γρηγόρη Σούρλα η οποία έδρασε στη Δυτική Θεσσαλία. Ο χώρος δράσης δεν ήταν τυχαίος. Η Θεσσαλία αποτελούσε στην Κατοχή ένα από τα προπύργια του ΕΑΜ. Ο εύφορος κάμπος της ήταν καίριας σημασίας για τον επισιτισμό του αντάρτικου στρατού ΕΛΑΣ. Εκεί δόθηκε εξάλλου και η μάχη της σοδειάς. Γι’ αυτό στην περιοχή εμφανίστηκαν δωσίλογες οργανώσεις, όπως τα ΕΑΣΑΔ και στη συνέχεια παρακρατικές συμμορίες οι οποίες έλεγχαν εκτός από την παραγωγή και τις διαδρομές από και προς τον θεσσαλικό κάμπο. Γι’ αυτό τον λόγο έστησαν το αρχηγείο τους σε συγκοινωνιακούς κόμβους, όπως ο σιδηροδρομικός σταθμός του Δεμερλί (σημ. Σταυρός Φαρσάλων).

Ο Γρηγόρης Σούρλας, Σαρακατσάνος, παραδοσιακός ληστής προπολεμικά, αφού έκανε ένα σύντομο πέρασμα ως αυτοτελής καπετάνιος της ομάδας του ταγματάρχη Κωστόπουλου κατά τη διάρκεια της Κατοχής φέρεται να πρωταγωνιστεί στη συγκρότηση ένοπλης οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην περιοχή των Φαρσάλων. Γρηγόρης Σούρλας. Κοινός ληστής προπολεμικά, ΕΔΕΣίτης αρχικώς, ΕΑΣΑΔίτης κατόπιν, φόβος και τρόμος του Θεσσαλικού κάμπου, αθώος από το δικαστήριο δωσιλόγων .

Η οργάνωσή του διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ, όπως και οι άλλες οργανώσεις του ΕΔΕΣ εκτός Ηπείρου, τον Οκτώβριο 1943, με την έναρξη των συγκρούσεων ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ στην Ηπειρο. Προς το τέλος της Κατοχής ο Σούρλας, όπως και άλλοι ΕΔΕΣίτες, φέρεται να προσχωρεί στον ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης), οργάνωση χρηματοδοτούμενη και εξοπλισμένη από τους Γερμανούς 16. Συνέχισε ωστόσο να διατηρεί σχέσεις με τον ΕΔΕΣ και τον αρχηγό του Ναπολέοντα Ζέρβα, όπως διαφαίνεται από την καταγραφή στο ημερολόγιο του Ζέρβα, με τον οποίο ανταλλάσσει επιστολή με ημερομηνία 29 Απριλίου 1944 17.

Λίγο πριν από τη γερμανική υποχώρηση, τα ΕΑΣΑΔ, αφού για μήνες τρομοκρατούσαν την περιοχή, συγκεντρώθηκαν υπό τον Σούρλα στο χωριό Δεμερλί στη μέση του θεσσαλικού κάμπου για να προσφέρουν την τελευταία τους υπηρεσία στους Γερμανούς πάτρονές τους. Η τοποθέτησή τους πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη και τη δυτική Θεσσαλία στόχευε να προστατέψει τη γερμανική υποχώρηση από τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ στη σιδηροδρομική γραμμή και στην περιοχή της Γούρας (Ορθρυς). Αυτές τις ομάδες διέλυσε ο ΕΛΑΣ, με ταυτόχρονη επίθεσή του στον σιδηροδρομικό σταθμό του Δεμερλί και στη φρουρά των Φαρσάλων 18.
Για τη δράση του στις γραμμές των συνεργαζομένων με τους Γερμανούς ΕΑΣΑΔ ο Σούρλας παραπέμφθηκε επανειλημμένα στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Λάρισας, όπως καταδεικνύουν τα υπ. αριθμ. 221,222,223/25 Οκτωβρίου 1946 πρακτικά του δικαστηρίου. 19

Μετά την Απελευθέρωση ο Σούρλας ακολούθησε τη συνήθη πορεία όσων ηγήθηκαν παρακρατικών συμμοριών. Η συμμορία του αποτελούμενη από 14 άτομα έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή Αλμυρού και Φαρσάλων στις αρχές Φεβρουάριου 1945, πριν ακόμη από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας 20. Δύο ημέρες ύστερα από την εγκατάσταση των κυβερνητικών αρχών στα Φάρσαλα, ο Σούρλας με την ομάδα του εισήλθαν πανηγυρικά στα Φάρσαλα και άρχισαν να «διαφεντεύουν» την περιοχή. Ενα από τα γνωστότερα «κατορθώματα» του είναι η απαγωγή, στις 24 Απριλίου 1945, του εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας Χρ. Πατακιά.

Πολυάριθμα ήταν τα περιστατικά τρομοκρατίας που καταγράφηκαν σε στρατιωτικά έγγραφα, αναφορές, υπομνήματα, βρετανικές εκθέσεις, προφορικές και γραπτές μαρτυρίες. Η πλούσια τρομοκρατική του δράση ανάγκασε στις 17 Ιανουάριου 1946 τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Σπόρο Μερκούρη να μεταβεί στη Λάρισα για να επιβλέψει αυτοπροσώπως τις ενέργειες της Χωροφυλακής 21. Ο δημοσιογράφος Κώστας Βιδάλης και η συμμορία Σούρλα που τον σκότωσε συνοδευόμενη από τον Βρετανό αξιωματικό «Τζόρτζ» Μίλερ

Η κατάσταση στη Θεσσαλία ώθησε τον πολιτικό συντάκτη του «Ριζοσπάστη» Κώστα Βιδάλη να μεταβεί στον θεσσαλικό κάμπο για να κάνει επιτόπια έρευνα για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί. Στις 14 Αυγούστου ο Βιδάλης συνελήφθη στο χωριό Μέλια λίγα χιλιόμετρα από τη Λάρισα από τη συμμορία του Σούρλα. Υστερα από βασανιστήρια με υπόδειξη του Μίλερ που παρακολουθούσε το περιστατικό και με τη συνενοχή των κρατικών αρχών ο Βιδάλης δολοφονήθηκε. Η είδηση συγκλόνισε την Ελλάδα και τη δημοκρατική διεθνή κοινή γνώμη. Το περιστατικό καταγγέλθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Τις παραμονές του δημοψηφίσματος για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου Β’ μια βρετανική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία από βουλευτές όλων των κομμάτων, αφού συγκέντρωσε πλήθος αποδεικτικών στοιχείων, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

«Σε μερικά μέρη της Θεσσαλίας, ιδιαίτερα στο τρίγωνο Λάρισα – Βόλος- Φάρσαλα, οι ένοπλες δεξιές ομάδες λειτουργούν με άκρα τόλμη. Μια ημέρα του Αυγούστου, ένας περιβόητος δεξιός συμμορίτης, ονόματι Σούρλας, μπήκε στην ίδια πόλη της Λάρισας, την έδρα του Β’ Σώματος του Ελληνικού Στρατού και έμεινε εκεί αρκετό χρόνο χωρίς να συλληφθεί. Μια άλλη μέρα ο πολιτικός συντάκτης του «Ριζοσπάστη» Βιδάλης απήχθη από βαγόνι του σιδηροδρόμου κοντά στον Βόλο από συμμορίτες και εκτελέστηκε παρουσία, όπως λέγεται, χωροφυλάκων. Καθ’ όσον γνωρίζει η αντιπροσωπεία δεν έγιναν συλλήψεις Αυτές οι ένοπλες συμμορίες έχουν, όπως φαίνεται, την ανοχή της κυβέρνησης και δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να παταχθούν.

Αν και ορισμένοι κύκλοι ισχυρίζονται ότι στόχος τους είναι να εμποδίσουν την εξάπλωση του κομμουνισμού, το γεγονός είναι ότι δεν συμπλέκονται με τις κομμουνιστικές συμμορίες αλλά ασχολούνται με την κατατρομοκράτηση των χωριών και εκβιάζουν πληρωμές από όποιον είναι αρκετά πλούσιος για να μπορεί να πληρώσει. Στην περιοχή νοτίως της Λαμίας μας είπαν ότι ο ηγέτης της Δεξιάς επιβάλλει φόρο 10% στη σοδειά της περιοχής. Αν και
η οπλοφορία είναι παράνομη, ο σχετικός νόμος εφαρμόζεται μόνο κατά των μελών της Αριστεράς. Σε μερικές περιφέρειες της Θεσσαλίας η κυβέρνηση η ίδια προμηθεύει όπλα στους πολίτες οπαδούς της». 22

Με το ΚΘ’ ψήφισμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1947 «περί αμνηστίας παραδιδομένων στασιαστών», ο τυπικά επiκηρυγμένος Σούρλας παρουσιάστηκε «αυθόρμητα» στις αρχές και αμνηστεύθηκε για τα αδικήματα που «σχετίζονται, οπωσδήποτε, με τη συμμοριακή ή αντισυμμοριακή δράση». Η συμμορία του, όπως και άλλες παρακρατικές συμμορίες, παρόλο που τυπικά διαλύθηκε, κατ’ ουσίαν μετασχηματίσθηκε σε παραστρατιωτική οργάνωση, με επικουρική δράση προς τον Εθνικό Στρατό, προσφέροντας από νόμιμο πια μετερίζι υπηρεσίες στον «αντισυμμοριακό» αγώνα.

Τηλεγράφημά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Κ. Ρεντη προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και αρχηγό των Λαϊκών Κ. Τσαλδάρη είναι ενδεικτικό της ενσωμάτωσης -ακόμη και διαβόητων παρακρατικών- στον κρατικό μηχανισμό 23.

Τα δε μέλη των παρακρατικών συμμοριών συνέχισαν επί μακράν να καρπώνονται τα οφέλη της αντικομμουνιστικής τους δράσης. Εγγραφο του υφυπουργού, γενικού διοικητή Θράκης Ν. Παναγιωτόπουλου προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 26 Μαρτίου 1949 αφού αναφέρεται στα σχετικά με την οργάνωση ΕΣΕΑ (Ενωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνος) Ακριτών, στη δράση της στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και στον Τσαούς- Αντών, καταγράφει: «Η αναρχία η οποία επικρατεί εις όσα χωρία οι οπαδοί της ως άνω οργάνωσης επικρατούν με άλας αυτής τας συνέπειας. Ως παράδειγμα αναφέρω το χωριό Κρηνίδες [όπου ήταν αγροφύλακας και έδρασε στην Κατοχή ο Τσαούς-Αντών] εις το οποίον έχουν συρρεύσει διάφορι τοιούτοι οίτινες αυθαιρέτως και άνευ ουδεμίας αδείας, περιφρονούντες τας εκάστοτε απαγορευτικάς διαταγάς της Γεωργικής Υπηρεσίας και του Επικοισμού καταλαμβάνουν ξένα οικόπεδα και κτίζουν επ’ αυτών, κατέλαβον και καλλιεργούν εκατοντάδες στρεμμάτων γης των Φιλίππων εν ω οι παλαιοί κάτοικοι του χωρίου περιδεείς αδυνατούν όχι μόνο να αναβράσουν αλλά ούτε να καταγγείλουν τας υπερβασίας, μόνον εις τον Μητροπολίτην Καβάλας ετόλμησαν να παραπονεθούν και διεκτραγωδήσουν την κατάστασή των.

Οταν δε τοπογραφικά συνεργεία κατόπιν αποφάσεως Διευθύνσεως Επικοισμού Βορείου Ελλάδος ετόλμησαν να εισέλθουν εις την επικράτειάν του δια να καταμετρήσουν και να κατανείμουν την έκτασιν αυτήν εις τους δικαιούχους, ως έπραξαν δια όλην την έκτασιν της πεδιάδος αυτής, εξεδιώχθησαν εκείθεν υπό ενδιαφερομένων φερόντων δυστυχώς την στολήν του Ελληνος αξιωματικού»24.

Ο γεννημένος στον Πόντο Τσαούς-Αντών (Αντώνιος Φωστερίδης), αρχηγός αντικομμουνιστικής ομάδας στο Τσαλ-Νταγ στην Ανατολική Μακεδονία βγήκε στον Εμφύλιο επικεφαλής δικής του ομάδας, αρχικά στη Θράκη και το 1947 στην Ανατολική Μακεδονία.



Τον Αύγουστο 1948 ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης πυροβολικού του Εθνικού Στρατού και διοικητής του Τάγματος Φωστερίδη, στο οποίο στρατολογήθηκαν μέλη των ομάδων του. Το 1952 μεταπήδησε στην πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Δράμας με τον Εθνικό Συναγερμό του Παπάγου 25.

Την ίδια πορεία ακολούθησαν και άλλοι οπλαρχηγοί οι οποίοι αφού απέσεισαν μέσω της αντικομμουνιστικής τους δράσης το στίγμα του δωσιλογισμού επιδόθηκαν σε έναν αγώνα αναγνώρισης της «αντιστασιακής» τους δράσης και ακολούθησαν πολιτική καριέρα 26.

Για άλλους, όπως για τον Γρηγόρη Σούρλα, η αναγνώριση της ιδιότητας του αντιστασιακού ως επιβράβευση της ευδόκιμου υπηρεσίας του καθυστέρησε έως τη χούντα 27.

Παρακρατικοί «εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων» 28 παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού και του αντικομμουνισμού επωφελήθηκαν παντοιοτρόπως από ας παροχές του μετεμφυλιακού κράτος το οποίο δομήθηκε πάνω στην τρομοκρατία και τον πολύπλευρο -θεσμικό πια- αποκλεισμό των πολιτικών τους αντιπάλων.

Παραπομπές

1. Ο νόμος 4229/1929 της κυβέρνησης Βενιζέλου, γνωστός ως Ιδιώνυμο, τιμωρούσε τη δραστηριότητα κατά του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. Διατηρήθηκε εν ισχύ επί Μεταξά και στον Εμφύλιο, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατοντάδες αγωνιστές της Αριστεράς.

2 Μ. Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Κοινωνική πόλωση, Αριστερά και αστικός κόσμος στη μεταπολεμική Ελλάδα. Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006, σ. 268.

3 Δ. Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγών, Αθήναι 1956, σ. 154.

4 Η. Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και βουλευτικές εκλογές 1946-1967, Πατάκης 1992.

5 Θ. Σφήκας, Πόλεμος και Ειρήνη στη Στρατηγική του ΚΚΕ, 1945-1949, Αθήνα: Φιλίστωρ 2001, σ.74-75.

6 Ιδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, φ. 23/2β, «Επιστολή Χ.Ι. Κούσουλα, πρώην Νομάρχη Σάμου προς Κ. Τσαλδάρην», Αθήνα 25 Νοεμβρίου 1947.

7 Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φ. 439, «Σημείωμα επί της δημοσίας τάξεως την 6η Ιουλίου 1946». Τ. Κωστόπουλος, «0 στρατός φάντασμα της εθνικοφροσύνης», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 17 Μαΐου 2009.

8 Θ. Σφήκας, Οι Αγγλοι Εργατικοί και ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Ο ιμπεριαλισμός της «Μη επέμβασης», Αθήνα: Φιλίστωρ 1997.

9 Οι πραγματικές αιτίες του ελληνικού δράματος, Εκδ. Τμήματος Διαφωτίσεως Κ.Ε. ΕΑΜ, Αθήναι 1947 (ανατύπωση στο Από τη Βάρκιζα στο Λιτόχωρο. 3 Λευκές Βίβλοι του ΕΑΜ, εκδ. Ποντίκι 1998).

10 Ζαφειρόπουλος, ό.π., σ. 154 και 161.

11 Στο ίδιο, 0.154-155.

12 PRO [Βρετανικά Εθνικά Αρχεία], F0 [Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών] 371/48279, «Εκθεση συνταγματάρχη Γουντχάουζ προς τη βρετανική πρεσβεία Αθηνών: Κατάσταση στην Πελοπόννησο», 11 Αυγούστου 1945.

13 2 PRO, W0 [Αρχείο του υπουργείου Πολέμου] 204/1880.

14 Β. Λάζου, «Η συγκρότηση και η δράση της Εθνοφυλακής. Νοέμβριος 1944-Σεπτέμβριος 1945: Η περίπτωση της Λαμίας», Κλείω, 2006/3, σ. 63-95.

15 Ενδεικτικά: ΓΑΚ Φθιώτιδας, Αρχείο Πρωτοδικείου Λαμίας, Διοίκησις Χωροφυλακής Λαμίας, «Περί λαβόντων χώραν αδικημάτων εις βάρος Αντωνίου Τ. και Κωνσταντίνου Ε. κατοίκων Λαμίας», 13 Ιουλίου 1945.

16 Β. Λάζου και Δ. Σκαλτσής, «Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης (ΕΑΣΑΔ), Οι πρόθυμοι συνεργάτες των Γερμανών», στο Σ. Δορδανάς, Β. Λάζου, Β. Τζούκας, Λ. Φλιτούρης (επιμ.), Κατοχική βία 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Αθήνα: Ασίνη 2016, σ. 91-148.

17 Ημερολόγιο Στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, 1942-1945, εισαγωγή – σημειώσεις Β. Τζούκας, Αθήνα: Ωκεανίδα 2013, σ. 498.

18 Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τόμ. 4 (Εθνικός Στρατός ΕΛΑΣ, XVI Ταξιαρχία, 27/8/1944), σ. 198.

19 Παρατίθεται στο Σ. Παπαγιάννης, Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης. Τα Τάγματα Ασφαλείας της Θεσσαλίας, Σόκολη 2007, σ. 291.

20 Εφημερίδα Αναγέννηση Βόλου, 7 Φεβρουάριου 1945.

21 Λίπερ [Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα) προς F0 [Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών] 26 Ιανουαρίου 1946

22 Foreign Office, Report of the British Parliamentary Delegation to Greece. August 1946 (HMSO, London 1947).

23 Ιδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, φ.32 «1948. Πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα».

24 Ιδρυμα Κ. Καραμανλή, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, φ.39/40, υποφ.ιβ, «Υφυπουργός Γενικός Διοικητής Θράκης προς το Υπουργείο Στρατιωτικών». Κομοτηνή, 26 Μαΐοιι 1949.

25 Αναλυτικά Τάσος Χατζηαναστασίου, Αντάρτες και Καπετάνιοι, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη 2003.

26 Στρατός Δορδανάς, Η Γερμανική Στολή στη Ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του Δοσιλονισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Αθήνα: Εστία 2011.

27 ΓΕΣ/ ΔΙΣ, «ΕΑΟ Εθνικιστών Θεσσαλίας. Γενικός Αρχηγός Σούρλας Γρηγόριος εκ Φαρσάλων», φάκ. 31/1/29, Αθήνα, 15 Απριλίου 1970

28 Βασίλης Γούναρης, Εγνωσμένων Κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 2003.

Της Βασιλικής Λάζου – Δρα Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, Hot Doc History

istorika-ntokoumenta